βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΓΛΩΣΣΑ  ΚΑΙ   ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

                  
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε σελιδοποιημένη μορφή τον Απρίλιο 2016 απ' τις εκδόσεις Δρόμων  (Ν. Πλαστήρα 202, Άγιοι Ανάργυροι 13562, τηλ. 210 2617648)       

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Προς τι η νέα μας προσπάθεια η οποία ανατέμνει, αν το κατορθώνει, ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα το οποίο, παρά τα ότι αναγκαιοί αναστροφή με κύριες θέσεις της Γλωσσολογίας και σπουδή στη φιλοσοφία, είναι πάγκοινο και ενδιαφέρει όλους όσοι είμαστε κοσμημένοι με το δώρο του ομιλείν, όλους μας δηλαδή;
Είναι γνωστό πως τα πιο κοινά πράγματα, οι πιο κοντινές μας πραγματικότητες που είναι και το όχημα της εγκοσμιότητάς μας, παραμένουν κατά βάθος, αν όχι άγνωστα, τουλάχιστον αυτονόητα, χωρίς καμιά προσπάθεια εμβάθυνσης.
Δεν είναι μόνο η συνήθεια η οποία μας ενταφιάζει πνευματικά στους βαλτότοπους και στην αχλύ της καθημερινότητας, αλλά και η συνεπαγόμενη νωχέλεια η οποία αποτρέπει, νεύοντας μάλιστα καθησυχαστικά.
Αναστροφή, αντίθετα, με το πρόβλημα ανοίγει πρωτόφαντους ορίζοντες οι οποίοι δεν αποκαλύπτουν κάποια απλά ξένια στοιχεία, αλλά ριζώματα, δημιουργικά ριζώματα του έγκοσμου βίου μας, ισχυρές μαρτυρίες του υπάρχειν μας, του έγκοσμου υπάρχειν μας, αινισσόμενα ταυτόχρονα τα οντικά μας ριζώματα με καταγοητεύουσες διαθλάσεις σε όλες τις εκφραστικές μας καταλληλότητες.

                                                *
Πρόκειται κατά κυριότητα για φιλοσοφική σπουδή για τη γλώσσα και αυτό σημαίνει πως κύριο μέλημά μας δεν είναι η γλωσσολογία και οι γλωσσολογικές σπουδές οι οποίες ανάγονται στο καθαρό πεδίο των επιστημών του ανθρώπου.
Ωστόσο, επειδή η φιλοσοφία οφείλει να συμβουλεύεται και τις επιστήμες γενικότερα, και κυριότερα στην περίπτωσή μας τη Γλωσσολογία, αναστρεφόμαστε με τις περισσότερο γνωστές θεωρήσεις της γλωσσολογίας και της Φωνολογίας, σημαντικού κλάδου της πρώτης, όχι για να συμφωνήσουμε με τις θέσεις επιφανών, αλλά κυρίως για να πιστοποιήσουμε πως διαφέρει σημαντικά η περιγραφή του γλωσσικού φαινομένου απ’  τη φιλοσοφική θεώρηση της γλώσσας, παρά το ότι σε κάθε σημαντική προσπάθεια της Γλωσσολογίας, όπως και κάθε επιστήμης, υποκρύβεται συχνότατα και κάποια φιλοσοφική επίδραση ή και ιδεολογική προκατάληψη.
Σεβόμενοι τις γλωσσολογικές σπουδές, τις επικαλούμαστε, πάντα στο πλαίσιο της σπουδής μας, αλλά η κύρια μέριμνά μας δεν εγκλωβίζεται στο πεδίο της Γλωσσολογίας.

                                                *
Αυτό σημαίνει πως οι σελίδες που ακολουθούν είναι σαφώς ατελείς και αυτό δεν είναι έκφραση ενδεχόμενης ανεπάρκειας, αλλά κυρίως σεβασμός προς τη φιλοσοφική προσπάθεια η οποία, για να είναι φιλοσοφική, είναι εξ’ ορισμού ατελής, φιλία της σοφίας και όχι οριστική κατάπλευση σε λιμένες βεβαιότητας.
Σε αυτό εξάλλου συνίσταται η καταμαγεύουσα περιπλάνηση στους φιλοσοφικούς λειμώνες οι οποίοι καταξιώνουν τις ιερότερες αναβλέψεις της ζωής μας.
Είναι έτσι βέβαιο πως προσπάθεια εμβάθυνσης στη γλωσσική έκφραση δεν είναι ενασχόληση με ένα αντικείμενο, αλλά με τη σάρκα του πνεύματός μας, τόπος αποκάλυψης, έστω και κρύφιας, παρά τη φαινομένη λαμπρότητά του, του ίδιου μας του υπάρχειν, της οικουμενικότητας των ανθρώπινων εμπνοών όπως εκφράζονται και καταγράφονται με τη γλώσσα.
Πρόκειται ουσιαστικά για διάλογο του συγγραφέα με τον αναγνώστη, γιατί είναι βέβαιο πως συγγραφέας και αναγνώστης προσεγγίζουν το υπάρχειν τους, γιατί είναι επίσης βέβαιο πως και οι αβεβαιότητές μας ως προς το είναι της γλωσσικής έκφρασης μπορούν να αμβλύνονται για να αφήνουν ορίζοντες λαμπρότητας και διαφάνειας να φωτίζουν λησμονημένες περιοχές του έγκοσμου βίου μας.
Άνάβλεψις, για να χρησιμοποιήσω ένα πλατωνικό όρο, είναι ο σκοπός, ο εσαεί αναδυόμενος σκοπός κάθε άξιας λόγου προσπάθειας. Η ανάδυση αληθειών οι οποίες μας ανήκουν και τις οποίες συχνά αγνοούμε ή αφήνουμε να υποπίπτουν στη λήθη, συμβάλλει οπωσδήποτε στην ανά-γνωση κόσμου και ανθρώπου, και αυτό μηνύεται απ’  τους γλωσσικούς μας θησαυρούς που είναι ανθρώπινος άθλος. Είμαστε κοινωνοί και συντελεστές του, αν συνειδητοποιούμε πως ανήκουμε στο ανθρώπινο και στην οικουμενική του κλήση. Έπεται έτσι η διαρκής παιδαγωγία της γλώσσας που ουσιαστικά είναι αυτοπαιδαγωγία του ανθρώπινου, ειρηνική και ευγενής αποχώρηση απ’  τον ορυμαγδό των ματαιοτήτων και των ψευδών  που οικοδομούμε εν αγνοία μας.

                                                *
Το οδοιπορικό μας ξεκινάει με προσέγγιση των αφετηριών κάθε μορφής έκφρασης και αυτό καθιστά αναγκαία την εμβάθυνση στις σχέσεις νόησης, αντίληψης και αίσθησης, κάτι που παραπέμπει αναπόφευκτα στη μνήμη και στη φαντασιακή χωροχρονικότητα. ‘Ηδη, η αμεσότητά μας φωτίζει ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε εμμεσοποιούμενο.
Ακολουθεί η διερεύνηση των σχέσεων της πρωτογενούς κοινωνίας μας με το κοσμικό συμβαίνον ως έκφραση και έτσι προσεγγίζουμε τον ανθρωποκοσμικό πνευματικό κόσμο. Πραγματική όμως συνέχιση της προσπάθειας μάς οδηγεί στη βασική διαπίστωση κατά την οποία κάθε μορφή έκφρασης έχει συμβολικό χαρακτήρα και αυτό μας κατευθύνει στη σύντομη εξέταση των όρων σύμβολο και συμβολικό. Τι όμως καθιστά δυνατή τη διασυχέτιση του παράμονου με το οποίο φαίνεται να συνυφαίνεται το σύμβολο με το μεταβαλλόμενο, με το κινούμενο, που συνιστά τον κύριο χαρακτήρα της γλωσσικής έκφρασης; Αναδύεται έτσι η σχέση προφορικού και γραπτού λόγου.
Ήδη, η γλώσσα αποδεικνύεται βασικός τρόπος διανθρώπινης αλλά και διακοσμικής έκφρασης η οποία αποκαλύπτεται στη δομή της πρότασης, στον εμπλουτισμό της, στη σχέση φθόγγων, ήχων και φωνολογικών μας καταλληλοτήτων και προϋποθέσεων για να πιστοποιηθεί με κατά το δυνατό πειστικό τρόπο η ενότητα γραμματικής και συντακτικού, ενότητα χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η γλωσσική έκφραση. Γίνεται μάλιστα προσεκτική προσφυγή στις σχέσεις Λογικής και Μεταφυσικής, πάντα στα πλαίσια προσέγγισης της εγγύτητας γραμματικής και συντακτικού. Έτσι προσεγγίζεται αποτελεσματικά όχι μόνο η δομή της γλώσσας και οι διαθλάσεις της, αλλά και η αξιοθαύμαστη ανάπτυξη και πρόοδός της ως άθλος του πνεύματος.
Τίθεται έτσι το θέμα της δυναμικής του λόγου διαμέσου της γλώσσας και αυτό οδηγεί στην πνευματική δημιουργία και στην ανάλυση του λόγου της γλώσσας στην πνευματική μας λειτουργία.
Ξανοιγόμαστε έτσι στις ποικίλες διαθλάσεις της γλωσσικής έκφρασης που είναι σφραγίδα του πνεύματος και αναπόφευκτα εξετάζεται η λογοτεχνία στη μεγαλόπνοη διάπλωσή της με τα σχήματα λόγου και την πρωτοτυπία της που δεν είναι παρά κατοπτρισμός της πνευματικής μας φύσης. Επιπλέον, γίνεται αναφορά και στη γλώσσα της επιστήμης και προσεγγίζονται κύρια προβλήματα που καταπονούν δημιουργικά τους βαθύτερους προβληματισμούς μας.
Αναπόφευκτα τίθεται ένα κορυφαίο πρόβλημα:  Ποια η σχέση του λέγειν με το σιωπάν, ποια τα όρια (αν υπάρχουν) της γλώσσας; Είναι, κατά τη γνώμη μας, το σιωπάν κάτι διαφορετικό απ’  την παύση του λέγειν και πιστοποιεί τη μύχια σχέση του με τη γλώσσα γενικά ως τροφός του, κάτι ανάλογο με το θνήσκειν του ζην…

                                                *
Με το πρόβλημα έχουμε ήδη ασχοληθεί περιστασιακά σε αρκετές προηγούμενες προσπάθειές μας: Αμεσότητα και Εξωτερικότητα, Συντροφιά, 1987, σελ. 111-113, Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1994, σελ. 356, 367 κ. εξ., 469, 376, 377,388, 390, Η Αιώνια Φιλοσοφία, Δρόμων, 2002, σελ. 37 κ. εξ., Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας, Δρόμων, 2003, σελ. 92-123, Η Αποκάλυψη της Φιλοσοφίας, Δρόμων, 2004, σελ. 46, 48, 56, 57, Γνώση  και Αλήθεια, Δρόμων, 2006, σελ. 108-110,  Πρώτη Φιλοσοφία, Δρόμων, σελ. 15 κ.εξ.,  κ.α.
Ωστόσο, η παρούσα σπουδή πυρήνα της έχει τη γλωσσική έκφραση, προσπαθεί να εισδύσει στο βάθος του εκφράζεσθαι και να εξορύξει βαθιά μυστικά που δεν είναι παρά ακριβά περιδέραια της πανανθρώπινης ψυχής. Πρόκειται για προσπάθεια η οποία απευθύνεται στον αναγνώστη ως αφετηρία δημιουργικού αναστοχασμού και είναι βέβαιο πως, και σε περίπτωση διαφωνιών, θα αναδυθούν και νέοι ορίζοντες κάτοψης της σάρκας του πνεύματός μας, της γλώσσας.

                                                *
Η θεματική αυτού του πονήματος αναπτύχθηκε με κάθε δυνατή επιμέλεια στα βραδινά μας (Αθηναϊκά Βραδινά Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων/Φιλοσοφικό Καφενείο) τα οποία συμπληρώνουν δεκαεπτά έτη συνεχών συναντήσεων. Οι συνάξεις μας όπου γίνεται προσπάθεια ο άνθρωπος να συναντάει τον άνθρωπο με αφετηρία το φιλοσοφικό προβληματισμό, δε θα ήταν δυνατές χωρίς την πλέρια συμμετοχή των φίλων μας στους οποίους εκφράζουμε τις θερμότερες ευχαριστίες μας. Το βιβλίο τους ανήκει.



ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Ι. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΕΣ
Οι αφετηρίες του εκφράζεσθαι. Αμεσότητα και κοσμικό συμβαίνον. Αίσθηση, Αντίληψη, Λόγος, Ονομάζειν. Το είναι της αμεσότητας. Φαντασιακή χωροχρονικότητα. Συνυπάρχειν ανθρώπου και κόσμου. Η πνευματική φύση. Η αμεσότητα.

Είναι σαφές πως κάθε έκφραση προαπαιτεί ορατά, αισθητά σημεία με τα οποία καθίσταται σαφές το περιεχόμενό της. Εκφράζω κάτι σημαίνει πως καθιστώ γνωστή μια συγκεκριμένη άποψη, σκέψη, συναίσθημα, πρόθεση, διάθεση κ.ο.κ. Δεν υπάρχει έκφραση χωρίς τους τρόπους με τους οποίους γίνεται φανερή.
Εδώ όμως αρχίζουν να αναδύονται προβλήματα τα οποία και καθιστούν εμφανές το ίδιο το πνεύμα της έκφρασης, οποιασδήποτε έκφρασης. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει έκφραση χωρίς την αίσθηση, χωρίς την αντίληψη, χωρίς τη μνήμη, την κρίση, τη φαντασία, το λογίζεσθαι.
Αν δεν επισκοπήσουμε με κάθε δυνατή σαφήνεια το πνεύμα αυτών των πνευματικών λειτουργιών μας, δε μπορούμε να θεωρήσουμε σωστά οποιαδήποτε έκφραση. Δεδομένου μάλιστα πως αυτά τα θέματα μας απασχόλησαν επανειλημμένα σε προηγούμενες μελέτες μας, περιοριζόμαστε μόνο στην επισήμανσή τους και στη σχέση τους με το εκφράζεσθαι.
Αισθάνομαι σημαίνει πως κοινωνώ απόλυτα με αισθητές οντότητες, με πράγματα τα οποία μεταβάλλονται, κινούνται, φθείρονται, αναγεννιούνται. Αυτό όμως σημαίνει πως και εγώ ανήκω σε αυτόν τον κόσμο, στον εσαεί μεταβαλλόμενο κόσμο.                
 Όταν αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι αναπόφευκτα πως ένα τοπίο, μια εικόνα, ένας ήχος, μια οσμή κ.ο.κ. κοινωνούν με τα αισθητήριά μου, πως επισυμβαίνει μια συνάντηση-κοινωνία ανάμεσα σε μένα και σε ό,τι αποκαλούμε με ευκολία αντικείμενο αίσθησης. Αυτό όμως επάγει αναπόφευκτα πως για να αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι το είναι του συμβαίνοντος, πως η εννόησή μου (αντίληψη) ενσφραγίζεται και εκφράζεται συγκεκριμένα στην κοινωνία μου με το αισθανόμενο. Το αισθανόμενο όμως, για να είναι αντιληπτό, οφείλει να συντίθεται από στοιχεία τα οποία το κάνουν αισθητό, οφείλει δηλαδή να είναι φθαρτό, κινητό, μεταβλητό, κ.ο.κ. Μόνο οι αισθητοί χαρακτήρες των πραγμάτων που είναι κοινοί καθιστούν δυνατό το γνώσιμό του, αλλά και την απέραντη ποικιλία των αισθητών. Η αντίληψη επομένως μιας φαινομενικά ετερογενούς ομάδας πραγμάτων (σε ένα τοπίο λ.χ.) εδράζεται όχι μόνο στην κοινή τους φύση ως φθαρτών, αλλά και στην εκ των προτέρων αντίληψή τους που είναι άφθαρτη. Έτσι λειτουργεί η αντίληψη, έτσι παράγεται η γνώση.
Προϋποτίθεται επομένως κάτι το οποίο συνήθως μας διαφεύγει. Για να αισθάνομαι, οφείλω να αντιλαμβάνομαι, η αίσθηση είναι πνευματική λειτουργία, λειτουργία του πνεύματός μου και αυτό ανάγεται στο εξής: Δε μπορώ να αισθάνομαι κάτι το οποίο μεταβάλλεται, φθείρεται, κινείται κ.ο.κ. (σε αυτό περιλαμβάνω και το σώμα μου με όλες τις αισθησιακές του καταλληλότητες) χωρίς να νοώ το είναι της μεταβολής, της φθοράς, της κίνησης. Υπ’ αυτό το πνεύμα, νοώ σημαίνει πως κοινωνώ με το είναι των πραγμάτων που είναι κοινό και απόλυτο: Είναι άφθαρτο, απόλυτο, ταυτό. Το είναι μου επομένως και το είναι των πραγμάτων είναι ένα και το αυτό. Χωρίς αυτήν την αλήθεια δεν υπάρχει γνώση, δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει λόγος…
Ήδη σε κάθε αισθητή μορφή τελείται το ατέλεστο και αυτό σημαίνει πως μήτρα της φθοράς, της μεταβολής, της κίνησης (ταυτολογούμε) είναι η απόλυτη φύση εγώ και κόσμου, το απόλυτο είναι το οποίο συνέχει κάθε σχετικό.

                                                *
Η αίσθηση επιμαρτυρεί αέναα αυτήν την αλήθεια. Αισθανόμενος κάνω απτή την αντίληψή μου, αν αντίληψη είναι η συγκεκριμένη νόηση, ο εντοπισμός του συμβαίνοντος σε συγκεκριμένες μορφές ζωής και δράσης, το είναι της νόησης, του ταυτού που είναι εγκατεσπαρμένο σε κάθε μορφή ζωής. Ήδη όμως, τόπος του συμβαίνοντος δεν είναι κάποιο σημείο του λεγόμενου χώρου, αλλά η πνευματική ενέργεια η οποία είναι φαντασιακή, η αληθής φαντασιακή χωροχρονικότητα που δεν εκτείνεται, που δε μεταβάλλεται, που δεν τελείται, παρά πνευματικά. Αυτός ο τόπος ο εσαεί μεταβαλλόμενος, νοείται απολύτως κατά τρόπο που δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος εκτεινόμενος, σε αντίθεση με κάποια πνευματική φύση η οποία θα ήταν  ‘’εσωτερική’’. ‘Ο, τι αποκαλείται εξωτερικότητα, απόλυτη εξωτερικότητα, ομογενής, αειδής χώρος, είναι η φαντασία, το έχουμε ήδη αναλύσει στις περισινές μας συναντήσεις επαρκώς.
 Σε κάθε συμβαίνον επομένως αποκαλύπτεται εσαεί όλο το κοσμικό συμβαίνον το οποίο δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε, φυσικά, όρια. Όριο του κόσμου και του εγώ είναι το ανόριο, το απόλυτο της νόησης, της κοινωνίας μας με το κοσμικό συμβαίνον. Ήδη, κατανοούμε κάτι και μάλιστα προεξαγγελτικά: Ο όρος όριο είναι συμβατικός, η έκφραση είναι συμβατική, αλλά, θα δούμε, εκφράζει κάποιο νόημα.
Ήδη, ο λόγος, το λέγειν, είναι η έκφραση, η συγκεκριμένη έκφραση του νοείν, όπως συγκεκριμενοποιείται με την αντίληψη και με την ορατή, αισθητή της έκφραση, την αίσθηση.
Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες προσέγγισης του λόγου, κάθε συγκεκριμένου λέγειν, και γνωρίζουμε πως κραταιοί λογικοί προσπάθησαν να ‘’αποσπάσουν’’ κανόνες με βάση τους οποίους το λέγειν μας θα μπορούσε να είναι αληθές, να αποφεύγει σφάλματα, να εκφράζει το αληθεύειν των πραγμάτων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στις λογικές σχολές και μάλιστα στις πιο μαθηματικοποιημένες, αλλά αναδύονται αντιφάσεις οι οποίες δυσχεραίνουν την αναζήτηση.

                                                          *
Αναπόφευκτα βρισκόμαστε μπροστά στο γλωσσικό φαινόμενο και οφείλουμε να ερευνήσουμε τη φύση του. Προηγείται όμως κάτι σημαντικό. Η γλώσσα είναι μορφή έκφρασης, θα το δούμε εκτενώς, αλλά δεν είναι η μοναδική. Έκφραση είναι και κάθε μορφή τέχνης, εννοούμε κυρίως τις εικαστικές τέχνες, αλλά η λογοτεχνία σε όλο της το εύρος που εκφράζεται με τη γλώσσα. Έκφραση επίσης είναι και η επιστημονική έκφραση η οποία είναι μαθηματικοποιημένη, όπως απέραντη έκφραση αποτελεί το κοσμικό συμβαίνον σε όλες του τις μορφές.
Τι αποτελεί όμως το είναι κάθε εκφράζεσθαι; Αν δεν απαντήσουμε στο ερώτημα, κινδυνεύουμε να θεωρούμε κάθε έκφραση και ιδίως τη γλωσσική ως ένα όργανο, ως ένα εργαλείο, ως κάτι δηλαδή εξωτερικό ως προς τη φύση μας. Χάνουμε το ουσιώδες και κινδυνεύουμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Η άποψη κατά την οποία η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας, άποψη η οποία είναι συνήθως η τρέχουσα, όχι μόνο είναι εσφαλμένη, αλλά και διαστρεβλωμένη, με συνέπεια την ακούσια παραποίηση των ίδιων μας των εκφραστικών δυνατοτήτων.
Το είναι κάθε εκφράζεσθαι επομένως προήκει κάθε επιμέρους μορφής έκφρασης και αυτό οφείλουμε να θεωρήσουμε. Το είναι της έκφρασης συνίσταται στη δυνατότητά μας να καθιστά φανερά, ανακοινώσιμα, διαλέξιμα, βιώματα, σκέψεις, εντυπώσεις, προθέσεις κ.ο.κ. διαμέσου των τρόπων εκείνων οι οποίοι μας είναι διαθέσιμοι και στους οποίους προσφέρουμε την προσωπική μας σφραγίδα.
Τι μας συμβαίνει και κάνουμε ανακοινώσιμα τα βιώματά μας και πώς ορθώνουμε τον κόσμο της έκφρασης με τρόπο ο οποίος σημαίνει κάτι διαφορετικό από ό,τι εμφαίνει ο αισθητός κόσμος;
Είναι σαφές πως κάθε έκφραση είναι μαρτυρία δημιουργικότητας και δημιουργίας, πως αποκαλύπτει ή προσπαθεί να αποκαλύπτει ό,τι δε φανερώνεται παρά αμυδρά ή αφετηριακά στο κοσμικό συμβαίνον. Η έκφραση είναι δημιουργία, έστω και παρακινδυνευμένη ή εσφαλμένη. Αν επισκοπήσουμε την έγκοσμη-έγχρονη πορεία του ανθρώπου, θα διαπιστώσουμε πως χωρίς τη διανθρώπινη έκφραση σε όλες τις μορφές της δεν υπάρχει ούτε άνθρωπος, ούτε πολιτισμός. Έκφραση είναι η εμπνοή μας, η πνοή μας, ο κόσμος μας, ο εκφραστός βέβαια κόσμος μας, και είναι σαφές πως δε μπορούμε να διανοηθούμε το υπάρχειν μας χωρίς το εκφράζεσθαι. Φυσικά, θα το δούμε εκτενώς, οι δυνατότητές μας δεν εξαντλούνται με την έκφραση οποιασδήποτε μορφής, αλλά ο δυνατός κόσμος με τον οποίο αυτοφανερωνόμαστε, ενεργούμε και πολιτευόμαστε, είναι πάντα εκφραστικός.
Αυτός ο κόσμος διαλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της ανθρώπινης παρουσίας και θέτει το βαθύτερο πρόβλημα του είναι του εκφράζεσθαι.

                                                *
Μιλήσαμε, έστω και τηλεγραφικά, για την αίσθηση, για την αντίληψη, για τη νόηση, για τη μνήμη, για τη φαντασία, για το λόγο, αλλά οφείλουμε να προσεγγίζουμε το ουσιώδες ως προς την εκφραστική μας ικανότητα. Πρόκειται για την αμεσότητά μας, πηγή κάθε εμπνοής.
Αμεσότητα δεν είναι το τυφλό ένστικτο το οποίο ενεργεί χωρίς λόγο, ο αλογισμός, ο εκστασιασμός, αλλά η εκστατικότητα, το εξίστασθαι και όχι το εκστασιάζεσθαι που οδηγεί στο ζωώδες. Οφείλουμε όμως να προσεγγίσουμε περισσότερο. Είναι γνωστό πως για να εκφέρουμε οποιαδήποτε κρίση, γνωρίζουμε, ανα-γνωρίζουμε, για να κυριολεκτούμε, την αληθή φύση των πραγμάτων η οποία όμως είναι και φύση μας. Αν όμως το είναι μας είναι κοινό, η φανέρωση καθιστά δυνατή την ετερότητα, τη φαινομένη ετερότητά μας, τη διαφορετικότητα που προϋποθέτει το τμητό, το κινητό, το ‘’διαστατό’’, το ποικίλο των πραγμάτων, όπως και της σωματικότητάς μας. Έχουμε πει πως επειδή ακριβώς το είναι των πραγμάτων είναι κοινό, το φαίνεσθαί τους οφείλει να είναι διαφορετικό. Άλλως δε θα υπήρχε ούτε χρονικότητα, ούτε γνώση, ούτε ανθρώπινο ενεργείν.
 Η ταυτότητα σφραγίζει την ετερότητα, κάτι που φαίνεται καθαρά απ’ την προσεκτική θεώρηση των αισθητών. Γνωρίζουμε πως κανένα αισθητό δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο, πως τα αισθητά είναι όμοια, ανόμοια, διαφορετικά, αντίθετα, συμβατά, ασύμβατα, πυκνά, αραιά, κ.ο.κ., αλλά πώς εννοούμε τη διαφορετικότητα, την ποικιλία κ.ο.κ. χωρίς την άμεση και πρωτογενή πληροφορία-γνώση της ουσιαστικής ταυτότητάς τους; Επειδή τα πράγματα είναι διαφορετικά, έτερα, οφείλουν να ταυτίζονται ως προς την ουσία τους, το υπάρχειν παραπέμπει στο φαίνεσθαί τους.
Η αμεσότητά μας επομένως, το άμεσο είναι μας, συνιστά διάρκεια εν μέσω των αλλαγών των αισθητών πραγμάτων, διαχέεται στο αισθάνεσθαί μας, είναι παρούσα στην αντίληψή μας, στη μνήμη μας, στη φαντασία μας και αυτό συνιστά τη συνειδησιακή φαντασιακή χωροχρονικότητά μας. Είναι η μαρτυρία του είναι στο φαίνεσθαι και συνεκφράζει αίσθηση και αντίληψη, εγγράφει κάθε μεταβολή στη διάρκειά της ως μνήμη και ενεργοποιεί την αντίληψη στο φαντασιακό χώρο με δημιουργικό παλμό, με συνδυαστική εγρήγορση, με επινοητικότητα, με βούληση και αποφασιστικότητα. Είναι συνθέτουσα και συνισταμένη, παρουσία του είναι μας και του φαίνεσθαί μας που είναι και είναι και φαίνεσθαι του κόσμου μας. Γρηγορούμε εν αμεσότητι και η αμεσότητά μας εγγράφεται ως διάρκεια στην αλλαγή, ως συνθέτουσα όλων των δυνάμεων του εγώ, αλλά και ως συνισταμένη τους. Μόνο έτσι η γνώση έχει ισχύ και εγκυρότητα και υπ’ αυτήν τη  προϋπόθεση εκφράζεται. Όπως θα δούμε, εκφράζεται με σύμβολα και αυτό μας οδηγεί σε μια άλλη αλήθεια: Ο κόσμος μας είναι συμβολική έκφραση, σε αυτό συνίσταται το φαίνεσθαί του, το φαίνεσθαι του ίδιου του τού είναι.
Θα αντιλεχθεί πως δε μας είναι δυνατό να διαχωρίζουμε το είναι απ’  το φαίνεσθαι, αυτό παραπέμπει σε γνωστούς δυισμούς. Η απάντηση όμως είναι σαφής: Μεταξύ είναι και φαίνεσθαι υπάρχει ενότητα και συμπληρωματικότητα, γιατί άλλο πράγμα είναι η παρατήρηση-κοινωνία με οποιοδήποτε φαινόμενο και άλλο η εννόησή του, η γνώση του. Το ένα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο.
 Κάθε έκφραση επομένως είναι συμβολική, θα το δούμε λεπτομερέστερα, είναι φανέρωση του ανθρωποκοσμικού, φανέρωση όμως δημιουργική, προχώρημα του processus, δόξα ή αποτυχία, ελεύθερη δραστηριότητα και αυτό καταδεικνύεται με όλες τις μορφές έκφρασης.

                                                *
Ήδη, η αμεσότητα είναι αποκαλυπτική. Μόνο άμεσα γνωρίζουμε, έμφυτα, μόνο με την αμεσότητα αιωνίζεται η μνήμη, εννοείται το φαντάζεσθαι, φωτίζεται και η αίσθηση και η αντίληψη. Κάθε νομιζόμενη έμμεση ή  προκύπτουσα γνώση, κάθε γνώση δηλαδή η οποία φαίνεται πως προκύπτει από συλλογιστικές κρίσεις δεν είναι παρά φαινομένη εμμεσοποίηση του άμεσου, μία επιπλέον βαθμίδα και έτσι είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε μορφή έκφρασης δεν είναι παρά εμμεσοποιημένη αμεσότητα.
Κατανοούμε αυτήν την αλήθεια απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε επαρκώς ότι η αμεσότητά μας δεν είναι παραστατή και ότι απ’  τη στιγμή που νομίζουμε πως μπορούμε να την παραστήσουμε, παραδινόμαστε στο πλαστό βασίλειο της εξαντικειμενίκευσης, με όλες τις ακολουθούσες πλάνες. Πρόκειται για ειδωλοποίηση του ίδιου μας του εγώ. Το απόλυτο υποκείμενο, το μύχιο υπάρχειν μας, η αμεσότητά μας, δεν είναι δυνατό να γίνεται αντικείμενο παράστασης, παραστατά είναι μόνο τα πεπερασμένα (φθαρτά, κινητά κ.ο.κ.). Μη παραστατό είναι το απόλυτο και για να είμαστε σαφέστεροι, το είναι μας και το είναι του κόσμου, ταυτό, δεν είναι παραστατό.  Η αμεσότητά μας επομένως είναι μη παραστατή αλλά και αφετηρία κάθε παραστατού. 
Εμμεσοποιημένη αμεσότητα: Ο εσαεί τρόπος εγχρονοποίησης του άμεσα προσληπτού με την αίσθηση, με την αντίληψη, με την άμεση κοινωνία μας με την απόλυτη φύση μας, πάντα στο πλαίσιο της φαντασιακής χωροχρονικότητας. Ήδη, οι όροι αμεσότητα και φαντασιακή χωροχρονικότητα συνέχονται, ταυτίζονται αφετηριακά τουλάχιστον και αυτό επάγει το εξής: Ό,τι αποκαλούμε με τόση βεβαιότητα (πρόκειται για πλάνη του κοινού νου) εξωτερικότητα, εκτατότητα, κ.ο.κ., δεν είναι παρά φαντασιακή διάπτυξη του συμβαίνοντος το οποίο μόνο πνευματικά νοείται και εννοείται. Αν φαντασιακή χωροχρονικότητα είναι η διαπλούμενη αμεσότητά μας που μας πορίζει κάθε μορφής γνώση, κατανοούμε γιατί κάθε εκφραστό, και η γλώσσα επομένως, έχει πνευματική φύση και εκφράζεται συμβολικά.
Πιο συγκεκριμένα, τελείται κάτι αυταπόδεικτο και γι’ αυτό όχι πάντα αυτονόητο. Δε θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή γνώσης η οποία καθίσταται εκφραστή, αν δε λειτουργούσε η διαρκής πνευματική επαγρύπνηση, η έμφυτη ετοιμότητα με βάση την οποία το συνεχώς μεταβαλλόμενο δηλώνεται γνωστικά και εκφράζεται. Πρόκειται για το Νόημα, το μόνο και απόλυτο νόημα το οποίο αναδύει το κοσμικό συμβαίνον και το οποίο πολυδιαθλάται στο απέραντο πλήθος των φαινομένων. Τα τελευταία καταγράφονται, γίνονται εκφραστά και αυτό συμβαίνει χάρη στην αμεσότητα, χάρη δηλαδή στην καταγραφή του άχρονου, της άχρονης φύσης των φαινομένων, στο έγχρονο. Δε μπορεί να είναι πράγματα ξένα προς την ίδια μας την οντική φύση. Δε θα κατανοούσαμε απολύτως τίποτε, κάθε γνώση θα ήταν αδιανόητη.
Είναι γνωστό πως αναφερόμαστε σε κορυφαίο προβληματισμό ο οποίος αναδύεται ως βασικότατη στιγμή σε όλες τις μεγάλες φιλοσοφικές προσπάθειες. Αυτή η προσπάθεια βέβαια δεν έχει μια συγκεκριμένη απάντηση, παρά τις συγκλίσεις ορισμένων σχολών, αποτελεί όμως μαρτυρία της μέριμνας όλων των ανθρώπων ως προς στοιχειώδες στίγμα κάθε ενέργειάς του.
Η αμεσότητά μας, τηρεί, συντηρεί, το είναι μας στο υπάρχειν μας, το άχρονο στο έγχρονό μας, γίνεται εσαεί έκφραση με σημαίνουσα και αποκαλύπτουσα φορά. Πώς θα μπορούσαμε να εκφραζόμαστε, να δηλώνουμε, να δείχνουμε το ισχύον χωρίς την άμεση πρόσληψή του, χωρίς την άμεση κοινωνία με αυτό, χωρίς τη συνέχεια, την οντολογική δηλαδή διάρκεια η οποία καθιστά δυνατή κάθε μορφή γνώσης;
Όταν θαυμάζουμε, απορούμε, αποφασίζουμε, διαφωνούμε, όταν δηλαδή ενεργούμε με οποιοδήποτε τρόπο, εκφραζόμαστε με κινήσεις, με νεύματα, με τα μάτια, με τα χέρια, με τις κινήσεις, με τη δράση κ.ο.κ. Η συνειδητή μας ζωή επομένως είναι έκφραση, σε όλες της τις μορφές. Δε νοείται ζωή χωρίς έκφραση. Το νόημα αυτού του συμβαίνοντος θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε. 

ΙΙ. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ
Το εκφράζεσθαι ως κοινωνείν. Το εμμεσοποιούμενο. Ανθρωποκοσμικός πνευματικός κόσμος. Συμβολικός χαρακτήρας και έκφραση. Το συμβολικό και το σύμβολο. Το μεταβαλλόμενο και το παράμονο. Το έγχρονο ως καθρέπτης του άχρονου. Τα σύμβολα της γλωσσικής έκφρασης. Το ισχύον στη σχετική έκφραση. Η εγκυρότητα. Προφορικός και γραπτός λόγος.

Είναι κάθε μορφή έκφρασης πραγματική κοινωνία; Αν κοινωνώ, αυτό σημαίνει πως ταυτίζομαι με το είναι του πράγματος, της οντότητας στην οποία απευθύνομαι, η πραγματική κοινωνία είναι ανέκφραστη ως απόλυτη, ως εξικνούμενη απ’  την οντική μας φύση (ανθρώπων και πραγμάτων), ως απολύτως γνωστή, γιατί μόνο το απολύτως γνωστό είναι ανέκφραστο. Εκφραστό και γνωστό είναι το συγκεκριμένο, το πεπερασμένο, το σχετικό. Ταυτόχρονα, με οποιαδήποτε μορφή έκφρασης, κοινοποιούμε, γνωστοποιούμε κάτι του οποίου είμαστε κοινωνοί, κάτι το οποίο γνωρίζουμε στο ίδιο του το είναι.
Είναι όμως δυνατό το ανέκφραστο να καθίσταται εκφραστό;
Είναι σαφές πως υπάρχει μία πρωτογενής πληροφορία που συνίσταται στην άμεση γεύση ζωής, στο ζην μας, σε κάτι το οποίο δεν έχει ανάγκη έκφρασης, γιατί συνιστά την πεμπτουσία του είναι μας. Ας μη μας διαφεύγει πως το κοσμικό είναι και το είναι μας είναι ταυτό, απόλυτο, βέβαιο. Αυτή όμως η αλήθεια δε μπορεί να είναι παραστατή, να αποτελεί αντικείμενο παράστασης. Μήπως επομένως κάθε μορφή έκφρασης συνιστά εκπίπτουσα κατάσταση η οποία ποτέ δε θα μπορεί να αποδίδει το ουσιώδες συμβαίνον;
Κάθε έκφραση είναι αναιμική ως προς το ουσιωδώς συμβαίνον, και όμως χωρίς την έκφραση είναι αδιανόητος ο ιστορικός άνθρωπος, ο έγχρονος άνθρωπος.
Συμβαίνει όμως και κάτι εξίσου σημαντικό. Ο αισθητός κόσμος, επίσης, είναι μαρτυρία του συμβαίνοντος, αλλά σχετική μαρτυρία, δεδομένου ότι κάθε μεταβλητό, αισθητό, κινητό, τμητό κ.ο.κ. είναι σχετικό. Δε μπορεί το σχετικό να αποδίδει το απόλυτο, θα είναι πάντα σχετικό, αλλά, ας προσέξουμε, το σχετικό είναι αδιανόητο χωρίς το απόλυτο, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο νοείται απολύτως, καθίσταται γνωστό. Τι νοείται απολύτως; Όλες οι μορφές γνώσης, με πιο χαρακτηριστική την επιστημονική,  νοούνται απολύτως, γι’ αυτό είναι γνώσεις εξάλλου, κατά τρόπο που σε κάθε σχετική μορφή που φθείρεται, μεταβάλλεται κ.ο.κ. τελείται όχι μόνο η συμπαντική αλήθεια, αλλά και η ανθρωποκοσμική. Σε αυτό συνίσταται η ανθρώπινη αλήθεια: Εκφράζεται εν σχετικώ, πράγμα που συμβαίνει ως υπάρχουσα, δεδομένου ότι το υπάρχειν είναι έγχρονο, σχετικό, μεταβλητό, αλλά, ταυτόχρονα, νοώντας το έγχρονό του, το σχετικό του, το μεταβλητό του, κοινωνεί με το είναι του.
Αν το είναι μας είναι ανέκφραστο, απόλυτα γνωστό δηλαδή, το υπάρχειν μας δε συνιστά παρά έκφραση η οποία είναι εξ’ ορισμού σχετική, ανεπαρκής, δεν έχει οντολογική πληρότητα, αλλά ισχύουσα, τείνουσα και τρεφομένη ταυτόχρονα απ’ την οντολογική της αρχή. Εκφραζόμαστε ποικιλοτρόπως ως έγχρονοι, ως επιθυμούμενες επιθυμίες, πράγμα που σημαίνει ως επιθυμούμενοι απ’ το άρρητο είναι μας και ως επιθυμούντες αυτό. Αυτήν την αλήθεια τη διακρίνουμε επαρκώς ή ανεπαρκώς, ρητά ή υπόδηλα σε κρατερές φιλοσοφικές προσπάθειες. Το κοσμικό παίγνιο είναι έτσι αποκαλυπτικό, στέφει το ανθρώπινο με τον εσαεί τελούμενο άθλο της προσπάθειας η οποία εξορύσσει θησαυρούς του υπάρχειν μας στον κόσμο, θησαυρούς που μηνύουν το είναι μας.

                                                          *
Ιδού: Το υπάρχειν μας με κάθε μορφή έκφρασης, είναι τόκος του είναι μας και ταυτόχρονη μαρτυρία του και γι’ αυτό ακριβώς έχει συμβολικό χαρακτήρα. Χωρίς την επισκόπηση του συμβολικού χαρακτήρα κάθε έκφρασης μας είναι αδύνατο να επισκοπήσουμε το εκφράζεσθαι γενικά και το γλωσσικά εκφράζεσθαι ειδικά.

                                                *
Αν ξεκινήσουμε απ’ τον όρο σύμβολο, θα οδηγηθούμε και στη συμβολική έκφραση. Σύμβολο είναι ένα αισθητό ή τεχνητό αισθητό αντικείμενο το οποίο φυσικά υποδήλωνε διάφορους σκοπούς αλληλοαναγνώρισης. Αν όμως κάθε σύμβολο (εθνικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, οικογενειακό κ.ο.κ.) έχει αναμφισβήτητο σχήμα και μορφή, παραπέμπει στο μεγάλο και απόλυτο θα λέγαμε σύμβολο, στο κοσμικό συμβαίνον, στην αισθητή του φανέρωση για να κυριολεκτούμε, στο κοσμικό συμβαίνον δηλαδή.
Τι συμβαίνει όμως με το κοσμικό σύμβολο το οποίο έχει αναπόφευκτα συμβολική φορά; Όπως έχουμε ήδη τονίσει κατ’ επανάληψη σε προηγούμενες ευκαιρίες μας, ο κόσμος μας δεν είναι αντικείμενο παράστασης, δεν είναι δυνατό να εκφράζεται με ένα σύμβολο, επειδή ακριβώς είναι άμεσα νοητός ως προς το είναι του που ταυτίζεται με το είναι μας. Είναι άρρητος. Αναπόφευκτα το λειτουργείν του, οι ποικιλόμορφες εκφράσεις του ως εκφράσεις ετερότητας των στοιχείων του που δημιουργούν όλες τις λογικές κατηγορίες (ομοιότητα, ανομοιότητα, αναλογία, δυσαναλογία, εναντιότητα, συμβατότητα, ασυμβατότητα κ.ο.κ.) οι οποίες είναι εκφραστές, περιχωρούνται, είναι οι τρόποι έκφρασης. Εκφράζονται συμβολικά και το μόνο το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως το αισθητό, ο αισθητός κόσμος, είναι συμβολική έκφραση του απολύτου.
Με κάθε δυνατή σαφήνεια: Ο κόσμος μας είναι συμβολικός, επειδή ακριβώς η αισθητή-έγχρονη φύση του συμβολίζει, μαρτυρεί με απτό τρόπο, το είναι του. Το υπάρχειν συμβολίζει το είναι, μαρτυρεί απτά την αρχή. Το είναι του όμως που είναι και είναι μας, δεν είναι παραστατό, άρα δεν είναι δυνατό να εκφράζεται συμβολικά. Ωστόσο, ας το προσέξουμε, σε κάθε συμβολική έκφραση επιμέρους κοσμικών ενεργειών, μαρτυρείται το απόλυτο του κοσμικού συμβαίνοντος και η αναπόφευκτη συμβολική φορά κάθε μεγέθους, πράξης, ενέργειας κ.ο.κ.
 Ως συμβολική έκφραση πολυδιαθλάται σε απέραντο αριθμό συμβολικών εκφράσεων οι οποίες επιπληθύνονται και με σύμβολα τα οποία άνθρωπος δημιουργεί πάντα ανατρέχοντας στις πρωτογενείς συμβολικές εκφράσεις οι οποίες είναι φυσικές και ανανεώνονται εσαεί.
                            
                                                *
Πριν προχωρήσουμε όμως οφείλουμε να δούμε γιατί ο κόσμος μας είναι συμβολική έκφραση του απολύτου αποκαλυπτόμενη σε κάθε επιμέρους μέγεθος και γιατί δεν είναι ο ίδιος απόλυτος ως φαινόμενο ώστε, όπως ισχυρίζονται οι ματεριαλιστές, να αποφεύγονται ανώφελες, πλανεμένες και αποτρέπουσες απ’  την αλήθεια μεταφυσικές αναγωγές. Το ερώτημα είναι παλαιό, παλαιότατο και αναφαίνεται αναπόφευκτα στην ιστορία της σκέψης. Επειδή όμως έχει σημαντική σχέση με το γλωσσικό φαινόμενο, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε όσο πιο σύντομα.
Υπάρχει μία πρωτοβεβαιότητα με οικουμενική εμβέλεια χωρίς την οποία ακινητοποιείται κάθε μορφή σκέψης και δράσης. Το υπάρχειν μας στον κόσμο δεν προκύπτει, αλλά μας προφθάνει θα λέγαμε ως πρωτοπληροφορία, ως κοινωνία με το ανθρωποκοσμικό μας είναι. Είναι το απόλυτό μας, το απόλυτο του κοσμικού και του ανθρώπινου είναι και εδώ το υπάρχειν μας ως έγχρονο, ένσαρκο, μεταβαλλόμενο κ.ο.κ.,         υπάρχει ως δείκτης και καθρέπτης της πρωτοπληροφορίας, της απόλυτης αμεσότητας του κοινωνείν με τον κόσμο. Εκείθεν και ο συμβολικός χαρακτήρας ως μόνος δυνατός του υπάρχειν στον κόσμο. Συμβαλλόμεθα και οποιαδήποτε έκφραση είναι συμβολική. 
Κάθε συμβολική έκφραση επομένως έχει χαρακτήρα ο οποίος δεν οφείλει να ειδωλοποιείται, να παραπέμπει κάπου έξω απ’ το κοσμικό συμβαίνον, αλλά να εκφράζει το είναι του με το ίδιο του το φαίνεσθαι, αφού κάθε σύμβολο έχει αισθητή μορφή. Οι αισθητές μορφές όμως ως εσαεί μεταβαλλόμενες δεν έχουν ποτέ σταθερό χαρακτήρα σε αντίθεση με το σύμβολο το οποίο διασημαίνει σταθερότητα.

                                                *
Εδώ ακριβώς εισδύουμε στην αποκαλυπτική δυναμική του συμβόλου και κάθε συμβολικής έκφρασης. Αν η κοσμική συμβολική έκφραση διαμηνύει το απόλυτο με το πλήθος των σχετικών μορφών της, αν δρα ως αποκάλυψη του απόλυτου στο σχετικό, αναδύει μια άλλη επαγόμενη αλήθεια: Απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, η εννόηση του σχετικού δηλαδή και αυτό εκφράζεται συμβολικά. Κάθε μορφή σχετικού μαρτυρεί το σθένος του απόλυτου, το νοείν, το ζην, το αιώνιο του κοσμικού είναι.
Και εδώ οφείλουμε να τονίσουμε κάτι το οποίο θα μας βοηθήσει. Οι κοινοί χαρακτήρες των πραγμάτων που ουσιαστικά είναι πνευματικές ενέργειες, πλάθουν τις ετερότητές τους, αλλά τα ίδια τα πράγματα μέσα στη διαφορετικότητά τους εννοούνται και δρουν χάρη στην ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος. Αλλιώς το ακατανόητο τα βασίλευε και δε θα υπήρχε γνώση. Να πώς επιτυγχάνεται η συμβολική μαρτυρία.
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, το σύμβολο, κάθε σύμβολο έκφρασης, γραφής στο ευρύτερο νόημα του όρου, διαμηνύει το παράμονο στο σχετικό, είναι ο δίαυλος που διαμηνύει το νόημα. Ήδη, ο άνθρωπος δημιουργεί σύμβολα των οποίων την ‘’ύλη’’ προσλαμβάνει απ’ τον αισθητό κόσμο για να τα διαμορφώνει κατά τις προθέσεις του, κατά τη διανοητική, αισθητική, συναισθηματική του κ.ο.κ. δραστηριότητα.
Ο άνθρωπος ανα-γιγνώσκει στον αισθητό κόσμο το μήνυμα, το παράμονο μήνυμα που είναι ουσιαστικά και δικό του, το αναγνωρίζει, το αναθυμάται είτε αναμνησιακά, είτε φαντασιακά (κατά τις προτιμήσεις των σχολών) και ταυτόχρονα ενεργοποιεί την ίδια του τη δυναμική, τη δημιουργική του επιθυμία η οποία αποβλέπει στην πλήρωση, στην υπέρβαση. Γράφει δηλαδή το ανα-γιγνωσκόμενο, η δε γραφή του είναι αναπόφευκτα συμβολική.
                                               
                                                          *
Προσεγγίζουμε έτσι τα σύμβολα της γλωσσικής έκφρασης χωρίς τα οποία δεν υπάρχει γλώσσα. Εννοούμε πρωτίστως τον προφορικό λόγο και στη συνέχεια το γραπτό. Ας γνωρίζουμε πως προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου προαπαιτεί την εξέταση της γλώσσας ως προφορικού λόγου για να ακολουθεί ο γραπτός λόγος.
Οι γλωσσολόγοι προσφεύγουν στις φωνολογικές μας καταλληλότητες (στοματική κοιλότητα, εύπλαστο της γλώσσας, δομή του φάρυγγα, φωνητικές χορδές, κ.ο.κ.)1 χάρη στις οποίες καθίσταται δυνατός ο έμφθογγος λόγος. Επιπλέον, επικαλούμαστε όλοι, είτε είμαστε γλωσσολόγοι, είτε όχι, τα λεγόμενα αισθητήρια όργανα, τους ήχους, τα σχήματα και τις μορφές του αισθητού κόσμου ως θεμελιώδεις παράγοντες δημιουργίας της γλώσσας.
Αν θέλαμε όμως να θραύσουμε δημιουργικά τα ορατά δεσμά, τις αυτονόητες προϋποθέσεις εκφοράς λόγου, θα οφείλαμε να προχωρήσουμε περισσότερο και να προσεγγίσουμε ριζικά το είναι του αισθάνεσθαι, το είναι του αντιλαμβάνεσθαι, το είναι του νοείν. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση η ενασχόλησή μας με το είναι της γλωσσικής έκφρασης δεν είναι παρά μηχανικό και επιφανειακό έργο τεχνικών που δεν εισδύει στο βάθος της πραγματικότητας.
Προϋπόθεση, ουσιώδης προϋπόθεση εκφοράς λόγου, δεν είναι ούτε τα φωνήματα, ούτε τα μορφήματα, ούτε τα συντάγματα, ούτε η συνταγματική αλληλεγγύη, ούτε οι παραδειγματικές σχέσεις ή οι συνταγματικές, ούτε οι φωνολογικές προϋποθέσεις. Αλήθεια, σε τι διαφέρουν αυτοί οι όροι από γνωστότερους και παλαιότερους με τους οποίους αναδιφούσαμε τη συντακτική δομή της πρότασης (εμπρόθετοι προσδιορισμοί, ομοιόπτωτοι και ετερόπτωτοι προσδιορισμοί, γενικές προσδιοριστικές, κ.ο.κ.) και διαπιστώνουμε την ενότητα γραμματικής και συντακτικού, νόημα δηλαδή;
Μας είναι εξάλλου γνωστά από κλασικές γραμματικές τα θέματα  των ονομάτων, οι ρίζες των ρημάτων, οι καταλήξεις, τα πρόσωπς, οι πτώσεις, τα προθήματα, τα επιθήματα και δε βλέπουμε ιδιαίτερη ιδιοτυπία σε νεώτερους και σε σύγχρονους όρους, παρά τη συνεισφορά τους στην ανεξάντλητη έρευνα τη σχετική με τη γλώσσα. Η υποτιθέμενη πρωτοτυπία τους συνίσταται στο ότι διαλύοντας τη γλώσσα σε φωνολογικές-γλωσσολογικές μονάδες και ενότητες, πιστεύουν πως εισέρχονται στο μυστήριό της, αγνοώντας πως ο άνθρωπος είναι δημιουργός αυτών των στοιχείων και όχι το αντίστροφο.
 Όλα αυτά επομένως και όλες οι συναφείς μορφολογικές διαπιστώσεις έπονται, επειδή ακριβώς η διαρκής αφετηριακή προϋπόθεση βρίσκεται στη νόηση και στην εννόηση του κόσμου, στην πνευματική μας φύση η οποία προσφέρει κάθε δυνατότητα δημιουργίας, εσαεί δημιουργίας προφορικού λόγου.
Δεν είναι όμως η κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον αποκλειστική αφετηρία. Απαιτείται και το κοινωνείν, το διανθρώπινο κοινωνείν, το συνυπάρχειν για να κυριολεκτούμε, των ανθρώπων-συνανθρώπων. Γίνεται έτσι σαφές πως οποιοδήποτε φώνημα, οποιοσδήποτε φθόγγος, προϋποθέτει αντίληψη και αίσθηση, κοινωνείν με τον κόσμο και με το συνάνθρωπο, κοινωνική θητεία με την οποία αγγέλλεται η γλώσσα.
Είναι δύσκολο ως αυτονόητο το ότι και οι στοιχειώδεις μορφές της γλωσσικής έκφρασης δεν αναπαράγουν τυφλά τους φυσικούς ήχους, αλλά τους αναδημιουργούν, γιατί συμβολικοί οι ήχοι, οι μορφές, οι εικόνες, τα ενεργήματα, προσλαμβάνουν προσωπική-διανθρώπινη διάσταση με τη γλωσσική έκφραση: Η τελευταία είναι η κορωνίδα του συμβολικού τρόπου λειτουργίας του κόσμου, είναι η σφραγίδα του ανθρωπίνως υπάρχειν, του εγκόσμως υπάρχειν και αυτό αποκαλύπτει τη λογική και πνευματική μας φύση χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η κοινωνία, οι θεσμοί, η ιστορία. Γι’  αυτό λέμε πως η γλώσσα δεν είναι όργανο επικοινωνίας, αλλά η σάρκα του πνεύματος, η ομιλούσα, η κινουμένη, η ενεργούσα σάρκα του πνεύματος.
Ας το συγκρατήσουμε όσο πιο έντονα: Η γλωσσική έκφραση είναι πνευματική δημιουργία, δεν είναι συναρμογή φυσικών ήχων, έστω και αναπαραγόμενων, αλλά αναδημιουργική αναπρόσληψη με διαφορετική νοηματοδότηση, μεταφορά του φυσικού συμβαίνοντος σε μορφές συνειδητοποιημένης νοηματοδότησης και όχι νεκρή και απρόσωπη επανάληψη ήχων, συναισθημάτων κ.ο.κ. κατά τις φωνολογικές μας καταλληλότητες και μόνο. Η γλώσσα μαρτυρεί το πνευματικό είναι του ανθρώπου και γι’ αυτό ακριβώς η συμβολική της φορά
αποδιαστέλλεται και εκφεύγει από κάθε εκφραστικό σχήμα.
Δεν είναι τυχαίο το ότι τα πράγματα ορίζονται αυθαίρετα και ότι οι λέξεις ως σταθερές δικλείδες δια-συν-εν-νόησης αιωνίζονται αλλά δημιουργούνται ταυτόχρονα πλήθος παραγώγων, υποκοριστικών, ομοίων, ανομοίων κ.ο.κ. όρων οι οποίοι σφραγίζουν και την καταπληκτική ποικιλία και δυναμισμό της γλώσσας. Μια γλωσσική ρίζα λ.χ. διασπείρεται σε απέραντο πλήθος παραγώγων τα οποία, με πλήθος επίσης συνθετικών και επιθημάτων, προσπαθούν να κάνουν αισθητές τις απέραντες διαθλάσεις του εκφράσιμου με απέραντη κομψότητα και θαυμαστή διαύγεια που ενίοτε καθίσταται με ερμηνεύσιμη, τόσο άμεσο είναι το νόημά της.
Η γλώσσα είναι αδιανόητη χωρίς το πρωτογενές νοείν-εννοείν, ‘’ενσκήπτει’’ ως αποκάλυψη, ως φωτισμός, ως εσαεί ανάδυση του ανθρωπίνου. Θα δούμε σιγά σιγά τη συνάντηση του μυθικού και του λογικού στη γλώσσα, κάτι χωρίς το οποίο το γλωσσικό φαινόμενο παραμένει πάντα ξένο με το οποίο προβληματιζόμαστε ως εξωτερικοί παρατηρητές, ως περίπου μαθητευόμενοι μάγοι.
 Ωστόσο, και η ετυμολογική προσέγγιση είναι πολύτιμη, γιατί, αν επιμέναμε απόλυτα στο αυθαίρετο της ονομασίας, η γλώσσα θα ήταν στατική και μη δημιουργική. Η ετυμολογία δρα συμπληρωματικά και αποκαλύπτει πώς τα συνώνυμα, τα ομώνυμα, τα παράγωγα, τα σύνθετα, τα υποκοριστικά κ.ο.κ. δυναμιτίζουν δημιουργικά ονόματα, ρήματα, αντωνυμίες σε αναδημιουργικό συσχετισμό με τα λεγόμενα άκλιτα μέρη του λόγου.
Δημιουργείται έτσι ένας αρίφνητος πλούτος ο οποίος προδίδει και την πνευματική ανάπτυξη, αλλά και τις πρώτες νοήσεις-εννοήσεις οι οποίες ‘’παραλαμβάνονται’’ απ’ τη  τέχνη, απ’ το μύθο, απ’ τη σκέψη, απ’ την επιστήμη κ.ο.κ., όσο κι αν οι συνεχώς επερχόμενες βελτιώσεις και αναθεωρήσεις εμπλουτίζουν και φωτίζουν ταυτόχρονα τη γλώσσα. Είναι πραγματικά δυσθεώρητη αυτή η διανθρώπινη εργώδης προσπάθεια η οποία τίκτει το γλωσσικό θησαυρό με τις μύριες όσες αποχρώσεις του με τις οποίες γίνονται ορατές τόσες και τόσες διαθλάσεις των πτυχών της ύπαρξης. Δεν οφείλονται σε κάποιους άγνωστους ταλαντούχους, αλλά στην όλο και πιο ενσαρκούμενη-προσωποποιούμενη ανθρώπινη φύση η οποία καταυγάζει λεκτικά βιώματα, σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις, γνώσεις κ.ο.κ. Το συλλογικό συναντάται άρρηκτα με το προσωπικό και αυτό συνιστά τρανή απόδειξη της ενότητας του ανθρωπίνου και οδηγεί σε βαθύτερες αλήθειες, όπως θα δούμε.
Ας σημειώσουμε πως το απέραντο πλήθος ομοίων καταληκτικών όρων που συναντάμε και σε λέξεις με διαφορετικό νόημα (ρηματικά επίθετα, -είο, ικός, -εια, -ία, -άριο, -ήριο, κ.ο.κ.), όρων που δηλώνουν τόπο, καταλληλότητα κ.ο.κ. δεν αποτελούν αθύρματα συγκολλημένα, αλλά εκφραστικούς τρόπους με τους οποίους εκφράζεται διανοητική-πνευματική ενέργεια.

                                                          *
Πριν προχωρήσουμε σε πιο συγκεκριμένες θεωρήσεις, οφείλουμε να τονίζουμε κάτι το εξόχως ενδιαφέρον. Φαινομενικά τουλάχιστον το ονομάζειν, το δεικνύειν τα πράγματα και τις διαθέσεις, φαίνεται πως εξαρτώνται απ’ τη φυσιοκρατική φορά, απ’ την εξαντικειμενικεύουσα θεώρηση του κόσμου, κάπως φυσιοκρατικά. Αποδίδονται στα πράγματα και στα φαινόμενα ιδιότητες και χαρακτήρες υπό την οδηγία της αναγκαιότητας, φυσιοκρατικά δηλαδή και αυτό διαφαίνεται σαφέστατα στην ανιμιστική, ανθρωπομορφική και μυθική σκέψη, κατά τρόπο που το εγώ βρίσκεται σε καταναγκασμό ή υπακούει στην αδήριτη επιταγή των φυσικών στοιχείων. Αυτή η διαπίστωση δεν αποτελεί θεώρηση, αλλά πραγματικότητα η οποία διαφαίνεται ακόμη και στις προηγμένες μορφές γλωσσικής έκφρασης. Σημαίνει πως το υποκείμενο εκχωρεί τη δυναμική του στο φυσικό κόσμο, πως ορίζεται με σημείο τη γλώσσα η οποία διαμηνύει αυτήν ακριβώς τη σχέση.
Ας δούμε όμως προσεκτικότερα. Μέχρι ένα σημείο η γλωσσική έκφραση εξαρτάται απ’ το συμβαίνον, αλλά ταυτόχρονα το υποκείμενο διερμηνεύει αυτή τη σχέση, το υποκείμενο ορίζει έστω κι αν νομίζει πως ορίζεται, χρησιμοποιώντας τις αναλογίες, τις ομοιότητες, τις διαφορές, τη φορά του φυσικού συμβαίνοντος γενικότερα, λογιζόμενο. Απλά, η γλώσσα, απ’ τις πρωτόγονες μορφές της μέχρι τις πιο εξελιγμένες, διατρέχει αυτόν τον κίνδυνο  υποτασσόμενη στη φυσιοκρατική φορά. Ωστόσο, προσεκτική διερεύνηση διαμηνύει ότι το υποκείμενο είναι δημιουργός της γλώσσας, όσο κι αν υποτάσσεται στη φυσική αναγκαιότητα, όσο κι αν της παραχωρεί χαρακτήρες οι οποίοι είναι κατεξοχήν πνευματικοί. Σε αυτό το σημείο σημειώνουμε πως η γλωσσική μας καταλληλότητα, και όταν ακόμη αυτοπαγιδεύεται σε μυθικο-θρησκευτικά σχήματα τα οποία συνετέλεσαν αποφασιστικά στην πρόοδο των θεσμών, οσοδήποτε σκληρών, και του ανθρώπου επομένως, και όταν πλανάται, δεν παύει να εννοεί, έστω και εσφαλμένα, και αυτό καταφαίνεται στις πρωτογενείς μορφές της γλώσσας η λογικότητα των οποίων δεν έχει ποτέ κλονισθεί, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια.
Υπάρχει βέβαια ένας αυτοπεριορισμός ο οποίος είναι κατά βάθος δημιουργικός. Το εκάστοτε κοσμοείδωλο ή ανθρωποείδωλο παίζει σημαντικό ρόλο, η λογική του ομιλείν υποτάσσεται σε αυτό, οι ήχοι, οι θόρυβοι, τα σχήματα, τα φαινόμενα κ.ο.κ. είναι δεδομένα τα οποία τροφοδοτούν το λέγειν μας και εδώ προστίθενται και οι φωνολογικές μας καταλληλότητες. Δε συνιστούν όμως την ουσία του λόγου, η φράση, η έκφραση, η πρόταση και ό,τι ακολουθεί μπορεί να εξαρτάται απ’ την κοσμική αναγκαιότητα2, αλλά νοούνται και εννοούνται απ’ το λέγοντα, απ’ το δημιουργό της γλώσσας. Είναι έτσι η γλώσσα μαρτυρία της ανθρώπινης προσπάθειας σε όλα τα επίπεδα, καθρέπτης των πλανών του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά και του δημιουργικού του μεγαλείου.
Υπάρχει εδώ κάτι το αξιοπρόσεκτο, κάτι το οποίο διακρίνουμε όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην καθημερινή μας γλώσσα. Ο άνθρωπος προσωποποιεί τον κόσμο και χρησιμοποιεί συμβαίνοντα για να εκφράσει τον ψυχοσυναισθηματικό του κόσμο, αλλά, παράλληλα, αποδίδει στο φυσικό συμβαίνον καταστάσεις τις οποίες ο ίδιος βιώνει και με τις οποίες ο ίδιος εκφράζει τον ίδιο του τον εαυτό. Χωρίς αυτήν την αλήθεια, κεφαλαιώδη κατά τη γνώμη μας, δεν είναι διανοητή οποιαδήποτε μορφή γλωσσικής έκφρασης.
Αυτή η μαρτυρία βέβαια διατρέχει όλες τις ανθρώπινες πνευματικές προσπάθειες όπως η τέχνη, οι θεσμοί κ.ο.κ., αλλά η γλώσσα είναι η πιο σαφής μαρτυρία, γιατί διαπλέκει λόγο και συναίσθημα, νοσταλγία και πραγματικότητα, γιατί είναι πάντα ζώσα αλήθεια που διατηρεί σε παντοτινή εγρήγορση το υποκείμενο, το ομιλούν υποκείμενο που ταυτόχρονα σκέπτεται αισθανόμενο, αντιλαμβανόμενο, προστρέχοντας στη μνήμη, την κρίση, και φανταζόμενο. Ζωντανός καθρέπτης αυτής της καταπλήσσουσας και δημιουργικής ενέργειας είναι η γλώσσα όχι ως απόκτημα, αλλά και ως στίβος περαιτέρω ενορμήσεων. Η δομή της παραμένει σχεδόν αδιαφοροποίητη, παρόλες τις διαπολιτισμικές αναθεωρήσεις και τις κοσμοθεωριακές  και ανθρωπολογικές αλλαγές.
Αυτό σημαίνει πως η αφετηριακή δομή της γλώσσας στηρίζεται στην ίδια τη σκέψη, είτε είναι πρωτόγονη, είτε είναι αναπτυγμένη. Απ’ το γλωσσικό πλούτο άντλησαν ποιητές, λογογράφοι, φιλόσοφοι, στοχαστές. Δεν άλλαξαν τις δομές, γιατί οι τελευταίες φαίνεται πως παραμένουν αναλλοίωτες, όσες κι αν είναι οι εσφαλμένες πεποιθήσεις. Εμπλούτισαν βέβαια τους εκφραστικούς τρόπους, επεξέτειναν τη δυναμική της κρίσης και της πρότασης, αλλά οι βασικές δομές παρέμειναν και παραμένουν.
Δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσφυγή στον πλούτο των λέξεων, στα παράγωγά τους, στη συνυποδηλωτική σημασία και χρήση, στις μεταβολές συμφώνων και φωνηέντων στα πλαίσια μετασχηματισμού λέξεων, για να διαγνώσουμε πως η εσαεί εξέλιξη της γλώσσας και η δημιουργία γλωσσικού πλούτου συνιστά όλο και πιο λεπτομερή ‘’αξονική τομογραφία’’ των διαθλάσεων τη αντιληπτικής μας φοράς και γνώσης, όπως οι τελευταίες κατοπτρίζονται στο γλωσσικό θησαυρό. Τα στερεότυπα ορισμένων σχολών της γλωσσολογίας αδυνατούν να θεωρήσουν σωστά την ουσία του γλωσσικού φαινομένου και εδώ αναφέρουμε ως απλά παραδείγματα το πνεύμα των ονοματικών και των ρηματικών συνόλων, όπως και το φαινόμενο των ανωμάλων ονομάτων και ρημάτων με περισσότερες της μίας ρίζες. Η συμβολή της φωνολογίας όπως και της δομικής γλωσσολογίας φαντάζει ελαχίστη μπροστά στη δημιουργική πνοή της δυναμικής πια αντίληψης και είναι πια λόγος και πνεύμα κατοπτριζόμενα γλωσσικά-συμβολικά.

