Κυκλοφορεί προσεχώς σε δεύτερη έκδοση (ΔΡΟΜΩΝ) η τραγωδία του Νίκου Μακρή
ΝΙ
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣ Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ
τ ρ α γ ω δ ί α
1.
Είσοδος
Ιππότης
Σκήνωμα της ψυχής μου με
κουράζεις!
Άχθος βαρύ των στοχασμών μου μ'
απελπίζεις!
Ταφόπετρα των μύχιων λογισμών
μου δε μ’ αφήνεις
να ξανοιχτώ στα ξάγναντα του
φωτεινού ορίζοντα×
με κατατρώς σαν τον καρκίνο που
τελεύει τα κορμιά
με παραδίνεις στον αφρό του
έλους της ζωής...
Δε σε αντέχω πια, θα φύγω! Θα
σελαγίσω τις ραχούλες
θα χαιρετήσω τις νοσταλγικές ακροβαλτιές
που ενταφιάζουν τις ψυχές των
ιδαλγών
θ’ ανέβω πιο ψηλά, θα φτάσω τις πιο μακρινές
κορφές!
Μήπως νομίζεις πως θα με
κρατήσεις χάμω;
Δεν το μπορείς, στο λέω από
τώρα!
Θ' ακολουθήσεις θες δε θες, θα
σε τραβάω σα σκυλάκι
μ' αδάμαστο λουρί, με στυβαρό
το χέρι
θα ’ ρθεις μαζί μου κει ψηλά,
θα σε φτερώσω.
Όσο κι αν μ’ εξαντλείς, θα
υπακούς στις διαταγές μου
η λεπτοκαμωμένη αυγή θα σε
δροσίζει ατόφιο
του δάσους τα πετούμενα θα
χαιρετούν την αφεντιά σου
θα σου μιλούν γλυκόλογα
σταλμένα απ’ τ’ αστέρια
που κουβαλούν ανάλαφρα οι
νύμφες των δρυμών.
Η Μέρα που θ' απλώνεται θα σ’
αγκαλιάζει ακέριο,
της Νύχτας τα φαντάσματα θα σου
μιλούν γλυκά
ο Ήλιος της Ανατολής θα σε ροδίζει πλέρια
της Δύσης τα λυκόφωτα θα σε
χρυσώνουν όλο.
Θα γίνεις ίσκιος φαεινός μ'
ανάλαφρα φτερά
οι αισθήσεις σου θ’ αγάλλονται,
θά ’σαι γεμάτο φως
καθώς
μη ξέροντας τι σου συμβαίνει
θα γίνεσ’ ένα με το λογισμό μου.
Μου το ’παν χθες καθώς
κοιμόμουνα στη βεραντούλα
μου το ψιθύρισαν γλυκά του
δάσους τα στοιχειά,
μου το χιολιοβεβαίωσαν οι
όμορφες κορφές.
Τόλμα λοιπόν μου ’κραξαν! Τί φοβάσαι;
Σε περιμένουμε τόσον καιρό...
Και ’γω, ασθμαίνοντας,
χωλαίνοντας μες τ’ όνειρό μου
σένα σκεπτόμουνα κι έκλαιγα
γοερά.
Ήρθ’ επιτέλους η στιγμή, το
νιώθω!
Θα ’ρθεις μαζί μου ως την
κορυφή.
Εκεί αρχίζει το μεγάλο
πανηγύρι,
του Υπερίωνα η χώρα ανοιχτή
μας περιμένει αντάμα δίχως
άλλο!
Ο έφηβος Φαέθωνας έχει πεζέψει
στην πηγή
τα ουράνια άτια βιάζονται ν’
αρχίσουν
τον μέγαν αυλισμό στο ουράνιο
δώμα...
Αφηγητής:
Κείνο βαρύθυμο και κουρασμένο
απ’ τη σχόλη
γέρνει ανήμπορο στη γη.
Άτι:
Στάσου για λίγο,
απαντάει
θ’ αρχίσουμε
μαζί
σα με
φτερώσεις από τώρα,
σαν
ασημώσεις φτερνιστήρια, χαλινά
ευθύς ως μου
αλλάξεις σέλα,
για να ’μαι
γιορτινό και κει, ψηλά.
Ιππότης:
Κάκιωσε ο
θυμός μου ως τα βάθη...
Άναψαν μέσα
μου του ωκεανού ατμοί
θόλωσε ο
λογισμός μου
και η καρδιά
μου
πέτρα
πολύτιμα σκληρή
του δίνει
μια και το τινάζει...
...και κείνο πέφτει μπρούμυτα
στο χώμα
προσμένοντας κάποιον ακόμα
που θα ’ρχοταν ακόμη πιο
σιμά...
Τ’ άφησα να ξεκουραστεί για
λίγο
μα πάλι ξαναπιάνω το καμτσίκι.
Τότε το βλέπω να ορθώνεται
πελώριο
γνήσιο της καρδιάς μου παραμύθι
που ξετυλίγεται σαν την ανέμη
που γίνεται οπτασία και μιλάει.
Άτι:
ΕΙμ’ έτοιμο,
πάρε τα χαλινό κι άνέβα!
Μη με φοβάσαι πια! Θα δεις πιο
πέρα...
Ιππότης:
Άτι μου ανήμπορο του χθες
μπορείς μαζί
μου ν' ανεμίζεις στις κορφές
παρέα με τον
κόσμο των νυμφών και των μουσών.
Θα σε
βοηθήσω εγώ χρυσό μου, έλα
θά ’μαι ο
πιστός σου αναβάτης
δε θα
επιτρέψω στους μυστηριώδεις κόσμους
ν’ αρπάξουν
την περιπαθή ψυχή σου.
Ηνίοχος ο νους ξέρει να κράζει,
είναι ικανός να διαφεντεύει με
παλμό
ίππο και χαλινά, ψυχή και σκέψη
στην ανεμόσκαλα, στο δύσβατο
γκρεμό.
2.
Εξόρμηση
Αφηγητής:
Ήταν πραγματικά γενναίο και
στην πράξη,
ανασηκώθηκε κι άρχισε με παλμό
να
σιγοτρέχει μες
τις λαγκαδιές
να ελέγχει τις άκρογκρεμιές
νά διασχίζει με παλμό τις ανηφόρες
των βουνών.
Ιππότης:
Κι εγώ, γεμάτος πάθος και
περφάνεια
του 'λεγα όμορφες λεξούλες της
Ανατολής
καθώς ροδόφυλλα μας έραιναν
ολοπλουμίζοντας χαίτη και
κεφαλή.
Του δάσους τα πετούμενα πρόσμεναν
τη θωριά μας,
νυφίτσες και κορυδαλλοί παράστεκαν δειλά,
κάνοντας χάζι ανέμελο, κινώντας
το κεφάλι
στο άκουσμα των πέταλων που
’στραφταν φαεινά.
Περήφανοι και οι δυο για το
μεγάλο δρόμο
δεν ξεπεζέψαμε την πρώτη μέρα
πουθενά...
Της νύχτας τα μηνύματα μάς
έδιναν την τόλμη
να προχωρήσουμε μπροστά χωρίς
αναπαμό.
Ανέβαινα, ανεβαίναμε, οι
σκιάδες και τα φύλλα
μας περιέλουζαν γλυκά, - πέπλος
θείας ψυχής
αναθωρούσαμε αργά μες την
πανώρια νύχτα
κάτω απ’ την ξέφωτα ωχρή
βασίλισσα σιγή.
Φωτίζονταν οι κορυφές,
απλώνονταν μπροστά μας
κάμποι και δάση, ξέφωτα, τεμένη
και δρυμοί
ωχράδα μάς περιέλουζε στο
μεγαλείο της νύχτας
οπλίζονταν τα βλέφαρα με την
καινούργια ειδή.
Κι όλο άνεβαίναμε γοργά,
ακούραστοι, γενναίοι,
καθώς το μάτι ανάλαφρο διέκρινε
θολά
σκίερους, πετεινούς, λαγούς,
ζωάκια και νυφίτσες
να σέρνονται περίτρομα με
βλέμματα κρυφά...
Δειλά ζωάκια του δρυμού
πλησίαζαν κοντά μας
σα να ’θελαν βοήθεια
λες και ζητούσαν φως.
Το ύψος εμεγάλωνε, τα πεύκα όλο
πυκνώναν
νέοι δρυμοί απλώνονταν μπροστά
μας σκοτεινοί.
3.
Μαγεία
Ιππότης:
Τότε ακριβώς, σα σ' όνειρο,
θωρώ μια συνοδεία
ν’ ακολουθάει σιωπηλά ως Ιερή
πομπή...
Οι Σάτυροι, οι Σειληνοί, του
Βάκχου παλληκάρια
τα δύσμορφα τα τέρατα, του
δάσους ξωτικά,
κρυφομορφάζαν άλαλα, έσταξαν
πονηράδα
κρυφαπειλούσαν μόνα τους στης
νύχτας τη σιγή.
Σταμάτησε το άτι μου χωρίς να
καταλάβει
ανύψωσα το κράνος μου, έβγαλα το
σπαθί
απείλησα με βλέφαρα που ’μοιαζαν
με κεραίες
μα κείνοι σιγουρεύτηκαν στων
δέντρων τη σιωπή.
Ξεπέζεψα, το άτι μου έσκυψε
στην πηγούλα
ανήσυχος όμως εγώ τού 'γνεψα
προσοχή...
Ο Σάτυροι και οι Σειληνοί
κρύβονταν προς τα πίσω
κι όσο το δάσος πύκνωνε, τόσο
άλλαζαν μορφές
γιατί αναλογίζονταν πως στην
καρδιά του δάσους
ο Διόνυσος θα πρόβαλλε με
δυνατές ιαχές.
Σιγοσταμάτησα άβουλα, δεν ήξερα
το δάσος
-του Ίακχου οι ιερείς γνώριζαν
κάθε στέκι –
τους έγνεψα τι ήθελαν, γιατί μ’
ακολουθούσαν
χωρίς καμιά εξήγηση, μ’ άναυδες
απειλές.
Σίμωσε ο αρχιμάστορας του δόλου
και του πάθους
απόθεσε τη μάσκα του, ήταν νέος
ανθός
ακροζυγιάστηκε άνετα στο
διπλανό κοτρώνι
κι άρχισε τον άντίλογο στης
νύχτας τη σιγή.
Σάτυρος:
Ξένε τι θες, τι σ’ έφερε κοντά
μας;
Τούτα τα τόπια που θωρείς είναι
δικά μας
ο μέγας αρχηγός που αργοπεθαίνει
είν' έτοιμος ν’ αναστηθεί
να ξαναρθεί κοντά μας.
Πώς μπήκες συ στον ιερό του το
βωμό,
στο δάσος που απλώνεται μπροστά
σου;
Φύγε το γρηγορότερο από κοντά
μας...
Μήπως νομίζεις πως μπορείς να
τρέχεις σαν εμάς
και να προσμένεις τον πανώριο αρχηγό;
Αυτή η τιμή ανήκει στους
γενναίους
σ’ όσους ξορκίστηκαν απ’ τα
δικά σας ιερά
σε ζωντανές ψυχές που φλογισμένες
καίνε παντοτινό θυμίαμα στου
Διόνυσου το κλέος.
Είναι σκληρός ο Διόνυσος κι ας
λεν για τη Σεμέλη
τόσα λόγια ανόητα που ’πλασαν
οι δειλοί.
Μάνα του είναι η Γη, αυτό το
ξέρεις
πατέρας του,
του ουρανού οι ωκεανοί...
Είναι αστραπηβόλος και ωραίος
έχει, βλέπεις, πανώρια
αρχοντιά:
Τούτα όμως τα προσόντα δε σου
κάνουν
σου αρέσουν σέλες,
φτερνιστήρια, χαλινά
για να μάς φαίνεσαι γενναίος
με τα στολίδια των δειλών τα
παστρικά.
Το ξίφος δε μετράει,
αυτό το ξέρεις.
Βλέπεις εμάς πώς περπατάμε
πώς πολεμάμε
πώς σου
απευθύνουμε το λόγο.
Πάρε τα άλογό σου
και κατέβα το δρυμό
εκεί θα βρεις άλλους ανίσχυρους
πολεμιστάδες...
Αφηγητής:
Ωστόσο, ο
αξιωματικός του αρχηγού τους
αγέρωχος
στης πέτρας τον αφρό
κινούσε
χείλη, πόδια, χέρια, δόντια
περίμενε
αμέσως το χαμό
του ιππότη
που με τόση ορμή κινούσε
στης ρέμβης
και στου πάθους το γκρεμό...
Περίμεναν...
περίμεναν, μα αυτός δεν τους μιλούσε
σχέδιαζαν
αμίλητοι κάποιο νέο κακό...
Το φεγγαράκι σιγοδιάβαινε
μακριά μας
γλίστραγε πίσω απ τις
μενεξεδένιες φυλλωσιές
στερνό αεράκι κίναγε τους
κλάδους
φρεσκάροντας τούτες τις άγριες
μορφές
που βιάζονταν να πάρουν την
ψυχή μας
που σιγοπέταγαν μπροστά μας
μοχθηρά
που ' σερναν τα παράξενα
εργαλεία τους
ολοπροσμένοντας το μέγα
βασιλιά.
Ο δεύτερος άξιωματικός πήρε το
λόγο.
Δεύτερος:
Ξένε τι θες
και τι γυρεύεις εδώ πέρα;
Σάτυρος:
Είσαι
παράξενος
δε θες ν’
αποκριθείς...
Μάθε όμως πως ταχύτατα θα
πέσεις
αν δε γυρίσεις στα κατώμερα του
χθες.
Δε σου ζητάμε ν’ αναστείλεις το
ταξίδι
νιώθουμε τη λαχτάρα σου για φως
μόνο που πήρες λάθος δρόμο -
ναι, το ξέρεις.
Έχει ο τόπος σου μέρη αναψυχής
κότερα, κρις-κράφτ, βαγόνια, αεροπλάνα
και μοτοσυκλέτες
ένα σωρό αυτοκίνητα κάθε λογής.
Όλα τα μέσα είναι στη διάθεσή σου,
ο χώρος που ξανοίγονταν μπροστά
σου,
θάλασσες, ουρανοί, άσφαλτος, δρόμοι και
ποτάμια,
θα σου διναν τη γεύση
περιπέτειας.
Γιατί λοιπόν προτίμησες να
‘ρθεις εδώ
στου δάσους το κρυφό το
τελεστήρι
εκεί που δεν αντέχουν οι
θνητοί;
Θέλοντας ίσως να γευτείς τα
μυστικά μας
πεθύμησες την έλευθέρωση
σώματος και ψυχής!
Γι’ αυτό
ακριβώς σου πρέπει να πεθάνεις
αν θες το
γνήσιο κόσμο να γευτείς
χωρίς
μεσότητες, μικροδοκιμές και φιλαρέσκειες.
Μας βλέπεις πόσο άσκημα μιλάμε
καταλαβαίνεις τι ζωή περνάμε
στο βουνό
οσφραίνεσαι τη σάρκα του
αρχηγού μας
και του θιάσου μας τον άξεστο
χορό
που απελπίζει μονομιάς, κυρίες
και δεσποινίδες
που τρέπει σε φυγή του κόσμου
τους δειλούς
που αναβιώνει της ψυχής τα
ύστατα πετράδια
για να τους δώσει νέα λάμψη,
θεία θωριά.
Αν θες λοιπόν να μείνεις με το
θίασο
πρέπει ν’ αυτοκτονήσεις στη
στιγμή:
άλογο, πνεύμα και συνείδηση θα
παραδώσουν
σ’ εμάς, ό,τι τους έλαχε να
νιώσουν.
Εμείς θα φάμε το εγώ σου χωρίς
άλλο
θα το αφανίσουμε στην άγια τη
στιγμή,
μην πεις πως έπαψες να ζεις
μην πας πιο πέρα να θρηνήσεις
περιουσία, δόξα και τιμή...
Βιάστηκες
ίσως, θα σκοντάψεις
η
περιπλάνηση δεν είναι εαρινός περίπατος αναψυχής.
Κι άλλοι την τόλμησαν μα γύρισαν γερμένοι
από την πρώτη μέρα της φυγής.
΄Αγρια ομορφιά, σκληρή απόλαυση
χαρά και λύπη σε προσμένουν φίλε.
Τούτα τα δυο τα τελευταία δε
χωρίζουν
πάνε αντάμα όπως ο ανήφορος και
η κατηφόρα.
Σώμα και νους δεν είναι ξέχωρα για μας
καθώς μ’ ακούς, καθώς μας βλέπεις γύρω σου
νιώθεις πως είμαστε πανούργα ξωτικά
έτοιμα για σφαγή και για γιορτάσι
του λόγγου ανήμερα θεριά.
εείναι όπως τα νομίζεις περιπλανητή
εμείς θα σου διδάξουμε τι είναι
περιπλάνηση
όμως για να φιλιώσεις με τους
Σειληνούς και με τους Σάτυρους
πρέπει να δώσεις όρκο υποταγής
στο Διόνυσο.
Φεύγουμε τώρα εμείς, σ’ αφήνουμε ν’ αποφασίσεις
μόνος.
Ιππότης:
Χάθηκαν όλοι τους σαν αστραπές
σιγόσβησε το φέγγος της νυχτιάς
γύρισα στ’ άλογό μου απελπισμένος
αλλιώς περίμενα το φως της ερημιάς
που ’ φεγγε προς την πολιτεία
μ’ άλλη όψη, με αλλοτινά σημεία.
Τό άλογό μου ήταν κερωμένο
το διαπίστωσα από κοντά
κι άρχισα να του κράζω με παλμό.
Άτι
μου απαλό κι ωραίο, είπα,
μού
ορκίστηκες μεγάλη αντοχή,
ποιος
σε περίμενε μαρμαρωμένο
χωρίς
αντίσταση, έρημο από πνοή;
Κι εγώ
σύγκορμα
μουδιασμένος και κομμένος
πέφτω ακάθεκτα στη χλόη του δάσους
αδύναμος,
ανίκανος, φρικτά χαμένος.
Σελάγιζαν οι ουρανοί μακριά το φώς τους
θρόιζαν φύλλα, βάτοι φάνταζαν δειλά
ατάραχες σκιές των δέντρων μάς θωρούσαν
θέαμα ευδαιμόνων
θεατών...
Συνήλθα κάπως ύστερα από λίγη ώρα
σκέψεις πολλές πιρούνιαζαν τα σωθικά μου
παλμοί
καρδιάς, κινήσεις νεύρων
άρχισαν ν’ αναθάλλουν ζωτικά.
Το άτι μου κινήθηκε αντρειωμένα
ο ιππότης του ενώθηκε με τον παλμό του.
Όμως, οι Σεληνοί και οι Σάτυροι θα ξαναφαίνονταν
να πάρουν την οριστική απάντηση.
Κάποια σκληρή φωνή απ’ το βάθος μ’ αιφνιδίασε×
ήταν ο
αξιωματικός του αρχιερέα.
Σειληνός:
Σ’ αφήνουμε να το σκεφτείς
ακόμα,
μέχρι
μεθαύριο, το βράδυ, ίδια ώρα
θα σε προσμένουμε στον ίδιο τόπο
όπως
τώρα.
Αν τύχει και το μετανιώσεις
φύγε μακριά γύρνα
ξανά στην
πόλη
θα βρεις εκεί καταυλισμούς
για να χαρείς
όπως άλλοι πολλοί
που
θέλουν περιπέτειες με γνώση.
Οι απερίσκεπτοι όμως σε προσμένουν
αν θες να
μπεις στο αρχοντικό τους φίλε.
Γεια και χαρά προς το παρόν και σκέψου
γκρέμισε δηλαδή τη σκέψη και τη σύνεσή σου
αν αγαπάς της περιπέτειας τη γνώση.
Ιππότης:
Φίλε το ξέρω πως με θέλετε μαζί σας
χωρίς τα
εγώ της πόλης και του έλους.
Μάθε πως είμαι αρχοντικός και μάλιστα γενναίος
αφού αποφάσισα σκληρά τον κόσμο
ν’ αψηφήσω
καλά έκανες καί μου ' δωσες αυτή τη διορία
είναι καλό για τους θνητούς να
σκέπτονται γενναία
πριν αποθέσουν το ραβδί της
σχόλης και της τύρβης
πριν ρίξουν ζάρια αιώνια στη ζαριά της ζωής.
Καλή
αντάμωση λοιπόν μεθαύριο στη νύχτα...
4.
Αιθέρια
άνοδος
Η νύχτα έσβηνε γλυκά
πτερορυούσαν τ’ άστρα
της ηούς ο ανέμελος χορός
άρχισε ν’ ανεβαίνει
χίλια ζωάκια του δρυμού
κινόντουσαν κρυφά
άλλη όψη, όμορφη, γλυκιά
πήρε της γης η σάρκα.
Ο ζέφυρος έπνεε απαλά
μου χάιδευε τα στήθη
ο
Αποσπερίτης πέραθε
σιγόστελνε φιλιά
η Πούλια αγνάντευε δειλά
με μυρωμένα χείλη
το άρμα του Αετίωνα
κόπασε μακριά.
Ίκαροι απ’ το ξέφωτο
δοκίμαζαν την πτήση
η Αυγή κατόπιν πρόβαλλε
πούπουλο
αρχοντιάς.
Μου ’γνεψε τότε ανέμελα
φάνηκαν οι ανθοί της
ανθοί αιωνιότητας
παρθενικής δροσιάς.
Διαφανής λευκότητα
ήταν το φόρεμά της
γυμνότητα αειθαλής
θείας αναψυχής
πλησίαζε, πλησίαζε
με σκόρπια τα μαλλιά της
παιδική η φωνούλα της
όνειρο της σιγής.
Σιγοπετώντας
έφτασε
στο πλαϊνό δεντράκι
άπλωσε
χέρι
κι έδραξε το χαλινό μεμιάς.
Θωρώντας με, ρωτώντας με
μ’ έκανε ν’
ατενίσω
το θείο της χαμόγελο
τους μύριους της παλμούς.
Αυγή:
Ξένε που διάβηκες τα σύνορα του κόσμου
σίγουρα θέλεις ξεναγό με άυλα φτερά.
Ανέβα στο άτι σου γοργά
εγώ θα το φτερώσω
θα
ξανοιχτούμε άφοβα σε μέρη μαγικά.
Οι μύθοι της νεότητας θα ’ ρθουν μπροστά σου πάλι
τα παραμύθια της γιαγιάς θ’ αναστηθούν ξανά,
οι κόσμοι που νοστάλγησες με φλόγα
θα ξεπροβάλουν άφοβα στη χώρα της χαράς.
Μη φοβηθείς γλυκέ επισκέπτη του
αιθέρα!
Ξέρεις, νομίζω, ποια είμ' εγώ που ξεναγώ
τους χθόνιους που επιποθούν την αμβροσία,
τους Φαίδρους,
τους Σιμμίες, τους Ίωνες
κι άλλους πολλούς.
Είμαι η Αυγή,
το πρώτο και το τελευταίο μάτι
της Ημέρας.
Αύγίτσα θα με κράζεις
είμαι κόρη
κόρη θα παραμένω στον καιρό.
Ξέρεις, ο Δίας δε με πιάνει
όσο κι αν στέλνει τον Ερμή, τον
Αίολο, τον Κεραυνό.
Φτωχή Σεμέλη μου
που σιγοκλαίς ακόμα
άμοιρη Εύρώπη
θύμα τραγικό
Ήρα και Δήμητρα και Περσεφόνη
σας κλαίω, μα αναθωρώ.
Ξένε μου, έχε εμπιστοσύνη στα φτερά μου,
είναι φτιαγμένα από άυλο σμαράγδι
δεν τραυματίζουν τον αιθέρα, δε σφυρίζουν
σαν τις φτερούγες των πετούμενων της γης.
Κοίτα μπροστά σου, η άπεφθη Ημέρα
κοιμάται αιώνια με τ’ αστέρια...
Καταυλισμοί των αθανάτων περιμένουν
όποιους η χάρη μου οδηγεί κοντά της.
Η Αχερουσία, ο Αχέροντας, τα Ηλύσια πεδία
δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζεις.
Δυο μέρες δρόμο απέχουν από δω,
μα στην ανάγκη, πριν κοπιάσουμε κει πάνω
ν’ αποδεχτείς το θείο μας ταξίδι,
ν’ αποξεχάσεις όλα τα τενάγη
που σιγοβασανίζουν την καρδιά σου.
Έφτασες ως εδώ, αυτό είναι κάτι
μα στο εξής γλυκέ διαβάτη
θα κουραστείς τη θέα ν’ αντικρίζεις.
Αυλός θα γίνεις συ και το άτι
οι λαμπηδόνες του φωτός θ’
άκροπερνούν
χωρίς πομπές, χωρίς γιορτάσι.
Ιππότης:
Πήδησα στ’ άλογό μου καθώς η Αύγίτσα
παίρνει το
χαλινό και ξεπετιέται
σαν το αθόρυβο αεροπλάνο που αφήνει
γη και στεριά και θάλασσα και νέφη.
Αλληθωρούσα στην αρχή
σταμάταε ο νους μου
θείες ζωές, θείες πνοές ανάσαιναν κοντά μου.
Δεν είχαν περιέργεια να με ρωτήσουν κάτι
δε νοιάζονταν, δεν κοίταγαν να μ’ αποσπάσουν νέα.
Απλώνονταν και χαίρονταν στο φώς του νέου Ήλιου,
μάτια, φτερούγες, πρόσωπα, έπλεκαν μεγαλείο.
Αυγή:
Φίλε,
εμείς εδώ δε θέλουμε βοήθεια,
έχουμε
φτάσει σύγκορμοι στης δόξας τον ανθό,
βέβαια,
αρνηθήκαμε πολλά της γης στολίδια:
Επιθυμίες,
ιαχές, γενοκτονίες και πάλη
απαγωγές
και βιασμοί, ζήλεια και παιδεμός
έχουν
ξεριζωθεί από μας, κείτονται σα συντρίμμια
στης
γης τον Άδη, στις πληγές, στο βίο των θνητών.
Δεν
είν’ άνάγκη να μιλάω στη συνέχεια φίλε,
άνοιξε
δυνατά τα μάτια μου και δες·
θα
σε οδηγάω αμίλητη μα φωτισμένη.
