βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΜΥΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

                       

Το βιβλίο, εμπλουτισμένο με σημειώσεις και με 120 κείμενα της παγκόσμιας μούσας κυκλοφορεί ήδη απ' τις εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ (τηλ. 2102617648) σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.



ΜΥΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
                           του Νίκου Μακρή   

 Ε ι σ α γ ω γ ι κ ό
Η νέα μας προσπάθεια επικεντρώνεται σε μια κυριότατη α-λήθεια του φιλοσοφικού προβληματισμού, α-λήθεια η οποία δεν προκύπτει, αλλά αναδύεται ευθύβολα, η οποία αγγέλλεται με τους πρώτους φιλοσοφικούς διαλογισμούς, με τη διαπορία, με το θαυμασμό, με την έκπληξη. Δεν αγγέλλεται απλά, αλλά ακολουθεί το διαπολιτισμικό φιλοσοφικό οδοιπορικό και αναλάμπει συνεχώς φωτίζοντας όλα τα πεδία της φιλοσοφικής έρευνας.
Εννοούμε τη μυστική, το μυστικό στοιχείο, όπως συνηθίζεται να λέγεται, τη θέση του στην ίδια τη λειτουργία της σκέψης, κάτι που το καθιστά οικουμενικό, γιατί ό,τι λειτουργεί δημιουργικά στη φιλοσοφία ενδημεί στην ίδια την ανθρώπινη φύση, στη σκέψη και προφανώς σε όλα τα στάδια διάπτυξής της. Ο όρος μυστική προέρχεται απ’ το μύω (κλείνω τα μάτια) και αναφερόταν στους μύστες των αρχαίων κυρίως μυστηρίων, δε όσους αναζητούσαν στα θρησκευτικά μυστήρια την κοινωνία τους με τον όντως κόσμο, κάτι το οποίο θα τους εξασφάλιζε την αθανασία. Αργότερα μύστες ονομάζονταν και οι μυούμενοι, αλλά στο φιλοσοφικό χώρο ο όρος έχει προσλάβει άλλη φορά πέραν της θρησκευτικής και τείνει να δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσλαμβάνει και αναγνωρίζει την αλήθεια τόσο του εαυτού του, όσο και των πραγμάτων σε όλες τις βαθμίδες της γνώσης και του συνειδητού βίου.
Θα δούμε πως δεν υπάρχει πνευματική λειτουργία, ανθρώπινη λειτουργία, για να είμαστε ακριβέστεροι, χωρίς τη μυστική διόραση του αληθεύοντος νοήματος. Δεν εννοούμε βέβαια τις ‘’μυστικιστικές’’ εξάρσεις, τους αλογισμούς και τους παραλογισμούς με τους οποίους κάποιοι συνδέουν τη μυστική. Εννοούμε το νηφάλιο λογισμό με τη διαυγή περίσκεψη σε όλες τις διεκφράσεις του πνεύματός μας. Τολμάμε μάλιστα να πούμε πως όσοι αγνοούν ή αρνούνται τη μυστική στη φιλοσοφική δημιουργία βλέπουν μυωπικά και αποπροσανατολίζονται, όσο κι αν επικαλούνται τη συνέπεια και την καθαρότητα του ‘’ορθού’’ τους λόγου.
Ο περίπλους μας ο οποίος αποτελεί ένα επιπλέον βήμα στη μακρόχρονη φιλοσοφική μας προσπάθεια περιορίζεται ουσιαστικά στο φιλοσοφικό λόγο, αλλά προϋποθέτει κάτι χωρίς το οποίο δε θα ανέτελλε η φιλοσοφία. Εννοούμε τα προφιλοσοφικά στάδια ανέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως τα συναντάμε σε όλες τις κουλτούρες και πολιτισμούς. Τόσο στον προμυθικό άνθρωπο, όσο και στον μυθικό, συναντάμε το μυστικό στοιχείο και αυτό μας προσανατολίζει ως προς την ενότητα του ανθρωπίνου πνεύματος.
Βαθύτερη όμως θέα  μάς ικανώνει να υπερβούμε τα στεγανά των σταδίων, τα τόσο γνωστά στεγανά που είχαν εσφαλμένες αφετηρίες. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος εκφράζεται και κάθε μορφή έκφρασής του δε μπορεί παρά να είναι συμβολική. Νεύματα, κινήσεις, ενέργειες, φθόγγοι, γλώσσα, οδηγούν στο εκμυθεύειν-λέγειν, κατά τρόπο που κάθε εκφραστό είναι οπωσδήποτε συμβολικό επειδή ακριβώς παραπέμπει όχι στον τύπο τού εκφράζεθαί του, αλλά στο αναδυόμενο νόημα. Σχετική βέβαια κάθε μορφή έκφρασης παραπέμπει στο εκφραζόμενο νόημα. Αυτό είναι βασικά το κύριο χαρακτηριστικό του μύθου, του μυθικά εκφράζεσθαι, της εκμύθευσης.
Μύθοι, παραδόσεις, αφηγήσεις, ανθρωπογονίες, κοσμογονίες, θεογονίες, στοιχεία διάσπαρτα σε όλο το μυθικό σύμπαν των λαών, αγγέλλουν το νόημά τους και όσο πιο μεγάλη εμβάθυνση επιτελείται, τόσο το πλέγμα των θαυμασίων καθαίρεται και εκεί ανακαλύπτουμε τη μυστική του μύθου, το ανέκφραστο νόημά του, τη συμβολική του φορά. Σε αυτό ακριβώς το στάδιο το θρησκευτικό κυρίως φαινόμενο έχει και φιλοσοφική σπουδαιότητα, δεδομένου ότι απ’  τη μήτρα του και απ’  το επαναστατικά εκλεπτυσμένο πνεύμα του ανέτειλε η φιλοσοφία.
Ωστόσο, αποφεύγουμε να σχηματοποιήσουμε και να εξαπλουστεύσουμε τις αναζητήσεις του ανθρώπου καταφεύγοντας σε κλίμακες και σε στάδια και οδηγούμαστε σε κάτι που θα όφειλε να είναι αυτονόητο: Ο άνθρωπος που ανερευνά, τείνει να εμβαθύνει και συναντάμε όντως αποκλυπτικές στιγμές οι οποίες βεβαιώνουν ως προς την ενότητα της πνευματικής αναζήτησης. Απορίες, αξίες, προβληματισμοί, ορθώνουν το μύθο, τη θρησκεία, την τέχνη, το στοχασμό, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την τεχνική, κ.ο.κ., και στο βάθος αυτών των ‘’ετερογενών’’ αναζητήσεων και επιτεύξεων, τείνουμε να ιχνεύουμε τη σταθερά του πνεύματος κατά τρόπο που και στο μύθο, και στη θρησκεία, και στην τέχνη, και στην επιστημονική έρευνα, μακριά από παλαιά και νεόκοπα μυθολογήματα, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, πλάνες, διακρίνουμε ψήγματα και ψιθύρους, στοχασμούς και προβληματισμούς που έχουν βαθύ φιλοσοφικό νόημα και μυστικές ελλάμψεις.
Προσπαθήσαμε να δείξουμε αυτήν την αλήθεια σε παλαιότερα κείμενά μας και γι’  αυτό, στις σελίδες που ακολουθούν, θα περιορισθούμε στο φιλοσοφικό χώρο. Για να υπάρχει όμως όσο το δυνατό μεγαλύτερη σαφήνεια και αλήθεια, η προσπάθεια είναι απόλυτα σαφής. Καταδεικνύεται η ενότητα της μυστικής και ο τρόπος με τον οποίο διεμβολίζει την ανθρώπινη σκέψη και σε άλλες μορφές έκφρασής της, πέραν της φιλοσοφικής. Αυτό όμως επιτελείται με αμιγώς φιλοσοφική διάθεση.
Θα ανακαλύψουμε έτσι την εγγύτητα που υπάρχει ανάμεσα στην υψηλής πνοής θρησκευτική μυστική με τη φιλοσοφική, αλλά και την απόσταση, γιατί θα ήταν σφάλμα να κάνουμε λόγο για μείξη ή και ταύτιση.
Θα δούμε πως οντολογία, ηθική, λογική, αισθητική, θετική γνώση, στην καταπλήσσουσα πολυμορφία τους, διαπλέκονται χωρίς να συγχέονται, θεωρούνται ενιαία χωρίς να καταλήγουν στο μονισμό. Αναδύεται έτσι μια ‘’ένδον’’ πληροφορία η οποία συνιστά μια έστω και ακροθιγή γεύση πληρότητας, κοινωνίας με το μύχιο είναι μας.
                                                *
Δεν οδηγούμαστε σε καμιά σύνθεση που άγει σε κλειστό σύστημα, κάτι εκ των προτέρων μάταιο και φιλοσοφικά αδόκιμο. Μακριά από συστηματοποιήσεις και κοντά στις εκζητήσεις της πανανθρώπινης ψυχής, διαβλέπουμε αλήθειες οι οποίες θα ήταν απλά σχήματα και σκιές, αν δεν αποκρίνονταν, αν δε συναντιόνταν με το μύχιο εγώ μας, με ότι αποτελεί τον αρμό ενότητας του ανθρώπου, του κοσμανθρώπου γενικότερα.
                                                *
Πλοηγούμαστε καταρχήν στο εύρος του οντολογικού, στα μεγάλα οντικά προβλήματα και αναζητήσεις, στο συνέχεσθαι των ριζικών πνευματικών μας λειτουργιών και ανα-προσλαμβάνουμε θέσεις μας όχι επαναληπτικά, αλλά υπό το πρίσμα της έρευνές μας. Συνακροώμεθα με τους μεγάλους στοχαστές τον ψίθυρο της πανανθρώπινης ψυχής και διαπιστώνουμε την ενότητα εκείνων των καταλληλοτήτων μας οι οποίες καθιστούν την ‘’τυφλή’’ αμεσότητα συνειδητό λέγειν με όλους τους περιορισμούς του, αλλά και με το σαφές νόημά του. Σε αυτήν την προσπάθεια αναγιγνώσκουμε το μυστικό το οποίο και αναλύουμε ένδοθεν και όχι ως αντικείμενο, ως νοητή υπόσταση, ως ιδέα, κ.ο.κ.
                                                *
Φθάνουμε έτσι στο ηθικοδιανοητικό είναι, στην ενότητα λόγου και συναισθήματος, στη συμπληρωματικότητά τους η οποία φωτίζει τη μυστική υφή τόσο του λόγου, όσο και του συναισθήματος.
Παρόμοια προσέγγιση όμως οδηγεί σε μία αιώνια αφετηρία, στην ουσιαστική πηγή στοχασμού, στην οικουμενικότητα των καταγωγικών-δημιουργικών καταστάσεων απ’  τις οποίες αναδύεται κάθε ανθρώπινη δημιουργία. Εννοούμε το πνεύμα της διαπορίας, του θαυμασμού, της έκπληξης, της εκστατικής (όχι εκστασιακής) έκπληξης, της καθαρότητας, της αφέλειας κ.ο.κ.
Συνειδητοποίηση αυτού του συμβαίνοντος  αγκαλιάζει αναδημιουργικά τους προβληματισμούς των προηγούμενων κεφαλαίων και οδηγεί ‘’κυκλικά’’ και ‘’ευθύβολα’’ στο πνεύμα της παρουσίας-μαρτυρίας υπό το φως της πληρωμένης ωραιότητας που είναι το κάλλος και οι διεκφράσεις του  στον έγκοσμο έγχρονο βίο.
                                                *
Αναβλέπουμε κάτι σημαντικό, αφού οι πρώτες μας επισημάνσεις στο αρχικά κεφάλαια, επισημάνσεις που αναφέρονται στην οντολογία της αίσθησης, της αντίληψης, της φαντασιακός χωροχρονικότητας, του έγχρονου κ.ο.κ., βρίσκουν τη δυναμική τους στο ηθικοδοανοητικό είναι και στις πρωτοφανείς διεκφράσεις του που στέκουν ως αειγενής αφετηρία.
                                                *
Μια φιλοσοφική προσπάθεια με πυρήνα τη ‘’σχέση’’ μυστικής και φιλοσοφίας οφείλει να συμβουλεύεται πηγές και κείμενα, μαρτυρίες οι οποίες άφησαν ζωντανά ίχνη στην ιστορία του πνεύματος. Οι όποιες διαπιστώσεις, είτε εξάγονται απ’  τις κύριες σελίδες της σπουδής μας, είτε απ’  τα ‘’Κείμενα’’, δε βρίσκονται απλά σε γραπτά μνημεία και σε θεωρήσεις, αλλά εκφράζουν τις αναμονές, τα βιώματα, τους λογισμούς, τα συναισθήματα της ανθρώπινης ψυχής. ‘’Εκεί’’ κρίνεται η α-λήθεια και αυτό απαιτεί ‘’απόδραση’’, υπέρβαση δηλαδή της πλαστής φαινομενικότητας με τις ειδωλικές φαντασιώσεις του λόγου και του συναισθήματος. Συμβουλευόμαστε βέβαια τη διαπολιτισμική πορεία αλλά αυτό δε σημαίνει άκριτη αποδοχή απόψεων, όσο σημαντικοί και αν είναι οι εκφραστές τους. Και σε περίπτωση διαφωνίας μας όμως, υπάρχουν οπωσδήποτε εναύσματα που ανοίγουν τις θύρες γονιμότερων προβληματισμών.
Μια γνήσια επομένως φιλοσοφική μαρτυρία ή, για να είμαι ακριβέστερος, κάθε πνευματική προσπάθεια που αναζητεί τη διαλανθάνουσα αλήθεια, οφείλει να εκφράζει πανανθρώπινες αξίες με σώφρονα λογισμό ο οποίος διεμβολίζει ειρηνικά και συνάδει με το διαλανθάνον νόημα που δεν έχει ιδιοκτήτη, αλλά που είναι κοινό.
Ας σημειώσουμε επίσης ο περίπλους μας αναφέρεται σε ένα κομβικό πρόβλημα όχι μόνο της φιλοσοφικής αναζήτησης, αλλά κάθε πνευματικής αναζήτησης, για να κυριολεκτούμε• δεν έχουν δοθεί απαντήσεις, παρά το ότι η παρουσία του επισημαίνεται χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε σε συνέχεια παλαιότερων σχετικών μελετών μας (Τα Μεταφυσικά Θεμέλια της Μυστικής, Συντροφιά, 1979, Β΄ έκδοση, Δρόμων, 2006 •Μεταφυσική του Πνεύματος της Παιδικότητας, Δωδώνη, 1983, Αμεσότητα και Εξωτερικότητα, Συντροφιά, 1987, •Λειμωνάριον, Τήνος, 1984), κ.α. Αναφέρουμε επίσης το δίτομο έργο μας •Η Καταγωγή των Θρησκειών, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1983, 1256 σελ., στο οποίο καταγράφεται η πανθρησκευτική μυστική (ως θεωρητική μυστική και ως μυστική εμπειρία με πλήθος κλασικών κειμένων). Στην παρούσα μελέτη κύριος μοχλός είναι η μυστική στη φιλοσοφική σκέψη αλλά, αναπόφευκτα γίνεται συχνά προσφυγή στη θεωρητική μυστική και ελάχιστα στη μυστική εμπειρία για να καταφανούν τυχόν συναντήσεις και συγκλήσεις χωρίς να γίνεται ταύτιση ή μείξη.
Υ. Γ. Οι παραπομπές (Παραπομπές-Σημειώσεις) που αναφέρονται στα Κείμενα Μυστικής και Φιλοσοφίας συμβολίζονται με το Κ και τον αύξοντα αριθμό των ίδιων των Κειμένων.



         






Ι
Η ριζική α-λήθεια. Η ευρύτητα της οντικής μαρτυρίας
(Μεταφυσική της αίσθησης, της αντίληψης, της χωροχρονικότητας, του λόγου, της φαντασίας, του συνεχούς, του ασυνεχούς)

Υπάρχει σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας μια υποβόσκουσα ερώτηση χωρίς την οποία δεν εκκολάπτεται δημιουργικά ο φιλοσοφικός θαυμασμός, η διαπορία.
Σε τι συνίσταται αυτή η ριζική ερώτηση η οποία ποτέ δε θα υπερβαθεί, καθόσον η φιλοσοφική έρευνα δε θέτει ποτέ τελεία και παύλα στους προβληματισμούς της, στα αξιώματά της, στα θεωρήματά της, οσοδήποτε ισχυρά και γόνιμα και αν φαίνονται ή είναι; Αυτό εξάλλου δηλώνει και η ιστορία της Λογικής, των μεγάλων δηλαδή λογικών σχολών οι οποίες βέβαια προϋποθέτουν μια γνωσιολογία, κάτι που επάγει οπωσδήποτε την οντολογία.
Ήδη, προσανατολιζόμαστε και προχωρούμε στην αναζήτηση της ριζικής αλήθειας: Η οντολογία βρίσκεται στη βάση κάθε φιλοσοφικής αναζήτησης και μάλιστα πέρα από κάθε οντολογισμό ή ουσιοκρατία. Η παλαιά ερώτηση τί τό ν; διαρκεί και τρέφει υπόδηλα όλες τις μεγάλες φιλοσοφικές προσπάθειες και αυτό είναι πασίδηλο.
Ωστόσο, το οντολογικό πρόβλημα αναδύεται απ’ το δεσμό  (κοινωνία θα ήταν ο πιο εύσχημος τρόπος) αίσθησης και αντίληψης. Ας σημειωθεί πως ο όρος κοινωνία δηλώνει το φιλοσοφικό παράδοξο του οποίο υποφαινόταν στον κοινό λόγο των ανθρώπων πριν τη διατύπωση των μεγάλων φιλοσοφικών προβληματισμών. Η κοινωνία δηλώνει ταυτόχρονα την πολλότητα και την ενότητά της, διενώνει την ενότητα με το απόλυτο νόημα.
Ακριβέστερα και σαφέστερα: Με την αίσθηση κοινωνούμε με τον αισθητό κόσμο, με τα αισθητά δηλαδή. Τίθεται επομένως το ερώτημα το σχετικό με την οντολογική φύση των αισθητών πραγμάτων: Έχουν τα αισθητά πράγματα (όντα;) οντολογική υπόσταση; Πώς τα συλλαμβάνουμε, πώς τα εννοούμε: ως ενότητα ή ως πολλότητα;
Ίσως όμως αυτές οι ερωτήσεις παρακάμπτουν ή δεν υποψιάζονται κάτι το πρωταρχικό με συνέπεια να εκτρέπονται ή να οδηγούν σε εσφαλμένες θεωρήσεις.
Λέμε πως παραθεωρούν κάτι πρωταρχικό, ένα άμεσο δεδομένο, ένα εσαεί συμβαίνον, μια αέναη πληροφορία. Όταν κάνουμε λόγο για τα αισθητά, για το αναρίθμητο πλήθος τους, προϋποθέτουμε το νυπόθετον, για να χρησιμοποιήσω έναν πλατωνικό όρο, ένα είδος γένους γενικωτάτου (αριστοτελικός όρος), για μια απόλυτη ολότητα, για το απόλυτο το οποίο διαθλάται σε κάθε αισθητό μέγεθος.
Ιδού τι ανακύπτει: Μιλάμε για αισθητά μεγέθη τα οποία είναι φθαρτά, μεταβλητά, κινητά, τμητά και γνωρίζουμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε πως κάθε φθαρτό είναι μεταβλητό, κινητό, κ.ο.κ. Όλος αυτός ο κόσμος των αισθητών μορφών που μεταβάλλεται συνεχώς προδίδει τη νόησή μας και τη συγκεκριμένη μας αντίληψη (εννόηση) σε κάθε περίπτωση. Πώς όμως;
Ποια η απόσταση ανάμεσα σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος και στην εννόησή του η οποία είναι συνειδησιακή, προσωπική; Πού βρίσκεται η οντολογική θεώρηση με βάση την οποία γνωρίζουμε: στα αισθητά, στην αίσθηση ή στην αντίληψη;
Είναι φανερό πως οι όροι αίσθηση, αισθητά, αντίληψη είναι γενικότατοι όροι, οικουμενικοί δηλαδή, απόλυτοι. Το απόλυτο όμως είναι ταυτό, αμερές, συνεχές, άπειρο, άχρονο. Αυτό συνιστά την αρχή της ταυτότητας και εδώ οφείλουμε να δούμε αν πρόκειται για ατρεμή οντολογική αλήθεια ή για κενά λόγια. Θα το δούμε όμως μόνο αν παύσουμε, παρασυρόμενοι από τρέχουσες συνειρμικές παραστάσεις, να θεωρούμε αυτούς τους όρους ‘’αντικειμενικά’’, ερήμην ημών δηλαδή που ίστανται κάπου. Συνιστούν το κυρίως είναι μας.
Ο νους μας πάει στο χώρο, σε ό,τι καταπόνησε και καταπονεί τη φιλοσοφική αλλά και την επιστημονική συνείδηση. Είναι βεβαιότητα πως ο λεγόμενος χώρος είναι αμερής, αντιληπτός (και όχι αισθητός), άπειρος και πως καταργεί πάραυτα την απόσταση εσωτερικού και εξωτερικού, πως δεν είναι παρά η απόλυτη νόηση η οποία ούτε ορίζεται, ούτε δείχνεται, ούτε περιγράφεται. Είναι το απόλυτο είναι μας-είναι του κόσμου και έτσι αναδύεται κάτι το εξαιρετικό. Δεν είναι με κανένα τρόπο αντικείμενο παράστασης, αλλά αρχή κάθε παραστατικής θεώρησης που αναφέρεται σε κάθε πεπερασμένο.
Το μη δείξιμο, το μη περιγράψιμο, το μη οριζόμενο, το μη παραστατό, είναι πρωτογενής, αειγενής πληροφορία, άρρητο, ανέκφραστο. Είναι η αρχή, η ζωή, το απόλυτο το οποίο νοηματοδοτεί κάθε σχετικό, μερικό, αποσπασματικό. Νοείται απολύτως και αυτό το πιστοποιούμε όταν προσπαθούμε να εννοήσουμε, να αντιληφθούμε οτιδήποτε σχετικό, κινητό, συγκεκριμένο φθαρτό. Αντιλαμβανόμαστε σε αυτή μας την προσπάθεια πως ζούμε σε κοινωνία με τα αισθητά μεγέθη, πως κοινωνούμε με αυτά, τουλάχιστον ως σωματικές, φθαρτές, κινητές υπάρξεις. Δεν πρόκειται για καινοφανή θέση, για κάτι το οποίο πρωτοδιατυπώνεται, αλλά για παναλήθεια η οποία διαφαίνεται σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν προσέξουμε, αν συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο.
Κοινή μας διαπίστωση με την πρώτη ματιά είναι πως φθειρόμαστε, πως μεταβαλλόμαστε, πως αυξανόμαστε κ.ο.κ., το έγχρονό μας δηλαδή, ό,τι αποκαλούμε χρονικότητα και αυτή η διαπίστωση μπορεί να είναι όντως αποκαλυπτική. Υπάρχει βέβαια και το ερώτημα το σχετικό με τη αλήθεια των μεταβολών: Είναι οι τελευταίες κάτι το πραγματικό ή αυταπάτη, ‘’δοξασία’’ κατά τον Ελεάτη; Πώς συλλαμβάνουμε το πολυποίκιλτο των μεταβολών, των αλλαγών, των παλιγγενέσεων  που είναι όλες διαφορετικές μεταξύ τους χωρίς την προδεδομένη άχρονη συνέχεια που καθιστά δυνατό το χρονίζεσθαι; Η άχρονη φύση των πραγμάτων επομένως είναι η κοινή απόλυτη φύση τους, η ταυτότητά (αρχή της ταυτότητας, οντολογία) τους που καθιστά εννοητή την ενότητά τους, το συνυπάρχειν δηλαδή των διαφορετικών (αρχή της ετερότητας, λογική) αισθητών που οφείλεται στο κοινό τους είναι, την ετερότητά τους και αυτό ακριβώς οδηγεί στη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας η οποία αναδύει όλες τις λογικές κατηγορίες ανεξαρτήτως σχολών.
Είμαστε επομένως έγχρονοι, αλλά συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασής μας προϋποθέτει και υποδηλώνει το άχρονό μας το οποίο είναι απόλυτο. Αυτή η διαπίστωση θέτει σε δεινή δοκιμασία την ευθύγραμμα χωροχρονικότητα και μας οδηγεί σε νέα θεώρηση: Το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον με τις ποικίλες διαβαθμίσεις της αντιληπτικότητας δεν εκτείνεται σε ένα χωροχρονικό συνεχές, είναι ουσιαστικά αδιάστατο, καθό πνευματικής φύσης. Πνευματικής φύσης επειδή ο όρος ύλη είναι αδόκιμος (και οι υλιστές αδυνατούν να πουν τι είναι ύλη και αρκούνται στις ‘’ιδιότητές’’ της) και συνέπεια μυθικών αντιλήψεων που έδωσαν την prima materia. Αληθινή προσέγγιση μας οδηγεί στις αισθητές ποιότητες οι οποίες είναι αναπόφευκτα ενεργήματα του πνεύματος, αν η αίσθηση είναι πνευματική λειτουργία.
Αρνούμαστε όμως την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου; Δεν αρκεί να θυμίσουμε έγκριτους φιλοσόφους οι οποίοι ομολόγησαν τουλάχιστον πως είναι αδύνατη η απόδειξη ύπαρξης εξωτερικού κόσμου. Οφείλουμε να πούμε πως αρκετοί θεοσοφίζοντες στοχαστές παραπέμπουν στην εξωτερικότητα για να δείξουν το ενεργείν του απολύτου, αλλά αυτή η προσφυγή είναι δέσμια  πανάρχαιων κοσμογονικών δοξασιών οι οποίες δεν αντέχουν σε σοβαρή φιλοσοφική κριτική. Αντί του ασαφούς όρου εξωτερικότητα προτιμάμε τον όρο αισθητός κόσμος. Οφείλουμε ωστόσο να προχωρήσουμε βεβαιώνοντας πως τα αισθητά πράγματα τα βλέπουμε, τα αγγίζουμε, κοινωνούμε αισθησιοαντιληπτικά μα αυτά. Το ερώτημα συνίσταται στο να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν, το τρέπεσθαί τους, το είναι των τροπών τους, αλλά, πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να διαπιστώσουμε κάτι που προηγείται κάθε διαπίστωσης.
                                                *
Επειδή ο κόσμος μας δεν έχει όρια, όριό του είναι κάθε αισθητό μέγεθος, αφού όλα έχουν κοινά αφετηριακά γνωρίσματα. Δε μπορούμε επομένως να αναζητάμε κάτι έξω ή πέραν του κοσμικού συμβαίνοντος (έχουμε πει πως οι όροι οι όροι έξω, μέσα, οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί και πως η γλώσσα γενικά έχουν συμβατικό χαρακτήρα, δεν ακριβολογούν, αλλά τείνουν να εκφράζουν κάτι σχετικό που εκφράζει κάποιο νόημα νοούμενο απολύτως), δε μπορούμε επίσης να βγούμε έξω απ’ τον κόσμο παρά δημιουργώντας φαντάσματα. Υπ’  αυτό το πνεύμα η φράση μέσα στον κόσμο είναι αδόκιμη και υπόκειται στο συμβατικό χαρακτήρα της γλωσσικής έκφρασης.
Πώς επομένως θα προσδιορίζαμε τον αισθητό κόσμο στον οποίο μετέχουμε ως ένσαρκοι;
Αν προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στην κίνηση, πορεία, μεταβολή ενός αισθητού μεγέθους, ενός ζώντος οργανισμού κ.ο.κ., η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργείται είναι παραπλανητική. Δημιουργούμε το είδωλο του χώρου στο οποίο στο οποίο λαμβάνει χώρα μια ευθύγραμμη, πλάγια, παλινδρομούσα κ.ο.κ. κίνηση και έτσι ισχυριζόμαστε πως στο χώρο τελούνται όλες οι κινήσεις και οι μεταβολές των πραγμάτων.
Προσεκτικότερη όμως θεώρηση ανατρέπει το χωροχρονικό κοσμοείδωλο και αυτό επιτυγχάνεται με επιστράτευση του ό,τι υπνώττει. Εννοούμε την αντιληπτική φύση της αίσθησης η οποία μόνο φαντασιακά συνειδητοποιείται. Έχουμε πει κάτι στο οποίο θα εμβαθύνουμε και μάλιστα στο πλαίσιο αυτής της σπουδής.
Λέμε πως στη χωροχρονική περιγραφή αντιτάσσουμε τη φαντασιακή χωροχρονικότητα χωρίς να ‘’εσωτερικοποιούμε’’ το ‘’χώρο’’, κάτι που θα ήταν απλή αντιστροφή με την ίδια πάντα βάση.
Ας προσεγγίσουμε. Όταν λέμε φαντασιακό εννοούμε ό,τι τελείται στη φαντασία, αλλά τι είναι φαντασία ώστε να γνωρίζουμε το φαντασιακό; Η φαντασία δεν ορίζεται ως αντικείμενο: Προϋποτίθεται ως εσαεί αφετηρία, ως απόλυτη πραγματικότητα, ως αρχέγονη λειτουργία που ταυτίζεται με τη νόηση, με το ανθρωποκοσμικό μας είναι και που φανερώνεται σε κάθε συγκεκριμένη αντίληψη στην πρόοδο, εξέλιξη και ποικίλες διαπλοκές του αισθητού. Αυτή η χρονικότητα, η συγκεκριμένη χρονικότητα κάθε πράγματος νοείται συνεχώς ως φαντασιακή συνέχεια, καθιστά το χρόνο όχι ομογενή, αλλά συνεχή. Στο βάθος κάθε χρονικής διαδοχής ενοικεί η φαντασιακή συνέχεια ως μαρτυρία του αεί όντος σε κάθε συγκεκριμένο φαίνεσθαι. Η έγχρονη φαντασία μας επομένως είναι το άρμα του πνεύματός μας κατά τρόπο που ό,τι βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε, δεν είναι παρά αντιληπτό, φαντασιακά αντιληπτό, κάτι που σημαίνει άυλο, μη διαστατό, αφού δεν υπάρχουν ποτέ σταθερές ‘’διαστάσεις’’ εξαιτίας της αέναης αλλαγής. Ό,τι συνιστά το είναι της έκτασης, του όγκου κλπ., είναι η νοητή τους φύση που καταμετρείται πνευματικά, με τα μαθηματικά σύμβολα  και παραστάσεις. Και εδώ όμως δεν υπάρχει ακρίβεια απόλυτη γιατί συμβαίνει το εξής: Αν όλα μεταβάλλονται, φέρουν ως μαρτυρίες ίχνη του απείρου είναι τους στο εσαεί θνήσκον φαίνεσθαί τους. Αν προσέξουμε αυτή τη διαπίστωση, ανατρέπουμε κεκτημένες πλάνες και τρεπόμαστε στο αληθεύον: Ό,τι αισθητό είναι νοητό και ό,τι νοητό είναι αισθητό, ή φανερώνεται αισθητά με απαραίτητο μέτοχο-κοινωνό τη φύση μας, το ανθρωποκοσμικό μας είναι. Τίποτε δεν εντοπίζεται σε ένα σταθερό και αμετακίνητο τόπο, και, όταν αυτό το ζούμε, βεβαιωνόμαστε ως προς τη φύση του αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι, ως προς την οντική φύση του υπάρχειν μας. ‘’Εκεί’’ τελείται το συμβαίνον.
Αυτό σημαίνει πως τα αισθητά γίνονται νοητά και αντιληπτά μόνο φαντασιακά. Αρχεγόνως ως προς το κοινό απόλυτο είναι τους και εγχρόνως ως προς το φαίνεσθαί τους. Δεν υπάρχει όμως διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αρχέγονο (άπειρο, απόλυτο) και στο έγχρονο-υπάρχον. Το υπάρχον, το αισθητό, συνιστά ρητή μαρτυρία του άρρητου (συμπληρωματικότητα) και δεν είναι υπαρκτό χωρίς τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση (συμπληρωματικότητα αίσθησης και αντίληψης), και αυτό δηλώνει πως το υπάρχειν του τηρεί και τηρείται απ’  το είναι του.
Το ερώτημα όμως παραμένει, όσο κι αν η εννόηση των πραγμάτων είναι πνευματική. Τι δείχνουν οι αριθμοί απ’  τις μικρές μέχρι τις διαστημικές αποστάσεις; Απέχουν ή όχι τα πράγματα μεταξύ τους, δημιουργούν διαστημικούς-εκτατούς συσχετισμούς; Είναι το υπάρχον εκτατό με άλλα λόγια; Κινδυνεύουμε να αρνούμαστε παραδόξως τον κοινό νου ο οποίος όμως παραδίδεται στο φαίνεσθαι και εξαντικειμενικεύει ειδωλικά.
                                                *
Θα το δούμε, αν παρεμβάλουμε κάποιες απαραίτητες σκέψεις. Κάνουμε συνεχώς λόγο για συγκεκριμένα αισθητά χρησιμοποιώντας γενικούς όρους, όπως αισθητό, θνητό, μεταβλητό, κινητό, κοινούς όρους χωρίς τους οποίους δεν είναι δυνατή καμιά συγκεκριμένη αίσθηση ή αντίληψη. Το αισθάνεσθαι, το αντιλαμβάνεσθαι ως γενικοί όροι είναι αδιανόητοι χωρίς τα συγκεκριμένα πράγματα και οδηγούν σε μια νέα διαπίστωση: Κάθε συγκεκριμένο γίνεται αντιληπτό με βάση το καθολικό, το οικουμενικό. Πράγμα που σημαίνει:
i.                   Το απόλυτο-οικουμενικό-άπειρο κ.ο.κ. (ταυτολογούμε) είναι όρος και προϋπόθεση κατανόησης του συγκεκριμένου-τμητού-θραυστού-μεταβλητού (ταυτολογούμε).
ii.                 Το συγκεκριμενο είναι νοητός τόπος εμφάνειας του καθολικού.
iii.              Καθολικό και συγκεκριμένο, απόλυτο και σχετικό συλλειτουργούν και γι’  αυτό δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή.
Ζούμε το σχετικό το οποίο δεν είναι απλά νοητό, αλλά και ισχύον.
Υπ’  αυτό το πνεύμα, όροι όπως εκτατό, διαστατό, κινητό είναι νοητές αλήθειες οι οποίες δεν τελούνται ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας, αυτές οι εκφράσεις είναι παραπλανητικές. Υπ’ αυτό το πνεύμα, το βιβλίο που ανοίγω, η τριανταφυλλιά την οποία κλαδεύω, η βροχή την οποία δέχομαι και τόσα άλλα που μου συμβαίνουν, δεν έχουν στατικό τρόπο, δεν κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ. έξω μου ή μέσα μου, αλλά κοινωνώ μαζί τους και αυτή η κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς τη φαντασιακή χωροχρονικότητα. Αυτό σημαίνει πως τα αισθητά υπάρχουν στη φαντασιακή μου χωροχρονικότητα που δε δείχνεται πουθενά, αλλά που λειτουργεί. Το ενεργείν προηγείται του σκέπτεσθαι, το αγγέλλει, το εγκλείει, το αναδύει. Χωρίς αυτήν την όντως υπαρξιακή αλήθεια και χωρίς αναγκαία προσφυγή στους ‘’υπαρξισμούς’’ κάθε σκέψη ή στοχασμός είναι είδωλο του εαυτού του, σκιά η οποία κρύβει την αλήθεια.
                                                *
Βέβαια, η φαντασιακή χωροχρονικότητα δεν είναι παραστατή στο είναι της, μας προφθάνει, αναδύεται ως αυταλήθειά μας  και κάθε εκ των υστέρων προσπάθεια αναπαράστασής της, οδηγεί σε εκτροπή. Αυτό σημαίνει πως στην ουσία της είναι άχρονη, αδιάστατη, απόλυτη, μη εξαντικειμενικευτή. Το έγχρονό της, η χρονικότητά της, το λειτουργείν της κατά τη διάρκεια των διανοητικών και άλλων δραστηριοτήτων μας είναι εσαεί εκδίπλωση της αρχέγονης φύσης της στις συγκεκριμένες διεκφράσεις κάθε προσπάθειας, το φαίνεσθαί της όμως είναι αδιανόητο χωρίς το είναι της. Ένα παράδειγμα θα μας βοηθήσει.
Προσπαθώ να λύσω ένα γεωμετρικό, μαθηματικό κ.ο.κ. πρόβλημα, σχεδιάζω τις κινήσεις μου, προγραμματίζω την παρέμβασή μου ενόψει ενός διαλόγου. Επεκτείνουμε τις συγκεκριμένες μας διαπιστώσεις σε κάθε ενέργειά μας και διαπιστώνουμε με προσεκτική τους επισκόπηση πως όλα κινούνται σε έναν ενιαίο-συνεχή ‘’χώρο’’ που είναι στο είναι του αδιάστατος-φαντασιακός. ‘’Εκεί’’ τελετουργείται κάθε ενέργειά μας, στη φαντασιακή μας χωροχρονικότητα που δεν εξαντικειμενικεύεται. ‘’Εκεί’’ λειτουργεί η διάνοιά μας, το συναίσθημά μας, ‘’εκεί’’ συμπλέκονται, διαπλέκονται, διαλέγονται γνώσεις και βιώματα που φαινομενικά δίνουν την εντύπωση πως έξω μας, στο γραμμικό χωροχρόνο. Μάς διαλανθάνει όμως κάτι: Οτιδήποτε αποσπασματικό που έχει τη διάρκειά του (μια πράξη, μια συλλογιστική προσπάθεια κ.ο.κ.), που δίνει την εντύπωση του έγχρονου και πεπερασμένου, αυτοακυρώνεται χωρίς την ουσιώδη εννόησή του που είναι άχρονη.
Πού τελείται; Ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας, αλλά πνευματικά, στην ουσιαστική συνέχεια, εκφράσεις της οποίας είναι οι φαινόμενες ασυνέχειες. Το απόλυτο τελείται ασυνεχώς και η συνεχής φανέρωσή του είναι ‘’παντού’’ στις ασυνέχειες. Κάθε ασυνεχές, τμητό, φθαρτό, μεταβλητό κ.ο.κ., νοείται συνεχώς, γιατί στο είναι του ασυνεχούς ‘’ενοικεί’’ το συνεχές.
                                                *
Ήδη, προσεγγίζουμε κάτι, δεδομένου ότι αναδύονται προβληματισμοί οι οποίοι μας επιστρέφουν στο είναι της αίσθησης, της αντίληψης, της χρονικότητας, της μνήμης, της κρίσης, του συναισθάνεσθαι, του λογίζεσθαι. Συγκροτείται συνεπής λόγος, συνεπής θεώρηση, με βάση όσα προηγούνται;
Το συνεχές, η συν-έχεια, είναι απόλυτα ληπτό, είναι το είναι μας. Απόλυτο και γι’ αυτό άρρητο. Έπεται πως δεν είναι παραστατό, πως δεν ίσταται παρά τα άλλα αισθητά μεγέθη, η φύση και η δομή των οποίων είναι ασυνεχής.
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε το συνεχές, φωτιζόμαστε απ’  το ασυνεχές το οποίο είναι ο τρόπος ύπαρξης των αισθητών μεγεθών που κινούνται, μεταβάλλονται, συγκρούονται, συνυπάρχουν και να τι προκύπτει αβίαστα: Συνεχές είναι η δείξη, η αντίληψη-εννόηση του ασυνεχούς. Κατανοούμε το συνεχές με τη συν-έχεια, με τον αρμό ο οποίος μας καθιστά δυνατούς να γνωρίζουμε. Ο όρος ασυνεχές εξάλλου είναι γενική έννοια, γένος γενικώτατον, για να επικαλεστούμε μια αριστοτελική θεώρηση. Αυτό σημαίνει πως βασικό χαρακτηριστικό των αισθητών, κοινό τους χαρακτηριστικό, είναι η ασυνέχεια. Κατανοούμε έτσι πως το συνεχές συνέχει το ασυνεχές και πως αυτό τελείται αιωνίως, ορίζοντας έτσι το μυστικό της έγκοσμης πραγματικότητας.
Το ασυνεχές στο συνεχές μάς θυμίζει εμφαντικά τη σχέση ταυτότητας προς την ενότητα και επαναλαμβάνουμε πως η ενότητα υπάρχει στον κόσμο των αισθητών αφού εννοούνται ενιαία, παρά τις διαφορές τους. Όπως οι αριθμοί είναι διαφορετικοί αλλά συνιστούν ενότητα, κατά παρόμοιο τρόπο και τα αισθητά1. Η ενότητα είναι αδύνατη χωρίς την ταυτότητα.
Έτσι, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα ποικίλα, τα όμοια, τα ανόμοια, τα αντίθετα, τα σύμμετρα, τα ασύμμετρα, όχι εξαιτίας των διαφορών τους, αλλά εξ’ αιτίας των κοινών τους γνωρισμάτων (πνευματικές φανερώσεις), όπως το τμητό, τα μεταβλητό κ.ο.κ. χωρίς τα οποία δε θα υπήρχε απέραντη ποικιλία πραγμάτων. Το έτερο λ.χ. δε συλλαμβάνεται ως έτερο προς κάποιο άλλο μέγεθος, αν δεν υπάρχει κοινό υπόστρωμα αφετηριακής συναντίληψης και αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα το σχετικό με το τι γνωρίζουμε απ’  τα αισθητά-ασυνεχή. Χωρίς γνώση της κοινής τους φύσης είναι αδύνατη οποιαδήποτε ειδική γνώση. Επομένως, τα παραλλάσσοντα σχήματα, χρώματα, πυκνότητα αραιότητα, οι λεγόμενες δευτερεύουσες ποιότητες (secondary qualities) δε συμβάλλουν στη γνώση επειδή ακριβώς κάθε αισθητή τροπή των καταστάσεων των υπαρχόντων πραγμάτων ορίζεται απ’ τη βασική προϋπόθεση ύπαρξής τους. Αυτή η βασική προϋπόθεση δεν είναι παρά η εννόηση της ασυνέχειας-διαφορετικότητάς τους που συνιστά ορατή φανέρωση της συνέχειας που τα συνέχει, που τα καθιστά γνώσιμα.
Δεν πρόκειται βέβαια για μηχανιστική θεώρηση του συμβαίνοντος, αντίθετα, η διαφορετικότητα, η ποικιλία, όσο κι αν συνέχεται από το ταυτόν τους, είναι υπαρκτική φανέρωση, πράγμα που σημαίνει σχετική, πιθανή, ενδεχόμενη, αναγκαία, βελτιούμενη, επιδεινούμενη κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι όροι είναι γενικοί και είναι διανοητοί στο μέτρο που ορίζουν τους επιμέρους.
Πού βρίσκεται επομένως η α-λήθεια των πραγμάτων τα οποία καθεαυτά θεωρούμενα δεν ορθώνουν νόημα, δεδομένης της αμείλικτης φθοράς, αλλαγής, μεταβολής τους;  Η γενική μεταβολή λ.χ., καίτοι γενικός όρος-έννοια, ορίζει αναρίθμητες αλλαγές, έννοιες, καταστάσεις οι οποίες γνωρίζονται-αναγνωρίζονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μόνο και μόνο επειδή κοινή τους αφετηρία είναι το αμετάβλητο, το συνεχές που ορίζει τα συνεχή.
Οι γνώσεις μας, θα πείτε, είναι πολλές, συνεχώς αυξανόμενες και αναβαθμιζόμενες σε όλα τα πεδία του επιστητού, και στις καθαρές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου. Αυτό όμως δεν εξασθενεί, αλλά ενισχύει την προοπτική μας. Υπάρχει όντως ένα κοινό θεμέλιο το οποίο θα μπορούσε να συνέχει τις τόσες και τόσες γνώσεις; Τύποι της Χημείας, της Αστροφυσικής, της Ιατρικής, θεωρήσεις των επιστημών του ανθρώπου, θαυμαστοί μαθηματικοί λαβύρινθοι κ.ο.κ. που αποβλέπουν στην εκπόρθηση της γνώσης και των μυστικών της, ποια σχέση μπορούν να έχουν μεταξύ τους;
Αν ξεκινούσαμε απ’  το συμβολικό χαρακτήρα κάθε έκφρασης, αν εμβαθύναμε στον αναστρέψιμο χαρακτήρα τους και κυρίως αν εγκύπταμε στο πνεύμα τους, θα οδηγούμασταν σε βασικές διαπιστώσεις οι οποίες δεν είναι θεωρίες που μπορούν να μεταρρυθμιστούν ή να ακυρωθούν, αλλά κάτι που συμβαίνει εσαεί.
                                                *
Τι όντως συμβαίνει ώστε ενέργειες του πνεύματος να αποκρυπτογραφούν το συμβαίνον στις ποικίλες φάσεις του και να το ‘’αιχμαλωτίζουν’’ με μαθηματικά κυρίως σύμβολα συμβολικά; Πώς επίσης είναι δυνατό να συνέχονται τα ετερογενή και να εκφράζουν μία διάρκεια, ενώ τίποτε δεν είναι σταθερό, αμετάβλητο; Οι ερωτήσεις θα μπορούσαν να πολλαπλασιασθούν, αλλά όλες κατευθύνουν σε ένα γόνιμο προβληματισμό, καρδιά του προβλήματος. Αν το όμοιο, το ανόμοιο, το συμμετρικό, το ασύμμετρο κ.ο.κ., οι τόσες και τόσες μορφές, σχήματα, ενέργειες καταγράφονται ως συνειδησιακή-γνωστική συνέχεια με σύμβολα, τα τελευταία ως ρητή μαρτυρία τους είναι νεκρά, θα μπορούσαν, επίσης, να έχουν μύριους άλλους τρόπους έκφρασης, υπό οποιαδήποτε εκφραστική μορφή, θα μηνούσαν το ίδιο νόημα. Αυτό σημαίνει πως η γνώση δεν ενοικεί στον τρόπο έκφρασής της, αλλά στο πνεύμα μας και δεν απαιτείται να είναι κανένας ιδεαλιστής για να το αποδεχθεί.
Στρεφόμενοι στην πνευματική ενέργεια, στη γνωστική μας συνείδηση δηλαδή, επανακάμπτουμε σε γνωστούς τόπους, αλλά υπό νέα δημιουργική προοπτική.
Ό,τι ονομάζουμε ταυτότητα, ετερότητα, ομοιότητα-αναλογία, συνιστούν το θεμέλιο λειτουργίας της αίσθησης, της αντίληψης, της μνήμης, της κρίσης, του συλλογισμού. Υπάρχει μία διακοινωνία η οποία ενισχύεται, αν λάβουμε υπόψη μας πως όλα εννοούνται υπό το φως της φαντασιακής χωροχρονικότητας. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει μία αλήθεια η οποία δεν είναι δυνατό να καταγράφεται συμβατικά-συμβολικά, αλλά το αντίθετο: Τα σύμβολα παραπέμπουν σε ό,τι δεν εκφράζουν τα ίδια, αλλά σε ό,τι συμβολίζουν.
Είναι όμως δυνατό να σύμβολα να αινίσσονται το άρρητο; Αν το είναι της γνώσης είναι άρρητο, απόλυτο δηλαδή, τι σημαίνει η απέραντη συμβολική καταγραφή σε τόσους και τόσους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας;
Έχουμε πει πως κάθε γνώση είναι σχετική αλλά αντιληπτή, πως νοείται απόλυτα ακριβώς επειδή είναι σχετική, αναστρέψιμη, μεταβλητή. Στο παραλλάσσον, στο μεταβαλλόμενο, μηνύεται το μη παραλλάσσον, το μη μεταβαλλόμενο. Το απόλυτο όμως στερείται περιεχομένου γνώσης, δεν ‘’έχει’’ γνώσεις, είναι η πηγή2. Επιπλέον: Σε κάθε έκφραση γνώσης νοείται και εννοείται και οποιαδήποτε άλλη, δεδομένων των κοινών χαρακτήρων όλων των αισθητών και αυτό συναντάται με εκφρασθείσα άποψή μας κατά την οποία σε κάθε αισθητή μορφή εικονίζεται όλος ο αισθητός κόσμος. Ας σημειώσουμε εδώ κάτι εξίσου σημαντικό. Κάθε συμβολική έκφραση που παραπέμπει στο συμβολιζόμενο νόημα ‘’προδίδει’’ το είναι της γνώσης η οποία δεν είναι δυνατό να καταγράφεται παρά συμβολικά και αυτό σημαίνει πως το σύμβολο αποκρύβει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα. Πως στοιχειοθετεί ρητά το πνεύμα μας το είναι του οποίου είναι άρρητο. Ήδη, τα αισθητά πράγματα καταγράφονται συμβολικά αλλά δεν είναι σύμβολα. Δείχνονται με τα σύμβολα και αυτό δηλώνει πως η φύση τους είναι άλλη.
Βρισκόμαστε σε κύριο σημείο: Ποια είναι η φύση των αισθητών πραγμάτων; Έχουμε πει πως τα αισθητά ως κινούμενα, ως μεταβαλλόμενα κ.ο.κ., ως λειτουργούντα δηλαδή με απλές ή πολύ σύνθετες λειτουργίες, μετέχουν της οικουμενικής πραγματικότητας όχι κινούμενα σε ένα ‘’αντικειμενικό’’ χώρο για να διαγράφουν τη νομιζόμενη χωροχρονικότητα, αλλά στη φαντασιακή μας χωροχρονικότητα και αυτό αμφισβητεί αναδημιουργικά γνωστές θεωρήσεις που είναι έκγονα της μυθολογίας (κοσμογονία, ανθρωπογονία, θεογονία) υπό φιλοσοφικό μανδύα. (Περισσότερα ως προς τη φύση του όρου πνεύμα, στο έργο μας Ο Λόγος του Πνεύματος, Δρόμων, 2011) Αντίθετα, πνευματική θεώρηση του αισθητού κόσμου που είναι δυνατή στο φαντασιακό χώρο ο οποίος δεν είναι εκτατός, αλλά καθαρά πνευματικός, καθιστά δυνατή κι τη γνώση και την έκφρασή της, αποδεσμεύει από ειδωλικές θεωρήσεις και του χωροχρόνου και της γνώσης.
                                                *
Ανοίγεται επομένως ένα ισχυρό πεδίο ουσιαστικής φιλοσοφικής θεώρησης στο οποίο θεμελιώνεται η όλη ανθρωποκοσμική πραγματικότητα, και εδώ, πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να πούμε πως εκφράσεις όπως ανθρωποκοσμική πραγματικότητα δεν είναι συνέπεια επαγωγικού συλλογισμού, αλλά ενδεικτική μαρτυρία την οποία οφείλουμε να επισημάνουμε σύντομα. Ας συνειδητοποιήσουμε πως όροι όπως όλο, ολότητα, πληρότητα και άλλοι συναφείς, είναι αποκαλυπτικοί γιατί, προσεκτικά θεωρούμενοι, δεν οδηγούν σε σύνολο συνόλων που παγιδεύουν, αλλά σε μεγάλη φιλοσοφική αποκάλυψη.
Υπάρχει μια πρωτοσύλληψη κατά την οποία κοινωνώ απόλυτα με το κοσμικό συμβαίνον, μια πρωτοπληροφορία, μυστική3, άρρητη, αδιαμεσολάβητη,  αρχή και προϋπόθεση κάθε περαιτέρω πνευματικής διεργασίας, τρόπος μοναδικός ο οποίος είναι πάντα παρών, ως συνεχής, άχρονη, τροφός του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι που μόνο ως απόλυτη συνέχεια ορίζει τις ασυνέχειες, τη χρονικότητα, το υπάρχειν μας που τρέφεται απ’  το είναι μας-είναι του κόσμου. Δε συνάγεται, δεν προκύπτει, γιατί είναι διαρκής αφετηρία και αρχή κάθε κρίσης, συλλογισμού και σχετικής επαγωγής. Αν δε λαμβάνουμε υπόψη μας αυτή την αμετάθετη αρχή, χανόμαστε σε γενικότητες και σε αοριστολογίες
Τα μυστικό δεν είναι αρχή, αλλά τρόπος πρόσληψης του αληθεύοντος, αυτό θα αναπτύξουμε με τη δυνατότερη σαφήνεια.
Καταρχήν δεν προκύπτει αθροιστικά ή συλλογιστικά (εδώ εντοπίζεται το σφάλμα πολλών λογικών οι οποίοι συγχέουν ή ταυτίζουν το όλο με το σύνολο, και το άπειρο με το απροσδιόριστο), αλλά είναι αφετηρία εννόησης του μέρους, του μερικού και του συνολικού που είναι αναπόφευκτα πεπερασμένα μεγέθη τα οποία όμως τρέφονται απ’  το όλο. Έπεται έτσι πως το όλο δεν είναι αντικείμενο, κάτι το παραστατό, και μόνο ως φάντασμα διανοίας θα εκλαμβανόταν έτσι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, τα αισθητά μεγέθη ως υπάρχοντα, άρα σχετικά, τμητά κ.ο.κ., είναι πάντα θετικά και υπ’ αυτό το πνεύμα οι όροι μέγιστο και ελάχιστο δεν έχουν καμιά φιλοσοφική σπουδαιότητα, είναι μάλιστα αντιφατικοί, δεδομένου πως ό,τι αποκαλούμε μέγιστο εννοούμε το απέραντα εκτατό, αλλά εκτατά δεν υπάρχουν στη φαντασιακή χωροχρονικότητα. Εξάλλου, σε ό,τι ονομάζουμε ‘’ελάχιστο’’ ενοικεί το ‘’μέγιστο’’. Και το ονομαζόμενο ελάχιστο είναι απόλυτο. Ένα νετρόνιο και ένας γαλαξίας έχουν την ίδια οντολογική σπουδαιότητα. Ήδη και οι όροι μικρό, μεγάλο και τόσοι συναφείς είναι σχηματικοί και συμβατικοί. Ουσιώδες είναι το ίδιο το είναι των πραγμάτων το οποίο όχι μόνο έχει πνευματική φύση, αλλά νοείται με τον ίδιο τρόπο, ασχέτως μεγέθους, καταστάσεως, ιδιοτήτων κ.ο.κ.
Τεκμήριο αυτής της αλήθειας είναι και οι γενικές έννοιες (ας θυμηθούμε την αριστοτελική διάκριση εννοιών γένους και εννοιών είδους, όπως και τη λογική κλίμακα, όσες αμφιβολίες και αν έχουμε τα universalia και τις διαμάχες που προκλήθηκαν). Δεν υπάρχει απάντηση ούτε απ’  τους ρεαλιστές (πλατωνικής κατεύθυνσης) ούτε απ’ τους νομιναλιστές, αν δε λάβουμε υπόψη μας πως οι νοηματικές κατηγοριοποιήσεις (σαρκοφάγα, θηλαστικά, αμφίβια κ.ο.κ.) δεν είναι μόνο σχετικές, αλλά και δε δηλώνουν τίποτε το νέο και λογικά και οντολογικά. Δηλώνουν όμως κάτι σημαντικό: Τη συνέχεια στην ασυνέχεια, τη δυναμική της ομοιότητας, της αναλογίας, τη λογικομεταφυσική αρχή δηλαδή και σε αυτό έγκειται η δυναμική τους. Σε αυτό το σημείο η αριστοτελική λογική είναι αναντικατάστατη: Την προϋποθέτουν και οι αναλυτικοί και οι νεοθετικιστές.
Οι γενικές έννοιες επομένως ‘’διαλύονται’’ στην απόλυτη συν-έχεια της νόησής μας, δείχνουν πως η αντίληψη είναι ο δεικνύων δάκτυλος της νόησης και εδώ μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε κάτι το οποίο  είναι το κύριο θέμα μας, όπως θα δούμε εκτενέστερα.
                                                *
Η καθαρή μας νόηση4 είναι αυτό που αποκαλούμε άπειρο, απόλυτο, το είναι μας. Είναι σαφές, το ζούμε συνεχώς, το απόλυτό μας δεν έχει περιεχόμενο, δεν ορίζεται, αυτό θα ήταν αντιφατικό. Δεν είναι τυχαίο το ότι κράτιστοι φιλόσοφοι ταύτισαν το είναι με το μηδέν, χωρίς ωστόσο να δώσουν επαρκείς και πείθουσες εξηγήσεις γι’  αυτήν τη φαινομενικά αντιφατικά θεώρηση.
Ας δούμε: Τι σημαίνει το ότι το απόλυτο δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο;
Κατά πρώτο λόγο, το απόλυτο δεν είναι ένα κάποιο μέγεθος, όπως τα αισθητά τα οποία και ορίζονται περιοριζόμενα, αλλά πώς ορίζονται περιοριζόμενα, όταν αλλάζουν και μεταβάλλονται συνεχώς; Ορίζουμε τη νοητή τους φύση που είναι αμετάβλητη και απόλυτη, το απόλυτο είναι τους που είναι και είναι μας. Άλλως δεν υπάρχει γνώση. Ο ορισμός επομένως επιστρέφει στον ορίζονται και εδώ διακρίνουμε τη σημασία ενός παλαιού μας όρου: Ο άνθρωπος είναι ορίζων οριζόμενος. Ορίζοντας τα πράγματα αυτοορίζεται, γιατί το είναι των υπαρχόντων, όλων των υπαρχόντων, είναι κοινό.
Πράγματι, εισδύοντας στο πνεύμα κάθε ορισμού, προσπαθώντας να εμβαθύνουμε, αυτοδιαλυόμαστε στην άμεση απειρία μας, στο ‘’καθαρό μηδέν-είναι μας’’, όσο κι αν η φράση μπορεί να παρερμηνευθεί. Υποπίπτουμε μάλιστα στον πειρασμό να γνωρίσουμε αυτήν την κατάσταση εξομοιώνοντάς την με την κατάσταση κάθε αισθητού και έτσι αρχίζουν οι συγχύσεις, οι νεφελώδεις και αντιφατικές θεωρήσεις που απομακρύνουν απ’  το φιλοσοφικό προβληματισμό.
Επανερχόμαστε στο είναι του ορισμού που είναι και είναι της γνώσης. Η περιγραφικότητα του ορίζειν στη σχετικότητά της έχει οπωσδήποτε νόημα το οποίο στο είναι του είναι άρρητο συναντώντας έτσι το άρρητό μας. Γνωρίζουμε επομένως κάτι το οποίο δεν ορίζεται και αυτό σημαίνει πως ορίζοντας αυτοοριζόμαστε, οριζόμαστε ως προς το είναι μας και αυτό αποκλείει κάθε προσπάθεια αυτοερμηνείας, αφού κάθε αυτοερμηνεία είναι πρωθύστερη και αντιφατική.
Αναπόφευκτα ακολουθεί κάτι εξίσου σημαντικό. Τα οριζόμενα τα οποία είναι πεπερασμένα, φθαρτά, μεταβλητά, δεν ορίζονται απλά επειδή το είναι τους είναι απόλυτο. Αν ίσχυε αυτό θα μηδενίζονταν ως υπάρχουσες οντότητες και η γνώση δε θα είχε περιεχόμενο. Είπαμε πως σε κάθε συγκεκριμένο εικονίζεται συμβολικά το απόλυτο. Τα συγκεκριμένα όμως πράγματα συνιστούν απέραντο πλήθος, πλήθος που κάνει την τόσο περίπλοκη ποικιλία του αισθητού κόσμου. Τι δια-δηλώνει επομένως το πλήθος των πραγμάτων, αν έχουν κοινή οντολογική ρίζα; Με διαφορετικά λόγια: Αν τα υπάρχοντα έχουν κοινό οντολογικό είναι που είναι άρρητο, πώς είναι ρητά και πώς ορίζονται;
Αν το ρητό, κάθε δηλαδή εκφραστή μορφή του φθαρτού, είναι συμβολική έκφραση του άρρητου, το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού, αλλά το σχετικό, ως τρόπος, ως πολύμορφη και πολύτροπη δηλαδή έκφραση, τρέφεται, αλλά και τρέφει το απόλυτο. Ιδού η αντινομία στην οποία οφείλουμε να εμβαθύνουμε. Το σχετικό είναι γνωστό, γνωρίζεται δυνάμει του απολύτου και το μηνύει πάντα ως απέραντες ασυνέχειες στην απόλυτη συνέχεια.  Πώς είναι δυνατό οι μύριες όσες ασυνέχειες να εννοούνται χωρίς το απολύτως συνεχές που είναι μη παραστατό; Ιδού: Συνεχές είναι το ζων, ασυνεχές το θνήσκον, αλλά το εσαεί θνήσκον δε συλλαμβάνεται παρά ως ζων δυνάμει της συνέχειάς του, του είναι του, στην απέραντη ποικιλία μορφών ζωής που συνθέτει το εγκόσμως ζην ως υπάρχειν. Το υπάρχειν με απλά λόγια είναι αδιανόητο χωρίς το είναι και αν υπάρχουν απέραντες μορφές υπαρχόντων, είναι αντιληπτές, επειδή το είναι τους είναι κοινό.
Το πλήθος των πραγμάτων όμως ως απέραντη ποικιλία με κοινή ρίζα είναι τα υπάρχοντα πράγματα. Όμως, σε κάθε μορφή υπάρχοντος διακρίνουμε πλήθος ενεργειών, ιδιοτήτων, καταλληλοτήτων που συνιστούν αφετηρία ενεργοποίησης της ανθρώπινης αντίληψης στη δυναμική της έκφραση, στη δημιουργικότητα με βάση τη συνδυαστική, δημιουργικά απομιμητική, επινοητική δραστηριότητα την οποία διακρίνουμε όχι μόνο στις πρώτες τέχνες, αλλά και στις επιστήμες και ιδιαίτερα στο αδέλφωμα τεχνικής και επιστήμης υπό μαθηματική εκφραστική σφραγίδα.
Η πλησμονή των αισθητών ωστόσο, ‘’παραπέμπει’’ στη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας και μηνύει, καταμηνύει το ίδιο το είναι της ομοιότητας, της ανομοιότητας, της αρμονίας, της δυσαρμονίας, της αναλογίας, της δυσαναλογίας και εδώ καλούμαστε να διευκρινίσουμε αν οι λογικομεταφυσικές κατηγορίες συνάγονται απ’ τα σχήματα, τις μορφές, τις ιδιότητες των αισθητών ή αν προσδιορίζουν τα αισθητά και επομένως εκφράζονται συμβολικά από αυτά.
Προσεγγίζοντας το πρόβλημα εμπλεκόμαστε σε νέες θεωρήσεις και κυρίως στην ακόλουθη: Η αρμονία, η δυσαρμονία, η ομοιότητα κ.ο.κ., προκύπτουν απ’ τις μορφές και από τα σχήματα του αισθητού κόσμου ή αποτελούν πνευματικές καταστάσεις οι οποίες εκφράζονται αέναα στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον; Η εμπειριστική θεώρηση προσκλίνει σαφώς στην πρώτη εκδοχή, ενώ η ευρύτερη πνευματοκρατική τάσσεται υπέρ της δεύτερης.
Ας δούμε. Ένα μαγευτικό τοπίο του ηλιοβασιλέματος, ένα ωραίο πρόσωπο, μια μουσική εκτέλεση, ένα γεωμετρικό σχήμα κλπ., μας δημιουργούν εντυπώσεις και συναισθήματα και μας οδηγούν σε ανάλογες αισθητικές εκτιμήσεις. Κατά βάθος όμως συμβαίνει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Τι αντιλαμβανόμαστε τη στιγμή που κρίνουμε κάτι θαυμαστικά ή αποθαυμαστικά; Αν όλα μεταβάλλονται και η αρμονικότερη μορφή παύσει να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, κάποιες εκτιμήσεις μας αποδεικνύονται έωλες.
Το ασυνεχώς συνέχεσθαι των αισθητών αποδεικνύεται ή, καλύτερα, αποκαλύπτει τη νοητή του φύση και εδώ μπορούμε να εκτιμήσουμε πως κάθε μορφής αισθητή έκφραση είναι συνέκφραση αισθητής φύσης και νοητής αλήθειας. Είναι επομένως λογικό να θεωρούμε το αρμονικό, το ανάλογο, το συμβατό κ.ο.κ. τροπές και μορφές έκφρασης, παραλλάσσουσες, αναρίθμητα παραλλάσσουσες μορφές ή τρόπους με τους οποίους διαπτύσσεται πάντα το απόλυτο στο σχετικό και γι’  αυτό ακριβώς η μετοχή μας είναι αναντίρρητη. Τρέφουν και τρέφονται αμοιβαία. Το παροδικό κοινωνεί με τα παροδικά μας συναισθήματα στον κόσμο της φαινομενικότητας, αλλά, παράλληλα, υπάρχει η άληπτη λογικά αλλά εγγύτατη κοινωνία η οποία καθιστά δυνατή κάθε θεώρηση. Όλες επομένως οι λογικές κατηγορίες αλλά και τα συναισθήματά μας που αναδύονται απ’ την κοινωνία μας με τα αισθητά τα ορίζουν και δεν ορίζονται, δεν είμαστε ποτέ παθητικοί δέκτες του ισχύοντος, όπως θέλουν οι περισσότερες σχολές του εμπειρισμού.
Δημιουργείται έτσι όχι ο καντιανός φαινομενισμός, αλλά κάτι σπουδαιότερο: Το φαινόμενο, κάθε φαινόμενο, αποκαλύπτει τη νοητή του φύση, το λειτουργείν του και η γνώση την οποία έχουμε γι’ αυτό αποκαλύπτει το άρρητο εν ρητώ, την αιώνια φύση των πραγμάτων, το ατρεμές ανθρωποκοσμικό είναι.
Έτσι αναδύεται και η κοινωνία με το φυσικό κόσμο, με την αισθητή πραγματικότητα της οποίας οι μορφές και τα σχήματα παραλλάσουν, της οποίας οι γνώσεις είναι πάντα σχετικές αλλά έγκυρες
Ανοίγονται δημιουργικά πεδία και αφετηρίες, τόποι δημιουργίας στην ηθική, στην αισθητική, στη γνωσιοθεωρηική συνείδηση,