                                                         *
Αυτό μας οδηγεί σε κάτι σημαντικότερο το οποίο προδίδει η συμβολική έκφραση. Βέβαια, δεν υπάρχει γλώσσα η οποία θα μπορούσε να αναφανεί χωρίς τα σύμβολα και εννοούμε κυρίως και σε αυτή τη φάση τον προφορικό λόγο. Τα φωνήματα, οι φθόγγοι, οι λέξεις και οι προτάσεις που προέρχονται απ’ την αισθητή μας εμπειρία και κυρίως απ’ την ηχητική, θέτουν το πρόβλημα του είναι της τελευταίας. Η αισθητή εμπειρία δεν είναι υλική, δεν προέρχεται απ’ το λεγόμενο υλικό κόσμο, αλλά απ’ το ενεργείν του αισθητού κόσμου, δεδομένου ότι ο λεγόμενος υλικός κόσμος δεν είναι παρά πνευματική ενέργεια στην οποία μετέχουμε ως ένσαρκοι-έγχρονοι.
Δεν απαιτείται να επικαλεστούμε εκ νέου την αίσθηση και την αντίληψη (η αίσθηση είναι αντιληπτική) για να διαπιστώσουμε πως δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς την αντιληπτική αίσθηση, χωρίς τη μνήμη, χωρίς τη φαντασία. Είναι ριζική προϋπόθεση η οποία όμως μετασχηματίζεται και εδώ αναζητάμε τη δημιουργικότητα του γλωσσικού φαινομένου. Έτσι, η γλώσσα είναι πνευματική μαρτυρία και τα σύμβολά της είναι και αυτά μορφές πνευματικής δημιουργίας προσδίδοντας στην αισθητή φύση τον πραγματικό της χαρακτήρα, τον πνευματικό.
 Πολλές φορές ο άνθρωπος δημιουργεί χωρίς να συνειδητοποιεί τη φύση της δημιουργίας του. Το αυτό συμβαίνει και με τη γλώσσα. Είναι αληθής, στο μέτρο που η κοινωνία του πνεύματος με το συμβαίνον αποδίδει την πραγματικότητα και, ταυτόχρονα, εσφαλμένη έκφραση στο μέτρο που το πνεύμα μας απατάται. Το απατάσθαι όμως προϋποθέτει τρόπους με τους οποίους εκφράζεται, όπως και το ψεύδος διατυπώνεται με όρους αληθείας, με προτάσεις, κρίσεις, συλλογισμούς οι οποίοι δομούνται, φαινομενικά τουλάχιστον, με όρους αληθείας. 
Ήδη, η γλώσσα αποδίδει ό,τι η αντίληψη θεωρεί σωστό και η ιστορία των ιδεών, των θεωρήσεων σε όλους τους πολιτισμούς πείθει πως παρά τις αλλαγές στις ανθρωποκοσμικές μας αντιλήψεις, η γλώσσα παραμένει, οι βασικές δομές της διατηρούνται, παρόλες τις διαφορετικές ερμηνείες που προσφέρονται απ’ την επιστημονική κυρίως θεώρηση.
Τι μπορούμε να συναγάγουμε; Απλά η έμφυτη αντίληψη, η άμεση αίσθηση προσφέρουν τη δυνατότητα στο υποκείμενο να εκφράζεται κατά τις προϋποθέσεις τους. Αναπόφευκτα ο λόγος της γλώσσας είναι το λογίζεσθαι του υποκειμένου, όσο κι αν η φαινομενικότητα προτάσσει δυσκολίες, όσο κι αν η πρώιμη σκέψη θεωρεί τα πράγματα εσφαλμένα. Είναι προικισμένη με τη λογικότητα του λέγειν και αυτή δεν ανατρέπεται, όσες κι αν είναι οι αναθεωρήσεις, οι κατοπινές ανακαλύψεις ή ιδέες. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες και εδώ οφείλουμε να επισκοπήσουμε τη σπουδαιότητά του.

                                                          *
Ο άνθρωπος κοινωνεί άρρητα και απόλυτα με το κοσμικό συμβαίνον. Πρόκειται για πρωτοαντίληψη η οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις του έγχρονου λόγου, του λόγου των πραγμάτων, της σημασίας τους, το λόγο του συνυπάρχειν και της σπουδαιότητάς του. Άνθρωπος και κόσμος διακοινωνούν, οι αισθητές κατηγορίες είναι κοινές, αναδύουν τη φανέρωση του γίγνεσθαι, του υπάρχειν που τρέφεται απ’ το είναι και αυτό σημαίνει πως η γλωσσική έκφραση, όπως κάθε μορφή έκφρασης εξάλλου, είναι ρητή πνευματική φανέρωση του άρρητου. Δεν είναι κάτι το ενστικτώδες, αλλά η πρωτογενής εννόηση, η λογικότητα όπως αναδύεται απ’ την κοινωνία του ανθρώπου με τον κόσμο και με τον συνάνθρωπο δηλώνεται και καταδηλώνεται ρητά με τη συμβολική της γλώσσας. Είναι επομένως η γλώσσα έλλογη κατάθεση τουλάχιστον ως προς τη δομή της και ακολουθεί κατά κανόνα το ίδιο το κοσμικό συμβαίνον. Αργότερα, στο βαθμό που η αντίληψη γίνεται πιο συγκεκριμένη, στο βαθμό που η εμπειρία μας προσφέρει νέα δεδομένα, στο βαθμό που η αίσθηση ευρύνεται με τη βοήθεια οργάνων, αναθεωρούνται θεωρήσεις, αλλά η πρωτογενής δομή του λόγου μας, όσο κι αν ευρύνεται, δε διαφοροποιείται. Δεν εννοούμε βέβαια εξειδικευμένες μορφές έκφρασης κυρίως στο πεδίο της επιστήμης όπου γλώσσα είναι τα μαθηματικά σύμβολα, αλλά και εκεί οι στοιχειώδεις δομές παραμένουν.

                                                          *
Οι παρατηρήσεις που προηγούνται θέτουν το θέμα των σχέσεων του προφορικού και του γραπτού λόγου. Ήδη είπαμε πως γλώσσα είναι κυρίως ο προφορικός λόγος ο οποίος μετασχηματίζεται σε γραπτό και αυτό συνιστά ένα απ’ τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπου. Βέβαια, το πρώτιστο είναι η γλώσσα η οποία προηγείται κατά πολύ της γραπτής της έκφρασης. Δεν είναι ορθό να βλέπουμε τη γλώσσα ως αντικείμενο, ως όργανο επικοινωνίας, τη διαστρέφουμε ή μεταβαλλόμαστε σε τεχνικούς των δομών της χωρίς να εισδύουμε στο βάθος της. Γενιές και γενιές μετέδιδαν επί σειρά αιώνων κοσμογονικές, ανθρωπογονικές ιστορίες, μύθους αρκετοί απ’ τους οποίους έχουν αιώνιο σφρίγος, έπη με μεγαλουργό φορά και τόσα άλλα (παροιμίες, αποφθέγματα κ.ο.κ.) τα οποία καταγράφηκαν πολύ αργότερα. Πού βρέθηκε ο πλούτος των λέξεων, τα υπέροχα σχήματα λόγου, οι αλληγορίες, οι συμβολισμοί, ο συναισθηματικός πλούτος, το αναδυόμενο ηθικό νόημα, όλα τα θαυμάσια της γλώσσας στα οποία στηρίζεται και το έργο μεταγενέστερων στοχαστών, λογοτεχνών, ηθολόγων, λογογράφων κ.ο.κ.;
Είναι σαφές και αποκαλυπτικό: Η γλώσσα οφείλεται στο διακοινωνείν των ανθρώπων, σε ό,τι αποκαλούμε πνεύμα του λαού σε όλες του τις πρωτογενείς και υστερογενείς εκφάνσεις. Αν όμως προχωρούσαμε τις σκέψεις μας, θα κινδυνεύαμε να οδηγηθούμε σε ‘’αδιέξοδο’’, σε αμηχανία, αν δε λαμβάναμε υπόψη μας την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου που α-  ναφέρεται κυρίως στο ‘’αυτοφυές’’ της νόησης, της αντίληψης, της αίσθησης.
Αυτών δεδομένων, το εκφράζεσθαι, το γλωσσικά εκφράζεσθαι που προηγείται κάθε άλλης μορφής έκφρασης, αποτελεί επιμαρτυρία της βασικής αφετηρίας. Ήδη όμως καθορίζεται και η φύση της γλώσσας. Δεν είναι μόνο συμβολική, δεν είναι σχετική, εξελισσόμενη, εμπλουτιζόμενη, σάρκα του πνεύματος, αλλά και λογική. Και τα ισχυρότερα συναισθήματα εκφράζονται λογικά και δεν είναι τυχαίο το ότι η αριστοτελική λογική (και άλλες) εδράζεται στη δομή της γλώσσας.
Αυτή η αλήθεια έχει μεγάλη φιλοσοφική σπουδαιότητα την οποία οφείλουμε να επισκοπήσουμε. Η δομή του λέγειν, πάγκοινη σε όλες τις γλώσσες, παρά τις σχετικές διαφοροποιήσεις, είναι οικουμενική, αποκαλύπτει το έλλογο της ίδιας της ανθρώπινης φύσης και παραπέμπει στην οικουμενικότητα τόσο της αντίληψης, όσο και της αίσθησης.
Βέβαια, αυτή η αφετηρία δεν αποτελεί απρόσκοπτη διαδρομή, δεν αποκαλύπτει τα ύστατα μυστικά των συνειδήσεων, εδράζεται κυρίως στο φαίνεσθαι και συχνά παρασυρόμαστε στην εξαντικειμενίκευση του κόσμου, στη θεώρηση της γλώσσας ως οργάνου με πολλές συνέπειες σε ευρύτερους τομείς της σκέψης. Η βασική αλήθεια όμως παραμένει. Η λογικότητα του κόσμου, το έλλογο του έγχρονου ανθρώπου, αποκαλύπτεται με τη γλωσσική έκφραση. Λόγος βαρύς, αλλά αληθής. Υπό τον όρο λογικότητα του κόσμου εννοούμε το εννοείν της κοσμικής λειτουργίας και την εκφραστική του απόδοση, τη γλωσσική του έκφραση δηλαδή. Αυτή η αλήθεια έχει μεγάλο βάθος, γιατί καλύπτει όλες τις λεγόμενες ηλικίες ωρίμανσης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, ‘’πρωτόγονος’’ ή ‘’πολιτισμένος’’, φθέγγεται επειδή διανοείται, είτε επικαλούμενος θεούς και δαίμονες της μυθολογίας, είτε προσφεύγοντας στον επιστημονικό λόγο και τις αποχρώσεις του. Δεν ισοπεδώνουμε, δεν ταυτίζουμε καταστάσεις, αλλά διαπιστώνουμε κάτι που λάμπει ως φωτίζουσα αλήθεια. Το ανθρώπινο, σε όλες τις ηλικίες του, κομίζει τη γλώσσα ως ζώσα μαρτυρία της αισθητικο-αντιληπτικής του καταλληλότητας.
Αυτό θα καταστεί σαφές με την προσέγγιση του γραπτού λόγου ο οποίος βέβαια δεν είναι διανοητός χωρίς τον προφορικό.

                                                          *
Αν η γλώσσα είναι ένα συνεχές και αποκαλύπτον μυστήριο, αν οι γλωσσολόγοι, παρά τη συνεισφορά τους, διαφωνούν ως προς τη φύση της, τι θα μπορούσαμε να πούμε για το γραπτό λόγο;
Απ’ τα πρώτα ιερογράμματα, ιερόγλυφα, απ’ τη σφηνοειδή γραφή, το πέρασμα στα φωνητικά αλφάβητα, στο συλλαβισμό, αποτελεί δυναμική επέκταση, δυναμική θραύση των συμβόλων, δημιουργικό πυροκροτητή ο οποίος καταγράφει τόσες μορφές φωνημάτων, συνταγμάτων κ.ο.κ. με απέραντες προοπτικές πλαστικότητας, δημιουργικότητας, διάρθρωσης που ήταν πια πραγματικότητες στην προφορική γλώσσα.
Στα πρώτα στάδια του γραπτού λόγου τα ιεροσύμβολα3 ως εκφράσεις κυρίως του μυθικοθρησκευτικού σύμπαντος των πολιτισμών στους οποίους αναβλάστησαν, παρίσταναν ζωγραφικά  φράσεις ή και μικροπροτάσεις, ενέργειες δηλαδή, αλλά τα προγενέστερα στάδιά τους απηχούσαν την πρωτινή ακινησία, την αιωνιότητα των θεών, τη μακαριότητα των ηρώων. Και η μεταγενέστερη κινητικότητα των ιερογλύφων που ήθελαν τον άνθρωπο ακόλουθο των θεών ή του θελήματός τους, μετέθεταν την ακινησία, το βασίλειο της απλανούς βεβαιότητας, στις κινήσεις που ήταν κινήσεις ιερού βίου ή ιερού θελήματος, με ακολούθους τους ανθρώπους.
Δεν εισδύουμε στο σύμπαν αυτής της προσπάθειας η οποία επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά τονίζουμε την τάση μετάβασης στο ενεργούν υποκείμενο το οποίο αποτολμά το προμηθεϊκό έργο θραύσης των ιεροσυμβόλων.
Αν τα πρώτα γλωσσικά γραπτά σύμβολα προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν ένα συγκεκριμένο νόημα με πολλές διαθλάσεις σε ένα σύμβολο, αν δηλαδή συνιστούσαν σύμβολα και όχι συμβολικές εκφράσεις, προσπάθειες δηλαδή του εγειρόμενου λόγου να καταγράψει το μύθο ή τη θρησκευτική αλήθεια, αν δηλαδή μαρτυρούν οπωσδήποτε επινοητικότητα και λογική διεργασία, κινούνται απόλυτα στο χώρο του υπερβατικού, έστω και μυθικά εκφρασμένου, είναι κατά κάποιο τρόπο άχρονα, υποτάσσουν το λέγειν στο απόλυτο απόφθεγμα του υπερβατικού-θρησκευτικού λόγου. Ο άνθρωπος κατασκευάζει το θείο λέγειν, το λέγειν των ιερών μύθων, χωρίς ο ίδιος να έχει δικαίωμα λόγου, παρά το ότι στην καθημερινότητά του ο λόγος του ήταν πλούσιος και δημιουργικός. Τα πρώτα σύμβολα γραφής διενώνουν σε ένα περίκλειστο χώρο ο οποίος είναι απόλυτος και παρουσιάζει ένα ακίνητο σύμπαν του οποίου το σύμβολο, το ιερόγραμμα, είναι ορατή μαρτυρία: Το ορατό είναι το στόμα του υπερβατικού.
Ωστόσο, όσο και αν οι πρώτες μορφές γραφής έχουν στατικό χαρακτήρα υπό το αιώνιο λέγειν των θεών, επιτελείται πρόοδος που συνιστά επέκταση του μυθικού πνεύματος, ανάλογη με εκείνη της θεοσοφίας, της αριθμολογίας, της οιωνοσκοπίας, της μαγείας. Κατά βάθος ο άνθρωπος ορθώνεται μέσα στο πλέγμα του μύθου, αλλά προαγγέλλει τον Προμηθέα. Αργότερα, η φωνητική γραφή, πραγματική επανάσταση με ανυπολόγιστες συνέπειες, καθιστά δυνατή τη συμβολική καταγραφή των φωνημάτων, δημιουργώντας το αλφάβητο το οποίο ελέγχει συμβολικά όλες τις τροπές της γλώσσας. Κατά βάθος, επιτελείται μια βαθιά στερέωση της γλώσσας με ταυτόχρονες απέραντες προοπτικές οι οποίες βέβαια υπήρχαν σε ζωντανή μορφή με την προφορική ομιλία.

                                                          *
Τυπικά ο γραπτός λόγος ‘’νεκρώνει’’ τη ζωντάνια του προφορικού, εμμεσοποιεί το άμεσο και μας οδηγεί στην ακινησία του κειμένου. Διαπλώνονται με γραπτούς χαρακτήρες, με σύμβολα δηλαδή, σε εκτενή ή σύντομα κείμενα κινήσεις, ενέργειες, νόμοι, εντολές, δρώμενα, στοχασμοί, ιδέες. Καταγράφονται έπη, σύντομα ποιήματα, νόμοι, στοχασμοί, προαγγέλλονται ισχυροί θεσμοί γραπτά κατοχυρωμένοι, οργανώνεται ο κοινωνικός βίος και οι θεσμοί, όλα υπό το ‘’παγερό’’ βλέμμα του κειμένου.
Στο κείμενο όμως, παρά τη φαινομένη στατικότητά του, βλέπουμε πάντα κίνηση, πνοή, έμπνευση, φαντασιακή χωροχρονικότητα που είναι κινητική, δημιουργική, και, που, συχνά, απαγορευτική, διατακτική, κ.ο.κ. Με απλά λόγια το κείμενο είναι καθρέπτης της κίνησης του πνεύματος στις θετικές και στις αρνητικές του εκφάνσεις και εξάπτει τη φιλοσοφική μέριμνα, καθόσον αποκαλύπτει το δεσμό που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο έγχρονο και στο άχρονο, στο ταυτό και στο έτερο, όπως διοπτρίζεται ήδη και στον προφορικό λόγο, αλλά οι προοπτικές ισχυροποιούνται επειδή το κείμενο προϋποθέτει μέριμνα, μνήμη, κρίση, φαντασία, πνευματική δηλαδή ενέργεια η οποία τελικά παραπέμπει στη νόηση-εννόηση εκφρασμένη αισθητά-συμβολικά. Προδίδει γυμναζόμενο και έτσι οξυνόμενο λόγο ο οποίος γίνεται επινοητικός, εξαγγελτικός, ρητορικός (συμβουλευτικός, δικανικός, επιδεικτικός) με συλλογιστικά σχήματα, τα ενθυμήματα στα οποία υποκρύβονται ασυνέπειες σε σχέση με τον αυστηρό και συνεπή αριστοτελικό συλλογισμό, μικροεξαπλουστεύσεις, σοφίσματα…Ακολουθεί ο φιλοσοφικός λόγος.
Οφείλουμε όμως να πούμε πως και στις κορυφαίες του εκφράσεις ο γραπτός λόγος παλιννοστεί στις πρωτινές ενορμήσεις της γλώσσας για να αντλεί, για να μη θυμηθούμε την πλατωνική παιδιάν, τη ζωγραφιά, το γραπτό λόγο που είναι νόθα απομίμηση του προφορικού, της γλώσσας δηλαδή. Οπωσδήποτε ο γραπτός λόγος είναι πρόοδος, οπωσδήποτε αγγέλλει κατά τους ιστορικούς χρόνους με τα πρώτα του γραπτά μνημεία το τέλος της προϊστορίας και την απαρχή της ιστορίας (-2600 π.Χ.), παρά τη συμβατικότητα των χρονολογιών και την ανομοιογενή δομή των πολιτισμικών περιόδων, οπωσδήποτε αγγέλλει νέα κατακτήσεις οι οποίες ωστόσο οφείλονται σε παλαιότερες. 
Αν κάθε έκφραση είναι συμβολική, αν ο κόσμος μας είναι συμβολική μαρτυρία, το κείμενο, κάθε μορφή του γραπτού λόγου, είναι επινοημένη συμβολική μαρτυρία, δημιουργικός μετασχηματισμός υπαρχόντων συμβόλων που μετατρέπουν τους κινούμενους ήχους που έχουν ήδη γίνει φθέγματα, λέξεις, φράσεις, εκφράσεις, προτάσεις, κρίσεις, συλλογισμοί. Το ζων επομένως φαίνεται πως παγιοποιείται, πως ακινητοποιείται, πώς νεκρώνεται, πως κατακλείεται στη ‘’φυλακή’’ των χωρίς φωνή συμβόλων που γίνονται ωστόσο δυναμική συμβολική έκφραση.
                  
                                                *
Όσο όμως και αν παρόμοιες διαπιστώσεις φαίνονται λογικές και υπό ορισμένες προϋποθέσεις ισχύουσες, δεν παύει να υπάρχει κάτι ουσιωδέστερο. Το κείμενο, ο γραπτός λόγος γενικότερα, δε διασώζει απλά την πνευματική κληρονομιά, δε διασφαλίζει μόνο την κοινωνικοπολιτική οργάνωση και την πρόοδο των επιστημών, αλλά είναι κυρίως μαρτυρία πνεύματος, ως έκφραση, ως συμβολική έκφραση του απολύτου στο σχετικό, ως δυναμική μαρτυρία με απέραντες προοπτικές διάπτυξης της διάνοιας, του συναισθήματος, του επιστημονικού λόγου που εκφράζονται με τρόπους τους οποίους ο άνθρωπος επινοεί για να αιωνίζεται, για να καθιστά τα έργα του συνεχή ως ζωντανά μνημεία της πνευματικής του φύσης.
Αν εμβαθύναμε στη δυναμική του κειμένου διαμέσου όλων των κειμενικών εκφράσεων, θα διαπιστώναμε όχι μόνο την εγγύτητα μεταξύ λέγειν και γράφειν, αλλά κάτι σημαντικότερο: Γράφοντας, ενσωματώνω συμβολικά πλέγμα λέξεων και εκφράσεων που δεν είναι παρά καθρέπτης της κίνησης του πνεύματός μας διαμέσου της κειμενικής ‘’ακινησίας’’. Παράδοξο, αλλά αποκαλυπτικό στο οποίο θα επανέλθουμε.
Βέβαια και ο προφορικός λόγος, η κυρίως γλώσσα, σε αυτό αποσκοπεί, στην προσπάθεια έκφρασης του άρρητου σε ρητές και απτές μαρτυρίες. Ο προφορικός λόγος είναι ανεπανάληπτη μαρτυρία και διακρίνεται για την αμεσότητά του, είναι συγκεκριμένο λέγειν που συναιρεί αίσθηση και αντίληψη, που ονομάζει, που εκφράζει, που λογίζεται, που συλλογίζεται.
Ο γραπτός λόγος κινείται σε ένα άλλο επίπεδο εμμεσοποιώντας το άμεσο, κωδικοποιώντας το, φράζοντάς το και εκφράζοντάς το. Δίνει μεγαλύτερη δυναμική στην έμμεση έκφραση, προϋποθέτει τη γλώσσα και όλη την παρακαταθήκη της ως προφορικής έκφρασης, αλλά έχει τη δυνατότητα η οποία εδράζεται σε κάτι το οποίο μας διαφεύγει. Γράφοντας ένα κείμενο προϋποθέτω τον πλούτο της γλωσσικής παράδοσης, επιστρατεύω τη μνήμη μου στην οποία φιλοξενείται και η κρίση, επεκτείνω φαντασιακά όλα τα δεδομένα και τις γνώσεις μου, καταστρώνω, συλλογίζομαι, αποφαίνομαι νηφάλια. Αποδεικνύω έτσι με τα σύμβολα της γραφής πως το ίδιο μου το είναι αναλώνεται στο φαίνεσθαί μου, η καθαρή μου νόηση που είναι άπειρη, στην αίσθηση, στη φαντασία, στη γνώση, στις παραστάσεις. Η εμμεσοποίηση όμως είναι ενεργή και όχι παθητική, τα σύμβολα γραφής, οι λέξεις κλπ., δεν είναι αντικείμενα, αλλά πνοές ψυχής, ενεργήματα. Πρόκειται για διαρκώς αμεσοποιούμενη εμμεσοποίηση, και αυτή η προσφορά του κειμένου αποδιαστέλλεται, αφού παραπέμπει πάντα στο άμεσο, στο νόημα, στο ενεργούν υποκείμενο.
Συνιστούν τα σύμβολα γραφής, ας το προσέξουμε, ένα καθαρά ανθρώπινο πεδίο δημιουργίας και δημιουργικότητας, προδίδουν όχι μόνο το πνεύμα του λαού και τον πλούτο της γλώσσας όπως διαμορφωνόταν επί αιώνες, αλλά προσθέτουν κάτι εξίσου επαναστατικό: Το πνεύμα ξενίζεται και κινείται ταυτόχρονα στη γραπτή γλωσσική έκφραση, οδοιπορεί ιδαλγικά και αναπαύεται ταυτόχρονα, γιατί το κείμενο μιλάει εντονότερα απ’ τους ρήτορες, γιατί στεγάζει το ου-τοπικό καταδεικνύοντάς το ως τη μόνη ισχύουσα πραγματικότητα, αν το πνεύμα δεν έχει τόπο, αν ‘’τόπος’’ του είναι το ανθρωποκοσμικό ενεργείν.
Όλα αυτά εγκλείονται σε συνημμένα σύμβολα τα οποία παρατίθενται υπό ποικίλους τρόπους κατά τις περιστάσεις και συνθέτουν ένα εσαεί γονιμοποιούμενο παλίμψηστο που επιδέχεται ποικίλες αναγνώσεις, που πάλλεται, που μαρτυρεί το πέταγμα της σκέψης. Τα κείμενα, συμβολικές μαρτυρίες γραφής, ακίνητα, αιώνια, αμετάβλητα κατά τα φαινόμενα, έχουν μάτια, όσφρηση, ακοή, μνήμη και κρίση, δημιουργικότητα και αποφασιστικότητα που διεγείρουν αποφασιστικά όλο μας τον πνευματικό κόσμο. Είναι τα πλήκτρα της μουσικής του πνεύματος, όπως και οι κακοτοπιές των ανθρωπίνων αυταπατών.

                                                          *
Παράμονα κατά τα φαινόμενα, σε αντίθεση με τη συμβολική έκφραση του αισθητού κόσμου όπου οι μορφές του κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ., εγκλείουν και αναδύουν τη δυναμική του πνεύματος, ορθώνουν ό,τι δε φαίνεται, δεν εκφράζεται ως κινούμενη μορφή, είναι οπωσδήποτε δημιουργική εκδίπλωση με απέραντες προοπτικές. Παράδοξο φαινόμενο το οποίο συναντάμε και σε άλλες μορφές συμβολικής έκφρασης, όπως στην τέχνη λ.χ. Αν παραλληλίσουμε την ποίηση με τη ζωγραφική, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του κειμένου, του γραπτού λόγου. Στη ζωγραφική, ωραίες μορφές που αναδίδουν κάλλος, είτε πρόκειται για ανθρώπινο πρόσωπο, είτε πρόκειται για φυσικό τοπίο ή για απεικόνιση κάποιου σπουδαίου γεγονότος κ.ο.κ., ακινητοποιούνται, συχνά μας καθυποβάλλουν και μας συγκινούν με τους ιδεαλιστικούς, ρομαντικούς, εξπρεσιονιστικούς συμβολισμούς τους, μας μυούν στο κάλλος. Στην ποίηση, η μουσικότητα του στίχου, η κινητικότητα των μορφών και των τοπίων, η συνέχεια των συμβαινόντων και η εκφραστική δεινότητα εισβάλλουν στις συγκινητικότερες πτυχές του συνειδότος μας και μας καθιστούν άμεσα κοινωνούς του συμβαίνοντος. Η σιγηλή μαρτυρία των στίχων, η συμμετρία τους και η μουσικότητά τους, συναντώνται με αιτήματα της ύπαρξής μας και φθάνουν στα κράσπεδα της συναισθηματικής συναντίληψης, θραύουν με το δημιουργικότερο τρόπο το λόγο, εισβάλλουν στη σιωπή.
Βέβαια και στη ζωγραφική έχουμε παράλληλες σκηνές, αλλά συγκρίνοντας την ακινησία του ζωγραφικού πίνακα με την ακινησία του ποιητικού κειμένου, διαπιστώνουμε πως η ζωγραφική του ποιητικού λόγου είναι εκφραστικότερη απ’ την ποιητική της ζωγραφικής τέχνης.
Στην ποίηση η ζωγραφική είναι συναισθηματικοδιανοητική, αποτελεί τελούμενο, εσαεί τελούμενο που εκρήγνυται δημιουργικά και που κάνει ένα με τον αναγνώστη ο οποίος είναι και μαθητής και δάσκαλος του ποιητή. Αυτή η μύχια σκέψη καθιστά την ποίηση αγαπημένη των  Μουσών. Αυτή είναι η φορά του ποιητικού λόγου και θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τις σκέψεις μας και σε άλλα πεδία γραπτής έκφρασης, αν δεν επιφυλασσόμασταν να επεκταθούμε σημαντικά σε  άλλο κεφάλαιο αυτής της μελέτης.

                                                *
Ποια είναι επομένως η ειδοποιός διαφορά του γραπτού λόγου σε σχέση με τον προφορικό;
Αν κατανοήσουμε πως το πέρασμα απ’ την προϊστορία στην ιστορία ορίζεται με τα πρώτα γραπτά μνημεία, είμαστε σε θέση να υποψιασθούμε τουλάχιστον τη σπουδαιότητα του γραπτού λόγου στην ανάπτυξη του ανθρωπίνου πνεύματος, σε όλες του τις εκφάνσεις. Βέβαια, το γνωρίζουμε, ο γραπτός λόγος είναι και ένα δημιουργικό δοχείο στο οποίο μεταστάθμευσαν πεποιθήσεις, θέσεις, ήθη, έθιμα, παραδόσεις που διασώζονταν επί αιώνες προφορικά από γενιά σε γενιά. Πολλά μάλιστα στοιχεία των προϊστορικών χρόνων επιβιώνουν ακόμη και επηρεάζουν όχι μόνο τα μυθικά στοιχεία της λογοτεχνίας, του θεάτρου και επιστημών του ανθρώπου, αλλά και θέσεις της μεταφυσικής. Το έχουμε ήδη πει: Όροι όπως άβυσσος, χάος, ανθρωπομορφική έκφραση του θείου, εκπύρωση κ.α., πέρασαν και στο φιλοσοφικό λόγο άδηλα ή φανερά και επηρεάζουν τη νοοτροπία μας, συχνά δε και τον τρόπο της σκέψης μας.
Οι πρωτοπληροφορίες των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών που μεγαλύνονται με τη γλώσσα, στιγματίζουν τις πρώτες μορφές γραπτού λόγου. Φωτίζονται όμως άπλετα με την ανάπτυξη του γραπτού λόγου, κυριότατα με τη φωνητική γραφή, με την εισαγωγή των αλφαβήτων. Έχουμε πια έναν δημιουργικό μετασχηματισμό των συμβόλων, ο ήχος αθανατίζεται πια με σύμβολα, οι αποχρώσεις των φωνητικών μας ικανοτήτων προσφέρουν τόσες δυνατότητες, η εισαγωγή φωνηέντων και συμφώνων καθιστά δυνατή την καταγραφή απέραντου αριθμού λέξεων οι οποίες δεν αλλάζουν τις ριζικές δομές του προφορικού λόγου, αλλά τις βελτιώνουν και τις εμπλουτίζουν ως εμμεσοποιημένη έκφραση.
Το εμμεσοποιημένο όμως στη γλωσσική έκφραση φαίνεται πως κατασιγάζει κάπως την αμεσότητα του λόγου, αλλά φωτίζεται διαφορετικά. Ο εμπνευσμένος ποιητής που δεν καταγράφει αλλά φθέγγεται είναι εκστατικός, ο ποιητής όμως ο οποίος καταγράφει τις εμπνεύσεις του κατορθώνει να συμβιβάζει τη φωνητική έκφραση με τη συμβολική γραφή, κατά τρόπο που το κείμενο και όχι μόνο το ποιητικό, αλλά και το στοχαστικό, το μυθικό κ.ο.κ., αποκαλύπτει με επινοημένα σύμβολα την κρύφια δυναμική του λογιζομένου πνεύματος. Νεκρός κόσμος με μέγιστες προκλήσεις, αμεσότητα ‘’αιχμαλωτισμένη’’ στο ‘’νεκρό’’ κόσμο των συμβόλων, παράδοξη πνοή ζωής και πνεύματος που θα αφήνει εσαεί παρακαταθήκες διαπολιτισμικών δωρεών.
Εμβαθύνοντας όσο μπορούμε περισσότερο στο φαινόμενο του προφορικού και του γραπτού λόγου μπορούμε να πούμε πως η γλώσσα στην πληρότητά της απαρτίζεται και απ’ τον προφορικό και απ’ τον γραπτό λόγο. Υπάρχει συμπληρωματικότητα η οποία αποκαλύπτει την ενσάρκωση του πνεύματος, την τροχιοδρόμηση της αίσθησης και της αντίληψης στην πνευματική μαρτυρία η οποία δεν είναι παρά η γλώσσα, η γλωσσική έκφραση δηλαδή. Οφείλουμε να επιμείνουμε: Η κυρίως γλώσσα που είναι ο προφορικός λόγος, αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του λέγειν, εγκλείει δυναμικά όλες τις διεκφράσεις του σκέπτεσθαι και ευθύνει αργά και σταθερά τον τρόπο καταγραφής του. Επί αιώνες οι πρώτοι ρήτορες, οι εξουσιαστές, οι μάντεις, οι νομοθέτες, οι ιεροκήρυκες κ.ο.κ. όχι μόνο εξουσίαζαν το κοινό τους, αλλά γύμναζαν το λόγο και άνοιγαν δρόμους, έστω και ως προπαγανδιστές, προς περαιτέρω ανάπτυξη της μνήμης, της κρίσης, της φαντασίας, του πνεύματος εν γένει.

                                                *
Αυτή η αλήθεια θα καταφανεί σε επόμενα κεφάλαια, αλλά στην παρούσα παράγραφο οφείλουμε να επιμείνουμε στην αφετηριακή, στη στοιχειώδη αποκάλυψη της γλώσσας. Ένας ομιλητής, ένας ρήτορας, ένας αφηγητής, ένας καθημερινός άνθρωπος, όπως ένας ποιητής, ένας δοκιμιογράφος, ένας μυθιστοριογράφος κ.ο.κ. εκφράζονται προφορικά ή γραπτά κατά τις περιπτώσεις στηριζόμενοι στο γλωσσικό θησαυρό, στους απέραντους συσχετισμούς γλωσσικών συμβόλων, προτάσεων, σχημάτων λόγου, επινοητικών προτάσεων και συλλογισμών στηριζόμενοι όλοι στο γλωσσικό πλούτο τον οποίο έχουν αφομοιώσει και τον οποίο καλλιεργούν εμπλουτίζοντάς τον.
Πώς συμβαίνει και όλα τα γλωσσικά σύμβολα τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα ως φωνήματα ή ως γραφήματα εκφράζουν αλήθειες οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές ως εννοούμενα, ως επιχειρήματα και ως διαλογισμοί μας; Απ’ τη μια πλευρά η γλώσσα είναι απαραίτητη προϋπόθεση έκφρασης σκέψεων, συναισθημάτων, επιθυμιών, ενορμήσεων κλπ. και απ’ την άλλη τα εκφραζόμενα δεν έχουν καμιά σχέση με τα σύμβολα λόγου ή γραφής, με την τυπική δηλαδή μορφή της γλώσσας. Αισθήματα, συναισθήματα, σκέψεις, προθέσεις, εμπνοές, έρχονται και παρέρχονται, βελτιώνονται, ακυρώνονται, επιβεβαιώνονται, εντυπωσιάζουν, αλλά είναι αδύνατο να εκφρασθούν χωρίς σταθερά και μη μεταβαλλόμενα σύμβολα που συνθέτουν το σώμα της γλώσσας.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρύφια αποκάλυψη η οποία είναι βαθύτατα φιλοσοφική.
Είναι πρώτα πρώτα σαφές πως κάθε μορφή έκφρασης είναι αναπόφευκτα συμβολική. Ωστόσο, άλλο μηνύει η συμβολική έκφραση της γλώσσας των μαθηματικών, διαφορετικά εκφράζεται η συμβολική των εικαστικών τεχνών και άλλο τρόπο προσλαμβάνει η συμβολική της λογοτεχνίας.
Στη γλωσσική έκφραση τα πράγματα είναι πιο αποκαλυπτικά.
Διαβάζοντας ένα κείμενο, διατρέχοντάς το, βλέπω τα σύμβολα γραφής να διαλληλίζονται, να διαπλέκονται, αμίλητα και ακίνητα. Όταν παρακολουθώ μια συζήτηση, ακούω λέξεις και προτάσεις να διαπλέκονται, συλλογισμούς να εκφέρονται, αντιθέσεις να εκφράζονται και μπορώ να συμμετάσχω ή να σχηματίζω μια κάποια άποψη.
Και στις δύο περιπτώσεις, είτε διασυνδέω σύμβολα γραφής, είτε ακούω συνδυασμένα φωνήματα, είτε δηλαδή ακούω, είτε βλέπω, επιστρατεύω την αίσθηση και την αντίληψη, ως συναντιληπτική ενσυναίσθηση και έτσι ενεργοποιείται το πνεύμα μου, η ικανότητά μου δηλαδή να λογίζεται και να διαλογίζεται και σε αυτό ακριβώς το σημείο τα σύμβολα εγκαταλείπονται και τίθεται σε ενέργεια η πνευματική μου ετοιμότητα. Αμίλητα, άδηλα με την πρώτη ματιά, αποκαλύπτεται κάτι. Η πνευματική φανέρωση, το σύμπαν της πνευματικής ζωής, σε όλες τις βαθμίδες ανάπτυξής της, κρύπτεται και φανερώνεται με τη γλώσσα, δεδομένου ότι τα γλωσσικά σύμβολα παραπέμπουν στην πηγή τους και δε λένε τίποτε αυτά καθεαυτά. Αν η συμβολική έκφραση του συμβαίνοντος στον αισθητό κόσμο αφηγείται το κοσμικό είναι, η συμβολική της γλώσσας είναι κάτι σημαντικά ανώτερο γιατί, δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος, δια-δηλώνει το ανθρώπινο πνεύμα ως δημιουργικό απαύγασμα του ανθρωποκοσμικού είναι και εισάγει το ανθρώπινο στην έγχρονη εγκαταβίωση.
Κρύβει και αποκαλύπτει, όπως θα δούμε εκτενέστερα, αλλά το κρύπτεσθαι του ανθρώπου με τη γλώσσα είναι αποκαλύπτεσθαι που πάντα αναδύεται συμβολικά. Ιδού: Το λέγειν, συμβολικό οπωσδήποτε, φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο
φανερώνεται κάτι που υπερβαίνει το σύμβολο, κάθε συμβολική έκφραση. Αποκαλύπτει τον πλούτο του σιωπάν καθώς φαίνεται πως τον αποκρύπτει.
Διαπλώνεται το πνεύμα μας ως συνειδητό εγώ και το γλωσσικό εφαλτήριο ως αφετηριακό έναυσμα ‘’διαλείπει’’, γιατί οδηγούμαστε σε ένα άλλο επίπεδο, καθαρά πνευματικό και να η ανακύπτουσα πραγματικότητα: Η γλώσσα είναι σάρκα του πνεύματος, η ίδια διηγείται κάτι το οποίο δεν είναι η ίδια ως μορφή, ως αισθητή έκφραση. Αν είναι αδύνατο να υπάρχει πνευματική ζωή και αγώνας χωρίς τη γλώσσα, η τελευταία αυθυπερβαίνεται, παραμένοντας ωστόσο. Είναι ο πομπός και θέτει εκ νέου το ερώτημα ως προς το είναι της. Είναι της γλώσσας είναι το φαίνεσθαί της, το υπάρχειν της που δεν έχει άλλο οντολογικό στήριγμα παρά το δημιουργούν ανθρώπινο πνεύμα.
Γι’ αυτό ακριβώς, θα το δούμε εκτενέστερα, η γλώσσα είναι σχετική, εύπλαστη, εξελισσόμενη, ατελής, δε φθάνει στο είναι του εκφραζόμενου, αλλά το υπαινίσσεται. Όπως το νοείν, η ταυτότητα ανθρώπου και κόσμου, είναι μια απόλυτη βεβαιότητα η οποία δε μπορεί να εκφρασθεί συγκεκριμένα αλλά φανερώνεται με το ανθρωποκοσμικό ενεργείν φραστά ως υπάρχειν, ως συγκεκριμένη αντίληψη (εννόηση) και ως συγκεκριμένη αίσθηση, κατά παράλληλο τρόπο το είναι της γλωσσικής έκφρασης δεν ενοικεί ούτε στα φωνήματα, στα συντάγματα, ούτε στη συνταγματική αλληλεγγύη των γλωσσολόγων, ούτε στις λέξεις, ούτε προτάσεις κ.ο.κ., αλλά στο πνεύμα. Μηνύεται απτά, αισθητά με την ακοή και με την όραση κυρίως, διαγράφεται ασυνεχώς, δεδομένης της ετερογένειας των στοιχείων, αλλά αρθρώνεται συνεχώς χάρη στη φαντασιακή μας χωροχρονικότητα.

                                                *
Επιβάλλεται ωστόσο μια σύντομή διευκρίνιση ο οποία αναπτύχθηκε εκτενώς πριν μερικά χρόνια στις συναντήσεις των βραδινών μας (Ο Λόγος του Πνεύματος, Δρόμων, 2011). Τι εννοούμε επακριβώς όταν κάνουμε λόγο για πνεύμα, για το ανθρώπινο πνεύμα ειδικά; Ένας ματεριαλιστής ή ένας ριζικός εμπειριστής θα έλεγε πως πνεύμα είναι το καθαρά εμπειρικό πέρασμα απ’  την αίσθηση στο λογισμό ο οποίος ισχυροποιείται και οδηγείται στην έκφραση, στην ενεργητική έκφραση, σε όλους τους τομείς της δράσης του.
Είναι βέβαια πολλές οι παραλλαγές του ριζοσπαστικού εμπειρισμού, αλλά η βάση κοινή. Το πνεύμα ως σκέψη, αναδύεται αποκλειστικά απ’  την αίσθηση, απ’  το περιβάλλον, από συνθήκες επιβίωσης κ.ο.κ. Δεν έχει αυθυπόστατη ύπαρξη, όπως υποστηρίζει και ο ιδεαλισμός και ο κλασικός ρεαλισμός και ο πανθεϊσμός, παρά τις ριζικές τους αντιθέσεις.
Προσεκτική εξέταση του όρου, πέρα από κάθε ετυμολογία, μας προσφέρει και την ακόλουθη άποψη η οποία και καταγγέλλει το πρωθύστερο του εμπειρισμού: Πνεύμα είναι η δείξη του συγκεκριμένου, κάθε συγκεκριμένης ύπαρξης, κατάστασης, η συνειδητή κοινωνία με το κοσμικό και με το διανθρώπινο υπάρχειν, ο δεσμός ανθρώπου και κόσμου στον έγκοσμο βίο με καρπό το λογίζεσθαι, το λέγειν, το ενεργείν, το συνενεργείν σε κάθε μορφή ανθρώπινης δημιουργίας και σε όλες τις βαθμίδες έκφρασης (μύθος, θρησκεία, γλώσσα, θεσμοί, πολιτεία, ποίηση, φιλοσοφία κ.ο.κ.). Πνεύμα επομένως είναι ό,τι πιο συγκεκριμένο υπάρχει, ό,τι πιο βέβαιο. αλλά το ερώτημα παραμένει: Είναι το πνεύμα τυχαίο επακολούθημα, επιφαινόμενο του τυφλού φαίνεσθαι;
Το μεγάλο αυτό ερώτημα περί το οποίο περιστρέφεται μέγιστο μέρος του φιλοσοφικού προβληματισμού δε μπορεί να έχει απολύτως πείθουσα απάντηση, αλλά θεώρηση, και, στη φιλοσοφία, όπως και στις επιστήμες, δεν υπάρχουν πείθουσες απαντήσεις αλλά θεμελιωμένες θεωρήσεις. Για να μην ξεφύγουμε όμως απ’  τη θεματική μας, περιοριζόμαστε στη σχέση πνεύματος και γλώσσας, γιατί πρόκειται για ουσιώδη θεώρηση.
Ήδη, η γλωσσική έκφραση ως συμβολική δημιουργία που υπερβαίνει τη φυσική κοσμική πραγματικότητα, δείχνει κάτι το οποίο εντοπίζει, το οποίο ορίζει και με το οποίο δεν ταυτίζεται, όπως η σφραγίδα δεν ταυτίζεται ποτέ με το δημιουργό της του οποίου είναι μαρτυρία. Το πνεύμα εντοπίζει, ορίζει, φωτίζει ως λαμπτήρας της συνείδησης ό,τι δε μπορεί να αυτοορισθεί, ό,τι χωρίς την κοινωνία του με το οντικό, δεν υπάρχει. Απλά: Αν ό,τι είναι έγκοσμο, έγχρονο, έγχρονο, σχετικό, πεπερασμένο (οι όροι είναι συνώνυμοι), αν κάτι υπάρχει, το οντολογικό του πλήρωμα, το άχρονό του, το απόλυτό του, το τηρεί ως υπάρχον, η γλώσσα το φανερώνει και το αναπλάθει δημιουργικά, κατά τρόπο που κάθε εντοπισμός, ορισμός, είναι μεν  σχετικός, αλλά δημιουργεί νόημα, έχει κάτι να πει το οποίο είναι κατανοητό. Το πνεύμα το οποίο φανερώνεται με τη γλώσσα είναι η σφραγίδα του απόλυτου στο σχετικό και το νόημα δε συνίσταται στο σχετικό, αλλά στην απόλυτη φύση η οποία το υπαγορεύει. Γι’ αυτό το λόγο όταν μιλάμε για ορισμό-περιορισμό, προϋποθέτουμε τον αυτοορισμό, γι’ αυτό ο άνθρωπος, αν δεν αυτοερμηνεύεται, αυτοορίζεται ορίζοντας μεγέθη και καταστάσεις που είναι σχετικά. Αυτή είναι η παρουσία του πνεύματος. Το πνεύμα επομένως εκφράζεται πάντα συγκεκριμένα, δίνει νόημα.


                                                *
Ας επιμείνουμε σε κάτι πριν προχωρήσουμε. Τονίζαμε σε προηγούμενες σελίδες πως η στοιχειώδης δομή της γλωσσικής έκφρασης παραμένει βασικά, αφετηριακά, αναλλοίωτη, όποιες και αν είναι οι μετέπειτα, οι μεταγενέστερες βελτιώσεις και τελειοποιήσεις της γλώσσας, όποιες και αν είναι οι μετέπειτα φιλοσοφικές και επιστημονικές επιτεύξεις.
Αυτό διαδηλώνει πως υπάρχει μία αρχέγονη πρωτογενής πληροφορία του υπάρχειν μας στον κόσμο υπό οντολογική κάλυψη, και όταν ακόμη επιτελούνται σφάλματα εκτίμησης της φοράς του αισθητού, του πνεύματος του χωροχρόνου κλπ. Ὀλα αναπτύσσονται, επιβεβαιώνονται, αναθεωρούνται υπό την υπάρχουσα μορφή της γλώσσας και ζωντανό παράδειγμα αυτής της αλήθειας είναι όχι μόνο η αριστοτελική λογική η οποία στηρίζεται στη γλωσσική έκφραση, αλλά και μεταγενέστερες λογικές θεωρίες. Είναι τυχαίο το ότι κορυφαίοι λογικομαθηματικοί θεμελιώνουν τη μαθηματική λογική στην αριθμητική και όχι στις προχωρημένες μαθηματικές δημιουργίες;
Πολλοί προσπάθησαν να αποδομήσουν τη γλώσσα θεωρώντας την τυχαίο άθυρμα στοιχείων στη γενική αναρχία σημαινομένων και σημείων, αλλά υπέπεσαν στο σοφιστικό πρωθύστερο, καθώς, προσπαθώντας να αποδομήσουν οποιοδήποτε νόημα, εκφράζονταν, ακολουθούσαν τη γραμματικο-συντακτική δομή την οποία η ίδια η ιστορία της γλωσσικής παράδοσης μας κληροδότησε, το ίδιο μας δηλαδή το ομιλούν υπάρχειν.
Ας προχωρήσουμε  όμως  στη σχέση έκφρασης και γλώσσας.

                   ΙΙΙ. ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
          Στοιχειώδεις δομές της γλωσσικής έκφρασης. Δημιουργική αναπρόσληψη των ήχων. Φωνολογικές προϋποθέσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις.  Η συνέχεια της ασυνέχειας. Η πρόταση-κατηγόρημα, τα μέρη του λόγου, η γραμματική. Η αποκαλυπτική φορά της γραμματικής ως συντακτική έκφραση. Έννοιες και κατηγορίες. Ενότητα γραμματικής και συντακτικού ως προϋπόθεση γλωσσικής έκφρασης. Γραμματική και συντακτικό: Λογική και Μεταφυσική. Ενότητα κατά την ενότητα κοσμικού-ανθρωποκοσμικού είναι και φαίνεσθαι. Η λογικομεταφυσική αρχή. Χωροχρονική φαντασιακή σύνθεση. Πρόοδος και δημιουργικότητα της γλώσσας.

Προσεγγίζοντας τη γλώσσα σε συγκεκριμένες της διαστάσεις και μάλιστα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, διακριβώνουμε τη σημασία και τη φορά των στοιχειωδών της δομών χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατό να υπάρχει οποιαδήποτε μετεξέλιξή της.
Δε θα επανέλθουμε στις φωνολογικές προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν δυνατή την εκφορά του λόγου, κάναμε κάποιες νύξεις και παραπέμψαμε σε κείμενα γλωσσολόγων για να τονίσουμε πως πνοή της γλώσσας δεν είναι οι βιολογικές προϋποθέσεις οι οποίες δεν είναι παρά ο δίαυλος διαπόρθμευσης του νοήματος το οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί και με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετικούς ήχους. Ποτέ όμως οι στοιχειώδεις δομές της γλωσσικής έκφρασης δε θα μπορούσαν να μεταβληθούν και μάλιστα υπό οποιαδήποτε συμβολική.
Οφείλουμε όμως να τονίσουμε πως οι ήχοι τους οποίους προσλαμβάνουμε και με βάση τους οποίους δημιουργούνται τα φωνήματα, τα συντάγματα κ.ο.κ., δεν είναι τυφλή επανάληψη του ακουόμενου, αλλά αναπρόσληψη, δημιουργική αναπρόσληψη η οποία αναπαράγεται, η οποία συνδυάζεται και η οποία, πέρα απ’ τη θεματική της μορφή, προσλαμβάνει καταληκτική δυναμική με περαιτέρω μεταβολές, μορφή η οποία καθίσταται ενίοτε συνθετική, η οποία επίσης εξελίσσεται και μεταβάλλεται. Είναι σαφές πως άλλο είναι ο συνδυασμός ήχων που ακούγονται στο φυσικό κόσμο και εντελώς διαφορετικός  όπως προκύπτει απ’ τη φωνηματική του επεξεργασία η οποία συνθέτει τη λέξη και τις κλητικές της διαθλάσεις.

                                                *
Ήδη, απ’ τα πρώτα βήματα της γλωσσικής έκφρασης αποκαλύπτεται η πνευματική δυναμική της και διακρίνουμε πως ο άνθρωπος όχι μόνο αναπροσλαμβάνει δημιουργικά το συμβαίνον εξαιτίας της συναντιληπτικής του ενσυναίσθησης, αλλά επιφέρει σημαντικές μεταβολές και στις άκλιτες και στις κλιτές λέξεις που είναι μονάδες εκφοράς λόγου. Τα ονόματα λ.χ., όπως θα δούμε λεπτομερέστερα, η ηχητική τους εκφορά, δεν έχει σχέση με τους φυσικούς ήχους, όπως οι μουσικές νότες δεν είναι τυφλή επανάληψη των ήχων. Βέβαια, τίποτε δεν επαναλαμβάνεται απολύτως, κανένας ήχος δεν αναπροσλαμβάνεται πλήρως, και εδώ οφείλουμε να επικαλεστούμε τη λογικομεταφυσική αρχή της αναλογίας-ομοιότητας. Υπάρχει αναλογία και ομοιότητα των φυσικών ήχων με τους φωνητικούς και, αν θέλουμε να εισδύσουμε στο είναι του φωνητικού φαινομένου, διακριβώνουμε πως το φθέγγεσθαι δεν είναι διαχείριση υλικών φαινομένων αλλά, δεδομένου ότι η αίσθηση είναι λειτουργία του πνεύματος, πνευματική προσπάθεια που καθίσταται μαρτυρία νοήματος. Αυτό ακριβώς συνιστά μεταβολισμό του φυσικού σε ανθρώπινο, σε γλωσσική εκφορά και είναι βάση της γλωσσικής δημιουργίας, πνευματική μαρτυρία.
Νόημα βέβαια εκφράζουν και οι φυσικοί ήχοι, αλλά εκεί το ενστικτώδες, το φυσικό προηγείται εις βάρος του πνευματικού. Είναι αδιανόητο να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε το λογικό με αφετηρία το τυφλό ένστικτο. Με τον άνθρωπο αναδύεται το πνεύμα και σε αυτό η γλώσσα είναι ζωντανή μαρτυρία.
Επανερχόμαστε στη σχέση συνέχειας και ασυνέχειας στη γλωσσική έκφραση, για να προχωρήσουμε. Η διάρθρωση διαφορετικών ήχων που έχουν πια καταστεί φωνήματα κλπ., η ασυνέχεια στην ένταση, άρθρωση, στο ρυθμό, στο μέτρο, συνιστά κάτι παράδοξο: Οι ασυνέχειες αρμόζονται συνεχώς και αυτό, εμβαθυνόμενο, δηλώνει πως το λειτουργείν του κόσμου και του ανθρώπου  δε συνιστά παρά αρμογή της ασυνέχειας στο συνέχεσθαι. Αυτό είναι το είναι του έγκοσμου-έγχρονου. Ο καρτεσιανός ασυνεχής χρόνος ο οποίος έχει πλατωνική καταγωγή, είναι αδιανόητος χωρίς τη συνέχεια. Αρκετοί φιλόσοφοι επικαλέστηκαν τον ασυνεχή καρτεσιανό χρόνο, αλλά δεν είδα καμιά προσπάθεια συνεπούς προσέγγισής του. Τι είναι όμως η συνέχεια;
Δε θα εισέλθουμε στην καρδιά αυτού του μεγάλου ερωτήματος το οποίο μας έχει απασχολήσει και σε άλλες ευκαιρίες. Θα το διεξέλθουμε στο πλαίσιο αυτής της μελέτης ως ερώτημα της γλωσσικής συνέχειας, απ’ τη λέξη μέχρι τον πιο περίφροντι στοχασμό, προφορικό ή γραπτό. Πού συνέχονται τα έτερα, τα διαφορετικά; Η απάντηση βρίσκεται στο συμβολικό χαρακτήρα της γλώσσας. Ό,τι συμβολικό, διενώνει συνεχές και ασυνεχές στη σκέψη και όχι στο λεγόμενο αντικειμενικό χωροχρόνο της κλασικής μεταφυσικής. Για να είμαστε όμως πιο συγκεκριμένοι, η συνέχεια της γλώσσας κατατίθεται ως ζωντανή μαρτυρία του προφορικού λόγου και ως κειμενική μαρτυρία του γραπτού λόγου. Και στην παραμικρή πρόταση διενώνονται ασυνεχή μεγέθη (δένδρα, βουνά, ζώα, φυτά, δραστηριότητες, συναισθήματα, διαπιστώσεις), γίνεται δηλαδή νοητή ανάγνωση των συμβαινόντων στο πλαίσιο της πρότασης, της κρίσης, του συλλογισμού και δημιουργείται νόημα. Αυτή η πνευματική μαρτυρία που κατατίθεται γλωσσικά παρουσιάζει συνέχεια σημασιών, καθιστά δυνατή τη διακοινωνία των ανθρώπων, φωτίζει τη γνώση, την ιστορία των ιδεών, οι ήχοι αρμοσμένοι σε λέξεις, προτάσεις, συλλογισμούς, παράγουν νόημα το οποίο υπερβαίνει τη συμβολική φορά. Άγει στο πνευματικό το οποίο ‘’ξετυλίγεται’’ στο φαντασιακό χωροχρόνο.
Και στο κείμενο συμβαίνει η αυτή αλήθεια η οποία όμως εμμεσοποιεί τον προφορικό λόγο, ακινητοποιώντας με τα σύμβολα γραφής την πνευματική κινητικότητα, αλλά ταυτόχρονα αιωνίζοντάς την, καλλύνοντάς την, ευπρεπίζοντάς την και καλλιεργώντας την. Η συνέχεια του κειμενικού λόγου είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική, δεδομένου ότι ένα ‘’αμίλητο’’ άθροισμα σημείων αποκαλύπτει κόσμους που αναφέρονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα και μάλιστα σε όλους τους τομείς εκδίπλωσής της.
Το κείμενο επομένως είναι πόλος δημιουργικής δράσης, παραπέμπει στο συνειδησιακό συνεχή χρόνο που συντίθεται από ασυνέχειες και αυτό σημαίνει πως πηγή της ασυνέχειας των στοιχείων που καταγράφονται διαρθρωμένα είναι η συνέχεια, η απόλυτη συνέχεια, το άχρονο, το απόλυτο νοείν που διαθλάται πολυμερώς ως αντιληπτική αίσθηση, ως συναντιληπτική ενσυναίσθηση για να είμαστε ακριβέστεροι.
Ας είμαστε όμως όσο πιο προσεκτικοί: Ο ίδιος ο όρος ασυνέχεια προϋποθέτει τη συνέχεια και για να καταστεί ο όρος κατανοητός, οφείλουμε να τον αποσπάσουμε από ό,τι ονομάζουμε χωρική συνέχεια εκτός και αν ο όρος χωρικός αντικατασταθεί από τον όρο φαντασιακός, πέρα από αποστάσεις αντικειμενικά υπάρχουσες.
Πρόκειται συνήθως για ό,τι η κλασική μεταφυσική αλλά και επιστημολογία αποκαλεί χώρο, αειδή, συνεχή, άτμητο, άχρονο, άπειρο, αντιληπτό και όχι αισθητό. Αυτή η νεκρή συνέχεια όμως είναι αδιανόητη, είναι ουσιαστικά το απόλυτο είναι-είναι του κόσμου που γίνεται ζωή μόνο με το φαντάζεσθαι, γιατί μόνο η φαντασία είναι χωρική, οδηγεί στη νοητή χωρικότητα. Εκεί βρίσκεται ο πνευματικός χώρος, εκεί παραπέμπει κάθε μορφή ζωής. Αυτή η απόλυτη συνέχεια συνέχει το πλήθος των φαινομένων ασυνεχειών, των επιμέρους χρόνων οι οποίοι συνέχονται ως λειτουργείν του ανθρωπόκοσμου.

