βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

ΙΚΑΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ


ΙΚΑΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ (απόσπασμα τραγωδίας)
Το έργο κυκλοφορεί σε πλήρη έντυπη έκδοση απ' τις εκδόσεις ''Δρόμων'' (τηλ. 2102617648) και διατίθεται στην αγορά (σελ. 125)
...............................................................................
Αριάδνη (μονόλογος):
Ω σπαραγμοί των σπλάχνων μου
δεσμά της ύπαρξής μου
συντριβή των ονείρων μου
μαδημένες ελπίδες
δωρίστε μου στη δύστυχη
δύναμη θείας φυγής…
Ω μυστικές αναλαμπές
της πρωτινής μου νιότης
λουλούδια παιδικότητας
της ήβης χαρμονές
διώξτε το άχθος το βαρύ
το πλήκτρο του θανάτου
της προσμονής την κόλαση
-σκληρά με περιζώνει-
το άγος των στιγμών μου.
Σ’ αυτές τις τραγικές στιγμές
κατακλυσμού δονήσεις
ολοσυντρίβομαι μεμιάς
νιώθω ημιθανής…
Μακρύνονται παράδεισοι
πόρφυρες αναμνήσεις
και άρρητα βιώματα
απόλυτης σιγής.
Παράλυτη και ξέπνοη
χωρίς γλυκό αποκούμπι
συντρίβομαι ολόμονη
κι ο κόσμος μου, το σύμπαν,
χάνονται από την πνοή
ατίθασων ανέμων,
ωκεάνειων αφρών
στου σκότους την οργή.
Γίνετ’ ο κόσμος φάντασμα
αήττητος δυνάστης
της ειμαρμένης πλοηγός,
δεσμώτης της ψυχής.
                                      *
Θώρησε κι αναθώρησε ψυχή μου κάποια κάλλη
τη θεία σου εγγύτητα αργόπνοης σιγής,
ὀ,τι εκδιώκει ειρηνικά
το ψεύδος και την πλήξη,
ό,τι θ’ αρπάζει απόλυτα
απ’ τα δεινά της γης,
της γης με τους δυνάστες της
-είναι παιδιά του Κρόνου-
τη σκληρή της μετώπη
που αφανίζει άδοξα
μύριες αναλαμπές
στοιχείων της, τοπίων της
και κόσμους χαρμονής.
Είναι συμβολική ριπή
ανθρώπινης μωρίας
ακροκεραύνεια έφοδος
με ειρηνική πνοή,
γιατί το μέγα μυστικό
το άρρητα λουσμένο
είναι η μόνη δύναμη
που απελευθερώνει
απ’ τα σκληρά φαντάσματα
ανθρώπινης ζωής,
ζωής αξιοθρήνητης
που χάνει το πετράδι
αυτό το μύχιο θησαυρό
απολησμονημένο
στα τρίσβαθα του είναι μας
-αιώνιο χάδι ύπαρξης
και έμπνοης ζωής.
                                      *
Ω θεία, απόλυτη αρχή
δος τη δύναμή σου
τη δύναμή μου την αγνή
άσπιλο μαργαρίτη
να λάμψει μέσα μου κι εκτός
του κάλλους η πνοή…
Πασιφάη:
Βλέπω κορούλα μου γλυκιά
θωρώ ένα νέο κόσμο
που δρασκελίζει έξοχα
τα ψεύδη της ημέρας,
της νύχτας τα φαντάσματα
και τις αποκοτιές
του βίου μας του τρυφηλού
που φαίνεται μακάριος.
Παλάτια μας, δακτύλιοι
τόσα χρυσαφικά,
πλούσιοι κοιτώνες ηδονής
αναψυχής σαλόνια,
ανθόσπαρτοι ανθόκηποι
κιόσκια και υπηρέτριες
γλυκά λιβάδια του αγρού
και σκιερά βουνά
της γης όλης τα πέρατα
συντρίβονται εντός μου…
Τ’ είναι η γη μας η καλή,
στεριές και θάλασσές της
τα μαγικά διάσελα
κι ο σπαραγμός της ζούγλας
γλάροι με τα λευκά πανιά
βαρκούλες που ανεμίζουν
και πιο βαθιά ο σπαραγμός
το άγριο κυνήγι
και των ανθρώπων οι πνοές,
της ύπαρξης η πλήξη
στα άγρια τενάγη μας
στου χρόνου την τριβή;

Αριάδνη:
Τα λόγια σου μανούλα μου
συντρίβουν την καρδιά μου
ολογκρεμής η σκέψη μου
στου αισθήματος τη χάση
αβυσσαλέο το κενό,
πλαστός αυτός ο κόσμος.