ΙΙ
Η Μυστική ως συστατικό στοιχείο του φιλοσοφείν
(Αμεσότητα και συνειδητοποίηση, οντολογία του μυστικού, διαπλώσεις)

Πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να εμμείνουμε σε κάτι. Ποια η αρχή οποιασδήποτε διαπίστωσης; Πώς αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα; Εννοούμε την αμεσότητά μας χωρίς την οποία τίποτε δεν προσλαμβάνεται, δεν εκτιμάται, δε δημιουργείται.
Αισθανόμαστε άμεσα, αντιλαμβανόμαστε άμεσα, νοούμε όμως απόλυτα. Η αμεσότητά μας καθιστά δυνατή και την αίσθηση και την αντίληψη, όπως και το δίαυλο διακοινωνίας αίσθησης και νόησης. Δημιουργεί επίσης και την ‘’εμμεσοποιημένη’’ γνώση που προκύπτει από λογική διασύνδεση καταστάσεων αμεσότητας που είναι πια αντιλήψεις, συγκεκριμένες δηλαδή εννοήσεις. Το άμεσο τρέφει κάθε φαινομενικά έμμεσο και κάνει τις παραλλάσσουσες ιδέες των πραγμάτων ροή άμεσων βιωμάτων, καθιστά τη γνώση και μεταβλητή, αλλά και ισχύουσα. Είναι σαφές πως χωρίς την αμεσότητά μας καμία πνευματική μας λειτουργία δε μπορεί να αναπτυχθεί.
Το ερώτημα συνίσταται στο πώς των συγκεκριμένων λειτουργιών μας με την ίδια μας την αμεσότητα.
Συνενεργούν, θα ήταν η πρώτη απάντηση και αυτό θα σήμαινε πως η αίσθηση είναι και αντίληψη, και μνήμη, και φαντασία, και κρίση, κ.ο.κ. Με απλά λόγια και πάντα με την πρώτη ματιά, υπάρχει περιχώρηση. Βέβαια, οφείλουμε να πούμε πως η αίσθηση λ.χ. δεν είναι αντίληψη (ας θυμηθούμε ξανά τον όρο συναντιληπτική ενσυναίσθηση, όρο τον οποίο αναπτύξαμε σε άλλη ευκαιρία), αλλά, ακριβέστερα, η αίσθηση είναι και αντίληψη, η αίσθηση είναι και φαντασία, και μνήμη κ.ο.κ. Περιχώρηση σημαίνει αμοιβαία διαπερατότητα και οι προβληματισμοί μας οξύνονται. Ίσως ‘’εισβολή’’ στο είναι της αίσθησης, της αντίληψης, της μνήμης, της κρίσης, θα μας βοηθούσε να δούμε το είναι αυτών των πνευματικών λειτουργιών και το πνεύμα της περιχώρησης.
Εξετάζοντας την αίσθηση, επισκοπώντας το ίδιο της το είναι και ‘’εσωτερικοποιώντας’’ την, αντιλαμβανόμαστε πως το είναι της είναι η διαρκής αμεσότητα η οποία είναι ‘’ανόητη’’ χωρίς την αντίληψη. Το άμεσο της αίσθησης είναι και άμεσό μας, ζούμε αισθανόμενοι, αντιλαμβανόμενοι, αντιλαμβανόμαστε αισθανόμενοι, φανταζόμαστε αντιλαμβανόμενοι, λογιζόμενοι…
Τι συνδέει αυτές τις πνευματικές μας καταλληλότητες οι οποίες συνιστούν ενότητα χωρίς να ταυτίζονται και πώς αυτό είναι δυνατό;
Η αμεσότητα περιχώρησής τους δείχνει την αρραγή αλήθεια του κοινού οντολογικού τους πυρήνα ο οποίος είναι το είναι, το απόλυτο είναι ανθρώπου και κόσμου. Δεν πρόκειται για κάτι ‘’εξωτερικό’’, για κάτι το οποίο θα παρακολουθούσαμε ως θεατές, για κάτι που είναι έξω μας ή μέσα μας. Ως άρρητο δεν είναι απερινόητο, ακατάληπτο κ.ο.κ. (γνωστά τα κατηγορήματα της οντοθεολογίας για τα οποία έγινε τόσος λόγος), αλλά πηγή κάθε αντιληπτού, αισθητού, διανοητού. Φανερώνεται ως εσαεί τελούμενο, ως διαρκές παρόν το οποίο εμπνέει κάθε μεταβολή.
Αυτή η αλήθεια αναπροσανατολίζει και δηλώνει πως κάθε γνώση, κάθε συγκεκριμένη γνώση, είναι φαινομενική αλλά έγκυρη και αυτό οφείλεται στη διάρκεια της αμεσότητας, στην ανθρωποκοσμική, συμπαντική, οικουμενική διάρκεια η οποία είναι αληθεύουσα πραγματικότητα. Ονομάζουμε την αντίληψη αυτής της πραγματικότητας μυστική καθόσον η διαφάνειά της υπερακοντίζει κάθε πρόσκαιρη και μεταβαλλόμενη γνώση και βίωμα5.
Για να προχωρήσουμε, ας εξετάσουμε αν το μυστικό είναι απόλυτο, αν μυστικό είναι η οντολογική αμεσότητα.
Ας δούμε: Γιατί διαπιστώνουμε πως κάθε γνώση είναι επιφανειακή, φαινομενική και η οποία για να καταγράφεται συμβολικά παραπέμπει στη νοούσα διάνοια η οποία στερείται κάθε συγκεκριμένη γνώση, η οποία δεν έχει συγκεκριμένο γνωστικό περιεχόμενο; Για να το κατανοήσουμε, ας γνωρίζουμε πως το είναι κάθε σχετικού είναι απόλυτο. Η αντίληψη ενός συμβαίνοντος αναφέρεται πάντα σε κάτι συγκεκριμένο το οποίο είναι φθαρτό, μεταβλητό κ.ο.κ., πεπερασμένο δηλαδή. Ανάμεσα σε κάτι συγκεκριμένο και στην αντίληψή του, πέρα απ’  την αίσθηση, υποκρούεται και κάτι σημαντικό. Διακρίνω κάτι συγκεκριμένο διαφορετικά από κάθε τι άλλο, αλλά το συγκεκριμένο, οποιοδήποτε, δε νοείται χωρίς όλα τα άλλα (όμοια, ανόμοια, σύμμετρα, ασύμμετρα κ.ο.κ.), είναι η σμικρογραφία τους και αυτό οφείλεται στην κοινή τους φύση, στο απόλυτό τους το οποίο αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε εν σχετικώ.
Νοούμε επομένως κάθε συγκεκριμένο δυνάμει της οικουμενικότητάς του η οποία δεν έχει κανένα γνωστικό περιεχόμενο, είναι η αιώνια φύση των πραγμάτων. Αυτή η πληροφορία είναι μυστική, καθόσον αναδύεται άμεσα και αδιαμεσολάβητα, καθόσον δεν προκύπτει συλλογιστικά, καθόσον αποτελεί την αρχή κάθε γνώσης και συναισθήματος.                                         *
Όταν κάνουμε λόγο για άμεσο, εννοούμε κάτι το ταυτόσημο: το μυστικό το οποίο διαποτίζει όλες τις ηθικοδιανοητικές μας καταλληλότητες, με την εξής βασική ‘’διαφοροποίηση΄΄. Ενώ το άμεσο συναντάται σε πολλές μορφές της κοσμικής λειτουργίας κυρίως ως ένστικτο, στην ανθρώπινη διάσταση, κάνουμε λόγο για συνειδητοποιημένη αμεσότητα η οποία διαποτίζει όλες μας τις ενέργειες με επίγνωση.
Αμεσότητα επομένως είναι η συνειδητοποιημένη μυστική μας καταλληλότητα και εδώ είμαστε σε θέση να προσδιορίζουμε το δεσμό αισθητού και νοητού αποφεύγοντας κατά το δυνατό τη μείξη ή το δυισμό, όπως συνήθως συμβαίνει και σε μεγάλες φιλοσοφικές θεωρήσεις.
Πριν προχωρήσουμε όμως οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας πως το συνειδητοποιημένο δεν είναι εμμεσοποιημένο, κάτι δηλαδή που αφίσταται απ’ την πρωταρχική πνοή του άμεσου. Αν ήταν έτσι θα αποκοβόταν κάθε δεσμός, κάθε κοινωνιά και το εμμεσοποιημένο δε θα μπορούσε να διασυνδεθεί με το άμεσο. Θα δημιουργούσαμε ένα χάσμα το οποίο θα δοκίμαζε και την εγκυρότητα της γνώσης.
Το άμεσο δεν είναι παρά πρωτοαφετηρία, αέναη μυστική πληροφορία, κάτι το οποίο δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, ‘’αντικειμενικής’’ έκθεσης. Αυτό ακριβώς καταξιώνει τη μυστική ως μήτρα κάθε γνώσης και βιώματος.
Το άμεσο κινεί και την αίσθηση και την αντίληψη, είναι μαρτυρία του απόλυτου στο σχετικό, ό,τι καθιστά δυνατή τη μυστική πληρότητα η οποία αναδύεται πριν, κατά και μετά κάθε προσπάθεια ως ρητή μαρτυρία του αρρήτου.
Είναι το μυστικό απόλυτο; Πολλοί κάνουν λόγο για αλλοτριώνουμε αυταπάτη, για κάτι εντελώς φανταστικό. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το ότι πολλοί ταυτίζουν το μυστικό με το μηδέν, περιπίπτοντας έτσι σε ριζική και αφετηριακή αντίφαση, δεδομένου ότι το μηδ-εν προσλαμβάνει αρνητική ύπαρξη, κάτι που ασύνειδα σημαίνει πραγματικότητα που δεν ορίζεται με σχετικά, μετρούμενα, ελεγχόμενα μεγέθη. Ό,τι όμως δεν ορίζεται με κανένα μέγεθος,  ορίζει, και αυτό οδηγεί στην πληρότητα του μηδ-ενός, στη θετικότητα κάθε θετικότητας. Δεν υπάρχει μηδέν, όπως δεν υπάρχει κενό και εδώ αποκαλύπτεται πόσο μυστική είναι η  αντίληψη του λεγόμενου χώρου, πόσο μαρτυρεί το μυστικό είναι της γνώσης σε όλα σχεδόν τα συστήματα, έστω και αν προσέλαβε λανθασμένη πορεία.
Επιπλέον: Οι λεγόμενες φαντασιώσεις (ο όρος είναι ανακριβής, αλλά επεκράτησε) δεν είναι παρά αποκυήματα του νόθου λογισμού ο οποίος κινείται φαντασιακά. Το είδαμε εξάλλου σε άλλη ευκαιρία: Η φαντασιακή χωροχρονικότητα είναι ο μόνος τρόπος κοινωνίας του άχρονου με το έγχρονο, του απόλυτου με το σχετικό.
Επιστρέφουμε όμως στην ερώτηση, στο αν το μυστικό είναι απόλυτο, στο είναι της μυστικής πρωταρχής.
Το μυστικό συνιστά τη διάθλαση της ταυτότητας (μεταφυσική αρχή), της ετερότητας (λογική αρχή) και της ομοιότητας αναλογίας (λογικομεταφυσική αρχή) στην έγκοσμη, στην ανθρωποκοσμική αλήθεια. Είναι τρόπος έκφρασης της αίσθησης, της αντίληψης, του λόγου, του συναισθήματος, του θαυμασμού
Όσο πιο πολύ συνειδητοποιούμε αυτό το συμβαίνον, τόσο ουσιαστικότερα εισδύουμε στον πυρήνα των βιώσιμων πνευματικών λειτουργιών, τόσο πιο πολύ κοινωνούμε με το αληθεύον. Οδηγούμαστε στο είναι μας, στο είναι του υπάρχειν μας, αυτό μας λέει η ορθή ανάγνωση των μεγάλων διαπολιτισμικών δημιουργιών. Πρόκειται για την πληρώνουσα ενότητα λογισμών, συναισθημάτων, βιωμάτων, ό,τι προσδίδει στην ανθρώπινη δημιουργία το πραγματικό της μεγαλείο.
                                                *
Είναι, επαναλαμβάνουμε, το μυστικό απόλυτο; Αν όλα είναι σχετικά εν απολύτω, πράγμα που σημαίνει αντιληπτά, η μυστική θεώρηση είναι ο καθρέπτης τους, δεδομένου ότι διαθλάται και στην επιστημονική και στη φιλοσοφική προσπάθεια και, κυριότατα, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, όσο κι αν τα φαινόμενα και τα συμβαίνοντα τείνουν να μας παραπλανούν. Αυτό βέβαια προϋποθέτει θέσεις τις οποίες, για να μην επαναλαμβανόμαστε, αναφέρουμε τηλεγραφικά:
Ο κόσμος μας είναι πνευματικός, δεν υπάρχουν υλικά αντικείμενα αλλά υπάρχουσες αισθητές οντότητες σε συνεχή ενέργεια όχι στο νομιζόμενο χώρο, αλλά στη φαντασιακή χωροχρονικότητα. Πρόκειται για μύχια διακοινωνία των ασυνεχών στη συνέχεια του φαντάζεσθαι και αυτό υποδηλώνει πως το είναι των ασυνεχών και των ασυνεχειών τους προϋποθέτει τη συνέχεια όχι εκτατά, αλλά πνευματικά-νοητά-φαντασιακά. Όλο το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον ως πνευματικό ανα-τάσσει το αισθητό και το εντάσσει στην ενότητα λογικού και φυσικού.
                                                *
Όταν λέμε ‘’όλα έχουν μυστική ρίζα’’, εννοούμε κάθε συγκεκριμένο και στο συγκεκριμένο εικονίζεται κάθε σχετικό μέγεθος. Το όλο όμως (γι’  αυτό ακριβώς το οριστικό άρθρο δημιουργεί προβλήματα σύμφυτα με τις αδυναμίες της γλωσσικής έκφρασης) δεν είναι άθροισμα μερών, το επαναλαμβάνουμε, όπως το σύνολο, αλλά απόλυτη αρχή-αλήθεια, η ταυτότητα, μη δείξιμο, αλλά δεικνύον, είναι απόλυτη πρωτοπληροφορία, αρχή κάθε λογισμού. Το μυστικό επομένως είναι η πύλη με την οποία το απόλυτο διέχεται με το σχετικό, ο τρόπος δημιουργικής δοχής και σε αυτό συνίσταται η σπουδαιότητά του. Μακριά από κάθε οντολογισμό ο οποίος θα απέδιδε στο μυστικό ορίσιμη υπόσταση, οδηγούμαστε στην εξής διαπίστωση:
Συνέχουσα ενέργεια το μυστικό, δεν ορίζεται και δε διαπιστώνεται ως τόδε τι, αλλά είναι πυρήνας του ενεργείν σε όλες τις διαθλάσεις της ζωής. Αυτό θα διαφανεί σε επόμενες σελίδες, αλλά στο μεταξύ, οφείλουμε να κάνουμε κάποιες απαραίτητες σκέψεις.
Αν το μυστικό είναι στατικό στοιχείο του λογίζεσθαι, του συναισθάνεσθαι, του ενεργείν, είναι η αρχινοητή ανάκλαση του απόλυτου στο σχετικό, δεδομένου πως και ο κόσμος μας είναι η αισθητή ανάκλαση του απόλυτου στο σχετικό. Συνιστά μοναδικό τρόπο έκφρασης του συμβαίνοντος και μόνο έτσι το τελευταίο γίνεται αντιληπτό.
Το μυστικό δεν είναι η νόηση, δεν είναι η εννόηση, η συγκεκριμένη δηλαδή αντίληψη, αλλά ο δεσμός τους, ο τρόπος έκφρασής τους, δεν είναι βέβαια ούτε η αίσθηση, αλλά τρόπος που επιφαίνει τη δυναμική της συνειδητοποιούμενης αμεσότητας που καθιστά δυνατή τη δια-συν- εν-νόηση, την εν-συναίσθηση του συμβαίνοντος. Αν στον πανθεϊσμό έχουμε ταύτιση της νόησης και της αίσθησης ως δύο κυριοτάτων ιδιωμάτων της απόλυτης ουσίας (Φύση-Θεός), παρά τα δημιουργούμενα προβλήματα και τις ακολουθούσες δυσκολίες, αυτό ακριβώς σημαίνει χάρη στη μυστική μείξη αίσθησης και αντίληψης. Γι’ αυτό πολλοί μελετητές επεσήμαναν πως στο σπινοζικό σύστημα υπάρχει μείξη μυστικής και ορθολογισμού. Αν επεξέτειναν τη θεώρησή τους, θα προχωρούσαν περισσότερο: Θα διαπίστωναν πως εμβαθύνοντας στο είναι της αίσθησης, νοούμε απολύτως και πως, ταυτόχρονα, εμβαθύνοντας στο είναι της νόησης, όπως το είδε εμφανώς ο Στωικός πανθεϊσμός, συναντάμε το είναι της αίσθησης, το είναι μας: Το υπάρχειν μας έχει οντική ‘’ουσία’’.
Σε αντίστιξη, στον ιδεαλισμό (αρχαιοελληνικό και ευρωπαϊκό, παρά τις διαφορές), υπάρχει σαφής διάκριση αίσθησης και αντίληψης. Οι ιδέες ορίζουν τα αισθητά (τό το εἰκασθέντος γένος) και είναι αδύνατη οποιαδήποτε γνώση, οποιαδήποτε δημιουργία ορθής κρίσης και γνώσης βέβαια χωρίς αυτήν την αλήθεια. Στο πεδίο της μαθηματικής λογικής η πλατωνίζουσα άποψη πολλών λογικομαθηματικών είναι ενδεικτική και δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί κάνουν λόγο για λογικό μυστικισμό και μάλιστα σε αντίθεση με τις εμπειριστικές και τις λεγόμενες ορθολογιστικές σχολές6.
Όμως και στον πλατωνικό ιδεαλισμό όπου επισημαίνεται η πλατωνική μυστική, παρά τη λάμψη και τη λογική συνέχεια του συστήματος, το πρόβλημα παραμένει: Τι συνέχει αισθητό και νοητό, αν είναι πραγματικότητες διαφορετικής φύσης; Δεν υπάρχει βέβαια σαφής λογική απόσταση ούτε ἡ τοῦ κόσμου ψυχή λύνει το πρόβλημα. Αναφαίνεται όμως μία μυστική πληροφορία η οποία αποφαίνεται πως στο αγαθό κοινωνούν οι ιδέες και αυτό προϋποθέτει πως το είναι των αισθητών είναι νοητό και απόλυτο. Ιδού: Τα πολλά ταυτίζονται στον κόσμο του άρρητου (ρητόν μηδαμς στί) και έτσι επεισάγεται η ηθική η οποία προσδιορίζει και τη λογική και τη γνωσιοθεωρία. Ας θυμηθούμε επίσης το σπινοζικό τίτλο Ηθική.
Αν επιθυμούσαμε να αναφερθούμε στον αριστοτελικό ρεαλισμό, θα διαπιστώναμε χωρίς καμιά δυσκολία πως η εντελεχειακή δομή του αισθητού κόσμου αποβλέπει στην τελείωση-κοινωνία με το αγαθό. Ουσιαστικά πρόκειται για μορφή, φιλοσοφική βέβαια, μυστικίζοντος παμψυχισμού η οποία διαπτύσσεται σε όλη την αριστοτελική σκέψη.
Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε και σε άλλες βουλησιαρχικές, ενορατικές, προθετικές, υπαρξιακές θεωρήσεις για να καταδείξουμε πως η μυστική δεν είναι απλά παρούσα, αλλά πως λειτουργεί ως κύριος μοχλός, ως συστατική πνοή που διέχει αυτά τα φιλοσοφήματα.
Υπάρχει επομένως, αν προσέξουμε, μια αναμφισβήτητη διαφάνεια της μυστικής η οποία διαποτίζει το σύνολο της μεταφυσικής, και αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, το σύνολο των διασκεπτικών, βουλητικών, συναισθηματικών μας ενεργειών. Χωρίς αυτήν την αμεσότητα διακοινωνίας και κοινωνίας δεν είναι δυνατή η δημιουργία σκέψης και θεώρησης.
                                                *
Βέβαια, η προβληματική συνεχίζεται και δεν είναι δυνατή μια λογική απάντηση, δεν προκύπτει, γιατί θα ήταν εμπειρική αλήθεια. Εδώ όμως κάνουμε λόγο για κάτι που αναδύεται, για κάτι που ορίζει ή που διαθλάται στην αίσθηση, στην αντίληψη, στο λόγο, για κάτι χωρίς το οποίο δε θα είχαμε έγχρονη λογιζόμενη συνείδηση.
Στην ερώτηση τι είναι μυστικό η απάντηση αναδύεται ‘’ένδοθεν’’ και όχι ‘’έξωθεν’’, δεν προκύπτει αλλά μαρτυρείται και τη συναντάμε ως πνοή μας στην προσπάθειά μας να επισκοπήσουμε το αντιλαμβάνεσθαί μας, το αισθάνεσθαί μας, το λογίζεσθαί μας.
Ας αναπροσεγγίσουμε. Το μυστικό είναι η πνοή της αμεσότητας και μαρτυρείται σαφώς αν ανα-καταλαμβάνουμε το υπάρχειν μας στον κόσμο, στη σύλληψη της ενότητας του συμβαίνοντος, της ενότητας η οποία συνέχει την απέραντη ποικιλία των αισθητών πραγμάτων.
Ενότητα (όχι ταυτότητα) και αμεσότητα είναι αδιαχώριστες αλήθειες που αποκαλύπτουν, η μεν ενότητα την ποικιλία του αισθητού κόσμου που νοείται ως ενότητα (της πολλότητας) πριν από κάθε συγκεκριμένη γνώση, συναίσθημα, βίωμα κ.ο.κ., πριν δηλαδή κάθε ειδική αίσθηση και συγκεκριμένη αντίληψη, και ως αμεσότητα, ως συνειδητοποιημένη αμεσότητα η οποία επιγιγνώσκει κάθε επιμέρους έκφραση και κατάσταση.
Πρόκειται για ενορατική, άμεση αλήθεια που μας συνέχει η οποία δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά ως περιέχουσα, είναι η μήτρα κάθε περιεχομένου, κάθε εκφραστού δηλαδή τρόπου. Πρόκειται για τρόπο με τον οποίο το έγχρονο γίνεται νοητό, αντιληπτό, αισθητό. Είναι  τρόπος του λειτουργείν του απολύτου στο σχετικό.
Για να διευκολυνθούμε: Είναι το απόλυτο, το άχρονο, το άτμητο κ.ο.κ., (ταυτολογούμε) μυστικό; Λέμε πως το απόλυτο είναι άρρητο, αλλά, ταυτόχρονα, πως είναι το συνέχον κάθε αισθητό. Το μυστικό δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο κοινωνούμε όχι μόνο με το απόλυτο, αλλά και με τις διαθλάσεις του στο αισθητό, τρόπος ο οποίος συνιστά αμεσότητα κοινωνίας, πρώτιστη γνώση, γνώση χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά προϋπόθεση κάθε άλλης συγκεκριμένης γνώσης.
Το γηραιό επομένως ερώτημα των σχέσεων αντίληψης και αίσθησης, ερώτημα απ’  το οποίο απορρέουν όλες οι φιλοσοφικές προσπάθειες, ανατίθεται δημιουργικότερα.
Αίσθηση και αντίληψη είναι συμπληρωματικές και η άμεση νόηση της ενότητάς τους είναι μυστική πρωτοπληροφορία που καθιστά δυνατή την εννόηση της συνέχειας των ασυνεχειών. Αυτό οδηγεί πιο μακριά: Στο παροικείν της αίσθησης στην αντίληψη και τανάπαλιν. Αν μάλιστα ο κόσμος μας είναι πνευματικός, η αίσθηση και η αντίληψη δεν είναι δύο ξέχωρες πραγματικότητες τις οποίες τα φιλοσοφήματα προσπαθούν να δαμάσουν, αλλά ισοδύναμες και ενίζουσες ενέργειες που διαθλώνται σε κάθε μορφή υπάρχοντος.                                                                                      *
Όσο εμμένουμε στην παρούσα προσπάθεια, τόσο διαπιστώνουμε κάτι το αναντίρρητο, όποιες κι αν είναι οι προϋποθέσεις μας: Χωρίς την αμεσότητά μας που είναι ουσιαστικά η διάρκειά μας ως φαντασιακή χωρικότητα, ως αίσθηση, ως αντίληψη, δεν υπάρχει δυνατότητα οποιασδήποτε μορφής σκέψης. Οποιαδήποτε έγχρονη προσπάθειά μας αδυνατεί να κινείται χωρίς τη διαρκή αμεσότητα, τη μυστική δηλαδή πρωτοφάνεια που αυτοσυνειδητοποιείται και αυτό επιβεβαιώνει σαφώς πως όλες οι πνευματικές μας ενέργειες έχουν μυστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το μυστικό ως αδιαμεσολάβητο, είναι η προσωπική, ή συνειδητοποιημένη αμεσότητα.
Άμεσο και μυστικό μηνύουν την ίδια αλήθεια, συν-έχονται, αλλά οφείλουμε να προσεγγίσουμε το πνεύμα αυτής σης συνοχής. Ας θυμηθούμε, για να αποφύγουμε για μια ακόμη φορά κάθε νατουραλιστική μείξη, πως συνέχεια είναι ο ορισμός του ασυνεχούς, κάτι που σημαίνει το απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού και αυτό μας απομακρύνει από νοησιαρχικά σχήματα που συχνά μεταθέτουν μυθικές δοξασίες στο χώρο της φιλοσοφικής σκέψης. Το συνεχές που τηρεί τα ασυνεχή τελείται, συνέχει, θα λέγαμε, όλο το κοσμικό συμβαίνον και αυτή η συνειδητοποίηση, το συνεχές δηλαδή στην ανθρώπινη φύση, είναι ακριβώς το μυστικό. Η αμεσότητα  η οποία τηρείται στο φυσικό κόσμο ως ασύνειδη λειτουργία, ως χωρίς ιστορία κοσμική αλήθεια, στην ανθρώπινη φύση είναι συνειδητοποιημένη και αυτό ακριβώς μηνύει ο όρος μυστική, όρος ριζικός ο οποίος διασελαγίζεται σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, έστω και αν ζούσε ς δίαν χοντες καστος φρόνησιν, για να θυμηθούμε τον Εφέσιο.
Δεν εννοούμε ότι η μυστική κατευθύνει τη νόηση, την αίσθηση, την αντίληψη, το συναίσθημα, τη γνώση γενικότερα. Εννοούμε κάτι σημαντικότερο
Για να προχωρήσουμε όμως με κάθε δυνατή συνέπεια, οφείλουμε να τονίσουμε πως όλες οι πνευματικές μας λειτουργίες δεν είναι δυνατό να εξετάζονται ως αντικείμενα απλής περιγραφής, επειδή, απλούστατα, βρίσκονται στην αφετηρία κάθε περιγραφικής προσπάθειας. Στην περιγραφή, στην καρδιά κάθε περιγραφής, βρίσκεται ό,τι δεν περιγράφεται, το απόλυτο, το άμεσο, το συνεχές είναι των αισθητών, η απόλυτη αμεσότητα με την οποία κοινωνεί όλη η αισθητή φύση, κατά τρόπο που το είναι της είναι νοητό.
Αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ το λογιζόμενο και συναισθανόμενο άνθρωπο, όχι δευτερογενώς ως συναγόμενο, ως προκύπτον συμπέρασμα, αλλά με ‘’επιστροφή’’ στην πρωτογένεια, στο είναι του. Να γιατί ο όρος αντικειμενικό δηλώνει την αλήθεια, άρα την ισχύ του, και οδηγεί ριζικά στο υποκειμενικό. Περιγράφουμε επομένως συμβαίνοντα με τα οποία είμαστε σε άμεση κοινωνία. Στα φυσικά φαινόμενα, στο κοσμικό συμβαίνον, διακρίνουμε την ενστικτώδη λειτουργιακή αμεσότητα και να που το φυσικό γίγνεσθαι το οποίο αντιλαμβανόμαστε έχει πνευματική φύση. Περιγράφοντας επομένως το πώς της φυσικής αισθητής λειτουργίας, μεταβαίνουμε άμεσα στην ανθρώπινη αλήθεια η οποία σημαίνει πως όχι μόνο το φυσικό είναι πνευματικό, αλλά πως είναι αδιανόητο χωρίς το ανθρώπινο. Δεν προσχωρούμε στον καντιανό υπερβατολογικό ιδεαλισμό ο οποίος οφείλει κάτι στην μπερκλεϋκή δημιουργία, αλλά πάμε πιο πέρα. Το ανθρώπινο είναι αδιανόητο χωρίς το αισθητό, το αισθητό νοείται, εννοείται και γνωρίζεται ανθρώπινα (ανθρωποκοσμικό).
Κατά βάθος δεν περιγράφουμε φαινόμενα τα οποία ορίζουν την πνευματική μας δράση, αλλά αυτοοριζόμαστε ως ορίζοντες και εισβάλλουμε και στο είναι του ορισμού. Δεν υπάρχει ορισμός χωρίς τον ορίζοντα και το οριζόμενο-περιοριζόμενο, αλλά στην παρούσα περίπτωση επειδή το οριζόμενο είναι ο ίδιος ο ορίζων, ο ορίζων είναι αυτοοριζόμενος και όχι αντικείμενο ορισμού που θα είχε άγνωστο ορίζοντα.
Υπ’ αυτό το πνεύμα η φυσική αμεσότητα λειτουργίας του κόσμου μας, στο ανθρώπινο στάδιο κοινωνίας μαζί της, νοείται μυστικά. Το μυστικό είναι η ανθρώπινη ενέργεια και ζωή του άμεσου.
                                                *
Υπάρχει όμως, το συναντάμε, θα λέγαμε, αναπόφευκτα, κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εκ των προτέρων πρότερο. Εννοούμε το διανθρώπινο το οποίο καθιστά το τυφλά ενστικτώδες του αισθητού-οργανικού κόσμου ηθικό. Το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν έχει κραταιά οντολογική-ηθική αρχή που είναι και αρχή κάθε γνώσης. Χωρίς να παρασυρόμαστε σε υπερβολές της προσωποκεντρικής σχολής (personnalisme), είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε πως το ανθρώπινο ως γενική έννοια καταφάσκει στη μυστική ταυτότητα των ανθρωπίνων υπάρξεων και πως αναδύει την αλήθεια του ηθικού.
                                                *
Πριν όμως κάνουμε λόγο για τη σχέση οντολογικού και ηθικού, ας επιστρέψουμε στη ‘’σχέση’’ αμεσότητας και μυστικής.
Είναι η αμεσότητα δεδομένο του φυσικού κόσμου και λειτουργεί ως αυθόρμητη λειτουργία ή ως ένστικτο. Δε δημιουργεί άραγε ηθικό νόημα. Ωστόσο, ο άνθρωπος ο οποίος ενεργεί συνειδητά, του οποίου οι ποικίλες δράσεις συνιστούν διάθλαση της συνειδητοποιημένης αμεσότητας-μυστικής, αντιλαμβάνεται το καθαρά ενστικτώδες στο οποίο μετέχει ως ένσαρκος, αλλά το υπερβαίνει, δεδομένου ότι η αμεσότητά του είναι μυστική, άμεσα δηλαδή συνειδητή που γίνεται ενεργός με τις πνευματικές λειτουργίες.
Ό,τι αποκαλούμε εμμεσοποιημένο, όπως λ.χ. ένας φυσικομαθηματικός τύπος, ένα πόρισμα οποιασδήποτε επιστημονικής θεώρησης ή ένας ευρύτερος συλλογισμός που δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην επιστημονική έρευνα, αλλά και στην καθημερινότητά μας, ό,τι λοιπόν αποκαλούμε εμμεσοποιημένο δεν είναι παρά η ίδια η αμεσότητά μας που εκφράζεται λογικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά κ.ο.κ.
Πώς όμως είναι δυνατό το έμμεσο να είναι ταυτόχρονα και άμεσο; Εδώ υπεισέρχεται πάλι ό,τι ονομάζουμε μυστικό.
Δε μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο, να εκφραζόμαστε σε οποιαδήποτε ενέργειά μας χωρίς κάποια αδιαμφισβήτητα δεδομένα τα οποία θυμίζουμε.
i.                   Η αίσθηση είναι αντιληπτική και άμεση. Οφείλεται στο απόλυτο είναι κάθε υπάρχοντος φαινομένου το οποίο όμως είναι κοινό. Το υπάρχον, τα μύρια όσα υπάρχοντα, ασυνεχή, γίνονται αισθητά και αντιληπτά χάρη στην κοινή τους οντολογική πηγή που είναι απόλυτη συνέχεια, όπως ακριβώς οπτρίζεται στη φαντασιακή χωροχρονικότητα.
ii.                 Η αντίληψη, ως συναντιληπτική ενσυναίσθηση, κοινωνεί άμεσα και απόλυτα με το είναι των φαινομένων και γι’  αυτό δια-κρίνει το ποικίλο φαίνεσθαί τους (Ενότητα της ανθρωποκοσμικής πραγματικότητας).
iii.              Η μνήμη διασώζει το εσαεί μεταβαλλόμενο φαίνεσθαι μόνο επειδή οι ‘’εικόνες μνήμης’’ που διατηρούνται στη φαντασία μας μάς κάνουν να κοινωνούμε με το είναι των μνημονευομένων. Αυτή η κοινωνία είναι άχρονη χάρη στην απόλυτη συνέχεια των ασυνεχών παραστάσεων.
iv.              Η κρίση ή η απλή κατηγορική πρόταση που συνέχει τις προηγούμενες προϋποθέσεις είναι η χαρακτηριστική βαθμίδα έκφρασης θετικής γνώσης, ένα είδος εμμεσοποιημένης αμεσότητας η οποία συμπυκνώνει τις πνευματικές μας καταλληλότητες. Δεν πρόκειται για αμιγή εμμεσοποίηση, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και εδώ πρόκειται για έκφραση των αμέσων δεδομένων τη συνείδησης, για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή μπερξονική έκφραση, για συν-έκφραση ομοιογενών φαινομένων και καταστάσεων των οποίων το είναι είναι ομογενές.
Η συνειδητοποιημένη αμεσότητα είναι επομένως ό,τι ονομάζουμε μυστικό. Δεν πρόκειται για υπέρβαση του αισθητού, για δυιστικής φοράς ‘’διέξοδο’’, όπως θα δήλωνε ο εκστασιασμός σε οποιαδήποτε μορφή του, αλλά για αληθή κάτοψη του είναι των πραγμάτων, κάτι το οποίο οδηγεί στη γνώση.
Με απλούστερα λόγια και για να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας, η πραγματική γνώση είναι προσπάθεια μυστικής κατάνυξης του είναι των πραγμάτων και του ανθρώπου, ένα είδος παλιννόστησης, άμεσης δηλαδή κοινωνίας όχι με τα φαινόμενα, αλλά με το νόημά τους, το δε νόημά τους είναι η ίδια τους κοινή, αιώνια και απόλυτη φύση τους. Αυτό αποτελεί διαρκές συμβαίνον και το κατανοούμε όταν προσπαθούμε να εννοήσουμε το τι συμβαίνει όταν περιγράφουμε κάτι με λογικούς όρους.
Ας το δούμε με όσο πιο μεγάλη προσοχή, γιατί είναι ουσιώδες, γιατί συμπυκνώνει όλο το μόχθο των φιλοσόφων, των καλλιτεχνών, των επιστημόνων και όλων μας με απλά λόγια. Οποιαδήποτε πρόταση, απ’  την απλή κατηγορική, μέχρι τις ευρύτερες, τις ανοιχτές, εκφράζει συμβολικά ένα κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Ποιο νόημα όμως όταν όλα είναι παροδικά, μεταβαλλόμενα, ρευστά, ακόμη και όσα εκφράζονται με μαθηματικές προτάσεις;
Κατά πρώτο λόγο: Κάθε μορφής έκφραση αποκαλύπτει το εξής παράδοξο το οποίο δε συνειδητοποιούμε όσο θα οφείλαμε, γιατί είμαστε ειδωλικά κλεισμένοι στα σύμβολα τα οποία ειδωλοποιούμε κατά κάποιο τρόπο. Η συμβολική έκφραση επομένως παραπέμπει σαφώς σε κάτι άλλο, πέρα απ’ τη συμβολική της φορά: Στο νόημα το οποίο βρίσκεται πέρα απ’ τη συμβολική παράσταση, πρόταση, έκφραση.
Ποιο το νόημα επομένως το οποίο αγγέλλεται κρυπτόμενο; Ποιο νόημα αποκρυπτογραφεί η συμβολική γραφή όταν όλα μεταβάλλονται και οφείλουν να μην ισχύουν την επόμενη στιγμή έκφρασής τους; Βεβαίως, εγκαταλείποντας τη συμβολική έκφραση, οφείλουμε να καταδυθούμε στις έννοιες χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει λέγειν, γλώσσα, έκφραση, αλλά οι έννοιες παραπέμπουν σε ευρύτερες έννοιες, στις γενικές-καθολικές και εδώ ‘’σταθμεύουμε’’. Κάθε γενική έννοια έχει απόλυτο χαρακτήρα εκφραζόμενο εν σχετικώ. Το είναι όμως του οικουμενικού είναι απόλυτο, άρρητο, αλλά σχετικά εκφραστό.
Ό,τι όμως είναι σχετικό, πράγμα που σημαίνει φθαρτό, κινητό κ.ο.κ., απλούστατα, νοείται απολύτως και αυτό ακριβώς δεν εξάγεται, δε συνάγεται με καμιά επαγωγή. Αναδύεται άμεσα, αδιαμεσολάβητα και αυτό ακριβώς συνιστά το μυστικό πυρήνα των σκέψεων, των δράσεων, των συναισθημάτων. Δε θα μπορούσαμε να προβούμε σε καμιά διαπίστωση χωρίς αυτό το διαρκές συμβαίνον. Είναι, θα λέγαμε, το νόημα κάθε νοήματος. Η μόνη σαφέστατη α-λήθεια, η αρχή κάθε γνώσης. Προσεγγίζοντάς την, αυτοβυθοσκοπούμαστε, βυθιζόμαστε στο φαεινό βασίλειο της λήθης-μνήμης, στην αιώνια μνημοσύνη, στο άχρονό μας, στο απόλυτο είναι μας, έξω απ’ τις αδυναμίες του υπάρχειν μας και αυτό είναι το απόλυτο είναι, το ανθρωποκοσμικό είναι, αφού κοινωνούμε με αυτό και μας είναι αδύνατο να αποσπώμεθα. Το διαρκώς υπάρχειν δεν είναι έγχρονο, αλλά απόλυτο. Καθίσταται ενεργό όταν θεωρούμε τα πράγματα sub specie aeternitatis κατά προσφιλή έκφραση του φιλοσοφικού λόγου.
Πρόκειται για άμεση, συνεπώς μυστική, κοινωνία και για να είμαστε όσο πιο σαφείς και ακριβείς κατά το δυνατό, επανερχόμαστε στη μία και μόνη αρχή, στην ταυτότητα-όλο-άπειρο-απόλυτο…Είναι ‘’παντού’’ και ‘’πουθενά’’ ταυτόχρονα ως σημαίνουσα, ως νοηματοδοτούσα, ως συνέχουσα την χωρίς χωρικότητα, τοπικότητα, όρια, αρχή και τέλος ανθρωπο-κόσμο.
Παντού και πουθενά, λέγαμε και να δύο τόσο απλοί όροι έχουν μεγάλη φιλοσοφική σπουδαιότητα και μαρτυρούν πως σε κάθε άνθρωπο υπάρχει η καταλληλότητα νόησης και εννόησης, ουσιαστικής εμβίωσης του συμβαίνοντος. Το παντού δεν αναλύεται λογικά, είναι πρωτοσύλληψη η οποία διεμβολίζει, θα λέγαμε, ό,τι θεωρείται απέραντο με το δέος του απόλυτου. Το πουθενά επίσης αίρει τη σχετικότητα των αισθητών, και αναζητεί ‘’τόπο’’ ‘’έξω’’ που δεν είναι παρά η νόηση του απολύτου. Όσο κι αν οι όροι ειδωλοποιήθηκαν, το πρωτογενές τους νόημα είναι αποκαλυπτικό και προδίδει την αρχή της αίσθησης, της αντίληψης, της ενσυναίσθησης, της κοινωνίας, πέρα από κάθε κοσμικο-διαστημικό όριο.
Πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για κάτι άρρητο, ανέκφραστο, απόλυτο, χωρίς να το κάνουμε αντικείμενο σκέψης; Όντας το απόλυτο είναι μας, διασελαγίζεται παντού, σε κάθε υπάρχουσα οντότητα και αυτή η αλήθεια είναι μυστική διόραση αναδυόμενη και μη προκύπτουσα, συνιστά τον καμβά του έγχρονου συνειδητού μας βίου, και, χωρίς αυτό το συμβαίνον, ούτε η αίσθηση, ούτε η αντίληψη, ούτε η φαντασία θα λειτουργούσαν. Είναι το έγχρονο-έγκοσμο ζην μας.
Δεν είναι ούτε η ταυτότητα, ούτε η ετερότητα, ούτε η αναλογία-ομοιότητα. Είναι τρόπος συνειδητοποίησης αυτών των αρχών, διακοινωνίας τους.
Μόνο υπ’  αυτήν την αλήθεια της πρωτοπληροφορίας είμαστε ικανοί να βλέπουμε την καθαρότητα, το άσπιλο, την αγαθότητα του οντολογικού, γιατί η διαφάνεια, η μυστική διαφάνεια, είναι το βλέμμα του. Είναι η διαρκής πρωτοπληροφορία η οποία επισημαίνεται ως νάβλεψις, ως ξαίφνης (πλατωνικοί όροι) κοινωνία με την αληθεύουσα πραγματικότητα, πέρα από κάθε παραμορφώνον κάτοπτρο. Μυστική πρωτοπληροφορία (υπάρχει τάχα μη μυστική πρωτοπληροφορία; Γι’ αυτό ο επιθετικός προσδιορισμός μυστική περιττεύει), άμεση, αλλά συνειδητά πια άμεση στην οποία οδηγεί η προσοχή μας, η περιεσκεμμένη επισκόπηση του νοήματος ως πηγή αληθούς λόγου. Όντως λογική θεώρηση κατά τρόπο που όσοι κάνουν λόγο για ‘’μυστικισμό’’ στη φιλοσοφία είναι παγιδευμένοι από ειδωλικές ψευδαισθήσεις, παρά τον ‘’ορθολογισμό’’ τους. Παραλογίζονται, επειδή αρνούνται να δουν τις αφετηρίες τους, επειδή δεν ανα-γνωρίζουν το μύχιο είναι τους.
Η καθαρότητα όμως του βλέμματος, η απλότητά του, για να παραφράσω μια πλωτινική έκφραση7, είναι ουσιαστική μύηση και διαρκούσα πραγματικότητα που αποκαλύπτει την αληθεύουσα ‘’διάσταση’’ όλων μας των πνευματικών λειτουργιών.
Η μυστική θεώρηση επομένως δεν είναι κάτι αιρετικό το οποίο συναντάμε τάχα στους μυστικούς, δεν είναι αναχωρητισμός ή επανάπαυση σε θρησκευτικές αρχές ή, αν θέλετε, σε εμβάθυνση θρησκευτικών δογμάτων (όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις έχουν τους μυστικούς τους, θα το δούμε), δεν είναι φυσιοκρατικής εμπνοής εκστασιασμός και επιστροφή σε αλογισμούς. Είναι κάτι ουσιώδες, πριν παραδοθεί σε υποκειμενιστικές εκτροπές.
Βέβαια, συναντάμε σοφές διαπιστώσεις σε πολλούς μυστικούς διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, διαπιστώσεις οι οποίες, αποφλοιούμενες από δογματικές ή και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, συναντούν κορυφαίες  θέσεις κρατίστων φιλοσόφων, όντας ενδεικτικές και αποκαλυπτικές.
Θα το αναλύσουμε.

