βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΖΩΝΗ ΠΥΡΟΣ ή ΠΕΡΙΦΛΕΓΗΣ ΘΗΤΕΙΑ (ο Πάροικος, ο Πειρατής, ο Βεδουίνος)- ΤΡΑΓΩΔΙΑ

 ΖΩΝΗ ΠΥΡΟΣ ή ΠΕΡΙΦΛΕΓΗΣ ΘΗΤΕΙΑ (ο Πάροικος, ο Πειρατής, ο Βεδουίνος)-  ΤΡΑΓΩΔΙΑ,

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ ΡΟΜΩΝ, 2022.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα η νέα τραγωδία του Νίκου Μακρή η οποία διατίθεται απ' τον εκδότη και από κεντρικά βιβλιοπωλεία. Την αναδημοσιεύουμε.



1.       Εξαγγελτήριο

Τανύστηκαν λευκά φτερά στου ορίζοντα τα βάθη

κι άφησαν πίσω τους γλυκά, φευγάτα περιστέρια

άυλα στίγματα φωτός χωρίς αρχή και τέλος

λαμπίζοντας γκριζόχρωμες προσπερνούσες σκιές

που λυγερά, αθόρυβα, πλέκουνε μύρια στέφη

σ’ άυλες μορφές που χάνονται στου χρόνου μας την πλήξη…

Οι στρατοκόποι της ζωής, όλοι μας νυσταγμένοι

θλιμμένοι ή χαρούμενοι κατά τις περιστάσεις

χανόμαστε στις ζοφερές μέριμνες της ημέρας

του αύριο σε λογισμούς προάγοντες το βίο

στην τυραννία τη σκληρή, του χρόνου ακροπάτι

που μας τρομάζει τραγικά και ας φαντάζει ως φίλος.

 

                                                *

Παράδοξο μυστήριο του ανθρώπου η ζωή

φιλιώνεται με ό,τι την εχθρεύεται

και βδέλλα βδελυρή αναρροφάει πλέρια

τη θεία ζωτικότητα βλέψεών μας μυστικών

μεταμορφώνοντας την πλήξη σε απόπληξη

με τα φτηνά υποκατάστατα της αγοράς

παγκόσμιας αγοράς με καταπλήσσουσες τις προσφορές

στις μαγικές γωνιές των συναλλασσομένων

που φθάνουν ως τα τρίσβαθα της ύπαρξης

για να τυφλώνουν ό,τι ιερό με πάθος αμετάθετο

που ανοίγει ευθύβολα της τραγωδίας τους δρόμους.

 

                                                *

Δεν είν’ οι τραγωδίες των ανθρώπων μυθικές

αποσπασμένα θραύσματα θρυλικών μας ηρώων

ούτε ακραίες μορφές της ύπαρξης κάποιων μοιραίων

εύτολμων πολεμήτορων, τυχοδιωκτών ή δυστυχούντων.

Όλα αυτά κι άλλα πολλά που τρέφουν τους αιώνες

έχουν μια άδηλη πηγή, πανάγνωστη και παραμορφωμένη

από τα προσωπεία μας, τις μάσκες μας, τα υποκατάστατά μας

κι όποιος βαθιά την εμπνοή στα τρίσβαθα του είναι

ολοκρατήσει εμμανώς, κι η πλέρια ύπαρξή του

αποδιασταλεί ιερά με άρρητο παλμό

ελευθερώνεται σεπτά από τις τραγωδίες

για ν’ αντικρίζει σύγκορμος το άλλο τραγικό

το πιο βαθύ, το πιο σκληρό στου χρόνου τα τενάγη

τη δόλια την πτώση του στου χρόνου το γκρεμό

το άγχος των γοργών φτερών που κολυμπούν ανάρια

στα έγχρονα τα στίγματα στης ιστορίας το διάβα

στην πλήξη την αρχέγονη με τα πολλά της τέκνα

με πρώτο και ηχηρότερο το άγχος που θερίζει

γλυκόσπαρτά μας λούλουδα στους κήπους των ψυχών.

Η τραγωδία η αληθής είναι παντού παρούσα

τη βλέπουμε ολημερίς και στις τερπνές στιγμές μας

στο πάροδο και στο φθαρτό όλων των αισθημάτων

και στην προσωρινότητα των στιγμών μας του βίου.

 

                                                *

Ω οδοιπόρε της ζωής δεν είν’ όλη η αλήθεια

της τραγωδίας ο ζυγός διάσπαρτος στα πάθη

στα άπειρα παθήματα ανθρώπων της βιωτής

για υπάρχει κάτι πιο βαθύ, άρρητο και αιώνιο

η ριζική μας απαρχή πέρα απ’ την τραγωδία

ό,τι βιώνει τις ριπές του άφευκτού μας πάθους

ό,τι οπλίζει της ψυχής τις τρωμένες φτερούγες

με σθένος και απόφαση ελπίδας χρυσομέρια

ό,τι συντρίβει ειρηνικά την εισβολή του πάθους

στεντόρεια και ταπεινή αλήθεια της ζωής.

Ξεφεύγει αδιόρατα τα κοσμικά δεσμά

γίνεται βίωμα ιερό μακριά απ’ τη χρονικότη

στο βάθος της, στη συνοχή, στ’ άσπιλο νόημά της

εκεί που και οι τραγωδοί αδυνατούν να μπουν

γιατί η άρρητη πνοή των πάντων ζωοδότρα

πλαστουργείται μακάρια και δίνει φως στο λόγο

στην ποίηση την έκπαγλη που εκφράζεται με λόγια

με μουσική συμβολική που δείχνει, ολοδείχνει

της σιωπής τα δώματα –τραγωδίας το κλέος.

 

                                                *

Ω οδοιπόρε της ζωής, υποκριτή αναγνώστη

διαβάζεις υποκριτικά λόγια του ποιητή

κι αυτή η υποκριτική, ειλικρινής, πηγαία

θα θραύσει όλα τα δεσμά, θα ελευθερωθεί

απ’ της ζωής το διάφανο και σκοτεινό σεργιάνι.

Μια νέα υποκριτική προβάλλει ολομπροστά μας

προσπάθεια, προσπάθεια με πάθος και ιδρώτα

δεν είσαι ο παθητικός αναγνώστης των στίχων

είσαι ο ενεργητικός δημιουργός του πάθους

του πάθους, χορηγού ζωής, τραγωδίας τεκμήρι

και αποκάθαρσης σεπτής που απελευθερώνει.

Θρασύμαχος ο ευαίσθητος

Αγάθων ο αθώος

κι ο Πάροικος του κόσμου μας

απρόσμενος αλήτης

συναπαντιούνται ολότυχα

σε γειτονιές και πόλεις×

είναι η ίδια η ψυχή

οι προβληματισμοί μας

που παίρνουν όψεις τραγικές

στου Πειρατή τα κλέη

στου Βεδουίνου την πνοή

στων διωκτών το πάθος

ανακλάσεις του είναι μας

της φτωχής ύπαρξής μας

που λούζεται και αγνίζεται

από μακάριο κόσμο

αδιόρατο και φαεινό

στου πάθους τον καιρό.

 

                                      *

Ήτανε φίλοι από παλιά, πλατωνική παρέα

που χάθηκαν ανέμελα μες τη ροή του χρόνου

μα ανταμώνονταν συχνά στις παρυφές της ζήσης

αναθυμόνταν πάντοτε τους λόγους του δασκάλου

και καταπλημμυρίζονταν από νέες ελλάμψεις

κρατώντας όμως πιο βαθιά τους προβληματισμούς

που σώρευαν επιμελώς στο διάβα τους οι αιώνες.

Συναντηθήκανε ξανά σ’ ερημικό τοπίο

μ’ αποσκευές παράξενες, του πνεύματος το πάθος,

μύρια όσα προβλήματα της έγχρονης ψυχής×

η ακηδεία των στιγμών, οι προσμονές του βίου

τα θλιβερά συμβαίνοντα στο θέατρο της ζήσης

χαρές και αναστεναγμοί, κούφιες αναμονές

όξυναν τη συνείδηση, σε νοσταλγία καλούσαν

καθώς της πάλης ο αχός πέζευε σ’ άλλους χώρους

καλώντας τους, καλώντας τους σε νέες εκζητήσεις.

Οι θαυμαστές τους οι ψυχές, πουλιά τραυματισμένα

με φτερούγες αιμάσουσες στης πάλης τη σφενδόνα

πετούσαν και παράδερναν, φωλιάζοντας σε δένδρα

σε ερημότοπους σκληρούς –θεραπευτήριά τους.

Όσες κι αν ήταν οι πληγές στου χρόνου το καμίνι

και όσες οι υπόσχεσες σε γήινους παραδείσους

οι φίλοι μας οι θαυμαστοί άντεξαν και αντέχουν…

 

 

 

 

2.       Ραθυμία

 

Θεωρός:

Ράθυμες οι στιγμές του βίου

κι ας μοιάζουν βιαστικές κι εργώδεις

με μύρια όσα αγαθά του μόχθου

των πνοών, τόσων προσπαθειών

ράθυμες φωτερές πνοές

στις αγορές, στα εργαστήρια

σε εργοστάσια και σε καταυλισμούς

στα κέντρα της αναψυχής

σε αυλές, σε περιγιάλια

σ’ επαύλεις περιώνυμες

σε σπίτια ξεχασμένα

σε λόχμες ερημότοπων

σε ευτυχίας πελάγη

σε δυστυχίας οδυρμούς

σε νέους και σε γέρους

σε πλούσιους και σε φτωχούς

σε άρχοντες και δούλους.

 

                                                *

Κρυφό το περιδέραιο της ραθυμίας

πίσω απ’ τις λάμψεις των χρωμάτων

τους ήχους και τους θόρυβους αυλών

σπιτιών, γυμναστηρίων

κρεματορίων τρόμου…

…ελπίδων ανασκιρτισμούς

ζωηφόρων αρχών

που τάζουν παραδείσους.

Τα μάτια μας αμβλύνονται

σε πλάνων φωτισμών βολές

παύουν να είναι οφθαλμοί ψυχής

πλαντάζουν τις αισθήσεις

αρπάζουν το πηδάλιο

τα χαλινά των ίππων

ηνιοχώντας άστοργα

παιδεύοντας τις μέρες×

χάνονται οι προοπτικές αυθεντικής ζωής

κι οι αστραπηβόλες μας ματιές

θνητών αυτού του κόσμου

γίνονται ξίφη οδυνηρά

στης ραθυμίας τα πορθμεία…

 

                                                *

Πού πάνε οι αναλαμπές

της πρωτινής μαγείας

οι μυστικές ακρόασες

του μαγεμένου αυλού

που εξακοντίζουν έξοχα

μύθους, παραμυθίες

γλυκύτατων αφηγητών

της ομορφιάς και χάρης;

Τι απογίναν οι αυλές

αιώνιων μυθημάτων

 εγγεγραμμένων στις ψυχές

όλων των εποχών

που ξεμένουν μακάρια

στης παιδικότης χώρες

που διασύρονται σκληρά

στο άγος των καιρών

καιρών που ονομάζονται

ανθρώπινη ωριμότης;

 

Θρασύμαχος:

Αν μέναμε στις εποχές

ονείρων ματαιότης

θα ήμασταν οι ράθυμοι

Επιμηθείς του κόσμου

τα φώτα, ο πολιτισμός

κι όλες οι προσφορές

που ‘βγαλαν από τις σπηλιές

τους μακρινούς προγόνους

που όρθωσαν τον άνθρωπο

αιχμή της ιστορίας

θα ήμασταν οι ράθυμοι

οι καταδικασμένοι

στην ειμαρμένη τη σκληρή

των φυσικών στοιχείων.

Εκεί θα  ‘βρεις τους ράθυμους

μάταιε ονειροπόλε

παιδί της περιπάθειας

και της αγαθοσύνης

που ονομάζεις σκοτισμό

της ραθυμίας τέκνο

το θεϊκό πολιτισμό

που κάνει τους ανθρώπους

μικρόθεους αλύγιστους

στης φύσης την οργή…

Μην αναλώνεσαι καλέ

σε μάταιες εκζητήσεις

η επιφάνεια της ζωής

διαμηνύει πάθος

την εργώδη προσπάθεια

ανθρώπων και θεών

πέρα από συμβολισμούς

μύθων κι επιδορπίων

ανέμελων και βέβαιων

του κόσμου μας βροτών.

 

Αγάθων:

Βλέπεις κοφτά, αλληθωρίζεις

και αγνοείς τα ύστατα

ανθρώπινων πνοών.

Κοίταξε γύρω σου καλέ

σε φτωχούς και πλουσίους

σε άρχοντες και αρχόμενους

στους δόλιους βροτούς

και δες την πλήξη τη βαθιά

της λησμονιάς το χάος

και ας ακκίζεσαι άσκεπτα

με τις λαμπρές τις όψεις

απατηλών μας βλέψεων

της κακολησμονιάς.

Ράθυμοι είμαστε όλοι μας

αφού ολοξεχνάμε

την τραγικότατη πνοή

ανθρώπινης λαλιάς,

τα είδωλα, τα παίγνια

ώριες επινοήσεις

της πλήξης μας  της τραγικής

της ανθρωποφοράς.

Το ξέρεις πως ο άνθρωπος

είναι γιος του Σισύφου

κι η πέτρα η θεόρατη

που αποκουβαλά

είν’ όλα τα ψιμύθια

ανθρώπων ματαιότης

που αιωνίζουν άσπονδα

κρυφή σιγολαλιά

τις υποσχέσεις τις τρανές

του καθ’ ημέραν βίου

ευδαίμονα ανάδυση

σε χώρες της χαράς.

Στο βάθος όμως της στιγμής

που μας κάνει το χρόνο

αγήραστης και άχρονης

των όντων σιωπής

σιγαναγγέλλει εύοσμο

το άσπιλο λουλούδι

ο θησαυρός ο ακοίμητος

ανθρώπινης ψυχής.

Είναι η μήτρα η αληθής

ανθρώπινης θητείας

χάνεται και μαραίνεται

στης λήθης τον καιρό

κι αν θεωρείς τα έργα μας

της μνήμης ακροπάτια

είσαι αμνήμων αγαθέ

ράθυμος των καιρών.

Για δες την περιπέτεια

ανθρώπινης θητείας

της λήθης τον κακό καιρό

ραθυμίας απάτη…

Ο άνθρωπος μαραίνεται

μέσα στην ευτυχία

κι απ’ τις πολλές διάψευσες

των μύθων των λογάδων

αποδεικνύεται δεινός

απαίσιος δυνάστης

κι ας φαίνεται υπέρτατος

της γνώσης χορηγός.

Είναι νωθρός, πολύ νωθρός

να δει την παναλήθεια

το άσπιλο το είναι του

το φως το αληθινό

που αιωνίζει άχρονα

το είναι κάθε γνώσης

το πάντιμο συναίσθημα

το γνήσιο λογισμό.

 

Θρασύμαχος:

Αν θες να πας πιο μακριά καλέ παλιέ μου φίλε

αν αποδιώξεις τις παλιές προλήψεις μακρινές

απολεπίζοντας δεινά όλες τις αυταπάτες

θα νιώσεις κάτι πιο βαθύ κρυμμένο στην πλεκτάνη

του δόλου του ιστορικού που μας απονευρώνει

σε δίχτυα αισιόδοξα ανθρώπινης αράς.

 

                                      *

Δεν είμ’ εγώ ο τραγικός του σήμερα

ο μοιρολόγος των παλιών καιρών

θωρώ κι αναθωρώ τον πόνο μου

που ‘ναι ανθρώπων ο αχός ο τραγικός

κι ανερευνώ στα βάθη της ψυχής μου

το μέγα αίνιγμα –ανθρώπων θησαυρό.

 

                                                *

Δε θα τη βρεις την ομορφιά

στα βάθη της ψυχής καημένε

στους χρόνους τους ανύπαρκτους

με τις φαντασιώσεις

σε κόσμους θελκτικής ειδής

ανείπωτης χαράς

που πλάθουμε γλυκά, απαλά

νύμφες και περιστέρια

λιμνούλες καταγάλανες

τους κύκνους, τις βαρκούλες

σμάρια ολόανθων παιδιών

που τραγουδούν γλυκά.

Τα συννεφάκια από ψηλά

που λούζονται απ’ το ήλιο

οπτριζόμενες θείες σκιές

λιμναίας αγκαλιάς

στέλνουν φιλιά, χαμόγελα

ξανοίγουν την καρδιά

σε θείους κόσμους μαγικούς

μ’ ανείπωτη λαλιά.

 

Αγάθων:

Τι θα ‘τανε ο κόσμος μας

χωρίς τις ανακλάσεις

το όμορφο αδέλφωμα

της φύσης, της καρδιάς;

Ποιος τα σμιλεύει αχάριστα

τα ωραία δειλινά

τα μαγικά τα χρώματα

που περιλούζουν πλέρια

τις αμίαντες αίσθησες

τις ιερές χορδές

τα πλέρια συναισθήματα

του λογισμού χαρά;

Είν’ η αιωνιότητα

του κόσμου, της ψυχής μας

η αγαστή αλήθεια

της μυστικής καρδιάς

άχραντο περιδέραιο

στον κόσμο της αράς.

Αν ψέματα είναι όλα αυτά

τι απομένει χθόνιε

στου κόσμου μας την άξενη

και τραγική γωνιά;

Μην πεις πως είναι ψέματα

όλες αυτές οι βλέψεις

ούτε ονειροπόλων μας

οι άναρθρες κραυγές×

βιώματά μας ιερά

άρρητα ριζωμένα

στην άπειρη διάσταση

της κοσμικής ψυχής.

Όλα τα κακουργήματα

οι κραυγές και οι θρήνοι

οι πονεμένες οι μορφές

ανθρώπων φρικωδίας

που σπαράζουν τα σπλάχνα μας

που αποδεκατίζουν

όσα σπαράγματα αχνής

ανθρώπινης ελπίδας

οι τρανταγμοί του πάθους μας

παράσιτα που φθείρουν…

Όλη η πλήξη της ζωής σκληρά κερματισμένη

από της δολιότητας την άνανδρη ορμή

που επινοεί παυσίπονα, γιατρικά, μαγγανείες

που επίβουλα απεργάζεται δεινή απανθρωπία

ολανεμίζεται ύπουλα σ’ ανθρώπων πολιτείες

απλώνεται σε έρημους ανθρώπινης μωρίας

σε θιασώτες πνιγηρής και θάλλουσας οργής.

Ακρανεμίζεται γοργά σε κορυφογραμμές

αχνίζεται περίτεχνα σε γλυκοπεδιάδες

σε στάνες και σε χειμαδιά, σε γεωργούς και δούλους

κι ακρακοντίζεται εύκολα στης θάλασσας τα μέρη

σε περιγιάλια κοντινά με γλαφυρούς κολπίσκους

σε ποντοπόρων την πνοή, πανιών την ευφορία…

Είναι δαιμόνιο, σκληρό, να μας μεταμορφώνει

Πρωτέας ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός

δυναμική ανάφλεξη στου κόσμου μας την πάλη

αρπάζοντας το χαλινό, των λογισμών μανία

και οδηγώντας τους θνητούς σε άγριο παιδεμό.

 

                                     

Τι είν’ η πλήξη της ζωής αν  όχι η χρονικότη

 η έγχρονη συνείδηση ματαιότητας φανός

που επινοεί, που πιάνεται από το φευγαλέο

κάνοντάς το αυτοσκοπό, πλανεμένο εγώ;

Υπάρχει εγώ στη δολερή του κόσμου μας αρπάγη

η άθλια παραμόρφωση άρρητων απαρχών

που επιλάμπουν έξοχα με υπέρτατα σημεία

στο βίο, στο χαμόγελο άγνωστών μας θνητών

θνητών που μοιάζουν με σαλούς

σε μας τους φωτισμένους

όσους μας παραμόρφωσε το βλοσυρό εγώ…

Είναι γλυκύς ο πειρασμός της ματαιοδοξίας

αυτού του εφαλτήριου του άσπονδου εγώ

και μόνη η επιστροφή στις άρρητες αρχές μας

στην ωραιότητα ψυχής, θείο ανασασμό

μας επιστρέφει ταπεινά στην αιώνια εστία

στην άπεφθη πληρότητα ενός άλλου εγώ

στην θεία ζέση της ζωής, μακριά απ’  τη ματαιότη

στην ατρεμή αλήθεια, στου κάλλους τον καιρό.

 

                                      *       

Θ’ αναστραφούμε άνετα με άσημους ανθρώπους

στο περιθώριο των λαών και των πολιτισμών

και θα γευθούμε ακροθιγώς παλμούς της ύπαρξής μας

θησαυρούς σπινθιρίζοντες στης πάλης τον καιρό

φωνές βαθιάς απόγνωσης, εξέγερσης και πάθους

που υπαινίσσονται πικρά κάποιο άλλο μυστικό.

 

                                                *

Ένα χαμόγελο ζωής,

η λάμψη της ελπίδας

προβάλλει κάποτε γοργά

μα γίνεται αφανής

μπροστά στο βίαιο τριγμό

των παθών την οδύνη

που μάχονται αμείλικτα

την άπεφθη ζωή.

Είναι δεινός ο πειρασμός

της ίδια ύπαρξής μας

και οι δυνάμεις μάχονται

αμείλικτα, σκληρά

χάνεται η ελπίδα, χάνεται,

στης δίνης το γιορτάσι

και θρίαμβοι επινίκειοι

όλων των μασκοφόρων

τοιμάζουνε τη συντριβή

του ψεύδους, της φθοράς.

 

                                      *

Σ’ αυτό το παλαιστήριο, ανθρώπων ιστορία

σ’ ένα χαλκείο της ντροπής και της αποκοτιάς

η μάχη η ατέλειωτη με τα δεινά κοντάρια

δοκιμασία αμείλικτη ανθρώπων της τριβής

αποκαλύπτει άγνωστα για τους πολλούς σημεία

φωτίζεται ως έξοχη ελπίδα διαρκής.

Πληρότητα ολοφανής, κρηπίδα του ελέους

είναι η μόνη ανάβλεψη, όσο περιδεής

κι αν φαίνεται στου κόσμου μας την τραγική πορεία.

Είναι βαθύς ο στεναγμός, ανθρώπων η θητεία

παρόλα τα ψιμύθια, τα έκγονα της πλήξης

του άγχους και των ιαχών, στεντόρειων κραυγών

στο άδηλο και άσπλαχνο της ζωής τελεστήρι.

Υπάρχει κάποια άνοιξη μες το βαρύ χειμώνα

άνοιξη αιώνια, γλυκιά μ’ αιώνιους ανθούς

κρυμμένη μέσα μας βαθιά, στης ψυχής το λειμώνα

τον άγνωστο απ’ της ζωής τα φανερά δεινά;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.       Θροΐσματα και απόηχοι

 

Αφηγητής:

Φλοίσβοι κυμάτων στην ακτή

μακρόσυρτοι και λυγεροί

στης άμμου το γιορτάσι.

Αιώνιο νανούρισμα σε μέρες σχόλης

και χρώματα των κοχυλιών

που αστράφτουνε νηφάλια

εγείροντας τον πόθο

μ’ άληστες της ψυχής πνοές

της ύπαρξης το σκίρτημα

με πέταγμα μακάριο

κι εκστατικό μαζί

σε χώρες που δε γνώρισε

μα που την τρέφουν μυστικά

απ’ τον αιώνιο τόπο.

 

                                                *

Ανάριες βάρκες με λευκά φτερά

σιγανεμίζονται γλυκά

στου μπάτη την πνοή

και στα λευκά τα κύματα

τα αργοκινημένα

με χάδια μύρια απαλά

που φτάνουν διακριτικά

στης ψυχής μας τη μέρα.

Πλεούμενα γλυκόφτερα

σιγοχορεύουν λυγερά

με τιμονιέρηδες δεινούς

στις ράχες των κυμάτων

κάτασπροι γλάροι νευρικοί

κα ιρομαγμένοι

απλώνουν τα γοργά φτερά

ραβδίζουν τον αέρα

και χάνονται μες τα βαθιά

για το κρυφό σεργιάνι.

Τα ποντοπόρα μακριά

εκβράζουν τον καπνό απ’ τη τζιμινιέρα

κι αργοκινούνται στα βαθιά

πηγαίνουν σ’ άλλες χώρες…

Σμίγει ο ουρανός μ’ ακρώρειες του πελάγους

και μυστικοί ψιθυρισμοί

στης θάλασσας το αλλόκοτο γιορτάσι

σμίγουνε με τους στεναγμούς

των δουλευτών του δάσους

ανθρακωρύχων των στοών

και σιγαναστενάρηδων

ανθρώπινης δουλείας…

 

                                                *

Άλλη συνάντηση θερμή προβάλλει ολομπροστά μας

των φίλων μας των άγνωστων στου κόσμου τις χαρές

και στις προκλήσεις τις τερπνές των προσφορών του βίου.