                                                *
Εμβαθύνοντας επομένως στους τρόπους της γλωσσικής έκφρασης διαπιστώνουμε πως η τελευταία εκφράζει αυτή τη συνέχεια που είναι ακριβώς η συνέχεια της πνευματικής δράσης ως συνενέργεια αίσθησης και αντίληψης στη έλλογη καταγραφή. Γι’ αυτό η γλώσσα είναι μαρτυρία και όχι απλός μετασχηματισμός μηνυμάτων τα οποία θα τελούνταν συνειρμικά, μηχανικά με τυφλή μνήμη και απροσδιόριστη φαντασία.
Είναι εξόχως ενδεικτικό: Μιλάμε ή διαβάζουμε κείμενα και τα λεγόμενα ή αναγιγνωσκόμενα δεν είναι το νόημα αυτών που σκεπτόμαστε αλλά η συμβολική τους έκφραση. Τίθεται έτσι το θέμα των δυνατοτήτων της γλωσσικής έκφρασης, της ακρίβειάς της αλλά και  των δυνατών πλανών της, παρά το ότι τη θεωρούμε καθαρά πνευματική ενέργεια. Πώς είναι δυνατό με μεταβαλλόμενες συμβολικές μορφές να περιγράφεται, να εκφράζεται, να καταφάσκεται κάτι που ισχύει, πέρα απ’ τις αλλαγές και τις μεταβολές; Ποιο το ακριβές νόημα των λέξεων και των προτάσεων; 


                                                *
Έχουμε πει πως η γλώσσα είναι σχετική, ρευστή, κινητική, μετεξελισσόμενη όχι μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας με όλες τις διεκφράσεις της, αλλά και στην καθημερινότητά μας, και ας μην ξεχνάμε πως η γλώσσα της καθημερινότητας, η γλώσσα η οποία εκπορεύεται απ’  το πνεύμα του λαού, είναι η παντοτινή μήτρα κάθε περαιτέρω προσπάθειας. Έχουμε επίσης πει πως κάθε έκφραση είναι σχετική εν απολύτω, πως είναι άπειρη εν πεπερασμένω, με κορυφαία την ανθρώπινη μαρτυρία η οποία φανερώνεται με τη γλώσσα. Είναι επομένως η γλώσσα σχετική, ρευστή κ.ο.κ., αλλά το σχετικό των δυνατοτήτων της, το ατελές, αν θέλετε, έχεται απ’  το απόλυτο, νοείται απολύτως.
Εδώ ακριβώς τελειώνεται η δυνατότητά της και ανοίγεται ο δρόμος της απόλυτης νόησης, ο δρόμος του ό,τι δεν εκφράζεται και το οποίο η γλώσσα δείχνει, προς το οποίο οδεύει. Το υπάρχειν της τρέφεται απ’  το είναι της και γι’  αυτό ακριβώς εκφράζει νόημα. Σε αυτήν την αλήθεια στηρίζεται η λογικότητά της, η συναισθηματική διάπλωση, τα θαυμαστικά συναισθήματα και όλα γενικότητα τα βιώματα, οι συγκινήσεις, τα πάθη…
Προσέγγιση των στοιχειωδών γλωσσικών δομών είναι αποκαλυπτική. Ο άνθρωπος ονομάζει, ορίζει τα αντικείμενα όπως και τα συναισθήματά του με λέξεις και να το πλήθος των ουσιαστικών, των επιθέτων, των αντωνυμιών, των ρημάτων, των επιρρημάτων, των προθέσεων, των διασυσχετισμών μεταξύ τους.
Θεωρώντας τα ονόματα, κυρίως τα ουσιαστικά, τα συγκεκριμένα και τα αφηρημένα ουσιαστικά, προσεγγίζουμε ήδη τη δυναμική του πνεύματός μας, πληροφορούμαστε, αναγνωρίζουμε ενορατικά, με την πρώτιστη γνώση που είναι κοινωνία με το είναι του οριζόμενου, του ονοματιζόμενου, του υπάρχειν του, τους τρόπους με τους οποίους υφίστανται κι οι οποίοι ταυτίζονται με τους δικούς μας, με τη σωματικότητά μας που είναι κινητή, μεταβλητή, φθαρτή κ.ο.κ., αλλά, ταυτόχρονα επισυμβαίνει και κάτι ουσιώδες: Αντιλαμβανόμαστε αυτήν την αλήθεια και τη συνειδητοποιούμε γρήγορα ή αργά.
Οι λέξεις με τις οποίες ορίζουμε, δείχνουμε τα πράγματα, αναδύουν κάτι χωρίς το οποίο τα τελευταία δεν έχουν νόημα. Αναδύουν την ύπαρξη της πρότασης, της στοιχειώδους πρότασης που ονομάζεται και απ’  του μοντέρνους κατηγόρημα (Gx). Δεν αναλογιζόμαστε όσο θα οφείλαμε πως στοιχειώδης μέριμνα των λογικών είναι η αξιολόγηση της απλής κατηγορικής πρότασης, όπου το κατηγορούμενο αποδίδεται στο υποκείμενο και γίνεται προσπάθεια διακρίβωσης του οντολογικού του περιεχομένου το οποίο και εκφράζει νόημα και δίδει στην πρόταση εγκυρότητα.
Για να κατανοήσουμε το θεμελιώδες νόημα της απλής πρότασης, κυρίως της κατηγορικής, γιατί και οι ανοιχτές προτάσεις των αναλυτικών και των νεοθετικιστών ανάγονται τελικά στις απλές κατηγορικές προτάσεις, οφείλουμε να στραφούμε στα επίθετα τα οποία πρωτογενώς ήταν ουσιαστικά και να δούμε την ενότητα υποκειμένου και κατηγορουμένου. Κάνοντας αυτήν την προσπάθεια που συνιστά λειτουργία της σκέψης μας, συνειδητοποιώντας δηλαδή την έγχρονη πάλη μας για έκφραση, οδηγούμαστε στα συγκεκριμένα ουσιαστικά, στα ονόματα, όπως επίσης και στα αφηρημένα ουσιαστικά, στις γενικές έννοιες, στα κοινά γνωρίσματα που έχουν οικουμενικότητα, στα γνωστά απ’  τους μεσαιωνικούς universalia, που τόσο καταπόνησαν και καταπονούν την ανθρώπινη σκέψη, που παραπέμπουν στις αντιθέσεις των ρεαλιστών (πλατωνικών) και των νομιναλιστών (εμπειριστών), αλλά και στην αριστοτελική διάκριση των πρώτων και των δεύτερων ουσιών, όπως και στην πλατωνική ιδεοκρατική θεώρηση.4
Τα απλά, τα τόσο κοινά στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, θέτουν μεγάλα και δημιουργικά προβλήματα και οξύνουν τον προβληματισμό το σχετικό με τις σχέσεις γλώσσας και φιλοσοφίας. Είναι πια σαφές πως χωρίς τη γλώσσα δε θα υπήρχε φιλοσοφικός προβληματισμός, δε θα υπήρχε λογοτεχνία, επιστήμες, κοινωνικές δομές και θεσμοί.
Απλή η κατηγορική πρόταση, αλλά τόσο αποκαλυπτική. Μας λέει απλά πως χωρίς το κατηγορούμενο δεν υπάρχει υποκείμενο, δεν υπάρχει δυνατότητα ονομάζειν, δεικνύειν, δεν υπάρχει καν συμβολική έκφραση. Η αλήθεια αυτής της ‘’αλήθειας’’ οδηγεί στο βάθος, στο είναι των υπαρχόντων πραγμάτων και συναισθημάτων. Ονομάζοντας ένα δένδρο, ένα πτηνό, ένα ζώο, ένα ενάλιο, αναγνωρίζουμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε πάντα όχι μόνο πως οι αισθητοί του χαρακτήρες είναι κοινοί με τους δικούς μας, αλλά και πως το είναι μας είναι κοινό. Όλα τα έγχρονα όντα ως υπάρχοντα τρέφονται απ’  το αειγενές είναι τους και γι’  αυτό είναι ληπτά, κατανοητά, και γι’  αυτό έχουν και διαφορετικά γνωρίσματα με απέραντο αριθμό παραλλαγών, ομοιοτήτων, ανομοιοτήτων κλπ.
Το ουσιώδες στα πράγματα βρίσκεται στο είναι του και δεν είναι τυχαίο το ότι ονομάζονται ουσιαστικά. Η εσαεί ουσίωσή τους που συνιστά το έγχρονό τους δεν είναι παρά ἡ γένεσις εἰς οὐσίαν για να χρησιμοποιήσω μια πλατωνική έκφραση. Γίνονται συνεχώς τα  ουσιαστικά και είναι αδύνατο να γνωσθούν, να αναγνωρισθούν στην εντελεχειακή τους δυναμική (αριστοτελικός όρος) χωρίς το είναι τους που κατατίθεται σχετικώς ως κατηγόρημα.
Δεν επιστρέφουμε στην ουσιοκρατία, προσφεύγουμε στη διαφιλοσοφική ορολογία για να τονίσουμε πως ό,τι αποκαλούμε κατηγόρημα ‘’διαλύει’’ την παντοδυναμία της ουσίας, δεδομένου ότι οι λεγόμενες κατηγορίες ως μήτρες των κατηγορημάτων, των ιδιοτήτων, των συμβεβηκότων (ειδικές ιδιότητες που δε χαρακτηρίζουν όλο το εύρος ομοίων πραγμάτων που κατατίθενται ως έννοιες), των γνωρισμάτων δηλαδή κάθε αισθητού πράγματος, απορροφούν την ‘’παντοδυναμία’’ της ουσίας η οποία δεν είναι παρά όνομα με το οποίο εννοούμε συγκεκριμένα πράγματα. Είναι σαφές πως με τη γλώσσα, με το ορίζειν, καταφάσκουμε αντιληπτικά στο ενεργείν των πραγμάτων και όταν ακόμη η αντίληψή μας πλανάται. Οι λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι κάτι ξένο από εμάς, δεν ανήκουν στα πράγματα, είναι ενεργήματα του πνεύματος και αυτό διαμηνύεται σαφώς στις πρωτογενείς μορφές διανόησης, καταγράφεται σε αρχαϊκές μορφές θρησκευτικότητας (πρωτογενής πανθεϊσμός, παμψυχισμός, ανιμισμός) πριν εκπέσουν σε ειδωλολατρικές παραστάσεις.
Ιδού επομένως. Η απλή κατηγορική πρόταση διαμηνύει την κοινωνία μας με το αισθητό, την έγχρονη κοινωνία μας με τις ιδιότητές του ως πνευματικές εκφράσεις και αυτό φωτίζεται με το κλητό των όρων, με τα γένη, με τις πτώσεις, με τους αριθμούς, με τους χρόνους, με τις εγκλίσεις.
Αυτό συνιστά ένα επιπλέον βήμα φιλοσοφικής προσέγγισης της γλώσσας. Το κλιτό των ονομάτων και των ρημάτων, του πλήθους των ονομάτων και των ρημάτων που παράγονται απ’  την απλή κατηγορική πρόταση, είναι ενδεικτική, σημαντική συνθέτουσα του εγχρόνως ονομάζειν και των τροπών του. Οι κλίσεις διαδηλώνουν κάθε σχετικό τρόπο με τον οποίο τα κλινόμενα εκφράζουν τροπές, διαθέσεις, καταστάσεις, στην έγχρονη φανέρωσή τους και αυτό σημαίνει πως η απλή κατηγορική πρόταση εγκλείει όλες αυτές τις δυνατότητες εξαιτίας της σχέσης της ταυτότητας, της ετερότητας και της αναλογίας-ομοιότητας, εξαιτίας, με απλά λόγια, του έγχρονου με το άχρονο, του είναι με το υπάρχειν, της αιώνιας φύσης των πραγμάτων με την έγκοσμη ανάδυσή τους.
Πώς είναι δυνατό αυτός ο εκπληκτικός ‘’λαβύρινθος’’ που κάνει τη δόξα της γλώσσας να είναι τυχαίο ή και δομικό κατασκεύασμα το οποίο μορφοποιείται χωρίς νοηματικές και επινοητικές προδιαθέσεις;
Προσεγγίζοντας λ.χ. τα επίθετα (και όχι μόνο τα ουσιαστικοποιημένα) και λαμβάνοντας υπόψη πως αρχικά θεωρούνταν ουσιαστικά, είμαστε σε θέση να διίδουμε την εγγύτητα, την ενότητα ουσιαστικού και επιθέτου. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει κατηγορική πρόταση χωρίς τη συμπληρωματική σχέση ουσιαστικού και επιθέτου, όπως και χωρίς τη συμπληρωματικότητα μεταξύ ρήματος, μετοχής και απαρεμφάτου. Προσέχοντας, κατανοούμε πως το απαρέμφατο δεν είναι παρά η απόλυτη έκφραση της ενέργειας του ρήματος, κάτι που θυμίζει τις γενικές έννοιες, τα γνωστά universalia, την απόλυτη προέλευση κάθε έγχρονης κατάστασης ή λειτουργίας. Γι’  αυτό ακριβώς το έναρθρο απαρέμφατο ισοδυναμεί με ουσιαστικό στη γενικότατη φύση του. Αυτή η αποκαλύπτουσα αλήθεια φωτίζει το είναι του λέγειν, της γλώσσας, στρέφει στην αρχέγονη πηγή της που είναι όχι απλά χορηγός αντίληψης και νοήματος, αλλά και τροφή του έγχρονου και των έγχρονων δημιουργιών. Δε διαπιστώνουμε πως η γλωσσική έκφραση το απόλυτο είναι μας στην υπαρκτική του διάσταση, στην έγχρονη δηλαδή ανάδυσή του; Δεν πρόκειται για δυισνό, αλλά για συμπληρωματικότητα με πληρωματικό το οντικό.
Παρόμοιες διαπιστώσεις θα κάναμε, αν εξετάζαμε προσεκτικά και τη μετοχή ως μετέχουσα των ενεργειών του ρήματος και ως προσανατολίζουσα ως προς τους τρόπους κάθε ενέργειας (χρονικό, αιτιολογικό, τελικό, κ.ο.κ.) Υπάρχουν και άλλες λειτουργίες της μετοχής (επιθετική, κατηγορηματική) οι οποίες αποκαλύπτουν τη βαθύτερη σχέση του ρηματικού τύπου με τη δυναμική της πρότασης ή του ουσιαστικού.
Το βλέπουμε καθαρά: Η πνευματική δραστηριότητα δε δημιουργεί απλά τη γλώσσα, αλλά και νοηματοδοτεί όλους της τους όρους της με τα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης και μάλιστα με τη συντακτική δομή η οποία θέτει σε δεινή δοκιμασία τις κύριες θέσεις του δομισμού.
  Δε θα υπήρχε έγχρονη δραστηριότητα, δε θα υπήρχε κόσμος, ούτε ανθρωπίνως υπάρχειν. Το γλωσσικό φαινόμενο θα μας ήταν αδιανόητο.
Επισκοπώντας, διαπιστώνουμε πως στο όνομα εικονίζεται η δυναμική της γλώσσας ως δυναμική του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ οφείλουμε να επιστρέψουμε στη σχέση του συγκεκριμένου ονόματος και του αορίστου ουσιαστικού.
Τα αόριστα ουσιαστικά (ανθρωπότητα, εντιμότητα, φερεγγυότητα, υλικότητα, ταχύτητα κ.ο.κ.) θεωρούνται καθολικά γνωρίσματα τα οποία διαπερνούν απέραντο πλήθος πραγμάτων και τα οποία όμως είναι αδιανόητα χωρίς τα συγκεκριμένα ονόματα. Χωρίς να υποπίπτουμε στον πειρασμό του κακού απείρου, για να χρησιμοποιήσω έναν εγελιανό όρο, του απεριόριστου δηλαδή το οποίο εκλαμβάνεται ως άπειρο, μπορούμε να πούμε πως η καθολικότητα των αόριστων ουσιαστικών είναι απόλυτη, άχρονη και νοείται έτσι καθώς ορίζει το συγκεκριμένο. Αν το καθολικό, το απόλυτο, το άχρονο κ.ο.κ., είναι άρρητο, καθίσταται σαφές ως ορισμός του συγκεκριμένου, του έγχρονου, του πεπερασμένου.
Εδώ ακριβώς ξανατίθεται το ερώτημα το σχετικό με το είναι των κοινών γνωρισμάτων των πραγμάτων και των ενεργειών μας. Ξανατίθεται επίσης το πρόβλημα των αορίστων ουσιαστικών και επιθέτων (λ.χ. άνθρωπος-ανθρωπότητα, ισχυρός-ισχύς κ.ο.κ.) υπό αποκαλυπτική φορά. Προσέχοντας, διδασκόμαστε το εξής. Το συγκεκριμένο ουσιαστικό, το όνομα που συνοδεύεται απ’  το άρθρο, έχει κοινά γνωρίσματα με οποιοδήποτε άλλο ως τμητό, ως φθαρτό, ως μεταβλητό κλπ., έχει κοινό είναι με αυτά, το απόλυτο είναι το οποίο το καθιστά γνωστό και αυτό δεν αποτελεί αυθαίρετη αναγωγή, αλλά είναι η πρώτιστη προϋπόθεση ‘’ανάγνωσής’’ του και ονομασίας του, καθόσον το φθαρτό του, το τμητό του, το μεταβλητό του είναι αδιανόητα χωρίς άφθαστό του, το άτμητό του, το αμετάβλητό του.
Αυτός ο κοινός πυρήνας καθιστά δυνατή τη δείξη κάθε πράγματος, κάθε ενεργήματος, κάθε εκφοράς λόγου, καθιστά δηλαδή δυνατό το ονομάζειν και το συνδέειν. Όταν ονομάζουμε, ορίζουμε και ορίζοντας διακρίνουμε χωρίς να οριοθετούμε, γιατί κάθε ορισμός στο πεδίο του πεπερασμένου, είναι δημιουργικός περιορισμός και το πρόβλημα του είναι του ονόματος και των προκυπτόντων προβλημάτων, όπως η σχέση του συγκεκριμένου με το καθολικό, των πρώτων και των δεύτερων ουσιών, για να χρησιμοποιήσω μια αριστοτελική έκφραση, φωτίζεται. Οι κοινές έννοιες, οι γενικές έννοιες στις οποίες η καρτεσιανή σκέψη προσδίδει ιδεαλιστική καταγωγή, δεν είναι παρά ενεργήματα του απόλυτου είναι που ωστόσο μηδενίζονται χωρίς τη συγκεκριμένη τους κάτοψη. Υπάρχει παράδοξη περιχωριτικότητα, καθώς όροι όπως ισχύς, δύναμη, τιμή, σκληρότητα, ποσότητα κ.ο.κ. είναι αδιανόητοι χωρίς συγκεκριμένη εμφάνεια σε συγκεκριμένα ονόματα.
Γι’  αυτό ακριβώς δεν είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε επαρκώς το πρόβλημα των κατηγοριών, των γενικών θα λέγαμε εννοιών (των αριστοτελικών ή των καντιανικών λ.χ.) χωρίς την προσεκτική θεώρηση του ονόματος.

                                                *
Υπ’  αυτές τις προϋποθέσεις εμβάθυνση στη γλώσσα είναι παιδαγωγία της φιλοσοφίας, οποιαδήποτε ερμηνεία και αν προσπαθούμε να της αποδώσουμε. Είναι πάντως σαφές πως όποια κι αν είναι η θεώρηση, οι δομές, οι στοιχειώδεις κυρίως δομές της γλώσσας, είναι αμετάβλητες. Μηνύουν πρωτογενείς διαισθήσεις και ενοράσεις του πνεύματος του λαού, όποιες κι αν είναι οι παρεμπίπτουσες πλάνες. Η πρωτογενής γλωσσική έκφραση ορίζει και ορίζεται ταυτόχρονα, γιατί προϋποθέτει τη νόηση, την αντίληψη, την αίσθηση, τη μνήμη, την κρίση. Συνιστά γνώση η οποία καθίσταται εμφανέστερη με τον εμπλουτισμό της πρότασης.
Τα άκλιτα μέρη του λόγου εμπλουτίζουν την πρόταση, της δίνουν τοπικότητα, τη γεωγραφούν και την χρονολογούν. Αυτό εξάλλου διαδηλώνει το άκλιτο της φύσης τους, το απόλυτό τους, θα λέγαμε. Τα επιρρήματα (και οι προθέσεις και οι σύνδεσμοι θεωρούνταν αρχικά επιρρήματα) με τις προσδιοριστικές τους δυνατότητες (τοπικά, χρονικά, τροπικά, ποσοτικά, βεβαιωτικά) τροποποιούν το πνεύμα της πρότασης, δεν εμπλουτίζουν απλά τη γλωσσική δυνατότητα, αλλά την καθιστούν συγκεκριμένη, ρευστή, κινητική αλήθεια, της προσδίδουν χωροχρονικότητα με ποικίλες τροπές, τόσο στη χρόνο όσο και στο φαντασιακό χώρο, της προσδίδουν δηλαδή απτή ισχύ καθρεπτίζοντας τις συνειδησιακές προθέσεις, καταφάσκοντας ή αρνούμενες το λόγο της. Ο χωροχρόνος αποδεικνύεται έτσι στην αλκή του που δεν είναι παρά η πνευματική δυναμική η οποία προσωποποιείται, η οποία γίνεται έργο της χωροχρονικής φαντασιακής γνώσης και όχι συνειρμική αντιγραφή του συμβαίνοντος.
Ας μην ξεχνάμε πως και οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις (τελικές, χρονικές, αιτιολογικές κ.α.) προδίδουν τη δυναμική των επιρρημάτων, την προσδιοριστική τους αλκή ευρύνοντας τον ορίζοντα του λόγου και τις τροπές του πράττειν. Προκύπτουν απ’  την ανάλυση του κατηγορήματος και βρίσκονται σε σχέση ενότητας με αυτό, απ’ τη διεύρυνση του ενεργείν με τις απέραντες τροπές του που προδίδουν τους ανοιχτούς ορίζοντες τη σκέψης. Υπάρχει συμπληρωματικότητα η οποία επεκτείνει, συγκεκριμενοποιεί, φωτίζει τη φορά του υποκειμένου ή το βαθμό της κοινωνίας του με το συμβαίνον.
Παράλληλες σκέψεις θα μπορούσαμε να εκφέρουμε σχετικά με τους συνδέσμους και με τις προθέσεις. Δεν εμπλουτίζουν μόνο το λέγειν, αλλά καλύπτουν όλες τις δυνατότητες και τις προοπτικές του υποκειμένου, το διασυνδέουν όχι μόνο με το χωροχρόνο, αλλά και με τις δυνητικές προθέσεις ή διαθέσεις, με τις επινοήσεις αλλά και με ψυχικές καταστάσεις, με τα συναισθήματα δηλαδή. Τείνουν να καλύπτουν όλες τις τροπές της έγχρονης κατάστασής μας, ανοίγουν δρόμους προς τη φαντασιακή επέκταση του πραγματικού, κάτι που συνιστά και προϋπόθεση ανάπτυξης των επιστημών, φωτίζουν δημιουργικά τι πιθανό, στο υποθετικό, το πραγματικό, το αδύνατο, το αντιφατικό…

                                                *
Είναι ήδη σαφές πως δε μπορούμε να εξετάσουμε τη γραμματική διάσταση της γλώσσας αγνοώντας τη συντακτική  δομή, ό,τι ονομάζουμε συντακτικό. Ήδη απ’  το κατηγόρημα αναδύεται η συντακτική δομή και αναρωτιόμαστε αν είναι δυνατό να κάνουμε λόγο για τη γλώσσα αγνοώντας τη γραμματική ή το συντακτικό. Προσέγγιση της γραμματικής με το συντακτικό, κατάδειξη της ενότητάς τους, είναι κατά βάθος καθαρά φιλοσοφική προσέγγιση της γλώσσας.
Και η παραμικρή φράση, έκφραση, πρόταση, προϋποθέτουν το συντακτικό. Για να είμαστε ακριβέστεροι και αληθέστεροι, δεν υπάρχει γραμματική χωρίς συντακτικό ούτε συντακτικό χωρίς γραμματική5. Βέβαια και η γραμματική και το συντακτικό τυποποιήθηκαν πολύ αργότερα απ’  τους φιλολόγους, αλλά αυτή η τυποποίηση βασίστηκε στον παραδεδομένο θησαυρό της γλώσσας. Δεν επινοήθηκε, παρά τους τόσους κανόνες, τύπους, είδη λόγου, σχήματα λόγου κ.ο.κ.
Θα λέγαμε, για να προχωρήσουμε, πως η γραμματική εκφράζει τη λογική αρχή και πως το συντακτικό φωτίζει τη μεταφυσική αρχή.
Συγκεκριμένα: Κατά τη μεταφυσική αρχή ή αρχή της ταυτότητας οι όροι άπειρο, απόλυτο, άχρονο, αδιάστατο, όλο, άτμητο και πολλοί άλλοι δηλώνουν ένα και το αυτό: Το είναι κόσμου και ανθρώπου είναι ένα και το αυτό, μη παραστατό, αλλά φανερούμενο σε κάθε αισθητό μέγεθος που είναι πεπερασμένο, σχετικό, έγχρονο, τμητό, μερικό, διαστατό. Τα μεγέθη που είναι έτερα μεταξύ τους  ‘’διηγούνται’’ με τους χαρακτήρες που τα εκφράζουν την αρχή της ετερότητας, τη λογική αρχή.
Ωστόσο, επειδή η ταυτότητα είναι άρρητη, εκφράζεται ως ορισμός του πεπερασμένου, του συγκεκριμένου, του φθαρτού, του μεταβλητού κ.ο.κ. Επιπλέον θεώρηση της ταυτότητας και της ετερότητας οδηγεί στη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας με όλες τις κατηγορίες (όμοιο, ανόμοιο, ανάλογο, δυσανάλογο, συμβατό, ασύμβατο, αρμονικό κ.ο.κ.). Αναδύεται πως η συνέκφραση ταυτότητας και ετερότητας ως λογικομεταφυσική αρχή, παραπέμπει στη γραμματική και στο συντακτικό, στην ενότητά τους.
Αυτή η θεώρησή μας ως βασική θέση αυτής της μελέτης, οφείλει να αναπτυχθεί με κάθε δυνατή σαφήνεια στο πλαίσιο διερεύνησης του γλωσσικού φαινομένου.
Όπως χωρίς την ταυτότητα δεν είναι δυνατή η ετερότητα, και χωρίς τη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας δεν είναι δυνατό να εκφράζεται ούτε η ταυτότητα ούτε η ετερότητα, κατά παρόμοιο τρόπο χωρίς τη γραμματική και το συντακτικό, χωρίς την ενότητά τους, δεν είναι δυνατή η θεώρηση της γλώσσας, της εκφοράς λόγου, της πνευματικής ενέργειας.
Συγκεκριμένα: Με τη συντακτική δόμηση της πρότασης αποκαλύπτεται η άμεση  νόηση της ταυτότητας των ετέρων, η ουσιαστική ταυτότητα ανθρώπου και κόσμου, αποκαλύπτονται οι τρόποι διασύνδεσης των όρων της πρότασης και του λόγου γενικότερα προς έκφραση νοήματος. Συντάσσω σημαίνει τοποθετώ μαζί, συν-θέτω έτερα, όμοια, ανόμοια, μικρά, μεγάλα, πυκνά, αραιά κ.ο.κ. πράγματα, θετικά ή καταφατικά, για να εκφέρω αληθές νόημα, για να προφέρω αληθείς προτάσεις.
Η προφορά αληθών προτάσεων όμως στηρίζεται στη λογική αρχή της ετερότητας, κάτι που για να παίρνει σάρκα απαιτεί τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τις αντωνυμίες, τα επιρρήματα κ.ο.κ. Η αυτοδιαμορφούμενη γραμματική με τις κλίσεις, τις πτώσεις, τους χρόνους, τις εγκλίσεις κ.ο.κ. έχει βαθιά λογικότητα και όσο αναπτύσσεται, τόσο περισσότερο ασκείται ο λόγος.
Έπεται πως η εκφορά, το εκφραζόμενο νόημα, η πνευματική δηλαδή ενέργεια που προδίδει την ενότητα γραμματικής και συντακτικού, άρα που καθιστά δυνατή την ύπαρξη πρότασης και λόγου, φωτίζει την ταυτότητα, την ετερότητα, την ομοιότητα-αναλογία. Υπάρχει μια ριζική συνέκφραση η οποία φωτίζει την ενότητα ανθρώπου και κόσμου όχι σε ένα πλαίσιο στασιμότητας και ακινησίας, αλλά σε ένα πνεύμα δημιουργικότητας το οποίο μαρτυρεί η ίδια η ιστορία της γλώσσας σε όλους τους τομείς της διάπτυξής της.
 Η ενότητα ως έκφραση της ταυτότητας επομένως, όπως σκιαγραφείται στην ενότητα της γλώσσας, φωτίζεται και αναφωτίζεται από συγκεκριμένες θεωρήσεις τόσο της γραμματικής, όσο και του συντακτικού. Είναι βέβαια αδύνατο στα πλαίσια αυτής της μελέτης να διεξέλθουμε όλη τη γραμματική και όλο το συντακτικό για να βεβαιώσουμε την ενότητα και τη δημιουργικότητά τους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως οι ρηματικοί χρόνοι και οι εγκλίσεις, οι μετοχές και τα απαρέμφατα, τα κλιτά μέρη του λόγου όπως κα τα άκλιτα καταδηλώνουν με καταπλήσσουσα σαφήνεια τη συμπληρωματική τους σχέση με το πραγματικό, το μη πραγματικό, το ευκταίο, το προσδοκώμενο, το επαναλαμβανόμενο (υποθετικοί λόγοι), το πιθανό, το αναγκαίο, το ενδεχόμενο (τροπικές κρίσεις) που για να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, προαπαιτούν ανάλογους ρηματικούς και γραμματικούς γενικότερα όρους. Πώς θα μπορούσε επομένως να εκφρασθεί το μεταφυσικό νόημα της συντακτικής δομής χωρίς τη λογικότητα της γραμματικής; Συντακτικό και γραμματική είναι συμπληρωματικά.
Αυτό το αναμφισβήτητο συμβαίνον το συναντάμε με κάθε άνεση τόσο στην αριστοτελική λογική, όσο και στην ιδεαλιστική, την πανθεϊστική, τη λογική των νεοθετικιστών και των αναλυτικών, για να μην αναφερθούμε και στη μαθηματική λογική η οποία με τον ισομορφισμό των μαθηματικών συμβόλων είναι περισσότερο αποκαλυπτική. Οι διαφορές ως προς τη λογική των σχολών δεν απαλλάσσουν τους εκφραστές τους απ’  την αναγκαιότητα προσφυγής στη βασική και μη αναιρέσιμη δομή της ενότητας γραμματικής και συντακτικού.
Ας σημειωθεί εδώ πως τα μαθηματικά σύμβολα των οποίων η φορά είναι πάγκοινη συνιστούν μια οικουμενική γλώσσα η οποία φωτίζει και τις στοιχειωδέστερες μορφές εκφοράς λόγου και στις μη αλφαβητικές-συλλαβικές γλώσσες.
Αναδύεται επίσης και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: Οι ίδιες αρχές ισχύουν σε κάθε μορφή γλωσσικής έκφρασης, δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο φιλοσοφικό λόγο, ούτε στην επιστημονική έκφραση, είτε εννοούμε τις επιστήμες του ανθρώπου ή τις φυσικές επιστήμες. Το περίφημο πρόβλημα του είναι των ποιοτικών και των ποσοτικών σχέσεων και ο ισχυρισμός πολλών πως με τη μαθηματικοποίηση οι ποιοτικές σχέσεις εγκαταλείφθηκαν ως ψευδείς και μη ισχύουσες μπροστά στον ισομορφισμό των μαθηματικών ποσοτικών σχέσεων, αναφαίνεται και αναθέτει τον προβληματισμό, πέρα από διαχωριστικά όρια. Η ποιότητα ορίζεται ποσοτικά και αυτό αναβαθμίζει την προβληματική. Δεν καταργεί ούτε το ποσόν, ούτε το ποιόν, ούτε τα ταυτίζει όπως θέλει η εγελιανή Λογική.
Διακρίνουμε αυτήν την ενότητα και σε όλο το εύρος της λογοτεχνικής έκφρασης, σε όλες τις μορφές προφορικού ή γραπτού λόγου, παρά τους ιδιαίτερους χαρακτήρες κατά περίπτωση, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια.

                                                *
Διαπιστώνουμε την ενότητα της γλωσσικής έκφρασης η οποία εικονίζει την ενότητα ανθρώπου και κόσμου με την εξής φιλοσοφική παραδοξότητα: Η συμβολική μας έκφραση είναι και συμβολική του κόσμου και αυτή η συμβολική, παρά το ότι είναι συμβατική κατά τις γλώσσες του κόσμου, διενώνει όλους τους λαούς, απ’  τους πρωτόγονους μέχρι τους πλέον πολιτισμένους, δείχνει την ενότητα του μηνύματος, την οικουμενικότητα της πανανθρώπινης ψυχής η οποία οδηγείται με την πνευματική ανάπτυξη, μια ανάπτυξη η οποία κορυφώνεται με τα κορυφαία έργα του πνεύματος.
Συμβαίνει κατά βάθος το εξής: Η γλώσσα ως σάρκα του πνεύματος είναι ζώσα και συμβολική εικόνα του ανθρωποκοσμικού τα οποίο αναδημιουργεί εσαεί, εκφράζει συμβολικά το τελούμενο και ανοίγει δρόμους αστείρευτης δημιουργίας μη περιγράφοντας το συμβαίνον, ως μια δήθεν εξωτερική-αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά το υπάρχειν στον κόσμο, την πνευματική φύση του ανθρωποκοσμικού, γιατί άλλη φύση δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, οι όροι, αν δεν είναι συμβολικοί, είναι παραπλανητικοί. Εκφραζόμαστε, και με το λόγο μας βεβαιώνουμε όχι μόνο το υπάρχειν μας, αλλά το συνυπάρχειν μας με τον κόσμο και αυτή η αλήθεια ξετυλίγει εσαεί το ίδιο το κοσμικό είναι-είναι μας ως μη αναλισκόμενη ανάλωση, ως τροφή του κοσμικού υπάρχειν απ’  το ίδιο του το είναι. Την απεραντοσύνη του συμβαίνοντος δεν τη θεωρούμε ως κάποια απεριόριστα εκτεινόμενη πραγματικότητα, αλλά ως ζώσα κοινωνία της οποίας απτή μαρτυρία είναι η γλώσσα. Με το λέγειν καταργούνται οι λεγόμενες διαστημικές αποστάσεις και αποκαλύπτεται η πνευματική φύση του κόσμου, αφού η γλώσσα αγκαλιάζει όλο το φαίνεσθαι, το ανθρωποκοσμικό υπάρχειν, αφού διατάσσει το νοείν, το αντιλαμβάνεσθαι, το αισθάνεσθαι στη φαντασιακή της χωροχρονικότητα με τη βοήθεια της μνήμης.
 Όλα αυτά τα προδεδομένα στον κόσμο της γλωσσικής αρμογής με τις τόσες και τόσες περιπλέξεις και ιριδισμούς διηγούνται την ενότητα του συμβαίνοντος. Είναι έτσι πρόδηλο πως η ενότητα του ανθρωποκοσμικού ως συμβολική μαρτυρία της ταυτότητάς του γίνεται πολλαπλώς συγκεκριμένη και μαρτυρεί πως χωρίς την οικουμενικότητα του νοείν, του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι, της μνήμης, της φαντασίας όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε λέγειν, ούτε και νόημα.
Η γλώσσα δεν είναι βέβαια η χωροχρονική φαντασιακή σύνθεση, η τελευταία τελείται και χωρίς τα γλώσσα, αλλά είναι συμβολική της μαρτυρία, βασική μορφή έκφρασής της και μάλιστα μαρτυρία η οποία προδίδει την ανθρώπινη φύση σε όλες τις τροπές και εμπνοές της. Γι’  αυτό ο άνθρωπος είναι αναδημιουργός, θεουργός ή Προμηθέας, και η γλώσσα είναι οδός διαπόρθμευσης του ανθρωπίνου μηνύματος.

                                                          *
Η σχέση συμβολικής έκφρασης και αλήθειας επανέρχεται μετά τις προηγούμενες θεωρήσεις, επανέρχεται αποκαλυπτικά. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν εκφράζεται μόνο συμβολικά, αλλά το υπάρχειν του είναι καθαρά συμβολικό. Μονολογώ, διαλέγομαι, εκφράζω κάθε είδους συναισθήματα, συντονίζω τα λεγόμενά μου με κινήσεις του σώματός μου και ταυτόχρονα όλη μου η ύπαρξη επικαλείται κάτι το οποίο συνιστά όλο το υπάρχειν μου, όλο το λόγο μου, κάτι το οποίο ωστόσο είναι απαραίτητο, το οποίο συγκροτεί την έγχρονη βιωτή μου.
Τι επικαλούμαι μιλώντας, συναισθανόμενος, διαλεγόμενος, διανοούμενος κ.ο.κ. πώς κινούμαι χωρίς την απαράγραπτη κατάφαση στην ενότητα του ανθρωποκοσμικού; Αυτή όμως η ενότητα δε μπορεί παρά να είναι συμβολική, να συμβάλλεται μυστικά, να ορθώνει μορφές, σχήματα, γράμματα που δεν είναι παρά συμβολικές απεικονίσεις πραγματικοτήτων που τα υπερβαίνουν. Τα σύμβολα όμως δε θα ήταν διανοητά χωρίς την αρχέγονη ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος, αποκαλύπτονται ήδη με το λειτουργείν του κόσμου (αρχέγονη- πρωτογενής φαντασία) και ο άνθρωπος, για να εκφράζεται, αναβαθμίζει πνευματικά τη συμβολική φορά του κόσμου, καθιστά το εκφράσιμο εκφραστό αφήνοντας τη σφραγίδα του και τη δημιουργική του πνοή που είναι πράξη ελευθερίας.
Ό,τι επομένως ονομάζουμε συμβολικό δεν είναι παρά η εκδιπλούμενη κοσμική ενέργεια, η πλέρια κατάφαση στην οικουμενική ενότητα και εδώ φθάνουμε στην απόλυτη κατάφαση: Το υπάρχειν στον κόσμο είναι αυθεντική πρωτοπληροφορία της ταυτότητας, της μίας και απόλυτης αρχής της ταυτότητας: Το άπειρο, το απόλυτο ‘’ενοικεί’’ παντού, συνέχει τα πάντα, αποτελεί την αρχή κάθε νόησης, εννόησης, συναισθήματος, κίνησης, διαπίστωσης. Αν το απόλυτο είναι ανέκφραστο, το καθαρό μας είναι, ό,τι αναδύεται εσαεί ως εν πεπερασμένω έκφρασή του, συμ-βάλλει ως ενότητα και κάθε έκφραση της ενότητας είναι συμ-βολική.
Τα σύμβολα λόγου και γραφής επομένως είναι προϋποθέσεις κάθε έκφρασης και δημιουργούνται απ’  τη συνείδηση του λογιζομένου ανθρώπου μεταβολίζοντας σχήματα και μορφές του αισθητού κόσμου και οδηγώντας στις γλώσσες. Πρόκειται για άθλο του πνεύματος με την εξής μοναδικότητα: Η συμβολική έκφραση παραπέμπει αλλού, πέρα απ’  τους τύπους των συμβόλων και ταυτόχρονα διαπλώνει το ανθρώπινο ενεργείν  ευθύνοντας τις προοπτικές του. Είναι η γλώσσα και παίγνιο του πνεύματος, οι μορφές της παραπέμπουν σε κάτι το οποίο δεν είναι αισθητό αλλά το οποίο εκφράζεται αισθητά-συμβολικά.
Έπεται πως η συμβολική γλωσσική έκφραση είναι εξ’ ορισμού δημιουργική, πως είναι το όχημα έκφρασης των δραστηριοτήτων μας, πως βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και πρόοδο με όλες τις διακινδυνεύσεις οι οποίες εντάσσονται στην πορεία του ανθρώπου. Αυτό μαρτυρείται σαφέστατα στον απέραντο αριθμό των διαλέκτων τις οποίες συναντάμε στους συγχρόνους πρωτογόνους αλλά και στον πλούτο όλων των λαών, στην πλαστικότητα και δημιουργικότητα, στο συνεχή εμπλουτισμό, στη συνέχεια (ας θυμηθούμε τη συγχρονία και τη διαχρονία πολλών γλωσσολόγων και κυρίως δομιστών) η οποία όμως δημιουργεί και ‘’ασυνεχείς’’ επαναστάσεις, στην εισαγωγή νέων όρων, συνωνύμων, παραγώγων, στις διαπλοκές ουσιαστικών, επιθέτων, ρημάτων, επιρρημάτων που δημιουργούν αρίφνητο πλούτο που δεν είναι μόνο πλούτος της γλώσσας αλλά πλούτος του πνεύματος, των ατραπών του πνεύματος.
Δεν είναι δυνατό αυτό το θαυμάσιο γραμματικο-συντακτικό σύμπαν με τις λεπτεπίλεπτες παραλλαγές του όπου οι πτώσεις συναντιούνται με τις εγκλίσεις, όπου οι χρόνοι ανταμώνονται με τους αριθμούς επιθέτων, αντωνυμιών και αριθμητικών να είναι συνειρμικά επακόλουθα και όχι σαρκωμένη πνευματική ενέργεια που δίνει πνοή στη σχέση ανθρώπων και κοσμικού συμβαίνοντος. Με τη σύνθεση επομένως των προτάσεων, είτε στον παρατακτικό, είτε στον υποταγμένο λόγο με προσδιορισμό του χρόνου, του σκοπού, της αναφοράς, του είδους, του δυνατού, του υποθετικού κ.ο.κ., επισφραγίζεται και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό για το οποίο έχουμε μιλήσει και το οποίο θίγουμε απλά: Επισφραγίζεται η ελευθερία της πράξης, της απόφασης, του σκοπού, του αποτελέσματος. Το δυνατό, το αναγκαίο, το ενδεχόμενο, τηρούμενα στη φαντασιακή χωροχρονικότητα, δε θα ήταν δυνατό να εκφρασθούν χωρίς τη γλωσσική μας καταλληλότητα.
Ήδη, η γλώσσα δεν είναι μόνο πνευματικό δημιούργημα, δε δημιουργεί τον άνθρωπο όπως ονειρεύονται κάποιοι υπέρμαχοι της αποδόμησης και συνειρμιστές κάθε σχολής, αλλά μαρτυρεί τον άνθρωπο. Βεβαίως υπάρχουν μορφές εκφράζεσθαι οι οποίες εκκινούν από ιδεολογίες, από απολυταρχισμούς, από καταχρηστική επίκληση της γλώσσας, το γνωρίζουμε κυρίως σε κάθε μορφή προπαγάνδας, υπάρχουν στερεότυπα κατεστημένων θεσμών και εξουσίας κ.ο.κ., όλα γνωστά σε όλους μας. Αυτές οι μορφές πλαστής θεώρησης είναι κατά κανόνα μαρτυρίες του πονηρευόμενου, του νόθου, του στερεότυπου γραφειοκρατικού, του τεχνοκρατικού, του ιδεοληπτικού ή και του ψευδόμενου λογισμού και δεν είναι δυνατό παρά να κατατίθενται γλωσσικά.
Μας διαφεύγει όμως πως οι παρεκτροπές, οι θρυλούμενες παρεκτροπές της γλώσσας, είναι ουσιαστικά εκτροπές, διαστροφές, πλάνες και φαντάσματα του πονηρευόμενου ή πλανώμενου ανθρώπινου λογισμού. Δοκιμάζουν μάλιστα τις δυνατότητες έκφρασης της ανθρώπινης φρόνησης και ελευθερίας, δεδομένου πως ο άνθρωπος μπορεί να αποτινάζει ή να απορρίπτει κάθε ψεύδος. Άλλως θα ήταν θύμα της πλαστής φαινομενικότητας ή των ψευδών της κάθε μορφής προπαγάνδας, θα ήταν ανελεύθερος και ανίκανος να ορθώσει ορθό λογισμό. Θα ήταν θύμα κάθε μορφής απάτης που εκφράζεται γλωσσικά. Δούλος της τυφλής αναγκαιότητας ή του ψεύδους.  
Η ιστορία όμως του ανθρώπου και της γλώσσας διδάσκει πως η πρόοδος και η δημιουργικότητα του ανθρώπου σε όλους τους τομείς της προσπάθειάς του καταγράφονται με αλκή και με πολύμορφες διαθλάσεις οι οποίες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο υποβάθμισης του γλωσσικού φαινομένου.
Σε κεφάλαια που ακολουθούν θα επιμείνουμε επί του θέματος.

                        
         IV. ΓΛΩΣΣΑ, ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ.

Αυτοορισμός και αυτοερμηνεία. Η γλωσσική έκφραση του αυτοορισμού και οι δυσκολίες αυτοερμηνείας. Ο λόγος της γλώσσας, η λογική, το σχετικό και το απόλυτο. Δυνατότητες, συγκλίσεις, αποκλίσεις. Περιγράφειν, αναλύειν, συνθέτειν, διαλέγεσθαι, προάγεσθαι,  Ο λόγος του πνεύματος ως γλωσσική έκφραση και η φορά της δυναμικής του. Η πνευματικότητα της γλώσσας ως κορυφαία μορφή του αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι.


Υπάρχει πάντα το πρόβλημα του ορισμού, πρόβλημα το οποίο απασχόλησε και απασχολεί φιλοσόφους, επιστημολόγους και λογικούς. Αν, όπως έχουμε πει σε παλαιότερες ευκαιρίες, κάθε ορισμός είναι περιορισμός, δημιουργικός έστω περιορισμός, τα ερώτημα συνίσταται στο ποιος ορίζει. Έχουμε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο ορίζοντα οριζόμενο κάτι που σημαίνει πως μπορεί να ορίζει ό,τι είναι έγχρονο, τμητό, μεταβλητό, πεπερασμένο δυνάμει την ίδιας του της οντολογικής φύσης, της απόλυτης. Αυτή τον ορίζει απολύτως και αυτό σημαίνει πως αυτοορίζεται, πως η θνητή, υπαρκτή του φύση ορίζεται απ’  το είναι του, από ό,τι δε μπορεί να ορισθεί παρά ως αυτοριζόμενο.
Έχουμε πει επίσης πως το αυτοοριζόμενο δεν είναι δυνατό να αυτοερμηνεύεται, δεν υπάρχει αυτοερμηνεία. Και οι λεγόμενες αποδείξεις και στους αυστηρότερους τομείς των φυσικών επιστημών, δεν είναι παρά συνεπείς κατά το δυνατό και κατά τις εκάστοτε γνώσεις εφαρμογές των αξιωμάτων (ή του ενός και μόνου αξιώματος), οι οποίες προσφέρουν τα θεωρήματα και συχνά τα πορίσματα. Είναι δείξεις. Κάθε ερμηνεία επομένως συνιστά εκτίμηση του περιγραφόμενου, θεώρησή του η οποία δεν είναι ποτέ μοναδική και αναλλοίωτη αλλά εξαρτάται και από φιλοσοφικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωριακές κλπ. θέσεις των ερευνητών.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δυσεπίλυτο απ’ τη στιγμή που ο ίδιος ο άνθρωπος προσπαθεί να αυτοερμηνευθεί και γι’  αυτό ακριβώς υπάρχουν τόσες διιστάμενες απόψεις Ενώ ο αυτοορισμός είναι αξιωματικός αλλά εκκινεί από αναμφισβήτητα δεδομένα  όπως η νόηση εγώ και κόσμου ως απολύτου αρχής η οποία ως άχρονη, ως άπειρη, ως ανέκφραστη θραύεται στην απέραντη ποικιλία του αισθητού κόσμου η φύση του οποίου είναι πνευματική και παράγει τη γνώση, η αυτοερμηνεία δεν έχει κανένα νόημα γιατί και είναι πρωθύστερη και εδράζεται σε λανθασμένες ερωτήσεις.
Κάθε αυτοερμηνεία επομένως δεν είναι μόνο αντιφατική και επιπόλαιη προσπάθεια η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε πλανημένα συμπεράσματα, αλλά δοκιμάζει και τον όρο ερμηνεία. Αντί του όρου ερμηνεία, εξήγηση, απόδειξη, προτιμάμε το δεικνύειν, τη δείξη η οποία εκφράζεται αναπόφευκτα με τα εκφραστικά συμβολικά μας στοιχεία. Δεικνύεται όμως πάντα ό,τι είναι σχετικό, πεπερασμένο, μεταβλητό και κάθε δείξη αναφέρεται σε πεπερασμένο μέγεθος ή κατάσταση, αλλά ο δεικνύων, το πνεύμα που μορφοποιείται λογικά, δε μπορεί να ταυτίζεται με το δεικνυόμενο, να είναι δηλαδή στην ουσία του πεπερασμένος, σχετικός.
Ήδη, η γλώσσα είναι μάρτυρας αυτού του συμβαίνοντος καθόσον δείχνει συμβολικά το πεπερασμένο, το σχετικό με ουσιαστικό δεικνύοντα το υποκείμενο. Παραπέμπει δηλαδή στο ίδιο το δεικνύον υποκείμενο το οποίο υπερβαίνει τη φορά των συμβόλων και νοεί-εννοεί το φραζόμενο. Βεβαίως κάθε φραζόμενο νοείται και εννοείται πριν τη γλωσσική του εκφορά, αλλά, καταγραφόμενο, εκφερόμενο, κοινοποιείται, παραμένει απτό και καθιστά δυνατό το έργο της έρευνας, των διαπροσωπικών σχέσεων, κάθε μορφής δημιουργίας γενικότερα.

                                                *
Ό,τι προηγείται στις παραγράφους αυτού του κεφαλαίου σκοπό έχει να μας επιτρέψει να θεωρήσουμε τη γλώσσα στα ριζώματά της και να διαπιστώσουμε την ισχύ της, τις δυνατότητές της δηλαδή να εκφράζει νόημα. Αυτοοριζόμαστε ορίζοντας, ονομάζοντας, γιατί δεν υπάρχει ορισμός χωρίς το όνομα, χωρίς το κατηγόρημα, χωρίς την πρόταση. Βεβαίως προηγείται η εννόηση, η συναντιληπτική ενσυναίσθηση, γιατί δε μπορούμε να ονομάσουμε, να ορίσουμε χωρίς την αίσθηση και την αντίληψη, έστω και μηχανικά, αν λάβουμε υπόψη μας πως η γνώση μας, η συνειδητοποίηση του συμβαίνοντος βρίσκεται σε συνεχή βελτίωση και εξέλιξη.
Συμβαίνει το εξής: Κοινωνούμε με το είναι των πραγμάτων το οποίο είναι αναλλοίωτο, αλλά αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στην αισθητή τους φύση η οποία συνεχώς μεταβάλλεται. Τι ορίζουμε επομένως, δεδομένου ότι μια συμβολική γλωσσική έκφραση που είναι αναπόφευκτα πνευματική χαρακτηρίζει ό,τι μεταβάλλεται εσαεί;6 Η έκφραση έχει σταθερότητα  και πώς συμβαίνει μια σταθερή έκφραση-πρόταση να μπορεί να ορίζει ό,τι μεταβάλλεται;
Είναι η γλώσσα ο ορατός καθρέπτης του ανέκφραστου και πώς τα ορατά της σημεία οδηγούν στο νόημα; Κατανοούμε πως βρισκόμαστε στην καρδιά των προβληματισμών μας, στο ουσιώδες όχι μόνο της γλωσσικής έκφρασης, αλλά και κάθε εκφραστικής προσπάθειας.
Δεν είναι το μεταβάλλεσθαι των πραγμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων που συνιστά το φαίνεσθαί τους. Αντίθετα, επειδή τα πράγματα είναι αισθητά, μεταβλητά, φθαρτά, επειδή δηλαδή έχουν κοινά γνωρίσματα, νοούνται ως προς το είναι τους (άφθαρτο, αμετάβλητο κ.ο.κ.) και να που αυτό μας ικανώνει να τα ορίζουμε και να τα ονομάζουμε υπό το φως της λογικομεταφυσικής αρχής της ομοιότητας-αναλογίας. Είναι όμοια, ανόμοια, ανάλογα κλπ. εν ταυτώ. Νοούνται και εννοούνται χάρη στην απόλυτη φύση τους. Η αλήθεια τους όμως εκφράζεται αισθητά, απτά, γλωσσικά, φαινομενικά, σχετικά και μόνο αν θεωρήσουμε πως το σχετικό νοείται απολύτως, είναι δυνατός ο έγκυρος ορισμός. Ταυτόχρονα όμως αυτοοριζόμαστε ορίζοντας και αν προσπαθήσουμε, επαναλαμβάνοντας κάτι που ήδη διαπιστώσαμε, να διίδουμε τη σχέση του ονόματος, του ουσιαστικού ονόματος με τη φύση του (αόριστο ουσιαστικό), διαγιγνώσκουμε τη λογική του ονόματος με τη φύση του.
Ο φαινομενισμός της καντιανής γνωσιοθεωρίας αφήνει έξω το περίφημο πράγμα καθεαυτό και σε αυτό οφείλεται η αδυναμία του, αδυναμία που θα μπορούσε άνετα να οδηγήσει στο σκεπτικισμό. Ο πλατωνικός ιδεαλισμός προσφεύγει στην ανάμνηση και κάνει κάποια ‘’παραχώρηση’’ στον πανθεϊσμό όταν δέχεται πως το πλήθος των ιδεών κοινωνεί (κοινωνία των ιδεών) στον κόσμο του αγαθού. Οι καρτεσιανές ιδέες εξάλλου οι οποίες εκφράζονται λογικά μεταθέτουν αποκλειστικά στο πνεύμα την εννόησή τους, παρόλο που και η αίσθηση κατά την καρτεσιανή θέση είναι πνευματική λειτουργία. Οδηγούμαστε όμως έτσι σε ένα δύσκολα αποδεκτό δυισμό ο οποίος αντιμετωπίζεται (ορθά ή εσφαλμένα) με τη χριστιανική κοσμολογία και ανθρωπολογία.
Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Πώς ο γλωσσικός ορισμός ο οποίος είναι πνευματικός διασώζει την ισχύ του νοήματος, πώς δηλαδή έχει λογική εγκυρότητα, όταν η αντίληψη και η αίσθηση, η μνήμη επίσης, η φαντασία, εντάσσονται σε γλωσσικές καταχωρήσεις, όταν όλα μεταβάλλονται;
Μπορούμε να προχωρήσουμε κάπως αν θυμηθούμε πως ο άνθρωπος είναι ορίζων οριζόμενος. Μόνο ο ορίζων οριζόμενος αυτοορίζεται και αυτοοριζόμενος ως έγχρονη ύπαρξη καταθέτει την αλήθεια του απολύτου στο σχετικό. Αυτής της αλήθειας απτή μαρτυρία είναι η γλώσσα. Υπάρχει μία ανθρωποκοσμική perennitas η οποία αιωνίζεται και μαρτυρείται με την έγχρονη φύση μας ζωντανός καθρέπτης της οποίας είναι η γλώσσα.
Με τη γλώσσα επομένως ο άνθρωπος ορίζει και ορίζεται, καταγράφει και καταγράφεται, αιωνίζει και αιωνίζεται. Έτσι αναγνωρίζουμε τη σχετικότητα αλλά και την αναγκαιότητα των εννοιών, τη σχετικότητα αλλά και την αλήθεια των κατηγοριών, την εγκυρότητα της γλώσσας, αλλά και τους κινδύνους εκτροπής. Διαγιγνώσκουμε επίσης πόσο η λογική δομή της γλώσσας ενοικεί σε κάθε λογική, παρά τις διαφοροποιήσεις των σχολών.
Έπεται πως η γλωσσική έκφραση είναι αισθητή-συμβολική εικόνα του ορίζοντος οριζομένου ανθρώπου και πως παραπέμπει στο νόημα, έξω δηλαδή απ’  τον τυπικό της σχηματισμό. Η πρώτη και συνεχής ανθρωποκοσμική αρχή συνιστά στην έγχρονη έκφανσή της αιώνια γραφή την οποία ο άνθρωπος αναγιγνώσκει και την οποία μεταφράζει σε γλώσσα εμμεσοποιώντας το άμεσο, αλλά αυτή η εμμεσοποίηση δεν είναι παρά η μόνη   η δυνατή έκφανση της αμεσότητας, δεδομένου ότι το άμεσο είναι ουσιαστικά ανέκφραστο. Το έγχρονα εκφράσιμό του κατατίθεται γλωσσικά.

                                                *
Ορίζουσα οριζομένη η γλώσσα δεν είναι δυνατό να συνιστά αυτοερμηνεία γιατί δεν είναι ούτε καν ερμηνεία. Είναι έκφραση νοήματος με ποικίλες διαθλάσεις σε όλους τους τομείς λόγου και συναισθήματος και γνωρίζουμε καλά πως ό,τι είναι αυτοορισμός δε συνιστά αυτοερμηνεία. Θα ήταν αντιφατικό για τον ακόλουθο λόγο. Ο ορίζων οριζόμενος ως αυτοοριζόμενος είναι αδύνατο να αυτοερμηνεύεται. Μηνύει και μηνύεται, εκφράζει και εκφράζεται και αυτό συνιστά απόλυτη μαρτυρία την οποία μόνο να κρίνουμε μπορούμε.
Θα διευκολυνθούμε, αν ανατρέξουμε στις διάφορες ερμηνευτικές θεωρήσεις οι οποίες προέρχονται τόσο απ’  τις φυσικές επιστήμες, όσο και απ’  τις επιστήμες του ανθρώπου. Εκφράζουν όλες πρωθύστερες και αντιφατικές κοσμοθεωρίες, ανθρωπο-κοσμο-θεωρίες που υποδηλώνουν ιδεολογικές, μυθικές και προσωπικές επιλογές που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, παρά τα τυχόν και επιμέρους ισχυρά τους σημεία.
Ας μη μας διαφεύγει επίσης μια άλλη αλήθεια που αποτελεί πιο επιστημολογικό αξίωμα: Η επιστήμη δεν είναι ερμηνευτική, αυτό συνιστούσε παιδική ασθένεια του επιστημονισμού, η επιστήμη είναι περιγραφική. Γι’  αυτό θεώρηση της γλώσσας δε σημαίνει ερμηνεία της γλώσσας, ερμηνεία δηλαδή του ανθρώπου, ούτε αυτοερμηνεία της γλώσσας που σημαίνει αυτοερμηνεία του ανθρώπου.
Είναι όμως εντελώς διαφορετικό να λέμε πως η γλώσσα συνιστά μαρτυρία γιατί αυτό μας απομακρύνει από ιδεολογισμούς, από εξαπλουστεύσεις δηλαδή. Μαρτυρία η γλώσσα, εξακοντίζεται σε απέραντη ποικιλία διαθλάσεων οι οποίες ζυμώνονται και πολλαπλασιάζονται κατά τις εμπειρίες και την πάλη του ανθρώπου στο ατελεύτητο πεδίο της ωρίμανσής του.
Είπαμε πως αν ακολουθούσαμε τις λογικές σχολές, θα διαπιστώναμε πως όλες εκκινούν απ’  τη γλωσσική έκφραση, όποιες κι αν είναι οι θεωρήσεις των γλωσσικών όρων. Πάντα υπάρχει η δυσκολία προσδιορισμού των όρων, των γλωσσικών εκφράσεων, αλλά, αν ακολουθούσαμε όσα προηγούνται, θα διαπιστώναμε πως στη σχετικότητα, στο αβέβαιο μάλιστα της γλωσσικής έκφρασης, μαρτυρείται μια σημαίνουσα αλήθεια η οποία απομακρύνει τόσο το σχετικισμό, όσο και το σκεπτικισμό, για να μην αναφερθούμε σε πρόσφατες και σύγχρονες θεωρήσεις οι οποίες διακηρύττουν πως ο άνθρωπος είναι έρμαιο της γλώσσας.
Βέβαια, έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψη πως ό,τι εκφραστό είναι σχετικό, πως ό,τι συμβολικό είναι εκφραστό και συνεπώς σχετικό. Στο σχετικό όμως, σε κάθε σχετικό οπτρίζεται το απόλυτο και γι’  αυτό ακριβώς νοείται και εννοείται.
Ήδη η παρουσία, η γλώσσα ως παρουσία, ως συγκεκριμένη παρουσία του ανθρωπίνου πνεύματος, εκφράζει τον ανθρώπινο λόγο, αλλά προέχει να δούμε πώς μπορεί το εκφραζόμενο να έχει ισχύ, να κοσμείται με λογικότητα. Δίνουν τάχα οι γλωσσολόγοι και οι θεωρητικοί της γλώσσας λογικότητα στις δομές της ή ισχύει το αντίθετο;
Το ερώτημα επανέρχεται και οφείλουμε να το προσεγγίσουμε  με τη μεγαλύτερη προσοχή.
Κατά πρώτο λόγο: Υπάρχει απόλυτη, καθολικής ισχύος λογική, όπως διατείνονται οι εκφραστές των μεγάλων λογικών συστημάτων, λογική που εδράζεται σε αξιώματα κατά τρόπο που η συνεπής χρήση τους να οδηγεί σε κρίσεις, σε συλλογισμούς (επιχειρήματα κατά τους Αναλυτικούς), σε ασφαλή και βέβαια συμπεράσματα; Η πλατωνική λογική και η μαθηματική η οποία πλατωνίζει και η οποία λειτουργεί κατά το πρότυπο των πλατωνικών ιδεών  στηρίζονται στην αμετάβλητη και αιώνια αλήθεια των ιδεών και των αριθμών και ως εκ τούτου έχουν θα λέγαμε υπερβατικό χαρακτήρα, αφού οι όροι τους δεν αναφέρονται σε τρέχοντα και παραλλάσσοντα φαινόμενα, αλλά στα αιώνια αρχέτυπά τους, στις ιδέες τους που δε γνωρίζουν μεταβολή. Αυτή η λογική δεν είναι δυνατό να τυποποιηθεί και δεν αναφέρεται στους τρέχοντες τρόπους αρμογής των πραγμάτων.
Πώς όμως, με ποια γλώσσα, είναι δυνατό να εκφράζεται, δεδομένου ότι κάθε λογική έκφραση είναι οπωσδήποτε σχετική;
Ποιος επιπλέον ο ρόλος και η χρησιμότητα της γλώσσας και πως θα περιγραφόταν με λογική καθαρότητα το συμβαίνον;
Παρόμοιους προβληματισμούς θα κάναμε αν αναστρεφόμασταν με την πανθεϊστική λογική και θα αντιμετωπίζαμε παρόμοιες δυσκολίες. Άλλες λογικές σχολές, κυρίως εμπειριστικές, στην προσπάθειά τους να ορθώσουν γνωσιοθεωρία, προσφεύγουν στη λογική της τρέχουσας γλώσσας, αλλά οι ανακύπτουσες δυσκολίες τις οδηγούν στις ιδέες, όχι στο πλατωνικό νόημα του όρου, αλλά σε πλαίσιο καθαρά εμπειρικό: Η αίσθηση με τη βοήθεια της μνήμης και των συνειρμικών εικόνων, ονομάζει τα πράγματα και τις καταστάσεις κατασκευάζοντας έτσι ιδέες που είναι καθαρά δημιουργήματα της εμπειρίας, παρά το ότι παράγονται απ’  τη σκέψη.7 Πολύ κοντά σε αυτή τη θεώρηση βρίσκεται και ο καντιανός υπερβατολογικός ιδεαλισμός (έννοιες του νου και έννοιες του λόγου), αλλά το πρόβλημα παραμένει και οφείλουμε να επιμείνουμε παραλείποντας την αξιολόγηση των λογικών σχολών.
 Μπορούν οι  εκφραστοί μας τρόποι και ιδιαίτατα η γλώσσα να εκφράζει ισχύουσες λογικά προτάσεις και ποιες είναι οι προϋποθέσεις;
Απαραίτητη προϋπόθεση προσέγγισης του προβλήματος είναι η αλήθεια κατά την οποία η γλώσσα είναι αδιανόητη χωρίς την ενότητα γραμματικής και συντακτικού, ενότητα για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Επισκεπτόμενοι στοιχειώδεις γραμματικούς και συντακτικούς όρους διαβλέπουμε αυτήν την ενότητα και βεβαιωνόμαστε ως προς το λογικό της νόημα. Και τα κλιτά και τα άκλιτα μέρη του λόγου ενεργούν και συντακτικά (λ.χ. επιρρηματικοί προσδιορισμοί, ετερόπτωτοι προσδιορισμοί, επιρρηματικές προτάσεις, εμπρόθετοι προσδιορισμοί κ.ο.κ.), οι σύνδεσμοι διασυνδέουν  παρατακτικά και υποτακτικά, οι προθέσεις όχι μόνο εμπλουτίζουν ως συνθετικά ονόματα και ρήματα κυρίως, αλλά και ως εμπρόθετοι προσδιορισμοί προσδιορίζουν τόπο, χρόνο, διάθεση, ποσότητα ποιότητα, αιτία κ.ο.κ., οι υποθετικοί στηρίζουν ενέργειες που παραπέμπουν στο πραγματικό, στο μη πραγματικό, στο προσδοκώμενο κ.ο.κ.
Αξίζει επίσης να αναφερθούμε στους ομοιόπτωτους και τους ετερόπτωτους προσδιορισμούς (ενδεικτικά, ομοιόπτωτοι: παραθέσεις, επεξηγήσεις, επιθετικοί και κατηγορηματικοί προσδιορισμοί· ετερόπτωτοι: οι γενικές –αιτίας, αντικειμενική, υποκειμενική, ύλης, χρόνου κ.ο.κ., οι δοτικές προσωπικές όπως δοτική του ενεργούντος προσώπου, δοτική χαριστική, δοτική ηθική, δοτική αντικειμενική, κ.ο.κ., οι αιτιατικές, όπως η αιτιατική του χρόνου, της αναφοράς, οι κλητικές επικλήσεις κ.ο.κ.) για να καταδείξουμε όχι μόνο την τέχνη της συντακτικής τους παράθεσης, αλλά και τη γραμματική τους εκφορά, την αρμογή πτώσης και συντακτικής προσέγγισης και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας ανεπανάληπτης και ισχύουσας λογικής δόμησης με απέραντους ιριδισμούς σχέσεων, ακολουθιών, ποιοτήτων, ποσοτήτων κ.ο.κ. Πρόκειται για θαυμαστή ενότητα η οποία συναντάται με ελαφρές παραλλαγές σε όλες τις γλώσσες και προδίδει την οικουμενική λογικότητα του λέγειν. Επαναλαμβάνουμε πως οι όροι είναι μεν όροι τους οποίους έδωσαν οι φιλόλογοι μεταγενέστερα, αλλά πρόκειται για όρους οι οποίοι έρρεαν στην ίδια τη γλώσσα, στα ίδια τα κείμενα, τα στοιχεία των οποίων αρχειοθετήθηκαν εκ των υστέρων. Στη γλώσσα είναι εγκατεσπαρμένη με φυσικότατο τρόπο όχι μόνο η ενότητα γραμματικής και συντακτικού, αλλά και η ενότητα μεταφυσικής και λογικής.
Επίσης, το πιθανό, το ενδεχόμενο,, το δυνατό, το αδύνατο, το προφανές, ό,τι θυμίζει τις αριστοτελικές ή τις καντιανές κατηγορίες, ό,τι απ’  τους νεοθετικιστές ονομάζεται κατηγόρημα, επιχείρημα, πεδίο κλπ., βρίσκεται ήδη στις προγραφές της γλώσσας, δεν είναι τεχνητό.
Αν προχωρούσαμε λίγο περισσότερο, θα διαπιστώναμε επανερχόμενοι στους προσδιορισμούς πως οι ομοιόπτωτοι και οι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί εμπλουτίζουν το νόημα της πρότασης ζωγραφίζοντας τροπές και του λόγου και του συναισθήματος με τη ζωντάνια και την ποικιλία τους, πως ο υποτεταγμένος λόγος συνέχει τον κύριο, τις κύριες προτάσεις δηλώνοντας σκοπό, χρόνο, αναφορά, πως οι ονοματικές προτάσεις εμπλουτίζουν τη δυναμική του ονοματικού προσδιορισμού αναλύοντάς τον με όρους νέας εξαρτημένης πρότασης, και αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν δυνατή η σύνταξη χωρίς τη γραμματική και αντίστροφα. Αυτή η ενότητα είναι αποκαλυπτική και χωρίς τη συνειδητοποίησή της αδυνατούμε να εισέλθουμε στην αποκάλυψη της γλώσσας, στο λόγο -λογική της έκφρασης.
Το περιδέραιο της γλώσσας είναι πολύτιμο, όπως και το περιδέραιο των μουσών. Είναι κατά βάθος το περιδέραιο του πνεύματος που ελευθερώνει και διαπτύσσει στο έγχρονο το δεσμό μεταφυσικής και λογικής, που αποδίδει στο ανθρώπινο τη στολή του, το πρόσωπό του, τα έργα του, τις δυνατότητές του.