ΙΙΙ
Η διαφάνεια του μυστικού και το είναι
(Πεδία φανέρωσης, το πνεύμα της ενότητας και της ταυτότητας, το πνεύμα του φανερούσθαι, το μυστικό, το έγχρονο, το ασυνεχές, η φύση και η εγκυρότητα του γιγνώσκειν)

Οφείλουμε να διαπιστώσουμε κάποια θεμελιώδη συμβαίνοντα ώστε να καταστεί ευκρινέστερος ο δεσμός μυστικής και φιλοσοφίας.
i.                   Ερευνώντας προσεκτικά το συμβαίνον, εμβαθύνοντας στο δεσμό αίσθησης και αντίληψης, λησμονούμε συχνά πως η αίσθηση και η αντίληψη είναι καταστάσεις που εγκλείουν γνώση και δεν είναι απλά επιδεκτικές γνώσης με αποκλειστικό κριτήριο την εμπειρία. Είναι μήτρες κάθε γνώσης, κάθε συγκεκριμένης γνώσης.
Αυτή η γνώση, άμεση και συνεχής, είναι ουσιαστικά κοινωνία, απόλυτη κοινωνία την οποία βιώνουμε, την οποία βιώνουμε έγχρονα, στο είναι του έγχρονο, στο υπάρχειν μας με το οντικό του θεμέλιο. Αυτό μας καθιστά ικανούς να διακοινωνούμε με το είναι του αισθανόμενου, κάθε αισθητού μεγέθους, πράγμα που σημαίνει πως κάθε αισθανόμενο γίνεται πια αντιληπτό ως πνευματικής φύσης, ως μέτοχο του απολύτου.
ii.                 Ήδη όμως τα αισθητά είναι ουσιαστικά νοητά, πράγμα που σημαίνει πως δεν έχουν τόπο, αφού κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ. διαρκώς με μόνο τόπο τη φαντασία μας. Ας διακρίνουμε κάτι σημαντικό: Ό,τι είναι νοητό, έχει τη ρίζα όχι σε κάτι ‘’άλλο’’, αλλά στο πνεύμα μας, έχει νοητή φύση την οποία αντιλαμβανόμαστε και με την αίσθηση, αλλά είναι αδύνατο να στηρίζουμε τη γνώση μας στο μεταβλητό του, στο κινητό του. Τη στηρίζουμε στο είναι των μεταβολών του, στο απόλυτό του που μόνο αυτό είναι αντιληπτό-νοητό. Τόπος των αισθητών είναι το πνεύμα.
Για να κατανοήσουμε όμως αυτήν την αλήθεια οφείλουμε να εξετάσουμε με προσοχή τη διακοινωνία ανάμεσα στη φαντασία, στη μνήμη, στην κρίση, στην αίσθηση. Είναι αδύνατο να αισθανόμαστε πράγματα έτερα προς το είναι μας (δεν είναι διανοητά), αρχής γενομένης απ’ τη σωματικότητά μας. Η κοινωνία είναι άμεση και αυτό φανερώνεται με τη φύση των πνευματικών μας λειτουργιών που εκφράζονται με γενικούς όρους και του αισθητού κόσμου. (κίνηση, αύξηση, φθορά κ.ο.κ.) Το είναι των πνευματικών λειτουργιών κοινωνεί με το είναι των αισθητών εννοιών το οποίο δεν είναι ούτε εκτατό, ούτε διαστατό, αλλά άμεση μυστική κοινωνία η οποία είναι μόνο νοητή, η οποία δεν εκτείνεται, δεδομένου ότι ό,τι θεωρούμε εκτεινόμενο μεταβάλλεται συνεχώς και αυτή η μεταβολή νοείται και εννοείται φαντασιακά. Οι λεγόμενες αποστάσεις είναι αριθμοί, μέτρο του πνεύματος, και  όχι διαστημικές οντότητες. Οι μονάδες μέτρησης είναι σχετικές και εσαεί μεταβαλλόμενες, μέτρο τους όμως είναι η εννόηση. Χωρίς αυτήν την αλήθεια ο κόσμος μας είναι αδιανόητος.
iii.              Υπάρχει όμως κάτι σημαντικότερο, κάτι το οποίο άπτεται του είναι του έγχρονου. Σε αυτό αποκαλύπτεται σαφώς  ο μυστικός χαρακτήρας της γνώσης. Δημιουργούμε προτάσεις, κατηγορικές κυρίως προτάσεις, με τις οποίες χαρακτηρίζουμε το φαίνεσθαι των αισθητών πραγμάτων.  Τα αντιλαμβανόμαστε, τα γνωρίζουμε και συχνά οι ορισμοί-περιορισμοί είναι λεπτομερείς, ακριβείς, κατά το δυνατό, έστω και ως σχετικοί.
Τι δείχνουν οι ορισμοί-δείξεις μας πέρα απ’ το ότι διακρίνονται από άλλους ορισμούς οι οποίοι ορίζουν-περιορίζουν-δείχνουν άλλα πράγματα: το είναι των πραγμάτων ή το φαίνεσθαί τους; Είναι αληθής ο καντιανός φαινομενισμός;
Δε θα ασχοληθούμε με τον καντιανό φαινομενισμό τον οποίο δεν οφείλουμε να συγχέουμε με τη χουσσερλιανή φαινομενολογία η οποία επεισάγει τη προθετικότητα, το έχουμε κάνει αλλού.
Επιμένουμε στο εξής: Τι γνωρίζουμε: το φαίνεσθαι των πραγμάτων ή το είναι τους; Υπάρχει όντως η ενορατική-άμεση-μυστική γνώση η οποία ως αδιαμεσολάβητη διατρέχει τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση για να οδηγείται ως νηφάλιος λογισμός πάντα στη συμβολική έκφραση με την οποία περιγράφεται έγχρονα η άχρονη και απόλυτη φύση των πραγμάτων, όπως εκφράζεται συμβολικά με την εσαεί έγχρονη φανέρωσή τους;
Αν ναι, η γνώση έχει μυστική αφετηρία χωρίς την οποία είναι αδιανόητη οποιαδήποτε εμμεσοποιημένη αμεσότητα, κάθε εκφερόμενη γνώση. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η σπουδαιότητα της μυστικής: Δεν πρόκειται για κατάσταση η οποία αναφέρεται σε συναισθήματα ή σε στιγμές συναισθηματικής ή θρησκευτικής έξαρσης, όπως νομίζεται συνήθως και μάλιστα με επιπολαιότητα. Κάθε ενέργειά μας, και η αναφερόμενη στη γνώση, σε κάθε γνώση, και στο συναίσθημά μας, και στο πράττειν μας και στο ενεργείν μας, είναι αδιανόητη χωρίς τη συνειδητοποιημένη αμεσότητα, χωρίς τη μυστική διάπλωσή μας.
Ας δούμε κάτι το οποίο θα μας βοηθήσει. Κάθε συγκεκριμένο αισθητό ανακλά το οικουμενικό είναι, σε κάθε πράγμα εικονίζεται το σύμπαν και αυτό είναι καθοριστικό. Όλα τα πράγματα μηνύουν την κοινή οντολογική τους φύση υπό απέραντα ποικίλες μορφές, κατά τρόπο που και οι λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων μηνύουν έγχρονα-συμβολικά-αισθητά το απόλυτο είναι τους. Αυτό το κατανοούμε όταν εμβαθύνουμε στο νόημα οποιασδήποτε πρότασης, έκφρασης, μαθηματικού τύπου, συναισθήματος. Ανακαλύπτουμε την αμεσότητα κοινωνίας του είναι μας με το είναι των πραγμάτων. Απαιτείται να υπομνήσουμε κάτι: Αν σε κάθε αισθητό, σε κάθε πράγμα, σε οποιοδήποτε πράγμα, μηνύεται ‘’όλο’’ το κοσμικό συμβαίνον, ο κόσμος μας, το σύμπαν δηλαδή δεν έχει ούτε σχήμα, ούτε ηλικία, ούτε αρχή, ούτε τέλος. Μόνο κοινωνώντας με το είναι του μυστικά είμαστε σε θέση να διίδουμε πώς το υπάρχειν μας στον κόσμο είναι ανακύπτουσα, αναδυόμενη πρωτοπληροφορία η οποία θεμελιώνει κάθε μορφή γνώσης.
iv.              Εμβαθύνοντας, διαπιστώνουμε πως το ποικίλο, το διαφορετικό, το όμοιο, το ανόμοιο, το εναντίο κ.ο.κ. δεν εννοούνται, δεν είναι δυνατά χωρίς την απόλυτη ταυτότητα, συμβολική μαρτυρία της οποίας και είναι, και γι’  αυτό κάθε λόγος είναι μυθικός.
Έτσι, επιπλέον, νοείται και εννοείται άμεσα η ενότητα ως έγκοσμη μαρτυρία της ταυτότητας, αλλά με περισσότερη προσοχή διακρίνουμε κάτι εξίσου σημαντικό.
Η ενότητα διαμηνύει πως ο συνεκτικός δεσμός που κάνει το φαίνεσθαι των πραγμάτων εννοητό δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, είναι η αισθητή εικόνα του νοητού το οποίο ‘’αιχμαλωτίζεται’’ αιώνια, το οποίο τρέφει και τρέφεται, το οποίο δεν είναι παρά σφραγίδα, αρχή και τροφή κάθε αισθητού-έγχρονου. Αυτή η αλήθεια αναδύεται εσαεί άμεσα, είναι μυστική και κάθε λογική έκφραση βασίζεται σε αυτήν.
                                                *
Ας θυμηθούμε κάτι καθοριστικό: Όταν κάνουμε λόγο για σχέσεις ενότητας προς ταυτότητα, δεν εννοούμε ‘’αντικείμενα’’, θετικά μεγέθη τα οποία θα μπορούσαμε να μετρήσουμε, κάτι παρόμοιο είναι αντιφατικό και θα διέστρεφε όλη μας την προσπάθεια. Πιο συγκεκριμένα, μη οριζόμενη η ταυτότητα, είναι το μύχιο, το άρρητο, το μυστικό μας είναι το οποίο μας προφθάνει απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ως άπειροι εν πεπερασμένω την έγκοσμη-έγχρονη κατάσταση μας η οποία θεωρείται ως ενότητα του έγκοσμου συμβαίνοντος. Τρόπος εμβίωσης της ταυτότητας είναι η μυστική ‘’τροπή’’ μας. Κοινωνούμε με αυτήν την αλήθεια οντικά αλλά αυτή η κοινωνία κατατίθεται συμβολικά ως έγχρονος βίος ο οποίος μαρτυρείται ως ανθρωπίνως, ως συνανθρωπίνως υπάρχειν στον κόσμο. Το υπάρχειν μας στον κόσμο της κοσμικής ως ανθρώπων  τρέφεται απ’ το άρρητο μυστικό μας είναι.
                                                *
Πώς προσεγγίζουμε αυτήν την αλήθεια; Αυτό το συμβαίνον προσεγγίστηκε με όρους όπως έκσταση, ενόραση, προθετικότητα, ύπαρξη κο.κ. Έχουμε κατά καιρούς προτείνει τους όρους ορίζων οριζόμενος, συναντιληπτική ενσυναίσθηση, επιθυμούμενη επιθυμία, άπειρος εν πεπερασμένω. Όλοι αυτοί οι όροι είναι άμεσοι, δεν προκύπτουν και προσπαθούν να δείξουν ό,τι, όχι μόνο δεν αναλύεται, αλλά στέκει ως αρχή κάθε ορισμού και δείξης. Είναι δυνατό να εννοήσουμε αυτούς τους όρους, να τους θεωρήσουμε ως προκύπτοντες μετά σειρά συλλογιστικών διαδικασιών; Κάτι παρόμοιο είναι όχι μόνο αντιφατικό, αλλά και αδιανόητο.
Αν επομένως υπάρχει μία αφετηρία χωρίς αφετηρία, μια άναρχη και απόλυτη αλήθεια η οποία καθιστά δυνατή την αντίληψη της κοσμικής ενότητας, οφείλουμε να εξετάσουμε με προσοχή την αρχή κάθε λογισμού και συναισθήματος, του λόγου σε όλες του τις εκφράσεις, και του συναισθήματος επίσης. Θα διαπιστώναμε ξανά ό,τι έχουμε ήδη καταγράψει παλαιότερα: Επισκοπούμενος ο λόγος στο βάθος του, είναι και συναίσθημα, ενώ το συναίσθημα διορώμενο στις πηγές του είναι νηφάλιος λογισμός, παρά την καντιανή θέση κατά την οποία η κοινή ρίζα λόγου και συναισθήματος θα παραμένει για πάντα άγνωστη. Δεν παραμένει άγνωστη, αλλά αναδύεται ως απόλυτο προδεδομένο χάρη στο οποίο διοράμε το πραγματικό.
Έχει γίνει εκτενέστατος λόγος από πολλούς διανοητές ως προς τις σχέσεις λόγου και συναισθήματος, αλλά προσεκτική θεώρηση με αυτοκατάνυξη που είναι κατά βάθος και κοσμοκατάνυξη πείθει ως προς το εξής: Η αυτοσυγκέντρωση δεν είναι ούτε ‘’επιστροφή’’ στο καθαρό μας είναι, ούτε εκστασιακή (εκστατική δηλαδή) εκτόξευση σε αλογικούς κόσμους μυστικιστικών φυσιοκρατικής κυρίως φοράς εξάρσεων που καταπνίγουν το εγώ. Κάθε αλογισμός οδηγεί στο παράλογο.
Αντίθετα, αυτοσυγκέντρωση, για να επισκοπήσουμε εκ νέου τον όρο, περισυλλογή, είναι κατάσταση οποιουδήποτε λογιζομένου η συναισθανομένου σε κάθε μορφή ανθρώπινης και διανθρώπινης δραστηριότητας, είναι ο καμβάς δημιουργίας. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι αινιγματικοί όροι, όπως συστολή και διαστολή της διάνοιας, αλλά αυτοί οι όροι, θεοσοφικής προέλευσης, είναι κατά βάση ειδωλικοί, όσο και αν προσπαθούμε να τους εννοούμε συμβολικά.
Συμβαίνει μάλιστα το εξής παράδοξο και γι’ αυτό βαθύτατα φιλοσοφικό: Κατά την αυτοσυγκέντρωση αίρεται κατά κάποιο τρόπο το έγχρονο στοιχείο, η αίσθηση-αντίληψη της αλλαγής, της μεταβολής και ‘’μπαίνουμε’’ στο ιερό τελεστήρι του πνεύματός μας. Αν προσέξουμε όμως, διαισθανόμαστε πως αυτή η κατάσταση δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει, αλλά κάτι το οποίο αναδύεται εσαεί, το απόλυτο είναι στη σχετικότητά μας, η τροφή της.
Ιδού το παράδοξο πιο συγκεκριμένα. Το απόλυτο είναι μας ως ‘’κινητήρας’’ των έγχρονων λειτουργιών της συνείδησής μας, επιφαίνεται μυστικά, αλλά, ταυτόχρονα, πορίζει τη δυναμική του για τη συνέχειά τους εν μέσω ασυνεχειών, για τη δημιουργία γνώσης. Ανα-γνωρίζεται σε κάθε έγχρονη φάση ως απόλυτη συνέχειά μας, αλλά και ως απόλυτη συνέχεια του αισθητού κόσμου, και αυτό οδηγεί στο εξής: Χωρίς την άμεση, τη μυστική α-λήθεια που συνέχει άνθρωπο και κόσμο, δεν είναι διανοητή καμιά γνώση. Θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε πολλές σελίδες σχετικές με την παρουσία αυτής της διεργασίας σε όλα σχεδόν ταφιλοσοφήματα, κυρίως μεταφυσικής εμπνοής, αλλά πρόκειται για κάτι σαφέστατο.
Έχουμε βέβαια τονίσει πω υπάρχει φαινομενική τουλάχιστον διαφορά ανάμεσα στην περισσότερο ή λιγότερο ενστικτώδη αμεσότητα του αισθητού κόσμου και των μορφών του, και στην αμεσότητα των ανθρωπίνων λειτουργιών οι οποίες καλλύνουν λόγο και συναίσθημα. Υπάρχει όμως και οντολογική διακοινωνία η οποία διενώνει άνθρωπο και κόσμο και αυτό μας ωθεί σε μία επιπλέον διαπίστωση: Όλες οι μορφές ατέλειας που είναι σχετικές και παρερχόμενες, που διαδέχονται η μία την άλλη ή που διαπτύσσονται ταυτόχρονα, είναι απόλυτα αντιληπτές κι, αν στο βάθος της αντίληψης είναι η νόηση, οτιδήποτε αντιλαμβανόμενο είναι πάροδο και εφήμερο, όσο και αν επαναλαμβάνεται κυκλικά, αλλά νοείται απόλυτα. Έχουμε ξανατονίσει πως το σχετικό νοείται απολύτως, αλλά δε διευκρινίσαμε το πνεύμα αυτής της διαπίστωσης. Πώς και γιατί το σχετικό νοείται απολύτως;
                                                *
Νοώ απολύτως σημαίνει πως κοινωνώ απόλυτα με ό,τι διαπιστώνω, πως έχω κοινή αίσθηση και αντίληψη με το ατελώς τελούμενο, πως μπαίνω στο είναι του, αλλά πώς είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό, αν όχι επειδή οι κοινοί χαρακτήρες μας ως φθαρτών, τμητών κ.ο.κ. υπάρξεων έχουμε κοινό οντολογικό υπόβαθρο το οποίο είναι άρρητο επειδή είναι ακριβώς το αιώνιο είναι μας το οποίο ούτε περιγράφεται, ούτε εξηγείται;
Επομένως η άσπιλη ‘’ύλη’’ του συμβαίνοντος είναι η κρηπίδα εννόησης του κοσμικού, οποιαδήποτε δε γνώση που νοείται απολύτως για να είναι αληθής είναι στο είναι της αιώνια που εκδιπλώνεται έγχρονα. Υπ’ αυτό το πνεύμα το άχρονο είναι ‘’αιχμαλωτισμένο’’ στο έγχρονο, στις τόσες και τόσες διαθλάσεις του, παραλλαγές του. Μυστικίζοντες φιλόσοφοι υποστήριξαν πως το άπειρο είναι και ατελές, πως τελείται, πως αναλίσκεται χωρίς να ελαττώνεται στην καρδιά του πεπερασμένου, ως πληρώνουσα αντιληπτική αρχή, ως πληρούσα μυστικά αρχή, θα λέγαμε. ‘’Απόδειξη’’ αυτής της αλήθειας είναι το ότι όσο λιγότερη ατέλεια, τόσο λιγότερα πάθη, τόσο εντονότερη η βίωση της οντολογικής καθαρότητας. Όντως, όλες οι καταστάσεις του βίου μας έχουν αμίαντη φύση, όντως οτιδήποτε νοούμενο είναι η μαρτυρία του απολύτου, του άσπιλου. Το είναι μας είναι άσπιλο και γι’ αυτό  ακριβώς νοείται και εννοείται.
                                                *
Επανερχόμαστε στη ριζική ερώτηση μετά όσα προηγούνται: Είναι το μυστικό απόλυτο, άπειρο; Αν το απόλυτο είναι άρρητο, ταυτίζεται το μυστικό με το άρρητο του απολύτου;
Ας προσδιορισθεί κάτι με τη δυνατότερη σαφήνεια για να αποφευχθούν μείξεις και παρανοήσεις. ΄
Έχουμε πει πως το άρρητο, το καθαρό μας είναι, μη περιγραπτό, μη παραστατό, βρίσκεται στην αφετηρία κάθε παράστασης, περιγραφής, ορισμού. Ωστόσο, περιγράφοντας, παριστάνοντας, ορίζοντας,, περιγράφουμε, κλπ. μόνο συγκεκριμένα, όμοια, ανόμοια, κινούμενα αισθητά, αλλά και καταστάσεις ψυχής. Προαπαιτείται βέβαια γνώση και γνωρίζουμε τα συγκεκριμένα πράγματα υπό το φως το απόλυτου είναι τους και εδώ ο κόμβος είναι αποφασιστικός. Πώς διαχέεται η άχρονη κοινή φύση των υπαρχόντων, το είναι τους δηλαδή, στο έγχρονό τους, σε κάθε δηλαδή συγκεκριμένο υπάρχειν; Εδώ διακρίνουμε το μυστικό, την αμεσότητα όλων των πνευματικών μας λειτουργιών οι οποίες ‘’συγγίγνονται’’, οι οποίες διακοινωνούν ως ενιαία ενότητα και μάλιστα με άμεσο τρόπο. Το μυστικό επομένως είναι ο κοινός χαρακτήρας κάθε γνώσης, συναισθήματος, πράξης. Τίποτε δεν είναι έμμεσο στη φύση του. Οτιδήποτε θεωρούμε έμμεσο, έμμεση, συναγόμενη γνώση, δεν είναι παρά η έκφραση των άμεσων λειτουργιών μας.
Υπ’ αυτό το πνεύμα το μυστικό χαρακτηρίζει το έγκοσμο λειτουργείν με κορυφαία έκφραση τον άνθρωπο, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
 Για να είμαστε ακριβέστεροι, εμβάθυνση στο χαρακτήρα της γνώσης και των συναισθημάτων, μυστική δηλαδή ανάγνωση της νόησης, του λογισμού, του συναισθήματος, οδηγεί στην καθαρότητα, αίρει κάθε εξαντικειμενικεύουσα και νατουραλιστικής προέλευσης ερμηνεία του ανθρώπου και της γνώσης, επανάγει στο μυστικό συμβαίνον, στην ανά-γνωση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων, αιωνίζει το έγχρονο. Διαλάμπεται έτσι ως αγή καθαρά το νόημα του κοσμανθρώπου, επιφαίνεται η διαφάνεια του γιγνώσκειν και του συναισθάνεσθαι και ο άνθρωπος αυτοσυνειδητοποιείται ως κοινωνός του απολύτου. Εμβιώνει το άχρονό του στην έγχρονη εγκαταβίωσή του και αυτή η κοινωνία είναι πληρωματική.
Άγεται στην πνευματικότητα που έχει οικουμενικότητα  και που καταξιώνει κάθε μορφή ζωής. Για να είμαστε μάλιστα ειλικρινείς, οι πνευματικότητες των μεγάλων μυστικών όλων των παραδόσεων ευρύνουν ηθελημένα ή αθέλητα μέχρι αποδιαστολής τις χασματικές δογματικές διαφορές και συναντιούνται, αν αποφλοιωθούν τα στερεότυπα, αν στο δόγμα αναζητείται η μυστική απαρχή. Πρόκειται για ευρύτατη συνάντηση, για πνευματικό συμπόσιο στο οποίο μετέχουν, εκτός απ’ τους πνευματικούς και τους μυστικούς, και ποιητές, και ηθολόγοι, και διανοούμενοι, και επιστήμονες, κατά τρόπο που σε αυτές τις περιπτώσεις βεβαιώνεται η οικουμενικότητα του ανθρώπου ως κοινό sensorium, όποιες και αν είναι οι πολιτισμικές αφετηρίες υπό τις οποίες ανδρώνονται οι εκάστοτε εργάτες του πνεύματος8.
Δεν υποστηρίζουμε καμιά διαλεκτική σύνθεση, όπως λ.χ. η εγελιανή η οποία, παρά τα όντως κλασικά της στοιχεία, πάσχει από εμφανείς αντιφάσεις και εξαπλουστεύσεις. Υποστηρίζουμε απλά πως εμβάθυνση στα καθαρά μας δεδομένα οδηγεί στην καθαρότητα του βλέμματος, κάτι όμως που δεν είναι οικουμενικός κανόνας, δεδομένων των αδυναμιών της φύσης μας και της ελεύθερης θεώρησης του κοσμανθρώπου.
Αν όμως επισκοπούμε το είναι του υπάρχειν, αν αποειδωλοποιούμε το εγώ μας αποβάλλοντας τα ειδωλικά ψιμύθια φθάνοντας έτσι στο καθαρό εγώ (όχι ακριβώς στο anatta των μεγάλων στοχαστών της βουδιστικής σκέψης), στο εγώ χωρίς εγώ, στην καθαρότητα, έξω από ειδωλικές παραστάσεις που επωάζουν την πλαστή γνώση και το νόθο λογισμό, αλλά στο απόλυτο εγώ και διαπιστώνουμε πως κάθε γνώση οποιασδήποτε τάξης, κάθε συναίσθημα οποιαδήποτε στιγμής, είναι μεν αρμοστή και εφαρμοστή στον κόσμο της φαινομενικόττας, αλλά στα θεμέλιά της είναι απόλυτα αιώνιο.
                                                *
Για να κατανοήσουμε αυτήν την αλήθεια, οφείλουμε να ανατρέξουμε σε έναν παλαιότερο όρο μας τον οποίο όμως θα επισκοπήσουμε στο μυστικό του βάθος. Εννοούμε τον όρο αιώνια φύση των πραγμάτων.
Ποια είναι όντως η αιώνια φύση των πραγμάτων; Ας πούμε πριν προχωρήσουμε πως υπό τον όρο πράγμα εννοούμε όχι ένα άψυχο αντικείμενο, αλλά οποιοδήποτε αισθητό το οποίο ενεργεί (ας θυμηθούμε την πραγμικότητα των πραγμάτων στην εγελιανή σύνθεση) και με το οποίο κοινωνούμε.
Με την πρώτη προσέγγιση αναλογιζόμαστε την άρρητη κοινή οντολογική τους αλήθεια η οποία πολυδιαθλάται σε απέραντης ποικιλίας μορφές, σχήματα, δράσεις, ενέργειες.
Αυτή όμως η διαπίστωση προϋποθέτει, άδηλα στην αρχή, την άμεση, μυστική δηλαδή, κοινωνία μας με το είναι των πραγμάτων, όντας πάντα έγχρονοι. Τα πράγματα τα αναγνωρίζουμε ως φθαρτά, κινητά κ.ο.κ., αλλά αναγνωρίζοντάς τα ως τέτοια, αυτο- αν-αγνωριζόμαστε.
Ιδού η μεγάλη ερώτηση: Μπορούν τα πράγματα να αυτοαναγνωρίζονται από μόνα τους; Το ερώτημα όμως επιστρέφει σε εμάς τους ίδιους. Διαπιστώνουμε έτσι πως τα πράγματα δεν αυτοερμηνεύονται, αλλά, παράλληλα, και εμείς που τα ανα-γνωρίζουμε δε μπορούμε  να αυτοερμηνευόμαστε. Αυτό όμως υποδηλώνει κάτι: Αναγνωρίζουμε κάτι κοινό με τη φύση μας κι οι ομοιότητες, αναλογίες κ.ο.κ., παραπέμπουν άμεσα στην κοινή συνέχεια, στο συνείναι, στην οντολογική ταυτότητα. Δεν αυτοερμηνευόμαστε επομένως, αλλά συν-αυτό-οριζόμαστε ως ορίζοντες οριζόμενοι. Ιδού η αιώνια φύση των πραγμάτων που είναι και φύση μας. Αυτοοριζόμαστε ως έγχρονα-ένσαρκα υπάρχοντα όντα και μαζί μας και τα πράγματα ως προς την αιώνια κοινή μας φύση και αυτό διαμέσου του κοινού μας φαίνεσθαι. Αυτός ο αυτοορισμός είναι η αιώνια φύση πραγμάτων και ανθρώπων, αλλά δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Είναι η άμεση κοινωνία με το είναι μας, η απόλυτη συνέχειά μας χωρίς την οποία δεν αναγνωρίζεται καμία ασυνέχεια, κύριο στοιχείο των υπαρχόντων πραγμάτων.
Αναγνωρίζουμε το εσαεί πρώτιστο για να γνωρίζουμε στη συνέχεια τα ειδικά χαρακτηριστικά στοιχεία με τα οποία διακρίνονται τα συγκεκριμένα και είναι σαφές πως οι κατηγοριοποιήσεις δε θα ήταν δυνατές χωρίς τις αναλογίες, τις ομοιότητες, τις δυσαναλογίες κ.ο.κ.
Υπάρχει αναμφισβήτητα η πρώτιστη γνώση, η άμεση, η ενορατική, η μυστική λέμε εμείς ως τροφή κάθε λεγόμενης εμμεσοποιημένης, προκύπτουσας, συναγόμενης. Οι γνώσεις μας όμως σε όλα τους τα επίπεδα του φαίνεσθαι των αισθητών πραγμάτων και ημών των ιδίων αποκαλύπτουν κάτι όντως σημαντικό.
Πού αναφέρονται, για να είναι ευσταθείς, αληθείς, βεβαιωμένες; Ξέρουμε πως οποιοσδήποτε μαθηματικός τύπος καταγράφεται με μαθηματικά σύμβολα. Στις επιστήμες του ανθρώπου καταγράφονται με ορισμούς, με διαπιστώσεις, με  θεωρήσεις. Το ερώτημα συνίσταται στο αν ισχύουν και γνωρίζουμε χωρίς καμιά αμφιβολία πως στον κόσμο της φαινομενικότητας όλα μεταβάλλονται και πως πάντα δημιουργούνται νέες καταστάσεις Οι γνώσεις μας είναι βέβαια σχετικές και αναστρέψιμες, αναφέρονται στο πώς του λειτουργείν των πραγμάτων και πως αναθεωρούνται, αναπροσαρμόζονται ή και εγκαταλείπονται ως μη ισχύουσες ή ως εσφαλμένες.
Τι γνωρίζουμε επομένως τη στιγμή που περιγράφουμε ή που καταγράφουμε με εξισώσεις; Όλες αυτές ο περιγραφές είναι θεωρητικές, αναστρέψιμες, στηρίζονται σε αξιωματικές αρχές. Δηλώνουν το φαίνεσθαι των πραγμάτων, αλλά γίνονται νοητές όχι εξαιτίας του φαίνεσθαί τους, αλλά εξαιτίας του είναι τους, διαθλάσεις του οποίου είναι οι διάφορες μορφές του φαίνεσθαι.
Χωρίς την αμεσότητα της πρώτης μυστικής γνώσης δεν είναι επομένως διανοητή καμία σχετική γνώση9. Ό,τι συνέχει το ασυνεχές των αλλαγών και της λειτουργίας των αισθητών πραγμάτων είναι η άχρονη μυστική αμεσότητα στον κόλπο της οποίας εγγράφεται το συμβαίνον. Εδώ όμως συναντάμε το είναι μας, το καθαρό μας είναι πέρα από κάθε άμεση ή μυστική διαφάνεια. Το καθαρό μας είναι δεν είναι επομένως ούτε μυστικό, ούτε, συνεπώς, άμεσο, γιατί η έγχρονη γνώση είναι μυστική στη ρίζα της, άμεση. Μυστική αμεσότητα δημιουργείται  με τη διακοινωνία ταυτότητας και ετερότητας που οδηγούν στην ομοιότητα-αναλογία, στη λογική έκφραση δηλαδή. Μυστικός επομένως είναι ο χαρακτήρας του ανα-γιγνώσκειν, του εκφράζεσθαι, ως ανά-γνωση και καταγραφή σχημάτων, μορφών, κινήσεων, βιωμάτων όπου επιστρατεύονται η μνήμη, η αίσθηση, η αντίληψη πάντα στα πλαίσια της φαντασιακής χωροχρονικότητας. Μόνο, όλη αυτή η διεργασία προϋποθέτει την πρώτιστη γνώση, το απόλυτο νοείν μας το οποίο όχι μόνο δεν είναι αντικείμενο παράστασης, περιγραφής, αλλά ορίζει, περιγράφει και καθιστά εκφραστό-παραστατό (κάθε εκφραστό είναι παραστατό) κάθε αισθητό.
                                                *
Πριν συνεχίσουμε, οφείλουμε να δούμε κάτι το οποίο είναι αρκετά ομιχλώδες στην ιστορία της σκέψης. Οι όροι όμοιο, ανόμοιο, αρμονικό, συμμετρικό, ανάλογο, μικρό, μεγάλο, ταχύ, αργό κ.ο.κ., όροι χωρίς τους οποίους δεν υπάρχει καμιά λογική δυνατότητα, υπάρχουν καθεαυτοί, ως, ας πούμε, πλατωνικές ιδέες, ή είναι απλά δημιουργήματα του λογισμού μας, δημιουργήματα που εκφράζουν όψεις και συνθέσεις του συμβαίνοντος;
Ερευνώντας τους όρους, όπως και άλλους παρόμοιους, αν- τιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για γενικούς όρους οι οποίοι στεγάζουν κάθε κίνηση, μορφή, μεταβολή. Ως γενικοί όροι ενσφραγίζουν το είναι τους στα αισθητά πράγματα αλλά και στις περιπλανήσεις της σκέψης. Ιδωμένοι στον έγχρονο βίο, είναι τρόποι με τους οποίους αναγνωρίζουμε τα φαινόμενα, με τους οποίους τα ελέγχουμε, τα διασυσχετίζουμε, τα αξιολογούμε, τα περιγράφουμε. Έτσι εκφράζεται ο λογισμός, τα συναισθήματα.
Επεκτείνοντας κάπως τις σκέψεις μας διαπιστώνουμε πως η αντίληψή τους εκ μέρους μας προϋποθέτει κοινωνία μας με το απόλυτο είναι τους, όπως και με την αρμονία, την ισότητα, την αρμονία και είναι σαφές πως όλα αυτά τα απόλυτα κατηγορήματα ή ιδιότητες χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει καμία ανάγνωση συγκεκριμένου μεγέθους επειδή ενδηλώνουν το απόλυτο στο σχετικό.
Αυταπάτες ή φαντασιοπληξίες, όπως θα μπορούσε να αντιτείνει κανένας; Εμβαθύνοντας σε έναν απ’  τους γενικούς όρους, διαπιστώνουμε πως δεν έχει θετικό περιεχόμενο, νιώθουμε μια κένωση που είναι ουσιαστικά πληρότητα (είναι τυχαίο το ότι γνωστοί φιλόσοφοι ταυτίζουν το είναι με το μηδέν;), πληρότητα η οποία κρατύνεται ή επιβεβαιώνεται με ένα άλλο δεδομένο: Αν ο κόσμος μας, το σύμπαν δε συλλαμβάνεται ούτε είναι αντικείμενο παράστασης, αυτό σημαίνει απλά και καθαρά πως νοείται απολύτως και αχρόνως και πως χωρίς αυτήν την απόλυτη πληροφορία δεν υπάρχει ούτε γνώση, ούτε συναίσθημα. Αυτή όμως η πρωτοπληροφορία που καθιστά το σύμπαν στην ολότητά του με περιγραπτό και μη εξηγήσιμο με τα δεδομένα της αίσθησης (sense data), είναι η θετικότητα κάθε θετικότητας και να που οι γενικοί όροι τους οποίους επικαλεστήκαμε εκφράζουν αυτήν την αλήθεια στις συγκεκριμένες διεκφράσεις των αισθητών πραγμάτων. Το είναι, το απόλυτο είναι του κοσμανθρώπου που εκφράζεται συμβολικά ως υπάρχειν με ομοιότητες, αναλογίες κ.ο.κ., καθιστώντας το συνεχές της απόλυτης φύσης φραστό και εκφραστό.
Αναπόφευκτα και χωρίς να το θέλουμε, επιστρέφουμε σε παλαιά μας διαπίστωση κατά την οποία  απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, και, επειδή, οι ορισμοί είναι δημιουργικοί περιορισμοί, ο άνθρωπος είναι ορίζων οριζόμενος.
Τα οριζόμενα, ρευστά, μαλακά, σκληρά, όμοια, ανόμοια κ.ο.κ. δεν είναι ποτέ ταυτά επειδή ακριβώς γνωρίζονται και επειδή η γνώση είναι πάντα συγκεκριμένη. Δε θα γνωρίζονταν όμως χωρίς την κοινή τους φύση και αυτό αποκλείει το υπαρκτό να είναι υλικό, ύλης δηλαδή. Αποκλείει επίσης και τον ομογενή χώρο ως κάτι ανεξάρτητο απ’ τη νόησή μας αλλά επιβάλλει τη φαντασιακή χωροχρονικότητα.
                                                *
Ότι προηγείται μας κατευθύνει στο χαρακτήρα της γνώσης, στην καθαρότητα του ανα-γιγνώσκειν, στην εγκυρότητα του σχετικού, του μεταβαλλόμενου που καταγράφεται λογικά.
Ξεκινάμε αντίστροφα: Αν οι γνώσεις μας ήταν αιώνιες, δε θα υπήρχε αλλαγή, μεταβολή, φθορά, χρονικότητα. Ιερό παίγνιο φθαρτού και άφθαρτου, πεπερασμένου και απόλυτου, μυστική τους διακοινωνία που πλέκει το ιερό μυστήριο της ζωής.
Λαμβάνοντας υπόψη μας πως οι όροι με τους οποίους αναστρεφόμαστε δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά ενεργοποιούνται-φανερώνονται εσαεί στο κοσμικό γίγνεσθαι στο οποίο μετέχουμε. Αυτή η εσαεί μετάβαση απ’  το απόλυτο στο σχετικό, απ’ το είναι στο υπάρχειν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πιστοποιεί τη διαρκή αμεσότητα η οποία ενεργοποιείται πάντα ως εμμεσοποιημένη αμεσότητα που προδίδει τη διαπλοκή αίσθησης και αντίληψης στο λογίζεσθαι, στο λέγειν, στο συγκεκριμένα εκφράζεσθαι.
Ήδη, ο δρόμος του λέγειν, του βιώνειν, του θαυμάζειν είναι ανοιχτός. Δεν υπάρχει επομένως ουσιαστική απόσταση ανάμεσα στο υποκειμενικό και στο αντικειμενικό, αυτή τη σύμπλεξη τη ζούμε διυποκειμενικότητα ανθρώπου-ανθρώπων-κόσμου. Εδώ το πρόβλημα κορυφώνεται. Υπάρχει χρονικότητα με την οποία καταγράφεται η γνώση, τα ηθικά και τα θαυμαστικά συναισθήματα και ποια η σχέση τους, η αλήθεια τους, όταν όλα μεταβάλλονται. Πού βρίσκεται η πραγματική ισχύς των γιγνωσκομένων, των βιουμένων;
Προσθέτουμε επίσης πως το αιωνιζόμενο αισθητό με συγκεκριμένες ποιότητες-ιδιότητες προσφέρει μια φαινόμενη σταθερότητα στην κίνηση-μεταβολή, σταθερότητα η οποία τυποποιείται. Ισχύει λ.χ. ένας τύπος, έστω και προσωρινά μέχρι τη βελτίωση, αλλαγή ή και κατάργησή του;
Ας παρατηρήσουμε πως οι τύποι αποτελούν γενικεύσεις, όπως λ.χ. οι έννοιες γένους σε σχέση με τις έννοιες είδους και έτσι το πρόβλημα ανακάμπτει στην αφετηρία του.
                                                *
Έχουν τεθεί παρόμοιοι προβληματισμοί, κυρίως από σκεπτικούς, αρχαίους, νεώτερους και σύγχρονους. Αν όμως πιστεύουμε πως ο κόσμος μας είναι πνευματικός, αισθητές-υπάρχουσες δηλαδή οντότητες οι οποίες διακοινωνούν με εμάς εξαιτίας της κοινής μας οντολογικής φύσης, το γιγνωσκόμενο, το εκφραζόμενο, το βιούμενο, είναι ανθρωποκοσμικό.
Πώς όμως αποσπάμε το εσαεί μεταβαλλόμενο νόημα και πώς το εκφράζουμε; Πού βρίσκεται η αιχμή του γιγνώσκειν: στο μεταβαλλόμενο ή στο μη μεταβαλλόμενο; Αυτό το ερώτημα οδηγεί σε δυισμούς οι οποίοι αποπροσανατολίζουν.
Επικαλούμαστε και πάλι την αυτοσυγκέντρωση που είναι ουσιαστικά έκσταση της έκστασης, στάση δηλαδή. Στάση του πνεύματος που σημαίνει  ‘’αναστολή’’ της κίνησης, της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης, της χρονικότητας, έξοδο απ’  τη χρονικότητα, απ’  τη φυσική αναγκαιότητα. Πρόκειται για μυστική κατάσταση η οποία δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο παράστασης, η οποία όμως διαρκεί, είναι συνέχεια, καθαρή διάρκεια, για να χρησιμοποιήσω έναν μπερξονικό όρο, είναι το είναι μας, το ανθρωποκοσμικό μας είναι το οποίο δεν έχει τοπικότητα.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες έκφρασης, μπορούμε να προχωρήσουμε. Αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε και αυτές οι πνευματικές μας δραστηριότητες είναι άμεσες, κάτι που σημαίνει πως η λειτουργία τους, το είναι της λειτουργίας τους είναι άχρονο ως διαρκής αφετηρία του έγχρονου. Το έγχρονο επομένως δεν είναι παρά η φραστή λειτουργία του άχρονου, όχι το αντίθετό του, όχι κάτι διαφορετικό το οποίο θα μπορούσε να υπάρχει ‘’κάπου’’ αλλού.
Τι είναι; Ως αυτοοριζόμενο τυπώνεται στα οριστά, είναι η ψυχή των οριστών, των πεπερασμένων, η πηγή οποιασδήποτε διαπίστωσης, και εδώ μπορούμε να δούμε προσεκτικότερα το είναι της γνώσης. Τα αισθητά-αντιληπτά έχονται, εκφράζουν συμβολικά την απόλυτη πνοή τους, εκφράζουν ρητά το άρρητο. Αυτός ο τρόπος είναι μυστικός επειδή δεν έπεται, επειδή δε συλλαμβάνεται λογικά όντας στην αφετηρία κάθε λογικής διαπίστωσης.
Να γιατί οι καταγραφές των μεταβαλλόμενων πραγμάτων έχουν ισχύ. Το περιεχόμενό τους έχεται απ’  την αμετάβλητη αρχή, κοινωνεί με το ανθρωποκοσμικό είναι. Κάθε μορφή γνώσης, καταγεγραμμένη συμβολικά στο έγχρονο είναι φαινομενική, αλλά το φαινομενικό έχει νόημα και προσλαμβάνει εγκυρότητα.
                                                *
Πέρα επομένως απ’  του τύπους και τις λογικές καταγραφές, στο βάθος τους, κρύπτεται και αποκαλύπτεται ταυτόχρονα το νόημα του συμβαίνοντος. Δεν πρόκειται για παιγνίδι της διάνοιας όπου το κρυπτόμενο ταυτίζεται με το αποκαλυπτόμενο10, για παραβίαση ή και για αναίρεση της πολύπαθης αρχής της ταυτότητας στην οποία σκόνταψαν πολλοί λογικοί επειδή είδαν την ταυτότητα ως λογική και όχι ως μεταφυσική αρχή, όπως έχουμε διαπιστώσει σε άλλες ευκαιρίες. Αρκούμαστε απλά σε μια τηλεγραφική επισήμανση. Η ταυτότητα ως λογική αρχή συνιστά αντίφαση, δεδομένου ότι κανένα απολύτως μέγεθος δεν είναι αυτό με τον εαυτό του εξαιτίας της αέναης αλλαγής. Γι’  αυτό ακριβώς η ταυτότητα είναι μη παραστατή. Δε νοείται ως κάτι ξέχωρο απ’  το νου μας, δεν ορίζεται, αλλά συνιστά το είναι της ίδιας μας της φύσης, την απόλυτη συνέχεια και αμεσότητα.
Νοείται, επιπλέον, στην ποικιλία, στην απέραντη, μοναδική κάθε φορά ποικιλία, στην ετερότητα των στοιχείων που μόνο με ομοιότητες, ανομοιότητες, αναλογίες κ.ο.κ. εντάσσονται σε συγκεκριμένες προτάσεις και νοηματοδοτούνται. Είναι το ένδυμα της ταυτότητας γιατί δε θα νοούσαμε τα έτερα χωρίς την οντολογική τους ταυτότητα. Το κρύπτεσθαι της τελευταίας στην καρδιά της ετερότητας συνιστά αειγενή αποκάλυψη του νοήματος. Το κρύπτεσθαι είναι και φανερούσθαι και αυτή η αλήθεια που συνιστά προϋπόθεση οποιασδήποτε λογικής κρίσης και συλλογισμού είναι μυστική αλήθεια η οποία δεν προκύπτει αλλά ‘’ενσκήπτει’’.
                                                *
Επισημαίνουμε με αυτήν την κεφαλαιώδη παρένθεση τα εξής: Δεν υπάρχει αξιομνημόνευτη φιλοσοφική προσπάθεια η οποία αγνοεί αυτήν την αλήθεια. Υπόδηλα και ασύνειδα αυτό ισχύει και σε εμπειριστικές έως και υλιστικές θεωρήσεις οι οποίες όμως, προθυστέρως κινούμενες, προσπαθούν να ερμηνεύσουν το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον επικαλούμενες μηχανιστικές συνειρμικές λειτουργίες, δομές του νευρικού συστήματος, κλιματολογικούς και συναφείς όρους, ξεχνώντας πως βασική τους προϋπόθεση είναι η αμεσότητα αίσθησης, αντίληψης, νόησης.
‘’Συνάγεται’’ το αναδυόμενο: Η γνώση έχει μυστική αφετηρία, αφετηρία η οποία σφραγίζει όλες τις ατραπούς. Γι’ αυτό οι όροι μυστική φιλοσοφία, μυστικισμός, μυστική θεώρηση, δεν είναι μόνο αδόκιμοι, αλλά φανερώνουν άγνοια του βασικού πυρήνα της ανθρώπινης γνώσης και συναισθήματος. Είναι, για να είμαστε ακριβέστεροι αυτονόητοι και συνιστούν πλεονασμό όταν χρησιμοποιούνται.
                                                *
Ας επιστρέψουμε όμως στη φύση του έγχρονου για να καταστήσουμε εναργέστερη τη θεματική μας. Δεν είναι λίγοι οι στοχαστές οι οποίοι αμφισβητούν την ύπαρξη του χρόνου ως μίας αντικειμενικής πραγματικότητας τις οποίας τις συνέπειες υφιστάμεθα όλοι, και τα αισθητά ακόμη μεγέθη. Δε θα αναφέρουμε φιλοσόφους και επιστήμονες, ούτε τα επιχειρήματά τους. Θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα υπό το φως της προβληματικής μας εμμένοντας στη διάκριση των όρων χρόνος και έγχρονο. Ο όρος χρόνος συνηθίζεται να θεωρείται πως εκφράζει κάτι το εξωτερικό, το αντικειμενικό, ως αδήριτη συνέχεια που εμψυχώνει ό,τι κινείται, μεταβάλλεται κ.ο.κ. Ταυτόχρονα όμως θεωρούμε πως ο χρόνος είναι αντιληπτός και μάλιστα πως δεν είναι αντιληπτός χωρίς το υποκείμενο, πως χωρίς την αντίληψή μας δε θα υπήρχε. Η ρίζα της υποκειμενικότητας όμως είναι οικουμενική πορίζοντας έτσι κριτήριο αντικειμενικότητας. Πού βρίσκεται επομένως το είναι του χρόνου: στην οικουμενική αντιληπτικότητα ή στις ‘’εξωτερικές’’ μεταβολές που είναι και άτακτες και ασυνεχείς;
Εδώ παρεμβαίνει ένα παλαιό ερώτημα που ίσως μας βοηθήσει. Τι είναι αυτό το οποίο ονομάζουμε με ευκολία εξωτερικό κόσμο, απόδειξη για την ύπαρξη του οποίου δεν υπάρχει; Αν, όπως έχουμε υποστηρίξει, ‘’εξωτερικός κόσμος’’ δεν είναι παρά ο αισθητός κόσμος χωρίς υλικότητα, χωρίς τον περίφημο χώρο στον οποίο κινούνται τα σώματα, το πλαίσιο θεώρησης μεταβάλλεται και αναδύεται μια σαφέστερη πραγματικότητα. Η φαντασία, ως ενέργεια του πνεύματος, ως πεδίο διάπτυξης της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης, είναι ο πραγματικός χώρος. Αγόμαστε στη φαντασιακή  χρονικότητα, ζούμε το χώρο ως συνεχή χρονικότητα, ως φαντασιακή χωροχρονικότητα, κοινωνούμε με το είναι της αλλαγής που είναι άχρονο και ιδού ο ακριβέστερος όρος προσέγγισης: έγχρονο. To έγχρονο τελείται φαινομενικά στο χρόνο-χρόνο μας-οικουμενικό χρόνο, πράγμα που σημαίνει πως συνιστά τον τρόπο μετοχής μας στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον, αλλά η πεμπτουσία της μετοχής είναι άχρονη.
Στο έγχρονο τελείται η κρυπτική φανέρωση του συμβαίνοντος, ο κρυπτικά αποκαλύπτων λόγος του παντός και αυτή η αλήθεια είναι μυστική, μη συναγόμενη, αλλά άμεσα νοούμενη και αισθανόμενη ταυτόχρονα11.
Το έγχρονο επομένως είναι ο τρόπος διάπλωσης του συμβαίνοντος, συνιστά γενικό όρο, απόλυτο δηλαδή, όρο που δηλώνει την εκδίπλωση του απόλυτου στο σχετικό. Γι’  αυτό ακριβώς αντιλαμβανόμαστε το ρυθμό κάθε αλλαγής, επειδή το απόλυτο συνέχει κάθε συγκεκριμένο, κατά τρόπο που η τοπικότητα των εσαεί μεταβολλόμενων πραγμάτων είναι συνεχής φαντασιακή χωροχρονικότητα. Έτσι, ό,τι συμβαίνει σε κάθε συγκεκριμένο διαμηνύει όλο το συμπαντικό γίγνεσθαι. Να γιατί το σύμπαν δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε σχήμα όντας μη παραστατό ως ολότητα και παραστατό στις συγκεκριμένες του εκφράσεις και αυτό σημαίνει πως κάθε συγκεκριμένη μορφή ύπαρξης είναι σχετική εν απολύτω και νοείται απολύτως. Δεν υπάρχει επομένως εκτατό ως πάγια μορφή, ως primary quality, αλλά πνευματική-αισθητή μορφή ύπαρξης συνεχώς μεταβαλλόμενη και σε σχέση ασυνέχειας με άλλες παρόμοιες.
Επομένως, στο απόλυτο συνεχές ‘’εντοπίζεται’’ το είναι κάθε φαίνεσθαι, και, αν επιθυμούμε να δούμε, διαβλέπουμε την άχρονη φύση του η οποία σημαίνεται σε κάθε φαινόμενο και κρύπτεται ταυτόχρονα στα βάθη της εννόησης, στο άχρονό της.
Ιδού: Το άχρονο, ως ταυτότητα-άρρητο-απόλυτο-αυτογενές-άτμητο-αδιάστατο (ταυτογενείς όροι), ‘’θυσιάζεται’’ ως τροφή κάθε έγχρονου, ρητού, σχετικού κ.ο.κ. Αυτή η αλήθεια οδηγεί άμεσα σε μία συμπληρωματική.
                                                *
Ό,τι προηγείται μας άγει σε σκέψεις οι οποίες θα μπορούσαν να διερευνήσουν αποτελεσματικότερα το βάθος του φιλοσοφικού στοχασμού.
Το προηγείται: Το λέγειν, το συμβολικά εκφράζεσθαι ή το νοείν-εννοείν; Για να νοούμε όμως προαπαιτείται η αίσθηση και το αισθητό. Ήδη, το αισθάνεσθαι, το αντιλαμβάνεσθαι ως γενικοί όροι γίνονται εγχρόνως απτοί και αναδίνουν το είναι τους, το κοινό τους είναι που καθιστά τη γνώση δυνατή. Ένα απλό παράδειγμα: Τι είναι η αίσθηση και κατά συνέπεια κάθε συγκεκριμένη αίσθηση; Πέρα απ’ την αμεσότητα του αισθάνεσθαι, υπάρχει κάτι εξίσου σημαντικό. Ζούμε το αισθάνεσθαι αντιληπτικά, την αίσθηση τη συνειδητοποιούμε αντιληπτικά και μάλιστα απολύτως. Το αυτό συμβαίνει και με την αντίληψη. Τι αντιλαμβανόμαστε χωρίς την αισθησιακή πληροφορία; Το είναι της αντίληψης είναι αισθητικό και γι’  αυτό κάθε λέγειν μας, κάθε συμβολικό λέγειν μας, που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο με αισθητή έκφραση καθίσταται απτό.
Αν προχωρούσαμε περισσότερο θα διαπιστώναμε πως το είναι κάθε εκφραστού είναι άρρητο, ενώ το φαίνεσθαί του συμβολικά ρητό. Η συμβολική έκφραση επομένως είναι ρητή και άρρητη και αυτό μας οδηγεί σε μια βασική αλήθεια η οποία συνιστά την κεντρική θέση του πονήματός μας.
                                                *
Εννοούμε το μυστικό υπόβαθρο κάθε συνεπούς λογικής προσέγγισης. Έχουμε πει πως η λογική πρόταση, κάθε λογική πρόταση που απορρέει απ’ την απλή κατηγορική, είναι αδιανόητη χωρίς τη γνώση, δεδομένου ότι δεν εκφραζόμαστε αν αγνοούμε. Βέβαια, η συνειδητοποίηση των καταγραφών μας μάς οδηγεί σε αναθεωρήσεις ή και αναιρέσεις εσφαλμένων γνώσεων, αλλά αυτό επιτελείται με την εμβάθυνση στο νόημα του εκφραζόμενου.
Τι συνέχει όμως το λόγο ο οποίος εκφέρεται και βασίζεται στο μύχιο δεσμό αίσθησης και αντίληψης, αν όχι η αμεσότητα που συνέχει τα ασυνεχή; Δεν πρόκειται για την αμεσότητα του ενστίκτου που είναι στην καλύτερη περίπτωση τυφλή αντίληψη με προδιαγεγραμμένους κύκλους οι οποίοι υπηρετούν την ανάγκη, αλλά για τη συνειδητή, τη δημιουργική αμεσότητα. Η αμεσότητα η οποία υπερβαίνει την αμεσότητα και την τυφλή αντίληψη του ενστίκτου είναι συνειδητά κοινωνός του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος επειδή διεκφράζει την ενότητα των πνευματικών μας λειτουργιών και καθιστά δυνατό το συμβολικό χαρακτήρα κάθε έκφρασης.
Μπορούμε τώρα να εκτιμήσουμε το μυστικό χαρακτήρα της γνώσης ως συστατικού στοιχείου ή συνθέτουσας σε κάθε διαπίστωση. Ζούμε αυτήν την αλήθεια αχρόνως, στην καρδιά του έγχρονου και συνίσταται στο εξής:  Αναδύεται γεύση πραγματικής ζωής, μία έγχρονη αιωνιότητα η οποία αναδύει πληρότητα ακυρωτική κάθε αλογικής εκστασιακότητας που καταργεί τη σκέψη. Η γνώση επομένως δεν είναι μία τυπική σχέση την οποία το υποκείμενο διαπιστώνει ως απλός και, ας πούμε, αμερόληπτος παρατηρητής, αλλά κάτι το πληρωματικό, κάτι το οποίο μας αγγίζει  και το οποίο καθίσταται ενεργός αλήθεια στην οποία μετέχουμε.
Βέβαια, η γνώση είναι γνώση και καθίσταται α-λήθεια απ’ τη στιγμή που πληρώνει οντολογικά και υπαρξιακά. Αυτό ακριβώς αποκαλούμε πλήρωμα, πληρώνουσα κατάσταση, πραγματική πλησμονή κάθε στιγμής, δεδομένου ότι κάθε γνώση, κάθε βίωμα, εκφράζει την πληρότητα του συμβαίνοντος, την πραγματική γεύση ζωής πέρα απ’ τα ψιμύθια και τις αυταπάτες μας.
Αποκαλύπτεται έτσι πόσο η τυπική γνώση, η γνώση δηλαδή του παρατηρητή, κα αμέτοχου στο συμβαίνον είναι ξύλινη και οδηγεί μόνο και μόνο σε ωφελιμιστικές πρακτικές εφαρμογές που εκφυλίζουν και οδηγούν στην ανθρώπινη δουλεία. Ο μυστικός χαρακτήρας της γνώσης βέβαια δεν καθιστά τη γνώση μυστική, δεν υπάρχει μυστική γνώση, μυστική ηθική, μυστική αισθητική παρά μόνο στις αποκρυφιστικές, θεοσοφικές, καβαλιστικές και άλλες παραμορφώσεις της. Επαναλαμβάνουμε: Σε κάθε γνώση, σε κάθε συναίσθημα, σε κάθε διαλογισμό ή δράση μας υποκρύπτεται εκείνο το ενεργό στοιχείο ως συστατική σταθερά χωρίς την οποία είναι αδιανόητο το ανθρωπίνως υπάρχειν.
                                                *
Το πρόβλημα τίθεται όλο και  κατηγορηματικότερα:  Ποια είναι η φύση της γνώσης;
Επισκεπτόμενοι ένα όνομα ή μια έννοια, κυρίως ένα συγκεκριμένο όνομα, εισδύοντας, πέρα απ’ το γλωσσικό συμβολισμό στο είναι του πράγματος, το εννοούμε, το αντιλαμβανόμαστε, αλλά πώς; Με την πρώτη ματιά ενεργοποιείται η μνήμη μας και συνειρμικά το σύμβολο, η συμβολική γραφή ή ομιλία, οδηγεί στο αντικείμενο. Αυτή η ερμηνεία η οποία επικαλείται την ομοιότητα, την αναλογία και την επανάληψη παραστάσεων στη μνήμη μας απ’ τις οποίες συνειρμικά δημιουργείται η αντίληψη ως προέκταση της αίσθησης, είναι καθαρά εμπειριστική και ξεχνάει πως όλη της η επιχειρηματολογία  προϋποθέτει την αντίληψή μας, τη σκέψη μας η οποία λειτουργεί πάντα ως αφετηρία. Συνιστά φαύλο κύκλο. Ας θυμηθούμε: No object without subject12.
Ας επιστρέψουμε όμως σε συνεπέστερες θεωρήσεις. Η γνώση δεν κατασκευάζεται με τις εκ των υστέρων ερμηνείες και ο άνθρωπος δεν είναι ερμηνεύσιμος, αυτοερμηνεύσιμος ως προς το είναι του. Η επιστημονική έρευνα οφείλει να αναζητεί την ανάδυση του ανθρώπου στο κοσμικό φαίνεσθαι, αλλά δε μπορεί να αποφαίνεται ως προς το ανθρώπινο είναι.
                                                *
Ας επιστρέψουμε στο είναι της γνώσης. Γνωρίζω ένα αισθητό μέγεθος που ζει, που κινείται, που φθείρεται κ.ο.κ. Τι γνωρίζω απ’ το πτερορρυούν φαίνεσθαί του; Ανα-γνωρίζω τα κοινά υπαρξιακά μας χαρακτηριστικά, ό,τι δηλαδή τα κινεί, ό,τι τα καθιστά ζώντα. Δεν αρκούν οι αισθητοί χαρακτήρες, αλλά η γνώση τους, η αντίληψή τους και αυτό είναι αποκαλυπτικό γιατί μας βοηθάει να εισδύσουμε στο μυστικό της γνώσης το οποίο αποκαλύπτεται κρυπτόμενο.
Ιδού: Αναγνωρίζουμε τους ιδιαίτερους χαρακτήρες που συνθέτουν κάθε συγκεκριμένο αισθητό, χαρακτήρες οι οποίοι αποκαλύπτουν την ενδότερη φύση του. Υπενθυμίζουμε πως όλοι οι χαρακτήρες, κοινοί σε όλα τα αισθητά, συνέχονται απ’ το απόλυτο και το πρώτο που αναγνωρίζουμε είναι ο άφθαρτος χαρακτήρας τους, κοινός με το δικό μας είναι. Οι ονομαζόμενες κύριες και δευτερεύουσες ιδιότητες δεν είναι παρά ο υπαρκτικός-έγχρονος τρόπος με τον οποίο διαπτύσσεται η αποκάλυψη της κεκρυμμένης οντότητάς τους. Δεν είναι πάντα ευκρινείς (perceptions confuses), δεδομένης της σχετικότητας, της μεταβλητότητας, της φθοράς τους. Είναι όμως αναγνωρίσιμες μόνο και μόνο επειδή διαμηνύουν με την ομοιογενή, ανόμοια, συμβατή, αρμονική κ.ο.κ. ποικιλία τους το απόλυτο απ’  το οποίο έχονται.
Δεν αρκεί όμως αυτό. Αναγνωρίζω την ταχύτητα, το βαθμό ευωδίας, τους μεταβαλλόμενους σχηματισμούς, τις θερμικές ιδιότητες, σθένη, τη σκληρότητα ή το εύθραυστο, τη διάρκεια, την αντοχή, την αντίσταση κ.ο.κ., και αυτό συμβαίνει επειδή η σωματικότητά μου έχει ανάλογους χαρακτήρες. Όλα όμως αυτά τα ενεργήματα και άλλα συναφή δεν προέρχονται από τη δήθεν υλική σύσταση των πραγμάτων, αλλά επιφαίνονται ως αισθητές ποιότητες ή ιδιότητες και συντίθενται, συνενεργούν ή και εναντιώνονται μόνο και μόνο επειδή τα αισθητά είναι φθαρτά, μεταβλητά… Αυτοί οι χαρακτήρες είναι ταυτογενείς και διαφορετικοί ταυτόχρονα
Ιδού: οποιοδήποτε κινητό είναι φθαρτό, μεταβλητό, τμητό κ.ο.κ. Δεν παραπέμπει αυτή η αλήθεια στην ταυτότητα  (άτμητο≡άφθαρτο≡αμετάβλητο κ.ο.κ) κατά τρόπο η ετερότητα των αισθητών είναι συμβολική έκφραση, έγχρονη φανέρωση της ταυτότητας; Και πώς θα φθάναμε στη λογικομεταφυσική αρχή της οποιότητας-αναλογίας χωρίς την ταυτότητα και την ετερότητα που διέχονται;
Βεβαίως αυτά τα έχουμε αναπτύξει κατ’ επανάληψη, αλλά εμφιλοχωρεί κάτι νέο και οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτο: Υπάρχει η άτμητη φύση του αισθητού, η άχρονη φύση του έγχρονου, η αμετάβλητη φύση του μεταβλητού και αυτό είναι η μόνη καθαρή μας γνώση. Ας προσθέσουμε παρεπιπτόντως πως πολλοί όροι, βοηθούντος και του συμβολικού χαρακτήρα της γλώσσας και των ορίων της (επ’ άπειρο, ελάχιστο, μέγιστο κ.ο.κ.) είναι αδόκιμοι, έστω κι αν καταπόνησαν σπουδαίους μεταφυσικούς και λογικομαθηματικούς. Τα μεγέθη είναι σχετικά και θετικά και μόνο με παίγνια της διανοίας ονομάζονται επ’  άπειρο τμητά, ελάχιστα, μέγιστα, κ.ο.κ. Ας μη μάς διαφεύγει πως οποιαδήποτε συμβολική καταγραφή, και η άκρως μαθηματικοποιημένη-επιστημονική, είναι σχετική και το εκπληκτικό συνίσταται στο ότι εκφράζει νόημα, το βάθος του οποίου προσπαθούμε να επισκοπήσουμε.
Επιστρέφουμε στο είναι της γνώσης. Ένα μόνο γνωρίζουμε απόλυτα ως άχρονο, ως άτμητο, ως όλο, ως ταυτό: Το είναι μας, το ανέκφραστο είναι μας το οποίο, αν ήταν εκφραστό, θα ήταν σχετικό. Δεν είναι ακατάληπτο, απρόσιτο, υπερούσιο (γνωστά τα κατηγορήματα της οντοθεολογίας, αλλά και μεγάλων μεταφυσικών), είναι απόλυτα γνωστό και γι’ αυτό άρρητο. Αυτή η αλήθεια καθιστά δυνατή τη γνώση, την εκφραστή γνώση, και έχουμε και συναντάμε το εξής παράδοξο: Η απόλυτη γνώση (όχι στο εγελιανό νόημα με το οποίο ολοκληρώνεται η Φαινομενολογία του Πνεύματος) είναι ανέκφραστη κι κάθε σχετική είναι γνωστή. Οι μεγάλοι μυστικοί του Ινδουισμού και του Βουδισμού συναντώνται με κράτιστους φιλοσόφους, όποιες και αν είναι κάποιες ενστάσεις.
Δεν πρόκειται για δυισμό, αλλά για ενίζουσα θεώρηση, δεδομένου ότι η απόλυτη γνώση νεύει και διαδηλώνει την πραγματικότητά της νοηματοδοτώντας κάθε σχετικό και θα μας ήταν αδύνατο μα νη δεχθούμε την ακόλουθη αλήθεια: Κάθε γνώση οφείλεται στην άμεση, μυστική, ανέκφραστη πρωτοαλήθεια που συνιστά το είναι του φαίνεσθαί μας ως αειγενής πληροφορία η οποία ‘’διολισθαίνει’’ σε κάθε υπάρχουσα μορφή. Είναι το πνεύμα του μυστικού ως βασικού σπόνδυλου της σκέψης, της ζωής, των λογισμών, των συναισθημάτων. Δεν αγγέλλεται κάτι νέο, αλλά επισημαίνεται μια κρύφια αλήθεια την οποία με λίγη προσοχή θα ιχνεύαμε σε μεγάλες στιγμές της διαπολιτισμικής δημιουργίας. Κάθε γνώση και ενέργεια έχει μυστικό πυρήνα και γι’ αυτό είναι περιττό να κάνουμε λόγο μυστική φιλοσοφία, για μυστική γνώση κλπ.  
Κάτι εν είδει υστερογράφου στο παρόν κεφάλαιο. Είναι η ενίζουσα θεώρηση πανθεϊστική; Αν καταδυόμασταν στο σπινοζικό σύστημα λ.χ., θα οφείλαμε να επισκοπήσουμε τον καρτεσιανισμό, τη σχολαστική, θα προχωρούσαμε στην εγελιανή σύνθεση, στις προεκτάσεις, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ως μήτρα και θα διαπιστώναμε κάτι ‘’απόκρυφο’’ αλλά πανταχού παρόν στα κείμενα:  Η μυστική που υποβόσκει προσλαμβάνει διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά υποδηλώνει το κράτιστο: Η ενότητα του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος, αιώνια και χωρίς όρια, αγγέλλει την ταυτότητα, αλλά υπό ποικίλους ιριδισμούς που επιτρέπουν το γιγνώσκειν και γιγνώσκειν δεν υπάρχει χωρίς πολλότητα φαινομένων, όσο και αν η άρρητη πηγή τους είναι κοινή. Εξάλλου, η ελευθερία, η ποικιλία απόψεων, θέσεων, αντιθέσεων αντιτάσσονται στη φυσιοκρατική ειμαρμένη των συστημάτων τα οποία αγγέλλουν την κοινή σε όλους ημέρα του πνεύματος, της αλήθειας, της ευτυχίας. Αυταπατώμενες ψευδοουτοπίες.


