βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Ιξίων και Αγάθη (Ζωή και Θάνατος), τραγωδία, εκδ. ΔΡΟΜΩΝ, (Τραγικός Λόγος), 2020.

 Κυκλοφόρησε στη συλλογή ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ των εκδόσεων ΔΡΟΜΩΝ η νέα τραγωδία του Νίκου Μακρή Ιξίων και Αγάθη. Παραθέτουμε ενδεικτικά αποσπάσματα:

Ι. Ελεγεία

Θεωρός:

Ζωή, ζωές ανθρώπων οδοιπόρων

χωρίς αρχή, χωρίς και τέλος

σ’ άγονους δρόμους των παιδιών αιώνων…

Γλιστρούνε σαν χελιδονόψαρα

και ξαναπέφτουν στους αφρούς

στη χάση της ματιάς

στου πέλαγου την απληστία

στο αλισβερίσι των αρπακτικών

στην άγνοια ενάλιων μορφών

στον τρόμο τους μπροστά στις επιθέσεις

τόσων ακόρεστων δρομέων…

Κυκλώνονται οι οδοιπόροι μας

–κι είμαστε όλοι οδοιπόροι

κι ας μοιάζουμε με κάτοικους

με πλούτο, σπίτια, έχειν

με σχέδια βίου ευδαίμονος

με άληστες στιγμές πόνου κι οδύνης

με πένθη και χαρές ανάκατα

που σιγοβράζουν, που ατμίζονται

μες τις μακάβριες πνοές

που χάνονται και φαίνονται γοργόπνοες

σαν γοργοπεταλούδες που ραβδίζονται

από ρανίσματα σκουριάς

οσμώσεις δηλητηριώδους πάθους

και μόνιμα κατοικητήρια

στους χώρους των μακάριων κοιμισμένων

γιατί κι ο πλέον άδικος, κακός και δολοφονικός

βρίσκει για πάντα τη μακάρια ανάπαυση

με τον απλό, τον ταπεινό, τον ελεήμονα

18 ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

εκεί, στα κοιμητήρια της μνήμης, της συγκίνησης.

*

Είναι η ζωή που μας εκβράζει, ναι, στο θάνατο

κι είναι κι αυτό μια όψη άλλη, παγερή

που παραπέμπει στις δολοπλοκίες

εξαποστέλλοντας σε θείες απολησμονιές.

Γλυκύτατες οι όψεις σου Ζωή, πνοή ανθρώπων

ενάλιων και πετούμενων οργανισμών

μικροσωμάτων, άστρων και γαλαξιών

χωρίς το πέρας και χωρίς αρχή

χοάνη με τα άπειρα συνοθυλεύματα

που τόσο άνετα προσφέρονται ως μαγεία

ήχων, χρωμάτων και ευλύγιστων μορφών

ως μελωδίες εύπλαστων σωμάτων

χαμόγελα και βλέμματα που υπόσχονται την τέρψη

μείξεις σωμάτων με τις ηδονικές εκστάσεις

–έτσι ανανεώνεσαι, συνέχεσαι κι μεγαλύνεις την απάτη

καθώς θεσπέσιες προσμονές ραβδίζονται

και διαλύονται με σπαραγμό, με πάθος, με εκδίκηση

ή, στην καλύτερη περίπτωση

με ανανεούμενους παλμούς φαντασιώσεων

για να αρχίζουν νέες, πιο σκληρές.

*

Κάτι αφήνουν λεν πολλοί οι πρόσκαιρες χαρές

κι ας είναι ψευδαισθήσεις

γιατί η παγίδα ματαιότητας

και του πάθους ο ζόφος

οι ψευτοχαρές της τρέχουσας ημέρας

κάνουν υποφερτό το βίο των ανθρώπων…

Πώς θα μπορούσαν να διαβούν

καιρών τις καταιγίδες

του ψύχους την αμείλικτη επιδρομή

της πείνας το αλγεινό το προσωπείο

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ 19

τόσους και τόσους κίνδυνους

και τις σκληρές επιδρομές εχθρών

φυλάρχων και σκληρών αρχόντων

που μοιάζουν με δεινούς διαφεντευτές

χωρίς τη δύναμη Ζωής που ελλοχεύει πλέρια

σε κάθε άγρυπνη ύπαρξη

που βλέπει, ακούει και βρυχάται;

*

Ποια δύναμη συμπαντική συνέχει τις αισθήσεις

και ποιος νηφάλιος λογισμός κατευθύνει το νου

ποιο μυστικό περίπλεγμα ενώνει τα εναντία

δωρίζοντας συναίσθημα με ολοτρανταγμούς

βαθιάς αγάπης και πνοής, μίσους σκληρούς γκρεμούς;

Τι ενώνει τον ειρηνικό, φιλάνθρωπο, αγαπώντα

με τον αμείλικτα σκληρό, άπληστο δολοφόνο;

Ποιες ρίζες άπεφθης Ζωής με τη θεία πληρότη

κακαφορμίζουν άσπονδα, γίνονται παιδεμός

και απάτη που εκτοξεύεται

σε εμπνοές με δράσεις παιδικών ονείρων;

Τι θα μπορούσαν να μας πουν τα άλαλα τα χείλη

που ζουν την ανοικτίρμονα και σκληρή κόλασή σου

και της μεγαλοσύνης σου μορφές

που πλάθουν τις ωραίες εικόνες και εκφράσεις του ωραίου;

Αδύναμα τα χείλη υμνούν

της ομορφιάς το κλέος

καθώς προσβάλλονται άλυπα

απ’ της ασχήμιας τα βέλη

που μας καταμαραίνουν

και στρέφουν βλέμματα, ψυχή

στο ξίφος του θανάτου…

*

Το Θάνατο θα έλεγες

λυτήριο θαύμα των δεινών

20 ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

αν η Ζωή δεν προσπερνάει την τάφρο

για να κομίζει θεία μυστικά σε όσους ενωτίζονται

το βάθος το τρανό του μυστηρίου της;

Αγνέ διαβάτη της Ζωής που κάμπτεσαι

απ’ τον αφρό των ημερών

και απ’ τις σκιές που νέφη εγείρουν

για ν’ αποκρύβουνε δειλά

το αγνό μυστήριό μου

εγώ η Ζωή θα σου διδάξω κρύφιους κόσμους

κανένας δε μπορεί να τους νομίζει νόθους

όσο κι αν τα φαινόμενα, ο κόσμος της εμφάνειας

κρίνουνε επιφανειακά ό,τι τους προσπερνάει …

*

Δεν είναι ψέμα ό,τι βλέπουμε, ακούμε, οσφραινόμαστε…

Είναι η σαφήνεια του συμβαίνοντος

τα ρακωμένα ενδύματα, αιμάσουσες πληγές

πόνου ιαχές, αδικημένων ικετεύουσες κραυγές

η πλήξη, η αποκαραδοκία της ζωής

όσων νομίζονται ευδαίμονες

των εξουσιαστών το μεγαλείο

που εκπέμπει άγχος με ανυπόμονες αιχμές

και των αβανταδόρων η ορμή – κουρασμένη λατέρνα…

Τι θα μας έλεγες Ζωή

μητέρα των απάντων

των ζοφερών και των τερπνών

ευχάριστων στιγμών που αποσκορακίζουν

αισθήματα ανεμίζοντα, συναίσθημα και λόγο;

Δεσμώτες των επιταγών σου νοσταλγούμε

ό,τι μας ξεπερνάει

την άλλη σου την όψη

την άρνηση της θετικότητας

το απόλυτο μηδέν

το Θάνατο

την έξοδο απ’ την πλήξη, απ’ τον πόνο

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ 21

από τις υλακές του βάρβαρου εγώ μας.

Δε ρώτησα τους φιλοσόφους να μου πουν

τι είσαι ω Ζωή

ούτε ιεροκήρυκες με πλήρη βεβαιότητα

δε στράφηκα στο άτακτο εγώ μου που παλινωδεί

ούτε στης ιστορίας τους απόηχους

με τους μεγάλους πολεμήτορες

τους δοξασμένους των αιώνων

τους άσημους και τους διάσημους.

Ποτέ δεν αναζήτησα το κρύφιο μυστικό σου

στους λογοτέχνες τους λαμπρούς

τους ποιητές, τους κάποιους

τλήμων, δεν αποτάνθηκα

σε επιστήμης λόγο

και στην εποποιία του που τρέφει τους αιώνες

τους μάκαρες πολιτισμούς

που υπόσχονται ευτυχία.

Είπαν πολλά σοφά αυτοί οι μεγάλοι των αιώνων

υπόχρεως υποκλίνομαι στις πλέριες προσφορές τους

στα λόγια τους τα έγκυρα και στους υπαινιγμούς τους

στην απαστράπτουσα αιχμή του λόγου τους ρομφαία

ούτε στου συναισθήματος υψιπετείς συλλήψεις

σ’ ό,τι ποντίζει την ψυχή σε ωκεάνια βάθη.

Μύστες της κοσμικής ψυχής

ιεροφάντες θείοι

οδοιπορούνε άπαυστα

στις ψυχές των άσημων

των άδηλων και άγνωστων προδρόμων

κι ας λάμπρυναν το μυστικό

με αγλαές ακτίνες,

έγκοσμης κραταιότητας

στην αιχμή του άρρητου.

*

Δεν έμαθα ακόμη ω Ζωή τι είσαι

22 ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

έπαυσα ν’ απευθύνομαι σε κάθε επισταθμία.

περίφροντις στο διάβα ταπεινής βιωτής

χάνομαι και ξεχνιέμαι σ’ αλγεινές ακροτοπιές

σε ατραπούς με τη μακάβρια όψη του θανάτου

και λυρικές ταυτόχρονα επωδούς του μάταιου.

Ποιος θα μπορέσει ν’ αποσείσει από πάνω μου

ψιμύθια μυρικάζοντα, βιώματα και σκέψεις

ρουτίνας περιδέραια –κύμβαλα που κροτούν

μακάβριες όψεις πλήξης κι έκπληξης

μ’ υπόσχεση ευδαίμονα, αιωνισμένο βίο;

Ποιος θα συντρίψει το εγώ του ψεύδους

το κέλυφος της εξαπάτησης, το νοσηρό εγώ

ποιος Ηρακλής συντρίβει τη Λερναία Ύδρα

όχι εκείνη της μυθολογίας

αλλά του ξένιου μυθήματος

μια άλλη, μόνη και πραγματική

που κτίζει με τα ψεύδη,

ω, το ισχύον ως ψευδές,

να η παραδοξότητά μας ω Ζωή...

*

Αν το εγώ είναι ψευδές

είσαι η ζωή μας ω Ζωή

μυριόστομες οι ιαχές του

κίβδηλοι ειν’ οι λόγοι σου

οι στρώσεις των αξιών του

το τέρας των ονείρων του.

Σαν τι ωφελεί ο θάνατος

όταν οι θνήσκοντες θνητοί

νομίζουμε πως ζούμε

έρμαια βλέψεων πονηρών

και ολότυφλοι από το φως

νοσώδους φιλαρέσκειας;

*

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ 23

Φίλε αναζητητή, τυφλώνεσαι

και δε μπορείς να επικρίνεις

να αναζητάς, ν’ αδημονείς

να πείθεσαι για την αλήθεια των λόγων σου.

*

Οι λόγοι σου

η περιπάθειά σου αναζητητή

ο σπαραγμός της ύπαρξής σου

και ο τρανός σου προβληματισμός

συντρίμμι επιφάνειας

και έωλου συναισθήματος

δεν άγγιξαν παρά ακροθιγώς τις δωρεές μου.

Γνωρίζω πια καλά μύχιες αναμονές

των ευγενών ψυχών –άγνωστων

.............................................................................................


Πού απευθύνονταν αυτά τα μάτια του Θανάτου;

Στη Ζωή την ανέσπερη ή στο μηδέν του τάφου;

Στη θεία αιχμή της άναρχης Ζωής που κυβερνάει

του Σύμπαντος την άφθιτη και άσπιλη Αρχή

ή στις απέραντες μορφές φθοράς και αλλαγών

σ’ ό,τι ενσπείρει τις πολλές και τις φρικτές απάτες

όλων των αναζητητών Νοήματος στο χρόνο;

Οι ανθρωπόμορφες πνοές της Ζωής, του Θανάτου

βρέθηκαν ταίρι ζωντανό της ίδιας ύπαρξής του

μα ποια απ’ τις δύο κυρίευε τη δόλια την ψυχή;

Το τελευταίο βλέμμα του, ξέπνοο, αναιμικό

αντίκρισε αναιμικά τα μάτια της Αγάθης

και πήρε δύναμη και φως, έγινε ιλαρό.

Ανάγνωσε στο πρόσωπο της έξοχης Γυναίκας

την άχραντη λευκότητα στον κόσμο της θανής

διέγραψε ολομεμιάς το προσωπείο του Άδη

τα ζοφώδη φαντάσματα ανθρώπινης πληγής

πληγής όλων μας των παθών, του Θανάτου εικόνες

κι ευθύς ανέτειλε το φως στην ξένια φωλιά.

Έφυγε η πνοή, παρέδωσε το πνεύμα στη Ζωή

ή στου Θανάτου το μηδέν χάθηκε η ύπαρξή του;

Πού πήγε ο δυναμισμός μιας έκπαγλης ψυχής

που αποτόλμησε έμπνοα ακραίες εισβολές

στου Άδη του παντοτινού και του φανταστικού

πού ακροάστηκε ένσοφα τις μυστικές κραυγές;

Η Αγάθη θα το γνώριζε, η Ελπίδα προσδοκούσε

και η βαθιά διόραση ανθρώπινης πνοής

 τον παρέδωσε άσπιλα στα βάθη της ψυχής

της πανανθρώπινης ψυχής, ναι της παγκοσμικής

στα βάθη, στα ριζώματα αρχέγονης αρχής

που τίκτει και το Θάνατο ως όψη της Ζωής.

Τον τύλιξαν ευσπλαχνικά στο άσπρο το σιντόνι

ήταν η προίκα η άχρονη της καλής μας Αγάθης

ο γιατρός που κατέφθασε πάνω στο άσπρο άτι

βεβαίωσε το Θάνατο μιας ύπαρξης φτωχής

το θάνατο τον τραγικό των ψευδαισθήσεών μας

μες της Ζωής τα δώματα που πλάθουν την πληρότη.

Ο τάφος του, το μνήμα του πλάι στο έρμο σπίτι

η άσημη η επιγραφή σβησμένη απ’  το χρόνο

θυμίζει σε πολλούς θνητούς μια άληστη αρχή:

Τα άρρητα βιώματα ανθρώπινης Ζωής μας

έξω απ’  το χρόνο τον κακό των άσπονδων καιρών

και όλα του τα κάτοπτρα της φαντασμαγορίας

είναι αιώνια αρχή ανθρώπινης τιμής. 

(Αποσπάσματα)


Radhaκrishnan, Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΟΥΠΑΝΙΣΑΝΤ

 Κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ (Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, τεύχος 17) το περισπούδαστο έργο του μεγάλου ερμηνευτή και μύστη στο πνεύμα της Ινδικής σκέψης S. Radhakrishnan Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ με εισαγωγή, σχόλια και επίμετρο του μεταφραστή Νίκου Μακρή. Παραθέτουμε τον πρόλογο της έκδοσης.

Εισαγωγικό

Ο Sarvepalli Radhakrishshnan (Σαρβεπάλλι Ραντα-κρίσναν), 1888-1975, είναι μία απ’ τις γοητευτικότερες μορφές της ινδικής φιλοσοφίας, γνωστός και για την πολιτική του στράτευση. Σπούδασε στο χριστιανικό κολλέγιο του Μαντράς και αργότερα διετέλεσε καθηγητής φιλοσοφίας στο κολλέγιο της Προεδρίας του Μαντράς. Δίδαξε επίσης στο πανεπιστήμιο του Μαϊσέρου, της Καλκούτας και της Οξφόρδης. Του απονεμήθηκε ο τίτλος του ιππότη (1931) και υπήρξε επίτιμο μέλος του βρετανικού βασιλικού τάγματος τιμής.

Βαθύς και περιπαθής γνώστης της ινδικής θρησκειοφι-λοσοφίας και της ευρύτερης φιλοσοφικής παράδοσης, αναζητητής κοινών συναντήσεων μεταξύ ινδικής και ελλη-νοευρωπαϊκής παράδοσης, δημοσίευσε το κυριότερο δίτο-μο έργο του Ινδική Φιλοσοφία (Indian Philosophy, UNWIN HYMAN, London, Boston, Sydney, Wellington, 1923, β΄ έκ-δοση 1990), έργο πανοραμικό το οποίο διατρέχει όλες τις φάσεις του ινδικού πνεύματος, απ’ τις αρχαιότερες απαρχές, μέχρι τις μέρες του. Ο αναγνώστης θα κατανοήσει τη βαθιά γνώση του συγγραφέα, το φιλόξενο πνεύμα του, το άνοιγμα στη δυτική σκέψη χωρίς ακροβολισμούς και εξαπλουστεύσεις, με ευθύτητα και με σεβασμό στις δημιουργικότερες στιγμές του ινδικού πνεύματος. Το έργο, ακαδημαϊκής δομής, είναι ταυτόχρονα βατό και ανοιχτών διαστάσεων, μακριά από γνωστά εγχειρίδια. Είναι μυητικό, είτε ο αναγνώστης συμφωνεί ή όχι με τις θέσεις του συγ-

Ο

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

8

γραφέα ο οποίος, σε αναστροφή με Δυτικούς μελετητές των ινδικών θρησκειοφιλοσοφικών γραμμάτων, προσπαθεί να αποκαταστήσει εσφαλμένες και ακούσιες ίσως προδιαθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στο πνεύμα της ινδικής σκέψης και δημιουργίας.

Παράλληλα με το φιλοσοφική του στρατεία, ο S. Ra-dhakrishshnan, υπήρξε και κορυφαίος πολιτικός ως μέλος του Εθνικού Ινδικού Κογκρέσσου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ινδίας (1952-1962) και Πρόεδρός της (1962-1967). Επιπλέον, άνθρωπος με βαθιά ανθρώπινα αισθήματα, υπήρξε συνιδρυτής μη κερδοσκοπικού οργανισμού υπέρ των πτωχών.

* * *

Απ’ το ογκώδες έργο του Radhakrishshnan μεταφράσαμε ένα μεγάλο μέρος (Η Φιλοσοφία των Ουπανισάντ, εκτός δύο κεφαλαίων τα οποία αναφέρονται στις απαρχές του Γιόγκα και της Σάμκυα στις Ουπανισάντ) το οποίο και προδιαγράφει πολλά μεταγενέστερα κορυφαία σημεία της μακραίωνος πνευματικής δημιουργίας του ινδικού πνεύματος.

Δε θα επαναλάβουμε τα προστάδια το οποία οδήγησαν τους μεγάλους στοχαστές των Ουπανισάντ σε κορυφαίες εκζητήσεις, αυτά αναφέρονται απ’ τον ίδιο το συγγραφέα.1 Θεοί, θεότητες, παγανιστικά στοιχεία, στίχοι εμπνοής αλλά και δεισιδαιμονίες πείθουν πως το μυθολογικό πνεύμα που είναι μείξη ανθρωπίνων εμπνοών με τη δύναμη των κοσμικών στοιχείων, οδηγούν σε ανυπέρβατες

1 Σημαντική η προσφορά του Δημήτρη Βελισσαρόπουλου που κατα-γράφεται στο έργο του Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, 1987.