5. Πρώτος αναβαθμός
Ημέρα:
Κοπιάστε ω καλοί μου επισκέπτες,
το δώμα μου δε θα θυμίσει τον Πηλέα και τη Θέτιδα
οι κήποι μου όμως και οι καρποί των δένδρων μου
είναι γλυκύτεροι απ’ την ’Αμβροσία.
Ηνίοχε καλέ του ουράνιου άρματος
είναι
ευγενής ο νέος μας ιππότης
πολύτιμο το άτι του, μέγιστος ο σκοπός του.
Αφηγητής:
Αραχνοΰφαντο, λευκό ήταν το φόρεμά της
ξανθά μαλλιά, χυμένα μπρος στα στήθη
όμορφο σώμα, πλην ανεπιθύμητο
γλυκιά φωνή ο λογισμός της.
Τη
χάρηκε, τη θαύμασε, της φίλησε το χέρι
κείνη
τον δέχτηκ’ απαλά στο έξοχο παλάτι
λουσμένο
από πάμφωτους ωκεανούς ζωής
στου
σύμπαντος την αγκαλιά, πάνω απ’ τις Εσπερίδες.
Ημέρα:
Κοίταξε
λένε προς τα κάτω...
Οι Εσπερίδες σμίξαν με την Πηνελόπη
σιγοϋφαίνουν, σιγοτραγουδούν, κερνάνε
γλυκοκοιτάζουν κάποτε νέους γεμάτους τόλμη
οι μούσες τις ανακαλούν στην τάξη των συμβόλων
μα δε μπορούν ν’ ανακληθούν απ’ της φύσης την
τάξη.
Πέρα στο βάθος, μπρος, ολόχρυσος προβάλλει
ο Αχιλλέας
που ‘λαχε τόσο πικρή θανή
που μοίρασε την τόλμη του και τη λαμπρότητά του
με απληστίας πειρασμούς, μ’ εκρήξεις παροργής.
Ο Διομήδης πιο μακριά αναθωρεί τους Τρώες
όλοι τους όμως σκιάζονται από το φως τής Άλλης
της κόρης, της βασίλισσας, της
μάνας, της συζύγου
της Ανδρομάχης τη φωνή, το θείο
γλυκασμό.
Θεοί,
θνητοί και ημίθεοι συμφύρονται στον πόνο
κανένας
τους δε θέλησε να φτάσει στον αιθέρα,
να
αποφύγει τη νυχτιά που σκιάζει την αλήθεια.
Ξένε μου μην ανησυχείς που ακούς μεγάλα κλέη
όλα είναι καμώματα της κάτω γης, του Άδη.
Στο θείο βασίλειο της χαράς πάθος δε βασιλεύει
αίμα και σάρκα χάνονται στου Ερέβους τ’
ακρογιάλι...
Ο Χάροντας δεν ημπορεί την πόρτα να περάσει
είναι τα χέρια του μικρά, τα πόδια του δε φτάνουν.
Ένα μονάχα θά σου πω, να μη λιποψυχήσεις
αν χάσεις τις αισθήσεις σου, αν φως σε περιλούσει.
Ουράνιος ο κόσμος μας, θεία τα βλέφαρά του
ο Άδης και ο Διόνυσος παρέα με το Λοξία
-κι ας λένε οι θιασώτες τους
πως ποτέ δε μονιάζουν-
θα σε καλέσουν αύριο στο δείπνο το δικό τους.
Θώρα καλά, σκέψου σωστά, Ζωή θε να κερδίσεις,
κείνη θα σου μιλήσει απλά, μύηση θά σου κάνει.
Η κόρη μου, η κορούλα μου, της δόξας θυγατέρα
θα σ’ οδηγήσει αργότερα στους πιο όμορφους
κόσμους.
Έλα Αύγίτσα, πάρτο νε, οδήγα τον πιο πέρα
όπου η Ζωή αναφαίνεται, όπου το φως της θάλλει.
Αυγή:
Τον ξένο με το θείο άτι θα οδηγήσω
στον κόσμο της Ζωής, της μάνας όλων.
6.
Δεύτερος αναβαθμός
Ιππότης:
Με πήρε πάλι ανάλαφρα με πιο γοργό το βήμα
μ’ ανέβασε πολύ ψηλά, μακριά απ’ της γης τις
πίκρες.
Ο Ήφαιστος λαμπύριζε, ο Κρόνος ευθυμούσε
μα της Ζωής τα σύνορα στέκονταν παραπέρα.
Την είδα δεν το πίστεψα, ήταν καλή την όψη
το σώμα της ολόγυμνο, αερένιες οι γραμμές της
χέρια και πόδια ακίνητα, μάτια και στόμα ένα...
Αυγή:
Ξένε μου φτάσαμε γοργά στις ρίζες της ζωής μας
κοίτα δεξιά, κοίτα ζερβά, αψήλωσε το βλέμμα
δε θα μπορέσεις να διαβείς τούτο το θείο λειμώνα
γιατί της νίκης τα φτερά θά ' ναι ο θρίαμβός σου.
Είσαι στον κόσμο της ζωής, θάνατος δεν υπάρχει,
εδώ μιλούν, εδώ σιγούν, εδώ αναβιώνουν
όσοι θνητοί πεθύμησαν να θεαθούν τη Ζήση.
Η θεία Κόρη δε μιλάει, μας νεύει μόνο αιώνια
ο αιθέρας δε φωτίζεται, μόνο προσφέρει φως.
Κοίταξε κάτω, θώρησε την άμετρη
μιζέρια:
όσοι θνητοί χτυπήθηκαν ή
έστησαν αμάχες
σκληρά πονούν, σκληρά αγρυπνούν
στου Άδη τα δεσμά.
Σκέψου λοιπόν τι θά ’ θελες να
κάνεις
έξω απ’ το δάσος, άφθαρτος,
ακίνητος, αιώνιος.
Έχεις τη δύναμη να πεις αν θες να περιμένεις
μόνο στοχάσου σοβαρά πριν απαντήσεις φίλε.
Ιππότης:
Έσκυψα, συγκινήθηκα, θέλησα να ξεχάσω
το αυριανό μου ραντεβού με τους σκληρούς Σατύρους.
Έκλεισα μάτια και αυτιά, βυθίστηκα στο σκότος
μα μέσα μου έλαμψε ευθύς το φως της θείας Ζήσης.
Οράματα και θάματα δεν είδε η ψυχή μου
τούτα είχαν φύγει μακριά, χάθηκαν στην εσπέρα.
Αναθεόμουν σύντρομος τις
τρίβους της ζωής
μέσα μου ωκεανός φωτός, έξω περίσσεια Μέρας
χάθηκα, διαλύθηκα στο άπειρο το εγώ μου.
Παλιές σκέψεις κι αισθήματα χάθηκαν από μπρός μου
έχασα επίσης και μορφές, ξέφυγε η Αυγίτσα
δε γνώριζα αν είμ’ εγώ, αν κείνη με κρατούσε.
Μόνος και πλήρης
φτωχός και πλούσιος
ικανός και ανίκανος
χωρίς μέρες ζωής
μα αιώνιος×
δε γνώριζα
τι μου συνέβη
πώς η ένδον όραση
έγινε έξω θέα
πώς, ο έξω κόσμος
αναφής και θείος
έγινε θέαμα αθέατο
άκουσμα άρρητο
λάλημα αφθαρσίας...
Πόσο έμεινα;
Δε γνωρίζω
ούτε και θέλω να μάθω.
Κείνη η μέθη, κείνο το θάμβος
που
αφάνησαν του κόσμου τα στοιχεία
που
αιχμαλώτισαν όλες μου τις δυνάμεις
που
διέλυσαν το εγώ μου
χωρίς να το συνθλίψουν
στις συμπληγάδες του πάθους
ήταν γλυκά δώρα ζωής
που ξεπερνούν την αμβροσία
που καταργούν το νέκταρ.
Θεία οπτασία χωρίς αντικείμενα,
μακάρια θέα χωρίς οράματα
άρρητη πλησμονή χωρίς υλικό
ξεπερνάτε στο πάθος τις δυνατότερες ιαχές
τους διαπρύσιους θορύβους
τις πιο
ακόρεστες επιθυμίες...
Γιατί η κατάπαυση
αθέατη καταιγίδα θείων ωκεανών
σιγοβλαστάνει αμίλητη
γίνεται άπειρος κατακλυσμός
που αναλώνει
κάθε παράσταση
κάθε αντικείμενο
κάθε σκέψη.
Αύγίτσα σιγομίλησε στο νέο εαυτό μου
μου ’γνεψε μ’ άρρητη φωνή, μ'
εξύπνησε γλυκά.
Αυγή:
Ξένε μου, παραγάπησες τους κόσμους της Ζωής
βυθίστηκες, σε βύθισαν σε κάποια πλησμονή
που ξεπερνάει τις άυλες μαρμαρυγές της Μέρας
που ανεβαίνει πιο ψηλά κι απ’ τον αφρό της κόρης
-
θείο
στολίδι της ψυχής, καμάρι των ανθρώπων-,
άσπιλη, ανόθευτη, γλυκιά,
ολόφωτη, ωραία.
Σ’ αυτούς τους κόσμους της σιγής και του άρρητου
κάλλους,
η λησμονιά και η θύμηση δεν κάνουν παρά ένα.
Λησμόνησες το δάσος σου, τις ρυπαρές μορφές του
θυμήθηκες αιφνίδια κάποιες άγνωστες χώρες
στο θείο λειμώνα της ζωής - έκσταση σε κατέχει.
Μνήμη καί λήθη το αυτό, όπως σιωπή και λόγος
πάθος και αρετή μηνούν την άφθαστη αλήθεια
που δεν παθιάζεται ποτέ
που δεν έχει ανάγκη
τις αρετές των γήινων
κι ας είναι παινεμένες.
Βαθύ το πέλαγος του νου, άφθαστος ο βυθός του,
ιλιγγιώδες βάραθρο φωτίζει τη σκιά του.
Σκιές ωστόσο της ζωής προϋποθέτουν ήλιο
πορφυρογέννητο παιδί, λουσμένο απ’ το φως.
Ξεκίνησες απ’ τις σκιές, αντάμωσες τον ήλιο
χάθηκαν τα ομοιώματα, έσμιξες μνήμη-λήθη
ξεπέρασες τα πλέγματα πάθους και αρετής
βυθίστηκες σ’ ό,τι οι θνητοί αποκαλούν θανή
σ’ ό,τι ο χορός των μυστικών αποκαλεί μηδέν...
Είναι η ζωή η παντάνασσα του κόσμου η ζωοδότρα
αυτή σαγήνεψε άρρητα όλες σου τις δυνάμεις.
Πρόσεξε όμως, κατιτί έχω να σου μιλήσω:
η δική μου ξενάγηση δεν έληξε ακόμη.
Φλάμπουρο νέο κι ελκτικό απλώνεται μπροστά μας
που ανακαλεί ορμέμφυτα τον κόσμο της οδύνης
μα που καλεί ταυτόχρονα σ’ αιώνιους λειμώνες
όπου
η Μορφή φωτίζεται - αγλαή φωτοχυσία.
Θα
σ’ οδηγήσω ξένε εκεί, οφείλεις να γνωρίζεις
την
κόρη την πρωτόγνωρη της θείας κοσμογονίας
που
είναι λευκή σα μάρμαρο, δυναμική σαν βέλος,
ειρηνική
και λεύτερη σαν των θεών τις κόρες.
7. Τρίτος αναβαθμός- Έκσταση
Ιππότης:
Αυτά μου είπε ευγενικά και μ’ άρπαξε αμέσως
να μ’
οδηγήσει άπλετα σ’ αυτόν το θείο κόσμο.
Σιγοζωντάνεψε ευθύς ο πρώτος λογισμός μου
θέριεψαν μέσα μου καυτά το πάθος και το τάχος
κι ως ροβολούσαμε κοφτά στου αιθέρα τα παλάτια
η κόρη η πρωτόγνωρη σταμάτησε το βήμα.
Ανοίχτηκαν οι ουρανοί, χάθηκαν τα πλουμίδια
τα αιθέρια μοσχοπάλατα με την αφράτη όψη
ολογκρεμίστηκαν
ευθύς στο μέγα ορυμαγδό...
Φοβήθηκα,
ξαφνιάστηκα, σκόνταψε το άλογό μου
βυθίστηκα
μετέωρος στου ουρανού τα πλάτη.
Θόρυβος
μέγας και βοή σύντριψαν ακοή
τα
μάτια μου έχασαν το φως από μια θεία λάμψη
νόμισα
πως ρουφήχτηκα στης γης τα αγκωνάρια
η
γη όμως ήταν μακριά, δεν είχε πάρει μέρος
στης συντελείας τον ερχομό, στου τέλους την
ουσία.
Οι αισθήσεις μου σταμάτησαν
ο κρυφός λογισμός μου
αναστατώθηκε κι αυτός
έχασα κάθε θέα.
Φωνές πια δεν ακούονταν
η Αυγίτσα
δεν υπήρχε.
Δεν
άκουγα, δεν έβλεπα, δε λογιζόμουν πια...
Όμως,
καθώς κόπασαν οι φόβοι και το ρίγος,
κάποια άλλα μάτια άνοιξαν,
νέες αισθήσεις ήλθαν
που
μ' έκαναν να σκέπτομαι χωρίς να λογαριάζω.
Τι
μου ’ταν τότε να διαβώ το πέλαγος του αιθέρα
και ν’ αντικρίσω στα τυφλά την όψη της
Σοφίας...
Εδώ
ακριβώς αδυνατώ ψυχή μου να μιλήσω
πλέρια
η συγκίνηση έβγαινε από άλλες αισθήσεις
αρρενωπός
ο λογισμός ξεπέρναγε τη σκέψη.
Αφηγητής:
Πρόσεξε ιππότη πρόσεξε τα λόγια της Σοφίας
δεν είναι λόγια ανθρώπινα, αφού οι τρανές
αισθήσεις
αδυνατούν να ντύσουνε το θείο νόημά τους.
Την όψη της δε σμίλευαν μορφές τούτου του κόσμου
ο λογισμός της ξέφευγε συνηθισμένους τρόπους.
Ιππότη
μας δε δύνασαι να την εκφράσεις πλήρως.
Σοφία:
Τρανέ
του κόσμου ιππότη που τραβάς το παραμύθι
τρελό
παιδί της κάτω πανδαισίας των βροτών
ωραία
ψυχή που θέλησες να δρασκελίσεις τα κατώφλια της απάτης
γυμνέ
οφθαλμέ της νιότης και του θάμβους
αθώα
ψυχή που νόμισες πως θα υπερβείς τον Πυθαγόρα
και
πως θα φτάσεις στων σοφών ιερέων τους ναούς
εκεί
που ο Σεθ, ο Όσιρις, η Ίσις εμπνέουν τους ιερείς
εκεί
που η πνοή ζωής πηγάζει από ανεξερεύνητες αρχές
και
γίνεται θεία μαντεία, θεοσοφία, αλχημεία, μαθηματικά
εκεί που το βιβλίο των νεκρών υμνεί ζωή και θάνατο
αντάμα
για να μετασταθμεύει άνετα στη
χώρα των Ινδών
και να εμπνέει Πλάτωνα,
Πλωτίνο, Αυγουστίνο
τους Εύρωπαίους μυστικούς, τους
καλούς θεοσόφους
για να κυλάει σα ρυάκι μυστικής
ζωής
για να προσφέρει στη ζωή
κηλίδες θείου κάλλους
ροδίζοντας στο ήθος μας μια
έξοχη θωριά
όπου θυμός κι αγάπη
συμπυκνώνονται ατόφια
κτίζοντας το περιδέραιο του
Σύμπαντος
τους πλάνητες και απλανείς
αστέρες
τη γη, τους δορυφόρος και τα
άπειρα όντα...
...Το νόμισες ωραίε ιππότη
ελεεινής μορφής
και τόλμησες να απλωθείς πέρα
απ’ τον κόσμο
πέρα απ’ τη γη, απ’ των ωκεανών
το βάθος και το πλάτος.
Ανέβηκες τα όρη, τους δρυμούς,
αντιμετώπισες τους Σειληνούς
και τους αγύρτες κείνου του
αινιγματικού θεού-αθέου, του Διονύσου
τοιμάστηκες και συ να γίνεις
ιερέας του
να σιγοτρώς απ’ το πικρό ψωμί
των στεναγμών του
να πίνεις μ’ αναστεναγμούς την
αμβροσία
να γελάς τραγικά και να
περιπλανιέσαι απόκοσμα
έμπλεως διονυσιακής Σοφίας.
Δε θέλησες τη λάμψη του Απόλλωνα
αποποιήθηκες την αστική σοφία της Αθηνάς
θέλησες να υπερβείς και τους Τιτάνες...
Τίποτε δε σε γέμισε ωστόσο
καμιά αλλαγή
ούτε η ομορφιά των Καρυάτιδων
που σαγηνεύει τους προσκυνητές
της ιστορίας.
Ιππότης:
Τέτοια ήταν η προσφώνηση της
άμορφα ωραίας Σοφίας.
Κατάλαβα πως ήθελε να συνεχίσει
η θεία
γι’ αυτό αμίλητος, γυμνός,
άοπλος μα ακμαίος
σταμάτησα τη σκέψη μου, άπλωσα
το μυαλό μου.
Κείνη όμως με περίμενε χωρίς
εκπλήξεις.
Τούτο το θείο διάλειμμα μου 'δωσε κι άλλο θάρρος
ανάπνευσα παρήγορα, συνήλθαν οι αισθήσεις
νέα θέα ενδύθηκα, ανέστρεψα το βλέμμα.
Μετέωρα τα δώματα έπλεαν στον αιθέρα
ο σμάραγδος, ο σάπφειρος, η ίρις, το τοπάζι
στεφάνωναν τους ουρανούς, αντανακλούσαν φέγγος
κείνο το φέγγος το άπεφθο που αγγίζει τις αισθήσεις
που
συγκινεί στη ρίζα τους του νου τ’άφταστα βάθη.
Τότε άκουσα μια μουσική, άγνωστη στους ανθρώπους
μια μελωδία ξέχωρη, άγνωρη στον Μπετόβεν
οικεία ωστόσο στης ψυχής την άσπιλη ικμάδα:
δεν ήτανε ύμνος χαράς, μηδέ δράματος τέλος
άσχετη μέ τους ήρωες των άγριων πολέμων
ξένη προς τις υψίφωνες συνθέσεις των αστών
που συγκινούνται πρόσκαιρα από τους μύριους πόνους
της καθημερινότητας και της σκληρής φθοράς.
Η μουσική που έζησα έκφραζε τη Σοφία
σμίλευε το αιώνιο, την κίνηση και στάση
ανάτεμνε τα τρίσβαθα του νου και της ψυχής
ανάθαλλε αρρενωπά, αντάμωνε το θήλυ
διαχεόταν άπλετα στου αιθέρα τον παλμό...
Δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δεν οσφραινόμουν κάτι
κι όμως οι αισθήσεις ξύπναγαν τα έσχατα του νου.
Ό χρόνος μου τελείωσε, άρχιζε η ζωή μου
άχρονη, αμόλευτη, αγνή, ωραία και γενναία,
μακριά απ’ τις μάχες των θνητών, θεία επιστασία.
Ξανάγειρα εκστατικός στου άπειρου τα βάθη
μείχτηκαν οι αισθήσεις μου στου χώρου το ναό
λήθη και μνήμη έσβησαν στα άχραντα τα πλάτη
απλώθηκα μακάρια στο άρμα της Σοφίας.
8. Αποκαλύψεις της Σοφίας
Σοφία:
Δεν
είσαι ξένος, σε γνωρίζω πια καλά.
Δε
θα ’ταν δυνατό να μ’ανταμώσεις
αν
από περιέργεια κινούσες να ’ρθεις·
είσαι
ο θεία αγαπημένος μου το ξέρεις,
είμαι
γι’ αυτό υπερβέβαιη, το ζεις.
Σε λίγο θα μιλάς εσύ για μένα δεν έχω τίποτε
είμαι τα πάντα, δε δίνω εγώ, αυτοπροσφέρω
τα μυστικά μου είναι δικά σου
όλα εξαίσια και φανερά
αυτοαλήθειες, σκληρές χαρές
άπεφθα βάθη, θείες αλήθειες·
τις καμαρώνουν άγιες μορφές
εγώ η Σοφία θα γίνω συ
θα αισθανόμαστε μία οντότης
συνεκτική και παρεκτική
μακριά απ' την τύρβη και τις
απάτες
άμοιρων τέκνων κείνης της γης.
Τέκνο μου ποθεινότατο
γείρε στην αγκαλιά μου
άπλωσε τις δυνάμεις σου
στ' άυλα σωθικά μου
ξέχασε πια τους πειρασμούς
της δόξας και της δράσης
απήμων τόπος άρρητος
εισβάλλει στην πνοή σου
λιποθυμάει το σώμα του
αίρεται η ψυχή σου
σε περιβόλι φαεινό
σε χώρους θείας δόξας
σε πέλαγος
ανάχαρσης
σ’ αιώνιες αναβάσεις.
Μην πεις πως σε πλανεύω εγώ
φίλη, μητέρα, κόρη,
πριγκίπισσα, παντάνασσα
του Θεού θυγατέρα.
Του κόσμου σας τα σχήματα
κακέκτυπες μιμήσεις
ανακυκλώνονται πικρά
αιωνίζονται στις φύσεις
των τραγικών βροτών της γης
της κόρης τ' ουρανού
που θέλησε
να εξαναστεί,
να κορεστεί
με γνώση
να πλουμιστεί με ψεύτικα στολίδια της φυγής
στολίδια που ήταν άνθη μου, πρωτινές συγκινήσεις
αγνώριστες απ’ τον άχό της δόλιας ζωής.
Δε σου ταιριάζουν ιππότη αυτά
απλώσου εσύ γενναία
στης Σοφίας τον έρωτα
στης Δόξας τον αιθέρα.
Σιγανεμίζουν οι ψυχές
των δύστυχων βροτών
παρακαλούν και δέονται
τη θεία αγκαλιά
μα πριν προφτάσουν ν’ ανεβούν
στερνά
πτερορρυούν
και σιγοπαραδίνονται στου κόσμου τον εσμό.
Το είπε ο θείος Πλάτωνας
το τόνισε ο Πλωτίνος
το ’δε ο Μπαίμε, ο Έκχαρτ, ο
Σιλέσιος
κάποιοι σοφοί εκεί κάτω
στα μέρη της Ανατολής...
Τό ’νιωσαν οι σοφοί του Ισλάμ
οι χριστιανοί ασκητές,
οι Ευρωπαίοι μυστικοί
της κοσμικής ψυχής πνοές.
Όμως δεν έφτασαν ποτέ
στους κόλπους της Σοφίας
δεν έφτασαν στου κόσμου μου
την άυλη ρανίδα.
Αν ττοό ’καναν θα σώπαιναν
θα γίνονταν πνοή μου
ανάερη και σιωπηλή
ακρολαμπίς, αιθέρια...
Πρόσφεραν όμως μέγιστα
στο γένος των βροτών
σαν τους μεγάλους πρίγκιπες
που χάνουν το βασίλειο
μα που η παρουσία τους
προδίνει θείο παλμό...
Ιππότης:
Αναλαμπές σπινθήριζαν
τα έγκατα
του νου μου
άυλοι
κόσμοι ομορφιάς
φώτιζαν την
ψυχή μου
φτερούγες μ' άυλα πανιά
αλάφρωναν τη σκέψη
εσώτερα οράματα
ως φαεινές νεφέλες
συνέπαιρναν το είναι μου
άρπαξαν την καρδιά μου.
Δεν είχα τρόπο να σκεφτώ
ελεύθερη η ψυχή μου
ορθοπετούσε ανάλαφρα
εκτός
τόπου καί χρόνου.
Τότε συνέβηκε αυτό που δεν πιστεύω ακόμη
καθώς οι μνήμες χάθηκαν και πόθοι αναλάμψαν.
Έπαψα ν’ αφουγκράζομαι τις νύξεις της Σοφίας,
σταμάτησα να τη θωρώ με μάτια της ψυχής
η φαντασία μου έπεσε στα χαμηλά του κόσμου
σα σφαίρα που αστόχησε από το στόχαστρό της.
Αναζωντάνεψαν μορφές κυκλωπολαιστρηγόνων,
αναφανήκαν μονομιάς του πάθους ιαχές
τα φίδια τα φαρμακερά, οι αετοί του ύψους
ράμφη, γλωσσίδια πονηρά
γαμψόνυχα, λαβίδες
ταύροι μαινόμενοι με ορμή
ωκεανών θραυσμένες χαίτες
άγρια θεριά
και σκοπευτές
γκρεμοί, τενάγη, μοίρες.
Ήλθαν κατόπι άρχοντες της
γνώσης και του μάθους
μάγισσες του καλού καιρού
αλχημιστές με βάθος
μογγανευτές, θεόσοφοι
φαρμακευτές με σθένος
σοφοί του εργαστηρίου
πολεμιστές με κλέος.
Πρόβαλαν έπειτα ευθύς
στρατηγοί των πολέμων
επιφανείς πολιτικοί
έμποροι χωρίς δέος
που οικοδομούν αδίστακτα
κοσμικές βασιλείες
για να κατέχουν τα κλειδιά
σ’ άμοιρες
πελατείες.
Ορμή και μάταιος λογισμός
απόφαση με πάθος
ανόσια θέρμη πυγμής
μανία επιτυχίας
έκτισαν τα απόρθητα τείχη της
Ιστορίας.
Ήταν Σοφία όλα αυτά; Ήταν απομιμήσεις;
Άστραφταν πάντως μακριά, φόρτιζαν τις αισθήσεις.
Δεν είχα
λόγους για να πω, κρίσεις να καταφέρω·
ο κόσμος μου συνθλίφτηκε, έμεινε κρεμασμένος.
Χθόνιες ικμάδες της ζωής έστηναν τα οχυρά τους
στων πόλεων
τα ορθώματα, στων θαλασσών τα πλάτη.