Ρομαντική ανάβλεψη σε μαγικό ακρομέρι

κυματισμοί, ιριδισμοί χρωμάτων της εσπέρας

της θάλασσας η ολόμουντη και μαγεμένη όψη

παρόξυνε το πνεύμα τους και το ‘στελνε αλλού

σε άλλους κόσμους μαγικούς μ’ ανέκφραστη μαγεία

μα της ζωής τα σωθικά, η πάχνη των σημείων

η ψεύτικη η ευπρέπεια ανθρώπων και θεσμών

παρέλυε συχνά πυκνά τ’ ακροπετάγματά τους

και τους παράδινε νωθρά σε νόθους λογισμούς.

Έρχονταν τότε αιφνίδια αρχαίες αναλάμψεις

που εξαφάνιζαν ευθύς πληγωμένες φτερούγες

κι έκαναν τις βαριές ψυχές κύκνους αναψυχής

λευκοπερίστερα αγνά μ’ ολόλευκες φτερούγες

κι ας τα περίμενε μ’  οργή του γύπα η παγίδα

τα φίδια τα φαρμακερά με κρύφια υποβολή.

Δεν έπεφταν, δε χάνονταν, γενναία θαλασσοπούλια

όσο κι αν νέες προσβολές μάτωναν τα φτερά τους.

 

                                                *

Ω των χρωμάτων ιαχές, ψίθυροι των χρωμάτων

ακοίμητε ωκεανέ και πολυυμνημένε

με τις υπόγειες ορμές και με τις καταιγίδες

ορθώνεις την αισθητική των ποιητών του κλέους

προσθέτοντας μακάβρια τόσες βαθιές πληγές

εξακοντίζεις τις ψυχές στη βάσανο του πόνου

και καταλύεις άσπλαχνα βλέψεις μοναχικών…

 

 

Αγάθων:

Αν θες διαβάτη να διαβείς

της ζωής μας τους κάβους

λύπες μας και μικροχαρές

της φύσης τα θαυμάσια

και τις μεγάλες τις πληγές

πλάι στις προσφορές της

καταυλισμούς και χαλασμούς

καταστροφές και δώρα

θα στρέψεις δίχως δισταγμό

τις σκέψεις σου αλλού

στην πλέρια σου συνείδηση

στους πόνους, στις χαρές σου

και στις κρυφές αναμονές

που πλάθουν τη ζωή σου.

Θα σταματήσεις έκπαγλος

σε άλλες νέες χώρες

με τις ασχήμιες των στιγμών

που καταδυναστεύουν

τις πρωτινές εκλάμψεις σου

την κρύφια αρμονία

που ολοστενάζει σύγκορμη

στους τριγμούς της απάτης

των ψευδαισθήσεων καιρό

των παθών καταιγίδα.

Θα μείνεις μόνος, ενεός

κεραυνοβολημένος

απ’  τα δεινά τ’  ανείπωτα

της έρημης ψυχής σου

απ’ τις σπαραξοκάρδιες

κραυγές των σωθικών σου

μακριά απ’ τις υπόσχεσες

ευδαίμονος θητείας

που σου ‘ταξαν τα είδωλα

που στέριωνες με πάθος

στης επιφάνειας τους δρυμούς

που ‘μοιαζαν με κοιλάδες.

Θα αναλογισθείς σκληρά

τι είναι η ζωή σου

αυτό το πλέγμα των καιρών

με μεγάλες απάτες

που σου ‘ταζαν ευφρόσυνα

υπήνεμα λιμάνια

με ευτυχίας θησαυρούς

με τέρψεις και με φήμη

με κίβδηλη ανταμοιβή

των βλέψεων του χθες.

 

Θρασύμαχος:

Ήταν δεινοί οι πειρασμοί

με άγχος και με βιάση,

τα διαλείμματα πυκνά

με απολαύσεις πλέριες.

Γλιστρούσες κάποτε άνετα

στις φτερωτές σανίδες

της επιφάνειας της ζωής

με θέλγοντα λαμπιόνια

με αλκοόλ ηδύποτα

και τέρψεις φευγαλέες

για να θερμαίνουν δόλια

το νόθο λογισμό σου

και  να βυθίζουν την ψυχή

στης λήθης το γκρεμό.

Περάσματα προσπέρασες

εύδιες και καταιγίδες

και είδες αίθριους καιρούς

της τύχης χαρμονή…

Τις καταιγίδες έφευγες

κι ας άφηναν συντρίμμια

τις θλίψεις της χαμοζωής

τους στεναγμούς, τους πόνους.

Δεν αργοστάθηκες ποτέ

στην οργή των αιώνων

σ’  ό,τι εξοβελίζει

ψευδαίσθησες και όνειρα

ψευτοχαρές της ώρας

για να πονηρευθείς σοφά

τη μυστική αιτία

που κατευθύνει εύψυχα

σε χαρμονής καιρό…

 

Πάροικος:

Ποια χαρμονή μοναχικέ

αθώε ονειροπόλε

όταν του πάθους η οργή

μας καταδυναστεύει

όταν η πλησμονή ζωής

συντρίβεται στο σκότος

και στην κρυμμένη άβυσσο

ανθρώπινης μωρίας;

Όταν της πλάνης τα φτερά

τανύονται δαιμόνια

συντρίβοντας ολημερίς

πανώριες αναβλέψεις

της άσκοπης και τραγικής

ανθρώπινης μωρίας;

Η χαρμονή, η πλήρωση

η παιδική απλότη

χάνονται μες τα σύννεφα

της απολησμονιάς

ολανεμίζονται άστοργα

σε κυματώδεις βράχους

συντρίβονται απ’  τους κεραυνούς

της άγριας συμφοράς

των δύστηνων και τραγικών

παιδιών αυτής της γης.

 

Αγάθων:

Κοίτα τα βάθη της ψυχής

στην ολοσυντριβή×

εκεί θα βρεις μακάριε

το μυστικό της ζήσης

τη θανή των ονείρων μας

που ‘πλασαν το σκοτάδι

και τις τρανές υπόσχεσες

μιας νόθας χαρμονής.

Απέραντοι οι λογισμοί

ο πόνος και η θλίψη

δεν άγουν σ’ ελλιμενισμό

θλιμμένης πολιτείας

σε νοσηρές κατάστασες

άθλιου μαζοχισμού.

Αν ατενίσουμε βαθιά

της θλίψης την αιχμή

χωρίς περιδεείς  κραυγές

μ’ αρρενωπή ανδρεία

με βλέμμα ευθύβολο, απλό

και αποφασισμένο

και αν διεμβολίσουμε

το ψεύδος της απάτης

των παθών μας τον τάραχο

που δίνει τον οδύνη

το δόλιο κατατρεγμό

στα κοσμικά τα στέκια

με άξενους συμβολισμούς

σημαίες ευκαιρίας

με μασκαράτες ευπρεπείς

με μίμους και μαφιόζους

που αυτανακηρύσσονται

σωτήρες και μεσσίες

θα ατενίσουμε ευθύς

το δόλιο μας εγώ

γιατί κανένας πλανευτής

δεν παίζει μονωμένος

σε γήπεδα αγνών ψυχών

των αφελών του κόσμου

των πάροικων, των μέτοικων

των πληροφορημένων

όσων μας δεν ξανοίγονται

στις πλάνες της ημέρας

στα ύπουλα τα σύμβολα

χθόνιας χρονοτριβής.

Οι πλάνες μας, οι απάτες μας

οι θλίψεις μας, οι πόνοι

σύμβολα ματαιότητας

του ψεύτικου εγώ

δείχνουν στο βάθος την πηγή

αποκαλύπτουν πλέρια

το θείο κόσμο της αρχής

την πάναγνη πληρότη

που ταλανίζεται δεινά

στον κοσμικό δρυμό

ως θεία παναλήθεια,

ως άσπιλη λαμπρότη.

 

Πάροικος:

Είναι τα μάτια διαυγή

της άσπιλης ματιάς

του άτρωτου του βλέμματος

που δείχνει να δακρύζει

που αίρει απερίτμητα

το βάρος των ψυχών

που συντρίβει μακάρια

ό,τι μας δυναστεύει

στου ψεύδους τον κακό καιρό

που σκορπάει τα πάθη…

Βλέμματα απερίτμητα

ψυχών αυτού του κόσμου

ουράνιες όψεις της ζωής

άλκιμες παρουσίες

είστε μακριά, πολύ μακριά

από τη ματαιότη

απορρυθμίζετε κλεινά

μηχανισμούς του ψεύδους

και κατοπτρίζετε αγνά

τον άλλο ουρανό

πηγή της ωραιότητας

του κάλλους λαμπηδόνα.

Βλέπω ως θείες ζωγραφιές

σκληρές δοκιμασίες,

τα μάτια τα ολόαγνα

βρεγμένα από το δάκρυ

την όψη σας τη φαεινή

ολοτραυματισμένη

από του πάθους τους τριγμούς

του πόνου την οδύνη.

Ω δακρυσμένοι οφθαλμοί

πρόσωπα κουρασμένα

από το πάθος το σκληρό

ανθρώπινης δουλείας

που ακκίζεται ανενδοίαστα

ως πύλη ελευθερίας…

Ποια δύναμη σας ύψωσε

σε θεία αναβασία

που φαίνεται κατάπτωτη

στης δίνης το γκρεμό;

 

Θρασύμαχος:

Βλέπω τα πράγματα ανοιχτά

ή νυχτοπερπατώ

σε άλλες πλάνες δύστροπες

φτωχών ονειροπόλων

φαντάσματα φανταχτερά

παλαιολιθικά

ανθρώπων φαντασίωσης

μπροστά στις δυστυχίες

της άμοιρης της φύσης μας

στη χθόνια θητεία

που εκβράζεται ανελέητα

στης τύχης τα πλοκάμια

στης τυχαιότητας γκρεμούς

σε ψεύτικα λιβάδια

στιγμών της ματαιότητας

ψευδαισθήσεων χάρμα;

Είν’ η ζωή αληθινή

ή ψευδομεσιτεία

που αποτίκτει θάνατο

με στέψεις του παρόδου

με λαμπρισμένους κότινους

που μας καταβυθίζουν

στο μέγιστο ωκεανό

πλήρους ανυπαρξίας

με λάμψεις φαεινών στιγμών

πομφόλυγες απάτης;

Όλα στριφογυρίζανε

στο απατηλό μηδέν

τοπία με γλυκόχρωμους

ιριδισμούς χρωμάτων

ο αστερόεις ουρανός

γόνιμης γης τοπία

τριγμοί, σεισμοί

και ποντισμοί

ανθρώπων ευφροσύνη

και γοερές, απαίσιες

 κραυγές πόνου κι οδύνης

όλα μαζί και χωριστά

που πλάθουν ματαιότη

με τα καλά τα θέλγητρα

τις απογοητεύσεις,

τις εύδιες καλές στιγμές

και της οδύνης χώρες…

 

Θεωρός:

Είναι σκληροί οι πειρασμοί

της ωραίας ψυχής

που πολυδοκιμάζεται

στης πλάνης την ανία

στους κόσμους ματαιότητας

και δολιοφθοράς.

Είναι οι μετεωρισμοί καλοί

και όμορφες οι βλέψεις

που μας μηνύουν σιωπηλά

την άσπιλη αρχή

τη θεία παιδικότητα

την άχρονη αλήθεια

την άχραντη σιγολαλιά

προαιώνιας ζήσης

το άρρητο περίπνευμα

μιας χαρμικής πνοής

πνοής που δοκιμάζεται

στου κόσμου τα τενάγη

που αναδύεται άπαυστα

ως ιερή στιγμή…

…που ολοφωτίζει άγρυπνα

το σκότος των αιώνων

που περιλούζεται σκληρά

απ’  την απαντοχή

των τέκνων που οδύρονται

στου χρόνου την κραιπάλη

που τραγουδούν ανέμελα

αφρούς των ημερών

αφρούς περιδινούμενους

απ’  το βούρκο του ψεύδους.

 

Πάροικος:

Ποιος πικροδοκιμάζεται

απ’  την ανεμοζάλη

των ταπεινών παθών της γης

των σαρκωμένων πάντα

στην πολιτεία τη φτωχή

ανθρώπων της θανής;

Τι μας προφθάνει ολομεμιάς

στους στεναγμούς του άλγους

με ποιο κριτήριο αναφές

βυθοσκοπούμε πάντα

τις θλίψεις, τα περάσματα

των παιδιών της οργής;

Μέσα στου πόνου τον παλμό

σε ώρες δυστυχίας

ακρώρειες της ύπαρξης

και της πικρής πνοής

θάλλουν και αναθάλλουνε

της ελπίδας αχτίδες  

που διαλύουν τα δεσμά

της απολησμονιάς.

Δεν είν’ η ελπίδα ξέθωρη

μοιρολογούσα κόρη

των άστεγων, των πάροικων

και των καταδιωγμένων

ούτε και αισιοδοξία αχνή

των τύψεων λυχνάρι

ματαιόδοξο φάντασμα

παυσίπονο στιγμής.

Οι κορυφαίοι μυστικοί

και η ακολουθία

εμβολίζουν δυναμικά

κάθε φρούδα ελπίδα

λευκαίνουν το χιτώνα της

την άχραντή της σκέπη

την αποδιαλύουνε

στον κόσμο της σιγής.

Τα άβατα τα κράσπεδα

ειλικρινούς ελπίδας

πέρα απ’ τις φρούδες  και παλιές

φτηνές αναμονές

που πλάθουνε παράδεισους

ωφελιμιστικούς,

οπλίζουν κοσμικές ψυχές

με τα άχραντα δώρα

της θείας και αιώνιας

ανθρώπινης πνοής.

Η ελπίδα μες τους πειρασμούς

τίκτει αιωνιότη

αυτοκαθαίρεται απαλά,

γίνεται απαθής

απογειώνει έξοχα

απ’ τους χθόνιους πόνους

ολοθωρεί ανίκητη

τους στεναγμούς της γης.

Άρραφος ο χιτώνας της

στεγάζει κάθε πάθος

κι αποκαλύπτει έξοχα

τη μυστική υφή:

τη θεία εγκαρτέρηση

και την αλληλεγύη

αγάπης τα γοργά φτερά

χωρίς αναμονή…

Περιάπλωση του αληθούς

του πρωτινού εγώ

αιώνια και άκτιστη

μείξη του αγαθού

με των ανθρώπων τις πνοές

τις συχνά πλανημένες

που προσδοκούνε άπαυστα

κάποιον άλλο σκοπό.

 

Αφηγητής:

Κι όμως η περιπέτεια

ο ανθρώπινός μας βίος

πυρίκαυστο και τραγικό

σύντριμμα των ακτών

ακροβολίζεται δεινά

στου χρόνου την αρπάγη

πυροδοτείται τρομερά

απ’ τα παράσιτά του

απ’ τις απάτες των καιρών

που ‘ναι ολόδικές του

απ’ του εγώ του κοσμικού

τα τρομερά δεσμά.

Ο χρόνος γίνεται βαρύς

ανάλωση ψυχών

η πλήξη παραδίνεται

στη σκληρή ερημία

στο ξέφρενο το γύμνωμα

των δικών μας παθών

με ακηδία συνοδό

της πλήξης αποκούμπι

μ’ αλογική ανάλωση

στο χάος του εγώ

του εγώ μας του ξέθωρου

του εξανεμισμένου

στ’ άθλιο πλανητάριο

μ’ ανθούς και με λουλούδια

με έχιδνες φαρμακερές

στον τάφο των ψυχών.

 

Θρασύμαχος:

Ω αγαθέ αναζητητή

αιώνιας παιδικότης

ονειροπόλε μου καλέ

στης ήβης τον καιρό

έφτασες ως τα έσχατα

ανθρώπινης δουλείας

κατάλαβες το δόλιο

ανθρώπων παιδεμό;

Πού θα βρεθείς

για να σταθείς

αιώνιε στρατοκόπε

να πιεις απ’ το αθάνατο

και  θεϊκό νερό;

Μήπως τα ενορμήματα

ευαίσθητης ψυχής σου

είν’ ευγενή σκιρτήματα

ανώριμης τροπής

σε άπιαστους παράδεισους

των καλών μυθογράφων

σε ψεύτικες αναλαμπές

της ωραίας ψυχής;

Δε βλέπω τίποτε καλό

πλήρωμα της ψυχής σου

μόνο μπροστά μου ολότρεμο

ανθρώπων λογισμό

που κουρνιάζουν ανέμελα

στης ζήσης τα τσαντίρια

στα παίγνια, στο θέαμα

και στις διασκεδάσεις

στο άθλιο μεροκάματο

του άρτου της ζωής

σ’ όλα τα εργαστήρια

ναούς της αληθείας

σε νέα παιδευτήρια

στα μουσεία της τέχνης

σ’ αναψυκτήρια ζεστά

στης τύρβης τον καιρό…

Αυτές οι γλαφυρές σκηνές

του καθ’ ημέραν βίου

με πλούσιες τις προσφορές

σ’ ανθρώπινες αυλές

το έπος το ανθρώπινο

της τεχνικής το θαύμα

ανακαλύψεις λάμπουσες

της επιστήμης κέρας

τα φώτα του πολιτισμού

ιατρικής θαυμάσια

λαμπιρίζουν τις βλέψεις μας

αναθερμαίνουν εσαεί

πανάρχαιες ελπίδες

προόδου και πολιτισμών

που αιμάσσουν μες τον πόνο

στ’ απόκρυφα, τα τρίσβαθα

ανθρώπινης ψυχής.

Αν λύονται προβλήματα

πανάρχαιων προσμονών

τα νέα απαιτούμενα

ακυρώνουν φαιδρά

τις χθεσινές μας τις κραυγές

πλέριας αισιοδοξίας

κι οξύνονται προβλήματα

έρχεται η βαρβαρότης

ξαναγυρίζουνε ξανά

σε άγριες εποχές

καθώς η βαρβαρότητα

μας κατακυριεύει

γκρεμίζοντας συθέμελα

θριάμβους και γιορτές

τις φλύαρες θριαμβευτικές

κραυγές των ταλαντούχων

των σαλτιμπάγκων της σκηνής

των τόσων μασκοφόρων

τις μάσκες τις περίλαμπρες

των εορτών του χθες.

Ναρθηκοφόροι είμαστε

και όχι νοσταλγοί

ανύπαρκτων βασίλειων

του ευδαιμονισμού

μετέχουμε ολόψυχα

στο μέγα καρναβάλι

στα φρούδα ψευτοστόλιδα

του ταπεινού εγώ.

 

Πάροικος:

Το μέγα όμως πρόβλημα

πάντα διαλανθάνει

η φρίκη η πραγματική

ανθρώπινης θητείας

δε βρίσκεται στα δώματα

στης γνώσης τ’  ακροπύργια

στην άφθαρτη δυναμική

δαιμονιώδους νου

δε βρίσκονται στις εποχές

ακμαίων, ταλαντούχων

ούτε στης πάλης τους καιρούς

των σφαγών κατακόμβες

στις εκατόμβες τις σκληρές

ανθρώπινων παθών.

Ο άκριτος αλογισμός

κέρας παραφροσύνης

εκρηκτική ανάφλεξη

ανθρώπινων τροπών

με τα φρικτά τα θύματα

τους θύτες και τους πλάνους

δείχνει ανερυθρίαστα

τη μήτρα των παθών

καρκινική επέκταση

των δύσμοιρων βροτών

άβυσσος ακατάλυτη

στου χρόνου το γκρεμό.

Ο άνθρωπος ο δυνατός

κοσμοκατακτητής

είναι μοιραίος ουραγός

αλόγιστων παθών

παιδιών της πλήξης της φρικτής

των λογισμών μητέρας

των νόθων μας των λογισμών

με την ψευδή μετώπη…

                                               

                                                *

Φρίττει η ψυχή

σαλεύει ο νους

συναίσθημα ενεό

 κι η πλήξη μας η μάγισσα

χρόνια λερναία ύδρα

δίνει το άγχος το βαθύ

έγχρονο σπαραγμό.

Γκρεμίζεται ο νους βαθιά

στην άβυσσο της πλήξης

το άγχος το λιπόθυμο

το πρώτο της παιδί

γεννάει περιπλέγματα

και τις διασκεδάσεις

εφήμερα παυσίπονα

τόπους αναψυχής.

Έτσι προβάλλουνε αργά

σαν ποντοπόρα πλοία

επιτηδεύματα λαμπρά

παλαιών και νέων καιρών

οι πλέριες μάσκες των καιρών

και της ψυχής ψιμύθια

όλα περικαλύμματα

των χαμένων παιδιών.

 

Θρασύμαχος:                                         

Τι απομένει αγαθέ

των ορίων διαβάτη

όταν η ενδοσκόπηση

οδηγεί στο μηδέν

και όταν η εξόρμηση

στου κόσμου τους λειμώνες

αποκαλύπτει τραγικά

ακόρεστη μανία

πυρίκαυστη ανάφλεξη

ανθρώπινων παθών;

Κάποιοι μας είπαν έξοχα

λόγια σοφά με γνώση:

ναι, η αληθινή ζωή

δεν κατοικεί στο χρόνο

στο περιδέραιο το λαμπρό

με τους γλυκούς καρπούς

στα ψεύτικα παυσίπονα,

στις χαυνώνουσες μάσκες

στα περίβλεπτα σχέδια

των τυχοδιωκτών.

Απέχετε, ανέχεσθε

μας είπαν οι σοφοί

γίνετε όλοι απαθείς

ξεχάστε όλα τα τερπνά

και τις δοκιμασίες

γυμνώστε το τρανό εγώ

από τη γυμνότητά του

θωρήστε την αγνή, απλή

την όψη των πραγμάτων

με μάτια που δε φθείρονται

απ’ τις σκληρές απάτες

τις αυταπάτες του εγώ

ματαιότητας στέφος.

Η πλήξη είναι η φρικτή

παράδοση στα σκότη,

στη σκοτεινή επιφάνεια

του άρρωστου εγώ

το άγχος επιφαίνεται

ως άρνηση της στάσης

και μάχεται ανεμόμυλους

μ’ ελκυστική θωριά.

Υπάρχει κάτι πιο βαθύ

κάτι που ολοφωτίζει

την έρημη συνείδηση

στου κόσμου το χορό

με μασκαράτες τραγικές

και τρυφηλή την όψη

με καιάδες αμείλικτους

στης φρίκης τον καιρό.

 

                                                *

Πώς τα ωραία ψέματα

τορπιλίζουν τη σκέψη

και τη γυρίζουν τραγικά

σ’ ανύπαρκτους λειμώνες

στα φρικτά τα παυσίπονα

αλλοτρίωσης τόπους…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.       Άγρυπνη Ερημία

 

Αφηγητής:

Χάθηκαν και χωρίστηκαν οι αγαπημένοι φίλοι,

ο Πάροικος πήρε ευθύς μοναχική πορεία

μ’ εκπλήξεις αναπάντεχες κι όμως αληθινές

καθώς οραματίζοταν άλλες μορφές ζωής

μακριά από κάθε σιγουριά και ψευδοβεβαιότη

θεωρίες χορεύουσες, πανάρχαιες και νέες…

Ήταν κοντά και μακριά από την επιφάνεια

το ψεύδος, τη λαμπρότητα του ψεύδους της ζωής

επιθυμούσε εμμανώς κάτι ουτοπικό

για πίστευε πως η ζωή, αυτή η φρικτή πλεκτάνη

είναι η ποταπότητα που λεν ρεαλισμό…

Αδύναμος και άσημος διαβάτης της ζωής

διέγραφε το παρελθόν, αγνοούσε το μέλλον

και το παρόν διέστελλε κάθε αναμονή…

 

                                                *

Σ’ έρημη χώρα μ’ άμμο γλυστερή

αμμόλοφων κορφές μ’ αστραφτερή την όψη

στη σιγαλιά του φεγγαριού που τρεμοσβήνει

αντιφεγγίζει αμυδρά καμηλοκαραβάνι

ράθυμο από της μέρας το σκληρό το κουρνιαχτό

τον κάματο και την υπακοή μες την ανεμοζάλη.

Υγρό αεράκι σάλευε τους φοίνικες στο βάθος

και οι φανοί που αχνόφεγγαν απ’ τις αιχμές καλύβας

μήνυαν όαση μικρή και γραφική μαζί.