IV
Το ηθικοδιανοητικό είναι
(Καταγωγικές μαρτυρίες και φιλοσοφική αξιολόγηση, τρόποι και φανέρωση, το πλήρωμα της διανοίας, η ορίζουσα της μυστικής θέας, το πληρωματικό).

Όροι όπως αγνότητα, καθαρότητα, αφέλεια, θαυμασμός, έκπληξη, διαφάνεια, είναι τόσο σημαντικοί, όσο και άλλοι γνωστοί φιλοσοφικού όροι. Σε αυτούς τους όρους βρίσκεται και η αρχή της φιλοσοφίας κατά πολλούς μεγάλους στοχαστές τους οποίους περιττεύει να μνημονεύσουμε. Εμβαθύνοντας στο πνεύμα του, μπορούμε να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική τους σπουδαιότητα.
Τι σημαίνει αλήθεια η αγνότητα, η καθαρότητα, η αφέλεια για τον ερευνητή των πηγών της γνώσης; Ας προσφύγουμε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο πλατωνικό, για να διευκολυνθούμε κατά το δυνατό. Για να κατανοήσουμε το πνεύμα των πλατωνικών ιδεών, είτε συμφωνούμε, είτε διαφωνούμε, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας πως είναι αιώνιες, άφθαρτες, απόλυτες, νοητά ‘’πρότυπα’’ έξω όμως από κάθε μορφή και σχήμα, αγεωγράφητες χωροχρονικά και πως για να διασυσχετίζονται προκειμένου να προφερθεί λογική πρόταση με ισχύ, κοινωνούν απολύτως στον ‘’κόσμο’’ του αγαθού. Σημαντική θεώρηση, τη σπουδαιότητα της οποίας δεν κατανοούμε εύκολα. Ό,τι είναι αιώνιο, άφθαρτο, αναλλοίωτο, αγγέλλει την ταυτότητα του είναι ως ιδέα, το απόλυτο είναι κάθε πράγματος, την απόλυτη φύση του κατά τρόπο που η γνώση των πραγμάτων είναι ανάμνηση του φθίτου κάλλους, της απόλυτης φύσης τους. Βέβαια, οι όροι είναι ταυτογενείς, δηλώνουν ένα και το αυτό, το απόλυτο το οποίο αγγέλλεται σε κάθε σχετική-έγχρονη φανέρωσή του. Ό,τι όμως είναι απόλυτο δεν περιγράφεται, δεν ορίζεται, αλλά είναι η αρχή κάθε ορισμού. Αρχή νόησης (πέκεινα οσίας…), εννόησης (αντίληψης), αίσθησης, λόγου, συναισθήματος. Η πραγματική φύση ανθρώπου και πραγμάτων είναι αιώνια, απόλυτη αρχή κάθε νοήματος.
Αυτό είναι όντως επαναστατικό, δεδομένου ότι η γνώση δεν αναφέρεται στα ομοιώματα, αλλά στο το εκασθέντος γένος, έστω κι αν διαφωνούμε. Το λεγόμενο, το φραζόμενο, εννοεί το μη λεγόμενο, το μη φραζόμενο και έτσι διασώζεται ο χαρακτήρας της γνώσης. Το συμβολικά φανερούμενο δε λέει απολύτως τίποτε χωρίς το είναι του, γιατί παραπέμπει στο μη οριστό, στο κατεξοχήν αληθές.
Μπορούμε τώρα να εννοήσουμε τη ‘’σχέση’’ της αγνότητας, της καθαρότητας, της αφέλειας, του θαυμασμού με το απόλυτο, με το άφθαρτο, με το άπειρο; Δε μπορούν να νοηθούν ως διαφορετικά και αυτό είναι το κομβικό σημείο των σκέψεών μας.  Δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο ώστε να ορίζονται, παραμένουν αδιάφθορα ως άχρονα απ’ τη φθορά του έγχρονου βίου ο οποίος μόνο φθαρτά πάθη και καταστάσεις δημιουργεί συνήθως. Το άσπιλο το αγνό, το καθαρό δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος νοεί και εννοεί το απόλυτο, το άφθαρτο. Το πνεύμα της αγνότητας επομένως είναι η μαρτυρία της απόλυτης οντολογικής αρχής, του ό,τι δε φθείρεται, δεν παλαιούται, δε θνήσκει. Είναι άρρητη κατάσταση η οποία διαζωγραφίζεται στον έγχρονο βίο και φωτίζει τη ‘’σχέση’’ οντολογικού, ηθικού, αισθητικού ανοίγοντας δημιουργικούς ορίζοντες  και φωτίζοντας κάθε διανόημα ή βίωμα θετικά ή αρνητικά.
Για την ηθική και αισθητική του σπουδαιότητα θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια. Οντολογικά όμως η προφάνειά του είναι αποκαλυπτική. Αν το είναι τη γνώσης είναι απόλυτο, αν η γνώση ‘’μείγνυται’’ με το αγαθό κατά την πλατωνική θεώρηση, είναι σαφές πως είναι άσπιλη και αμόλυντη, πως το πνεύμα τη αγνότητας δεν είναι παρά η άσπιλη διάπτυξη της γνώσης στο έγχρονο βίο.
Δημιουργούνται όμως νέα προβλήματα τα οποία θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε κατά το δυνατό.
Λέμε άσπιλο, παρθενικό και είμαστε βέβαιοι πως εννοούμε άμεσα, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση ‘’κάτι’’ το οποίο  δεν έχει σχέση με ό,τι φθείρεται, αλλοιώνεται. Είναι το απόλυτο; Ταυτίζεται το άπειρο με το άσπιλο; Είναι ο οφθαλμός του άρρητου στο ρητό, του απόλυτου στο σχετικό, και αν θέλουμε να επεκτείνουμε τη θέση μας, ο μόνος τρόπος δοχής και δημιουργικής υποδοχής αυτού του ‘’διεμβολισμού’’ Είναι ο τρόπος είσδυσης και κοινωνίας με το αληθεύον νόημα, πριν ο πονηρευόμενος λόγος επινοήσει κάθε είδους λόγο που είναι πραγματικό φάντασμα.
Το πνεύμα των καταγωγών13 στο οποίο επαναπαύονται οι όροι  με τους οποίους αναστρεφόμαστε δε δηλώνει παρά το πληρώνον είναι της γνώσης στην πληρωματικότητα του άχρονου, έγχρονη θητεία μας. Όπως δεν είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε το έγχρονο χωρίς το άχρονο, κατά παράλληλο τρόπο αδυνατούμε να γνωρίζουμε το βάθος των πραγμάτων χωρίς την άσπιλη, την παρθενική, την πληρωματικά εκπληττόμενη ματιά που είναι πραγματική κοινωνία. Αν η γνώση είναι στο είναι της άσπιλη, παρθενική, αδιάφθορη, διαζωγραφίζει τον τρόπο κοινωνίας μας με το κοσμικό συμβαίνον και ο όρος τρόπος δηλώνει την τροπό του πνεύματός μας προς το αληθεύον.
Η θητεία μας είναι έγχρονη, κάτι που σημαίνει πως έχεται απ’  το απόλυτο ώστε να είναι αντιληπτή, απ’ το απόλυτο που τρέφει το σχετικό και αυτή η τροφή, κήρατος λογισμός, φανερώνεται ως αιώνιο βλέμμα το οποίο ζωοποιείται ως διάθλασή του, ως αγνότητα, ως καθαρότητα, ως παρθενικότητα, ως θαυμασμός επίσης, ως δημιουργική έκπληξη…
                                                *
Πρόκειται για το ηθικοδιανοητικό είναι το οποίο δεν αποτελεί σύγκραση του οντικού και του ηθικού, αλλά συμμαρτυρία η οποία αναφλέγεται και δημιουργεί με τις καταγωγικές απαρχές. Γίνεται συχνά λόγος για την προτεραιότητα του ηθικού απέναντι στο διανοητικό, αλλά αυτή η θεώρηση είναι ατελής απ’  τη στιγμή που το πρώτο διαστέλλεται απ’  το δεύτερο.
Κατά πρώτο λόγο, η άμεση κοινωνία μας με τον αισθητό κόσμο ως πρωτοπληροφορία-διαρκής αγγελία, ως αλήθεια η οποία αναδύεται και δεν προκύπτει, είναι η αρχή του έγχρονου η οποία εγκλείει δυναμικά τη γνώση και το ήθος ταυτόχρονα και αυτό συνιστά το ‘’πλέον’’ του ανθρωπίνου σε σχέση με το κοσμικό συμβαίνον. Ενώ δηλαδή στον αισθητό κόσμο αγγέλλεται η ταυτότητα, η ετερότητα και η αναλογία-ομοιότητα, στο ανθρώπινο αυτή η αλήθεια αγγέλλει και το ηθικό. Αυτό κυρίως διαφοροποιεί τον άνθρωπο. Και ο κόσμος με τον άνθρωπο προσλαμβάνει ηθική τροπή η οποία αγλαϊζεται σε όλα τα έργα του πνεύματος. Στη λογοτεχνία λ.χ. κάνουμε λόγο για την άσπιλη φορεσιά των ρόδων, για την αγνότητα της ευωδίας τους κ.ο.κ., αλλά πρόκειται για αλληγορικές εκφράσεις οι οποίες διαζωγραφίζουν ταυτόχρονα το λογισμό μας και τα συναισθήματά μας.
Φυσικά η θεώρηση του αισθητού κόσμου ‘’διηγείται’’ την ανθρωποκοσμική αλήθεια, καταστέφει το αναδυόμενο νόημα, αλλά δεν οδηγεί στο ηθικό νόημα, το προτυπώνει, δεδομένου ότι στο φυσικό κόσμο λειτουργεί η ενστικτώδης αντίληψη. Βεβαίως υπάρχει ενότητα λειτουργιών, αλλά ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το συμβαίνον και καθιστά το φυσικό γίγνεσθαι φορέα νοήματος. Με τον άνθρωπο προσωποποιείται το απόλυτο και υπ’  αυτό το νόημα κάποιοι μυστικοί, της ιουδαϊκής κυρίως μυστικής υποστήριξαν πως ο άνθρωπος είναι και παιδαγωγός του απολύτου, κάτι που συναντάει εν αγνοία του προφανώς την εγελιανή άποψη κατά την οποία το πνεύμα ως απόλυτο αποκαλύπτεται στην ιστορία και κυοφορείται απ’  τον άνθρωπο μέχρι την τελική απόλυτη ωρίμανσή του στους θεσμούς της πολιτείας.
Βέβαια, χωρίς τη συνειδητοποιημένη γνώση η οποία τελείται εσαεί με τον άνθρωπο συνδημιουργό δεν είναι δυνατή καμία θεώρηση. Πρόκειται για πορεία προς επί-γνωση που ουσιαστικά είναι νά-βλεψις (πλατωνικός όρoς) που κάτι όμως δε σχηματοποιείται, ούτε εντάσσεται σε σχήματα οδηγούντα σε μεσσιανισμούς και σε τελικές εκβάσεις. Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ανέστιος, πάροικος, παρεπίδημος, ιδαλγός και μαρτυρεί το απόλυτο που εγκεντρίζει τον έγχρονο βίο του μακριά από αναμονές. Αυτό ακριβώς μεγαλύνει το δεσμό ηθικού και διανοητικού, την ηθικοδιανοητική φύση μας.
                                                *
Επιστρέφουμε στο είναι αυτής της αλήθειας, στις συνειδητοποιούμενες αρχές που η βαθιά τους κατάνυξη άγει στο πνεύμα των καταγωγών, στο πνεύμα της ωριμασμένης παιδικότητας, κάτι που θυμίζει τον Αἰῶνα-Παδα του Εφεσίου. Το πνεύμα των καταγωγών κατισχύει ως ηθικοδιανοητικό και αυτό το φαινόμενο πλέγμα, η ενότητά του, οδηγεί στην εγγύτητα που δεν είναι παρά η ενότητα λογισμού και συναισθήματος. Η ρίζα που ενώνει λόγο και συναίσθημα δεν είναι, δε θα είναι για πάντα άγνωστη, όπως υποστηρίζει η καντιανή ανάλυση, είναι πασίδηλη, και αυτό διασημαίνεται με την επισταμένη των όρων τους οποίους επισκεπτόμαστε. Αγνότητα, καθαρότητα, αφέλεια, χάρμα θαυμασμός, έκπληξη, είναι μαρτυρίες του άσπιλου γιγνώσκειν και ενεργείν, κυοφορούν όλες τις λεγόμενες ηθικές αξίες, αλλά και κάθε μορφή γνώσης.
Είναι ανάγνωση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων που συνειδητοποιείται ως επίγνωση κοινωνίας ανθρώπων και κόσμου. Βλέπουμε πως το υποκειμενικό γίνεται αυτόματα και διυποκειμενικό, επειδή φωτίζει τη διαφάνεια του λογίζεσθαι που αγκαλιάζει το συναίσθημα και ως διαφάνεια του συναισθήματος που αγκαλιάζει το λογίζεσθαι. Δεν πρόκειται για συμπληρωματικότητα, αλλά για πληρότητα, για κάτοψη του παράμονου στο παροδικό. Να ο θαυμασμός, πηγή της φιλοσοφίας, να η έκπληξη του αναδυόμενου προσώπου που συνειδητοποιεί αλλά και που αυτοσυνειδητοποιείται. Θαυμάζουμε, εκπληττόμαστε για κάτι το οποίο δεν είναι ξένο στη φύση μας. Οι ανακλάσεις του στο φυσικό και στο συναισθηματικό βίο κατευθύνον πάραυτα στο εγγύτατο είναι μας, σε ό,τι γονιμοποιεί τα αμάραντα στοιχεία μας. Θαυμασμός και έκπληξη δεν είναι ούτε συνέπεια συλλογιστικής διαδικασίας, δεν είναι ούτε η αρχή. Είναι η μαρτυρία της συν-έχειας του ανθρωποκοσμικού, η διάρκεια της αφέλειας, η οποία, αντί να καλλιεργεί το νόθο λογισμό των ψευδοερμηνειών, παραμένει στις αυλές του πρωτινού φωτός, στην εσαεί αποκάλυψη των μυστικών τα οποία κρύπτονται απ’  την περίεργη επιφανειακή ματιά και  αποκαλύπτονται στο παρθενικό τους κάλλος με την εμμένεια της αφέλειας.
Ο θαυμασμός, η έκπληξη, η αφέλεια, είναι η αγνότητα, η καθαρότητα του όντος, ο οφθαλμός ο οποίος μας ικανώνει να διαγιγνώσκουμε το συμβαίνον και μάλιστα μακριά από κάθε εκ των προσπάθεια αναγωγής του σε παρωχημένες ερμηνείες μύθων και εξιδανικεύσεων της παιδικότητας.
Πώς οι καταγωγικές απαρχές συνδέονται με το ωριμασμένο πνεύμα της παιδικότητας; Δεν εννοούμε βέβαια τη βιολογική παιδικότητα στην οποία συναντάμε και πάθη και αυταρέσκειες κ.ο.κ., αλλά την οποία επικαλούμαστε συμβολικά χωρίς διάθεση εξιδανίκευσης. Εννοούμε κυρίως τα θετικά στοιχεία και χαρακτηριστικά της στην ωριμάζουσα φάση της ζωής μας, εννοούμε την αφνης ανα-κάλυψη κεκρυμμένης αλήθειας την οποία κατακαλύπτει η ρηχότητα του αναθευντικού βίου.
                                                *
Υπάρχει όμως κάτι ουσιαστικότερο στο βάθος των όρων τους οποίους εξετάζουμε. Θα το δούμε, αν εμβαθύνουμε στο είναι του υπάρχειν μας και αυτό θα μας βοηθήσει να ανατρέξουμε εκ νέου στους όρους έκσταση και έκσταση της έκστασης, στάση δηλαδή.
Βεβαίως ο όρος έκσταση συναντάται όχι μόνο στα πλατωνικά και στα πλωτινικά κείμενα, όχι μόνο  στην αριστοτελική θεώρηση της κίνησης. Δεν απαντάται μόνο σε πλείστα όσα κείμενα της θρησκευτικής μυστικής, σε ποιητικές αναλάμψεις, στη χαϊντεγγερινή θεώρηση της ύπαρξης, στο νιτσεϊκό εκστασιασμό και σε πλείστες άλλες παραμορφώνουσες εκδοχές του.
Η έκσταση δεν είναι εντυπωσιασμός, ούτε επιφανειακή-παρορμητική κίνηση όπως λ.χ. στα πρωτοδιονυσιακά μυστήρια κ.ο.κ. Η έκσταση μηνύει την έξοδο απ’ τον εξαντικειμενικευμένο και πλαστό χρόνο με τον ειδωλικό ευθύγραμμο χαρακτήρα του και μάλιστα στο πλαίσιο ενός εξ’ αντικειμένου ομογενούς χώρου, τη ‘’βίαιη’’ επιστροφή στην αρχέγονη φύση μας, στο όντως είναι μας και να πώς μηνύεται η έκπληξη και ο θαυμασμός, η εκ-στατική φορά του υπάρχειν μας που άγει αβίαστα στον κόσμου της εξόδου απ’  το αναυθεντικό.
Έκσταση, έπεται, είναι η χρονικότητά μας που οδηγεί με τη φυγή στο έγχρονο ουσία του οποίου είναι η έκσταση της έκστασης, η στάση. Δεν είναι επομένως ‘’μυστικιστικό’’ φαινόμενο που οδηγεί σε ανύπαρκτους κόσμους-φαντασιώσεις.
Καθαρά θεωρούμενη η έκσταση δεν είμαι παρά μαρτυρία της έγκοσμης συνείδησης η οποία αναζητεί τον πραγματικό της κόσμο. Εισδύοντας στον κόσμο της, διακρίνουμε το εξής: Η φαινομενική ασυνέχεια του χρόνου η οποία τεκμαίρεται απ’ της διαφορετικότητα των αλλαγών των αισθητών στηρίζεται στη συνέχεια, στην άμεση συνειδησιακή συνέχεια η οποία ορίζει και τις ασυνέχειες. Η έκσταση δεν είναι παρά συνειδητοποίηση αυτής της ‘’έσω’’ συνέχειας, η προσπάθεια αναγωγής του φαινομένου (ασυνέχεια) στο οντικό (συνέχεια) και γι’ αυτό ακριβώς πλήρωμα της έκστασης είναι η στάση που δε συνιστά παρά θεώρηση του έγχρονου με αφετηρία το άχρονο. Εδώ ακριβώς η έκπληξη και ο θαυμασμός βρίσκονται στην καρδιά της έκστασης με ‘’ετέρα’’ όψη την αφέλεια, την παρθενικότητα, την αγιότητα στην οποία επανάγει η έκσταση της έκστασης, η στάση.
                                                *
Υπάρχει μυστικό νόημα στις καταστάσεις τις οποίες αναλύουμε;
Αν κατά πολλούς επιφανείς φιλοσόφους πηγή της φιλοσοφίας είναι ο θαυμασμός, η έκπληξη, είναι σαφές πως αυτή η πρωτογενής κατάσταση η οποία συνιστά την πρωτοσυνειδησιακή και πρωτολογική κατάστασή μας, αναιρεί κάθε νομιζόμενη προλογικότητα, είναι η διαρκής θαυμαστική πρωτοσυνείδηση, διαρκής θαυμαστική κατάσταση του υποκειμένου η οποία κάνει δυνατή τη γνώση, το είναι της οποίας είναι άρρητο, ανέκφραστο, αλλά άμεσο νοητό. Πρόκειται για ανα-κατά-ληψη του είναι μας που είναι και κοσμικό είναι στον κόσμο των αλλαγών, ανακατάληψη η οποία διαπορθμεύει την κυριότητα επί του υπάρχειν.
Διακρίνουμε όμως και κάτι άλλο: Δεν πρόκειται για νοησιαρχική πλησμονή, για απλή γνωσιοθεωρητική θεώρηση και κοινωνία, αλλά για άμεση ηθικοδιανοητική πληρότητα, για τομή του άχρονου στο έγχρονο, για αποκάλυψη του απολύτου στο σχετικό.
Είτε κοινωνούμε με το είναι μιας εξίσωσης, με ένα αίσθημα συγκοινωνίας και αγάπης, είτε θαυμάζουμε το εσαεί γίγνεσθαι των αισθητών πραγμάτων, είτε, είτε,…, κατανυσσόμεθα το συμβαίνον, την αιώνια πληρότητα του απολύτου που ‘’θυσιάζεται’’ στο σχετικό. Κοινωνούμε οικουμενικά και αυτό, ως μυστική διόραση, μας ενώνει με όλη τη συμπαντική πνοή και με το πλήρωμά της. Δεν πρόκειται για απλή συνειδητοποίηση ενός συμβαίνοντος του οποίου θα ήμασταν παρατηρητές. Αν συνέβαινε αυτό δε θα υπήρχε γνώση και κοινωνία.
Πρόκειται για κοινωνία και ανα-γνωρίζουμε πως απ’ την πρώτη στιγμή που συνειδητοποιούμε ένα συμβαίνον, δεν αυτοσυνειδητοποιούμαστε απλά, αλλά κοινωνούμε με την ολότητα των φαινομένων όχι αθροιστικά, αυτό είναι αδύνατο και οδηγεί σε παραλογισμούς, αλλά καθολικά. Το όλο, μη παραστατό, ενεργοποιείται και φανερώνεται κρυπτικά σε κάθε φαινόμενο.
Δεν αναζητάμε την ολότητα, το απόλυτο κάπου, σε χώρο σκοτεινό, σε γνόφους αγνωσίας, στην Τιαμάτ-Άβυσσο, αλλά το νεύμα του σε κάθε συγκεκριμένο. Αυτή η καθαρότητα ολοκληρώνεται με τη μαθηματική περιγραφή, νοητολογικά. Σε αυτόν το όρο επαναπαύεται το ηθικοδιανοητικό μας είναι, η πληρότητα του είναι-είναι του κόσμου.
Το πνεύμα των καταγωγών, έτσι ονομάσαμε τις εκλάμψεις του χάρματος, του θαυμασμού κ.ο.κ., είναι ακριβώς ο τόπος συναρμογής, συνέκφρασης των απαρχών του ηθικοδιανοητικού, ο πνευματικός τόπος στον οποίο συναποκαλύπτεται ο πάγιος δεσμός ηθικού και διανοητικού, λόγου και συναισθήματος.
                                                *
Πριν προχωρήσουμε, ας δούμε το νόημα αυτής της αλήθειας, εισδύοντας στο είναι του χάρματος, του θαυμασμού, όλων των απαρχών. Όταν θαυμάζω, όταν γοητεύομαι, όταν εκπλήσσομαι, ζω απόλυτα κάτι το οποίο δεν εισβάλλει από έξω στο υπάρχειν μου, αλλά κάτι που διαρρηγνύει ειρηνικά και δυναμικά ταυτόχρονα το κρύπτεσθαι του φαίνεσθαι για να κοινωνεί ενδόμυχα με το είναι του υπάρχειν, με το απόλυτό μας είναι. Θαυμάζουμε όχι κάτι που βλέπουμε εξ αντικειμένου, κάτι που τάχα εισέρχεται στο συνειδησιακό μας κόσμο, όπως νομίζει ο εξαντικειμενικευμένος νατουραλισμός πολλών εμπειριστών, κάνοντας την απόλυτη κοινωνία απλή περιγραφή και παρακολούθηση ‘’εξωτερικών’’ συμβαινόντων, με αρνητικές επιπτώσεις και στην αισθητική θεώρηση, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο.
Ο θαυμασμός, η έκπληξη, η νηφάλια έκσταση που γίνεται στάση, ταυτίζονται  με το χάρμα, με την αγνότητα, με την παρθενικότητα των απαρχών του έγκοσμου-έγχρονου υπάρχειν μας και αυτή η κατάσταση εγκλείει τις απαρχές του γιγνώσκειν και του συναισθάνεσθαι, την αιώνια και απόλυτη κοινωνία ηθικού και διανοητικού. Επειδή η ρίζα λόγου και συναισθήματος είναι μία, το αυτό συμβαίνει με το λογικό και με το συναισθηματικό. Δεν υπάρχει λόγος χωρίς συναίσθημα, ούτε συναίσθημα χωρίς λόγο. Δεν πρόκειται για μείξη δύο διαφορετικών πνευματικών ακαταλληλοτήτων μας, αλλά για αρραγή ενότητα-εικόνα ης ταυτότητας. Η ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος στην οποία μετέχουμε, δεν είναι παρά το φαίνεσθαι του κρύπτεσθαι, της ταυτότητας που συνέχει την ετερότητα και που εκφράζεται ηθικοδιανοητικά ως ομοιότητα-αναλογία.
Είναι έτσι σαφές: Το άρρητο είναι μας, ανέκφραστο, πολυμαρτυρείται εσαεί χωρίς εντοπίσιμη καταγωγική αρχή, χωρίς αρχή και τέλος, τελείται εσαεί και επιφαίνεται ηθικοδιανοητικά εκφράζοντας το αρχέγονο νόημα  στον έγχρονο βίο.
Αφετηρία, εσαεί αφετηρία αυτού του συμβαίνοντος είναι το πνεύμα των καταγωγών (πνευματικά εννοούμενο), η κρηπίδα, η παρθενική κρηπίδα του ηθικοδιανοητικού. Χωρίς αυτήν την αλήθεια, δε γνωρίζουμε, δε συναισθανόμαστε, αυτή είναι το αληθεύειν μας.
Η έκπληξη πυροδοτεί δυναμικά το γιγνώσκειν μας που είναι και συναίσθηση, που ως ενότητα συνιστά ‘’τόπο’’ θυσίας του απόλυτου στο σχετικό. Πώς θα γνωρίσαμε το είναι των πραγμάτων χωρίς αυτήν την κατάσταση, αν είναι των πραγμάτων είναι η συνέχουσα τις ασυνέχειες αρχή; Πώς θα φθάναμε στην καθαρή γνώση, πώς θα τιμούσαμε, θα εκτιμούσαμε την αλληλογένεια χωρίς το ηθικό;
                                                *
Για να συνεχίσουμε, επανερχόμαστε σύντομα σε ό,τι έχουμε ονομάσει αρχιακές έννοιες τις οποίες συναντάμε σε αξιόλογες φιλοσοφικές θεωρήσεις: Ανάμνηση, θεωρείν, εν, natura naturans, natura naturata, προθετικότητα, ενόραση, διάρκεια, βούληση, υπερβατολογική αναγωγή, αιώνια και σύγχρονα πράγματα, ύπαρξη κ.ο.κ14. Δεν είναι αναγκαίο να αποδεχθούμε τους όρους οι οποίοι είναι οπωσδήποτε ενδεικτικοί ή και αποκαλυπτικοί. Στηρίζουν σε κάθε περίπτωση μια φιλοσοφική θεώρηση, είναι οι πυρήνες της σε μεγάλα φιλοσοφήματα.
Για το πνεύμα αυτής της σπουδής η οποία προσπαθεί να δείξει το μυστικό ρίζωμα της φιλοσοφίας, οι αρχιακές έννοιες είναι ενδεικτικές, αλλά δεν οδηγούν σαφώς στην αρραγή ενότητα του ηθικοδιανοητικού.
Η έκπληξη, ο θαυμασμός, το χάρμα και οι λοιποί συναφείς όροι τους οποίους αναφέραμε, είναι οι μόνες γενικές έννοιες που ανοίγουν την πύλη δε οποιαδήποτε άλλη, στη νόηση-εννόηση οποιασδήποτε άλλης.
Είναι ο αιώνιος τρόπος με τον οποίο η αποκρυπτογράφηση του είναι στο υπάρχειν τελείται ως αποκάλυψη του απολύτου ως αγνότητας, ως καθαρότητας, ως θαυμασμού, ως χάρματος, ως έκπληξης στο ανθρωποκοσμικό φαίνεσθαι με τις αμέτρητες παραλλαγές και διεκφράσεις του σε όλα τα πεδία των γνώσεών μας.
Παρενθεντικά, γιατί θα επανέλθουμε, δεν είναι τυχαία η προσφυγή πολλών ηθολόγων, ποιητών, μυθογράφων, διανοητών, αλλά και καλλιτεχνών στις παραδείσιες περιγραφές της παιδικότητας, οι οποίες, και όταν είναι ακόμη υπερβολικές και υπέρμετρα συναισθηματικές, μαρτυρούν τουλάχιστον τη νοσταλγία και την αποκαραδοκία απ’ την απώλεια της πρωτινής αγνότητας και μάλιστα σε ηλικίες ωρίμανσης, εμπειριών, δοκιμασιών. Οδηγούμαστε όντως σε μια μεταφυσική του πνεύματος της παιδικότητας με ευρύτατο πεδίο προβληματισμών.
                                                *
Ας εμμείνουμε στη μυστική διάσταση του πνεύματος των καταγωγών για να φθάσουμε ευκολότερα στο είναι του ηθικού.
Ο αφελής, ο εκπληττόμενος, ο θαυμάζων, δεν εξίσταται, δεν οδηγείται στην έκσταση με περαιτέρω στάδιο τον αλογικό εκστασιασμό πρωτοδιονυσιακής φοράς. Η έκστασή του είναι ‘’αναχώρηση’’ απ’ το φαίνεσθαι και κοινωνία με το είναι των πραγμάτων. Τελείται η έκσταση της έκστασης, η στάση, η μακάρια κοινωνία, η ‘’ακινητοποίηση’’, η λήθη του φαινομενικού, του επιφανειακού που συχνά οδηγεί στο αναυθεντικό, κυριότερα και ουσιαστικότερα, η αναθέα του αληθούς, το αιωνίζεσθαι όχι στην αφηρημένη χρονικότητα, αλλά στο έγχρονο, κατά τρόπο που όλες οι πνευματικές μας καταλληλότητες  αποδιαστέλλονται και αποκαλύπτουν το άχραντο είναι τους που είναι και το είναι κάθε γνώσης. Ήδη, το λογίζεσθαι που είναι ορατή-συμβολική συνθέτουσα αποτελεί αυτή την έκφραση, η διάκριση εξωτερικού και εσωτερικού, ψευδής εξαρχής, δεν αίρεται ποιητική αδεία, είναι κατεξοχήν αποκαλυπτική. Το βιούμενο είναι ουσιαστικά ανέκφραστο, δεν τοποθετείται στον ευθύγραμμα χωροχρόνο, έξω μας δηλαδή, ούτε στην ‘’εσωτερική’’ μας διάσταση που και αυτή δε γεωγραφείται σε έναν τάχα εσωτερικοποιημένο χώρο, αλλά τελείται στη φαντασιακή χωροχρονικότητα ως διαρκής συνέχεια των ασυνεχειών.
Η συνέχεια δεν είναι το αντίθετο της ασυνέχειας, ένα νοητό είδωλο, το άτμητο δεν είναι το αντίθετο του τμητού, το άφθαρτο αντίθετη όψη του φθαρτού κ.ο.κ. Αποφεύγοντας τη φαινομενική αντίθεση που οδηγεί σε ειδωλοποιήσεις ή σε νοητά αρχέτυπα, επικαλούμαστε και πάλι το πνεύμα των καταγωγών, το πνεύμα της ωριμασμένης παιδικότητας που είναι εργαστήριο ιδεών, κατά το φιλόσοφο, το πνεύμα της νηφάλιας, της μακριά από κάθε στατικότητα ή δυναμικότητα κατάστασης του πνεύματός μας, ηθικοδιανοητικής κοινωνίας, κατά τρόπο που ό,τι είναι φθεγκτό, εκφραστό, συμβολικά εκφραστό, να κατοπτρίζει το είναι στο φαίνεσθαι, να καθορά τα φαινόμενα και τα συμβαίνοντα νοώντας, εννοώντας, συναισθανόμενος. Έτσι η ουσιώδης οπωσδήποτε διάκριση άτμητου και τμητού, άχρονου και χρονιζόμενου, προσλαμβάνει την πραγματική φορά: Ο αφελής, ο θαυμάζων, ο εκπληττόμενος, ο αγνός, ο παρθενικός ο ώριμος Πας-Αών, για να θυμηθούμε ξανά τον Εφέσιο, ζει το αιώνιο στο έγκοσμο-έγχρονο που είναι και το αιώνιο της φύσης του, το οικουμενικό.
Δεν καταφεύγουμε σε νοητά είδωλα, ούτε σε γενικόλογες και χωρίς έρμα διαπιστώσεις. Όλες αυτές οι θεωρήσεις ΄΄καταλύονται’’ θετικά στο λέγειν του πνεύματος των καταγωγών το οποίο είναι εύγλωττο σιγάν. Η σιωπή του άσπιλου είναι το λέγειν του, η αξιολόγηση κάθε έκφρασης η οποία είναι λευκή, άρρητη, αλλά το άρρητο ως παρθενική έκφραση είναι η τροφή του ρητού.
Ας δούμε. Η έκπληξη δεν είναι παρά ανα-κάλυψη, αφνης επιστροφή στο νόημα του φαινομένου, στην αιώνια φύση του, ο θαυμασμός συνέχεται με την έκπληξη και συνιστά στάση του εξίστασθαι, το χάρμα είναι κοινωνία με ό,τι δεν εκφράζεται αλλά που ανακινεί το θαυμάζειν, όπου ανακαλύπτοντας εκ νέου τα μυστικά, η μυστική υφή του συμβαίνοντος το οποίο αναπροσλαμβάνει την πρωτογένειά του στην παλλόμενη συνείδηση. Είναι η αγνότητα, η καθαρότητα, η παρθενικότητα την οποία η αναδυόμενη συνείδηση συναντάει, όχι ως κάτι ξένο, αλλά ως κάτι έγγιστο.
Απαιτούνται περαιτέρω σκέψεις για να διαπιστώσουμε πως χωρίς το πνεύμα των καταγωγών δεν υπάρχει ούτε αληθής γνώση, ούτε αληθές συναίσθημα η ενότητα των οποίων, η οντολογική τους ταυτότητα, είναι αδιανόητη;
Το σημαντικότερο όμως συνίσταται στη μυστική, στην ανέκφραστη ρίζα η οποία τρέφει λογισμό και συναίσθημα σε όλες τις διεκφράσεις τους.
                                                *
Αν όμως επιθυμούμε να εισδύσουμε περισσότερο στη φύση των χαρμικών μας καταλληλοτήτων, θα δούμε κάτι πιο αποκαλυπτικό: Τι θαυμάζω, τι με εκπλήσσει δημιουργικά, τι είναι το άσπιλο, το παρθενικό το οποίο με καθυποβάλλει πληρωματικά; Δε θαυμάζω, δεν εκπλήσσομαι, δε ζω το πνεύμα της αγνότητας, του άσπιλου χωρίς να κοινωνώ με το ηθικοδιανοητικό μου είναι-είναι του κόσμου.
Το πνεύμα των καταγωγών επομένως δεν είναι απλά απαρχή του γιγνώσκειν και του συναισθάνεσθαι. Είναι κάτι αποκαλυπτικότερο γιατί η μόνη αλήθεια η οποία κινεί το πνεύμα των καταγωγών είναι σαφής, αν προσέξουμε, αν επισκοπήσουμε το ίδιο μας το είναι στον κόσμο του εγκόσμως υπάρχειν.
Κάθε γνώση, και η πιο απλή, η πιο συγκεκριμένη, αν είναι αληθής, δεν είναι παρά ανάγνωση της Γνώσης, της άρρητης-απόλυτης γνώσης, η λευκή γνώση.
                                                *
Πριν από κάθε σχετική γνώση, το ‘’πριν’’ είναι συβατικό, εσαεί τελούμενη υπό τις φαινομενικές μεταμορφώσεις, βελτιώσεις ή και απορρίψεις, σε κάθε συγκεκριμένη γνώση που εκφράζεται συμβολικά, αναδύεται η αρχή, η χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο γνώση, το μυστικό, η διαχεόμενη αμεσότητα, η ενορατική διόραση, το κάτοπτρο στο οποίο οπτρίζεται το γιγνώσκειν-συναισθάνεσθαι, η αναδυόμενη κατά το μέτρο της συνειδητοποίησης της κοινωνίας μας με το κοσμικό συμβαίνον.
Ας  επιστρέψουμε στους τόσο γνωστούς μας όρους (απόλυτο, άτμητο, όλο κ.ο.κ.) οι οποίοι δεν είναι απλά παίγνια της διανοίας, αλλά πεμπτουσία του ανθρωποκοσμικού είναι. Επίσης, το άρρητο το οποίο στην ανθρώπινη διάσταση της αυτοσυνειδητοποίησης γίνεται μόγις εκφραστό, για να χρησιμοποιήσω ένα πλατωνικό όρο, ως αφέλεια, ως αγνότητα, ως καθαρότητα…Είναι η καθαρότητα του αληθούς βλέμματος, η ηθικότητα του διανοητικού, η αγαθότητα, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά σε κάθε ‘’τομή’’ της χρονικότητας, αιώνια, άτμητα δηλαδή.
Δεν πρόκειται για κατάσταση η οποία βρίσκεται μπροστά μας, ξέχωρη από μας, για μια φαντασιακή επινόηση στα πλαίσια της φαντασιακής μας χωροχρονικότητας, αλλά για την ίδια μας τη φύση, την οντική φύση στην οποία το ηθικό και το διανοητικό πλέουν την ενότητα του ηθικοδιανοητικού. Απ’ τη στιγμή που διαπιστώνουμε πως το άχρονό μας τρέφει το έγχρονό μας, κάθε θραυσματική-αποσπασματική θεώρηση του κοσμικού φωτίζεται και αποκαλύπτει την ενότητα ως έγχρονη φανέρωση της ταυτότητας. Αυτή η φανέρωση είναι οι μορφές του πνεύματος των καταγωγών με τις συγκεκριμένες του εκφράσεις-μήτρες της γνώσης.
                                                *
Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, δεν υπάρχει προτεραιότητα του ηθικού απέναντι στο διανοητικό, ούτε το αντίστροφο. Το διανοητικό είναι ηθικό, το ηθικό είναι διανοητικό και αυτή η αλήθεια καθίσταται εμφανής ως εσαεί ισχύουσα απ’ τη ζωή που θεωρούμε εταστικά το ζην μας, το υπάρχειν μας στον κόσμο, κάτι που συνιστά αναδυόμενη πρωτοπληροφορία και όχι συνέπεια, προκύπτουσα δηλαδή γνώση μετά σειρά συλλογισμών.
Προηγείται η πρωτοπληροφορία του υπάρχειν στον κόσμο, του συνυπάρχειν και αυτή η συνειδητοποίηση είναι οντικής φύσης, είναι η πνοή-εμπνοή που καθιστά δυνατή την αντίληψη των κοσμικών φαινομένων, των ποικίλων, που μόνο αν εννοούνται ως ενότητα είναι αντιληπτά. Γνωρίζουμε τον κόσμο ως ενότητα πριν από κάθε συγκεκριμένη γνώση, είναι πρωτοσυνειδησιακή γνώση και ταυτόχρονα σφραγίζει και την ηθικότητα της γνώσης και τη γνώση της ηθικότητας.
Δε νομίζουμε πως απαιτούνται εκτενέστερες παρατηρήσεις για να διαπιστώσουμε το μυστικό χαρακτήρα όλης αυτής της διεργασίας. Απαιτούνται όμως κάποιες επεξηγηματικές σκέψεις ως προς τη φύση του μυστικού. Θα εγκλωβιζόμασταν μάλιστα σε αοριστίες αν τοποθετούσαμε το μυστικό κάπου, αν το υποστασιώναμε και το θεωρούσαμε δείξιμο ή περιγράψιμο15.
Η μυστική είναι διαρκής πληρωματική κατάσταση η οποία δεν επιδέχεται καμιά περιγραφή ή δείξη, γιατί ούτε δείχνεται, ούτε περιγράφεται. Είναι το αιώνιο νεύμα του απόλυτου στο σχετικό, η διαρκής πηγή νοήματος έξω από κάθε νοησιαρχία ή συναισθηματισμό, καταστάσεις που αναφύονται ως διαστρέβλωση του μύχιου λογισμού, της καθαρής παρθενικής θέας. Έτσι επιτυγχάνεται κάθε σχετική συγκεκριμένη δείξη, γνώση, ανά-γνωση. Δεν είναι μυστικισμός, όρος αδόκιμος, εξαπλουστευτικός και συχνά πηγή παρανοήσεων που οδηγούν σε αλογισμούς, μαγείες, θεοσοφίες16 κ.ο.κ.
Υπάρχει, ας μην αμφιβάλλουμε, ένας αυτοορισμός της μυστικής που είναι και αυτοορισμός μας, κάτι το αξιωματικό, το πληρωματικό που οποίο ανατίκτεται εσαεί ως πνοή του ηθικοδιανοητικού. Ο καθαρός ορίζοντας της μυστικής είναι ο ορίζοντας του πνεύματος, είναι η καταφατική μαρτυρία της αποφατικότητας, η φωνή του άφραστου την οποία συναντάμε σε όλες μας τις πνευματικές δραστηριότητες. Στη φιλοσοφία, στην τέχνη, στην επιστήμη, στις μύχιες εκζητήσεις μας, στην καθημερινότητά μας. Ιερός ιστός ο οποίος συχνά μας διαλανθάνει με συνέπεια την ουσιαστική άγνοια του νοήματος.