Μαινόμενοι οι άρχοντες του χρήματος, της δόξας
κάθιδροι οι
πολεμήτορες και οι κατακτητές
έστηναν την ειρήνη τους, επέβαλλαν γαλήνη
επέτρεπαν στα πνεύματα να αναδιπλωθούν
να οικοδομήσουν όνειρα, να κτίσουν τα ιερά τους
ν' αφήσουν τα πλεούμενα στου όρμου την ακτή
ελεύθερα, φιλόπονα για να διδάξουν τέχνες
μάθηση και
πολιτισμό, σοφία κι αρετή.
Αντίφαση ο πολιτισμός φαινόταν στ’ όνειρό μου
πάθος και μάθος σμίγουνε κάποτε στον καιρό
οικοδομούν αβίαστα τεμένη, παρθενώνες
ναούς ανθρώπων, μέγαρα, πύργους και οβελίσκους.
Της γης μας οι πολιτισμοί ψελλίζουν τη Σοφία
κολλώντας όμως πάντοτε στης σάρκας την ακμή
πυργώνουν τις αισθήσεις μας, οικοδομούν το λόγο
πυρώνουν το
συναίσθημα, ανοίγουν την ψυχή
ώσπου και πάλι ο σίφωνας ξεσπάει μανιασμένος
ώσπου θεριά
ασύδοτα τα ένστικτα του νου
γκρεμίζουν ό,τι έκτισαν, σωριάζουν νέα ερείπια
στης δόξας το σκληρό βωμό, στο εγώ της πλησμονής
σ’ αυτό το
ατίθασο θεριό, την άσοφη σοφία
που αναλώνει δραστικά του ανθρώπου το βυθό
που αποκαλύπτει άναυδα συμπαντικές δυνάμεις
ανέλεγκτες, ατίθασες, ανηλεείς, σκληρές.
Δυνάμεις του πολιτισμού, ματιά της ιστορίας
διδάσκετε αμφίπλευρα το στοχαστή του νου...
...Ιστορική
ανάβλεψη ανάγει και κατάγει
καλύπτει την αμφίστομη ρομφαία τ’ ουρανού.
Ανάτεινα τα βλέμματα ζητώντας της βοήθεια
έκλαψε η
ψυχή μου, πάγωσε στη φρίκη του κακού
ρουμπίνια και υάκινθοι
σμαράγδια κι ανεμώνες
έσβησαν, σιγοχάθηκαν στης ιστορίας το ρου.
Αν η Σοφία επιστατεί τα μήκη και τα πλάτη
αν κρύβεται ακύμαντη στου κόσμου το βυθό
γιατί αφήνει το κακό ακόρεστα απλωμένο
να ταλανίζει τις ψυχές των δύστυχων βροτών;
Αυτά είπα μέσα μου κι ευθύς η απόκριση ήρθε
πλέρια.
Αυγή:
Ξένε δεν είσαι φίλος μας, δεν
είσαι των δικών μας;
Δε σου ταιριάζουν σένανε
παρόμοιοι λογισμοί.
Πριν ανεβείς στα ξάγναντα, πριν πιάσεις τους
αιθέρες,
έζησες έντονα της γης το μολεμένο αχό,
άκουσες
λόγια, σκέφτηκες, ένιωσες και το πάθος,
σου ’γνεψε ατόφια η αρετή, την είδες πληγωμένη
κουράστηκες, αφήνιασες, ορθώθηκες ανάριος
άλλη ζήση νοστάλγησες, το νέο σου εαυτό.
Δε
σου επιτρέπεται λοιπόν ν’ αναστενάζεις μόνος
της
Σοφίας τα δώματα σε λούζουν με το φώς.
Ανάπνευσε,
λησμόνησε, άπλωσε την καρδιά σου
μη
χάνεις την ανάβλεψη, το φως των οφθαλμών
πού ’ναι δροσιά, ζωή, πηγή αέναης γαλήνης
που
καταπίνει άφοβα του πάθους τις φωνές
που
ανεγείρεται σοφά, που ζει για να πεθαίνει
ω!
τρέξε, αναβίωσε στη χώρα των Σοφών.
Ιππότης:
Αυγίτσα
μου, γλυκό μου φως, θείε μου πλοηγέ
τα
λόγια σου ακροάζομαι, τη θεία σου θωριά
θα συνεχίσω έφιππος, θα βρω τη λησμονιά μου
εξαίσια
ανάπαυση στη θεία αγκαλιά.
Είμαι θνητός, μην το ξεχνάς, αδύνατος, οθνείος
που
νοσταλγώ αμείλικτα το θάμβος και το φως...
Κάποτε θα σταλάξει ο νους Σοφίας αποκέρι
θα γίνω θεία λαμπάδα της, θα σελαγίζω φως.
Τα λόγια μου τελείωσαν, οι λογισμοί μου φθίνουν
απλώθηκα, αναλώθηκα στο βάθος της σιγής.
Τότε προβάλλει έκπαγλη του ουρανού η Σοφία
χωρίς φωνή, χωρίς μορφή, θείος ωκεανός
νήδυμος, δυνατός, απλός του κόσμου το μυστήριο
ν' αποκαλύψει άφοβα την άρρητη αλκή
χωρίς ακροζυγιάσματα, χωρίς πομπές και ζόφο
απέραντα πρωτόγνωρη, νέα και φαεινή.
Σοφία:
Τέκνο της σιγαλιάς και του
θορύβου
στηθοσκοπώ τους πόνους σου, τις
ύστατες κραυγές σου
δε μ’ αιφνιδιάζει τίποτε, δεν
ξέρω να προσμένω
της άνοιξης τα πέταλα, της γης
τους ροδανθούς.
Ανέπαφη, αψεγάδιαστη εγώ τα
δίνω όλα,
χωρίς δεφτέρια, άπλετα στη ζήση
της θανής.
Μην περιμένεις θαύματα στον κόσμο της απάτης
τα δώρα μου ματώνονται απ’ τους θνητούς της γης
που 'ναι δεμένοι τραγικά στα χείλη του θανάτου
που βιάζονται οι δύστυχοι ν' αποθανατιστούν
εκτρέποντας αδέξια της Λάχεσης τους κάβους
σκηνώνοντας αγέρωχα στου πάθους τις σκηνές.
Μην τους θαυμάζεις τέκνο μου
μην τους ποθείς χρυσό μου
δύστυχοι και ακόρεστοι πηγάζουν
από με.
Πώς θα 'νιωθες χωρίς αυτούς
θα 'βγαινες εδώ πέρα ν’ ανακαλύψεις άπλετα
τη χώρα της Ζωής;
Βλέπεις τους ισχυρούς θνητούς
θωρείς τις ιαχές τους
αλληθωρίζεις κάποτε μη θέλοντας
να δεις
ωστόσο είναι απόδειξη δικής μου
παρουσίας
κι ας διαστρέφουν την πηγή
της άναφης αρχής.
Έτσι καθένας θα μπορεί σοφά να εκτιμάει
του θείου τα θαυμάσια των θνητών τις απάτες.
Το ’παν πολλές ίσως φορές, τ' άκουσες χωρίς άλλο:
η δύναμη του άνομου δίνει ζωή στο δίκαιο,
του μοχθηρού η μπόρεση οπλίζει τον αθώο,
των ψυχοκτόνων οι αστραπές φωτίζουν τους γενναίους
και πνίγουν μες το βάραθρο τους αυτουργούς του
μίσους.
Μη σε φλογίζουν άδικα τα πάθη των ανθρώπων,
λένε πως είναι ισχυροί καθώς δαγκούν το χρόνο·
ο χρόνος όμως Κρόνος μου κρύβει την αφθαρσία
που καταπίνει άπληστα τη δίνη
και το πάθος.
Δεν είδες ίσως ένδοξους Σοφίας ιδαλγούς
στις μακρινές μεριές της γης στης πάλης τον αχό.
Στον κόσμο πρώτοι βρίσκονται οι
αθάνατοι του Άδη
όσοι νομίζουν πως νικούν τη δόξα της Αγάπης·
όλοι τους ναρκισσεύονται, όλοι τους τριγυρνάνε
ασθμαίνοντας, κομπάζοντας για τη φρικτή κατάντια
παραμορφώνοντας οικτρά τους χρόνους και καιρούς
μου
είν’ όλοι τους φαντάσματα χωρίς να το γνωρίζουν.
Θα πεις πως από μένανε πηγάζουν τα κακά
και πως αν ήθελα εγώ θα σύντριβα το πάθος.
Είναι αλήθεια ιδαλγέ πως από με πηγάζει
της ιστορίας το κακό, οι τρίβολοι του Ερέβους.
Ξέφυγαν
απ’ το είναι μου, είναι βαρύς ο λόγος·
αλλιώς
δε θα ’ταν δυνατός ο ρους της ιστορίας
θα
’λειπαν τα αισθήματα, οι λόγοι και οι πράξεις
μια
θεία παιδικότητα θα κάλυπτε τη φύση.
Άνθρωποι
όμως έστρεψαν τις θείες απαρχές
ο
χωροχρόνος φώτισε φρικτές πληγές των όντων
οδύνη
και απόγνωση σφραγίζουν την ψυχή μου
καθώς
θωρώ το είναι μου άθλια πληγιασμένο.
Όμως,
ωστόσο, η φύση μου είν’ άσπιλη στο βάθος:
της
ιστορίας οι κόλαφοι δείχνουν το ασπρομέρι,
τη
θεία αυγή της ομορφιάς, την άκτιστη σοφία
που
συμπυκνώνει άπειρα παλμούς θείας ζωής
που
ολοφωτίζει άθωρα τα σωθικά του είναι
που
ελέγχει του χωρόχρονου την άσπιλη στιγμή.
Πολύτιμο πετράδι του είναι η στιγμή
αιώνιος τόκος φωτεινής νυχτιάς
κρύβει και αποκρύβει την αλήθεια
αντιλαλεί την έσχατη των όντων παρουσία.
Θεία στιγμή που σιγοφέγγει στα
τενάγη
θείος αφρός δικής μου αναλαμπής
κτίζει και αποκτίζει πολιτείες
χωρίς να παύει να προτείνει τη
σιγή
τη θεία κόρη μου που
συλλαμβάνει την Ημέρα
που τρέπεται κι εκτρέπεται σε
νύχτα και σε πάθος.
Βέβαια, πιο όμορφος ο κόσμος
χωρίς νύχτα
του ήλιου μας οι λευκανθοί θά
’ταν αιώνια πράξη
ενώ η στιγμή θ’αφάνιζε την
ιστορία του πάθους
και δε θα υπήρχαν άνθρωποι,
σκέψη και λογισμός.
Φρικτός είναι ο τόκος μου
τον βλέπω και ραγίζω
αιώνια η αγωνία μου
θρύψαλα η στιγμή...
Φλογίζονται τα πέρατα
φουντώνει η αλυσίδα
η εξωτερικότητα γίνεται χρονική
κερματισμένη στέκομαι στους
στεναγμούς του κόσμου
ο Όσιρις και ο Διόνυσος μ'
άρπαξαν στο βυθό.
Μην απορείς, το θέλησα τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω,
έστω κι αν με εκπόρνευσε στου χρόνου το γκρεμό.
Υπάρχω όμως κι άυλη, θεία στιγμή των όντων
λησμονημένη
στο κατώφλι κάποιας μνήμης
αναγραμμένη σε παλιές πτυχές της κρήνης
που αρδεύει του Αιώνα τον καιρό.
Ήλθες εδώ για να με βρεις. Τό
ξέρω
τα άσχημα φαντάσματα του δάσους
δε σε τρόμαξαν
αντίθετα, φτέρωσαν το άλογό σου
και σε χάσαν.
Κατάλαβες Ιππότη μου· του κόσμου οι απάτες
φεύγουν
χωρίς να θέλω απ’ το θρόνο μου×
είπες
όμως πως δεν κάνουν την αλήθεια
και κίνησες γοργά για την α-λήθεια.
Μπορείς πια τώρα να με νιώσεις όπως πρέπει
γι’ αυτό σιωπώ και χάνομαι στα σωθικά σου
ύστατο φως, ύστατη ορμή, ύστατο πάθος
θεία φωτιά που σε δροσίζει αιώνια.
Λέξεις πια δεν υπάρχουν και το ξέρεις
μορφές και σχήματα ανακαλούνται
στης θείας ανέμης την υπομονή
κι όχι στο κυκλικό πήγαινε-έλα της φθοράς
όπου το δράμα μεταβάλλεται σε κωμωδία.
Η τραγωδία μου, το βλέπεις,
είν’ αιώνια,
πηγάζει, αναβλύζει κι
εκπορεύεται πριν τη δημιουργία,
είναι, ωστόσο, αναπόφευκτη,
γιατί καθαίρεται εκ των προτέρων
όπως ο ατμός και η βροχή των υψιπέδων.
9. Έκσταση του Ιππότη
Δεν την ξανάνιωσα, μείχτηκα με το φως της
το πνεύμα μου αναλωθηκε με το δικό της
οι αισθήσεις μου αναγεννήθηκαν - σκορπίστηκαν στο
χώρο
έχασα κάθε
εγώ - δε μετανιώνω.
Εικόνες
και φαντάσματα, στοιχειά κι ανδραγαθίες
διώχτηκαν
από μέσα μου, ένιωσα πεθαμένος
απ’
τις απέραντα σκληρές αποκοτιές του εαυτού μου.
Δε
γνώριζα, δεν ένιωθα, δεν οσφραινόμουν κάτι,
έφτασα ως τα πέρατα της άρρητης στιγμής
ο χώρος με συρρίκνωσε, ω θείο μονοπάτι
που ανασταίνεις στη στιγμή ψυχές αυτής της γης.
Δε στάθμευσα, δεν έτρεξα, αιθάνθηκα ένα τέλος:
αίσθηση; νόηση; πνιγμός; αρπάγη απ’ τη θανή;
Ω να μπορούσα να το πω! θά ’μουν ευτυχισμένος
θα σκόρπαγα άγια λούλουδα
σ’ όλους τους ασθενείς.
Κίνηση, στάση, λογισμός, συναίσθημα, μαγεία
απλώθηκαν όλα μεμιάς στο άρρητο εγώ
ένας πανώριος αυγασμός χωρίς οινοποσία
ανέτελλαν αέναα με άχρονο ρυθμό.
Δε θα μπορέσω να το πω
η δίνη και το πάθος
δίνη χαράς, πάθος στοργής
δεν είχαν τελειωμό
ανέστειλαν την κίνηση
του χρόνου και της γνώσης
κι όμως «μετρούσα» τη στιγμή
ήμουν εκστατικός.
Αιωνιότητα γλυκιά, δακτύλιε της ψυχής μου
θείο σμαράγδι του Θεού, μνηστή της ύπαρξής μου
είσαι το φως του είναι μου, η αστραπή του φέγγους
η έκπαγλη ταχύτητα, το άπειρό της τέλος.
Εσύ συνέχεια της ζωής, τα βάθη και τα πλάτη
κι όσοι βυθίζονται άμορφα στου κόσμου τους τα βάθη
σε ανταμώνουν έκπαγλα, αποδημούν εντεύθεν,
αυλίζονται στο πλήρωμα, στην έκσταση του εκείθεν.
Εκεί ακριβώς αρδεύονται απ’ το δικό σου νέκταρ
αιχμαλωτίζουν θεϊκά την άπλετη μνηστεία
αισθάνονται ανέπαφοι απ’ τη θνητή μαγεία.
Πώς να σε υμνήσω θεία μνηστή, Δέσποινα και Κυρία
αιώνιο αρχέτυπο του νου και της καρδιάς μου;
Θείο μηδέν και θείο παν, θείο κενό και θείο
πλήρωμα,
αιώνιος πεφτανθός μες την ψυχή μου
στάλαγμα θείας δροσιάς στο νου μου
άχραντες παρουσίες των σωθικών μου
επιποθώ τη ζήση σας αληθινά
μα δε
μπορεί η ψυχή μου.
Όμως,
η θεία αρπαγή με άρρητη αρμονία
η αναθέαση του σάπφειρου καί του σμαράγδου
των θείων ανεμώνων της σιωπής
προσφέρουν την ανάπαυση, την ευτυχία.
Τότε ακριβώς πεθαίνει η σκέψη και ανασταίνεται ο
νους
στο πέλαγος του θάμβους και της θείας ρέμβης
χωρίς ωστόσο να μπορεί να μείνει εκεί:
το σώμα και οι αισθήσεις τον γυρίζουν.
Γιατί όμως πτερορρυώ και
χάνομαι στα σκότη
της καθημερινής ζωής με τις
οχλήσεις,
γιατί ξαναγυρίζει ο νους
και δένεται με χθόνιο σώμα;
Ταξίδι αιώνιο και φευγαλέο
θα ’θελα να πεις ποιο μυστικό,
ποιος κόσμος σε κρατάει πάντα
νέο
στης παλαιότητας τον άκρατο
καιρό.
Ήμουν γιά λίγο ενωμένος με τη Σοφία
έκσταση ήτανε ο ίδιος μου ο νους
σώμα, ψυχή, αναμνήσεις δεν υπήρχαν
μα να ’ μαι πάλι όπως και πριν
ο τέλειος βρωτός.
Τι έγινε; Πώς χάθηκα και πάλι στα σκοτάδια
της γνώσης και της τύρβης του κακού καιρού;
Πού ’σαι Αύγίτσα νά μου αναδείξεις
δρόμους
που άγουν στης Σοφίας τον
ουρανό;
Σοφία:
'Ιππότη μου μην το ξεχνάς πως είσ’ απ’ τους
βροτούς
μοίρα σου
είναι η κατοικία μαζί τους...
Δεν είναι καταδίκη αυτός
ο κλήρος
όπως νομίζεις μετά την έκστασή σου.
Αν δεν ήσουνα βροτός δε θ’ αγωνιούσες
δε θα αποτολμούσες το δονκιχοτικό ταξίδι
ώραίε άθλιας μορφής ιππότη.
Πώς θα μπορούσες να προσμένεις τελειότητα
αν δεν ανήκες στους άμαρτωλούς του κόσμου;
Δε θα ανάβλεπες στα φαεινά μας
δώματα
Αύγίτσα δε θα υπήρχε στο πλευρό
σου.
Θα ’σουν Μηδέν και Παν και
Θείο,
χωρίς τη σκέψη, τη φροντίδα και
τους κόπους.
Φρίκη και τρόμος, αγωνία και ελλάμψεις
θα ήταν
άγνωστες χώρες, ανυποψίαστες.
Θα τις αγνοούσες εντελώς ή θα
τις ζούσες,
χωρίς τη θεία και τη χοϊκή σου
αγωνία.
Πρόσεξε όμως πιο πολύ ακόμη,
έχεις μοναδικό προνόμιο, μην το ξεχνάς
είσαι ικανός την έκσταση να μεταλαμπαδεύεις
στη ζήση της θανής, στου κόσμου τη σπηλιά.
Έκσταση πού ’ναι μακριά απ’ την ιστορία
ανήκει σε όντα ασύλληπτα απ’ της θανής το νου
είναι τα σωθικά μου, η όψη του Θεού, το ξέρεις
δε δύνασαι να
δεις πριν αποθάνεις.
Έζησες βέβαια τη ζωή ως θάνατο
πριν από λίγο
ήταν μια χάρη εξαιρετική
ένα ταξίδι άπειρου νόστου
άξιζε οπωσδήποτε τη θεία θανή
σφραγίδα της μνηστείας σου με
το θείο
πρόσφορο της Σοφίας του Θεού,
ατμίδα και καπνός φωτός άυλου
ήλιου
που θα σφραγίζει το είναι σου
εσαεί.
Μην επιμένεις να παρακαθήσεις φίλε
στο θρόνο της Σοφίας τον ιερό×
θα παύσεις να ’σαι άνθρωπος με σάρκα, Αργείε
αυτό θα καταργούσε το Θεό.
Ποιος σου ’πε πως το θείο αντέχει μόνο
χωρίς τον κόσμο, χωρίς το κακό
μακριά απ’ τους ανθρώπους και τη φύση
έξω άπ’ της Σοφίας το Ναό;
Λάθος! Το θείο φανερώνεται
αναποφεύκτως
ως έξοδος απ’ το Μηδέν-Ωκεανό·
συμπίκνωσή του είν’ η φύση
γιατί μετριέται ως δράση, ως
παρόν
αραίωσή του είν’ ο κόσμος
αφού η θεία ουσία εκφράζεται ως
απουσία
μπροστά στην απειρία των
ουρανών.
Τήξη και πήξη του Θεού ο κόσμος
μηνύει το Παν και το Μηδέν
είναι η θετικότητα η τελεσμένη
που τελειώνεται αέναα
κάθε στιγμή
με πάθος και με αρετή αν θες
γλυκούς καρπούς θείας ενέργειας.
Κατάλαβες
λοιπόν γιατί η εξωτερικότης
είναι
το μόνο πεδίο δράσης του Θεού,
εκεί
θα αποδράσεις φίλε
κομίζοντας την εμπειρία της Σοφίας
της αιωνίου κόρης του Θεού
που αποκαλύπτει τη θεϊκή επιστασία
που μεσιτεύει ακούραστα
χωρίς να πλήττεται ή να εκπλήττεται...
Καταλαβαίνεις τώρα τι σημαίνει
έξοδος απ’ την έκσταση, εκστατική ζωή
με κόσμο και με σκέψη ενωμένη
πλήρωμα θείο και σιγή.
Πλουταίνεις τη ζωή σου χωρίς άλλο
μένεις ανθρώπινος και χοϊκός
κι όμως ηχείς αιώνιος και νέος
πλήρωμα του πληρώματος εν χρόνω.
Ίσως απόρησες γιατί ακόμα
δε σου ερμήνευσα το έργο του
Χριστού.
Δεν ξέρω αν είσαι χριστιανός
είναι δικό σου θέμα
όσο για μένα, το γνωρίζεις πια καλά.
Δίδυμος αδελφός μου ο Χριστός – ως φως του κόσμου
εκφράζει τη ζωή μας σαρκικά!
Δεν είναι δημιούργημα κείνης της γης
είναι εξόριστος απ’ τον Πατέρα:
θεία εξορία, θεία αποδοχή
είναι τα δώρα στην Εσπέρα.
Αυγή κι Εσπέρα - αγγελικές μορφές
κυλάν τις πύλες της ζωής·
καθώς η Αυγή ξενίζει νοσταλγούς
η Εσπέρα δέχεται τους επισκέπτες.
Δέχεται όμως ξένια-σκληρά
θέλει να
τους αφομοιώσει
με το δικό της εαυτό
δε δέχεται να τους ακούσει.
Η Εσπέρα δε ενστερνίστηκε το λόγο του Χριστού
και κείνος δέχτηκε να τον σταυρώσει,
είναι ο τρόπος του ο θεϊκός
να παραδίνεται σ' ανθρώπων βρώση.
Όμως η τραγωδία του Γολγοθά
το θείο βρώμα και το θειο πώμα
φώτισε πλέρια την αγάπη Θεού
και κόσμου ακόμα.
Αγάπη είναι ο Θεός,
νέα λάμψη, νέο δώμα
αγάπη που απ’ τη φύση της
φωτίζει
πυρώνοντας του νου το δώμα.
Αγάπη ανείπωτη και κρατερή
που αλλάζει τη φύση των ανθρώπων
κάνοντας να γυρίζουν στη θεία αρχή
στην άρρητη έκσταση των γεγονότων.
Το μίσος ξεγυμνώνεται μπροστά στην απαρχή
καθώς αρνιέται την αγάπη
είν’ η
Εσπέρα που βιάστηκε ν’ αποφανθεί
και που επαίρεται για τα καλά της...
Τα καλά της Εσπέρας είναι οι
του μίσους, της δύναμης και της απάτης
οι άνθρωποι οι Εσπέριοι, οι σταυρωτές
γυμνώνονται απ’ του Χριστού τη θέρμη.
Λόγος λοιπόν του θείου ο Χριστός
-χρόνια και σαρκική έκφραση της
Σοφίας –
δίδυμος αδελφός μου, θείος ανθός
εκφράζει άλλως την εκστατική
Σοφία...
Παραπονέθηκες πως δε μπορείς
στης έκστασης τους κόσμους να
προσμένεις
αυτό ακριβώς θα σου διδάξει ο
Χριστός
στον κόσμο, στη ζωή, στην
ιστορία.
Μην απορείς που ο κόσμος αγνοεί
πρώτοι
αρνητές οι οπαδοί του
ο Κύριος αγνοεί χείλεσιν οπαδούς
νεύει ξενότροπα σε ειλικρινείς ικέτες.
Σου είπα και στο ξαναλέω ευθύς
Χριστός είναι η Σοφία του
κόσμου
Σοφία του Θεού εγώ
συνάδω με το φως του κόσμου.
Όμως,
κείνο το φως-Χριστός
είν’
η ιδεατή μας ανθρωπότης,
η
άσπιλη έκφραση του θεϊκού
πριν
απ’ την τήξη και την πήξη.
Είναι ωστόσο κοσμικός,
και ντύθηκε τη σάρκα των ανθρώπων,
μείχτηκε άπλετα με το κακό
αναμετρήθηκε με θείο τρόπο.
Η
Ευχαριστία τον σκηνώνει εκεί
στη μεταρσίωση του ανθρώπου
στα προσφερόμενα της προσφοράς
που αγιάζουν σπλαχνικά τον κόσμο.
Το έργο του Χριστού είναι βαθύ,
εγώ το συγκροτώ προαιωνίως:
πριν γίνει πράξη και ζωή
ήτανε λόγος θείος
που ερμηνεύει το είναι του Θεού
στην ιστορία και στους χθόνιους
ανθρώπους
κρατώντας όμως κάποιο μυστικό
που ’ναι απρόσιτο στους
στρατοκόπους:
το Μηδέν και το Πάν του θείου
Νου
που προηγείται κόσμου και ανθρώπων
το πριν την τήξη και την πήξη
αγαθό,
την πεμπτουσία του όντως όντος.
Το ξέρω· θεία δόξα και ζωή
κρύβει βαθιά το θείο μυστικό σου,
δεν το
αντέχει όμως πιο πολύ,
ξανοίγεται προς τους ανθρώπους.
Είναι ίσως γραμμένο η θλίψη του Θεού
ν’
αντανακλάει την ελευθερία
που συρρικνώνεται ιστορικά και γίνεται δουλεία.