*

Ανάρια φώτα αμυδρά στο βάθος του τοπίου

σηματοδότες άγρυπνοι μικρών συνοικισμών

τόποι ανεφοδιασμού, πρωτόγονα εργαστήρια

με κάποια μικροκαπηλειά συναλλαγών της μέρας…

Ήταν οι πρώτοι οικισμοί οκνηρών βεδουίνων

των κουρασμένων μας παιδιών στην πλήξη της ερήμου.

Εκεί κοντά κάποιοι παλιοί καλοί οιωνοσκόποι

που γνώριζαν αστερισμούς στο φέγγος της νυχτιάς

ονειρικούς συσχετισμούς αριθμών, άστρων, χρωμάτων

κινήσεων ανασασμούς με σχήματα, μορφές

που επικαλούνταν μαγικά της ευτυχίας τους δρόμους

περίτεχνα ζωγραφιστούς στων χιτώνων την όψη…

Μακριά απ’ τον πολιτισμό φαίνονται μαγεμένοι

θεοσοφίας νοσταλγοί, μάγων καλά παιδιά

κι ακόλουθοι αδιάλλακτοι των λόγων του Προφήτη

των λόγων που σκαλίζονταν βαθιά μες την ψυχή τους

μα που ξεθωριάζανε συχνά στην τύρβη της ζωής

στα τράφικ και στις μαγικές συνήθειες της μέρας

της κάθε μέρας που ‘μοιαζε εικόνα αιωνιότης

στις μαγεμένες κι άνυδρες της ερήμου εκτάσεις…

Γλυκές στιγμές της ερημιάς

στου φεγγαριού την όψη

ριπές ονειροπόλησης κι αρπάγης

απ’ τη βοή τη μυστική της πολιτείας

χώρες χωρίς τα θέσμια και νόμους ισχυρούς,

χωρίς τις πρασινόχρωμες φυτείες

τους ποταμούς και τα λιμάνια για τα πλοία

καραβοκύρηδες και λιμενάρχες

και στοιβαγμένα τα εμπορεύματα στα τράνζιτ,

με πλήθος υπαλλήλων, λαθρεμπόρων, διακινητών

και της ασφάλειας την παρουσία την αόρατη.

Τόποι της ερημιάς που υποβάλλετε τη σκέψη

δωρίζοντας μακάριες στιγμές ειρήνης

και έλκετε τους νοσταλγούς, τους αγανακτισμένους

από των πόλεων τη βοή, τις μάσκες των ανθρώπων

και των θεσμών μας των σεπτών άμετρες παρωδίες

τόποι με το μυστικισμό των αναχωρητών

και τις βαθιές πνοές σιγής στα βάθη των ψυχών

σας μόλεψε αναίσχυντα ανθρώπινη μωρία

την είδανε τα μάτια μου υπό το σεληνόφως

καθώς οι υποτακτικοί μεγάλου βεδουίνου

φόρτωναν και ξεφόρτωναν λαθραία τιμαλφή

ανατολίτικους καρπούς, αρώματα και δώρα

έτοιμοι ν’ ακριβοπληρωθούν σε πόλεις μακρινές

στης απληστίας τον καιρό, στης πλησμονής τη ζέση…

Οι πρωινές  οι προσευχές και οι γονυκλισίες

δεήσεις και ψιθυρισμοί στο διάβα της ημέρας,

μηνύματα που στέλνονταν στο τέμενος της Μέκκας

ήταν μόνο συνήθεια, συδαύλιζε το πάθος,

το πάθος των πλανώμενων και σκληραγωγημένων

το πάθος που γεννιέται ευθύς ως άνθρωπος διαβεί

τις στενωπούς που οδηγούν στην έγχρονη θητεία

στις μύριες όψεις της ζωής που κοινωνία λένε.

 

Πάροικος:

Είδαν τα μάτια μου άγρυπνα

μεγάλη συμπλοκή

στο άτονο μες τη νυχτιά

αστέρι τ’ ουρανού

πνιχτές βρισιές και απειλές

άγριο ολοθρεμό

για τους κρυμμένους θησαυρούς

των μικρών τους κερδών

και γνώρισα πολύ καλά

το φονικό του Κάιν

τους μύριους όσους σπαραγμούς

ανθρώπινης κακίας

με της μωρίας ξέχειλα

τα λόγια και τις πράξεις…

Δεν αντέχουν την έρημο

κι ας την περιδιαβαίνουν

κι ας μην πτοούνται οι δυνατοί

απ’ τις ανεμοζάλες

ανεμοθύελλες σκληρές

με μύριους τους κινδύνους.

Δεν αγαπούν τα ήρεμα

 τα χάδια της ερήμου

στις όμορφες καλές στιγμές

μ’ αίθριο ουρανό

και τα γλυκοπετάγματα

χρωμάτων της εσπέρας.

 

*

Έμποροι και λαθρέμποροι, αγωνιστές του μόχθου

γλυκανεμίζουσες σκιές στης καμήλας τις ράχες

ξεχνούν τα χθόνια τα καλά, της όασης τους τόπους

περάσματα εφοδιασμού, ξεκούρασης λημέρια

άνθρωποι χωρίς σύνορα, θεσμούς και εξουσία

εξαγοράζουν τη σιωπή, της ερημιάς την πλήξη

με το βαθύ το στεναγμό στου χρόνου το ζυγό.

Οι μεταπράτες οι σκληροί, καραβάνια της ζήσης

γεύονται, πικρογεύονται της πόλης τον εσμό

στις πόλεις διοχετεύοντας τ’ ακριβά αγαθά τους

κι οι πόλεις τους προσφέρουνε τα πλανερά τους φώτα

χρειώδη αντικείμενα, πλουμίδια των αυλών

πολιτισμού λαμπυρισμούς, αποκριάς σκιές

χωρίς τα μασκαρέματα των παροχών της πόλης

και τις κρυφές συναλλαγές με τους πολιτισμένους

οι βεδουίνοι οι σκληροί και οι ανθεκτικοί

δε θα μπορούσαν να διαβούν τα σύνορα της ζήσης.

 

Αγάθων:

Στην κόψη, στην ακμή ζωής που ίλιγγος κυκλώνει

τη χρόνια την ύπαρξη ανθρώπων και θεών

άνθρωποι όλων των καιρών και συνθηκών του βίου

ακροβολίζονται φρικτά στις μεγάλες προκλήσεις

στη μέγιστη την πρόκληση που μας πολιορκεί

κι ας μοιάζουνε ανέμελοι καβάλα στις καμήλες

στης έρημης απαντοχής ανθρώπινη πνοή.

Ησύχια τα βλέμματα των σιωπηλών νομάδων

και γραφικές περιγραφές χιλίων και μιας νυχτών

παραπλανούν το νοσταλγό άσπιλης ωραιότης

και η σιωπή που πλήττεται απ’ της καμήλας τα ίχνη

υποδηλώνει ανάερα κρύφιες εμπνοές

της μέριμνας, σχεδιασμών, εμπορικής απάτης

άσκηση στις επίβουλες παγίδες της ζωής.

 

                                                *

Είδα το σκληρό φονικό και μάτωσε η καρδιά μου

της συμπλοκής της άγριας το απύθμενο χάος

ό,τι ακολούθησε πνιχτά κάτω απ’ το σεληνόφως.

Η έρημος, η έρημος η απερειπωμένη

βάφεται και μιάζεται απ’ το έγχρονο πάθος

μας πρόσφερε απλόχερα τους δεινούς μαχητές

τους πορθητές των πόλεων που την τροφοδοτούσαν

με φονικές συναλλαγές εργαλείων θανάτου

κι αφέθηκε αργά αργά σε καθυστερημένους

και σε σπουδαίους νοσταλγούς μυστικών παραδείσων…

 

Θρασύμαχος:

Τι μας προσφέρουν οι σεπτοί ασκητές της ερήμου

οι βράχοι απομόνωσης με ειρηνικούς παλμούς

οι θαλερές αυτές ψυχές, οι εραστές του κάλλους

που εξαργυρώνουν σιγηλά ανθρώπινη μωρία

με άνθη απερίτμητα κι εμπνοές μυστικές

οι γίγαντες της μοναξιάς, οι αρνητές του κόσμου;

Είναι, το είπανε πολλοί, οι παρανοϊκοί

οι νοσηροί αναζητητές αιώνιας παιδικότης

και οι φαντασιαζόμενοι με έκστασης παλμό

με αυταπάτες βλοσυρές, με φρούδες ψευδαισθήσεις

με σκοτοδίνες ιλαρές που ονομάζουν φως

η πλήρης αλλοτρίωση ανθρώπων λογισμού

η ψεύτικη απόδραση σ’ ανύπαρκτες αυλές

στης ακηδίας τους συρμούς που αποδεκατίζουν

το άλκιμο το φρόνημα ανθρώπινης πνοής.

Τι κι αν τους βλέπουμε ν’ ανθούν

σ’ όλες τις παραδόσεις

των παλαιών καλών καιρών με τις ουράνιες βλέψεις

στην θρησκειών μας  τις αυλές, στων στοχασμών τη μέθη

και στα ακροπετάγματα ποιητικών στιγμών;

Ίσως μας μένει απ’ αυτούς κάτι μοναδικό

πολύ μακριά απ’ τις βλέψεις τους και τις αναμονές τους

κι είναι ο κρύφιος θησαυρός μες την καρδιά του άγχους

η μεγάλη απάντηση στης ύπαρξης τον πόνο

το ψεύτικο αντιφάρμακο στης πλήξης τον αχό

στο άγχος το τυραννικό που γεννάει τον πόνο

η πύλη του αληθεύοντος μες τις αυλές του ψεύδους

αν υποθέσουμε πικρά πως υπάρχει αλήθεια

στον ξέφρενο αλαλαγμό ανθρώπινης ζωής.

Ωραία τα παυσίπονα που μας αποκοιμίζουν

ο πόνος όμως σταθερός της ψυχής μας δυνάστης.

 

Πάροικος:

Κρυφάκουγα πονετικά θέσεις και αντιθέσεις

στην ερημιά της ύπαρξης την απερειπωμένη

στων βεδουίνων τους συρμούς στα αιώνια καραβάνια

στων ασκητών τις μυστικές τις σκήτες που αγνίζουν

τις πονηρίες των ληστών, τα ένοχα σεργιάνια

με ίχνη τόσο εύθραυστα στην άμμο της ερήμου

και στων οάσεων τις σκιές που δελεάζουν όσους

μες τον αυχμό της άνυδρης και τρωτής ύπαρξής τους

αναζητούν ανάπαυση, νερό να ξεδιψάσουν…

Κι η σκέψη μου, ακρότατο της θλίψης παλαμάρι,

μετακινούταν θλιβερά στης τύχης τ’ ακρογιάλια

στην έρημο την πιο σκληρή ανθρώπινης μωρίας

στις πόλεις, τους πολιτισμούς, τα φαεινά τα δώρα

τα άνθη των καλλιτεχνών, τα προπύργια γνώσης

τους πύργους τους αλάνθαστους πολιτών κι ηγεμόνων

και στις στιγμές τις τραγικές πολέμων παραζάλης

στην πνιγηρή ερείπωση πόλεων και χωριών

με τις σκληρές διάψευσες ανθρώπινης ελπίδας

ελπίδας που στηρίζοταν σε φρούδες υποσχέσεις

και στις στεντόρειες τις κραυγές του ψευδόμενου λόγου…

Ποιος τραγικός μας ποιητής μπορεί να περιγράψει

του κόσμου τον τραγέλαφο που ανακυκλώνει ψεύδη

ψεύδη της δολερής ψυχής που ξέρει να βρυχάται

να επαίρεται απερίγραπτα στου κόσμου τα δεσμά;

Ποιος κωμικός θα διάλεγε τη φρικτή τραγωδία

για να σημάνει εύγλωττα τον κώμο τον κρυφό

την τραγική αφήγηση που στις ημέρες σχόλης

πλέκει στέφος εφήμερο στους καρναβαλιστές

που άδουνε περίτρανα όλες τις αυταπάτες

νομίζοντας πως αγνοούν τους νόσους των ψυχών

που ολοφύρονται σκληρά στου κόσμου την αρπάγη;

Φθάνουμε πια στην άψευστη ώρα ισοδυναμίας

του κωμικού, του τραγικού, της φαρσοκωμωδίας

που ακυρώνει άστοργα σχήματα ποιητών

επιφανειακές αιχμές που αποσκορακίζουν

της θείας ψυχής τους άπαυστους και άτρεμους παλμούς.

 

                                                          *

Νιώθω έτσι πως δε μπορώ

τον κόσμο να μετρήσω

την ίδια μου την ύπαρξη

τους αναστεναγμούς

ψευτόχαρες απόλαυσες

σκληρές δοκιμασίες

πλάνες οθνείες, τραγικές

της ανθρωποπνοής.

Δεν έμαθα απ’ τους τραγικούς

τι είναι τραγικό

δεν ακροάστηκα ποτέ

κωμικές αφηγήσεις

δε θέλησα να εμπλακώ

σε κόσμους αναφείς

σ’ αυτό το περιδέραιο

ανθρώπινης θητείας

στον έσχατο κατατρεγμό

σε τρίβους δυστυχείς

που κατακερματίζουνε

τις ρίζες της ζωής.

Τι απομένει δύστυχε

φαιδρέ ονειροβάτη

σε κόσμους αδυσώπητους

της φρικτής συντριβής

στις δύσβατες τις ατραπούς

με πρόσφυγες θανής;

 

 

 

 

 

 

5.       Ιντερμέδιο

 

Θεωρός:

Δε θα διαβείς ποτέ θνητέ

πάροικε και αλήτη

τις απειράριθμες γωνιές

στους δρόμους της ζωής

αν δεν αφουγκρασθείς βαθιά

το μέγα το συμβαίνον

των μύθων πλέριο νόημα

το μύθημα το χαίνον

στα βάθη του υπάρχειν μας

με έγχρονο ρυθμό

που απορρυθμίζει βίαια

την τρέχουσα ζωή μας

στης λήθης το βαθύ γκρεμό

με μάταιες τις εκλάμψεις

και τα βαριά συμπτώματα

ανθρώπων βαρβαρότης.

Εκεί θα ‘βρεις υπέρτερε

ό,τι ο μύθος άδει

όχι στην επιφάνεια

των καλοβολεμένων

και στα χειροκροτήματα

μειγμένα με κρουνούς

κάποιας πλαστής συγκίνησης

παυσίπονο ελαφρύ…

Θ’ αρχίσεις να κατανοείς

πλεγμάτων θρηνωδίες

και γλαφυρές γλυκιές στιγμές

μιας μάταιης ζωής

που κολυμπάει αστόχαστα

σ’ ωκεανούς, σε βάθη

σε ακρογιάλια ήρεμα

σε ανθισμένες χώρες

με ψεύτικα τα λούλουδα

με χρώματα πλασμένα

και με οσμές μεθυστικές

που μας αποχαυνώνουν

στης λησμοσύνης τους καιρούς

στης αθυμίας τους κάβους.

 

 

 

 

 

 

 

6.       Πειρατικά και Χερσαία

 

Αφηγητής:

Στων λιμανιών τα κάτεργα αντάμωσαν

στ’ αμπάρια τα απέραντα

πελώριες αποθήκες

που κρύβουν πλούτο, αγαθά

κι απέραντο το μόχθο

νεκρής με πρώτη όψη αγοράς

έτοιμες για σεργιάνι

σ’ ωκεανών πελώριες χαίτες

στα δύσβατα περάσματα

σε θύελλες επώδυνες

και στην οργή του Αίολου

που κατασυγκλονίζουνε

ραντάρ και εργαλεία

πλήθος μικροκυμάτων

που εναλλάσσονται γοργά

σε ηλεκτρονικές οθόνες

καθώς κάθιδροι εισβολείς

μας καταπλημμυρίζουν

κι αφροί με πλέρια βογκητά

επαπειλούν την πλώρη

που άγρια βυθίζεται

στο κενό των κυμάτων

για ν’ αναθάλλει εύσωμη

χαιρετώντας την πρύμη

που κλυδωνίζεται άγρια

-μπόρα είναι θα περάσει.

 

                                                *

 

Εκεί λοιπόν στ’ απόκρυφα μα τόσο φανερά

άγνωστες, αδιάφανες όσο και γνωστικές

αναδυότανε σκιές που γλιστρούσαν στο φως

-κι ήταν γι’ αυτές αυτό το φως της κοινωνίας, του πλούτου

συνάντησαν τους τρεις καλούς μα άγνωστούς μας φίλους.

Δεν ήταν οι γνωστοί σταθμοί μ’ όλες τις επιτεύξεις

πλοία, κρουαζερόπλοια, φορτηγά και γολέτες

τα κρις κραφτ τα ταχύπλοα, τα πετρελαιοφόρα

κι άλλα πολλά πλεούμενα με όψεις θελκτικές…

Δεν ήταν ούτε η ερημιά θαλάσσιων ακτών

οι κρυψώνες οι απρόσιτου αδίστακτων ληστών,

ούτε της φυλακής κελιά που κρατούν παραβάτες

 των καλών αποφάσεων ακέραιων δικαστών…

Ήτανε κάτι πιο βαθύ και τραγικό μαζί

η φρικώδης συνάντηση της τάξης με τη βία

αρχαία, παλιά συνάντηση στην όψη ημερών

ό,τι δεν κατανόησαν κοιμισμένοι δεσμώτες

που πνίγονται μακάρια στον αφρό των καιρών.

Οι φίλοι μας το γνώριζαν, άκουαν τις φωνές

φωνές που απογείωναν κι ας είναι κολασμένες

γιατί η μύηση στη ζωή αντιστρέφει εικόνες

πλουμίδια και διάσελα ειδώλων της στιγμής.

Η καταβύθιση στης γης τις χθόνιες επάλξεις

με τον ανάστατο χορό δαιμόνων, φαντασμάτων

μας ανάγει επίμονα σε νέες φανερώσεις

στους κρύφιους ορίζοντες Αιώνιων Ημερών.

 

                                                *

Πανώριοι όλοι θησαυροί

μόχθων και επιστήμης

εξαίσιοι και αρμοστοί

σε πλοία –μεγαθήρια

και οπλισμένα έξοχα

με τεχνικής θαυμάσια

με πλήρωμα πανέτοιμο

και αποφασισμένο

συγκρούονται ανηλεώς

με την οργή της φύσης

που παίρνει εκδίκηση σκληρή

απ’ τους σκληρούς κουρσάρους

που αποσπάσαν βίαια

μαγικά μυστικά τους

και διαφεντεύουν άστοργα

τα μήκη και τα πλάτη

της γης μας και της θάλασσας

κάβων και λιμανιών

που αποτολμούν την έξοδο

στα ωκεάνια πλάτη

στης φύσης τους παραδαρμούς…

Αγέρωχοι οι κουρσάροι μας

σκληρά παραδομένοι

στον πλουτισμό, στην άνεση

στο χρυσόμαλλο δέρας

κινούν και ξεκινούν μαζί

ατέλειωτη εκστρατεία

με πλοίαρχους, μηχανικούς

θερμαστές και λοστρόμους

με εργαλεία άψογα

της τεχνικής θαυμάσια

με θάρρος και θρασύτη

που γίνονται συχνότατα

ανήλεη ταφή

σκληρή, μοιραία εκδίκηση

χωρίς τάφο και μνήμα.

 

 Πειρατής:

Χωρίς την περιπέτεια νεκρώνεται η ζωή

χωρίς το θράσος το σκληρό και τη γενναία τόλμη

χωρίς την άπληστη ορμή, του θριάμβου το κέρας

αδύνατος ο άνθρωπος, η τέχνη και το θάμβος

οι πόλεμοι και οι σφαγές, η φρίκη και το μίσος.

Για δέστε πώς συνάπτονται θεσμοί και πολιτείες

επιστήμης τα λάβαρα, της τεχνικής στολίδια

οι πόλεμοι και οι σφαγές, ανθρώπων δυστυχία

και ρίξτε μια βαθιά ματιά στις γλυκές ουτοπίες

που πλάθουν παραλογισμούς κι άλλες εποποιίες

χωρίς σκληρούς δυναστευτές, χωρίς τυχοδιώκτες

κουρσάρους μας και πειρατές, γνωστούς ανθρωποφάγους

και πέστε τι ‘ν ο άνθρωπος στο διάβα των αιώνων.

Ακολουθήστε τη σκληρή, δεινή δοκιμασία

των ποντοπόρων την πνοή με τις καλές προμήθειες

δώρα της εκμετάλλευσης, της αρπαγής ψυχών

που μεταφέρονται παντού, σε σκληρές αγορές

να συνεχίζουν κυνικά κάθε δοσοληψία

το σκωπτικό χαμόγελο των τρελών αγορών

των νεοδούλων τον εσμό που σπεύδει, που αγοράζει

σαρδόνιες, σκληρές ματιές των πειρατών των κάβων

των δύσκολων των στενωπών, του ανοιχτού πελάγους

που ξεπετάγονται έξαφνα, που αφοπλίζουν κήτη

πλοία με ετοιμότητα, με τεχνική, με γνώση…

Αρπάζουνε τα πλοία τους, λεηλατούν, σκοτώνουν

και χάνονται επιδέξια σ’ ερημικές ακτές

εφοδιάζοντας μετά τις ίδιες αγορές.

Είναι οι κουρσάροι μας δεινοί, άριστα γυμνασμένοι

αρπάζουνε τις τεχνικές λαών πολιτισμένων

κλέβουν, αρπάζουν ό,τι βρουν που  ‘ναι κι αυτό κλεμμένο

από το μόχθο των φτωχών, με γνώση και με μάθος.

Παλιοί κουρσάροι πέρασαν σταλμένοι απ’ τα κράτη

να αψηφούν, λεηλατούν τους ανταγωνιστές τους

τις βασιλείες τις τρανές και τον πολιτισμό τους…

Οι εστεμμένοι οι σεπτοί παρασημοφορούσαν

κουρσάρους και πληρώματα, καπετάνιους και ναύτες

χειροκροτούσαν με παλμό της αρπαγής το πάθος

για κέρδιζαν κι οι ίδιοι τους μερίδιο απ’ τ’ αρπαγμένα…

 

                                                *

Οι πειρατές του σήμερα είναι οι ταπεινοί

ανήκουν σε φτωχούς λαούς, είναι τυχοδιώκτες

της κοινωνίας της καλής, των χθεσινών κουρσάρων

 οι άγρια επικίνδυνοι άρπαγες της τιμής

των πολύτιμων αγαθών που εκπολιτιστήκαν.

Είναι οι πειρατές σκληροί, κουρσάρων ακροχέρι

αντίδοτο ανάλγητο στη δεινή κουρσαρία

παλιών και νέων μας καιρών, βαρβαρότητας κλέος.

Ποιος θα μπορούσε να διαβεί τους κάβους της ανάγκης

ν' αναγνωρίσει ευθαρσώς της Χάρυβδης το στόμα

της Σκύλλας της αμείλικτης τα μάγουλα, τα δόντια;

Ωκεανών οι στεναγμοί, ακρογιαλιών η θλίψη

καθηρεμούν, σιγάζονται μπροστά στην τραγωδία

τις ναυμαχίες τις σκληρές, νεκρούς και ναυαγούς

κουρσάρων τα αθλήματα, των πειρατών τα κλέη.

 

                                                *

Είν’  οι απόηχοι πολλοί, καθρέφτες κοινωνίας

μαγνητισμένης τραγικά στου πάθους την οργή

κι ας απατούν τη γνώση μας της γνώσης οι ναοί

τα σύμβολα, τα ιδρύματα, των αγορών οι όψεις

χρηματιστήρια λαμπρά, ναοί, επευφημίες

των σύγχρονών μας πειρατών με φωνασκίες και πάθος

και τζογαδόρων εκλεκτών μ’ άγρυπνους τεχνοκράτες

ευγενισμένους πειρατές με όπλα τους τα πλήκτρα

ταχύτατης συμβολικής της ηλεκτρονικής

που απλώνει τα πλοκάμια της σ’  όλη την οικουμένη

στα πιο μικρά, στα πιο απλά και στα θεμελιώδη

που εξαγοράζονται δεινά απ’ τους μεγαλομετόχους

του κέρδους, της απόλαυσης, της απληστίας τέκνα…

Η αλυσίδα  η ευκλεής ανθρώπινης απάτης

είναι χωρίς τελειωμό, φτάνει στους πρωτανθρώπους

απλώνει τα πλοκάμια της, μας καταδυναστεύει

προσφέροντάς μας αγαθά κλεμμένα απ’  τους αιώνες

από την άοκνη, σκληρή ανθρώπων βιοπάλη

τους άγνωστους, τους ταπεινούς, το ανώνυμο κέρας

των πρώτων μας πολιτισμών ανθρώπων κοινωνίας

με τόλμη και με δύναμη, με αρπαγές γενναίες

από της φύσης τις ορμές, τα κρυφά σωθικά

που έπλεξαν αρμονικά τις πρώτες μας τις τέχνες,

το ακροπέδι το ένδοξο κάθε πολιτισμού.