                                                *
Η χρονικότητα, το έγχρονο του ανθρωπίνως υπάρχειν τυπώνεται δημιουργικά, πλαστικά, με απέραντους τρόπους εκφοράς και δημιουργεί ένα σύμπαν που καλύπτει όλα τα ενδεχόμενα της σκέψης και της δράσης και αυτό αποκαλύπτεται απ’ τους διαποικιλμούς και τις αποχρώσεις των ομάδων των συνωνύμων λέξεων. Έτσι προσεγγίζεται η θαυμαστή ακριβοέπεια, η σαφήνεια, η ακρίβεια.
  Η λογική της γραμματικής και το μεταφυσικό νόημα του συντακτικού, αυθόρμητα αναδυόμενα πριν τους γραμματικούς και τους γλωσσολόγους, οδηγούν το μελετητή του γλωσσικού φαινομένου σε ριζικούς προβληματισμούς, με βασικότερο τον ακόλουθο: Μήπως αυτή η χωροχρονικότητα της γλώσσας, η ασυνέχειά της στη συνέχεια που την καθιστά δυνατή να ομοιογενοποιεί έτερα, όμοια, ανόμοια κλπ. δεν είναι τίποτε άλλο παρά λογικός μετασχηματισμός του συμβαίνοντος στο λεγόμενο αντικειμενικό χωροχρόνο, μετασχηματισμός ο οποίος αποπροσανατολίζει, αφού καμιά συμβολική έκφραση δεν αποκρίνεται απόλυτα στην αέναη αλλαγή, αφού τίποτε δεν ισχύει παρά στιγμιαία, αφού όλα είναι πάροδα και μεταβαλλόμενα;
  Προστίθεται μάλιστα πως όλοι αυτοί οι τρόποι χρησιμοποιούνται και στη μυθολογία (κοσμογονία, θεογονία, ανθρωπογονία), όπου περιγράφονται φανταστικές διηγήσεις, και στα παραμύθια, κ.ο.κ. Βεβαίως η γλώσσα περιγράφει και το φανταστικό και το εξωπραγματικό, κι όσο το πνεύμα ωριμάζει, τόσο απομακρύνεται από αυτό, αλλά πάντα με τις ίδιες δομές. Περιττεύει μάλιστα να τονίζουμε πως και στο μυθικό κι στον παραμυθητικό κόσμο και στην αλληγορία και κυρίως στη συμβολική περιγράφονται, ψελλίζονται, θα λέγαμε, πράγματα τα οποία, έστω κι αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, θέλουν κάτι να πουν και ας μην ξεχνάμε πως συχνά λαϊκές αφηγήσεις, αποφθέγματα και μεγάλοι μύθοι έχουν διαχρονική αξία εξαιτίας του μηνύματος το οποίο εκπέμπουν.
Επιπλέον, οφείλουμε εδώ να πούμε πως το συμβολικό είναι αναπόφευκτα μυθικό (σε διάκριση απ’  το μυθολογικό), πως στο βάθος του συμβολικού, όπως και του μυθικού ενοικεί το λογικό, στο βαθμό που η σκέψη αποφλοιώνει τα φανταστικά περιτυλίγματα και αναζητεί το ουσιώδες. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η γλωσσική έκφραση είναι μίμηση και απλή αναδιήγηση του συμβαίνοντος για να αναπλάθεται εσαεί. Ισχύει το αντίστροφο: Η γλώσσα ως σάρκα του πνεύματος μετασχηματίζει το απρόσωπο σε προσωπικό, δίνει πνοή στην απροσωπία, αναγιγνώσκει πνευματικά το αισθητό και εισβάλλει στο οντολογικό του πλήρωμα με συμβολικό-μυθικό τρόπο. Το απρόσωπο οδηγεί πάντα στο απρόσωπο, στο σκότος της άγνοιας και στη βασιλεία του ενστίκτου. Με το προσωποποιούμενο μεταβαίνουμε σε άλλο βαθμό ύπαρξης, στην όλο και ωριμάζουσα συνειδητοποίηση του υπάρχειν στον κόσμο.

                                                *
Οφείλουμε εδώ, κάνοντας αναγκαία παρέκβαση, να επισημάνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην αλληγορία και στα είδη της και στο συμβολικό. Η αλληγορία είναι συνήθως αφήγηση η οποία, αναφέροντας κάτι ως αληθινό ή προσλαμβάνοντας συμβαίνοντα του φυσικού κόσμου, κατευθύνεται αλλού, ορθώνει συνήθως ηθικό νόημα με όπλο της τον παραλληλισμό. Οι αλληγορίες ως αναμφισβήτητος διαπολιτισμικός θησαυρός αποκαλύπτουν όντως ωριμότητα και προέρχονται απ’  τη σοφία των λαών, αναστρεφόμενες με πανανθρώπινα προβλήματα και επιταγές, έχουν παιδαγωγικό κυρίως χαρακτήρα, αλλά συνηθέστατα αγγίζουν την προβληματική του ανθρωπίνως υπάρχειν για να φωτίζουν διανθρώπινες, θρησκευτικές, πολιτισμικές, ηθικές κ.ο.κ. αξίες ζωής. Απαιτείται και ευαισθησία και οξύνοια και δημιουργική φαντασία, όπως επιβάλλεται επιστράτευση της διάνοιας και του συναισθήματος των ακροατών και των αναγνωστών της. Προσφέρεται έτσι σώμα και πνοή σε αρχές και αλήθειες τις οποίες ενστερνίζονται οι λαοί, το νοητό ή το πνευματικό σχηματοποιείται με την αλληγορία και γίνεται όσο το δυνατό πιο απτό. Εδώ εντάσσεται η βαθιά σοφία των αποφθεγμάτων, των λογίων, των ρητών, των αινιγμάτων, διάσπαρτων σε όλους τους λαούς και άνθη της λαϊκής σοφίας και της τριβής με το κρύφιο νόημα της ζωής. Είναι σαφές πόσο αυτές οι δημιουργίες, εκφραζόμενες γλωσσικά, παραπέμπουν στο ηθικό νόημα, στην ευφυία, στην ευαισθησία, στις εμπειρίες της ζωής απ’ τις οποίες αναδύεται νόημα.
Αυτές οι παράλληλες θεωρήσεις στις οποίες προβαίνουμε σχετικά με τις παραβολές, το παραμύθι, τα αποφθέγματα, τις παροιμίες, αλλά όλους τους τρόπους του λέγειν είναι αδιανόητες χωρίς τη συμβολική φορά της γλώσσας, χωρίς τη συμβολική φορά του κόσμου. Η γλώσσα είναι πρωτογενώς συμβολική και στο συμβολικό της κόσμο εντάσσονται όλες οι τροπές της. Το συμβολικό μηνύει καθολικότητα και στον κόσμο του εντάσσονται όλες οι εκφραστές μορφές του ανθρώπου.

                                                          *
Η αλήθεια, η αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η γλώσσα, η στοιχειώδης δομή της δεν αλλάζει, το ότι οι τροπές της φέρουν την σφραγίδα των καταγωγών της θα λέγαμε, παραμένει σιωπηλός μάρτυρας των ανθρώπινων προοπτικών, αποκαλύπτει το λόγο του ανθρωποκοσμικού, το λέγειν του που εκφράζεται ως λόγος για να καθίσταται λογική εικόνα του αρχεγόνου μηνύματος. Ως λόγος καθίσταται λογική έκφραση οποία είναι ταυτόχρονα μυθική και συμβολική, μυθικοσυμβολική.
Εδώ οφείλουμε να επισκοπήσουμε τις ‘’διαστάσεις’’ του λόγου της γλώσσας, ό,τι δηλαδή παράγεται, αναδύεται θα λέγαμε, απ’  την αρχέγονη λογικότητά της την οποία αναγιγνώσκουμε πριν την επιφάνεια των γλωσσικών συμβόλων της, πριν δηλαδή την έγχρονη διαμόρφωσή της. Και η γραμματική και το συντακτικό ως ζωτικοί πνεύμονές της δε μπορούν αφεαυτών να ορθώσουν νόημα, είναι απλά η ρευστή της φανέρωση, γιατί υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πέρα απ’  το απλό νόημα των περιγραφών ή διαπιστώσεών της.
Σε τι συνίσταται επομένως η λογικότητα της γλώσσας ώστε να καθίστανται δυνατές οι λογικές της εκφράσεις, οι πολυποίκιλτοι τρόποι της δηλαδή; Στην αέναη, στην χωρίς αρχή και τέλος αρχέγονη φαντασία όπου νοείν, αισθάνεσθαι, αντιλαμβάνεσθαι, αναμιμνήσκεσθαι ταυτίζονται ως ανθρωποκοσμική φαντασία, θραύσμα και φανέρωση της οποίας είναι η συγκεκριμένη μας, η εν πεπερασμένω έγκοσμη-έγχρονη φαντασία μας. Όσο συνειδητοποιούμε, όσο κοινωνούμε με αυτήν την αλήθεια, τόσο η αρχέγονη λογικότητά μας καθίσταται έμφθογγος και αρθρωμένος λόγος. Ο λόγος του συνειδότος μας είναι η γλώσσα μας, το ρητό και το εκφραστό του είναι μας, το υπάρχειν μας. Όπως το υπάρχειν μας ταυτίζεται με το έγκοσμό μας υφιστάμενο τις μεταβολές του, τις τροπές του, πάντα βέβαια με δημιουργό πνοή, έτσι και ο λόγος της γλώσσας μας ακολουθεί αυτήν την αλήθεια η οποία είναι ανθρωποκοσμικό άσμα με θαυμαστές παραλλαγές και διαθλάσεις.
Αν η γλώσσα περιγράφει το συμβαίνον ως γραμματική-συντακτική έκφραση, είναι αναπόφευκτο να είναι σχετική, να μην κυριολεκτεί απολύτως, αλλά να εκφράζει ένα λογικό μήνυμα. Το λογικό είναι πάντα σχετικό, σχετίζεται πάντα με καταστάσεις οι οποίες μπορεί να μεταβάλλονται και στην τρέχουσα γλώσσα η οποία περιγράφει πράγματα και καταστάσεις που παραλλάσσουν, η λογική της σχετικότητα οφείλει να είναι εννοητή, να νοείται ως αντιληπτή. Το σχετικό, το επαναλαμβάνουμε, νοείται απολύτως και καμιά λογική δε μπορεί να ξεφύγει από αυτήν την αλήθεια. Δεν απαιτούνται παραδείγματα, αλλά αρκούμαστε σε ελάχιστα.
Οι όροι τέλος, αρχή, όρια, μακριά, κοντά, πάνω, κάτω, ελάχιστο, μέγιστο, επ’  άπειρο, είναι σχετικοί και, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, είναι ανακριβείς. Φράσεις όπως έξω απ’  τον κόσμο, μέσα στον κόσμο, ο ήλιος ανατέλλει, ο ερχομός της νύχτας, και πάρα πάρα πολλές άλλες που συμβάλλουν στη συνεννόησή μας δεν έχουν αντικειμενική ισχύ έξω από ένα σχετικό αλλά πραγματικό πεδίο αναφοράς και εδώ οφείλουμε να επικληθούμε το συμβατισμό θετικών επιστημόνων οι οποίοι και στη γλώσσα της επιστήμης (μαθηματικοί τύποι κυρίως) επικαλούνται τη συμβατικότητα.
Το συμβατικό είναι αληθές αλλά ισχύει πάντα υπό όρους που δεν έχουν καθολικότητα. Αν οι μαθηματικές-επιστημονικές προτάσεις, αν δηλαδή η γλώσσα της επιστήμης που δίκαια διεκδικεί οικουμενικότητα προσφεύγει στο συμβατισμό, η καθημερινή μας γλώσσα που τρέφεται από αρχέγονη λογικότητα, έχει σχετικές-συμβατικές διαστάσεις και υπ’  αυτήν την προϋπόθεση είναι κατανοητή.
Δηλώνει έτσι και κάτι σημαντικότερο. Μόνο στον κόσμο του σχετικού (όχι βέβαια του πρωταγόρειου σχετικισμού και των επιγόνων του) είναι δυνατή η γλωσσική έκφραση και σε αυτόν τον κόσμο ο λόγος της είναι ο τρόπος φανέρωσης του ανθρωπίνου πνεύματος.
Ο λόγος της γλώσσας, σχετικός, συμβατικός μηνύει κάτι ουσιώδες. Ο άνθρωπος ως εκφραστής του είναι ο εσαεί διαμορφωτής του ως σχετικός εν απολύτω, ως άπειρος εν πεπερασμένω. Αν θυμηθούμε έναν παλαιότερο ‘’ορισμό’’ μας του  απείρου: Άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, του σχετικού, του έγχρονου σε κάθε συγκεκριμένη φανέρωση τόσο του μικροκόσμου όσο και του μακρόκοσμου.
Υπ’ αυτό το δεδομένο το οποίο αποτελεί κατά τη θεώρησή μας προϋπόθεση και αφετηρία λογικού νοήματος οφείλουμε να θεωρούμε το λόγο της γλώσσας, το λόγο κάθε εκφράσιμου.
Υπάρχει βέβαια μία ‘’πρωτογενής’’ δέσμευση χωρίς την οποία οδηγούμαστε στον αλογισμό και στον εκστασιασμό, στην απουσία νοήματος δηλαδή. Αυτή η δέσμευση έχει διπολική φορά.
Κατά πρώτο λόγο καθιστά το λόγο της γλώσσας πεπερασμένο και ανοίγει το δρόμο στον κόσμο του άφραστου, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, του απόλυτα νοητού, στον κόσμο της σιωπής.
Κατά δεύτερο λόγο η σχετικότητα, το συμβατικό του λόγου της γλώσσας καταμηνύει την ισχύ του νοήματος, του εν σχετικώ αληθεύοντος και μάλιστα πέρα απ’  τα όρια της γλώσσας. Το νόημα της γλώσσας, της πρότασης, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, βρίσκεται έξω απ’ το φραστό μήνυμά της και αυτό είναι αποκαλυπτικό. Το φραστό, συμβολικό οπωσδήποτε, είναι σχετικό, το δε νόημά του είναι απόλυτο. Ιδού η μυστική θα λέγαμε δυναμική του συμβολικού, της γλώσσας, η δύναμή της με την οποία ορθώνει νόημα. Αν μάλιστα επισκοπούσαμε έστω και τηλεγραφικά την ιστορία του γλωσσικού φαινομένου, διαπιστώνουμε πως ο πλούτος του και η ρευστότητά του, η εσαεί δημιουργικότητά του αναδύει ένα νέο παράγοντα: Τη συμπαρουσία της ανθρώπινης ελευθερίας, τη φύση της η οποία διασυνδέει λόγο και συναίσθημα, η οποία εγκλείει ταυτόχρονα και διακινδυνεύσεις, αρνητικές τροπές, κ.ο.κ. οι οποίες είναι τόσο γνωστές που δεν οφείλουμε να αναφέρουμε.
Ο λόγος της γλώσσας επομένως κατακυρώνει τη γραμματικο-συντακτική του ενότητα ως ελεύθερη δημιουργικότητα και δεν είναι ποτέ ένα τυπικό σύστημα στρουκτουραλιστικής ή φωνολογικής αρμογής, δεν είναι ποτέ συνειρμική και κατά τούτο μηχανική επανάληψη παραστάσεων που γίνονται ήχοι αρθρούμενοι κατά τις περιστάσεις, αλλά πνευματική δημιουργία η οποία διασυνδέει συνειδητά το αντιληπτό, περιγράφοντάς το, αναλύοντάς το, συνθέτοντάς το και διαλεγόμενη συνειδητά μαζί του. Έτσι προάγεται.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα. Η γλωσσική περιγραφή η οποία κορυφώνεται με μαθηματική καθαρότητα έχει την καταγωγή της στην αφετηριακή αισθητικο-αντιληπτική προσέγγιση του συμβαίνοντος και εδώ ας θυμηθούμε, αλλά με πιο συγκεκριμένο τρόπο, πώς το ασυνεχές του έγχρονου γίνεται με την αντίληψη συνεχές, συνεχής λόγος που υποκρούει την ίδια τη φύση του φαίνεσθαι. Αυτό δε σημαίνει με κανένα τρόπο πως καθίσταται αναπαραστατική απόδοση του συμβαίνοντος στον ‘’καμβά’’ του λεγόμενου αντικειμενικού-εξωτερικού χρόνου για να πλάθεται μια εξαντικειμενικευμένη χωροχρονικότητα που παραπλάνησε και επιστημολόγους και μεταφυσικούς.
Είναι φαντασιακή ενέργεια, με συνειδησιακή χωροχρονικότητα, πνευματική αλήθεια, κοινωνία με το είναι των πραγμάτων στην υπαρκτική τους φανέρωση. Άλλως θα ήταν κάτι τυπικό και προδιαγεγραμμένο, μια μηχανική τάση η οποία αποπροσανατολίζει. Η γλώσσα όμως, ως πνευματική μαρτυρία φανερώνει την αλήθεια.
Αυτή η αλήθεια γίνεται σαφέστατη μαρτυρία, καθώς πέρα απ’  την περιγραφή ή στο βάθος της περιγραφής, κρύβεται η αναλυτική προσπάθεια η οποία φανερώνεται στην ετυμολογική διεργασία απ’  την ίδια την τριβή του πνεύματος με την πραγματικότητα και εδώ ακριβώς η παραγωγική μας καταλληλότητα που ενσφραγίζει και τη λειτουργία της γλώσσας είναι καθοριστική. Απ’  τα ουσιαστικά, απ’  τα επίθετα, απ’  τα ρήματα, απ’  τα επιρρήματα παράγεται πλήθος όρων  που διασημαίνει αναλυτικά τον απέραντο πλούτο και τις προοπτικές της σκέψης αποτυπωμένες στη γλώσσα. Αυτή η εξελικτική πορεία με το θαυμαστό πλούτο είναι ουσιαστικά υποκειμενική, ανήκει στο υποκείμενο, είναι έργο πνεύματος και όχι παίγνιο λέξεων και ήχων. Δημιουργούνται συνώνυμοι, ομώνυμοι, παράγωγοι, έτεροι κ.ο.κ. όροι οι οποίοι μηνύουν το πεδίο των απέραντων παραλλαγών και των αποχρώσεων, κάτι που θυμίζει την απέραντη ποικιλία και τις αποχρώσεις των σωμάτων. Έτσι ζωγραφίζεται ζωντανά όχι μόνο ο συνειδησιακός μας κόσμος, αλλά και οι απέραντης ποικιλίας τρόποι του.
Αναλύοντας τη γλώσσα μας και συγχρονικά και διαχρονικά μπορούμε να εννοήσουμε και τη μυθολογία και τη θεογονία και τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία όχι ως κάποια δεδομένα, αλλά ως συνεχείς καρπούς της εν κινήσει πνευματικής μας προσπάθειας.
Ούτε όμως η περιγραφή, ούτε η ανάλυση περικλείουν το νόημα του λόγου της γλώσσας που γίνεται όλο και περισσότερο λόγος του πνεύματος. Η σύνθεση συνυπάρχει και στην περιγραφή και στην ανάλυση,  και σε αυτό το σημείο ο συλλογισμός (ο αριστοτελικός ή το επιχείρημα των νεώτερων λογικών) είναι αποκαλυπτικός. Για να είμαστε ακριβείς δεν εννοούμε ακριβώς τον κλασικό συλλογισμό με τις προκείμενες και με το συμπέρασμα, αλλά κάτι σημαντικότερο, γιατί το συλλογίζεσθαι αγγέλλεται στις προκείμενες και είναι προδεδομένο. Εννοούμε τις απλές προτάσεις, τις γνωστές ως κατηγορικές, εκείνες τις κατηγορικές προτάσεις οι οποίες είναι εκ των προτέρων αντιφατικές, εκείνες των οποίων η αρνητική διατύπωση δείχνει τη ριζική τους αναλήθεια. (Λ.χ. η πρόταση όλοι οι άνθρωποι είναι δίκαιοι αυτοαναιρείται με την αντιστροφή της: Κανένας άνθρωπος δεν είναι άδικος) Βέβαια η γλώσσα εκφράζει ό,τι η διάνοια νοεί και ό, τι είναι δυνατό να εκφρασθεί.
Δεν είναι δυνατό να συντίθενται, να γίνεται σύνθεση όρων οι οποίοι, καίτοι φαινομενικά υπακούουν στον κανόνα του κατηγορήματος ή της κατηγορικής πρότασης, δεν συνθέτουν εκφραστή αλήθεια. Η συνθετική αρμογή επομένως εξαρτάται όχι απ’  τον τύπο της γλωσσικής έκφρασης, αλλά απ’  την ίδια την εννόηση που γίνεται εκφραστή.
Τι συντίθεται επομένως; Το απέραντο πλήθος των φυσικών στοιχείων και των βιωμάτων απ’  το συνυπάρχειν που έχουν ήδη ονομασθεί, συν-τίθενται λογικά, η γλώσσα διαμηνύει το εκφραστό τους, και ο τρόπος έκφρασής τους τηρεί ταυτόχρονα την ταυτότητα, την ετερότητα, την αναλογία-ομοιότητα. Αν η άρνηση απορροφάται απ’  την ετερότητα (ας θυμηθούμε πως στην πλατωνική λογική το μή ὂν είναι ἓτερον ὂν), κατανοούμε γιατί η πραγματική σύνθεση την χρησιμοποιεί σχηματικά, γιατί η πραγματική γλωσσική σύνθεση που είναι σύνθεση του πνεύματος αποκρίνεται θετικά και στο απόλυτο είναι των πραγμάτων και στην έγχρονη τριβή τους. Είναι σαφές πως κάθε προφορά, γλωσσική προφορά στην περίπτωσή μας,  διαμηνύει το συνθέτειν που όμως οδηγεί στο διαλέγεσθαι.
Δε θα παρασυρθούμε στην ιστορία της διαλεκτικής, στα φωτεινά και στα σκοτεινά της σημεία, στις αποδοχές και στις απορρίψεις της, απ’  την πλατωνική μέχρι την εγελιανή, τη μαρξιστική, την υπαρξιακή, τη φαινομενολογική και τη νεοσοφιστική. Στο μέτρο των απαιτήσεων της μελέτης μας σημειώνουμε πως το διαλέγεσθαι είναι συστατικό στοιχείο όλων των αισθητών πραγμάτων και πως στο ανθρώπινο πεδίο αυτή η αναπότρεπτη ενέργεια ως πνευματική δε μπορεί να αντιγράφει τυφλά τη φυσική διαλεκτική γιατί, μεταξύ άλλων, και η τελευταία είναι αδιανόητη χωρίς το ανθρωπίνως υπάρχειν στον κόσμο, αν βέβαια δεχόμαστε πως ο κόσμος μας είναι πνευματικός-φαντασιακός, αν συνειδητοποιούμε πως χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν υπάρχει δυνατότητα νοήματος και σκέψης, αν δεχόμαστε επιπλέον πως προϋπόθεση του υπάρχειν στον κόσμο είναι η ακλινής πρωτοπληροφορία, κοινωνία του είναι μας με το κοσμικό είναι, με το απόλυτο.   

                                                *
Επιστρέφουμε στο διαλέγεσθαι και στο φως της γλωσσικής έκφρασης. Απ’ την απλή πρόταση μέχρι τις πλέον επιτηδευμένες εκφράσεις μας στη λογοτεχνία, στο δοκίμιο και στην επιστημονική γραφή, η περιγραφή, η ανάλυση, η σύνθεση που προϋποτίθενται κορυφώνονται στο διαλέγεσθαι, στον αέναο διάλογο ο οποίος όμως αποδεικνύεται ‘’άτυπος’’, ο οποίος δεν υπακούει σε προδιαγεγραμμένους και αμετάβλητους τύπους. Άλλως ή θα ήταν ανώφελος ή θα είχε προδιαγεγραμμένη φορά, θα εισήγε το πνεύμα στο ψευδές βασίλειο της αναγκαιότητας.
Ας προσέξουμε. Γίνεται συχνά λόγος για τη φυσική αναγκαιότητα την οποία αντιπαραβάλλουμε με την ανθρώπινη ελευθερία. Το διαλέγεσθαι αναδύεται κάθε στιγμή, επισφραγίζει τη συνέχεια των ασυνεχειών, το γνωστό εγελιανό σχήμα Θέση, Αντίθεση, Σύνθεση για το οποίο έχουν γραφεί τόσα και τόσα συμπεριλαμβανομένων και των μαρξιστικών αντιστροφών του, έχει πανθεϊστικό μανδύα και είναι αμφίβολο αν οδηγεί στην εγελιανή Απόλυτη Γνώση χωρίς το γνωστό δόλο του Λόγου. Ο δόλιος λόγος οδηγεί στην επιφάνεια του Πνεύματος, αλλά ποιος δολιεύεται; Το ανώριμο πνεύμα το οποίο ωριμάζει, και γνωρίζουμε πως η πορεία προς ωρίμανση δημιουργεί σπαραγμούς.
Υπ’  αυτό το πνεύμα η φυσική αναγκαιότητα και η ελευθερία συναντώνται, αλλά τυπικά, σχηματικά, ανελεύθερα περίπου.
Νομίζουμε πως μαρτυρία του διαλέγεσθαι, όντως πνευματική μαρτυρία, είναι η σχέση του λόγου με το πνεύμα, γιατί ο λόγος και η λογική δε μπορεί παρά να διαπτύσσονται πνευματικά. Οδηγούμαστε έτσι αναγκαστικά στη γλώσσα, η οποία είναι απτός μάρτυρας του πνεύματος και η οποία φωτίζει πώς η περιγραφή, η ανάλυση, η σύνθεση, ο λόγος οδηγούν στο διαλέγεσθαι. Είναι αποκαλυπτική η δομή της γλώσσας και θα λέγαμε πως αποτελεί το χαρακτηριστικότερο μάρτυρα του διαλέγεσθαι, χωρίς να υποτιμάμε και άλλες μορφές έκφρασης.
Δε θα επανέλθουμε σε προηγούμενες σελίδες για να καταδείξουμε αυτήν την μαρτυρία της γλώσσας ως χαρακτηριστικότερης έκφρασης των δυνατοτήτων του διαλεκτικού πνεύματος. Θυμίζουμε απλά πως η ενότητα γραμματικής και συντακτικού η οποία φωτίζει τη δομή της πρότασης και όλων των μορφών και τροπών της γλώσσας και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο είναι δείκτης δυνατοτήτων, μικρογραφία προοπτικών, εφαλτήριο δυνατοτήτων και μήτρα επιτεύξεων.
Το συνέχεσθαι των ασυνεχειών δεν είναι αντιγραφή ή αποτύπωση του συμβαίνοντος στον κόσμο της φύσης, αλλά προσωπική και διαπροσωπική αναδημιουργία η οποία κρύβει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα την πνευματική φανέρωση του διαλεκτικού λόγου. Βαθύτερα ακόμη, φωτίζει ό,τι η γλώσσα υπαινίσσεται: Είναι εκφραστή μορφή του ανέκφραστου, αναγωγή του αισθητού σε πνευματικό, αναδημιουργία. Ατελής ως εκφραστή και πεπερασμένη, τελειώνεται εσαεί και τελείωση της γλώσσας είναι και τελείωση του πνεύματος. Τελείωση σημαίνει προσέγγιση όλο και πιο σαφή του σημαίνοντος προς το σημαινόμενο μέσω των σημείων, της αρμογής των συμβόλων τόσο του προφορικού, όσο και του γραπτού λόγου.
Ο διάλογος φύσης και πνεύματος, απρόσωπης αναγκαιότητας και προσωπικής ελευθερίας είναι έργο του πνεύματος, εμβολιασμός του σχετικού απ’  το απόλυτο. Δεν είναι τυχαίο το ότι η γλώσσα τελειώνεται στο βαθμό που ένας πολιτισμός φθάνει στο απόγειο των δυνατοτήτων του. Το διαλέγεσθαι της γλωσσικής έκφρασης ως ύψιστη μαρτυρία πνευματικής ωρίμανσης (δε λέμε ωριμότητας, γιατί ο άνθρωπος και οι εκφραστικοί του τρόποι θα είναι πάντα ατελείς) φθάνει με το σωκρατικό λόγο, με τη μαιευτική του σοφία και την αμίμητη διαφάνεια των συλλογιστικών κρίσεων όχι στην ολίζουσα μορφή του γνωστού διαλεκτικού λόγου και των απομιμήσεών του, αλλά υπαινίσσεται τα όρια του ανθρωπίνως υπάρχειν, καταξιώνει την πνευματικότητα του ανθρώπου.
Βεβαίως τα όρια του ανθρωπίνως υπάρχειν είναι ανόρια, οι όροι είναι σχετικοί, συμβατικοί, παρμένοι κυρίως από διαστημικές αποστάσεις και δεν έχουν κυριολεκτικό νόημα. Η συμβολική τους όμως φύση κατοχυρώνει τη νοηματική τους εγκυρότητα και οδηγεί στο πρώτιστο: Στο πνευματικά διαλέγεσθαι με ανοιχτούς ορίζοντες, στη διαρκή μαρτυρία του μη αναλισκόμενου, στην πρωτογενή φύση του λόγου και της έγχρονης εικόνας του που είναι η γλώσσα. Είναι αυτό το διαλέγεσθαι πλατωνικό κατά τρόπο που η πλατωνική διαλεκτική (πρόκειται ουσιαστικά για την πλατωνική λογική) να αποτελεί κανόνα;
 Θα ξεφεύγαμε απ’  τη θεματική μας, αν επιχειρούσαμε να δώσουμε απάντηση σε αυτό το σοβαρό θέμα το οποίο θέτει ένα ριζικό φιλοσοφικό ερώτημα σχετικό με το είναι της λογικής έκφρασης. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως άσχετα με τις για τη γλώσσα θέσεις της πλατωνικής θεωρίας που πάσχει αναμφισβήτητα, η πλατωνική λογική κατοπτρίζεται άνετα στη δομή της πρότασης και της γλώσσας γενικότερα, παρά το ότι η αριστοτελική λογική βασίζεται ακριβώς στη δομή και στη δυναμική της γλώσσας.
Αυτό σημαίνει κάτι που είναι διαφωτιστικό. Όποιες κι αν είναι οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, όσο κι αν μεγάλοι φιλόσοφοι ανοίγουν ορίζοντες, στη γλώσσα καταφεύγουν, με τη γλώσσα που προϋπάρχει αυτών εκφράζονται. Η σημαντική αυτή αλήθεια φωτίζει ακόμη περισσότερο τη διαλεκτική του λέγειν δεδομένου ότι ολοφωτίζει το ίδιο το πνεύμα του διαλέγεσθαι, του γλωσσικά διαλέγεσθαι που είναι πνευματικό.
‘’Πού’’ βρίσκεται η ουσία της διαλεκτικής; Στον υπερούσιο ‘’κόσμο’’ του αγαθού, όπου συνυπάρχουν και διακοινωνούν οι πλατωνικές ιδέες ή κάπου ‘’αλλού’’; Βλέπουμε πως η γλωσσική έκφραση δυσκολεύεται να φανερώσει ό,τι εμβιώνει, πως της είναι αδύνατο να κυριολεκτεί, αφού οι τοπικοί προσδιορισμοί, οι επιρρηματικοί, τα ουσιαστικά, δε μπορούν παρά να δηλώνουν σχετικά, κινούμενα, μεταβαλλόμενα κ.ο.κ. μεγέθη τα οποία, μη υπάρχοντος ουσιαστικά χώρου και τόπου, μηνύουν το φαντασιακό-πνευματικό τόπο που είναι αδιάστατος ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, βρίσκεται στη φαντασιακή χωροχρονικότητα.  
Παραφράζοντας την πλατωνική θέση, κάτι που επικαλείται έναν πανθεϊζοντα ιδεαλισμό ή ιδεαλίζοντα πανθεϊσμό (πρόκειται για υπερβατικό ιδεαλισμό), θα λέγαμε πως το είναι της διαλεκτικής όπως εκφράζεται  με τη γλωσσική έκφραση συνίσταται στο εξής: Το απόλυτο, το άπειρο, το ταυτό, το όλο (και πάλι η γλώσσα μας ‘’εμποδίζει’’, καθόσον το οριστικό άρθρο δείχνει συγκεκριμένα μεγέθη και ποτέ το άρρητο) τρέφει κάθε πεπερασμένο, σχετικό, έτερο και αυτό δημιουργεί και μια μεγάλη παραδοξότητα, οπωσδήποτε φιλοσοφική: Κάθε σχετικό είναι φορέας του απόλυτου και αναμφισβήτητος τρόπος φανέρωσής του. Το εκφραστό επομένως είναι επίρρωση αυτής της αλήθειας, φανερώνει το ηθικο-διανοητικό είναι μας και η υπέρτατη λογική του ταυτίζεται με την ηθική στο ευρύτατο νόημα του όρου. Είναι αποκάλυψη άρρητων θησαυρών του ανθρωποκόσμου, εσαεί ανάδυση του πνεύματος των καταγωγών, των πραγματικών καταγωγών που αποτελούν αιώνιο περιδέραιο της ανθρώπινης φύσης.
Ό,τι πνευματικό έχει, αναδύει πνευματικότητα, και μόνη η διαλεκτική της πνευματικότητας δίνει νόημα και παροξύνει θετικά την ηθικοδιανοητική προσπάθεια της οποίας είναι πηγή. Βέβαια, κινδυνεύουμε να προσπεράσουμε τις δυνατότητες της γλώσσας, να εισδύσουμε στον κόσμο του άρρητου, του ανέκφραστου, του απόλυτα εγγύς, του ακλινούς, αλλά θα μπορούσε να αντιλεχθεί πως ίσως κάνουμε λόγο ή παραπέμπουμε σε φαντάσματα, σε είδωλα της διανοίας και της γλώσσας. Η αγνότητα, η καθαρότητα, το χάρμα, η έκπληξη, ο θαυμασμός, πηγή της φιλοσοφίας κατά πολλούς φιλοσόφους και στοχαστές δεν είναι παρά καταφυγή της φενακισμένης συνείδησης, παρά τη μαρτυρία της παγκόσμιας μούσας, της ποίησης, των προσωπικών συγκινήσεων και των μυστικών προσμονών της ανθρώπινης ψυχής.
Ωστόσο, η πνευματική δυναμική του διαλεκτικού λόγου φανερώνεται στις διαθλάσεις του γλωσσικού μας κόσμου σε όλους τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας, όπως θα δούμε σε επόμενες σελίδες. Αυτό είναι εξάλλου το μάθημα των πολιτισμών, οι καταπλήσσουσες συγκλίσεις αλλά και οι αποκλίσεις τους.

                                                *
Επειδή θα επανέλθουμε σε άλλο κεφάλαιο, αρκούμαστε σε ό,τι επιβάλλεται να επισημανθεί στις σελίδες αυτού του κεφαλαίου.
Αλήθεια, πώς μιλάμε τόσο εύκολα για φαντασιώσεις της διανοίας και του συναισθήματος που καταγράφονται γλωσσικά, πώς κάνουμε λόγο για ανύπαρκτες αλήθειες, όταν η όλη μας προσπάθεια της οποίας ζωντανός καθρέπτης είναι η γλώσσα μας είναι εκ των προτέρων ατελής, όταν επίσης,  σφάλλουμε, όταν γνωρίζουμε αναμφισβήτητα πως κάθε ανθρώπινο εγχείρημα και επίτευγμα δε φέρει ποτέ τη σφραγίδα της τελειότητας;
Για να επαναλάβω μια πραγματικά καρτεσιανή διαπίστωση που έχει πλατωνική πατρότητα, η επίγνωση της ατέλειας προϋποθέτει γνώση της τελειότητας, άλλως δεν υπάρχει δυνατότητα γνώσης. Προσθέτω, υποχωρώντας στον πειρασμό, και μια σπινοζική άποψη κατά την οποία η αλήθεια είναι το μόνο κριτήριο του αληθινού και του ψευδούς.
Τα αντιστραμμένα κάτοπτρα είναι εκ φύσεως ψευδή. Επιστρέφοντας στη γλώσσα και στη σχέση της με τη δυναμική της διαλεκτικής της μαρτυρίας και ακόμη περισσότερο με τη ριζική αφετηρία κάθε προφοράς, διαπιστώνουμε πως είναι αδιανόητη χωρίς συνυπάρχειν αίσθησης και αντίληψης, χωρίς το φραστό του άφραστού τους, χωρίς το αναδυόμενο νόημα απ’  το κοινωνείν του ανθρώπου με το οντο-κοσμικό που είναι και ανθρώπινο. Η γλώσσα ανήκει στο υπάρχειν μας, στο έγχρονό μας και γι’  αυτό είναι συμβολική, γι’  αυτό στις κορυφώσεις της είναι διαλεκτική, οδεύοντας και ανοδεύοντας ως ορατός καθρέπτης του ό,τι δεν αγγίζεται, του οντικού μας.
Το είναι της που είναι ο λόγος, το νόημα, τρέφει το υπάρχειν μας το οποίο είναι και υπάρχειν στον κόσμο.
Φιλόσοφοι και στοχαστές διακήρυξαν πως ό,τι είναι κατεξοχήν αληθινό δε λέγεται. Δεν κατανόησαν όμως όπως θα όφειλαν να συμπληρώσουν πως κάθε φραστό δείχνει το άφραστο και πως δε μπορεί να υπάρχει πλήρης διαχωριστικός φραγμός ανάμεσα στο φραστό και στο άφραστο.
Σαφέστατη μαρτυρία αυτής της αλήθειας είναι το ίδιο το σώμα της γλώσσας, το περιπλανάσθαι της στο βασίλειο των φθόγγων, των λέξεων, των προτάσεων κλπ. Η γλώσσα είναι κατεξοχήν μαρτυρία του πλάνητος βίου, ιδαλγική ζωγραφιά του υπάρχειν μας, περιπλάνηση που φωτίζει όλα μας τα συναισθήματα, έγκοσμη περιπέτεια, και όπου φαίνεται πως το γραπτό της, το κείμενό της, είναι ακίνητο και αναλλοίωτο. Στην πραγματικότητα αγρυπνεί και μας ξαφνιάζει, εγείρεται και μας διεγείρει, διηγείται τη δόξα του πνεύματος όπως και τις φρικτές συχνά δοκιμασίες του, υμνεί το ανέστιο του βίου μας, δείχνει το πνευματικό το οποίο ούτε οριοθετείται, ούτε χρονολογείται.
Μπορεί η γλώσσα να άρχισε να αναφαίνεται ως φαινόμενο διάβα των αιώνων και των γεωλογικών περιόδων, όμως η αρχή της, ο λόγος της, δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, όπως και το ανθρωποκοσμικό μας είναι. Γι’ αυτό, η υπέρτερη διαλεκτική της μαρτυρεί το ηθικοδιανοητικό μας είναι, γίνεται διαλεκτική της κοινωνίας ανθρώπου και κόσμου, διαμηνύει βαθιά ενότητα, τύπος της οποίας είναι η ενότητα της γραμματικής και του συντακτικού της. Τι άλλο εξάλλου καθιστά τον άνθρωπο κοινωνικό ον, στην κυριολεκτική εκδοχή του όρου; Πολλοί με τις εύκολες απαντήσεις θα μας έλεγαν πως η ανάγκη, η αναγκαιότητα στη γενικότητά της είναι η μήτρα κάθε δημιουργίας, και της γλωσσικής.
Ωστόσο, πραγματική αναθέα τρέπει την αναγκαιότητα σε φυγή. Τι σημαίνει αναγκαιότητα κατά βάθος; Οι ανάγκες μας που αναφέρονται σε κάθε σχέση μας με το αισθητό ως αισθανομένων διαβρέχονται απ’ την αντίληψή μας, συμπορεύονται και συγκλίνουν, αλλά εμβάθυνση στο είναι των αναγκών οδηγεί στη βαθύτητα του ίδιου του όρου. Το αναγκαίο υποδηλοί το ελεύθερο και να που το ελεύθερο είναι πνευματική λειτουργία, υπέρβαση του βιολογικού, του έγχρονου. Πλάθουμε την ελευθερία μας στον κόσμο του αναγκαίου που είναι έγχρονο. Στον κόσμο του αναγκαίου ανθεί το ἐλεύθερον και η γλώσσα δεν είναι παρά απτός μάρτυρας αυτής της αλήθειας. Καταλύει το απρόσωπο της φυσικής ακολουθίας και ορθώνεται θέτοντας το ερώτημα: Υπάρχει αναγκαιότητα χωρίς ελευθερία; Το ερώτημα παραπέμπει σε ένα νέο εξίσου σημαντικό: Είναι διανοητό το υπάρχειν χωρίς το είναι;
Μεγάλα ερωτήματα στην καρδιά της φιλοσοφικής αλήθειας, ερωτήματα τα οποία σε αυτό το κεφάλαιο συνδέονται με το γλωσσικό φαινόμενο. Οδηγούμαστε ταυτόχρονα και πάλι στο πνεύμα του διαλέγεσθαι το οποίο εξικνείται απ’  τις απαρχές, απ’ τις άρρητες αφετηρίες του ανθρώπινου, απ’  την οικουμενικότητά τους. Ουσιαστικά οι απαρχές είναι ταυτολογικές, δηλώνουν το αυτό, όπως και η μεταφυσική αρχή. Ιδού πώς η γλώσσα διαθλά το ταυτόν με συνώνυμους όρους που διαμηνύουν την αυτή αλήθεια, ιδού πώς η απαρχή(ες) διαδηλώνει κάθε διαλεκτική αρχή. Το χάρμα, ο θαυμασμός, η έκπληξη, η εκστατική κραυγή του υπάρχειν είναι οι αιώνιοι ‘’πυροκροτητές’’ του ταυτού στα έτερα, της ταυτότητας στην ετερότητα, η διάπλωση του απόλυτου στο σχετικό το οποίο και ζωοποιεί. Η γλώσσα τα μηνύει με τη ‘’μαγική’’ της αλουργίδα.

                                                *
Δεν απαιτούνται περισσότερα για να κατανοήσουμε πως στη γλώσσα κατοπτρίζονται τα μέγιστα αλλά και τα χείριστα κατά την καθαρότητα του λογισμού. Ωστόσο, αν κάθε μορφή έκφρασης μπορεί μόνο να αποτυπώνει το φραστό, ανοίγεται παρευθύς ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος του άφραστου ο οποίος είναι πιο πραγματικός απ’ το μεταβαλλόμενο και μετασχηματιζόμενο φραστό.
Δεν πρόκειται, όπως θα δούμε εκτενέστερα στη συνέχεια, για τον ‘’κόσμο’’ της σιωπής ο οποίος δεν αγγίζεται με τις δυνατότητες του λέγειν. Δε μπορούμε με τον όρο ο οποίος είναι τόσο γνώριμος σε όλους μας να παραπέμπουμε σε ένα φανταστικό ίσως βασίλειο για να δείχνουμε έτσι το άφραστο, το άρρητο.
Υπάρχει κάτι σημαντικότερο που συνιστά την πεμπτουσία του πνευματικού, της πνευματικότητας. Το άφραστο ‘’ενοικεί’’ στο είναι του λέγειν, στο είναι τη γλώσσας, και εκείθεν στο ίδιο το είναι του αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι. Η αίσθηση όμως και η αντίληψη δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο η ενότητά τους αποτυπώνεται γλωσσικά μαρτυρεί το νοείν, το όλο, το απόλυτο, το άτμητο, το άφθαρτο…
Μπορούμε επομένως να πούμε πως το εκφραστό τρέφεται αέναα απ’  το άφθαρτο, πως η συγκεκριμένη του μορφή που είναι η γλώσσα ως λόγος, ως λογική, ως πνεύμα και ως πνευματικότητα με απέραντες προοπτικές έκφρασης είναι απέραντο πολύθραυσμα του νοείν, του απολύτου, εσαεί ανανεούμενες μορφές διάπτυξής του, πύλες που ανοίγονται, που κλείνουν, που ανανεώνονται και που πάντα μαρτυρούν το αειγενές είναι. Χάρη σε αυτήν την αλήθεια υπάρχει συνειδός, προσωπικότητα, προσωπική και διαπροσωπική ζωή, συνειδητό συνυπάρχειν.
Υπ’  αυτό το πνεύμα κάθε μορφή έκφρασης συνοψίζει οποιαδήποτε άλλη παντού και πάντα. Το τελούμενο όμως, το εσαεί τελούμενο, συνειδητοποιείται διαφορετικά, άλλοτε θεουργικά, άλλοτε προμηθεϊκά, άλλοτε απρόσωπα στον κατάκλειστο ορίζοντα της καθημερινότητας με τις οχληρές και πλήττουσες προοπτικές, οδηγεί τους ανθρώπους να μεταβάλλουν το ηρακλείτειο παίγνιο του Αιώνα σε ανούσια διασκέδαση, για να προσφύγω σε έναν γνωστό πασκαλικό όρο.
Όλα αυτά καταγράφονται, λέγονται, σχολιάζονται, μαρτυρούνται με τη γλώσσα και να που στη γλώσσα, όπως και σε κάθε μορφή έκφρασης, ιχνεύεται η αρχή, η παναρχή, ό,τι αποκαλείται σε όλα τα άνθη των πολιτισμών καθαρότητα, αγνότητα, αφέλεια, πνεύμα παιδικότητας, θαυμασμός, έκσταση (όχι εκστασιασμός), ό,τι δηλαδή αγγέλλει στην έγχρονη ύπαρξή μας την αιώνια φύση των πραγμάτων, το απόλυτό τους χωρίς το οποίο δεν είναι διανοητή καμιά έγκυρη σκέψη.
Θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε αυτήν την αλήθεια, αλλά θα ξεφεύγαμε απ’  το πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Ωστόσο, περιοριζόμαστε στη σχέση της με τη γλώσσα, με το λέγειν.
Είναι  σαφές πως ο όρος αγνότητα λ.χ. θραύει τα λεγόμενα όρια της γλωσσικής έκφρασης, παραλύει δημιουργικά τη σύνθεση των συμβόλων που συνθέτουν τη λέξη. Παραπέμπει όχι σε συγκεκριμένα βιώματα τα οποία τρέφουν συχνά τα ωραιότερα αισθήματά μας, αλλά ‘’κάπου’’ αλλού, στο ίδιο μας το είναι, στο άφραστό του το οποίο εικονίζεται αισθητά, έγχρονα, με το λέγειν.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε επισκεπτόμενοι οποιονδήποτε άλλο σχετικό όρο. Η δημιουργική θραύση του λέγειν δεν είναι ούτε αλογισμός, ούτε απόληξή του, εκστασιασμός δηλαδή. Αν το εκστατικό του υπάρχειν τρέφεται εσαεί επειδή συνέχεται απ’ την οντολογική του αρχή, απ’  το είναι, το εκστασιακό είναι η τυφλή ασυνέχεια, η ανεξέλεγκτη ζωική ορμή, η άφθογγη γλώσσα, ό,τι μπορούμε να διίδουμε σε κάθε μορφή εγωμανούς ή και εγωκεντρικής θεώρησης του κόσμου, όσο κι αν τα καρυκεύματα της επιτηδευμένης γλώσσας τείνουν να πείσουν για το αντίθετο.
Η δημιουργική θραύση του λέγειν επομένως είναι συνεχής στερέωση και κατάφαση στο ίδιο το είναι της έκφρασης, απτή μαρτυρία των υστάτων του ανθρωπίνου, συνεχής, πραγματικά εκστατική γιατί η αγνότητα, η καθαρότητα, το χάρμα συνιστούν μαρτυρία του μη θνήσκοντος, συνιστούν το ίδιο το είναι κάθε έκφρασης.
Χωρίς αυτές τις αλήθειες που είναι μαρτυρία του πνεύματος των καταγωγών δεν είναι δυνατό να ορθωθεί, να ορθώνεται αέναα, ο νηφάλιος, ο μύχιος λογισμός που κατατίθεται ως πνευματικότητα. Βέβαια, θα μπορούσε να αντιλεχθεί πως όλος αυτός ο κόσμος πηγάζει απ’  το υποκείμενο που προσωποποιείται και αυτό ακριβώς προσδιορίζει την πραγματική πνευματικότητα της γλώσσας. Η τελευταία είναι το δοχείο, η σάρκα του πνεύματος, αλλά πώς θα επιτελούταν η ανάδυση του πνευματικού χωρίς την έκφραση; Υπάρχει ένα λέγειν, το κοσμικό λέγειν, και το ερώτημα συνίσταται στο αν αυτό το λέγειν είναι διανοητό χωρίς τον άνθρωπο, χωρίς τις ανθρώπινες εκφράσεις και διεκφράσεις, χωρίς τη γλώσσα. Βαθύ ερώτημα που παραπέμπει στη φιλοσοφική και διανθρώπινη μέριμνα, ερώτημα που περιορίζουμε στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προβληματισμών μας.
Είναι γνωστό κυρίως απ’  τον ευρωπαϊκό ιδεαλισμό πως το κοσμικό γίγνεσθαι είναι αδιανόητο χωρίς το υποκείμενο (no object without subject: έχουμε αναφερθεί και αναλύσει πολλές φορές αυτό το μπερκλεϋκής προέλευσης αξίωμα). Υπάρχει στο βάθος αυτού του αξιώματος μια κρύφια διάσταση η οποία δεν επισημάνθηκε. Εννοούμε το εξής: Η νόηση, η κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον, είναι απόλυτη, ταυτιζόμαστε με αυτήν την αλήθεια η οποία είναι άχρονη και είμαστε επομένως αιώνιοι αναγνώστες της πρώτης γραφής, του κοσμικού νοήματος το οποίο αναδύεται ενιαία και πολυθραυσματικά ταυτόχρονα. Δεν είμαστε παθητικοί αποδέκτες, αλλά συγκοινωνοί.
Όπως επομένως ο κόσμος είναι αδιανόητος χωρίς το είναι του που καταγράφεται αιώνια και αποσπασματικά σε κάθε μορφή ζωής, όπως ο άνθρωπος κοινωνεί με αυτήν την αλήθεια αιωνίως και την αντιλαμβάνεται έγχρονα, κατά παράλληλο τρόπο και η γλώσσα, η γλώσσα του κόσμου πρώτιστα, είναι και γλώσσα του ανθρώπου.
Σε δεύτερο βαθμό, η ανθρώπινη γλώσσα ως κόρη του λόγου και του πνεύματος κατά την ανέλιξή της, είναι αδιανόητη χωρίς τον άνθρωπο. Άνθρωπος και γλώσσα συνθέτουν ενότητα, όπως άνθρωπος και κοσμικό λέγειν. Ωστόσο, η γλώσσα μας, οι γλώσσες μας, δημιουργήματά μας, συμβολική και μυθική ταυτόχρονα, πνευματική μαρτυρία με τόσους τομείς διάπτυξης, αναζωοποιεί τις συμβολικές κοσμικές εκφράσεις, φανερώνεται ως νέα πνοή και εδώ τελείται το παράδοξο: Και στις τελειότερες αρτιώσεις της η γλώσσα είναι πάντα κρυπτική, ακόμη και στην καθημερινή ομιλία, κρυπτική και αποκαλυπτική.

                                                *
Οφείλουμε να δούμε με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το συμβαίνον. Έχουμε ακούσει πολλές φορές πως το νόημα της γλώσσας βρίσκεται έξω απ’  τη γλώσσα, όπως το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω απ’ τον κόσμο.8
Κατά πρώτο λόγο οι εκφράσεις είναι απ’  τη φύση τους ατελείς, γιατί δεν υπάρχει ούτε έξω απ’ τον κόσμο, ούτε μέσα στον κόσμο. Ο κόσμος μας που δε νοείται χωρίς το (ανθρωπο)κοσμικό είναι όχι μόνο δεν έχει όρια, αλλά είναι η ίδια η πληρότητα που βιώνεται μόνο φαντασιακά. Το πρώτιστο, το ουσιώδες, είναι φαντασιακό. Σε κάθε κοσμική φανέρωση τελείται κοσμικό συμβαίνον στην πληρότητά του.
Αν αυτό συμβαίνει και αποτελεί αφετηρία κάθε κοσμικής και ανθρώπινης έκφρασης, η κρυπτική-αποκαλυπτική διάσταση της γλώσσας ενέχει το μήνυμά της, είναι ο λαμπτήρας του πνεύματος και όχι το ίδιο το πνεύμα. Φως όμως χωρίς λαμπτήρα δεν υπάρχει, πνεύμα χωρίς τη γλώσσα είναι αδύνατο να επιφαίνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή ο ίδιος ο δημιουργός της γλώσσας, ο άνθρωπος, εν-σαρκώνεται εσαεί ‘’αρπάζοντας’’ ήχους και σχήματα απ’  την πρωτοκοσμική γραφή και μεταβολίζοντάς τα σε λέξεις, φράσεις, προτάσεις κ.ο.κ. το νόημα των οποίων υπερβαίνει τα λεκτικά σχήματα για να αποκαλύπτει με τη συνεχή υπέρβαση το λογικό, το συναισθηματικό, το κοινωνικό, το πνευματικό μας είναι.
Δεν είναι δυνατό να προχωρήσουμε στην εμβάθυνση του γλωσσικού φαινομένου χωρίς αυτήν την αλήθεια, χωρίς την κρυπτική αποκάλυψη της γλώσσας. Και οι αισθητικές ακόμη θεωρήσεις που αναφέρονται κυρίως στη λογοτεχνία είναι καταδικασμένες να εκτρέπονται και να παραμορφώνουν την αλήθεια των πραγμάτων, όσο κι αν ο αισθητισμός τείνει να μας εντυπωσιάζει.

                                                *
Πλησιάζουμε το είναι του πνευματικού όπως το θεωρούμε με την πνευματικότητα η οποία υποκρύβεται και φανερώνεται με τη γλώσσα. Γνωρίζουμε ήδη απ’  τον Εφέσιο πως ανάμεσα στο κρυπτό και στο φανερό υπάρχει μια ανεπανάληπτη και γι’  αυτό συνεχώς παρούσα σχέση την οποία οφείλουμε να εκτιμήσουμε στο πραγματικό της νόημα.
Αν κρυπτό είναι ό,τι υπάρχει αλλά δεν είναι εμφανές, αποκαλυπτικό είναι το φανερούμενο, το συνεχώς φανερούμενο υπό ποικίλους τρόπους εμφάνειας, όπως ακριβώς το πολυποίκιλτο του αισθητού και η απέραντη ποικιλία των γλωσσών. Το φανερούμενο είναι η πνοή του κρυπτόμενου, αποκαλύπτεται κρυπτικά, είναι ο πραγματικός τρόπος φανέρωσης.
Τι φανερώνεται όμως κρυπτικά και γιατί κρυπτικά; Επανερχόμενοι στη θέση μας κατά την οποία το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού με το οποίο και αποκαλύπτεται, γι’  αυτό και ο κόσμος μας είναι συμβολικός-μυθικός, είμαστε σε θέση να τονίζουμε πως ο άνθρωπος ως φορέας του απολύτου εν σχετικώ αποκαλύπτεται, εκδιπλώνεται έγχρονα, μυθικοσυμβολικά και και σε αυτό το αειγενές συμβαίνον η γλώσσα συνιστά κομβικό σημείο.
Αποκαλύπτει επιπλέον τη δυναμική της προσωποποποίησης, την αυτοσυνειδητοποίηση που είναι και αυτοορισμός, μαρτυρία πνεύματος. Ό,τι πνευματικό επομένως ως εκφραστό, ως σχετικό, ως ατελές, φέρει τη σφραγίδα του απολύτου και γι’  αυτό το νόημα της γλώσσας δε βρίσκεται ούτε στο φαίνεσθαί της, ούτε έξω, κάπου μακριά δηλαδή.
Γιατί όμως αυτή η κρυπτική φανέρωση; Νομίζουμε πως η φιλόσοφος μέριμνα προσπαθεί να την προσεγγίζει και κάθε προσπάθεια, γι’  αυτό και η δημιουργική φιλοσοφική πολυφωνία. Υπάρχει μια κοινή αναμονή, μια αναμονή η οποία θέλει τον άνθρωπο να προσπαθεί να τελειώνεται, να φθάνει στο πλήρωμα και εδώ η μαρτυρία ύψιστων στιγμών της παγκόσμιας μούσας όπως και του πνεύματος των λαών είναι πολύτιμη.
Όμως, οποιαδήποτε πλήρωση ή προσπάθεια πλήρωσης διαμηνύει κάτι το οποίο είναι κοινός λόγος, χωρίς όμως να συνειδητοποιείται. Είναι όμως μια συνεχής εντελεχειακή φορά, για να προσφύγουμε και πάλι σε έναν αριστοτελικό όρο, μία φορά η οποία έχει πνευματική υποδομή, αλλιώς δεν εννοείται.
Ωστόσο, και ας το προσέξουμε, κάθε προσπάθεια πλήρωσης εγκλείει κάτι το οποίο επιποθείται, το οποίο αναζητείται, κάτι που υπάρχει, με το οποίο κοινωνούμε και αυτός είναι ο λόγος πραγμάτωσής του. Αυτό επομένως το εκ των προτέρων πρότερο το οποίο δε μπορεί να είναι αντικείμενο ξέχωρο απ’  το είναι μας αναζητείται έγχρονα και γι’  αυτό δεν είναι δυνατό να φανερώνεται παρά κρυπτικά. Το φανερούμενο είναι κρυπτικό και αποκαλύπτει την άρρητη αρχή μας, το είναι μας.
Δε θα μπορούσαμε να προσεγγίζουμε το πνευματικό και τις εκφράσεις της πνευματικότητας χωρίς αυτήν την αλήθεια.
Προκύπτει πως η γλώσσα  ως ριζικός τρόπος έκφρασης είναι ακριβώς μαρτυρία του πνευματικού απ’  την απλή της δομική έκφραση μέχρι τις υψηλές της κατακτήσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης μαρτυρίας. Γι’ αυτό ο λόγος της είναι ριζωμένος σε απλές της μορφές, σε ανεπιτήδευτες μορφές του ανθρωπίνως εκφράζεσθαι, μορφές οι οποίες μένουν αναλλοίωτες, όποιες και αν είναι οι τροπές του λόγου και του πνεύματος.

                             V. ΔΙΑΘΛΑΣΕΙΣ
           Γλώσσα και μυθικότητα, το μυθικό, η προσωποποίηση, το μυθικό στη λογοτεχνική έκφραση. Πλαστικότητα, δημιουργικότητα, έμπνευση, σχήματα λόγου. Αισθητική της γλώσσας, Το Ουτοπικό, το Συμβολικό, το Μυθικό, Νόημα και πνευματική μαρτυρία, επιστημονική, προπαγανδιστική, δεισιδαιμονική, εξουσιαστική γλώσσα. Πολιτισμικές αξίες και γλώσσα.

Αν η γλώσσα ως έκφραση λόγου, αισθημάτων, καταστάσεων, βιωμάτων, δυνατοτήτων, ως κατάφαση ή και ως άρνηση, εγκλείει όλο το βασίλειο των εκφραστών λεκτικών μας τρόπων, χαρακτηρίζεται, όπως ήδη είπαμε, απ’  το μυθικό και συμβολικό της χαρακτήρα. Δε θα επανέλθουμε, αλλά οφείλουμε να συμπληρώσουμε πως  το μυθικο-συμβολικό δεν είναι κάτι ερχόμενο εκ των έξω, αλλά η κατάφαση της μύχιας κοινωνίας ανθρώπου και κόσμου για να καθίσταται διαπροσωπικός λογισμός, διακοινωνία η οποία πρώτιστα ανακλά το ηθικό μας είναι.
Ο άνθρωπος προσωποποιείται στο βαθμό που η γλώσσα του γίνεται μαρτυρία της πορείας του, αλλά για να γίνεται αυτό, προηγείται μια άλλη προσωποποίηση η οποία ως πασιφανής, σπάνια συνειδητοποιείται. Με τη γλώσσα, απ’  τα πρώτα φθέγματα μέχρι τις τελειότερες εκφράσεις της, ο άνθρωπος προσωποποιεί το κοσμικό συμβαίνον, αποδίδει στη φύση και στις δυνάμεις της βιώματά του, ιδιότητές του, γι’  αυτό τα δένδρα, τα ποτάμια, τα βουνά, τα ζώα, η πανίδα, η χλωρίδα, τα άστρα κ.ο.κ. παρουσιάζονται με ανθρώπινα αισθήματα, ιδιότητες, ενέργειες.
Αυτό δεν είναι μόνο αναμφισβήτητο, ούτε αφορά αποκλειστικά τη γλώσσα και τις τροπές της. Είναι ουσιαστικότερο, άπτεται του ίδιου του ανθρωπίνως υπάρχειν, αποκαλύπτει την κοινή ρίζα αίσθησης και αντίληψης, φωτίζει τη σχέση ανθρώπου και κόσμου, καθιστά διανοητή τη ζωή η οποία αναδυόμενη απ’ το ένστικτο, αυτοσυνειδητοποιείται ως έλλογη στάση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση προσωπικής αντίληψης. Η προσωπική αντίληψη όμως είναι κάτι στο οποίο μετέχει και ο αισθητός κόσμος. Αυτή η μύχια διακοινωνία συνιστά αφετηρία και ο άνθρωπος την αποκαλύπτει με τη γλώσσα του.
Αν αφαιρέσουμε ή αγνοήσουμε την προσωποποίηση του αισθητού απ’  τον άνθρωπο, αδυνατούμε να εκφρασθούμε, η γλώσσα δεν είναι διανοητή και αυτό μαρτυρεί διάτορα η ίδια της η ιστορία. Συμβαίνει μάλιστα κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό. Ο άνθρωπος, προσέφερε τα προσωπικά του βιώματα και τις πρώτες του εννοήσεις σε στοιχεία του αισθητού κόσμου. Αυτό μάλιστα διαδηλώνει κάτι το οποίο δύσκολα συνειδητοποιούμε και το οποίο επισφραγίζει την εγγύτητα ανθρώπου και κόσμου: Ο κόσμος είναι έτσι, που ‘’δέχεται’’ τα ανθρώπινα βιώματα και ο άνθρωπος είναι επιδεκτικός των έγκοσμων καταστάσεων οι οποίες τον βοηθούν να εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Χωρίς αυτήν την αλήθεια ούτε σκέψη, ούτε γλώσσα. Οι επεκτάσεις αυτής της αλήθειας οδηγούν και σε άλλες φιλοσοφικές επισκοπήσεις τις οποίες δε μπορούμε να αναπτύξουμε στα πλαίσια αυτής της μελέτης.
Ήδη, αρχικά στάδια θρησκευτικότητας όπως ο πρωτογενής πανθεϊσμός, ο ανιμισμός, ο φετιχισμός κλπ., αποδίδουν παντοδυναμία, θέληση, εμπνοή, στο κοσμικό είναι με συνέπεια ο άνθρωπος να είναι αποδέκτης θείων δυνάμεων, με όλες τις συνέπειες  στην καθημερινή του ζωή, στα ήθη, στα έθιμα, στους θεσμούς.9
Όποια και αν ήταν η μετέπειτα πορεία του ανθρώπου (πολυθεϊσμός, ανθρωπομορφισμός, φιλοσοφική επιστροφή του πανθεϊσμού, ιδεαλισμός, επιστημονική σκέψη, κλπ.), η μαρτυρία της γλώσσας είναι καταιγιστική αλλά και αποκαλυπτική. Δε νοείται αλλιώς. Θεοί, δαίμονες, χθόνιες και ουράνιες θεότητες, ημίθεοι και ήρωες, προσωποποιημένες δηλαδή δυνάμεις που δεν ανήκαν στον άνθρωπο αλλά παραχωρούνταν στη φύση και στα στοιχεία της, διεκδικούσαν την ανθρώπινη γλώσσα, η τελευταία ήταν περίπου δώρο τους, ο άνθρωπος ονομάτιζε κατ’ εντολή των θεών. Σε αυτό το όντως τρομερό σύμπαν όπου τα φυσικά στοιχεία προσωποποιούνται, παίζεται η ωρίμανση και απ’ τη σκληρή φυσιοκρατική τυραννία των πρωτουργών που δεν είναι άλλοι απ’ την περιδεή, προκλητική, επιθετική κ.ο.κ. συνείδηση διαμορφώνεται το είδος εκείνο της γλώσσας που καταδυναστεύει.
Θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια για την εύδια θεώρηση και για την εκκόλαψη για τη δημιουργία της γλώσσας-μήτρας του όντως ανθρωπίνου, για την επιφάνεια του λόγου και του πνεύματος. Όμως, όλα τα στάδια και οι διαβαθμίσεις είναι απαραίτητοι σταθμοί που περιχωρούνται στην εσαεί προσπάθεια προσέγγισης του αληθεύοντος. Και στις μεγαλύτερες πλάνες δεν αποκαλύπτεται απλά η λογικότητα της γλώσσας, αλλά και οι δυνατές τροπές της σκέψης που συχνά οδηγούν στο αδιανόητο.