Τούτη η δουλεία, κλήρος βαθύς
δίνει τον Σεθ, τον Οδυσσέα, τον
Προμηθέα
σκαρώνει του Ήφαιστου την
τεχνική
φτάνει στους Νίτσε, Μαρξ και
στην παρέα
κείνων που νόμισαν πως είναι
αρχηγοί
που ποδοπάτησαν τα δωρημένα
και τα συνέτριψαν στους βράχους
της οργής
για να τα δουν αναπλασμένα.
Πόσο τα χάρηκαν;
Πόσο ανακούφισαν τους στεναγμούς
και τον καημό του κόσμου;
Τα τέκνα κείνης της θανής
είδωλα επιθυμούν κι ας τα πληγώνουν.
Άκου το πάθος, των προλεταρίων την ορμή:
νομίζουν πως με σοσιαλισμό θα τελειώσουν
βάσανα, πάθη, εκμετάλλευση, οργή
και αδικίες των σκληρών του κόσμου.
Βλέπεις επίσης τους αστούς;
τους βιομήχανους; τους τραπεζίτες;
Πόλεμοι, μάχες, εξολοθρεμοί
οφείλονται στον Προμηθέα
όποιο τους σύστημα και αν ηχεί
όποια κι αν είναι η διφθέρα
που συγκαλύπτει, ναι, το
νάρκισσο εγώ
τον άπληστο Πρωτέα
το γόη, τον αδίστακτο, τον
πονηρό
που αναλώνεται στου πάθους την
Ημέρα
στη νύχτα την ερημική
στην απουσία, στην ψυχρότητα,
στο άγος
στην κόλαση τη φοβερή
στην αποτρόπαιη κι απόπληκτη
Εσπέρα.
Να γιατί ο Χριστός ποδηγετεί
πλήρωμα του Πατρός και της Σοφίας
φωτίζοντας τα βάθη σου αναζητητή
χωρίς τα λόγια
μα με τη σιγή της ομιλίας...
Δε θα μιλήσω άλλο για Χριστό
οφείλεις να
τον ερωτήσεις
στης ιστορίας τον άχό τον τραγικό
να πας να τον κρυφαπαντήσεις.
Τότε θα καταλάβεις πως η έκσταση δε φτάνει
πως της
ψυχής οι άπρόσιτες χορδές
σαν πληρωθούν από την έκσταση γυρίζουν
γίνονται νότες εναρμόνιας μουσικής
στις πράξεις της ζωής και πλημμυρίζουν
θεία περίσσεια, στοργική θωριά
που μαγγανεύει σαν ουράνια άρπα
κάποιες ψυχές κρυμμένες στη σιγή
στην άβυσσο, στης προσμονής τη βάρκα.
Κάποιες βαρκούλες στον ωκεανό της γης
σιγαρμενίζουν απαλά, κινούνται
θεήλατες,
θεόφωτες, πανχαρμικές
απρόσβλητες απ’ τις Σειρήνες.
Τέτοια βαρκούλα έγινες και συ
ο άπειρος δυναμισμός της έκστασής σου
θα εγκεντρώσει της ιστορίας τον καιρό
θα αντέξει, θα αναγεννήσει.
Της θείας τελειότητας η χαρμονή
δεν είναι των θνητών η μέρα
οι τελευταίοι βρίσκονται λειψοί,
δεν τους εδόθηκε να πάνε παραπέρα
εκεί που το μηδέν γίνεται άβυσσος
ανέκφραστο μυστήριο του Πατέρα
μέγιστο θαύμα απροσπέλαστο κι απ' τη σιγή
άγνωστη χώρα κι απ’ το χώρο πέρα...
Αφηγητής:
Σιγή, ξανά σιγή και πάλι θάμβος
η Αύγίτσα ξαναφάνηκε από μακριά
έπλεε σε
πελάγη ευτυχίας
κι έγνεψε σιωπηλά.
Ιππότης:
Γυρίσαμε στο βάθος του αιθέρα
περάσαμε απ’ τα δώματα της Αρετής
σταθήκαμε για λίγο στην Ημέρα
μας καλοδέχτηκαν ευθύς.
Σαν τέλειωσαν του αιθέρα τα
πελάγη
η αυγίτσα με χαιρέτησε απλά
εγώ προσφώνησα την αφεντιά της
τς υποσχέθηκα τόσα πολλά,
που δε θυμάται η δόλια η θύμησή
μου.
10. Επιστροφή
Ιππότης:
Το άτι μου ολόδροσο, κεφάτο
είχε ενωτισθεί
τις μελωδίες
δε σκόνταψε, δε διαμαρτυρήθηκε× πετούσε
μέχρι που φτάσαμε σε κάποια κορυφή.
Βαριά η ατμόσφαιρα της γης
σκληροί οι βράχοι
ήταν
ο Καύκασος, φαινόταν από μακριά!
Ο Προμηθέας δεμένος ξεψυχούσε
τα όρνια τού ματώναν την κοιλιά.
Σκληρό
το θέαμα μετά την πανδαισία τ’ ουρανού
μακάβριοι
οι κρωγμοί των άθλιων πουλιών
φρικτή
η όψη του μεγάλου επαναστάτη
που
τα ’βαλε με τους θεούς της δύναμης και της φωτιάς.
Το
βλέμμα έφθινε, η κραυγή ατονούσε
δεμένο
το κορμί δεν αντιδρούσε
στις
επιθέσεις των άγριων σαρκοβόρων.
Ένας τιτανικός δυναμισμός αναφαινόταν
καθώς
προσέφερε στον κόσμο κάποιο φως
με το οποίο οι βροτοί ξεκουραζόνταν
ανύποπτοι, μακριά απ’ τη Ζωή.
Γενάρχης όμως ο δαιμόνιος
Προμηθέας
ίσως αφουγκραζόταν τον παλμό
κάποιων αρμάτων που ηχούσαν στον αέρα
κάποιας ελπίδας ηχηρό αναβαθμό.
Πρόβαλε ο Ερμής μακριά στη χάση του ματιού
έτρεχ’ ευθύς μπρος στο μακάβριο θέαμα ο γενναίος
του Δία το παράγγελμα μετέφερνε γοργά
τη βούλα της απόφασης με τη βουλή του Ολύμπου
την ώρα ακριβώς που ο Προμηθέας σιγούσε.
Ερμής:
Θείος συμβιβασμός, ακούς; έγνεφε στο γερμένο
η βασιλεία τ' ουρανού δεν παίζει με κανέναν×
το φως, η γνώση, η φωτιά, τα δώρα της ζωής
έρχονται απ’ τον ουρανό, έτσι θα τα δεχτείς.
Ωστόσο, ξέρουμε καλά τη σχάση και το πάθος,
ο διχασμός είναι βαθύς, θείος σεισμός, ακούς;
Συνήλθαν οι αθάνατοι, σκέφτηκαν την απάτη
διχάστηκαν, τσακώθηκαν, μόνιασαν τελικά.
Δέχτηκαν πως οι άνθρωποι τους έστησαν απάτη
πόνεσαν που
η μοίρα τους τούς γέλασε πικρά
καθώς εσύ
απαίσιε κι όλη σου η παρέα
ζηλέψατε την άπειρη γνώση των ουρανών
κι αρπάξατε αδιάντροπα ξένη διφθέρα.
Οι θεοί όμως μακροθυμούν, σάς κάνουν υπευθύνους
ο θείος πυρσός που αρπάξατε θα ’ναι δικός σας
κλήρος.
Το θείο και το ανθρώπινο μείχτηκαν τραγικά
συ Προμηθέα αθάνατος θα λέγεσαι ξανά
στης ιστορίας τη ροή, στης πόλης το γιορτάσι
στην ακμή του πολιτισμού, στου ανθρώπου κάθε πράξη
που εφευρίσκει άφοβα νέους δρόμους την Εσπέρα
ωραίους την όψη, γλαφυρούς, μα τραγικούς τη μέρα
που πάθη
αιχμαλωτίζονται, που θύελλες ξεσπούν
που άνθρωποι τον άνθρωπο ανήλεα μισούν...
Αφηγητής:
Αυτά είπ' ο Ερμής, τον έλυσε και χάθηκε αμέσως
χωρίς να νιώσει του θνητού τη σκληρή αντοχή.
Προμηθέας:
Ξένε που απ’ τον αιθέρα
επιστρέφεις
γείρε κοντά μου μια στιγμή και
πρόσεξέ με·
δεν ξέρω προς τα πού τραβάς, ποιος
είναι ο λογισμός σου·
καμαρωμένε ιππότη μου γίνε ο
βοηθός μου
με χτύπησαν, με τσάκισαν του Ολύμπου οι Θεοί
κατάλαβαν πως έληξε η θεία τους βασιλεία
ξέρουνε όμως πιο καλά - είναι γι’ αυτό ικανοί –
πως το βασίλειο των θνητών θα γράψει ιστορία
μια ιστορία πιο ηχηρή απ’ τις φωνές του Δία
με τρίαινες παντοδύναμες χωρίς τον Ποσειδώνα
με ασπίδες φαεινότερες κι από της Αθηνάς
με φως πανώριο, ολόφωτο, άγνωστο στο Λοξία
με σίδερα πιο ηχηρά απ’ τις λαβές του Άδη...
Κι αν πέθαινα, ω ξένε μου, η ιδέα μου θα ζούσε
αν ο Ερμής δε μ’ έλυνε το φως μου θα πηδούσε
στου Όλυμπου τ’ ανάκτορα, θεούς θα προκαλούσε×
φοβούνται
κι ας καμώνονται τον ισχυρό ακόμη
όπου και να ’ναι θα διαβούν, θα φύγουν, θα
χαθούνε...
Το πάθος μου φουντώνει ακόμη
πιο γενναίο
η αρπαγή της δόξας τους είναι
αρχή ζωής
η απαρχή της ιστορίας των
ανδρείων
που τα ’βαλαν αδίστακτα με τους θεούς
που τόλμησαν ν’ αδράξουν με τα
χέρια
ό,τι εκείνοι τους παρουσίαζαν
θεϊκό
ταμπού, αποκλεισμένο.
Με βλέπεις ματωμένο, λυγισμένο,
εξουθενωμένο
οι πόνοι μου είναι τιμή της
νιότης και του πάθους
χθόνιος είμαι, μα το βασίλειο
των θνητών δε λέει να λυγίσει×
είναι το μέλλον, το παρόν, μοναδική αλήθεια
πλασμένη με ακροπνοές κείνων των τρομερών
που στέριωσαν ακάθεκτοι του λόγου το βασίλειο
εμπλουτισμένο άφοβα, πάθος ιερής ψυχής
που δεν προσφεύγει αμαθώς στ τέμενος, στο άλσος
κατάκοπη, περιδεής, απατημένη, μόνη.
Αφηγητής:
Έγειρε και βαλσάμωσε του άρρωστου τον πόνο
έσκισε το πουκάμισο κι έδεσε τις πληγές
έπλυνε τα ποδάρια του, του 'τριψε και τη μέση
τον σήκωσε ανάλαφρα στην άκρη της λιθιάς
που πύργωνε αόρατα το μολεμένο βράχο
που πρόσφερε δροσιάς νερό στου όρους τα ερπετά
που
ξεδιψούσε αετούς, γεράκια και ορτύκια
ολόδροση, ολοπρόθυμη, αθόρυβη κυρά.
'Ήπιε και δροσερό νερό, συνήλθε
απ’ τον πόνο
τον ρώτησε αν γνώριζε την τραγική του μοίρα
περίμενε τη γνώμη του με ακοίμητη ματιά.
Ιππότης:
Σε γνωρίζω Προμηθέα για καλά
ξέρω το πάθος σου, τη δύναμή
σου, την αλκή σου
μου ’γνεψες καθώς διάβαινα τις
ράχες
δε θέλησα να συγκρουστώ μαζί
σου
αφού εκ των προτέρων διαφωνούσα
με τις μεθόδους σου και με τον
ξιπασμό σου.
Βέβαια σε θαυμάζω θούριε της ζωής και του θανάτου
ανήκεις στους τρανούς της γης και τ' ουρανού.
Μην πεις όμως πως ενίκησες στ’ αλήθεια·
πάλεψες μ’ άλλα όπλα, μην ξεχνάς
έκλεψες τη φωτιά, αυτό είν’ αλήθεια
έκτισες τον πολιτισμό με δανεικά.
Όλοι το ξέρουμε το μέγα πάθος
που θέριεψε με τη δική σου τόλμη
αναγνωρίζουμε πως είναι λάθος
να επιμένεις τόσο ακόμη.
Βέβαια ξέρουμε και κάτι άλλο,
μια άλλη φοβερή αλήθεια,
πως είσαι ό βροτός της τόλμης
που αναμετριέται
με μεγάλο πείσμα.
Ζωή για όλους μας είναι ο Δίας
πνοή τα
ρήματα των ουρανών
λίγοι αδιάφοροι τα απιστούσαν
κανένας όμως δεν καλούσε
τη θεία μοίρα όπως συ.
Τόλμησες, χτύπησες, άρπαξες, πήρες
σκόρπισες
πλούτη πλέρια στη γη
τώρα όμως βρίσκεσαι ερειπωμένος
μόνος, κατάμονος, χωρίς στοργή.
Ω Προμηθέα, έκανες λάθος
πίστεψες εύκολα στις ιαχές
του πλήθους που δέχεται χωρίς να ρωτάει
και που ξεχνάει κάθε καλό.
Το πλήθος δούλεψε με εύκολη βιάση
ακολούθησε όμορφες επιταγές,
έκτισε όμως βωμούς σ’ άλλους Δίες
ξέχασε γρήγορα τη δική σου πνοή.
Ξέρεις, το πλήθος συχνά δειλιάζει
είναι, όπως λένε, συντηρητικό,
δεν
ήταν βέβαιο αν τ' αγαθά σου
ήτανε
έργο ανθρώπινο.
Σ’
αυτό πλανιέσαι, ω Προμηθέα
διέπραξες
κάποια φρικτή αρπαγή
καλά
ως εδώ,
ήταν μοιραίο.
Προς τι όμως του θριάμβου η ιαχή,
που διαφεντεύει τα κλοπιμαία
που θέλει δικά της τα ξένα αγαθά;
Προμηθέας:
Ξένε μου μου ' δεσες τις πληγές, το ξέρω
πλήγωσες
όμως της καρδιάς μου τον παλμό.
Είμαι
η ζωή, η πνοή και το μάθος
η
γνώση και ο πολιτισμός
η
ηλικία του ανθρώπου
που
δεν ανασταίνεται χωρίς τη σφαγή
θεών
και ειδώλων
ναών
και εικόνων
που
θάβουν ανήλεα
τη
εμπνοή των βροτών.
Τι
νοιάζει κι αν πήρα φωτιά από άλλους;
Κείνο
που ξέρω είναι απλό.
Ύψωσα
νέες, πύρινες φλόγες
πυραύλους
και αεροπλάνα
σωρούς,
εργαλεία, πολιτισμό.
Πού
είν’ ο Δίας ο δικός ο Θεός σου;
ίσως
να βρίσκεται στον ουρανό.
Κάποτε
κι από κει θα τόνε διώξω
θα
τον γκρεμίσω στον ωκεανό.
Μην πεις πώς είναι μες την καρδιά σας...
…άλλη απάτη των μυστικών...
Πιο πέρα αναπαύεται ο Ζαρατούστρα
νέο θεσπέσιο φώς του βουνού
κουρασμένος κι αφηνιασμένος
αυτός θα θερίσει ό,τι έσπειρα ’γω.
Ο
Ζαρατούστρα ο μαθητής μου
ισχυρός,
ρωμαλέος με άλκιμη ορμή
κήρυξε άφοβα στην ερημιά των άνθρώπων
μα περιμένει συγκομιδή.
Μην πεις πως κουράστηκε στο τραγικό μεσημέρι!
Είναι
ακάματος ωκεανός
κατασυντρίβει ορμίσκους και κόλπους
και αναφλέγει το πύρινο εγώ.
Εκεί αναλώνονται θεοί και δαιμόνοι
είδωλα καίονται σε νέα πυρά
αποκαθαίρονται οι συνειδήσεις
κείνων που έμαθαν να ψελλίζουν δειλά
Πάτερ ήμών ό έν τοῖς οὐρανοῖς...
Οι ουρανοί ανοίχτηκαν πανώριοι μπροστά μας
δεν κρύβουνε πλέον κανένα θεό
οι θρησκείες ατρόφησαν, έγιναν
στάχτη
που επωάζει χαμένα ορφανά.
Κοίταξε ξένε το Ζαρατούστρα
νέο και άλκιμο, πολύ ζωντανό
άκουσε λόγια, σκέψου τις λέξεις
θα σε βοηθήσουν με νέο παλμό.
Αφηγητής:
Απ’ την απόκρημνη κορφή
πρόβαλε ο Ζαρατούστρα
ωραίος την όψη, αγέρωχος
νέος και μεθυσμένος.
Σείονταν οι κορφές στα λόγια του
χάνονταν οι
αντάρες
των βουνών τα άγρια πουλιά
μέριαζαν
φοβισμένα,
κείνος βαρύς κι ανάλαφρος
έκραζε μ’ άλλο πάθος
που αντηχούσε διάπλατα
στων ουρανών τα βάθη.
11
Προφητείες
και λόγοι Τιτάνων
Ζαρατούστρα:
Δεν είμ’ εγώ μηνύτορας λόγων παρηγορίας
δεν εκστομίζω λόγια αργά, κουβέντες λησμονιάς
ακροζυγιάζω απόλυτα σκέψεις κι επιθυμίες
επιθυμώ το γόητρο, δύναμη και παλμό.
Αντρώθηκα μες τα βουνά, πλάι στο Ζωροάστρη
οσμίστηκα με δύναμη της γης τα σωθικά
ατένισα των ουρανών τ’ ανέγγιχτα τα πλάτη
κι αμέσως ακροάστηκα του νου τα σωθικά.
Θρησκείες, ναοί, βωμοί, εκκλησιές,
πλάνες ηθικολόγων
ψευδαφαιρέσεις των σοφών
μαγείες των αστρολόγων
φόβοι ανώνυμων πιστών
απάτες ηγεμόνων
συσσώρευσαν το πέλαγος της κακοδαιμονίας
δούλωσαν τη ζωική ορμή των διονυσιακών
σμίλεψαν την αισθητική συρρικνωμένων τύπων
ονόμασαν αγιότητα τη «θεία» υποταγή
άξεστων και αγράμματων οδηγών της απάτης.
Συνέχισαν, απόλαυσαν κάποτε και το κάλλος
ένα κάλλος
ακίνητο, αυτάρεσκο, γελοίο
που κρυσταλλώνεται άκοπα σε κόρες και μαντόνες
ένας κλασικισμός βαρύς του Απόλλωνα φενάκη
των Καρυάτιδων τιμή, του Ραφαήλ το κλέος
που αποκηρύττει τη ζωή νεκρώνοντας το πάθος
κείνον το ζωτικό παλμό που δύναμη καλώ...
Έπληξα μες το δαίδαλο της ειδωλολατρίας
έσφιξα τη γροθιά μεμιάς της κακολησμονιάς
έφριξα απ’ το πάθος μου, τινάχτηκα ως πέρα
για να γκρεμίσω
είδωλα και ραχοκοκαλιές
που σκάρωσε ολοπόνηρα ο Πλάτων, ο Σωκράτης
ο
παρανοϊκός ο Καντ και άλλοι πατριάρχες.
Τινάχτηκα στα
πέρατα, δε βρήκα άλλο ταίρι
ο όχλος είναι πονηρός - αυτό το ξέρει.
Λεύτερος όμως και φονιάς ειδώλων της απάτης
ένιωσα
μόνος, έρημος ακρωρειών δραγάτης
που ακροπάλλεται σκληρά στα πλάτη οριζόντων
που αποτολμάει
εισβολή στα βάθη των αιώνων
να διασαλέψει τους βυθούς της δεισιδαιμονίας
να καθαιρέσει τους θεούς της άθλιας ιστορίας
τους θεούς και τα είδωλα που αγκύλωσαν το σθένος
και που ακύρωσαν δειλά το κλέος της σοφίας.
Είναι σκληρό το έργο μου, αχάριστο, αγροίκο
ποτέ του ο ελευθερωτής δεν είναι προφητίσκος
που απαλύνει ύπουλα τις πληγές των αιώνων
για ν’
ανασταίνει αρετές ανάξιων προγόνων.
Χωρίς
θεούς, χωρίς ναούς, χωρίς τελετουργίες
γίνεται
άχραντη η ζωή, φωτίζοντ’ οι πλατείες
αυτής της άμοιρης ψυχής των άμαθων βροτών
που λησμονήσαν πως μοχθούν στη γη των ιδαλγών
κείνων των τέκνων που αψηφούν τις θείες πανουργίες
αυτών των ιερών ψυχών με σκληρές μελωδίες
που
πιάνονται ορμέμφυτα στου Ιάκχου το χορό
για ν’ αποσβέσουν στη στιγμή της Τύρβης τον εσμό.
Διόνυσε, Ίακχε, παιδευτή της έκστασης του νου
έξυπνε, αγκιτάτορα άστεων και θεών
φωλιάζεις μέσα μου βαθύς, σε νιώθω λογισμό
που αναστατώνει σύγκορμα το ζωικό μου αρμό.
Σε βλέπω ν’ αναλώνεσαι στου αμπελιού τους κλώνους
και να χορεύεις τραγικά στου μούστου το χυμό
για να γενείς κρασί γλυκό πρόξενο θείας μέθης
να ηλεκτρίζεις τα κορμιά των αφοσιωμένων
που
διώχνουν πίκρες και χαρές με έκστασης παλμό.
Ανέτειλες από έρωτες κάποιου τρελού θεού
που αφήνοντας τον Όλυμπο θυμόταν τη ζωή
τα ανυπότακτα στοιχειά, το ψύχος και τη ζέστη
του ουρανού τις απειλές, της γης παλιγγενέσεις
που
αναθάλλουν έξοχα σ’ ανθούς και σε κλωνάρια,
σε
αεικίνητη ορμή, σε νέων μορφών βλαστάρια,
που
κλυδωνίζονται γοργά στου πάθους την ορμή
για να καταστραφούν μεμιάς ως τραγικοί αχοί
της θείας αιωνιότητας που αναγεννιέται ακέρια
που
ανταμώνει ευθύς ζωή και θάνατο στη Μέρα.
……………………………………………………………………….
Ναι, είμαι μόνος αν το θες, και νιώθω κουρασμένος
το κήρυγμά μου είναι σκληρό, αψύτερο απ’ το ξίδι
οι άνθρωποι της αγοράς διστάζουν να μ’ ακούσουν
το καταφύγιο των πιστών, η φωνή του Θεού
διώχτηκε απ’ τα σπλάχνα μου, ξέφυγε στους αιθέρες
κι απολαμβάνω ναι, φρικτά, μια σκληρή μοναξιά.
Θέλει
σκληρότητα η ζωή, ο υπεράνθρωπός μου
αναχωνεύει ριζικά καταβολές και φύση
αναγεννιέται ολοταχώς στης ερημιάς το θρόνο
κραυγάζει
διαπρύσια, βγάνει ξεφωνητά×
είναι του
νέου θεού οι ορμές, οι φωτογεννημένες
που θωρακίζουν άπληστα ηρωικές γενιές.
Αυξάνει, ό,τι και να πουν ο σπόρος έχει πέσει
σπόρος στυφός, σκληρός, γερά ριζοθρεμμένος
που θ' ανατείλει κάποτε στο δάσος και στην πόλη.
Στα χρόνια που η ιδέα μου ήταν μικρό παιδί
ριγούσε κάποτε πικρά μπροστά στη μοναξιά της
κι αναζητούσε άθελα κάποιον κρυφό θεό
που είχε σπείρει η γιαγιά βαθιά στα σωθικά της.
Το ξέρεις! Τα φαντάσματα δε χάνονται στα σκότη
ξαναγυρνούν αλλόκοτα ως φωτεινές θωριές
πλανιούνται στη συνείδηση ως άθλιες Ερινύες
ολοραβδίζουν της ψυχής τις δυνατές οπλές.
Οι παιδικοί άαναστεναγμοί, της νιότης νοσταλγίες
αναστατώνουν νοσηρά τον πλέριο λογισμό
με
κουράσανε άσκοπα, φαντάσματα ήταν ναι τους
ώσπου ήλθε η ώρα η καρπερή η υμνοποθημένη
που στάβλισε τα τέρατα, τους μύθους, τα γραΐδια
στης φυλακής τα σκοτεινά στου τάφου τη μαυρίλα.
Τώρα
ελεύθερος, σκληρός, χωρίς καμιά λαχτάρα
απλώνομαι στα πέλαγα, στους κάμπους, στα βουνά
κι ακούγεται στις ερημιές ο φωτεινός μου λόγος
απόηχοί του αντηχούν συχνά στην αγορά
ανδρείκελων, θεείκελων, λουσμένων στην απάτη
μα θα καρπίσει κάποτε ως τρανός λογισμός.
Κάποιοι το λεν ευθύστομα, χωρίς επιφυλάξεις:
Αδέλφια ακούστε τον αψύ λόγο του Ζαρατούστρα
ανάψτε μέσα σας φωτιές, πυρσό του Προμηθέα
για να καούν οι κοπριές, τα βάτα και τ’ αγκάθια.
Τότε θα φωτιστείτ’ ευθύς, οι δύο σας οι σύντροφοι
θά γίνουν ένα μέσα σας, η νέα ανθρωπότης.
Μ’ άκουσες ξένε, το θωρώ, μ’ απόκριση δεν έχω.
Αφηγητής:
Ο Ζαρατούστρα μίλησε, ο Προμηθέας γελούσε.
Ήταν κι οι δυο ολοφώτεινοι, άστραφταν οι κορφές
η λάμψη τους μου θύμιζε το φως του Εωσφόρου
μα πιο ψηλά
και πιο βαθιά έστεκε άλλος κόσμος
κείνος που καταπάτησαν οι δυο κατακτητές.