Κι όμως υπάρχει μάνα μου
κάτι που μας πληρώνει
η μύχια γη μας, λατρευτή,
του πνεύματος η πνεύση
στους κόσμους της αλήθειας
στο ανέκφραστο λιμάνι
που πλάθει όμορφη ζωή
πέρα απ’ τις ψευδαισθήσεις
που αποναρκώνουν άστοργα
που αποδεκατίζουν,
ρίχνοντας τις υπάρξεις μας
στη δέσμια δουλεία…
Ω γη, τα μεγαλεία σου
δεν είναι οι εικόνες,
οι ψευδοβεβαιότητες,
είναι η πλέρια γνώση
η μυστική ακρόαση
του μύχιου εγώ.
Συντρίβουμε τα είδωλα
Ξανοίγεται η ζωή…
1.     Θησέας και Αριάνδη.
Θεωρός:
Ήτανε άλκιμος πριν γεννηθεί,
γιατί η Αίθρα η μάνα του
δε γνώριζε αν ήταν Ποσειδώνας ο πατέρας του
ή ο Αιγέας ο κλεινός ο γιος του Κέκροπα
στης Τροιζηνίας τα παλάτια του Πιτθέα.
Όνειρο ήταν, πεθυμιά ή γονιμότητα του Ποσειδώνα;
Από νωρίς ξεκίνησε τους άθλους το παιδί,
καθώς μόνο του κύλισε το βράχο
με το σπαθί και τα σανδάλια του πατέρα του.
Προσπέρασε ηρωικά Επίδαυρο και Κόρινθο,
Κρομμυώνα και Κακιά Σκάλα
χτυπώντας επικίνδυνα ληστές και αιμοβόρα,
στην Ελευσίνα τέλεψε τον Κερκύονα,
στην Ιερή Οδό εξόντωσε το φημιστό πατέρα του Προκρούστη,
στην Αθηναίων γη συνέχισε τους άθλους του
για να βρεθεί εθελοντής θανάτου,
αυτός ο λυγερόκορμος καρπός της Αίθρας,
ο μαθητής του Ηρακλή που θαύμαζε.
Ηρώων ήταν η εποχή,
ηρωικά τα παλικάρια της αλκής
γενναιόψυχες οι πράξεις τους
προστάτευαν αδύναμους
γδικιόνταν τους σκληρούς
βασίλευαν με δύναμη και σθένος,
τα ‘βαναν και με τους θεούς
όπως ο Διομήδης.
Σαν τι ποθούσαν πιο υψηλό
τα μάτια του Θησέα;
Τι αντικρίζαν πιο μακριά
απ' των βουνών τις ράχες
 απ’ τους αχνούς ορίζοντες
με ερεβώδες θάμβος;
Ο θρόνος ήταν έτοιμος
μα δεν αρκούσε,
γιατί η ταπείνωση βαθιά
-του Μίνωα τιμή.
Χωρίς ηρωικές στιγμές
χωρίς μύθους και θρύλους
χωρίς διώκτες απηνείς
του φόβου και του δέους
οι πόλεις και οι πολιτισμοί
είναι ασθενικοί,
αδυνατούν να θρέψουνε
κλέη των επιγόνων.
Πανίσχυρη η Αθήνα σου θα γίνει
ωραίε βλαστέ ισάξιε
ομηρικών ηρώων
πρόγονε ίσως θαλερέ
του κλέους των Αχαιών.
Θα την αντέξεις την τιμή
της δόξας και του πάθους,
θα βγεις απ’ το Λαβύρινθο
σώος και νικητής;
Η ναυς προσέδενε στην Κρήτη
οι φύλακες του Μίνωα περίμεναν
και ο Μινώταυρος στο σκότος του Λαβύρινθου,
ένιωθε πεινασμένος και μουγκάνιζε οικτρά…
Στου πλήθους την οχλοβοή
ήσυχα όλα φαίνονταν στην πλώρη, στα σχοινιά,
κρυμμένη η Αριάδνη
μονολογούσε τρυφερά
με μάτια τεταμένα
στ’  αθώα πριγκιπόπουλα
ταγμένα στη θανή.
Αριάδνη:
Ποιο βάρος της πικρόκαρδης κατάρας αποπαίδι
ξέφυγε από μέσα μου στην πρωινή μαγεία
καθώς απ’ τον ακρόπυργο θωρούσα το καράβι
σαν μια κουκίδα φωτεινή στης θάλασσας στα στήθια;
Φαίνονταν μόνο τα πανιά, απόμακρα, μικρά,
μαύρη σημαία πλάνευε όσους το προσπερνούσαν,
μα μες τα καμαρίνια του οι όμηροι πενθούσαν.