                                                          *
Υπάρχει επομένως κάτι το σημαντικό το οποίο φανερώνεται σαφώς με τη γλώσσα ο οποία, άσχετα με τις διαπολιτισμικές της εκδιπλώσεις, είναι αδιανόητη στην ανθρώπινη έκφραση χωρίς την προσωποποίηση.
Ο άνθρωπος προσωποποιεί τον κόσμο, του δωρίζει τις καταλληλότητές του, διακοινωνεί κατά βάθος με αυτόν και εδώ ξαναδιαπιστώνουμε πως η γλώσσα είναι και σχετική και συμβατική, διαγιγνώσκουμε πώς το εκφράζεσθαι είναι εκ των προτέρων ατελές. Σε αυτό όμως οφείλεται η αποκαλυπτική του δύναμη, ο δυναμισμός του, η συμβολική του, το πολύτιμό του.
Κατανοούμε αυτήν την λανθάνουσα αλλά ζωντανά παρούσα πραγματικότητα αν εμβαθύνουμε λίγο στα σχήματα λόγου τα οποία τελειώνονται  μεν με τη λογοτεχνία αλλά βρίσκονται και στις ‘’πρωτογενείς’’ μορφές γλωσσικής έκφρασης. Είναι συνέπεια της προσωποποίησης, της ‘’έκπτωσης’’, η είσοδος στην κοσμική περιπέτεια με όλες της τις διακινδυνεύσεις απ’ τις τραγικές της στιγμές μέχρι τις μακάριες.
Τι είναι αλήθεια τα σχήματα λόγου, όπως η παρομοίωση, η μεταφορά, ο παραλληλισμός, το υπερβατό, το σχήμα κατά το νοούμενο, το χιαστό, η παρήχηση, ο ευφημισμός, το οξύμωρο, το πρωθύστερο και τόσα άλλα που αναφέρονται τόσο στη γραμματική, όσο και στο συντακτικό, δεδομένης της ενότητάς τους;
Πρόκειται για ουσιαστική ερώτηση η οποία φωτίζει όλο και πιο πολύ το γλωσσικό φαινόμενο. Στη λογοτεχνική έκφραση και γραφή φωτίζεται το υποκειμενικό στοιχείο, η προσωπική ευαισθησία του ποιητή, του μυθολόγου, του τραγωδού, του αφηγητή λαϊκών θρύλων και καημών της ομάδας. Υπ’  αυτό το πνεύμα του υποκειμενικό-προσωπικό στοιχείο έχει και οικουμενικότητα και γι’  αυτό είναι ανακοινώσιμο.
Έχει οικουμενικότητα επειδή διαλέγεται με τον αισθητό κόσμο στον οποίο μετέχουμε όλοι επειδή απευθύνεται σε κοινά βιώματα, συγκινήσεις και προβληματισμούς.
Αποκαλύπτει έτσι με τον σαφέστερο τρόπο πως η λογοτεχνική έκφραση, σπαράγματα της οποίας βρίσκονται στην καθημερινή μας ομιλία, είναι η διατυπωμένη εμβάθυνση στον τρόπο σκέψης μας, στη συνύπαρξη και δημιουργική σύνθεση της ταυτότητας, της ετερότητας και της αναλογίας ομοιότητας.
Ας προσέξουμε αυτήν την αλήθεια η οποία δεν ενοικεί μόνο στη λογοτεχνική παραγωγή, αλλά και στη γλώσσα γενικότερα. Στα σχήματα λόγου συναντώνται το μυθικό, το συμβολικό και το ουτοπικό ως συμπυκνωμένη σύνθεση η οποία προσωπικά πια θεωρεί την έγκοσμη συνείδηση και τις διαθλάσεις της τόσο στον αισθητό κόσμο όσο και στα προσωπικά βιώματα. Η παρομοίωση λ.χ. θραύει τα όρια μεταξύ αισθητού και αντιληπτού, μεταθέτει τρόπους έκφρασης του αισθητού κόσμου σε ψυχικές καταστάσεις, την παρομοιάζει καλύτερα και αποκαλύπτει έτσι την ενότητα αίσθησης και αντίληψης στη λογική της έκφραση και στην περαιτέρω πνευματική ανέλιξη. Ο παραλληλισμός επίσης περιγράφει συνέχειες και ομοιότητες ετερογενών κατά τα φαινόμενα καταστάσεων ή γεγονότων, η μεταφορά επεκτείνει την παρομοίωση και τον παραλληλισμό, επιβεβαιώνει τις διαθλάσεις και τη ρευστότητα της λέξης, της ενεργούσας λέξης θα λέγαμε και την ‘’αρπαγή’’ της σε άλλο χώρο που δεν έχει σχέση με την πρωτογενή σημασία της. Για να είμαστε ακριβέστεροι, η μεταφορά είναι μήτρα πολλών σχημάτων λόγου και κυρίως της παρομοίωσης, της προσωποποίησης, του παραλληλισμού. Περιλαμβάνει ό,τι στη λογοτεχνική πλοκή και στην ευρύτερη πλοκή της γλώσσας γενικότερα διαπτύσσεται, αναπτύσσεται, υποκρούεται, ερευνάται…Βασικά, δεν είναι δυνατή η μεταφορική έκφραση χωρίς τη μυθικο-ουτοπική διάσταση της γλωσσικής έκφρασης, κυρίως χωρίς τη συμβολική της φορά και τη δυναμική της. Αποκαλύπτει όντως τον τρόπο της σκέψης και του συναισθήματος που γίνεται λόγος ο οποίος ‘’προδίδεται’’ καθώς διαπτύσσεται.
Οφείλουμε έτσι να εκτιμήσουμε τη δυναμική των μεταφορών οι οποίες στηρίζονται στη συνυποδηλωτική χρήση των λέξεων, ενάντια στην κυριολεκτική τους σημασία. Η συνυποδήλωση που δηλώνει μεταφορική, αλληγορική, κλπ. τροπή του λόγου, δημιουργεί ολόκληρο ορίζοντα ο οποίος προδίδει ακριβώς την καταλληλότητα του πνεύματος να εμπλουτίζει τον ορίζοντά του και να βεβαιώνει τον πλούτο της δημιουργικής πνοής του εκφράζεσθαι. Κατά βάθος, η μεταφορά, κάθε μεταφορική χρήση λέξεων, εννοιών, προτάσεων,  αγκαλιάζει και άλλα σχήματα λόγου και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την κρηπίδα της λογοτεχνικής πλοκής. Ήδη, η μεταφορά και άλλα σχήματα λόγου αναδύεται με το πλήθος των συνωνύμων το οποίο μηνύει προοπτικές, αναγνώσεις, ομοιότητες κ.ο.κ.
 Επιπλέον, η ταυτότητα, το είναι ενός πράγματος που ονομάζεται με συγκεκριμένη λέξη, προτείνει και άλλες προοπτικές, έχει πολυμερή ορίζοντα, γιατί το ταυτόν ενός πράγματος, ουσιώνεται ποικιλοτρόπως με απέραντο πεδίο διαθλάσεων. Τα συνώνυμα επομένως αγγέλλουν πολύτροπες προοπτικές και υποδηλώνουν σχήματα λόγου τα οποία έχουν ουσιαστική σημασία. Το αυτό θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε για τα αντώνυμα, όπως και για το πλήθος των παραγώγων και για την ετυμολογική τους ετοιμότητα η οποία δεν είναι παρά εκπληκτικός και δημιουργικός λαβύρινθος έκπαγλης μαγείας.
 Η μεταφορά επομένως διαχέει ορατά το δεσμό αισθητού κι αντιληπτού, την κινητικότητα της σκέψης και τη δυναμική της. Ταυτόχρονα ακτινογραφεί και την ψυχική κατάσταση, την κίνηση, την ορμή, τη δράση (βλ. πρωθύστερο, μέρος αντί όλου, χιαστό,, σχήμα κατά το νοούμενο, αττική σύνταξη κλπ.) και διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο πως γραμματική και συντακτικό πλάθουν αδιάλυτη ενότητα.
Αν επεκτεινόμασταν και σε άλλα σχήματα λόγου, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, θα διαπιστώναμε πως όχι μόνο βρίσκονται και στις αρχαϊκές μορφές έκφρασης και διασώζονταν επί αιώνες με τον προφορικό λόγο για να καταγραφούν αργότερα με τα έπη και με τις άλλες μορφές του γραπτού λόγου, αλλά και πως βυθομετρούν την αντιληπτική και πνευματική γενικότερα καταλληλότητα του ανθρώπου, πως αποκαλύπτουν το οντολογικό του υπόστρωμα το οποίο τρέφει το υπάρχειν του.
Εδώ νομίζω πως οφείλουμε να διαπιστώσουμε κάτι υποκρυπτόμενο και φανερούμενο: Ο ουτοπικός, ο συμβολικός και ο μυθικός χαρακτήρας της γλώσσας συνιστούν ενότητα, προσωποποιημένη ενότητα που έχει διαπροσωπικό και οικουμενικό χαρακτήρα.
Δεν εννοούμε μόνο κάτι αναμφισβήτητο και σύμφωνα με το οποίο τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας συγκινούσαν και συγκινούν ανεξαρτήτως εποχής και πολιτισμικής παράδοσης. Το ερώτημα συνίσταται στο γιατί συγκινούν και η απάντηση βρίσκεται στο βάθος της ερώτησης. Η συγκίνηση την οποία προξενούν ερεθίζει τα ίδια τα ριζώματα του υπάρχειν, το ανθρωπίνως και εγκόσμως υπάρχειν, την ερωτική στο πλατωνικό νόημα του όρου διάσταση της ανθρώπινης ψυχής την οποία το λαϊκό αίσθημα πάντα υποπτεύεται και η οποία βρίσκεται και σε αρχέγονα άσματα με άγνωστους δημιουργούς που δεν είναι παρά η ευγενισμένη και δοκιμασμένη λαϊκή συνείδηση.
Αν επιστρέφαμε στη μεταφορά ως έκφραση με παραβολή όπου εμπλέκονται και η παρομοίωση και άλλα σχήματα λόγου, θα διακρίναμε την περιχωρητικότητά τους, ό,τι καθιστά δυνατή την αλληγορία, τον ευρύ αφηγηματικό λόγο ο οποίος είναι ήδη σχηματικός, ο οποίος εκφεύγει απ’ τα πλαίσια της προφορικής του έκφρασης ή της κειμενικής δυναμικής, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σχήμα για να απευθύνεται στην κρύφια διάσταση, στη μυστική δηλαδή σχέση του συνεχούς με το ασυνεχές, της συνέχειας του λέγειν που συντίθεται από ασυνέχειες οι οποίες κορυφώνονται σχηματικά, με σχήματα λόγου όπου ο δεσμός αμεσότητας και συμβαίνοντος ανθεί και καρποφορεί με τέχνη και δημιουργικότητα.
Αν επομένως θέλαμε να εισδύσουμε στο πνεύμα των σχημάτων λόγου, δε διαπιστώνουμε απλά την ενότητα γραμματικής και συντακτικού, αλλά πληροφορούμαστε πως η ευρύτερη γλωσσική έκφραση οδηγείται ευθέως στα σχήματα λόγου όχι απλά για να καλλύνεται και να οδηγείται στο λογοτεχνισμό με την αμφίβολη ποιότητά του, αλλά για να αποκαλύπτει τις βασικές δομές υπό τις οποίες η γλώσσα μας λειτουργεί.
Εννοούμε το εξής: Αφετηριακά η γλώσσα είναι σχήμα λέγειν-έκφρασης το οποίο καθίσταται δυνατό χάρη στην κοινωνία του οντικού με το υπαρκτικό της ανθρωποκοσμικής φύσης, χάρη δηλαδή στη διάχυση του ταυτού σε κάθε μορφή και ενέργεια με τα έτερα, από όπου αναδύεται το πλήθος των κατηγοριών που είναι λογικομεταφυσικές, όπως η ομοιότητα, η ανομοιότητα, η αναλογία, η παραλληλία, η αρμονία κ.ο.κ., στοιχεία χωρίς τα οποία δεν υπάρχει λέγειν. Ήδη αναδύονται τα σχήματα λόγου ως κορύφωση του πρωτογενούς εκφραστικού σχήματος και η συνεχιζόμενη συνειδητοποίηση της σχέσης αμεσότητας και αισθητού κόσμου.
Βαθύτερα ακόμη, όποιο σχήμα, όποια επέκτασή του παραβολικά, αλληγορικά κυρίως, ‘’αυτοδιαλύεται’’, αποδιαστέλλεται και οδηγεί στην οντολογική συγκίνηση, στην ενότητα, στη δημιουργική έκσταση η οποία, σε αντίθεση με τον εκστασιασμό, είναι τελικά συνεχής, κοινωνία με το οντολογικό που καθίσταται ληπτή με τις αποσπασματικές εκστατικές εκφράσεις ανθρώπου και κόσμου. Υπ’  αυτό το πνεύμα η γνώμη πολλών    λογικών και θεωρητικών της γλώσσας, γνώμη κατά την οποία το νόημα της πρότασης βρίσκεται ‘’έξω’’ απ’  την πρόταση, έχει νόημα μόνο αν προσδιορίσουμε το νόημα του ‘’έξω’’.
Έχουμε πει πως δεν υπάρχει ούτε έξω, ούτε μέσα, πως οι όροι είναι συμβατικοί και συχνότατα οδηγούν σε ειδωλοποιήσεις και σε φανταστικούς (όχι φαντασιακούς) χώρους του οποίους μάταια θα αναζητούσαμε κάπου. Το έξω επομένως δε σημαίνει παρά κάτι που αναδύεται ως νόημα, ως αρχή η οποία καθιστά δυνατή την εκφορά λόγου. Το νόημα της πρότασης επομένως βρίσκεται στο απόλυτο που διαμηνύει διαμέσου της σχετικότητάς της.

                                                          *
Αυτό ακριβώς μας οδηγεί στη διαπίστωση της ενότητας ουτοπικού, συμβολικού, μυθικού στη λογοτεχνία για την οποία κάνουμε λόγο σε αυτήν την παράγραφο.
Ό,τι ουτοπικό είναι συμβολικό και μυθικό και τανάπαλιν. Το ίδιο το ουτοπικό ιχνεύεται στην εξιδανίκευση, στους ήρωες και στις ηρωίδες, μυθικά ή θρυλικά πρόσωπα που έχουν εξιδανικευθεί, που εκφράζουν έγκοσμα κάτι το οποίο είναι απόλυτο και το οποίο ‘’αρπάζει’’ τη συνείδηση απ’  τη νωθρότητα της καθημερινότητας. Το ου-τοπικό δεν έχει τόπο, δεν είναι στατικό σύμβολο σαν εκείνα των παρηκμασμένων θεοτήτων, δεν είναι ψευδοϊδέα, είδωλο που παραπέμπει κάπου αλλού, έστω και στον παράδεισο.
Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι όντως πραγματικό: Το άχρονο, το αιώνιο, το απόλυτο διαζωγραφισμένο έγχρονα, χωρίς συγκεκριμένο τόπο. Τόπος του είναι το άμετρο της συνείδησης, η πρωτοπληροφορία, το συνέχεσθαι ανθρώπου και κόσμου του οποίου κάθε έκφραση και ‘’ιστόρηση’’ είναι αναπόφευκτα μυθικο-συμβολική, είναι γλώσσα λαλέουσα, άσμα που με την κίνησή του και με τον παλμό του πληρώνει τη χρονικότητα και τις εμπειρίες της, πληρωματικότητα εσαεί τελούμενη.
Αυτό βέβαια ισχύει για κάθε μορφή τέχνης και ανθρώπινης δημιουργίας, γιατί η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι εξ’ ορισμού ουτοπική, αν τόπος της είναι το απόλυτο, το είναι της που διαζωγραφίζεται έγχρονα ως εικόνα της, ως εσαεί κινούμενη εικόνα της με πυρήνα το αιώνιό της.
Με τη γλώσσα όμως αυτή η αλήθεια καταγράφεται ένηχα και σχηματικά, αλλά και το ένηχο (προφορικός λόγος) και το σχηματικό (συμβολική γραφή) συνιστούν σημεία του κόσμου μας, καθρέπτες που ανακλούν ό,τι οι ίδιοι δεν είναι παρά ασθενές ομοίωμά τους. Γι’  αυτό ακριβώς ούτε το ουτοπικό, ούτε το συμβολικό, ούτε το μυθικό που συνέχονται, αφού συνυπάρχουν ως συνειδησιακή και πνευματική πνοή, παραπέμπουν σε τόπους με έγχρονη καταγωγή. Καταγράφονται έγχρονα για να διαδηλώνουν το άχρονο και ποιος θα μπορούσε να είναι ο καταγραφέας-δημιουργός τους εκτός απ’  τον ίδιο τον άνθρωπο, απ’  την πάντα προσωποποιούμενη και ωριμάζουσα συνείδηση;
Βλέποντας τα πράγματα προσεκτικότερα διαπιστώνουμε πως στο ουτοπικό, στο μυθικό, στο συμβολικό κατοπτρίζεται η αυτή αλήθεια υπό απεριόριστες παραλλαγές και μεταστοιχειώσεις, πως το λέγειν του κόσμου  είναι το παροικείν μας και πως η γλώσσα που ‘’δανείζεται’’ υλικά από αυτό το συμβαίνον γίνεται το όχημά μας, η προσωπική μας παροικία η οποία ανανεώνεται συνεχώς, η οποία κινείται η οποία διαπορθμεύει το μήνυμά της και τις εμπειρίες της, η οποία προβληματίζεται αναδύοντας το άρωμα του πνευματικού.
Να γιατί η συμβολική έκφραση, η γλώσσα δηλαδή, μυθική ταυτόχρονα ως λέγειν, είναι και ουτοπική καθόσον ο τόπος της δεν εντοπίζεται παρά στην πνευματική διόραση του υποκει- μένου. Βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε και το έργο αυτής της προσπάθειας εισβάλλει στο πνεύμα των ορωμένων, των ακουομένων, των αντιλαμβανομένων, για να προσλαμβάνει γλωσσική έκφραση, διαφορετική απ’ το συμβαίνον στη φύση, προσωπική, πνευματική. Εκφράζει νόημα, εισδύει στις νύξεις των φαινομένων και αρπάζει το ίδιο τους το είναι το οποίο πια διαπλώνεται ελεύθερα με απέραντους ορίζοντες άπλωσης, πνευματικής άπλωσης στη συνειδησιακή και διασυνειδησιακή μας παλαίστρα.
Οι ουτοπίες που έχουν γραφεί, φιλοσοφικές και λογοτεχνικές, παρά τις παρανοήσεις που τις συνοδεύουν, προσβλέπουν άθελά τους ίσως στο μόνο πραγματικό ου-τοπικό, στην πνευματικότητα του ανθρώπου ο οποίος ανατάσσει το φαινόμενο εισδύοντας στο είναι του, ο οποίος, επιπλέον, αναβαπτίζει το αισθάνεσθαι και τις μύριες του εκφράσεις αντιληπτικά  φθεγγόμενος, διηγούμενος, στοχαζόμενος, διαλογιζόμενος και να που η γλωσσική έκφραση αποτελεί καθρέπτη ζωντανά εμμεσοποιημένης αμεσότητας, υπέρτερης δηλαδή αμεσότητας που είναι και μαρτυρία.
Είναι πνοή του απόλυτου στο σχετικό ως συμβολική, μυθική και ουτοπική έκφραση ταυτόχρονα. Αν επιστρέφαμε στις αφελείς διηγήσεις, στις πρωτινές αφελείς διηγήσεις όλων των λαών, πολλές απ’  τις οποίες βέβαια παρανοήθηκαν ή διαστράφηκαν καθ’ οδόν, θα συναντούσαμε αυτήν την αλήθεια στην οποία γίνεται προσπάθεια διάλαμψης των άρρητων αφετηριών, του πνεύματος δηλαδή της αγνότητας, της καθαρότητας, της αφέλειας, του χάρματος, της έκστασης, όσο και αν παλαιοί και όψιμοι εκτιμητές μιλούν για παιδικότητα, για ανωριμότητα, για ξεπερασμένο στάδιο.
Ποτέ βέβαια αυτές οι αφηγήσεις-εμπνοές δεν υπήρξαν ιστορικές, αλλά συνιστούν ουτοπική, συμβολική, μυθική έκφραση του οντικού συμβαίνοντος στο ανθρωποκοσμικό φαίνεσθαι. Ωστόσο, υπάρχει κάτι ιστορικότερο του ιστορικού, για να θυμίσω αριστοτελική θέση κατά την οποία η ποίηση, και η ευρύτερη λογοτεχνία συνεπώς, είναι ανώτερη απ’  την ιστορία. Δε θα υπήρχε λογοτεχνία χωρίς αυτήν την αλήθεια, αλλά παραλογοτεχνία. Όλα τα αριστουργήματα, μόχθος διαπολιτισμικών διεργασιών, πιστοποιούν αυτήν ακριβώς την αλήθεια. Αρκούν δύο μύθοι, δύο ουτοπίες, το αιώνιο θήλυ και ο ιπποτισμός, συνέπεια του οποίου είναι και ο ιπποτικός έρως, για να μας πείσουν. Δε θα αναπτύξουμε το μήνυμά, το έχουμε κάνει εκτενώς αλλού (λ.χ. στο έργο μας Έρως και Φιλοσοφία, Λογοσοφία, 2001 και σε μυθιστορηματικές και ποιητικές-τραγικές προσπάθειές μας) μας, αλλά αναρωτιόμαστε αν θα υπήρχε κλασική λογοτεχνία και μουσική χωρίς αυτές τις προκείμενες οι οποίες βέβαια στηρίζονται στην πραγματικότητα της μυθικής ουτοπίας (υπάρχουν βέβαια και άλλες ουτοπίες, όπως η πολιτική, αλλά δεν εμπίπτουν στις προοπτικές μας) που μας  οδηγεί στο εξής: Κινητήρας του μυθικού-ουτοπικού χαρακτήρα της λογοτεχνίας είναι η ενότητα κόσμου και ανθρώπου, η πρωτογενής πληροφορία του κοινωνείν, γιατί η κοινωνία που στηρίζει τη διάνοια, αποπνέει ηθικό νόημα, την πηγή κάθε νοήματος.

                                                *
Τίθεται ένα οξύτατο πρόβλημα το οποίο αναφέρεται στην αισθητική της γλώσσας, κάτι το οποίο βέβαια θα απαιτούσε ειδική μελέτη. Οι διαθλάσεις όμως της γλωσσικής έκφρασης θέτουν αναμφισβήτητα το ερώτημα το οποίο οφείλουμε να διεξέλθουμε με συντομία αλλά και με σαφήνεια.
Είναι γνωστό πως περιβαλλόμαστε από ήχους, από μορφές και από σχήματα με τα οποία συνυπάρχουμε. Δε συνυπάρχουμε όμως απλά και καθαρά, προσλαμβάνουμε ήχους και μορφές, οικοδομούμε με αυτά τη γλώσσα μας, αλλά ο τρόπος εκφοράς και γραφής μας είναι ανθρώπινος, εξαρτάται τόσο απ’  τις φωνολογικές μας δυνατότητες, απ’  το κλίμα κα απ’ το περιβάλλον, αλλά και απ’  την αντιληπτική μας δυνατότητα, απ’ τις ευαισθησίες μας, τις αναμονές μας, τις επιθυμίες μας. Οι φυσικοί ήχοι με την απέραντη ποικιλία τους γίνονται άμεσα προσληπτοί, αλλά αποδίδονται διαφορετικά, παύουν να είναι φυσικά μουρμουρητά και γίνονται έμφθογγος λόγος και όπως ο έμφθογγος λόγος δεν είναι φυσικός ήχος, κατά παράλληλο τρόπο ο κόσμος της αίσθησης δεν είναι η αισθητική.
Υπάρχει βέβαια μια αφετηριακή συγκοινωνία της αίσθησης-αντίληψης με την αισθητική συγκίνηση, αλλά το αισθητικό μας είναι αναφαίνεται καθώς εμβαθύνουμε στο είναι της αίσθησης και στην αντιληπτική του φορά. Η παιδεία της γλώσσας μάς διδάσκει αυτήν την αλήθεια απ’  τη στιγμή που το λέγειν μας, ευγενισμένο και εμπλουτισμένο με βιώματα, καταστάσεις και μαθήματα του παρελθόντος, σμιλεύει νέες λέξεις, όρους, οικοδομεί σχήματα, ορθώνει το γλωσσικό κόσμο που δεν είναι επιστροφή στο φυσικά αισθάνεσθαι και στην απλή αντίληψη που εκπνέει κατά τη διαδοχή των παραστάσεων, αλλά κάτι ουσιαστικότερο, αν δε θέλουμε να αυτοπαγιδευόμαστε στις υποσχέσεις του αισθητισμού και στην ψευδομαγεία της στιγμής.
     Η πλήθουσα μαρτυρία λεπτεπίλεπτων λέξεων που αναδίνουν πραγματική μαγεία, γοητεία και χάρη με τις απέραντες αποχρώσεις, με τις παραλλαγές, με τις ανακύπτουσες οσμώσεις που εισβάλλουν άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε ορμητικά στο είναι του φαινομένου, δεν είναι παίγνιο λέξεων και εντυπώσεων, ούτε εντυπωσιακός λαβύρινθος που διεγείρει την επιφανειακή περιπέτεια  και που συχνά εξάπτει ακόρεστα πάθη με φθαρτική ή και καταστροφική επίδραση.
Είναι κάτι σημαντικότερο που αιχμαλωτίζει κάθε είδος τραγωδίας, είναι το καθαρτήριο φως. Είναι το κάλλος πέρα από κάθε μορφή εποχικού που παρέρχεται (ωραίο) για να επαναλαμβάνεται χωρίς κορεσμό. Το ακόρεστο, το άπληστο επιθυμούν, δεν είναι κριτήριο της αισθητικής.
Συμβαίνει κάτι σημαντικό: Όσο περισσότερο εμπλουτίζεται, εξελίσσεται, ιριδίζεται η γλώσσα, τόσο πιο πολύ εκφράζεται συνειδητά η απέραντη ποικιλομορφία του αισθητού και των διαθλάσεών του, τόσο πιο πολύ, επίσης, εμπλουτίζεται η δυναμική της πνευματικής δημιουργίας και αυτός ο αμφίπλευρος εμπλουτισμός καταμηνύει για μια ακόμη φορά το πνεύμα της ενότητας ανάμεσα στη γραμματική και στο συντακτικό, ανάμεσα στη λογική και στη μεταφυσική, ανάμεσα στον κόσμο και στον άνθρωπο. Πρόκειται για την ενότητα που διαθλά την ταυτότητα, μαρτυρία της οποίας είναι η κορυφαία μαρτυρία των έργων της τέχνης αλλά και του πνεύματος γενικότερα, μαρτυρία η οποία οδηγεί στη συγκίνηση, στη δημιουργική έκσταση, στην αρπαγή απ’  το χρόνο της φθοράς, στο κοινωνείν με την ακοίμητη μαρτυρία των πραγμάτων, στην άρρητη κοινωνία με την αιώνια φύση τους.
Πρόκειται για την ιερότητα του ζην, έξω από κάθε συγκεκριμένη υπηκοότητα, αλουργίδα της οποίας είναι η γλώσσα και ό,τι εκφράζει σε κάθε τροπή των διανθρώπινων εκζητήσεων.
Εντάσσοντας τις προηγούμενες παρατηρήσεις μας στην παιδαγωγία της γλώσσας και περιοριζόμενοι σε ενδεικτικές παραμέτρους που είναι χαρακτηριστικές, εννοούμε πτυχές της λογοτεχνίας, μπορούμε να πούμε πως η αισθητική της, ευγενισμένη, μυεί στο κάλλος, στο πάντα ωραίο το οποίο όμως δεν έχει ούτε μορφή, ούτε σχήμα. Ιχνεύεται με το μουσικό παλμό του στίχου, όπου μέτρο και ρυθμός αρμονίζονται καθώς το ορώμενο και το ακουόμενο κυρίως μετασχηματίζονται σε λέξεις, σε στίχους, σε ποιητικές συνθέσεις ή σε απλά επιγράμματα με υπαινικτικό θάμβος, σε επικές μεγαλουργίες, σε τραγικούς σπαραγμούς, σε λυρικούς ύμνους, σε προσευχές, σε εόρτια άσματα σχετικά με ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.ο.κ. Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς αυτόν τον πλούτο; Ιδού η υψηλή παιδαγωγία που έχει τόσο υπέροχες εκφάνσεις.
Χωρίς το μυστικό παλμό αυτών των διαθλάσεων της ευρύτερης λογοτεχνίας δεν υπάρχει αισθητική συγκίνηση και θα ήταν μάταιο να αναζητάμε το συγκινούν ωραίο σε άλλες δημιουργίες οι οποίες βέβαια δεν υπάρχουν.
Ας προσέξουμε όμως κάτι αποκαλυπτικό: Η γλώσσα ωραιίζεται, ευγενίζεται στο βαθμό που εκφράζει το μύχιο παλμό του ανθρωπίνου, στο μέτρο που εμβαθύνει στο ανθρωπίνως υπάρχειν. Αυτό μας ομολογεί διάτορα η ιστορίας της.

                                                *
Βέβαια, τόσο το μέτρο όσο και ο ρυθμός ποικίλλουν, ο ρυθμός μάλιστα δίνει πνοή στο μέτρο και σχετικοποιεί τα διάφορα είδη του (ίαμβος, τροχαίος, δάκτυλος, ανάπαιστος) κατά τρόπο που η εκάστοτε προκύπτουσα μουσικότητα αποτελεί την ψυχή του ποιητικού λόγου. Ο πραγματικά ελεύθερος στίχος επιβεβαιώνει αυτήν την αλήθεια και κάνει την ποίηση ρευστή και όχι αιχμάλωτο των μετρικών σχημάτων. Η μουσικότητα ωστόσο της ποίησης επικαλείται τη μυστική της κοινωνία με το είναι της μουσικής, κάτι που αναβαπτίζει την αυθόρμητη μουσική των φυσικών ήχων και εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε πόσο η ποίηση και η μουσική είναι καθαρά πνευματικές λειτουργίες, δίδυμες αδελφές των Μουσών. Ήδη είμαστε σε θέση να πούμε κάτι για τη μελωδία.
Όσο κι αν η μελωδία ως υπερφυής διαδοχή μουσικών ήχων υπό την αρμονία του μελοποιημένου ρυθμού, (η μουσική, το επαναλαμβάνουμε, συνδέεται τόσο στενά με την ποίηση) συγκινεί μέχρι εκστάσεως, και, όσο κι αν ο τραγικός ήρωας αφυπνίζει νεκρωμένες απ’  την τύρβη περιοχές της συνείδησής μας, όσο κι αν οι απέριττες λυρικές σκηνές με την αρμονική ποιητικής τους διάπτυξη αιωνίζουν παραμυθένιες στιγμές μας, υπάρχει κάτι το βαθύτερο. Το μελωδικό διενώνει γλώσσα, φύση, νόηση, μουσικοποιητική αρμογή σε πολυδιαθλώμενη ενότητα η οποία αναλώνει πληρωματικά. Η σιωπή της ως αειγενής πρόλογος-επίλογος δεν είναι παρά άρρητη κοινωνία με το κάλλος, με το νοητό κάλλος που είναι πεμπτουσία κάθε μορφής, σχήματος, λόγου.
Ας σημειώσουμε επιπλέον πως η μουσική είναι η κατεξοχήν έκφραση, πως η γλώσσα της, συμβολικά κατατεθειμένη, ευπρεπίζει σε ύψιστο βαθμό ό,τι η αισθητική ηχητική συγκίνηση προσφέρει στην αφήγηση κάθε μορφής λογοτεχνικής έκφρασης, στους ήρωες, στους πρωτοστάτες των δραμάτων, των λυρικών κ.ο.κ. δρωμένων, στις περιπέτειες, στις βαθιά υπαρξιακές περιπέτειες ηθικής, θρησκευτικής, πολιτικής, κ.ο.κ. φύσης. Δυστυχώς τα όρια της μελέτης μας δεν μας επιτρέπουν περισσότερες αναλύσεις.
Πρόκειται κατά βάθος για εμπνευσμένη αναμόρφωση του υπάρχοντος, για υπερφυή έμπνευση η οποία βρίσκεται στην αναζήτηση του είναι των ήχων και των φθεγμάτων.
Αυτό το κάλλος διαχέεται πολυπρισματικά και δημιουργεί μορφές ωραίου, συγκινησιακά ωραίου και όχι τέρποντος τις φυσιοποιημένες μας αισθήσεις ωραίου, ωραίου που αναδύει κάλλος και που εκεί παραπέμπει. Το ωραίο τρέφεται απ’  το κάλλος, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο ‘’τόπος’’ επιφανείας του. Είναι μυριόστομη επισφράγιση μιας βαθιάς μεταφυσικής θεώρησης: Το σχετικό (το ωραίο στη περίπτωσή μας) τρέφεται απ’  το απόλυτο (το κάλλος), αλλά, ταυτόχρονα, είναι ο τρόπος επιφάνειάς του. Γι’  αυτό οι παρθενικές μορφές, εικόνες καθαρότητας, των έργων τέχνης, μάς αρπάζουν κατά κάποιο τρόπο και μας οδηγούν στο άρρητο, στο ανέκφραστο.
Όλες οι θεσπέσιες περιγραφές, τα φρικτά πάθη, το στέφος των λογοτεχνικών σχημάτων που αρμονίζονται και γεραίρουν τη φυσική ομορφιά, η μυητική σύνθεση του δοκιμασμένου μυθιστοριογράφου που στις κορυφαίες στιγμές του είναι μύστης, ξυπνούν κάτι που βρίσκεται έξω απ’  το αφηγούμενο, πέρα απ’ τη μαγεία των λέξεων και την υποβολή των σχημάτων, γιατί διενώνουν μακάρια κοσμικό και ανθρώπινο είναι. Είναι η άχραντη στιγμή του βρίθοντος λόγου που υποκρούει ό,τι αποδιαστέλλει ή συστέλλει απόλυτα την ενότητα αίσθησης και αντίληψης (βλέπετε, η γλώσσα είναι ατελής, αδυνατεί να κυριολεκτεί απόλυτα), που πολυδιαθλάται στους αιωνίζοντες ρυθμούς των ήχων, των στίχων, των πράξεων, των ενορμήσεων αναζητώντας κατάλυμα στην καρδιά του κοσμικού άσματος ή δράματος. Γι’  αυτό, κάθε παραστατική θεώρηση του λέγειν και των τροπών του είναι έξω απ’  τις βαθύτερες θεωρήσεις της λογοτεχνίας. 
Ήρωες των δρωμένων στο χώρο της λογοτεχνίας δεν είναι φανταστικά ή μυθικά πρόσωπα, όσο κι αν το φαντασιακό και το μυθικό έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη στις κορυφαίες της στιγμές, στις στιγμές κατά τις οποίες η πραγματική λογοτεχνία και όχι η λογοτεχνία της σχόλης, της διασκέδασης, της απασχόλησης ή και της παρακμής έχει το λόγο.
Αν η ρέουσα λογοτεχνία της απλής αφήγησης ή περιγραφής, έστω και με όμορφη γλώσσα, είναι συχνή, όπως συχνός είναι και ο αναυθεντικός άνθρωπος, η πραγματική λογοτεχνία (αυτό μας διδάσκει η ιστορία της) είναι όντως σπάνια και μας επανάγει στο πραγματικό μας είναι. Μυεί στο κάλλος ανάγοντας το ωραίο, σε ό,τι είναι πρόσκαιρο στον κόσμο της μεταβολής παρά τις αρμονικές γραμμές, σχήματα, καμπύλες, αποχρώσεις, συνδυασμούς και αρμονισμένα σχήματα, σε μαρτυρία του κάλλους.

                                                *
 Στο βάθος όλων των ωραίων μορφών και πραγμάτων  υποκρύβεται το κάλλος και εδώ επανερχόμαστε στο κρυπτόμενο και στο φανερούμενο. Ναι, για τη λογοτεχνία το ωραίο είναι συναρπαστικό, αλλά ως έναυσμα που εξακοντίζει στο άρρητο βάθος της συνείδησης, σε ό,τι πληρώνει χωρίς να είναι αντικείμενο περιγραφής. Στο κάλλος.
Παράδοξη αισθητική;  Ναι, αν το παρά την δόξαν, ό,τι δηλαδή διαψεύδει την αβασάνιστη γνώμη, την απλή δοξασία, αν είναι το κατεξοχήν πεδίο της φιλοσοφικής δημιουργίας, όπως και κάθε άλλης μορφής δημιουργίας. Φιλοσοφημένα ιδωμένη η λογοτεχνία ανατρέπει το καθημερινό της προσωπείο ως αυλητρίδα της πλήξης και της τύρβης και  αναπροσλαμβάνει την ιερουργική της θα λέγαμε αποστολή.
Ήδη, ο ουτοπικός, ο συμβολικός κι ο μυθικός χαρακτήρας της λογοτεχνικής δημιουργίας συγκλίνουν και προδίδουν το αφετηριακό τους είναι, δείχνουν το κάλλος, το ψελλίζουν αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα το ωραίο, καλλύνοντας τους ήχους που γίνονται λέξεις, κατοπτρίζοντας τις μορφές στη ροή του λόγου και του κειμένου, ανοίγοντας ορίζοντες που δημιουργούνται απ’ την προσωποποίηση κόσμου και ανθρώπου.
Είναι σαφές πως χωρίς τη γλωσσική έκφραση θα αδυνατούσαμε να ζούμε πνευματικά, να είμαστε έγχρονοι, να εκφραζόμαστε, να ζούμε ως δημιουργικά όντα. Στο βάθος όμως αυτής της διαπίστωσης προβάλλει κάτι αποκαλυπτικότερο. Χωρίς τη γλώσσα δε νοείται ο έγχρονος άνθρωπος ούτε οι αναζητήσεις του. Όσο και αν κάποιοι τεχνικοί της γλώσσας, ιδεολόγοι κατά βάση και όχι επιστήμονες ή θεωροί του φαινομένου, θέλουν τη γλώσσα δημιουργό του ανθρώπου, η γλωσσική αλήθεια αποτελεί αψευδή μάρτυρα του ανθρωπίνου και κραταιώνει τον ουσιαστικό δεσμό του με το κοσμικό γίγνεσθαι.
Προσεκτικότερα: Υπάρχει μύχιος δεσμός ανθρώπου και κόσμου, κάτι που δε μπορεί να γίνει αντικείμενο αξιολόγησης εκ των υστέρων, ο υπαρξιακός μας δεσμός με τον κόσμο. Αυτός ο δεσμός γίνεται εννοητός ως πρωτοπληροφορία και αποκλείει για πάντα κάθε εξαντικειμενικεύουσα και παραστατή θεώρηση. Ο κόσμος δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο παράστασης για το υποκείμενο, η αντίληψή του είναι νοητή, απόλυτη, κατά τρόπο που παραστάσεις έχουμε μόνο για συγκεκριμένες αποσπασματικές μορφές του κοσμικού γίγνεσθαι. Και σε αυτές όμως τις περιπτώσεις προϋποτίθεται ως ἀνυπόθετον, για να χρησιμοποιήσω έναν πλατωνικό όρο, το απόλυτο κοινωνείν μας με τον κόσμο. Ήδη, η αίσθηση, η αντίληψη, η μνήμη, η φαντασία, η κρίση, καταγράφονται αναποφεύκτως ουτοπικά, μυθικά, συμβολικά.
Το μήνυμα της γλώσσας καταφάσκει σε αυτήν την παναλήθεια και γι’  αυτό ό,τι είναι ουτοπικό είναι ταυτόχρονα και μυθικό, ό,τι είναι μυθικό  είναι και συμβολικό και ουτοπικό. Με το εκφράζεσθαι επομένως αποκαλύπτεται η φορά των όρων, φωτίζεται το νόημα της γλώσσας, η πρόταση, και η πιο επιτηδευμένη, είναι ανοιχτή, κομίζει την πληροφορία του κοινωνείν, επιμαρτυρεί τις ‘’διαστάσεις’’ του ζην και να που επιστρέφουμε στον όρο κάλλος με νέο αναδυόμενο νόημα. Αν στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, στη χειροτεχνία αλλά και στις επιστήμες έχουμε ανάδυση του κάλλους, κάτοψη δηλαδή της αιώνιας φύσης του είναι των μορφών, των σχημάτων, των εικόνων, των μεγεθών κλπ., στη γλώσσα έχουμε την εξής ιδιοτυπία: Το υποκείμενο εκφράζεται άμεσα, εισδύει με τις απέραντων προοπτικών αποχρώσεις των λέξεων και με τις ομοιότητες, αναλογίες, αντιθέσεις, αρμονίες κ.ο.κ. που στεγάζονται στα σχήματα λόγου και στη χρήση των γλωσσικών όρων στη μύχια φύση του αποτυπώσεις της οποίας συναντάει στο μυστικό ψίθυρο του παντός. Φθέγγεται, θαυμάζει, απορεί, μεγαλύνει, υποκρούει, αναζητεί αιώνια κατάπαυση και διαβλέπει στα έργα του λόγου του τον ιδαλγικό του νόστο, ζει την πλήρωση την οποία προσπαθεί να αποτυπώνει μυθικά, συμβολικά, ουτοπικά.
Ζει την κατεξοχήν πραγματικότητα την οποία επιψαύει γλωσσικά και βεβαιώνεται πως το έγγιστο είναι η πηγή του φραστού, πως το τελευταίο, ιεραποδημητικό στη φύση του, τρέφεται απ’  το ανέκφραστο είναι του που είναι και το εγγύτατο.
Δεν απαιτούνται περισσότερα για να κατανοήσουμε την αισθητική της γλώσσας η οποία υπερεκχειλίζει το φραστό της επειδή ακριβώς τρέφεται απ’ το άφραστό της. Σφραγίδα της ωραιότητας του ό,τι περιγράφεται φραστά είναι το κάλλος, το κάλλος που θυσιάζεται για να τρέφει αέναα το ωραίο, κάθε μορφή ζωής. Πηγή του ωραίου είναι η αγαθότητα ως πλήρωμα που δε μπορεί να εκφρασθεί αλλά που τρέφει κάθε εκφραστό.
Δεν πρόκειται για φαντασιώσεις ευαίσθητων, αλλά για αλήθεια, δεδομένου ότι αν αγνοήσουμε αυτό το αιωνίως συμβαίνον, καταλύουμε κάθε δυνατότητα σκέψης και συναισθήματος.
Αν αναλύαμε τις νατουραλιστικές θεωρήσεις οι οποίες υποβαθμίζουν, αν δεν καταργούν το πνεύμα της αισθητικής της γλώσσας, της λογοτεχνίας αλλά και της ζωής ταυτόχρονα, αν παρασυρόμασταν σε μια εμπειριστική-νατουραλιστική ερμηνεία του ανθρώπου, της γλώσσας και των ευρύτερων αξιών, δε θα υποπίπταμε στην παγίδα του φαύλου κύκλου, αλλά θα χάναμε και κάθε επαφή με την ίδια μας τη φύση. Για πολλούς το ωραίο δεν είναι παρά κάτι που συγκινεί χάρη στη νομιζόμενη αρμονία ή χάρη που είναι συγκυριακά και προσλαμβάνονται διαφορετικά από κάθε άνθρωπο. Οι ήχοι της γλώσσας είναι απλοί ήχοι, έστω κι αν διαμορφώνονται και αρθρώνονται διαφορετικά λόγω των φωνολογικών μας ικανοτήτων, κ.ο.κ. Το ωραίο και το συγκινησιακό επομένως δεν είναι παρά συναισθήματα χωρίς καμιά σημασία, πέραν της προσωρινής τέρψης, όπως και η τέχνη του λόγου που συνθέτει καταστάσεις.
Η αισθητική συγκίνηση επομένως, η εκφραστή με τη γλώσσα αισθητική συγκίνηση, δεν έχει παρά ελάχιστη φιλοσοφική σπουδαιότητα. Παρόμοιες θεωρήσεις οι οποίες είναι πολύ παλαιές και ανανεώνονται κατά τα εκάστοτε συναφή ρεύματα, είναι παραμορφωτικές και δεν έχουν καμιά σχέση με την αισθητική. Παρανοούν ή αρνούνται τη φορά του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι, τη διακοινωνία αίσθησης και αντίληψης, το εγχρόνως υπάρχειν που αναδύει μυστήριο, διαφανές μυστήριο, αποκρυπτογραφούμενο απ’ την πάλη του ανθρώπου, από εμβαθύνσεις, απ’ τη μελέτη της ανθρώπινης, της διανθρώπινης φύσης και απ’ τη σχέση της με το φυσικό συμβαίνον. Το ωραίο κυοφορείται και αναθάλλει με τα μεγάλα έργα, αποτίκτει το κάλλος απ’ το οποίο τρέφεται και το οποίο τρέφει ταυτόχρονα, ο κόσμος, προσωποποιούμενος αποκαλύπτεται ανθρωπίνως και γνωστικά και συναισθηματικά, ο άνθρωπος ντύνεται με την αλουργίδα της τέχνης αλλά και της επιστημονικής γνώσης κοινωνώντας με την αιώνια φύση των πραγμάτων, με ό,τι δηλαδή τον τρέφει ηθικοδιανοητικά για να το τρέφει τρεφόμενος.
Η αισθητική παιδεία στην οποία επέμειναν ιδιαίτερα γνωστοί και επιφανείς κλασικοί αισθητικοί, στοχαστές και φιλόσοφοι των γερμανικών γραμμάτων του δέκατου ένατου αιώνα, είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγική, στο ευρύτερο νόημα του όρου, παιδαγωγεί και αποκαλύπτει και τη δύναμη του ηθικού.
Για το πνεύμα αυτής της μελέτης, η αισθητική της λογοτεχνίας είναι πάντα γένεσις εἰς οὐσίαν, και αυτό σημαίνει πως σε κάθε έκφραση, σε κάθε άξια λόγου προσπάθεια, αναδύεται μέσω του ωραίου το κάλλος. Υπ’ αυτό το πνεύμα η εγελιανή άποψη κατά την οποία τα έργα του πνεύματος είναι ανώτερα των έργων της φύσης, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εξής: Με τα έργα του πνεύματος, και στην περίπτωσή μας με τη γλωσσική έκφραση σε όλες της τις μορφές, προσωποποιείται το κοσμικό συμβαίνον και συνεκφράζεται έτσι με την ανθρώπινη πνευματική δημιουργία. Υπάρχει συνέργεια με υπέροχο νόημα που αιωνίζει τον άνθρωπο.
Όπως το είναι είναι το πλήρωμα του υπάρχειν, κατά παρόμοιο τρόπο το κάλλος είναι το πλήρωμα του ωραίου, ένα πλήρωμα όμως που είναι αδιανόητο χωρίς την έγχρονη κύησή του σε κάθε μορφή, έκφραση, δράση, γνώση, συναίσθημα. Αυτό ακριβώς μας προσφέρει η γλώσσα κυρίως με τη λογοτεχνική της δυναμική.


                                                *
Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να κάνουμε σύντομο λόγο για την επιστημονική γλώσσα η οποία δεν είναι παρά η γλώσσα των μαθηματικών συμβόλων. Δε διαφέρει ριζικά απ’  την έκφραση, γιατί και η επιστημονική γλώσσα εκφράζεται με σύμβολα, με τα μαθηματικά σύμβολα τα οποία όμως, ως σύμβολα, εκφράζουν νόημα το οποίο τα υπερβαίνει. Εκφράζουν ρωμαλέες διαπιστώσεις του πνεύματος και πολλοί, οι σαφέστατα περισσότεροι μαθηματικοί στους οποίους προσφεύγουν οι επιστημολόγοι, πιστεύουν πως το μαθηματικό σύμβολο παραπέμπει στις αιώνιες ιδέες των αριθμών, θέση σαφώς πλατωνική.
Δε θα ασχοληθούμε με αυτό το ουσιώδες πρόβλημα, θα περιορισθούμε στη θεματική μας προσθέτοντας πάντως πως αν τα μαθηματικά σύμβολα με τα οποία εκφράζεται η σύγχρονη επιστήμη είναι αιώνιες οντότητες που ορίζουν τις σχέσεις των αισθητών μεγεθών οδηγώντας σε ιδιότητες, σθένη, κινήσεις κ.ο.κ., άνετα προκύπτει πως η γλώσσα της επιστήμης δεν είναι απλά συμβολική, αλλά πως ‘’πολιορκεί’’ την αισθητή φύση, κάθε μορφή σχετικότητας, με ‘’όπλο’’ της το απόλυτο. Η επιστημονική γλώσσα, όποια και αν είναι η θεώρηση των συμβολικών-μαθηματικών της εκφράσεων με τους θαυμαστούς δρόμους της μαθηματικής επιστήμης και τα εφαρμοσμένα μαθηματικά, έχει οπωσδήποτε πνευματικό νόημα, είναι πνευματικός άθλος και ως τέτοιος ξεφεύγει απ’  το περιγραφόμενο, εκφράζει νόημα, πέρα από κάθε τύπο, οσοδήποτε προσωρινό, δεδομένου ότι η επιστήμη αυτοαναθεωρείται δημιουργικά και δε θέτει ποτέ τελεία και παύλα στην έρευνα.
Αντίθετα, επαναδιατυπώνεται πάντα υπό το φως νέων δεδομένων ή διορθώνοντας πρότερες εσφαλμένες θεωρήσεις της, παραστατικοποιείται με γραφήματα που είναι απλές ενδείξεις κίνησης μεγεθών, μορφοποιείται πάντα συμβολικά με βασική αφετηρία την αναλυτική γεωμετρία, αλλά το πνεύμα της ενοικεί στην κοινωνία μας με το γίγνεσθαι υπό αμετάβλητα σύμβολα, τα μαθηματικά σύμβολα.
Παράλληλες θεωρήσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε και για τις επιστήμες του ανθρώπου (ιστορία, εθνολογία, αρχαιολογία, πολιτική οικονομία, δίκαιο, πολιτειολογία κλπ.) που διαλληλίζονται, αν δεν υπηρετούν ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Βέβαια, και ας το προσέξουμε, οι θετικές επιστήμες, αλλά και οι επιστήμες του ανθρώπου, δημιουργούν τους όρους τους, την επιστημονική ορολογία η οποία προορίζεται κατά κυριότητα, ας πούμε, σε ειδικούς. Ωστόσο, προσέγγιση και της επιστημονικής ορολογίας, επικαλείται τη γλώσσα, την καθημερινή γλώσσα στην οποία ζει και απ’  την οποία τρέφεται ο επιστήμονας. Ο εμπλουτισμός αυτής της γλώσσας με επιστημονικούς όρους αποκαλύπτει απλά τη δυναμική του πνεύματος που διατυπώνει γλωσσικά το συμβαίνον τόσο στο φυσικό κόσμο. όσο και στον ανθρώπινο βίο. Ο πλούτος, ο αρίφνητος πλούτος της γλώσσας σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης προσπάθειας, επιβεβαιώνεται.
Εμπλουτιζόμενες όλο και πιο πολύ από τύπους παραστάσεις, στατιστικές και κατατάξεις εκφράζονται και αυτές συμβολικά και επιμαρτυρούν πως δεν υπάρχει πνευματική προσπάθεια χωρίς τη συμβολική έκφραση με την οποία συγκεκριμενοποιείται και ελευθερώνεται ταυτόχρονα το νόημα.

                                                *
Υπάρχουν όμως και ενστάσεις σχετικές με τις αρνητικές διαστάσεις της έκφρασης. Εννοούμε κυρίως τη γλώσσα της καθημερινότητας, της αναυθεντικότητας, του εκπεσμένου ήθους, τα εκτοξευόμενα ψεύδη, συκοφαντίες, ύβρεις κ.ο.κ. που βρίθουν. Δεν πρόκειται για κάτι το καινοφανές, είναι αρχαιότατο φαινόμενο. Κατά βάθος, δεν είναι η γλώσσα αλλά ο νόθος λογισμός, ο πονηρευόμενος λογισμός, το ψεύδος σε όλες του τις μορφές που δημιουργούν αυτό το αλγεινό φαινόμενο το οποίο επεκτείνεται στην προπαγανδιστική γλώσσα, στη εξουσιαστική γλώσσα, στη γλώσσα της εξουσίας, σε στερεότυπους όρους οι οποίοι παραμορφώνουν την ίδια την ανθρώπινη φύση.
Είναι όντως παράδοξο αυτό που συμβαίνει και αναλογιζόμαστε πώς η γλώσσα ως μαρτυρία, ως σάρκα του πνεύματος, γίνεται τρόπος έκφρασης του ψεύδους και της απάτης, του μίσους και του κατατρεγμού. Το έργο της όμως δεν αρκείται στην παραμόρφωση της αλήθειας, αλλά προχωρεί περισσότερο. Τείνει να φανατίζει και να ενσωματώνεται σε μορφές και θεσμούς παιδείας, με συνέπεια να απειλεί την ίδια την ανθρώπινη φύση και να οδηγεί σε ένα σκοτεινό βασίλειο δουλείας, ανθρώπινης δουλείας, με στρατούς αχθοφόρων της απάτης.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μορφές παρόμοιας έκφρασης, αλλά δε θα προσθέταμε τίποτε το νεώτερο. Αρκούμαστε όμως να διαπιστώσουμε πως σε αυτές τις οδυνηρές εκπτώσεις της γλώσσας, η τελευταία, από σάρκα του πνεύματος γίνεται στέγαστρο απανθρωπίας, στέγη και κατοικία του ψεύδους, του ιστορικού ψεύδους και των ποικίλων ψευδαισθήσεων που μόνο αρνητικές επιπτώσεις έχουν.
Υπάρχει βέβαια και ο παρηγορητικός αντίλογος: Η έγχρονη ζωή είναι συνεχής διακινδύνευση και κάθε μορφή έκφρασης επιμαρτυρεί τις θετικές ή τις αρνητικές της εκβάσεις. Δεν οφείλουμε να αναζητάμε στη γλωσσική έκφραση τις αρνητικές επιλογές του ανθρώπου, αλλά στο σφάλλειν του, στη λανθασμένη κατεύθυνση των επιλογών που δεν είναι παρά εθελοδουλία. Δεν είναι καταπληκτικό το ότι η γλώσσα ως σάρκα του πνεύματος γίνεται έκφραση κολαστηρίου των ψυχών, τρόπος έκφρασης ακόρεστων επιθυμιών, μέσο επιβολής παρανοϊκών βλέψεων κλπ. Αυτή η γλώσσα μαρτυρεί κάτι που αυτοκαταλύεται, όπως ακριβώς τα πάθη είναι τρόπος κατάλυσης και καταστροφής.
Ήδη φθάνουμε στη γλώσσα-όργανο και μαρτυρία μιας φαινόμενης ελευθερίας και δημιουργικότητας η οποία είναι τελικά εθελοδουλία. Αυτή η γλώσσα οικοδομεί ψευδή πάνθεα, εγωιστικούς θεσμούς, κοινωνικές συμβατικότητες και ψεύδη, είναι στην πραγματικότητα όχι το φθέγγεσθαι του πνεύματος αλλά του νόθου λογισμού και συχνά άγει και ανάσσει. Υπάρχει ψεύδος στο διάβα των πολιτισμών και αυτός είναι ο λόγος του τέλους τους, της κατάλυσής τους, της παρακμής τους. Στις παρακμιακές εποχές αυτή η γλώσσα βασιλεύει και οι άνθρωποι γίνονται μασκοφόροι πια και όχι ομιλούντες και διαλογιζόμενοι.
Θα ήταν όμως μέγιστη πλάνη να ταυτίζουμε τη γλώσσα με τις παρακμιακές εκφράσεις της ανθρώπινης σκέψης, θα εξαπλουστεύαμε επικίνδυνα, γιατί θα παραγνωρίζαμε κάτι εξίσου ηχηρό, παρά την ιστορική σιωπή του, την απουσία του απ’  τις περιγραφές των χρονικογράφων. Οι πολιτισμοί, τα έθνη χάνονται κάποτε αν όχι πάντα και έπεται η διαδοχή. Καμιά όμως διαδοχή δε μπόρεσε να αφανίσει τα έξοχα στοιχεία, τα γραπτά μνημεία κλασικού μεγαλείου και κάλλους τα οποία η γλώσσα μεταλαμπάδευσε με τη σιωπή της στους μετέπειτα, τους αγήραστους μετασταθμούς και επισταθμίες που καταξιώνουν ό,τι ωραιότερο κοσμεί το ανθρώπινο. Επαναλαμβάνουμε πως το αληθές είναι το κριτήριο του ψευδούς και εδώ η επιμαρτυρία της γλώσσας είναι ηχηρή.
Δεν είναι δε τυχαίο πως μεγαλειώδη κείμενα ύψιστων στιγμών πολιτισμικής ωρίμανσης μεταφράζονται, γιατί η οικουμενικότητα του μηνύματός τους συγκινεί κάθε σκεπτόμενο και στοχαζόμενο, πέρα από κάθε κοινωνικο-πολιτική, θρησκευτική, φυλετική και γλωσσική ιδιαιτερότητα. Βέβαια, το κάλλος του πρωτοτύπου είναι απαράμιλλο, δεν υπάρχει τέλεια μετάφραση, αλλά ας τονίζουμε, πάντα στο πλαίσιο των προβληματισμών μας, πως το νόημα της γλώσσας, της γλωσσικής έκφρασης που θα εκφράζεται πάντα συμβολικά, είναι οικουμενικό, πέρα απ’ τη θαυμαστή και απέραντη ποικιλία των γλωσσών.
Είναι και αυτή η αυθόρμητη κίνηση των ερευνητών μαρτυρία της αμίμητης ιδιαιτερότητας κάθε γλώσσας αλλά και της ταυτόχρονης οικουμενικότητας του μηνύματος το οποίο εκπέμπει.
Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε πως η άνθηση των γλωσσών κατά τις περιόδου ακμής των κλασικών κυρίως πολιτισμών προσφέρει δημιουργικούς όρους και τροπές της έκφρασης που αποκρίνονται σε πολιτισμικές επιτυχίες και καινοτομίες, Υπ’  αυτό το πνεύμα, υπάρχει μια κάποια ιδιομορφία-ιδιαιτερότητα στη γλώσσα και γι’  αυτό βασικοί όροι μετασταθμεύουν και σε άλλες γλώσσες ως δύσκολα μεταφράσιμοι. Αναμφισβήτητο παράδειγμα, οι όροι της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας όχι μόνο στη φιλοσοφία, αλλά και στις επιστήμες.
Αυτό βέβαια δεν κλονίζει την ενδότερη διακοινωνία των γλωσσών που είναι κατά βάση διακοινωνία του ανθρωπίνου πνεύματος με τις απέραντες διαθλάσεις του που καταγράφονται γλωσσικά.

                                                *
Γνωρίζουμε πως η γνώση των πολιτισμικών αξιών του παρελθόντος, πρόσφατου και απώτερου, κληροδοτούνται με τα γλώσσα, κυριότατα με το γραπτό λόγο, με τα μνημεία του. Για να είμαστε ακριβείς, οι ναοί, τα αγάλματα, τα οικοδομήματα και τόσα και τόσα ευρήματα της αρχαιολογίας αποτελούν αξιοσημείωτους, πολύτιμους πολιτισμικούς θησαυρούς οι οποίοι πληροφορούν  και μαρτυρούν το πολιτισμικό επίπεδο λαών και πολιτισμικών περιόδων.
Τα γραπτά μνημεία όμως, πέρα απ’ την ιστορία του γραπτού λόγου που είναι και αυτή πολύτιμη, προσανατολίζουν θετικότατα και αποτελούν μάρτυρες επιτεύξεων, δυναμικής εξέλιξης της γλώσσας, πλούτου και πνευματικού επιπέδου.
Ήδη η αξία των κείμενων επανέρχεται, δεδομένου και του θορύβου των τελευταίων δεκαετιών του σχετικού με την απόλαυση του κειμένου που παράδοξα σχετίζεται συχνά με το θάνατο του συγγραφέα.
Είναι αλήθεια πως ο συγγραφέας επηρεάζεται απ’  το περιβάλλον του, από τις ιδέες που κυριαρχούν, από αρχές, από ιδεολογίες, από ήθη κι έθιμα, όπως και από επαναστατικές και ανατρεπτικές θεωρήσεις. Αυτό όμως ανακλά ευρύτερες τοποθετήσεις και σε καμιά περίπτωση το συγγραφικό κείμενο αποτελεί μνημείο θανάτου του συγγραφέα, έστω και στη λεγόμενη (με απλουστεύσεις βέβαια)  περίοδο της αποδόμησης. Η ιστορία είναι γνωστή: Με την επιπόλαιη νετσεϊκή μυθολογία πέθανε ο Θεός και μετά το θάνατο της μεγάλης αυταπάτης επήλθε και ο θάνατος του ανθρώπου, ο θάνατος της πλάνης θα λέγαμε, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, η ματαιότητά της και το μη νόημά της, αφού όλα στερούνται νοήματος και δεν υπάρχει υποκείμενο.
Όσο κι αν φαντάζουν σύγχρονες παρόμοιες θεωρίες που εντυπωσιάζουν τους θιασώτες του εφήμερου και τους μελωδούς του θανάτου του ανθρώπου, είναι παλαιότατες. Τις συναντάμε και σε παλαιούς πολιτισμούς, σε στοχαστές οι οποίοι αρνούμενοι κάθε νόημα, αρνούνται και οποιαδήποτε φερεγγυότητα στη γλώσσα.

                                                *
Νεώτεροι και σύγχρονοι όμως στοχαστές οι οποίοι υποτίθεται πως φέρουν ως πανοπλία προσφορές του παρελθόντος αλλά και δεδομένα της έρευνας, εξαπλουστεύουν, παραποιούν, διαστρέφουν κι φυσικά αντιφάσκουν. Γι’  αυτό άλλες είναι οι θεωρήσεις των ακραίων αναλυτικών οι οποίοι προσκλίνουν σαφώς στον αφελή ρεαλισμό και θεωρούν τη γλώσσα οδηγό των ερευνών τους, άλλες οι εκτιμήσεις των εκπροσώπων του λογικού θετικισμού οι οποίοι απέβλεπαν στην καθαρότητα της περίφημης μεταγλώσσας η οποία ποτέ δε στοιχειοθετήθηκε και άλλες οι αναζητήσεις των ποικιλώνυμων εκφραστών του θανάτου του συγγραφέα, άρα της γλώσσας χωρίς υποκείμενο που στεγάζονται σε διάφορες σχολές, εφήμερες οπωσδήποτε.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την παραποίηση των όρων σημαῖνον, σημαινόμενον, σημεῖον, όρων που προέρχονται απ’  τους Στωικούς, και την ‘’εφαρμογή’’ τους σε κείμενα Νεοφροϋδιστών,10 θεωρητικών του κειμένου, αποδομιστών κλπ., εύκολα διαπιστώνουμε τις αδυναμίες εκτίμησης του κειμένου και αναπροσανατολιζόμαστε θετικά.
Είναι αναμφισβήτητο πως η γλώσσα κυοφορείται σε ένα περιβάλλον κοινωνικής ομάδας και πως χρωματίζεται απ’  τις αξίες του. Είναι όμως εξίσου βέβαιο πως η γλώσσα φέρει ακλινή σημεία λογικότητας, όποιες και αν είναι οι μυθικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κλπ. αντιλήψεις των εκάστοτε εκφραστών της. Γι’  αυτό ακριβώς είναι αδύνατο να ανατραπούν οι βασικές δομές της οι οποίες στήριξαν μεγάλες λογικές θεωρίες.
Ήδη και η γλώσσα είναι ατελής, όπως κάθε μεγάλη ανθρώπινη δημιουργία, αλλά το ατελές δε σημαίνει καθολικά εσφαλμένο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να αναφέρουμε πανάρχαιους μυθικούς όρους οι οποίοι πέρασαν και τη μεταφυσική, όσο και αν μεταρρυθμίστηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε πως και η απέραντη ποικιλία γλωσσικής έκφρασης μιμείται μέχρι ένα σημείο τη φυσική ακολουθία, το κοσμοείδωλο και το ανθρωποείδωλο παλαιότερων εποχών, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης του νοήματος το οποίο εκπέμπει τόσο ως γραπτός, όσο και ως προφορικός λόγος.
Συνιστά ακτινογραφία του πνευματικού άθλου του ανθρώπου και παράδοξα μηνύει κάτι που φαίνεται αντιφατικό: Αιχμαλωτίζει νοητά το αισθητό και ταυτόχρονα φιλοξενείται στον κόσμο του, αφού η συμβολική της έκφραση είναι αναδημιουργική εικόνα του αισθητού. Αναπροσλαμβάνει αναδημιουργικά ήχους, εικόνες, σχήματα, παραστάσεις και σε αυτό ακριβώς έγκειται η αμίμητη πρωτοτυπία της.
Είναι επομένως βαρόμετρο πνευματικής ανέλιξης, εξελίσσεται και εμπλουτίζεται κατά τις εμπειρίες και τις προκύπτουσες γνώσεις και προβληματισμούς, αλλά κινητήρια δύναμη δεν είναι ούτε τα φθέγματα των προπαγανδιστών, ούτε οι αναγκαιότητες της εξουσίας, ούτε οι προσταγές των ιερατείων, παρά το ότι υπάρχουν και επιτελούν περιορισμένης εμβέλειας αποστολές. Η γλώσσα καταλύει ειρηνικά και δημιουργικά και αυτό μας οδηγεί στη δύναμη των κειμένων τα οποία μας φέρουν σε επαφή με απώτερους χρόνους και πολιτισμούς.