Έστεκ'
αγνός, αμέριμνος, καθάριος σαν το κρίνο
υψιπετής, απόκρυφος, θείος αναπαμός
που ανεχόταν ήσυχα τους δύο οιηματίες
που πέταξαν το είναι τους από ναρκισσισμό
για το δικό τους είδωλο στεκότανε πιο πάνω
κι απ’ τα αρχαία αγάλματα όλων των ιερών.
Ξοβέλισαν τα ιερά το ’ριξαν στα σκουπίδια
άρπαξαν και συμμάζεψαν ανώνυμους βωμούς
φωτιά, εργαλεία, σύνεργα και τέχνης παλαμάρια·
ενόμισαν πως έκτισαν τις νέες εκκλησίες
εκεί που ο άνθρωπος τυφλός λατρεύει το εγώ του
ένα εγώ υπερεγώ, αλφάδι της άλήθειας
ξέθωρο, απροσπέλαστο, άμετρο και ακραίο
κακέκτυπη απομίμηση των θείων του απαρχών.
Ιππότης:
Δε θέλω Ζαρατούστρα μου να συμπλακώ μαζί σου
εσύ κονταρομάχησες με τους τρανούς της γης
άστεγος και ανώνυμος είναι ο λογισμός μου,
τα λόγια σου τόσο ηχηρά γι’ αδύναμους ιππείς
που αποτολμούν απόδραση χωρίς φιλοδοξίες
τα πάντ’ ακροαζόμενοι για να κατανυγούν.
Μεγάλα λόγια, έντονα, με αφορισμούς γενναίους
δε με φλογίζουν όπως σε, δε με πτοούν καθόλου...
Μάθε πως
ήσουν άνθρωπος, της γης απλός διαβάτης
αδιάφορο αν οι αιώνες μας σε κάνανε θεό
με νου και λόγο και καρδιά - παιδί κάποιων γονιών.
Ο Υπεράνθρωπός σου Εσύ, όπως κι ο Προμηθέας
δεν είπατε
παράδοξα ούτε σοφά στη γη·
υπάρχουν κι άλλοι σαν και σας, πολύ πιο παλαιοί
σας:
είπαν τα ίδια - αδιάφορο, τους τέλεψε η θανή.
Το γκρέμισμα πο υκάνατε ναών και ερειπίων
ο φόνος που
τολμήσατε των δικών μας θεών
-ω τραγική άναμέτρηση του
πάθους και της δόξας
ω επικό ξαπάτωμα των θλιβερών
κορμιών
ω λυρικό σελάγισμα της όμορφης
γραφίδας –
έγιναν και ξανάγιναν με το βαθύ σκοπό:
θεοί εσείς υπέρτεροι δε θέλετε
ναούς
όντα παντοτινότερα αρνιέστε την
ευσέβεια
δε σάς χωράει εσάς ναός ω θεοί
των θεών
το σύμπαν το απέραντο θέλετε
για ιερό σας
τ’ άστρα και τους πλανήτες μας
σεπτό προσκυνητάρι
το άστυ και τις χώρες μας
λάφυρο ακριβό.
Μην εκνευρίζεστε σοφοί, ακούστε κι άλλα λόγια
ενός ταλαίπωρου θνητού που ιππεύει στη σιγή
μην κρύβεστε στους τίτλους σας
ανθρώπινα είστε όντα, τα ίδια δικαιώματα
μάς έχουνε δοθεί.
Θεούς λοιπόν δεν έχετε, το
βλέπω φυσικό
θεοί εγίνατε εσείς, σωτήρες των
ανθρώπων
γι’ αυτό και αφορίζετε όσους
δεν προσκυνούν
γι’ αυτό μισείτε αμείλικτα τους
δόλιους τούς θνητούς.
Φτωχός ο Δίας μπροστά σας το
γνωρίζω
(κείνος
τουλάχιστον δεχότανε κι άλλους θεούς)
φτωχός
επίσης ο Χριστός ενώπιόν σας.
(Καί κείνος αναγνώριζε κι άλλες αυλές στον οίκο
του Πατρός του).
Φτωχοί οι
φιλόσοφοι κι οι ποιητές σε σύγκριση με σας.
Αυτό δε με χωλαίνει: και κείνοι παραχώρησαν
δόξας κομμάτια σ’ άλλους...
Άθλιος τόσος ο λαός όταν σας αγνοεί×
πώς θα
γινόταν πια αλλιώς; Βρίσκεται σε δουλεία
άλλων κυρίων ικανών που δεν ακολουθούν
τις ιαχές, τους θόρυβους του Προμηθέα
κείνων
που δε βιάζονται για σκοτωμούς θεών
μα
που αρμέγουν άνετα το βιός και τη δουλεία
των
σιγαναστενάρηδων κι αξύπνητων λαών.
Κι
οι δυο σας το γνωρίζετε καλύτερα από μένα·
ο
θρίαμβος του αλαλαγμού ανήκει σε πολλούς
δίκαια
μάχονται οι βροτοί αλυσίδες να θραύσουν
αυτό
όμως γίνεται σιγά, απαλά
χωρίς
μάλιστα κεραυνούς
αυτόκλητων
κι ορμητικών σωτήρων.
Σας είδα, σας εθαύμασα· δεν
συμφωνώ μαζί σας.
Δικαίωμα
απαράγραπτο είναι η εκλογή.
Αφήστε με ήσυχο λοιπόν νοσταλγώ να γυρίσω
στο άστυ μου, στο σπίτι μου, στην πατρική μου γη.
Ζαρατούστρα:
Φύγε λοιπόν, άει στο καλό, δε σε βιάζω ξένε
ξέρω όμως την υπόσχεση που ’δωσες στο δρυμό
στους
συνοδούς του Διόνυσου, του Ίακχου, του Βάκχου
στα όμορφα ζωάκια του, αλήτες των βουνών.
Προμηθέας:
Ξένε πολύ σ’ ευχαριστώ που ’δεσες τις πληγές μου,
θα σε θυμάμαι αιώνια και θα σ’ ευγνωμονώ.
Μάθε
λοιπόν καημένε μου πως στο βασίλειό μου
-έρχεται, δε θ’ αργήσει πια,
είναι θέμα ετών-
θα σε τιμάω όσο μπορώ, χωρίς να
αγνοώ
πως είσαι εναντίον μου
αδούλωτος διαβάτης
που δέχεται ελεύθερα τους δρόμους
της απάτης.
Δικαίωμά σου βέβαια, τό ’πες και το ξανάπες
μην περιμένεις λάφυρα, ο Προμηθέας προσφέρει
σ’ όσους μαζί του τάσσονται, σ’ όσους φωτιά
κρατάνε.
12. Με τα πρώτα παιδιά του Αιώνα
Αφηγητής:
Χαιρέτησέ τους και τους δυο,
ανέβηκε στο άτι
-ολόσωμο τραντάζονταν-
πήρε το μονοπάτι
που πάει ευθεία στο δρυμό
στην πλαγιά εκεί πέρα
που τέρατα επρόσμεναν
καθώς ξεψύχαε η μέρα.
Πήρε τα μάτια του ψηλά
να ρίξει τελευταία
ολοθωριά στον ουρανό
και στο
γλυκό αιθέρα.
Τίποτε δε βλεπότανε
ξέχασε τη φυγή του
απ’ της Αυγής τον ουρανό
απ' τον ουρανομήκη
και την ακροτελεύτεια
Ημέρα και Σοφία
που άγήραστες απλώνονταν
στου αιθέρα τη μαγεία.
Κοίταξε τότε δεξιά
αντίκρισε πελάγη
τις χαίτες τώω άτίθασων
κυμάτων που
άγρυπνούν.
Πρόβαλε μπρός του ολόψυχος
ο Ιάσων παλληκάρι
που οδηγούσε την 'Αργώ
στη χάρη των αφρών.
Τα κύματα τον έζωναν
μ' αυτός αφροντυμένος
κράταγε το πηδάλιο
με χέρι στιβαρό.
Οι ναύτες του φοβόντουσαν
μα η φωνή του νέα,
αβίαστη, ανόθευτη
ολόγερη αλκή,
στα ξάρτια κατευθύνοταν
στου καραβιού την πλώρη
ποδηγετούσε τα κουπιά
μέθαε
τα πανιά.
Τα κύματα τινάζονταν
λευκές θραυσμένες χαίτες
κατάβρεχαν τους ναύτες του
πλέναν την κουμπαστή
έφταναν στο κατάστρωμα
με λύσσα φρικαλέα...
Κείνος αγέρωχος, λαμπρός
ουράνιος
και γενναίος
κυβέρναγε περίτεχνα
γελούσε
θαρραλέος.
Ο λογισμός του ήταν μακριά
στο χρυσόμαλλο δέρας
εκεί τραβούσε ακάθεκτα
με πόθου προσμονή
τα μάτια του ορθάνοιχτα
δεν τα ’σκιαζε το φάος
που σιγοαναδυότανε
απ’την Ανατολή.
Η Δύση ολοπόρφυρη
σκόρπαγε τους σαπφείρους
αλάφρωνε τα σύννεφα
τα ’κανε χρυσωπά
των λόφων οι πλατιές κορφές
στολίζονταν χρυσάφι
οι άσπρες χαίτες λίκνιζαν
στην κυανή βροχή.
Ο Ιάσονας
προχώραγε
αψηφούσε τη φύση
γι’ αυτόν ο κόσμος ήτανε
κρύφιος
θησαυρός
του πέλαγου τα κύματα
και τα χρυσά πετράδια
τ’ άφηνε για τον ’Όμηρο
και για τους ποιητές.
Ιππότης:
Ιάσονα πού πας ευθύς;
Δε βλέπεις τους κινδύνους;
Τι έπαθες και βάλθηκες
να θαλασσοπνιγείς;
Ξέχασες τη γυναίκα σου
μητέρα
και πατέρα
αρνήθηκες
βασίλεια
της
μάνας σου της γης;
Πού
πας; Τι κάνεις
Γύρισε
γενναίο παλληκάρι
θα επιστρέψεις αύριο
θα
’σαι πιο δυνατός·
του
πέλαγου τα κύματα
σε
απειλούν, το βλέπεις
η
νύχτα που απλώνεται
θε
να σε καταπιεί.
Δεν
την ποθείς πια τη ζωή
φλόγα
δε σ’ απομένει
για
τη γλυκιά γυναίκα σου
για
τη βαθιά τιμή
που
σ' απονέμουν οι βροτοί
του
δικού σου βασίλειου;
Ιάσων:
Ιππότη φαεινής μορφής
που σιγοκατεβαίνεις
πέρα στον άπληστο δρυμό
δεν πρέπει να επιμένεις...
Τυχοδιώκτης
είμ’ εγώ
σκληρός τυχοδιώκτης:
θάρρος και τόλμη και ψυχή
αντάμα συγκραμένα
πλέκουν το τυχοδιωκτισμό
της γης την κρυφή βέρα·
τήνε φορώ στο δάχτυλο
σμαράγδινο πετράδι
που μού ’ πλασε η μοίρα μου...
Ω πρόσεξε τη λέξη!
δεν είν’ ο τυχοδιωκτισμός
ατίθαση αλητεία
στέκει μακριά, πολύ μακριά
από την πειρατεία των άνανδρων
και των
δειλών
που κυνηγούν αθώους.
Ο πειρατής είναι δειλός
ο τολμηρός γενναίος,
η τόλμη και
το θράσος πιο
κάνουν τον
τρισγενναίο
που μάχεται στα κύματα
στου ορίζοντα τα πλάτη
που αψηφάει την τρίαινα
τον ένδοξο ασκό
Ποσειδώνα
και Αίολο
και όλη την
παρέα
εκείνων που κατάγονται
από γένος θεϊκό.
Τολμάω μόνος, δυνατός
θα ’ βρω
καινούργιες χώρες
θα αποκτήσω και χρυσό
αήττητος θα γίνω.
Εκστασιάζομαι μπροστά
στη δίνη του πελάγους
ο εαυτός μου ατρόμητος
ατίθασος, σκληρός
θα προκαλεί τους κίνδυνους
θ’ αρνείται το Νηρέα
δε θα θυσιάσει στους θεούς
στου πόνου τον καιρό.
Έτσι γεννιέται η πρόοδος
οι ορίζοντες της πόλης
τα νέα επαγγέλματα
που τρέφουν τους βροτούς
οι ανακαλύψεις, οι γιορτές
του άστεως οι σχόλες
οι ήρωες, οι ημίθεοι
της γης οι βασιλιάδες
που επωάζουν εύθυμα
λυράρηδες και μύθους
φιλόσοφους και γόητες
πλάνητες και κηφήνες.
Θα πεταχτούν αργότερα
κάποιοι σοφοί απ’ την άκρη
έξοχοι μαθηματικοί
μεγάλοι νομοθέτες
της πόλης ο πολιτισμός
μ’ όλες τις
προσφορές του
τα πλοία,
τα τρεχούμενα
τ’ άρματα, οι πολεμίστρες
οι ακροπόλεις των ιερών
οι παρακαταθήκες
οι κόρες με τα βλέμματα
των θείων ουρανών
που πλαστουργούν αμίλητα
τα μυστικά
της τέχνης
το θείο τον Απόλλωνα
το Διόνυσο ταγό.
Η
πόλη και ο πολιτισμός
έπονται, δεν ηγούνται:
η
κρηπίδα τους βρίσκεται
στους
τολμηρούς της γης,
που
αποσείουν τα δεσμά
της μοίρας, της ανάγκης
για
ν’ απλωθούν ελεύθερα
στης φύσης τα στοιχειά.
Ιππότη δεν κατάλαβες
ακόμη τι σημαίνει
ναυάγιο, χαροπάλεμα
νίκης πλατιά χαρά.
Αν είναι να πεθάνω γώ
στου πέλαου το πάθος
κάποιος άλλος Ιάσονας
θα με διαδεχτεί
που θα ’χει πέτρινο κορμό
ατσάλινα τα
χέρια
πηδάλια τα πόδια του
βάρκα την
κεφαλή.
Ιππότης:
Τα κύματα τον έζωναν
μα κείνος τα πηδούσε
η Αργώ ελαφροχόρευε
στη δίνη των αφρών×
νύχτωνε, μα
όλόθαρροι
ανοίγονταν ολοένα
έκθαμβος τους χαιρέτησα
με θείο
θαυμασμό.
Σκήνωσα για να κοιμηθώ
πριν μπώ στο μέγα δάσος·
έφτασα στην ακρογιαλιά
να ξαναθυμηθώ
τα λόγια που άκουσα ευθύς
μετά το μέγα θαύμα
μα γρήγορα ακούστηκε
κάποια νέα ηχώ.
Ω! ο Οδυσσέας ξέμπαρκος
σε κήπο Εσπερίδων
καθότανε κατάκοπος
σ’ ένα κιόσκι λαμπρό.
Μου ’γνεψε και πλησίασα
ακούω τη φωνή του
τα λόγια του μου φάνηκαν
όνειρο απαλό.
Οδυσσέας:
Ιππότη μου απόκοσμε έλα ν’ αναπαυτείς.
Ίσως να μη νοστάλγησες τόσο ωραίο κήπο
γεμάτο
δέντρα καρπερά, ανθούς και πεταλούδες
χρυσοφτερούσες, ελαφρές, πολύχρωμες, ωραίες.
Δε θ' άκουσες ποτέ πουλιών πανώρια μελωδία
ούτε το
ζέφυρο γλυκά που μουσική κομίζει.
Ίσως δεν ονειρεύτηκες το κιόσκι των χαρίτων
με τα πλοκάμια του κισσού ζωσμένο ολογυράθε
κισσό κι αγράμπελη άφθονα να κρέμαντ’ απ’ τα
πλάγια
και κάποια φίδια ακίνδυνα πλεγμένα αλυσίδες
σ’ ολόγυμνα τα σώματα ανάλαφρων παρθένων
που ησυχάζουν ενωρίς που τριγυρνούν τη νύχτα
πανέμορφα, γλυκύτατα, με συνοδεία τις μούσες
που πέφτουνε στη θάλασσα σα χαρωπές νυφίτσες...
Παρθένες
νεανίζουσες με βλέφαρα ελαφρά
μ’ αγαλματένια τα κορμιά, με αρμονικά τα στήθια
με περιδέραια χρυσά, με λούλουδα στις χαίτες
που με θωρούν από μακριά χωρίς να πλησιάζουν.
Μόνο μου στέλνουν κάποτε κάποια
γλυκιά παιδούλα
-δούλη είν’ της Ναυσικάς, της
Θάλειας, της Κλειώς –
μ’ ένα κανάτι από κρασί που
ρέει την εσπέρα
κι ένα κροντήρι στα πλευρά
πιασμένο απ’ τον αγκώνα.
Χωρίς μιλιά, χωρίς λαλιά μου
προσφέρει τα δώρα
αφήνοντας κατάχαμα ένα μικρό
στιχάκι
φτιαγμένο απ’ τη Ναυσικά και με
περίσσια χάρη.
«Αύριο ή μεθαύριο, ίσως την άλλη μέρα
ο βασιλιάς ξανάρχεται απ’ τη μεγάλη μάχη».
Ξένε μου να με συμπαθείς που
δεν μετακινούμαι:
είν’ ύστατη υποχρέωση η υποδοχή του ξένου·
μόνο δεν κρύβω να σου πω πόσο είμαι κουρασμένος,
με χτύπησαν τα κύματα, μ’ έφαγε η αλμύρα
με σιγοτρώει αμείλικτα των θεών η κατάρα·
γιατί με θεωρούν κακό, πανούργο, απατεώνα
χωρίς να πολυσκέφτονται τις δικές τους απάτες.
Ό,τι κι αν έκανα καλέ, τό ’κανα
για τους άλλους
μα να ’μαι τώρα εξόριστος
μακριά απ’ την Πηνελόπη
την όμορφη γυναίκα μου, το
συνετό παιδί μου
που αναμένει άβουλο, μη ξέροντας τι πρέπει.
Έλα στο κιόσκι τ’ όμορφο, ξάμωσε εδώ πάνω
θα απολαύσεις θάλασσα, ακτές, νησιά, τριήρεις
καθώς ξωπίσω το βουνό μάς προστατεύει πλέρια.
Αφηγητής:
Ο
Οδυσσέας σώπασε και του ’γνεψε να φάει
να
πιει, και να αναπαυτεί στο κιόσκι το ωραίο.
Τον ρώτησε για τ’ άτι του, για τον προορισμό του
και του
ευχήθηκε ευθύς γρήγορα επιστροφή.
Εβούρκωσαν τα μάτια του, γείραν τα βλέφαρά του
νοστάλγησε το σπίτι του, βαρέθηκε μακριά.
Οδυσσέας:
Με λένε πονηρό, σκληρό, πανούργο, κατεργάρη
νονό του Νεοπτόλεμου,
σύμβουλο του Αχιλλέα
διάβολο του Αγαμέμνονα, κρυφό εραστή της Χρύσας.
Αν αληθεύουν
όσα δεν τα ’κανα για μένα
η φύση μου είναι πονηρή, επινοεί εξυπνάδες
που δε λογιάζονται για με, μα για τους Αχαιούς.
Δε
λέω ψέματα καλέ, το ξέρει ο λογισμός σου
τολμώ
τις περιπέτειες, διψάω τις πλεκτάνες
αυτός
είναι ο κλήρος μου, η μοίρα του θνητού.
Όμως κουράστηκα πολύ, είμαι
εξαντλημένος
οι σύντροφοί μου απαυδούν, στα
δόντια τους κρατάω
κι αν κάποτε εξεγερθούν, θα με
συντρίψουν όλο
θα πάρουν τα καράβια μου κι
αλλού θε να τα στρέψουν.
Έχει η ζωή προορισμό, εστία,
οικογένεια
κανένας μας δεν ημπορεί να
υπερβεί τα όρια
οπού της τάξαν οι θεοί και ο
απάνω κόσμος.
Γύρισα χώρες, διάβηκα πολλών θνητών τα μέρη
κάποτε ξελογιάστηκα, διέπραξα κι απάτες
είδαν τα μάτια μου πολλά, εκπλήχτηκε ο νους μου
γλυκάθηκαν τα χέρια μου, άρπαξε η καρδιά μου.
Ό,τι όμως κι αν αποκτηθεί, παύει να σου αρέσει
απ’ τη στιγμή που έρημος στον κόσμο τριγυρίζεις.
Η
εξυπνάδα, η πανουργιά, ο δόλος, η απάτη
είναι
τερτίπια των θεών, από εκεί αρχίζουν×
είναι καλά και χρήσιμα σα φρόνηση σου βάλουν.
Ο στείρος τυχοδιωκτισμός αρνιέται την εστία
γκρεμίζει οικογένειες, σπέρνει το διχασμό
γι’ αυτό και ο Ιάσονας νοστάλγησε ωραία
τη χώρα όπου γεννήθηκε, της νιότης τον καιρό.
Κι ο Μεγαρέας ο ξακουστός, ο Μενοικέας, ο Λάιος
τόσοι
γενάρχες ξακουστοί έστησαν νέα εστία
αφού περιπλανήθηκαν στης τύχης τα ακρογιάλια
αφού είδαν κι έμαθαν πολλά στης γης τον παιδεμό.
Μην ακούς τον Ιάσονα, σας είδα να μιλάτε
όνειρο ήταν άτακτο που γλίστρησε μεμιάς
η περιπέτεια καλή μέχρι ένα σημείο
εγώ είμαι ερείπιο και θέλω αναπαμό.
Η Ιθάκη είναι μακριά, η θέλησή μου αντέχει
ο πόνος και η μόνωση είν’ όπλα κρατερά×
θα επιστρέψω
ξένε μου, θ’ αναπαυτώ κει πέρα
και θα πεθάνω ευτυχής κοντά στην αγκαλιά
της όμορφης γυναίκας μου, της σοφής Πηνελόπης
που αντιστέκετ’ έξοχα στης γης τα ξωτικά.
Κάποιες αξίες ανώτερες την
κρατούν αγιασμένη·
ιδού η περιπέτεια, ιδού το
μεγαλείο, να η μεγαλοσύνη,
δες, που αίρεται η φύση,
πως φτάνει και τον Όλυμπο
να γιάνει και το Δία
και να διδάσκει έξοχα
στο πλήθος των θνητών
πως η μεγάλη δύναμη ανθρώπων
και ηρώων
βρίσκεται στην εγρήγορση του
νου και της ψυχής.
Πιστότητα, αγνότητα, αγρύπνια
και σοφία
υφαίνονται στον αργαλειό της
θείας σιγαλιάς
κει αναπαύετ’ έξοχα του άνδρα η
πανουργία
για να σηκώνετ’ ήσυχος,
γενναίος, ακλινής
μεγάλο τέκνο αστραπής, της
ένδοξης γυναίκας
γνήσιος άντρας της σκληρής και
δυνατής πνοής
πυργώνοντας βασίλεια, κάνοντας
υπηκόους,
φωτίζοντας υπέροχα κάποιες
άλλες αρχές.
Τα μυστικά της θάλασσας, οι ψίθυροι των βράχων
των σύννεφων οι απειλές, των ποταμών η νιότη
της μέδουσας τα χρώματα, των υδρατμών οι νύξεις
τα όμορφα πλεούμενα σ’ ερημικές ακτές
τα πέλαγα, τα κύματα, οι
ωκεανοί, οι φουρτούνες
η πάλη και τα ζοφερά στοιχειά,
οι κίνδυνοι, οι φόβοι
τα ξωτικά παράλια, μνήμης γλυκά
κοράλια
οι αστερίες της θάλασσας, οι φάλαινες, τα κήτη
παρθένες νηρηίδες μας,
ανδρώνουν τις αισθήσεις
φλογίζουνε ψυχή και νου,
ξανοίγουν στην ανδρεία
δημιουργούν τα τρόπαια σκληρών θαλασσοπόρων
μα υπαινίσσοντ’ άτακτα την
πατρική γωνιά…
Θεσπέσιοι ερεθισμοί προσφέρουν
εμπειρίες
πλουταρματώνουν το μυαλό μ’
ορίζοντες κοινούς
μα σαν η Δύση αναφανεί
σκληραίνουν και πληθαίνουν
δείχνοντας με το πάθος τους το
παλιό σπιτικό.
Εκεί
τραβάω φίλε μου ολόψυχα δοσμένος
ίσως βαραίνουν πίσω μου μεγάλες αμαρτίες
γι’ αυτό και δεν κατάφερα να ξαναβρώ το μίτο
που οδηγεί γραμμή ξανά στο δρόμο της Ιθάκης.
Ω! θα τον βρω! η υπομονή είναι
μεγάλο πράγμα
μάθηση κι εγκαρτέρηση
πλουμίζουν την ψυχή
έμαθα, επινόησα, μα τώρα
υπομένω
και δε λυγάω ποτέ μου πια,
ολόμπροστα τραβώ.
Αφηγητής:
Κουράστηκε να ομιλεί ο δόλιος Οδυσσέας
σταμάτησε με βλέφαρα γερμένα στο κρασί
γέμισε το κροντήρι του, το ’δωσε στον ιππότη
και κείνος ήπιε λαίμαργα χωρίς αναπνοή.
Το ξαναγέμισε ευθύς και το ’βαλε στα χείλη
του
πρόσφερε μ’ ευγένεια ψωμί, τυρί και φρούτα
ώσπου η σελήνη η αργυρή υψωνόταν ατόφια
σκορπίζοντας ολόστοργα το απαλό της φως.
Χρυσώνονταν τα πέλαγα, λίκνιζαν οι κορφούλες
το ποταμάκι δεξιά φωτιζόταν κι αυτό,
μούσες, νεράιδες κι όμορφες κοπέλες ξεντυμένες
έμπαιναν κι
έβγαιναν απλά σαν ίσκιοι του φωτός.
Σκάλιζαν ήχους όμορφους, έπαιζαν με τα φίδια
τρύπωναν στα βατόμουρα, ανέβαιναν στα δέντρα
άυλες, γλυκές, όλόξανθες, πανώριες στη θωριά.
Ακρογυρνούσαν όμορφα στου ποταμού την άκρη
φοβόντουσαν τις λαγκαδιές, φαράγγια και δρυμούς
λικνίζονταν, παιχνίδιζαν, έτρεχαν μες την άμμο
έστελναν στο σελήνιο φως γλυκούς χαιρετισμούς.