 

Αφηγητής:

Ήταν τα λόγια του κοφτά

σχολειό του η μαθητεία

στων ανθρώπων τη νέμεση

στης ιστορίας το σκότος.

Τον άφησαν στο πάθος του

και του ζήτησαν κι άλλα

και κείνος, ξάφνου ρήτορας

συνέχισε το λόγο.

 

Πειρατής:

Αν όμως ερευνήσουμε τα σωθικά του ανθρώπου

αν καλοεξετάσουμε της Λάχεσης τους κάβους

και αν βυθοσκοπήσουμε της ιστορίας τις στράτες

εύκολα καταλήγουμε σ’ άσπλαχνους λαβυρίνθους

σ’ ανθρώπων μας τις φυλακές που επικαλούνται δόξα.

Δεν είναι οι πρωτάνθρωποι πιο καθαροί από μας

δεν είμαστε οι μοντέρνοι εμείς πιο εξευγενισμένοι

για οι βαρβαρότητες του χθες παρέμειναν ατόφιες

στις λεωφόρους τις τρανές των μοντέρνων καιρών.

Δίκαια, δικαιώματα, τάξη και ευνομία

τα φώτα του πολιτισμού, της τεχνικής τα κλέη

η ανάπτυξη η επική, εργαστηρίων κλέος

δεν κάλλυναν τη φύση μας και ας πανηγυρίζουν.

Τα φώτα τα ψευδώνυμα και οι διακηρύξεις

προλεταρίων οι φωνές, των αστών κοασμοί

δεν παύουν να επικροτούν τα πάθη των ανθρώπων

όσων νομίζονται όμηροι της κακοδαιμονίας

ή ευτυχείς εισπράκτορες των αγαθών της ζήσης.

Κουρσάροι, ναι και πειρατές άλλαξαν τακτική

και μεις σπεύδουμε άνετα να τους επευφημούμε

σε χώρους δημαγωγικούς -λεωφόρους απάτης…

Επικαλούμαστε αριθμούς, στατιστικές και κλέη

κακολογούμε τους εχθρούς, ολιγάρχες κ’ ηγέτες

προσμένοντας τις αλλαγές που υπόσχονται οι άλλοι

και ολοβυθιζόμαστε στο κώμα της θανής.

Ξορκίζουμε τον πόλεμο, ποθούμε τα αγαθά του

υπνωτιζόμαστε οι φτωχοί στο άγος της νωχέλειας

και ολοψιθυρίζουμε συνθήματα απάτης

που εξυμνούν τη δόξα μας, την ελευθέρωσή μας

απ’  τις παγίδες τις κακές των άλλων εποχών.

Είμαστε όλοι πειρατές, παιδιά παλιών κουρσάρων

κουρσεύουμε αδίστακτα φτωχούς και πλαϊνούς μας

της ιστορίας η οργή, των αιώνων το ψεύδος

η αισχύνη των πολιτισμών, οι κραυγές των παροίκων

μηνύουνε στεντόρεια  τη δόξα του ανθρώπου,

των γηγενών, των άποικων και των κατακτητών

επισφραγίζουν άσπονδα την πλέρια βαρβαρότη

χωρίς τους βάρβαρους του χθες, ναι, των νεοβαρβάρων.

 

 

Θρασύμαχος:

Περίτεχνα τα λόγια σου, στομφώδεις οι κραυγές σου

δεν πείθουν ω μακάριε παρά τους αφελείς

όλους τους λίγους νοσταλγούς της χρυσής εποχής

τα άνθη τα ανέσπερα ψεύτικων παραδείσων

ιππότες ευγενούς μορφής, θήλεα υμνημένα

ανύπαρκτης ευγένειας της παιδικής ψυχής

που μεγαλύνεται σεπτά μες τη μακαριότη

της θάλλουσας συνείδησης ευγενών και αγίων

κάποια σοφία ανύπαρκτη μακριά απ’  το ρυθμό

και το βραδύρυθμο  αχό ανθρώπων αγωνίας.

Αδυνατείς να δεις καλέ το μόχθο των ανθρώπων

αμάχες αιωνόβιες πολλών χιλιετιών,

τον πόνο τον ανείπωτο ανθρώπινης κατάρας

που γίνεται αργά αργά ευημερίας φως.

Όλα τα υπαρκτά κακά, οι αναστεναγμοί σου

τα μοιρολόγια τα φαιδρά περιπαθούς ψυχής

δεν είν’ παρά τεχνάσματα υστερικής μανίας,

γιατί ξεχνούν τις χάριτες, τις ευγενείς στιγμές

όσων βυθίζονται σκληρά στου κόσμου την αρπάγη

και φέρνουν λάφυρα χρυσά στα τέκνα της οργής.

Η πειρατεία η καλή, κόρη της κουρσαρίας

διαιωνίζει την οργή, τον αλληλοπαιδεμό

μιμείται με δυναμισμό αρπαγές επισήμων

διδάσκει με τον τρόπο της τον κρύφιο παλμό

ανθρώπων περιπέτειες, αρπαγές, κατακτήσεις

δηώσεις και ανηλεείς διωγμούς κατακτητών.

Προβάλλει όμως άλκιμα νέα λαμπρή σελίδα

οι θεσμοί, η οργάνωση, η έρευνα, η παιδεία

οι ένδοξοι γνωστοί λαοί που όρθωσαν τη γνώση

όσο κι αν το θεμέλιο ήταν η βαρβαρότη.

Δεν είναι φίλε αγαθέ ποτέ η αγαθοσύνη

το σωτήριο φάρμακο των καλών αγαθών

η βία, η επιβολή, φέρνει τη νέα τάξη

κι αν χάνονται στα τάρταρα, στην παγωνιά θανάτου

κάποιοι άλλοι ανασταίνονται, συνέχουν τη ζωή.

Κοίτα τριγύρω σου καλέ, πλήμμυρα αγαθών

θα πεις πως κρύβουν πόλεμο, αρπαγές και απάτη

και όμως βλάμη αδυνατείς να ζήσεις ευτυχής

χωρίς τα δώρα τα καλά ανθρώπων επιστήμης

δαιμόνιών μας ηγετών και κολάκων μαζί

ηθοποιών της αγοράς, ανδρείκελων στιγμής

των κωμικών και ευπρεπών ησύχιας ζωής

της κωμωδίας της τρανής, όψης της τραγωδίας.

Όλοι φίλε το ξέρουμε πως είναι ματαιότη

να αναζητάμε άσκοπα παραδείσους χρυσούς

όπως γνωρίζουμε καλά τη δύναμη του ανθρώπου

παρά τις λάμψεις τις στυφές ονείρων της στιγμής.

Η αρετή, η ομορφιά, το κάλλος της ψυχής

εξόριστα απ’  τον κόσμο μας στης ιστορίας τους δρόμους

είναι τα θερμοκήπια στερνής αναψυχής

καθώς το άγχος το βαρύ της καθημερινότης

αναζητεί διέξοδο, φυγή, αναψυχή

απ’ την πεζότητα του χθες που κτίζει αυταπάτες

τις μόνες δυνατές πνοές στο δρόμο της ζωής.

Είναι απλό, το ξέρουμε χωρίς τους φιλοσόφους:

Ό,τι όμορφο κι υπέροχο παιδί της φαντασίας

είναι μακριά πολύ μακριά απ’ τον αχό της γης

είναι απότοκο σκληρό της ερημοπνοής

των πόνων και των στεναγμών αυτής τα δόλιας γης.

 

Αγάθων:

Δεν κατανόησες καλέ τι τρέχει τι συμβαίνει

στης γης μας τα θαυμάσια, στις τρίβους της ζωής

στων ψυχών μας τα δράματα πέρα απ’  τις ιδέες

τους γενικούς αφορισμούς κι όλες τις επιτεύξεις

ένδοξων κι αγλαών μορφών –ευεργέτες τους λέμε

ανακαλύψεις ένδοξες που αγγίζουν την πνοή…

Νέες συνήθειες λαμπρές, άλλα τα ιδεώδη

σκορπίζουν φώτα ηχηρά, τις φεγγοβόλες λάμψεις

ανακαλύψεις εύκοσμες που μας δυναμιτίζουν

καταργώντας τα όρια, συνόρων τα δεσμά

πληροφορώντας άμεσα με άπειρη ταχύτη

εισδύοντας μαγνητικά και ακτινογραφώντας

του σώματος τα σωθικά, των νευρώνων το σθένος

και αποκαθηλώνοντας  ταμπού, πολλές παλιές προλήψεις

ελπίδες επιπόλαιες που κάλυπταν τον πόνο.

Είναι ο μόχθος καρπερός των εργατών της γνώσης

τα επιτεύγματα λαμπρά, αλλάζουν τη ζωή

και αν επισκοπήσουμε δεινές επινοήσεις

διαπιστώνουμε φρικτά σφαγιασμό της γνώσης

στις άθλιες τριόδους μας των παθών απολαύσεις.

Υπάρχει κάτι απόκρυφο βαθιά μες τις καρδιές

η μέγιστη αποκάλυψη του είναι της ζωής

κι ας το αποκρύβει άσπλαχνα η όψη των πραγμάτων

μεταμορφώνοντάς το οχληρά σε κάλπικο πιονάκι

στο ψεύτικο το παίγνιο ανθρώπινων δεινών

γιατί το μέγα παίγνιο, του Παιδός ο Αιών

προσπερνάει τα είδωλα φαντασμάτων της γνώσης

και δρασκελίζει με πνοή ανθρώπων φρούδα κλέη.

Κι όμως οι χείμαρροι του χθες και τα παραποτάμια

διαστρέφουνε την εμπνοή αληθινής ζωής

αρνούνται ν’  αναγνώσουνε την πρωτινή τη γνώση

και διαστρέφουν την αρχή της πρώτιστης αρχής.

Είναι γνωστό, πολύ γνωστό ανθρώπων το μαρτύριο

και της ανάγκης η πνιχτή και ατρεμής πνοή

η μέγιστη η δύναμη των ειδώλων της γνώσης

τα φρούδα τα κακέκτυπα της ανθρωποπνοής

μίας πνοής αρχέγονης ιδεών αθανάτων

που θύεται αθόρυβα στων παθών την ορμή

στο άρμα το απαίσιο των τέκνων της ανάγκης

στου Κρόνου το βαθύ γκρεμό με θλίψεις απηνείς.

Είναι η ζωή μας θάνατος παρά τη θυμηδία

γλυκόφωνων και αγλαών σελίδων μιας ακμής

που βεβαιώνει με παλμό τα κέρματα της γνώσης

μια αποχαύνωση απηνή σε κύματα οργής…

 

 

Πειρατής:

Ήμασταν κάποτε σκληροί, φτωχοί και πεινασμένοι

συχνά όμως μας παράσερνε του πλιάτσικου η τρομάρα

μα όταν το καλοσκεφθείς καλέ ακροατή μου

πρώτος θα στρέψεις τα πυρά σους άρχοντες του χθες.

Οι πόλεμοι οι ένδοξοι με τα μεγάλα κλέη

ήτανε όλοι πιο σκληροί από την πειρατεία

με τις απέραντες σφαγές, την αρπαγή, το μίσος

και τη δεινή εξόντωση μνημείων και σημείων

και των καλών των προσφορών στης ειρήνης τα χρόνια.

Κι όμως, κάθε ειρήνη ψεύτικη είν’ κρυφοπειρατεία

των πλούσιων, των ηγετών, των δυναστών του κόσμου

κι όταν ηχήσουν οι κραυγές των άθλιων Σειρήνων

κι όταν οι ανταγωνισμοί μεγαλοπειρατών

συγκρουσθούνε αμείλικτα με όπλα και με πάθος

η πειρατεία η κακή γίνεται αρετή

με πλούσιους τους ήρωες και τους μεγαλουργούς

κι είναι η δόξα των λαών που ακκίζεται στεντόρεια

για τα μεγάλα κλέη της, τις ανθρωποσφαγές.

Δεν έχω λόγια πιο πολλά, αυτές οι πειρατείες

είναι η βαρβαρότητα που λεν πολιτισμό.

 

Αγάθων:

Φίλε μας και γενναίε μας

ακρογιαλιών καμάρι

με δόσεις τρόμου και οργής

με πάθη αρπαγής

αγγίζεις τις ακρώρειες

ανθρώπινης κατάρας

βυθομετρείς το πάθος της

την κρύφια βαρβαρότη

το άχθος το επάρατο

ανθρώπινης ψυχής.

Δεν είμαστ’  όμως όλοι μας

οι κρυφοπειρατές

οι άρπαγες, οι άδικοι

φονιάδες των αθώων

για δεν υπάρχουνε καλέ

αγγελικές υπάρξεις

στον κόσμο μας

στη ζήση μας

στων χρόνων τη βοή…

Ακροβατούμε κάποιοι μας

στο σκληρό το καμίνι

κι από τη βαρβαρότητα

απ’ την πολλή απάτη

απόσταγμα πολύτιμο

δροσίζει τις ψυχές μας…

 

Αφηγητής:

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λογάκια του

καθώς στο βάθος η σκιά, του βεδουίνου όψη

πλησίαζε, πλησίαζε, μπαρουτοκαπνισμένη.

 

Βεδουίνος:

Αντρώθηκα στην ερημιά

στα δεινά καραβάνια

στου κόσμου μας τη μοναξιά

με την πολλή βοή…

Απόμερα, στα μακρινά

στης ερήμου πλευρά

συνάντησα τους πειρατές

γνώρισα την πνοή τους

όπως γνωρίζω πια καλά

τους δεινούς κουρσευτές

που λαούς διαφεντεύουν

τα στέμματα,  βασίλεια

τα βουλευτήρια των κλητών

ευρωπαίων λαών

όλες τις αλληλοσφαγές

και νιώθω ευτυχής

που τα χεράκια τα σκληρά

όλων των βεδουίνων

με αίμα δε μολύνθηκαν

σ’ αμάχες δε μετείχαν…

Τα πάθη μας, τα μάθη μας

ανήκουνε στη φύση

όσων θνητών παλεύουνε

πλάι στη βαρβαρότη,

στα λόγια τα υποκριτικά

των λογάδων του κόσμου.

Λαθρέμποροι γενήκαμε

να θρέψουμε το βιο μας

για άλλος δρόμος δε μπορεί

να μας δώσει ψωμί,

τα πρώτα πρώτα αγαθά

που κάνουν τη ζωή…

Κυνηγημένοι είμαστε

από δεινούς δυνάστες

μα δε μπορούνε όλοι τους

εμάς να ξεριζώσουν.

 

Πάροικος:

Ακούω τις φωνές σας κι απορώ.×

Μικρός εγώ, πολύ μικρός, μακριά απ’  τα πλοκάμια

της μοίρας μας της πιο φρικτής στου κόσμου το γιορτάσι

αδυνατώ ν’  αφουγκρασθώ τη γνήσια φωνή

εκείνων που δε δέχονται συμβιβασμό κανένα

κι όμως που ζουν υπέροχα συμπαντική ειρήνη

χωρίς πλεκτάνες βλοσυρές, του κόσμου τα δεινά…

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, τέτοια γλυκά στολίδια

στην κοσμική μας ερημιά με την πολλή οδύνη;

Ω πειρατή των θαλασσών, ταξιδευτών τρομάρα

και άγριε πολεμιστή όσων αποκαλείς

του κόσμου μας αρχισφαγείς, κλέφτες και δολοφόνους

νομίζεις τάχα πως μπορείς χωρίς αυτούς να υπάρχεις;

Δεν τους μιμείσαι ω καλέ, όσο κι αν καταγγέλλεις

τα έργα τους, τους λόγους τους και τις καταστροφές τους;

 

Πειρατής:

Δεν έχω τη διάθεση να εξαφανισθώ

ούτε την πρόθεση καλέ να υπακούω δούλους

δούλους της δούλης της σκληρής

της κοσμικής ανάγκης…

 

Θρασύμαχος:

Πολύπλοκες οι εμπλοκές στου βίου την απάτη

και ποιος μπορεί να μας το πει με άκρα βεβαιότη

πως η αλήθεια ενοικεί στα κρύφια τα μέρη

πραγματικής μας εμπνοής που  ‘ναι βαθιά θαμμένη

σε κοιμητήρια ιερά, αναστάσεως τόπους;

 

Αφηγητής:

Δεν ήταν όνειρο γλυκό και ολοπικραμένο

αυτή τους η συνάντηση στις ατραπούς του κόσμου

με απόψεις ετερόκλητες –δόξα του ανθρωπίνου

κι ας χάθηκαν ολομεμιάς σε λήθης μας τα σκότη

όπως θα δούμε ολοταχώς στην τραγική πορεία…

 

 

 

 

 

 

 

 

7.       Ιντερμέδιο

Θεωρός:

Κουράστηκα το διάβα μου στης ιστορίας τις στράτες

στην άσπλαχνη τη μουσική ανθρώπων των αιώνων

στα μύρια πάθη των ψυχών –οίκους αναψυχής

με ήρωες περίκοσμους των ειδωλίων ίχνη

με ιδέες και συνθήματα απαίσιας ειδής.

Τα κάλλη που υμνήθηκαν από τους μελωδούς

οι αυλητρίδες οι κομψές, οι αοιδοί, οι πόρνες

οι κομψές ευνοούμενες σε μεγάλες αυλές

οι ένθερμοι οι μελωδοί με τη μεγάλη δόξα

τα ένδοξα τα κτήρια αρχιτεκτονικής

οι θεσπέσιοι πίνακες, αποχρώσεων λάμψεις

και οι τρανές κατάδυσες  σ’ ανθρώπων ενορμήσεις

πλεγμένες με αιμάτινη φιλοσοφίας βλέψη

φιλοτεχνούν ειδώλια έγκοσμης βιωτής

μα βλέποντάς τα πιο βαθιά, στα άρρητα τα βάθη

υποδηλώνουν μυστικά ένα θεσπέσιο κάλλος

τη χαρμική λαμπρότητα μιας άλλης βιωτής

έξω απ’  το χρόνο το θνητό που υποτονθορύζει

την άληστη αλήθεια της κοσμικής αρχής.

 

                                      *

Κουράστηκαν τα βλέμματα, πτερορρυεί ο λόγος

κι ο μύχιός μας θαυμασμός, το άνθος της αυγής

καταβυθίζεται φρικτά στην πλάνη του ερέβους

που υφαρπάζει τραγικά τα δώρα της σιγής.

Ανέτεινα τα βλέμματα καταβαραθρωμένα

σύγκορμος πολιόρκησα το βαρύ λογισμό

συμμάζεψα σπαράγματα του συναισθήματός μου

και κατανύχτηκα ευθύς το κρυφό μυστικό.

Η Ίρις μυριόχρωμη μου ‘ταζε υποσχέσεις

η Ηώ σιγοπρόβαλλε, σπαταλούσε αχνά

το φως της γης και τ’  ουρανού στη νήφουσα την πλάση

και σιγοχάιδευε απαλά της γης τα σωθικά.

Πουλιών γλυκοπετάγματα, μύριοι ανασασμοί

κελαηδισμοί γλυκόφτεροι ηλέκτριζαν το πάθος

μιας θείας και ανέκφραστης παρθενικής μαγείας

της μήτρας της συγκίνησης όλων των μουσουργών

που συνδυάζουν εύκοσμα χορδές, ωδές και πλήκτρα

στα μαγεμένα όργανα ουράνιας μουσικής.

Είναι ο κόσμος τους λαμπρός, θεία γαλουχημένος

κι όμως θα ‘ταν αδύνατος χωρίς ηχοβολές

κυμάτων, ελαφρών πνοών, αστραπηβόλων κρότων

μακριά απ’ το βασίλειο θορύβων και τερπνών

ρυθμών μας ακυβέρνητων και μελωδίας σθένος.

Αυτή η θεία μουσική που όρθωσαν οι θείοι

οι έξοχοι οι μελωδοί μιας άλλης ομορφιάς

αγγέλλει απερίτμητα μέσα απ’ τις αντιστίξεις

τις μελωδίες τις τρανές των πολυφωνιών

και τους αρμονικούς ρυθμούς που σιγοβασιλεύουν

στου κόσμου τα απλώματα, στην έκσταση, στο πάθος

αποκαλύπτει έξοχα τη θεία ομορφιά

μακριά απ’  τον πόνο της ζωής, τη φρικτή την αρπάγη

των πρωτινών ονείρων μας που είναι θαμβικά.

 

                                                *

Ανέτεινα το βλέμμα μου, θάλλουσα η μαγεία

στον ύμνο τον πρωτορθρινό με τη φωτοχυσία

κι είδα βαθιά μες την αυγή τη φωτογενημένη

το θάμβος και την έκσταση μιας άλλης ομορφιάς.

Όγκοι βουνών γαλήνιων μ’ ακοίμητες τις όψεις

ποτάμια με ήσυχα νερά, πρασινοφτερωμένα

απ’ την πυκνή τη βλάστηση στης κοίτης τον ανθό

πολύχρωμοι ανασασμοί κοιλάδων, πεδιάδων

και γλυκοπόρφυρες ακτές –άκρες ωκεανών

με τύφλωσαν ολόκορμο, με συνεπήραν όλο.

Ποια είν’ αλήθεια η ομορφιά των φυσικών στοιχείων

των άφθαρτων κι αμάραντων απ’ την πολυχρωμία

απ’ τους ρυθμούς τους άχρονους και υποβλητικούς

τα σχήματα και τις μορφές των αιωνίων Κούρων

και τις σεπτές παρθενικές θηλέων μας μορφές;

Τι αποκρύβει ένσοφα ο άρρην και το θήλυ

όταν συμπαρασύρονται στο ψεύτικο γιορτάσι

στης σάρκας την ανάλωση χωρίς ερωτικά

σκιρτήματα ανάτασης υπέρτερης λαμπρότης;

Πού ανασκηνώνει τραγικά η θεϊκή πνοή

της κόρης της υπέρλαμπρης που λούζεται στο φως

της Ήβης της ανθόφορης με τις ουράνιες λάμψεις

και των αρρένων οι πνοές που συναντούν το θήλυ

στην πρώτη πρωτινή αυγή περιλουσμένη φως;

Πώς σπαταλούνται ακόρεστα τα ακριβά τα δώρα

οι ύστατοι οι θησαυροί που αποτίκτουν φως

και πώς κατασυντρίβονται σε χαίνουσες ερήμους

της απληστίας της στιγμής με τις φαντασιώσεις

τις ψευδαισθήσεις τις νωθρές του νόθου λογισμού;

Το πρώτο χάρμα της αυγής, ανέσπερο, λαμπρό

δε χάνεται στα τάρταρα της ψευδοηδονής,

όσο κι αν κηλιδώνεται στις εκρήξεις του πάθους

γιατί το στίγμα της σιγής αναπληρώνει πλέρια

τα ύστατα τα βάθη μας παγκοσμικής πνοής…

 

                                      *

Σίγησα μες της σιωπής τις σιγηλές αψίδες

υπέρκοσμη ανάνηψη είδαν τα σωθικά μου

θεία αποδιαστολή με κράτησε ενεό…

Δεν ήταν έκσταση στιγμής, φενάκης προσωπείο

εκρηκτική απόδραση μιας ψευδομυστικής

που φυγαδεύει την ψυχή σ’ ανύπαρκτους λειμώνες.

Δεν ήταν ούτ’ αντίδραση απ’ τις πληγές του βίου

μάταια αναζήτηση τόπων αναψυχής

ψευδαίσθησης απατηλή και μάταιη ελπίδα…

Ω ποίηση με τα γλυκά και τραγικά σου δώρα

ψιθύρισε το μυστικό που αδυνατώ να πω

ω μουσική θεσπέσια των ήχων αρμονία

με τους ρυθμούς τους άπειρους –χρωμάτων της ψυχής

κρούσε καμπάνες ιερές των θεϊκών Μουσών σου

ψιθύρισε τα έγκατα ανθρώπινης ψυχής.