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

9

καθάρσεις του μυθολογικού το οποίο καθίσταται προοδευτικά μυθικό, συμβολικό, μυστικό με αναδυόμενες μεγάλες φιλοσοφικές θεωρήσεις, παρά την έστω ισχνή επιβίωση πατρώων θεών, θεοσοφικών, αλχημιστικών, θεουργικών κ.ο.κ. στοιχείων τα οποία εξάλλου συναντάμε σε όλες τις κλασικές και μη παραδόσεις όλων των λαών. Ιδού ορισμένες μαρτυρίες τις οποίες αποσπάσαμε από παλαιά μας σπουδή (Οι Έλληνες Φιλόσοφοι της Αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, Σμπίλιας, 1995, τ. Α΄και Β΄, σελ. 1001.): “Όπως σε κάθε πάνθεο, οι θεότητες εκφράζουν φυσικές δυνάμεις ως απόλυτη προσωποποίησή τους. Γκανέσα, Άγκνι, Ίντρα, Βαρούνα, Γιάμα, Σίβα, Βισνού, Βράχμα κ.ο.κ. καταρδεύουν τις συνειδήσεις των Αρίων κατακτητών, με κυριαρχικό στοιχείο το ουράνιο. Πολεμικοί και αιθέριοι οι πρώτοι θεοί των Αρίων, ανταμώνουν με τις χθόνιες θεότητες των κα-τακτημένων ιθαγενών, αθανατίζονται στις Βέδες, όπου κατώτεροι θεοί (ganas), αλλά και σοφοί που κατάστησαν άγιοι (mounis) συναντώνται με μουσικούς προς τέρψη των θεών (γκαντάβρας) με εκτελεστές διαταγών (γκάνας) και με κακοποιά πνεύματα (asuras) και τερατόμορφα ό-ντα (ρακσάρας).

Η ινδική μυθολογία, πολύπλοκη και αντιφατική όπως κάθε μυθολογία, αθανατίζεται με τους εξαίσιους βεδικούς ύμνους (1200-1000), ένσοφος επίλογος των οποίων είναι οι περίφημες Ουπανισάντ(8ος-6ος αιώνες περίπου).

Στην ινδική παράδοση δεν έχουμε σαφέστατες μαρτυ-ρίες σχετικές με το πρωτόγονο χάος, οι πηγές υμνούν τους θεούς και τα πνεύματα. Υπάρχει ωστόσο μία κοσμική αρχή, ένας αρχέγονος άνθρωπος, ο Purusha, ιστάμενος ως πνευματική αρχή του κόσμου, ως ιδεατή θα λέγαμε

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

10

σύμπλεξη του αισθητού και του νοητού… O Purusha δεν είναι μόνο ο πρωτογενής άνθρωπος, είναι και η δημιουργική αρχή η οποία θυσιάστηκε για να δημιουργηθεί ο κό-σμος. Παράδοξο: Ο πρώτος άνθρωπος θυσιάζεται ως αιώνιο αρχέτυπο για να δημιουργηθεί ο κόσμος, για να παράγεται το αισθητό και οι νόμοι οι οποίοι το διέπουν. Υπάρχει ένα βεδικό χωρίο2 το οποίο υμνεί τη θυσία ως αρχή της δημιουργίας του μεταβαλλόμενου. Στην τελευταία μάλι-στα στροφή του ποιήματος διαβάζουμε πως οι θεοί θυσίασαν τη θυσία με τη θυσία, πως ο κόσμος τρέφεται απ’ το θυσιαζόμενο αρχέτυπο το οποίο πάντα υπάρχει αλώβητο”3... “Οι Ουπανισάντ αποτελούν κατά κοινή ομολογία μεγάλα θρησκειοφιλοσοφικά κείμενα τα οποία γράφηκαν μεταξύ κυρίως των 8ου και 6ου π. Χ, αιώνων. Αυτά τα με-γάλα κείμενα της ινδικής σοφίας, χωρίς να αποσείουν τη μυθική κληρονομιά των Βεδών, εισβάλλουν στο πνεύμα τους και αποκαλύπτουν τους κρύφιους θησαυρούς του θρησκευτικού πνεύματος το οποίο υπερβαίνει δημιουργικά και εκ των ένδον το μύθο. Με τις Ουπανισάντ επι-τυγχάνεται η υπέρτατη ενότητα της θείας συνείδησης (Βράχμαν) με τη ατομική (Άτμαν), αγγέλλεται ο γνωστό πανθεϊζων πανενθεϊσμός. Ήδη το θείο είναι και απρό-σωπο και έγχρονο, δεν αισθάνεται, αλλά αντιλαμβάνεται ως απόλυτη επιστασία, είναι απόλυτο εγώ το οποίο δε σκέπτεται γιατί παράγει απ’ τη θεία απάθειά του τη σκέψη. Είναι η μόνη ακλινής πραγματικότητα, προσωπική και απρόσωπη ταυτόχρονα, καθόσον οι θείοι χαρακτήρες της συνίστανται στο ακλινές, στο άναρχο, στο ατελεύτη-

2 Ṛng Veda, x. 90, 1-16.

3 Η Καταγωγή…, Ι, σελ. 367-380.

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

11

το, στο αναλλοίωτο, στο αθάνατο, στο καθαρό. “Το Εγώ είναι ο κύριος όλων, ο εγκατοικών στις καρδιές όλων. Είναι επίσης η πηγή όλων… Όλα τα γνωρίσματα… Η μόνη απόδειξη ύπαρξής του είναι η ένωση με Αυτό(ν)… είναι ολότητα.”4 … Εξερχόμενοι απ’ την καρμική μας κατάσταση, ταυτιζόμαστε με το αθάνατο είναι. Δεν απαιτείται παράθεση άλλων στοιχείων για να διαπιστώσουμε πως η μυστική θρησκευτική παράδοση του Βραχμανισμού (που στο εξής θα ονομάζεται Ινδουισμός), όταν στην Ελλάδα ανέτελλε η φιλοσοφία, έφθασε σε κορυφαίες επιτεύξεις τις οποίες οι ανθρώπινες προοπτικές δε θα υπερβούν. Συ-νέλαβε τα απόλυτα κατηγορήματα του όντος και κατέστησε σαφές πως το απόλυτο συνιστά προϋπόθεση του σχετικού, πως το αιώνιο καθιστά δυνατό το έγχρονο, πως πλήρωμα του συνειδητού εγώ είναι το απόλυτο, απαθές, ανώλεθρο κ.ο.κ. Εγώ.

Ό,τι απουσιάζει στα κράτιστα αυτά κείμενα είναι η διασυσχέτιση της οντολογικής αρχής με τα αισθητά αντικείμενα τα οποία δεν είναι παρά ενδύματα και μαρτυρίες του Αιωνίου. Η παραμονή στις μυστικές αυλές είναι αιώνια. Ο λόγος δεν εγείρεται, δεν αποφθέγγεται, είναι θεωρός και μέτοχος της ιερής πραγματικότητας Το προχώρη-μα είναι αιώνια μυστικό. Ως αιώνιο έναυσμα εγείρει το θαυμασμό ενός Hegel, ενός Schopenhauer και πολλών άλλων κορυφαίων στοχαστών.”5

To σύμπαν διαστέλλεται, η θρησκευτική παράδοση η οποία διατηρεί το σεβασμό της στις πρώτες αναζητήσεις

4 Μᾱndokya Up., In Ten Principal Upaniṣands, Faber and Faber London, Boston, 1981, p. 60, 61.

5 Οι Έλληνες….τ. Ι, σελ. 262, 263.

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

12

αγκαλιάζει μεγάλες εκζητήσεις υπερβαίνοντας κατά το δυνατό ανθρωπομορφικές αγκυλώσεις, ανοίγοντας δημιουργικούς ορίζοντες, όπου κορυφαίες θρησκειοφιλοσοφικές ιδέες αγκαλιάζονται με ύστατες καθαρά φιλοσοφικές θεωρήσεις, πείθοντας ως προς την ενότητα του ανθρωπίνου πνεύματος ανεξαρτήτως πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και μάλιστα χωρίς συγκριτιστικές και επιφανειακές μείξεις. Αυτό εξάλλου φαίνεται και στις αναφορές του συγγραφέα ο οποίος διατηρεί ευγενή ισορροπία ανάμεσα στις δυτικές επιτεύξεις και στις εκζητήσεις του ινδικού πνεύματος και ο οποίος στα επιλεγόμενα του έργου του διαπιστώνει την ανάγκη του ινδικού πνεύματος να προσεγγίσει περισσότερο τη Δυτική παράδοση.

* * *

Θα ήταν μάταιο να προβούμε σε ιστόρηση των προηγηθεισών ιδεών μέχρι την καρποφορία του στις Ουπανισάντ, δεδομένου του αρίφνητου πλούτου ο οποίος διαχέεται με όλο και πιο δημιουργικές ιδέες διαμέσου σχολών, τάσεων, δημιουργικών ιδεών που είναι πολυλαμπιρίζουσες εκφάνσεις ενός μεγάλου λαού με τις τόσες και τόσες περιπέτειες διαμέσου των αιώνων.

Επικεντρωνόμαστε ωστόσο σε κάτι το σημαντικό εξαιτίας του οποίου επιλέξαμε την παρούσα μετάφραση. Είναι όντως η διόραση, η ενόραση, τρόπος πρόσληψης του αληθεύοντος ή απόδραση απ’ τις καθαρές πηγές του λόγου ο οποίος οικοδομεί τη φιλόσοφο σκέψη; Σε αυτό το καίριο ερώτημα η απάντηση δίδεται και από μεγάλα φιλοσοφήματα της ελληνοευρωπαϊκής παράδοσης και αρκεί να σκεφθούμε το “αἲφνης και ἐξαίφνης” του πλατωνικού

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

13

Συμποσίου, τον ακήρατο λογισμό, την πλατωνική και πλωτινική έκσταση, τη φυσιώνουσα φύση την οποία ο Spinoza συνάντησε στους Μεσαιωνικούς, την ενόραση του Bergson, την προθετικότητα του Husserl, την εκστατική φορά του υπάρχειν των υπαρξιακών, την ταυτότητα του Schelling κ.ο.κ. Υπάρχει επομένως μία πρωτοπληροφορία κατά την οποία το υπάρχειν στον κόσμο δεν προκύπτει λογικά αλλά αναδύεται, κατά την οποία ο κόσμος δε συλλαμβάνεται ως αντικείμενο αλλά αναδύεται μυστικά (Wittgenstein), υπάρχει με απλά λόγια η γηραιά μυστική ως τροφός του φιλοσοφικού λόγου και αυτό το συναντάμε και στα μυθικά ψελλίσματα των πρώιμων ύμνων και στις μέγιστες ποιητικές αναλάμψεις και σε πολλές μορφές καλλιτεχνικής αλλά και επιστημονικής δημιουργίας.

Αυτήν ακριβώς την αλήθεια συναντάμε στις Ουπανισάντ και μάλιστα έξω από κάθε ξένη επίδραση. Το ότι το Απόλυτο, το άχραντο, το άρρητο, το άπειρο (ταυτολογούμε) δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί αντικείμενο σκέψης (άλλως διαστρέφεται ή ταυτίζεται με ειδωλικές παραστάσεις), το συναντάμε στις Ουπανισάντ.

Βαθύτερα όμως, το ατομικό εγώ το Άτμαν, βαθιά θεωρούμενο, είναι ένα είδος κατόπτρου στο οποίο εικονίζεται συμβολικά η πρώτιστη οντολογική αρχή, το Βράχμαν. Ιδού η μεγάλη σύλληψη η οποία αναθέτει το πρόβλημα του χώρου, του χρόνου, της κίνησης-αιτίας. Ήδη, είναι του χώρου, του χρόνου, της κίνησης, της αιτίας είναι το απόλυτο το οποίο ιχνεύεται ως ζωή της ζωής του έγχρονου ανθρώπου, όποιες και αν είναι οι θρησκευτικές παραστάσεις στις οποίες οι στοχαστές των Ουπανισάντ προσφεύ-γουν ενίοτε. Ήδη, αν είναι του χρόνου, του χώρου, της αι-

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

14

τίας είναι “έξω” απ’ τα φαινόμενα στα οποία αναφερόμαστε, το αληθές, το πρωτονοούμενο, είναι το απόλυτο. Σε αυτό τα κείμενα των Ουπανισάντ είναι κλασικής εμβέλειας χωρίς να παραθεωρούνται τα ανακύπτοντα νέα προβλήματα τα οποία εξάλλου θα συνοδεύουν πάντα τη φιλόσοφο σκέψη, αν δεν τρέφει αυταπάτες ως προς το αλάθητο των συλλήψεών της οι οποίες, για να είναι ό-ντως φιλοσοφικές, δεν οφείλουν να διατείνονται πως λένε την τελευταία λέξη, πως κατακλείουν τη φιλόσοφο μέρι-μνα.

Επιπλέον, κάτι εξίσου θαυμαστό. Σκοπός των συγγραφέων των Ουπανισάντ δεν ήταν καμιά φιλοσοφική θεωρία, αλλά η εμβάθυνση στο ηθικό αίσθημα της ζωής. Ήδη, και εδώ η μυστική θέα και αναθέα προσφέρει αξιοθαύμαστες θεωρήσεις. Μόνο ηθικά θεωρείται η αλήθεια, μόνο η καθαρότητα του αισθήματος είναι και καθαρότητα διανοίας, μόνο η μυστική πρωταρχή φωτίζει και αναφωτίζει διαμέσου του καθαίροντος ηθικού βίου τη διάνοια. Η καθαρότητα του αισθήματος, του συναισθήματος, το κοινωνείν και διακοινωνείν ανοίγει το δρόμο στην καθαρή θέα, στο συνέχεσθαι, στο συγκοινωνείν, στον πλούτο της ενόρασης που δεν οδηγεί σε αοριστίες και γενικές συλλήψεις που είναι ονειρικές ή χιμαιρικές, αλλά στην πληρότητα νου και καρδιάς που μαρτυρείται με τον ενά-ρετο βίο. Άλλως η κατάνυξη, η αυτοσυγκέντρωση, η περισυλλογή, κινδυνεύουν να γίνονται ψευδαισθήσεις χωρίς την οντική πληρότητα. Η Μόξα (mokṣa:απελευθέρωση) είναι όντως ηρωική απαλλαγή απ’ την έγκοσμη καρμική (karma: το φαινόμενο υπάρχειν στον κόσμο) κατάσταση, διεμβολίζει δημιουργικά τον πέπλο της μάγια (maya: η

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

15

προσκόλληση στο φαινόμενο που παρασύρει σε παρεκτροπές και σε παρεκκλίσεις), άγει στο άρρητο της κοινωνίας με το Βράχμαν, κάτι που στην ουσία του δεν είναι φραστό ή που λέγεται πάντα με συμβολικές παραστάσεις. Το είναι όμως της συμβολικής παράστασης δεν είναι παραστατό.

Εδώ ακριβώς το Άτμαν βλέπει στην καθαρότητά του το Βράχμαν, γίνεται οικουμενικό, κάτι που αναπτύχτηκε α-πό μεγάλους μύστες της Βεντάντα (Vedᾱnta), κυρίως απ’ τον μεγάλο Σανκάρα (Ṥαṃkara, 7ος αιώνας μ. Χ.) αιώνες μετά.

* * *

Βεβαίως προκύπτουν προβλήματα, αλλά το ουσιώδες συνίσταται στο ότι οι βλέψεις των Ουπανισάντ δεν είναι ούτε δυιστικές, ούτε μονιστικές όπως κάποιοι μελετητές υπέθεσαν. Είναι πανενθεϊστικές και υπ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να τις δούμε. Πανενθεϊσμός: Η εν παντί παρουσία του απολύτου του οποίου ο άνθρωπος είναι πολύ-τιμο θραύσμα απ’ τη στιγμή που εμβαθύνει στο ανθρωπικοσμικό συμβαίνον. Ο Radhakrishshnan κάνει λόγο για ιδεαλισμό των Ουπανισάντ, αλλά ο όρος γνωρίζει περιπλανήσεις, πέρα απ’ την κλασική διαφορά ανάμεσα στον πλατωνικό και στον ευρωπαϊκό ιδεαλισμό. Στη γενικότητά του βέβαια, ως αντίστιξη στο ματεριαλισμό, μπορεί να έχει νόημα. Στο βάθος όμως, αναγνωρίζοντας το πνεύμα των προκείμενων κειμένων, θα ήταν αληθέστερος ο όρος πανενθεϊσμός, όπως τον συναντάμε στον Πλωτίνο, στον Schelling, στον Malebranche, στον Jaspers και σε άλ-

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

16

λους στοχαστές αλλά και ποιητές, παρά επιμέρους διαφοροποιήσεις, ενίοτε δε και αντιθέσεις.

Δεν έχουμε σκοπό να “κρίνουμε” τα υπέροχα κείμενα που θα είναι για πάντα κλασικά, ούτε να τα συγκρίνουμε με θέσεις της ελληνοευρωπαϊκής παράδοσης. Υπάρχουν συναντήσεις και διαφοροποιήσεις, αλλά η αφετηριακή ενόρμηση δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Βέβαια, κρίνουν την ανατολική σκέψη και στην περίπτωσή μας τις Ουπανισάντ υπό το πρίσμα του υποτιθέμενου ευρωπαϊκού λόγου (ratio), αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο τι εννοούμε υπό τον όρο ο οποίος παραμορφώνεται από επίδοξους τιμητές της λεγόμενης νεωτερικότητας. Δε θα υπεισέλθουμε στο θέμα, αλλά θα σημειώσουμε κάτι που ίσως μας βοηθήσει να ενοραθούμε το πνεύμα κλασικών δημιουργιών.

Όντως, δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ ενόρασης και λογικής κρίσης, δε συναντάμε στις Ουπανισάντ αναλύσεις σχετικές με τον τρόπο με τον οποίο η αίσθηση κοινωνεί με την αντίληψη, η νόηση με τη διαίσθηση, το όλο με το επιμέρους, αλλά ποιος θα μπορούσε να δώσει οριστική απάντηση στις μέγιστες αυτές πραγματικότητες; Δεν είναι δυνατό να καταστήσουμε αντικείμενο διερεύνησης το νοείν μας, το αισθάνεσθαί μας, το αντιλαμβάνεσθαί μας, το συναισθάνεσθαί μας χωρίς την πρώτιστη και αεί μένουσα πρωτοπληροφορία που είναι και πρώτιστη γνώση. Δεν είναι βέβαια τυχαίες οι φιλοσοφικές περιπλανήσεις σε αυτούς τους χώρους, όσο και αν η προσφερόμενη γνώση παρουσιάζεται ως προσαπόκτημα είτε της εμπειρίας και μόνο (εμπειρισμός και σχολές του), είτε του λογισμού που αγνοεί την ενόραση, την πρωτοπληροφο-

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

17

ρία, χωρίς την οποία ακυρώνεται και το αισθάνεσθαι και το αντιλαμβάνεσθαι.