Υπέροχο το θέαμα, γλυκιά η νύχτα απλώθη
ο Οδυσσέας έπινε θωρώντας σιωπηλός
περίμενε ίσως συμβουλή απ’ τον καλό Ιππότη
κατάλαβε τότονν πόθο του και κίνησε να πιει.
Ιππότης:
Ένδοξε
άντρα της στεριάς, γενναίε θαλασσομάχε
τα
πάθη σου, τα λάθη σου, τα κατορθώματά σου
η
λύπη σου, ο πόνος σου, τα μύρια βάσανά σου
η
ελπίδα σου, η υπομονή, ο νόστος σου ο τρανός
η
μνήμη της γυναίκας σου, η αγάπη για το γιό σου συγκίνησαν συθέμελα τον κόσμο
της ψυχής μου.
Ιππότης ήμουν τ' ουρανού, άγνωστος στους θνητούς
νοστάλγησα τα πέρατα στων ουρανών τα πλάτη
κίνησα και ξεκίνησα, σε άκουσα και πήρα
λόγια σοφά, σκέψεις βαθιές, σοφίας λογισμό.
Κατάλαβα όμως στη στιγμή πόσο φτωχός εγώ
που κίνησα του ουρανού τους τόπους να γνωρίσω
κι άναυδος ακροάστηκα Σοφίας παιδεμό.
Γυρίζω τώρα πλούσιος - ο
πλούτος είναι δώρο -
στην πόλη μου, στο σπίτι μου,
στ’ όμορφο πλαϊνό
να ζήσω κει αγνά, απλά, σαν της
Σοφίας τέκνο
κι ας μ’ έκραξαν προκλητικά
Προμηθέας και Ζαρατούστρα.
Του λόγου σου τα βάσανα, τρανή
παρηγοριά
με δίδαξαν, με φώτισαν, μου
'πλεξαν το στεφάνι
που ’ναι ανθρώπινος καρπός
πάμφωτης εμπειρίας.
Δεν έχω λόγια να σου πω, παρηγοριά δε βρίσκω-
ο πόνος σου
είναι πόνος μου, ο νόστος σου με παίρνει.
Θα φτάσεις όμως κάποτε στην ώρια Πηνελόπη
θα διασχίσεις
θάλασσες που απομένουν ναι
θα καταλύσεις ήσυχος στην ποθεινή εστία
περήφανα, μειλίχια, έντιμα και σοφά.
Θα γίνεις σύμβολο ένδοξο των δρόμων της ζωής
τρανά θα μακαρίζεσαι στα χείλη των βροτών...
Η δύναμη, το πάθος σου, η
σύνεση και ο δόλος
πλέκουν στην ιστορία σου ολόχρυσο
στεφάνι-
δεν είσαι ο αδίστακτος
Προμηθέας τ' ουρανού
ούτε ο αγκιτάτορας της σκέψης
Ζαρατούστρας
κάποια σοφία κοσμική σου 'πλεξε
το υφάδι
για
να μπορείς να περπατείς περήφανος και πλέριος.
13. Τραγική επιστροφή στο δάσος
Αφηγητής:
Σαν
έφυγε προς το δρυμό με τα μεγάλα δέντρα
αντίκρισ’
από μακριά μες της νυχτιάς το σκότος
κείνα
εκεί τα ξωτικά που έστεκαν με δόλο.
Περίμεναν... περίμεναν, δεν είχαν λησμονήσει
το λόγο που τους έδωσε πριν στα ύψη περάσει.
Σάτυρος:
Ω
ιππότη μάς λησμόνησες εκεί ψηλά που πήγες.
Δες
όμως, περιμένουμε, έχουμε υπομονή.
Δε θέλουμε να διηγηθείς τι είδες τι δεν είδες
τα μάτια μας είναι ικανά να βλέπουν μακριά.
Σε
γέλασαν του ουρανού οι νεράιδες οι γυμνές
σου
’ταξαν άλλους θησαυρούς, ανεύρετους εδώ.
Ξέρω
τα πάντα κει ψηλά, πηγαίνω κάπου κάπου
σαν του Διονύσου ο κορεσμός αναλωθεί φρικτά
σαν
η ψυχή μας απλωθεί στων ουρανών τα πλάτη
και
γίνει σύννεφο γοργό, ανάριο, αναφές.
Πλην, το γνωρίζεις πια αυτό, το νιώθεις εκεί πάνω
είμαστε σάρκες ζωντανές, κινήσεις του κορμιού
που δεν ανέχονται ποτέ την άυλη Σοφία
που 'χει τους λόγους όμορφους χωρίς κανένα σώμα
που δε
μπορεί να γεννηθεί, να ζήσει με παλμό
να εμψυχώσει της ψυχής τον οίστρο το βαθύ
στου
σώματος τα άδυτα, στης καρδιάς τον παλμό.
Άυλη Σοφία, αδύναμη, με λόγια παχυλά
άυλο κουφάρι ενός θεού, πνεύμα χωρίς φτερά
ενός θεού αδύναμου την πλάση ν’ αγκαλιάσει.
Ξέρουμε
ιππότη, κίνηση κατέχει την καρδιά σου
σε
δίχασαν τα λόγια της, σε συνεπήραν, ναι...
Ένα μονάχα θα σου πω, θέλω να το προσέξεις:
η έκσταση των ουρανών δεν είν’ αληθινή,
γιατί ξεχνάει της γης το φως, τη δύναμη της σάρκας
το σθένος των αισθήσεων, τη μέθη των μελών
του σώματος που πάλλεται, χορδή θείας ψυχής
για ν’ ακραγγίζει άρρητα του ανθρώπινου τα βάθη
για ν’ ανακράζει σύσωμα, δίχως σταματημό
πως
Διόνυσος καί ΄Αδης μας ταυτίζονται εδώ.
Ξένε στο λέω άνετα χωρίς περιστροφές·
οι
Γίγαντες, ο Προμηθέας, ο Ζαρατούστρας κι άλλοι
που
ακροβολίζουν στις κορφές, που ροβολον τις πόλεις
για να ξυπνήσουν τους θνητούς τούτης εδώ της γης
εδώ δασκαλευτήκανε κι ας σου το αποκρύβουν
παιδιά του Διόνυσου είν' αυτοί, τους
κρυφοκαμαρώνει
ο γέρο-άθεος, ο οδηγός, ο φίλος, ο αδελφός.
Μην πεις πως είν’ απαίδευτος ο
θείος οδηγός
ο Ορφέας, ο μουσικός ταγός του
προσφέρει τη λύρα
κι αυτός παίζει τη μουσική, τα
θεία ορφικά
που αναχωνεύουνε μεμιάς της
φύσης τις αισθήσεις
που ενώνουν σώμα και ψυχή σε
νέα αγκαλιά
της φύσης που μας γέννησε, που
’θρεψε τον Ορφέα
για να τον παραδίνει απλά στον
μέγα αρχηγό...
Μην το ξεχνάς πως οι σοφοί τον είπαν Θεολόγο
γιατί η μεγάλη μουσική, το μέλος το ορφικό,
πλάστηκε και μορφώθηκε στης έμπνευσης την ώρα,
είναι εξαίσιο παιδί των διονυσιακών.
Πρώτη και τελευταία αρχή είναι ο Διόνυσός μας,
πνίγει και ανιστά θεούς στους ζωτικούς του κόλπους
είναι ο μέγας άθεος, πατέρας των θεών.
Μένει μονάχα να μάς δεις να τον ιερουργούμε
λόγια δεν
πείθουν, είν’ φτηνά, δε λένε την αλήθεια.
Άκουσε και το Σειληνό, είναι σκληρός την όψη.
Σειληνός:
Ξένε, θωρείς ακίνητος του δάσους τη μαγεία,
πιστεύεις πως εμείς εδώ είμαστε αναιδείς
σε πλάνεψαν του άστεως τα βδελυρά βιβλία
που γράφουν
ό,τι τους διαβεί για το μέγα χορό.
Δε θα βιαστώ για να σου πω πως είμαστε αλήτες
πως γοητεύουμε σκληρά ως μάγοι της σιγής
πως μαγγανεύουμε άρρητα τους κοσμικούς διαβάτες
που
έκπληκτοι κι ανήσυχοι τον κόσμο μας ποθούν.
Ανέβηκες πολύ ψηλά, ζήτησες τη Σοφία,
είδες πολλά της μυστικά, νόμισες πως μπορείς
ν’ αδιαφορήσεις μπρος τη γη, να φιμώσεις τη σάρκα
να γίνεις άγγελος τρανός στον κόσμο της σιωπής.
Παρόμοια κατορθώματα δεν είναι για ανθρώπους
είναι φαντάσματα αλγεινά κι όλο φυγομαχούν
η σάρκα, ιππότη της ψυχής είναι το θερμομέτρι
μα αν την αγνοήσουμε δεν είμαστε εμείς
οι βρότιοι και οι θνητοί, οι
βρώμικοι άλήτες
οι γόητες δημιουργοί που
αγρυπνούν τη νύχτα
που άποδύονται έξοχα αγώνα νέας
ζήσης
γεμάτοι έκστασης παλμό, ζωντάνια κι ευθυμία
ώ! είναι ο τραγικός χορός που ανοίγει τις ψυχές
σε τούτη την ολόγιομη και καρπερή σοφία
που ολογκρεμίζει με παλμό είδωλα και θεούς
θεούς που μισούν τα ένστικτα, τη δύναμη, τη δράση
που
ταλανίζουν τους βροτούς με υπομονή και φόβο
και με
περίσκεψη πολλή, νηστείες και στερήσεις
μ’
ευνουχισμούς και τάματα, με όπια της ψυχής.
Η διονυσιακή ψυχή ξεσχίζει τα τερτίπια
σπεύδει κι ενώνεται άρρητα με τη μανούλα γη
είναι γι' αυτό μυριόπονη, πικρά δοκιμασμένη
θεία και τραγικότατη του Διόνυσου η ψυχή.
Κι εμείς, μικρά κομμάτια της ριζωμένα στη γη
δεινές
ψυχές σε ζωντανά σώματα τεντωμένες
που
αγρυπνούμε πάντοτε στους κλώνους της ευχής
χωρίς να αποκλείουμε του πόνου τις σφραγίδες
πυκνές, γυμνές, φαρμακερές, δοσμένες στους Τιτάνες
για να εξαλείψουν την πνοή του Μέγα Αρχιερέα
του
Διόνυσου, του φωτεινού, του θεϊκού παιδιού.
Σε λίγο φίλε θα γευτείς την τραγική σοφία
όπου με σάρκα και οστά σμιλεύει της ψυχής
το αιώνιο το σάβανο πού ’ναι ζωή και πάθος
θανάτου θάνατος πνιχτός, ζωής ζωή, χαρά.
14. Όργιο
διονυσιακής νύχτας
Αφηγητής:
Τα πάντα κόπασαν για μια στιγμή
λες και
περίμεναν τη μακρινή αυγή.
Ξάφνου απ’ τα λαγκάδια προβάλλουν μασκαράδες
ντυμένοι
δέρματα αρκούδας και διαλαλητάδες
με τύμπανα λευκά και ηχηρά που διαλαλούσαν
κάποια
ερχόμενη γιορτή μες τη νυχτιά.
Τα δέντρα έτρεμαν, οι κλώνοι προσκυνούσαν
σκιά μακρινή που αγκάλιαζε το δάσος όλο
που ’φτανε φαντασμαγορικά μέχρι τον ουρανό.
Δεξιά
κι αριστερά απ’ τη σκιά προβάλλουν
σα
σε πομπή περήφανοι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί
ηχούσαν
σάλπιγγες οι μεν, φωνασκούσαν οι άλλοι
γελώντας
και πηδώντας χαρωπά
καθώς
τα πρόσωπά τους ειρωνεύονταν
την
πόλη, τους αστούς, τα σπιτικά.
Οι Σειληνοί δεν άντεχαν τις φωνασκίες και μόνο
ακροβατούσαν έξυπνα σε κλώνους και σε δέντρα
ανέβαιναν, κατέβαιναν, έδιωχναν και τους σπίνους
έπνιγαν τα πετούμενα, τα καταβρόχθιζαν νωπά
πετροβολούσαν μανικά και τους λαγούς των θάμνων
χτυπούσαν σαύρες, έχιδνες, ζωάκια του δρυμού
χάιδευαν τους σκαντζόχοιρους με χάρη και με πάθος
ξαναπηδούσαν γρήγορα, έπεφταν μακριά
ρίχνονταν
και κυλιόντουσαν ανέμελα στη χλόη
φώναζαν, ξαναφώναζαν, ούρλιαζαν πιο σκληρά
ώσπου ο ίσκιος σίμωνε και όλο πυκνωνόταν
κάτω απ’ το μεγάλο ίσκιωμα, το δέντρο το ιερό.
Μαζεύτηκαν
οι Σειληνοί και οι Σάτυροι σα σμήνος,
πετροβολώντας άγρια τον έναστρο ουρανό.
Ξάφνου όμως σιώπησαν οι σάλπιγγες για λίγο
ο ίσκιος ολοπύκνωνε, σχημάτιζε μορφή
με μαύρα γένια, όμορφα, ποδαρικό χιτώνα
με χέρια ολοατίθασα, μεγάλα κι ασκεπή.
Η κεφαλή του ήτανε
κισσοστεφανωμένη
τα χέρια κατευθύνονταν στου
δάσους τη σπηλιά
άρπαζαν με δαιμονικό παλμό
κάποιες γυμνές γυναίκες
τις έβριζαν, τις έστηναν στην
ξέφωτη πλαγιά.
Κείνες που το συνήθιζαν άρχισαν να ουρλιάζουν
να ξεφωνίζουν άτακτες κραυγές αλαλαγμού
μέχρι που οι ακόλουθοι όρμησαν καταπάνω
γεμάτοι πέτρες, ξύλα, τύμπανα, τρομπέτες
ενάντια στις μαινόμενες γυναίκες.
Κορύβαντες, Θράκες, Φρύγες και
Ασιάτες
δρασκέλισαν τις ακρώρειες των
βουνών
μείχτηκαν με μανία και με πάθος
στου Διόνυσου την ιερή πομπή
φωνές, ιαχές και θρήνοι της
νυχτιάς έγιναν μέρα
καθώς η Δήμητρα από μακριά αγρυπνούσε
υψώνοντας τον πάμφωτο πυρσό.
Ο
Ορφέας παραπέρα φωτισμένος
ο Θεολόγος των παμπάλαιων ήμερών
έστηνε λύρα υπέροχη ο αγαπημένος
κοιτώντας
προς το Διόνυσο με θείο παλμό.
Τότε φωτίστηκε σαν αστραπή η όψη τού Διονύσου
μάτια
σκληρά, ανήσυχα κι άγρια εταστικά
όρμησαν στης ψυχής το κρύφιο κατώφλι
άρπαξαν τα πανώρια μυστικά
και τ’ απογύμνωσαν στη μέρα
καθώς τα δόντια άσπρα κι αιχμηρά
ακροβελώνιαζαν το πάθος και τον πόνο
αφόπλιζαν του νου τη σιγαλιά.
Όρμησ’ ο Διόνυσος προς τον Όρφέα
πήρε τη
λύρα στο λεπτό
διέταξε τους Σειληνούς να τόνε δέσουν
τους Σάτυρους να τον πληγώσουν
και τις Μαινάδες να τον μαστιγώσουν.
Όμως, ο ωραίος πυρσός της Δήμητρας
συνέτριψε τη χαίτη του Διονύσου
πύργωσε την
αντίσταση του Ορφέα
συγκλόνισε τη στρατιά των μαχητών
λαμπάδιασε το μαγικό κορμί του Ιάκχου.
Κείνος όμως, αρρενοθήλυς και
θηλυπρεπής
σκληρός, γλυκός, άμουσος,
μουσικός και δόλιος
έτρεξε προς τους Κορύβαντες και
προς τους Θράκες
πήρε ασπίδα, ακόντιο ισχυρό
χτύπησε δυνατά κι ολοτραντάχτη
μα ήταν πτώμα ιερό, την ώρα
που απ’ τον ουρανό οι Τιτάνες καταφτάσαν
κι όρμησαν πάνω του σαν ταύροι τρομεροί:
τον κατασπάραξαν το Διόνυσο το γόη
μα κείνος όλο και ζωντάνευε
καθώς μέλη
του ρίχνονταν στο καζάνι
που σκούνταγε η Δήμητρα απαλά
καθώς φωτιά και πίσσα ενωμένα
κοκκίνιζαν του δάσους τα κλαριά.
Ο θρήνος και ο παιδεμός ήταν
μεγάλοι
Μαινάδες, Θράκες, Φρύγες, Σάτυροι και Σειληνοί
όρμησαν ομοθυμαδόν προς το καζάνι,
να τρέψουν τους Τιτάνες σε φυγή.
Κείνοι όμως απωθούσαν με μανία,
η μάχη, ωστόσο, ήτανε σκληρή
καθώς νέες στρατιές διονυσομάχων
ξεπρόβαλαν φωνάζοντας μεθυστικά.
Είχαν τρυγήσει το αμπέλι των
πλαγιών,
στήσανε πατητήρια στα φαράγγια
στράγγιζαν τα σταφύλια με τα
χέρια των Μουσών
ήπιαν αψύ κρασί - το μούστο της νυχτιάς
και μέθυσαν τη μέθη του θεού τους.
Τρικλίζοντας, φωνάζοντας και υμνώντας έφτασαν στο
πεδίο του τριγμού
καθώς αγέρωχοι οι Τιτάνες
τελειώναν τό έργο του σκληρού εξολοθρεμού...
Στέναζαν οι μαινάδες με μανία
δάγκαναν χέρια πόδια οι Σειληνοί
οι Σάτυροι
ξέσχιζαν τους χιτώνες τους με πάθος
των διονυσομάχων ο εσμός βυσσοδομουσε
καθώς οι νικητές πετούσαν προς τον ουρανό.
Ξέφυγε η Δήμητρα έχοντας στην αγκαλιά την Κόρη
πλάι ο
Ορφέας τραγουδούσε με παλμό
τα ζώα του δρυμού ημερωμένα τον κοιτούσαν
και κείνος έγνεψε σε νέο χορό
νίκης χορό και μουσικής μεγάλης...
Εύρε δ’ Όρφεύς τα
Διονύσου μυστήρια...
μα τα ευγένισε και τα ανέβασε στον ουρανό.
Στο μέγα ξέφωτο σιγή, οι σάρκες του Διονύσου οι
νεκρές σιγοπερίμεναν κάποιους διατακτικούς πολεμοφάγους
να τους αδράξουν και να τους μοιράσουν στις ψυχές.
Το μοίρασμα άρχισε απ’ τοςυ Σειληνούς κι απ’ τους
Σατύρους
πήραν οι διονυσόμαχοι, άρπαξαν οι Μαινάδες,
κάποιος μικρούτσικος ιερέας του Διονύσου
του πρόσφερε κρυφά μεζέ του αρχηγού του.
Έφαγε, φάγανε καθώς οι στερνές μούσες
έβρεχαν άφθονο κρασί απ’ τ’ ουρανού τα βάθη.
Ιππότης:
Ήπιαμε θέλοντας και μη το νέκταρ του Διονύσου
θόλωσε ο
νους, ευφράνθηκε η καρδιά ως τα ριζά της
στήσαμε
όλοι μας χορό με πρώτους τους Σατύρους.
Οι
μούσες και οι Σειληνοί έτρεξαν στο καζάνι
κι άρπαξαν ολοπρόθυμα τη λύρα του Ορφέα,
-κείνη
που πήρ' ο Διόνυσος από τον Θεολόγο-
την
έστησαν καταμεσίς του ξέφωτου κι αρχίσαν
να
νανουρίζουν στην αρχή κάποιους παλιούς σκοπούς
που
γρήγορα ακούγονταν ως νόστος μελωδίας
ως
πένθιμο ακρόαμα για τον θείο ταγό.
Παθιάστηκαν τα σύμπαντα, θέριεψε η μελωδία
της λύρας η
περίτεχνα πανώρια μουσική
έγινε σίφωνας σκληρός, αλογική
μανία
που ’σμιγε ενθουσιασμό κι
έκσταση σκοτεινή.
Τα δέντρα μάς μιμήθηκαν, του δάσους τα ζωάκια
πλησίασαν τους Σάτυρους κι έστησαν το χορό
χόρευε η πλάση, χόρευαν άνθρωποι και θηρία
όλοι μας κράζαμε άσπονδα, ζητούσαμε καιρό
καιρό για να μπορέσουμε να σπάσουμε τους τοίχους
που μας χωρίζανε άπονα από κάποια πηγή
μητέρα κάθε κίνησης, μήτρα επιθυμίας
γεννήτρα του ενθουσιασμού, πυρήνα της ψυχής.
Με βλέφαρα ολόκλειστα ενώνονταν αγκάλες
με χέρια ολοπόθεινα σμίγανε οι καρδιές
μείξη στη μείξη χάνανε συνείδηση και σκέψη
κι όταν τα μάτια ανοίγαμε βλέπαμε στη νυχτιά
πρώτο πανώριο χορευτή το Διόνυσο, το φως μας
που ’χε κιόλας αναστηθεί απ’ τον άσπρο αφρό
που ξέρναγαν οι ένθεοι, οι βαριομεθυσμένοι
καθώς
ακροβολιάζονταν στης δίνης το χορό.
Ο Διόνυσος,
ο ιερεύς, ο άθεος Θεολόγος
ο πιο αλήτης των βουνών, ο πλάνος βασιλιάς
που άρχιζε
με τραγικό βλέμμα να μας κοιτάζει
και να διακόπτει απότομα μουσική και χορό.
Μάς γύμνασε παράδοξα, παραξενιές γιομάτος
χτυπούσε με το βούρδουλα όλους τους Σειληνούς
διέταξε
τους Σάτυρους να κυνηγούν τις νύμφες
πλησίαζε τους μαχητές με πόθο φοβερό.
Διόνυσος:
Θα τρέξτε όλη τη νυχτιά στου δάσους τ’ ακροπάτια
θα ξεριζώστε λούλουδα, τους θάμνους, τους καρπούς
θα σύρτε όλα τα κλαδιά ψηλά στο οροπέδι
και κει πρωί θ' ανάψετε υπέρλαμπρη πυρά!
Πηγαίντε γρήγορα καθώς είναι η προσταγή μου
γυρίστε γρηγορότερα για κάποιο νέο χορό
τρέξτε, γυρίστε στη στιγμή, δεν ωφελούν οι θρήνοι
ξέρω πως υποφέρετε στου δάσους το ζυγό.
Απλώστε τις δυνάμεις σας, συντρίψτε τα δεσμά σας
θάψτε κάθε
εντύπωση, κάθε γλυκιά λαλιά
ζωής απόηχοι αμυδροί είναι η περιπέτεια
κατόπιν θα εισβάλετε στα άρρητα κελιά
της χαράς και του τραγικού που κυβερνούν αντάμα
με ένα μόνο
πρόσωπο, με μια μόνη ζωή
πλασμένη από σίδερο, λουσμένη σ' άγιο νάμα
που προσφέρει στον άνθρωπο η μάνα του η γη.
Κοιτάξτε πώς χαμογελά, αύριο θε
να κλαίει,
μεθαύριο θα λιάζεται, κι έπειτα
σιωπή
ώσπου να μαλακώσει αργά στης
βροχής την αγκάλη
για να φυτρώσει χλοερά, να
αναγεννηθεί
σε κάποια άρρητη έκσταση
αναδημιουργίας
μνηστεία αδιάψευστη της νέας
ευτυχίας
που βγαίνει αβίαστα, ικανά,
αθάνατα, γενναία...
Μάνα, αιωνιότητα, δες το νέο βλαστό σου
του κόσμου τα φαντάσματα τον έκαναν νεκρό
αυτός πηδάει κι αναπηδά αιώνια δικός σου
τέκνο αιωνιότητας, αυλός θείας ζωής.
Ο Ορφέας, παλιός αδελφός, ο πρώτος μαθητής μου
έφυγε απ’ τον κόσμο μας, έγινε μικροαστός
χαίρεται με
τη Δήμητρα καθώς ψυχομαχάω
επικροτεί τους Γίγαντες ως άσπονδος εχθρός.
Ο Δίας είν' ανήθικος, το ξέρω δεν υπάρχει
η Αθηνά απαίσια, του Δία η κεφαλή
ο Απόλλων ένας νάρκισσος χωρίς καμιά άξια
οι γίγαντες
ψευτόφατσες άγριων κυνηγών:
τρέπονται σ’ άτακτη φυγή καθώς με αντικρίζουν,
τους Τιτάνες εκλιπαρούν για τη δική μου σάρκα
οι τελευταίοι, όλοι μαζί, φαντάσματα και μύθοι
με παραδίνουν κάποτε σε ψεύτικη πυρά.
Όμως
δε θανατώνομαι, το ξέρεις συ μανούλα
γι’ αυτό είμαι ανήλεος στους λάτρες μου εγώ
να
τους κάνω Διόνυσους, τέκνα επιθυμίας
κίνησης,
έκστασης, χαράς και άρρητων παλμών.
Τρέξτε λοιπόν πολίτες μου, μη χάνετε την ώρα
γυμνάστε σκέψη και καρδιά, σάρκα και μυαλό
σκληρότητα είν’ η τραγική του κόσμου μας μετώπη
μα πίσω της εγείρεται ένα μεγάλο φως.
Η
ευτυχία της έκστασης, ο κρυφός εαυτός μας
που σβήνει κι ανασταίνεται κάθε
ωραία στιγμή
είναι αιωνιότητα, εκπύρσωση,
νεότης
του σύμπαντος το μυστικό, το
φως των οφθαλμών
του σώματος και της ψυχής,
Προμηθέας και Ζαρατούστρας
αιώνιά μου σύμβολα, δονήσεις
στεναγμών
που δοκιμάζουνε σκληρά τα κράτη
και τους νόμους
βιβλία και ποιήματα ανέμελων
θνητών...
Ιππότης:
Με πήρε βίαια μεμιάς κι από τα δυο του χέρια
και με
παρέσυρε γοργά στην άκρολαγκαδιά
εκεί που μούσες έπαιζαν γύρω απ’ τον κισσό του
που τύλιγε διάπλατα την κρυφή αγκαλιά
και απλώνοταν περήφανος μέχρι ψηλά τα δέντρα...