                                                *
Το κείμενο μάς αντικρίζει και μάς απευθύνει το λόγο πριν το αναγνώσουμε, κατά το προηγούμενο του αισθητού κόσμου στον οποίο αναγνωρίζουμε ανακλάσεις του εαυτού μας.
Ενώ όμως η ανάγνωση, η αισθησιο-αντιληπτική ανάγνωση του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος είναι κάτι που επιτελείται άμεσα, η γλώσσα, και το κείμενο στη συγκεκριμένη μας περίπτωση, είναι πνευματικό επίτευγμα άλλης βαθμίδας ένα είδος εμμεσοποιημένης αμεσότητας, κάτι το οποίο προβάλλει και αναδύεται απ’  την αμεσότητά μας και το οποίο, χωρίς να χάνει τον άμεσο παλμό του και την κοινωνία του με το συμβαίνον, απαιτεί ενσάρκωση της σκέψης, δημιουργική ετοιμότητα και συνέπεια. Είναι δεύτερου βαθμού ανάγνωση, δημιουργική, που μαρτυρεί διανθρώπινη κοινωνία σε όλες τις βαθμίδες και φάσεις της.
Έτσι καταγράφονται βιώματα, καταστάσεις, ήθη, έθιμα, παραδόσεις κλπ., έτσι καταχωρούνται πλάνες, αυταπάτες, αλλά και μέγιστες ανησυχίες, προβληματισμοί, θεωρήσεις, επιτεύξεις, προσμονές.
Δε θα υπήρχε διαπολιτισμικός διάλογος, ούτε δυνατότητες συνεργασίας των ανθρώπων χωρίς αυτή την επίτευξη η οποία είναι μια αποκάλυψη. Θεωρώντας και χωρίς να σχηματοποιούμε, διαβλέπουμε πως υπάρχει μία κατά πολλά σημεία ομοιογενής πορεία των πολιτισμών, πορεία την οποία μας διασώζουν τα γραπτά κείμενα. Αρχίζει με τις πρωτογενείς και απέριττες μυθικές αφηγήσεις, με την πρωτογένεια του θρησκευτικού πανθεϊσμού, τη μυθολογία, τις επεκτάσεις του μυθικού πνεύματος όπως η μαγεία, η αλχημεία, η θεουργία, η αριθμοσοφία, μαρτυρίες οι οποίες αγγέλλουν θεουργία και προμηθεϊσμό.
 Όλα αυτά τα οποία θα απαιτούσαν τόμους, τα βλέπουμε σε κείμενα, αφού αποτελούσαν πεποιθήσεις γενεών και γενεών προφορικά μεταδιδόμενες. Αναφέρουμε απλά κάτι ενδεικτικό: Μόνο στην ελληνική αρχαιότητα θραύστηκε δημιουργικά ο μύθος και δεν απαιτήθηκε καμιά θεουργία, αριθμοσοφία, αλχημεία. Πρόβαλαν καθοριστικά η φιλοσοφία, η επιστήμη και ο πολιτικός λόγος.
Προς τι όμως αυτή η τηλεγραφική παρέκβαση; Μας βοηθάει να επιστρέψουμε στο κείμενο ως μαρτυρία συγκλινόντων στοιχείων των πολιτισμών και ως σημαντική επισφράγιση του γραπτού λόγου. Και αν ακόμη δε δεχόμασταν τις πρώτες αφελείς διηγήσεις, και αν δεχόμασταν πως τα πάνθεα είναι απλά και μόνο προεκτάσεις των ανθρωπίνων παθών τα οποία καθαγιάζονται από τις ιεροβασιλείες, το σημαντικό στοιχείο που προκύπτει καταξιώνει τη σπουδαιότητα του κειμένου στη ανάγνωση και αξιολόγηση των πολιτισμών και των αξιών τους.
Θεωρούμε σημαντική μαρτυρία τις πρώτες μορφές γραπτού λόγου, τα ιερόγλυφα, τη σφηνοειδή γραφή, ό,τι δηλαδή καταγράφει, ακινητοποιεί και υποτάσσει το ανθρώπινο και το κοσμικό στη θεία τάξη, στη νομιζόμενη θεία τάξη. Και η ομιλία των ανθρώπων είναι έργο των θεών, και η φύση είναι τρόπος του ενεργείν τους, το συμβολικό είναι σύμβολο, φανέρωση που κατισχύει σε κάθε μορφή έκφρασης, και στο γραπτό λόγο. Η συμβολική είναι ιερουργική, απόλυτη, αμετακίνητη και οι άνθρωποι όργανα αυτής της τάξης.
Φυσικά οι πρωτογενείς γραφές είναι προτασιακές, ένα ιερόγλυφο είναι σφραγίδα νοήματος, περικλείει φράση ή πρόταση, και υποκρύβει το ιεροκρατικό αμετακίνητο σύμπαν που κατευθύνει.
Βέβαια δεν παύει να αποκαλύπτει πολιτισμική πρόοδο και δεν οφείλουμε να ξεχνάμε πως η γλώσσα της καθημερινότητας, η γλώσσα των πλείστων οι οποίοι αγνοούσαν τα ιερόγλυφα και τα σφηνοειδή σύμβολα γραφής έρεε. Η πολιτισμική σφραγίδα όμως αθανατιζόταν με τους γλωσσικούς θησαυρούς και αυτό αποκαλύπτεται σαφέστατα με το φωνητικό αλφάβητο, με τη συλλαβική γραφή η οποία, παρά το ότι θεωρείται αυτονόητη γιατί αναπνέουμε στο σύμπαν της, συνιστά ανεπανάληπτη καινοτομία. Το μονοδιάστατο του συμβόλου διαρρηγνύεται δημιουργικά, η γραφή δεν είναι πια σύμβολο, αλλά συμβολική με δημιουργικότατες συνέπειες στην ιστορία του ελληνοευρωπαϊκού κυρίως πολιτισμού.
Ωστόσο, ας μη μας διαφεύγει κάτι το οποίο είναι και η μέριμνά μας. Επισκοπώντας την ιστορία του κειμένου απ’  τις πρώτες του μορφές μέχρι τις σημερινές, διαπιστώνουμε πως οι βαθύτερες εκζητήσεις κατευθύνονται σε ένα κοινό αισθητήριο, σε ένα κοινό sensorium, παρά τις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών, παρά τις αντιφάσεις και τα χθόνια στοιχεία τους που κάποτε είναι απογοητευτικά.
Υπάρχει μια διαχρονική, διαπολιτισμική, διακειμενική πληροφορία η οποία αναφαίνεται σε κείμενα αλκής και πνευματικής ισχύος, σε κείμενα τα οποία διασώζουν την πνευματικότητα του ανθρώπου και τα οποία έδωσαν δημιουργικά εναύσματα στη δημιουργία νέων επιτεύξεων, κυρίως στο χώρο των επιστημών. Αυτά τα κείμενα δε διασώζουν απλά θησαυρούς του παρελθόντος, ούτε αποτελούν μαρτυρίες της διαχρονικότητας του γλωσσικού φαινομένου και του ανανεούμενου πλούτου και της εξέλιξής του. Είναι βαρόμετρο πορείας που μηνύει την οικουμενικότητα των μεγάλων εμπνοών των ανθρώπων ανεξαρτήτως πολιτισμικής ηλικίας, κείμενα απ’  την καλλιέργεια των οποίων αναπαράγονται αναδημιουργικά ιδέες. Ποιος θα μπορούσε λ.χ. να αμφισβητήσει τη δυναμική των προσωκρατικών και των πυθαγορείων στην πλατωνική φιλοσοφία, τις παμψυχιστικές επιδράσεις στην αριστοτελική σκέψη, την επίδραση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής προβληματικής στη διαμόρφωση της χριστιανικής, της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκειοφιλοσοφίας, ποιος θα υποτιμούσε την επίδραση της ευκλείδειας γεωμετρίας, της αρχιμήδειας σκέψης κ.ο.κ. στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διανόησης και επιστήμης;

                                                *
Βεβαίως η πρόοδος του πολιτισμού προκάλεσε αργά και σταθερά όχι μόνο την ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά έδωσε και την τεχνολογία τη οποίας ο δεσμός με την επιστήμη άλλαξε τις προοπτικές της ζωής. Η παιδεία γενικότερα οδήγησε στην τεχνολογική οργάνωση των κοινωνιών, δημιουργεί μια άλλη γλώσσα με αμφισβητήσιμη έκβαση, αλλά το ουσιώδες παραμένει. Πρόκειται για νέα γλώσσα με συμβολικούς χαρακτήρες, για μια γλώσσα η οποία λόγω των ιλιγγιωδών επιδράσεων στη ζωή μας οφείλει να συμβουλεύεται τη γλώσσα  των πολιτισμών, τον πλούτο της ο οποίος προδίδει και διαμορφώνει αρχές ζωής, τον οικουμενικό ανθρωπισμό.
Η γλώσσα της τεχνολογίας με κύριο χαρακτήρα της την κυβερνητική παρουσιάζει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που έγκειται στο άχρωμό της, στην ουδέτερη φύση της, είναι γλώσσα που προκύπτει από εφαρμογές των  φυσικομαθηματικών, απ’ τις τυφλές και απρόσωπες εφαρμογές, αυτόματη γλώσσα και γι’   αυτό υπ’  αυτήν την άποψη είναι θαυμαστή. Ωστόσο η απροσωπία της η οποία έχει αναμφισβήτητη οικουμενικότητα είναι αδύνατο να αναγνωρίζεται χωρίς τη συμβατική γλώσσα, χωρίς τις ανάγκες της ζωής και σε αυτό είναι φιλοσοφικά υποτελής των γλωσσών.
Υπάρχει επίσης και κάποια υπόδηλη αλήθεια η οποία προκαλεί όλους τους πραγματιστές θεωρητικούς της κυβερνητικής.
Και στα πλέον αυτόματα μηχανήματα με τις σχεδόν απίστευτες δυνατότητες ταχύτητας, πληροφόρησης και αποτελεσματικότητας υπάρχει πάντα ο ανθρώπινος σχεδιασμός, η δεινότητα των εφαρμοσμένων φυσικομαθηματικών επιστημών, τα δημιουργούμενα λογισμικά, όπως και οι αναγκαιότητες της ζωής, κάτι που δοκιμάζει την ανθρώπινη ελευθερία, το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Υπ’  αυτό το πνεύμα η γλώσσα των υπολογιστών δεν είναι ριζικά διαφορετική απ’  την ανθρώπινη, αλλά αποτελεί ένα νέο στάδιο το οποίο ήδη προαγγέλλεται απ’  τις πρώτες  τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου. Χωρίς τη γλώσσα, όπως την εξετάζουμε και όπως τη δημιουργούμε, η γλώσσα της τεχνολογίας με την κυβερνητική της αιχμή δεν είναι διανοητή. Διέχεται απ’  την ίδια δυναμική που είναι η δυναμική του ανθρωπίνου πνεύματος με όλες τις αμφισημίες και διακινδυνεύσεις της.  Η πνευματική μαρτυρία σε όλες της τις εκφάνσεις επιφυλάσσει και τίκτει οδύνες, μπορεί να άγει στην ελευθερία ή στην αναγκαιότητα-εθελοδουλία.


VI. ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΣΙΩΠΑΝ
Το είναι του πνεύματος και τα όρια της γλώσσας ως μαρτυρίας. Σχετικώς εκφράζεσθαι και απολύτως εννοείν. Η σιωπή του λέγειν. Το λέγειν ως αειγενής τροφή του σιωπάν, το σιωπάν ως τροφή του λέγειν. Συμπληρωματικότητα: Πέρα απ’  τη διαλεκτική.  Γένεσις εἰς οὐσίαν, θνήσκειν και λέγειν. Ανάδυση του σιωπάν.

Αν η γλώσσα είναι μαρτυρία του πνεύματος, οφείλουμε να επισκεφθούμε στα όρια του γλωσσικού φαινομένου τον όρο πνεύμα. Έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη και σε προηγούμενες σελίδες αυτής της μελέτης πως ο κόσμος μας είναι πνευματικός, πως ο όρος ύλη ο οποίος προέρχεται από πρωτογενείς μυθικές αφηγήσεις πάσχει και εγκλείει αντιφατικότητα. Αντιπροτείνοντας τον όρο αισθητός κόσμος με ενεργούσες οντότητες οι οποίες δεν είναι διανοητές χωρίς την συναντιληπτική ενσυναίσθηση, τη συνενέργεια δηλαδή της αίσθησης και της αντίληψης, σε σημείο που το είναι της αίσθησης είναι αντιληπτικό και το είναι της αντίληψης είναι αισθητό, αποδεσμευόμενοι επίσης απ’  τον όρο χώρος, όρο που κληροδοτήθηκε απ’  τη μυθολογία στη φιλοσοφία, και αντιπροτείνοντας τη φαντασιακή χωροχρονικότητα, έτσι ώστε οι αποστάσεις οι διαστάσεις κλπ. των αισθητών να είναι εννοητές και όχι διαστατές-χωρικές, αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει πνευματική φύση του κόσμου και του ανθρώπου.
Ο,τιδήποτε πνευματικό, οποιαδήποτε εννόηση και έκφρασή της έχει το χαρακτήρα του κινούμενου, του μεταβαλλόμενου, του φθειρόμενου, αλλά για να κατανοήσουμε τους όρους με τους οποίους ζούμε και αναπτυσσόμαστε, για να εκφέρουμε οποιαδήποτε λογική πρόταση με ισχύ και κύρος, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως οι όροι που απαρτίζουν τον αισθητό κόσμο δεν είναι με κανένα τρόπο κατανοητοί χωρίς την αφετηρία, την απόλυτη αφετηρία, τη διαρκή ισχύ της απόλυτης φύσης κάθε αισθητού, κάθε κινούμενου, κάθε μεταβαλλόμενου κ.ο.κ.
Είναι επομένως σαφές πως πραγματικό όριο κάθε λογικής έκφρασης και διαπίστωσης είναι το εκάστοτε οριοθετούν, πως δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα  όρια απόλυτα ορίσιμα, καθόσον όρος του πεπερασμένου, του υπάρχοντος είναι η απόλυτη οντική του φύση.
Τίθεται το πρόβλημα των ορίων της γλώσσας, κάτι που απασχόλησε αρκετούς φιλοσόφους χωρίς να έχει διαλευκανθεί με επάρκεια.11 Επειδή στη φιλοσοφική έρευνα δεν υπάρχει τελευταία λέξη, επιχειρούμε μια άλλη θεώρηση η οποία προδιαγράφηκε σε προηγούμενες σελίδες και κατά την οποία όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου, αλλά όρια του κόσμου μας δεν υπάρχουν.
Ήδη η γλώσσα δεν έχει όρια, αλλά ο τρόπος εκφοράς τόσο του γραπτού, όσο και του προφορικού λόγου είναι σχετικός, οριακός δηλαδή. Μόνο το σχετικό είναι οριακό, μόνο στον κόσμο της μεταβολής, της φθοράς και της κίνησης υπάρχουν σχετικές οριοθετήσεις οι οποίες είναι αέναα μεταβλητές και γνωρίζουμε πως μόνο ορίζουσα δύναμη είναι η εννόησή του. Τα όρια και οι οριοθετήσεις έχουν πάντα συμβατικό και σχετικό χαρακτήρα και δεν ισχύουν ποτέ απολύτως.
Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε και στον κόσμο της γλώσσας. Κάθε έκφραση, κάθε λέξη, όνομα, πρόταση προϋποθέτει νόηση, αντίληψη και αίσθηση. Τι εννοούμε όμως: το σύμβολο ή το συμβολιζόμενο; Αν όμως το συμβολιζόμενο νοείται απολύτως ως προς την αιώνια φύση του που είναι και η αιώνια φύση των πραγμάτων, στη φαινόμενη-υπαρκτική-μεταβλητή κ.ο.κ. κατάστασή του είναι πάντα σχετικά οριστό, κατά τρόπο που τα όριά του είναι σχετικά. Δεν πρόκειται για τέχνασμα ή για ‘’έξωθεν’’ επιβολή μιας ανύπαρκτης ή πολύ αμφίβολης αρχής, αλλά για αλήθεια η οποία καθιστά δυνατή κάθε ισχύουσα κρίση, κάθε νόημα.
Υπάρχει ωστόσο κάτι το οποίο θα μας βοηθήσει να συνεχίσουμε. Το νόημα της πρότασης, της ορίζουσας κυρίως πρότασης, δεν έχει ούτε τοπικά ούτε διαστημικά όρια. Είναι καθαρά πνευματικό κι αυτό δηλώνεται με τη συμβολική φύση κάθε έκφρασης και κυρίως της γλωσσικής. Υπ’  αυτό το πνεύμα οι γλωσσικοί όροι είναι συμβατικοί, σχετικοί, δεν κυριολεκτούν ποτέ και αυτό μηνύεται υπόδηλα με την ίδια τη γλώσσα και με τα σχήματα λόγου τα οποία μετέρχεται, με τις αλληγορίες, τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις, τους παραλληλισμούς κλπ.
Όταν ισχυριζόμαστε πως δεν υπάρχουν όρια στη γλωσσική έκφραση, ή πιο συγκεκριμένα, όταν λέμε πως όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου που δεν υπάρχουν, αλλά συμβατικοί οριακοί σταθμοί οι οποίοι είναι αδιανόητοι χωρίς την απόλυτη φύση τους, εννοούμε κάτι βαθύτερο: Όριο οποιουδήποτε μεγέθους ή ενέργειας είναι ό,τι το συνέχει, το απόλυτο.
Το σχετικό έχεται απ’  το απόλυτο, το εκφραστό απ’  το άρρητο. Ταυτόχρονα όμως στο σχετικό, στο εκφραστό, στο συγκεκριμένο, στην πρόταση, στο όνομα κλπ., υπάρχει η πνοή του απολύτου, του νοήματος και να που η πνευματική φύση του εκφράζεσθαι δηλώνει αυτήν την αλήθεια.
Ίσως εδώ αντιλεχθεί πως μόνη κυριολεκτούσα γλώσσα είναι η μαθηματικοποιημένη γλώσσα της επιστήμης και ιδιαίτερα η γλώσσα των φυσικομαθηματικών επιστημών. Αν όμως δούμε βαθύτερα τα πράγματα, οι διαπιστώσεις μας ενισχύονται. Τι περιγράφει ο μαθηματικός τύπος με τις οντότητες των αριθμών:  Οι αριθμοί είναι αμετάβλητοι, ανεξάρτητα απ’  τον τρόπο θεώρησης αυτής της  ‘’αιωνιότητάς’’ τους, και ταυτόχρονα  περιγράφουν μεταβαλλόμενα πράγματα. Πώς τελείται αυτό και πού αναφέρεται ο μαθηματικός τύπος; Το πρόβλημα είναι σημαντικότατο, αλλά το περιορίζουμε στη συγκεκριμένη μας προβληματική.
Οποιαδήποτε περιγραφή, κρίση, συμπέρασμα ή παρατήρηση έχει συμβολικό χαρακτήρα αλλά στο σύμβολο ή στα σύμβολα που συναπαρτίζουν λογική πρόταση εικονίζεται η ενότητα, το πνεύμα της οποίας φωτίζει τα ενεργούντα πράγματα. Και στη μαθηματική περιγραφή συμβαίνει αυτό. Η συμβολική των αριθμών και των άλλων συμβόλων δεν είναι παρά το όμμα του απολύτου στο σχετικό το οποίο προσδιορίζεται έτσι.

                                                          *
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο συμβατισμός αναπτύχθηκε12 από φυσικομαθηματικούς οι οποίοι προσπαθούσαν να προσδώσουν όρια συμβατικά και στα σύμβολα καταγραφής των πορισμάτων των φυσικών επιστημών, να τα σχετικοποιήσουν κατά κάποιο τρόπο και να τα περιορίζουν σε συγκεκριμένα πεδία αναφοράς όπου και θα μπορούσαν να ισχύουν χωρίς ενδοιασμούς. Ο συμβατισμός όμως υποστηρίχθηκε και στο πεδίο της γλωσσολογίας και της θεωρίας της γλώσσας με ποικίλες τροπές που οδηγούνται σε παράδοξες τάσεις, όπως τα γλωσσικά παίγνια (games of language). 
Ωστόσο, τόσο ο περιορισμένης εμβέλειας συμβατισμός, όσο και ο ριζικός, πέρα απ’  τα προβλήματα, θετικά ενίοτε, που αντιμετωπίζουν, θέτουν το πρόβλημα των δυνατοτήτων των γλωσσικών συμβόλων, τόσο στο πεδίο των θετικών επιστημών, όσο και στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου. Τον όρο όμως προφθάνει η ίδια η δομή της γλώσσας και μάλιστα και στις πρωτογενείς της μορφές.
Μια πρόταση έχει οπωσδήποτε συμβατικό νόημα το οποίο αυτοπροδίδεται και δεν απαιτείται να προκαθορίζεται με κανόνες και περιοριστικούς όρους. Τόσο τα επιρρήματα, οι προθέσεις, τα ουσιαστικά και τα ρήματα, όσο και οι σχηματιζόμενες προτάσεις αναφέρονται πάντα σε πεδία δράσης, ενέργειας, σε  νοητές αποστάσεις, σε νοήματα συγκεκριμένης πολιτισμικής περιόδου, σε ψυχικές καταστάσεις, σε αντιδράσεις κ.ο.κ. και επομένως το προφερόμενο νόημα ‘’αυτοτοποθετείται’’ στο ήδη προκαθορισμένο πεδίο αναφοράς. Έτσι δημιουργείται νόημα, έτσι αποδεικνύεται η πλαστικότητα, η σχετικότητα αλλά και η εγκυρότητα των λέξεων, των όρων, των προτάσεων.

                                                *
Αν επεκτείνουμε τη γλωσσική έκφραση σε όλες της τις μορφές, αναγνωρίζουμε χωρίς δυσκολία τη σιωπή που δεν είναι παρά το άρρητο, το ανέκφραστο στοιχείο του είναι μας και που τρέφει το λόγο και ‘’περιορίζεται’’ στη συμβολική έκφραση με τον απέραντο αριθμό σημείων: Περιορίζεται αποκρυπτογραφώντας την άπειρη φύση κάθε περιγραφόμενου ή ενεργούντος στην έγχρονη διάπτυξή του, στο γίγνεσθαί του με την απέραντη ποικιλομορφία τροπών του. Έτσι επιτελείται η εσαεί γένεσις εἰς οὐσίαν, το αιωνίζεσθαι των υπαρχουσών οντοτήτων, κατά τρόπο που η αισθητή φύση κάθε εκδήλωσης, κάθε κίνησης, φθοράς, μεταβολής που καταγράφεται γλωσσικά δεν είναι παρά συμβολική φανέρωση του άρρητου με όρους ρητού.
Θα μπορούσαμε εδώ κάνοντας επιβαλλόμενη παρέκκλιση να πούμε πως αυτή η αλήθεια διαπιστώνεται και σε άλλες μορφές έκφρασης, όπως οι κινήσεις του σώματος, η εκφραστικότητα του προσώπου, οι τροπές της κατά τις περιστάσεις, η ψυχολογική δράση και αντίδραση η οποία αναπόφευκτα συνάπτεται και με τη γλωσσική έκφραση όχι μόνο σε περιπτώσεις ρητόρων, πολιτικών, δικανικών λόγων, προπαγανδιστικών ομιλιών ή θρησκευτικών κηρυγμάτων κ.ο.κ., αλλά και σε καθημερινές σκηνές της ζωής μας.
Είναι απέραντη η βιβλιογραφία η σχετική με ιδεολογικές, ψυχολογικές, κλιματολογικές κλπ. επιδράσεις στο πεδίο του λέγειν, της γλώσσας, του λόγου της. Δε θα επεκταθούμε, γιατί θα ξεφύγουμε απ’  την κύρια θεματική μας. Αρκούμαστε στο εξής: Όλοι οι παράγοντες που επιδρούν είναι υστερογενείς και παρά τις επιδράσεις, δεν επηρεάζουν το γλωσσικό φαινόμενο στην ουσία του.
Την ψυχολογική διάσταση της γλωσσικής έκφρασης την περιορίζουμε στη συγκεκριμένη προβληματική μας κατά την οποία η σιωπή δεν είναι ένα βασίλειο το οποίο βρίσκεται έξω μας, έστω και σε ένα επέκεινα, αλλά η ίδια η απειρική μας φύση η οποία τρέφει το λόγο. Είναι λοιπόν σαφές πως η ανάλωση του ρήτορα καθιστά τα λεγόμενά του εννοητά και επιδεκτικά κριτικής, πως οι κινήσεις του, η ορολογία του, οι χρωματισμοί της φωνής του και ο τρόπος άρθρωσης προδίδουν  το ουσιώδες ή το επουσιώδες, μαρτυρούν κυριότατα πώς ο λόγος ως τέκνο της σιωπής προσλαμβάνει τόσες και τόσες τροπές.
Ας δούμε όμως πώς οι αρχές που κοσμούν το ανθρώπινο και που αθανατίστηκαν απ’  την παγκόσμια μούσα όλων των πολιτισμών με μαρτυρίες κυρίως απ’ τη γλωσσική έκφραση όπου οι όροι άσπιλο, χαρμικό, αγνό, παρθενικό, απέριττο, κ.α. είναι λαμπτήρες οντικής διαφάνειας που καταυγάζει το υπάρχειν. Δεν εννοούμε μόνο ζώντα ‘’αρχέτυπα’’ προερχόμενα απ’  τις έξοχες και ευγενισμένες πηγές του μυθικού, του θρησκευτικού, του λογοτεχνικού αλλά και του καλλιτεχνικού ‘’πανθέου’’, κάτι που έθρεψε ζωτικές πολιτισμικές αξίες, αλλά και μορφές και σχήματα της καθημερινότητάς μας.
Τι μηνύουν; Ίσως φαίνονται αντιφατικές εκφραστικά τουλάχιστον, γιατί ‘’εκφράζουν’’ κάτι το μη εκφραστό, δεδομένου πως το λέγειν μας είναι πάντα σχετικό και πως εκφράζει το περιγραπτό. Καρδιά του περιγραπτού όμως είναι το μη περιγραπτό και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως δε μπορεί να υφίσταται γλώσσα χωρίς κομβικούς όρους οι οποίοι μηνύουν πάντα συμβολικά το απόλυτο, το ανέκφραστο ως κρηπίδα κάθε περιγραπτού.
Απαιτείται τάχα προσφυγή στους γενικούς όρους ή έννοιες των οποίων το νόημα είναι απόλυτο; Είναι κανένας σε θέση να μας πει αν οι γενικοί όροι στην απέραντη διαφάνειά τους, τα universalia, οι καθολικές ή γενικές έννοιες δηλαδή, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει ούτε λόγος ούτε σκέψη, δεν έχουν σχέση το ό,τι αποκαλούμε πνεύμα αγνότητας, καθαρότητα, άσπιλο, απερίτμητο (ταυτολογούμε); Οι τελευταίοι όροι είναι το καθαρό όμμα του απολύτου στο σχετικό, η μαρτυρία ότι στο σχετικό μηνύεται το απόλυτο. Δεν περιγράφονται αλλά ενσκήπτουν ως πνευματικοί πυροκροτητές του φραστού. 

                                                *
Εμβαθύνοντας, διαπιστώνουμε πως η γλώσσα η οποία μαρτυρεί το μόχθο και τις εμπνοές του πνεύματος δεν έχει όρια όπως και ο κόσμος, πως όριό της και αρχή κάθε ορισμού είναι το απόλυτο του πνεύματος. Χωρίς αυτή την αλήθεια δεν υπάρχει γλώσσα. Οι γενικοί όροι όμως οι οποίοι ταλαιπώρησαν μάταια πολλά πνεύματα είναι ό,τι πιο συγκεκριμένο, ό,τι πιο ζωτικό και αυτό το διαπιστώνουμε στις ευγενισμένες μορφές του, στην ηθική καθαρότητα του άσπιλου, του αγνού, του παρθενικού, του χαρμικού. Πρόκειται για απαρχές γνώσης και λόγου, για απαρχές που φωτίζουν και πληρώνουν το φραστό της γλώσσας.
Αυτό μηνύει και ο όρος σιωπή ως στηθοσκόπηση του πραγματικού, του φραστού, μακριά από άτεχνες εξιδανικεύσεις, στο βάθος όμως του είναι μας. 
Δεν είναι επομένως η σιωπή κάποιο όριο μεταξύ του ρητού και του άρρητου, μια θύρα η οποία θα οδηγούσε σε ανέκφραστους κόσμους οι οποίοι βρίσκονται κάπου ως νοητά είδωλα, δεν είναι ακόμη περισσότερο ό,τι ονομάζεται γνόφος αγνωσίας, αποφατισμός, ό,τι και στη φιλοσοφία, πέρα από απέραντες σελίδες πολλών μυστικών, θεωρήθηκε άγνωστος πλούτος στον οποίο εισδύουμε από αδυναμία έκφρασης. Δεν είναι η ἃπλωσις, η έκσταση, η άβυσσος, το χάος, το απόλυτο κενό και πολλοί σχετικοί όροι οι οποίοι έχουν την καταγωγή τους στη μυθολογία. Είναι βέβαιο πως αυτοί οι όροι υπήρξαν πυρήνες της ελληνοευρωπαϊκής θρησκειοφιλοσοφίας, όπως είναι βέβαιο πως τους συναντάμε τόσο στις μονοθεϊστικές θρησκείες των οποίων ο φιλοσοφικός οπλισμός είναι ο πλατωνισμός, η αριστοτελική φιλοσοφία και ο πανθεϊσμός, σε εκλεκτική πρόσληψη.
Ερευνώντας περισσότερο το πρόβλημα  διαπιστώνουμε και πως σε άλλους μεγάλους πολιτισμούς υπάρχουν παράλληλες θεωρήσεις που συγκλίνουν με εκείνες της ελληνοευρωπαϊκής παράδοσης. Δεν απαιτείται επιμονή στη σπουδαιότητα της γλώσσας εν προκειμένω, στη σύζευξή της με τις μέγιστες εμπνοές του ανθρώπου.
Μηνύουν όμως όλοι αυτοί οι όροι κάτι σημαντικότατο και αυτό οφείλουμε να επισκοπήσουμε. Θα νομίζαμε με την πρώτη ματιά πως πληρώνουν αποφατικά την αδυναμία της γλώσσας να εκφράζει το κατεξοχήν πραγματικό ή να κρούει τη θύρα του απόλυτου, δεδομένου του σχετικού της χαρακτήρα. Αν δηλαδή η γλώσσα έχει όρια, υπάρχει κάτι το απόλυτο το οποίο αδυνατεί να εκφράσει. Είναι η σιωπή. Πρόκειται όμως για παρανόηση την οποία συναντάμε συχνά, για εύγλωττη όμως παρανόηση.
‘Ο,τι επομένως ονομάζουμε σιωπή, και με τη σιωπή συνδέεται η κατάνυξη, η περισυλλογή, η ενδοσκόπηση, ο διαλογισμός, καταστάσεις τις οποίες συναντάμε σε όλες τις μεγάλες παραδόσεις με νήφουσα πνευματικότητα, μηνύει την προσπάθεια ή, καλύτερα, την ένδον πληροφορία, την  αειφόρο πληροφορία η οποία όμως οφείλει να εκτιμηθεί σωστά πριν εκτραπεί.
Όντως, συχνά αδυνατούμε να εκφράσουμε μύχιες σκέψεις, διαπιστώσεις, βιώματα και επικαλούμαστε τη σιωπή. ‘’Εκεί’’, στο βασίλειό της επαναπαύεται το ίδιο μας το είναι, στο πλατωνικό ἂμικτον κάλλος, στο κατεξοχήν οντικό, τελείται εσαεί ό,τι συνέχει κάθε τελούμενο. Δίκαια επομένως θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό το ανέκφραστο, το άρρητο, είναι αδύνατο με εκφρασθεί με τη συμβολική δυνατότητα της γλώσσας. Η σιωπή είναι ο παράδοξος τόπος έκφρασής του.
Κι όμως, παρά το ότι αυτή η θεώρηση είναι ορθή, δεν οδηγεί στο βάθος των πραγμάτων. Δεν οδηγεί ‘’εκεί’’ και γι’  αυτό πολλοί, αντιφάσκοντας ευγενικά, ύμνησαν τη σιωπή, το άρρητο, το απόλυτο, το ανέκφραστο, γι’  αυτό έδωσαν ονόματα σε ό,τι τούς είναι γλωσσικά απροσπέλαστο.
Υπάρχει επομένως κάτι το οποίο βρίσκεται πέρα απ’  τη βασική διαπίστωση κατά την οποία η γλώσσα έχει όρια, πως είναι σχετική και πως δε μπορεί να εισβάλει στο ίδιο το είναι των πραγμάτων το οποίο είναι απρόσιτο, άρρητο.
Μια μικρή παρένθεση σε αυτό το σημείο είναι επιβεβλημένη. Και στον πλατωνισμό το κατεξοχήν οντικό, το αγαθό, ‘’βρίσκεται’’ επέκεινα και δεν είναι εκφραστό (ρητόν μηδαμῶς ἐστί), και στην καντιανή παράδοση το πράγμα καθεαυτό, το απολύτως υπάρχον δηλαδή, είναι απρόσιτο ενώ προσιτά είναι τα πράγματα-φαινόμενα. Γενικότερα, σε όλη τη μεταφυσική παράδοση το απόλυτο είναι απερινόητο, ανέκφραστο θα λέγαμε εμείς. Σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε πως ο ιδεαλισμός και η μεταφυσική παράδοση γενικότερα προσεγγίζουν τους σκεπτικούς και η διαφοροποίηση τελείται με άλλους τρόπους τους οποίους δε μπορούμε να αναπτύξουμε στην παρούσα σπουδή. Δηλώνεται όμως πως οι δυσκολίες της γλώσσας προκύπτουν και απ’ τις δυσκολίες της ίδιας μας της φύσης κατά τρόπο που ο προβληματισμός παροξύνεται.
Πώς είναι όμως δυνατό να βρίσκουμε όρους με τους οποίους ορίζουμε το μη οριζόμενο; Φαίνεται αντιφατικό απ’ τη στιγμή που διαπιστώνουμε πως ό,τι αποκαλούμε άρρητο, απόλυτο, αποφατικό, άτμητο, αδιάστατο, ολότητα, όχι μόνο δεν έχει σχήμα, μορφή, όχι μόνο δεν είναι παραστατό, αλλά αποτελεί την αρχή, την αειγενή αφετηρία, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς όρια, περιορισμούς κ.ο.κ. το πλήρωμα κάθε υπάρχοντος.
Δεν είναι δυνατό να ορίζεται έστω και σε έναν απεριόριστο τάχα χώρο, δεν είναι δυνατό να το φανταζόμαστε ως απολύτως μέγα, δυνατό, σοφό, να το καθιστάμε δηλαδή νοητό, έστω και ως απολυτοποιημένο είδωλο μορφών και σχημάτων του κόσμου μας. Το συναντάμε παντού, σε κάθε συγκεκριμένη μορφή ζωής και δράσης, λογισμού και συναισθήματος ως πηγή καθαρότητας, λογικότητας, αλήθειας που δεν εκπίπτει, που βρίσκεται σε κάθε υπάρχον ως μεμερισμένο αμέριστο, ως συνέχον, ως πληρούν.
Υπ’  αυτές τις προϋποθέσεις η σιωπή είναι ο ‘’τόπος’’ του, ο τόπος κάθε τόπου, η αφετηριακή καθαρότητα ανθρώπου και κόσμου, το άσπιλο κάθε νοήματος, το είναι κάθε πράγματος, η πληρότητα.
Δεν απαιτείται ιδιαίτερος λόγος για να καταφανεί πως η σιωπή είναι τροφός του λόγου, του λέγειν, του λέγειν του κόσμου και του ανθρώπου και πως τείνει προς την αρχή της, προς την πληρωματικότητα. Όταν επομένως αδυνατούμε να εκφρασθούμε, ζούμε ακριβώς το είναι του λέγειν μας, περιαπλωνόμαστε πνευματικά, κοινωνούμε με ό,τι υπέρτερο, αγγίζουμε το είναι του ηθικού, την αγαθότητα. Εκτροπή αυτής της κατάστασης είναι ο αλογισμός με όλες του τις παραλλαγές.
Στη σιωπή η μυθική-συμβολική δομή της γλώσσας αποκαλύπτει το πλήρωμά της. Το εκφραστό δε μπορεί παρά να είναι μυθικο-συμβολικό, να συμβάλλει εκμυθούμενο, εκφραζόμενο, στην εκφραστική διαμόρφωση των πρωτινών του βλέψεων, στην άσπιλη ανακάλυψη του είναι του μακριά απ’  τις πλάνες και τις απάτες του έγχρονου βίου του. Έτσι καθοράται και εκφράζεται η α-λήθεια των πραγμάτων, έξω απ’  τις φαντασιώσεις του νόθου λογισμού.
Χάρη στη σιωπή εννοείται η συνέχεια του λόγου και του κειμένου, η συνάντηση τόσων και τόσων ομοιογενών, ανομοίων, διαφόρων κ.ο.κ. στοιχείων τα οποία συντίθενται σε πρόταση με τη δύναμη του πνεύματος. Το σιωπάν δεν είναι απόσυρση, αλλά κατεξοχήν ενεργείν, το απόλυτο κάθε σχετικού, η αληθεύουσα πηγή ενέργειας.
Είμαστε σε θέση έτσι να εκτιμήσουμε τον κάλλιστο κόσμο τον οποίο μας υπαινίσσεται το λέγειν όταν ενατενίζει το ίδιο του το είναι που δεν είναι παρά ο κάλλιστος κόσμος πραγμάτων και ανθρώπων. Πρόκειται για υπόδηλη αποκάλυψη του γλωσσικού φαινομένου ιδωμένου στο βάθος του μηνύματός του, στο είναι της σιωπής του.

                                                          *
Συμπληρωματικότητα λέγειν και σιωπάν, με πληρωματική τη σιωπή, κάτι που προσφέρει στο διαλέγεσθαι για το οποίο κάναμε λόγο νέες προοπτικές. Επανάγει στην αφετηρία, στο χωρίς προδιαγεγραμμένο σκοπό διαλέγεσθαι, σε ένα είδος ηρακλείτειου λόγου του κοσμανθρώπου, στον Αἰῶνα-Παῖδα στον οποίο ανήκει η βασιλεία του έμφρονος λόγου και εκείθεν σε ένα είδος πλατωνικής διαλεκτικής όπου η πληρότητα-αγαθότητα είναι η πραγματική κάτοψη του κόσμου, η αιώνια ανάλωση του άσπιλου, άκτιστου, άφθαρτου, απερίτμητου (ταυτολογούμε) στο κτιστό, στο φθαρτό, στο αναλισκόμενο ως αιώνια τροφή του-θυσία στο μεταβαλλόμενο και εύπλαστο της γλωσσικής έκφρασης με τα φαινομενικά παράμονα σύμβολά της, με τα ‘’ακίνητα’’ κείμενά της, δεν είναι παρά καθρέπτης του έγχρονου-έγκοσμου ανθρώπου, καθρέπτης στον οποίο οπτρίζεται το αιώνιο είναι του, όπως η αιωνιζόμενη κοσμική γραφή δεν είναι παρά ζώσα ένσαρη-έγχρονη μαρτυρία του απόλυτου κοσμικού είναι.
Ωστόσο η γλώσσα, ζωντανός καθρέπτης του διανθρώπινου, πάσχει, εκφράζει πλάνες, απάτες, μικρότητες, μη παύοντας όμως να κινείται στα δομικά πλαίσια της λογικότητάς της και αυτό μας λέει μυριόφωνα πόσο στο ανθρώπινο τα όρια της πλάνης βρίσκονται κοντά στον αληθεύοντα λόγο, πόσο εύκολη είναι η παράδοση στο βασίλειο της λήθης και της απάτης με τις σοφιστικές επινοήσεις και τις φραστικές υποβολές που γαλβανίζουν συνειδήσεις αγνοούντων ή εθελοτυφολούντων.
Κι όμως ο λόγος της γλώσσας, καθαρός και ευθύστομος, είναι εκείνος που καταξιώνει, η μεγάλη στέγη του ανθρωπίνως υπάρχειν, η απέραντη δεξαμενή πλούτου και πληρότητας με την απέριττη ταυτόχρονα ηθική διαφάνεια.
Διαλεκτική του ένσοφου παιδός με ακένωτο πλούτο, διαλεκτική της αγαθότητας που γεμίζει με φως και με νόημα το ανθρωπίνως υπάρχειν δεν είναι απλά η γλώσσα. Είναι ο ανθρώπινος λόγος που κατατίθεται συμβολικά ως λέγειν, που αιωνίζεται, που πλανάται και περιπλανάται συναντώντας οικείους του πολιτισμούς και ανθρώπους, πλάθοντας το διάλογο που αποκαλύπτει την οικουμενικότητα του ανθρωπίνου, τη συνεννόηση (αλλιώς ο διάλογος των πολιτισμών και των ανθρώπων θα ήταν αδιανόητος, κανένας δε θα κατανοούσε κανέναν), την εγγύτητα, την αλληλεγγύη, πέρα από κάθε συνταγματική αλληλεγγύη, τις άσπιλες και αγήραστες αξίες ζωής.
Είναι η γλώσσα με την πλαστική και νοηματική της πλαστικότητα ως ανθρώπινη δημιουργία, μία επιπλέον μαρτυρία των μεγάλων ηθικών αρχών, καθώς αναδύει με τη διάπλωσή της την ενότητα συνεχούς και ασυνεχούς, τη συνέχεια στη διαφορετικότητα, το νόημα; Είναι οπωσδήποτε μαρτυρία της εγγύτητας των ανθρώπων, ζων τρόπος κοινωνίας και αυτό δεν απαιτεί επιμαρτυρία, όπως και οι διαστροφικές τροπές της είναι μαρτυρία των ανθρώπινων εκτροπών.

                                                          *
Υπάρχει βέβαια και το θνήσκειν του λέγειν, ως εικόνα του θνήσκοντος ανθρώπου. Είναι γνωστό, το αναπτύξαμε σε προηγούμενες ευκαιρίες, πως ο άνθρωπος δεν εννοείται παρά ως θνήσκων και πως δεν αυτοορίζεται παρά ως συνάνθρωπος.
Πρόκειται για το θνήσκειν του ζην, για τη ζώσα μαρτυρία η οποία, παράδοξα, είναι θνήσκουσα. Παράξενη μαρτυρία με την πρώτη ματιά την οποία όμως συναντάμε σε κάθε μορφή υπάρχοντος.
Με τον άνθρωπο όμως τελείται η συνειδητοποίηση του συμβαίνοντος και αυτό το έργο δεν είναι παρά η ενδοσκόπηση, η ένδοθεν κοινωνία με το είναι μας, με το άρρητό μας που κατοπτρίζεται σε κάθε μορφής έκφραση και κυρίως στη γλώσσα. Και οι τέχνες με τον ιδιάζοντα τρόπο της κάθε μία αυτό εκφράζουν, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι όλοι καλλιτέχνες. Όλοι όμως κοσμούνται με την έμφυτη ικανότητα του λόγου-λέγειν και αυτό είναι με τη σειρά του αποκαλυπτικό. Μπορεί το έργο του καλλιτέχνη να μυεί στην κρύφια αλήθεια των πραγμάτων, μπορεί να την υπαινίσσεται κ.ο.κ., μπορεί να καλεί τους κοινούς θνητούς στη θεωρία του ωραίου κατά τις εμπνεύσεις του.
Η γλώσσα όμως δεν είναι απλά κτήμα όλων. Είναι δημιούργημα της ανθρώπινης ομάδας, έμφυτη ικανότητα του πνεύματός μας χωρίς την οποία, χωρίς τον πλούτο και τη δημιουργική της ικανότητα, δε θα υπήρχε τρόπος εμφάνισης των αριστουργημάτων της λογοτεχνίας. Κοινωνούμε με τη γλώσσα μας όπως και με το θάνατό μας. Αυτή η εμφανής κοινωνία ιχνεύεται στο εξής: Χωρίς τη διανθρώπινη κοινωνία δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν είναι διανοητός. Χωρίς την ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι διανοητή η γλώσσα ούτε η ανάπτυξή της. Το ανθρώπινο πρόσωπο που όσο αναπτύσσεται τόσο  συνειδητοποιεί τη θνήσκουσα φύση του, εκφράζεται και προσπαθεί να αιωνίζει το ζην του. Αποτυπώνει με τη γλώσσα το ζειν του θνήσκειν του και γι’  αυτό η γλωσσική έκφραση είναι ουσιαστική μαρτυρία.
Το βιβλίο του αισθητού κόσμου τού γίνεται γνωστό αισθητικο-αντιληπτικά, αναγιγνώσκεται, και αυτό σημαίνει πως είναι και επίγνωση της συμμετοχής στο φθίνον το οποίο αιωνίζεται θνήσκοντας. Η ανά-γνωση του λέγειν του κόσμου είναι η πνευματική αναβάθμισή μας, η εκφραστή αναβάθμισή μας με τη γλώσσα, το εκφράζεσθαι στην έγκοσμη θητεία μας, στρατεία μας, το νοηματικά εκφράζεσθαι, το αιωνίζειν, το θνήσκειν της έγχρονης φύσης μας ως έκφραση παράμονης κατάστασης, ως έκφραση μαρτυρίας που γίνεται νοητή και εννοητή ως γλώσσα η οποία εγκλείει τις δυνατότητες της λογικότητάς μας.
Η γλώσσα θνήσκει μένουσα, αναδύει τις εμπειρίες του ζην μας, τις φραστές μαρτυρίες οι οποίες όμως τρέφονται απ’  το σιωπάν της, απ’  τη μήτρα της θνήσκουσας ζωής μας. Γι’  αυτό ακριβώς τα ‘’νεκρά’’ κείμενα αποτελούν την εύγλωττη μαρτυρία του παραδόξου. Ο άνθρωπος ως εξ’  ορισμού θνήσκον ον αγγέλλει το ζην του και η αγγελία είναι μήνυμα ζωής εν μέσω θανάτου. Προσφέρει έτσι ένα απαράγραπτο μήνυμα: Ζώντες θνήσκουμε και η γλώσσα μας, οι γλώσσες μας με τον απέραντο αριθμό των παραλλαγών, διαλέκτων κ.ο.κ., επιμαρτυρούν αυτήν την αλήθεια του παράμονου της ανθρώπινης φύσης που αγγέλλει το θνήσκειν του.
 Ένα θνήσκειν που μαρτυρεί το ζην και να το μέγιστο μάθημα της φιλοσοφίας.
Ο κόσμος της σιωπής, της απόλυτης νόησης του είναι μας που είναι και ανθρωποκοσμικό, ό,τι συνιστά όχι αίνιγμα αλλά σαφήνεια, αποκαλύπτουσα σαφήνεια, είναι τροφός οποιουδήποτε εκφραστού, θνήσκοντος, μεταβαλλόμενου, παραστατού, μετρήσιμου.
Ας δούμε όμως κάτι. Δεν υπάρχει κανένα μέγεθος απόλυτα οριστό, μετρήσιμο, γνωστό. Ό,τι όμως είναι σχετικά μετρήσιμο, δείξιμο, εκφράσιμο, είναι εννοητό και ελέγξιμο μόνο και μόνο χάρη στον απόλυτο χαρακτήρα του ως κοινωνού του ανθρωποκοσμικού είναι.
 Η γλώσσα επομένως είναι εννοητή αλλά και μαρτυρία νοήματος χάρη στη σιωπή της που είναι απόλυτα νοητή αλλά μη εκφραστή ως απόλυτη. Είναι όμως και τροφός κάθε εκφραστού.
Να γιατί κάθε λογική έκφραση ισχύει σχετικά χάρη στην απόλυτη στέγη της που είναι το εκφραζόμενο νόημα και μάλιστα έξω απ’  τους προτασιακούς όρους. Να γιατί, επίσης, κάθε μορφή ζωής μας είναι θνήσκουσα και γιατί μόνο η συνειδητοποίηση του θνήσκοντός μας είναι μαρτυρία ζωής, ζωής τρέφουσας.
Ήδη, όπως η ζωή μας είναι θνήσκουσα μαρτυρία, κατά παράλληλο τρόπο και η γλώσσα είναι θνήσκουσα μαρτυρία του ζώντος ανθρώπου, ζει θνήσκουσα, γιατί το θνήσκειν της εντοπίζεται στην τρέχουσα φύση της, στη δυναμική της η οποία, παρά τις απέραντες προοπτικές της, είναι πεπερασμένη.
Όπως και εμείς είμαστε θνήσκοντα όντα, όντα των οποίων το θνήσκειν μηνύει το ζην, των οποίων η μαρτυρία είναι αναπόφευκτα μεταβαλλόμενη, φθειρόμενη, παλαιούμενη, μηνύοντας με τα κύρια χαρακτηριστικά της την άφθιτη πηγή της, το απόλυτό της, κατά παράλληλο τρόπο η γλώσσα που συνιστά σάρκα του πνεύματος, κινούμενη, εξελισσόμενη, παλαιούμενη και ανανεούμενη, θνήσκουσα, αποκαλύπτει το μη θνήσκον του πνεύματος στην καρδιά του εσαεί θνήσκειν της.

                                                          *
Όλη όμως η θεώρηση που προηγείται μπορεί να αμφισβητηθεί και αυτό είναι λογικό δεδομένου μάλιστα πως καμιά φιλοσοφική θεώρηση δεν είναι ούτε απαιτεί το αλάνθαστο. Δε θα ήταν φιλοσοφική. Στην ατέλεια όμως κάθε φιλοσοφικής προσπάθειας, στο νόημα που τείνει να εκφράζει, στις αξιολογήσεις της, υπάρχει κάτι που ανοίγει ορίζοντες, κάτι που δεν προσέχτηκε και αξίζει να προβληματίζει.
Ωστόσο, κάποιες σταθερές είναι ανυπέρβατες και δεν είναι δυνατό ούτε να επαληθεύονται, ούτε να διαψεύδονται. Η ένσοφη τέχνη του φιλοσοφικού λόγου όμως συνίσταται στο να οξύνει τη διάνοια προς επίγνωση του πνεύματος των φιλοσοφικών αξιωμάτων ή του μόνου κατά τη γνώμη μας αξιώματος-αρχής στο οποίο δε θα επιμείνουμε, δεδομένου ότι υποβόσκει σε όλες τις σελίδες και έχει εκτενώς αναπτυχθεί σε προηγούμενες προσπάθειες.
Σε σχέση όμως του δεσμού ανάμεσα στη γλώσσα και στη φιλοσοφική έρευνα έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Το λέγειν μας, η γλώσσα μας, θα ήταν αδιανόητο χωρίς την ενότητα ανθρώπου-ανθρώπων-κόσμου. Αυτή η ενότητα που καθοράται παντού αποκαλύπτει την ουσιαστική ταυτότητα, την οντική ταυτότητα ανθρώπου η οποία επιφαίνεται ως ενότητα η οποία δεν είναι δυνατό να εκφράζεται παρά συμβολικά-μυθικά. Η γλώσσα επομένως, ως προφορικός λόγος και ως γραπτή έκφραση, καθίσταται δυνατή χάρη στην ενόραση της ενότητας στην απέραντη πολυμορφία, χάρη στη συναντιληπτική ενσυναίσθηση η οποία οφείλεται σε κάτι πρώτιστο: Στην άμεση, αδιαμεσολάβητη, μυστική κοινωνία ανθρώπου και κόσμου, αρχή που πληροφορεί πώς το τηρούμενο, το αισθανόμενο, είναι κοινωνό νοήματος το οποίο η ανθρώπινη αντίληψη ως πνευματική άθληση οδηγεί στο λέγειν, στο έλλογο λέγειν με όλη του τη δυναμική. 
Δεν πρόκειται για παραστατική θεώρηση, για εμμεσοποίηση του δεσμού μας με τον κόσμο και με τους  συνανθρώπους μας, αλλά για σχέση άμεσης και αδιάλειπτης κοινωνίας η οποία αναδύεται ως αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι (συμπληρωματικότητα), η οποία καθίσταται λέγειν της αμεσότητας, είναι ήδη γνώση, έμφυτη γνώση που ενεργοποιείται αέναα. Αυτό ακριβώς δηλώνει το λέγειν ως κατάφαση, ως άμεση κατάφαση και ως δημιουργία ταυτόχρονα.  Έχουμε πει πως ό,τι θεωρούμε παραστατό και μάλιστα προσληπτό απ’  τη μνήμη για να ενεργοποιείται φαντασιακά είναι πεπερασμένο, αλλά ήδη εκ των προτέρων γνωστό, επειδή προηγείται το βέβαιο της κοινωνίας μας με τον κόσμο που είναι άμεση πρωτοπληροφορία και ποτέ αντικείμενο παράστασης.
Υπ’  αυτό το πνεύμα ό,τι συγκεκριμένο που θεωρείται παράσταση είναι άμεσα προσληπτό και να που προσεγγίζουμε όλο και περισσότερο το είναι της γλωσσικής έκφρασης. Το ονομάζειν, το λέγειν, το φράζειν, το λογίζεσθαι και το συλλογίζεσθαι είναι πνευματική λειτουργία με απέραντες προοπτικές που, πάντα συμβολικά, ανα-φωτίζουν τη σχέση μας με τον κόσμο, με τους συνανθρώπους, που ρίχνουν φως στην κοινωνία της ενότητας και προδίδουν θετικά το πρώτιστο: Πηγή του λέγειν ως μορφοποίησης και έκφρασης του αντιλαμβάνεσθαι είναι το συνυπάρχειν, έγκοσμη μαρτυρία του συνείναι και φραστή μαρτυρία του ανθρωπίνως υπάρχειν, μαρτυρία η οποία επικαλείται την οικουμενικότητα ανθρώπου και κόσμου, την παγκυριότητα του ηθικού, πέρα από κάθε ηθοκολογικό κώδικα.
Ανοιχτών διαστάσεων θεώρηση με παντοτινή σφραγίδα η οποία ορίζει κάθε μεταβλητό, κάθε σχέση, κάθε δημιουργία και θετική επινόηση.
Η γλώσσα απο-καλύπτει το απόλυτα φανερό, το άρρητο, το ανέκφραστο με τους φραστούς της τρόπους και καθιστά δυνατή κάθε μορφή δημιουργίας. Αυτό επάγει κάτι το οποίο διείδαν αρκετοί φιλόσοφοι, είτε ασχολήθηκαν με το γλωσσικό φαινόμενο, είτε όχι. Απ’  τους σκεπτικούς, αυτούς τους αιρετικούς της γνώσης, μέχρι τους ιδεαλιστές κάθε απόχρωσης και τους πανθεϊστές, αναδύεται κάτι το οποίο περιστρέφεται περί το είναι του γιγνώσκειν. Υποστηρίζουν πως είναι αδύνατο να κοινωνήσουμε με το απόλυτο είναι. Μήπως πολλοί υλιστές δε διακηρύττουν πως δε γνωρίζουμε τι είναι η ύλη;
Αυτές οι διαπιστώσεις βέβαια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωθύστερες ή και αντιφατικές αν δεν αντικαθιστούσαμε το απολύτως άγνωστο με τον όρο άρρητο. Ωστόσο, το άρρητο είναι το εγγύτατα γνωστό και μόνο έτσι μπορεί να θεωρείται άρρητο. Γι’  αυτό η γλώσσα, κινούμενη στην περιοχή του φραστού, του ρητού, του σχετικού, ως συμβολική έκφραση, ως μαρτυρία ενότητας, υπαρκτικής-έγχρονης ενότητας, είναι δείκτης και μαρτυρία του αληθεύοντος.
Μαρτυρεί και θα μαρτυρεί το σιωπάν του αρρήτου, τρέφεται από αυτό και, παράδοξα, το τρέφει. Άλλη αποκαλυπτική παραδοξότητα που θέλει το απόλυτο τροφή του σχετικού αλλά και το τελευταίο ταυτόχρονο τροφό του. Μείξη, αντίφαση ή μεταφυσική αλχημεία;
Βαθιά ιδωμένη αυτή η φιλοσοφική παραδοξότητα αποκαλύπτει κάτι το πασιφανές αλλά, ως αυτονόητο, και συχνότατα μη επαρκώς συνειδητοποιούμενο, γιατί το αυτονόητο δεν είναι πάντα κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε, κι ας τρεφόμαστε απ’  αυτό. Εκείθεν κάθε πλάνη, εσφαλμένη εντύπωση (πεποίθηση, δόξα χωρίς επιστήμη, για να παραφράσω γνωστή πλατωνική φράση).
Υπάρχει στην ιστορία της μεταφυσικής μία επαχθής κληρονομία, οσοδήποτε ευγενισμένη, η οποία προέρχεται όχι απ’  το μυθικό, αλλά απ’  το μυθολογικό πνεύμα. Είναι ο γνωστός δυισμός (στα όρια της διαρχίας κάποτε) που θέλει το απόλυτο εντελώς διαφορετικό απ’  το σχετικό, που θεωρεί τον κόσμο πλήρως διαφορετικό απ’  το θείο, απόλυτο, νου, δημιουργό, κ.ο.κ. κατά τις θεωρήσεις. Αυτή η απόλυτη ετερότητα είναι εξαρχής αντιφατική και οικοδομεί μάλλον μυθικο-μεταφυσικά θεωρήματα, επειδή ο όρος πλήρης ετερότητα, απολύτως άλλο, πάσχει εξαρχής. Δε μπορούμε να κάνουμε λόγο για εντελώς άλλο, για απόλυτη υπερβατικότητα, για αποφατικότητα, για να θυμίσω και έναν όρο της θρησκειοφιλοσοφίας,  κ.ο.κ., γιατί κάτι τέτοιο ή είναι αδιανόητο, ή ειδωλικό. Η ετερότητα των μεγεθών, η διαφορετικότητά τους, κυρίως η αντίληψη της διαφορετικότητας από όπου και οι αναλογίες, οι ομοιότητες, οι συμμετρίες, οι ασυμμετρίες κ.ο.κ., δεν είναι διανοητές χωρίς την πρωτογενή βεβαιότητα της κοινότητάς τους, της οντικής τους κοινότητας, της απόλυτης κοινωνίας τους.
Στο σχετικό τελείται το απόλυτο και δεν απαιτούνται μακρινά ταξίδια για να κατανοήσουμε πως απόλυτο, άχρονο, άπειρο, ολότητα κ.ο.κ. (ταυτολογούμε) είναι ο ορισμός του σχετικού, του έγχρονου, του αισθητού, του μεταβλητού κ.ο.κ. (ταυτολογούμε, δεδομένου ότι κάθε έγχρονο είναι μεταβλητό, κάθε σχετικό είναι φθαρτό κ.ο.κ.), ο πρωτοορισμός, ο ορισμός κάθε σχετικού ορισμού.
 Ήδη η γλώσσα πυκνώνει ό,τι οποιαδήποτε άλλη πνευματική λειτουργία επιτελεί. ‘’Αρρητη’’ στην ίδια της τη φύση (πολλοί γλωσσολόγοι ομολογούν πως δε γνωρίζουν τι είναι η γλώσσα), φανερώνεται ως κατεξοχήν ρητός λόγος, ως μελίρρυτος λόγος που αγκαλιάζει κάθε μας δραστηριότητα και που τρέφεται ακριβώς απ’  την πηγή του. Γι’  αυτό το άρρητό της τρέφει μεν το ρητό της, αλλά, ταυτόχρονα, το τελευταίο καθιστά δυνατή τη φανέρωση του πρώτου, συμβολική, μυθική, βαθιά ανθρώπινη φανέρωση.

                                                          *
‘’Επιλογικά’’, σε σχέση με τις αναζητήσεις αυτού του κεφαλαίου, είμαστε τουλάχιστον σε θέση να πούμε πως η γλώσσα μας, η γλώσσα των ανθρώπων όλων των εποχών και των πολιτισμών, προσεγγίζεται μόνο με την εμβάθυνση στα προσωπικά μας δεδομένα ως κόσμος μας, ως μοναδικός τρόπος έκφρασης αληθειών τις οποίες άλλες μορφές δημιουργίας προσπαθούν να αγγίξουν.
Οι εικαστικές τέχνες δεν έχουν ομιλία, η εκφραστικότητά τους είμαι όντως επιβλητική, υποβλητική και διεμβολίζει συχνά κρύφιες σκέψεις και βιωματά μας, αλλά αθανατίζονται σε μη κινούμενες μορφές οι οποίες βέβαια μιλούν με τον τρόπο τους και διαπορθμεύουν το μήνυμά τους. Μόνο η μουσική αγγίζει τη γλώσσα αφού ύψιστα μουσουργήματα προσφεύγουν στο μύθο, στην ποίηση κυρίως ή σε κορυφαίους ήρωες της μυθιστορίας.
Δε μπορούμε να πούμε περισσότερα εδώ για την υπέροχη ‘’μείξη’’ δύο συμβολικών γλωσσών: της κοινής μας γλώσσας και της γλώσσας της μουσικής με τα σύμβολά της. Αυτό το όντως υπερφυές παράδοξο αποκαλύπτεται κυρίως στη μουσική πρόσληψη της ποίησης που είναι ταυτόχρονα και ποιητική πρόσληψη της μουσικής, κάτι που δίδει στον κόσμο μας μουσικοποιητική δυναμική, δυναμική την οποία αποκαλύπτουν πάντα οι μεγάλοι μουσουργοί και ποιητές.