Ποιος δαίμονας αόρατος μου απέσπασε τη θλίψη
γεμίζοντας με θείο φως της καρδιάς μου τη πλήξη;
Κρυφόγελα, υπαινιγμοί, λάμψεις χαμένων πόθων,
έρωτες συνταράζοντες της ύπαρξης τη φλούδα
υποχωρούνε άτακτα μπροστά στο θείο συμβαίνον,
της νέας μου της ύπαρξης ύστατο αναβαθμό.
                                                *
Ακροζυγίζομαι στα όρια της ζωής,
ριγώ από ευφροσύνη κι από δέος
πληρότητα ολόμερο της ύπαρξης καμάρι,
μείνε μαζί μου, μη μ’ αφήνεις να χαθώ
και πάλι μες της πλησμονής την πλήξη,
μακάρια όψη της ζωής κοντά σου η τραγωδία…
Φως του θανάτου η ζωή, ο θάνατος μαυρίλα
κι όμως εξαφανίζεται στης λάμψης μας το φως…
Στρατηγός:
Ώρια κορούλα μας γλυκιά,
αστέρι όλης της Κρήτης
γλυκό της φύσης θηλυκό,
καμάρι των γονιών σου
άνθος ανέσπερης αυγής
τι θέλεις μες το πλήθος;
 Έλα κοντά μου, πιο κοντά,
να δεις τους καταδίκους
να λάμψει στα ματάκια σου
του Μίνωα η δόξα
και των δειλών ο σπαραγμός
που αρνούνται να το πουν…
Αριάδνη:
Μην είσαι τόσο βέβαιος
ραβδούχε του πατέρα˙
φτωχές υπάρξεις έρχονται
ευγενείς απ’ τη φύση.
Όλοι τους θα μοιρολογούν
πικρό το θάνατό τους.
Ποιος θα μπορέσει να το πει
τη φρίκη της θανής
που ξετυλίγεται μπροστά
στα μάτια τα δικά του;
Στρατηγός:
Είμαστε τόσο σίγουροι,
του βασιλιά η δόξα
ραβδίζει όλες τις σκιές
όποιας αβεβαιότης.
Έλα κορούλα να τους δεις…
Θεωρός:
Ξέφυγε μόνη της
πλάι στο πλήθος
κι αντάμωσε το βλέμμα του Θησέα
που ολόπρωτος κατέβαινε
απ’ του πλοίου την πλώρη.
Τα βλέμματά τους έσμιξαν,
έδιωχναν αποστάσεις,
έχθρες και μίση και κακά
αμέτρητων αιώνων
πετάχτηκαν ολομεμιάς
στης λησμονιάς τους τόπους.
Είπανε τα ανέκφραστα
ξέχειλη αιωνιότη,
περίλαμπρο βασίλειο
μιας χάρης που σκηνώνει
στον άρρητο το λογισμό
ανθρώπινης καρδιάς.
Δεν ξέρω πώς απλώθηκαν
οι ευγενείς υπάρξεις
και πώς αποκαλύφθηκε
το μέγα μυστικό,
ό,τι αναγνωρίζουμε
ως Ευρυδίκης κλέος
και του Ορφέα μας πνοή
που φέγγει στους αιώνες.
                                      *
Ο ποιητής είναι μικρός, ο θεωρός σωπαίνει
το πλήθος το αμύητο που κραύγαζε τρελά
ένιωσε την υπέρλαμπρη έλξη των δύο νέων
κι ευθύς ανέτειλε άληστη θεία σιγολαλιά.
Σιγολαλιά ανέκφραστη ιερά μαγνητισμένη
που τράνεψε τη σιωπή της ιερής χορδής
που αγρυπνεί ανέπαφη σ’ αιώνια θητεία
παιδεμένων κι απαίδευτων, σπουδαίων και μικρών.
Ήτανε τάχα η δύναμη που εξέπεμψε ο Θησέας,
η γοητεία η άρρητη της κόρης της σιγής,
η anima η υπέρκοσμη που αδελφώνει φύσεις
το αιώνιο το κίνητρο διανθρώπινης πνοής;
Τι ήταν που ημέρεψε την άμορφη τη μάζα
που αλάλαζε αφρόντιστη της δόξας την ορμή
άμοιρη υπηρέτρια των σκληρών ερειπίων
που μας μοιράζει άστοργα της μοίρας η οργή;
Κανείς δε θα ’ξερε να πει το μέγα το συμβαίνον
το μόνο, το ανέκφραστο, το ιερό εγώ,
το εγώ που εκτρέπεται δεινά στης Λάχεσης τους κάβους
και που συντρίβεται έξοχα  στο θείο αργαλειό
της έκπληξης, του θαυμασμού, του θάμβους την αρπάγη.