Φιλοσοφία μου χρυσή στείλε το Θαύμαντά σου

και την υπέροχη γλυκιά και ζωηφόρα Ίρι

ψελλίστε μας την ένθεη πνοή των λογισμών σας

δώστε μας την υπέρλαμπρη χλαμύδα της σιγής

την ιερή τη σάλπιγγα ανέκφραστων σημείων

που ολοκληρώνουν λογισμούς ανέσπερης ζωής.

Και συ επιστήμη υπέρλαμπρη

των μόχθων μας καμάρι μ’ απέραντους ορίζοντες

που αναδίνουν φως

δείξε μας, δείξε μας καλή τα μυστικά σου σπλάχνα

την κρύφια τάξη της ζωής πραγμάτων λειτουργία

τα αιώνια ριζώματα της άσπιλης της γνώσης

το θεϊκό αδέλφωμα αίσθησης με το λόγο

το είναι το ανέσπερο πραγμάτων και ψυχών.

 

                                      *

Πώς θα μπορέσω να διαβώ το χάσμα που χωρίζει

της αβύσσου ανάφλεξη που αποσπά απ’ τον κόσμο

με των πραγμάτων το ρυθμό, της αίσθησης την τάξη;

Αυτό το ρίγος το ιερό μάς κατασυγκλονίζει

η άχρονη συνείδηση του ιερού εγώ

καταβυθίζεται ευθύς στου κόσμου την κραιπάλη

είν’ ίσως ψεύδος γοερό κάποιων καλών στιγμών

εκτόνωσης της αίσθησης, του φρούδου λογισμού.

 

                                      *

Ω βάρος άσκεπτης ζωής κρυμμένο στις απάτες

στην απληστία των παθών αλογικής μανίας

στα ανίατα τραύματα ιστορικής πνοής

αιμάτινη απόληξη του άγχους και της πλήξης

απαίσια επέλαση της αποσυντριβής…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8.       Ονειρική Καταβύθιση

 

Αφηγητής:

Κατάδυση ακολούθησε

σε κοντινούς γιαλούς

με τους γλυκούς χαιρετισμούς

χρωμάτων του βυθού

κινούμενες, πολύχρωμες

κινήσεις πετροψάρων

ιριδισμοί απέραντοι

τέρψη αισθητική

ανάσταινε γλυκές καλές

και χλοερές μαγείες

χερσαίων και ενάλιων

πινάκων της στιγμής

απλοϊκών μας ζωγραφιών

που αποδιαστέλλουν

τις εμπνοές μακάριες

ζωγράφων της ακμής.

Αφρόψαρα, πετρόψαρα

σεργιάνιζαν μακάρια

γλιστρούσαν, ασπρογιάλιζαν

τσιμπούσαν απαλά

βρύα και πρασινόφυτους

θαμνίσκους του βυθού.

Κι όταν το κρύφιο ένστικτο

ηχούσε αστραπιαία

χανόντουσαν ολομεμιάς

μες τις μικροσπηλιές

κατάξανθων και θελκτικών

βράχων καταφυγής

καθώς γουφάρια έφταναν

ως σκληροί κυνηγοί

αθώων μας πλεούμενων

του απαλού γιαλού.

 

                                                *

Ο καταδύτης θαύμαζε

στιγμιαίες απολαύσεις

που πλήρωναν ανάερα

κουρασμένη καρδιά

καρδιά που πυρπολήθηκε

στης ζήσης τα μαγνάδια

των παιδικών ονείρων τους

βίαιη συντριβή…

Θωρούσε και αγνάντευε

του βυθού το γιορτάσι

μα παρασύρθηκε γοργά

σε μέρη πιο βαθιά

κι ατένιζε ολοθωρίς

σκαριά σκελετωμένα

ξάρτια, κατάρτια άπνοα

ναυαγίων συντρίμμια

μα πιο βαθιά

και πιο μακριά

κοντάρια, ξιφολόγχες

ακόντια σκουριασμένα

και σκελετούς μακάβριους

στρατιωτών, ναυαγών

ψυχών που αναμετρήθηκαν

μ’ άλλες ψυχές εχθρών

και που καταποντίστηκαν

στον άσπλαχνο βυθό

αφήνοντας στο έλεος

παιδιά, γυναίκες, κόρες

και στεναγμούς πρωτόγνωρους

πατέρων και μητέρων.

Ήτανε όλοι ήρωες

μετά το θάνατό τους

με μνήμα τους μακάβριο

τον κόσμο του βυθού

και επισκέπτες τακτικούς

πολλά μεγάλα κήτη

που περιδιάβαιναν αργά

που αλληλοσπαραζόνταν…

Είδε το θάνατο βαθιά

και τις πολλές του όψεις

κόκαλα, νεκροκεφαλές

πλάι στις ξιφολόγχες

τα λείψανα και σκελετούς

των ποντοπόρων πλοίων

φρεγάδων του παλιού καιρού

ένδοξων τριηρών.

Ποιος θα μπορούσε να μας πει

τους πόνους και τις θλίψεις

και του θανάτου σπαραγμούς

όλων των ναυαγών

χτυπήματα, ανταμώματα

των εχθρικών κορμιών

και ναυαγίων οιμωγές

που χάθηκαν στο βάθος;

Το αντάμωμα το τραγικό

ζωής και του θανάτου

στης θάλασσας τα κύματα

με τις πανώριες όψεις

του αποκάλυπτε άφωνα

ανθρώπων δυστυχία

κι εξόρκιζε μακάβρια

ανθρώπινη κατάντια

της ματαιότητας της γης

του ψεύδους την απάτη

άξενο αποσκορακισμό

ανθρώπινης δουλείας

πνιγμό ανομολόγητο

της τραγικής μας γνώσης

που παραδίνει άσπονδα

στην κόλαση, στον Άδη…

 

                                                *

Πού πήγαν τα θεσπέσια τοπία της νεότης

όψεις γαλήνιες, γλαφυρές στης θάλασσας τα στήθη

πυρόξανθες και άλικες αποχρώσεις εσπέρας

υπαινιγμοί ελκυστικοί με μαγεμένα νέφη

που αντάμωναν το δειλινό με τους κυματισμούς

πλέκοντας χάρμα οφθαλμών στης ρέμβης το βασίλειο;

Τι του ψιθύρισ’ ο βυθός

με τα νωθρά τοπία

στο ναυαγό της ύπαρξης

χωρίς την Ατλαντίδα

και όλους της τους θησαυρούς

-ανυπαρξίας κέρας;

Κοκάλωσαν τα σπλάχνα του

δυο τρείς μεγάλοι όγκοι

πλησίαζαν και κύκλωναν

την ξέπνοη μορφή.

Πώς θα μπορούσε ο έρημος

και τραγικός αγύρτης

ν’ αποκριθεί στην απειλή

των κητών που σιγούσαν

και πώς θ’ αντιμετώπιζε

τα κοφτερά πριόνια

που ‘φτιαχναν δόντια αρμοστά

αλύγιστο ατσάλι

που ολοσυντρίβει ό,τι βρει

στης πείνας την ορμή;

Άναυδος, απροστάτευτος

και ολοπροδομένος

απ’ της ανίας την ορμή

κι απ’ την παραφροσύνη

που του  ‘ταξε δικαίωση

στης αγυρτείας τη δράση

ένιωθε τώρα αδύναμος,

σκουπίδι του βυθού

έτοιμο, προσφερόμενο

στο χάρο με τη γκρίζα

τη γκρίζα όψη την κοφτή

το μέγα το πτερύγιο.

Κρύφτηκε διακριτικά

στα λείψανα κορβέτας

κι έκλεισε μάτια ακίνητος

ώσπου τον προσπεράσαν

νεύοντάς του  αδιάκριτα

πως είναι λιγοστός,

ανάξιος και ως τροφή

κητών του αρχιπελάγους.

 

                                                *

Στους αφρούς αναδύθηκε

σαν αποχαυνωμένος

πλάι στα ατίθασα πουλιά

που ζύγωσαν κοντά του

κι άρχισε με παραδαρμό

να μάχεται το κύμα.

Οι οπτασίες οι φρικτές

που πρόβαλλαν εμπρός του

ανέτρεπαν ευθύβολα

της ιστορίας τα λόγια

ένδοξες μάχες, επικές

και κλεινές ναυμαχίες

με νικητές που έσωσαν

πολιτισμούς και κλέη

μ’ εμβλήματα και με μορφές

ηρώων και γενναίων…

Μόνο σιγούσαν το κακό

τον πόνο των πνιγμένων

τα τραύματα, τα αίματα

που μείχτηκαν με μπλε

που διαλύθηκαν μετά

στους αχανείς λειμώνες

στις ασυγκίνητες μορφές

κυμάτων βρυχωμένων

 που αντιμάχονται άπαυστα

αλληλομαγεμένα

με θραυσμένες τις χαίτες τους

στους κόλπους τους λιγνούς.

Ασπίδες και τα σύννεφα

της τέχνης παλαμάρια

άρτια εξαρτήματα

της τεχνικής βλαστοί

γίνονται όπλα φονικά

και αποδεκατίζουν

τις πανανθρώπινες πνοές

που είναι μολεμένες

απ’ των παθών τον τάραχο

και από ψευδαισθήσεις.

 

                                      *

Σκληροί οι κάβοι της ζωής

αμείλικτοι φονιάδες

και πώς θα τους περνούσαμε

χωρίς τη δυστυχία

και τις αμάχες τις σκληρές

στης ιστορίας το διάβα;

Σαν τι σημαίνει άνθρωπος

το ον με ιστορία

και ποία η διαφορά

με φονικά τα κήτη

και τους χερσαίους άρχοντες

στις ζούγκλες τις δεινές;

Είναι λοιπόν ο λογισμός

δεινός και εσκεμμένος

υπέρβαση του ένστικτου

ή επιδείνωσή του

συνείδηση φονεύουσα

και καταστρεφομένη;

 

 

Πάροικος:

Όταν μιλάω για άνθρωπο ξεχνώ τον εαυτό μου

της μοίρας μου τα βάσανα, τα πάθη του εγώ μου

ό,τι με κάνει να ξεχνώ τις δόλιες μου απάτες

το σύγκριμα το φοβερό των επιθυμιών

τις γκρίζες ζώνες τις πολλές που θεωρώ ευδία

τις μύριες μου τις εισπνοές σε άνθη του κακού

μόνος και ξέμονος εγώ ο μυριοπλανεμένος

για των ανθρώπων οι πνοές  διαβρέχουν το εγώ μου…

Το είπανε διάφανα κάποιοι σοφοί πιο πέρα

σε παροικίες άγνωστες, μακριά απ’ τη δριμύτη

πως απαρχή ανάβλεψης και πλέριας κοινωνίας

είναι η κατεδάφιση του δόλιου εαυτού μας

και πως το φως, το άυλο φως, σκορπίζει το σκοτάδι

των τύρβεων και προσμονών της χθόνιας ζωής μας… 

 

 

 

9. Τραγική Αγυρτεία

 

Θεωρός:

Πλανήθηκε ο Πάροικος

μες τις περιπλανήσεις

αναζητώντας κάποιο φως

στη δόλια του ζωή.

Πλάνη η περιπλάνηση

με τις αναζητήσεις

και με το μόχθο της ψυχής

που αναμετριέται θεία

στου κόσμου τις πολλές αυλές

τις πόλεις, τα χωριά

σε κοιμητήρια σιγηλά

σε ναούς ή τεμένη

σε μουσεία περίτεχνα

σε ωδεία με χάρη

σε κολαστήρια εύσχημα

σε σοφών εργαστήρια

δεμένα με το μόχθο μας

περίπλεγμα οδυνηρό

των μυστικών της γνώσης μας

των φρούδων αγαθών.

 

                                                *

Σαν τι ζητάς Αιώνων μας παιδί

τι τάχα περιμένεις;

Οι πένθιμοι βηματισμοί σ’ ανθρώπων συνοικίες

μόνο τον πόνο κουβαλούν που χάνεται, που σβήνει

που ολομερίζει το παρόν, τις προσφορές του βίου.

Ρίξε το μάτι σου γοργά στο παρόν, στη φενάκη

όπου ο ανθρώπινος παλμός ψελλίζει τ’ άσματά του

όπου τα ξεφαντώματα και οι διασκεδάσεις

λαλήματα, ακούσματα, ψίθυροι και βοές

ραντίζουν ακατάπαυστα το κοσμικό γιορτάσι

κόρεων όψεις θελκτικές, αγοριών ευθυμία

γυμναστηρίων η ορμή, το σφρίγος της ακμής…

Διάβασε και τις αγορές, εμπόρους και πραμάτειες

πρόθυμους καταναλωτές προϊόντων κι εργαλείων

πιο πέρα εργοστάσια μ’ άρτιο οπλισμό

κι άλλα πολλά πολλά πολλά της τέχνης παλαμάρια

της γνώσης μας τα γράμματα, της έρευνας καρποί.

 

                                      *

Μένεις στην επιφάνεια και χάνεις την ουσία

σταχυολογείς τα χρήσιμα του καθ’ ημέραν βίου

χωρίς να βλέπεις πιο βαθιά, το βάθος των πραγμάτων

ό,τι συντρίβει το παρόν, το καταβαραθρώνει

μες της Αδράστειας το ζυγό, στου πάθους το καμίνι.

 

Πάροικος:

Γυρίζω από περίπατο, από σκληρό σεργιάνι,

ασώτευσα στου βίου μου τις δύσβατες τις στράτες

και κατανόησα αρκετά το δράμα του ανθρώπου.

Πεδιάδες, πόλεις ξακουστές, δύσβατα οροπέδια

λιμάνια και αρχοντικά παλάτια ηγεμόνων

κάβοι, πορθμοί, περάσματα, αρχαίες ακροπόλεις

είναι στα μάτια μου καλέ πεδία λεηλασίας

τάφοι βαθιοί των ιπποτών, αξιωματικών και δούλων

μεγάλα κοιμητήρια αθώων και πανούργων

μνημείων εξολοθρεμός, νεκρωμένες ελπίδες

και πίσω πόνος μας βαρύς γυναικών και παιδιών

όλεθρος, πείνα και σφαγές και ανθρωποφαγία

που ‘καναν τους περικλεείς ναούς της επιστήμης

τα αρχιτεκτονήματα, της τέχνης το καμάρι

τοιχογραφίες ακριβές, θρησκείας ιστορίες

κείμενα και χειρόγραφα, επιστήμης ανθοί

μόχθος κι εμπνεύσεις των σοφών, έργα των ανωνύμων

εξαφανίζονται σκληρά και γίνονται συντρίμμια

αποκαλύπτοντας σε μας, σ’ όλους τους θιασώτες

θνησιγενείς πολιτισμούς, τέκνα  υποκρισίας

όσο κι αν η επίφαση παραπλανά ως όψη

σαν μια βιτρίνα πλανερή που αισθήσεις μας μετράει.

Πού βρίσκεται ο άνθρωπος της ιστορίας καμάρι

στη βαρβαρότη τη σκληρή που τον ισοπεδώνει

ή σ’ αναλάμψεις ώ καλέ, στων φώτων τη λαμπρότη;

 

*

Αγάθων:

Όλα αυτά τα θλιβερά και ομολογημένα

της φρίκης τα πικρά πυρά, της τυραννίας τόπος

είναι ανολόγητα, όλοι μας τα θωρούμε.

Κι όμως δεν είναι η τελική της ιστορίας λέξη

είναι το άλγος το βαθύ ανθρώπινης μωρίας

η μία πλευρά με τα δεινά, τους πόνους, τις κραυγές.

Υπάρχουν κι άλλες έξοχες στιγμές του ανθρωπίνου

φωτοσκιάσεις ιλαρές ενός άλλου φωτός

που μαρτυρεί περίλαμπρα ανθρώπινη σοφία

που διαγράφει με παλμό κάθε απανθρωπία.

Πώς θα γνωρίζαμε καλέ την ομορφιά, το κάλλος

χωρίς ασχήμιες και φρικτές ανθρώπινες οργές;

Μετά τη μπόρα τη σκληρή έρχεται η ευδία

έπειτα από καταστροφές προβάλλει η ευθυμία

και η ελπίδα η σεμνή γίνεται παρουσία

και δύναμη που μας κινεί, ναι, στη δημιουργία.

Οι αιώνες μας που πέρασαν δεν είν’ νεκροταφεία

πεδία εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων

απέραντα ερείπια που σιγαναστενάζουν…

 

Θρασύμαχος:                                                  

Α, ξέχασες ω αγαθέ πολλές ευεργεσίες

πολλές ανέσεις της ζωής  που πρόοδο καλούμε

ό,τι μας κάνει αγνώριστους στης ιστορίας το διάβα

την άγρια χαμοζωή προγόνων μας παλιών

την άπειρη σκληρότητα, εξανδραποδισμούς

τους πόνους των παλιών καιρών, άγριους παιδεμούς

το δίκαιο και τους θεσμούς, παιδεία και υγεία;

Οι πεισιθάνατοι πολλοί, όλοι εξαπλουστεύουν

ευαίσθητο συναίσθημα, την ευδία που κάνει

μα και το λόγο τον ορθό που αλάνθαστα ορίζει.

Δεν είμ’ εγώ ο οπτιμιστής, δε θέλω παραδείσους

και μύθους του παλιού καιρού, κομψά παραμυθάκια

που αγνοούνε τον παλμό, της φύσης μας στεφάνι.

Η δυστυχία, το κακό, γρήγορα απωθούνται

κι αν θέλουν τα παράσιτα βοτάνευμα καλό,

προβάλλουμε ολοταχώς, έχουμε νέα τάξη.

Λήσταρχοι εξοντώθηκαν, οι συμμορίες φεύγουν

μόνο υποανάπτυκτοι ακόμη υποφέρουν

από ομαδικές σφαγές, θανάτου τα τοπία…

 

                                                *

Πού θα το βρεις αυτό το φως  ω άθλιε διαβάτη

που παροικείς και δεν οικείς στην κοιλάδα του πόνου

αν δεν ενώσεις την πνοή περίπαθης ζωής σου

με άνθη που προβάλλουνε στους ελώδεις τους τόπους

κι αποκαλύπτουν τραγικά μύχιους θησαυρούς

που ολοφύρονται καλέ χωρίς να το γνωρίζουν

που επιθυμούν βαθύτατα τη θεία την πληρότη;

 

 

Πάροικος:

Τα παραμύθια βρίσκονται στο δικό σας το λόγο

παραγνωρίζετε φρικτά τη φύση του ανθρώπου

ψελλίζετε την πρόοδο, ναι, των πολιτισμένων

όσων ποδοπατούν σκληρά δικαιώματα των άλλων

των πιο φτωχών, των πιο απλών, των εξουθενωμένων

που ζουν με πόνο, με πληγές, μ’ απόγνωση και πένθη.

Δε βλέπεις, δεν επιθυμείς καλά να ενωτισθείς

των πλούσιων τη δύναμη, κλοπές, την πειρατεία

που νόμιμα αιωνίζονται και που εξουθενώνουν

τους δύστυχους, τους άτακτους, τους αποκληρωμένους.

Ίδιο παιγνίδι παίζεται στην ίδια την παλαίστρα

οι παίχτες εναλλάσονται, μα οι κανόνες ίδιοι

ιστορικά παράδοξα ποτέ δεν καταπλήσσουν

όσο της μοίρας ο τροχός αμείλικτος κινείται

όσο οι άνθρωποι ποθούν κι άλλα να αποκτήσουν

και όσο θα συγκρούονται για εγκόσμια αγαθά.

Αδυνατούμε όλοι μας να δούμε την αλήθεια,

το μέγα το βαθύ δεσμό που μας ενώνει όλους.

Καταπατούμε την αρχή, τη μυστική αλήθεια

με τραγική συνέπεια αλληλοσκοτωμούς.

Δεν είμ’ εγώ ο οπαδός παλαιών ηθικολόγων

και προφητών πανένδοξων αγλαού παρελθόντος.

Βλέπω ευθύς τον άνθρωπο, η φύση μου προβάλλει,

ακούω τους αναπαλμούς πολλών πολιτισμών

βυθομετρώ τις μέγιστες προσφορές ταλαντούχων

δε συμπεραίνω τίποτε, όποιες διαπιστώσεις

είναι νωπές αλήθειες, αδήριτες τροπές

ο τάραχος των ισχυρών και των καταδιωγμένων

δεν οδηγεί σ’ ευοίωνες προβλέψεις για το μέλλον.

Αν οι μικροί, οι αδύναμοι ήταν ευλογημένοι

κι αν οι μεγάλοι, οι δυνατοί πρόξενοι των κακών

ο κόσμος θ’ άλλαζε μεμιάς, θα ‘χαμε παραδείσους…

Υπάρχει κάποιο μυστικό, αυτό αναζητώ

περιδιαβαίνω συνεχώς, περίσκεπτος σταθμεύω

στης ιστορίας τις γωνιές, πολιτισμών τα πλάτη

και στων ανθρώπων τις καρδιές τις πολυπαιδεμένες

και έναγχος αναζητώ το μίτο της ζωής

στου χρόνου τις βαθιές ρωγμές, σε ευωχίας κήπους

κι όμως, αν αντικρίσουμε ανθρώπων τις συνήθειες

απ’ τις ερήμους τις παλιές πλάι στους βεδουίνους

της θάλασσας περάσματα πλάι στους πειρατές

ωκεανούς με άπληστη ορμή και παραζάλη

τις ναυμαχίες τις λαμπρές με άπειρους νεκρούς

λιβάδια και διάσελα με μάχες επικές

με ήρωες και με δειλούς, με κλέη και με δόξα

αν συνεχίσουμε καλέ στις ωραίες οάσεις

στα ένδοξα τα κτήρια με τις μεγαλουργίες

βιβλιοθήκες ένδοξες, της γνώσης εργαστήρια

τα κοινοβούλια τα γνωστά, αρχόντων οικητήρια

ένδοξ’ αριστουργήματα, της γλυπτικής η δόξα

πίνακες της ζωγραφικής, των μουσουργών συνθέσεις

κι άλλα πολλά πολλά πολλά  που δόξα μας προσθέτουν

η σύγχυση ορθώνεται, μελαγχολώ ακόμη…

 

Θρασύμαχος:

Ω αδιέξοδε πικρέ, δε βλέπεις την αλήθεια;

Πόσο θα συγκλονίζεσαι απ’ τις διαπιστώσεις

τα μοιρολόγια τα πικρά που αποσκορακίζουν

της κοινωνίας τις πληγές, των ανθρώπων τα πάθη;

Είναι πανάρχαιοι οι λυγμοί των ορφανών του κόσμου

όπως κι οι καταδίκες μας από ηθικολόγους

που αγνοούν οι δύστυχοι την πηγή του κακού.

Τα πάθη είναι σύμφυτα μ’ όλες τις αρετές

κι αν αγνοήσουμε της γης τους πόνους και τα πάθη

αδυνατούμε οι θνητοί να πλέξουμε στεφάνι

στις έξοχες τις αρετές του αρεστού μας βίου.

Ένα κουπί δεν προκαλεί την κίνηση της βάρκας

η μία όψη μοναχή νόμισμα δεν προσφέρει

το ένα χέρι μόνο του αδυνατεί να δράσει

κι ο άρρην από μόνος του τον άνθρωπο δεν κάνει.

Αν θέλεις να φιλοσοφείς πρέπει να καταλάβεις

της σιωπής τα πέρατα που μας προσφέρουν λόγο

του λόγου ευκλεείς καρπούς που σιωπή καλούν.

Άκου ακόμη πιο καλά άλλων σοφών τα λόγια:

Αδύνατος ο κόσμος μας χωρίς αδυναμίες

δε θα υπήρχε πρόοδος χωρίς πολλές στερήσεις

ο άνθρωπος ανύπαρκτος χωρίς την αμαρτία

κι ο κόσμος μας ασύλληπτος χωρίς τις καταιγίδες

τις ξηρασίες τις δεινές, ναυάγια, σεισμούς.

Είναι βαθύ το πέλαγος ανθρώπων περιπέτειας

κι ό,τι ονομάζουμε κακό, φιλοδοξίες, πάθη

εγείρουν την ελπίδα μας, καλό προετοιμάζουν

και ας ακκίζονται πολλοί, κι ας τάζουν τελειότη.

Δε θέλω να βυθίζομαι σε καταστροφολογίες,

ούτε να ευαγγελίζομαι επίγειους παραδείσους.