Η σκέψη των Ουπανισάντ έχει μυστικό υπόβαθρο το οποίο μας λέει πως πηγή της αλήθειας που οδηγεί στην ᾱnanda (μακαριότητα ως κοινωνία με την αλήθεια και όχι ωφελιμιστική κατάσταση), μας τονίζει το ουσιώδες και εδώ υπάρχει κάτι αποκαλυπτικό. Οι συγγραφείς των κειμένων δεν είχαν διάθεση να φιλοσοφήσουν αλλά να εμβαθύνουν στο πνεύμα του θρησκευτικού αισθήματος και του υπάρχειν στον κόσμο με επίγνωση. Ήδη, συναντώνται ερήμην τους φυσικά με ανυπέρβλητες θέσεις της φιλοσοφικής παράδοσης και κυρίως με τις μυστικές της πηγές.

* * *

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε κάποιες παλαιότερες θεωρήσεις μας σχετικές με το θέμα μας:

“Βεδική Σοφία: Upaniṣads. Είναι παραδεκτό πως οι Ουπανισάντ αποτελούν την κορύφωση του βεδικού πνεύματος… Είναι γνωστή η επίδραση την οποία τα υστεροβεδικά κείμενα άσκησαν στον Arthur Schopenhauer6. Ο φιλόσοφος, πέρα απ’ τη ρητή του αναφορά στα ιερά βεδικά και υστεροβεδικά κείμενα, εμπνεύστηκε βαθύτατα απ’ απ’ τη μυστική των ινδικών κειμένων τα οποία τον βοήθησαν να ορθώσει τη μυστικών ερεισμάτων σκέψη του. Οι Ουπανισάντ όμως επηρέασαν και άλλους κορυφαίους στοχαστές. Κατά βάθος η Vedᾱnta δεν προχωρεί σε σύνθεση των παραδοθέντων διαμέσου των Βεδών. Συνιστούν

6 The Wordl as Will and Represantation, Dover Publications, vol. I, pp. 283, 284.

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

18

θρησκειοφιλοσοφική εμβάθυνση με καταγοητεύουσα μυστική διαφάνεια η οποία κατέστη νοητός οφθαλμός πολλών φιλοσόφων… Είδαμε πως το πρόβλημα των σχέσεων μη Είναι-Είναι, Ενός-πολλών, Βράχμαν-Άτμαν έχει τεθεί απ’ τα πρώτα βεδικά κείμενα. Συχνότατα ο μυθικός λό-γος αποδιαστελλόταν ή κατέφευγε στη μυθική περιγραφή… Οι παραστάσεις και ο αισθητός κόσμος είναι δεδομέ-να, παρά το ότι συνιστούν αρχή δεινών. Η θέα όμως του ετέρου είναι άμεση: Όποιος γνωρίζει την χωρίς οσμές, ήχους, γεύση αφή και μορφή πραγματικότητα, εισέρχεται στην αθανασία. Πληροφορείται την άναρχη, την αϊδιο, την αναλλοίωτη Πραγματικότητα, κοινωνεί μαζί της, ξε-φεύγει απ’ το στόμα του θανάτου.7 …Η αθανασία είναι επομένως αφετηριακό δεδομένο, πληροφορία των καταγωγών η οποία αποδιαστέλλει το βάρος του χρόνου, η οποία “ακυρώνει” τις μεταβολές. Η μυστική είναι φανερή και καθίσταται μαρτυρία πρωτογενούς βεβαιότητας. Το θείο είναι εγγύτατο και απώτατο ταυτόχρονα, αφού εισδύει στην καρδιά του θεωρού της μακαριότητας… Το εγώ δεν είναι παραστάσεις, ούτε εντυπώσεις, στο εγώ δε συναντιούνται τα αισθητά. Τα τελευταία είναι ικανά να σκιάζουν την έσω θέα, αλλά ανίκανα να διαγράψουν τα βάρη. Προδιαγράφονται ήδη οι μετέπειτα συνθέσεις, καθόσον προαγγέλλεται η θλίψη και ο πόνος ως συνέπεια αποσύνδεσης απ’ το αρχέγονο, το Βράχμαν. “Όποιος γνωρίζει, το ασώματο ανάμεσα στο ενσώματο, το αναλλοίωτο ανάμεσα στο αλλοιούμενο, αυτό που ισχύει παντού, βαδίζει πέρα απ’ τη θλίψη.”8 Αν όμως το εγώ δεν είναι η πα-

7Atharva Up., xi, 8, 10.

8Chᾱndogya Up., vii., 23-24.

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

19

ροδικότητα, η αλλαγή, το φθειρόμενο, σε τι συνίσταται η άπεφθη ουσία του; Οι σοφοί των Ουπανισάντ προχωρούν περισσότερο, τέμνουν, θα λέγαμε, το εγώ και αποκαλύπτουν την άτμητη φύση του. Προσκρούουν στο αδήριτο, άγονται στην αποκάλυψη του πραγματικού εγώ… Κατά τον συντάκτη της Kena Ουπανισάντ, το εγώ δε συνίσταται ούτε στη σκέψη, γιατί ό,τι κάνει τη σκέψη, το νου, τη διά-νοια να σκέπτεται, να νοεί, να διανοείται, ό,τι δηλαδή καθιστά δυνατό το λογίζεσθαι δεν είναι η συλληπτική δύναμη της διάνοιας. Το σκέπτεσθαι και το διαλογίζεσθαι απαιτούν κοινωνία της ψυχής με τα αισθητά. Το νοείν εί-ναι αδύνατο χωρίς τη χωρική ομογένεια και το αισθάνεσθαι. Φαίνεται ότι οι μυστικοί των Ουπανισάντ κατανόησαν με ασυνήθιστη διαύγεια ότι οποιαδήποτε έγχρονη πνευματική ενέργεια προϋποθέτει το αισθητό. Υπάρχει όμως κάτι πέρα απ’ την αίσθηση, κάτι πέρα απ’ την ουσία και τη νόηση (ἐπέκεινα οὐσίας τε καί νοήσεως, μας είπε λίγους αιώνες αργότερα ο θείος Πλάτων), το υπερούσιο το Εν, το Βράχμαν το οποίο πρωτοπληροφορεί το Άτμαν. Ας επισκοπήσουμε όμως ένα σημαντικότατο χωρίο: “Ό,τι κάνει τη διάνοια να σκέπτεται, χωρίς όμως να έχει την ανάγκη τη διάνοια για να σκεφθεί, είναι μόνο το Πνεύμα· όχι ό,τι φέρνει τον κόσμο σε προστριβή. Ό,τι κάνει το μάτι να βλέπει, χωρίς όμως να έχει ανάγκη το μάτι για να βλέπει, είναι μόνο το Πνεύμα… Ό,τι κάνει το αυτί να ακούει χωρίς να έχει ανάγκη από αυτί για να ακούει, είναι μόνο το Πνεύμα… Ό,τι κάνει τη ζωή να ζει χωρίς να έχει την ανάγκη τη ζωή για να ζήσει, είναι μόνο

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

20

το Πνεύμα.”9 Οδηγούμαστε “εξω” απ’ τη διάνοια, παρά το ότι οι λέξεις αρχίζουν να είναι ελλειπτικές. Το πνεύμα υ-περβαίνει τη διάνοια, το λόγο, τη σκέψη, την αίσθηση και τη νοητή τάξη. Ωστόσο, τις ορίζει παντοκρατορικά. Πώς συλλαμβάνεται; Είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται για λογική σύλληψη, αλλά για πρωτοαποκάλυψη, για αιώνιους γάμους του Βράχμαν με το Άτμαν, για κατάποση του δεύτερου απ’ το πρώτο…

… Επαναλαμβάνουμε τη βασική θέση της βεδικής σοφίας και των Ουπανισάντ. Πανθεϊζουσες, νατουραλιστικές και ανιμιστικές απόψεις οι οποίες κορυφώνονται στην ενίζουσα πολυθεϊα, στον ενοθεϊσμό με πανενθεϊστικές πια θέσεις. Θεμελίωση της θυσίας, της θυσίας του αρχέτυπου Θεού-Ανθρώπου και αιώνισή της για τη δημιουργία του κόσμου και των ανθρώπων. Μεταφυσικών διαστάσεων ταύτιση του Βράχμαν με το Άτμαν με σοφιολογικές, μεταφυσικές, θεολογικές και ανθρωπολογικές θέσεις τις οποίες δεν ξεπέρασε καμία μεταγενέστερη φιλοσοφία. Διασυσχέτιση του Ενός και των πολλών κατά παρόμοιο τρόπο, υποψίες για το κοσμικό κακό και για τη σχέση του με τον άνθρωπο, αναγκαιότητα άσκησης, αναγνώριση του προβλήματος του πόνου, κ.ο.κ… Αγόμαστε στον ιερό χρόνο, στην κινητή εικόνα της αιωνιότητας, όπως έλεγε ο Πλάτων. Προσπαθώντας ο William James να ερμηνεύσει το πνεύμα αυτών των κειμένων, θεωρεί πως κατάγονται απ’ τον πρωτογενή μονοθεϊσμό των Ινδών, στάδιο προγενέστερο των μεταγενέστερων εποχών οι οποίες οδήγησαν στον πολυθεϊσμό. Κατά τον Schelling10, το Ένα και το Αιώ-

9 Katha Up. i. 2.

10 Introduction à la philosophie de la mythologie, Aubier, t. I, p. 109, 198.

Η ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Η φιλοσοφία των Ουπανισάντ)

21

νιο, όσο και αν σχετικοποιήθηκαν, κατάγονται απ’ το αρχέγονο, απ’ το ουσιαστικό Ένα και Αιώνιο. Κατά τον έξοχο γνώστη της παράδοσης Frithjof Schuon, η όντως δια-νοητική και ενοποιός προοπτική ερμηνεύει “όλα σε σχέση με την ενότητα και την ύπαρξη (Όλα είναι Atmᾱ). Σύμ-φωνα με αυτήν την προοπτική “ο κόσμος μοιάζει με ένα αστέρι κάθε ακτίνα του οποίου ενώνει την περιφέρεια με το κεντρικό σημείο”.11 (Αποσπάσματα από εκτενή αναφορά μας στις Ουπανισάντ στο δίτομο έργο μας Η Καταγωγή των Θρησκειών, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1992, Τόμος Α΄, σελ. 367-380)

* * *

Κρίναμε σκόπιμο να στραφούμε και προς την ανατολική παράδοση μετά αναστροφή με όμορφες στιγμές της δυτικής σκέψης για να δείξουμε τη μυστική εγγύτητα, την πανανθρώπινη, ως αποκαλύπτουσα άσβεστες εμπνοές του κοσμανθρώπου. Ελπίζουμε πως στα πλαίσια της προσπάθειάς μας θα αναστραφούμε εκ νέου με δύο τουλάχιστον άλλα ανατολικά κείμενα προσεγγιστικά της διαπολιτισμικής και διανθρώπινης μέριμνας*.

11 Frithjof Schuon, Divine wisdom, Gnosis, Perennial books, 1959, p. 38-39.

 Οι αστερίσκοι παραπέμπουν στο επίμετρο με το οποίο ολοκληρώνεται η παρούσα μετάφραση.

SARVEPALLI RADHAKRISHMAN

22


..........................................................................................................................................................................

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

ΝΙΚΟΥ ΜΑΚΡΗ, ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ (Ελεγεία)

 

Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ (Εκδόσεις Δρόμων, 2022)



ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ, ΕΛΕΓΕΙΑ

Ελπιδοφόρος χαιρετισμός εν μέσω κορωνοϊού. Με πολλή αγάπη εκ μέρους των Αθηναϊκών Βραδινών που θα συνεχίσουν την προσπάθειά τους με την πρώτη ευκαιρία. Ν. Μ. 

Η ελεγεία θα εκδοθεί μελλοντικά στη σειρά ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ των εκδόσεων ΔΡΟΜΩΝ.  

                    ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ

                                   (Ελεγεία)

Ι. Αφετηρίες

Πολύμορφες, αγλαόμορφες σκηνές ζωής και δράσης

εξανεμίζονται και χάνονται  μες τη ροή του χρόνου

αφήνοντας τα ίχνη τους σαν λευκές χρυσαλίδες

σ’ άτακτα, καμπυλόμορφα κύματα ποταμού

στο νευρικό χορό ακόρεστης ορμής

που βιάζεται να μακρυνθεί  στο βάθος του πελάγους

ξεφεύγοντας κι απ’ τις ματιές των παρατηρητών

που έκπληκτοι αναζητούν στίγματα βίου

και βλέπουν με περίσκεψη μαζί και θυμηδία

πόσο ο χρόνος της ψυχής ο μόνος αληθής

εισβάλλει και στα τρίσβαθα ανθρώπινης πνοής

για να δηλώνει επίμονα κρυμμένους θησαυρούς

χαρές ή λύπες της ζωής με τους συμβολισμούς

και που θα κόμιζαν λαμπρά πολύποθη ευτυχία.

Βλέποντας, ξαναβλέποντας τις ακριβές τις  κόρες

όσες απόμειναν αχνά και αρμενίζουν πλέρια

μέχρι που χάνονται κι αυτές σ’ αχάνεια ζοφερή

νιώθουμε στην κλειστή πικρή συνείδησή μας

ορφανεμένοι, άσημοι του μάταιοι ζητητές

σαν τους θλιμμένους νεοσσούς που ‘χάσαν τους γονείς τους

στης συντελείας τον καιρό και στο ανεμοβρόχι.

Ξυπνάμε την επόμενη με νέες τις ελπίδες

ανακινάμε με παλμό να κτίσουμε παλάτια

παλάτια της πικρής πνοής, βάρκες αρματωμένες

που θα οδηγήσουν στα βαθιά, κοντά στις φυσαλίδες

στα βάθη τα απάτητα φτηνής χαμοζωής

για να σημάνει δειλινό με τις πικρές τις γεύσεις

που οδηγούν ευθύβολα σε τόπους χαρωπούς

αναψυχής ευρύχωρης και φωτισμένων δρόμων

σε πολιτείες μακρινές τέχνης τηλεοπτικής

και σε γνωστές αναστροφές κατά τις περιπτώσεις

για να γυρνάμε με σπουδή και   αμφίβολες σκέψεις

για να αποσυντρίβουμε το άγχος της ανίας

και ας αναθυμόμαστε χαμένες φυσαλίδες

που ‘χασαν τη λαμπρότητα, γίναν χαμοσκιές

που υπαινίσσονται αχνά χαμένους θησαυρούς

-έτσι νομίζουμε οι θνητοί μες της ζωής το διάβα.

 

                                      *

Βασίλειο της λήθης είπαν οι πολλοί το ζην

παιδιά της Λησμοσύνης μας αποκαλούν

που όμως γνωρίζουμε πολλά

 όλο και πιο πολλά στης γης μας το σεργιάνι

και στης ζωής το ξέφωτο και λαμπερό τοπίο

για να σημαίνεται συχνά από τις άλλες χώρες

τις χώρες τις απάτητες από τις χθόνιες σκέψεις

και απ’ τα συναισθήματα που τρέχουν να χαθούν

πως όσο κι αν ριχνόμαστε στο στίβο της ζωής

με τους πολλούς τους κότινους, της δόξας ακρομέρια

και του εγώ μας καύχημα, συχνά θριαμβικό

μ’ επιτυχίες ένδοξες, πλούτο, τιμή και δόξα

υπάρχει κάτι πιο βαθύ στης Λήθης τη χοάνη

κάτι που ‘ναι αγνώριστο από χαρές και πλούτη

από απολαύσεις χθεσινές, σημερινές, ωραίες

και απ’ ονείρατα τερπνά που ξύπνιοι θεωρούμε

σχέδια μακροπρόθεσμα σε όλες τις εκφάνσεις

και τους διαπλεκόμενους δρόμους της βιωτής μας.

 

                                      *

Γνωρίζουμε οι άμοιροι, μα η Λήθη το απωθεί

πως οι επιτυχίες, οι συντριβές του κάποτε

 των ημερών οι    μόχθοι

μοιάζουν με τη βαθιά ματιά, ματαιότητας  παλάτια

κι όσο η άπληστη βουλή κι άλλα επιθυμεί

τόσο το μέγα το κενό βαθαίνει ολημερίς

τόσο οι σκιές μάς φαίνονται περίλαμπρες εστίες

ως ακλινή θεμέλια ανθρώπινης λατρείας.

 

                                      *

Μας αφυπνίζει  κάποτε μια φλόγα ζωντανή

το φως περίλαμπρης ακμής με ιλαρή την όψη

όψη που ζωγραφίζεται αδιόρατα, απλά

στις άγραφες και πάλλευκες της ψυχής μας πτυχές

καθώς η μνήμη η βαθιά θραύει και καταθραύει

της Λήθης το βασίλειο, των ειδώλων τον τόπο.

Συμβαίνει ν’ αντικρίζουμε με της ψυχής τα μάτια

την όψη την αληθινή του κρύφιου εαυτού

και να ανατρέπουμε εύψυχα διεστραμμένες όψεις

που αναλάμπουν άχρονα –του πνεύματος πτυχές.

Ανακαλύπτουμε ενεοί την όψη των πραγμάτων

ανακαταλαμβάνουμε τις πρωτινές εκλάμψεις

αναθωρούμε θησαυρούς κρυμμένους πιο βαθιά

και απ’ της μνήμης την ακμή, της φαντασίας φως.

Είναι οι στιγμές οι έκλαμπρες που δε γνωρίζουν χρόνο

που αναπλάθουν την πνοή ανθρώπινης ζωής

κομίζοντας διαφανείς  αλήθειες της ψυχής

θραύοντας, ολοθραύοντας τα κοσμικά δεσμά

εκδιώκοντας ειρηνικά του Κρόνου τα παιδιά

τις βασιλείες της φθοράς, τα είδωλα της πλήξης

της πονηρίας λογισμούς, ανθρώπων δυστυχία

που κτίζουνε την παρακμή με πλαστά υλικά

μ’ αρπαγές δολιότητας των πρωτινών των δώρων

που οδηγούν ευθύβολα στα δεσμά της δουλείας.

 

                                      *

Υπάρχει ελευθέρωση, υπάρχει ανασασμός.

Μήπως η ελευθέρωση είναι νέα δουλεία

ευφαντασία έξοχη με πολλές ψευδαισθήσεις

στο ματωμένο ουρανό ανθρώπινης ψυχής

βιώματα παροδικά που χάνονται, που φεύγουν

για να επιστρέφει αμείλικτα της ζωής καταιγίδα

που καταλύει άσπλαχνα ονειροφαντασίες

ελπίδες μας μετακλητές κοντόθωρης ματιάς

όσο κι αν φαίνονται έξοχες αναλαμπές στιγμών

που ανακαλούν στη μνήμη μας τα σβησμένα τοπία

ανύπαρκτων παράδεισων της παιδικής ψυχής;

Ω της ζωής μας της βροτής πικρές δοκιμασίες

που μάταια γαλβανίζετε φθαρμένα υλικά

και που τα μεταθέτετε στη σκληρή Ειμαρμένη

στη μάγισσα όλων των καιρών, ναι στην αναγκαιότη…

Κρύβετε ολοφάνερα και το κατανοείτε

την επιφάνεια της ζωής τις ψεύτικες συμβάσεις

και υπογράφετε άνετα τα φθαρμένα χαρτιά

στου χρόνου μας του αμείλικτου τις φρικτές Συμπληγάδες

με τις γνωστές συνέπειες, τα βάρη της ζωής

τις ψεύτικες τις ομορφιές που κρύβουν την ασχήμια

καλύπτοντας ανέμελα τη μύχια Ωραιότη

για να κατασυντρίβεστε στης πάλης τον αχό.