V
Το θεμέλιο του ηθικοδιανοητικού είναι
(Η (μυστική) πληρωματικότητα, η φορά των       απαρχών, το θεμέλιο, αναπροσέγγιση)
Η (μυστική) πληρωματικότητα θα καταφανεί εναργέστερα αν επισκοπήσουμε τη φύση του ηθικοδιανοητικού στη διάπτυξή του, στους τρόπους του. Εμβαθύνοντας έτσι στο ηθικό κοινωνούμε με τη μύχια φύση του διανοητικού, προσεγγίζοντας το διανοητικό συναντάμε το βάθος του ηθικού, όπως συμβαίνει στην προσπάθειά μας να ‘’διακρίνουμε’’ λόγο και συναίσθημα. ‘’Εκεί’’ συναντάμε το νόημα της έκπληξης, της θαυμαστικής φοράς, του χάρματος κ.ο.κ. και οδηγούμαστε σε ό,τι ονομάζουμε λογικό. Το τελευταίο, το έχουμε αναπτύξει σε άλλη σπουδή, ταυτίζεται με το ηθικό, συνιστά τον πυρήνα της λογικότητας. Ό,τι όντως λογικό, είναι ηθικό. Οι διανοητισμοί πολλών φιλοσοφικών σχολών ‘’αποσπούν’’ το ηθικό απ’  το λογικό, η καντιανή σύνθεση επίσης, ‘’διαιρεί’’ το λόγο σε θεωρητικό (καθαρό) και πρακτικό για να εντάξει την ηθική στο δεύτερο. Κι όμως, κράτιστες φιλοσοφικές θεωρήσεις κορυφώνονται με το ηθικό ή το διαπλέκουν μύχια με το διανοητικό. Είναι εξάλλου γνωστό πως οι μεγάλες λογικές θεωρίες προσκρούουν στο μη αποκρίσιμο των συστημάτων τους κατά τρόπο που τα ορθούμενα συστήματα καταλήγουν να είναι αναποφάσιστα: Δεν αποδεικνύουν ούτε την αλήθεια ούτε το ψεύδος των αρχών και των συμπερασμάτων τους. Δε θα εισέλθουμε ξανά στις λαβυρινθώδεις συζητήσεις, αλλά θα διαπιστώσουμε απλά πως κάθε λογική θεωρία που συρρικνώνει τη φιλοσοφική αναζήτηση στη συνεπή, υποτίθεται, χρήση των αξιωμάτων της, είναι εξαρχής έωλη, αν όχι αντιφατική. Θυμίζει σκαλωσιά χωρίς υποστηρίγματα, γενικές θεωρήσεις αρχής (αξιώματα) ως είδος αφηρημένων οντοτήτων, αναζητώντας την περίφημη επαληθευσιμότητα στην επιστημονική μέθοδο, ξεχνώντας πως η απόδειξη δεν είναι παρά δείξη που μπορεί να τροποποιηθεί και που δεν εισβάλλει ποτέ στο είναι των φαινομένων. Τα γνωστά παράδοξα είναι εύγλωττα. Η λογική όμως δεν τυποποιείται. Αντίθετα, οποιαδήποτε τυποποίησή της τη δεσμεύει και οδηγεί συχνά σε αδιέξοδα, χωρίς αυτό να σημαίνει συλλήβδην απαξίωση των λογικών σχολών και των επιτευγμάτων τους.
Για να προσεγγίσουμε όμως αποτελεσματικά την ταυτότητα ηθικής και λογικής, οφείλουμε να διαπιστώσουμε κάτι σημαντικό: Οι μεγάλες φιλοσοφικές συνθέσεις υπερβαίνουν την τυπικότητα της λογικής, την προσπερνούν ή την αμφισβητούν. Επιπλέον, τονίζουν όχι τις λογικές αρχές, αλλά την αρχή της λογικής, ακόμη περισσότερο, της γνώσης. Μας φωτίζουν το εξής το οποίο αφήνουμε να περιπίπτει στη λήθη: Χωρίς γνώση είναι αδύνατο να ορθωθεί οποιαδήποτε λογική θεώρηση. Θεμέλιο της λογικής έκφρασης είναι η γνώση, η γνώση ως απόλυτη κοινωνία με το είναι των πραγμάτων, με την ατρεμή οντολογική αλήθεια η οποία συνιστά διαρκή αφετηρία εννόησης κάθε μορφής φαίνεσθαι. Ήδη, αυτό το οντολογικό είναι ταυτόχρονα ηθικό, αλλά εδώ απαιτούνται διευκρινίσεις. Κατά βάθος, λογική δεν είναι παρά η στηθοσκόπηση της γνώσης και όχι η εκ των υστέρων εξαρίθμηση δυνατοτήτων, προϋποθέσεων ή και αφετηριακών (κατασκευασμένων κατά βάθος) αξιωμάτων. Στηθοσκοπώντας όμως το φιγνώσκειν στηθοσκοπούμε το νοείν, το αισθάνεσθαι, το αντιλαμβάνεσθαι και να η φανέρωση του λέγειν τους.
Το οντικό, το όντως οντικό, διαθλάται σε κάθε αισθητό ως πνοή του και αυτό το αιώνιο συμβαίνον δεν είναι δυνατό να μην εκπέμπει νόημα. Το νόημα κατατίθεται, σημαίνεται, καλύτερα,
πάντα με συγκεκριμένο τρόπο και με συνεχώς ανανεούμενες παραλλαγές, νοητές, εννοητές παραλλαγές, που στον κόσμο του ανθρωπίνως υπάρχειν είναι μηνύουν ουσιαστικά το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν και εδώ κοινωνούμε με το αληθεύον νόημα. Πρόκειται για ηθικοδιανοητική κοινωνία της οποίας η αρχή είναι άρρητη και άρα μη εκφράσιμη, αν κάθε εκφράσιμο είναι απ’ τη φύση του σχετικό, μεταβλητό, φθαρτό. Κατανοούμε έτσι πως η κατηγορική λ.χ. προσταγή είναι κατασκεύασμα που εύκολα καταπίπτει λόγω της αοριστίας της ή των διαφόρων τρόπων ερμηνείας της και επιστρέφουμε στη σωκρατική ηθική η οποία βρίσκει το πλήρωμά της στην πλατωνική δημιουργία.
Εισδύοντας στο νόημα αυτής της αλήθειας, διαπιστώνουμε πως το αληθεύον δεν είναι απλά πληρωματικό, αλλά πως αποκαλύπτει την ταυτότητα ήθους και διάνοιας έτσι, που, όταν κάνουμε λόγο για την πηγή της νόησής μας, να καταφεύγουμε, να  κοινωνούμε με ό,τι είναι αφελές, θαυμαστικό, δημιουργικά απορητικό, παρθενικό, με αιώνια καθαρότητα. Είναι η αποκάλυψη της αιώνιας φύσης των πραγμάτων που ταυτίζεται με το ηθικά ορθό.
Συμβαίνει το εξής το οποίο κρατύνει τη θέση μας. Δεν υπάρχει οποιασδήποτε μορφής γνώση ανεξάρτητη απ’ το είναι μας, απ’ το συνειδός μας, κατά τρόπο που η γνώση μας, η γνώση κάθε πράγματος, δεν είναι παρά ανάγνωση της αιώνιας φύσης του. Κοινωνούμε επομένως με το είναι των πραγμάτων, με την αιώνια φύση τους, με το άσπιλο, το παρθενικό, το αφελές, γιατί άσπιλο, παρθενικό, αφελές δεν είναι παρά το αιώνο το οποίο διασπινθηρίζεται στο έγχρονο. Είναι κατεξοχήν αρχή της ηθικής, όπως και της γνώσης και όσο τρεφόμαστε απ’ τον ακήρατο λογισμό, τόσο η αειγενής γονιμοποίηση του ηθικοδιανοητικού καθίσταται πιο συγκεκριμένη ως θυσία, ως αγάπη, ως αλληλεγγύη, ως διάκριση, ως ευγένεια, ως δικαιοσύνη, ως καθαρότητα, ως αρετή απλά και καθαρά17, ως όντως συνυπάρχειν.
Υπάρχει όντως ένας μυστικός οφθαλμός ο οποίος διορά στα φαινόμενα τη διάσταση του βάθους, ο οποίος φθάνει, ο οποίος αποκαλύπτει το κρύφιο, το αρχέγονο, ό,τι έχει αιώνια ισχύ. Η φαινομενικότητα ανα-θεωρείται, το έγχρονο θεωρείται στο οντικό του βάθος που είναι η προφάνεια. Ονομάζουμε αυτήν την κατάσταση μυστική θέα και το πρόβλημα συνίσταται στο αν υπάρχει άλλη θεώρηση η οποία αγγίζει το είναι των πραγμάτων, των διαθέσεων, των βιωμάτων μας. Διαφάνεια του μυστικού είναι η ορθή ανάγνωση του ηθικοδιανοητικού μας είναι και αυτή η αλήθεια δεν καταξιώνει, δεν αποδεσμεύει απ’ τα δεσμά της εγωκεντρικότητας, αλλά ελευθερώνει. Εδώ ακριβώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για ελευθερία, για δημιουργική ελευθερία η οποία απεγκλωβίζει απ’ τη δυναστεία των σχολαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν είναι παρά επινοήσεις της συμβατικότητας που συναντούν τη λεγόμενη μεταηθική των Αναλυτικών ή την κανονιστική ηθική των ‘’αποδεσμευμένων’’ από ηθικολογίες του παρελθόντος.
                                                *
Ας προσεγγίσουμε για μια ακόμη φορά τη φύση του μυστικού στο πεδίο του ηθικού που είναι το μόνο ισχυρό και ισχύον πεδίο του λογικού. Το πνεύμα των καταγωγών είναι ο προάγγελος των αρετών, του ενάρετου βίου, γιατί οι διάφορες αρετές δεν είναι παρά διαθλάσεις της μίας α-λήθειας, της εσαεί επιφάνειας της αγαθότητας στον έγχρονο βίο. Γι’  αυτό ακριβώς, οι τόποι επιφάνειας που είναι οι αρετές, διακοινωνούν, υπάρχει μία ταυτολογική ‘’σχέση’’ ανάμεσα στην αγάπη, στη θυσία, στην ειλικρίνεια, στην ευγένεια, στη μεγαλοψυχία κ.ο.κ. Θαυμαστή ταυτολογία η οποία θυμίζει το μυστικό πυρήνα κάθε υπάρχοντος, καθόσον το άμεσο, η αμεσότητα, εμπλουτισμένη με το πνεύμα της αλήθειας και έχοντας διίδει με τη γνώση στα ίδια τα φαινόμενα την αιώνια φύση τους, αναπροσλαμβάνει παρθενικό κάλλος το οποίο με τη δράση αποκαλύπτει τη ‘’δυναμική’’ της μυστικής. Το άμεσο, το παρθενικό, το αγνό, ενορώμενο στην αληθή φύση των πραγμάτων, πραγματώνεται νηφάλια ως πράττειν. Το πράττειν είναι η έγχρονη όψη του θεωρείν, το πράττειν ως ενάρετος βίος, ως κοινωνία, κατά τρόπο που ενεργείν και θεωρείν δεν είναι παρά ενότητα κοινωνίας, ζωγράφημα το οποίο ιχνογραφεί το ανθρωποκοσμικό, μια κινούμενη αιωνιότητα, το απόλυτο στον κόσμο του σχετικού.
Έχει ήδη γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα του ηθικού από πολλούς οι οποίοι ‘’εξόρυζαν’’ την ηθική φιλοσοφία στο πεδίο της ψυχολογίας, του συμπεριφορισμού (behiaviorism), της συμβατικής ή και επαναστατικής κοινωνιολογίας επειδή διαγνώσθηκε το έωλο παρόμοιων θεωρήσεων.                                                                                  *
Υπάρχει όμως κάτι αποκαλυπτικότερο το οποίο ‘’φωτίζεται’’ από όλες τις ενάντιες, ας πούμε, θεωρήσεις πολλών σχολών που υπόδηλα ή φανερά αντιστρέφουν την κρύφια τάξη των πραγμάτων με το εξής αφετηριακό σφάλμα: Καθιστώντας τον κόσμο αντικείμενο παρατήρησης και τον παρατηρητή κάτι ξέχωρο απ’ το συμβαίνον, κορυφώνουν την αφετηριακή αντίφαση. Δε μπορούμε να εντάσσουμε ένα ξέχωρο για μας αντικείμενο που είναι ο αισθητός κόσμος στην υποκειμενική μας δυνατότητα, αν κόσμος και άνθρωπος είναι δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Ήδη, παρασυρόμαστε σε ένα επιπλέον σφάλμα: Νομίζουμε πως ερμηνεύουμε τα πράγματα αλλά και τις πνευματικές μας καταλληλότητες, όταν παρόμοιες ερμηνείες είναι εκ των προτέρων αντιφατικές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ερμηνεία, αλλά μύχια περιγραφή επιμέρους φαινομένων υπό την προϋπόθεση άμεσης κοινωνίας μας με το κοσμικό είναι που είναι και ανθρώπινο, κάτι που δεν προκύπτει αλλά που αναδύεται.
                                                *
Αντίθετα, αφετηρία απ’ την οικειότητα ανθρώπου και αισθητού κόσμου, αναδύει, και μάλιστα πριν από κάθε συγκεκριμένη εμπειρική γνώση ένα αίσθημα πληρότητας, κοινωνίας, ζωής, άμεσης επαφής με τις απέραντες και αιωνιζόμενες μορφές του συμβαίνοντος. Είναι η πρώτιστη γνώση, η πριν από κάθε συγκεκριμένη γνώση, γνώση η οποία αποπνέει ζωντανά το αίσθημα της αγαθότητας.
Είναι η παρουσία του ηθικοδιανοητικού κατά τρόπο που το βάθος του διανοητικού είναι ηθικό, το πνεύμα του ηθικού είναι διανοητικό.
Αν επισκεπτόμασταν μορφές ηθικής διαφάνειας, όπως η αγάπη, η θυσία, η αλληλεγγύη κ.ο.κ., θα διακρίναμε πως εκφράζουν κάτι που είναι οπωσδήποτε συγκεκριμένο, κάτι άρρητο που καθίσταται πληρότητα στη συγκεκριμένη δράση. Δεν είναι τυχαίο το ότι στις μεγάλες στιγμές κορυφαίων μυστικών κειμένων το διανοητικό ορίζεται ηθικά και το ηθικό διανοητικά. Πρόκειται για διαπιστώσεις τις οποίες συναντάμε και στην καθημερινότητά μας αν αναστρέψουμε τη φθορά τηες συνήθειας και τον εγκλεισμό στη συνειδητή ή ασύνειδη εγωκεντρικότητά μας.
Επιπλέον: Οι συγκεκριμένες αρετές είναι και οικουμενικές κατά τρόπο που ταυτίζονται ως ενότητα-μαρτυρία της ταυτότητας. Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα στη συσχέτιση των γενικών εννοιών, των οικουμενικών, με τις γενικές έννοιες τις οποίες ονομάζουμε συνήθως ηθικές. Ιδού η ενότητα του ηθικοδιανοητικού: Τα universalia, οι καθολικές έννοιες, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα γνώσης, δε συνιστούν γνώση, αλλά αποκαλύπτουν την ενότητα του ηθικοδιανοητικού. Καμιά γενική έννοια δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο επειδή προσφέρει νόημα σε κάθε συγκεκριμένο. Οι γνωστές αντιδικίες των νομιναλιστών και των ρεαλιστών αγνοούσαν αυτήν την αλήθεια επειδή ακριβώς αγνοούσαν το μύχιο πυρήνα, την αρχή κάθε συγκεκριμένης γνώσης που δεν είναι παρά η ανά-γνωση του απολύτου στο σχετικό.
Ωστόσο, αναδύεται κάτι το οποίο υπερβαίνει τις αντιδικίες των σχολών. Η πρώτιστη γνώση, η γνώση δηλαδή χωρίς συγκεκριμένη γνώση, είναι το άσπιλο, το άμωμο, το μύχιο, το μυστικό του ηθικοδιανοητού, και αυτό αποκαλύπτει το Νόημα, αρχή κάθε νοήματος.
Νόημα ηθικό, νόημα διανοητικό, νόημα πληρωματικό, μυστική κοινωνία με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον όπου όροι, όπως ολότητα, απόλυτο, άχρονο κ.ο.κ. (ταυτογενείς) προσλαμβάνουν άλλο περιεχόμενο, αποφορτίζονται από κάθε διανοητισμό και έτσι συνειδητοποιούμε πως είναι κινητήρας κάθε ανθρώπινης ενέργειας, κατά τρόπο, που δεν υπάρχουν όρια μεταξύ ηθικού και διανοητικού. Είναι η καθαρότητα του θεωρείν που εμψυχώνει το πράττειν.
Μπορούμε εδώ να εμβαθύνουμε, να δούμε με καθαρό τρόπο αυτήν την αλήθεια.
                                                *
Πολλοί ισχυρίζονται πως η γνώση, όταν είναι αυθεντική, περιγράφει το συμβαίνον και πως δεν προσφέρει ή δεν υποψιάζει ως προς οποιονδήποτε ηθικό προβληματισμό. Τα συμβαίνοντα στους ωκεανούς, στη ζούγκλα ή και σε ανθρώπινες κοινωνίες δεν οδηγούν σε κανένα διασυσχετισμό του διανοητικού με το ηθικό, της γνώσης με το ένστικτο και με το συναίσθημα. Αντίθετα κατευθύνουν στον παραλογισμό, ‘’συντρίβουν’’ κάθε νόημα το οποίο προσπαθούμε να δείξουμε.
Αναζητάμε μια βαθύτερη θέα η οποία διεμβολίζει την τραγωδία του ανθρωποκοσμικού πάθους. Είναι σαφές πως δεν είμαστε ποτέ θεατές ή παρατηρητές του συμβαίνοντος. Είμαστε κοινωνοί του, κοινωνοί, στο βαθμό που υπάρχει ενότητα του ανθρωποκοσμικού, γιατί πώς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε στιγμές και καταστάσεις πάθους, σκληρότητας, αλογισμού και παραλογισμού δηλαδή; Δεν είμαστε αυτουργοί καμιάς μορφής πάθους και ιδιοτέλειας ποτέ από οντολογικής πλευράς. Επιμένουμε: Χωρίς την έμφυτη και απόλυτη κοινωνία μας με την αγαθότητα αδυνατούμε να κατανοήσουμε, να κρίνουμε, να ελέγχουμε κάθε μορφή κακού. ‘’Τόπος’’ νοητός επομένως θέας του κακού είναι το καλό, η αγαθότητα. Αυτή η αλήθεια καθιστά το αγαθό πληρωματική αρχή και όχι γεύση συναισθήματος. Αν το κακό διαπτύσσεται έγχρονα, το καλό έχει άχρονη φύση. Το συναίσθημα κοινωνεί με το λόγο, με τον έμφρονα λογισμό και πηγή του δεν είναι παρά η αγαθότητα όχι ως νεκρή ‘’ουσία’’ ισταμένη κάπου, αλλά ως ακλινής οντολογική αρχή που πληρώνει με την ανεπιτήδευτη παρουσία του αγίου. Ένα μυστικό κείμενο αποκαλεί το κακό ἠργμένον θέλοντας να τονίσει την έγκοσμη-έγχρονη φύση του και την αιώνια αφετηρία του αγαθού. Το κακό είναι έτσι εμπλοκή, πλάνη, ακούσια πλάνη, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε το σωκρατικό λόγο. Το πρόβλημα ωστόσο είναι περίπλοκο και δε μπορούμε να το εξετάσουμε σε αυτή τη μελέτη, δεδομένου ότι υπάρχουν και φιλοσοφικές σχολές που δεν αφεταιρίζουν το απόλυτο απ’ το σχετικό, το αγαθό απ’ το κακό.
Περιοριζόμαστε σε κάτι απλό που ίσως δημιουργεί θετικούς προβληματισμούς, σε μια ας πούμε μυστική ανάγνωση του κακού. Το κακό είναι αδιανόητο χωρίς το αγαθό, χωρίς το είναι μας, είναι απλό περίβλημα του έγχρονου βίου μας και υπ’ αυτό το πνεύμα έχεται και κατέχεται απ’ το αγαθό. Ξαναθυμίζουμε μία σπινοζική άποψη, ανάμεσα σε τόσες άλλες: Το αληθές είναι κριτήριο του εαυτού του και του ψευδούς ταυτόχρονα. Μήπως όμως προσφεύγοντας στη μυθική και θρησκευτική παράδοση στην οποία οπτρίζεται και το πνεύμα των λαών βρίσκουμε χρήσιμες διαπιστώσεις τις οποίες οφείλουμε να αξιολογήσουμε φιλοσοφικά; Ας θυμίσουμε τις θυσίες των θεών υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων που ήταν βυθισμένοι στα πάθη, το ιερό πεπρωμένο μεγάλων ηρώων της μυθολογίας αλλά και της δραματουργίας και ας αναλογισθούμε πως το αγαθό ‘’ενοικεί’’ και στο είναι του κακού, πως παράμονο είναι το αγαθό και πως το κακό δεν είναι παρά εσφαλμένη εμπλοκή στο έγχρονο και στο παρεπίδημο, εμπλοκή η οποία δεν είναι διανοητή χωρίς την παντεποπτία πρεσβείᾳ και δυνάμει της παναγαθότητας.
Ήδη, το κακό στο οποίο πλέκεται συναίσθημα και λόγος υπό παραμορφωτικό πρίσμα και προοπτική, κρίνεται ως αυτοανάλωση του έγχρονου, ως παράδοση στην παραστατική θέα, ως ηθελημένη αποκόλληση απ’ την πρωτογενή καθαρότητα, ως εγωιστική συνείδηση, ως απληστία με καταστροφικά αποτελέσματα, ως εγωισμός, ως παράδοση στο φαινομενικό που αυτοαναιρείται. Όλοι γνωρίζουμε τις συνέπειες του κακού.
                                                *
Το αληθές είναι ουσιαστική μαρτυρία του πραγματικά συμβαίνοντος και κριτής του ψευδούς. Αυτονοηματοδοτείται σε κάθε έμφρονη ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου ήθος και διάνοια πλέκονται και διαπλέκονται όχι ως διαφορετικές αρχές ή καταστάσεις, αλλά ως ενότητα.
Ακριβέστερα και πιο συγκεκριμένα: Νοούμε άμεσα και απόλυτα την ταυτότητα ως πεμπτουσία μας και γι’  αυτό μόνο όροι ταυτογενείς όπως αιώνιο, απόλυτο, ολότητα, άπειρο δεν έχουν κανένα περιεχόμενο, είναι κενοί περιεχομένου ως έκφραση της μεταφυσικής αρχής, αλλά γίνονται πληρωματικοί με τους αντιθετικούς τους (ετερότητα, πεπερασμένο, τμητό, μέρος κ.ο.κ.) οι οποίοι, είναι μεν μεταξύ τους ταυτογενείς, δηλώνουν δηλαδή ένα και το αυτό, την πλοκή των συγκεκριμένων αισθητών-σχετικών μεγεθών. Ήδη, οι ομοιότητες, οι ανομοιότητες, οι αναλογίες κ.ο.κ. καθιστούν δυνατό το λογίζεσθαι και βλέπουμε καθαρά πια πως η ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος με την απέραντη ποικιλομορφία του κατοπτρίζει σε κάθε μέγεθος την ταυτότητα ουσίας, την οντολογική αρχή (λ.χ.: Χωρίς τη μονάδα δεν υπάρχουν αριθμοί, χωρίς τους αριθμούς δεν υπάρχει η μονάδα, αλλά η ποικιλία των αριθμών μαρτυρεί την ενότητα στην πολυμέρεια. Γι’  αυτό οι Πυθαγόρειοι έλεγαν πως όλα είναι κατά την τάξη των αριθμών). Οι όροι τους οποίους αναφέρουμε δεν είναι αφηρημένες έννοιες, αλλά τρόποι με τους οποίους εκφράζουμε κάτι το οποίο δεν υπάρχει χωρίς το είναι μας.
Επιστρέφουμε στην ενότητα ηθικού και διανοητικού που εκφράζει την αιώνια ταυτότητα. Παρά τις αλλαγές, η ενότητα διαρκεί, είναι η διάρκεια στις πολυποίκιλτες αλλαγές, γιατί συνέχεται απ’ την ταυτότητα. Το αυτό συμβαίνει και στο ηθικοδιανοητικό: Η αιώνια φύση των πραγμάτων αιωνίζεται, συνέχεται στις ασυνέχειες τις οποίες καθιστά ηθικοδιανοητικά εκφραστές.
Κι όμως δεν υπάρχει τίποτε καθαρά σχετικό, δεδομένου ότι το σχετικό νοηματοδοτείται απ’ το απόλυτο: Ήδη, παρά τις δυσκολίες, ό,τι μεταβάλλεται, τροποποιείται κ.ο.κ., όπως τα συναισθήματά μας και οι διανοητικοί μας προσανατολισμοί, εκφράζουν πάντα νόημα και αυτό μας οδηγεί στο εξής: Δεν υπάρχει απολύτως πεπερασμένο, σχετικό μεταβλητό κ.ο.κ., γιατί κάθε σχετικό κ.ο.κ. είναι αναπόφευκτα γνώσιμο εξαιτίας του απείρου πληρώματος, του απολύτου. Έτσι αποφεύγεται ό,τι συχνά παρατηρείται σε μυστικούς, η μυστική μείξη, η μείξη του απόλυτου με το σχετικό.
Αυτό διασώζει την ακεραιότητα του άσπιλου ηθικού βλέμματος και την καθαρότητα της διάνοιας. Είναι η δόξα της μυστικής στο μέτρο που εμβιώνεται συγκεκριμένα-οικουμενικά.
                                                *
Η αλήθεια του ηθικοδιανοητικού είναι δύσκολα κατανοητή επειδή είναι αυταπόδεικτη, αλλά το αυταπόδεικτο δεν είναι και αυτονόητο. Φθάνουμε όμως σε ένα σημείο το οποίο θα μας βοηθήσει να ζήσουμε πληρωματικά το αυταπόδεικτο ως αυτονόητο.
Τι είναι η συνέχεια, η χρονικότητα, το άχρονο, το απόλυτο, το αιώνιο; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Πολλοί θα απαντούσαν πως συνέχεια είναι το αντίθετο του ασυνεχούς, του αποσπασματικού, του ετερογενούς προσδίδοντας μάλιστα στη συνέχεια ‘’υπερβατική’’ διάσταση, ‘’ορίζοντάς’’ την ως ακατάληπτη ως ως ‘’κάτι’’ πέραν απ’  το ακατάληπτο, ως γνόφον γνωσίως ντως μυστικόν. Αυτή η άποψη, νεοπλατωνικής κυρίως προέλευσης, εισήλθε και στη χριστιανική μυστική και οδήγησε λιγότερο ή περισσότερο στην πεποίθηση κατά την οποία το απερινόητο είναι εντελώς άλλο απ’ το ανθρώπινο και αυτό επικαλείται τη θρησκευτική αποκάλυψη. Όμως, κατά βάθος, η μυστική διόραση υπερβαίνει τις αντιθέσεις και τάσσει το συνεχές, το απόλυτο, το αγαθό, το όλο όχι κάπου αλλού, αλλά στην καρδιά του έγκοσμου ως πληρώνουσα αρχή ως αφετηρία εννόησης κάθε έγχρονου-σχετικού. Ξεχνούν πολλοί πως κάθε αντίθετο προς κάτι άλλο είναι αναπόφευκτα της ίδιας φύσης, αλλά, ταυτόχρονα και διαφορετικό.
Όσοι μυστικοί των θρησκευτικών κυρίως παραδόσεων προχώρησαν περισσότερο, αμφισβητήθηκαν απ’ τις θρησκευτικές ορθοδοξίες, αλλά το μήνυμά τους είναι πάντα σημαντικό18.
Ας δούμε κάπως καλύτερα εν όψει της δυσκολίας του προβλήματος. Όταν κάνουμε λόγο για ασυνέχεια, προϋποθέτουμε τη συνέχεια (ο καρτεσιανός λ.χ. ασυνεχής χρόνος προϋποθέτει τη συνέχεια, κάτι που φιλόσοφος αγνόησε) και γι’ αυτό συνέχεια είναι η εννόηση της ασυνέχειας, ο ορισμός της, ο πληρωματικός ορισμός της  κατά τρόπο που πυρήνας της ασυνέχειας, της χρονικότητας, του τμητού, του φθαρτού, του έγχρονου, είναι το πληρωματικό είναι, η τροφή: Ήδη, αν άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, δεν είναι μια κάποια ουσία, αλλά το συνέχον, το ορίζον, ως πεμπτουσία του ανθρωποκοσμικού.
Έχουν αυτά σχέση με το ηθικοδιανοητικό; Νομίζω πως φθάνουμε σε κομβικό σημείο: Η ενότητα αποκαλύπτεται ως θυσία, ως ανάλωση του απόλυτου στο σχετικό, κάτι το οποίο δηλώνει πως δεν υπάρχει παρά συναποκάλυψη του ηθικού ως διανοητικού και του διανοητικού ως ηθικού. Αιώνια συναποκάλυψη, συμπληρωματικότητα, ευγενής ‘’μείξη’’, μυστική κοινωνία που ανακτίζει το σθένος και την παρρησία του ηθικού με διανοητική-λογική. Το ηθικό και το διανοητικό είναι πληρωματικά  στο βαθμό που είναι του φθαρτού είναι το άφθαρτο, άφθαστο που τρέφει τη φθορά, την κίνηση, τη μεταβολή και εδώ οι όροι πλέκονται: Το απόλυτο τηρεί το σχετικό το διανοητικό τρέφει το έγχρονο και το τελευταίο είναι η δοχή, η συνδημιουργική δοχή του πρώτου19.
Υπάρχει εδώ σαφής μυστική διόραση, άμεση κάτοψη του ιλιγγιώδους συμβαίνοντος που προσφέρει όχι άγχος, αλλά μακάρια πλησμονή.
Αυτή η θεώρηση δεν είναι μυστικιστική, αλλά μυστική, κάτι που σημαίνει πως προσπαθεί να φθάσει στο κρηπίδωμα του ανθρωπίνως υπάρχειν. Είναι μυστική γιατί αφορμάται απ’ την πρωτοπληροφορία του υπάρχειν στον κόσμο και οδηγείται άμεσα στη θεώρηση του κοσμανθρώπου, θεώρηση η οποία καθιστά δυνατό το λογίζεσθαι, το αισθάνεσθαι, το συναισθάνεσθαι, το θαυμάζειν. Νομίζουμε πως αυτό αποτελεί κοινό τόπο ο οποίος δεν προσέχθηκε απ’ τους μελετητές της ιστορίας της φιλοσοφίας πολλοί απ’ τους οποίους κάνουν λόγο για γηραιά μυστική.
Οι Ορφικοί κάνουν λόγο για μυστικάς γενέσεις20 επεκτείνοντάς τις και στο μυθικό λόγο όπως και σε όλες του τις επεκτάσεις.
                                                *
Ας επανακάμψουμε στο ερώτημα το σχετικό με τον ορισμό της μυστικής. Αν επισκεπτόμασταν όρους όπως εντελέχεια, εν, ιδέα, βούληση, ενόραση, κ.ο.κ., θα διευκολυνόμασταν, αλλά και θα διαπιστώναμε στο έργο έγκριτων φιλοσόφων, στο βάθος των όρων τους οποίους αναφέρουμε, υποκρύβεται μια αλήθεια βαθιά ριζωμένη στα έγκατα του ανθρωπίνως υπάρχειν.
Διαβλέπουμε μια διαρκή αφετηρία η οποία δεν είναι ούτε προλογική, ούτε μεταλογική, αλλά τροφός του λογίζεσθαι, του αισθάνεσθαι, του συναισθάνεσθαι. Είναι ο τρόπος κάτοψης του αληθεύοντος, τόσο του ανθρωπίνου, όσο και του διανθρωπίνου και του ανθρωποκοσμικού. Είναι ο αυθεντικός τρόπος έκφρασης του έγγιστα οντικού ως συγκοινωνία με την ταυτότητα, με την ετερότητα, με την αναλογία-ομοιότητα, είναι η αναπνοή, η εμπνοή, η θύρα κάτοψης του συμβαίνοντος, της κρύφιας τάξης του, της μυστικής αρμονίας που καθορά τη φαινομένη.
Η μυστική ανατρέπει κάθε φυσιοκρατική, υλιστική, νατουραλιστική θεώρηση ή και μονισμό, μας ικανώνει ως εμπνοή να διακρίνουμε το συμβαίνον, το εσαεί παρόν, τη δημιουργική του γονιμότητα η οποία αναφωτίζει και ανασυγκροτεί φθαρμένες έννοιες και νοοτροπίες, ψευδοορθολογισμούς και αισιόδοξους μεσσιανισμούς που κατασυντρίβονται στη δίνη των ψευδαισθήσεων21.
Αναλάμπεται έτσι η πρωτινή ματιά, η ωριμάζουσα, η συνεχώς ωριμάζουσα πρωτοπαιδικότητα η οποία φωτίζει παρθενικά την άσπιλη και αμώμητη θέα του ανθρωποκοσμικού υπό την πάνλαμπρη αναφώτιση των πρωτινών μύθων του μυθικού πνεύματος, του τόσο διάσπαρτου στις πρωτινές αφηγήσεις όλων των πολιτισμών. Αυτό το μυθικό πνεύμα συνάπτεται άρρηκτα με τη συμβολική πνοή κάθε μορφής έκφρασης και ανακαινίζει το λέγειν, το λόγο, ο οποίος, απομακρυσμένος από κάθε άσπιλο θεμέλιο της διαπορίας και του θαυμασμού, γίνεται παραλογισμός και διαστροφή.
Ωστόσο, το μυστικό θεμέλιο, παραποιημένο απ’ την ειδωλική θεώρηση του παρηκμασμένου λόγου, μαρτυρεί την αφετηρία, έστω και αρνητικά. Όλες οι μεσσιανικές, μηδενιστικές, φυσιοκρατικές θεωρήσεις τις οποίες συναντάμε στην ιστορία της σκέψης, έστω και παραμορφωμένο το μυστικό που γίνεται αλογισμός, εκστασιασμός, αναρχισμός, κ.ο.κ.
Τίποτε δεν προκύπτει λογικά χωρίς τη μυστική υφή και πρόσληψη, το μυστικό είναι η αληθής πνοή μας που καθιστά έγκυρα εκφραστό το συμβαίνον. Οι πραγματικοί μυστικοί οποιασδήποτε ‘’ύπηκοότητας’’ (θρησκευτικής, φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής, ποιητικής) διεμβολίζουν καθιερωμένες μορφές σκέψης και συναντώνται στην κορυφή της παμπολιτιστικής πυραμίδας, αν αποφλοιώσουμε το λόγο τους από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και εκφραστικές μορφές. Είναι το δημιουργικό θάμβος του ανθρωπίνως υπάρχειν, η πτόησης μεθ’ δονς, για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή πλωτινική έκφραση.
 Η πραγματική, η αληθεύουσα θεώρηση είναι κατά βάθος μυστική, κάτι που αίρει ειρηνικά τους φραγμούς των σχολών, οσοδήποτε αξιόλογων και διαλύει τις γκρίζες ζώνες τις οποίες συναντάμε και σε σημαντικά φιλοσοφήματα.