Όσοι μας θέλουν ν’ αγνοούν κάθε μορφή προόδου

κι όσοι ευαγγελίζονται γήινους παραδείσους

είναι γνωστοί ουτοπικοί που αδυνατούν να δούνε

ανθρώπων τις προσπάθειες

τους μόχθους των αιώνων

την τραγική τη βάσανο

ωραίων ψυχών το κλέος

τον κρύφιο παράδεισο

αλληλεγγύης κέρας

τα ώρια τα μυστικά

πλανωμένων βροτών.

Μυστήριο ο κόσμος μας

κι ασ’ τις ελεεινολογίες

 σταμάτα να μοιρολογείς

τα πάθη να οξύνεις

την πλήρη ποταπότητα

των αγορών το ψεύδος

ναι, όλων μας των αγορών

που παρελαύνουν πλέρια

σ’ εφήμερα βασίλεια

των κραχτών και των δούλων

με τις πραμάτειες τις κενές

που τρέφουν θιασώτες

παρηκμασμένων ιδεών

παμπάλαιων και νέων.

Περίσκεψη προσεκτική

δίνει άλλη εικόνα

πανάγνωστη για τους πολλούς

που αρκείται νύχτα μέρα

στις γήινές μας τις τροφές

χωρίς τη φρονιμότη

που ανατρέπει εύκοσμα

του προσωπείο του κόσμου.

 

                                      *

Τα λόγια σου τα φρόνιμα

τρέπουν το λογισμό

μες τις ακρώρειες της ζωής

σε άγνωστούς μας τόπους

χωρίς θρηνολογήματα

και φρούδες ψευδαισθήσεις.

 

                                      *

Ανοίγουν νέους ορίζοντες στην άθλια ζωή μου

στην πρώτη, άσπιλη, αμιγή εικόνα των πραγμάτων

κι ας περισφίγγει ο κλοιός της έγχρονης απάτης

συναίσθημα, βιώματα, το λόγο και τη γνώση.

Ένα νέο ξεκίνημα προβάλλει ολομπροστά μου

ξάνοιγμα προς ορίζοντες ολοαληθινούς,

ό,τι ζητούσα αρμονικά στις αρμογές του χρόνου

μακριά απ’ την αρχέγονη ζωοδότρα πνοή

στα βάθη του ανθρώπινου, του αιώνιου εγώ.

 

Πάροικος:

Εκεί θα βρεις μακάριε

το βάθος του ανθρωπίνου

χωρίς φαντάσματα ηχηρά

χωρίς φαντασιώσεις

νηφάλια και ταπεινά

στον κόσμο που δεν είναι

υπόδουλος και τραγικός

δεσμώτης της απάτης.

Οι πόνοι και οι οιμωγές

ανθρώπων δυστυχία

οι αγλαές, οι φαεινές

 ανθρώπινες κραυγές

είναι τα ψεύδη των καιρών

άσσουν και παρακμάζουν

παραπλανούν πολύ συχνά

της ιστορίας τις δέλτους,

παραμορφώνουνε οικτρά

ορθώνοντας ειδώλια

ανθρώπων ματαιότητας

και της καταφθοράς.

 

                                                *

Αφηγητής:

Αγάθων και Θρασύμαχος γύρισαν κουρασμένοι,

και αποσύρθηκαν ευθύς απ’ τα δεσμά του βίου

χαθήκανε προσωρινά, χαιρέτησαν το φίλο

μα του αφήσαν την πνοή δικής τους παρουσίας

στο απέραντο οδοιπορικό της κοπιώδους θητείας

στου χρόνου το βαθύ ζυγό στης μοίρας τα τενάγη.

Μόνος δεν ήτανε ποτέ, μοναχικός διαβάτης

μονήρης βίος ήτανε άλλων θνητών ο βίος

η μοναξιά του η γλυκιά ζητούσε ν’ αγκαλιάσει

μέσα στον κόσμο των στιγμών και της ευδαιμονίας

την ομορφιά, το κάλλος μας που βρίσκεται κρυμμένο

σε κάθε ανθρώπινης ψυχής το σκληρό γιδοστράτι.

Διέσχισε με φρόνηση, τόλμη και ευψυχία

πόλεις, χωριά και σύνορα, βουνά και πεδιάδες

συνάνθρωπων τους στεναγμούς, ανθρώπινη ναυτία

αναθερμαίνοντας γοργά αρχαίους παιδεμούς

τη θλιβερή την ύπαρξη ανθρώπινης μωρίας

τα άσπλαχνα τα σύννεφα ολοκατατρεγμού.

Κι όμως, στα βάθη μιας ψυχής πολυδοκιμασμένης

στα μύχια ριζώματα άσπιλης ωραιότης

οι καταιγίδες των καιρών κατασιγάζουν τρόμους

κι οπλίζουν τη συνείδηση με σθένος ιλαρό.

Ο ήρωάς μας ο καλός, ο πληροφορημένος

χωρίς καμιά επίδειξη άγονου ηρωισμού

χάθηκε από τον αχό ανθρώπινης δουλείας

νηφάλιος και σκεπτικός, κέρας των Στωικών

πλατωνικής παράδοσης ευήκοό της τέκνο

και μαθητής επιμελής των ευγενών σοφών

αφέθηκε περιπαθής σε νέα περιπέτεια

διέστειλε τους φόβους του, όλες τις μέριμνές του

και κίνησε ολόκορμος στη ζώνη του πυρός.

Παράδοξο οδοιπορικό, σπειροειδές, μακάριο

λαμπρύνεται αθάνατο σε σεμνό τελεστήρι

γλιστράει απερίτμητο μακριά απ’ το θαμπό

το μάταιο κι ανούσιο, το νόθο πανηγύρι

όλων όσοι λικνίζονται στου έλους τον αφρό.

 

 

 

10. Ερημία

 

Πάροικος:

Πώς θα μπορέσω να διαβώ

του κόσμου τα λιμάνια

τη δίψα και τον κορεσμό

πόλεων, και κρατών

όταν σε κάθε βήμα μου

κύμβαλα αλαλάζουν

πνιγμένες πόλεις, έρημες

θαμμένες μες τη λήθη

άπειρα κενοτάφια

κοιμώμενα στο σκότος

της δικής μας χαμοζωής

αιχμάλωτης της πλήξης

στης λήθης τα γκρεμίσματα

στου χρόνου τις απάτες…

Ποιος απατάει τον άνθρωπο

στο διάβα των αιώνων

σ’ ό,τι οι ψευδαισθήσεις μας

ονομάζουνε χρόνο

του Κρόνου το φρικτό παιδί

των μύθων μας γιγάντιο

κι αμείλικτο, ναι, πυλωρό

στων βασιλείων το κλέος

στα κολαστήρια τα δεινά

του Άδη των ψυχών;

Ό,τι προβάλλει έξω μας

ό,τι εντυπωσιάζει

ό,τι καλεί το λογισμό

συναίσθημα και πράξη

συμπαρασύροντας πολλούς,

τους πλείστους των ανθρώπων

είναι επιφαινόμενο,

ψευδώνυμη λαμπρότη

που παρασύρει μαγικά

ως άσμα των Σειρήνων

στο θάνατο τον άσπονδο

εχθρό της ομορφιάς…

Δε θα μπορέσω να διαβώ

του κόσμου τα δεινά

χωρίς ανασασμό ζωής

που φθάνει ως τα βάθη

της πρωτινής μου της πνοής

του άρρητου εγώ.

 

                             *

Κουράστηκαν τα μάτια μου

κιότεψε η πνοή μου

τα γόνατα παρέλυσαν

και ο ζυγός του γνόφου

παρέλυσε τη σκέψη μου

την όλη ύπαρξή μου.

Έπεσα σύγκορμος, βαρύς

στο ψάθινο χαλάκι

φτωχόσπιτου ερημικού

και εγκαταλειμμένου.

Όταν συνήλθα νύχτωσε

κι απ’ τα σπασμένα τζάμια

γλιστρούσε τόσο βιαστικά

το ψύχος του βοριά.

Ανασηκώθηκα ελαφρύς

συδαύλισα το τζάκι,

το κούτσουρο σιγόκαιγε,

ω, κάποιοι κατοικούν

ως ερημίτες της οργής

διωγμένοι απ’  τον κόσμο.

Φτωχοί αγύρτες ταπεινοί

χωρίς μόνιμη στέγη

σ’ ένα σπιτάκι της σιωπής

μπαινόβγαιναν συχνά.

 

Αφηγητής:

Έτσι φαινόταν κι ο φτωχός

και καλός μας αλήτης

αισθάνθηκε ορμέμφυτα

περιθωριακός.

Βήματα στο πλακόστρωτο

το ανέμελα σπαρμένο

από σπόρους ατίθασων

κι άγριων λουλουδιών

μες τις σπασμένες τις γωνιές

πέτρινης επιφάνειας

του μηνύανε έρρυθμα

ανθρώπων τον παλμό.

Μπήκανε και οι δυο μαζί

με φυσική ευθύτη

χωρίς περίσκεψη καμιά

με ένστικτο ταγό.

 

Πειρατής:

Σε περιμέναμε καλέ

είσαι απ’ τους δικούς μας

σκορπίσαμε σαν τα πουλιά

που τρέχει ο κυνηγός

καθώς κάποτε έρχονται

λικόπτερα, πλωτήρες

πυροβολώντας άσπλαχνα

τα παιδιά της οργής.

Λαβώθηκαν τρεις σύντροφοι

χάθηκε άλλος ένας

κι εγώ ο τολμηρότερος

ξέφυγα τα πυρά.

Τρέχοντας και ασθμαίνοντας

πλευρίζοντας τους θάμνους

τα εύκολα υψώματα

όλες τις λαγκαδιές

συνάντησα πλάι στην πηγή

τον καλό βεδουίνο

το άτακτο, το ατίθασο

αγρίμι της ζωής.

 

Βεδουίνος:

Διωγμένοι ήμασταν και μεις

απ’  τις αψιμαχίες

κι απ’  τους ανήλεους διωγμούς

κάποιων κατακτητών…

Μας έλεγαν λαθρέμπορους

αυτοί οι τίμιοι εργάτες

αυτοί οι άγριοι κουρσευτές

του πλούτου των λαών.

Οι σύντροφοί μου πιάστηκαν

μας πήραν τις πραμάτειες

και γω που λοξοδρόμησα

εκδίκηση ζητώ.

Ω συ διαβάτη σιωπηλέ

τι θέλεις εδωπέρα

στο κρυφό το κρησφύγετο

παράνομων ορδών;

 

Αφηγητής:

Άνοιξε το σακίδιο

το έτεινε στους άλλους

φαγώσιμα ήταν αρκετά

εύφραναν πεινασμένους.

 

Πάροικος:

Είμαι και γω απ’  τα μέρη σας, παντοτινά δικός σας

διάβηκα άπειρες φορές περάσματα ανθρώπων

άνθρωπος είμαι στο σκληρό της μοίρας γιδοστράτι

άστεγος, απροστάτευτος απ’ τις πολλές ανέσεις

που οι θεσμοί προσφέρουνε, οι σοφοί και οι κάποιοι.

Αγνοώ μεγαλουργήματα και της ζωής στολίδια

 ω βεδουίνε μου καλέ και πειρατή των κάβων.

Κάποτε ξανασμείξαμε, η μνήμη κοντινή.

 

Πειρατής:

Ποιοι είναι φίλε οι πειρατές και ποιοι οι βεδουίνοι

ποιοι οι αλήτες των καιρών οι καταδιωγμένοι

και ποιοι οι φίλοι της ζωής που διώκουν τους αδίκους;

Δίκαιοι κι άδικοι μαζί κάνουν την κοινωνία

σ’ αυτό το συνοθύλευμα, στην κοσμική τη ζούγκλα

αρπάζουμε ολημερίς πλούτο που μας ανήκει.

Ψαράδες ήμασταν γοργοί στα δικά μας πελάγη

κι αυτοί οι προοδευτικοί απόβλητα αποθέσαν

πυρηνικά απόβλητα που αφάνισαν τα ψάρια.

Μας λήστεψαν, μας κούρσεψαν, σκότωσαν τη νομή μας

και απαιτούμε βίαια αυτά που μας αρπάξαν.

 

Βεδουίνος:

Φίλε κι αγαπημένε μας

δικαιοσύνη ξέρεις

μα οι άδικοι πολύ συχνά

καλούν δικαιοσύνη

για να ρημάζουν εύκολα

αδικοχτυπημένους

κακόμοιρους, απόκληρους

και φίλους και γνωστούς.

 

Πάροικος:

Ξέρω και γω ο δύσμοιρος και ο ταξιδεμένος

πώς τα γοργόφτερα πουλιά γίναν αρπακτικά

πώς στις γαλήνιες εποχές οι άνθρωποί μας ζούσαν

στους πρωτινούς παράδεισους που ‘πλασαν μυθογράφοι

αγνές ψυχές που απόσταζαν το νέκταρ της τρυφής.

Το ξέρω όπως όλοι σας τυχαίοι καλοί μου φίλοι

μ’ αδυνατώ να το σκεφθώ στου χρόνου την ανέμη.

Ξόδεψα τη ζωή μου, ναι, αναζητώντας τόπο

της ευκρασίας τον καιρό, της ομορφιάς τη χάρη

κι όσες αυλές σεργιάνισα, όσα ξενοδοχεία

σπάνια βρήκα τις μορφές που γνέφουν καλοσύνη.

Αδυνατώ να βασταχθώ στου κόσμου την κραιπάλη

κι όταν αναζητώ το φως σε πρώτους παραδείσους

μοιάζω με τον ταλαίπωρο και τους ανεμομύλους…

 

Θεωρός:

Θερμάνθηκε το κάθιδρο μικρό δωματιάκι

καθώς στο τζάκι χόρευαν οι φλόγες απ’  τα ξύλα

και το γλυκό νανούρισμα που η καύση προκαλούσε

γινόταν έρρυθμος χορός σκιών που αργοκινούνταν

στον τοίχο τον απέναντι που ‘μενε σιωπηλός.

Ανασασμός ανάπαυσης και γλυκασμός στυφός

αναδυόταν άδηλα στο μοναχό σπιτάκι,

στο κρυφό σπιτοκάλυβο στης ερημιάς το μέρος

που ‘κτισαν κάποιοι κάποτε να μην το βλέπουν ξένοι

τα διωκτικά τα βλέμματα της παντεπιστασίας

του κράτους του απόμακρου με τις πολλές φροντίδες

και τις αδύναμες βολές που ‘φευγαν οι κακοί…

Εικόνα ήταν άσημη μακριά από τον κόσμο

γινόταν όμως κάποτε απλή σμικρογραφία

των συμβαινόντων στη στεριά, στις θάλασσες, τις πόλεις.

Το τζάκι το φιλόξενο θέρμαινε τις καρδιές

αυτών των άγνωστων παιδιών με γνωστές επιδόσεις

ανώνυμων και τολμηρών μακριά απ’  τη νομιμότη

μ’ άλλους κανόνες, ειδικούς, σεβαστικούς σε όλους

που προσπαθούσαν άοκνα κατά της νομιμότης.

Πήρε το λόγο ο πειρατής με την αψιά φωνή του

αλλά με τόνο φιλικό, ξομολογητικό.

 

Πειρατής:

Στης ζούγκλας την ανάκορμη και βλοσυρή την όψη

αντίκριζα πολύ συχνά μια θεϊκή ηρεμία

παρδάλεων και λιονταριών που ήταν χορτασμένα

 να σιγοπαίζουν άνετα μ’ ελάφια, αντιλόπες

κι εξωτικά πετούμενα με ράμφη σουβλερά

να καθαρίζουν με σπουδή κροκοδείλων τα δόντια

και κολαούζους πρόθυμους να οδηγούν τα κήτη…

Δε λέω πως γινότανε το ίδιο κάθε μέρα

κι όμως εκείνες οι στιγμές οι τόσο ζηλευτές

μας θύμιζαν απόμακρες και γλυκές αναμνήσεις

στης τρικυμίας τους καιρούς και της ανεμοζάλης.

 

Βεδουίνος:

Ζούμε και μεις γλυκές στιγμές, φιλοξενίας στέγη

καθώς τα πάθη χάνονται κι ανθίζουν τα λουλούδια

κάτω από τους φοίνικες με το πυκνό τον ίσκιο

με δώρα, χαριεντισμούς, όμορφες διηγήσεις

που ξεπερνούν σε χάρητα ως και τις χίλιες νύχτες

απόμακρων και κοντινών της φυλής μας διδάχων.

Έρχονται οι ώρες της οργής και της φρικτής ανάγκης

που σπέρνανε το διχασμό και τις διχοστασίες

τα πάντα επιτρέπονται, παρόλους τους κανόνες

που γράφονται σ’ αόρατες της καρδιάς παρυφές.

Τι είν’ αλήθεια πέστε μου οι καλές αναμνήσεις

που αγκαλιάζουν τις ψυχές ανθρώπων της ερήμου

και ο τραχύς ο διχασμός που φέρνει δυστυχία;

Λίγα γνωρίζω απ’  τη ζωή πόλεων και κρατών

έχω όμως την αίσθηση πολλών δεινών του κόσμου

που ‘χτισε ο πολιτισμός, οι τέχνες και η γνώση…

 

Αφηγητής:

Σιωπούσαν αρκετές στιγμές

σε να ‘θελαν να πιάσουν

ένα μεγάλο μυστικό

με φτερά τη σιγή.

Σιγοπερπάταγε ο νους

σ’  άυλες πολιτείες

και η καρδιά φανέρωνε

κάποιους άλλους παλμούς

πέρα απ’  το άχθος της ζωής

της βίας το βασίλειο.

Το λόγο πήρε με πνοή

ο γνωστός Πάροικός μας.

 

Πάροικος:

Σοφά τα λόγια φίλοι μου, της ψυχής παραμύθια

σαν η ψυχή ανταμώνεται με κοντινά της μέρη

με μέρη τόσο απόμακρα απ’  της μέρας τα πάθη…

Δεν είναι οι παράδεισοι τρυφής και μεγαλείου

δεν είναι το συναίσθημα που μάχεται το λόγο

μα είναι κάτι πολύ βαθύ, το έγγιστό μας είναι

που κυλινδώνεται σκληρά στης λήθης το γκρεμό

στης λήθης που απογεννάει τα πάθη της ημέρας

της ειμαρμένης το ζυγό, των παθών παραζάλη.

Ο άνθρωπος συντρίβεται στης λήθης το σκοτάδι

στο πάροδο, στο εφήμερο που μοιάζει αιωνιότη

κι όταν φρονεί πως ευτυχεί, είναι δυστυχισμένος.

Τα φώτα των πολιτισμών, της πόλης το γιορτάσι

των αρχόντων οι κοασμοί, των δούλων παλαμάκια

ολομηνούν στεντόρεια  ανθρώπινη δουλεία.

Κουράστηκε το διάβα μου στις ερημιές του κόσμου

στις ερημιές της πλήξης μου που ‘ναι διασκεδάσεις

και ξάγρυπνος αναζητώ το νόημα του υπάρχειν

της γνώσης το βαθύ τριγμό που γίνεται φενάκη

με μπιχλιμπίδια πλανερά, πλαστής ευφυίας δώρα.

Έφτασα ως τα κράσπεδα της κακοδαιμονίας

με μύρια όσα βλοσυρά, παράδοξα, σκληρά

σήκωσα χέρια μου ψηλά, αιχμάλωτος της πλάνης

μετέωρος, αναιμικός, δούλος των παινεμένων.

 

Πειρατής:

Καλέ μας φίλε είμαστε αγρίμια της ζωής

και συ ο τόσο γνωστικός ξεχνάς το βασικό;

 

Πάροικος:

Πού είναι καλέ πειρατή η βάση της ζωής;

 

Βεδουίνος:

Εσύ θα πεις αγαπητέ, γιατί εμείς οι αγροίκοι

νυχτοπερπάτηδες τυφλοί, δεν έχουμε το λόγο.

Ένα μονάχα θα σου πω κι ας μοιάζει με αστείο.

Τα πολλά τα παράπονα, οι ατυχίες, τα μίση

δεν είναι η βάση της ζωής κι ας μοιάζουν βασιλιάδες.

 

Πειρατής:

Κι εγώ πιστεύω αγαπητέ διαβάτη της αλήθειας

πως κάτι υπάρχει στη ζωή που είναι βασικό.

Όλοι οι κακοί οι πειρατές των θαλασσών τρομάρα

δίκαια μοιραζόμαστε τους καρπούς της αρπάγης

αλλιώς θα σκοτωνόμασταν, θα τέλευε το έργο

το έργο που επιτελεί απόδοση κλεμμένων

απ’ τους επίσημους ταγούς, τους αρχιπειρατές

που δυναστεύουν τους λαούς, τους δούλους της ανάγκης.

Υπάρχει βάση σίγουρα, η ανθρώπινη καρδιά…

Γιατί όμως γκρεμίζεται στου χρόνου το χαμό

στο χρόνο που οικοδομεί το ψέμα, την απάτη;

Ήμουν μικρός πολύ μικρός σαν άκουγα να λέει

το δάσκαλο τον άσημο μιας ιεραποστολής

που μάζευε ξυπόλυτα παιδιά πολλών χωριών

για να τα μάθει να μιλούν, να σκέπτονται, να γράφουν. 

Μας έλεγε λοιπόν καλά και όμορφα λογάκια

λόγια του παλαιού καιρού που μένουνε για πάντα

λόγια που οι σοφοί αγνοούν, τα καταμπασταρδεύουν.

Ακούω ακόμα τη φωνή και κατασυγκινούμαι:

 

(Δασκάλου λόγια):

Καλά παιδιά με βλέμματα γλυκύτητας και χάρης

μέσα μας είναι η χαρά, η γεύση της πληρότης

και αν αυτό δεν κάνουμε και μιμηθούμε άλλους

γινόμαστε οι δύστυχοι, οι δούλοι της ανάγκης.

 

Πειρατής:

Μας έλεγε κι άλλα πολλά που τα ‘χω στο μυαλό μου

μα δε μπορώ να εκφρασθώ, να τα βάλω σε λόγια…

Εμείς καλέ τον φτιάχνουμε το χρόνο, τους αιώνες

εμείς κατασπαράζουμε τα δόλια σωθικά μας…

 

Θεωρός:

Ακροαζόταν ο φτωχός του πειρατή τα λόγια

τις όμορφες συγκίνησες του λιγνού βεδουίνου

και ένιωθε πως βρισκότανε πλάι στα σωθικά του

μετά τις τόσες και λαμπρές, σοφές αναζητήσεις.

Τα κούτσουρα ζωντάνευαν τις χορεύουσες φλόγες

και κείνες γλυκοχάιδευαν σκιρτήματα ψυχής

καθώς η νύχτα διάβαινε, παντέρημο τοπίο

στην ταπεινή αυτή γωνιά κάποιας άλλης αυλής.

Τα λόγια, νανουρίσματα, νέας ζωής αλήθειες

σιγάνευαν, βαλσάμωναν παλιές και νέες πληγές

κι ο ύπνος ο ιπποτικός ερχότανε σαν κλέφτης

στα κουρασμένα σώματα, θώπευε τις ψυχές.

Έμεινε μόνος ο καλός και κουρασμένος φίλος,

ο ύπνος δεν ερχότανε, σάλευε η ψυχή

ο λογισμός ζωντάνευε, ταχύτατο ήταν άτι,

σελάγιζε σπινθηρισμούς θείας αναλαμπής.

Γαλήνεψαν τα μάτια του, η όψη του φαιδρή

σηκώθηκε ολόκορμος, αντίκρισε τις φλόγες

τα πρόσωπα των δύο ‘’ληστών’’, ύπνω βεβαρυμένα

πρόδιδαν μέσα στη νυχτιά χαμένη παιδικότη

με ίχνη όμως φανερά αγγελικής πνοής.

 

Πάροικου μονόλογος:

Ω τρικυμίες της ζωής, καρδιάς ανεμοχτύπι

πίκρες, καημοί και οδυρμοί των δύστυχων βροτών

 και της καρδιάς μου στεναγμοί σε προσμονές μιας ζήσης

που ξέμεινε αείφωτη στα ρείθρα μιας πηγής

της θείας κρήνης της ζωής που καταρδεύει θεία

κόσμου κι ανθρώπων τις πνοές κι ας είναι αφανείς

μπροστά στη δίνη του κακού, των παθών τη μανία

τον τάραχο το σκοτεινό με τις φαντασιώσεις

που πλάθουν όνειρα σαθρά με πληγές διαρκείς

στον άνυδρο περίγυρο αυτής της δόλιας γης…

Δε γνώριζα ο ταλαίπωρος πως τρανές ψευδαισθήσεις

εγωισμοί στεντόρειοι και πάθη της οργής

είναι καρποί οδυνηροί των πλανών της στιγμής

πλάνων που πλάθουν άοκνα της Λάχεσης τον κλήρο,

που ανεμίζουν άσπλαχνα όπλα της συντριβής

που εκπορνεύουν αναιδώς τα θεϊκά τα δώρα

της θείας, της πλατωνικής, αειφόρου πνοής,

των μυστικών, των άγιων και των πνευματεμφόρων

των ποιητών, των τραγωδών, των τέκνων της σιγής.