                                      *
Η γοητεία της αγνής λευκής μας περιστέρας
δεν ήτανε απαύγασμα της θρυλικής Αστάρτης
που μάγεψε και τον Μαρντούκ, τον ήρωα θεό,
δεν ήταν έλξη θελκτική, των μύθων αποκούμπι
ούτ’ εφαλτήριο δεινό σε πάνθεα ισχυρών
θεών που αυτοδοξάζονται ως δεσπότες και κύριοι
ως πλανερά αρχέτυπα των ενδεών θνητών.
Αγνοβασίλευε λαμπρά ένας καινούργιος κόσμος
ήρεμος και δυναμικός, αγνός και μυστικός,
βαθύς και προαιώνιος, ανθρώπινος και θείος
ανήμπορος να εκφρασθεί με λόγους ποιητών.
Η τέχνη η ποιητική, αυλός της επινοίας,
εύρυθμη και ανάερη, περιλουσμένη φως,
προστρέχει απερίτμητα σε βωμούς και εστίες,
ιερή προσκυνήτρια άβατων απαρχών,
ακρογκρεμίζεται ιερά σε θείους παραδείσους,
μα, ενδεής και έναγχος, αδυνατεί να υμνήσει
τη θεία ωραιότητα, το κάλλος των ψυχών,
ψελλίσματα μας πρόσφερε, υπαινιγμούς αφήνει…


                                      *
...............................................................................................................
Θησέας:
Το λάθος είναι τραγικό ωραίο παιδί της ρέμβης
κι εγώ τόλμησα άφοβος ενάντια σ’ εχθρούς,
σε τέρατα φαρμακερά, ληστές και δολοφόνους,
κι όμως δε μπόρεσα ποτέ μόνος μου να νικήσω…
Χωρίς το ξίφος το ιερό του μόνου μου πατέρα,
χωρίς τη θεία την ορμή του Ηρακλή του θείου
χωρίς το νήμα της καρδιάς της γλυκιάς μου Αριάδνης,
θα  ‘μουνα μόνος, έρημος, συντρίμμι της ζωής.
Μην είσαι τόσο σίγουρος για τα μεγάλα έργα
ούτε και για το σχέδιο που έχεις στο μυαλό σου.
Όσο κι αν μας τρελαίνουνε οι φαντασμαγορίες,
όσο κι αν μας υψώνουμε εγωισμοί και κλέη,
δεν παύουμε να είμαστε αδύναμοι θνητοί,
μάταιοι αναζητητές της τραγικής μας μοίρας.
Ίκαρος:
Θέλω τη λευτεριά μου εγώ μαζί με τον πατέρα
θα δείτε τι σκαρφίζονται οι δύο σκλαβωμένοι
στης τέχνης τους τη δύναμη, στου έργου την πνοή.
Ο εκτοξευτήρας ο ιερός βγαίνει ανανεωμένος,
τα πάθη μας, τα λάθη μας, όλες οι αδυναμίες
εξαγοράζονται όμορφα στον παιδεμό, στο μάθος
αυτής της αμετάθετης παλαίστρας της ζωής.
Νέοι, υπέροχοι ουρανοί απλώνονται μπροστά μας.
1.     Θησέας και Αριάδνη:
Θεωρός:
Όφειλαν να ξεφύγουνε απ’ του Λαβύρινθου το σκότος
έξω ο αλαλαγμός και οι οιμωγές του πλήθους
δυσκόλευαν αφάνταστα το νέο σχέδιό τους.
Κανένας δε θα πίστευε στου Θησέα το κλέος
ούτε θα φανταζότανε τη συνδρομή κορούλας.
Πανάγριος ο Μίνωας, σκληρά αποφασισμένος
άφριζε ανελέητα
σκληρός και παθιασμένος,
η Αριάδνη του ‘φυγε,
σιγή η Πασιφάη.
Ο στόλος μόλις γύριζε από την εκστρατεία,
άρχοντες κι υποτακτικοί σιγούσαν νυκτικά.
Στης δίνης το βαρύ αχό
που κάποτε σιωπά
τα τραγικά σημεία του
εξαγγέλλουν το χάος
που μας τραντάζει αμείλικτα
στης κόλασης το σκότος…
Στοιβάδες των εκρήξεων
πληροφορούν στεντόρια
των ηγεμόνων την ισχύ,
των αφρόνων το πάθος.
Δεν είναι πάντοτε η ισχύς
η τελευταία λέξη,
κάποτε ευτελίζεται
απ’ την αλαζονεία
κι από τη βεβαιότητα
πανίσχυρων ταγών.
Η Αριάδνη ξέφυγε
μ' ασπίδα το Θησέα
κι όταν το αντιλήφθηκαν
ήτανε πια αργά.