Μιας πάλης πολυπλήθουσας από τους σκελετούς

και από τα φαντάσματα των ψευδαισθήσεών μας

μακριά, πολύ μακριά απ’ τον ανασασμό

 τη ζωτική ανάφλεξη που  συνέχει το ζην…

Δεν απομένει πια σε μας παρά η Ελεγεία

που ντύνεται με τα γνωστά στολίδια και εικόνες

παράξενου καρνάβαλου της αυτοκαταδίκης

και της χαμέρπειας της τυφλής που μας αλλοτριώνει…

…μέχρι τις ώρες της πικρής, δεινής δοκιμασίας

που διαλύει όνειρα  του εγώ τις αυταπάτες.

Μας λένε οι καλοί κριτές, ανθρωποδιαγνώστες

πως η στροφή στον εαυτό, στα μύχια μυστικά

είναι υποκατάστατο και ψευδοβεβαιότη

που μεταθέτει τη ζωή σε άλλους ουρανούς

έξυπνο καταφύγιο χειμασμένης ελπίδας

που αιωνίζει τις πλοκές και τις διαπλοκές

της μεθοδείας του λόγου

λόγου πονηρευόμενου κι αυτοτιμωρουμένου.

 

*

Ω αναγνώστη αδελφέ δεν είσαι άγνωστός μου

μαζί ακροαζόμαστε της ψυχής τους παλμούς

συχνά συγκαταφεύγουμε σε μύριες ψευδαισθήσεις

κι αντάμα δοκιμάζουμε της λήθης το νερό

για να ξεχνάμε τις σκληρές στιγμές που δεκατίζουν

πετάγματα ευγενικά μ’ αόρατες φτερούγες

όχι στο χώρο το γνωστό, στων ουρανών το σέλας

αλλά στα βάθη της ψυχής χωρίς ανασασμούς

και θνήσκουσες προσπάθειες –δεσμά της ματαιότης.

Σ’ ένα ταξίδι αντίστροφο απ’ τη ροή του χρόνου

παθών κατοικητήριου και των παθών χαλκείου

σε οδοιπορία εύτακτη στης καρδιάς τους καιρούς

και που προσφέρει ως δωρεά τα άσπιλα τα δώρα

ως μύχια ανάβλεψη που δίνει την πληρότη

χωρίς τα επιδόρπια ψεύτικων αμοιβών

παντοίας αναγνώρισης και κότινους της δόξας.

Δεν είναι οι παράδεισοι  ειδωλικά τοπία

θα ‘τανε διαιώνιση ψευδαισθήσεων ψεύδους

επίπλαστη δικαίωση και άμοιρη ελπίδα.

 

                                      *

Ο Πάροικος, ο Συνοδός αλλά και Θεωρός

ο αντιλέγων Σύντροφος με τη ρητορική του

το στόμφο τον πολύβοο και με τη βεβαιότη

μοναχικοί στο διάβα τους, νοσταλγούσες πνοές

που συναντούν στις δύσκολες κι ανηλεείς στιγμές

την Αρτεμούλα τη γλυκιά, τη Δέσποινα κυρία

τον Κύρη τον ευγενικό μες την αφάνειά του

για ν’ αναβλέπουν έκθαμβοι πρωτόφαντη ομορφιά

που ανακτίζει κόσμους μας θαμμένους στη σιωπή

πολύβοης θητείας μας που φθέγγεται, βρυχάται

που αλαλάζει μ’ οίηση σ’ αλώνια κουρσεμένα

που ανακαλούν τους ιδαλγούς στην άλλη σιωπή

μακριά απ’ την πολύβοη, μάταιη αδολεσχία…

Δεν είναι κάποιοι ξένοι μας, ο κρύφιος εαυτός μας

με τις πληγές, τα τραύματα και με τις αναλάμψεις

γιατί η νήφουσα ζωή ωριμάζει στο άγχος,

στην κατάθλιψη, στου χρόνου τα δεσμά.

Υπάρχει κάτι άφθαρτο, πρώτιστη μαρτυρία

που τρέφεται αέναα απ’ την αιώνια φύση

και πολυδοκιμάζεται στου χρόνου το καμίνι

το κεκρυμμένο μυστικό με πλήρη διαφάνεια

μακάρια και ευγενής, ωραία μαρτυρία

στην κόλαση τη φανερή και τις δοκιμασίες

που μας καλούν κι ανακαλούν στην άγρυπνη ζωή…

…πάσχουσα ωραιότητα, ναι, καταματωμένη

με στέφος της μοναδικό το άφθιτο το κάλλος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΙ.  Αμφισημίες

 

Ορθάνοιχτα τα μάτια της ψυχής μου

οξύτατες ριπές που τρέπουν σε φυγή το φως

ανθόσπαρτες εικόνες, λαμπυρίζουσες  μορφές

ανθέων και κυμάτων του πελάγους

λαμπυρισμούς χειλέων, καμπυλών και χαμογέλων

με μάτια νιότης –θηλέων τους κατοπτρισμούς

που παραλύουν κάθε μέρα βλέψεις της πρωίας

κείνες τις πρωτινές ακτίνες της αγνότης

που καταπλημμυρίζουνε τον άρρενα, το θήλυ.

Υπέρτεροι διεμβολισμοί ένδον φωτός

ή ψευδαισθήσεις νήφουσες εωθινά

απ’ τις απόμακρες πια χώρες μύθων

και παραδείσιων σκηνών ωραίων ποιητών

-ήχοι αρμονικοί γλυκιάς καμπάνας

που καταθέλγουν πρωτινές εκστάσεις

μάκαρος βίου με χάρη παιδικής αφέλειας;

Κόσμοι υπερκόσμιοι, ευδαίμονες και ευειδείς

παμπλήθεια μηνυμάτων που καλύπτουν

απέριττες ποιητικές στιγμές του βίου

άληστη πληροφορία που λανθάνει

μπροστά στις πρόσκαιρες αναλαμπές

θνήσκουσας ομορφιάς διάττοντος αστέρος

ήχοι πανχαρμικοί θνήσκοντος αρμονίου

τοπία με μαγεία στο αντάμωμα χρωμάτων

που παγιδεύουν ευγενείς αισθήσεις μας και λογισμό

και στίχοι ποιητών που αθανατίζουν ως μαγνάδια

φθέγματα στοχαστών και φιλοσόφων με αλκή

πανώριες χώρες μακρινές και κοντινές –αγεωγράφητες

κι άλλα πλουμίδια εύψυχων σκιρτημάτων της στιγμής

γη κι ουρανός σκηνώματα θαυμάζουσας ψυχής

με πρωινές κι εσπέριες χορδές που συγκινούν

ήχοι μεταπλασμένοι αρμονικά

 –θεσπέσια όργανα της ένδον μουσικής

με διαθλάσεις θράσσουσας συγκίνησης…

Όλα αυτά κι άλλοι απέραντοι ιριδισμοί

συναισθημάτων και ακοίμητών μας βιωμάτων

θέλγουσες μαρτυρίες, κατακλυσμός που εκσκήπτει και αποχωρεί

διεμβολίζονται μακάρια απ’ τη διόραση μιας άλλης ομορφιάς

που δε γνωρίζει τη φθορά πανδαμάτορος χρόνου.

 

                                                *

Είναι μαγνάδια της απάτης όλα αυτά

πλάι τους στέκει ο δριμύς ωκεανός του πάθους

πόνοι, οδυρμοί, ορφάνιες αναπάντεχες

πένθος βαρύ ψυχών με σπαραγμούς

ήχοι κι απόηχοι ανθρώπων δυστυχίας

που κερματίζουν ηχηρά αναπολήσεις των στιγμών

δύστηνος βίος των ανθρώπων της αιχμαλωσίας

που ζουν και τρέφονται με ψευδαισθήσεις

όταν βαρύς ο πέλεκυς του βίου

λιμνάζει ερημώνοντας ψυχών τις προσμονές

στο αδιάβατο το πέλαγος ανθρώπινης δουλείας

που διαλύει τις πνοές ευφρόσυνων στιγμών.

 

                                      *

Τι ειν’ ανθρώπων η ζωή αν όχι παραισθήσεις

με αναιμικά ψιμύθια παρηγορίας

παυσίπονων με λήγουσες διαγραφές

ψευδοαντίδοτων τρέχουσας αγωνίας

που δεν αφήνει τους βλαστούς ν’ ανθίσουν

που κι αν ανθίσουν έρχεται ο μαρασμός;

 

                                      *

Περίμετρος της θάλλουσας ζωής μας

της θάλλουσας σε ώρες και στιγμές

που φτερουγίζουν σαν στρουθία της εσπέρας

περίμετρος από τις πρωινές ακόμη αχτίδες

είν’ όλα τα δρολάπια που στριφογυρίζουν

κάνοντας τη λαμπρή ημέρα

πυκνό της θλίψης σκότος

και θρυμματίζοντας μακάβρια

τα πρώτα όνειρα εύδιων ανατολών.

‘’Ανθόσπαρτος ο βίος’’ εύχονται στους νεονύμφους

και κείνοι μειδιούν ευφρόσυνα

ξεχνώντας της ζωής μας τη νωχέλεια

σαν όλους μας σχεδόν τους αποχαυνωμένους

γιατί η  maya, η ψευδαίσθηση του βίου

μοιάζει γλυκύτερη από τις κακουχίες

και τις κοντόθωρές μας βλέψεις

που αφανίζουνε το ένδον φως παρθενικής ψυχής.

Ποιος αγνοεί την παιδικότητά του

με ερεβώδη βάθη γλυκασμών κι ονείρων

που φθίνουν απερίσκεπτα στο μεσημέρι της ζωής

και γίνονται συχνά ευτράπελα αναγνώσματα

φθίνοντος ευδαιμονισμού που μας τυφλώνει;

Για άλλους όμως, θύματα ανθρώπινων παθών

η παιδικότητα η πάσχουσα

γίνεται με το λογισμό πηγή μνησικακίας

τρέποντας το συναίσθημα σε οχετούς του πάθους

κι απέχθειας μάθε ομορφιάς της ζήσης.

Ευφρόσυνες, εόρτιες πνοές

σμίγουνε με τη δυστυχία άλλων

μα κάποτε η ευφροσύνη όλων μας

είναι σκληρότερη απ’ την πικρία

πλάθοντας ένα αμάλγαμα παράξενο

που ονομάζεται ανθρώπινη μωρία.

 

                                      *

Έτσι περνούν οι ώρες, οι στιγμές, οι ενιαυτοί

μικρών, μεγάλων, ηλικιωμένων

το τραγικό πάει αντάμα με το κωμικό

και πλέκονται συχνά ως παρωδία

όποιοι κι αν είναι οι απόηχοι της ζήσης

απόηχοι με θλιβερές αποδρομές

που εναλλάσσονται όπως η μέρα με τη νύχτα.

Γλυκές του βίου απολαβές

και θλίψεις των στιγμών

ανασκιρτήσεις ημερών

και πένθιμοι ρυθμοί

αναμονές του αύριο

σε προκρούστειες κλίνες

και ψεύτικα χαμόγελα

με Ιανού την όψη

όλα μαζί και χωριστά

πλέκουνε το υφάδι

το ξέχειλο το ένδυμα

που αποδεκατίζει.

 

                                      *

Οι υποσχέσεις των σοφών

ψευδώνυμες ελπίδες

κάνουνε τις αναμονές

προφητική απάτη

και οι πολλοί του σήμερα

οι αναυθεντικοί

πλάθουν και αναπλάθουνε

πανάρχαιους χιτώνες

υπό σκληρή επίβλεψη

του ειμαρμένου λόγου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΙΙ. Ενάντιοι ακροβολισμοί

 

Ω φως αλλοτινής μακροπνοής

που εξακοντίζεις λογισμούς

σε ατρεμείς και φαεινούς λειμώνες

κομίζοντας την άχρονη ανάβλεψη

στη θνήσκουσα κι αδόκιμη ζωή μας

συ φως που κάνεις χαρμικό το παραμύθι

διοδεύοντας νηφάλια, καταπραϋντικά

σ’ άβατες πύλες ενός άλλου εγώ

τόσο απόμακρου, όσο και κοντινού!

Είσαι το φως το ιλαρό

που αποδεκατίζει φαεινά

φρούδες απάτες της ζωής

τρέποντας σε φυγή τις ψευδαισθήσεις

τα πλανερά τα όνειρα στιγμών

και των τροπών του βίου.

 

                                      *

Δε βλέπω άλλο φως

παρά το σκότος της ζωής

με σύντομες αναλαμπές

μαγνάδια ψευδαισθήσεων

που οδηγούν ευθύβολα

στον μέγα τον ωκεανό

ματαιότητας σκοτάδι.

Διαβάτες και περαστικοί του βίου

μας λέει η άλλη η φωνή η αληθινή

μην περιμένετε αγγέλων γλυκασμούς

σε χώρες επουράνιες

με άγιους και νήφοντες

να περιμένουν.

Ο βίος σας ανθόσπαρτος

και κηλιδόσπαρτος

εόρτιος και ανεόρτιος

περιχαρής και πονεμένος

είναι η μόνη βεβαιότητα

του χθες, του σήμερα, του αύριο.

Εκστάσεις της χαράς και της οδύνης

οικοδομούνται με απατηλές ελπίδες

έρχονται κι επανέρχονται πυκνές

χωρίς σταθμεύσεις και επισταθμίες

σε χώρους χλοερούς, νηφάλιους

ωσάν της πεταλούδας τα φτερά

του κύκνου η θάλπουσα μορφή

στο διάβα το ατέλειωτο του βίου

χωρίς τα καρυκεύματα

της τέχνης, του πολιτισμού

χωρίς υποκατάστατα του άγχους

της αγωνίας των ψυχών

που τρέπονται στου βίου τις παρόδους

αναζητώντας φως απατηλό

ειδώλιο παλιάς ελπίδας

της μαραμένης κόρης της ψυχής

που δίνει ανάσες στη ζωή

αχρείο παυσίπονο, φθαρμένο.

Φώτα πολλά, θα δείτε, αγρυπνούν

φωστήρες διαλάμποντες

μας τα προσφέρουν

και πίνουμε απ’ το νερό της λήθης το ιερό

-έτσι το λεν οι διαφεντευτές-

γυρεύοντας να γιάνουμε τον πόνο

την αγωνία και θυμούς της ζήσης.

 

                                      *

Ένα μεγάλο και σκληρό σεργιάνι

σ’ ανάκτορα, σε φτωχογειτονιές

σε πολυσύχναστες στοές, πλατείες

μας οδηγεί συχνά σε απαγορευμένους τόπους

στων περιθωριακών γνωστά στέκια

με τη μιζέρια και το πάθος

την ακηδία, την παρανομία

κατάντημα ανθρώπινης ζωής

και μας γυρίζει ολοταχώς

στα νόμιμα και στα ωραία

σ’ ανεμιστήρια της ψευτιάς

της νόμιμης απάτης

σ’ απέραντα νοσοκομεία

υγιών κι ευπρεπισμένων

που γνέφουν αισιόδοξα

με μάσκες λαμπιρίζουσας απάτης

με προσωπεία ψεύδους ‘’ευγενούς’’.

Εκεί καλέ θα συναντήσεις

ό,τι εισπνέεις κάθε μέρα

γάμους κηδείες, εορτές

στρατόπεδα, εκκλησίες, κοινοβούλια

τα εργοστάσια της αφθονίας

κι άλλοτε του ολέθρου.

Ατέλειωτο σεργιάνι θα μου πεις

χωρίς αρχή και τέλος

που αιωνίζει την ανθρώπινη δουλεία

κι ας φαίνεται συχνά πυκνά

απέραντη οδός ελευθερίας.

Σχολεία, δικαστήρια, στρατώνες

διοικητήρια ανθρώπων της ψευτιάς

ανθρώπινη υποκρισία, απάτη

απέραντο το κοιμητήριο των ζώντων

που αιωνίζεται, που πλέκεται

συμπλέκεται, θάλλει και αναθάλλει

γεμίζοντας το εγώ με ψευδαισθήσεις

το κοσμικό εγώ με τόσους αποήχους

άλλοτε ‘’ευδαίμονες’’ κι άλλοτε δυστυχείς.

Βαρύς ο αχός της ιστορίας

μάταιου και παραλογιζόμενου εγώ

χωρίς σοφίας αποκέρι

στο μέγα ψεύδος των καιρών

ανθρώπινης δουλείας κολαστήρι

 ως εγελιανός, ας πούμε λόγος

με λαμπαδηδρομίες των θριάμβων

το πονηρό το πνεύμα των καιρών.

Καιρών που γράφουν ιστορίες

ανθρώπων και λαών και εποχών

με αργοκίνητο ρυθμό που ολοκυκλώνει

ό,τι αποκαλούμε ιερό

μια φαντασίωση του λόγου

αντίδραση στον παραλογισμό.

Δε μου αρέσουν οι τερπνές οι ιστορίες

αποκυήματα ευφάνταστων βροτών

είναι κι αυτές ψευδείς παραμυθίες

διάττοντες αστέρες των καιρών

χαλκεύματα ύπουλα ονειροπόλων

που καίγονται στο ολόσκληρο καμίνι

των χρόνων, των σκληρών ενιαυτών.

Όταν τα προσωπεία καταπίπτουν

προδίδοντας το άθλιο εγώ

η δίνη και η περιδίνηση

αποκαλύπτουν

ένα εγώ που κρύβεται ‘’νηφάλια’’

σε κάθε ψεύδος και μακρόπνοη πλεκτάνη

ιδιοτέλειας και καθωσπρεπισμού πολλών.

Δε μου αρέσει η ζωή, είναι πλεκτάνη

άθλιο δημιούργημα προαγωγών

που κτίζουν με ψυχρή ιδιοτέλεια

απόκρυφες επιθυμίες των πολλών.

Εκσκήπτουν σε στιγμές αλλοφροσύνης

ατίθασοι κυματισμοί αφρών

δεν είναι μόνο ιδιοτέλειας τεκμήρι

σε άθλια χαλκεία φροντιστών.

Είναι η ενδόμυχη επιθυμία όλων

του Γύγη κόσμημα το κεκρυμμένο

στις άδολες τις βλέψεις των πολλών

που θλίβονται, μαραίνονται, πεθαίνουν

στα άλγη των δικών τους στεναγμών.

Δεν τη λυπάμαι την ανθρώπινη μωρία

άδηλο παραλογισμό της ιστορίας

κακογραφία μύχιων λογισμών

που γίνονται φενάκη και απάτη

και που λυγίζουν εύκολα και βίαια

στις σκοτοδίνες των απρόσμενων στιγμών.

Αν μπεις στον πειρασμό να εξετάσεις

τις δυσκολίες και τον πόνο των θνητών

μην ψάχνεις να εξαριθμήσεις

τους λίγους, τους κακούς των εποχών

όσους η ιστορία λέει μεγάλους

γνωστούς σφαγείς οικείων και εχθρών

μην εξορκίζεις το κακό που βασιλεύει

σε κάθε ψεύδος και μακρόπνοη πλεκτάνη

ιδιοτέλειας και καθωσπρεπισμού πολλών.