Ακροάστηκα μύριες φωνές σεπτών πνευματικών

νόμισα πως τους σάρωσαν στρόβιλοι της στιγμής

πως ήτανε ξεσπάσματα παλαιών ονειροπόλων

ανατροπές υπέρλαμπρες της ασχήμιας της γης

στου Κρόνου τα βαριά δεσμά, στου Κρόνου την απάτη

στα ψεύδη των εγωπαθών τσαρλατάνων μανίας

και πήρα νέα εναύσματα απ’  τις διαπιστώσεις

και τις αμάχες τις σκληρές ανθρώπων της οργής.

 

                                                *

Είναι σκληρή η μοναξιά ανθρώπινης δουλείας

ποντίζει μες τον όλεθρο της κακοδαιμονίας

μα δε μπορεί να καταργεί ριζώματα αρχής

τις ρίζες της περίσκεψης, ακήρατες αλήθειες

που στέκουνε ως ατρεμείς αστέρες της ζωής.

 

                                      *

Ποιος θ’  αποσείσει από μας

τις απάτες της πλήξης

και θ’  αναστήσει μέσα μας

λαμπτήρες της σιγής;

Τώρα το κατανόησα

αρχίζω να το νιώθω

κι είναι η γεύση ανάλαφρη

αρχή μιας νέας ζωής

περίλαμπρης αρχόντισσας

αείφωτης πνοής.

Είναι το βάθος του εγώ

μακριά απ’  το χωροχρόνο

η άσπιλη φανέρωση

μιας θείας απαρχής

σελάγισμα άυλου φωτός

αρετής μαρτυρία

και παγκρατής φανέρωση

μακάριας προσμονής.

Είναι ο χρόνος ο καινός

ανάλαφρος, ατόφιος

παρθενική ανάβλεψη

των φώτων της αυγής

η αρετή, η απλότητα

απάθεια, συγνώμη

θυσία ανυπόκριτη

στις μέρες της οργής.

 

                                      *

 

 

Αφηγητής:

Ο Πάροικός μας ο καλός ο κοσμογυρισμένος

αντίκρισε νέα ζωή περιλουσμένη φως

μακριά από ειδώλια και φρούδους παραδείσους

στη βλογημένη επιστροφή στο άυλο το φως

πληρότητας και χαρμονής, μακριά απ’  τα μαγνάδια

της τρελής επινόησης ανθρώπων της οργής

και όλων μας των παίγνιων, περίτεχνων αστείων

που αναδεικνύονται ευθύς φέρετρα της θανής.

Άφησε αθόρυβα τους δυο πλάι στο παλιό το τζάκι

δρασκέλισε περίφροντις τις δύο παλιές τις πόρτες

και βρέθηκε ολόμονος στους ίσκιους της νυχτιάς.

Ατένισε τον ουρανό τον αστροκεντημένο

τους ίσκιους των πελώριων δένδρων της ερημιάς

τον ψίθυρο του ζέφυρου που κινούσε τους κλώνους

κι ένιωσε μέσα του ζωή συμπαντικής πνοής.

 

Πάροικος:

Ουράνιε κόσμε αστρικέ

με τους σελαγισμούς σου

μηνύεις αινιγματικά

το πέρας της ψυχής

χαϊδεύεις τις ακρώρειες

ύστατων βιωμάτων

μα στο βαθύ το είναι σου

μας μένεις απαθής

όσο και αν οι στεναγμοί

ανθρώπων της οδύνης

οι παλαιοί αλχημιστές

και οι ουρανοσκόποι

οι μάγοι με τα ζώδια

ταξιδευτές ερήμων

οι ναυτικοί οι τολμηροί

μαζί και οι στρατάρχες

ζητούν από τα άστρα σου

συμβουλές και ελπίδα…

Είσαι για μένα ο καλός καθρέπτης της ψυχής

απειρικό σελάγισμα του φωτός και του σκότους

η εμπνοή του λογισμού που εννοεί τον κόσμο

του συναισθήματος αχός που αρνιέται να μιλήσει.

Τι μας μηνύει η σιωπή της απεραντοσύνης

ο πλούσιος διάκοσμος των κοσμικών στοιχείων

και των ανθρώπων οι πνοές που έρχονται και φεύγουν;

Νιώθω το σώμα μου βαρύ και εξαϋλωμένο

το πνεύμα μου αδύναμο και δυνατό μαζί

τις συστολές-διαστολές των παλμών της καρδιάς

τον πόνο, την περίσκεψη, ελπίδες και τρομάρες.

 

                                      *

Ω ματαιότης του παντός που μας περιφρονείς

εμάς τους ταπεινούς βροτούς τους περιοπλισμένους

με τις απάτες του εγώ και τα φαντάσματά του

παραγνωρίζεις τη σιωπή κοσμικής αρμονίας

και παραδίνεσαι δεινά στο ψεύδος, στο μηδέν.

Μηδενική μου ύπαρξη με πλάνητα βοή

που χάνεσαι στα χαμηλά κι ας λες μεγαλειώδη

που περιπλέεις έναγχος στου χρόνου τα τενάγη

αντίκρισε ολομεμιάς την αστρική σοφία

και βρες μέσα στον κόσμο  σου, στο άπεφθο εγώ σου

τα μύρια λόγια της σιωπής που στέλνουν οι ουρανοί

οι απέραντοι σελαγισμοί παγκοσμικής σοφίας.

 

                                      *

Χρόνια παλεύω στον αχό της έγχρονης κραιπάλης

χρόνια πολλά, απέραντα, αιώνες, χιλιετίες

μ’ ανόητες αναμονές, φρικτές ελονοσίες

κουφάρι των ονείρων μου, κέρας τη ματαιότης

αλλήθωρος που νόμιζε πως είναι ανοιχτομάτης

κι αρχίζω να κατανοώ την ερημιά του χρόνου

της πλήξης το βαρύ ζυγό, θανάτου το δρεπάνι.

Ποια δύναμη εσωστρεφής θα μου δώσει το σθένος

για να συντρίψω τα δεσμά της κακολησμονιάς;

Πήρα μαθήματα πολλά και μάθηση δεν έχω

οι θεωρίες οι καλές σμίγουν στα σωθικά μου

μα ατμίζονται πάραυτα στο γκρίζο της ζωής.

Ω ελπίδα τρισμακάριστη που ‘τρεφες την ψυχή μου

άνοιξε δρόμους θαυμαστούς που δίνουν την πληρότη…

Θα φύγω απ’ την ερημιά, στην πολιτεία θα πάω

εκεί θα μ’ οδηγήσουνε της πληρότητας δρόμοι

κι ας στροβιλίζουν άγρια κύματα της οργής

επιθυμίες ξέφρενες, αλογισμός χυδαίος

της γνώσης η εκπόρνευση στις αγορές του κόσμου…

Κι αν με συντρίψουν σύγκορμο τα κύματα του πάθους

κάποιες νεράιδες του καλού θα πάρουν το κορμί μου

θα το τυλίξουν απαλά σε κάτασπρες σινδόνες

και θα το αποθέσουνε σε νέες άλλες χώρες,

μακριά από το σπαραγμό της βίας και του πάθους

τα τέλματα αναψυχής, τα στολίδια του βίου

που αποχαυνώνουν τις ψυχές στις άσπλαχνες αυλές

που γίνονται αδιόρατα τσαντίρια της οργής.

 

11. Ιντερμέδιο

 

Θεωρός:

Της σιγαλιάς οι θόρυβοι

είν’ εκκωφαντικοί

στα ώτα των ευαίσθητων

ζητητών της αλήθειας

κρούοντας τις ευγενικές

χορδές των θεωρών.

 

                                      *

Του κόσμου ο παράφορος

και δυσώδης εσμός

νεκρώνει ό,τι ιερό

φορτίζει τις αισθήσεις

με νεύματα παροδικών

κι εύθυμων τραγουδιών

με νανουρίσματα γλυκά

και δηλητηριώδη

που πλάθουνε αργά αργά

ανθρώπινη δουλεία

τα τραύματα τα φονικά

ολοφυρμούς, κατάρες

στο μέγα και τραχύ δρυμό

ανθρώπων δυστυχίας.

Ποιος θα μπορούσε να μας πει

πού βρίσκεται η αλήθεια

το μέγα το ζητούμενο

όσων το νοσταλγούν

αν όχι στο διαφανές

μυστήριο νοσταλγίας

της νοσταλγίας που μηνά

θείες καταβολές

ριζώματα υπερφυή

της ίδιας της καρδιάς

τους άρρητους τους θησαυρούς

τους καταγκρεμισμένους

μέσα στης λήθης τον καιρό

στης παγωνιάς το σκότος;

 

                                                *

Το γνώριζε ο αλήτης μας

μα το ‘χανε συχνά

στην πνιγερή ομίχλη μας

παρά τα μύρια φώτα

που μας τυφλώνουν άτεγκτα

χωρίς σταματημό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. Έξοδος

 

Αφηγητής:

Στεκόταν φωτεινή σκιά στο άγνωστο σπιτάκι

συνεπαρμένος, ενεός και καταβυθισμένος

στις σκέψεις του που χάνονταν σε άλλης μνήμης μέρη…

Τα σιγοπερπατήματα στη φυτρωμένη αυλή

που ‘σκιαζαν το πλακόστρωτο παλαιών ημερών

πρόδιναν από μακριά κινούμενη σκιά

μα τίποτε δε μήναε ανθρώπων παρουσία

στην άσημη μικροπλαγιά πνιγμένη απ’  τα δένδρα

κι από θάμνους ατίθασους που ‘φραζαν μονοπάτια

που οδηγούσαν κάποτε νοσταλγικούς διαβάτες

των έρημων ακροτοπιών ρομαντικά παιδιά.

Μόνο κατσίκια ατίθασα δρασκέλιζαν τις λόχμες

και παγιδεύονταν συχνά μες τις ακροτοπιές

βελάζοντας πονετικά, προξενώντας τον οίκτο

και την εργώδη πρόσβαση κάποιων γιδοβοσκών.

Κανένα μάτι ξάγρυπνο δεν έβλεπε κινήσεις

αργές, επαγγελματικές των άγρυπνων φρουρών

που κυνηγούσαν άοκνα πειρατές, παραβάτες

σε δύσβατες περιοχές ερημικών ακτών.

Γνώριζαν ίχνη παλαιά, κρησφύγετα κινδύνου

και κάποτε γκρεμίζονταν σε σκληρές λαγκαδιές

πιανόντουσαν απλόχερα από κλάδους των θάμνων

και έφταναν στα χαμηλά με μικρές αμυχές.

 

                                      *

Κείνη τη νύχτα τη βουβή και την τρικυμισμένη

οι διώκτες των κακοποιών σχεδόν εξαντλημένοι

ανέβαιναν αργά αργά με κάθε προσοχή,

αναζητούσαν και τους δυο που ξέφυγαν πιο κάτω

χωρίς ελπίδες σταθερές, με πείσμα οδηγό.

Τους μύρισε όμως ο καπνός που ανάδινε το τζάκι

κι ήταν αυτό ο οδηγός στην παγάνα του τρόμου.

Το τζάκι κείνο το φτωχό, το περιφρονημένο

δεν πρόδινε τις όμορφες της φλόγας τις γητειές

ήτανε στα ενδότερα της έρημης καλύβας

γι’ αυτό και οι δύο φίλοι μας ένιωθαν ασφαλείς…

Κι όμως η κάπνα της νυχτιάς μειγμένη με το ψύχος

ταξίδευε ανήσυχα κοντά στα κοντινά

κι έπεισε τους διώκτες τους πως στου λόφου την κρύπτη

φυγάδες απροστάτευτοι ένιωθαν σιγουριά.

 

                                      *

 

Φωνή:

Κουράστηκες, βαρέθηκες, είσ’ ανανεωμένος;

Οι σκληρές εμπειρίες σου δεν είναι αρκετές…

Κι αν νόμισες πως μπόρεσες να αποκρυπτογραφήσεις

την τρέλα, τον παραδαρμό ανθρώπινης βιωτής

τις δυστυχίες τις πολλές μα και το μεγαλείο

τις μύριες αντιφάσεις σου, λαβύρινθους ολκής

είσαι μακριά, πολύ μακριά απ’ την καλή τη γνώση…

Η γνώση η πραγματική αντιτάσσει στον κόσμο

την άλλη όψη τη λαμπρή που μάτια δεν τη βλέπουν

ό,τι τρελαίνει τους τρελούς πέρα απ’ την ακοή

ό, τι σιγοαγγέλλεται ως μύχια σιωπή

χωρίς αποσιωπητικά που δηλούν απορία

αμηχανία τραγική μπρος τις μύριες απάτες…

Είναι η σιωπή χρυσός μας λένε οι διδάχοι

μα αγνοούν τόσο συχνά τη μύχια πηγή

που αναβλαστάνει από κει, απόδραση τη λέμε

απ’ τις ψευδείς τις ατραπούς κάθε αδολεσχίας

για να αρδεύει σιγηλά ως αιώνια κρήνη

το νέο χρόνο της ζωής, της ανάβλεψης τέκνο

και να βυθίζεται άσπιλα ως  ευγενής θυσία…

Στρέψε τα μάτια της ψυχής στους πρωτινούς τους τρόπους

μακριά από συναισθήματα αγαθών μυθογράφων

κι αποσυμβόλισε ευθύς των λόγων τη μαγεία

των ποιητών τα θέλγητρα, λογοτεχνών τα στέφη.

Θα ‘βρεις εκεί πολύ κοντά πειρατές και βεδουίνους

άγνωστους περιπατητές στο διάβα της ζωής

 όλοι τους κάτι έχουν να πουν, σιγά να τραγουδήσουν

με ύμνους και μοιρόλογα, παιάνες και κραυγές

και θα γευθείς ακροθιγώς τη μόνη απόδρασή σου

στα μύχια βάθη της σιωπής μ’ αλλοτινή μαγεία

στη θεία την ανάβλεψη, στο κάλλος το αγήρω.

 

Πάροικου μονόλογος:

Ω γλυκυτάτη μου φωνή, υφάδι της ψυχής μου

είμαι μικρός, ελάχιστος τα λόγια σου ν’ ακούσω

να θραύσω τους συμβολισμούς λέξεων, φωνημάτων

για να οικήσω αιώνια στον κόσμο της σιωπής

γλυκιάς μητέρας στοχασμών, εννοιών σοφοτάτων…

Πάροικος είμαι ταπεινός αγύρτης των αυλών

στου κόσμου μας το ξέφρενο, παράδοξο σεργιάνι

κι οι εμπειρίες οι πολλές του φτωχικού μου βίου

μου πόρθμευσαν μυριόφωνα το μέγα μυστικό…

Διαβαίνοντας στοχαστικά της ζωής μου τις στράτες

γινόμαστε οι ταπεινοί, νάτο το μυστικό.

Άνοιξε ω γλυκιά φωνή της μουσικής το δρόμο

της άφωνής σου μουσικής που μ’ ανασταίνει όλο…

Διαβάτης είμαι, πάροικος, δεν έχω κατοικία

κι αν ‘’κατοικώ’’ σε πάροικων αυλές αφανισμένες

απ’ της κραιπάλης τον καιρό, του πάθους την ανία

πιστεύω όλο πιο πολύ πως τα δεσμά του χρόνου

εξαϋλώνονται γλυκά από το φως του σθένους

κείνου του σθένους του που κάλλος αναδίνει…

 

Θεωρός:

Το αεράκι, παγερό, τους μήναε την εστία

και ο αλήτης ο καλός που ολοστοχαζόταν

στον έρημο περίγυρο της ταπεινής αυλής

διέκρινε δυο τρεις σκιές να σιγοπλησιάζουν

να ατονούν, να χάνονται και να ξανακινούνται

κάτω απ’  τους θάμνους τους σκληρούς ερημικής σκιάς.

Όσο και αν ασκήθηκε στου βίου τις εκπλήξεις

όσο κι αν αφουγκράστηκε ανθρώπων τα δεινά

δεινά ψυχών που ήτανε γι’  αυτόν ολοδικά του

ένιωθε κείνον τον παλμό των δύστυχων ψυχών

που τον μετέθετε ευθύς στα όρια της ζωής.

Ήταν κι αυτός απόγονος πειρατών, βεδουίνων

άγνωστων διαφεντευτών των σπαραγμών του βίου

ασύνειδος πολέμιος των νόμων της βιωτής

που ορθοτομούσαν απηνώς του βίου τη φενάκη;

Ήτανε μήπως το παιδί, η πρωτινή αγνότη

που σιγοαναστέναζε σε καθεμιά ψυχή

με παιδικά ξεσπάσματα στη σκληρή ματαιότη

της ξέφρενής μας της ζωής τις ώρες της οργής;

Πώς θα μπορούσε να διαβεί τους απόρθητους κάβους

έγχρονης καταβίωσης στην όψη της ζωής

χωρίς το άλμα το άφθαστο στα όρια της πνοής

 της υπαρξιακής πνοής που αναιρεί το χρόνο

και τις δεινές τις πάθησες μιας βαθιάς εμπνοής

που στέλνει ευθεία στο γκρεμό άτακτης βιοπάλης

που ανοίγει βάραθρο ιερό προς κόσμους μιας αυγής

μακριά από τεχνάσματα ψεύτικων παραδείσων

και χλιαρά επιθέματα μάταιης προσμονής;

Οι μνήμες, η ανάμνηση, στοχασμών αναβάσεις,

η δόλια μαθητεία του στις παρυφές της γης

οι εμπνοές, οι αναμονές, οι απογοητεύσεις

όλου του βίου του ο εσμός που τον ολοκυκλώναν

άφησαν μια ρωγμή φωτός σε στιγμές συντριβής

στιγμές που ολοδιάλυαν του χρόνου παραισθήσεις

και του ΄διναν νέα δύναμη αλλοτινής πνοής

την έκσταση της έκστασης, την αιωνία στάση

άχραντο περιδέραιο παρθενικής ψυχής.

 

                                      *

Ο χρόνος όμως έτρεχε, ήταν οι παραισθήσεις

που πνέουν ως περιφανείς λουτήρες εντολής

που κατατρώει άσπλαχνα πολύτιμα διαμάντια

της ευγενούς και μυστικής ανθρώπινης ζωής…

Οι σκιές επλησίαζαν αργά, προσεκτικά

χάνονταν κι επιφαίνονταν, ήταν επιλεγμένες

καθώς ο κρότος ο ηχηρός μίας κροτίδας λάμψη

ξύπνησε το υπέροχο τέκνο αυτής της γης.

Γλίστρησε αδιόρατα, ξανάκλεισε την πόρτα

βεδουίνος και πειρατής κι οι δυο τους ξαφνιασμένοι

αντίκρισαν περίτρομο τον κοντινό τους φίλο.

 

Πάροικος:

Μας περιζώνουν διώκτες μας και βρίσκονται κοντά μας…

 

Πειρατής:

Εσύ δε φταις για τίποτε παλιέ καλέ μας φίλε

εμείς σε παρασύραμε σε τούτα τα δεινά

κι εμείς θα απαντήσουμε, δε θα παραδοθούμε.

Οι πειρατές είναι σκληροί, γνωρίζουν τους κινδύνους

η πειρατεία η δεινή, η αποφασισμένη

έχει μπροστά το θάνατο και πάνω τη ζωή

δε θα την αφανίσουνε, όσους και αν σκοτώσουν…

 

Βεδουίνος:

Θλιμμένη είχα τη ζωή χωρίς φωτολαμπίδες

μονότονη η πορεία μου χωρίς αναλαμπές

και αν αυτή η συντυχιά μες την παρανομία

χωρίς καμιά επιβάρυνση ανθρώπινης ζωής

με έκανε φυγόδικο και καταδιωγμένο

θα πέσουν πάνω μου αρές και μίση εμπαθή…

Τι λες καλέ μου πειρατή, τυχαίε συνοδίτη

άμυνα ή παράδοση είν’ επιθυμητή;

 

Αφηγητής:

Γνώριζαν απ’  το διάβα τους σ’ ακτές παρανομίας

πως οι διώκτες πρόσμεναν τις πρωινές τις ώρες

παρέλκοντας με υπομονή τους καταδιωγμένους

που θα ‘τειναν τα χέρια τους στις σκληρές χειροπέδες.

Κι όμως κανείς δε γνώριζε την τόλμη ατιθάσων

που αδυνατούσαν να βρεθούν σε φυλακών κελιά.

 

Πειρατής:

Οι διώκτες είναι ταπεινοί εργάτες της ζωής

και για να ζήσουν τα παιδιά, γυναίκες και μητέρες

δέχονται τον κατατρεγμό, τον κίνδυνο στην όψη

καθώς δεν είναι λιγοστοί όσοι πέφτουν νεκροί

ναι ως πιστοί στις εντολές της σκληρής τυραννίας

των άθλιων αυτών κλεφτών που άρχοντες καλούμε.

 

Αφηγητής:

Κάθισε ήρεμα ευθύς στου τζακιού τη γωνιά

ήρεμο ζώο των ακτών και αποφασισμένο,

απόθεσε περίστροφο και μια χειροβομβίδα

κι έριξε το σακίδιο στη χορεύουσα φλόγα.

 

Πειρατής:

Μας περικύκλωσαν αυτοί, δεν ξέρω πώς μας βρήκαν

κι είναι ανώφελη η φυγή στου λόγγου τις πλαγιές

πυροβολούν ασύστολα, θέλουν ψηλά τα χέρια

και καθαρή παράδοση στις σκληρές χειροπέδες.

Αν θέλετε να φύγετε και να παραδοθείτε

ο δρόμος είναι εύκολος, υψώστε τη σημαία

ένα λευκό πανί, καλοί, σ’ ένα ραβδί δεμένο.

Εγώ δε βγαίνω από δω, σκληρά θα πολεμήσω

και θα ανατιναχθώ ευθύς  μαζί με το σπιτάκι

συμπαρασύροντας ευθύς τους δύστυχους τους διώκτες.

 

Βεδουίνος:

Έχω γυναίκα και παιδιά, ήσυχη η ζωή μου

της τύχης τα περάσματα μ’ αφήνουν ενεό.

Μπλεξίματα απρόσμενα στης συντυχιάς τις στράτες

λυγίζουν και τη δύναμη του θείου μας Προφήτη

αλλάζουν ανεπάντεχα τους δρόμους της ζωής

δίνουν το πεπρωμένο μας

και κανένας δε βλέπει

τ’ άξενα και τα άστοργα της ζωής καλντερίμια

στο μέγα βάρος της ζωής με τις πολλές τρομάρες

τους ήσυχους παράδεισους ανέμελης βιωτής.

Δεν προτιμώ το θάνατο με τη χειροβομβίδα

κι όμως δεν είμαι ο δειλός που προσκυνάει παλάτια

δυνάστες κι αλλοπρόσαλλους δασκάλους της οργής.

 

Πειρατής:

Πήγαινε στο καλό καλέ

γυναίκα σε προσμένει

παιδιά και φίλοι και γνωστοί

στης ερημιάς τα μέρη

αγνόησε μια και καλή

την πλήρη ματαιότη

ανθρώπων που αποτολμούν

να κράζουνε τους άλλους

και να σκοτώνουν κυνικά

όσους τους καταγγέλλουν

και απαιτούν με εμμονή

τα αγαθά που κλέβουν

από τους πάμπτωχους θνητούς

τους ζητιάνους, τους δούλους

των τρομερών των μηχανών

των δώρων της απάτης

που κράζουνε πολιτισμό

πρόοδο της ανάγκης,

του ψεύδους τον κακό καιρό

που πάντα συνεχίζει

τα φρικτά παραπτώματα

ανθρώπων  δυστυχία.

Δεν το κουνάω από δω

θα σκοτωθώ μαζί τους

το φρικτό ολοκαύτωμα

άγνωστο στους πολλούς

θα κράζει με βαριά φωνή

τι είν’ ελευθερία

που προκαλεί το θάνατο

και όχι τη δουλεία

παραδομένων στη χλιδή

και στη λεηλασία.