VI. Φανερώσεις
(Ευρύτερες διαθλάσεις, πεδία, καλλιτεχνική δημιουργία)

Δεν έχει νόημα να κάνουμε λόγο για μυστική φιλοσοφία, για μυστική θεολογία, για μυστικές τάσεις στη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ζωή, σε υψηλές επιστημονικές θεωρήσεις, για μυστική αφήγηση δηλαδή. Το κλέος του μυστικού συνίσταται στο ότι φανερώνεται, στο ότι ψελλίζει το αληθές υπαινισσόμενός το με σαφή τρόπο, δεδομένου ότι οποιαδήποτε έκφραση είναι συμβολική, σχετική, μυθική, ουτοπική, αλλά εκφράζει νόημα και προσπαθεί να φωτίζει το κρύφιο. Το κρύφιο όμως αναδίνει καρπούς και ζωοποιεί το φανερό, πέρα από κάθε δυισμό και μονισμό. Ενίζουσα η μυστική προσέγγιση είναι όντως αποκαλυπτική, δείχνει τον υπερβατικό ρεαλισμό, ανατρέποντας κρατούσε ετικέτες.
Πώς θα μας ήταν δυνατό να κάνουμε λόγο για ενότητα, αν δεν υπήρχε ποικιλία, πολλότητα; Η πολλότητα, η ποικιλία, η πολλότητα νοείται και εννοείται ως ενότητα, ως κοινή οντολογική αλήθεια χωρίς την οποία δε θα υπήρχε ούτε γνώση, ούτε λόγος, ούτε συναίσθημα. Δε θα υπήρχε καν δυνατότητα έκφρασης, οποιασδήπουε έκφρασης.
Το συνυπάρχειν των πραγμάτων στη διαφορετικότητά τους υποκρούει τη λογικότητα του κόσμου, τη δυνατότητα δηλαδή γνώσης με τη συναντιληπτική ανσυναίσθηση και αυτό ακριβώς καθιστά επιτακτική την ανθρώπινη παρουσία η οποία είναι ο τόπος, ο εσαεί κινούμενος τόπος, ο τόπος χωρίς τη γνωστή τοπικότητα, ο τόπος κάθε γνώσης που είναι ουσιαστικά επί-γνωση της ανά-γνωσης.Η γνώση ως επίγνωση που σημαίνει ανάγνωση δεν προκύπτει με κανέναν λογικό συσχετισμό, είναι συνεχής αφετηρία και δημιουργός κάθε κρίσης και συλλογισμού που προκύπτουν και επιμαρτυρούν την πρώτιστη γνώση.
Αναγιγνώσκουμε το άρρητο στο ρητό και αυτό συνιστά την πραγματική προσέγγιση, τη μυστική.
Ο όρος μάλιστα μυστική είναι μόλις προσδιοριστικός, γιατί, αν κυριολεκτούμε, δεν υπάρχει ούτε μυστική γνώση, ούτε μυστική φιλοσοφία, ούτε μυστική αλήθεια κ.ο.κ. Μυστική είναι η προφάνεια του μηνύματος, η καθαρότητα του λογισμού και του συναισθήματος, η βαθύτατη εμπνοή που αναδύεται απ’ την οντική μας φύση.
Είναι η αποκάλυψη του βάθους του ανθρωπίνου, και αν θέλουμε να είμαστε συνεπέστεροι, μόνο το οντικό βάθος συνιστά την πραγματική προφάνεια. ‘’Εκεί’’ το συνειδός αυτοσυνειδητοποιείται ως οικουμενικό, ως απόλυτο, ως άχρονο, ως αγνότητα και καθαρότητα, ως αφέλεια, ως αιώνια γνώση. Αυτό επομένως αποκαλούμε μυστικό. Τον τρόπο, τη διαρκή τροπή της αμεσότητάς μας στις καθαρές της πηγές και γι’ αυτό η μυστική θεώρηση δεν ανήκει σε κάποιους μυστικούς, ούτε σε εκφραστές μυστικιστικών υπερβολών.
                                                *
Πριν προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα πεδία μυστικής διαφάνειας, θα επισκεφθούμε για μια ακόμη φορά, αλλά συμπληρωματικά, τον όρο έκσταση, όρο στον οποίο επέμειναν όχι μόνο οι πλατωνικοί και οι νεοπλατωνικοί, αλλά πολλοί μυστικοί, στοχαστές, καλλιτέχνες και δημιουργοί. Ο όρος προϋποθέτει τη στάση. Η κίνηση ξίστησι τό ὑπάρχον, μας λέει ο Σταγιρίτης. Στάση όμως δεν είναι η ακινησία, αλλά η συνηθισμένη φορά, διάθεση, κατάσταση που χαρακτηρίζει όχι μόνο τον αισθητό κόσμο, αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά μας απέναντι στους προβληματισμούς μας, στις ενέργειες, στις δράσεις μας.
Έκσταση επομένως είναι το εξ-ίστασθαι, η έξοδος απ’ τον κόσμο της φαινομενικότητας, της δοξασίας, της αβασάνιστης γνώμης-‘’γνώσης’’, της ρουτίνας και της φαινομενικής αναγκαιότητας. Βεβαίως οι όροι παραπλανούν αν εκληφθούν όπως σε εξαντικειμενικευμένα στερεότυπα, αλλά φωτίζουν αν θεωρηθούν συμβολικά, κάτι που η γλώσσα δύσκολα μπορεί να μας αποκαλύψει. Ας τονίσουμε επιπλέον πως η σχετικότητα της γλώσσας δεν οδηγεί στο σχετικισμό, αλλά στη βεβαιότητα πως το σχετικό νοείται απολύτως. Η γλώσσα που είναι ο εκφραζόμενος άνθρωπος ψελλίζει και υποκρούει συμβολικά την α-λήθεια.
Η εκστατική θεώρηση επομένως δεν αποτελεί απλά υπέρβαση της ρουτίνας και της φαινομενικότητας στην οποία στηρίζεται ο αφελής ρεαλισμός, αλλά αἴφνης καί  ἐξαίφνης (πλατωνικοί όροι) πρωτοπληροφορία η οποία ‘’μετακινεί’’ τη συνείδηση, την οδηγεί στον πραγματικό της ‘’χώρο’’ που δεν είναι παρά το πνευματικό της είναι. ‘Εχουμε αντιτάξει, και το επαναλαμβάνουμε, στον ομογενή χώρο που οδηγεί στη γνωστή χωροχρονικότητα, το φαντασιακό χώρο που μας οδηγεί στη φαντασιακή χωροχρονικότητα. Ήδη η φαντασιακή χωροχρονικότητα είναι  ο εσαεί τόπος, ο ου-τοπικός τόπος, ο τόπος δηλαδή του πνεύματος που δεν έχει ούτε διαστάσεις, ούτε εκτατότητα, αλλά συνιστά πνευματική ενέργεια, άυλη, έτσι που τα αισθητά δεν είναι παρά εσαεί μετακινούμενες στη φαντασιακή χωροχρονικότητα εκφράσεις του πνεύματος, αν πνεύμα είναι η με το πεπερασμένο, τμητό, μεταβλητό κ.ο.κ. αποκάλυψη του απολύτου. Η έκσταση επομένως δεν είναι ούτε είσοδος, ούτε έξοδος, αλλά υπέρβαση της πλαστής, της ειδωλοποιημένης φαινομενικότητας και επισκήνωση στο ἀτρεμές ἦτορ  τῆς ἀληθείης22 κατά την παρμενίδεια ρήση. Ξανασυναντάμε τη φιλοσοφική σπουδαιότητα του θαυμασμού, της έκπληξης, αλλά και της αφέλειας, της αγνότητας, της καθαρότητας. Μπορεί μεν η έκσταση να είναι κλονισμός με τον οποίο αποφορτιζόμαστε από αυταπάτες ή απλά εσφαλμένες θεωρήσεις, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αναθέας, είσοδο στη (μυστική) κοινωνία με το αληθεύον.
                                                *
Ξανασυναντάμε, και αυτό θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε, αναδυόμενη την αλήθεια όχι πια της ενότητας, αλλά της ταυτογένειας του ηθικού με το διανοητικό ζωηφόρα και όχι κατά τα πρότυπα του ηθικισμού, του ασκητισμού και άλλων γνωστών τάσεων.
Είναι η καθαρή θεώρηση την οποία βρίσκουμε διάσπαρτη ως πολύτιμο μαργαρίτη στο διαπολιτισμικό ψίθυρο, η αὐγή καθαρά κατά την πλατωνική φράση η οποία δεν προσφέρει ικανοποίηση, χαρά αισιοδοξία, αναμονές, εγωπάθειες, αλλά πληρωματικότητα, το πλήρωμα ως κοινωνία με το αληθεύον. Δεν πρόκειται για ευδαιμονισμό, για χρησιμοθηρία για απομονωτισμό που οδηγεί στην έπαρση και στη βεβαιότητα κατοχής της αλήθειας όπως νομίζουν κάποιοι ψευδομυστικοί και αποφασισμένοι ‘’προασπιστές’’ ποικίλων θρησκευτικών ή και σεχταριστικών δοξασιών. Βαθιά επιστροφή στο μύχιο είναι μας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και προϋποθέτει συγκοινωνία με τον πλησίον, με τους συνανθρωπους, με το γνησίως υπάρχειν  στον κόσμο. Απαιτείται βέβαια ηρωική πάλη και εγκαρτέρηση ώστε να κοινωνούμε με την αλήθεια μας και με την αλήθεια των πραγμάτων, γιατί η ταυτογένεια του ηθικού και του διανοητικού είναι μυστική αλήθεια, αλήθεια, αν θέλετε, χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, αλήθεια στην οποία μας οδηγεί η πραγματική έκσταση. Ο όρος όμως χάνει τη ‘’γονιμότητά’’ του απ’ τη στιγμή που διαπιστώνουμε πως αποτελεί διαρκή κατάσταση η οποία δείχνει τη συν-έχεια, η οποία πορίζει νόημα στις φαινόμενες ασυνέχειες, η οποία φωτίζει το είναι της χρονικότητας υπό το φως του ἀμίκτου κάλλους, πάλι κατά την πλατωνική εμπνοή.
                                                *
Πάλι οδηγούμαστε στο είναι του οντικού που απορροφά τη γνωστική συνείδηση, που την αδειάζει απ’ το περιεχόμενό της, επανάγοντάς την στη λευκή γνώση, στην πρώτιστη γνώση, στο ιερό της μηδέν, όπως θα έλεγαν πολλοί μυστικοί αλλά και που δε διστάζουν να αποκαλέσουν το Είναι Μηδέν, θέλοντας να δηλώσουν το άρρητο του Είναι23. Πρόκειται για τη θεία άγνοια24 η οποία όμως καθοράται κάπως διαφορετικά αφού είναι το πλήρωμα κάθε θετικής γνώσης και συναισθήματος, το αιώνιο τώρα, που φωτίζει κάθε διάθλαση της χρονικότητας.
Ήδη, οι όροι που πειράζουν ή και κουράζουν, ταυτογενείς, αφού δηλώνουν ένα και το αυτό (άπειρο, ολότητα, άτμητο, άχρονο κ.ο.κ.), ‘’διαλύονται, μάλλον ‘’διαλύουν’’ το ενεργείν του νου (ας θυμηθούμε το πλατωνικό ἐπέκεινα οὐσίας τε και νοήσεως) και ζουν την αναφή ουσία των πραγμάτων, την ουσία πέρα από κάθε ουσιοκρατία.
Το διανοητικό επομένως αποκαλύπτεται ως η πρωταρχική αλήθεια που δεν είναι παρά η διάνοια η οποία δεν καταβυθίζει σε κανέναν εφησυχασμό, σε κανένα βασίλειο βεβαιότητας και απομονωτισμού, αλλά, αντίθετα, διαπλώνει και αποκαλύπτει οντολογική τρυφερότητα, άνοιγμα στις μορφές συμπαντικής συμπάθειας και κοινωνίας, που απ’ το ένσοφο ἀπέχου καί ἀνέχου των Στωικών, άγει στη θυσία, στην εγκαρτέρηση, στη δημιουργική ανοχή, στην ευπρέπεια, στην αποστίλβουσα καθαρότητα που γίνεται κοινωνία και συναντίληψη στον πόνο του κόσμου, γνήσια φιλανθρωπία και δημιουργική συγκοινωνία με το αισθητό περιβάλλον.
Συμφιλίωση με τη φύση και με τους ανθρώπους, κοινωνία κατεξοχήν ου-τοπική χωρίς ψευδοβεβαιότητες και μεσσιανικές προσμονές, χωρίς τα δεσμά του έχειν, του διακρίνεσθαι, του επικρατείν, του επεκτείνεσθαι που δεν είναι παρά εγωιστική αντιστροφή του κοινωνείν, του παροικείν, της ανεστιότητας, αν εστιότητα είναι το εστιάζεσθαι με τις εμμονές σε σταθερούς και αμετακίνητους χώρους που είναι ειδωλικοί και ψευδείς.
Η μυστική διόραση και κοινωνία επομένως είναι αυθεντική λογική στάση και θεώρηση, όσο κι αν κάποιοι ‘’ορθολογισμοί’’ παλαιάς και νέας κοπής, υστερούντες και ανερμάτιστοι, και όπου με μίξεις αμείκτων σημαντικοί φιλόσοφοι κατατάσσονται στους ‘’ορθολογιστές’’, με βασικό χαρακτήρα τη ζωτική αποκάλυψη των κρυπτών, την ταυτογένεια ήθους και διάνοιας. Όσο και αν αγνοούμε αυτήν την αλήθεια, εχόμαστε από αυτήν και είμαστε εκφραστές της στο μέτρο που εμβαθύνουμε στην κατάστασή μας ως εγχρόνων υπάρξεων με βαθιά οντολογική μαρτυρία.
                                                *
Δεν απαιτούνται αναδρομές στις κορυφαίες διαπολιτισμικές εκφράσεις για να εξορύξουμε αυτήν την αλήθεια. Αυτοαποκαλύπτεται ως άνθος της μυθικότητας με τη συμβολική φορά μεγάλων μύθων, ως άνθος της θρησκευτικής εμπειρίας σε κείμενα και σε εμβιώσεις γνωστών και άγνωστων στοχαστών, ως δημιουργικός θαυμασμός σε παραδόσεις, ήθη και έθιμα, αν αποφλοιωθούν από τοπικότητες και ιδιαιτερότητες, ως χαρμική φωνή σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, παρά εμπίπτουσες πλάνες,  αυταπάτες, αδυναμίες. Αυτή είναι η τιμή του ανθρώπου και όχι τα κέρινα ομοιώματα των επιφανειακών μυθευμάτων που αποδεικνύονται είδωλα της αναυθεντικής αγοράς ‘’ιδεών’’.
                                                *
Ας γίνουμε όσο πιο συγκεκριμένοι επισκεπτόμενοι πεδία με αποκαλύπτουσα φορά.
Προσεγγίζουμε το είναι της καλλιτεχνικής δημιουργίας με κάθε συντομία αλλά και προσοχή για να δούμε πως λαμπρός πυρήνας της είναι η μυστική διόραση.
Το απέραντο πεδίο της λογοτεχνίας, των τεχνών του λόγου δηλαδή, και της τέχνης, των εικαστικών τεχνών, δε μπορούμε να το διεξέλθουμε, έστω και επιγραμματικά. Θα περιορισθούμε σε κύριους χαρακτήρες της ευρύτερης καλλιτεχνικής δημιουργίας και με θαυμασμό θα διαπιστώσουμε πως μας προσφέρει ό,τι αναζητάμε.
Και μόνο το γεγονός πως την τέχνη τη συναντάμε σε όλες τις κουλτούρες και τους πολιτισμούς ως βασικό χαρακτηριστικό αναζήτησης και παιδείας, δημιουργίας και έκφρασης ιδεών, είναι μαρτυρία αυθόρμητης δημιουργικότητας χωρίς καταναγκασμό. Και στις προμυθικές και στις μυθικές κοινωνίες συναντάμε αρχέγονες κοσμογονικές, θεογονικές και ανθρωπογονικές θεωρήσεις και διηγήσεις πλεγμένες με μυθικοθρησκευτικά ιδεώδη και εμπλουτισμένες με συγκεκριμένους μύθους, με υποβλητικές ποιητικές δημιουργίες, με θεσπέσια μουσική, όλα πλεγμένα και  διαπλεγμένα με μουσικό παλμό.
Όλη αυτή η δημιουργία που θα καλλυνθεί με τα γραπτά μνημεία, με το γραπτό λόγο, είναι αδιανόητη χωρίς το πνεύμα του λαού, χωρίς το συνυπάρχειν των κοινωνικών ομάδων, χωρίς τις διαλέκτους, τις γλώσσες, τα συναισθήματα, τις δοκιμασίες, τις πλάνες, τις αναμονές…Είναι ουσιαστικά η ανάδυση του πνεύματος το οποίο εν μέσω οδυνών, δοκιμασιών, εορτών, λατρείας, έρωτα, πάθους κ.ο.κ., αναδύεται ασυνεχώς υπό την υπόδηλη παρουσία της συν-έχειας του ανθρωποκοσμικού.
Δεν πρόκειται για απλή, αργή, επίμονη επώαση η οποία θα καταλήξει σε κλασικές δημιουργίες σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής εμπνοής, όπως θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε με την πρώτη επιφανειακή ματιά. Υπάρχει βέβαια εξέλιξη και πρόοδος, αλλά η όλη προσπάθεια συνιστά ανάδυση της πρωτογένειας η οποία δεν είναι δυνατό να εντοπίζεται, να κρίνεται, να αξιολογείται, ώστε, αποφλοιώνοντας τις κατά την κρίση μας πλάνες, να οδηγούμαστε σε φαεινούς τόπους απαλλαγμένους από προλήψεις, δεισιδαιμονίες, πλάνες κ.ο.κ. Οι πλάνες, οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες δε θα εξαλειφθούν ποτέ, σε πείσμα παλαιότερων και νεώτερων διαφωτιστών και χειρούργων της ανθρώπινης φύσης. Απαιτείται διόραση της πρωτογένειας, της πρωταρχής, που είναι μυστική πριν από κάθε επισήμανση.
                                                *
Τι οδηγεί τον άνθρωπο, πέρα απ’ την εργώδη βιομέριμνά του, στην καλλιτεχνική δημιουργία;
Πολλοί επικαλούνται τον ελεύθερο χρόνο, αλλά αποκρύπτουν ή αγνοούν εσκεμμένα ή μη μια μυστική αλλά ουσιώδη παράμετρο της χρονικότητάς του, μια πληρωματική, έστω και κατευθρασμένη απ’ τις ανεπαρκείς προσφορές του ενστίκτου επίσκεψη του άγχους που συναναδύεται με τα πρωτινά δώρα της αυγής, όπως η έκπληξη, ο θαυμασμός…Αυτή η φορά η οποία επαπειλείται απ’ τις υποβολές της εξαντικειμενικευμένης εξωτερικότητας που καθίσταται αναγκαιότητα, αδήριτη αναγκαιότητα η οποία γεννάει του υπηκόους της ήρωες, θεούς, θεσμούς κ.ο.κ., καθιστά το υστερογενές άγχος προπορευόμενη μετώπη, αλλά η αποκάλυψη είναι εύγλωττη. Παράλληλα με τις πρώτες τέχνες-επινοήσεις πρακτικού ενδιαφέροντος και στις οποίες η αντίληψη, η επινοητικότητα, η συνδυαστική πρακτική των γνώσεων μηνύει την τεχνική που στις μέρες μας, αγκαλιασμένη με την επιστήμη μάς αφήνει έκθαμβους, αναδύεται μια άλλη τέχνη που αναδύεται απ’ το βάθος της εκζήτησης και η οποία, στηριγμένη στην αρχέγονη έκπληξη εκφράζεται και ως άγχος25 εν όψει του πλαστού φάσματος του εξαντικειμενικευμένου χωροχρόνου με τους ναούς του, με τους θεούς του, με τους δυνάστες του.
Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει αυτήν την κατάσταση στην οποία το είναι του πολιορκείται απ’ τις συμπληγάδες των φαντασμάτων του, εμβαθύνοντας και υπερβαίνοντας αυτές τις οχληρές καταστάσεις που εκφράζονται ως αρνητικότητα και γίνεται σιγά σιγά ρέκτης, αναδημιουργός, άδοντας τις προσωπικές του μαρτυρίες με τις οποίες διαζωγραφίζει το σύμπαν στο οποίο οι πλάνες του και οι δεισιδαιμονίες του τον οδηγούν. Η τέχνη τον ανακαινίζει, συνιστά σωτήρια προσπάθεια έκφρασης, και αυτό το διαπιστώνουμε σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας.
                                                *
Το μυθικό σύμπαν με τις κοσμογονίες, τις θεογονίες και τις ανθρωπογονίες, ωριμάζοντας, αναπαράγεται ως έμμετρη αφήγηση η οποία προσπαθεί να ορθώσει μήνυμα. Οικειοποιείται ο άνθρωπος το φυσικό συμβαίνον το οποίο εναποθέτει στο πεπρωμένο των θεών και των ηρώων, τα θαυμάσια των μύθων (ἐκ θαυμασίων σύγκειται ο μύθος κατά τον Σταγιρίτη) γίνονται και θαυμάσια της ανθρώπινης ψυχής στα οποία και μετέχει, ενώ οι προβληματισμοί οι σχετικοί με την αρχή του παντός και του ανθρώπινου πεπρωμένου, συμβολικά εκφραζόμενοι, φθέγγονται τους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Στις πλάνες, στους ανθρωπομορφισμούς, στη φυσιοκρατική φορά-ανάγκη, κρύβονται άλλες νοσταλγίες και τα πάθη θεών, ανθρώπων, ηρώων αυτήν την αλήθεια δια-δηλώνουν. Αν  δούμε τη συμβολική φορά των μεγάλων μύθων όλων των πολιτισμών, αναγνωρίζουμε τη μεγάλη τους φορά και το κλασικό διαπολιτισμικό τους κύρος. Οι αλήθειες τις οποίες εγκλείουν είναι τόσο καταιγιστικές, όσο και οι προβληματισμοί συγχρόνων στοχαστών, ανθρωπολόγων, φιλοσόφων και, συχνά, επιστημόνων. Στις αφελείς, στις τραγικές, στις μακάριες πρωτοπαραδείσιες σκηνές και ιστορήσεις τους κρύβεται ο μυστικός διεμβολισμός, αποκαλύπτεται, για να είμαστε ακριβέστεροι, πόσο η ταυτότητα, η ετερότητα, η αναλογία-ομοιότητα ενεργούν με μυθικό τρόπο για να δείχνουν με τη μυστική τους προσέγγιση για να φωτίζουν τη μεταφυσική του λέγειν, του εκμυθεύειν, του δραν, του θεωρείν.
Υπ’ αυτό το οπτικό πρίσμα το μυθικοθρησκευτικό πνεύμα μάς δείχνει πως όλα είναι πλήρη θεῶν, κατά τη ρήση του Μιλησίου, πως στο έγκοσμο διαπτύσσεται το πλήρωμά του με θαυμαστό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο μύθος συνάπτεται με τη θρησκεία και πως υπό το φως του μυθικοθρησκευτικού πλέγματος αυξάνονται όλες οι πνευματικές δραστηριότητες του ανθρώπου και ιδίως οι τέχνες.
Γι’ αυτό, ο ωριμάζων μυθικοθρησκευτικός άνθρωπος άγεται σε δυσθεώρητα ύψη και είναι σχεδόν περιττό να αναφέρουμε κάποιες κορυφαίες επιτεύξεις, όπως η παράδοση των Ορφικών, των πυθαγορείων, η οσιρική τάξη της φαραωνικής σοφίας, οι αθάνατες σελίδες των ινδικών μυθικοθρησκευτικών επών, η μυστική του Ταό, η τόσο γνωστή παράδοση των μυστικών των μονοθεϊστικών θρησκειών, παράδοση την οποία οι επίσημες ορθοδοξίες υποπτεύονταν ή και καταδίωκαν.
Δε θα επεκταθούμε σε πράγματα τα οποία είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, αλλά θα εμμείνουμε στο πνεύμα της μυστικής το οποίο αναδύεται απ τη μυθικοθρησκευτική συνείδηση, αφού προσφύγουμε στις εικαστικές τέχνες, ώστε η κάτοψη να είναι όσο πιο πλήρης. Δε θα αναφερθούμε στη λογοτεχνία, στο όντως απέραντο και  ανεξάντλητο πεδίο της επειδή την προσεγγίσαμε σε άλλη μας ευκαιρία (Πρβλ. Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας, Δρόμων, 2003), παρά τις ενδεικτικές εκτιμήσεις και αναφορές που ακολουθούν.
                                                *
Είναι ήδη γνωστό πως τα κορυφαία μνημεία του μυθικοθρησκευτικού πνεύματος είναι ποιητικά και πως οι πρώτες μορφές γραπτού λόγου είναι κυρίως ποιητικές. Είναι επίσης γνωστό πως οι πρώτες ποιητικές καταγραφές έγιναν αιώνες μετά τις ποιητικές εμπνοές και αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην ανάγκη απομνημόνευσης εξαιτίας έλλειψης γραφής. Το σημαντικό και καθοριστικό οφείλεται στο εξής: Με την ποιητική υψιπέτεια άδονται, αγγέλλονται, επισημαίνονται αλήθειες οι οποίες δεν είναι δυνατό να αποδώσουν τη λάμψη του νοήματός του με τον πεζό λόγο, με το λόγο της καθημερινότητας. Όπως η ιστορία δεν είναι δυνατό να αποδοθεί ποιητικά, κατ’ ανάλογο τρόπο η ποίηση, ανώτερη απ’ την ιστορία κατά τον Σταγιρίτη, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί με άλλο τρόπο.
Δεν είναι μόνο το μέτρο, ο ρυθμός και κυρίως η μουσικότητα κύριοι χαρακτήρες του ποιητικού λόγου που κάνουν την ποίηση ακροστεφάνωτη παρθένα κατά την παλαμική φράση, αλλά και το μύθημα, το ποιητικό μύθημα το οποίο συμβολικά, ουτοπικά, αλληγορικά κινούμενο τόσο εύπλαστα που ανακαινίζει την αρχή της ομοιότητας-αναλογίας, αλλά και την ταυτότητα και την ετερότητα, εισδύει στο βάθος, στο άρρητο βάθος, στις ακρώρειες της ζωής, στα όρια του υπάρχειν, στις μεγάλες και κορυφαίες εκδιπλώσεις, αποκαλύπτοντας πως η μυητική της λειτουργία είναι αίτημα της πανανθρώπινης ζωής.
Και η επική και η λυρική (με τις ποικίλες εκφράσεις της) και η δραματική ποίηση (ο διαχωρισμός είναι σχετικός) με τον τρόπο τους άδουν τις μεγάλες στιγμές, κάνουν τη νωχέλεια του καθιερωμένου και του καθημερινού να αναλαμβάνει ένα πρωτοπαρθενικό μεγαλείο. Η ποίηση ευγενίζει ό,τι οι πολιτισμικές αξίες γονιμοποιούν, είναι το άροτρο και ο σπόρος γονιμοποίησης και ανάδυσης του έξοχου, του καταιγιστικού, του θαυμασιώδους, του τραγικού, του μακάριου με μήτρα τη γονιμοποιούσα γη που είναι παρά η ανθρώπινη φύση. Ο ποιητής, κυρίως ο ποιητής, αλλά και κάθε δημιουργός είναι δάσκαλος και μαθητής του πνεύματος του λαού, ευγενίζει και αθανατίζει βαθιές εμπνοές, προσπαθεί να αγγέλλει το άρρητο στο ρητό, υπό την αρωγή της μουσικής, της βασιλικής μούσας η οποία καθιστά τους φυσικούς ψιθύρους και θορύβους μελωδική αρμονία, η οποία διασχίζει όπως τα βέλη των καθεδρικών ναών το έγκοσμο διαχέοντάς του την απόλυτη εμπνοή.
Βέβαια, το αδέλφωμα της ποίησης με τη μουσική κρατύνει τη μυστική φορά του συμβολικού-μυθικού πνεύματος χωρίς υποχρεωτική θρησκευτική υπηκοότητα. Αποκαλύπτει ίσως κάτι σημαντικότερο το οποίο θα δούμε καλύτερα αν ανατρέξουμε σύντομα στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική και πάντα σε συσχετισμό με το κύριο θέμα μας, δεδομένης της απέραντης ευρύτητάς τους.
Όπως και οι άλλες τέχνες, έτσι και οι εικαστικές αναδύονται με την ανάπτυξη του ανθρωπίνου πνεύματος, συναναδύονται, θα λέγαμε, ως εκφράσεις του. Δεν απευθύνονται στο μέλλον, αλλά αιωνίζουν το παρόν στρεφόμενες μάλιστα στις αρχέγονες πηγές με το δικό τους συμβολικό τρόπο. Συμβολίζουν, καθιστούν παρόν το μυθικό, με συμβολικό τρόπο, αλλά προχωρούν περισσότερο. Το πνεύμα τους ταυτίζεται με το μυθικό πνεύμα και αυτό οδηγεί στο είναι του εκφράζεσθαι. Το εκφράζεσθαι όμως δεν είναι παρά συμβολική μορφή κοινωνίας της οποίας η πηγή δεν είναι ακατάληπτη, αλά απολύτως καταληπτή και γι’  αυτό ακριβώς άρρητη, αν κάθε έκφραση είναι σχετική και προσδιορίζει μορφές πεπερασμένου26.
Η ζωγραφική λ.χ. εικονίζει πρόσωπα, ήρωες, σκηνές ή απλά αντικείμενα και τοπία υπό τις υποσκιάσεις ή και ζωντανές αποχρώσεις διαθλώμενων χρωμάτων, αλλά, όταν είναι πραγματική πνευματική λειτουργία, παρουσιάζει τα φαινόμενα όχι ως φαινόμενα που φθείρονται, που μεταβάλλονται, που χάνονται, δεν αποβλέπει στην πρόσκαιρη λάμψη, ούτε στον εντυπωσιασμό ή την επιτήδευση προς επιδερμική συγκίνηση ως αυλητρίδα της αυλής, ως παρακμάζουσα και εξεζητημένη, αλλά στο νόημα, γονιμοποιώντας έτσι με τη σφραγίδα του κάλλους το ωραίο των μορφών και των σχημάτων ή και των συναισθημάτων που οπωσδήποτε παρέρχονται.
Οι διάφορες τεχνοτροπίες οι οποίες ανανεώνονται συμβαδίζοντας ή και διαφωνώντας με τις πολιτισμικές αξίες του εκάστοτε παρελθόντος ή παρόντος, αποκαλύπτουν, πέρα απ’ την καλλιτεχνική τους αξία, το δυναμισμό της φαινομενικής στατικότητας, οι προσωπογραφίες αποσυμβολίζουν τα πρόσωπα, ασπαίρουν σιγηλά το πάθος, τη μεταρσίωση, την πλησμονή, τη θυσία, το άπληστο κ.ο.κ.
Παράδοξο και πραγματικό: Ανάγλυφα, αγάλματα, παραστάσεις, πρόσωπα, τοπία, άνθη χρώματα κλπ., αναδίνουν ορμή, πνοή, ζωή, πάθος, αρετή, με τρόπο που η έκσταση, η νηφαλιότητα, τα πάθη και οι αρετές δεν αιωνίζονται στους πίνακες ή στα αγάλματα, αλλά αινίσσονται και υπαινίσσονται, υποβάλλουν και διεγείρουν το θεωρό τους, κινητοποιούν τον πνευματικό μας κόσμο, πιστοποιούν την ταυτογένεια του ηθικοδιανοητικού υπό αισθητική φανέρωση.
Συμβαίνει μάλιστα και το εξής με αυτές τις τυπικά ακίνητες μορφές τέχνης: Παραπέμπουν άμεσα στο συμβολιζόμενο το οποίο όμως δεν είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο της προσωπογραφίας λ.χ., ούτε το τοπίο, η προτομή κ.α., αλλά το πνεύμα του κοινωνείν, η κοινότητά μας, ό,τι κοινό συνέχει ανθρώπους, αισθητά, καταστάσεις, με όλες τις συγκινησιακές, θαυμαστικές, καταπλήσσουσες καταστάσεις. Είναι εισβολή στο υπάρχειν μας, κατά το δυνατό προσέγγιση του είναι μας και όχι φετίχ ή αντικείμενο απλής παρατήρησης ή παροδικής τέρψης.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο η καλλιτεχνική δραστηριότητα, και στις παρακμιακές της ακόμη εκδοχές ή εκτροπές, εισδύει στο υποκρυπτόμενο νόημα και οδηγεί σε προ- βληματισμούς οι οποίοι είναι πανανθρώπινοι. Η στατικότητα είναι κατεξοχήν κινητικότητα όχι στο χωροχρόνο, αλλά, τη φαντασιακή χωροχρονικότητα. Όσο κι αν αλλάζουν οι τεχνοτροπίες, όσο κι αν τα πολιτισμικά πρότυπα ή ιδεώδη τροποποιούνται ή και ανατρέπονται, παραμένει ένα ίζημα, μια πανοικουμενική σταθερά την οποία και η τέχνη επιμαρτυρεί με τον τρόπο της. Αυτό το διακρίνουμε και στη ζωγραφική και στη γλυπτική Και στις δύο αυτές μορφές τέχνης, βλέπουμε το ακίνητο να κινείται, αν θέλουμε με αυτήν την έκφραση να σημάνουμε κάτι ουσιώδες. Επίσης, η λεγόμενη αρμονία των χρωμάτων δε λέει κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό, δεδομένου ότι αυτό το παρατηρούμε και στο φυσικό κόσμο.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται απ’ το χρωστήρα του καλλιτέχνη, η υποβλητική και επιβλητική κατά περιπτώσεις δύναμη του καλλιτεχνήματος αιχμαλωτίζει δημιουργικά κάτι το οποίο ο πίνακας αινίσσεται με τόσο δημιουργικό και επίμονο τρόπο. Ορθώνονται πνευματικές μας καταλληλότητες και ευαισθησίες με αισθητά σημεία και συνθέσεις και βλέπουμε πως η φύση υπερβαίνεται με φυσικά ‘’υλικά’’ εκτοξεύοντας τη σκέψη ‘’έξω’’ απ’ το συμβολιζόμενο ως υποτυπώδης μαρτυρία του.
Οι σιωπηλές και ακίνητες όψεις των έργων της ζωγραφικής είναι κατεξοχήν ομιλούσες και κινητικές. Όσο ο καλλιτέχνης είναι ευαίσθητος, τόσο το έργο του είναι μυητικό και αποκαλύπτει τον έσχατο σκοπό του έργου τέχνης, γιατί η τέχνη δεν είναι μίμηση, δεν είναι ούτε αναδημιουργία, αλλά ένσοφη μύηση, μαρτυρία και δείξη του απόλυτου με σχετικά μέσα κι τρόπους έκφρασης. Οι τρόποι των καλλιτεχνών είναι φθαρτοί, αναπόφευκτα τμητοί, μεταβλητοί, αλλά το πνεύμα τους υπερβαίνει κάθε φθαρτό χαρακτήρα και εικονίζει συμβολικά το άφθαρτο των ευγενέστερων στοιχείων του υπάρχειν. Μεταρσιώνει, δείχνει το άπειρο είναι και γι’ αυτό η σιωπή είναι εύγλωττη. Ενώ στη μουσική και στην ποίηση, κυριότερα στο αντάμωμά τους, έχουμε τους ήχους, τη μουσικότητα, το ρυθμό, το έμγθογγο, το εύγλωττο, το κινούμενο και φραζόμενο, στις εικαστικές τέχνες η σιωπή και η ακινησία ενεργούν διαφορετικά. Υπάρχει όμως κατά βάθος συμπληρωματικότητα και οι θέσεις ή και αντιθέσεις Γερμανών κλασικών ως προς την υπεροχή της ποίησης σε σχέση με τη ζωγραφική27, δεν πείθουν γιατί υπάρχει κάτι σημαντικότερο. Η ζωγραφική και ευρύτερα οι εικαστικές τέχνες ομιλούν σιωπώντας και ανοίγουν με την όραση την πύλη στη συναντιληπτική ενσυναίσθηση για την άρρητη διάπλωση του πνεύματος, για την απόλυτη κοινωνία του με το άρρητο.
Ωστόσο, αν το ακούειν προσιδιάζει περισσότερο στην ποίηση και στη μουσική, αν η κινητικότητα και η περίπλοκη εναλλαγή παραστάσεων ενεργοποιεί μέσω της ακοής τη συναντιληπτική μας ενσυναίσθηση, η αισθητική συγκίνηση (όρος ατελής) διαπλώνεται ως κοινωνία με την καθολικότητα του υπάρχειν, ως άνοιγμα στη σιωπή, στο θάμβος.
Οι τραγικοί τριγμοί της τραγωδίας και πολλών κλασικών συνθέσεων ασπαίρουν μακαριότητα, όπως και οι μορφές, τα σχήματα και οι υπαινιγμοί κλασικών προσωπογραφιών ή απλών παραστάσεων με την επιβλητική ή υποβλητική τους χάρη. Η τέχνη ατονεί και σιωπά, όποιος κι αν είναι ο τρόπος έκφρασής της.
                                                *
Στην αρχιτεκτονική, παρακολουθώντας την ιστορία της, διακρίνουμε με την πρώτη ματιά τη μέριμνα του εστιάζεσθαι θεών και ανθρώπων, την κατοικία, το κατοικείν, την ‘’εμφύτευση’’ του επουράνιου στο επίγειο υπό τον αυλό των ειδωλικών και παγανιστικών πεποιθήσεων, αλλά, παράλληλα, το καταφύγιο των θνητών οι οποίοι ορθώνουν ναούς, πρωτόγονους στην αρχή, περίτεχνους στο διάβα των αιώνων και των πολιτισμών, ναούς οι οποίοι στεγάζουν, ναούς οι οποίοι στεγάζουν τη γλυπτική, τη μουσική, τη ζωγραφική, στο πλέγμα της λατρείας, του τυπικού των ακολουθιών και των ιεροτελεστιών.
Το ιερό δρώμενο εντοπίζεται και εδώ η αρχιτεκτονική επιστρατεύει τέχνη και ενόραση όχι μόνο στην πιο περίτεχνη βελτίωση και τελείωσή της, αλλά και στην ενσωμάτωση του πνεύματος της λατρείας και της θεώρησης των συμβολισμών του μυθικοθρησκευτικού πνεύματος στους θόλους δημιουργημάτων της.
Επεκτεινόμενα τα έργα της αρχιτεκτονικής στις κατοικίες των εκάστοτε αρχόντων και σε κατασκευές, συνδυάζουν όχι μόνο απαιτήσεις του έντεχνου, αλλά και επιστημονικής γνώσης με τρόπο που η αρχιτεκτονική αποκτά ιδιαίτερο χαρακτήρα. Απ’ τους ναούς, τις πυραμίδες, τις ακροπόλεις οδηγούμαστε στα ανάκτορα, στις επαύλεις, στα περίτεχνα μουσεία, στις γέφυρες και σε άλλα θαυμαστά δημιουργήματα.
Η στατικότητα περιπλέκεται με την κινητικότητα, το εύσχημο, το επιβλητικό, το θαυμασιώδες, διαπλέκονται με το ανάλαφρο, με το αιθέριο, με το εύκομψα και μεγαλοπρεπώς σχηματικό όπου οι όγκοι είναι επιβλητικοί και περιχαρείς, καθώς απ’ τις πλευρές τους προβάλλουν αετώματα και τοξοειδή περιπλέγματα απ’ τις άκρες των οποίων εκτοξεύουν την ορμή της κελτικής ψυχής προς το απόλυτο.
Διακρίνουμε πώς στις κλασικές αρχιτεκτονικές δημιουργίες η ανομοιομέρεια και η ανομοιογένεια των φυσικών σχημάτων γίνεται αρμονία μορφών και μερών, ιεραρχημένων τόπων στους ναούς και στα περιστύλια, αετωμάτων, γραμμών σχημάτων που παραπέμπουν όχι πια στο φυσικό συμβαίνον, αλλά στην όρθωση ναών του πνεύματος, στην πολυπρισματική εκφραστικότητα του εσαεί αναδυομένου πνεύματος υπό την πολυφωνική συμμαρτυρία των πνευματικών επιτεύξεων, του πνεύματος της θρησκείας, της σκέψης, των ηθών. Οι πολιτισμικές παράμετροι είναι εμφανείς και στεγάζονται στα θαυμαστά αρχιτεκτονήματα.
Η δημιουργική φαντασία πλάθει και αναπλάθει υπό την αρωγή της ομοιότητας, της αναλογίας, της συμμετρίας, της αντίθεσης κ.ο.κ. νέες μορφές που γίνονται έργα τέχνης στεγαζόμενα σε αρχιτεκτονήματα και αυτό είναι αναμφισβήτητο έργο του πνεύματος. Εκεί στεγάζεται το μακάριο με το τραγικό ιερό δρώμενο, εκεί ‘’εντοπίζεται’’ το μη εντοπίσιμο, εκεί, στην αρχιτεκτονική δημιουργία το πνεύμα πρωτοτυπεί και τείνει να γεωγραφεί το ουσιαστικά αγεωγράφητο, γιατί η υποβλητική σιωπή του οικοδομήματος, απ’ τις σαρκοφάγους μέχρι τις στήλες επιγραμμάτων, τις πυραμίδες, τους ναούς, τα ανάκτορα, συνεργάζονται εικαστικές τέχνες, μουσική, μυθολογία, θρησκευτική εμπνοή, τραγωδίες ψυχών, εκστάσεις και προσευχομένων, ελπίδες και προσμονές, βεβαιότητες και αβεβαιότητες, θρίαμβοι και καταισχύνες του πλανώμενου και περιπλανώμενου πνεύματος.
Παράδοξο: Κατά βάθος, το κατοικείν του αρχιτεκτονήματος δε δηλώνει την κατοικία, την εμμονή, τη βεβαιότητα, αλλά συνθεωρούμενο με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, με τα σύμβολα και τις μορφές κ.ο.κ., υποδηλώνει το παροικείν, όχι την εγκαταβίωση, αλλά την περιπλάνηση, το ιερό και τραγικό άσμα του ανθρωπίνως υπάρχειν στον έγκοσμο βίο.
Η συμβολική της αρχιτεκτονικής, παρά τη φαινόμενη στατικότητά της, δείχνει πώς το συμβολιζόμενο ενσφραγίζει το σύμβολο, τη συμβολική έκφραση γενικότερα, πώς το έγχρονο στεγάζει το άχρονο, πώς αυτός ο παράδοξος συνδυασμός οξύνει και παροξύνει το πνεύμα αποκαλύπτοντας σιωπηλά με εμφαντικό τρόπο το συνεχές του ασυνεχούς, τη φραστή έκφραση του άφραστου. Τα έργα της αρχιτεκτονικής είναι αδιανόητα χωρίς το πνεύμα και τον παλμό της τέχνης η οποία δεν κατασκευάζει, η οποία δε μιμείται, η οποία μυεί. Δημιουργική είναι η πρώτιστη μυστική εμπνοή, αναδημιουργικά είναι τα έργα της. Τα δημιουργήματά της είναι συνθέσεις οι οποίες διαποικίλλουν και αναμορφώνουν το φυσικό συμβαίνον με συμβολική τρόπο. Έχουμε πει στις περσινές μας συναντήσεις πως η συμβολική γλωσσική έκφραση είναι σάρκα του πνεύματος και πως τα φωνήματα, τα συντάγματα, οι προτάσεις κ.ο.κ. μαρτυρούν κάτι το οποίο δεν είναι. Κατά παράλληλο τρόπο θα λέγαμε πως η αρχιτεκτονική, με τις εντυπωσιακές και μεγαλειώδεις της εκφράσεις δηλώνει κάτι το οποίο απλά ‘’κρυσταλλώνεται’’ στα έργα της, στο οποίο παραπέμπει η ίδια. Εκεί, στον αρχιτεκτονικό οίκο, ο οποίος φιλοξενεί τα έργα της τέχνης και τους ανθρώπους, τα έργα ως έργα του πνεύματος αποκαλύπτουν κάτι που τρέπει την ψυχή πέρα απ’ το έργο, τελείται ένας ιερός θα λέγαμε αποσυμβολισμός ή μια αποκάλυψη του συμβολισμού.
                                                *
Δεν αρκεί όμως να λέμε πως κάθε έκφραση είναι συμβολική, αλλά οφείλουμε να διαγιγνώσκουμε τι εκφράζει το συμβολιζόμενο. Όπου συμβολιζόμενα ποικίλων μορφών τέχνης συνεκφράζονται, όπως στην αρχιτεκτονική, πρόβλημα αποκτά αποκαλυπτικότερο ενδιαφέρον.
Υπάρχει όντως συνάφεια ανάμεσα στους ποικίλους συμβολισμούς. Υπάρχει πέρα απ’ την ετερογένειά τους μια ριζική ομοιογένεια που αποκαλύπτει κρυπτικά το ομογενές, όπως η ασυνέχεια τη συνέχεια.
Αυτό θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε μετά τη σύντομη διέλευσή μας απ’ το χώρο των τεχνών.  
Η ιδιοτυπία και πρωτοτυπία της αρχιτεκτονικής  συνίσταται στο ότι στεγάζει τις άλλες τέχνες αλλά και τους τρόπους του βίου που είναι και μαρτυρία του πολιτισμικού processus. Τι συμβαίνει; Βαθύτερα, στεγάζει το παροικείν ως κατοικείν, αλλά το νόημα είναι υπαινικτικό και αντιμετωπίζει τη φαινόμενη αντίφαση θυμίζοντας τον Εφέσιο: Ενώ όλα κινούνται, ρέουν, ο λόγος αμετάβλητος, κοινός, οικουμενικός28. Τα ρέοντα όμως, και στην περίπτωσή μας, τα έργα της τέχνης αλλά και οι άνθρωποι, οι ήχοι, καταιγιστικοί, υποβλητικοί κ.ο.κ., οι αρμονίες, τα ακοίμητα βλέμματα των παρθένων, οι αγέρωχες μορφές ηρώων, οι συνδυασμοί χρωμάτων και αποχρώσεων, φαίνονται να ακινητοποιούνται στις μαγικές συνθέσεις, στους πίνακες ζωγραφικής, στις προτομές κ.ο.κ., υπαινίσσονται το παράμονο, ‘’αιχμαλωτίζουν’’ το απόλυτο, αιωνίζουν το νόημα…Ψευδαίσθηση της τέχνης ή αντίδοτο στο υπαρξιακό άγχος της πανανθρώπινης ψυχής την οποία εκφράζει ο καλλιτέχνης, δεδομένου ότι όλα τα έργα των τεχνών εκφράζουν την ανθρώπινη διαπορία, θαυμασμό, εκζητήσεις; Ο καλλιτέχνης και ο άνθρωπος εκεί, στους θόλους των μουσείων, στα δώματα των πύργων, στα διαμερίσματα των σύγχρονων πόλεων ζει, πλανάται περιπλανάται, υμνεί το πάροικο της φύσης του ως κάτοικος.
                                                          *
Τι μηνύει επομένως η τέχνη η οποία είναι σύμφυτη με το ανθρωπίνως υπάρχειν στον κόσμο; Αιωνίζει, συμβολίζει βαθιές εμπνοές ή οικοδομεί αυταπάτες των οποίων οι δημιουργοί είναι ‘’αχθοφόροι’’; Τα ερωτήματα είναι δημιουργικά απ’ τη στιγμή που εμβαθύνουμε στο πνεύμα τους. Θα μας βοηθήσει όμως ένα επιπλέον ερώτημα: Τι κινεί τον καλλιτέχνη πέρα απ’ τις πολιτισμικές, θρησκευτικές, κοινωνικοπολιτικές αξίες και ρεύματα της εποχής του, όπως το ηρωικό έπος, η μυθική θρησκεία, τα κοινωνικά συστήματα, ο έρωτας, ο γάμος, η εθνική συνείδηση, η ανάλαμψη της αρετής, ο καταστροφικός χαρακτήρας  των παθών;
Όντως, δεν υπάρχει τέχνη χωρίς αυτά τα εναύσματα, αληθή ή ισχνά και παραμορφωμένα, αλλά το αποτέλεσμα είναι πασιφανές: Υπερβαίνεται η απρόσωπη φυσική φορά και όλες οι προσφορές της, θετικές ή αρνητικές, με τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση, υπερβαίνεται το συμβαίνον και πλαστουργείται το ανθρώπινο και γίνεται όλο και πιο σαφές πως το πνεύμα ως ανθρώπινη ελεύθερη δημιουργία δεν είναι το απόλυτο, το άπειρο, αλλά η ελεύθερη διάπτυξη του άχρονου με το έγχρονο. του απείρου με το πεπερασμένο.
Το πνεύμα προσλαμβάνει ποικίλες μορφές έκφρασης όχι μόνο στην τέχνη, αλλά σε κάθε δραστηριότητα και αυτό είναι η ελευθερία που εκφράζεται ως δημιουργία.
                                                *
Επιστρέφοντας στην αρχιτεκτονική που είναι τόπος στέγασης των τεχνών αλλά και μαρτυρία του τρόπου ζωής που απολαμβάνει τις προσφορές της επιστήμης και της τεχνικής, διαπιστώνουμε κάτι απλό, γι’ αυτό και αμελημένο: Την ενότητα όχι μόνο ανθρώπου και κόσμου αλλά και των μορφών πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ενότητα για την οποία ήδη κάναμε λόγο σε αρκετές ευκαιρίες φωτίζει και ‘’σαρκώνεται’’ με την αρχιτεκτονική. Υπάρχει αναμφισβήτητα κάτι κοινό το οποίο συν-έχει τις τέχνες και όλα τα δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος. Μόνο με την απόλυτη συνέχεια εννοούμε το έργο των τεχνών οι οποίες διερμηνεύουν υψηλές απαιτήσεις της ανθρώπινης ψυχής αντλώντας απ’ τις μορφές, τα σχήματα, τις καταστάσεις και οικοδομώντας ένα καθαρά πνευματικό σύμπαν κοσμημένο ή αποκοσμημένο, πάντα προσφεύγοντας στον αισθητό κόσμο-ένδυμα και ενδιαίτημα του πνεύματος. Ήδη, το τμητό, το φθαρτό, το μεταβλητό των ‘’υλικών’’, προσωποποιείται, αναπροσλαμβάνεται ως δημιουργία που δεν υπάρχει στο κοσμικό συμβαίνον και υπαινίσσεται την απόλυτη αρχή. Άτμητο είναι ο ορισμός-περιορισμός του τμητού, το τονίσαμε, αλλά οφείλουμε να το καταστήσουμε εμφανές στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο ήχος, ο θόρυβος γίνεται αρμονική, μουσική, ποιητική ωδή και μελωδία, αφθαρτίζεται δηλαδή δυνάμει της μυστικής διόρασης που είναι η ορατή πτέρυγα της αμεσότητας, η πέτρα και το μάρμαρα γίνονται θαυμαστά έργα, τα διάσπαρτα χρώματα πίνακες κ.ο.κ. Βεβαίως συναντάμε και έργα που είναι απλές απομιμήσεις ή και απόηχοι με παροδική αξία, αλλά η ωριμάζουσα και ωριμασμένη στο μέτρο του δυνατού τέχνη υπερβαίνει σαφώς το καθιερωμένο, εισέρχεται και αντλεί  απ’ τις βαθιές εμπνοές της πανανθρώπινης ψυχής29. Η άντληση δεν είναι δυνατή χωρίς τη μυστική ρίζα του ανθρωπίνως υπάρχειν και να τι εννοούμε.
                                                          *
Πριν προχωρήσουμε, αναφέρουμε ταχύτατα τις αισθητικές κατηγορίες με τις οποίες ασχοληθήκαμε εκτενώς σε άλλη ευκαιρία (Τέχνη και Αισθητική…). Δύο είναι οι αισθητικές κατηγορίες οι οποίες διατρέχουν όλη την αισθητική δημιουργία: Οι διονυσιακές και οι απολλώνιες. Διονυσιακής εμπνοής είναι το υποβλητικό, το τραγικό, το απειρικό, το εκστατικό, το καταιγιστικό, το αγωνιώδες κ.ο.κ.
Απολλώνιας εμπνοής είναι το χαρμικό, το θαυμαστικό, το φωτεινό, το εύμορφο, το αρμονικό, το ησύχιο, το κλασικό κ.ο.κ. Ωστόσο, πέρα απ’ τις ενδιάμεσες συνδυαστικές μορφές, τόσο στον κλασικισμό, όσο και στο ρομαντικό με τις ποικίλες τους τεχνοτροπίες και αποχρώσεις, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο το οποίο είναι ενδεικτικότατο. Όλες οι αισθητικές κατηγορίες οι οποίες μπορούν να παραλληλισθούν με τις λογικές κατηγορίες κάθε λογικού συστήματος με τις προσφορές και τις αδυναμίες τους, δεν είναι διανοητές χωρίς των πρωτοπληροφορία κοινωνίας με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον όπου οι ασυνέχειες των πραγμάτων νοούνται και εννοούνται ως φαντασιακή συν-έχεια που φωτίζει το πνεύμα του όμοιου, του ανόμοιου, του συμμετρικού, του ενάντιου κ.ο.κ. Αυτό δεν επινοείται, αλλά αναδύεται και ενσφραγίζει κάθε έγχρονη έκφραση και δημιουργία.
Η ολότητα καθοράται μυστικά σε κάθε ‘’μέρος’’ και γίνεται λογική, συναισθηματική, ποιητική, καλλιτεχνική δημιουργία.
                                                *
Στο έργο τέχνης ο παγανισμός ευγενίζεται, το θήλυ επιφαίνεται ως αιώνιο θήλυ, το αγνό, το καθαρό, το άσπιλο, διαζωγραφίζεται ως μορφές, δράσεις, σχήματα, το καθημερινό, όπως και του ασυνήθιστο, το τολμηρό, αλλά και το όσιο, ασπαίρουν, αναζητούν την υπέρβαση της χρονικότητας και της φθοράς.
Όλες οι καλλιτεχνικές μορφές δημιουργίας εγκλείουν και αποκαλύπτουν εύγλωττα το μυστικό τρόπο, την αρχέγονη πρωτοπληροφορία, την κίνηση και δράση που αφθαρτίζονται. Δεν αφθαρτίζονται βέβαια στα έργα τέχνης τα οποία ακολουθούν κάθε δημιούργημα. Το πνεύμα τους που συμβολίζεται στο έργο αφθαρτίζει και παραπέμπει την αμεσότητα της συγκίνησης, του θαυμασμού, αιωνίζει.
Πού βρίσκεται όμως το κριτήριο;  Πώς κρίνουμε;  Όσο κι αν οι πολιτισμικές αξίες μεταβάλλονται, διαφοροποιούνται, ανατρέπονται, υπάρχει μία σταθερά που αναδύεται απ’ το μόχθο της διανθρώπινης προσπάθειας. Αυτή η σταθερά η οποία αιωνίζεται στα έργα της τέχνης, διαποικίλλουσα ως εκφραστική μορφή και αποκαλύπτουσα την ιδιοφυία του καλλιτέχνη, συγκινεί και θυμίζει στο θεωρό κύριες και καίριες καταστάσεις ψυχής, τον κινεί στο θαυμασμό, στο θάμβος, τον στρέφει στα βάθη και στον χωρίς όρια πνευματικό κόσμο. Απέριττη κοινωνία με την παράμονη πηγή, με το άσπιλο και αυτό μαρτυρείται σε όλες τις αισθητικές κατηγορίες και τις παραλλαγές τους.
Το παθητικό, το υπέροχο, για να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, δε δηλώνει το πάθος στη συνηθισμένη του έκφραση αλλά τα πάθη, τα θετικά, στη σπινοζική έννοια του όρου, τα πάθη που οδηγούν, και εν μέσω αρνητικών εμπειριών, στην κοινωνία με το απόλυτο ως αντίστιξη στο κοσμικό πάθος. Αιθέριο, καθαρό είναι και το υπέροχο, όχι βέβαια ως προς τις διαστάσεις (ο κίνδυνος της νατουραλιστικής-ειδωλικής απομίμησης ελλοχεύει παντού), αλλά ως προς το άλμα υπέρβασης της φαινομενικότητας.
Παράδοξο: Η φαινομενικότητα, όσο κι αν κινείται συχνά σε μυθικοθρησκευτικό πλαίσιο και σε εκκοσμικευμένες ακόμη εκφράσεις της τέχνης, η φαινομενικότητα που είναι η όψη της, το λειτουργείν του αισθητού κόσμου με κορυφαίο τον άνθρωπο, προσωποποιείται υπερβατικά, ανοίγει, ξανοίγει σε αδιάστατους ουρανούς, ‘’αποδιαλύει’’ το έγκοσμο ως έκφραση του κάλλους, καλλύνει και την τραγικότητα υπαινισσόμενη την άφραστη μακαριότητα, φωτίζει και αναφωτίζει και αυτή η πνοή-εμπνοή διαφαίνεται σε όλες τις τέχνες και κυρίως στη συνάντηση της ποίησης με τη μουσική.
Οι μεγάλες δημιουργίες αντλούν απ’ το μυθικοθρησκευτικό σύμπαν (και στην πλήρη εκκοσμίκευση η τέχνη εκμυθεύει καταστάσεις ζωής) και αναλογιζόμαστε αν μπορεί να υπάρχει  καλλιτεχνική δημιουργία αξία του ονόματος έξω απ’ το μυθικό σύμπαν και τις θρησκευτικές του υποβολές.
Ο ελλοχεύων παγανισμός οξύνει την προβληματική μας, αλλά οι αισθητικές κατηγορίες οι οποίες αναδύονται και οι οποίες αποκαλύπτουν το μυστήριο, θα λέγαμε, προσωποποίησης του φυσικού συμβαίνοντος και ‘’φυσιοποίησης’’ του ανθρωπίνου πνεύματος, αναφωτίζουν την προβληματική. Διονυσιακό και απολλώνιο συμ-πλέκονται ως ενότητα στην έξαρση και στη χαρμική παρουσία, στην αφέλεια και στην ένσοφη ματιά, στην αρμονία και στα παράδοξα πλέγματα, για να σιωπούν, να κατασιγάζουν και το πάθος και το θαυμασμό, για ανα- παραδίδουν τη συνείδηση στο έγκοσμο και πρώτιστο είναι της. Το μυθολογικό αποφλοιώνεται, αποκαλύπτει την όντως μυθική του φύση, πνέει, εκπνέει και παραδίδεται στο οντικό.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τη συνεργία της επιστήμης και της τεχνικής στην καλλιτεχνική έκφραση και μάλιστα σε όλες της τις μορφές, αντιλαμβανόμαστε ανετότερα το πνεύμα της ενότητας και τη μύχια σχέση των επιστημών του ανθρώπου με τις φυσικές επιστήμες, την κοινή συμβολική τους φορά και έκφραση, καθώς και το πνεύμα τους. Η ‘’απόσταση’’ υποκειμένου και αντικειμένου αίρεται, ο άνθρωπος-κόσμος κοινωνούν, ουσιώδες δεν είναι πια το γράμμα, η συμβολική έκφραση του έργου, οποιουδήποτε έργου, αλλά η θραύση των νομιζόμενων ορίων, η μυστική πια κοινωνία με την αέναη-άπειρη πηγή που συνέχει άνθρωπο και κόσμο.
                                                *
Είναι η μυστική ρίζα και επανερχόμαστε έτσι στους κύριους προβληματισμούς μας ως προς τη σπουδαιότητα της μυστικής στο ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν, κυρίως στο πλαίσιο της σκέψης και της δημιουργίας.
Τι κινεί τον καλλιτέχνη, τι τον ωθεί να υπερβαίνει τη βιομέριμνά του, το αγχώδες, αβέβαιο, αχάριστο, και πικρό ή ψευτοχαρούμενο κάποτε προσωπείο της καθημερινότητας;
Έχουμε πει πως το άγχος, το έγχρονο άγχος, είναι σημαντική συνθέτουσα δημιουργίας με θετικές και αρνητικές όψεις-εκφράσεις. Ωστόσο, το άγχος είναι υστερογενές, καθόσον πρώτιστο είναι το ηθικοδιανοητικό είναι το οποίο διαπλώνει κάθε μορφή γνώσης. Είναι επίσης γνωστή και η ακηδία την οποία συναντάμε σε πολλά κείμενα μυστικών, κατάσταση μηδενιστικών βιωμάτων και απόγνωσης που προκύπτει από ένα κενό  το οποίο τείνει να καταρρίψει κάθε θετική εμπειρία. Ματαιότητα είναι ό,τι θα ήθελαν να ψελλίσουν όλοι οι πειραζόμενοι. Σε αυτές τις καταστάσεις η μυστική δοκιμάζεται και τείνει να ερμηνεύεται ως συναισθηματική αυταπάτη η οποία παρασύρει και τη διάνοια: Παραίτηση του ιππότη ενάντια στη γενναιότητα του ιππότη της τιμής, για να θυμίσουμε ωραίες αναλύσεις του Δανού υπαρξιακού, του ιππότη της τιμής ο οποίος καταφεύγει στο άπειρο της θρησκευτικής αποκάλυψης.
Είναι αδυναμία της μυστικής η πάλη με το άγχος, με την ακηδία, με το μηδενιστικό πειρασμό που κατατρύχουν αρκετούς μυστικούς ή αναβαθμοί περαιτέρω εμβάθυνσης; Δεν είμαστε σε θέση να προβαίνουμε σε οριστικές αξιολογήσεις, να εξετάζουμε τις καρδιές των μυστικών, δεδομένου ότι υπόκεινται όπως όλοι οι άνθρωποι σε όλους τους πειρασμούς και στις ποικίλες προσκλήσεις του έγχρονου βίου. Η διακινδύνευση είναι διαρκής, αλλά οι καρποί της κοινωνίας ανεξαγόραστοι. Θα λέγαμε πως τα ‘’προβληματικά’’ κείμενα τα αναφερόμενα σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις αποκαλύπτουν την ‘’άβυσσο’’, το δεινόν, στη σοφόκλεια εκδοχή του της ανθρώπινης φύσης (οὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει…) της ανθρώπινης φύσης πλάι στο μεγαλείο της και τη δυναμική του ηθικού αγώνα-ελευθερίας. Είναι υπ’ αυτό το πνεύμα παιδαγωγικά και προσεγγίζουν τη μυστική συνείδηση σε όλες τις εκδοχές και δοκιμασίες του ανθρωπίνως υπάρχειν.
Ωστόσο, για πολλούς μυστικούς, το άγχος και η ακηδία δεν είναι παρά παροδικοί πειρασμοί οι οποίοι προϋποθέτουν εμπειρίες πληρότητας που κάποτε στροβιλίζονται απ’ την πεζότητα του έγχρονου βίου, απ’ το μάταιο και απ’ το αδιέξοδο των ενασχολήσεών του. Ήδη, η διασκέδαση, στο πασχαλικό νόημα του όρου όπως εκδιπλώνεται στις σημειώσεις του Γάλλου μυστικού, μαθηματικού και διανοητή, είναι το απατηλό υποκατάστατο της πλήξης.
Η δοκιμασία της μυστικής συνείδησης μας διδάσκει πως τίποτε δεν είναι δεδομένο, πως όσο κι αν οι τρόποι προσέγγισης του αληθεύοντος οδηγούν στη γνώση, ο άνθρωπος δεν παύει να αυτοδοκιμάζεται αφού οι βεβαιότητες δεν είναι ποτέ οριστικές και δεδομένες, αφού η φιλοσοφική συνείδηση οδοιπορεί χωρίς μόνιμη τόπο κατοικίας, αφού παροικεί και αγραυλεί ανοίγοντας ορίζοντες και συναντώντας όλο και πιο νέους τρανταγμούς και προκλήσεις. Θα λέγαμε πως η πλήξη, το άγχος και η ακηδία είναι μεγάλοι παδαγωγοί και της φιλοσοφούσας συνείδησης.
                                                          *
Αν προσεγγίζαμε περισσότερο, θα διακρίναμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία πως ούτε το άγχος, ούτε η πλήξη, ούτε η ακηδία δημιουργούν σκέψη: Την παιδεύουν και συμβάλλουν στην ωρίμανσή της, Άλλως καταλήγουν στον αλογισμό ή στο λεγόμενο μηδενισμό. Ωστόσο, οι έναγχοι παλμοί αρκετών έργων τέχνης, παλμοί που προσεγγίζουν τις διονυσιακές αισθητικές κατηγορίες, αναπροσανατολίζουν θετικά και μας τρέπουν σε δημιουργικό στοχασμό.
Ήδη: Αν ο θεωρός της γνώσης προσπαθεί να μας μυήσει στο είναι της αίσθησης, της αντίληψης, της μνήμης, της κρίσης, της φαντασίας, αν αυτή του η προσπάθεια δεν έχει ως αφετηρία την πρώτιστη γνώση, ο καλλιτέχνης εργάζεται με το ίδιο ανυπόθετο προδεδομένο, αλλά προσφέρει ό,τι ο φιλόσοφος δεν προσφέρει, όπως ο φιλόσοφος δεν προσφέρει ό,τι ο καλλιτέχνης.
Κοινές αφετηρίες επομένως, αλλά στη φιλοσοφική προσπάθεια η ριζική ερώτηση προχωρεί περισσότερο με τη δύναμη της διάνοιας και γι’ αυτό προσπαθεί πάντα να εμβαθύνει στην καλλιτεχνική προσπάθεια πρωτοστατεί το συναίσθημα το οποίο βέβαια εμβαθυνόμενο απ’  την ιδιοφυία του δημιουργού, συναντά τον έμφρονα λογισμό. Υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά η οποία απαμβλύνεται προοδευτικά.
Πρόκειται όμως για σχηματική και όχι ουσιαστική διαφορά; Αν οι λογικές κατηγορίες διακρίνονται απ’ τις αισθητικές, αν όντως το συναίσθημα πλεονάζει στα έργα τέχνης και ο λόγος στις επιστήμες και στη φιλοσοφική έρευνα, διαπράττουμε το σφάλμα να περιπίπτουμε σε δυιστικούς πειρασμούς. Δεν υπάρχει καθαρός λόγος, ούτε καθαρό συναίσθημα, αυτό δηλώνει ο όρος συναντιληπτική ενσυναίσθηση. Ό,τι διασυνδέει λόγο και συναίσθημα είναι η μύχια μυστική διακοινωνία η οποία μαρτυρείται σε κάθε δημιουργική έκφραση ανεξαρτήτως περιεχομένου, η ενότητα του ανθρωποκοσμικού, η συνδημιουργική φορά.