 

                                      *

Δε μου αρέσει η ζωή, είναι πλεκτάνη

άθλιο δημιούργημα πλανών

που κτίζουν με ψυχρή ιδιοτέλεια

απόκρυφες επιθυμίες των πολλών.

Ενσκύπτουσες στιγμές αλλοφροσύνης

ατίθασοι κυματισμοί αφρών

δεν είναι μόνο ιδιοτέλειας τεκμήρι

σε άθλια χαλκεία κακοποιών.

Είναι η ενδόμυχη επιθυμία όλων

της πλάνης κόσμημα το κεκρυμμένο

στις ‘’άδολες’’ τις βλέψεις των πολλών

που θλίβονται, μαραίνονται, πεθαίνουν

στα άλγη των δικών τους στεναγμών.

 

                                      *

Είν’ όλα αυτά κακοβουλία

απόνερα φρικτών στιγμών

αιώνιοι πειρασμοί του ανθρωπίνου

εξαπλουστεύσεις των καταραμένων

κι ας είναι ποιητές με ακμή

κάλαμος πονηρίας που ανθίζει

σε άτυχες στιγμές απαντοχής;

Είναι, θα πουν πολλοί

βαθύτερη ενατένιση που διαλύει

φτωχές και κοσμικές βιτρίνες

χαλκογραφίες φαντασίας των στιγμών

για να καλλύνουν τα δεινά του βίου

υπόσχεσες λυτήριων προσφορών

που οι ουρανοί θα επιδαψιλεύουν

σ’ όσους αντέχουν τις οδύνες των καιρών

ψευτοχαρές του μέλλοντος ευπρεπισμένες

αίρουσες με επουράνια επιστασία

το βάρος και το άχθος των καιρών

τις καταιγίδες και τους στεναγμούς του πάθους

τους παραλογισμούς της τύρβης των παλιάτσων

τις πλάνες του ιστορικού εγώ

στη σκοτοδίνη δοκιμασιών

καθώς το σκηνικό συχνά αλλάζει

όπως στης καταιγίδας τον καιρό

προβάλλει ευθύς το ουράνιο τόξο

που φυγαδεύει μ’ ένα θείο γλυκασμό

τις απειλές, τις πλήμμυρες, τ’ αστροπελέκια

των πρόσφατων δεινών καταστροφών.

Οι ψευδαισθήσεις οδηγούν σε παραισθήσεις

όχι νοσούντων σε άσυλα αδελφών

-εκεί υπάρχει η φροντίδα, η επιμέλεια-

αλλά κοινών του βίου οδιτών.

Φρικτή αλήθεια οι ψευδαισθήσεις μας

φρικτότερες οι παραισθήσεις

που αντιστρέφουν τα φθαρμένα προσωπεία

στις σοφιστείες της αδέσποτης βιωτής μας.

Ω ψεύδος που ηγεμονεύει ως αλήθεια

κτίζοντας ηχηρά παλάτια ευφροσύνης

 

που καταπνίγονται στη χάση των ονείρων τους

από άλλες πιο κλονίζουσες οδύνες

ακροβολίζοντας τις βλέψεις των ενοίκων τους

που μοιάζουν με σειρήνια άσματα

χτίζοντας και αναχτίζοντας νέες ελπίδες

καθώς η ευκρασία η ανατέλλουσα

μηνύει σιωπηλά άλλες καταιγίδες

στον κύκλο αλλεπάλληλων δονήσεων

δοκιμασίας, θλίψης και οδύνης

μ’ ελπίδα αδιάπτωτη κορούλα μας

ψευδώνυμη αδελφή της αφροσύνης

καθώς το πάθος της ζωής και η νωχέλεια

οι ψευδεπίγραφες αλήθειες της ζωής μας

το ψεύδος του εγώ το άκαμπτο

στο μέγα το χαλκείο της ειρήνης

οδεύει, διοδεύει ανυπόμονα

τριόδους –λεωφόρους αφροσύνης.

 

                                                *

Τόσο ψευδής και μάταιη

είν’ η αλήθεια της ζωής μας

κάνοντας το ψευδές αλάθητο

βιτρίνα ευτελούς σαγήνης

που αιχμαλωτίζει αδιάπτωτα

όλα τα τέκνα της οδύνης

τους δόλιους δημιουργούς της

μάγους μαθητευόμενους

που χαίρονται το έωλο είδωλό τους

που παίζουνε με τις επινοήσεις τους

αιχμάλωτοι των ψευδαισθήσεών τους.

Ακινητεί ο λογισμός με την παράκρουση

ορά και διορά τον εαυτό του

θαυμάζει, αποθαυμάζει και επαίρεται

με τα φαντάσματα των επινοήσεών του.

Επιθυμεί και νέα θαύματα

τυφλός από τα φωτερά σκοτάδια

αιχμαλωτίζεται αδιάπτωτα

δεσμώτης νέων σπηλαίων –τα πλοκάμια.

Οι αυταπάτες μεγαλύνονται

όσο οι ανέσεις προοδεύουν

οι μύθοι της προόδου γιγαντώνονται

νέα δεινά μας περιμένουν

στην πρόσκαιρη ευφροσύνη νέων απολαύσεων

με ακκισμούς και τρόπαια υποβολέων

που λένε πως τελείωσε ο άνθρωπος

αυτός ο ασθενής της ιστορίας

και πως τη θέση του καταλαμβάνουν αναπότρεπτα

τα πλάσματα της νέας τεχνολογίας

αγνοώντας πως δημιουργήματα

και λεπτουργήματα ανθρώπινης παιδείας

άρχισαν να μας επιφαίνονται

στις πρώτες παρυφές της ιστορίας

κι ακόμη πιο βαθιά, βαθύτερα

στη θεία λειτουργία της δημιουργίας

στη φύση, στην ακολουθία της

στην κάτοψη της αληθείας

με λειτουργό μόνο τον άνθρωπο

διάκονο της ευλογίας.

Αλήθεια του ανθρώπου, του κοσμάνθρωπου

πάει πολύ πιο μακριά απ’ την ανάγκη

από της ειμαρμένης την περίγελω

που μας αιχμαλωτίζει ως δαγκάνη

εμάς τους τραγικούς τελετουργούς προόδων μας

τους υπνοβάτες των δεσμών –δεσμώτες.

Όσο και αν μεθάμε με τα έργα μας

της επιστήμης τίμιο μόχθο

επίπονης προσπάθειας αγλάισμα

με τους γνωστούς της σκαπανείς σημαιοφόρους

όσο και αν αναγνωρίζουμε τους άγνωστους

που άνοιξαν το δρόμο ναι στους πρώτους

τόσο και ολοβυθιζόμαστε μακάβρια

στην ποικιλία αγαθών και τρόπων.

Είμαστε αμαθείς στις γνώσεις μας

χαιρόμαστε τα επιτεύγματά μας

πανηγυρίζουμε φαιδρά τις δόξες μας

γινόμαστε οι άπληστοι επιγόνοι

παλαιών πολιτισμών αφανιζόμενων

με διαμάχες, κατακτήσεις και θανάτους

με τις καταστροφές και τα συντρίμματα

με όπλα φονικά και με ευρήματα

δώρα ακριβά της τότε, ναι, τεχνολογίας.

Οι παλαιές καταστροφές

μένουν απλά αναγνώσματα

προμετωπίδα φλύαρης ιστορίας

κάποιων κακών μας ηγετών καμώματα

κι όχι η τραγωδία της ιστορίας

που φθάνει πιο βαθιά στο είναι μας

που κηλιδώνει τα ρανίσματα ευγενείας

που ολοτυφλώνει τη συνείδηση

νου και καρδιά της πρώτης γοητείας.

 

                                      *

Ω τραγικότητα της άγνοιας

μέγιστο πάθος της τυφλής ανοίας

παράκρουση με φαντασίωση

θάλλουσας ειδωλολατρίας

μακάρια ύπνωση του είναι μας

που τάζεις παραδείσους ευκαιρίας

αόρατη πλεκτάνη και δυσβάσταχτη

που κρύβεσαι σε σκότος αδιόρατο

στα ψεύτικα τα φώτα ευημερίας…

Ω ματαιότητα του χθες, του αύριο

που τρέφεις την ημέρα κάθε μέρα

το χρόνο το σκληρό τον αδυσώπητο

που μοιάζει με περίλαμπρη διφθέρα.

 

                                      *

Είναι ο χρόνος το μοναδικό κριτήριο

ανθρώπινης στον κόσμο παρουσίας

ή πλάσμα πλανερό και αμετάβλητο

ανθρώπων παρωδίας και μυθοπλασίας;

Ο χρόνος-Κρόνος των ψυχών ο ειδωλικός

είναι η έκπτωση απ’ τη μακαριότη

το θέατρο μακάβριων υπάρξεων

σκιά του εαυτού και είδωλό της.

Χαιρόμαστε αόκνως τα παράλογα

κι ας φαίνονται ευθυγραμμισμένα

με τη φορά των λογισμών μας των ανόητων

με τις συνήθειες της κάθε μέρας

με τη ρουτίνα που είναι αδιάβροχη

απ’ τις ανταύγειες άλλων μας μηνυμάτων

-τυφλές υπεκφυγές τα ονομάζουμε-

που επιθυμούν την άλωση του ψεύτικου

τη θεία τάξη των πραγμάτων

με πλοηγό κι ηνίοχο παράδοξο

κι ας είναι ο μύχιος εαυτός μας

με κόσμους και στιγμές υπέρτατες

που τρέπουν σε φυγή τον ψεύτικο εγώ μας.

Είναι ο άλλος εαυτός, αδιάφανος

από την κόπρο του Αυγεία

είναι η δύναμη η απρόσβλητη

απ’ της Λερναίας την ενδημία

γιατί αποδημία του παράλογου

είναι η Ανάσταση η πρώτη

ειρηνική ανατροπή του έγχρονου

μακριά από κάθε ματαιότη.

Τα ψευδεπίγραφα είδωλα που συμβολίζονται

με φθόγγους και με γράμματα και με σημεία

απολακτίζουν κάθε βάρος τους

-ζυγό ανθρώπινης μωρίας.

Ντύνονται την νεότητα του πρώτου χάρματος

απεκδυόμενα το χθόνιο είδωλό τους

και αφθαρτίζονται μακάρια

στις ρίζες του μύχιου εγώ τους.

 

                                                *

Μη μας μιλάς καλέ για χάρματα

για τους παράδεισους χαμένων χρόνων

για ουτοπίες οραματιστών παράξενες

των πρώτων παιδικών μας χρόνων.

Παιδί ήταν κάποτε η ανθρωπότητα

έβλεπε όνειρα μέσα στη δυστυχία

στη στέρηση, στο σπαραγμό και στην αφάνεια

στην πάλη της με τα θηρία

και με τη φύση την ανάλγητη

που απέβαλε ως έκτρωμα ανθρώπους

της ζήσης κορεσμός απαίσιος

που γέννησε απόβλητους συντρόφους

Δεν αφουγκράστηκες καλέ κατάβαθα

το νόημα των συμβαινόντων

είμαστε άχυρα σκεπτόμενα

μες την οργή των παγετώνων

της ζούγκλας τη δεινή σκληρότητα

της θάλασσας την ανοικτίρμονη μανία

των ουρανών με το σαρδόνιο κοίταγμα

με γαλαξίες, μαύρες τρύπες και σημεία

κι άλλα πολλά πολλά παράξενα

στης γης μας τα καιόμενα τα σπλάχνα

με τις τεκτονικές δονήσεις τους

τσουνάμια, τους ολοφυρμούς, τα πάθη.

Άκου λοιπόν τον κοσμικό παλμό

με μύριες όσες βλοσυρές οσμώσεις

άσε τα λούλουδα, τα χρώματα, αρώματα

τόσες και τόσες αποχρώσεις

της τύχης της παράξενης, της άοκνης

που αγνοεί αισθητικές βιώσεις

αφήνοντας στον άνθρωπο επινοήματα

τις ψευδαισθήσεις, τα ονείρατα, οράματα

ψεύδη αιώνων κι εποχών οσμώσεις

κι αστεία όλα τα φτηνά τα καρυκεύματα

με τις πλαστές ωραιοπάθειες της έκστασης

μυστικισμούς και μύθων αποσμώσεις.

 

                                      *

Είμαστε οι πολλοί, οι βλέποντες

και δεν κατανοούμε το συμβαίνον

της τύχης εξαμβλώματα που σκέπτονται

χωρίς ματιά που ανασυνθέτει με περίσκεψη

το μέγιστο-μηδενικό μας το συμφέρον.

Φυτρώνουν έτσι απερίσκεπτα

ιδέες, θεωρίες που λυτρώνουν

αναβακχεύοντας με πάθος άμετρο

φωνές και τις κραυγές νέων θαμώνων

που στήνουν, ω, εστίες ανέστιες

των νέων προφητών που βαλσαμώνουν

τους άφευκτους τους πόνους του εφήμερου

τις άκαμπτες συνήθειες της φύσης

ονείρατα γλυκά με προσωπεία

στο καρναβάλι το ευτράπελο, το αδιάπτωτο

της πανανθρώπινης φρικτής μωρίας.

Προβάλλουν φίλε μου και καρυκεύματα

μ’ άσχημες νοστιμιές που αποναρκώνουν

μύθοι και αφηγήσεις πρωτινές που πλέκονται

και διαπλέκονται στης ιστορίας το πικρό το διάβα.

Εκεί αντάμωσα γλυκύτατους

αρχαίους υμνωδούς, αοιδούς τυφλούς

τους ραψωδούς τους ένδοξους

τους τραγωδούς της ζήσης

και του θανάτου υμνωδούς

ηρώων των ψυχών.

Αντάμωσα στο διάβα μου

με εξακοντισμούς ωραίους

υπέροχες, ω ναι!, μορφές

που θάλλουν στα μουσεία

πάπυρους, ιερογράμματα

γλώσσες, γραφές, ιδέες

πρώτων τεχνών τεχνάσματα

τις γνώσης ώριες ανακρούσεις

της επιστήμης ιερά και πάντιμα

θύματα του ακόρεστου του πλούτου.

Είδα επίσης θαύματα της ηλεκτρονικής

που μάταια αναζητούν νευρώνες να γενούν.

Άκουσα διαπρύσιους σωτήρες ανθρωπότητας

τους μάγους, τους μυθομανείς

με τσούρμα ακολούθων

βασίλεψαν ως άφρονες σωτήρες των λαών.

Αναβακχεύονται συχνά σε φρούδες υποσχέσεις

της νεωτερικότητας, των μοντέρνων καιρών

χωρίς ν’ αναγνωρίζουνε την παλαιότητά τους

στη δύσβατη τη στενωπό που πλατεία καλούν

γιατί ο μεταάνθρωπος, μηχανοποιημένος,

αναβαπτίζει ως επανάσταση

 τη νέα ανθρώπινη ιστορία

με αισιοδοξία και υπόσχεσες

με ψευδαισθήσεις, με νέα ‘’σοφία’’.

 

                                      *

Κουράστηκα το διάβα μου σ’ ανθρώπων τις προλήψεις

κουράστηκα να ομολογώ ανθρώπων αντιλήψεις

στον ίδιο μου τον εαυτό τον ταλαιπωρημένο

στην τρέλα την ολάκερη ανθρώπινης ζωής

με διαλάμπουσες στιγμές –φώτα παροδικά

 που αποτολμούν παράδοξα τον άνθρωπο ν’ αλλάξουν

να διώξουν όσο μακριά το σκότος το τρανό

που ολοραβδίζει άστοργα όλες τις ψευδαισθήσεις

τρέποντας, συμβουλεύοντας τους μυριοαπατημένους

στης ιστορίας τη γιορτή, στο μέγα καρναβάλι.

Είναι το άγχος τα βαθύ, της φύσης ακροπάτι

το ρίγος του υπάρχειν μας στο μέγα το Μηδέν

όπου μακαριστοί οι ουρανοί μας βλέπουν και γελάνε

με την απροσωπία τους, τ’ άρρητα μυστικά τους

κι ας κράζουν οι σοφοί επιστήμονες

πως αποκρυπτογραφήσαμε τα ουράνια μυστικά.

Οι ουρανοί αγάλλονται μέσα στη μοναξιά τους

κινούνε και ανακινούν του χρόνου τις τροπές

τάσσοντας και διατάσσοντας τη γης την ηλικία

με τις πικρές τις αμυχές –καταστροφές αιώνων

παλιγενέσεις ζοφερές και ανακατατάξεις

που ‘δωσαν θάλασσα, ξηρά, μύριες μορφές ζωής.

Έτσι μας γεννηθήκαμε οι δύστυχοι βροτοί

τέκνα ανέμελης οργής, τυφλής επιστασίας

με ψευδαισθήσεις μάταιες, με φρούδες τις ελπίδες

ανήμποροι να διώξουμε άγχος το πρωτινό

το έκγονο του σύμπαντος, του χρόνου ανεμιστήρι

μ’ ωθήσεις απροσμέτρητες που είναι παρωθήσεις

σ’ ανύπαρκτες φαεινές αυλές, παραδείσια κάλλη

άσματα ιερών πνοών, ιδέες επουράνιες

όλα φαντάσματα του χθες, αιώνιες ζυμώσεις

που γαλβανίζουν εύψυχα πλανώμενες πνοές

φυτεύοντας στα σωθικά μυστικές υποκρούσεις.

 

                                                *

Τις άκουσα, τις ένιωσα αυτές τις υποκρούσεις

άσμα το πρωτοπαιδικό, ψέλλισμα των αιώνων

υπέροχων συλλήψεων με μύστες ομορφιάς

είδα με μάτια ταπεινά πρωτογενείς ελλάμψεις

-έτσι τις λεν οι μυστικοί όλων των θρησκειών-

και υποκρούσεις φαεινές –του αρμονίου χάρες

και των εικόνων πρόσωπο που απομαγνητίζουν

λάμποντας το υπέρτερο, το φως το αληθινό.

Είδα πανώρια ομορφιά σε κόρεων τις όψεις

εκείνη την αγνότητα άσπιλων βιωμάτων

νέους με ευγενή παλμό, χριστοφόρους τους λένε

κι όλη την πλημμυρίδα τους σε ευσεβών καρδιές.

Είδα πολλά, δε λέγονται στης σιωπής τους θόλους

έπνευσα και ανέπνευσα σε μαγικές αυλές

αυλές χωρίς τειχίσματα των χώρων και των χρόνων

κι ήταν αυτή η χαρμονή όαση θείας πνοής

με πλήρωμα υπερκόσμιο κι όμως μες τον κόσμο.

Πρωινές και πρωτινές ψυχής μου εμπειρίες

εωθινό κι ουράνιο άσμα μίας πνοής

-κι είναι η νοσταλγία μου τόσο μεγάλη-

κατέπεσε στο μεσημέρι της ζωής

στο τραγικό το μεσημέρι που πυρώνει

και διαλύει όμορφες δροσοσταλίδες της αυγής.

Είναι αυτός ο κλήρος της ζωής μου

ίσως και της ζωής πλείστων θνητών

καθώς μπροστά ολοπροβάλλει άλλος κόσμος

νωθρής πραγματικότητας η λεωφόρος

οι μέριμνες, η αγωνία, ο παιδεμός

ο βούρκος της ζωής –αναθεματισμένος!-

που μας συνθλίβει με αδιαφορία

μέγιστο κολαστήρι των καιρών.