Ταξίδευαν θριαμβευτές
για το κλεινό το άστυ,
οι κωπηλάτες εύσωμοι
και τα πανιά φουσκώναν.
Οι δύο νέοι οι λαμπροί
οι αποφασισμένοι
έπλαθαν με ευγένεια
τη νέα ιστορία
την ιστορία των ψυχών
του έρωτα πνοή.
Η νότια αύρα χάιδευε
απαλά τα σωθικά τους
η άλμη η θαλασσόπνοη
ψέλλιζε μυστικά
το ανοιχτό το πέλαγος
άνοιγε τα φτερά τους
την πλέρια τους απόφαση
μ’ αναμονές στιλπνές.
Το μούδιασμα, η συγκίνηση
π' άφησε τους δικούς της
της μάνας τη γλυκύτητα
τη στοργή του πατέρα
θεραπαινίδων σεβασμό
της αυλής τη χλιδή,
η πλέρια της συγκίνηση,
παιδικές αναμνήσεις
φωτίστηκαν υπέρλαμπρα
από άλλη πηγή,
πηγή φωτός και δύναμης
έρωτα επουράνιο
αρχή ανόρθωσης γλυκιάς
και θηλυκής μαγείας
που ανέμενε του άρρενα
την ανοιχτή καρδιά.
                             *
Αγαπηθήκανε σεμνά οι εύψυχες πνοές
γλυκά λουλούδια της ζωής, γοητεύουσες υπάρξεις,
ξεπερνούσαν τα όρια όλων των πρωτοκόλλων,
ανέπνεαν ελεύθερα το νόστο το βαθύ
που νικάει τα σύνορα των τύπων, των λογάδων
που ανασταίνει της ψυχής την άρρητη σιγή.
Δεν ήταν όμως βέβαιοι μέσα στην  ευωχία
λόγου και συναισθήματος ειρηνικής πνοής
καθώς σιγόβλεπαν κρυφά ανόσιες παγίδες
τις βλέψεις τις ουτιδανές της χθόνιας τριβής.
Γνώριζαν και οι δυο καλά πως είναι ματαιότη
κάθε εύπιστη παράδοση σ’ ανθρώπινες πνοές
και πως η βεβαιότητα γίνεται αβεβαιότης
χωρίς διδάγματα ισχυρά ανθρώπινης βιωτής.
Ο έρωτας ο δυνατός θραύεται συντριμμένος
από ανθρώπινες βολές, από θεών τις ζήλιες,
χάνονται ανθρώπων όνειρα, συναίσθημα και λόγος
μα απομένει ξάγρυπνη η έξοχη πνοή,
η κρηπίδα του έρωτα με θεϊκή μαγεία,
το άγρυπνο κι αιώνιο στοιχείο της ψυχής,
η φύτρα κάθε έρωτα, κάθε επιθυμίας
η μύχια πληρότητα των τέκνων της σιγής.
Πόσο θα άντεχαν οι δυο δεινές δοκιμασίες
που περιζώνουν τη ζωή ανθρώπων και θεών;
Αριάδνη:
Πλέω προς νέες χώρες,
αναζητώ την εμπνοή
μαζί σου αγαπημένε μου.
Η θάλασσα κι ο ουρανός
παντοτινά σημεία
των άστεγων, των ιδαλγών
όλων των εποχών
ακροζυγίζουν έξοχα
καρδιάς τις προσδοκίες
οπλίζουν την απόφαση
με ιερό παλμό.
Είναι η ψυχή μας ουρανός
και ωκεανών τοπίο,
η θέληση, η απόφαση,
της πόλης ο αχός
με τα φρενοπετάγματα
και τις ανοησίες,
ηχούν όλο πιο δυνατά,
με κάλπικες τις λάμψεις,
τόσο ηχηρά σημεία,
είναι πολύ πιο δυνατά
που λάμπουν ως αφρός,
και μας τυλίγουν άστοργα
στης τύρβης την κηδεία…
Της φυσικής μας ένδυσης η απεραντοσύνη
σκόρπιες δυνάμεις που σκορπούν την ομορφιά παντού
 παίρνουν στην όψη σου χρυσέ αλλοτινά σημεία
το πάθος το αρρενωπό θείας αναλαμπής.
Η ομορφιά σου πρίγκιπα, το νεύμα το ιερό,
τα έξοχα τα χείλη σου, ο λόγος ο λαμπρός,
το εύρωστο το σώμα σου θείας θωριάς  καρπός
ανασυντάσσουν φαεινά της φύσης τη μαγεία
γίνονται ένας ευγενής κι ουράνιος ποταμός
που συνταράσσει ορμητικά τερατωδίες και πλάνη
που υπόσχονται μια όμορφη και μαγεμένη αυλή.