VII.
Η Μυστική Ωραιότητα-Κάλλος
(Προ-επιλογικό: Η διαφάνεια του μυστικού, το κρυπτό και ο ‘’λογικότητα’’ των απαρχών, οι απαρχές, η ωραιότητα, το κάλλος, η αγιότητα, η σιωπή)

Το είναι του μυστικού δεν είναι μυστικό, αλλά μαρτυρία πνοής του απολύτου, του συνεχούς, του ταυτού, στον κόσμο της ετερότητας, της ποικιλίας, της ομοιότητας, της διαφοράς.
Καταγράφεται εσαεί ως μαρτυρία και, επαναλαμβάνουμε εμφαντικότερα μετά τη μέχρι εδώ πλοήγηση, μαρτυρείται με μεγάλες δημιουργίες των οποίων το κέντρο βρίσκεται στην πανανθρώπινη, στην παγκοσμική ψυχή. Δεν εννοούμε μόνο τη θρησκευτική μυστική, αλλά και κορυφαίες διαπτύξεις της μεταφυσικής έρευνας. Πυρήνας αυτών των φιλοσοφημάτων στα οποία μπορούμε να επισημάνουμε και αδυναμίες, είναι η μυστική πρωταρχή χωρίς την οποία δεν εκφράζεται ούτε ο πόνος, ούτε το συναίσθημα, ούτε η γνώση οποιασδήποτε μορφής.
Αγόμαστε σε μία διαπίστωση. Η μυστική δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, πέρα από υπερβολές ορισμένων ‘’μυστικών’’ που οδηγούν σε σεκταρισμούς και παραλογισμούς. Δεν έχει περιεχόμενο, αλλά είναι ουσιώδης μαρτυρία την οποία δε μπορούμε να αγνοούμε.
Συνδέεται με το άρρητο αλλά δεν είναι το άρρητο, είναι ο τρόπος με τον οποίο η αιώνια διακοινωνία του απόλυτου με το σχετικό καθιστά δυνατή τη γνώση, το συναίσθημα, το λόγο. Αυτός ο τρόπος καταγράφεται θετικά και μυστική είναι η μαρτυρία και η άμεση βεβαιότητα αυτού του συμβαίνοντος, είναι, αν θέλετε, όχι κάποια προϋπόθεση, κάτι το αιωνίως υπάρχον, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το είναι μας εκφράζεται ως υπάρχειν.
Έχουμε κάνει λόγο για τη διαφορά είναι και υπάρχειν. Ό,τι υπαρκτό είναι αισθητό, φθαρτό, κινητό. Αυτή η σύλληψη, νόηση, εννόηση των χαρακτήρων του υπάρχειν είναι οντική, επισυμβαίνει επειδή ακριβώς ως ένσαρκοι-έγχρονοι υπάρχοντες κοινωνούμε με το είναι του φθαρτού, του μεταβλητού το οποίο δεν είναι ούτε φθαρτό, ούτε κινητό, ούτε μεταβλητό. Πρόκειται για άμεση μυστική πληροφορία, αυτό είναι το μυστικό. Είναι η αρχέγονη μυστική πληροφορία, ο αρχέγονος αλλά διαρκής και άμεσος τρόπος του λειτουργείν της διάνοιας και του συναισθήματος.
Απλούστερα, μυστική είναι ο τρόπος του λειτουργείν του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος, ο μόνος τρόπος που οδηγεί στη γνώση, στο ήθος, στο κάλλος. Είναι ο οφθαλμός της γνώσης χωρίς να είναι η γνώση, ο οφθαλμός του ήθους χωρίς να είναι το ήθος, ο οφθαλμός του ωραίου χωρίς να είναι το ωραίο. Το άρωμα της μυστικής ωραιίζει, καλλύνει και το φως της μας ανυψώνει  στην κάτοψη της αιώνιας φύσης των πραγμάτων.
Δε μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο για μυστική γνώση, για μυστική ωραιότητα, ούτε βέβαια για μυστική φιλοσοφία, πολύ δε περισσότερο για μυστικισμό. Αυτοί οι όροι δημιουργήθηκαν από παρανοήσεις και από υπερβολές των λεγομένων νοησιαρχικών ή ορθολογιστικών φιλοσοφιών, ως ένα είδος αντίστιξης που συνήθως καταδικάζει τη μυστική καταμαρτυρώντας της υπερβολές, φαντασιώσεις, ειδωλικές επιδράσεις.
Κάνουμε κάποτε λόγο για πλατωνική μυστική, όπως διαπιστώνουμε πως το σπινοζικό σύστημα είναι μείξη μυστικισμού και ορθολογισμού, δείχνοντας τη ‘’γηραιά μυστική’’ την οποία όμως δεν κάνουμε τον κόπο να προσεγγίσουμε.
Τι εννοούμε όταν διαπιστώνουμε πως υπάρχει  μυστική στη φιλοσοφία, μυστική η οποία μάλιστα αξιολογείται αρνητικά;  Άλλοι καταλόγισαν σε κορυφαίους λογικούς ‘’μυστικισμό’’, ‘’λογικό μυστικισμό’’, αλλά δεν αναλογίζονται αν υπάρχει  αισθάνεσθαι, αντιλαμβάνεσθαι, γιγνώσκειν, λέγειν χωρίς την άμεση πρωτοπληροφορία, χωρίς κυρίως τον τρόπο έκφρασής της. Μιλάμε για αιώνια πρωτοπληροφορία που συνδέεται άμεσα με το ανθρωπίνως υπάρχειν, η οποία οδηγεί στην ανάγνωση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων. Η διαρκής τροφή με την οποία το σχετικό τρέφεται απ’ το απόλυτο μόνο μυστικά προσλαμβάνεται. Δεν κατανοήθηκε δυστυχώς πως ό,τι αποκαλούμε μυστικό δεν είναι απλά η αμεσότητα, η τυφλή αμεσότητα την οποία συναντάμε και στον κόσμο του ενστίκτου, αλλά η κοινωνία με το είναι του υπάρχειν μας. Το υπάρχειν νοεί και εννοεί μυστικά το είναι του που είναι και είναι του κόσμου. Η οντική αρχή γίνεται άμεση κοινωνία μόνο με τη μυστική διόραση.
Αν θέλαμε να προσεγγίσουμε περισσότερο το υπάρχειν μας θα λέγαμε πως είναι η εσαεί προσωποποιούμενη κοινωνία μας με την οντική μας αρχή. Αυτό καθιστά δυνατό και διανοητό το υπάρχειν μας.
Η γνώση μας επομένως, τα συναισθήματά μας, το ήθος μας, η θαυμαστική μας φορά οφείλονται σε αυτό το συμβαίνον, έτσι διοράται η καθαρή μας φύση και θα μιλούσαμε άνετα για το άσπιλο της γνώσης, του ήθους, του κάλλους, αν επισκοπούσαμε με προσοχή αυτήν την αλήθεια.
Όντως, οποιαδήποτε σκέψη μας, οποιοδήποτε συναίσθημά μας, πράξη μας, ενέργειά μας, κρίση μας, συλλογισμός μας θεμελιώνεται σε ό,τι αποκαλούμε αρχέγονη μυστική πρωτοπληροφορία. Η κοινωνία μας με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον είναι άμεση, αδιαμεσολάβητη, διαρκής και συνεπώς άπαυστη. Αυτό συνιστά οικουμενική αλήθεια και η δυναμική του όρου μυστική συνίσταται στο εξής: Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί και βιώνει αυτήν την αλήθεια και αυτό νοείται μυστικά. Δεν περιγράφεται, δεν αναλύεται, δε συνάγεται, αλλά φωτίζει. Μυστική επομένως είναι η ουσιαστική και εσαεί συνειδητοποιούμενη φανέρωση της ταυτότητας, της ετερότητας, της αναλογίας-ομοιότητας, η έκφραση αυτής της ενότητας στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον και η περαιτέρω πορεία του λόγου και του συναισθήματος σε όλες τις μορφές έκφρασής τους30.
Ας μη νομίσουμε πως κάνουμε λόγο για πράγματα ξέχωρα απ’ το είναι μας, για, έστω αλήθειες υπερβατικές οι οποίες μας φωτίζουν από μακριά. Αυτός ο πειρασμός της εξαντικειμενίκευσης-ειδωλοποίησης οδηγεί σε σκότη. Η πραγματικότητα αυτομαρτυρείται και ό,τι αληθές δε μπορεί να είναι έστω ιερό αντικείμενο για το πνεύμα μας. Κοινωνούμε με αυτό και γι’ αυτό με τις σχετικές δυνατότητες της γλώσσας, εκφραζόμαστε. Το εκφραζόμενο όμως μαρτυρεί το απόλυτο ως κοινωνία.
Ήδη οδηγούμαστε στο εξής που δίνει συγκεκριμένη διάσταση σε ό,τι προηγείται: Τόσο οι γενιές έννοιες (ον, υπάρχον, σχετικό, τμητό, κ.ο.κ.), όσο και οι επιμέρους (θηλαστικά, αμφίβια, δένδρο, θάμνος κ.ο.κ.) προσδιορίζουν πλήθος ομοίων, ανομοίων, αρμονικών κ.ο.κ. αισθητών πραγμάτων, χαρακτήρων, ενεργειών κλπ., είναι σχετικές και προσλαμβάνουν περιεχόμενο, ορθώνουν νόημα στο πλαίσιο της πρότασης, της κατηγορικής πρότασης απ’  τη  οποία προέρχονται και οι λεγόμενες ανοιχτές προτάσεις. Το σχετικό όμως νόημα νοείται απολύτως και έτσι οικοδομείται κάθε μορφή έγχρονου. Προϋποτίθεται η άμεση μυστική κοινωνία με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον, απαραίτητη προϋπόθεση έκφρασης και λόγου. Άλλως ο κόσμος θα ήταν για μας άγνωστος ή και αδιανόητος. Το μυστικό επομένως ενεργεί ανθρωπίνως, είναι η υγιής τροπή του υπάρχειν, η συνειδητοποίηση των οντικών απαρχών.
Αυτή όμως η αλήθεια η οποία αναδύεται απ’ την επισκόπηση των εννοιών συναντάται με τις ‘’αρνητικές’’, με τις λευκές δηλαδή κατηγορίες, με τις καταγωγικές, όπως τις χαρακτηρίσαμε, με την αφέλεια, με την παρθενικότητα, με την αγνότητα, με το θαυμασμό…Τι δηλώνουν όντως και μάλιστα μακριά από κάθε συναισθηματισμό ή και, κατά πολλούς, αυταπάτη;
Είναι ο καθρέπτης της διανοίας, ο όντως οντικός πυρήνας της ο οποίος δέχεται δημιουργικά το πνεύμα της οντολογίας. Εκεί θραύονται οι οντολογισμοί και κάθε πλάνη ή ψευδαίσθηση.
Ουσιαστικότερα: Το πνεύμα των απαρχών, οι μαρτυρίες του μυστικού που δρουν ως όντως λογικές και μεταφυσικές κατηγορίες είναι το πραγματικό φαντασιακό κάτοπτρο στο οποίο ανακλώνται όλες οι γνώσεις και ο παρθενικός τους χαρακτήρας. Το είναι της φαντασίας (πρωτογενής φαντασία) είναι απόλυτο και η ανθρώπινη λειτουργία της  (δευτερογενής φαντασία) καθρέπτης.
Δεν απαιτείται προσφυγή σε μεγαλουργήματα της τέχνης, ούτε, κυρίως, σε μεγάλα μεταφυσικά και μυστικής υφής κείμενα για να συνειδητοποιήσουμε πως η αφέλεια, η καθαρότητα, η αγνότητα, ό,τι ονομάζουμε σε αυτήν τη σπουδή κατηγορίες της μυστικής πρωταρχής, είναι το όντως φαντασιακό κάτοπτρο στο οποίο διαζωγραφίζεται ο άσπιλος χαρακτήρας της γνώσης, του ήθους, του κάλλους. Όπως λ.χ. στην αριστοτελική λογική οι έννοιες δεν είναι διανοητές χωρίς τις κατηγορίες, κατά παράλληλο τρόπο, στην ευρύτερη μεταφυσική προσπάθεια, δεν υπάρχει δυνατότητα γνώσης, ήθους, κάλλους χωρίς τον άσπιλο χαρακτήρα του αληθούς.
Ερευνώντας όμως, προσπαθώντας να εννοήσουμε το χαρακτήρα των απαρχών, διαπιστώνουμε πως δεν ορίζονται, αλλά πως μας ορίζουν ως μοναδικοί και αναντικατάστατοι τρόποι, ως δημιουργικές δοχές του οντικού, του είναι στο υπάρχειν. Είναι η καθαρότητα της διανοίας και του συν-αισθήματος. Πώς θα μπορούσαμε να δούμε τον απόλυτο χαρακτήρα της ταυτότητας, του ανθρωποκοσμικού δηλαδή είναι, χωρίς το πνεύμα της αγνότητας, της καθαρότητας31;
Δεν πρόκειται για συναισθηματική αυταπάτη, αλλά για ωριμασμένο πνεύμα της παιδικότητας, για ό,τι υπερβαίνει νηφάλιο τον έγχρονο-έγκοσμο δόλο της τριβής και της αναγκαιότητας, για την πνευματική ελευθερία, αν ό,τι στην κλασική σκέψη ονομάζεται ἐλεύθερον, αὐτεξούσιον, καθοράται παρθενικά ως άληστη δηλαδή κοινωνία με το παντού διαθλώμενο είναι που πορίζει κάθε πραγματική γνώση, συναίσθημα, πράξη.
                                                *
Το ηθικοδιανοητικό μας είναι φωτίζεται απ’ τις απαρχές και αυτό το διαπιστώσαμε επισκεπτόμενοι το είναι του ηθικού στις συγκεκριμένες του εκφράσεις, στις αρετές. Λέγαμε παλαιότερα πως οι αρετές είναι παρθενικές καθόσον το είναι τους διαθλάται στο ανθρωπίνως υπάρχειν, όπου διαβλέπουμε πως οποιαδήποτε αρετή και αν επισκοπήσουμε συναντάμε και τις άλλες. Η δικαιοσύνη λ.χ. ενέχει την ειλικρίνεια, την εντιμότητα, την ευθύτητα, την ταπεινότητα, την αυταπάρνηση, τη θυσία. Νοητό φως του δικαίως πράττειν δεν είναι καμιά ωφελιμότητα, καμιά ιδιοτέλεια, κανένας δόλος και υπολογισμός. Θα λέγαμε πως το ηθικόν του ανθρώπου ως έγκοσμη-έγχρονη γονιμοποίηση των απαρχών, αποκαλύπτει την οικουμενικότητα και εδώ ακριβώς συναντάμε μια παλιά μας θεώρηση κατά την οποία η ηθική ταυτίζεται με τη λογική.
Ας δούμε επίσης κάτι προς κραταίωση του ηθικοδιανοητικού. Αν ό,τι είναι τμητό, είναι ταυτόχρονα σχετικό, αισθητό, μεταβλητό κ.ο.κ., αν δηλαδή υπάρχει ταυτογένεια ανάμεσα στους χαρακτήρες των αισθητών, το αυτό συμβαίνει και με τις αρετές: Ό,τι είναι δίκαιο, είναι ταυτόχρονα έντιμο, γενναιόδωρο, ευθύ, ευγενές κ.ο.κ. Πηγή του τμητού, του μεταβλητού κ.ο.κ., είναι το άτμητο , το αμετάβλητο κ.ο.κ.. όπως πηγή του δικαίου, του έντιμου κ.ο.κ. είναι το αγαθό. Υπάρχει μία εμφανής συγ-γένεια ηθικού και διανοητικού γιατί πηγή τους, αέναη πηγή τους, είναι το άπειρο-αγαθότητα.
Κάτοπτρο αυτού του συμβαίνοντος ο άνθρωπος, ο μυστικός άνθρωπος, δηλώνει το πρώτιστον της ηθικής και της διάνοιας, την ταυτογένειά τους. Απ’ την περιπέτεια των λογικών συστημάτων διαπιστώνουμε πως η βασική τους αδυναμία, παράλληλα με θετικά τους στοιχεία, συνίσταται στη σύγχυση ανάμεσα στο όλο και στο σύνολο. Αν όμως το όλο είναι μεταφυσική και όχι λογική αρχή, σε κάθε μέλος ‘’ενοικεί’’ το όλο και αυτό συμβαίνει όχι μόνο σε κάθε επιμέρους αρετή όπου απαντάται το ‘’σύνολο’’ του ηθικού, αλλά και στον αισθητό κόσμο όπου κάθε επιμέρους εκφράζει την καθολικότητα, κάτι που αποσχηματίζει κάθε προσπάθεια σχηματικής παράστασης του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος. Να μια δωρεά του μυστικού βλέμματος: Το όλο, το απόλυτο, το άπειρο, κ.ο.κ. (ταυτολογούμε) όχι μόνο δε συλλαμβάνεται, αλλά νοείται απόλυτα και πληρώνει κάθε μέρος, πεπερασμένο, συγκεκριμένο, δωρίζει γνώση και συναίσθημα πληρωματικά και δε βυθίζει σε κόσμους αγνωσίας και νοητικές δολιχοδρομίες, αλλά στην καθαρότητα του πνεύματος, στην ανέφελη κάτοψη.
Υπάρχει μια αναμφισβήτητη μυστική διαφάνεια, είναι ο μόνος τρόπος κάτοψης του αληθεύοντος το οποίο είναι και πραγματικά ισχύον, πέρα απ’ τις παραμορφώσεις και τις όψεις της φαινομενικότητας. Συχνά η επιφάνεια παραπλανά και αν και επισκοτίζει με τη νόθα εμπειρία, δείχνει το βάθος της αλήθειας, το ἐν κρυπτῷ ἡ ἀληθείη.
                                                *
Yπάρχει όμως κάτι εξίσου σημαντικό το οποίο θα αποκαλούσαμε διαφάνεια του μυστικού, χωρίς το οποίο νοθεύεται και η γνώση και το συναίσθημα. Νοθευμένη γνώση εξάλλου οδηγεί σε νοθευμένο συναίσθημα και αντίστροφα, δεδομένης της ενότητας του ηθικοδιανοητικού.
Ας δούμε: Η ταυτότητα ανακλάται και τρέφει εσαεί την ετερότητα, εκφραζόμενη με την αναλογία-ομοιότητα. Κι όμως καμιά μεταφυσική αρχή, ούτε το υπάρχειν στον κόσμο ως άληπτη, αειγενής και πρωτογενής πληροφορία είναι διανοητή χωρίς την απόλυτη, άχρονη κοινωνία μας με τον κόσμο, χωρίς την υπαρκτική μας κοινωνία με τα συγκεκριμένα αισθητά μεγέθη και τους συνανθρώπους. Συνυπάρχουμε ως κοινωνοί της οντικής αρχής, αλλά αυτή η αρχή αυτοαποκαλύπτεται σε κάθε συνειδητή μας σκέψη ή ενέργεια. Το συν-υπάρχειν εγκλείει ταυτόχρονα ηθικό και διανοητικό νόημα και αυτό δεν προκύπτει απ’ την εμπειρία, αλλά αναδύεται ως απόλυτο μέτρο κάθε εμπειρίας, κίνησης, δράσης. Αυτή η αλήθεια που βεβαιώνει το είναι στο υπάρχειν είναι παντοτινή μήτρα και έχει ως παντοτινό οδηγό τις απαρχές με τις οποίες τρέφεται το ηθικοδιανοητικό. Η ρίζα της αγνότητας, της παρθενικότητας, της αφέλειας, του χάρματος βρίσκεται σε κάθε ηθικοδιανοητικό προχώρημα, διαδηλώνει το άσπιλο είναι στο φαίνεσθαι, ‘’εκεί’’ εγγράφεται η αιώνια φύση των πραγμάτων, η μυστική και οντική διακοινωνία της ως ενότητα, έτσι σφυρηλατείται η γνώση, η συμβολική της έκφραση, έτσι στο παροδικό, στο μεταβαλλόμενο, στο έγχρονο, μηνύεται το άχρονο. Αν η αιώνια φύση των πραγμάτων είναι το απόλυτο είναι τους που δε γνωρίζει τις παλμικές κινήσεις του πτερορρυούντος, διαισθανόμαστε πώς στο φαντασιακό χωροχρονικό κάτοπτρο, δοχή, ενεργητική δοχή του απολύτου, είναι οι απαρχές ως μήτρα του ηθικοσιανοητικού.
Αυτή η αλήθεια είναι μυστική, κάτι που σημαίνει εμφανής, αυταπόδεικτη, καίτοι κεκρυμμένη ως κρυφίη ἁρμονίη κατά το λόγο του Εφεσίου, ως πηγή του υπάρχειν σε κάθε βαθμίδα διάπτυξής του.
Δεν εννοούμε τις απαρχές ως κάτι αιωνίως ιστάμενο κάπου δίκην ιδεών, δεν τοποθετούνται κάπου, αλλά πληρώνουν τη φαντασιακή μας χωροχρονικότητα, είναι ο διαρκής αρμός κίνησης του λόγου και του συναισθήματος. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε το νόημα του δικαίου, της ευθύτητας, της αλληλεγγύης κ.ο.κ., πώς θα διακρίναμε το αληθές απ’ το ψευδές στο συμβαίνον του φυσικού-αισθητού κόσμου στο οποίο μετέχουμε, χωρίς αυτήν την αλήθεια;
Οι απαρχές ανακλώνται επομένως σε κάθε ηθική και διανοητική μας προσπάθεια, συνιστούν τον πυρήνα του όντως υπάρχειν μας και αυτό συνιστά τη μυστική διαφάνεια32.
Όσο οι απαρχές διαστρέφονται απ’ τον έγχρονο στροβιλισμό μας στις τόσες και τόσες υποβολές υπό την εποπτεία και τις πλάνες του εγωισμού, τόσο το διανοητικό και ηθικό μας είναι αμαυρώνεται και οδηγείται συχνά στην απανθρωπία.
Μεταφυσική αρχή, απαρχές, ηθικοδιανοητική συνείδηση. Δεν πρόκειται για κλίμακα ή για βαθμίδες που οδηγούν στη μυστική διαφάνεια του ανθρωποκοσμικού είναι, αλλά για συμμαρτυρία-συμπαρουσία η οποία έχει και κατέχει πνευματικά το ανθρώπινο.
Αν προσέξουμε μάλιστα λίγο περισσότερο μπορούμε να διακρίνουμε κάτι υπολανθάνον, αλλά πραγματικό. Οδηγεί στη διαφάνεια του μυστικού, της μυστικής διόρασης του συμβαίνοντος, της γνησιότητας του υπάρχειν.
Η ταυτότητα ως απόλυτη αρχή είναι η ίδια η αγαθότητα η οποία όμως ως ταυτογενής, άπειρη, απόλυτη, είναι η μήτρα της ταυτολογίας. Το ταυτόν διακατοπτρίζεται στα έτερα και διεκφράζεται με το παντοειδές λέγειν (φιλοσοφία, επιστήμη, τέχνη) στον έγχρονο βίο. Οι απαρχές επομένως για τις οποίες κάνουμε λόγο δεν είναι παρά διαθλάσεις της ταυτότητας-αγαθότητας, του ηθικοδιανοητικού μας είναι στην υπαρκτική του έκφραση και συγκεκριμενοποιούνται με το διανοητικό ήθος του οποίου κρηπίδα  είναι η μυστική.
Υπάρχει μία ταυτογένεια η οποία διενώνει πολυκατοπτρικά  το ταυτό, το αγαθό, το ωραίο, κατά τρόπο που το ταυτόν είναι αφελές, αγνό, παρθενικό και ολοφωτίζεται ως συγκεκριμένο ήθος, ως συγκεκριμένη γνώση, ως συγκεκριμένο ωραίο σε μορφές και σε σχήματα.
Αν μάλιστα επισκοπήσουμε εκ νέου τις γενικές έννοιες, διαπιστώνουμε πως χωρίς τις απαρχές είναι αδύνατη η ανά-γνωσή τους στις συγκεκριμενες μορφές ζωής και πράξης. Μία αειγενής γένεσις εἰς οὐσίαν στις ίδιες τις έγχρονες διαπτύξεις της, διορώμενη στο βάθος της, αλά και στις τυπικές της διεκφράσεις, ως δυναμική της ταυτότητας στην ενότητα, φωτίζει και αναφωτίζει το αιώνιο βάθος των πραγμάτων.
Πρόκειται για μυστική αποδιαστολή της εμπειρίας η οποία είναι και κριτική και κρίνουσα, ως ορθολογιζομένη, ως συναισθανομένη, ως θαυμάζουσα.
Εμβαθύνοντας ο άνθρωπος στα καθαρά-παρθενικά του δεδομένα-αφετηρίες, ‘’απογυμνώνεται’’ από αυταπάτες, από προλήψεις, από δοξασίες και άγεται στην ἀληθῆ δόξαν μετ’ ἐπιστήμης κατά τον πλατωνικό λόγο. Είναι η καθαρή θέα η οποία δε μπορεί πια να χαρακτηρισθεί ούτε μυστική, αν τα μυστικά μας ριζώματα είναι η καθαρότητα, η αγνότητα, η αφέλεια. Είναι γνώση, είναι ήθος, είναι κάλλος.
                                                *
Το κάλλος δεν αναφέρεται πια αποκλειστικά στο αισθητικό, όπου το ωραίο το επικαλείται ως πλήρωμά του, αλλά σε όλα τα πεδία του ανθρωπίνως και διανθρωπίνως ενεργείν. Κάλλος είναι το είναι της γνώσης κατά την πλωτινική σκέψη, κάλλος είναι το είναι της ωραίας ψυχής, ηθικό κάλλος που είναι πάντα ηθικοδιανοητικό, κάλλος η γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία η οποία έχει αποκολληθεί απ’ την επιφανειακή γοητεία του αισθητισμού.
Τελείται εσαεί θα λέγαμε ένα είδος ‘’αποκατάστασης’’ της σπαράσσουσας ψυχής, της στα δεσμά του έγχρονου βίου ο οποίος πια αναθωρείται ανανεωμένος, μακριά από κάθε εγωιστική και νεφελώδη επίκληση της γνώσης.
Ήδη, ο άνθρωπος δε μεθίσταται, αλλά τελεί τον ιδαλγικό του νόστο, την ουσιαστική του παλιννόστηση, όχι σε διαστημικούς χώρους που συνιστούν ειδωλοποίηση του αισθητού και της συμπαντικής πραγματικότητας η οποία είναι πνευματική και όχι διαστημική-εκτατή.
Όλα τελούνται πνευματικά και οφείλουμε να δούμε τον όρο για μια ακόμη φορά υπό το πρίσμα της θεματικής μας. Πρόκειται για καταξίωση του μυστικού βιώματος, της μυστικής οδού, της μόνης έγκυρης.
                                                *
Πνεύμα, έχουμε πει, είναι η πνοή του απολύτου στο σχετικό, και υπ’ αυτήν την προϋπόθεση το αισθητό είναι ο τόπος φανέρωσής του. Αν όμως το αισθητό, κάθε μορφή του, έχεται ως σχετικό και πεπερασμένο απ’ το απόλυτο πλήρωμά του, κάθε αισθητό μέγεθος είναι πνευματική μαρτυρία και εδώ το ανθρώπινο ως κατεξοχήν ‘’τόπος’’ του πνεύματος είναι αποκαλυπτικό αυτής της μαρτυρίας. Ο άνθρωπος είναι άπειρος εν πεπερασμένω και αυτό ισχύει για κάθε αισθητή μορφή με κόμβο συνειδητοποίησης το εγκόσμως-ανθρωπίνως υπάρχειν.
Δεν απαιτείται να θυμίσουμε πως υπ’ αυτήν τη θεώρηση ο κόσμος μας δεν έχει ούτε σχήμα, ούτε όρια και πως η νόησή του αναδύεται ως αρχέγονη πρωτοπληροφορία. Δε συνάγεται, δεν προκύπτει και όσοι προσπάθησαν να την συναγάγουν λογικά υπέπεσαν σε αντιφάσεις, ειδωλοποίησαν και οδηγήθηκαν σε λογικά παράδοξα.
Η πνευματική φύση του κόσμου μας επομένως αποτελεί το εκ των προτέρων πρότερο και αυτό αίρει το κοσμοείδωλα και τα ανθρωποείδωλα στα οποία αναμείχτηκαν και παλαιές κοσμογονίες και ανθρωπογονίες. Ό,τι ονομάζουμε εκτατό ‘’σείεται’’, καθόσον κανένα, κανένα απολύτως μέγεθος το οποίο δε μεταβάλλεται, δεν αλλάζει, δε  φθείρεται. Αυτές όμως οι λεγόμενες ιδιότητες των αισθητών μεγεθών δεν είναι υλικές, αλλά πνευματικές, κατά τρόπο που οι αισθητές υποστάσεις δε νοούνται απλά, δεν εννοούνται απλά, αλλά είναι αδιανόητες χωρίς την εννόησή τους. Ένα αισθητό μέγεθος επομένως το οποίο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, μεταβολή, φθορά, είναι ουσιαστικά άφθαρτο στο είναι του, δεν έχει άλλο τρόπο ύπαρξης και ιδού: Οι πνευματικές μας καταλληλότητες, ως φθαρτές κ.ο.κ., έχουν ως πληρωματική αρχή το απόλυτό τους και εννοούμε το ορίζον τους που είναι και το είναι τους. Ο όρος πνευματικό επομένως ορίζει το συμβαίνον και αυτό γίνεται μυστικά αντιληπτό, ενσκήπτει ειρηνικά και η διόρασή του είναι μυστική, άμεση. Εκείθεν ο λόγος άγεται και περιγράφει το συμβαίνον ως αληθεύον, εκείθεν το συναίσθημα ‘’φλογίζεται’’ και πραγματώνει την εγγύτητα αγνίζοντας κάθε νομιζόμενη απόσταση και έτσι το μυστικό βάθος που ανακύπτει δίνει άλλη όψη στα φαινόμενα.
Ο άνθρωπος αυτοανακαλύπτεται ως πάροικος, ως ιδαλγός, ως αλήτης χωρίς νόμιμη κατοικία και πολλά υποσχόμενο έχειν, όλες δηλαδή τις αυταπάτες της ματαιότητας και της ψευδαίσθησης του μόνιμου που κτίζουν το εγωιστικό και επεκτατικό κατοικείν. Το πλήρωμα της στιγμής διεμβολίζει κάθε θραύσμα της χρονικότητας, η συν-έχεια είναι ακριβώς μυστική εννόηση του συμβαίνοντος, ποκάλυψις κρυπτν, κατά τους μυστικούς., ενατένιση του πνευματικού ορίζοντα, σοφία της φιλοσοφίας.
Η σοφία της φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι δεν προσφέρει τελική και απαρέγκλιτη απάντηση στην ανθρώπινη διαπορία, αλλά στο ότι επισημαίνει καταστάσεις και τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος είναι σε θέση να εκτιμά με συνέπεια τον τρόπο με τον οποίο το είναι ‘’ενοικεί’’ θραυσματικά, αποσπασματικά στο υπάρχειν του. Ήδη, το βλέπουμε σε πολλά μεταφυσικά κυρίως φιλοσοφήματα με όλο και πιο μεγάλη σαφήνεια, πως πρώτιστο μέλημα των φιλοσοφούντων  αλλά και των ευρύτερης πνοής στοχαστών, είναι η διόραση της συνέχειας στην ασυνέχεια, το είναι δηλαδή της χρονικότητας και το φώς το οποίο εκλύεται με το ηθικοδιανοητικό μας είναι  στον κόσμο του φαίνεσθαι.
Ο τρόπος είναι μυστικός, συνειδητοποιημένη δηλαδή αμεσότητα η οποία είναι σε θέση να καθιστά δυνατή την εσαεί ενεργοποίηση της νόησης, της αίσθησης-αντίληψης τνε μνήμης, της φαντασίας.
Η μυστική δεν είναι θεμέλιο, δεν είναι αρχή, αλλά σταθερά με την οποία το ανθρώπινο πνεύμα εισβάλλει στο είναι του και αναγνωρίζει όλες τις πτυχές της δραστηριότητάς του στο έγκοσμο-έγχρονο φαίνεσθαί του.
Γι’ αυτό η μυστική δεν είναι, όπως νομίζεται επιπόλαια από κάθε είδος ‘’ορθολογιστών’’ καταπάτηση, υπέρβαση, παραποίηση του ορθώς λογίζεσθαι. Είναι ο τρόπος διακοινωνίας νόησης, αντίληψης και αίσθησης, της δυνατότητας δηλαδή του πνεύματος να εννοεί την ετερογένεια, την ομοιότητα, την ανομοιότητα κ.ο.κ. στη φαντασιακή συνέχεια και αυτό μας θυμίζει την καντιανή υπερβατολογική αναγωγή, αναγωγή η οποία τελείται με τη φαντασία, όσες και αν είναι οι επιφυλάξεις μας για την καντιανή σύνθεση.
Η μυστική δεν είναι το χάος, η άβυσσος33, το απροσδιόριστο, η λεγόμενη χωρική ομογένεια ή η εκρηκτική-εκστασιακή μας αποδέσμευση από λογοκρατικά ή νοησιαρχικά σχήματα, δεν είναι ο φυσιοκρατικός μυστικισμός, ούτε η διάλυση του εγώ στο μη-εγώ (anatta), παρά τη σημαντική που άγει σε άλλες θεωρήσεις, οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτες, σε σημείο που ανοίγουν διάλογο με μεγάλες στιγμές της ελληνοευρωπαϊκής σκέψης.
Ο νηφάλιος λογισμός όμως ο οποίος εμβαθύνει στους τρόπους λειτουργίας του, αποκαλύπτει το μύχιο εγώ του πέρα από σχήματα και διορά μυστικά, άμεσα δηλαδή, αδιαμεσολάβητα και καθορά το καθαρό του είναι.  Οπτική του αληθεύοντος είναι επομένως η μυστική, ο πραγματικός τρόπος διόρασης.
Επομένως, το υποτιθέμενο απρόσιτο, ακατάληπτο, ανα-γνωρίζεται ως έγγιστο, και ως έγγιστο, είναι άρρητο, πρώτιστη γνώση, γνώση χωρίς γνώσεις που τρέφει τις τελευταίες34. Τρόπος ενέργειας, κάθε ενέργειας, διανοητικής, ηθικής, αισθητικής, διαπροσωπικής που δείχνει το άρρητο, το έγγιστο, στις έγχρονες καταστάσεις, στον κόσμο δηλαδή της κάθε μορφής απόστασης.
Σε αυτήν την προσέγγιση οφείλεται η ενότητα του συνειδησιακού βίου, αλλά και κάτι περισσότερο. Η ενότητα των ετεροτήτων μηνύει την πανσθενή ταυτότητα, ό,τι λέμε άπειρο και όλους τους ταυτογενείς όρους, ως αγαθότητα, ως ακύμαντη πηγή η οποία τρέφει το μεταβαλλόμενο, τρεφόμενη, παράδοξα, από αυτό αφού είναι τρόπος επιφανείας της.
                                                *
Επισκοπώντας αυτό το συμβαίνον νιώθουμε μια συγκίνηση η οποία αποδιαστέλλει κάθε έγχρονο πάθος και πλάνη, η οποία δεν εκπίπτει σε συναισθηματισμό, αλλά οδηγεί στο πλήρωμα.
Η πληρωματική κατάσταση, στο βαθμό που εμβιώνεται, αποτελεί το άνθος της μυστικής διόρασης και συνιστά την ανώτερη βαθμίδα του διανοείσθαι, χωρίς εκστασιασμό, είναι διαρκής έκσταση, απόσταση απ’ την απόσταση του πάθους και εγγύτητα που δεν είναι παρά η οδός της κοινωνίας. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι έτσι μία συνεχής γένεσις εἰς οὐσίαν, δημιουργική πνευματική ενέργεια με την οποία διασπινθηρίζεται η αγαθότητα στα έγχρονα πρόσωπα, έτσι που ο άνθρωπος είναι πνευματικός τόπος ‘’γνώσης’’ του απολύτου. Το θείο ανα-γιγνώσκεται ανθρωπίνως, πανανθρωπίνως, καθόσον τόπος επιφάνειάς του είναι ο παγκόσμιος άνθρωπος. Το χωρίς έγχρονο πρόσωπο πρόσωπο φωτίζει και φωτίζεται απλά στον έγκοσμο βίο των εκφραστών του.
                                                *
Αίροντας τις τοπικότητες του μυστικού πνεύματος το οποίο εκφράζεται και ως μυστική εμπειρία, κυρίως στον κόσμο της θρησκευτικής πνευματικότητας, μπορούμε να διίδουμε τουλάχιστον συγγένεια ανάμεσα στη φιλοσοφική και εμπνευσμένη θρησκευτική μυστική, συγγένεια η οποία διενώνει τις μεγάλες και λιγότερο γνωστές θρησκευτικές παραδόσεις και η οποία, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία συναντάται χωρίς να ταυτίζεται με το φιλοσοφικό λόγο. Μόνο οι μεγάλοι μυστικοί των θρησκευτικών παραδόσεων διασώζουν την από ειδωλικά, χρησιμοθηρικά, κατακτητικά και εξουσιαστικά στοιχεία θρησκεία, ενδύοντάς την με πραγματικά άνθη ζωής και πνεύματος. Είναι η αιώνια θρησκεία (Σανατάνα Dharma) που συχνά γειτνιάζει και συναντάται με την αιώνια φιλοσοφία (philosophia perrenis), όπως εκτενώς αναπτύξαμε σε άλλη εκενέστατη σπουδή μας.
Ευρύτερα όμως, προσεγγίζοντας και άλλες μορφές πνευματικής  δημιουργίας, όπως η ηθική, η τέχνη, η επιστήμη, διαπιστώνουμε την εγγύτητά τους με τη φιλοσοφία και διακρίνουμε ένα κοινό sensorium, πέρα απ’ το ποικίλο των αισθήσεων και των αισθητών και προσανατολιζόμαστε προς την κορυφή της πυραμίδας, όχι των αξιών ή των αξιολογικών κατατάξεων, αλλά της πολύπλευρης διαπορίας και προσπάθειας του ανθρώπου που μάχεται για την ‘’εκπόρθηση’’ της αλήθειας. Η εσαεί επιχειρούμενη εκπόρθευση όμως δεν είναι κατάκτηση, αλλά κοινωνία με το αληθεύον.
                                                *
Προσεγγίζουμε κάτι με το οποίο θα μπορούσαμε να ‘’ολοκληρώσουμε’’ τον περίπλου μας, χωρίς αυτό να σημαίνει οριστική ‘’εκκαθάριση’’ του θέματός μας.
Είναι αδύνατο στον έγχρονο άνθρωπο να μεθίσταται στο απόλυτο όχι επειδή το απόλυτο είναι μέτρο του σχετικού, αλλά επειδή κάθε τρόπος έκφρασης, συμβολικός, σχετικός, μυθικός, τρέφεται απ’ την απόλυτη φύση του κοσμανθρώπου. Ο άνθρωπος όμως εκφράζεται και στο βάθος της έκφρασής του ‘’κρύπτεται’’ η σιωπή. Είναι η σιωπή μαρτυρία της μυστικής μας υποδομής;
Έχουμε τονίσει αλλού τη σχέση γλώσσας μια μυστικής. Επεκτείνοντας όμως το θέμα και θεωρώντας κάθε μορφή έκφρασης μπορούμε να προσθέσουμε κάτι. ίσως, σημαντικότερο.
Δεν υπάρχει σιωπηλή έκφραση σε κάθε εκδήλωσή μας, σε κανένα έργο του πνεύματος, και όταν ακόμη μας αντικρίζουν σιωπηλά, όπως τα κείμενα, οι ζωγραφικοί πίνακες, γενικότερα, πολλά έργα τέχνης…
Όλα μιλούν, εκφράζονται, αλλά δεν εκφράζουν τον εαυτό τους, ώστε να είναι φορείς αυτοερμηνείας. Εκφράζουν τη δυναμική του πνεύματος, και αν αυτό συμβαίνει, πού βρίσκεται ο κόσμος της σιωπής;