                                                *
Η επιστημονική γλώσσα είναι σχετικά απρόσωπη και προσωποποιείται με την επίγνωση και γι’  αυτό ακριβώς εκφράζεται με σύμβολα που κατά πολλούς έχουν αιώνια και αυθύπαρκτη οντότητα.
Η γλώσσα όμως έχει την ιδιαιτερότητά της και αυτό δεν την προτάσσει, δεν την υπερτάσσει των άλλων ανθρωπίνων δημιουργιών.
Αυτή την ιδιαιτερότητα που είναι παραδόξως και οικουμενικής φοράς προσπαθήσαμε να δείξουμε τονίζοντας τη φιλοσοφική της σπουδαιότητα: Είναι αποκαλυπτικό. Ο άνθρωπος μιλάει, έχει έμφυτες ικανότητες όρθωσης λόγου, αποτυπώνει προφορικά και γραπτά τη φύση του, τη φραστή του φύση και οι φιλόσοφοι ορθώνουν τις ιδέες τους επικαλούμενοι τη γλώσσα και αποκρυπτογραφώντας, εν αγνοία τους κάποτε, το φιλοσοφικό νόημα της γλώσσας.
Βεβαίως η γλώσσα εμπλουτίζεται, δημιουργούνται νέοι όροι βασιζόμενοι σε ήδη υπάρχοντες, χωρίς ωστόσο να αποδομούν τις βασικές δομές της. Υπάρχει έτσι μια αμφίπλευρη συγγένεια, μια συνάντηση η οποία καταξιώνει τόσο την κοινή μας γλώσσα, την ομιλουμένη και την καταγραφομένη, όσο και τη φιλοσοφική ορολογία στην κοινή προσπάθεια αναζήτησης νοήματος.
Αν επιθυμούσαμε να προχωρήσουμε περισσότερο, θα λέγαμε πως μητέρα και τροφός τόσο της εξειδικευμένης γλώσσας των επιστημών, όσο και της λεγομένης λογίας γλώσσας, είναι η αρχέγονης πνοής γλώσσα που τρέφεται απ  το πνεύμα των λαών, απ’  το συνυπάρχειν των ανθρώπων και απ’  τις έγχρονες εμπειρίες τους.
Δεν υπάρχουν  επομένως προνομιούχες γλώσσες που αποτυπώνουν φυλετικές υπεροχές, αλλά αναπτυγμένες και υπ’αυτό το πνεύμα αναντικατάστατες, στο μέτρο που επεισάγουν κορυφαίες καινοτομίες με ανεξαγόραστους όρους.
Και αυτές οι όντως πολύτιμες για την πορεία του πολιτισμού κλασικές γλώσσες ανάγονται τελικά στο οικουμενικό λέγειν, στο πανανθρώπινο λέγειν και γράφειν, σε ό,τι αποκαλύπτει όλες τις πλευρές του ανθρωπίνως υπάρχειν. Έχουν ανεκτίμητη αξία και διαχρονικό κύρος, εμπλουτίζουν την παγκόσμια συνείδηση με καινοτόμο οπλισμό και συμβάλλουν αποφασιστικά στην παίδευση των ανθρώπων ανεξαρτήτως φυλής και παράδοσης.
Παραθέτουμε σύντομο απόσπασμα παλαιότερης δημοσίευσής μας για να καταδείξουμε την ενότητα και τη δυναμική της γλώσσας: Το αληθεύον νόημα της γλώσσας που δεν είναι παρά το ανθρωπίνως υπάρχειν στον κόσμο, είναι ζωντανό κάτοπτρο με συμβολικές καταγραφές οι οποίες αποκαλύπτουν τις δυνατότητές μας και γι’ αυτό ακριβώς στεγάζουν όλες τις μορφές έκφρασης του πνεύματός μας. Πρόκειται για ρευστή, κινούμενη, θραύουσα μαρτυρία στην οποία σάρκα και πνεύμα ενώνονται υπό το φως των ήχων και των συμβόλων για να δια-δηλώνουν το συνέχεσθαι του πνεύματος του λαού και της παιδείας, για να επαναλαμβάνουν  όλο κι με ανακαινιζόμενο τρόπο τις ανθρώπινες εμπειρίες διαμέσου των αιώνων και τν εποχών, για να λένε πως η αυθεντικότερη μορφή έκφρασης του ανθρώπου, συμβολικής έκφρασης, γιατί κάθε έκφραση είναι συμβολική, είναι η γλώσσα. Εκεί ο αυστηρός και περιεσκεμμένος λόγος συναντιέται με την αισθητική ωραιότητα, η δόξα με την ορθή δόξα, το πάθος με την αλήθεια, η έξαρση με τις νύξεις της σιωπής. Με τη γλώσσα δεν αναγιγνώσκουμε, με τη γραφή δεν καταγράφουμε: Αναγιγνωσκόμαστε αναγιγνώσκοντας και ομιλούντες και αυτό συνιστά αυτοορισμό, πέρα απ’ τα ‘’παιχνίδια’’ των ‘’διαφορών’’, πέρα απ’ τους αποκρυφιστικούς ορισμούς και τις δοφιστικές επινοήσεις. (Η Γλώσσα ως Έκφραση του Πνεύματος του Λαού και της Παιδείας, in Η Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας σε Χώρες της Δυτικής Ευρώπης, Πρακτικά  του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου, Βρυξέλλες 5-7 Οκτωβρίου 2007, Αθήνα, 2008, σελ. 311, 312) 
Κατά βάθος όμως οι κλασικές γλώσσες (στην ελληνοευρωπαϊκή παράδοση κλασικές γλώσσες είναι τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά) δεν είναι παρά ο καθρέπτης του πνεύματος, της γρηγορούσας σκέψης, των καινοτόμων ενορμήσεων του λαού απ’ το πνεύμα του οποίου και πλαστουργήθηκαν. Η ιστορία τους και το εύρος της διδασκαλίας τους επί αιώνες διαμηνύουν την προσβασιμότητά τους σε ευρύτερες πολιτισμικές παραδόσεις εξαιτίας του μηνύματός τους, πέρα από εθνικές και φυλετικές  προκαταλήψεις.
Η πρόοδος όμως των θετικών επιστημών και ιδιαίτατα της τεχνολογίας με κέντρο βάρους κυρίως τον αγγλοσαξωνικό χώρο επέβαλαν νέους όρους που προσεγγίζουν περισσότερο την τεχνική και το πνεύμα της ανοίγοντας νέους ορίζοντες οι οποίοι όμως δεν αναιρούν με κανένα τρόπο τη δομή της γλωσσικής έκφρασης και κυρίως τη λογική των κλασικών γλωσσών. Είναι όντως η τεχνική ένας νέος κόσμος ο οποίος προέκυψε απ’  τη δημιουργική συνάντηση των φυσικών επιστημών (κυρίως της κβαντομηχανικής) με τη μαθηματική έκφραση, προσάγει νέα δεδομένα τα οποία επηρεάζουν τους δεσμούς, την οικονομία, την επικοινωνία, τη διάρθρωση όχι μόνο των υπηρεσιών, αλλά και την οργάνωση του προσωπικού βίου με μεγάλες προσφορές αλλά και μέγιστες διακινδυνεύσεις, αν λάβουμε υπόψη μας τις επαναστατικές της αλλαγές κυρίως στο χώρο της οικονομίας και της πολεμικής βιομηχανίας.
Δημιουργείται βέβαια μία νέα προβληματική στην οποία δε θα εισέλθουμε επί του παρόντος. Θα θίξουμε όμως κάτι το οποίο αναφέρεται στην κύρια μέριμνά μας, στη σχέση γλώσσας και φιλοσοφίας με αφετηρία τους νέους ορίζοντες των όλο και πιο πολύ τεχνοκρατημένων κοινωνιών.
Είναι γνωστό πως η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, η Λογοτεχνία και κυρίως η Τραγωδία, η Ρητορική, η Ιστορία, το πνεύμα της υψηλής Μυθολογίας, τα Μαθηματικά, η Επιστήμη, η Πολιτική Θεωρία εγκέντρισαν την ευρωπαϊκή συνείδηση ουσιαστικά και απετέλεσαν τον κορμό διάπτυξής της. Όροι αλλά και τεχνική της Αρχαίας Ελληνικής είναι παρόντες και θα είναι και αυτό διαμηνύει τις υπέροχες διαδρομές του πνεύματος διαμέσου των κλασικών κειμένων. Αποτελούν ανεξαγόραστη παρακαταθήκη.
Επιπλέον, τα Λατινικά αποτελούν τον κορμό των λατινογενών ευρωπαϊκών γλωσσών και πως το πνεύμα της λατινικής σκέψης που κατά βάση απομιμείται την Αρχαία Ελληνική κληρονομιά, είναι εμφανές στον ευρωπαϊκό χώρο, κυρίως στις επιστήμες του Δικαίου.
Θα ήταν επομένως περιττό να τονίσουμε το ρόλο των κλασικών γλωσσών στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής παιδείας και πολιτισμού και αν επιχειρούσαμε ευρύτερο διαπολιτισμικό διάλογο με χώρες της Ανατολής οι οποίες ανέπτυξαν αξιόλογη μυθικοθρησκευτική σκέψη, διαγιγνώσκουμε κοινά σημεία εγγύτητας παρά την τυπική διαφορετικότητα, αλλά διαπιστώνουμε και κάτι εξόχως ενδιαφέρον.
Ενώ η παιδεία και η γενικότερη θεωρητική σκέψη όπως καταγράφηκαν στα μεγάλα κείμενα έχουν συγκλίνοντα και  πολυφωνικό ταυτόχρονα χαρακτήρα, αποβλέποντας σε ένα ευρύτατα και εμφανέστατα κυρίως ανθρωπιστικό ιδεώδες, η μετά την Αναγέννηση κυρίως πρόοδος των θετικών επιστημών, πρόοδος που προσέλαβε κατακλυσμιαία ανάπτυξη κυρίως μετά τη μείξη της με την τεχνική και την αιχμή της την πληροφορική, έργο του ύστερου ευρωπαϊκού πολιτισμού στον οποίο περιλαμβάνουμε και τη Βόρεια Αμερική, δημιουργεί νέο τύπο ανθρώπου. Ένα είδος ισομορφισμού κατακλύζει όλες τις κοινωνίες, και τις μη ανεπτυγμένες οι οποίες διαγκωνίζονται για να προφθάσουν το τραίνο των τεχνοκρατημένων κοινωνιών, της καταναλωτικής ‘’ευμάρειας’’ με πολλές εσωτερικές αντιφάσεις και με άδηλο μέλλον, παρά την πλήθουσα αγορά των μελλοντολόγων, των εκτιμητών, των θεωρητικών.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο, δεν αποτελεί συνθέτουσα του θέματός μας, αλλά επιμένουμε στη φιλοσοφική σπουδαιότητα της γλώσσας, στη συμβολή της στην ανάπτυξη και στην καλλιέργεια του ανθρώπου.
Θα αντέξει η ανθρώπινη κοινωνία μία παιδεία η οποία εδράζεται σε ξύλινες αποκλειστικά γλώσσες που προσφέρονται με τόση ευκολία απ’  τους υπολογιστές ή έχει οπωσδήποτε συμπληρωματική ανάγκη τον πλούτο του παρελθόντος όπως προσφέρεται απ’  το γλωσσικό πλούτο-πλούτο του πνεύματος;
Θα αντισταθεί ο φιλοσοφικός λόγος σε νεοπραγματιστικές θεωρήσεις που διαλύουν τον άνθρωπο στα γρανάζια των τεχνουργημένων μηχανών;
Χωρίς να υποβαθμίζουμε τις μεγάλες προσφορές της τεχνικής και της πληροφορικής, προσφορές που αφετηριακά οφείλονται στην πρόοδο της επιστήμης, μπορούμε να πούμε με κάθε βεβαιότητα πως ο φιλοσοφικός λόγος θα επιβιώσει μόνο με την επιβίωση του ανθρώπου και με την παρουσία των γλωσσών οι οποίες τον εκφράζουν.
Βέβαια, κάθε επαναστατική αλλαγή δημιουργεί αναπόφευκτα προβληματισμούς οι οποίοι υπέβοσκαν και των οποίων η ανάδυση τρέφει τόσο νέους μύθους και αυταπάτες, όσο και σοβαρές επιτεύξεις.
Έχουμε πει πως το μυθικό πνεύμα γίνεται συχνά μυθολογικό και μυθομανές και αυτό το ζούμε με τη θεοποίηση της πληροφορικής και την εξαγγελία μιας εντελώς νέας εποχής στην οποία το βιβλίο εξαφανίζεται, η γλώσσα συμμορφώνεται πλήρως με τις νέες απαιτήσεις, η ζωή τυποποιείται και ο οικονομικός συγκεντρωτισμός υποτάσσει στην παντοκρατορία του κάθε μορφή διανθρώπινης κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο το ότι η κοινωνία γίνεται επικοινωνία, ότι τα πάντα εμμεσοποιούνται, ότι η νέα τάξη πραγμάτων απειλεί το ανθρώπινο πρόσωπο, την ελευθερία, τους θεσμούς των έστω και κατ’  επίφαση των δημοκρατικών κοινωνιών. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το ότι και υπό ανάπτυξη κράτη οργανώνονται με βάση τα νέα δεδομένα προσβλέποντας σε μελλοντική ευημερία.
Η παγκοσμιοποίηση επίσης, η απελευθέρωση των αγορών, ευνοεί εύκολες γλώσσες επικοινωνίας, ανατρέπει δεδομένα, παρόλο που οι εθνικιστικές εξάρσεις και τα αυτονομιστικά κινήματα μας οδηγούν στις πρώτες δεκαετίες της δημιουργίας του εθνικού κράτους.


                                                *
Η τηλεγραφική επισκόπηση νέων δεδομένων τα οποία διαμορφώνονται με ταχύτητα δεν αμφισβητούν μόνο την ανακαινιστική πνοή της παράδοσης, όπως η τελευταία διαμορφώθηκε απ’ το γλωσσικό θησαυρό και τα μεγάλα κείμενα.
Εκεί συναντάμε μεγάλες συνθέσεις υπό την πολυπρισματική επίδραση του δημιουργικού πνεύματος μυθικού, συμβολικού, θρησκευτικού, λογοτεχνικού, φιλοσοφικού τρόπου σκέψης και διαπιστώνουμε την πληθώρα ερμηνειών και θεωρήσεων, όπως θέσεις, αντιθέσεις, συνθέσεις, αντιλογίες, αρνήσεις, καταφάσεις, πάντα υπό τη μέριμνα του προσπαθούντος και αγωνιζομένου ανθρωπίνου πνεύματος και του διαύλου έκφρασής του, της γλώσσας.
Διαπιστώνουμε, μακριά από προλήψεις και ιδεοληψίες, και το μεγαλείο του ανθρωπίνου πνεύματος, και τις τερατωδίες του, τις υψηλές του πτήσεις και τις απίστευτες πτώσεις του. Αυτή ακριβώς η δυναμική του πνεύματος οδήγησε τον πολιτισμό μας στη τεχνολογική εποχή με όλες τις προοπτικές.
Πιστεύουμε πως οι προφητείες, τόσο οι θετικές, όσο και οι αρνητικές, στηρίζονται σε επιφανειακές θεωρήσεις και πως ο νέος κόσμος που αναδύεται, έργο του ανθρωπίνου πνεύματος, δεν είναι δυνατό να αναιρέσει την πορεία της πνευματικής ζωής, το σφρίγος της γλώσσας ως μαρτυρία του.
Ας επιτραπεί ένα απλό παράδειγμα: Θρυλείται από επιπόλαιους ή από προκατειλημμένους ο θάνατος της μεταφυσικής κυρίως τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Εκτός του ότι οι αντιμεταφυσικές τάσεις είναι τόσο παλαιές όσο και η μεταφυσική, εκτός του ότι ο θρυλούμενος θάνατος του Θεού και ο συνεπακόλουθος θάνατος του ανθρώπου είναι φαινόμενο τόσο παλαιό όσο και η θρησκευτική αναζήτηση, η φιλοσοφική παραγωγή δείχνει με σαφήνεια πως ο εικοστός αιώνας σφραγίστηκε από κράτιστες μεταφυσικές συνθέσεις, πολλές απ’  τις οποίες προέρχονται από κορυφαίους θετικούς επιστήμονες.
Αυτή η σύντομη θεώρηση επανέρχεται στο θέμα της γλώσσας η οποία είναι και το θερμόμετρο των πνευματικών κατακτήσεων. Αναστρεφόμενοι με μεγάλες συνθέσεις των τελευταίων δεκαετιών, τόσο στο χώρο της φιλοσοφίας όσο και των επιστημών του ανθρώπου με πρώτη τη λογοτεχνία, διαπιστώνουμε τη δυναμική μετεξέλιξη της γλώσσας, την επιστροφή στις κλασικές γλώσσες και στη δημιουργική τους ανασύνθεση-άνθιση.

                                                *
Προσέχοντας όλο και προσεκτικότερα το ματωμένο αγώνα του πνεύματος, διακρίνουμε πως σε στιγμές σκληρής δοκιμασίες και ωδινών παρατηρείται ανασύνθεση, αναγέννηση, αναδημιουργία. Θεωρώντας επομένως με νηφάλια διάθεση τις μεγάλες διαπολιτισμικές παραδόσεις και μακριά από μεσσιανικές και προφητικές διαθέσεις, διαθέσεις αντιφιλοσοφικές, δε μπορούμε παρά να πιστεύουμε σε ό,τι προβάλλει ως σαφήνεια. Η γλώσσα ως σάρκα του πνεύματος θα μαρτυρεί, θα αναπτύσσεται, θα αναφωτίζεται, θα αινίσσεται το φιλοσοφικό της υπόβαθρο και θα αιωνίζει την ανθρώπινη παρουσία, όποιες και αν είναι οι τροπές των καιρών.


VII. ΠΡΟ-ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ
Μετά τον περίπλου που προηγείται είμαστε σε θέση να θεωρήσουμε όντως το λόγο ως παίγνιο της σιωπής. Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τον όρο παίγνιο, κάτι που ήδη έχουμε κάνει σε άλλες ευκαιρίες, και αρμόζοντάς τον στη συγκεκριμένη μας θεματική, νομίζουμε πως ο λόγος, το λέγειν μας, η γλώσσα μας, είναι όντως παίγνιο της σιωπής.
Το παίγνιο όμως δεν είναι η τυφλή σύμπτωση δυνάμεων της αναγκαιότητας, αλλά σχεδιασμένη ενέργεια η οποία τελείται με όρους-κανόνες, με όρους κανόνες οικουμενικότητας, η χρήση των οποίων ωστόσο αφήνει περιθώρια προσωπικής πρωτοβουλίας και δημιουργικής σκέψης, δεδομένου ότι και οι ίδιοι οι κανόνες συνιστούν πνευματική δημιουργία.
Για να προχωρήσουμε, επίκληση ενός παραλλήλου θα μας διευκόλυνε. Όπως τα αξιώματα (ένα κατά τη γνώμη μας με τρεις διαθλάσεις) αποτελούν απαρέγκλιτες αρχές στις οποίες στηρίζεται απέραντος αριθμός θεωρημάτων και πορισμάτων, κατά παρόμοιο τρόπο ο ευρύτερος λογισμός που εκφράζεται γλωσσικά θεμελιώνεται σε βασικές αρχές οι οποίες όμως πολυδιαθλώνται ως αρθρωμένο παίγνιον του οποίου  ρίζα δεν είναι παρά το ανέκφραστο-απόλυτο που αποκαλύπτεται πολυμερώς και πολυτρόπως.
Τελούμενο το παίγνιο του Αἰῶνος-Παιδός κατά τον Εφέσιο, παίγνιο όπως είπαμε, αλλά με απέραντες προοπτικές εκδίπλωσης, μαρτυρεί το Λόγο στην ευρύτατη έννοια του όρου, την πολυεκδίπλωσή του και εδώ ακριβώς προβάλλει η δυναμική της γλώσσας. Με τη γλώσσα ανα-πτύσσεται το πνεύμα μας, η ιστορία της το μαρτυρεί, όπως πείθει ως προς το εκφραζόμενο νόημα. Γλώσσα σημαίνει έκφραση νοήματος και όχι άτακτες κραυγές, τυφλόμυγα δηλαδή με α-νόητους φθόγγους, ‘’αναγκαιότητες’’ που προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο από τις φωνολογικές μας καταλληλότητες.

                                                    *
Ας δούμε όμως κάτι, έστω κι ως παρένθεση, για να προχωρήσουμε τις προ-επιλογικές μας σκέψεις.
Η γλώσσα φιλοξενεί, είναι δηλαδή κατοικία και παροικία, το αενάως κατοικείν σε ένα μεταβαλλόμενο σύμπαν που οδηγεί στο παροικείν. Τι δηλώνει το οικείν το οποίο είναι προϋπόθεση κατοικίας, παροικίας αλλά και εξορίας, ουτοπίας και περιπέτειας;
Το οικείν είναι στην ουσία του ουτοπικό. Αν το φαίνεσθαι, κάθε φαίνεσθαι, πράγμα που δηλώνει κάθε αισθητό ή τεχνητά κατασκευασμένο, αν λοιπόν κάθε φαίνεσθαι, νοείται απολύτως, κρύπτεται και αποκαλύπτεται ταυτόχρονα. Είναι όμως το κρυπτόμενο ή το φανερούμενο ισχυρό, σε σημείο που ένα από τα δύο να μην είναι απαραίτητο ή να είναι φανταστικό;
Η αλήθεια συνίσταται στο εξής: Το κρυπτόμενο αποκαλύπτεται και επειδή είναι άρρητο, απόλυτο, ανέκφραστο, συνιστά την ψυχή του εκφραστού. Δε θα υπήρχε εκφραστό χωρίς το ανέκφραστο και αυτό είναι στοιχειώδες, το συναντάμε παντού στο ζωή, στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον. Φραζόμενο επομένως το ανέκφραστο αποκαλύπτει εν παντί την παρουσία του η οποία όμως δεν εντοπίζεται σε κανένα συγκεκριμένο μέγεθος, αφού κανένα συγκεκριμένο μέγεθος δεν είναι, και δεν είναι δυνατό να είναι, σταθερό.
Ας επιστρέψουμε στη γλώσσα. Τα σύμβολά της με τα οποία δημιουργείται η συμβολική έκφραση που συνθέτουν το λέγειν, πυκνώνουν κατά κάποιο τρόπο την κινητικότητά της, στεγάζουν συναισθήματα, σκέψεις κ.ο.κ. Είναι με την πρώτη ματιά κατοικείν, αλλά, ας προσέξουμε, ο συμβολικός χαρακτήρας του οικείν προδίδει το παροικείν του, την ουσιαστική του ανεστιότητα, το περιπλανάσθαι του, δεδομένου ότι καμιά λέξη, πρόταση, λόγος δε διατηρεί πάντα την ίδια ισχύ. Τίποτε πιο πλανερό απ’ τη ‘’σταθερότητα’’ των συμβολικών εκφράσεων και κυρίως της γλώσσας.
Η σχετικότητά της που παροικεί, που περιπλανάται, που αναπτύσσεται συνεχώς με τόσους ιριδισμούς δεν είναι παρά η εν κρυπτώ αποκάλυψη του νοήματος το οποίο ‘’φράζεται’’. Η γλώσσα είναι επομένως η ορατή περιπλάνηση του πνεύματος, το ανοιχτό δοχείο, η δοχή και η υποδοχή του άρρητου εν σχετικώ.
Θα πει κανένας και εύλογα: Δε μας αρκεί το σχετικό; Γιατί αναμειγνύουμε το άρρητο, το απόλυτο; Υπάρχει κάποια ανάγκη;
Ωστόσο, το ίδιο το σχετικό μηδενίζεται σε κάθε μορφή έκφρασης χωρίς το είναι που το κινεί, χωρίς το νόημα που αναδύει, χωρίς την πνευματική του δυναμική που είναι μαρτυρία. Γι’ αυτό και νοείται και εννοείται.
Δεν υπάρχει κοσμικό απ’ το οποίο προέρχεται το ανθρώπινο, δεν υπάρχει ανθρώπινο απ’ το οποίο προέρχεται το κοσμικό, αλλά ανθρωποκοσμικό. Ας μη μας παραπλανά κάθε μορφής εμπειρισμός που προσφεύγει σε εξελικτικές διαδικασίες, σε συνειρμισμούς κ.ο.κ., όταν αυτή η προσφυγή προαπαιτεί τη σκέψη.
Η διαχρονική γλωσσολογία που εξετάζει την εξέλιξη του γλωσσικού φαινομένου δεν αποφαίνεται ουσιαστικά ως προς το είναι της γλωσσικής έκφρασης, όπως η ανθρωπολογία δεν αποφαίνεται ως προς το είναι του ανθρώπου, αλλά ως προς τα εξελικτικά του στάδια. Αν συναντάμε αποφάνσεις, αυτές δεν είναι ποτέ επιστημονικές, δεδομένου ότι η επιστήμη δεν εξηγεί, αλλά περιγράφει και μάλιστα αναθεωρώντας ή διορθώνοντας πρότερες περιγραφές της.
Να γιατί η γλώσσα μηνύει το ανθρωποκοσμικό και γιατί η έγχρονη φανέρωσή της υπό τόση θαυμαστή πολυμορφία διασημαίνει, φανερώνει κρυπτικά το ανθρωποκοσμικό είναι το οποίο, εσαεί μεταμορφούμενο, δεν έχει ηλικία παρά έγχρονη-έγκοσμη εγκαταβίωση με απέραντο δημιουργικό παλμό.
Η συμβολική της γλωσσικής έκφρασης δηλώνει εναργέστατα το κρυπτικά φανερούμενο. Η συμβολική της μορφή δεν έχει καμιά σχέση με το φραζόμενο νόημα, τα σύμβολα (φωνήματα, συντάγματα, λέξεις κ.ο.κ.), αυτά καθεαυτά ιδωμένα, είναι ‘’νεκρά’’, αλλά απ’ τη στιγμή που προφέρονται με λογική αρμογή, εκφράζουν νόημα το οποίο δεν αιχμαλωτίζεται στο πεπερασμένο/σχετικό περίγραμμα της γλωσσικής έκφρασης, σημαίνεται απλά, και αυτή η σήμανση είναι καθαρά πνευματική.
Ας επισκοπήσουμε αυτήν την αλήθεια με μια τολμηρή έκφραση: Η έκφραση, κάθε έκφραση, δεν είναι αυτό που εκφράζει. Η γλώσσα δεν είναι δεν είναι τελικός σταθμός, αλλά φανέρωση νοήματος το οποίο δεν έχει σχέση με τα σύμβολα γραφής. Τα τελευταία, ως σύμβολα, συμβάλλονται και δημιουργούν τη συμβολική έκφραση η οποία είναι η φανερή όψη του κρυπτομένου και συμβολικά αποκαλυπτομένου.
Είναι επομένως σαφές πως το κρυπτόμενο είναι ό,τι πιο συγκεκριμένο υπάρχει ως σχετικά φανερούμενο, γιατί το πρώτο είναι η πνοή του τελευταίου, ένα είδος αέναης θυσίας του κρυπτόμενου στο φανερούμενο το οποίο και τρέφει. Το συμβολικά εκφραζόμενο είναι η πυρφόρος και σχετική δάδα το νόημα της οποίας είναι απόλυτο. 
Δεν οφείλουμε όμως να τα διαχωρίσουμε, γιατί συνάπτονται εσαεί και αενάως, γιατί είναι η οντική ταυτότητα που φανερώνεται ως ετερότητα, γιατί το απόλυτο είναι η ψυχή του σχετικού, το άρρητο ψυχή του ρητού, και για να μη καταφεύγουμε σε ανύπαρκτα πεδία,  επαναλαμβάνουμε: Απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, κάτι που επάγει  ‘’περιορισμό’’ του άρρητου στο ρητό, δεδομένου ότι έτσι επιφαίνεται.

                                                *
Ας δούμε όμως τη ‘’δείξη’’. Όταν λέω  ‘’ο κόσμος μας’’, ‘’το σύμπαν’’, δείχνω κάτι χωρίς να το συνειδητοποιώ, εννοώ κάτι το οποίο αποκαλύπτει το είναι μου, όχι ως απόλυτο, αλλά ως κοινωνό του απολύτου εν πεπερασμένω. Ο κόσμος, το σύμπαν, δε μπορεί να νοείται ως όλο ως προς τις ‘’διαστάσεις’’ του οι οποίες είναι πνευματικές και γι’ αυτό εκφράζονται με μαθηματικές σχέσεις. Ο κόσμος ως ολότητα ‘’περιέχεται’’ σε κάθε συγκεκριμένη αισθητή ύπαρξη, έξω από κάθε γεωγραφικό-τοπικό προσδιορισμό που είναι συμβατικός και παρίσταται μόνο φαντασιακά, αλλά που νοείται απολύτως και γι’ αυτό γίνεται αντιληπτός και θέμα λογικής και επιστημονικής διεργασίας. Προσεγγίζουμε απολύτως κάθε σχετικό απολύτως γιατί αυτή είναι η οντική του φύση η οποία μαρτυρείται εσαεί με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη αισθητή φύση των πραγμάτων.
Η γλώσσα είναι επομένως έκφραση πάνω στην έκφραση, λογική της φανέρωση, το λογικό, συναισθηματικό, βουλητικό κ.ο.κ. άσμα των άπειρων εν πεπερασμένω υπάρξεών μας και να που με την κρυπτική της αποκάλυψη οδηγεί στη διαύγεια, στη διαφάνεια, όπως φαίνεται στα μεγάλα μνημεία του πνεύματος των γλωσσικών εκφράσεων, όπως διαζωγραφίζεται με τους απέραντους ιριδισμούς της, την πλαστική δημιουργικότητα, τη λεπτότητα και την ακρίβεια των περιγραφών της, το νηφάλιο δυναμισμό της, αλλά και τις εκτροπές της, τη φαυλότητα ενίοτε.  Όλα όμως τα θετικά και τα αρνητικά δεν οφείλοντια στη γλώσσα, αλλά στην πνευματική μας φύση που κραταιώνεται έτσι ως ελευθερία ή ως εθελοδουλία.

                                                *
Παραμένει όμως κάτι ως ελλοχεύουσα εκδοχή. Γιατί ο διαχωρισμός σε κρυπτόμενα και σε αποκαλυπτόμενο; Αν ακολουθούσαμε την πανθεϊστική εκδοχή, κρυπτόμενο και αποκαλυπτόμενο θα ταυτίζονταν ως δύο όψεις ενός και του αυτού, του Θεού-Φύσης. Αυτή η μεγαλειώδης πανθεϊστική θεώρηση που συναντάται ριζικά ή με μετριοπάθεια σε όλα τα πανθεϊστικά ρεύματα, πάσχει ριζικά, έστω και αν είναι πρώτο και μέγα αξίωμα του πανθεϊσμού. Η αδυναμία συνίσταται στο ότι ορίζεται, άρα περιορίζεται το απόλυτο, έστω κι αν αυτός ο ορισμός συνιστά πρωτοορισμό. Η ταυτότητα εξάλλου όλων των τρόπων (modi) ως έκφρασης της μιας και μόνης δισυπόστατης ουσίας δημιουργεί προβλήματα στη λογική-γλωσσική έκφραση. Να γιατί ο πανθεϊσμός ‘’προσφεύγει’’ υπόδηλα στον πλατωνισμό.
Επανερχόμενοι, θα λέγαμε πως το φανερούμενο είναι φραστή, σχετική, αισθητή έκφραση του κρυπτόμενου που ενσφραγίζει το φανερούμενο. Η οντική ταυτότητα του φανερούμενου είναι επομένως απέραντα πολυμερής, κατά τρόπο που η φανερούμενη κρυπτικά οντική αλήθεια δεν εικονίζεται ούτε στο απατηλό φάσμα του ‘’αντικειμενικού’’ χώρου, ούτε σε αοριστίες. Αυτοορίζεται οριζόμενη σε κάθε μορφή έκφρασης. Γι’ αυτό το φυσικό είναι πνευματική μαρτυρία.
Η επιμαρτυρία της γλώσσας είναι σαφής στην προκείμενη περίπτωση: Η γλώσσα ως ριζοσπαστική μορφή πνευματικής μαρτυρίας με τον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την πνευματική μας φύση σε όλες τις εκφάνσεις εντυπώνει με τις συμβολικές μορφές τη λογικότητά της (ηθική, συναισθηματική, διανοητική κ.ο.κ.) στην ενότητα του λόγου της, κατά τρόπο που το εκφραζόμενο δεν είναι ούτε άπειρο ούτε πεπερασμένο, αλλά σχετικό ως ενότητα νοήματος, αληθές, ισχύον, συμβαίνον. Δε δείχνει ούτε έξω, ούτε μέσα, δε γεωγραφείται ούτε τοπικά, αλλά, χρησιμοποιώντας τα σημεία μιας νατουραλιστικής φαινομενικότητας με τον οπλισμό της, είναι καθρέπτης του κρυπτόμενου και του φανερούμενου, η ενότητα του πνεύματος. Όταν, συγκεκριμένα, λέμε ενότητα, δεν εννοούμε ούτε την ταυτότητα που είναι άρρητη, ούτε την ετερότητα που είναι απρόσωπη, αλλά την ενότητα, το συνυπάρχειν, το συγκοινωνείν των διαφορετικοτήτων στη διανοητική μας καταλληλότητα που συνιστά νόημα, που εκφράζει τη διάνοια εν πεπερασμένω. Πνευματικό είναι η δημιουργική όρθωση του απρόσωπου σε προσωπικό, και αυτό, υπόδηλο παντού, γίνεται συγκεκριμένο και ισχυρό με τη γνώση.

                                                         
*
Ήδη, όλα τα στοιχεία της γλώσσας μας, το άχραντο θα λέγαμε φόρεμά της, όπως το γνωρίζουμε απ’  τα στοιχεία της γραμματικής και του συντακτικού, καθώς και από την αδιάλυτη ενότητά τους, δεν είναι παρά στοιχεία του παιγνίου, αλλά ποιος είναι ο αδιόρατος με την πρώτη ματιά αυτουργός;
Ήδη, το νόημα ενσαρκώνεται συγκεκριμένα σε κάθε πρόταση, αλλά η ρίζα του νοήματος πού βρίσκεται; Το νόημα ως γενικός όρος, πριν δηλαδή από κάθε συγκεκριμένη έκφραση ως σάρκα του, είναι απόλυτο που δεν κρύβεται πουθενά, γιατί δεν υπάρχει τέτοιος τόπος, αυτοαποκαλύπτεται εσαεί με όλο και πιο πλούσια δυναμική, με όλο και πιο δημιουργικές εκδιπλώσεις.
Να λοιπόν το είναι της σιωπής για την οποία ήδη μιλήσαμε. Το παίγνιο ως γλώσσα είναι η μαρτυρία της, ο φωτισμός της και έτσι εκδιπλώνεται ένας νέος ορίζοντας: Όλες οι γενικές έννοιες τις οποίες μας προσφέρει ο γλωσσικός θησαυρός, είναι ‘’κενές’’ καθεαυτές, απόλυτες δηλαδή (απαιτείται υπόμνηση μιας καθαρής αλήθειας κατά την οποία το ταυτό, το άτμητο, το απόλυτο, το όλο, ό,τι ονομάζεται στη γλώσσα της μεταφυσικής άπειρο, είναι μήτρα και δημιουργός αιτία των γενικών εννοιών, των αόριστων ονομάτων  που είναι και αυτά μαρτυρίες του απολύτου;) χωρίς τις συγκεκριμένες τους εκφράσεις, τα στοιχεία δηλαδή του παιγνίου που μαρτυρούν το απόλυτο σε συγκεκριμένες μορφές, σχήματα, καταστάσεις, φαινόμενα κ.ο.κ.
Ναι, το γλωσσικό παίγνιο αποκαλύπτει ακριβώς τον πλούτο του σιωπάν, τις προσωπικές συγκινήσεις, εμβιώσεις, εμπνοές σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ό,τι πολύτιμο και ευγενές στεγάζεται στη δύναμη της έκφρασης, της γλωσσικής στην περίπτωσή μας.
Ας προσεγγίσουμε κάποιες συγκεκριμένες αλήθειες.

                                                *
Μιλώντας ή γράφοντας, ακούοντας ή διαβάζοντας, εκφραζόμενοι δηλαδή συμβολικά, ενωτιζόμενοι συμβολικά, αποκαλύπτουμε, ασύνειδα ίσως, τη φαντασιακή χωροχρονικότητά μας και αυτό σημαίνει πως η απόλυτη φαντασιακή μας χωρικότητα απο-καλύπτεται έγχρονα με τη φαντασιακή μας χρονικότητα.
Συγκεκριμένα: Και η αίσθηση και η αντίληψη κι η μνήμη, ο απόλυτος χαρακτήρας τους, φανερώνεται έγχρονα, φαντασιακά, ως γνώση, ως λόγος, ως πνεύμα, ως πνευματική μαρτυρία συμβολικά κατατεθειμένη.
Κοινωνούμε με την αλήθεια των πραγμάτων, τα διασυσχετίζουμε, τα κρίνουμε, τα συγκρίνουμε με το πνεύμα μας και τα εκφράζουμε με τη συμβολική γλωσσική έκφραση. Να πώς το ‘’στατικό’’ του συμβόλου δεν είναι παρά δίαυλος φανέρωσης του είναι των έγχρονων πραγμάτων. Να πώς οι φθόγγοι, οι λέξεις, οι λόγοι, τα κείμενα είναι λαλίστατες μαρτυρίες του πνεύματος και δε λένε τίποτε καθεαυτά.
Ας το προσέξουμε ως αυτονόητο αλλά ως δύσκολα συνειδητοποιούμενο: Η γλωσσική έκφραση είναι συνειδητή αρμογή που κατατίθεται στην πρόταση για να εμπλουτίζεται με τόσους και τόσους προσδιορισμούς, γραμματικούς και συντακτικούς που θραύουν τη δήθεν παντοδυναμία των φωνημάτων, των μορφωμάτων, των επιθημάτων κ.ο.κ. που διαπλέκονται πλέον αρμονικά και κάνουν  όλο και πιο ζωηφόρα τις απέραντες προοπτικές της πνευματικής έκφρασης και δημιουργίας, αντί να θεωρούνται αναγκαιότητες των φωνολογικών μας δυνατοτήτων.
Η γλωσσική έκφραση είναι καθαρή πνευματική δημιουργία, παίγνιο της φύσης μας που αποκαλύπτει τον απειρικό της χαρακτήρα. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως όλα κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ., άρα και οι αισθητές φανερώσεις τις οποίες διαμορφώνουμε ως σύμβολα με συνδυασμό σχημάτων, μορφών κ.ο.κ., κατανοούμε τη σχετικότητα της συμβολικής μαρτυρίας, αλλά και το βαθύτατο νόημά της: Με σχετικά ‘’μεγέθη’’, μορφές, σχήματα, σώματα, τείνουμε να εκφράσουμε νόημα δίνοντας μάλιστα οικουμενικότητα στο εσαεί πτερορρυούν σύμβολο. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε ρευστό και μεταβαλλόμενο υπάρχει το ζωοποιούν πνεύμα, η αιώνια φύση των πραγμάτων την οποία εκφράζουμε συμβολικά.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια προσλαμβάνει με τη γλώσσα απέραντη δυναμική, δημιουργική πολυσημία, επεκτάσεις, αποχρώσεις που δηλώνουν ακριβώς την υποκειμενική πρόσληψη και πνοή. Το υποκειμενικό αποκαλύπτεται ως διυποκειμενικό, ως διαπροσωπικό, γι’  αυτό η γλώσσα μας είναι το πρόσωπό μας, το συνεχές και δημιουργικό παλίμψηστο με θαυμαστή συμπληρωματικότητα που φωτίζει πολυδιάστατα το ανθρώπινο. Πρόκειται για συνεχή συγκεκριμενοποίηση του απόλυτου, για τη συνέχεια των φαινομένων ασυνεχειών που δεν τελούνται κάπου έξω, αλλά στο φαντασιακό μας χώρο.

                                                *
Ήδη, γραμματική και συντακτικό, συνέχεια και ασυνέχεια, φαντασιακή χωροχρονικότητα και συναντιληπτκή ενσυναίσθηση, κατατίθενται ως ενότητα μαρτυρίας στη γλώσσα. Αν μάλιστα προσθέσουμε το συμβολικό χαρακτήρα κάθε έκφρασης, διαγιγνώσκουμε πως κάθε γλωσσική έκφραση είναι ζωντανή αποκάλυψη ως πολυσχιδές και ανεξάντλητο παίγνιο της σιωπής, ως ζωτική μαρτυρία του πνεύματος που θέτει σε δεινή δοκιμασία κάθε εμπειριστική, τουτέστι πρωθύστερη (φαύλος κύκλος) προσέγγιση.
Ήδη, ρίζες, θέματα, καταλήξεις, πτώσεις, αριθμοί, επιθήματα, προθήματα κ.ο.κ., διάσπαρτα σε οικογένειες λέξεων με ομαλούς και ανώμαλους σχηματισμούς τους οποίους ανερευνά η ετυμολογία, όπως επίσης και οι συντακτικές δομές με το πλήθος προτάσεων, κυρίων και δευτερευουσών, προσδιορισμών τόπου, χρόνου, τρόπου, αναφοράς κ.ο.κ., όλος αυτός ο δημιουργικός λαβύρινθος υπό πλήρη ενότητα γραμματικής και συντακτικού, εκφράζει νόημα, συγκεκριμένα νοήματα, που καθιστούν δυνατό το δραν, το ενεργείν, το σχεδιάζειν κ.ο.κ., μηνύει κάτι: Η γλώσσα κατοπτρίζει το ανθρώπινο ενεργείν συμβολικά και παραπέμπει σε κόσμο ο οποίος υπέρκειται των συμβόλων, της συμβολικής γραφής συγκεκριμένα, μαρτυρεί πάντα κάτι το οποίο την υπερβαίνει ως σχήμα, έστω κι ως διαρκώς κινούμενο σχήμα με συνεχείς δυνατότητες μετασχηματισμού.
Δημιουργείται έτσι ένα παράδοξο κατά το οποίο αισθανόμαστε, νοούμε, εννοούμε, συναισθανόμαστε και, όσο πιο πλούσιος ο γλωσσικός πλούτος, τόσο το παράδοξο μεγαλύνεται. Όπως τα πλήκτρα του πιάνου λ.χ. κινούμενα απ’  το μουσικό, παράγουν αρμονισμένους ήχους, όσο οι ήχοι με τη σειρά τους παραπέμπουν στο είναι της μουσικής, τόσο απομακρυνόμαστε απ’  τα ακουόμενα και εισβάλλουμε στο θάμβος του μουσικού είναι.
Κατά παράλληλο τρόπο, όσο πιο πολύ εναρμονίζουμε λέξεις, προτάσεις, συλλογισμούς κ.ο.κ., τόσο περισσότερα να-γνωριζόμαστε όχι έξω ή μέσα στα αμφίβολα ή και ανύπαρκτα όρια της γλώσσας, αλλά στο υπέρτερο είναι της που δεν είναι παρά το ανθρωποκοσμικό είναι. Πρόκειται για μαγεία η οποία διενώνει κάθε εκφραστική μορφή ως πνευματική δημιουργία, σε τόσες και τόσες διαπτύξεις της, για τη μυστική αρμονία του λέγειν, του εκφράζεσθαι, αρμονία την οποία αποκαλύπτει κρυπτικά το παίγνιο του Αιώνα, για να προσφύγουμε και πάλι στον Εφέσιο.
Ιδού το δημιουργικό έργο της γλώσσας ως σάρκας του πνεύματος με τις λαμπρές επισταθμίες του σε κάθε μορφή έκφρασης.