 

                                      *

Θ’ ακούσεις όμως κάτι πιο σπουδαίο

πέρα απ’ την επιφάνεια της ντροπής

μακριά απ’ τα γλαφυρά αετώματα του μάταιου

τον κλήρο το σκληρό κάθε ψυχής.

Είναι το άγχος το πρωτογενές, το αιώνιο

η πλήξη μιας ζωής αναιμικής

που φαίνεται να φεύγει μακριά μας

με τις ενέργειες της έγχρονης βιωτής.

Άγχος πηγή κάθε δημιουργίας

που κτίζεις τα παλάτια σου στην άμμο

που δίνεις τάχα αγλαούς καρπούς

τους μύθους των θεών και των ανθρώπων

όμορφα και απαίσια ψεύδη των καιρών.

Στο είπα: σαγηνεύτηκα από τα πρώτα ψεύδη

τις ομορφιές της παιδικής ψυχής

τους μύθους και τους θρύλους των ηρώων

τις προσευχές, τα άσματα, τις εμπνοές

ονειροπόλων της αγάπης

των φιλανθρώπων έργα ιερά

τις τέχνες και τις επιστήμες τη ζωής μας

φανταχτερά οικοδομήματα και επιβλητικά.

Δε δείχνουν τα ιερόγλυφα, οι οβελίσκοι, τα βιτρώ

οι απειρικές οι υποκρούσεις των τοξοειδών

και των μεγάλων τρούλων οι υποσκιάσεις

τρίγωνα κοίλα σφαιρικά, οι ζωγραφιές ιεροπρέπειας

οι θόλοι, ειδώλια πρωτινά, μοντέρνα σμίλη

οι απέραντες δημιουργίες των ζωγράφων, μουσικών

ποίησης μουσικές ιδέες, πεζογραφήματα συμπαντικά

και αριθμοί όχι αριθμοσόφων αλλά σοφών

τα μαθηματικά που ορθώνουν λόγο επιστήμης

τόσες και τόσες επιτεύξεις θαυμαστές

δε δείχνουν όλα αυτά και τόσα άλλα

καμιά σοφία με ουράνια αρχή.

Είναι αιώνια παιδιά του άγχους μας

το άγχος, το τεκτόνημα της σιωπής

άγχος το πρώτο και το τελευταίο

στην άναρχη ροή του κοσμικού.

Άγχος ως τροχοπέδη του υπάρχειν

ως άβυσσος στο μέγα ωκεανό

όχι σ’ αυτούς που κατατρώνε τους ναυτίλους

αλλά στης ύπαρξης το απέραντο κενό.

Ω, το γνωρίζεις συ καλέ όπως και όλοι:

Μοιάζουμε με τα ζώα σε πολλά

κι αυτά αισθάνονται, αντιλαμβάνονται

βλέπουν, ακούνε και γυρνάνε…

Το άγχος όμως αποδεκατίζει τους ανθρώπους

το άγχος, το μηδέν το υπαρξιακό

το είναι το φρικτό της ύπαρξής μας

που μηδενίζει κάθε θετικό

κάθε ανάκρουση παλαιών τάχα πατρίδων

και κάθε νόημα που λέμε ιερό.

Γνώσεις, ενασχολήσεις, έρωτες και πάθη

αισθήματα εγγύτητας μα και αποστροφής

φιλάνθρωπες, μισάνθρωπες ιδέες

κι ό,τι ονομάζουμε δημιουργία

οι ποικιλώνυμες ιδέες και οι πράξεις

δεν ειν’ παρά τα δάκρυα του άγχους που ματώνουν

κι ας φαίνονται δροσοσταλίδες της αυγής εξαίσιες

λαμπυρισμοί θεσπέσιας χάρης που παρέρχεται

ζοφώδεις κάποτε περιγραφές του άδη των ψυχών…

Όλα αυτά κι άλλα πολλά μακάριε

δεν ειν’ αξίες οικουμενικές, μεγάλες

όσο κι αν συγκινούν κάποιες στιγμές

όσο κι αν ζωγραφίζουν την αγνότη

την άσπρη κόρη του άγχους που γεραίρει

ευαίσθητες καρδιές των ευσεβών.

Τρελαίνομαι καθώς αναζητώ το άγχος

κρηπίδα όλων μας των δοκιμασιών

μα μια φωνή, άγχους φωνή

μου αποκρίνεται απαθής:

‘’Δεν είμαι αντικείμενο να με διερευνήσεις

ούτε καρδιάς στημόνι στα ψυχιατρεία

δεν είμαι η πλήξη της ημέρας που παρέρχεται

αλλά φωνή στεντόρεια της ψυχής σου.

Παύσε να με αναζητείς στον έξω κόσμο

παύσε να ψάχνεις, να ενδοσκοπείσαι

όπως πολλοί ακουστοί των Ανατολικών.

Είμαι πέρα μακριά από τις αποστάσεις

ειδώλια, μορφές, πράξεις, στοιχεία

μακριά απ’ ό,τι έρχεται και φεύγει

παύσε να με αναζητείς για δεν υπάρχω εκεί.

Αδημονείς όλο και πιο πολύ

μα δες για λίγο τη σκιά σου να κινείται

δε δρόμους, σε πλατείες, σε απλοχωριές

σε θαυμαστά του δάσους ακροπάτια

σε σύδενδρα και σε πλαγιές

σε κύματα της θάλασσας που λικνίζουν

και σε μπουνάτσας ήρεμες στιγμές.

Θα πεις ευθύς πως είναι φάντασμα

ψεύδος κι απάτη των στιγμών

πλάνη αληθινή και πάντα πλάνη!’’

 

                                      *

Έμεινα εκστατικός, ανήμπορος, κουφάρι

πύκνωση θλίψεων και στεναγμών

χαρές και λύπες με πνοές πλασμένες

έγιναν όνειρα που δεν υπάρχουν

ήταν σκιές κι ας φαίνονταν πλέρια ζωή

Ίζημα φθονερό είναι το άγχος είπα

είναι σκιά αλλήθωρη, τυραννική

δεν ειν’ σκιά όπως εκείνη των πραγμάτων

ούτε τα είδωλα-ιδέες και συνθέσεις

που πλάθουν το μεταβαλλόμενο εγώ

στην έγχρονη θητεία τη μονάχη

στην πάλη του να βρει το γιατρεμό

σε κάποιο όμορφο και λαμπερό ακρομέρι

που άλλοι ονομάζουν ουρανό.

Δεν ειν’ σκιά και πλάσμα των ονείρων

ονείρων της συνείδησης πιο βροντερών

από του ύπνου τις υποσκιάσεις

πιο ζωντανό και απ’ το πιο πραγματικό.

Μόνο το άγχος δε μπορούν να ζήσουν

ενστέναγμη η θητεία των βροτών

περιπλανιέται  σε λειμώνες ιδεών

σεπτών του λόγου πονημάτων

νηφάλιων ας λέμε στοχασμών

μυσταγωγιών με μύστη μας το άγχος

που περιπίπτει σε κοιλάδες στεναγμών

όσο κι αν μοιάζουν με υπαίθρια σοφίας

και φρούδων υποσχέσεων πολλών.

 

                                      *

Ρώτησα τέλος τον εαυτό μου με αγάπη

να μου εξηγήσει το άγχος μου το πρωτινό

και κείνος χαμογελαστός, αθώος

εξαφανίστηκε σε χώρο σκιερό

όπου μόνο σκιές και βλοσυρές πνοές κινούνταν

θυμίζοντας της ζούγκλας ερπετά

πολύχρωμα αιλουροειδή θηρία

κι άλλα αθώα του δρυμού ερπετά

όλα, τόσα πολλά αιμάσσουσες σκιές

ολοδοσμένες στου ενστίκτου το σκοπό

κι αμέσως ανασκίρτησα και είδα

το μάταιο παιγνίδι των στιγμών.

Είμαι και ‘γω της ζούγκλας αποπαίδι

μακρόσυρτο, ναι, γέννημα των θαλασσών

έκγονο νετρονίων που κυλήσαν

απ’ τον αμείλικτο και άχρονο ουρανό;

Αν είμ’ αυτής της περιπέτειας βλαστάρι

μάταια η ζωή και φρούδες οι ελπίδες

λόγια κενά τα ιδανικά και οι σκοποί

απάτη οι ηδονές που αιωνίζουν

τους παραλογισμούς όλων των εποχών

με ακροβάτη ζηλευτό εμένα

το εγώ το σύγκριμα αυταπατών

που περιπαίζονται και περιπαίζουν

μοχθούν και αγωνίζονται να αποδιώξουν

ό,τι ζητάμε σταθερό

στην αναλήθεια των συμβαινόντων

που θεωρείται ύστατος σκοπός.

 

                                      *

Ω της βαριάς φρικτής μας μοίρας

ω μανικές γρονθοκοπήσεις του εγώ

πόσο απρόσιτες οι αλυσίδες, τα λουκέτα

που το κρατούν ανέγγιχτο και σώο

μακριά από δώμα ήλιου φαεινό

σαν τις σκιές και τα φαντάσματα

που εκκρίνει στης ιστορίας τον αδέσποτο καιρό!

Πολιορκούμε το εγώ και κυνηγάμε τη σκιά του

μάταιες οι εκπορθήσεις των ουτιδανών

αυτοτιτλοφορούμαστε ως στρατηλάτες

ως σκαπανείς χωρίς σταματημό

με τρόπαια σπουδαία και μεγάλα

παράσιμα, τιμές, πομπές και πλούτη

και νάρκισσοι βροντοφωνούμε:

’Θαυμάστε το μεγάλο μας εγώ

διαφεντευτή της γνώσης, του αισθήματος, του λόγου

τέκνο του φωτισμού μακριά απ’ τα σκότη

των περασμένων αιώνων και καιρών.’’

Ω τραγική αναμέτρηση ψεύδους και ματαιότητας

που ολοπλουμίζεις τις ψυχές  με δάφνες ευκαιρίας

συμπαρασύροντας συχνά στην υστερία

πλήθη ρακένδυτων θνητών

 που αναζητούν στέγη, ειρήνη

στης γνώσης της καλής τον εύδιο ελλιμενισμό.

Λιμάνια ειρήνης, της προόδου, της ευημερίας

που αποκρύβουν τις μεταμορφώσεις του εγώ

με κρίσεις, οδυρμούς και κακουχίες

με βίαιο συχνά κατοπτρισμό

είναι οι μάσκες που αποκρύβουν

το δόλιο ιστορικό εγώ

μια τραγωδία που επωάζεται

στις ευτυχείς γιορτές, ημέρες των βροτών.

Ω της πικρής της μοίρας του ανθρώπου

με ψευδαισθήσεων τρελό χορό

που ανεμίζεις πρόσχαρη, μασκαρεμένη

στον αδυσώπητο ωκεανό

σ’ ό,τι νομίζεται ευλογημένη λεωφόρος

στης ακηδίας το μακάριο παιδεμό…

 

                                      *

Δεν ξέχασα το εγώ το εγώ μου

ούτε και το δικό σου εαυτό

με συγκλονίζει το εγώ των άλλων

στης άτεχνης ζωής τον παιδεμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

IV.  Ψευδαισθήσεις Μαγικές

 

 Συγνώμη για τη φλυαρία της κηδείας

του ετοιμόρροπου ανθρώπινου εγώ

για τον εκτραχηλισμό των βιωμάτων

-για πάθη κι αρετές μιλούν πολλοί-

στης τύρβης τον ακόρεστο ωκεανό

όπου τα εγώ-εμείς συνενωμένα

πλάθουνε τον εγωισμό

με τις γνωστές συνέπειες που αγγίζουν

και το συγγενικό μας το δεσμό.

Να μια μορφή που μας διδάσκει

τις τρίβους και τις ατραπούς μας

μια μάταιη και σκληρή αυταπάτη

που μας καταβυθίζει στο γκρεμό

στα πάθη τα αλλόκοτα της γης μας

που θα ‘ταν άγνωστα χωρίς το νοσηρό εγώ

χωρίς ασπίδες, δόρατα, περικεφαλαίες

συμφέροντα, συγκρούσεις, εξολοθρεμό

χωρίς τις μάχες και τις νίκες

χωρίς θριάμβους, μονομάχους, κολοσσαία

χωρίς την κρύφια όψη του εγώ.

Όλες αυτές οι δυστυχίες

ανάμεικτες με τις μικροχαρές

ραγίζουν της ψυχής μας του λειμώνες

εισβάλλουνε στα βάθη του εγώ

έξω απ’ τις υποβολές της φύσης

τα μάταια τα πλαστά φτερά

που λαμπυρίζουν εξακτινωμένα

που πέφτουν σε ικάρια πελάγη

που πνίγουνε και που πνίγονται συχνά.

Τι απομένει θα μου πεις καλέ μου

σε μένα τον περιπαθή αρνητή

ποιες προσμονές ευλογημένες

μπορούν να δώσουν δόνηση ιερή

όταν βαθιά στο σκότος της νυχτιάς

αναθωρούμε έναν μέγιστο γκρεμό

ό,τι πριν λίγο αποκάλεσα άγχος

τέκτονα κάθε αγωνίας των θνητών;

Είναι το άγχος το βαθύ που συγκλονίζει

και το νηφάλιο ακόμη λογισμό

παρά τις διαψεύσεις φωτισμένων

και τα φανταχτερά πλουμίδια των γιορτών.

Το ‘δα, το κατανόησα με πόνο

άγγιξα το άγχος μας το πρωτινό

το υποπόδιο κάθε παλαίστρας

το μυστικό υφάδι του εγώ

που δε μπορείς να το παρατηρήσεις ως σημείο

ως αντικείμενο του κόσμου φυσικό.

Είναι υφάδι και κρηπίδα ενωμένα

με κλάδους, άνθη και καρπούς πολλούς

ό,τι ονομάζουμε δημιουργία, έργα

ό,τι αναδύεται ως επικοινωνία

κι ας είναι κοινωνία μυστική

όλων της γης των συνανθρώπων

που κάνει τη ζωή μας δυνατή.

Βυθίστηκε στον εαυτό μου με μανία

να εκπορθήσω το κρυφό του εγώ

δε δέχτηκα καμιά επιστασία ειδημόνων

και ανακάλυψα ό,τι πιο ιερό

χωρίς επικουρίες του υπερπέραν

χωρίς τις συνταγές των ειδικών

ποικίλων αναμορφωτών του ανθρώπου

με παρδαλές σημαίες ιδεών.

Δεν είν’ αυτό εγωισμός, το ξέρω

για αναδύθηκε κάτι κοινό

που αγκαλιάζει, περιλούζει μ’ ακηδία

κάθε της γης αναφαινόμενο βλαστό.

Δοκίμασε την πιο απλή αλήθεια

που βρίσκεται στο ψεύδος των πολλών

και εκεί θα συναντήσεις με ησυχία

ό,τι το πιο ανησυχητικό

το άγχος σου το πρωτινό

το άγχος όλων το κρυπτό.

Άπιαστο με το λογισμό των ειδημόνων 

παρόν στης ζήσης τον αχό

κρύπτεται ως επιθυμία

ως πολυμήχανη εργάνη

ως ψευδοδημιουργία

που αφιονίζει ύπουλα, ωραία

τον ανεξίτηλο αρμό

και το αείζωο υφάδι

των πράξεών μας των καλών

-έτσι τις λέμε άσκεπτα, μακάρια-

που κτίζουνε πολιτισμών τα μεγαλεία

με ψεύτικες υπογραφές κάποιων θεών

ανθρώπων και γενναίων αντάμα

που ‘χουν την εύνοια των ουρανών

και που οι πολλοί χειροκροτούν με πάθος

κρύβοντας το φτωχό τους εαυτό

τον πλήττοντα και τον πληττόμενο

στα βάθη ενός ακόρεστου εγώ

που διασκεδάζει μες την πλήξη

πιστεύοντας πως εξορκίζει το κενό

το μέγα το κενό της ύπαρξής του

που μόνο ένα έχει γιατρικό:

το θάνατο, ω ναι!, των ψευδαισθήσεών του

το θάνατο το βιολογικό

που καταπαύει άγχος και υπάρχειν

για να συνέχεται με δόλο και σκοπό

σε άλλες ομοιοπαθείς υπάρξεις

στης γης μας τον απέραντο ωκεανό

σε όλους τους βροτούς που έρχονται και φεύγουν

στα δόλια παιχνίδια των καιρών

καιρών που γράφουν ιστορίες

δόλια  γραφήματα επιτυχιών

με αδάμαστη τη θέληση που πάσχει

να αποσείσει το άγχος της το πρωτινό.

 

                                      *

Κρυφός ο δόλος των ανθρώπων

όχι των εγελιανών

αλλά των καθημερινών συντρόφων

δόλος, ναι, ανεπίγνωτος, ολόρθος

του Νάρκισσου παιδί παντοτινό

που δεν υποψιάζει τη ζωή μας

πως πίσω από κάθε νομιζόμενη επιτυχία

τους ακκισμούς και τις επαναπαύσεις του εγώ

κρύβεται άγχος μεταμφιεσμένο

σε μάσκες κορυβαντιόντων γηγενών…

Νατην μπροστά μας  η αλήθεια

που προσπερνά φαντασιώσεις μυστικών

ίαμβους και θριάμβους επαναστατούντων

ψευδοαναμονές των αναμορφωτών

όσων επαίρονται για νέες ιδέες

ανόητων χειροκροτητών της σχόλης

κι άλλων απέραντα πολλών

που προσδοκούν και που προσμένουν νέες μέρες

λυτήρια σκευάσματα ανθρώπινων δεινών.

Είν’ όλα αυτά και άλλα, το είπαμε

δόλιες παραισθήσεις των θνητών

που κτίζουνε, νομίζουν, την αθανασία

με τα σπουδαία επιτεύγματα πολιτισμών

με τις μακάβριες αυταπάτες

της καθημερινότητας το φόρο το σκληρό.

 

                                      *

Ετάζοντας τα βάθη της ψυχής μας

ό,τι πολλοί ονομάζουμε ψυχή

γνώση, συνείδηση, συναίσθημα και λόγο

ανακαλύπτουμε το μόνο αληθινό

την αυταπάτη και τις ψευδαισθήσεις

τα ψεύδη μας και την αειγενή εναλλαγή τους

ως φωτοβόλες επιτεύξεις

στο άκουσμα των νέων ιδεών

που εκδιώκονται αμείλικτα από άλλες

στο βίαιο της ιστορίας καταιγισμό

που γίνεται το προσωπείο της απάτης

αιώνιος παιδεμός χωρίς σκοπό

κι ας φτιάχνει ο δόλος τις περικλεείς σημαίες

οικόσημα, εθνόσημα, αγάλματα αρχαίων ημερών

ανάκτορα, παλάτια, συμβολισμούς ιεροπρέπειας

εύοσμα άνθη των καιρών.

 

                                                *

Δεν είν’ ο δόλος αμαρτία όπως λένε

αποκαλύπτει κάτι συγκλονιστικό:

Την τραγικότητα του έγχρονου ανθρώπου

ολομπροστά στο άγχος το μοναδικό.

Είναι η αλήθεια, η μόνη αλήθεια

της φύσης αποκύημα μοναδικό

που λάκτισε τον άνθρωπο στην αγκαλιά της

έτσι τυχαία, χωρίς σκοπό.