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εξετάσουμε αν η μυστική ταυτίζεται με τη σιωπή.
Κατά πρώτο λόγο σιωπή δεν είναι η αδυναμία του εκφράζεσθαι, όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά. Το ανέκφραστο μαρτυρείται με τη σιωπή, και ανέκφραστο, άρρητο, δεν είναι το ακατάληπτο, αλλά το απολύτως γνωστό το οποίο δε χωρείται σε καμιά μορφή έκφρασης, αν κάθε μορφή έκφρασης είναι σχετική. Κάθε ρητό είναι, εκφραστό, σχετικό κ.ο.κ., αλλά το πρόβλημα συνίσταται στο τι τρέφει το ρητό, κάθε εκφραστή μορφή ρητού, συμπεριλαμβανομένου και του αισθητού κόσμου.
Πρόκειται για μια σιγηλή αποκάλυψη η οποία όμως φωτίζει την προβληματική μας. Το ανέκφραστο είναι απόλυτη α-λήθεια η οποία εκφράζεται με τη σιωπή. Η σιωπή επομένως είναι απόλυτη κοινωνία με το είναι μας, είναι το σιωπηλό φως του λέγειν και είναι βέβαιο πως αγκαλιάζει κάθε μορφή έκφρασης επενδύοντάς την με τον οντικό πλούτο. Να γιατί η σιωπή φωτίζει το λόγο, κάθε μορφή έκφρασης, αλλά είναι σημαντικό το ότι ‘’εξαρτάται’’ απ’ το λέγειν το οποίο είναι αποκαλυπτικός ‘’τόπος’’ όχι μόνο του είναι της σιωπής, αλλά και των δυνατοτήτων του στις οποίες προσφέρεται δυνατότητα νοήματος: Κάθε έκφραση είναι σχετική, κάθε λέγειν είναι συμβολικό και σχετικό, αλλά η δύναμη του σιωπάν την τροφοδοτεί εσαεί.
Επεκτείνουμε εδώ προηγούμενες διαπιστώσεις μας, αφού, εμβαθύνοντας στο νόημα του ρητού, σιωπούμε. Διαστελλόμαστε κατά κάποιο τρόπο και διαπιστώνουμε πως οι πνευματικές μας καταλληλότητες συν-απο-διαστέλλονται, ‘’καταβυθίζουν’’ στην ενότητα κοινωνίας, μας δημιουργούν το φιλοσοφικό νόστο, μακριά από κάθε τοπικότητα κι στατικότητα, εκεί που κανένας επιρρηματικός προσδιορισμός δεν έχει λόγο, δεδομένου ότι η φαντασιακή χωρικότητα συνιστά αειγενή λειτουργία. Επειδή όμως το ανθρωποκοσμικό είναι είναι ανέκφραστο ως άρρητη ολότητα, αλλά εκφραστό σε κάθε επιμέρους έκφρασή του, η σιωπή δεν είναι παρά ‘’έκφραση’’ του απολύτου και ως τέτοια είναι πιο εύγλωττη απ’ το λέγειν. Αποκαλύπτει τη ρίζα κάθε ρητού-εκφραστού και γι’ αυτό ακριβώς, αναγνωρίζοντας τον κύριο χαρακτήρα του αισθητού, του συμβολικού, του εκφραστού, αντικρίζουμε το σιωπάν ως απέραντη διάρκεια που είναι ο κινητήρας κάθε έμφρονης προσπάθειάς μας.
Δεν υπάρχει καμιά διαλεκτική σχέση λέγειν και σιωπάν, ούτε δυιστική θεώρηση, κάτι που θα εξαπέστελλε σε ειδωλοποιήσεις ή σε αμφίβολης αξίας συστήματα. Δεν υπάρχει καν σχέση, αλλά κοινωνία. Δεν υπάρχει λέγειν χωρίς σιωπάν, η ενότητα εδώ είναι σαφής και αποκαλύπτει πώς το απέραντα ποικίλο νοείται ως ενότητα για να γίνεται εκφραστό ως διασυσχετισμός μεγεθών, ενεργειών, καταστάσεων.
Το λέγειν είναι ουσιαστικά, οντικά, σιωπάν, το σιωπάν είναι είναι υπαρξιακά λέγειν. Όπως δε μπορούμε να διακρίνουμε το είναι απ’ το υπάρχειν, αφού το είναι συνέχει το υπάρχειν και το τελούμενο αγγέλλει εσαεί το είναι, κατά παράλληλο τρόπο δε διακρίνουμε το σιωπάν απ’ το λέγειν: Το πρώτο αγγέλλεται με το δεύτερο, το δεύτερο τρέφεται απ’ το πρώτο.
Απλούστερα: Λέγοντας, ενεργώντας, δείχνοντας, αισθανόμενοι, συναισθανόμενοι, αποκαλύπτουμε τη σιωπή, το νόημα του εκφραζόμενου, την οντική του φύση η οποία είναι ανέκφραστη.
Οφείλουμε να θυμίσουμε κράτιστες διακηρύξεις φιλοσόφων ολκής κατά τις οποίες το μόνο που γνωρίζουμε πραγματικά είναι η αιώνια φύση των πραγμάτων που είναι κοινή; Ίσως δημιουργείται η υποψία πανθεϊστικής απόκλισης και αυτό θα ήταν βάσιμο αν ταυτίζαμε είναι και υπάρχειν. Στο μονισμό του πανθεϊσμού αντιπροτείνουμε την ενότητα εν ταυτότητι. Δεν είναι όλα ένα όπως διεκήρυττε ο Εφέσιος, ο πατέρας του πανθεϊσμού, αλλά το ένα, το απολύτως άχραντο, αποκαλύπτεται σε κάθε μορφή ύπαρξης.
                                                *
Ήδη η μυστική ως τρόπος κοινωνίας μας με το συμβαίνον διεμβολίζει λέγειν και σιωπάν. Αν, όταν εκφραζόμαστε, εικονίζουμε με το λέγειν μας το σιωπάν35, ό,τι δηλαδή δεν εκφράζεται, για να εκφραζόμαστε, διασυνδέουμε τα ετερογενή και αυτή ακριβώς η συνειδησιακή αμεσότητα είναι μυστική. Η μυστική επομένως είναι η βεβαιότητα χωρίς την οποία δεν είναι διανοητή καμία πνευματική λειτουργία.
Η σιωπή είναι αδιανόητη χωρίς τη μυστική. Η μυστική δεν είναι απλά στοιχείο του είναι μας, όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά τρόπος ενεργείν όλων μας των πνευματικών λειτουργιών και έτσι καθορίζεται κάθε λέγειν, κάθε φραστό. Ήδη αναδύεται η σιωπή η οποία επισφραγίζει την ισχύ του λέγειν και το θαυμάσιο των αποκαλύψεών της.
Ό,τι όμως εκφράζει η μυστική, η σιωπή το τελειώνει ως διάρκεια του έγκοσμου υπάρχοντος που μαρτυρεί τους οντολογικούς του θησαυρούς.
Οποιοδήποτε έργο του ανθρωπίνου πνεύματος λέγει και σιωπά
και αυτή η σύμπτωση του λέγειν και του σιωπάν, η συμπληρωματικότητα καλύτερα,  οδηγεί στη μυστική ενατένιση του ισχύοντος, του όντως ισχύοντος. Κάθε πραγματική εμπνοή είναι μυστική, κάθε σιωπή οδηγεί στο μυστικό.
                                                *
Όλες όμως οι προηγούμενες σκέψεις μας έχουν μια αναντίρρητη αφετηρία: Δε σιωπούμε χωρίς γνώση, η γνώση, τα συναισθήματα και τα βιώματά μας που είναι εκφραστά προϋποθέτουν μεν τη σιωπή, αλλά η τελευταία είναι αδιανόητη χωρίς τη γνώση. Και στις ακραίες καταστάσεις του άγχους και της ακηδίας, προτιμάμε τη σιωπή επειδή απορρίπτουμε ό,τι γνωρίζουμε, επειδή η γνώση μας φαίνεται ως βρόγχος.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως το σιωπάν είναι δευτερογενές ή εναλλακτική απάντηση στην έντονη και χωρίς σκοπό διαπορία μας. Συναναδύεται μαζί μας και μας τρέφει.
                                                *
Ας επανέλθουμε, πριν προχωρήσουμε, στις σχέσεις λέγειν και σιωπάν υπό ‘’ριζοσπατικότερη’’ προοπτική.
Ο λόγος της σιωπής είναι ισχυρότερος απ’ το λέγειν μας το οποίο, με τη σχετικότητά του και με τη συμβολική του φορά, προσπαθεί να ορθώσει νόημα. Γι’ αυτό ακριβώς το σιωπάν δε συμβολίζεται. Ωστόσο, ο λόγος της σιωπής κατατίθεται με το λέγειν μας και μας οδηγεί στην εξής διαπίστωση: Τίποτε δε σιωπάται, είναι αδιανόητη η καταβύθιση στη σιωπή, στην ‘’απόλυτη’’ σιωπή δεδομένου ότι το σιωπάν είναι τροφός του λέγειν. Στο είναι του λέγειν επομένως ιχνεύουμε τη σιωπή κατά τρόπο που κάθε λέγειν μας είναι ‘’ερειπωμένη’’ σιωπή και όχι σιγή. Όπως το άρρητο είναι αδιανόητο χωρίς το ρητό, το άφραστο χωρίς το φραστό, κατά παράλληλο τρόπο και το σιωπάν είναι αδιανόητο χωρίς το λέγειν.
Ζούμε μάλιστα όλο και πιο πολύ την πλήθουσα επιβολή του λέγειν και γενικότερα του εκφράζεσθαι, το καταναλισκόμενο λέγειν σε προφορικές και γραπτές εκφράσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής και αναλογιζόμαστε αν σε αυτές τις περιπτώσεις εκλείπει το σιωπάν ή, στην καλύτερη περίπτωση αν κρύπτεσθαι φιλεῖ.  Το αρχέγονο καταβυθίζεται στο εφήμερο και στις οσμώσεις του, θα μας έλεγαν κάποιοι.
Η α-λήθεια όμως είναι διαφορετική, όσο κι αν το ψεύδος και κάθε μορφή εφήμερου που διεκδικεί το αλάθητο σύρεται απ’ την Ανάγκη, απ’ την απροσωπία της και την ενστικτώδη της αμεσότητα δεσπόζοντας έτσι επιφανειακά, γιατί τόπος του ψευδούς είναι το αληθεύον νόημα.
Ας δούμε: Υπάρχει κάτι σημαντικότερο το οποίο θα πληροφορηθούμε αν επισκοπήσουμε προσεκτικότερα τις σχέσεις λέγειν και σιωπάν. Γνωρίζουμε πως το λέγειν κατατίθεται συμβολική με τη γλώσσα όπως και με κάθε μορφή εκφρασης. Η γλώσσα όμως, όπως και κάθε έκφραση, για να μορφοποιείται, προσλαμβάνει ήχους και σχήματα απ’ τον αισθητό κόσμο ο οποίος όμως, όπως αναπτύξαμε αλλού, έχει πνευματική υπόσταση. Το πνευματικό όμως δεν είναι απόλυτο, αλλά  συνέκφραση του απόλυτου με το σχετικό. Το λέγειν επομένως, πέρα απ’ το ότι προϋποθέτει αίσθηση και αντίληψη για να μορφοποιείται, είναι αναλώσιμο ή, τουλάχιστον, σχετική συμβολική έκφραση.
Ήδη, γνωρίζουμε απ’ την ιστορία των πνευματικών επιτεύξεων πως το λέγειν έχει δύο ‘’διαστάσεις’’: Κατά πρώτο λόγο ακολουθεί ό,τι ονομάζουμε φυσικό συμβαίνον ή αναγκαιότητα, και αυτό είναι φανερό κυρίως στο μυθικό λόγο όπου όλα σχεδόν υποκλίνονται στο βωμό της Ανάγκης, του συμβαίνοντος δηλαδή στο φυσικό-αισθητό κόσμο. Ωστόσο, ο αισθητός κόσμος λειτουργεί και τον τρόπο λειτουργίας του στι απέραντες διεκφράσεις του προσπαθεί να περιγράφει η επιστήμη και μάλιστα με μαθηματικό τρόπο. Το λέγειν επομένως, επισκοπούμενο διαχρονικά,  παρά τα σύμβολά του, είναι σχετικό, δεν εκφράζει το απόλυτο, αλλά κάτι σημαντικότερο ίσως: Δεν αυτοερμηνεύεται, αλλά αποκαλύπτει το είναι της αίσθησης, της αντίληψης, του λογισμού που είναι η ‘’τραυματισμένη’’ σιωπή. Πλήρωμα του λέγειν είναι το σιωπάν και γι’ αυτό δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση, σχέση δηλαδή δύο διαφορετικών ή και παρόμοιων στοιχείων τα οποία δια-λέγονται, αλλά ενότητα, συμπληρωματικότητα. Πηγή, αέναη πηγή του λέγειν είναι το σιωπάν, όπως πηγή του σχετικού είναι το πλήρωμά του, το απόλυτο. Όπως είναι αδιανόητο να εννοηθεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο, φθαρτό κ.ο.κ. χωρίς το απόλυτο πλήρωμά του, κατά παρόμοιο τρόπο είναι αδιανόητο να θεωρηθεί οποιοδήποτε λέγειν, οποιαδήποτε μορφή έκφρασης, χωρίς το σιωπάν.
Με το σιωπάν αποκαλύπτεται η αιώνια φύση των πραγμάτων που είναι και φύση μας. Το σιωπάν δεν έχει ηλικία, μαρτυρείται με το λέγειν του κόσμου, του κοσμικού συμβαίνοντος, και τυπώνεται συγκεκριμένα και συνειδησιακά με το λέγειν του ανθρώπου που είναι και απόηχός του.
Απόηχος, πνευματικός απόηχος του σιωπάν είναι το λέγειν και εδώ συναντάμε δημιουργικότερα ίσως από όσο σε προηγούμενες διαπιστώσεις μας τη θέση της μυστικής σε όλες τις βαθμίδες του στοχάζεσθαι.
Πιο συγκεκριμένα: Σιωπώ σημαίνει πως κατανύσσομαι, πως ενωτίζομαι πνευματικά την αιώνια φύση των πραγμάτων και εδώ αισθάνεσθαι, αντιλαμβάνεσθαι, λογίζεσθαι, αναδύουν χάρμα, ανέκφραστη έκπληξη, θαυμαστό στο πνεύμα της ενότητάς τους, έτσι ώστε είναι και υπάρχειν ταυτίζονται. Ταυτίζονται άχρονα και να που το λέγειν, το ποικίλο λέγειν του κόσμου δεν είναι παρά η συμβολική-σχετική έκφραση του σιωπάν. Το τελευταίο, ωστόσο, δεν είναι απόλυτο ο τρόπος που το καθιστά εκφραστό. Τρεφόμαστε εσαεί απ’ το σιωπάν το οποίο είναι στίγμα του απολύτου στο σχετικό, εκλυόμενο στίγμα που ‘’εκβράζεται’’ στο λέγειν, που θύεται στον κόσμο του.
                                                *
Βέβαια, το λέγειν εκτρέπεται,, αυτό φαίνεται όχι μόνο απ’ τη χυδαιότητα την οποία ντύνεται, αλλά και από κάθε μορφή έκφρασης πλάνης σε όλα τα πεδία του επιστητού. Δε αυτές όμως τις περιπτώσεις, υπερπλήθουσες οπωσδήποτε, η ‘’αναγωγή’’ είναι αποκαλυπτική, καθόσον η εννόηση του αρνητικού, παραπέμπει στο αρχέγονο. Το ψευδές δεν είναι κριτήριο του εαυτού του, το αντίθετο αληθεύει. Άλλως καταστρατηγείται κάθε νόημα.
                                                *
Αν προσπαθούσαμε να εμβαθύνουμε ακόμη, θα διαπιστώναμε πως αναλύοντας κάθε μορφή λέγειν, κάθε δηλαδή μορφή έκφρασης, θα οδηγούμασταν στην έκρξηξ, στην αποδιαστολή του λέγειν σε σιωπάν. Όχι με μυστικιστικές εξάρσεις οι οποίες αποτελούν εκτροπή ή αλογικές παρορμήσεις, αλλά με την αυτοσυγκέντρωση, με τη ρωμαλέα κατανυκτική στάση η οποία αναστέλλει κάθε νωχελική ή ειδωλική παράσταση και η οποία οδηγεί στην καρδιά του οντικού.
Η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις που μπορεί να είναι και προσωπική μας περίπτωση είναι πιο εύγλωττη γιατί αποκαλύπτει το είναι του υπάρχειν, το είναι κάθε υπάρχοντος και κυρίως το είναι του συνειδητού άμεσα υπάρχοντος που είναι ο άνθρωπος και γενικά το ανθρωπίνως υπάρχειν στον έγχρονο-έγκοσμο βίο.
Με το βασίλειο της σιωπής αποκαλύπτεται το άπειρο ανθρώπου-κόσμου, είναι σημείο αποκάλυψης γιατί δε νοείται σιωπή χωρίς λόγο, χωρίς τη συνειδητοποίηση του εγκόσμως-εγχρόνως υπάρχειν. Ιδού η διαφορά ανάμεσα στη σιωπή και στο άρρητο. Η σιωπή είναι ο έγκοσμος οφθαλμός, η ‘’μυστική’’ που άγει στην ανακατάληψη, στην ανασυγκρότηση, στην αξιολόγηση του λέγειν, στο φωτισμό του.
Ήδη, σιωπή και λόγος μηνύουν το μυστικό μας είναι. Δε νοείται σκέψη χωρίς την αέναη μυστική πρωτοπληροφορία.
Όμως, το απολύτως σιωπάν είναι το θνήσκειν. Μήπως όμως το απολύτως σιωπάν, η μυστική δηλαδή του θανάτου, είναι κατάφαση, -απρόσωπη, στο απολύτως ζην; Με το πρόβλημα ασχοληθήκαμε σε άλλες ευκαιρίες (πρβλ. τα βιβλία μας Μελέτη Θανάτου, Δωδώνη, 1988 και Το άσπιλο του θανάτου, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1996) και δε μπορούμε να το αναπτύξουμε στην παρούσα σπουδή.
                                      *
Η σύγκραση όμως μυστικής και σιωπής οδηγεί στη μυστική ωραιότητα. Υπάρχει βέβαια κάποια σημαίνουσα διαφορά ανάμεσα στη μυστική, στη θεωρητική μυστική και στη μυστική εμπειρία, η διευκρίνιση της οποίας θα μας βοηθήσει. Υπό τον όρο θεωρητική μυστική εννοούμε τη μυστική την οποία συναντάμε κυρίως στο φιλοσοφικό λόγο, όπου πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η διάνοια, η μεταφυσική, αν θέλετε, θεμελίωση μεγάλων φιλοσοφικών ερωτήσεων. Αυτό το στοιχείο υπολανθάνει σε πλείστες όσες φιλοσοφικές συνθέσεις και έχει ως βασική αρχή την προσωπική θεμελίωση της αμεσότητας, κάτι που κατευθύνει σε επιμέρους προβληματισμούς. Τη θεωρητική μυστική τη συναντάμε κυρίως σε φιλοσόφους και σε μυστικούς ο οποίοι, υπερβαίνοντας το θρησκευτικό τους πλαίσιο προβληματίζονται φιλοσοφικά.
Η μυστική εμπειρία συναντάται κυρίως σε θρησκευτικούς στοχαστές και δεν προϋποθέτει αναγκαστική αναστροφή με τη φιλοσοφική προβληματική. Ωστόσο, ένας μυστικός εμπνευσμένος απ’ τη θρησκευτική του φύση, ένας μυστικός που έχει οδηγηθεί στην πνευματικότητα, προσεγγίζει θαυμαστά το θεωρητικό μυστικό, συνοδοιπορεί με αυτόν36.
Όσο μεγαλύτερη προσέγγιση υπάρχει, τόσο τα ομολογιακά, ειδωλικά και υποκειμενιστικά στοιχεία υπερβαίνονται και οδηγούμαστε στη θρησκειοφιλοσοφία, στον κόσμο της οποίας θεωρητική μυστική και μυστική εμπειρία συναντώνται ή ακραγγίζονται Σε αυτές τις περιπτώσεις η μυστική αποχρωματίζεται από κάθε πολιτισμική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα και προσεγγίζει κράτιστες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Αιώνια θρησκεία και αιώνια φιλοσοφία ανταμώνονται χωρίς να ταυτίζονται και αυτή η αλήθεια είναι αποκαλυπτική γιατί αγγίζει την υψηλή πεζογραφία, τέχνη, επιστήμη.
Ονόμασαν τους μυστικούς πρίγκιπες του πνεύματος, καθ’ υπερβολή βέβαια, αλλά μόνο αναστροφή με κράτιστα κείμενά τους πληροφορεί θαυμαστά. Ένα μόνο παράδειγμα απ’ τα τόσα και τόσα είναι χαρακτηριστικό. Τι έχει να πει στη Λογική η σχέση Κενότητας και Μορφής; Κι αν ακόμη την αμφισβητούμε, η σκέψη μας πηγαίνει κατευθείαν σε μεγάλους λογικούς και λογικομαθηματικούς της ελληνοευρωπαϊκής παράδοσης και έτσι αναπροβάλλουν προβληματισμοί ως προς τη φύση της αίσθησης, της χρονικότητας, του χώρου, της αντίληψης, της γνώσης.
Δεν πρεσβεύουμε καμιά μείξη, καμία ‘’μυστικιστική’’ μείξη, όπως θα έλεγαν επιπόλαια κάποιοι που αντιμετωπίζουν μέγιστα προβλήματα μόνο επιδερμικά, επιπόλαια δηλαδή. Υποστηρίζουμε κάτι πολύ απλό: Υπάρχουν υπέροχες συγκλίσεις και συναντήσεις στον κόσμο του πνεύματος. Αυτή η συνάντηση εκφραστών της μυστικής εμπειρίας με φιλοσόφους και θεωρητικούς μυστικούς παροξύνει δημιουργικά τη διάνοια, χωρίς να οδηγεί σε ολίζοντα συστήματα. Μας θυμίζει επίσης τη συνάντηση του οντολόγου με τον άγιο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
                                                *
Ας προσεγγίσουμε όμως τη μυστική ωραιότητα για να προχωρήσουμε όσο πιο προσεκτικά. Αν θυμηθούμε την ασκητική οδό και όλη την αρνητική καταρχήν θεώρηση του έγκοσμου που μέσω της via negationis οδηγεί στην έλλαμψη και στη ζηλευτή unio mystica, αποφεύγουμε τόσο τις ασκητικές τάσεις που οδηγούν στον ασκητισμό, ειδωλική μορφή θρησκευτικότητας, και θυμούμαστε όχι μόνο την ασκητική των Ορφικοπυθαγορείων με τις αλληγορίες και τη διανοητική ενόραση, αλλά και την αριστοτελική θεώρηση της άσκησης: Η αρετή είναι ἓξις προαιρετική, συνήθεια την οποία αποκτάμε με την προαίρεσή μας γιατί ένδοθεν υπάρχει αυτή η κλήση, φθάνουμε στην πλατωνική θέση της φυγῆς απ’ τη μαγγανεία του αισθητού.
Εμβαθύνοντας, δε μένουμε ποτέ στην αρνητικότητα, αλλά οδηγούμαστε σε ό,τι ονομάσαμε θετικότητα της θετικότητας και έτσι στη θεώρηση της ωραιότητας και του μυστικού της θάμβους.
Τα κείμενα είναι πολλά, σε όλες τις παραδόσεις συναντάμε τη μυστική ωραιότητα γιατί είναι πολύτιμο περιδέραιο της ανθρώπινης φύσης και όχι απόκτημα κάποιων προνομιούχων.
                                                *
Τι είναι όμως η μυστική ωραιότητα για την οποία κάνουμε λόγο; Είναι ακριβώς η αντιστροφή της νατουραλιστικής θεώρησης της ομορφιάς, η ίχνευση του κάλλους, γιατί γνωρίζουμε πως κάθε ωραίο (ώρα, ώρη: στην αρχαιοελληνική εκδοχή του ο όρος σήμαινε την εποχή) είναι πάντα προσωρινά και υποκειμενικά ωραίο και πως παρέρχεται, πως χάνεται και πως αναβλαστάνει υπό άλλη σχετική ή παρεμφερή μορφή.
Λέμε συνήθως  πως το ωραίο είναι αισθητική κατηγορία και πως εξαρτάται απ’ την αρμονία των μορφών, απ’ τη συναρμογή τους, απ’ την έκφρασή τους που αφοπλίζουν που κινούν το θαυμασμό που γοητεύουν. Ας θυμηθούμε πόσοι μυστικοί υπομνημάτισαν το ερωτικό ποίημα της Παλαιάς Διαθήκης Άσμα ασμάτων37 προσδίδοντάς του αλληγορική πνοή, πόσοι μίλησαν για το θείο έρωτα, για τη μύχια κοινωνία της ψυχής με τον εραστή της, το Θεό, πόσοι επίσης μυστικοί του Ισλάμ αλλά και άλλων παραδόσεων μας άφησαν θαυμαστά παρόμοια έργα. Υπάρχει όμως στο βάθος όλων αυτών των υπομνημάτων μία ανατροπή, μία μυστική υπερερωτική ανατροπή η οποία μας οδηγεί στο είναι του πλατωνικού έρωτα ο οποίος καταπαύει, ο οποίος είναι τελικά υπερερωτικός. Και εδώ τα πεδίο των σχολίων και των επιφυλάξεων είναι απέραντο, αλλά οφείλουμε να προσεγγίσουμε το ουσιώδες.
Αν η θεματική της μυστικής εμπειρίας προσφεύγει συχνά στο ερωτικό στοιχείο, αν ο θείος έρως  είναι εκστατικός, οὐκ ἑαυτῶν ἐῶν ἀλλά τῶν ἐρωμένων εἶναι τους ἐραστάς, το είναι της μυστικής εμπειρίας είναι υπερερωτικό, γιατί, αν ήταν απλά ερωτικό, θα ήταν παροδικό, όπως κάθε έρωτας. Υπάρχει εδώ μια μετακίνηση, μια μεταστοιχείωση της ωραιότητας των μορφών, του ωραίου δηλαδή σε κάλλος.
Η μυστική ωραιότητα την οποία συναντάμε σε κήπους χαρίτων των μυστικών του Ισλάμ, σε συγκινητικές εξομολογήσεις μυστικών της ευρείας χριστιανικής παράδοσης, στον Ταντρισμό κ.α., δεν καταλήγει ούτε στην έκσταση, εκτροπή της οποίας είναι ο εκστασιασμός, ούτε στην εγωιστική απομόνωση και υπεροπτική αυτάρκεια, όπου ο μυστικός υποκαθιστά το θείο. Ο πραγματικός μυστικός που οδηγείται στην unio mystica είναι οικουμενική ψυχή, θεωρεί το ωραίο υπό το φως του κάλλους, το υπερβαίνει.
Βεβαίως το λέγειν του προσφεύγει στις εκφραστικές μορφές του ωραίου χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα έκφρασης. Θα διαπράτταμε όμως σφάλμα αν  μέναμε στο γράμμα των μυστικών κειμένων και αγνοούσαμε το πνεύμα τους. Η πραγματική μυστική εμπνοή, αποκαθαρμένη από πολιτισμικές τοπικότητες και γλωσσικές ιδιομορφίες, είναι οικουμενική, μας αγγίζει στο μέτρο που κοινωνούμε με κάποιες αλήθειες της προσωπικής και διαπροσωπικής μας ζωής. Είναι πληρώνουσα και πληρωματική, εκεί συναντιούνται πανθεϊστικές, πανενθεϊστικές, κυνικές και άλλες υποβολές που πιστοποιούν το οικουμενικό αισθητήριο.
*
Το ουσιώδες συνίσταται στο εξής: Το κάλλος είναι νοητό, υπερνοητό, θα λέγαμε. Είναι η αιώνια έλλαμψη της αγαθότητας που αιωνίζεται όχι πια στη θρησκευτική υπηκοότητα του μυστικού, αλλά στην πανανθρώπινη οικουμενικότητα ως φωτισμός του νου ο οποίος τολμάει να κάνει λόγο όχι για αντίληψη ή νόηση, αλλά για αίσθηση του Θεού. Και η αίσθηση, αυτή η ζωτική και συγκεκριμένη πνευματική λειτουργία, είναι ένθεη στη συνείδηση του μυστικού  γιατί στο ίδιο της το ενεργείν αποκαλύπτεται το κάλλος της αγαθότητας.
Ήδη, το κάλλος διαθλάται στα αισθητά όχι μόνο για να εκφράζεται με την αρμονία χρωμάτων, μορφών, κινήσεων, βλέψεων, αλλά κυριότερα για να αποκαλύπτει την παρεκτική των πάντων θεία ενέργεια.
Το κάλλος, υπερνοητό αλλά εμφανές, αποκαλύπτεται στον βλέποντα, στον αισθανόμενο, στο συναισθανόμενο ο οποίος διορά σε κάθε κίνηση, αλλαγή, μεταβολή, το εμμενές της αγαθότητας η οποία δε δείχνεται, αλλά μαρτυρείται. Η καρδιά του μυστικού ζει συμπληρωματικά την εμμένεια ως υπερβατικότητα και αυτή ακριβώς η κοινωνία ανατρέπει ειρηνικά όλη τη φαινομενικότητα, της ‘’αφαιρεί’’ τη γοητεία, και τάσσει το αισθάνεσθαι στο υψηλό επίπεδο της κοινωνίας. Ο μυστικός, η μυστική του κάλλους και της λαμπρότητας επομένως συναντάται με τις βαθύτερες εμπνοές της πανανθρώπινης προσπάθειας και εκφράζει το συστατικό στοιχείο της θρησκευτικής εμπνοής. Χωρίς αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια η θρησκεία δεν είναι παρά θεσμός με όλες τις αδυναμίες και τα θετικά στοιχεία των άλλων ανθρώπινων θεσμών.                                      *
Ο δρόμος όμως της μυστικής οδηγεί πιο ‘’πέρα’’, δια- λαμπυρίζεται σε κάθε ενέργεια, γίνεται άχραντη κόρη της θεότητας, αποδίδει στο θηλυκό στοιχείο αμάραντο κάλλος, οδηγεί το ανθρωποκοσμικό, την anima, στη Δόξα, ως τόπο έκφρασης της αληθεύουσας αγάπης, ταπεινότητας, διαθεσιμότητας, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης, ευθύτητας. Αποκαλύπτει το ηθικοδιανοητικό είναι στο έγχρονο-έγκοσμο υπάρχειν.
Μόνο με τη μυστική προσέγγιση αποκαθίσταται ο μύχιος δεσμός ενότητας, ταυτογένειας είπαμε, ανάμεσα στο ηθικό και στο διανοητικό και υπερβαίνονται τα πλαστά όρια ανάμεσα στο θεωρητικό και στον πρακτικό λόγο. Έτσι, η ἅπλωσις της πλωτινικής κυρίως σκέψης δεν είναι μετάσταση, αναχώρηση για άλλο τόπο, αλλά πνευματική αποδιαστολή, άρρητη κοινωνία, όπου η γνωστή αποφατικότητα αποδεικνύεται τέχνασμα της διανοίας, καθόσον το αποφατικό της γνωστής αποφατικής θεολογίας προσκρούει σε φράγματα τα οποία η ίδια η διάνοια οικοδομεί. Το ‘’εντελώς άλλο’’, το απόλυτα αποφατικό, δεν αποδεικνύεται παρά θετικότητα κάθε θετικότητας, το συνεκτικό, το συνεχές, η πραγματική ανάλαμψη της διανοίας στο ηθικό της εύρος, η κοινωνία που πληρώνει. Ιδού η διαφορά της ωραιότητας απ’ το κάλλος και υπ’ αυτό το πνεύμα δε διοράται μόνο η ηθική, αλλά και η αισθητική, το πνεύμα των επιστημών του ανθρώπου και κάθε γνήσια και αληθεύουσα επιστημονική περιγραφή.
Αν, όπως υποστηρίξαμε σε προηγούμενες σελίδες, μυστική είναι ο τρόπος γνήσιας αντίληψης και έκφρασης του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος, το μάθημα των μυστικών είναι σημαντικό. Αν κορυφαίες μαρτυρίες κορυφαίων μυστικών, θεωρητικών μυστικών όλων των παραδόσεων συγκλίνουν, ενίοτε συμπίπτουν αν αποφλοιωθούν από δογματισμούς, και συναντώνται με κορυφαία φθέγματα κράτιστων φιλοσόφων, η μυστική εμπειρία η οποία δε συμπίπτει με τη θεωρητική μυστική, διδάσκει κάτι σημαντικό, παρά συναντώμενες υπερβολές ή και αστοχίες.
Μας διδάσκει πως το ιερό ταυτίζεται με την ιερότητα της ζωής, πως το πλήρωμα είναι ακριβώς η ανακαίνιση της χρονικότητας, πώς η ωραιότητα δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το κάλλος, πώς η παγκόσμια πνοή έχει παρθενικές αρχές που γίνονται φαεινή ημέρα με την παρθενικότητα του ηθικοδιανοητικού.
                                                *
Διαβλέποντας κατά βάθος διακρίνουμε την ενότητα, την ταυτογένεια θα λέγαμε, μυστικής, αγιότητας και σιωπής. Σημαντικοί στοχαστές διαφορετικών μάλιστα κατευθύνσεων, διαπίστωσαν με ευκρίνεια το δεσμό μεταξύ οντολογίας και αγιότητας, πέρα από κάθε ομολογιακή δέσμευση. Κοινή ρίζα αυτών των διαπιστώσεων είναι η αναζήτηση, η ίχνευση του αληθεύοντος νοήματος το οποίο ‘’παροικεί’’ στο νοητό κάλλος, στο κάλλος, για να είμαστε ακριβέστεροι. Προσεκτική αναστροφή οδηγεί σε ευρύτατους αλλά συγκλίνοντες ορίζοντες.
                                                *



Εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο ανακαλύπτουμε τη μυστική ρίζα η οποία αναδύεται ως έκφραση σιωπής, ως παρουσία-μαρτυρία Ήδη, ο άγιος38 εισάγει στο μυστικό νόημα της σιωπής, στον τόπο του με την ενσυναίσθηση αναβλέπουμε τρόπους έκφρασης του άφραστου, γιατί τι είναι η ευπρέπεια, η σεμνότητα, η θυσία, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η μεγαλοψυχία, και άλλες διεκφράσεις του απολύτου χωρίς την παρουσία-μαρτυρία του αγίου;
Το νόημα όμως είναι αποκαλυπτικότερο. Με την εύγλωττη σιωπή του αγίου αποκαλύπτεται το άσπιλο, το παρθενικό της αρετής και αυτό συνιστά θεμελιώδες στοιχείο του υπάρχειν μας.
Ακόμη περισσότερο: Συστατική αρχή του υπάρχειν στον κόσμο είναι η παρουσία-μαρτυρία του απόλυτου στο σχετικό κατά τρόπο που οι λεγόμενες αξίες είναι αδιανόητες χωρίς τη συγκεκριμένη τους έκφραση. Το έγχρονο είναι ουσιαστικά αιώνιο, το υπάρχειν έχει θεία πνοή και αυτό δεν προκύπτει, αλλά αναδύεται απ’ τα ίδιο μας το έγκοσμο είναι, απ’ το υπάρχειν μας. Να τι είναι μυστικό μετά τη σύντομη αναστροφή μας με τη σιωπή του αγίου. Ό,τι αναδύεται, ό,τι καθιστά δυνατή τη συνειδητοποίηση του υπάρχειν, του συνυπάρχειν, το βαθύτερο συνείναι δεν έχει ούτε υπηκοότητα, ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτό ακριβώς το αιώνιο αποκαλύπτεται συνεχώς, ως συνέχεια, ως απόλυτη συνέχεια σε κοσμικές μορφές και σχήματα, ουσιούμενο, ἁπάσης καταφάσεως και ἀποφάσεως ἐπέκεινα.
Στον άγιο επομένως καταπαύει και η μυστική εμπειρία, αναλώνεται, θα λέγαμε, ως εσαεί κοινωνία, ως φιλανθρωπία, ως θυσία χωρίς καμιά κτητική σχέση, ως συνεχής πάλη ελευθέρωσης απ’ τα δεσμά της εγωκεντρικότητας και των ψευδαισθήσεων του νόθου λογισμού.
                                                *
Δεν απαιτούνται περαιτέρω σκέψεις για να συνειδητοποιήσουμε ό,τι είναι εμφανές: Μυστική ωραιότητα, κάλλος, σιωπή, αγιότητα συγκλίνουν και συνεκφράζονται χωρίς να εγκλείονται σε στενά ομολογιακά όρια, χωρίς να αιχμαλωτίζονται σε μορφές και σχήματα, αλλά ‘’αιχμαλωτίζοντάς’’ τα.
Πιο συγκεκριμένα: Κάθε μορφή, σχήμα, ενέργεια, συναίσθημα, σκέψη, έχουν παροδικό χαρακτήρα και κινούνται στα πλαίσια της αισθητής φανέρωσης, της συμβολικής έκφρασης, της μυθικής αφήγησης-περιγραφής. Ωστόσο, στο αισθητό, παρά τις μεταβολές του, διαπορθμεύεται το νόημα, ψελλίζεται η αλήθεια και εκφραστής αυτής της κατάστασης δεν είναι το αισθητό, αλλά το πνεύμα. Παράλληλα, και ατό είναι ενδιαφέρον, το αισθητό δεν είναι υλικό, αλλά αισθητές ποιότητες-μαρτυρίες του πνευματικού. Ήδη, και το αισθητό νοείται αντιληπτικά, συναποκαλύπτει με το συνειδητό υποκείμενο την πνευματική φύση του κοσμανθρώπου.
Δεν αναζητάμε πλέον την αισθητή ωραιότητα παρά στο κάλλος που είναι ουσιαστικά ανέκφραστο καθό έγγιστο, μη οριζόμενο, αλλά ορίζον.
Το αυτό συμβαίνει και με τη ‘’σχέση’’ του αγίου με τη μυστική. Ο άγιος, έγχρονος ως μαρτυρία, αποκαλύπτει τη γονιμότητα της σιωπής: Χωρίς το λέγειν δεν υπάρχει σιωπάν. Αυτό όμως δεν οδηγεί στη νόθα διαλεκτική του λέγειν και του σιωπάν, διαλεκτική μείξης αμείκτων, αλλά στην περιχωρητικότητα, στην κοινωνία απόλυτου και σχετικού.
Στο σιωπάν δεν οδηγεί καμιά αμηχανία έκφρασης, κανένας συναισθηματισμός ή και εκστασιασμός. Ο πλατωνικός έρως λ.χ. αυτοκαταλύεται, διαλύεται στην κοινωνία της ψυχής με το μύχιό της είναι, στο θεᾶσθαι μόνον και ξυνεῖναι. Το ερωτικό στοιχείο ‘’αρπάζεται’’ απ’ την αγάπη, απ’ την κοινωνία με το αληθές και πορίζει την πραγματική γνώση και έτσι επιτελείται το αέναο νόστιμον ἧμαρ.  Ο νόστος όμως, μετά τη νοσταλγία, είναι μυστικός και αποκαλύπτεται ουσιαστικά ως αιώνιο συμβαίνον, ως αλήθεια, το κέρας της οποίας καμιά απολησμονιά δεν είναι σε θέση να κλονίζει.
Απλά και επιλογικά: Το αληθεύον είναι αγενεαλόγητο, απόλυτο και επωάζεται, τρέφεται, αυξάνεται στην έγχρονη-έγκοσμη πολιτεία μας ως αέναη μυστική γένεση που τρέφει θεούς και ανθρώπους. Εκείθεν κάθε αξιόπιστη δημιουργία.

2016 Αύγουστος