Με κάθισε χωρίς να δει στη ρίζα κάποιου δέντρου
με κοίταξε
στα μάτια ευθύς με βλέμμα αετού,
πίσω όμως απ’ τη λάμψη του η ένταση μηνούσε
κάποιο άρρητο αίσθημα που ήταν τραγικό.
Ατένιζε χωρίς μιλιά, έμπηχνε την καρδιά του
στα μάτια μου, στη σκέψη μου, στ’ άρρητα σωθικά
διέλυσε το
είναι μου, ράγισε την καρδιά μου
θανάτωσε τη μνήμη μου - ακίνητη θωριά.
Έπειτα άρχισε άνετα να τρέχει και να παίζει
έκσταση ακολούθησε, ήπιε πολύ κρασί
πού του ’φερναν απανωτά οι μούσες από πέρα
μες σε κροντήρια λαμπερά, στης νύχτας τη σιωπή.
Ο θόρυβος των μαθητών είχε κοπάσει πλέον
οι λάτρες του σκορπίστηκαν στα ιερά βουνά
κείνος όμως
ακοίμητος, ακούραστος, ωραίος
συνέχισε τη μύηση με θείο αναπαλμό
ώσπου σωριάστη δίπλα μου κι ακούμπησε στο δέντρο
με μάτια ολοπόρφυρα, θολά, ξουθενωμένα
χωρίς
μιλιά, χωρίς πνοή, θνήσκων ωκεανός.
Ετύλιξε το χέρι του δίπλα απ’ το λαιμό μου
ανέστησε το βλέμμα του, με κοίταξε βαθιά
μου χαμογέλασε, άρχισε το τραγούδι
που μάζεψε απότομα του δάσους τα πτηνά.
Τραγούδαε όμορφα, ορφικά, λύρα ήταν η φωνή του
γνώριζε άψογα ο καλός τις νότες του Ορφέα
η μελωδία
ημέρευε, στο απάτητο το δάσος
μούσες και νύμφες πρόβαλλαν να στήσουν το χορό.
Κείνον ορφικό χορό που άγεται στα δάση
που αγριεύει βαθμηδόν, που σμίγει τα θεριά
που χάνει τον Όρφέα του στου Διόνυσου τη λάμψη
που σμίγει γη και ουρανό στο μέλος των κορμιών
που χάνουν τις κινήσεις τους σε πλέρια πλησμονή
που ξεψυχίζουν την ψυχή μες τις τρανές αισθήσεις
μυριόφωτες
και σκοτεινές, κρυφή μαρμαρυγή
δοσμένη όλη μυστικά στο φόντο κάποιας δύσης
των απολλώνιων
λογισμών, των καρτεσιανών
κείνων που δεν κατάφεραν να ’γγίξουν την αλήθεια
και που λαμποκοπούν τυφλά χωρίς καμιά τροφή.
Ο Διόνυσος πετάχτηκε ολόρθος,
ξαναμμένος
μου ’γνεψε για να σηκωθώ χωρίς,
αναμονή
κι άρχισε τότε να μιλά
κρατώντας με δεμένο
στων οφθαλμών την αστραπή,
στου λόγου του το σθένος.
Διόνυσος:
Φτωχέ ιππότη τ’ ουρανού, πλούσιε στρατοκόπε
πεθύμησες τη θέωση στου αιθέρα τα φτερά
άκουσες όνειρα γλυκά, φαντάστηκες απάτες
είδες
φρούδα οράματα από εκεί ψηλά.
Η Αύγίτσα σου, η Ημέρα σου, η Σοφία σου
είναι τυφλές νεράιδες
σου 'ταξαν κόσμο ολόφωτο, σ’
ανέβασαν ψηλά
στο άσαρκο το πλήρωμα των
πυθαγορικών
των ψευτομυστικών, των άτολμων
ειδώλων
που αρνήθηκαν τη φύση τους μες
την απελπισιά
για να κοιτάζουν άσχημα σε
ψεύτικα παλάτια
για να μεταμορφώνονται σε μέρη
μακρινά
στα παραμύθια της γιαγιάς, στης
σχόλης τα ξωκλήσια
στα άυλα τα χρώματα των
πυργοδεσποινίδων
που προκαλούν το αρσενικό
ανέμελες στον κήπο
αδύναμες να τρέξουνε - είναι
τόσο σκληρό.
Πυργοδεσπότες αγρυπνούν, τις
θέλουνε παρθένες
και κείνες υποκρίνονται -
λατρεύουν τη Μαρία
απλώνοντας τα βλέμματα έξω από
τους πύργους
προσμένοντας ανέμελα κάποιον
θρασύ ιππότη
που θραύει πόρτες και κλειδιά
στου σθένους τον καιρό.
Κείνες δεν καταδέχονται, γελούν
χαριτωμένα
το κέρινο χαμόγελο της παλιάς
αρχοντιάς
ώσπου μαραίνεται η ακμή και
μένουνε παρθένες
ο δρόμος τους απλώνεται στη
φτωχή μοναξιά
εκείνων των μοναστηριών που
’πνιξαν την Ευρώπη
που μόλεψαν τη σάρκα της χωρίς
σταματημό
και που διέστρεψαν μεμιάς του
’Αττίλα τα πνευμόνια
σ’ αυτό το θερμοκήπιο που λέν
Χριστιανισμό.
Τέτοιες είν’ οι αυγίτσες σου, παντοτινές κυράδες
της άυλης της σάρκας τους φαντάσματα σεπτά
που αρνήθηκαν
τη φύση τους πάμφτωχες εστιάδες
που ξεμωραίνουν άσκοπα προσκυνητές της γης.
Εγώ ιππότη έκλεψα την Κόρη απ’ τη μητέρα
είμαι ο
Πλούτων ο σκληρός, γνωστός διαφθορέας
αιώνια θέλω να μισώ την Κορική της τάξη
που άνανδρα μετοίκησε σε κάποιον ουρανό.
Η Περσεφόνη η σεμνή, της Δήμητρας κοπέλα
μυήθηκε άψογα από με στης γης τα μυστικά
μα κάποτε την πείθουνε ξένοι προξενητάδες
και χάνεται στα σύννεφα, σε μέρη μακρινά.
Τότε
στέλνω το θίασο να τρέξει και να ψάξει
κόρες
πολλές έχει η γη που θέλουν παιδεμό
μα
κάποτε μου φέρνουνε άρρενες σαν εσένα
που
κυνηγούν αμείλικτα του ελέους το Θεό.
Είμαι εγώ! Το ξέρεις πια! Σου το 'πε όλη η πλάση
για δες πώς
παραστέκεται με θεία αναμονή.
Οι Σάτυροι και οι Σειληνοί φοβούνται μην ξεφύγεις,
ο θίασος
είν’ έτοιμος να σε βαφτίσει εδώ
στον θείο δάσους το χορό, τέκνο και παλληκάρι
ελεύθερο, αγέρωχο, φως διονυσιακό
δε θα σ’ αφήσουμε πολύ, ύστερα πάλι ιππεύεις
να
πορευτείς στο σπίτι σου, στης πόλης τον εσμό.
Νέος, ακμαίος, αμείλικτος, χωρίς φαντασιώσεις
για να γκρεμίσεις
είδωλα με αγέρωχο παλμό
της μέθης ο
ενθουσιασμός είναι το θείο μάνα,
το ένθεο το έναυσμα που έξοχα
γκρεμίζει
κάποιες πλεκτάνες ήσυχες
νηφάλιου λογισμού...
Κρασί είναι το σήμα μου, μέθη το όνομά μου
απλώνομαι απέραντα πέρα απ’ τη λησμονιά
μακρύτερα, πολύ μακριά απ’ του κρασιού τον κόσμο
στην άβυσσο της θέλησης, στην ακροπεθυμιά
στο κτίσιμο μιας άκτιστης μα φωτεινής γενιάς
που σιγοφέγγει με παλμό νυχτερινό γιορτάσι
της νύχτας ολοφάντωμα, της μέρας θεία στιγμή
που ελαύνει κάθε λογισμό, συναίσθημα και γνώση
που ενώνει σάρκα και ψυχή σε μια νέα ζωή.
Κουράστηκα να σου μιλώ, ιππότη το γνωρίζεις
ο Διόνυσος
αρέσκεται στης δράσης τη σιγή
κι όμως κάποτε προτιμά ο ίδιος να μιλάει
όταν η θεία μύηση απαιτεί προσοχή.
Φίλε
το ξέρω πως δε νιώθεις άνετα εδώ πέρα
ο Διόνυσος ποτέ δεν αναγκάζει
τους βροτούς
Οι τελευταίοι προτιμούν άλλους
θεούς, το ξέρεις·
πάρε λοιπόν το άτι σου, ξεσκόνισε τη σέλλα
ετοίμασε τα χαλινά, τα φτερνιστήρια, το ταγάρι
καβάλησε όσο σύντομα μπορείς και χάσου,
κάτω, κάτω απ’ τις βατομουριές και τα πυκνά
πουρνάρια.
Κει θα ’χεις τον καιρό να
στοχαστείς
πάνω σε όσα είδες, σ’ όσα
άκουσες κι αγάπησες.
Ίσως αποφασίσεις να γραφείς στη συντροφιά μας
οι μαχητές μου θα σε λένε αδελφό
εγώ θα ’μαι για σε θείος πατέρας
ω! μη φοβάσαι της ζωής τον τραγικό αχό.
Τέτοια είναι η φύση του ανθρώπου
το γνωρίζεις: χαίρονται και σιγούν συνάμα
σιγούν και τρέχουν να μιλήσουν.
Δε θα κουρσέψουμε τη φύση αντάμα
θα την κεντρίσουμε
με κείνον τον παλμό που είναι πλήρωμα ζωής.
Άντε καλέ μου ξένε εκεί κάτω
δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω
θα ξεπεζέψεις ήρεμα, θα πιεις νερό στη βρύση
θα φας καρπούς, θα κοιμηθείς στων θάμνων τη σιγή.
Έδωσα και διαταγή στα τέκνα μου να φύγουν
να μη σε
ενοχλήσουνε όσο θά ’σαι εκεί.
Αν θετικά καλοσκεφτείς, έλα πάλι κοντά μου
αλλιώτικα πάρε το δρόμο της φυγής.
Σ’ ακούω τώρα αν ποθείς κάτι να μου
μηνύσεις.
Ιππότης:
Διόνυσε αρχιχορευτή, πετράδι όλης της πλάσης
ανήλεε
πολέμιε της Κόρης της σιγής
σκληρέ αγκιτάτορα του νου, της σάρκας θείε τεχνίτη
του δάσους
θείε βασιλιά, των συνοδών καμάρι
των ποιητών το καύχημα, της ψυχής ασπρομέρι
των ολυμπίων αγαθών ανήλεε κριτή
συ που στο διάβα σου σκορπάς ανάλαμψη και θλίψη
γνωρίζεις πόσο θαύμασα τη θεία λειτουργία
που
πρόσφεραν οι λάτρες σου με σένα κορυφαίο.
Με πλάνεψες, δεν το ξεχνώ, μου ’ταξες άλλους
κόσμους,
ρίχτηκα στη λατρεία σου χωρίς να περιμένω.
Είδα, άκουσα, οσφράνθηκα και γεύτηκα τη μέθη
το σώμα μου συγχύστηκε με τη θολή ψυχή μου
αρπάχτηκαν οι θησαυροί που μου 'δωσε ο αιθέρας
έμειναν τα ονείρατα στης μνήμης τ’ ακρογιάλι.
Με δίχασες στο πρόσωπο, στη σάρκα και στο πνεύμα
μου αποκάλυψες σκληρά τις ρίζες και το χώμα
τη δίνη και το στρόβιλο όλων
μου των παθών.
Το ’δα. Αναθερμάνθηκαν, φρύαξαν όλο λύσσα
εβούηξε το αίμα μου, σπάσαν τα
σωθικά μου
το πάθος μου, τα πάθη μου, ύπουλα κοιμισμένα
αναζωστήκαν τη μορφή του
σώματος, της σάρκας
έγιναν θέριο ένστικτο γήινου
θαυμασμού
μέθυσαν από ενθουσιασμό,
έλαμψαν μες το σκότος
γίναν λαμπτήρας οδηγός της
άβυσσου του νου.
Ο νους αποπλανήθηκε, σκίστηκαν τα φτερά του,
αρπάχτηκε ολομεμιάς τα βάθη της ψυχής,
έγινε πέλαγος υγρό, χάθηκαν οι
αρμοί του,
βυθίστηκε στη θάλασσα κάποιας
άλλης πνοής...
Είμαι ανίκανος να πω τι πρόκειται να πράξω·
θα τρέξω στο κατάλυμα που πρότεινες εσύ,
θα στοχαστώ ολημερίς, θα ’μαι έτοιμος τη νύχτα
να πάρω την απόφαση μόνος με υπομονή.
Διόνυσε λαμπρέ, χαίρε και πάλι
χαίρε.
13. Ονειρικός περίπατος
Αφηγητής:
Οι Σάτυροι, οι Σειληνοί, οι Φρύγες και οι Σκύθες
όλοι οι διονυσόμαχοι κρύφτηκαν στο λεπτό
τον άφησαν ανύποπτο να πάει να ησυχάσει
ο θίασος ο αγαπητός περίμενε κρυφά το νέο ιππότη
οπαδό της μανικής σοφίας...
Περπάτησε ανάλαφρα ο ιππότης ο καημένος
έπαυσε νά ’ναι ανήσυχος, έλπιζε πως το φως
το φως του νου θα γύριζε στη δόλια την ψυχή του
θα τον εφώτιζε λαμπρά ν' αποφασίσει μόνος.
Έφτασε και ξεπέζεψε, διέσχισε τη λόχμη
βρήκε κρεβάτι ξέστρωτο, φτιαγμένο από κισσό.
Θώρησε κι αναθώρησε στου ουρανού τις άκρες
η Ηώ η ροδοδάχτυλη χαιρέταε απαλά
το άρμα της ανατολής ανάδευε τα σκότη
ο ωκεανός κοιμότανε μ’ αλλοτινή θωριά.
Εξάπλωσε ανάλαφρος, κλείσαν τα βλέφαρά του
ο νους του παραδόθηκε σε θεία
αγκαλιά.
Μα σαν αποκοιμήθηκε γλυκά νανουρισμένος
έτρεξαν μούσες, έφτασαν νεράιδες της σκιάς
εσήκωσαν ανάλαφρα το απαλό κρεβάτι
και το σιγομετέφεραν
σε κάποια ακρογιαλιά
όπου ο Νηρέας ο άγρυπνος, μαζί και oι Νηρηίδες
το απόθεσαν
υπάκουα σε πλοίου αγκαλιά
και τ’ άφησαν πλεούμενο στο πάθος των κυμάτων
να σέρνεται στου πέλαγου την άφρινη αγκαλιά.
Τα κύματα τον έσπρωχναν στα βάθη του πελάγου
οι Νηρηίδες
έπαιζαν πάνω στο λευκαφρό
στέριωναν τα λευκά πανιά στο γλυκό αεράκι
τραγούδαγαν, ψιθύριζαν, γελούσαν χαρωπά.
Κάποια γοργόνα από μακριά κοίταζε με μανία
μα κείνες την απείλησαν κι έφυγε μακριά
ήταν ωραία
θηλυκά, δεν ήξεραν κακία
αισθάνονταν περήφανες για τον ιππότη αυτές
που δε φοβούνται κύματα, φουρτούνες, τρικυμίες
που ζουν υγρές, αγνές, νωπές, χειμώνα καλοκαίρι.
Ιζόλδη:
Γλυκές παρθένες του νερού πού πάτε τον ιππότη;
Προσέξτε τον, προσέξτε τον, την όμορφη ψυχή
διώξτε τα φίλτρα μακριά κι όλες τις μαγισσούλες
αυτές σκότωσαν άλλοτε κάποιαν άλλη ψυχή
που ψάχνω
αιώνες για να βρω, τον άλλον τον Ιππότη
τον έκπαγλο
Τριστάνο μου, του δάσους τ’ ορφανό
το μέγα τέκνο της στοργής, της λύπης ακροπάτι
που ’ξερε
τέχνες και χαρές, που ήταν ευγενής
ώσπου η μοίρα η κακή η τρισκαταραμένη
κίνησε τον Τριστάνο μου στης τρέλας τοό γκρεμό…
Έστησαν όλα
τα κακά, θέλησαν την Ίζόλδη,
μάς ένωσαν, μάς χώρισαν σ’ αιώνιο παιδεμό.
Ω Νηρηίδες!
προσοχή στης θάλασσας τους δρόμους
αυτοί μας καταστρέψανε εμέ και τον Τριστάνο
φυλάξτε τον
Ιππότη σας, αγρύπνια, προσοχή.
Αφηγητής:
Ή Ιζόλδη η ταλαίπωρη η
τρισβασανισμένη
πελαοδρομούσε, έβγαινε κατόπι
στη στεριά
πέρναγε κάμπους και δρυμούς,
ζητούσε τον Ιππότη
χωρίς καμιά απόκριση, χωρίς καμιά λαλιά.
Πέθαινε
κι ανασταίνοταν μαζί με τον Τριστάνο
Τριστάνος
ήταν η φωνή της δόλιας της καρδιάς
μόνο
που δεν κατάφερνε το χρόνο να δαμάσει
να ζήσει το αιώνιο στου ιππότη την καρδιά.
Μαζί και χώρια έκλαιγαν, ευφραίνονταν, γελούσαν
το δάσος της
κοινής βιωτής έμενε μακριά
πλέρια η ένωση ποτέ δεν είχε παραμείνει
γι’ αυτό κι ο πόνος της καρδιάς σημάδευε σκληρά
την όψη της βασίλισσας - αγνό, ωραίο σημάδι
που η μοίρα
καταράστηκε ανήλεα και σκληρά...
'Η Ιζόλδη όμως ήτανε το ήλιου θυγατέρα
περίμενε,
υπέμενε, ράγιζε την καρδιά
εκείνων που
στοχάζονται το θαύμα της αγάπης
εκείνων που οδύρονται στης μοίρας το ζυγό.
Έφυγε ανάλαφρη, απαλή, χιονάτη περιστέρα
καθώς
εβεβαιώθηκε από τις Νηρηίδες
πως ο ιππότης τ’ ουρανού ησύχαζε στ’ αμπάρι
ολάνθιστος, αμόλυντος, δροσάτος σαν άνθός.
Οι Νηρηίδες έπαιζαν, πετούσαν κυματάκια
φύλαγαν το πλεούμενο απ’ τις ανεμοζάλες
που ’ρχονταν κάποτε σκληρά σαν το θυμό του Άδη...
...Προσάραξαν, παράδωσαν τον κοιμισμένο ιππότη
νεράιδες άπλωσαν ευθύς ανάλαφρη χεριά
διέσχισαν το φάραγγα, τον άφησαν στη λόχμη
ύστερα ξαφανίστηκαν σε μακρινή γωνιά.
Ο ιππότης εκοιμότανε μετά τόσην αγρύπνια
ώσπου κατά το δειλινό τινάχτηκε ορθός
ζαλίστηκε, ανίχνευσε, είδε και επανήλθε
στο τραγικό ταξίδι του, στη μέθη της ζωής.
Βγήκε στό ξέφωτο ήσυχος, αγνάντεψε το δάσος
βαθιά κάτω
η θάλασσα μουντό αφροστεφάνι
πιο πέρα στον ορίζοντα, στο βάθος της Εσπέρας
ουράνιοι αστερισμοί, νεύματα της Ημέρας
ψίθυροι της
Αυγίτσας του, μηνούσαν τη Σοφία
τα φωτεινά τα λόγια της, του κόσμου της το φώς.
Θυμήθηκε, ξεχάστηκε, θέλησε να πετάξει
μα ξάφνου τον εσκούντησε ο μικρός Σειληνός.
Σειληνός:
Δεν ξέχασες καλέ αδελφέ τι είπες χθες τη νύχτα
καθώς αποχωρίστηκες το μέγα αρχηγό...
Σε περιμένουμε λοιπόν πάλι αυτή τη νύχτα
σίγουρα θα γιορτάσουμε το νέο ερχομό.
Ιππότης:
Το ξέρω, υποσχέθηκα πως πρέπει ν’ απαντήσω.
Σειληνός:
Καλή απόφαση λοιπόν, μαζί και
καληνύχτα.
Ιππότης:
Καλή
σου νύχτα φίλε μου κι αύριο με καλό
μέσα
στο θάμβος της νυχτιάς, μες την πνοή του δάσους.
14. Στη
φρίκη του διχασμού
Αφηγητής:
Τώρα
γεμάτος συλλογή δρασκέλισε τη λόχμη
ξάπλωσε
στο κρεβάτι του, κατάκλεισε τα μάτια
ο
νους του πήγε μακριά, διέσχισε τα μήκη
ανέβηκε
στα ξάγναντα του καθαρού αιθέρα
συνάντησε τις έσχατες και αλλοτινές παρθένες
θυμήθηκε
τη θεία Αυγή, την άπεφθη Ημέρα
αγκάλιασε
αδιάστατα τον κόσμο της Σοφίας.
Τα λόγια της αντήχησαν ξανά μες την καρδιά του.
Σοφία:
Δε με θωρείς, δε με ακούς, δεν έχω εγώ σώμα
σαν τους
ταλαίπωρους βροτούς της γης και της οδύνης.
Μην απορείς όμως καλέ, νιώθεις αλλιώς δω πάνω
καθώς μια νέα μουσική προβάλλει ανάμεσά μας
αυτή η θεϊκή κραυγή που μας ενώνει πλέρια.
Δεν
είμαι Άλφα ούτε Ωμέγα εγώ
είμαι
η συνοχή τους, ο σύνδεσμος, η άρθρωση
τρόπος
επιφανείας
είμαι
η όψη του Θεού
προ πάντων εκτισμένη
η
εξωτερικότητα
που ζωντανεύει αιώνια την πλάση και τον κόσμο,
η όψη μου κρύπτεσθαι φιλεί στην
κάτοψη του κόσμου
το μέγιστο το κάτοπτρο της
Ολοεπιστασίας.
Τήξη
και πήξη είμ’ εγώ
πύκνωση
και αραίωση της άυλης ουσίας
που
ξεπερνάει τα σύμπαντα
που
μ’ έχει οφθαλμό της
ακοίμητο,
αθάνατο, άκτιστο και κτισμένο
ούτ’
άκτιστο ούτε κτισμένο πια
κάτι
το αναμέσον
που χάνεται μες τη στιγμή, στην άψογη ακτίνα
της θείας αιωνιότητας που συνέχει το χρόνο
το χρόνο
των οθνείων βροτών, τον καταρακωμένο
τον ειδωλόθυτο καιρό που εξανθεί ως δίψα
ως δίψα άπληστου εγώ, τόκος επιθυμίας
ως γνώση
εγωκεντρική, ως τέχνη και ως δράση...
Ω! όλα αυτά δεν είμ’ έγώ μα η
κακή σκιά μου
η χρόνια απομίμηση ταλαίπωρων
βροτών
πού ’κτισαν τους πολιτισμούς
του μάθους και του μίσους
μακριά, μακριά, πολύ μακριά, σε
τόπο εξορίας
στη γη, στις πόλεις, στους
αγρούς, στα όμορφα λιμάνια.
Δε
θα μπορέσεις να διαβείς το τελευταίο δώμα
το
δώμα το αδιάστατο, το αχώρητο στο νου
ό,τι με κάνει ολόφωτη, αιώνια, αστραπηβόλα
ό,τι
θεσπέσια προκαλεί την πήξη και την τήξη.
Βλέπεις,
ναι, τις συνέπειες, το διαρκές παρόν
μύριων
και άπειρων μορφών συμπαντικής πνοής
το
ξέρεις, στο βεβαιώνω εγώ, η θηλυκή μορφή
του
Λόγου, της θεότητας του άχρονου καιρού.
Εγώ είμαι το κάτοπτρο είσαι και συ το θραύσμα
απέραντη είν’ η κάτοψη,
μυριόφαντες οι όψεις,
βλέπεις, οσφραίνεσαι, ακούς,
εγγίζεις, προσεγγίζεις
καταλαβαίνεις έπειτα πέρα απ’ το αισθητό
η αίσθηση είναι όραση του θεϊκού ερέβους
είναι η μυριοπόθητη εικόνα του
φωτός
φωτίζει άπλετα βροτούς που
θέλουν ν’ ανατείνουν
τη σκέψη και το λογισμό πιο
πέρα απ’ το πάθος.
Όμως αφήνονται εκεί, στη σύλληψη του βάθους
αδυνατούνε
να διαβούν τα άπειρα πελάγη
οι αισθήσεις τους πληροφορούν βαθιά το λογισμό
τους
κι αυτό είναι ανάπαυση, θεία πληροφορία.
Καταλαβαίνεις ποια είμαι εγώ,
δεν κάνω τις αισθήσεις. Είμαι η
αιώνια τάξη τους
η θεία επιστασία που απλώνεται
απέραντα
που καθορά αιώνια
ό,τι υπάρχει ένυλα ό,τι
δημιουργείται.
΄Αυλη μητέρα το ένυλου, πνευματική κορώνα
γλίστρησαν κάποιες λάμψεις μου κι έπλασαν τους
άνθρώπους×
τούτοι όμως
οι ταλαίπωροι, λουσμένοι στις αισθήσεις
νιώθουν πως είν’ ελεύθεροι, ηγέτες και αφέντες.
Πλανήθηκαν, θεώρησαν την κτίση ολοδική τους
κι όταν καλέσαν τους θεούς, τους θέλουν υπηρέτες.
Για δες πώς υποφέρουνε, για δες πώς τυραννιούνται
αντέστρεψαν την κάτοψη, την κάναν είδωλό τους.
Άντε να τους μιλήσεις συ, να
τους γλυκομηνύσεις
Ιππότης:
Στάθηκα ακίνητος, βουβός, πάμφωτος, αλλαγμένος
ωεανοί θείου φωτός μπήκαν στα σωθικά μου.
Δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δεν αισθανόμουν πια
της πανδαισίας η σιγή ανάδυε σοφία
η έκσταση του πνεύματος ήταν συμπαντική.
Ξεχύθηκε η σκέψη μου στους κόλπους της Σοφίας
οι αισθήσεις μου απλώθηκαν στου χώρου την αγκάλη
θεία πνοή, θεία σιγή, θεία επιστασία
επλήρωναν το είναι μου, διαφέντευαν το εγώ μου.
Μέσα μου το
χαμόγελο που είναι σμιλεμένο
έβγαινε
έξω, χάνοταν, γινόταν παρουσία.
Πώς αναστήθηκε μεμιάς η θεϊκή ψυχή
που αναχωνεύει άρρητα το κοσμικό μας είναι
σε άρρητη
διάσταση αιώνιας σιωπής;
Ω! το κατανοώ λαμπρά, το νιώθω
φωτισμένα:
Αγάπη είναι η άρρητη ουσία του Παντός
χωρίς μορφή, χωρίς μιλιά, χωρίς υψιβασίες
άδολη, απλή, ανέγγιχτη, αθώα, αγνή, σοφή
πού εισδύει αδιάστατα στο νου και στις αισθήσεις
συνεκτική, παρεκτική, ακένωτη, αιώνια...
Αγάπη, ζωτική πνοή και άπεφθη ουσία
είσαι κρυμμένη μέσα μας και έξω μας, παντού
θνητοί εμείς,
αδύνατοι, εγωιστές, δεσμώτες
ορθώνουμε
τα είδωλα του ανάστροφου εγώ...
Σκιές και οι αρετές μπροστά σου ω αγάπη
μόλις και καταφέρνουνε να σε υμνούν λειψά...
Ω στηθοσκόπι της σιγής, ω άρρητη ανάσα
ανάφλεξε τον κόσμο μας συ πνεύμα θεϊκό.
Κοιμήθηκε η έκσταση, ξύπνησε το εγώ μου
πολιορκήθηκε μεμιάς από το αισθητό.
Κατέβηκε ξανά στη γη, τ’ άστρα με χαιρετούσαν
ο ορίζοντας εστένευε απ’ τις βουνοκορφές.
Άσπρες κι απέραντες κορφές απλώνονταν αιώνιες
πιο κάτω
διαυγή νερά έμπαιναν σε πλαγιές
γοργά ποτάμια χύνονταν με κάτασπρες τις χαίτες
πράσινα και ζωή παντού σκορπούσαν σα σκιές
για να φανούν αργότερα του ήλιου οι θυγατέρες
γοργές, ολόφωτες, απλές, γεμάτες θαλπωρή.
Κατέβαινα απ’ τα βουνά, χαιρόμουν τα οροπέδια
καμάρωνα από μακριά και τους
ωκεανούς.
Ωστόσο δε θα πρόφταινα ν’ αναπαυτώ στο άστυ
νύχτωσε κάπου, βρέθηκα στην παλιά μου φωλιά.
Ανάβλεψα για μια στιγμή είδα τούς Σειληνούς
περίμεναν την έλευση, θέλαν να απαντήσω...
Έπρεπε,
έπρεπε ευθύς να πω τι θα γενώ
τους
έγνεψα αναμονή λίγων στιγμών ακόμη
μα
κείνοι που τοιμάζονταν άρχισαν να κινούν
χέρια και πόδια, πρόσωπο, μάσκες και τις
μαγκούρες.
15. Ηδύς, τραγικός διαμελισμός
Ιππότης:
Με σήκωσαν ευγενικά, με πήγαν στο Θεό
καθώς τριγύρω του έπαιζε μεθυσμένος αυλός
καθώς η θεία συντροφιά έδρεπε τη βακχεία
μαζί με τα
πετούμενα, τα ζώα, τους Σειληνούς.
Οι Σάτυροι ξεφάντωσαν, αντάλλαξαν τις μάσκες
Μαινάδες ολοφύρονταν
κι έσκιζαν τα κορμιά
ολόγυμνων παρθενικών κόρεων αρπαγής
στη χθεσινή επίθεση της νέας αποκριάς.
Ο Διόνυσος μ’ αντάμωσε με πάθος και μανία
σήκωσε χέρια, άρπαξε το σώμα μου σκληρά
γέλασε το χαμόγελο της τραγικής μανίας,
με στήλωσε στον ώμο του κι άρχισε το χορό.
Λικνιζόταν το σώμα μου στις πλάτες του Διονύσου
ράγιζαν οι
αισθήσεις μου στη μέση της γιορτής
σφουγγάρι η σκέψη μου έπιανε τις λέξεις και τους
ήχους
χωρίς ωστόσο να μπορεί να τους αναθωρεί.
Σάρκες γλυκές με σίμωναν, ξάπλωναν με τους βάκχους
θωρούσαν κι απολάμβαναν το νέκταρ της τρυφής
βυθίζονταν συνέχεια στην έκσταση του πάθους
ανασηκώνονταν μεμιάς στο έργο της ορμής.
Γιορτή, τραγούδια, κίνηση, εκστατική μαγεία
να τι υπόσχονταν σε με οι δούλοι του Θεού
του χθόνιου
θεού της θέλησης και της επιθυμίας
της έκστασης της σαρκικής και του μηδενισμού.
Ξέχασα η Σοφία μου, διχάστηκα στο βάθος
της άθλιάς μου της ψυχής με τον πικρό χαμό...
Πώς θα μπορούσα ν’ ανεβώ ξανά στους θείους θόλους
της νέας
μακαριότητας με το πανώριο φως;
Το πνεύμα μου ανέβαινε, η σάρκα μου κρατιόταν
ακολουθώντας το ρυθμό του άπληστου Διονύσου,
σύροντας τις αισθήσεις μου στον
άσεμνο χορό.
Ήταν στ’ αλήθεια θελκτικός ο θόρυβος του δάσους
ανακινούσε μέσα μου τον αισθησιασμό
την πλήρωση, το άναμμα, την έλξη του προσώπου
το άπλωμα της ηδονής, τη στέψη της χαράς...
Αγνάντευα τους Σειληνούς, τις Νύμφες, τις Νεράιδες
ολόλαμπαν τα σώματα, σκιρτούσαν οι καρδιές
αντιλαλούσαν οι ύστερες βαριές επιθυμίες
ο έρωτας ανάδινε σκληράδας ηδονή...
...όμως ο Μέγας Ιερεύς πήγαινε παραπέρα
ροφούσε κάθε απόλαυση και κείτοταν νεκρός
όπως τα γλυκολούλουδα που του ’πλεκαν στεφάνι
όπως τα πεύκα της πλαγιάς που ’κρυβαν το σωρό
του
παντοδύναμου Θεού που ’ξερε να
και ν’ ανασταίνεται ευθύς ως νέος ερχομός
που θα προστάζει άφοβα την καλή συνοδεία
στον κάματο, στο θόρυβο, στη δίνη, στη χαρά.
Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα μαζί με το θεό της
είδα μονάχα
γύρω μου το τσούρμο το μεγάλο
ν’ ανασκουντάει με σπουδή το κοιμισμένο σώμα
που
κείτοταν ανέμελα κοντά στον αρχηγό.
Ξύπνησα, αναθάρρησα, έστησα το χορό
με μία μούσα λυγερή, γυμνή, πανώριας θέας
που μού ’γνεφε από μακριά χωρίς σταματημό.
Χορέψαμε,
μακρύναμε, ξαπλώσαμε στη λόχμη
ο διαβολάκος Σάτυρος κράταγε τον πυρσό
ενώσαμε τα σώματα, τα χείλη και τα σκέλη
γλιστρήσαμε στης ηδονής το μέγα ωκεανό.
Δίπλα μας, παραπέρα μας, ξανάρχιζε η μέθη
το πάθος καταχώνιαζε στην πλήξη της γιορτής
ο Διόνυσος ανάσταινε την πλάση πέρα ως πέρα
η σύντροφός
μου ξύπνησε φρέσκη απ' την ηδονή.
Θέλησα λίγο να στραφώ στον ουρανό της δόξας
να θυμηθώ με έκσταση κείνο το θείο ειρμό
την άφατη υπόσχεση της Μέρας και της Δόξας
της Σοφίας τα δώματα, την άσπιλη χαρά...
΄Ηταν μακριά, πολύ μακριά, δεν έφτανε ο νους μου
το σώμα μου αδύναμο μετά την αρπαγή
λικνιζόταν ολόρυθμο στον ήχο του Διονύσου
οι Σάτυροι περίμεναν, είχαν την προσταγή.
Τότε κατάλαβα ευθύς την τραγική
μου μοίρα
το θλιβερό το διχασμό της
άμοιρης ψυχής
που νοσταλγούσε ξέφωτο: το φως
και την Ημέρα
με άτι ολοπρόθυμο - τέκνο
υποταγής.
Αφήνιασε το άτι μου, έριξε τον ιππότη
τον κατακρήμνισε βαθιά στης γης τους στεναγμούς
που ’ναι γλυκοί, πικροί, σκληροί, γεμάτοι
μαγγανεία
πο
υσιγοτρώνε άρρητα και της ψυχής το νου.
Αφηγητής:
Πώς
θα μπορέσει ο άμοιρος του πάθους και του μάθους
ν’ αναβακχεύσει θεϊκά την έρμη του ψυχή;
Γιατί αφέθηκε άχαρα στη δίνη του ομίλου
μετά τη θεία έλλαμψη στο βάθος της ψυχής;
Αχ να μπορούσε να ’λεγε τι τρέχει, τι συμβαίνει
αχ να
μπορούσε να γενεί αετός της λησμονιάς
ν’ ανέβει τα ψηλώματα, να σχίσει τους αιθέρες
ν’ αναφανεί ακέραιος στα μέρη τ’ ουρανού...
Πίστευε όμως μέσα του πως το άτι θα γιανόταν
έδιωξε την πλανεύτρα του, ανάνηψε δειλά
έκανε πως κοιμότανε, μάκρυνε τους Σατύρους
ετοίμαζε απόδραση στα μέρη τα ιερά.
Ανέμενε, ανέμενε, γνώριζε και την ώρα
ο θόρυβος θα κόπαζε για λίγο στο συρμό
καθώς τα πάγανα της γης θα διασκορπίζονταν
ν’ αφήσουν
το Διόνυσο για λίγο μοναχό.
Ξεκούραζε το άτι του, γυάλιζε φτερνιστήρια
στερέωνε τη σέλα του, κρυβόταν μοναχός
ετοίμαζε την έξοδο στο Φως και στην Ημέρα
ναι! θα’φτανε αγέρωχα στο θείο ουρανό.
Δυνάμωσε η θέληση, θεριώθηκε το πάθος
όλες της
γης οι ανεμελιές του φάνηκαν ζυγός
λησμόνησε το Διόνυσο κι όλη τη συνοδεία
του πάθους και της ηδονής τον άφταστο εσμό.
΄Ομως δεν ήταν σίγουρος· η σάρκα και το αίμα
η όραση, η ακοή, η αφή και η ευωδία
θα ξύπναγαν ολόσωμες, θα γκρέμιζαν το άτι
θα σώριαζαν και της ψυχής τις ιερές πηγές.
Ορθώθηκε,
’τοιμάστηκε, χτύπησε το καμτσίκι
οι
πρώτοι σάλτοι πέρασαν όχθες και λαγκαδιές...
κοιτάει
πίσω του να δει, όλος ο εσμός του δάσους
τον
κυνηγούσε άπληστα με φθόνου ιαχές.
Κείνος χτυπούσε δυνατά, το
δύστυχο το άτι
έβγαζε άναρθρες κραυγές πόνου κι απελπισιάς
πίσω ο εσμός ορύοταν, ξεφώνιζε κατάρες
το άτι κοντοστάθηκε, διχάστηκε σκληρά.
Ο ιππότης κίναε χαλινά, καμτσίκι φτερνιστήρια
χωρίς ωστόσο να μπορεί να φύγει μακριά...
Έφτασαν πρώτοι οι Σάτυροι, οι Σειληνοί κατόπι
και κείνος για να μην πιαστεί, φτέρωσε ολομιάς...
Άρπαξαν τα ποδάρια του, διαμέλισαν το σώμα
νέκρωσαν το κεφάλι του, άδραξαν την καρδιά
καθώς ακούστηκε κραυγή που ’σεισε τον αιθέρα
μπαίνοντας
και στων μακρινών βουνών τα σωθικά:
Ιππότης:
Θεία Σοφία, ουρανοί, απλώστε την καρδιά σας
πάρτε του
έρμου του θνητού τη δύστυχη ψυχή
άσπιλες κόρες του Θεού παρθένες αρετές μας
περιμαζέψτε
μ’ έλεος ό,τι απομένει εκεί
στον τόπο του εγκλήματος, της δίκης και του χάους
όπου η ψυχή ολόδροση ορμάει για κατακτήσεις
όπου η
σάρκα άπληστη διχάζει την ορμή
σπαράζοντας τα σωθικά της άσπιλης ουσίας
γυμνώνοντας τα έσχατα, θολώνοντας το νου
κάνοντας τη θνητή ζωή αιώνια τραγωδία
υψώνοντας τους ιδαλγούς στο ύψος τ’ ουρανού...
Αφηγητής:
Ήρθαν
οι κόρες του Θεού, άγγελοι της Σοφίας
είδαν
το μανιασμένο εσμό να τρώει τον ιππότη
σχίζοντας
και ξεσχίζοντας σάρκες και σωθικά.
Κοίταξαν αδιόρατα, σελάγιζαν το σκότος
μάζευαν ό,τι απόμενε άφθαρτο, ζωντανό.
Σιγανεβήκαν έπειτα στου αιθέρα τα πελάγη
απόθεσαν ευλαβικά το θείο θησαυρό
στου Θεού τ’ άσπιλα δώματα, στους θόλους της
Σοφίας
με άπειρη συγκίνηση και αναστεναγμό.
Διαμελίστηκε λοιπόν ο έξοχος ιππότης
τις σάρκες του τις έφαγαν της γης τα τρωκτικά,
ο τάφος του όμως βρίσκεται μακριά απ’ τούς
θιασώτες
για να μετέχει στης Ζωής τα θεία μυστικά.
4-10-86
Πρόσωπα:
Αυγή
Αφηγητής
Διόνυσος
Ερμής
Ζαρατούστρα
Ημέρα
Ιάσονας
Ιζόλδη
Ιππότης
Οδυσσέας
Προμηθέας
Σάτυροι
Σειληνοί
Σοφία
Περιεχόμενα
1. Είσοδος………………………………Σελ.
2. Εξόρμηση…………………………..
3. Μαγεία………………………………..
4. Αιθέρια άνοδος……………………..
5. Πρώτος αναβαθμός………………..
6. Δεύτερος αναβαθμός………………
7. Τρίτος αναναβθμός –έκσταση…….
8. Αποκαλύψεις της Σοφίας………….
9. Έκσταση του ιππότη……………….
10. Επιστροφή……………………………
11. Προφητείες και λόγοι τιτάνων……
12. Με τα πρώτα παιδιά του Αιώνα…..
13. Τραγική επιστροφή στο δάσος……
14. Όργιο διονυσιακής νύχτας………
15. Ονειρικός περίπατος……………
16. Στη φρίκη του διχασμού………..
17. Ηδύς, τραγικός διαμελισμός…….
Νίκου Μακρή, Ο Διαμελισμός του Ιππότη, ηρωική τραγωδία, εκδόσεις συντροφιά, 1988.
Η λαχτάρα κι ο αγώνας της ψυχής –λόγος ἑαυτοῦ αὒξων, κατά τον Ηράκλειτο- που, κυριαρχώντας πάνω στο σκήνωμά της, -άχθος βαρύ των στεναγμών της, ταφόπετρα των μύχιων λογισμών της- ν’ αναβεί ψηλά, στου Υπερίωνα τη χώρα, είναι η θεματική του βιβλίου αυτού του κ. Μακρή. Εμφανίζοντάς την ως Ιππότη που γεμάτος πάθος και περηφάνια ξεκινάει με άτι και με ηνίοχο το νου –που είναι ικανός να διαφεντεύει με παλμό/ ψυχή και σκέψη/ στην ανεμόσκαλα, στο δύσβατο γκρεμό…, περιγράφει και καταγράφει όλες τις συντυχιές της σ’ αυτή την άνοδό της. Πρώτη τη συνάντησή του με τους Σάτυρους και τους Σειληνούς, που του είπαν να πισωγυρίσει, μ’ αν αποφάσιζε να ‘μενε μαζί τους άγρια ομορφιά, σκληρή απόλαυση/ χαρά και λύπη τον προσμένουν, αφήνοντάς τον με τη δήλωση ότι θα γύριζαν ύστερ’ από δύο μέρες για την απόφασή του. Απόκοντα με την Αυγή, το πρώτο και το τελευταίο χάδι της ημέρας, που τον οδήγησε στην Ημέρα, που οι καρποί είναι γλυκύτεροι από την Αμβροσία, κι απόκοντα στη Σοφία, όψη Θεού, που του ζήτησε να μην επιμείνει να προκαθήσει στο θρόνο της τον ιερό, γιατί της θείας τελειότητας η χαρμονή/δεν είναι των θνητών ημέρα/δεν τους δόθηκε να πάνε παραπέρα/εκεί που το μηδέν γίνεται άβυσσος/ανέκφραστο μυστήριο του πατέρα…Στη συνέχεια, αφού πέρασε από τα δώματα της Αρετής, με τον Προμηθέα που, ξεψυχώντας πάνω στο βράχο, του ζήτησε να γίνει βοηθός του, λέγοντάς του χθόνιος ας είμαι, μα το βασίλειο των θνητών δε λέει να λυγίσει δείχνοντάς του σύγκαιρα το Ζαρατούστρα –των ακρωρειών δραγάτη –που πρόβαλε απ’ την απόκρυμνη κορφή/ωραίος την όψη, αγέρωχος,/νέος και μεθυσμένος που με πολλά που του είπε, του μίλησε και για τη ‘’σκληρότητα’’ που θέλει η ζωή. Ακόμα, με τον Ιάσονα, που οδηγούσε την Αργώ/στις χάρες των αφρών και που ζητώντας του να πισωγυρίσει, γιατί κινδύνευε να πνιγεί, ο Ιάσονας του απάντησε πως η ‘’κρηπίδα’’ της πόλης και του πολιτισμού βρίσκεται στους ισχυρούς της γης. Και απόκοντα με τον Οδυσσέα που, ξέμπαρκος σε κήπο Εσπερίδων/καθότανε κατάκοπος και του είπε λόγια σοφά, σκέψεις βαθιές, σοφίας λογισμό, αφήνοντάς τον με την απόφαση να γύριζε στην πόλη του, στο σπίτι του…για να ζήσει αγνά, απλά σαν της Σοφίας τέκνο. Όμως, περνώντας το δρυμό, έπεσε πάνω στο Σάτυρο και το Σειληνό, που μη έχοντας λησμονήσει το λόγο που τους έδωσε πριν στα ύψη περάσει, βάλθηκαν να τον κατηγορούν ότι η έκσταση των ουρανών δεν είναι αληθινή/γιατί ξεχνάει της γης το φως/τη δύναμη της σάρκας/το σθένος των αισθήσεων,/τη μέθη των μελών και πως η Σοφία της ψυχής είναι το θερμομέτρι. Στη συνέχεια με το Διόνυσο, σ’ ένα μεγάλο γλεντοκόπι που ‘καναν μασκαράδες ντυμένοι δέρματα αρκούδας/και διαλαλητάδες… που τραβολογώντας τον σε μιαν ακρογιαλιά αφού του τραγούδησε τόσο όμορφα, που η μελωδία του ημέρευε, το δάσος το απάτητο, του είπε και αυτός πως η Αυγίτσα, η Ημέρα και η Σοφία που είχε συναντήσει είναι της άυλης της σάρκας τους φαντάσματα σεπτά/που αρνήθηκαν τη φύση τους/πάμπτωχες Εστιάδες… ζητώντας του σύγκαιρα να στοχαστεί, ύστερ’ από όσα είδε, μοναχός του και ν’ αποφασίσει αν θα ‘μενε κοντά του, αλλιώτικα να ‘παιρνε το δρόμο της φυγής. Όμως, ως αποτραβήχτηκε να στοχαστεί τον πήρε ο ύπνος με πλήθος όνειρα κι όταν ξύπνησε είδε δίπλα του τον Σειληνό, που θυμίζοντάς του ότι τον περίμεναν για να δώσει την απάντησή του, τον τράβηξε κατά ‘κει. Ως πορεύονταν θυμήθηκε την Αυγή, την άπεφθη Ημέρα/αγκάλιασε αδιάστατα του κόσμου τη Σοφία που μ’ άλλα πολλά του είπε: Τήξη και πήξη είμ’ εγώ/πύκνωση κι αραίωση της άυλης ουσίας…Όμως, δεν κάνω τις αισθήσεις/Είμαι η αιώνια τάξη του. Απόκοντα βρέθηκε στους ώμους του Διόνυσου που άρχισε να χορεύει, ενώ οι ‘’όμοιροί’’ του, του υπόσχονταν γιορτές, τραγούδια, κίνηση, εκστατική μαγεία. Κι ενώ το πνεύμα του ανέβαινε, η σάρκα του κρατιόταν/ακολουθώντας το ρυθμό του άπληστου Διονύσου, ώσπου έστησε κι αυτός χορό με μια μουσίτσα λυγερή, γυμνή, πανώριας θέας, γλιστρώντας μαζί της στης ηδονής το μέγα ωκεανό. Θέλησε κάποια στιγμή να θυμηθεί της Σοφίας τα δώματα, την άσπιλη χαρά. Όμως, ήταν μακριά, πολύ μακριά, δεν έφτανε ο νους του, επαληθεύοντας το λόγο του Πλάτωνα, ότι λίγες φορές και για λίγες στιγμές η ανθρώπινη ψυχή κατορθώνει να ανυψωθεί στην ‘’ενόραση’’, στη ‘’θεία έλλαμψη’’.
Ηρωική τραγωδία χαρακτηρίζει τούτο το έργο του ο κ. Μακρής. Κι είναι σίγουρα, αφού εμφανίζεται σύγκρουση του ήρωα-ψυχής με το πεπρωμένο του. Το πεπρωμένο κάθε θνητού που έχει αδράξει τη συνείδησή του και τον οδηγεί στην καταστροφή, παρόλο που το υποσυνείδητό του, με τις σκέψεις, τις ιδέες, αισθήματα μιας ολόκληρης ζωής, προσπαθεί μάταια να φέρει αντίσταση. Όπως και με τον ήρωά μας, που στην προσπάθειά του να ξεφύγει από του Διόνυσου τη χώρα και ‘’να ‘φτανε αγέρωχα στο θείο ουρανό’’ τον πρόφτασαν οι Σάτυροι και οι Σειλινοί και τον κατακομμάτιασαν. Άρπαξαν τα ποδάρια του διαμέλισαν το σώμα/νέκρωσαν το κεφάλι του νέκρωσαν την καρδιά/καθώς ακούστηκε… η κραυγή του ζητώντας βοήθεια από τον Ουρανό και η θεία Σοφία: Θεία Σοφία, ουρανοί, απλώστε την καρδιά σας,/πάρτε του έρμου του θνητού τη δύστηχη ψυχή… Η ίδια αιώνια επίκληση του κάθε θνητού την ώρα την κρίσιμη και μεγάλη.
Ακόμα και προσπάθεια ποιητικής έκφρασης πνευματικών ενορμήσεων. Κ’ ειν’ έτσι. Αλλά και μια έκρηξη, μια εκτίναξη, θα ‘λεγε κανείς, μιας φαντασίας πυροδοτημένης μ’ αποστάγματα από βαθιές και πλατιές μελέτες της αρχαιοελληνικής γραμματείας και ξέχωρα της φιλοσοφίας καθώς και της νεώτερης –μαζί κι αυτής του Νίτσε, παρόλο που πολλοί δεν τον παραδέχονται ως φιλόσοφο- καθώς και προσεκτικής μελέτης της επίγειας ζωής και της στάσης της ψυχής. Πέρα και πάνω απόλα πρόκειται για έναν ακεραιωμένο ποιητικό λόγο, άπεφθης μουσικότητας και ρυθμού λέξεων, που λάμπουν από πληρότητα και νοηματική καθαρότητα, φθάνοντας στον ἡδυσμένο λόγο, που θέλει ο Αριστοτέλης για την τραγωδία που τη θεωρεί ως την τελειότερη μορφή του ποιητικού λόγου. Ευθύβολοι στοχασμοί για την αγάπη και την αλήθεια, την αλητεία και την περιπέτεια, την πρόοδο, τον πολιτισμό και τη δύναμη και καίριες επισημάνσεις για τη βάσανο της ψυχής απ’ του κορμιού τα πάθη, που ανταποκρίνονται στο βέλτιστον μιμεῖσθαι βούλεται τῶν νῦν, που κατά τον Αριστοτέλη πάλι πρέπει ν’ αποβλέπει η τραγωδία. Πλήθος και οι παραστατικές εικόνες κι εξαίσιες οι περιγραφές και οι παρομοιώσεις: Η Δύση ολοπόρφυρη/σκόρπαγε τους σαπφείρους/αλάφρωνε τα σύννεφα/τα ‘καν χαρωπά/των λόφων οι πλατιές κορφές/στολίζονταν χρυσάφι/οι άσπρες χαίτες λίκνιζαν την κυανή βροχή. Κι ακόμα: ……ώσπου η σελήνη η αργυρή υψώνονταν ατόφια/σκουραίνοντας ολόστοργα το απαλό της φως/χρυσώνονταν τα πέλαγα, λίκνιζαν οι κορφούλες/το ποταμάκι δεξιά φωτίζονταν κι αυτό/μούσες, νεράιδες κι όμορφες κοπέλες ξεντυμένες/έμπαιναν κι έβγαιναν απλά σαν ίσκιοι του φωτός. Κοντολογίς ένα βιβλίο που τέρπει, συγκινεί και προβληματίζει για τον αγώνα και την αγωνία της ψυχής ν’ αποκτήσει εκείνη την ‘’έλλαμψη’’ που την αποκτά με την απάρνηση της χυδαίας χλιδής των παθών του σώματος και των ψευδαισθήσεων.