                            
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1 Το πρόβλημα είναι εμφανές, δεν είναι δυνατό να υπάρχει γλωσσική έκφραση χωρίς τις φυσιολογικές καταλληλότητές μας, αυτό διαπιστώθηκε και από μεσαιωνικούς στοχαστές. Η ανάπτυξη όμως της φωνολογίας στήριξε αποκλειστικά περίπου τη δημιουργία της γλώσσας στη φυσιολογία των σωματικών εκείνων οργάνων που συμμετέχουν ενεργά στην εκφορά ήχων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δομή των μελών μας συμβάλλει στη διαμόρφωση ήχων, αυτό καταδεικνύεται εξάλλου και στους ήχους των ζώων και των πτηνών ειδικότερα.
Πριν προσεγγίσουμε έστω και ακριθιγώς τη σύγχρονη γλωσσολογία στις κυριότερες θεωρήσεις της, οφείλουμε να αναφέρουμε τη θεωρία του Port-Royal όπως διατυπώθηκε κυρίως απ’ το γνωστό έργο των  A. Arnaud και P. Nicole (La logique ou lart de penser, tel/Gallimard, 1992), έργο το οποίο, επηρεασμένο απ’ τον καρτεσιανό ορθολογισμό, προσφέρει ένα θαυμαστό περίγραμμα που θεωρεί τη γλώσσα έργο του πνεύματος ταυτίζοντας περίπου τους τρόπους εκφοράς της με τη Λογική, κάτι που παραπέμπει και στον Αριστοτέλη. Η επίδραση όμως το Descartes είναι εμφανέστατη σε σημείο που η γραμματική ως μορφική έκφραση της γλώσσας συνιστά και καθρέπτη της Λογικής, αρκεί, κατά το καρτεσιανικό πνεύμα, να έχουμε σχηματίσει καθαρές και ευκρινείς ιδέες των πραγμάτων, σε αντίθεση με τις συγκεχυμένες που οδηγούν σε πλάνες. Αξιοπρόσεκτη επίσης η προσφυγή των συγγραφέων στους στωικούς όρους σημαινόμενον και σημεῖον.
Απ’ τις νεώτερες θεωρήσεις οι οποίες ξεπερνούν κάπως τα φωνολογικά προβλήματα με το να μην επιμένουν τόσο σε αυτά, διακρίνεται ο F. de  Saussure πατέρας της λεγόμενης δομικής γλωσσολογίας με νέες θεωρήσεις, με θεωρήσεις οι οποίες τρέπονται στη ριζική δομή της γλώσσας. Ας δούμε πώς ο γλωσσολόγος ορίζει τη γλώσσα: 
Γλώσσα είναι ένα κοινωνικό προϊόν των ικανοτήτων του λόγου και ταυτόχρονα ένα σύνολο αναγκαίων συμβάσεων που έχει υιοθετήσει το κοινωνικό σώμα για να επιτρέπουν στα άτομά του να ασκούν αυτήν την ικανότητα. Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης 1979 σελ. 39  Παρά την αναμφίβολη επίδραση του W. D. Whitney αλλά και του E. Durkheim στο έργο του de Saussure, υπάρχουν νέα στοιχεία, καθόσον πέρα από κοινωνιολογισμούς, το έργο που συνδυάζει φωνολογικές καταλληλότητες και δομικές αναγκαιότητες, οδηγεί στην πρόταση  η οποία είναι μορφική έκφραση της δυνατότητας επικοινωνίας.
O Saussure επέμεινε κυρίως στο δομικό, στον ‘’κατασκευαστικό’’, θα λέγαμε, χαρακτήρα αναζωογονώντας τους γνωστός όρους σημαῖνον, σημαινόμενον, σημεῖον, επενδύοντας την πρόταση με τις φωνολογικές προϋποθέσεις και πλέκοντας τον περίπου ντετερμινιστικό χαρακτήρα εκφοράς λόγου.
Αρκεί όμως η κοινωνικότητα, οι φωνολογικές προϋποθέσεις και  η απόλυτα συμβατική χρήση του λόγου να προσδιορίζει το γλωσσικό φαινόμενο;
Οι νεώτερες έρευνες και θεωρίες αναφέρονται γιατί έχουν και φιλοσοφικό ενδιαφέρον, καθόσον στο βάθος τους συναντάμε τον εμπειρισμό υπό ποικίλες αποχρώσεις, κυρίως τον συνειρμισμό, όπως και επιστροφή στις κλασικές θεωρίες.
Κατά τον N. Troubetzkoy λ.χ., αλλά και αρκετούς εκπροσώπους της σύγχρονης γλωσσολογίας φώνημα είναι το στοιχειώδες ηχητικό στοιχείο του έναρθρου λόγου θεωρημένο απ’ τη φυσιολογική του άποψη και άμεσα εξαρτημένο απ’ φωνητικά μας όργανα, απ’ τις φωνολογικές μας δηλαδή ικανότητες. Ελάχιστες φωνητικές μονάδες, υποστηρίζει ο γνωστός πατέρας της φωνολογίας, τα φωνήματα (ό,τι ονομάζουμε σύμβολα γραφής ή γράμματα), παρατίθενται κατά τις δυνατότητες των φωνητικών μας οργάνων και παράγουν τις ποικιλίες των ήχων. Τα φωνητικά μας όργανα επομένως αναπροσλαμβάνουν και δε μιμούνται.
Άλλοι όμως φωνολόγοι, όπως ο R. Jacobson, περιόρισαν αρκετά τον αυθαίρετο χαρακτήρα των σημείων εξαιτίας των φωνολογικών προϋποθέσεων. Τα γλωσσικά σημεία στηρίζονται στις εναλλαγές των φωνημάτων (ελάχιστες και απλές φωνητικές μονάδες, οι απλοί ήχοι που καταγράφονται συμβολικά ως στοιχεία του αλφαβήτου) στα μορφήματα (μόρφημα: είναι το ελάχιστο συστατικό της λέξης που κομίζει νόημα και που λειτουργεί γραμματικά, που αποτελεί αναλλοίωτο τμήμα ενός όρου, όπως ρίζες, απλά προσυνθετικά ή επισυνθετικά, στερεότυπες συλλαβές συναντώμενες σε πολλές λεκτικές οικογένειες. Με βάση τα μορφήματα  σχηματίζονται πλήθος λέξεων που ήδη κομίζουν σημασιολογικά στοιχεία).
Ο αμερικανός γλωσσολόγος L. Bloomfield θεμελίωσε τη θεωρία των μορφημάτων. Στα συντάγματα συντίθενται μορφήματα τα οποία συνθέτουν λέξεις. Έπονται ο συνταγματικός άξονας, η διασύνδεση δηλαδή λέξεων με βάση την οποία δημιουργείται ο λόγος, και ο παραδειγματικός άξονας, αναδύεται επίσης, ό,τι για τους γλωσσολόγους-φωνολόγους αποκαλείται συνταγματική αλληλεγγύη. Οπωσδήποτε  οι γόνιμες θεωρήσεις των θεωρητικών της γλωσσολογίας που στηρίζονται κυρίως στη φωνολογία κομίζουν στοιχεία περισσότερο τεχνικής φύσης τα οποία όμως, παρά τα θετικά τους στοιχεία, δεν καλύπτουν την ευρύτητα και τις ποικιλομορφίες του γλωσσικού φαινομένου. Η παρουσία όμως των ανωμάλων ρημάτων, οι μετασχηματισμοί (τα λεγόμενα πάθη των συμφώνων), οι εκθλίψεις, οι κράσεις, οι παραλλαγές τις οποίες παρατηρούμε σε διαλέκτους, όλα προσφερόμενα απ’  την ετυμολογία την οποία δεν οφείλουμε να παραγνωρίζουμε, σχετικοποιούν οπωσδήποτε τους όρους στους οποίους αναφερόμαστε. Ας τονίσουμε ακόμη πως όλα αυτά δεν είναι άσχετα με τα θέματα, τις ρίζες, τις καταλήξεις, τις πτώσεις, τα προθήματα, τα ενθήματα της κλασικής γραμματικής χωρίς την οποία δε μπορεί να υπάρχει γλωσσολογία. Δεν είναι δηλαδή και τόσο νέα.
Η υποτιθέμενη πρωτοτυπία συνίσταται στο ότι η γλώσσα, κυρίως με τις αντιθετικές, σχετικές και αρνητικές όψεις των φωνημάτων, αναγκάζει τον άνθρωπο να αρθρώνει μορφήματα, να δημιουργεί συντάγματα, γλώσσα δηλαδή. Ο άνθρωπος είναι έρμαιο λιγότερο ή περισσότερο του συμβαίνοντος το οποίο επαναλαμβάνει γλωσσικά. Βλέπουμε πως οποιαδήποτε θεώρηση του γλωσσικού φαινομένου υποκρύβει και φιλοσοφικές προκείμενες και σε αυτό ο αμερικανικός εμπειρισμός πρωτοστατεί.
Αρκετά αργότερα, ο N. Chomsky ο οποίος στράφηκε στον καρτεσιανό ορθολογισμό και στη σχολή του Port-Royal δεχόμενος την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί γλώσσα, εισηγήθηκε τη γενετική μετασχηματιστική θεωρία διακρίνοντας στη γλώσσα την επιφανειακή και τη βαθιά δομή: Η επιφανειακή δομή καθορίζει ολοκληρωτικά την φωνητική ερμηνεία και η βαθιά δομή εκφράζει τις γραμματικές λειτουργίες οι οποίες παίζουν ένα ρόλο στον καθορισμό της σημαντικής λειτουργίας, παρόλο που μερικές απόψεις της επιφανειακής δομής είναι επίσης σε θέση να συμβάλλουν στον ορισμό του νοήματος της φράσηςChomsky, Le langage et la pensée, Payot, σελ. 52.
Ο Chomsky θεωρεί έμφυτη την ικανότητα λόγου και καταπλήσσεται με τις ακραίες εμπειριστικές θέσεις συγχρόνων του, κυρίως Αμερικανών, οι οποίοι διατείνονται πως τα δεδομένα της βιοχημείας, της νευρολογίας και της σύγχρονης φυσικής κατευθύνουν σε συμπεριφοριστικές ερμηνείες της γλώσσας.
Περισσότερες παρατηρήσεις σχετικά με την πορεία των κυριότερων γλωσσολογικών ερευνών και ρευμάτων στο έργο μας Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1996, σελ. 171 κ. εξ.
2 Ο θρησκειοφιλόσοφος και απ’  τους πατέρες της θρησκειολογίας Max Müller διετύπωσε μια ενδιαφέρουσα θέση με την οποία προσπάθησε να αιτιολογήσει το φαινόμενο του πολυθεϊσμού με τις ανεπάρκειες της γλώσσας. Οι άνθρωποι προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τα έντονα κυρίως φυσικά φαινόμενα, απέδωσαν τα συμβαίνοντα στις φυσικές δυνάμεις, τα θεώρησαν ιδιότητές τους και οδηγήθηκαν στον cathénothéisme, στη θεότητα του ανέμου, του νερού, της γονιμότητας κ.ο.κ. Κάθε ισχυρό φαινόμενο είχε την αντίστοιχη θεότητά του και αυτό επειδή η γλώσσα αδυνατούσε να αποδώσει τις ενέργειες του ενός και μοναδικού Θεού, πάντα κατά τον Müller. Παρά το ότι αυτή η άποψη πάσχει, έχει τη σπουδαιότητά της και ερμηνεύει τουλάχιστον την εξαντικειμενικεύουσα φυσιοκρατική διάσταση της πολυθεϊας και τη σχέση της με τη γλώσσα.
Ίσως, το πρόβλημα παραμένει και φωτίζει πόσο μια επιστημονική θεώρηση μιας αλήθειας τόσο οικείας στην ανθρώπινη φύση παραμένει και θα παραμένει αφετηρία έντονου προβληματισμού.
Η Julia Kristeva στο έργο της Le langage cet  inconnu, Seul/essais, 1981, εκτός απ’ το διαπολιτισμικό περίγραμμα των  γλωσσολογικών θεωριών, οδηγείται και σε προβληματισμούς χωρίς να λαμβάνει σαφή θέση. Οι προβληματισμοί της όμως είναι αξιοπρόσεκτοι. Λ.χ: Η γλώσσα παράγει αυτές τις πραγματικότητες (υποκειμενικότητα, υποκείμενο, διάλογος, χρόνος, ιστορία κ.ο.κ.)  ή αντίθετα αυτές ανακλώνται στη γλώσσα; (σελ. 42) Άξια αναφοράς είναι η θέση της Kristeva η σχετική με τη γλώσσα των πρωτογόνων: Δεν εξιδανικεύουν, δεν προχωρούν σε αφαιρετικές διαδικασίες, αλλά θεωρούν ότι μετέχουν στο κοσμικό γίγνεσθαι (σελ. 56).
Επιστρέφοντας σε κλασικές φιλοσοφικές σπουδές χωρίς να υποβαθμίζουμε τη νεώτερη και σύγχρονη Γλωσσολογία, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε τη σπουδαιότητα του θέματός μας.
Επικαλούμαστε επομένως σύντομα τη θεώρηση του Πλάτωνα η οποία ερμηνεύει τη γλώσσα με βάση τον ιδεαλισμό, κυρίως στον Κρατύλο. Η ουσία του μηνυομένου γίνεται ἐγκρατής τοῦ ὀνόματος το οποίο δεν είναι παρά η φανέρωση, η αισθητή φανέρωση του είναι κάθε πράγματος, της ιδέας του δηλαδή. Μόνο έτσι ονομαζόμενα τα πράγματα δίνουν βεβαιότητα της ταυτότητάς τους, αφού δηλώνουν την πραγματική φύση τους. Οὐκοῦν εἰ μήτε πᾶσι πάντα ἐστιν ὁμοίως ἅμα καί ἀεί…δῆ δη ὃτι αὐτά αὐτῶν οὐσίαν ἒχοντά τινα βέβαιόν ἐστι τά πράγματα…, ἀλλά καθ’ αὑτά προς την αὑτῶν οὐσίαν ἒχοντα ᾗπερ πέφυκεν. Κρατύλος, 386d,e. Επίσης, 387a, 390 d,e κ.α. Ο Πλάτων προχωρεί ακόμη περισσότερο και θεωρεί πως μόνο η φλόγα του προσωπικού λόγου, η κυρίως γλώσσα δηλαδή, είναι ικανή να μεταλαμπαδεύει τη γνώση, καθόσον η γραφή είναι δεινόν…ἤ και ὡς ἀληθῶς ὃμοιον ζωγραφίᾳ Πλ. Φαίδρος, 275d. Όντως η πλατωνική διαλεκτική ως γονιμότατη λογική που γράφεται ἐν ταῖς ψυχαῖς των διαλεγομένων δηλώνει πνευματική βαθύτητα και ετοιμότητα, παρόλο που την πληροφορούμαστε γραπτώς…
Ο Αριστοτέλης ο οποίος στήριξε τη Λογική του στη γλώσσα θεωρεί τα πράγματα διαφορετικά. Αναφερόμενος στην πρόταση (Πρότασις μέν οὖν ἔστι λόγος καταφατικός ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος. Αναλυτ. Πρ., κεφ. Ι) και θεωρώντας πως εγκλείει νόημα, την αξιολογεί εισάγοντας τον καταφατικό ή τον αποφατικό της χαρακτήρα. Έπεται πως το όνομα επιλέγεται αυθαίρετα και πως στο πλαίσιο της πρότασης αποκαλύπτει την ύπαρξή του, την εξ’ ανάγκης ύπαρξη ή το ενδεχόμενο ύπαρξης. Θα δούμε τη σπουδαιότητα και τις διαθλάσεις αυτής της καταγραφής: Ἐπεί δε πρότασίς  ἐστιν ἢ τοῦ ὑπάρχειν, ἢ τοῦ ἐξ’ ἀνάγκης ὑπάρχειν, ἢ τοῦ ἐνδέχεσθαι ὑπάρχειν· Αναλ. Πρ,. ΙΙ
Βέβαια η πλήρης εξάρτηση της Λογικής απ’  τη γλώσσα αποτελεί πρόκληση η οποία δοκιμάζει τόσο την εγκυρότητα της γλώσσας, όσο και της Λογικής. Αναφέρουμε ενδεικτικά και τους Στωικούς ο πανθεϊσμός των οποίων μεταρρυθμίζει κατά κάποιο τρόπο τη Λογική ταυτίζοντάς την περίπου με τη γλώσσα. Στη σκέψη τους τα γνωστά μέρη του λόγου είναι πέντε (Λόγου στοιχεία) και η γραμματική τους, ετυμολογική, προσεγγίζει την πλατωνική άποψη. Ωστόσο, βρίσκονται κοντά και στον Αριστοτέλη πιστοποιώντας κατά κάποιο τρόπο πως ο πανθεϊσμός δεν είναι παρά δημιουργική σύγκραση ιδεαλισμού και ρεαλισμού.
Ήδη, οι τόσο γνωστοί απ’  τη σύγχρονη γλωσσολογία όροι (σημαῖνον, σημαινόμενον, σημεῖον) βρίσκονται στις διαπιστώσεις των Στωικών: Σημαινόμενον δέ αὐτό τό πρᾶγμα δηλούμενον καί οὗ ἡμεῖς μέν ἀντιλαμβανόμεθα τῇ ἡμετέρᾳ παριφυσταμένου διανοίᾳ… Σέξτου Εμπειρικού, Πρὸς Μαθηματικούς, VIII, II
Οι σύντομες αναφορές μας στην ελληνική αρχαιότητα δίνουν στη γλώσσα πνευματικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν σπερματικά και σε προγενέστερες περιόδους.
Απ’  τη βιβλιογραφία τη σχετική με τη συμβολική τάξη της Φαραωνικής Σοφίας, της Οσιρικής Τάξης κατά κύριο λόγο, διαπιστώνουμε πώς ο όρος σύμβολο ήταν παγκυριαρχικός. Αυτό το σύμπαν ενέπνευσε και τις πρώτες μορφές γραφής με τα ιερογράμματα που κινούνταν πάντα στο πλαίσιο της ιεροβασιλείας και της κρύφιας τάξης του κόσμου. Σύγκριση των ιερογραμμάτων με τις ζωγραφικές κυρίως παραστάσεις καταδεικνύει όχι μόνο τη συμβολική τάξη, αλλά και τη μετάβαση στο γραπτό λόγο υπό το πνεύμα της ολίζουσας θείας τάξης η οποία εμπνέει και το ανθρωπίνως ενεργείν. Τα σύμβολα γραφής εμπνέονται απ’  το υπέρτατο σύμβολο, απ’  την παρουσία των θεών οι οποίοι τρέφουν την ανθρώπινη ζωή. Ο ακινητοποιημένος άνθρωπος είναι επομένως φορέας μηνύματος και παθητικός κατά κανόνα αποδέκτης του, παρά το ότι με τη μαγεία, την αριθμοσοφία, την αλχημεία αγγέλλεται αμυδρά η θραύση του μονοσυμβόλου.
Αυτό ακριβώς μηνύει και η γραφή των αρχαίων Αιγυπτίων και καταγράφεται με τη μνημειώδη συλλογή ποιημάτων (Το Βιβλίο των Νεκρών των Αρχαίων Αιγυπτίων) όπου διαμέσου της γραφής προδίδεται η γονιμότητα της γλώσσας, της ομιλούμενης γλώσσας.
Ας προσδιορίσουμε όμως με σαφήνεια πως με τη συμβολική γραφή των κυρίως ιστορικών χρόνων, με τη γραφή η οποία αναδύθηκε με τη θραύση των μονοσυμβόλων, δημιουργείται νέα προοπτική. Δεν εννοούμε μόνο το συσχετισμό, τον ουσιώδη συσχετισμό μυθικού και συμβολικού πνεύματος, αλλά και τη σημαντική τους. Αν ό,τι εκφραστό φανερώνεται συμβολικά, αν και η μοντέρνα λογική ονομάζεται συμβολική λογική, εύκολα κατανοούμε τη δυναμική και τη σημασία του όρου. Για τον Scot Erigène  λ.χ., η φυσική γλώσσα και το αναγκαίο μέσο έκφρασης της αποκάλυψης είναι λοιπόν το σύμβολο, και εξ’  ορισμού κάθε αποκάλυψη είναι συμβολική. In Etienne Gilson, Le sens du rationalisme Chrétien p. 5, Etudes de Philosophie Mediévale, Strasbourg, 1921. Για τον Schelling επίσης, όλοι οι ποιητικοί τρόποι των μυθικών διηγήσεων δεν είναι ούτε σχηματικοί, ούτε αλληγορικοί, αλλά συμβολικοί. Περισσότερα σχετικά με τις συμβολικές θεωρίες: Tzvetan Todorov, Théories du symbole, Seuil/essays, 1985, σελ. 247 κ.εξ.
Παρόμοιες θεωρήσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε αν επισκεπτόμασταν τα πρώτα σύμβολα γραφής αρχαίων πολιτισμών. Η γραμμική γραφή (A΄ και B΄) των Αρχαίων Ελλήνων, προαλφαβητική οπωσδήποτε, αγγέλλει μια άλλη κινητικότητα η οποία μετουσιώθηκε αργότερα χωρίς να αντικατασταθεί ο συμβολικός χαρακτήρας της γραφής και της σκέψης γενικότερα.
4 Δεν έχει προσεχθεί η γλωσσολογική θα λέγαμε καταγωγή αυτού του μεγάλου προβλήματος, των σχέσεων δηλαδή των γενικών εννοιών, με τις συγκεκριμένες τους εκφράσεις. Το πρόβλημα απασχόλησε τους φιλοσόφους, αλλά υπήρχε ήδη στη γλώσσα και μάλιστα στην τρέχουσα φύση της. Απ’  το ρεαλισμό προέκυψε η ιδεαλιστική θεώρηση που είναι βασικά πλατωνική, ενώ απ’  τον νομιναλισμό προήλθε ο εμπειρισμός στη νεώτερη και σύγχρονη σκέψη. Ωστόσο, τα όρια δεν είναι στεγανά, καθόσον στη φιλοσοφία του Berkeley λ.χ. ο ριζικός νομιναλισμός που απορρίπτει ριζικά τις abstract ideas και είναι ιδεοκρατικός (όχι στο πλατωνικό νόημα του όρου, αλλά υπό χριστιανικά προδεδομένα) με την απόρριψη της ύλης και του χώρου και την αποδοχή των πραγμάτων ως ιδεών που δεν υπάρχουν παρά αν γίνονται αντιληπτά( esse is percipi). Ήδη  στον Berkeley οι λέξεις είναι σημεία με τα οποία ονομάζονται οι ιδέες.
 Σημεία επίσης ονομάζει τις λέξεις και ο Th. Hobbes  αλλά υπό εντελώς άλλο πρίσμα, υπό απόλυτα φυσιοκρατικό, δεδομένου ότι όλες οι δυνατότητες του ανθρώπου οφείλονται στη φύση και στους φυσικούς νόμους. Συγκεκριμένα, στο γνωστό του έργο Leviathan και κυρίως στο πρώτο μέρος (Part One, of Man) και στις λίγες αναφορές στη γλώσσα (chapter IV, the use of speech) ο φιλόσοφος σημειώνει πως η γλώσσα είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρονται διανοητικές καταστάσεις σε λόγια για λόγους συνεννόησης. Βέβαια πρόκειται για κοινό τόπο ο οποίος όμως προκύπτει καθαρά φυσιοκρατικά και αυτό τον κάνει προβληματικό.
 Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε την προβληματική μας επίσης στους J. Locke, D. Hume, στην εμπειριστική σχολή και στην ανάπτυξή της κυρίως στο χώρο της ψυχολογίας με τις σχολές του συμπεριφορισμού (behaviorism) για να διαπιστώσουμε πως το λέγειν, ο λόγος, η γλώσσα κατά τις σχολές αυτές είναι απλό εργαλείο που δημιουργείται απ’  τον άνθρωπο ο οποίος είναι με τη σειρά του εργαλείο φτιαγμένο απ’  τη φύση (instrumentalism).
Δεν οδηγούνται βέβαια όλοι οι εμπειριστές στην εργαλειοκρατία, καθώς λ.χ. στον J. Locke (Un Essay Concerning Human Understanding) η γλωσσική καταλληλότητα συνίσταται στο να χωρίζουμε τους ήχους σε διακριτικές μορφές, ηχητικές βέβαια, που παράγουν τις λέξεις (Part III) κ.ο.κ. Εύκολες θεωρήσεις που δοκιμάζονται όμως με την ουσιαστική προσέγγιση της γλώσσας και όχι με την εφαρμογή εμπειριστικών αφετηριών. Ο G. Berkeley στην περίφημη πραγματεία του (A Treatise Concerning the Human Knowledge, ελληνική έκδοση σε δική μας μετάφραση στις εκδόσεις Δρόμων, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, 2), θεωρεί τις λέξεις σημεία τα οποία δηλώνουν το περιεχόμενο της αίσθησης, τη διαδοχή των ιδεών, πράγμα που σημαίνει το είναι των πραγμάτων, κατά τρόπο που η γλώσσα είναι μαρτυρία του έργου της αντίληψης.
Στον D. Hume όπου ο ριζικός εμπειρισμός καταλήγει σε σκεπτικισμό, στο κύριο έργο του στο οποίο έχουμε παραπέμψει κατ’ επανάληψη, στο δεύτερο τμήμα (Of the origin of ideas) καταφαίνεται πως τα αισθήματα γίνονται αβέβαια βιώματα που παράγουν λέξεις…
Μετριοπαθέστερος είναι ο πραγματισμός ο εμπειρισμός του οποίου εντάσσει την ύπαρξη στο πλαίσιο της δημιουργικότητας που αποκαλύπτει με την εμπειρία και την υπερβατικότητα. (W. James) Ο James επέμεινε στη δύναμη της γλώσσας όπως η τελευταία αναδύεται απ’ το πνεύμα του λαού, ή για να χρησιμοποιήσουμε τον ακριβή όρο που χρησιμοποιεί ο πατέρας του πραγματισμού, απ’ τον κοινό νου. (Πρβλ. το έργο του σε μετάφρασή μας που εκδόθηκε πρόσφατα, Δρόμων, 2013, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, 10: Κοινός Νους, Αλήθεια, Μεταφυσική και Πραγματισμός). Δε συναντάμε εύκολα σε όλους τους φιλοσόφους εμπεριστατωμένες αναλύσεις σχετικές με τη θεώρηση του γλωσσικού φαινομένου, αλλά σκέψεις και παρατηρήσεις που συνάδουν με τις αρχές τους.
Παράλληλα, ή και πριν, και άλλοι φιλόσοφοι, όπως εκφραστές της Σκωτικής Σχολής (κυρίως ο Th. Reid ο οποίος στηρίχτηκε στις συλλήψεις του Κοινού Νου), αλλά και ο G. E. Moore  κ. ά. θεωρούν τις αλήθειες του κοινού νου ακαταμάχητες και διατείνονται πως πειστήριο των αληθειών του είναι το γλωσσικό φαινόμενο τόσο στις ιδιαιτερότητες των γλωσσών, όσο και στην οικουμενικότητά τους. Η αλήθεια είναι πως ναι μεν ο άνθρωπος είναι ικανός να διανοείται ορθά ή να συλλαμβάνει αλήθειες οικουμενικότητας, ο κοινός νους όμως συχνά εκτρέπεται σε πλάνες οι οποίες μπορεί να απομακρύνουν απ’ την αναζήτηση της αλήθειας. Μόνο με την πνευματική ωρίμανση οι αλήθειες του κοινού νου επιβεβαιώνονται ή αποδεικνύονται ψευδείς.
Οφείλουμε επίσης να μνημονεύσουμε και λογικούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο G. Frege) οι οποίοι βλέπουν στην αλήθεια της μαθηματικής πρότασης την ενότητα του πνεύματος, την ταυτόχρονα αναλυτική και συνθετική του δεινότητα η οποία καθιστά δυνατό με τη μαθηματική έκφραση τον τρόπο ύπαρξης και κίνησης των αισθητών πραγμάτων. Και εδώ η συμβολική της γλώσσας σε όλες της τις μορφές, καταξιώνεται.
Όλα αυτά αποκαλύπτουν, κατά τον Ernst Cassirer, μια σταθερά της γλωσσολογικής σκέψης η οποία είναι επίσης ιδιαίτατα ενδιαφέρουσα για την κριτική της γνώσης….. Μόνο στις σχέσεις ταυτοχρόνου, της γειτονίας, και της εξωτερικότητας βρίσκει τον τρόπο να εκθέτει τους συσχετισμούς, τις εξαρτήσεις, και τις ποιοτικές αντιθέσεις, τις πιο αντιθετικές. Ernst Cassirer, La Philosophie des Formes Symboliques, Minuit, 1972, σελ. 154. Νεοκαντιανός, ωστόσο, ο Cassirer, εμμένει στις καντιανές περί χωροχρόνου θεωρήσεις, αλλά διατυπώνει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις, πάντα σε αναστροφή με αξιόλογη βιβλιογραφία. Μια ματιά στην εγελιανή θεώρηση προσφέρει προοπτικές ‘’πνευματοκρατικής ‘’ προσέγγισης της γλώσσας, δεδομένου ότι η γλώσσα τη δυναμική του πνεύματος. H πνευματική φύση είναι αποκλειστικά το πιο άξιο σημείο καταγωγής για τη σκέψη του Απολύτου στο σημείο που η σκέψη  παίρνει αφετηρία και επιθυμεί  να προσλαμβάνει εκείνο το οποίο της είναι το πιο εγγύς. G. W. F. Hegel, Précis de l’Encyclopédie des Sciences Philosophiques, Vrin, 1978, σελ. 59.
Αναφέρουμε, επίσης, μια άποψη του de  Maistre την οποία έχουμε επικαλεστεί και στο παρελθόν:  Η σκέψη προϋπάρχει των λέξεων οι οποίες όμως είναι φυσικά σημεία της. Joseph de Maistre, Les Soirées de Saint-Peterbourg, Editions de la Maisni, 1991, I, σελ. 92, 102, In: Η Αιώνια Φιλοσοφία, Δρόμων, 2002,  σελ. 38.
5 Παράδοξα, η γνωστή σχολή της Βιέννης (Λογικός Θετικισμός, Νεοθετικισμός ή Λογικός Εμπειρισμός), τις θέσεις της οποίας αναπτύξαμε σε άλλη ευκαιρία (Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, σελ. 241 κ. εξ.) θεωρεί σκοπό της φιλοσοφίας τη σύνταξη της επιστημονικής γλώσσας. Μη αποδεχόμενοι (;) οι νεοθετικιστές  την κοινή γλώσσα, αναζήτησαν μάταια άλλη γλώσσα, τη μεταγλώσσα, αλλά μάταια. Δε θα κρίνουμε εκ νέου τις απόψεις της Σχολής, αλλά οφείλουμε να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατό να μιλάμε για σύνταξη της επιστημονικής γλώσσας όταν η τελευταία έχει τη συμβολική της γραφή η οποία είναι καθαρή, μαθηματικοποιημένη. Η σύνταξη οποιασδήποτε γλώσσας είναι ήδη δεδομένη, όπως και η γραμματική της. Η επαληθευσιμότητα στην οποία στηρίζονταν οι νεοθετικιστές όχι μόνο δεν είναι ασφαλές κριτήριο, αλλά εντελώς αδύναμο, δεδομένου ότι η διαψευσιμότητα έχει το λόγο της και τα δικαιώματά της σε ήδη πρόσκαιρα ‘’επαληθευμένες’’ επιστημονικές θεωρήσεις. Οπωσδήποτε, οποιαδήποτε σύνταξη κάθε μορφής γνώσης απαιτεί, προαπαιτεί δεδομένα στα οποία και στηρίζεται, έστω κι αν αυτά είναι η επιστημονική γλώσσα.
6 Το πρόβλημα είναι ριζικής σημασίας για όλους τους τομείς της φιλοσοφικής έρευνας. Ωστόσο, περιοριζόμενο στη γλωσσική έκφραση, παραμένει μεν ως πρόβλημα, αλλά προσφέρει δημιουργικά εναύσματα. Δεν είναι μόνο η συνέχεια του προφορικού λόγου ή του κειμένου που προδίδει πνευματική αρμογή παραστάσεων-εννοιομορφημάτων, δεν είναι, επίσης, η τουλάχιστον φαινομενικά σταθερή κατάσταση των φωνημάτων και των μορφωμάτων απ’  τα οποία πλάθονται τα συντάγματα και η συνταγματική αλληλεγγύη, ούτε οι άκλιτες λέξεις που προσφέρουν το δημιουργικότερο έναυσμα.
Το σημαντικότερο συνίσταται στο ότι με τη γλώσσα οι ενεργοποιημένες πνευματικές λειτουργίες μας ενεργούν ως εσαεί παρόν που στηρίζεται στο έγχρονο  προδίδοντας έτσι τη φύση του τελευταίου ως οχήματος του απολύτου.
Υπάρχει βέβαια και αναγνωρίζεται ένα είδος υπερβατισμού στις σχέσεις γλώσσας και περιγραφόμενης πραγματικότητας ακόμη και σε εκφραστές της δομικής γλωσσολογίας ή απ’  τις αρχές του υπερβατολογικού ιδεαλισμού της καντιανής φιλοσοφίας. Η καταγραφή που ακολουθεί είναι ενδεικτική: Σε αυτή τη μέθοδο η γλώσσα δεν αντανακλά την πραγματική ύπαρξη αλλά δημιουργεί διανοητικά σύμβολα, ενώ η ίδια η πραγματικότητα, η πραγματικότητα η οποία μας είναι δεδομένη, δεν είναι ανεξάρτητη σπ’ το είδος και την κατασκευή των γλωσσικών συμβολικών δομών. Adam Schaff, Langage et connaissance, Anthropos/points, 1974.σελ. 35.  (Η κρίση του Weisgerber σχετικά με τη θέση του Humboldt, θέση επηρεασμένη και απ’ τη φιλοσοφία του Kant)
Θα μπορούσαμε επίσης να επικαλεσθούμε τις σχέσεις συγχρονίας και διαχρονίας, συγχρονικής και  διαχρονικής γλωσσολογίας και ιδιαίτερα σε γλώσσες οι οποίες επιβιώνουν (Αρχαία Ελληνικά-Νέα Ελληνικά, Λατινικά-Σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες) όπως και σε άλλες γλώσσες καθεαυτές εξεταζόμενες κατά τα στάδια της εξέλιξής τους. Παρόμοιος συσχετισμός ευρύνει τα όρια των σχολών και κρατύνει την άποψη κατά την οποία η γλώσσα είναι πρώτιστα όλο και πιο δημιουργική σάρκωση της αναπτυσσόμενης πνευματικής μας δραστηριότητας.
Το πρόβλημα παραπέμπει και στην Εθνολογία (κοινωνική ανθρωπολογία) και είναι ενδεικτική η προσφυγή του C. Lévi-Strauss στους όρους συγχρονία και διαχρονία, παρά τις ‘’αντιγραφικές’’ προσπάθειες και αλχημικές μεταφορές δεδομένων της φωνολογίας στη δομή των πρωτογόνων κοινωνιών και των μύθων τους.
Ωστόσο, αναστρεφόμενοι με την κοινωνική ανθρωπολογία και με τις πολλές θεωρήσεις των ερευνητών της, συναντάμε και άλλες απόψεις πέραν της δομικής. Ο Franz Boas λ.χ. τόνισε τη στενή σχέση γλώσσας και κουλτούρας, κάτι που έπραξε και ο Benjamin Lee Whorf ο οποίος υπονοούσε πως κάθε γλώσσα συμβάλλει σε αξιοπρόσεκτο βαθμό στο να δομεί τον αντιληπτικό κόσμο εκείνων που την ομιλούν. (Edward T. Hall, La dimension cachée, Seuil/essays, 1978, σελ. 118 κ. εξ.) Ωστόσο, η έρευνα που έχει αποκλειστική αφετηρία τα νομιζόμενα εμπειρικά δεδομένα είναι αναγκασμένη να υποπίπτει σε εξαπλουστεύσεις.
Ευρύτερη επέκταση των όρων αναθέτει το ερώτημα και προσανατολίζει προς μία αρχή κατά την οποία πυρήνας κάθε μεταβαλλόμενου είναι η παράμονη φύση του.
7 Οφείλουμε να διακρίνουμε τις εμπειριστικές σχολές. Άλλες διακρίνονται για το ριζικό εμπειρισμό τους που, αν ήταν συνεπείς, θα οδηγούνταν στο σκεπτικισμό (όπως η περίπτωση του Hume), με απολήξεις στη φυσιοκρατία, στην αισθησιαρχία, στον υλισμό, στο συμπεριφορισμό και άλλες θωρούν μεν το πνεύμα αυθύπαρκτο αλλά χωρίς έμφυτες ικανότητες χωρίς την πρωταρχική συμβολή της εμπειρίας, των αισθήσεων κατά κυριότητα. Ο εμπειρισμός του Locke  εντάσσεται στο μετριοπαθή εμπειρισμό, όπως και εκείνος του Contillac. Στην ίδια τάση θα μπορούσαμε να εντάξουμε επίσης και τον εμπειρισμό του πραγματισμού, παρά κάποιες διακηρύξεις του James περί ριζικού εμπειρισμού.
Όλες αυτές οι σχολές θεωρούν τη γλώσσα προσαπόκτημα που οφείλεται σε απολύτως πρακτικούς λόγους, όπως λ.χ. οι πρώτες τέχνες. Στην τριβή επομένως δεν παράγεται μόνο η γλώσσα, αλλά και η πνευματική φύση του ανθρώπου διαμέσου των παραστάσεων, της μνήμης, των συνειρμικών ‘’ακολουθιών’’, κ.ο.κ. Βέβαια εγείρονται προβλήματα συνέπειας, αλλά το βασικό σφάλμα συνίσταται στο πρωθύστερο, στη γνωστή πλάνη κατά την οποία ερμηνεύουμε το πρότερο με βάση το ύστερο.
8  Είναι γνωστές οι περίφημες θέσεις του Wittgenstein κατά τις οποίες τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου (Philosophical Investigations, Oxford, 1976) και ό,τι μπορεί να δειχθεί δε μπορεί να ειπωθεί. (Tratctatus, 4.1212)  Ό,τι δε μπορεί να ειπωθεί οφείλει να σιωπάται (Tractatus, τελευταία παράγραφος). Για να κατανοήσουμε όμως αυτές τις θεωρήσεις του Wittgenstein, οφείλουμε να θυμίσουμε πως για το φιλόσοφο υπάρχει το μυστικό, η μυστική ρίζα της ζωής που δεν είναι δυνατό να εκφράζεται κατά τρόπο που οι προτάσεις της λογικής και της γλώσσας δεν είναι παρά φωτογραφίες της πραγματικότητας.
Αν τα όρια του κόσμου μας όμως είναι και όρια της γλώσσας μου, αν τα όριά μου οριοθετούνται ‘’κάπου’’. Yπόδηλη ειδωλική άποψη υποκρύβει και μία άλλη θέση του φιλοσόφου: Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω απ’  τον κόσμο. Υπάρχει όμως νόημα στη φράση ‘’έξω απ’  τον κόσμο’’; Θα πείτε πως και το πλατωνικό ἐπέκεινα μηνύει κάτι παρόμοιο. Ο Πλάτων όμως επικαλείται το αγαθό και πιστοποιεί έμμεσα όχι τα όρια της γλώσσας, αλλά τα όρια του εκφράζεσθαι γενικότερα.
Επιστρέφοντας θα λέγαμε πως είναι προτιμότερο να λέμε πως τα συμβατικά όρια της γλώσσας, όπως και τα συμβατικά όρια κοσμικών μεγεθών, μικρότερων ή μεγαλύτερων (και οι όροι μικρός και μεγάλος είναι συμβατικοί), μαρτυρούν πως δεν υπάρχουν ουσιαστικά όρια και πως πραγματικό όριο, ορίζον όριο, είναι το απόλυτο του νοήματος το οποίο αγνοεί και αποστάσεις και κάθε φύσης προσδιορισμούς.
Ο ίδιος ο Wittgenstein προσέφυγε στα περίφημα games of language, στα παίγνια (η περίφημη θεωρία των παιγνίων, μαθηματικής φύσης, χρησιμοποιείται στις επιστήμες και ιδιαίτερα στην οικονομία), όπως λ.χ. το σκάκι, για να πει πως οι λέξεις που συνιστούν μια πρόταση έχουν ειδική λειτουργική δυναμική, κανόνες, όπως τα παίγνια.
Ας σημειώσουμε με συντομία πως και σε άλλες πολιτισμικές εμπειρίες συναντάμε συχνά την άποψη κατά την οποία τα λόγια τα πιο βαθιά δεν προφέρονται (Lie Zi, Du vide parfait, Rivages poche/Petite bibliothèque, 1999, σελ. 65) όπως και η πιο αξιοσημείωτη δράση δε φανερώνεται. Όχι μόνο στη βουδιστική αλλά και στη βεδική σοφία συναντάμε συχνά παρόμοιες διαπιστώσεις που είναι ενδεικτικές και που φανερώνουν την αδυναμία εκφοράς με τη γλώσσα, με την έκφραση, του απολύτου. Ωστόσο, προσεκτικότερη θεώρηση οδηγεί στη βεβαιότητα του ανέκφραστου που είναι πηγή του εκφραστού.
Είναι γνωστό πόσο η για τη γλώσσα θεωρία του Wittgenstein  επηρέασε την Αναλυτική φιλοσοφία (θα οφείλαμε να μνημονεύσουμε και άλλους φιλοσόφους, αλλά θα οδηγούμασταν σε έναν λαβύρινθο ο οποίος θα μας εξέτρεπε απ’ την προβληματική μας. Περιοριζόμαστε να θυμίσουμε τις για τις αναλυτικές προτάσεις θέσεις των Leibniz, Frege, Mill, Russell και Moore, (Βλ. Πανόραμα…σελ. 252 κ. εξ.) αλλά το πρόβλημα παραμένει: Είναι τόσο μεγάλη η πλαστικότητα των όρων, που οι ‘’κανόνες’’ αυτοαναδεικνύονται, αυτοδημιουργούνται στο πλαίσιο συζητήσεων, αναζητήσεων, προβληματισμών. Αποκρυπτογραφούν την αντιληπτική μας δεινότητα και την ικανότητα έκφρασης νοήματος.
Κάθε πρόταση επομένως δε φωτογραφίζει την πραγματικότητα, θα κινδυνεύαμε να εγκλωβισθούμε στον αφελή ρεαλισμό (είναι γνωστό πω ο B. Russell καταλόγισε αφελή ρεαλισμό σε έναν κύριο εκπρόσωπο της αναλυτικής φιλοσοφίας, στον G. Ryle, ο οποίος απέδιδε στις προτάσεις απόλυτη ισχύ, αγνοώντας πως οι αισθήσεις δεν πληροφορούν πάντα με τρόπο αλάθητο). Παράλληλες θεωρήσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε αν αναστρεφόμασταν με το έργο του W. V. Quine (πρβλ.: Theories and Things, Harvard University Press, 1981, σελ.67, 188 κ. α.) ο οποίος αναστρέφεται με τα μεγάλα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται στον τρόπο έκφρασης και με τα διλήμματα, όπως η παράσταση της ταυτότητας, η μεταφορά στη γλώσσα, η μη αποφασιστικότητα των λογικών συστημάτων, κ. α.
Η γλώσσα επομένως σχετική και συμβατική, εκφράζει νόημα το οποίο είναι πνευματικό, το οποίο δε φωτογραφίζει, αλλά στηθοσκοπεί, γιατί εισδύει στο βάθος και δεν παραμένει θεατής της επιφάνειας.
9  Σίγουρα η γλώσσα δηλώνει κοινωνία και ό,τι επάγει η τελευταία: Θεσμούς, πολιτεύματα, μορφές επικοινωνίας κ.ο.κ. Είναι όμως η κοινωνική φύση του ανθρώπου ο μόνος και αποκλειστικός παράγοντας δημιουργίας της γλώσσας, ή απλά συντελεστικός παράγοντας και μάλιστα που την προϋποθέτει; Είναι γνωστό πως ο πατέρας της δομικής γλωσσολογίας F. de Saussure επηρεάστηκε απ’ την κοινωνιολογία του E. Durkheim και κυρίως απ’ το έργο του το σχετικό την οργάνωση πρωτογόνων κοινωνιών όπου και το πεδίο του θρησκευτικού υπάγεται στην ολότητα του κοινωνικά υπάρχειν. Επίσης το έργο του Whitney επηρέασε τον Saussure.
Ευρύτερα, στην κοινωνιολογία υπάρχουν αναπόφευκτες αναφορές στη γλώσσα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Auguste Comte οι αναφορές του οποίου είναι ενδεικτικές ως αναφορές ενός θετικιστή κοινωνιολόγου, νεανικού μαθητή του Saint Simon: …Πράγματι, όπως η θρησκεία, η γλώσσα είναι εμπνευσμένη απ’ την καρδιά και δημιουργημένη απ’ το πνεύμα…   Όλα συντρέχουν λοιπόν στο να δείξουμε πως η πραγματική γενική θεωρία για τη γλώσσα είναι ουσιαστικά κοινωνιολογική, παρά το ότι η κανονική της καταγωγή είναι αναγκαστικά βιολογικήAuguste Comte, La science sociale, idées/Gallimard, 1972, σελ. 271, 278.
10 Καθρέπτης της συνείδησης η γλώσσα, κατοπτρίζει συναισθήματα, ποιότητα χαρακτήρα, ευρύτερο πνευματικό επίπεδο κ.ο.κ. Έχουν γραφεί πάρα πολλά, μας είναι αδύνατο να τα διεξέλθουμε, αλλά οφείλουμε να αναφέρουμε τον τρόπο με τον οποίο οι Νεοφροϋδικοί κυρίως ερμήνευσαν τη χρήση της γλώσσας κυρίως σε έχοντες ψυχολογικά προβλήματα και κυρίως στο φροϋδικό νόημα του όρου. Ο J. Lacan, απ’ τους πατέρες του Νεοφροϋδισμού, προσπάθησε να μεταρρυθμίζει κάποιες θέσεις του S. Freud υπό το φώς της δομικής γλωσσολογίας και της Σημειωτικής. Ο Άλλος, αντικείμενο πόθου, έστω και υπόδηλα κάποτε, είναι κάτι εντελώς ξένο, ο Θεός, ό,τι γενικότερα η θρησκευτική ψυχολογία ονομάζει Θεό, δεδομένου ότι ο Lacan ισχυριζόταν πως επειδή η σεξική ηδονή είναι απόλυτη,  δεν υπάρχει χώρος για το απόλυτο, το Θεό. Το υποκείμενο, πιεσμένο απ’ τη λινμπιντική απαγόρευση, διαμορφώνει ιδιότυπη, υπαινικτική, ελλιπή γλώσσα, ‘’δομείται ως γλώσσα’’ (Le Séminaire, Seuil/Points, 1966, σελ.215) ως γλώσσα ασθενούς. Η ψυχαναλυτική προσπάθεια επομένως αρχίζει με την ανάλυση, απ’ τη σημειολογία αυτής της γλώσσας-μαρτυρίας η οποία, ας σημειώσουμε, μεταθέτει το πρόβλημα των ψυχικά πασχόντων σε όλο το ανθρώπινο γένος.
Επιπλέον, απ’  τους πολλούς οι οποίοι επικαλέστηκαν τη Σημειωτική για να ερμηνεύσουν τη φορά του γραπτού κειμένου για να εξαγγείλουν πως επήλθε ο θάνατος του συγγραφέα, δεδομένου ότι κατά τη νεωτερικότητα δεν υπάρχει υποκείμενο, ο R. Barthes, μιλώντας για την απόλαυση του κειμένου (τίτλος έργου του) και χρησιμοποιώντας με εσφαλμένο τρόπο τους όρους της δομικής γλωσσολογίας που προέρχονται απ’ τους Στωικούς, όπως ήδη τονίσαμε, προσπαθεί να αποδεσμεύσει το κείμενο απ’ την προσωπική φορά του συγγραφέα, και με έμμεσο τουλάχιστον τρόπο και τη γλώσσα γενικότερα, παραδίνοντάς την στις πλανώμενες παραστάσεις, ιδεοληψίες, ιδέες. Ωστόσο, ο περίφημος θάνατος του συγγραφέα αγγέλλεται πολύ πριν τους επίδοξους εξαγγελείς του και είναι πραγματικόττα απ’ τη στιγμή που η γλώσσα γίνεται όργανο απλής αναφοράς του συμβαίνοντος, απλής, κυρίως, υποβολής απ’  την κοσμική φορά. Ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας πάσχει όντως, αλλά θα ήταν παράλογο να κάνουμε λόγο για θάνατο του συγγραφέα. Ο συγγραφέας, απλά πλανάται και παρανοεί έχοντας πάντα τη δυνατότητα να βλέπει με καθαρότητα βλέμματος και πνεύματος. Δεν είναι βέβαια άσχετη όλη αυτή η θεματική με ‘’αποδομούσες’’ την ορθολογική γλωσσολογία θεωρήσεις, θεωρήσεις οι οποίες εισέδυσαν και στην κοινωνική ανθρωπολογία και στη θεωρία της λογοτεχνίας και σε αρκετές επιστήμες του ανθρώπου.
Πρόκειται για εξαπλουστεύσεις οι οποίες κατέστησαν για μερικές δεκαετίες ‘’μόδα’’ σε αρκετούς κύκλους περισσότερο θορυβοποιών, παρά δημιουργών.
11  Θίξαμε ήδη το θέμα, αλλά επιβάλλεται να επανέλθουμε και να αναφερθούμε στον Martin Heidegger, φιλόσοφο ο οποίος ομολόγησε πως δεν κατόρθωσε να γράψει το δεύτερο τόμο του κύριου έργου του Είναι και Χρόνος επειδή αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα εμπόδια προερχόμενα απ’ τις αδυναμίες της γλώσσας. Ο φιλόσοφος, στην ύστερη περίοδο της σκέψης του, για να αντιμετωπίσει τη δυσκολία, προσέφυγε στους Προσωκρατικούς, στους αρχαίους Έλληνες τραγικούς και σε ευρωπαίους ποιητές το έργο των οποίων διερμήνευαν τη σκέψη του.
Ωστόσο, πέρα απ  την αυθαίρετη και παραμορφώνουσα ερμηνεία κειμένων (λ.χ. των Παρμενίδη και Ηρακλείτου), πέρα από παραποιήσεις, ο Heidegger έτεινε να ερμηνεύσει το εκστατικόν της ύπαρξης με εκστασιακή διάθεση, κάτι που δεν οδηγεί σε κορυφαίες στιγμές της σκέψης και της ύπαρξης, αλλά στον αλογισμό. Μήπως όμως πρόκειται για σοφιστεία; Δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά, τίτλος έργου του, δεν προσφέρουν καμιά λογική βεβαιότητα, αλλά αυτό πώς προκύπτει εκφραστικά-λογικά χωρίς να κομίζει νόημα το οποίο ωστόσο αρνούμαστε;
Δε θα επιμείνουμε ιδιαίτερα, αλλά οφείλουμε να δούμε ενδεικτικά τουλάχιστον πώς μπορούμε να μιλάμε, να φιλοσοφούμε αρνούμενοι εκ των προτέρων τη δυνατότητα της σκέψης να εκφράζεται λογικά, εκστατικά, αν θέλετε, αλλά ποτέ αλογικά. Σε ένα ύστερο έργο του ο φιλόσοφος προσπαθεί να θεωρήσει, να ερμηνεύσει κατά κύριο λόγο, τους όρους νοεῖν και λέγειν με τρόπο που λέγειν σημαίνει αφήνω να πέσει μπροστά μου και νοείν σημαίνει επιφυλλάσσομαι, τηρώ υπό υποψία. Martin Heidegger, Qu’ appelle-t-on penser?, Quadrige/P.U.F., σελ. 199, 208 κ. εξ. Ταυτόχρονα, το νοείν προάγεται με το λέγειν και το λέγειν με το νοείν.
Πέρα απ’  την αντίφαση, αφού ο στοχαστής εκφράζεται με όρους του λέγειν, με όρους δηλαδή υπό τους οποίους λειτουργεί ο στοχασμός υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως αυτό το λέγειν διερμηνεύει το νοείν, υπάρχει αυθαίρετη παρερμηνεία του λέγειν το οποίο μπορεί μεν να πλανάται, αλλά εκφράζει εννοημένες αλήθειες και ποτέ αλογισμό.
Το λέγειν, η ιστορία της γλώσσας, επιβάλλει σώφρονα θεώρηση της ιστορίας των ιδεών, πέρα από εκστασιασμούς οι οποίο δεν είναι παρά ενστικτώδεις αλογισμοί με τους οποίους κάθε πνευματική λειτουργία ακυρώνεται.
Βαθύτερα όμως, αν προσφεύγαμε στις πηγές και στις πρώτες αναζητήσεις του φιλοσόφου, συναντάμε την γηραιά μυστική η οποία όμως δεν οδηγεί στον εκστασιασμό ούτε στον αλογισμό, αλλά υπαινίσσεται το νόημα της σιωπής και τον πλούτο της πνευματικότητας, πέρα από τυχόν παρανοήσεις.
12 Έχουμε ήδη κάνει λόγο για το συμβατισμό όπως εκφράστηκε από μεγάλους φυσικομαθηματικούς (Σημαντικοί εκφραστές του συμβατισμού είναι οι H. Poincaré, 1854-1912, Pierre Duhem, 1861-1916, Édouard Le Roy 1870-1954) και ο οποίος επεκτάθηκε και στο πεδίο των επιστημών και της γλωσσολογίας επομένως.
Πρόκειται όχι για τον μετριοπαθή, αλλά για το ριζικό συμβατισμό, αλλά αυτό θέτει προβλήματα. O Schaff προσδιορίζει με επιτυχία: Ο ριζικός συμβατισμός διαφέρει κατ’ αυτό του παραδοσιακού συμβατισμού: ανατρέχει σε αυθαίρετες συμβάσεις ως οργάνων γνώσης όχι μόνο σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως πρότεινε ο Poincaré, αλλά στην περίπτωση κάθε κρίσης. Adam Schaff, Langage et connaissance, 1974, σελ. 69
Κατά βάση, δεδομένου ότι ποτέ δεν κυριολεκτούμε, οι εκφράσεις μας είναι συμβατικές και αυτό μπορούμε να το διαγνώσουμε στο νόημα των ουσιαστικών, των επιθέτων, των ακλίτων λέξεων, όπου όντως οι σημασίες είναι σχετικές και εντάσσονται στον εκάστοτε λόγο μας. Υπ’  αυτό το πνεύμα, το συμβατικό σχετίζεται με το σχετικό, αλλά εκφράζει πάντα νόημα, λογικό νόημα, και, αν λάβουμε υπόψη μας πως ούτε στις αυστηρότερες λογικές κρίσεις μπορούμε να βρούμε απόλυτη ακρίβεια, αλλά ούτε και απόλυτη αποκρισιμότητα (θυμίζω το θεώρημα του C. Gödel), είμαστε σε θέση να δεχθούμε τη συμβατική-λογική ισχύ της γλώσσας.
Αν προσφεύγαμε στη γλώσσα της επιστήμης, θα διαπιστώναμε την ακρίβεια όσων προηγούνται. Τύποι (όπως λ.χ. E=m.c2 ), συμβολικές παραστάσεις κατεξοχήν λογικές (aRb, bRc, ® aRc, σύμβολα όπως  ∩, ∨, ∧, κ.ο.κ. κατηγορικές προτάσεις όπως G(x) κ.ο.κ.,) μηνύουν ό,τι και η γλώσσα, αφού στοιχεία τους είναι σύμβολα γραφής, κάτι που διακρίνουμε και στις ποικίλες παραστάσεις.  Αυτό βέβαια οδηγεί σε περαιτέρω επισημάνσεις οι οποίες, καθαρά φιλοσοφικές, εκφεύγουν των πλαισίων αυτής της μελέτης. Αρκούμαστε στο εξής: Το απόλυτο ως άρρητο, διαζωγραφίζεται πάντα σχετικά και αυτή η αλήθεια αναδύεται λογικά. Αυτό ακριβώς επιτελεί η γλώσσα και γι’  αυτό όλα τα εκφραζόμενα συναισθήματα είναι λογικά.
Υπάρχουν άραγε μη εκφραζόμενα συναισθήματα, μη εκφραζόμενες σκέψεις; Ουσιωδώς, τίποτε δεν είναι απόλυτα εκφραστό. Γι’  αυτό ακριβώς, ό,τι είναι εκφραστό, είναι πάντα σχετικό, αλλά εκφράζει νόημα. Αυτό, το είδαμε, μηνύει η σιωπή.
Παραθέτουμε την άποψη ενός ελληνιστή και σημαντικό φιλοσόφου η οποία είναι ενδιαφέρουσα:.
 Η γλώσσα είναι η αρμονική σύνθεση του ό,τι δε μπορούμε να πούμε αλλά το οποίο είναι άφωνο μέσα μας για την Αρχή και για το Τέλος του κόσμου. Καθένα απ’ τα λόγια μας περνάει και ξαναπερνάει έτσι απ’ το υπόγειο κρεβάτι ενός μυστικού ποταμού που κατευθύνει τις υπάρξεις μας και τις οδηγεί στο Βασίλειο χωρίς τείχη, όπου δεν υπάρχουν πια πόρτες που κλείνουν. Jean Brun, Lhome et le langage, puf, 1985, σελ. 254.
Συνοπτική και πλήρη ταυτόχρονα ιστόρηση της Ελληνικής Γλώσσας στο σύνολό της μας προσφέρει το πρόσφατο έργο του Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Το Βήμα, 2015. Σημαντικό είναι επίσης και το συλλογικό έργο με πολύτιμες επιστημονικές θεωρήσεις Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα, 1999.



                                      ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα κείμενα απ’ το σημαντικότατο πλήθος των διαθέσιμων. Νομίζουμε πως ενεργούν ως δημιουργικά εναύσματα αναφερόμενα στη θεματική των σελίδων που προηγήθηκαν. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο έργο μας Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας (Δρόμων, 2003), όπου  συνθετικές θεωρήσεις και αποσπάσματα άλλων επιλεγμένων κειμένων που μαρτυρούν τα δώρα της  παγκόσμιας Μούσας. Σημαντικότατα κείμενα επίσης υπάρχουν στο έργο μας Νεοελληνική Λογοτεχνία και Δοκίμιο, (Αναστασάκης, 2000).

Υπήρξε καιρός που ο λειμώνας, το άλσος και το ρυάκι
η γη μας και κάθε βλέψη
έμοιαζαν με μένα
ντυμένα με ουράνιο φως
με τη δόξα και τη στιλπνότητα ενός ονείρου…
W. Wordsworth, Ode in Intimations…of Early Chilhood, Penguin Books, 1985.
                                                *
Ήταν νύχτα και η καρδιά μου ήταν πιο βαριά
 απ’ την πέτρα στην άκρη του σχοινιού
μα να, περπατώντας σιγά σιγά
αισθάνθηκα την εσώτερη ζωή μου
την άγαμη, την αγέννητη
την ενέργεια του εσώτερου είναι μου…
P. Claudel, Tête d’ Or, Mercure de France,1959, σελ. 22.
                                      *
Ιερή πνοή διαπερνά θεϊκά τη φωτεινή μορφή, όταν
ζωηρεύει η Γιορτή της Αγάπης πλήμμυρες ξεκινούν
και, ποτισμένο από Ουρανό, βουίζει το ρέμα το ζωντανό,
όταν όλα εκεί κάτω αντηχούν κι η Νύχτα τους θησαυρούς της χαρίζει
και μες απ’ τα ρυάκια αστράφτει ο θαμμένος χρυσός.
F. Hölderlin, Θρήνοι του Μένωνος για τη Διοτίμα, 6.
Ποιήματα, μετάφραση Δ. Θ. Γκότση, Αρμός, 2002.

                             *
Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καί ουκ ἠδύνατο. Ἀπαλλαττομένη δέ πρός ἑαυτήν εἶπεν: ‘’Ὂμφακές εἰσιν’’ (Μια αλεπού που πεινούσε, καθώς διέκρινε να κρέμονται σταφύλια από κάποια κληματαριά, θέλησε να τα φτάσει, αλλά δε μπορούσε. Καθώς έφευγε, είπε: ‘’Είναι άγουρα.’’)
Αισώπου, Ἀλώπηξ και βότρυς.


                               *                        
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
……………………………………………….……………
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, Περιμένοντας του βαρβάρους 

                                                *
Θυμήσου το εξής: αν νομίζεις πως είναι υποτεταγμένο στη θέλησή σου ό,τι είναι , απ’ την ίδια του τη φύση, στην εξουσία του άλλου, θα αισθανθείς ενοχλημένος, θα γογγύζεις, θα έχεις ανησυχία, θα τα βάλεις με τους θεούς και με τους ανθρώπους. Αν όμως θεωρείς πως μόνο εξαρτάται από σένα εκείνο το οποίο πραγματικά εξαρτάται από σένα, και ότι εξαρτάται απ’ τους άλλους μόνο ό,τι πραγματικά εξαρτάται απ’ αυτούς,  δε θα αισθανθείς ποτέ καταναγκασμένος να αντισταθείς, δε θα είσαι ποτέ πιεσμένος στη δράση σου, δε θα κατηγορήσεις κανέναν και δε θα κάνεις τίποτε που δε θα είναι πράξη ελευθερίας. Κανένας δε θα μπορέσει να σε κατηγορήσει, κανένας δε θα είναι εχθρός σου, γιατί καμιά δυστυχία δε θα μπορέσει να σε προσβάλει. Épictète, Manuel, Éd. Hatier, 1998, σελ. 52.

                                                *
Και σ’ αυτήν τη ροή των μορφών, τη ροή την τόσο απαλή όσο και το κελάρυσμα των νερών και η καταχνιά ενός βροχερού δειλινού της άνοιξης, συνειδητοποίησε πως η τόσο επίφοβη κατάρρευση των ανθρώπινων προσώπων σ’ ένα κενό από συνεχώς μεταβαλλόμενα ύψη και βάθη, έπρεπε να είναι το πρώτο στάδιο μιας ανανεωμένης και φωτεινής ενότητας μέσα σε μια ιερή και νεφελώδη κοινωνία με το θείο και όχι ένα απλό αποτύπωμα του εγκόσμιου προσώπου, αλά μια υπόσχεση της ομοίωσης με το θεϊκό, μια κρυστάλλινη σταγόνα που έπεφτε από το σύννεφο τραγουδώντας…
Broch,Υπνοβάτες Ι, Μέδουσα, 1991, σελ. 165.
                                               

*
Τη νύχτα, μέσα απ’  το αδιαπέραστο σκοτάδι της γης και τ’  ουρανού κυμάτιζαν αθόρυβα σεντόνια φλογισμένα× και για μια στιγμή πρόβαλε το καραντιασμένο με τ’ άρμπουρα και την αρματωσιά του, με κάθε πανί και κάθε σχοινί του να διαγράφονται αδρά και μαύρα καταμεσίς στο άγριο ξέσπασμα σαν ένα καρβουνισμένο καράβι, περίκλειστο σε μια σφαίρα φωτιάς. Κι ύστερα πάλι έμενε χαμένο για ώρες πολλές σ’  ένα απέραντο σύμπαν νύχτας και σιωπής όπου ανασασμοί ανάλαφροι περιπλανιόνταν εδώ κι εκεί σαν ψυχές ορφανεμένες κι έκαναν τ’  ασάλευτα πανιά να πλατιγίζουν σαν να τα βρήκε αναπάντεχα ο φόβος και το ρυτίδισμα ενός σαβανωμένου ωκεανού να ψιθυρίζει πέρα μακριά τη συμπόνια του –με φωνή θρηνητική, ασύνορη, σβησμένη…
Joseph Conrad, Ο Αράπης του Νάρκισσου, Ζώδιο, 1986, σελ. 139, 140.

                                                * 
Η γοητεία της παιδικότητάς μας οφείλεται στο ότι η παιδικότητα είναι  η στιγμή της γοητείας, είναι η ίδια καταγοητευμένη, εκπεπληγμένη,  και αυτή η χρυσή ηλικία  φαίνεται  περιλουσμένη  από ένα λαμπρό φως γιατί δεν αποκαλύπτει κάτι, όντας ξένο σε κάθε αποκάλυψη, καθαρό απαύγασμα…
M. Blanchot,, L’ espace littéraire, Gallimard/idées, 1955. σελ.26…
                                               

*
Τρύγος, ορμητική χαρά, μεγάλη φούρια ο πηγαιμός στο πατητήρι μέσα σε μια μόνο μέρα, η μείξη του ώριμου με τα’  άγουρο σταφύλι, ρυθμός που αφήνει πίσω το αργό, τον ονειροπόλο τακτικό ρυθμό των θερισμών, ηδονή με το χρώμα της φωτιάς πιο κόκκινα απ’  τις άλλες, τραγούδια, μεθυσμένα ξεφωνητά –ύστερα σιωπή, επιστροφή, νάρκωση του καινούργιου έγκλειστου κρασιού που γίνεται άσπιλο, μακριά από λεκιασμένα χέρια, που, πολυέσπλαχνα, το βίασαν….Συμμαζεύω τώρα μια μεγάλη καρδιά που ταλανευόταν στα κύματα, αδειασμένη από τα τρία ή τέσσερα θαυματοποιικά της φαντάσματα.
Colette, Η γέννηση της μέρας, Καστανιώτης, 1997, σελ. 40,41.
                                                *
  …Ο  φίλος σου ο Σταντάλ γράφει στα εξώφυλλα των βιβλίων του (γιατί παραμέσα δεν έχω προχωρήσει) ότι έχει δει πολύ νωρίς στη ζωή του la beauté parfaite. Δεν ξέρω πόσο νωρίς την είδε εκείνος –εγώ την είδα πριν γεννηθώ- σε μια άλλη κατάσταση της ύπαρξης! Δεν μπορώ να την περιγράψω θετικά. Μπορώ μονάχα να πω ότι δεν τη βρίσκω πουθενά τώρα. Μήτε στον πάτο του ποτηριού της σαμπάνιας, μήτε ίσως φανεί παράξενο –στους γυμνούς ώμους των γυναικών….
Henry James, Ο Γλύπτης, μτφς. Γεωργίας Αλεξίου,Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1981, σελ.219, 220.
                                                          *
  …Διότι ο πόθος των χεριών δε φτάνει όπως δε φτάνει  κι ο πόθος του ματιού κι ο πόθος του αυτιού, διότι επαρκής είναι μονάχα ο πόθος της καρδιάς και της σκέψης, όταν είναι μαζί, όταν είναι ένα, η ποθεινή ολότητα του απείρου μέσα κι έξω, που θωρεί, γροικά, ψυχανεμίζεται, ανασαίνει την ενότητα της διπλής εισκαιεκπνοής…σελ.19. Στο πιο  απομεμακρυσμένο όριο λάμπει το κάλλος,  Απ’ το πιο μεμακρυσμένο σημείο λάμπει μες τους ανθρώπους…σελ.171…Ευσέβεια στραμμένη  στην αρχή της προδημιουργίας, στο  προθεϊκό στοιχείο του θεϊκού φαινομένου, στο κάλλος….σελ. 173…
Hermann Broch, Βιργιλίου Θάνατος, μετάφραση-επίλογος: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2000.


                                                *
Αν ξυπνούσε κανένας τη Διοτίμα λίγο πριν το ξύπνημά της και της ζητούσε αυτό που αναζητούσε, θα απαντούσε αναμφίβολα  και χωρίς ανάγκη να σκεφθεί πως η δύναμη αγάπης μιας ζωντανής ψυχής αισθανόταν την ανάγκη να κοινωνήσει με όλον τον κόσμο· απ’ τη στιγμή όμως που θα ξυπνούσε πλήρως, θα προέβαινε σ’ αυτόν τον περιορισμό κατά τον οποίο σε έναν κόσμο σαν το δικό μας ο οποίος έχει κατακλυσθεί απ’ το ζιζάνιο της  διάνοιας και του πολιτισμού, δε μπορούσε κανένας στ’ αλήθεια να μιλάει για να είναι συνετός παρά για μια απλή έμπνευση  ανάλογη με τη δύναμη της αγάπης….,σελ 416. Τι έπρεπε να απαντήσει όταν εκείνη τον καλούσε να σκεφθεί στην άβυσσο της εσωτερικής ομορφιάς παρά να μεριμνάει για το γυναικείο της σώμα Αιφνίδια, έπρεπε να κατανοήσει  τη διαφορά ανάμεσα στον ερωτισμό, όπου το πνεύμα της αγάπης κυματίζει ελεύθερα αλαφρωμένο απ’ το βάρος των επιθυμιών  και την καθαρή σεξουαλικότητα…, σελ.419. Και ενώ η οργανωμένη απ’ το λόγο των θεολόγων πίστη οφείλει παντού να δίνει σκληρή μάχη κατά της αμφιβολίας, και της αντίθεσης του λόγου της εποχής μας,, φαίνεται πως το θεμελιώδες γεγονός της μυστικής αρπαγής, η γυμνή εμπειρία, απογυμνωμένη από όλα τα πέπλα της διανοητικής και παραδοσιακής πίστης ως γηραιών θρησκευτικών εικόνων, αυτή η εμπειρία την οποία ίσως δεν είναι πια δυνατό να  θεωρήσουμε αποκλειστικά θρησκευτική, αναπτύχθηκε εξαιρετικά και  αποτελεί τη μορφή αυτού του πολύμορφου κινήματος του αλογισμού που κυνηγάει τον αιώνα μας σαν ένα πτηνό της νύχτας που παραπλανήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας…σελ.696…. Η ομορφιά και η συγκίνηση  μπαίνουν στον κόσμο από παράλειψη.
 Pobert Musil, L’homme sans qualités, tom.I @ II, Éditions du Seuil, μτρφς. Philippe Jaccottet, σελ. 721
                                               

*
Σε μια γοητευτική αντίθεση με όλα όσα προσέβαλλαν τα μάτια του εδώ και καιρό, έβλεπε, έξι βήματα μακριά του, μια αξιολάτρευτη γυναίκα με μια θεία ομορφιά. Όμως, ετούτη η ομορφιά ήταν σχεδόν η μικρότερη γοητεία της. Αντί για εκείνη, τη βεβιασμένη, την αφύσικη ευγένεια που πάνω της είναι αποτυπωμένη η υποκρισία και που βρομάει ψευτιά, ευγένεια για την οποία φημιζόταν ο οίκος ντε Σερπιέρ, αντί για εκείνη τη μανία της κυρίας ντε  Πουλωράν να κάνει πνεύμα με το παραμικρό, η κυρία ντε Σαστελλέρ ήταν απλή κι ψυχρή , αλλά μ’  εκείνη την απλότητα που γοητεύει γιατί δεν καταδέχεται να κρύβει μια ψυχή φτιαγμένη για τις πιο υψηλές συγκινήσεις και μ’  εκείνη την ψυχρότητα τη συγγενική προς τις φλόγες που μοιάζει έτοιμη να αλλάξει σε καλοσύνη ακόμη και σε ενθουσιασμό, αν ξέρετε να τον εμπνεύσετε.
Stendhal, Lucien Leuwen         , μετάφραση Κρις Μαυρομμάτη και Βαλερύ Λασπιλλέρ, Μέδουσα, 1991, σελ. 238

                                               
*
Πάντα τιμωρούμαστε όταν δεχόμαστε πληροφορίες από άτομα όπως ο Μπαϊσού. Η μυστηριώδης μαγεία, το φωτοστέφανο της παγωμένης βροχής πάνω στα ωραία μαλλιά που είχαν το χρώμα του χαλκού η συγκινητική σάρκα του γυμνού λαιμού, η γοητεία της φυγής, ξαφνικά όλα λερώθηκαν, γκρεμίστηκαν, κατέβηκαν στο πιο χυδαίο επίπεδο.
Joseph Kessel, La passante du Sans-Souci, Gallimard, 1936, μετάφραση, Εύης Βαγγελάτου, Διήγηση, 2007, σελ. 23.

                                                *
Ω συ σκοτεινή ινδουιστική πλευρά, το δεύτερο ήμισυ της φύσης× που έχεις χτίσει με κόκαλα από το βυθό τον ξεχωριστό σου θρόνο κάπου-εδωνά στην καρδιά  των άχλοων αυτών θαλασσών× ω, συ βασίλισσα που δεν πιστεύεις πουθενά, μου μίλησες αφόρητα ωμά σε κείνο τον Τυφώνα…Παρόλα αυτά, εσύ, η άλλη πλευρά, το σκοτεινότερο ήμισυ, με λικνίζεις με μια αλαζονική, αν και απελπιστικότερη πίεση. Όσα έλιωσες κι έχουν γίνει ένα μαζί σου, όλα εκείνα τα ανείπωτα υγρά μίγματά σου πλέουν εδωνά, κάτω από μένα× πνοές πλασμάτων που ήταν  άλλοτε ζωντανά, πνοές που βγήκαν μέσα από πνευμόνια σαν αέρας, αλλά τώρα έχουν γίνει νερό, οι πνοές αυτές, αυτό το νερό, είναι που με κρατούν στον αφρό.
Herman Menville, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, Gutenberg, 2001 σελ. 78.
                                               
                                                *
8-2-2016: Η Ενότητα Γραμματικής και Συντακτικού στη Γλωσσική Έκφραση, 7.30 μ.μ., Καφέ Κοραής, Ιπποκράτους 35, εισηγητής: Νίκος Μακρής.
                             *
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Α. Παπαδιαμάντη, Όνειρο στο κύμα.

                                                *
Έξω δεν έβρεχε, μα ο ουρανός ήταν βαρύς και σταχτερός, και η κορυφή του αντικρινού βουνού μέσα στα σωριασμένα σύννεφα φαινόταν σαν κρατήρας που σκόρπιζε καπνό. Έπειτα ο αέρας ανέμιζε τα σύννεφα και κείνα έπαιρναν σχήματα παράξενα∙ φούντωναν σε δάσος με στριμωχτά πυκνά τεράστια δέντρα, γίνονταν μολυβόμαυρα ψηλά βουνά, πελώριοι όγκοι πάγων μουντόλευκων που έπλεαν σε σταχτερή, μελανή θάλασσα κ’ έσπαζαν απάνω στα βουνά κ’ έσμιγαν με τη θάλασσα και γίνονταν και κείνα θάλασσα κ’ έπειτα υψώνονταν και πάλι σε βουνά κάτασπρα σα χιονοσκέπαστα όσο πού πάλι ξανάπλωναν σε θάλασσα --- μια θάλασσα τώρα λευκή σαν παγωμένη.
Μπροστά σ’ αυτό το αέρινο παιχνίδι ο Στέφανος σα να ξεχάστηκε. Η Ευανθία ξανάρχισε να παίζει, μα αυτός δεν άκουε το σκοπό, κοίταζε μόνο τις εικόνες που προβάλλονταν εκεί στα σύννεφα που έφευγαν αργά στο διάστημα. Μια του φάνταζαν σα χώρες άγνωστες και μαγικές, και μια του θύμιζαν κόσμους που γνώρισε, τόπους που του φαινόταν πως τους είδε ή πως τους ονειρεύτηκε σ’ ένα μακρινό χειμερινό ταξίδι, που η θύμισή του το κρατούσε σαν όραμα φανταστικό ώσπου έσμιγαν σε μιαν απέραντη λευκή έκταση χωρίς ούτε ένα στίγμα μελανό∙ στεριές, νησιά, ουρανός και θάλασσα --- ένα ταξίδι ξεχασμένο που του έμενε πάντα σαν όνειρο χωρίς σωστή συναίσθηση αν το έκανε ποτέ ή μόνο το φαντάστηκε.
Μα εκεί τινάχτηκε μεμιάς∙ ο ήχος που άφησε το πιάνο έξαφνα του ήρθε σα γνωστός. Του φάνηκε πως ξύπνησε με τα σωστά όταν γύρισε και είδε την Ευανθία που έπαιζε σκυφτή. Μα έπειτα από μια στιγμή ξαφνίστηκε πιο δυνατά. Ο παππούς ορθός στην πόρτα τραύλιζε με βραχνή τρεμουλιαστή φωνή το τραγούδι που έπαιζε η Ευανθία…
Κ. Χατζόπουλου, Φθινόπωρο.
                                               

΄*
Έπεσε η νύχτα, ανέβηκαν τα’ άστρα, ένα λυπητερό μισοφαγωμένο φεγγάρι κρεμάστηκε παράμερα στον ουρανό. Μανταλωμένες οι πόρτες του Άι-Γιάννη, ένα ένα τα λυχνάρια έσβηναν, βούλιαζε το χωριό στο σκοτάδι· και μόνο η πόρτα του Μανούσακα ήταν ορθάνοιχτη, τα λυχνάρια αναμμένα και στη μέση της αρχοντοκάμαρας, ξαπλωμένο νεκρικάτα απάνω στα τρίποδα, το λείψανο του νοικοκύρη πλυμμένο με κρασί, σαβανωμένο, μ’ ένα κέρινο σταυρό στα χείλια…
Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, 19707, σελ. 207.
Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε γύρα του· σα να ‘χε λιποθυμήσει ο κόσμος κι  αχνόφεγγε χλωμός μέσα στο γαλάζιο σκοτάδι και τα κεφάλια του λαού αφανίστηκαν, και μονάχα τα μάτια τους, μαύρες τρύπες, τρυπούσαν το αγέρα· πυκνό κοπάδι γεράκια, που ‘χαν μυριστεί το αίμα κι είχαν χυμήξει κατά το Γολγοθά, έφευγαν τώρα κατατρομαγμένα….
Ν. Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 19655, σελ. 460.


                                                *
Καθένας είχε τη δική του έκσταση, μια κοινή αίσθηση θανάτου, κάτι που τους κρατούσε…Εγώ πηγαίνω στους φίλους μου, στη δική μου καρδιά, γυρεύω ανάμεσα σε φράσεις και θρύψαλα κάτι το άθραυστο-εγώ, που η ομορφιά του φεγγαριού ή του δένδρου δε μου είναι αρκετά…
V. Woolf, Τα Κύματα, Ύψιλον βιβλία,1994, σελ.193.
                                                *
...Αυτές οι εσωτερικές δυνάμεις προέρχονται από μια βαθιά πηγή η οποία δεν τρέφεται απ’ τη συνείδηση και ξεγεύγει απ’ τον έλεγχό της.
Jung, Essai d’ exploration de l’inconscient,Denoël,1993, σελ.140

                                                *
Αιώνιο Ον, συγκέντρωσε γύρω μου το αναρίθμητο πλήθος των ομοίων μου· ας ακούσουν τις εξομολογήσεις μου, ας στενάξουν για τις αναξιότητές μου, ας κοκκινίσουν για τις αθλιότητές μου. Ας αποκαλύπτει όμως και ο καθένας τους με τη σειρά του την καρδιά του μπροστά στο θρόνο σου με την ίδια ειλικρίνεια· και κατόπιν  ας πει κάποιος, αν τολμάει: Υπήρξα καλύτερος από αυτό εδώ!  
Jean-Jacques Rousseau, Les Confessions, 1778, ed. posth. 1781-1788, livre premier.
                                                *
Αυτό που για την εξωτερική οντολογική περιοχή  ονομάζεται πραγματικότητα, το αντίστοιχο της  εσωτερικής οντολογικής περιοχής ονομάζεται μυθικότητα… Η μυθικότητα περιλαμβάνει και το μέρος εκείνο της φιλοσοφίας, το οποίο δεν προκύπτει από τη δραστηριότητα του λόγου, αλλά προέρχεται από τη μυθική συνείδηση. Κι ωστόσο εδώ απαιτούνται δραστικές εξηγήσεις. Τι ενώνει το παραμύθι, τη μυθολογία, τη θρησκεία και την φιλοσοφία, έστω κατά ένα μέρος;  Ότι όλα αυτά είναι  προϊόντα αρχετυπικών μορφωμάτων  της ψυχής. Οποιαδήποτε φανέρωση εννοίας  βεβαιώνει την ύπαρξη της πραγματικότητας…στη μυθικότητα κινείται ο κόσμος των συμβόλων. Στην πραγματικότητα κινείται ο κόσμος των εννοιών.. Το δεδομένο της μυθολογίας είναι τα ίδια τα αρχέτυπα, ενώ το δεδομένο της πραγματικότητας δεν είναι οι έννοιες το οποίο υπάρχει και χωρίς αυτές… Και ο φωτισμός που τα τελειώνει είναι το πνεύμα.. Το πνεύμα είναι η κατεξοχήν ζωή, η ζωή της αιωνιότητας, όχι των εννοιών , με την οποία έρχεται σε προσωπική σχέση ο έμμυθος άνθρωπος.
 Χρήστος Μαλεβίτσης,Ο Φωτισμός του Ανθρώπου, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1996, σελ. 22.
                                                *
Κοινωνία είναι η άρση του ατομικού στο νόημα της ιστορίας, η ένταση ανάμεσα στο ατομικό και στη συλλογικότητα, μια ένταση ανανεούμενη και διαρκής στον βαθμό που η κοινωνία προηγείται απ’ τ’ ατομικό…Κοινωνία είναι η άρση του ατομικού ως ελευθερία και η κατοχύρωσή της στο συλλογικό ως αναγκαιότητα.
Μανώλης Μαρκάκης, 1987, επιστημονική ανακοίνωση.



ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 Εισαγωγικό:…………………..Σελ…..

Ι. Προκείμενες: Οι αφετηρίες του εκφράζεσθαι. Αμεσότητα και κοσμικό συμβαίνον. Αίσθηση, Αντίληψη, Λόγος, Ονομάζειν. Το είναι της αμεσότητας. Φαντασιακή χωροχρονικότητα. Συνυπάρχειν ανθρώπου και κόσμου. Η πνευματική φύση. Η αμεσότητα……..Σελ….
ΙΙ. Πρωτογενής Κοινωνία και Έκφραση:
Το εκφράζεσθαι ως κοινωνείν. Το εμμεσοποιούμενο. Ανθρωποκοσμικός πνευματικός κόσμος. Συμβολικός χαρακτήρας και έκφραση. Το συμβολικό και το σύμβολο. Το μεταβαλλόμενο και το παράμονο. Το έγχρονο ως καθρέπτης του άχρονου. Τα σύμβολα της γλωσσικής έκφρασης. Το ισχύον στη σχετική έκφραση. Η εγκυρότητα. Προφορικός και γραπτός λόγος..…Σελ……
ΙΙΙ. Έκφραση και Γλώσσα:
          Στοιχειώδεις δομές της γλωσσικής έκφρασης. Δημιουργική αναπρόσληψη των ήχων. Φωνολογικές προϋποθέσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις.  Η συνέχεια της ασυνέχειας. Η πρόταση-κατηγόρημα, τα μέρη του λόγου, η γραμματική. Η αποκαλυπτική φορά της γραμματικής ως συντακτική έκφραση. Έννοιες και κατηγορίες. Ενότητα γραμματικής και συντακτικού ως προϋπόθεση γλωσσικής έκφρασης. Γραμματική και συντακτικό: Λογική και Μεταφυσική. Ενότητα κατά την ενότητα κοσμικού-ανθρωποκοσμικού είναι και φαίνεσθαι. Η λογικομεταφυσική αρχή. Χωροχρονική φαντασιακή σύνθεση. Πρόοδος και δημιουργικότητα της γλώσσας….Σελ…..
 IV. Γλώσσα, Λόγος και Πνεύμα:
Αυτοορισμός και αυτοερμηνεία. Η γλωσσική έκφραση του αυτοορισμού και οι δυσκολίες αυτοερμηνείας. Ο λόγος της γλώσσας, η λογική, το σχετικό και το απόλυτο. Δυνατότητες, συγκλίσεις, αποκλίσεις. Περιγράφειν, αναλύειν, συνθέτειν, διαλέγεσθαι, προάγεσθαι,  Ο λόγος του πνεύματος ως γλωσσική έκφραση και η φορά της δυναμικής του. Η πνευματικότητα της γλώσσας ως κορυφαία μορφή του αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι.
Σελ……
V. Διαθλάσεις:
Γλώσσα και μυθικότητα, το μυθικό, η προσωποποίηση, το μυθικό στη λογοτεχνική έκφραση. Πλαστικότητα, δημιουργικότητα, έμπνευση, σχήματα λόγου. Αισθητική της γλώσσας, Το Ουτοπικό, το Συμβολικό, το Μυθικό, Νόημα και πνευματική μαρτυρία, επιστημονική, προπαγανδιστική, δεισιδαιμονική, εξουσιαστική γλώσσα. Πολιτισμικές αξίες και γλώσσα….Σελ…..
VI. Λέγειν και Σιωπάν:
Το είναι του πνεύματος και τα όρια της γλώσσας ως μαρτυρίας. Σχετικώς εκφράζεσθαι και απολύτως εννοείν. Η σιωπή του λέγειν. Το λέγειν ως αειγενής τροφή του σιωπάν, το σιωπάν ως τροφή του λέγειν. Συμπληρωματικότητα: Πέρα απ’  τη διαλεκτική.  Γένεσις εἰς οὐσίαν, θνήσκειν και λέγειν. Ανάδυση του σιωπάν.
VII. Προ-Επιλογικό: …………Σελ….
Επίμετρο:……………………….Σελ…………….
Πίνακας Ονομάτων Συγγραφέων…….Σελ….



                                                               















ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Arnaud A.,
Barthes R.,
Berkeley G.,
Blanchot M.,
Bloomfield L.,
Boas Fr.,
Broch H.,
Brun J.,
          Cassirer E.,
Chomsky  N.,
Claudel P.,
Colette S-G.,
Comte A.,
Conrad J.,
Contillac E. B. de,
Descartes R.,
Duhem P.,
Durkheim E.,
Durkheim E.,
Epictète,
Frege G.,
Gilson E.,
Gödel K.,
Hall E. T.
Hegel G. W. F.,
Heidegger M.,
Hobbes Th.,
Hölderlin J. C. F.,
Humboldt F. W. C. C.,
Hume D.,
Jacobson R.,
James W.,
Jung K. G.,
Kant I.,
Kessel J.,
Kristeva J.,
Lacan J.,
Le Roy E.,
Leibniz G. W. von,
Locke J.,

Maistre J. de,
Man Th.,
Menville H.,
Mill J.S.,
Moore G.,
Müller M.,
Musil R.,
Moore G. E.,
Nicole P.,
Poincaré H.,
Quine W. V.,
Reid Th.,
Rousseau J-J.,
Russell B.,
Ryle G.,
Saint Simon H. de,
Saussure F. de,
Schaff A.,
Schelling F. W. J.,
Scot Erigena J.,
Stendhal,
Strauss C. L.,
Todorov T.,
Troubetzkkoy N.,
Weisgerber J. L.,
Whithey W. D..
Whorf B. L.,
Wittgenstein L.,
Woolf W.,
Wordsworth W.,
Zi Lie,


Αίσωπος,
Αριστοτέλης,
Ηράκλειτος,
Καβάφης Κ.Π.,
Καζαντζάκης Ν.,
Μαλεβίτσης Χ.,
Μαρκάκης Μ.,
Μπαμπινιώτης Γ,
Παπαδιαμάντης Α.,
Παρμενίδης,
Πλάτων,
Σέξτος Εμπειρικός
Στωικοί,
Χατζόπουλος Κ.