Είσαι το στέρνο το ιερό αδύναμης ψυχής
ησύχιας πριγκίπισσας δυνατού βασιλείου
μιας κόρης που άλλα όνειρα έπλαθε στην καρδιά της
κι όχι πολέμου ιαχές, θριάμβους και βωμούς.
Είσαι η δύναμη η καλή όλων των βλέψεών μου.
Θησέας:
Γιατί αγαπηθήκαμε χρυσή πριγκίπισσά μου;
Θάνατος αιωρούτανε αμείλικτος, κοφτός
η τόλμη μου ακάθεκτη απ’ τη φρικτή φοβέρα
συνάντησε στην κόψη της τη θεία σου ειδή.
Είναι αυτή η δύναμη που νικάει το τέρας
του θήλεος η νηφάλια και άγρυπνη σιγή
το βλέμμα της το στοργικό, η σκέπη της καρδιάς της
που ανασταίνει έξοχα ένα ιερό παλμό
του μύχιου έρωτα πνοή, αθανασίας κέρας
που συντρίβει το θάνατο του ψεύδους της ζωής.
Μαζί θα πολεμήσουμε ειρηνικά, ωραία,
η δύναμή μου η γνωστή, τα κατορθώματά μου,
η ένδοξη η πόλη μου και οι προοπτικές της
είναι ανίσχυρα, μικρά χωρίς την Αριάδνη
χωρίς την αμετάθετη ερωτική πνοή
που απομακρύνει ξέπνοες δεινές φαντασιώσεις
στης Αφροδίτης τη λειψή και ψεύτικη ορμή
που θυσιάζει το ιερό σε πρόσκαιρη λαγνεία
σε ψεύδη, σ’ ευρηματικές και νόθες εμπειρίες…
Είσαι η πληρότητα για με, ακροστεφάνωμά μου
η ευγενίζουσα σεπτά συναίσθημα και λόγο

που δίνει την περίσσεια σε κάθε μια στιγμή.

.............................................................................................


Ίκαρος:
Αμάραντε ανθέ των Αθηναίων
-εκεί μυήθηκε ο πατέρας μου-
σου αρμόζει ο θρίαμβος
και ο θαυμασμός απλώνεται
στης Παλλάδας τη δόξα.
Ποια φήμη μένει ξακουστή
χωρίς το μεγαλείο
και την απόλυτη στοργή
της ωραίας παρθένας;
Η δόξα του πατέρα μου
φαντάζει φευγαλέα
γιατί κινήθηκε ευθύς
από το μέγα κλέος
της ρώμης της ακάθεκτης
που κτίζει πολιτείες
μύχια εκκολαπτήρια
κάθε πολιτισμού.
Η τέχνη η ουρανόσταλτη
ανθεί στις βασιλείες,
λαών κατοικητήρια,
κι ας είναι μολεμένες.
Η Κρήτη μάς εξύψωσε
χάρη στο Μίνωά της
 κι όμως ποθούμε αλλαγή
νέες εμπνεύσεις πέρα,
στου κόσμου μας τα πέρατα,
σε νέες κλεινές χώρες.
Μεθυστικό  ‘ναι το ποτό
κάθε δημιουργίας,
μεθυστική κι η έξοδος
σε νέες πολιτείες.
Αυτό ζητάμε παρευθύς
ο Δαίδαλος και ‘γω,
αυτός ο πρωτομάστορας
κι ο πρόθυμος ο γιος,
ο ακόλουθος, ο ταπεινός,
της τέχνης ακροχέρι.
Πώς θα μπορέσω να διαβώ
τα όρια του κόσμου…
Η τέχνη μου χαμογελά
και με περικυκλώνει.
Του θείου τα μηνύματα
γλύφουν οι καλλιτέχνες
μέσα τους όμως πιο βαθιά
απ’ των έργων τη λάμψη
προσμένει κάτι πιο βαθύ
που ελευθερώνει πλέρια
απ’ το μακάβριο εγκλεισμό
στα τεχνουργήματά της.
Αριάδνη:
Το ξέρεις Ίκαρε χρυσέ
εσύ κι ο Δαίδαλός σου
πως είστε πια αιχμάλωτοι
του καλού μου πατέρα.
Γνωρίζεις όμως πιο καλά
τα έργα των ανθρώπων
τις άδηλες συνέπειες
πολλών επιτευγμάτων
που τα θαυμάζουμε άσοφα
καθώς μας καταπλήττουν
με μια λαμπρότητα τυφλή
που θέλγει τις αισθήσεις.