Είναι σκληρό, πολύ σκληρό

οι κουρσάροι του χθες

με τους δεινούς τους στόλους τους

και με τερτίπια μύρια

οι άθλιοι πυρπολητές

και κουρσευτές των άλλων

που ΄κλεβαν και θανάτωναν

αντιπάλων τα πλοία

να κυνηγούν τους πειρατές

που αποτολμούν με τόλμη

έτοιμοι και πανέτοιμοι

στου θανάτου τις πύλες

να λοιδορούν και κυνηγούν

συντρόφους τους του χθες…

 

 

Θεωρός:

Το σπίτι, το σπιτάκι τους, έρημο καταφύγιο

ήταν γραμμένο να γενεί θυμού μικρός σταθμός

έτσι στην τύχη της στιγμής, χωρίς ετοιμασία

συμβολισμένη έκφραση ανθρώπινης βιωτής.

Το ένστικτο, λένε πολλοί, σπαράζεται, σπαράζει

μάχεται, αντιμάχεται, συνέχει τη ζωή

και καταπνίγεται δεινά από εισβολές του πάθους

στην πλέρια την απλοχωριά ανθρώπων συντριβής.

Ποιο ένστικτο αντίδοτο της ζωικής ορμής

ολογκρεμίζεται φρικτά μπροστά στις επελάσεις

ανθρώπινων πικρών στιγμών της ολοσυντριβής;

Και ποιος ανθρώπων λογισμός, μωρίας αποκέρι

προβάλλει αμείλικτα μπροστά ως γεύση άλλης ζωής

προκαλώντας αμείλικτα καλοζωίας τέχνες

ορθώνοντας το θάνατο στην ολοσυντριβή

του έξυπνου του ένστικτου που προκαλεί μακάβρια

τον άθλιο παραλογισμό ιστορικής τριβής;

Ο πειρατής μας ο σκληρός και αποφασισμένος

από τις νύξεις της ζωής που πρόοδο του τάζαν

αναχωρούσε ακάθεκτος απ’ την παρεμβολή

που χάραξαν, που έκτισαν πολιτισμού οι μύστες

κι ήταν πανέτοιμο παιδί της αποσυντριβής

οπλίζοντας το ένστικτο με κρυφές υποσχέσεις

μιας άλλης εγκαρτέρησης της μύχιας της σιγής.

Δε θα παραδινότανε στης πολιτείας τους νόμους

για πίστευε ολόκαρδα στις λάμψεις της στιγμής

κείνης της ιερής στιγμής που αψηφάει τους νόμους

που ‘κτισαν τους πολιτισμούς, σφαγεία αναψυχής.

ήταν αιωνιότητα η προσμονή της ζήσης

παράνομης, αμείλικτης των τέκνων της οργής

σάλτο θανάσιμο, φρικτό που αποδεκατίζει

το ένστικτο, το λογισμό ανθρώπων της τρυφής.

 

Πάροικος:

Νιώθω πως δεν κατόρθωσα τίποτε στη ζωή μου

στο μέγα τ’ οδοιπορικό πόλεων, θαλασσών,

σ’ ανθρώπων δόλια φθέγματα που περνούν για σοφίες

σε ακροπόλεις και ναούς, τεμένη, εργαστήρια,

σε στοχαστών μυθεύματα, επιστημόνων κλέη,

σ’ ό,τι οι πολλοί αποκαλούν άνθη πολιτισμού.

Δεν έμπλεξα τυχαία εδώ παλιοί καλοί μου φίλοι,

ό,τι κι αν λεν οι συντυχιές ανθρώπινης ζωής

οι περιπέτειες οι καλές, οι αποκλεισμοί, οι διώξεις,

οι πόνοι, τα παράδοξα παγκόσμιας ψυχής,

οι φλυαρίες οι φαιδρές δεινών ηθικολόγων

οι προφητείες οι άνοστες ταλαίπωρων κηρύκων

μιας νέας ανθρωπότητας παραδείσων ολκής

που αγγέλλουν με επαίσχυντη οίηση και φαιδρότη

τη θεία μέρα της ακμής, των ανθρώπων το κλέος.

 

                                                *

Ένα και μόνο αγαθό

μου ‘δωσε η ζωή

ολόσαρκη απόδραση

απ’ την ψευδολογία

από τις ζώνες του πυρός

φωτοβολίδες ψεύδους

που μοιάζουν με περίτεχνα

λουλούδια ομορφιάς.

Οι ομορφιές των ουρανών

της γης όλες οι τέρψεις

τα φρούδα συναισθήματα

του έρωτα παλμοί

παγγενέσεις άχρονες

μες τη ροή του χρόνου

κρύβουν το μέγα μυστικό

ανθρώπινης πνοής.

Είναι η απάθεια η σεμνή

φιλοσόφων το σφρίγος

η ανοχή η υπέρτερη

των αγίων η δόξα

η μέγιστη αυταπάρνηση

των άγνωστων το σφρίγος

των αφελών, των ταπεινών

των εξουθενωμένων

η αυταπάρνηση η αγνή

που αρνείται της ζωής

τα βρώμικα ψιμύθια

που μας αποναρκώνουν.

 

                                                          *

Όλες αυτές οι αρετές που κατασυγκινούν

τους αφελείς, τους πάροικους, επήλιδες και δούλους

δεν είν’ δολώματα ψευδή της κακοδαιμονίας

ούτε περικαλύμματα βαθιάς αδυναμίας

δόλιας καταδυνάστευσης φτωχών μας συνανθρώπων.

 

                                                *

Πόσοι ζητούν πληρότητα στην προσμονή του πόθου

και πόσο γίνονται άρπαγες χωρίς αρχή και τέλος

στο μάταιο τούτο της ζωής απατηλό ταξίδι;

Βλέπω το τέλος να ‘ρχεται της άτακτης ζωής μου

το κύκνειο άσμα δε μπορώ να σας το τραγουδήσω

κύκνος αν ήμουνα λευκός στην άκρη της λιμνούλας

πλάι σε τόσα αμφίβια γλυκόφθογγα ζωάκια,

θα ‘νιωθα πλέρια ομορφιά να ‘γγίζει την ψυχή μου.

Ακούω φίλοι τις φωνές της άτακτης ζωής σας

και των καρδιών σας τους σφυγμούς που πάλλονται με πάθος

 και νιώθω ακόμη πιο πολύ της ακηδείας το σθένος

σ’ ακρώρειες δεινής ζωής και διακεκαυμένης.

Ω βεδουίνε μας καλέ πήγαινε στο καλό

κάποια χρονάκια φυλακής θα σε ελευθερώσουν

από της φρίκης τα δεσμά του άθλιού μας κόσμου…

 

Βεδουίνος:

Τη φυλακή αδυνατώ ν’ αντέξω αγαπημένε

το θάνατο δεν έστερξα ακόμη ν’ αντικρίσω…

 

Πειρατής:

Ποια φυλακή

χειρότερη απ  τα δεσμά του κόσμου

από του ψεύδους τον καιρό

που περιζώνει όλους

με πρώτους και καλύτερους

δυνάστες, βασιλιάδες

και μισθοφόρους άοκνους

δούλους χαμοζωής

και επιστήμονες σοφούς

που φτιάχνουν αλυσίδες

με πρώτους και καλύτερους

σκληρά περιζωσμένους

τους ίδιους μας τους εαυτούς

στο δουλικό παζάρι

που αποκαλούν πολιτισμό

στου χρόνου τα βαριά δεσμά

στης ιστορίας το διάβα;

Κατανοώ αγαπητέ

το φόβο που συνέχει

κάθε ανθρώπινη πνοή

κι ας είν’ ανδρειωμένη

στης ησυχίας τον καιρό

στον ύπνο το βαθύ

                                                *

Και συ ακούραστε οδηγέ της ίδιας της ζωής σου

που σε συναπαντήσαμε στης συντυχιάς το δρόμο

μπορείς να φύγεις ήρεμος με χέρια υψωμένα

αθώος θε να κηρυχθείς από δικαιοκρίτες

που αγρυπνούν νυχθημερόν με πλούσια αμοιβή.

 

Αφηγητής:

Ζωντανός ο διάλογος τριών άγνωστων φίλων

τυχαίο συναπάντημα σε άγνωστη εστία

και ζωντανές αναμονές, θανάτου παγωνιά.

Άρχισε η πρωτινή αυγή τον κόσμο ν’ αγκαλιάζει

να περιλούζει ανέμελα με τη γλυκιά πορφύρα

την τήβεννο την έξοχη που περικλείει ανάρια

του κόσμου τους ρομαντικούς, τους εραστές του ωραίου

αχνίζοντας, σκορπίζοντας την πάχνη της πρωίας

ως μαγικό περίπνευμα κορφών και πεδιάδων

ωκεανών και θαλασσών και γλαφυρών ορμίσκων

αδιαφορώντας φανερά και αποσιωπώντας

το δράμα των υπάρξεων, τα πάθη των ψυχών

φταίχτες κι αθώους βάζοντας στην ίδια ζυγαριά

όπου βροχές και κοπετοί, θρήνοι και  ευωχίες

ολοσυμφύρονται άκομψα στο δράμα της ζωής.

 

                                                *

Φρουροί περίζωναν αργά, μεθοδικά το μέρος

τους ήταν ολοφάνερο πως οι κακούργοι μέσα

θα μύτιζαν ανύποπτοι να συνεχίσουν δράση

μεθοδικά προσεκτικοί, σίγουροι πως ξεφύγαν

απ’ τη δεινή τη δίωξη της χθεσινής ημέρας.

Πλησίαζαν, πλησίαζαν κι ο πρωινός ο ήλιος

άρχισε να τους ανησυχεί και η πολιορκία

γινότανε προσεκτική με προσοχή στραμμένη

στη ρημαγμένη είσοδο χαμόσπιτου φυγής.

Το μέγα μέρος, ταπεινό και γυμνό τελεστήρι

ήταν ανήσυχο, έτοιμο για τη μεγάλη δράση

του απείθαρχου του πειρατή του αποφασισμένου.

Χαραμαδιές στην είσοδο τη μισοανοιγμένη

άφηναν ήχους τραγικούς να σιγοταξιδεύουν

ήχους μουντούς, απρόσιτους σε κάθε ακροατή.

 

Πρώτος Φρουρός:

Αργούνε να μυτίζουνε, κάτι υποψιαστήκαν

θα εισβάλουμε αιφνίδια με κάννες μας στραμμένες

στους βλοσυρούς κακούργους μας που είναι οπλισμένοι

έτοιμοι να χτυπήσουνε όποιονε δουν μπροστά τους.

 

Δεύτερος Φρουρός:

Είναι πολύ επικίνδυνο να εφορμάς μπροστά

σε κακούργους πανέτοιμους να πράττουν εν ψυχρώ.

 

Τρίτος Φρουρός:

Θα δράσουμε ομόψυχοι κατά την εντολή

του φρούραρχού μας του καλού που πάντα επισκοπεί

ω φρούραρχέ μας σεβαστέ δώσε την εντολή…

 

Αφηγητής:

Ο φρούραρχος περίφροντις, καλά εκπαιδευμένος,

κρατώντας το περίστροφο το απασφαλισμένο

με τη φωνή τη σταθερή και τραγικό το ύφος

έδωσε τέλος εντολή με τόλμη που εμβολίζει

τις γενναιόψυχες πτυχές όλων των μαχητών.

 

Φρούραρχος:

Τολμάμε την αιφνίδια την εισβολή με πάθος×

πρώτος εγώ αγαπητοί συμμαχητές και φίλοι

ακολουθήστε με λοιπόν χωρίς λιποψυχία…

 

Αφηγητής:

Στις δύσκολες, δυσπρόσιτες στιγμές της ύπαρξής μας

όπου ζωή και θάνατος συμπλέκονται μακάβρια

μέριμνες, πίκρες και χαρές κρύβονται σαν στρουθία

στις πιο απρόσιτες πτυχές αισθήματος και λόγου

κι οι ψευδοβεβαιότητες του καθ’ ημέραν βίου

τρέπονται όλες σε φυγή…

Η επέλαση του λιονταριού τις αφανίζει αιφνίδια

κι ανοίγει μ’ αυθορμητισμό η απίστευτη αυλαία

των σκοτεινών και φωτεινών αρμών της ύπαρξής μας

πλάθοντας την ορμητική πνοή που ενώνει με μαγεία

την άμπωτη που χάνεται στου στοχασμού τα βάθη

με την παλίρροια τη λευκή που σιγοφέγγει πλέρια…

Η εισβολή ακολούθησε με φρούραρχο οδηγό

άνοιξε πύλες της φωτιάς, του όλεθρου το σκότος.

Πρώτος κατέπεσε νεκρός πριν να παραδοθεί

ο βεδουίνος ο φτωχός καθώς ετοιμαζόταν

να υψώσει χέρια αψηλά, τρεμάμενα, γυμνά.

Ο πειρατής ο εύτολμος και προετοιμασμένος

ενεργοποίησε γοργά τον πυροκροτητή

και πριν αφανισθεί νεκρός απ’ το φρουρό τον πρώτο

ορυμαγδός και θύελλα απλώθηκε φρικτά

καπνός, φωτιά,  βοή πνιχτή, πτώματα διπλωμένα

μήνυσαν πως η κόλαση δε μέλλεται να έλθει

πως είναι καθημερινή πνοή στου κόσμου τις γωνιές.

Οι τοίχοι οι ετοιμόρροποι έγιναν τα συντρίμμια

και η στέγη η αφιλόξενη κάλυψε τους νεκρούς

εντείνοντας την πυρκαγιά

τους μαύρους και βαριούς καπνούς

των πτωμάτων την κνίσα…

Κατέφθασαν αργότερα και άλλες ενισχύσεις

για να θωρήσουν το κακό, τη δόλια συμφορά

μα ποιος μπορεί φίλοι καλοί να αποκρυπτογραφήσει

της ζωής μας τις ατραπούς, της τύχης το σεργιάνι

των παθών μας τον τάραχο, τη φρίκη του θανάτου

και της ψυχής τα μυστικά, πανσφράγιστους λαμπτήρες

μιας άλλης όψης της ζωής, θυσία την καλούμε

που τρέφει, που ανέχεται, που συντηρεί τον κόσμο;

 

 

 

 

13. Παλινωδία

 

Θεωρός:

Καπνοί, ερείπια, πτώματα, νεκρά και καπνισμένα

ήταν συντρίμμια μιας ζωής, έρπουσας, προκαλούσας

με τις μοιραίες εμπλοκές άγνωστών μας ηρώων

ηρώων άσχετων με μας της θάλλουσας ακμής

στο περιθώριο της ζωής, στις νύξεις της ημέρας

στης νύχτας τα ξεσπάσματα, στων ανθρώπων τις βλέψεις

με άγνωστούς μας αυτουργούς κρυμμένους σε κρυψώνες

μιας φλύαρης, ψευδώνυμης και ρυπαρής ζωής.

Οι κάτοικοι, οι έχοντες και οι βεβαιωμένοι

άρχοντες και αρχόμενοι, πλούσιοι και φτωχοί

παιδευμένοι κι απαίδευτοι στης γης μας το γιορτάσι

στα θέατρα, στις αγορές, σχολεία, εκπαιδευτήρια

εξαγοράζουμε σκληρά τα λύτρα της οργής

με τραγικές κι ατέλειωτες τις δόσεις της φυγής

απ’ το μεγάλο σπαραγμό της πλήξης μας πληγή

σκληρά υποκατάστατα της τραγικής ορμής

που απειλεί αμείλικτα την ίδια την πνοή

τα τρίσβαθα τα βάθη μας ακένωτης πηγής

τη θεία παιδικότητα αφέλειας πνοή

που ολοπλουμίζει μυστικά τους άγνωστους διαβάτες

τους πάροικους, τους ιδαλγούς, τους μέτοικους, αλήτες

τους ευγενείς τους ήρωες ανθρώπινης σιγής.

 

                                                *

Ψευδαισθήσεων όνειρα, κουφάρια αθανασίας

και σκάφανδρα αναψυχής, χαμόγελα πλαστά

απαναρκώνουσες οσμές, φιλοδοξίας πάθη

πλαστά φτερά του Ίκαρου που ‘ταζαν ουρανούς

κι άλλα πολλά πολλά αγαθά που τάζει η ζωή

όλα φρούδες ελπίδες μας που αρδεύουνε με τέχνη

τη πλανεύτρα και μάγισσα τη γλάστρα της ζωής

μίας ζωής αμφίβολης που λεν χαμοζωή.

Χωρίς τριγμούς, χωρίς φωνές, χωρίς αφορισμούς

μόνο μια πρωτινή ματιά μαγεύει τις αισθήσεις

ανασυντάσσει φρόνημα, το λογισμό, το λόγο

ανασκευάζει την ματιά μιας ψεύτικης ζωής

κατασυντρίβει ευγενικά γίγαντες –μαϊμουδάκια

ανασυντάσσει σιωπηλά τις πληγές της ψυχής

σε ένα κόσμο τραγικό –μοιάζει παραμυθένιος

με ανθρωπάκια γίγαντες σαν στα παραμυθάκια

που πραγματώνουν θαύματα –κλέη ηλεκτρονικής

επιστήμης εφαρμογές μ’ απίστευτες μεθόδους

που δίνουν, ναι, θαυμάσια παίγνια αναψυχής

παραμορφώνοντας οικτρά το νηφάλιο λόγο,

το θείο το συναίσθημα, τη γνώση της Αυγής

σε λογοπαίγνιο έξυπνο με τέχνη περισσή

και με πανώρια αγαθά που τυφλώνουν τη σκέψη

κάνοντας και το λογισμό νόθο παιδί της πλάνης

και επιστρέφοντας ευθύς σε νέα βαρβαρότη

που κάποιοι εθεώρησαν μακρινό παρελθόν…

 

                                                *

Δεν είν’ η γνώση η αληθής πλάνης παραμυθάκι

είναι η θεία, ατρεμής, αιώνια αρχή

κι όμως στην έγχρονη αρχή και την εφαρμογή της

γίνεται κάτοπτρο οικτρό αντίστροφης φυγής

απ’ τη μοιραία και ψευδή αιχμαλωσία του χρόνου

σκληρού δεσμώτη, απηνή, των αρχών της ζωής

μίας ζωής με άσπιλη και άπευθη λαμπρότη

στην κρύφια και ελπίζουσα μαρτυρία πνοής

που αρνείται μυριότροπα χωρίς τις θορυβώδεις

και αισιόδοξες τροπές της μοίρας της δεινής

που πλάθει θέσμια ισχυρά προπύργια δουλείας

που κάποιοι τα αποκαλούν ελευθέρωσης δρόμους

και κάποιοι άλλοι αποκαλούν πορνεία της οργής

με λάμψεις αποπλάνησης, με εκρήξεις θανάτου

στ’ αφιλόξενα μέγαρα μιας ψεύτικης χλιδής.

Ταλαίπωρος ο άνθρωπος στης ιστορίας τις λάμψεις

στο μέγα σκότος το βαρύ σκληρής αναγκαιότης

της κόλασης προθάλαμο, απηνή, διαρκή

 όταν ο μυστικός παλμός της ατρεμούς αλήθειας

βυθίζεται και χάνεται –αιώνια Ατλαντίδα

άσπιλη και αμώμητη απ’ της ζωής το πάθος

απ’ τον ανείπωτο τριγμό ανθρώπινης δουλείας.

 

                                                *

Ποιες είναι οι τύρβοι της ζωής της ολομεθυσμένης

στα ξόανα τα ηχηρά που παράγουν το ψεύδος

τις ψευδαισθήσεις τις φρικτές που πρόοδο καλούμε;

Ποιος είναι ο άνθρωπος καλοί και φίλοι αναγνώστες

ο όμηρος, ο αιχμάλωτος του ίδιου του εαυτού

και πού η ελευθερία μας, πού η απελευθερότη

απ’ της δουλείας τα δεσμά που υμνούν ελευθερία;

Ανοίγονται τα πάθη μας, ανταμώνει η ζωή μας

λυκοφιλία επάρατη σφραγίζει τις ζωές

και όσοι αναγνωρίζουμε της ερημίας τους τόπους

κι ανεμιζόμαστε γοργά στις πλατείες του κόσμου

δεν παύουμε ούτε στιγμή να κομπορρημονούμε

στην πάνδημη την αγορά μάταιων προσφορών.

 

                                      *

Ποιος θα μπορούσε να σκεφθεί μια άλλη ανθρωπότη

χωρίς το αίμα το πικρό που χύνεται μακάβρια

στ’ άγρια τελεστήρια των ανθρωποσφαγών

χωρίς τον πόνο, τον τριγμό υπάρξεων που κλαίνε

κι ανεμοδέρνονται σκληρά στον τάραχο του χρόνου

χωρίς τους τραγικούς σπασμούς –συνειδήσεων φρίκη

που αφηγούνται σιωπηλά το δράμα των ψυχών;

Δεν είν’ οι παραισθήσεις μας οδηγός των ψυχών μας

ούτε το ψεύδος το τρανό που ριπίζει βροτούς

δεν είν’ οι τρανές ιαχές ψευδοαισιοδοξίας

που ροκανίζουν άγρια το ψεύδος των ψυχών.

Είναι όντως κάτι πιο βαθύ και διαυγές συνάμα

άγνωστο μες τις άξενες πομπές της ιστορίας

η αγλαότης των ψυχών, τα πρωτινά τα δώρα

το άχραντο βασίλειο μιας θείας παιδικότης

που περιλούζεται λαμπρά από τη φαεινότη

του άσπιλου, του άχρονου παρθενικού εγώ.

 

                                      *

Ω Πάροικε αγαπητέ φίλε και αδελφέ μας

και συ σκληρέ μας πειρατή με βεδουίνο ταίρι

βρίσκεστε στο μεταίχμιο, στα όρια της ζωής

τολμήσατε την έξοδο από τα μολυσμένα

και τα βουρκώδη απόνερα ανθρώπων παραζάλης.

Δεν καταλάβατε καλοί πως το ιερό παιγνίδι

αδυνατεί να εκφρασθεί στην ίδια την παλαίστρα

γιατί μολύνεται πικρά απ’ το ίδιο φαρμάκι

που πλήγωσε μακάβρια τις άσπιλες ψυχές σας.

Μας δείχνετε όμως έξοχα ω άσημες πνοές

πως της ζωής τα κράσπεδα δείχνουν την τραγικότη

μηνύουν όμως σιωπηλά το μόνο ιδεατό.

Υπάρχει κάτι πιο βαθύ στης τραγωδίας το κλέος,

η υπόδηλη η επίκληση –ελευθέρωσης δρόμος

που στέκει πάντα σιωπηλό μυστήριο των καιρών.

 

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρόσωπα:

Αγάθων

Αφηγητής

Βεδουίνος

Δάσκαλος

Θεωρός

Θρασύμαχος

Πάροικος

Πειρατής

Φρούραρχος

Φρουροί

 

 

                             Περιεχόμενα

1.       Εξαγγελτήριο…………………………………………Σελ…  

2.       Ραθυμία

3.       Θροΐσματα και Απόηχοι

4.       Άγρυπνη Ερημία

5.       Ιντερμέδιο

6.       Πειρατικά και Χερσαἰα

7.       Ιντερμέδιο

8.       Ονειρική Καθαβύθιση

9.       Τραγική Αγυρτεία

10.     Ερημία

11.     Ιντερμέδιο

12.     Έξοδος

13.     Παλινωδία

 

 

 

 

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ποιος θα μπορούσε να σκεφθεί μια άλλη ανθρωπότη

χωρίς το αίμα το πικρό που χύνεται μακάβρια

στ’ άγρια τελεστήρια των ανθρωποσφαγών

χωρίς τον πόνο, τον τριγμό υπάρξεων που κλαίνε

κι ανεμοδέρνονται σκληρά στον τάραχο του χρόνου

χωρίς τους τραγικούς σπασμούς –συνειδήσεων φρίκη

που αφηγούνται σιωπηλά το δράμα των ψυχών;

Δεν είν’ οι παραισθήσεις μας οδηγός των ψυχών μας

ούτε το ψεύδος το τρανό που ριπίζει βροτούς

δεν είν’ οι τρανές ιαχές ψευδοαισιοδοξίας

που ροκανίζουν άγρια το ψεύδος των ψυχών.

Είναι όντως κάτι πιο βαθύ και διαυγές συνάμα

άγνωστο μες τις άξενες πομπές της ιστορίας

η αγλαότης των ψυχών, τα πρωτινά τα δώρα

το άχραντο βασίλειο μιας θείας παιδικότης

που περιλούζεται λαμπρά από τη φαεινότη

του άσπιλου, του άχρονου παρθενικού εγώ.