Άγχος μοναδικό της φύσης αποπαίδι

με άνθρωπο το μόνο πλοηγό

άγχος αληθινό και πεμπτουσία του ανθρώπου

φόβητρο της συνείδησης δεινό

είσ’ άσπλαχνο ωσάν της φύσης τα στοιχεία

κύημα του ενστίκτου ενωμένο

με άγνωστο υφάδι σκοτεινό

μόνο στο ψεύδος καταφεύγεις

γιατί ‘σαι απόβρασμα της φύσης μας σκαιό.

Είναι το ψεύδος σου η βασιλεύουσα αλήθεια

η μήτρα όλων των προσπαθειών

που αρμολογούνται κάποτε αντάμα

να αναγγέλλουν την υποκρισία των καιρών

αδιάφανη και φανερή κατά τις περιστάσεις

που εκρήγνυται χωρίς ανασασμό

στις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας

που είναι η ιστορία των ψυχών

με δίκαιους και άδικους όλους μαζί ενωμένους

γιατί το δίκαιο και το άδικο

το άπρεπο και το σωστό

τ’ όμορφο και το άσχημο

το καθαρό και ρυπαρό

εκρήξεις είναι τραγικές του άγχους

πιθάρι κρύφιο στων Δαναϊδων το σκοπό

στη ματαιότητα των εναντίων

στο έγχρονο καμίνι το σκληρό

που αγκαλιάζει ζην και θνήσκεν

στην τέλεση πολλών καταστροφών

αλλά και στης ζωής τις απολαύσεις

ω ματαιότητα του άγχους των βροτών…

 

                                      *

Είπα πολλά, τα λίγα φθάνουν

φλυάρησα χωρίς σταματημό

τους πόνους της καρδιάς μου εκφράζω

με μια συγκίνηση κι έναν παλμό

που αγγίζει, το πιστεύω, τους ανθρώπους

άνθρωπος είμαι και εγώ

χωρίς τις ρητορείες του ψεύδους

στου ψεύδους τον παντοτινό καιρό.

Ποια είν’ η αλήθεια θα μου πεις

και πού υπάρχει

όταν το ψεύδος σου είναι μοναδικό

μοναδική κληρονομιά του ανθρωπίνου

στης απολησμονιάς μας τον καιρό;

Αλήθεια είν’ το ψεύδος όλων

με τόσες διαθλάσεις φαεινές

με σκοτεινούς και ματωμένους δρόμους

δαιδάλους, λαβυρίνθους φοβερούς.

Απέραντη η θλίψη των ανθρώπων

απέραντες και οι ψευτοχαρές

σ’ αυτόν τον κόσμο τον καταραμένο

-κατάρα η φύση και η ζωή μαζί-

όσο κι αν καλλωπίζουμε σκηνές της φύσης

ανδρών αβρότητα, γυναικών κάλλος

που φεύγουν, που μαραίνονται που θνήσκουν.

Μύθος ο έρωτας και εξαπατητής

μορφή του πρόσκαιρου που υπόσχεται λαμπρότη

για να ανανεώνει την ανθρώπινη ανία

με λούλουδα πλαστά και πλανερά.

Μητρότητα, πατρότητα, αδελφοσύνη

συναίσθημα και μεγαλοψυχία

κι ό,τι ονομάζουμε ωραία ψυχή

ψυχανεμίζονται, φεύγουν, μαραίνονται

στης ζήσης την αμείλικτη νεροποντή.

Μαραίνονται, φεύγουν και χάνονται

σαν φύλλα κίτρινα και φθινοπωρινά.

Οι ποιητές τους πλέκουνε στεφάνι

θαυμάζουν και αποθαυμάζουν

χρώματα, ήχους, αποχρώσεις

μαγεύονται από τυχαίες συμπτώσεις

άλικα χρώματα του ηλιοβασιλέματος

τιτανικούς παλμούς κυμάτων του ωκεανού

ώρια χαμόγελα του Αποσπερίτη

και των πτηνών τις παραδείσιες συναυλίες

για να προβάλλουν μουσικοί μεγάλοι

να μεταπλάθουν φυσικές υποβολές.

Δε θέλω να επεκταθώ σ’ άλλες ενασχολήσεις

που μας προσφέρουν τη μαγεία των στιγμών

δεν είμ’ εγώ σε θέση να καταδικάσω

έργα σπουδαίων μελωδών

ψυχών σκιρτήματα που υμνούν την πλάση

ανθρώπινες ερωτικές στιγμές με θάμβος

γονιών αγάπη και μητέρας αφοσίωση

φιλίες, συγκνήσεις και θυσίες ταπεινών

ούτε να αντιτάξω με χαιρεκακία

της δίνης το σκληρό παλμό

ανθρώπινης λαχτάρας και ελπίδας

σ’ αυτής της γης τον παιδεμό.

Όλες μα όλες μας  οι ψευδαισθήσεις

ακόμα και οι ταπεινές

δίνουν το χρώμα στη ζωή μας

και παιδεύουν

είναι υπέρβαση της φύσης

και αναζωντανεύουν

μα δεν εκφράζουν το αληθινό.

Είναι θεσπέσιες οι μαρτυρίες

των μυθογράφων, των συμβολιστών

οι ύμνοι πρωτογόνων και μοντέρνων

διανοήματα λαμπρά των φιλοσόφων

εξαίσια δημιουργήματα των τεχνιτών

που ‘θεσαν βάσεις επιστήμης και τεχνολογίας

με την λαμπρή επέμβαση των μαθηματικών.

Θα ‘λεγα κι άλλα, ναι, πολλά, τα ξέρουμε όλοι

κάθε άρνησή τους είναι δολερή

ιδιοτέλειας πανάρχαιο μνημείο

μειγμένης μ’ εγωκεντρισμό πολύ.

Είναι γνωστές οι εξάρσεις του Διονύσου

οι εκστασιακές κραυγές μυστών

που ακυρώνουν, που μηνάνε το μηδέν

χωρίς κι αυτοί να ξέρουν ό,τι λένε

γιατί μηδέν είναι το παν και η πληρότη.

 

                                      *

Λέω και επιμένω με λαχτάρα

και με βαθύ πόνο ψυχής

πως των ανθρώπων όλα τα μνημεία

γνωστών και άγνωστων οι εμπειρίες

πάθη, λαχτάρες και χαρές

πίκρες και πόνοι κι εξορίες

αθώων παιδιών πληγές μες την αγγελική ψυχή

κι ό,τι αφουγκραζόμαστε κοντά μας, μακριά μας

είν’ της ψυχής μας ψευδαισθήσεις

πανώριες κάποτε επινοήσεις

που απογειώνουν απ’ τα χθαμαλά της γης.

Ποιος θα μας γιάνει απ’ το άλγος

τόκο του άγχους μας του πρωτινού

του χρόνου του εγώ μας του μικρού

χωρίς να αρνηθεί την κίνηση, τη φύση

σε ένα τόπο μη αληθινό;

Άγχος σκοτώνεις κι ανασταίνεις

ω άγχος τραγικό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

V. Δοκιμαζόμενη Υψιβασία

 

Έφυγε, γλίστρησε μακριά

δεν ξέρω πού, εντός μου ή εκτός μου

ίσως και να ‘τανε ο άλλος εαυτός μου

ο άλλος εαυτός του ανθρώπινου

των καθημερινών ανθρώπων, ο δικός μου.

Άνοιξα το μοναδικό παράθυρο σε αγροικίας τόπο

να δω και να ακούσω μυστικά

τόση ομορφιά απλώνοταν μπροστά μου.

Η αρμονία των φυτών

θάμβος των οφθαλμών

τα δένδρα αποπέρα

πανύψηλα με λυγερές κορμοστασιές

κατοπτρισμοί μαγευτικοί του πράσινου

κι αποκοντά, μπροστά μου

η πανδαισία των ανθών

του μωβ, του κίτρινου, του μπλε

και των αμέτρητων ιριδισμών του

άγνιζαν με περίβλεπτη ματιά

την τρικυμία της ψυχής μου.

Έγνεφαν και μιλούσαν μυστικά

τη γλώσσα τους πεθύμησα να μάθω

ανάερη ζεστή τους αγκαλιά

απλόχερη, απέραντη, μακάρια

που ‘σμιγε μακάρια με τα σωθικά

ενός μοναχικού κι άσημου διαβάτη…

Ένα αηδόνι μακριά

έστελνε τους χαιρετισμούς του

ανύποπτους, ησύχιους και υποβλητικούς

κινητικούς και ατρεμείς

στις πιο βαθιές της μνήμης μου πτυχώσεις

και στης καρδιάς το λογισμό

πέρα μακριά απ’ του χρόνου τους τριγμούς…

Στρουθία διάβαιναν με βιάση

ριπίζοντας ανέμελα κι αυτά

την ήρεμη γλυκιά επαγγελία

με τους βραχείς και βιαστικούς κελαρισμούς τους

ενώ στο βάθος πιο ψηλά ένας αετός ανέβαινε

αγέρωχος, βασιλικός και τρόμος

στρουθίων, μικροερπετών του δάσους.

Δε θα μπορούσα ν’ απολαύσω τις στιγμές

θαμπώθηκα απ’ τη γλυκιά αρμονία

απ’ τη φωτοχυσία των χρωμάτων

από τους ήχους των μελωδικών πετούμενων

από τη λάμψη του ουράνιου στερεώματος

από το ασπρογάλαζο κυματιστό κανάλι μακριά

με την πνοή του μπάτη  την ευφρόσυνη.

Ήμουν εδώ πολλές φορές κι ανέτειλαν στη μνήμη μου

προβάτων κουδουνίσματα, βοσκών  σφυρίγματα

μαντρόσκυλων γαυγίσματα

βελάσματα μικρών…

Η απεραντοσύνη τ’ ουρανού

ησύχια πρόκληση χωρίς μορφή και χρώμα

ανέστειλε την αισθητή μαγεία

μ’ άρπαξε απερίτμητα

έθραυσε τις αισθήσεις

με απογείωσε ευθύς

σε χώρες μακρινές.

Χώρες ειδωλικές, ψευδείς

πλάσματα φαντασίας

του φίλου φληναφήματα

-του μύχιου εγώ;-

μυθομανών εμπνεύσεις

που συνεπαίρνουν λογισμό

συναίσθημα και λόγο

κτίζοντας στη συνείδηση

τις γνωστές γκρίζες ζώνες

που αναμέλπουν μουσικοί, αλχημιστές και μάγοι

και που αποσυντίθενται από επιστήμης λόγο;

Είναι αλήθεια πως πολλές

ανθρώπων εικασίες

συναίσθημα το πλαστουργό

πρόθυμη φαντασία

και όμορφες ανάμνησες

των εύδιων λειμώνων

της παιδικής απλής ψυχής

αποπλανούν μακάρια

-έτσι μας λένε πολλοί

αρχαίοι και νεώτεροι

σοφιστές και διδάχοι

που γνέφουν με ευήκοο ους

σε παλιές-νέες ιδέες.

 

                                      *

Συγκλονισμός διέλυσε

αισθήσεις μου και λόγο

το όμορφο τοπίο μου

στης αγροικίας τον τόπο

γινόταν κοιμητήριο

μύχιων αισθημάτων.

Κύματα ωκεάνια

και μνήμες του πελάγους

ερημονήσων οι μορφές

μ’ αγριεμένα ζώα

που οι βοσκοί τα άφηναν

πολλά κιλά να πάρουν

και χλοερότοποι όμορφοι

στην άκρη του πελάγου

κινδύνου αποτολμήματα

μ’ αγριεμένα βόδια

-όχι του Ομήρου οι βόες

του Ήλιου τα βλαστάρια

που κόστισαν στον ένδοξο

δεινό θαλασσοπόρο

και δολοκλόπο της ξηράς

το θείο Οδυσσέα

καθώς κείνος και σύντροφοι

γεύτηκαν νοστιμιά τους

κατάδικοι απόκληροι

και ολοπεινασμένοι

για να υποστούν τη μάνητα

Ποσειδώνα πατέρα-.

Όχι, δεν ήταν οι μορφές

του υπερφυούς πανθέου

μήτε και υποβολές

απόμακρων ασμάτων

σε χώρες της Ανατολής

με θείες ενοράσεις.

 

                                      *

Αναίσθητος, ευαίσθητος

μπροστά στην πανδαισία

του όμορφου τοπίου μου

που με γλυκοκοιτούσε

συγκλονισμένος, άθλιος

και εκμηδενισμένος

ένιωσα πλέρια ομορφιά

όνειρο απατηλό

όνειρο που χανότανε

σαν τις χαρές της ζήσης

και τις πικρές, πικρότατες

δοκιμασίες βίου.

Είν’ όνειρο απατηλό

η αισθητή μαγεία

της ψυχής λευκά φτερά

που μας απογειώνουν

για να βουλιάζουν άστοργα

ναυαγισμένα πλοία

στης λήθης τον ωκεανό

στην πλέρια ματαιότη;

Τι είμ’ εγώ ο ταπεινός

ο πάροικος του βίου

το θνήσκον ον που αναθωρεί

και οπτασίες βλέπει

όχι με μάτια σώματος

αλλά ψυχής λαμπτήρες;

Είν’ οι λαμπτήρες της ψυχής

ειδωλικά τοπία

και ας υμνήθηκαν σεπτά

από δεινούς δασκάλους

που κλόνισαν, συγκλόνισαν

και δεινούς στοχαστές;

Είναι οι βλέψεις οι καλές

αγήραστων σοφών

της νύχτας εννοήματα

που η μέρα σαρκάζει;

 

                                      *

Η σκέψη μου αδύναμη

συναίσθημα στεγνό

και εμμανώς αναζητώ

τι τάχα απομένει

από τις βεβαιότητες

άσπιλης ομορφιάς

που νόμιζα πως έτρεφαν

δεινές μου υπερβάσεις

σε έναν κόσμο άσπονδο

αποδεκατισμένο

στα ψεύτικα τα είδωλα

ευδαίμονης βιωτής.

 

                                      *

Ποιοι είναι ω μακάριε οι ναρθηκοφόροι

οι ουραγοί οι ευτράπελοι ανθρώπινης ζωής:

Όσοι μ’ ευδαίμονα παλμό και πλέρια επιθυμία

απολαμβάνουν αγαθά κλεμμένα απ’ τους θεούς

όσοι με βεβαιότητες

υμνούν αβεβαιότη

όσοι με μύρια ψέματα

με τόσες αντιφάσεις

κτίζουνε την αλήθεια τους

‘’γκρεμίζοντας’’ τα τείχη

των άλλων των ανίσχυρων

που ζουν με βεβαιότη;

Είναι παλιό το τέχνασμα

λόγος σοφιστικός

δόλιος απ’ τα σπλάχνα του

που αφορμίζει πάντα

ιός της νοσηρότητας

της κακοδαιμονίας

που υπόσχεται παράδεισους

στου κόσμου το λειμώνα.

 

                                      *

Μέσα στην κρίση τη σκληρή

με τις αμφισημίες

τους μύδρους τους σοφιστικούς

αλλά και αντιρρήσεις

ανθρώπων που κλονίζονται

από της γης τα πάθη

απ’ της εγχρονης ύπαρξης

τους δεινούς παιδεμούς

από τις υποκριτικές φωνές

του καθωσπρεπισμού

απ’ τον ιδρώτα της ψυχής

ευγενικών πνευμάτων

ιπποτών της παραίτησης

που αποκαθηλώνουν

με δάκρυα και στεναγμό

το νόημα της ζωής

η ύπαρξη η αυθεντική

προβάλλει μυστικά

και δίνει την ενδότατη

μύχια πληροφορία

ανασυντάσσοντας ευθύς

οριακές στιγμές

στιγμές που κάνουν τη ζωή

μακάρια τραγωδία

γιατί μετά το στεναγμό

της έγχρονης θητείας

αχνοφωτίζεται η ψυχή

απ’ τα ενδότερά της

όχι από υποβολές

στου χρόνου τη φενάκη.

 

                                      *

Χωρίς την αμφισβήτηση

που απολεπίζει πλάνες

χωρίς τον απολεπισμό

συνηθειών του βίου

και βίαιη παραίτηση

από τις υποσχέσεις

που πρόθυμα υπόσχονται

ευδαιμονία βίου

χωρίς την απολάκτιση

ειδωλικών τοπίων

που διαφεντεύουν έντεχνα

τις πρόσκαιρες ανάγκες

είναι αδύνατη η ειδή

αληθινού φωτός

που δρασκελίζει εύψυχα

και με ταπεινοσύνη

πλάνες και παραλογισμούς

της ίδιας μας της φύσης.

 

                                      *

Δεν κυνηγάμε άσκοπα

γνωστούς ανεμομύλους

φυλακισμένοι, έγκλειστοι

στο φθαρμένο εγώ

κι ας νιώθουμε πως είμαστε

κλεινοί σημαιοφόροι

σε λεωφόρους της οργής

και σε κλειστές πλατείες

ολόκλειστες κι ας φαίνονται

ευρυχωρίας τόποι

όπου οι πολυάριθμοι

μυθομανών πελάτες

και ψευδομένων ακουστές

κρούουν και ανακρούουν

παιάνες, εμβατήρια

με χέρια σηκωμένα

και με γροθιές πανέτοιμες

εχθρούς να αφανίσουν.

Δεν είμαστε όμως οι καλοί, οι καλομαθημένοι

αλήθειας και ευπρέπειας μακάριοι κληρονόμοι

οι αρνητές των αρνητών, τάχα οι αληθινοί

με την προπέτεια τη γνωστή

παλαιών ηθικολόγων

που αποκρύβει ύπουλα

μέγαν εγωισμό

και την αυτάρκεια την καλή

που κρύβει δόλια πάθη

στ’ όνομα της ευπρέπειας

και της πλειοδοσίας.

 

                                      *

Ω κουρασμένη μας ψυχή της έγχρονης θητείας

ανάβλεψε νηφάλια, διώξε τις παρωπίδες

απλώσου απερίτμητη σ’ άλλον ωκεανό

μακριά απ’ το ψέμα της ζωής –του χρόνου μας παγίδα

που τίκτει, ναι, αειγενώς όλης της γης τον πόνο

και τις παραδοξότητες που πλάθουνε τα πάθη.

 

                                      *

Κάποια φωνή στεντόρεια κι ας την ακούνε λίγοι

ψιθύριζε ολοφώναχτα, χωρίς περιστροφές:

’Πού ν’ απλωθείς ταλαίπωρε, πού επιθυμείς οθνείε;

Τανύονται στους ουρανούς αρπακτικά πουλιά

για να στοχεύουν με ορμή τα δόλια θύματά τους

εγείρονται σ’ ωκεανών τα αχανή σημεία

πελώρια κύματα οργής που πλοία αφανίζουν

νεκρώνοντας και τις γνωστές τεχνολογίας γνώσεις…

Αν θέλεις να εκτοξευθείς στων ουρανών τα πλάτη

και να χαθείς ολόκορμος στην απεραντοσύνη

δε θα ξεφύγεις βρότειε του χρόνου την αρπάγη

κίνηση και μεταβολές, τις γνωστές μαύρες τρύπες

δε θα νικήσεις ταπεινέ του χρόνου τα δεσμά

την κίνηση, την  άπωση, την έλξη, τη θερμότη

το ψύχος το υπερπολικό, την εξαφάνισή σου.