Τα θαυμαστά τα έργα σας
που μας ελευθερώνουν
απ’ της ανάγκης τα δεσμά
της άγνοιας το σκότος
δε μας πορίζουνε το φως,
πρόοδο, ευτυχία.
Είναι τα άδηλα δεσμά
που καταδυναστεύουν
της ψυχής τ’ άσπιλα δώματα,
την ομορφιά, το κάλλος.
Χαιρόμαστε σαν βλέπουμε
λαβύρινθους και κλέη,
τους οβελίσκους τους λαμπρούς,
τις  ιερές τις ακροπόλεις,
της τεχνικής το έκθαμβο
και φρικτό μεγαλείο,
χωρίς να στοχαζόμαστε
το βάθος των πραγμάτων,
της ειμαρμένης την πνοή,
οδηγό των ψυχών μας.
Είμαστε ανελεύθεροι,
τα έργα της προόδου
υπηρετούν τα πάθη μας,
γι’ αυτό τα επινοούμε.
Μικρή, τον κόσμο δε μπορώ
να κλείσω στην καρδιά μου,
να αγκαλιάσω τις ψυχές
που σιγαναστενάζουν
μες την κοιλάδα των παθών
που λέγεται ανθρωπότη.
Όμως, το ξέρω πια καλά,
εσύ και το παιδί σου,
θα βρείτε τρόπο εύσχημο
να φύγετε μακριά
πολύ μακριά απ’ τη φυλακή
που κτίσατε αντάμα,
αυτό το έργο το σοφό
της ιστορίας κλέος
και των ανθρώπων φυλακή
με επιφανείς εγκλείστους,
τους έξοχους, διαπρεπείς,
τους σοφούς καλλιτέχνες.
Πολυτελή τα δώματα του ένδοξου κτηρίου
κι όμως κατάντησαν ειρκτή ανθρώπινης μωρίας
γιατί ο άνθρωπος χρυσέ είναι ένας αλήτης,
πάροικος, ιδαλγός λαμπρός,
χωρίς χρυσό και χρήμα,
χωρίς πλεονεκτήματα,
πλούτος είν’ η καρδιά του.
Θησέας:
Περίλαμπρη πριγκίπισσα
αγάπη της ψυχής μου
τι θα μπορούσα να σου πω
ο ελευθερωτής;
Θ’ ακούσουμε τον Ίκαρο,
οφείλω να διακόψω
και να σου πω ευθύστομα
πως η μεγάλη δόξα
είναι ο πλούτος της καρδιάς
που τίκτει την ανδρεία,
την πάλη με το θάνατο,
περίσσεια ζωής.
Μαζί θα φύγουμε από δω
θα με ακολουθήσεις
θα γίνεις το περίπνευμα
η λάμψη της ζωής μου,
η δύναμη η μυστική,
το θήλυ το θεσπέσιο
του άρρενα η ανάβλεψη,
η άρρητη πληρότη,
η δύναμη η σθεναρή,
το κρύφιό του φως.
Η τόλμη με οδήγησε
στην αγκαλιά σου ωραία
και όχι ο Μινώταυρος,
η πάλη με το τέρας.
Ίκαρος:
Ακούω τα λογάκια σας,
ζηλεύω τη θωριά σας,
καταλαβαίνω τους τριγμούς
ανθρώπινης δουλείας
τη φρίκη και τα πάθη της
που τίκτει επινοήσεις.
Όμως, προσέξτε άρχοντες
τους θησαυρούς της τέχνης…
                                      *
Δεν είν’ η τέχνη  απλή επινόηση
ούτε απλός συνδυασμός χρωμάτων και μορφών,
δεν είναι σόφισμα κρυφό που θέλγει τις αισθήσεις,
για ο βαθύς της τρανταγμός αιχμαλωτίζει θεία,
άγει στην ελευθέρωση του πνεύματος, του νου.
Αν το καλό το έργο μας με μύριους διαδρόμους,
με σκοτεινά δωμάτια άριστα αρμοσμένα,
με υλικό ανάλαφρο που χάρη το πληρώνει,
αν κτίστηκε περίλαμπρο, ακριβοθωρημένο,
δεν είναι δόξας λάφυρο, αλλά πνοής ανθός.
Αριάδνη:
Καυχιέσαι για το έργο σου,
αιχμάλωτός του είσαι
Ίκαρε, ένδοξε, λαμπρέ,
μαζί με τον πατέρα.
Ίκαρος:
Αιχμάλωτος ο άνθρωπος στα έργα των χεριών του,
επιθυμεί υπέρβαση, αυτό σημαίνει τέχνη,
πρόοδος μες την πρόοδο, νέες δημιουργίες.
Αριάδνη:
Μα κάθε βήμα προς τα εμπρός
κάθε μεγαλουργία,
γεννά νέα προβλήματα
και νέους λαβυρίνθους
που ετοιμάζουνε κι αυτοί
νέες αιχμαλωσίες,
κάποτε μάλιστα σκληρές,
ως όψεις του θανάτου.
Φτωχός θα γίνει ο άνθρωπος
κι ας θριαμβεύει μόνος
χωρίς καρδιά, χωρίς παλμό,
χωρίς την έσω τέχνη
με σύνεση για οδηγό
κι όχι τη λαιμαργία,
παιδί της επινόησης και της περιεργείας.
Ίκαρος:
Είμαστε πάντα αιχμάλωτοι των  μάταιών μας έργων,
του μόχθου μας, του κλέους μας, περικαλλών κτισμάτων
στις ευφορίας τους καιρούς κι ας μην κατανοούμε
τις προστυχιές της φύσης μας στης μέθης τον καιρό.
Ο Δαίδαλός μου ο καλός και πολυξακουσμένος
σκαρώνει δόλο τρομερό –νέα επιτυχία,
θα τον υμνούν οι εποχές στου κόσμου το γιορτάσι.
Θησέας:
Σαν τι σκαρφίζεται λοιπόν ο θείος σου πατέρας;
Υπάρχουν έργα πιο τρανά απ’ το λαβύρινθό του;
Ίκαρος:
Υπάρχουν και θα υπάρχουνε έργα για νέες δόξες,
όσο του ανθρώπου η έμπνευση ορθοπετάει μακάρια.
Αριάδνη:
Πρόσεξε Ίκαρε λαμπρέ εσύ και ο πατέρας,
θρίαμβο ετοιμάζετε ή την καταστροφή;
Ανθρώπων έργα μέγιστα που εντυπωσιάζουν
που ανεβάζουν τους λαούς πάνω κι απ’ τους θεούς,
μοιάζουν υπέροχα, λαμπρά, ναι, μας αναβαθμίζουν
μ’ επίλογο όμως τραγικό και καταστροφικό.
Δεν είναι έργα ανθρωπιάς οι ευρεσιτεχνίες
κι ας τις βαφτίζουμε άκομψα ναούς της επιστήμης.
Είν’ το ζοφώδες βάραθρο που μας καταποντίζει
στης ευτυχίας το χαμό που θάνατο μας φέρνει.
Πρόσεχε Ίκαρε καλέ, προσοχή στους σκοπούς σου,
όσο μεγάλοι οι άνθρωποι, τόσο σκληρές οι πράξεις,
κι όσο τα έργα προχωρούν, τόσο σκληρή η απάτη.
Ίκαρος:
Ψάχνουμε το αδύνατο, να η δόξα του ανθρώπου,
κει που οι θεοί δημιουργούν τέρατα και σημεία
οι καλλιτέχνες οι καλοί, οι ποιητές, οι γνώστες
οικοδομούν τα έργα τους, κι ας τους κατασπαράζουν.
Θησέας:
Το λάθος είναι τραγικό ωραίο παιδί της ρέμβης
κι εγώ τόλμησα άφοβος ενάντια σ’ εχθρούς,
σε τέρατα φαρμακερά, ληστές και δολοφόνους,
κι όμως δε μπόρεσα ποτέ μόνος μου να νικήσω…
Χωρίς το ξίφος το ιερό του μόνου μου πατέρα,
χωρίς τη θεία την ορμή του Ηρακλή του θείου
χωρίς το νήμα της καρδιάς της γλυκιάς μου Αριάδνης,
θα  ‘μουνα μόνος, έρημος, συντρίμμι της ζωής.
Μην είσαι τόσο σίγουρος για τα μεγάλα έργα
ούτε και για το σχέδιο που έχεις στο μυαλό σου.
Όσο κι αν μας τρελαίνουνε οι φαντασμαγορίες,
όσο κι αν μας υψώνουμε εγωισμοί και κλέη,
δεν παύουμε να είμαστε αδύναμοι θνητοί,
μάταιοι αναζητητές της τραγικής μας μοίρας.
Ίκαρος:
Θέλω τη λευτεριά μου εγώ μαζί με τον πατέρα
θα δείτε τι σκαρφίζονται οι δύο σκλαβωμένοι
στης τέχνης τους τη δύναμη, στου έργου την πνοή.
Ο εκτοξευτήρας ο ιερός βγαίνει ανανεωμένος,
τα πάθη μας, τα λάθη μας, όλες οι αδυναμίες
εξαγοράζονται όμορφα στον παιδεμό, στο μάθος
αυτής της αμετάθετης παλαίστρας της ζωής.

Νέοι, υπέροχοι ουρανοί απλώνονται μπροστά μας.
........................................................................................................