Κάτσε καλά και φρόνιμα στης γης μας τα δεσμά

που οι γνώσεις μας οι άπαυστες τα μεταστοιχειώνουν

κάνοντας παναλήθεια της σπουδής την πνοή

που ολολυτρώνει άπαυστα από τη δυστυχία.

Γιατί κωφεύεις άνθρωπε, γιατί κλείνεις τα μάτια

στη δόξα του ανθρώπινου παρά τις ατυχίες

της φύσης παρανάλωμα, κακής πνοής συνέπεια;

Όσες φωνές νεωτερικές αλλά και παλαιές

υμνούνε το ανθρώπινο, το μόνο βέβαιο θαύμα

δεν είναι φληναφήματα κάποιας υπερηφάνειας

που εύκολα δεικνύεται ως το πανάρχαιο θράσος.

Νατην η υψιπέτεια, τα έργα των ανθρώπων

κάθε μορφής επίτευγμα που μας εκστασιάζει

και που κινεί το λογισμό σε νέα εποποιίες

ανάλαφρα, επίπονα, χωρίς αρχή και τέλος.

Ίσως κάποτ’ εκλείψουμε από τούτο τον κόσμο

από τα λάθη τα πολλά μαζί μ’ επιτυχίες

ίσως σε άλλους ουρανούς και τόσους γαλαξίες

αναθερμαίνεται η ζωή, πολιτισμοί ανθίζουν

απρόσμενοι στη σκέψη μας και στα αισθήματά μας

κι αν μέλλει να αναφανεί άλλη κοσμογονία

του σύμπαντός μας ο παλμός θα ‘ναι μοναδικός.’’

 

                                      *

Δεν εντυπωσιάζομαι από παρόμοια λόγια

κατατριβής κατάθεση χωρίς κανένα βάθος

γιατί γνωρίζουμε καλά πως οι διαφωτιστές

παλαιών και νέων ημερών τα ίδια μηρυκάζουν

τα ίδια, τα παμπάλαια με μάσκες του συρμού

χωρίς το βάθος το σεπτό ανθρώπων διανοίας

οξύ, ναι, διεμβολισμό της νεωτερικότης.

Κάποτε η επιφάνεια αποκρύβει το βάθος

και οι κορύβαντες του χθες μας αναστοιχειώνουν

στο φαίνεσθαι του κόσμου μας με ψευδογοητεία

που καταπίπτει άδοξα σαν οι καιροί σημάνουν

το ψεύδος το ανθρώπινο μέσα στη δυστυχία

στις αντιφάσεις τις σκληρές που οι σωτήρες θάλπουν.

 

                                      *

Αγνοούμε τη βαθύτητα κάθε επιφανείας

αρνούμαστε πολύ συχνά το βάθος της να δούμε

και όταν είναι αβαθής κάτι έχει να μας πει.

Μέσα μου ανασκίρτησε μια παλαιά φωνή

και μες της μοναξιάς μου τη σιγή

έλαμψε με την ταπεινή και εύδια μορφή της

ανάβρυσε μακάρια χωρίς επισημότη

απόμακρα, και απαθής από μεγάλα λόγια

θριαμβικές υποβολές των γνωστών μας φωστήρων.

Ήταν φωνή παράδοξη, χωρίς ηχολαλιά

μ’ ευγενική υπόκρουση θεσπέσιας μουσικής

και χαριτόβρυτες, απλές και άσπιλες κινήσεις

κινήσεις που δε γνώριζαν της κίνησης τους νόμους

κινήσεις αδιόρατες που λογισμός θεάται

στης φαντασίας την άυλη και ατρεμή πηγή

στης φαντασίας της πρωτινής χωρίς φαντασιώσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VI.  Έξοδος

 

Τα λόγια μοιάζανε στεγνά της λύπης αποπαίδια

της θλίψης που αδημονεί ζωντανούς να νεκρώνει

και να προβάλλει με παλμό άγχους την απειλή.

Διώχνοντας, αποδιώχνοντας το κοσμικό συμβαίνον

αρνούμενοι υποταγή στα μάταιο λογισμό του

αδυνατώντας έξοδο στου σύμπαντος την άκρη

νιώθουμε ολομόναχοι χωρίς τις παραισθήσεις

ονειροπόλων που ζητούν όρια να δρασκελίσουν

 των αλλαγών του χρόνου μας, δεσμών συνείδησής μας

μες τη συμβατικότητα ανθρώπινης ζωής

με τα μέγιστα ψεύδη τους και με τις υποσχέσεις

πομφόλυγες κάθε λογής με λάμψη περισσή.

Είν’ όλα τους τεχνάσματα, του ψεύδους προσωπεία

που αποκρύβουν της ζωής μυστικές αμυχές;

Γύρισα, ξαναγύρισα στου άγχους τη δαγκάνη

και αναλογιζόμουνα αν είναι πρωτινό

επάρατο αποκύημα της άμοιρής μας φύσης

που τίκτει αδιάκοπα τις τόσες μεθοδεύσεις

του λογισμού μας του σοφού και των απορροών του

αν όλο το συναίσθημα είναι η σκευωρία

του λόγου που παράγεται απ’ την εργώδη πλήξη.

Ήρθε μια σκέψη ζωντανή, των αιώνων σοφία

έτσι τη λέν’ οι ειδικοί σοφοί ανθρωπολόγοι

οι στοχαστές, οι ερευνητές μα και οι μυστικοί

ως ζωντανό αντίλογο στου άγχους τις χτυπιές

και στα φρικτά απόνερα πολλών συνοδοιπόρων

των αρνητών νοήματος στης γης την εξορία:

’Μην ψάχνετε στα πέρατα, πέρατα δεν υπάρχουν

ό,τι φαντάζει ως όριο στου σύμπαντος ακρώρειες

είναι μία ψευδαίσθηση και πρόκληση μεγάλη

που μάγεψε το λογισμό ανθρώπων της σπουδής

πολλών επίσης άμαθων με μυθικό το λόγο

με τις αλληγορίες τους, τα ιερόγλυφά τους

που ‘θρεψαν στη συνέχεια πολιτισμών βατήρες

και που σημάδεψαν μ’ ορμή φιλοσοφίες, τέχνη

θρύλους και μύθους ευγενείς πάντα μεταπλασμένους

σε αφηγήσεις πάμπολλες πολλών πολιτισμών.’

 

                                      *

Θα ήταν όμως βλάσφημη η άρνηση των πάντων

η εμπαθής απόρριψη μύχιων μηνυμάτων

που εκπέμπονται ειρηνικά από μόχθους αιώνων.

Αγγίζοντας από κοντά αυτές τις ακροάσεις

-παλιά σκουριά την είπανε κάποιοι μας φωτιστές-

οξύνεται η διάνοια, άπλωμα διανοίας

και το βαθύ συναίσθημα αγνίζει και το λόγο.

 

                                      *

Πού θε να βρούμε όρια

τα πέρατα του κόσμου μας

πέρατα και τα δικά μας

του κόσμου του συμπαντικού –ίλιγγος διανοίας

με μέγιστες ταχύτητες άστρων και νετρονίων

με αριθμούς που δύσκολα οι ερευνητές ιχνεύουν;

Οι προβληματισμοί πολλοί, οξύνουν, παροξύνουν

κι όσο τρανή η απόσταση μ’ ακρώρειες αχανείς

όσο κι αν παιδευόμαστε να φθάσουμε στα άκρα

τόσο αιχμαλωτίζουμε τον αιχμαλωτιστή μας.

Βρέθηκε ελιξίριο ανθρώπων δυστυχίας

το αιώνιο αντίδοτο στο μέγα παιδεμό

η νέα φρικτή παράκρουση με φρούδες ψευδαισθήσεις

στην άλυσο τη μέγιστη ανθρώπινης μωρίας

που μάχεται περιδεής σ’ έναν φρικτό δρυμό

που ‘πλασε ζώα και φυτά, πίθηκους και ανθρώπους

μύρια είδη ζωντανών, μικροοργανισμούς

ποικίλα άστρα απέραντα στων ουρανών τα πλάτη

τον άνθρωπο το μοναχό με σκέψη, λογισμό;

Ω αυταπάτες τραγικές ανθρώπων μεθοδείας

ατέλειωτες προσπάθειες με δόλο και με πάθος

εύγε και ανασασμοί των ωραίων ψυχών

υπάρξεις αγραυλίζουσες στου σύμπαντος τους θόλους

κι άλλοι πολλοί πολλοί πολλοί με νυσταλέες όψεις

που απαιτούν θεάματα και άρτο επιούσιο

σαν τα νεκρά θηράματα στων κυνηγών τους σάκους

ω μάζα, πλέμπα ανίσχυρη, πάντα περιδεής

που αισμαλωτίζεσαι εύκολα απ’ τις δημοκοπίες

και τα φτηνά δολώματα ανθρώπων της φθοράς…

 

                                      *

Ακρανεμίστηκε σφοδρά ο φτωχός λογισμός μου

νοστάλγησα περιπαθώς να βυθιστώ στο βάθος

να δρασκελίσω ισώματα με την πολυχρωμία

των ξωτικών των λουλουδιών με μύριες αποχρώσεις

με ελαιοπερίβολα, μ’ αχλαδιές ανθισμένες

πασιχαρείς νυφούλες μας  που πλάθουν τους καρπούς

μ’ άγριους θάμνους στις πλαγιές μ’ αγράμπελη ζωσμένους

με αγριομουργιές πολλές –γλυκύτατοι οι καρποί τους.

Εδώ και κει ξεπρόβαλλαν χελώνες φοβισμένες

οι σαύρες, ολοπράσινες, σέρνονταν βιαστικά

κοτσύφια, τσαλαπετεινοί, αγριοπεριστέρια

αλώνιζαν ειρηνικά το παρθένο τοπίο

και μακριά, απόμακρα, στα πεδινά του δάσους

ήχοι φλογέρας έμελπαν των κουδουνιών τους ήχους

ήχους προβάτων άκακων που μασούσαν τη χλόη

το λαμπερό το πράσινο της μάνας μας της γης.

Ένιωσα πως μου μίλαγαν πολύφωνα, ενιαία

τα τόσα τόσα πλάσματα, δένδρα, φυτά και ζώα

η γη με την απλόχερη χάρη της που σκορπίζει

χρώματα, ανθούς, δένδρα πτηνά, μύριες αποχρώσεις

ένιωσα ναι κι εγώ παιδί της μάνας μας της γης

καθώς ρυάκι δεξιά κελάρυζε μακάρια

κι αλεπουδίτσα πονηρή κρυμμένη μες το θάμνο

ζητούσε με προφύλαξη νεράκι για να πιει.

Κάποια αγριογέλαδα, μονάχα, μεστωμένα,

χάνονταν με βραδύ παλμό στην ακρολαγκαδιά

με βλέμματα αδιάφορα σκυμμένα στο χορτάρι.

Ανέπνεα περιπαθώς πλέριες μορφές ζωής

κι ένιωσε τότε ξαφνικά μέσα στη μοναξιά

πόσο οι αισθήσεις οι τρανές ανταμώνουν τη φύση

και πώς συσχηματίζονται ως νέα πανδαισία

πλέκοντας αδιόρατα τη θεία κοινωνία

φύσης, ανθρώπων και πτηνών, λουλουδιών και χρωμάτων

αναιμικών δενδρόφυλλων, αγριομουργιών καρπούς

ζώων που αγωνίζονται για να επιβιώσουν

των ανθρώπων της εξοχής, αγροτών και ποιμένων.

Δε χαμογέλασα ευθύς, ένιωθα ενωμένος

μ’ ό,τι οι αισθήσεις μου οι πολλές ζωγράφιζαν βαθιά

στο είναι μου, στο λογισμό τοπία και στιγμές

ποικίλες όψεις φυσικές πλέρια αδελφωμένες

με την ασπαίρουσα ψυχή ενός απλού οδίτη

και πόσο ο ρομαντισμός, βαθιά θεωρημένος

και λεύτερος από υπερβολές κάποιων του υμνωδών

ανασυντάσσει παρελθόν στου παρόντος τη χάρη

όπου ενώνονται οι σχολές αισθητικών και άλλων

και ανασταίνεται ευθύς έκπαγλη ωραιότης

τεχνούργημα απέριττο, δόξα των ουρανών

και της ψυχής στερέωμα πέρα από επιφάσεις

μακριά, ω ναι, πολύ μακριά από ωραιολογίες

και απ’ τα λόγια τα πολλά κάθε μορφής της τέχνης

γιατί υπάρχει το πολύ, το ανέκφραστο, το άγιο

το αειδές, το απόλυτο, το άρρητο, το θείο

πέρα από τα δόγματα και τις διδασκαλίες

που κατατρίβονται συχνά σε σχολαστικισμούς.

Ποιο άγχος, αναφώνησα

και ποια αντιλογία

διεμβολίζει αληθινά

κρυμμένους θησαυρούς

θραύοντας επιπόλαια

τις χαρμικές δυνάμεις

που αναδύονται ευθύς

σαν η ψυχή μονάχη

λόγος και το συναίσθημα

βαθύτατα ενωμένα

τρέπουν σε άτακτη φυγή

έγχρονους πειρασμούς

που ανασυντάσσουν ήρεμα

της ψυχής ηλικίες

με μόνο υποπόδιο

την άμεση λαμπρότη

αδιάστατη, παρθενική

έξω από το βάρος

της χρονικότητας ιού

που αναδίνει άγχος;

Έπαυσα να λογίζομαι

περίλαμπρος, αιθέριος

αγνόησα κάθε άγχος

η επίσκεψη της πλήμμυρας

δεν ήταν παραισθήσεις

ονειρική επίσκεψη

που χάνεται και φεύγει

αποδημητικό πουλί

φθινόπωρης εσπέρας…

 

                                      *

Παρόρμηση επιτακτική μ’ οδήγησε πιο πάνω

στο ύψωμα το πέτρινο και περικυκλωμένο

απ’ το μεγάλο σύδενδρο των απόρθητων θάμνων

που ριζωμένοι στο σκληρό και τον πετρώδη λόφο

ομορφοστεφανώνονταν από κάτασπρους βράχους

από γυμνά πετρώματα –αετοφωλιές τα λένε.

Το θέαμα από μακριά έμοιαζε παραμύθι

η αρμονία του πράσινου με τη λευκή στιλπνότη

κι από ψηλά πετούμενοι δυο αετοί μεγάλοι

έκαναν το περίγραμμα μικρής μεγαλειότης

σαν ζωγραφιές μικρών παιδιών που πάνω στο χαρτί

σμιλεύουν το απέραντο σε μια μόνη σελίδα

απολαμβάνοντας απλά την παιδική λαμπρότη.

Πάλεψα με ευλύγιστους αγκαλιασμένους θάμνους

τους θάμνους αγριομουριάς, μυρτιάς γερά πλοκάμια

σχινάρας μ’ έρπουσα πνοή που ζωντάνευε αγριότη

παραλλαγές του πράσινου, γλυκύτητα ανθέων

και κάπου κάπου πιο βαθιά αγκάθινες στοιβάδες 

ως άκακο μειδίαμα παλιούρας που ερπόταν.

Ανέβαινα προσεκτικά, μια έχιδνα πιο πέρα

αστραφτερή, ακίνητη, με χρυσαφένιο χρώμα

παρατηρούσε ανέμελη, ήταν κουλουριασμένη

στη ρίζα ενός νιόφυτου θαμνίσκου του βουνού.

Η κορυφή με δέχτηκε με τη λευκή λαμπρότη

ξέμονων πετρωμάτων, άγνωστων

και φιλόξενων, των αετών φωλιές.

Ήταν όμως η έκπληξη μία, μοναδική

καθώς όρθιος στο ψηλότερο των βράχων ακροπάτι

αντίκρισα τη μακρινή του πελάγου την όψη

με τα μεγάλα κύματα που άσπριζαν σαν χαίτες

σαν χαίτες αγριάλογων που τρέχουν στην πηγή

νερό ζητώντας δροσερό τη δίψα τους να σβήσουν.

Βαθιά κάποια πλεούμενα πελάγους ποντοπόρα

ταξίδευαν ευθύβολα, κύματα αγνοούσαν

ενώ στο ακροπέλαγος, έτσι μ’ εξαπατούσε

ο ουρανός αντάμωνε με το θαλασσανέμι

κλείνοντας το περίγραμμα στων οφθαλμών τη βλέψη.

Ψηλά, ψηλά ο ουρανός έγνεφε αστραφτερά

κρύβοντας με τη λάμψη του σύμπαντος τον μέγα

τον μέγα και υπέροχο σελαγισμό των άστρων

των άστρων των ατέλειωτων, το μέγα το μυστήριο

των οφθαλμών αγλάισμα τις νύχτες τις λαμπρές

κι όσο το σκότος πιο πυκνό, τόση και η λαμπρότη.

Βρέθηκε στην ακροραχιά φιλόξενη ισιάδα

και κάθισα περίσκεπτος, ανάλαφρος, αβρός

η πρώτη μου συγκίνηση στα χθαμαλά του δάσους

ζωπύρωσε αναίτια το νου και την καρδιά μου

στο άπλωμα το μέγιστο συμπαντικής πνοής.

Που ‘ναι το  άγχος το πικρό του φίλου του καλού;

Ποτέ δεν ενωτίστηκα συμπαντική ευωχία

τη μείξη του ανθρώπινου με άπειρη πνοή

την άρρητη, απόλυτη, μύχια κοινωνία

ανθρώπινου και κοσμικού έξω απ’ το χωροχρόνο

‘’έξω’’ και ‘’μέσα’’ χάνονται, αδυνατούν να δείξουν

τα άλλο το στερέωμα –κρηπίδα των πραγμάτων

όπου το μέγα, το μικρό, το πολύ και το λίγο

είναι χωρίς νόημα χωρίς την απαρχή.

Ένιωθα πως ενώθηκα με πλέριο ουρανό

μ’ αστερισμούς κάθε νυχτιάς που γνέφουν το μυστήριο

με χρώματα και εύοσμους ανθούς των λιβαδιών

με τους κρωγμούς και τις φωνές παραδείσιων πτηνών

με τη μεγαλειότητα της ένδον χαρμονής.

Λησμόνησα μακάρια του φίλου τις ενστάσεις

και γρήγορα εννόησα τον άλλο μου εαυτό

περίφροντι και πελιδνό, αρνητικό, λειψό

την απαστράπτουσα πνοή της καθημερινότης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VII. Δοκιμασία ορίων

 

Κείνες οι ώριες οι στιγμές

δεν ήταν αυταπάτη

ονειρική κατάσταση

και λογισμού υστερία

δεμένη με συναίσθημα

που χάρισε η φύση

ζηλευτές περιπλέξεις της

γραφίδα της ψυχής

ψυχής που σιγοδιάβαινε

στου χρόνου τα τενάγη

και προσπαθούσε εμμανώς

το Νόημα να βρει

μέσα απ’ τα χαλάσματα

ανθρώπινης δουλείας

που ξεπροβάλλει πάντοτε

ως ελευθεριότης

και ως ο δρόμος  ο καλός

της πλέριας πλησμονής

μιας πλησμονής ψευδότιτλης

με ακόρεστες βλέψεις

που προκαλούν αδιάκοπα

ανθρώπινες ζωές.

Δεν είναι μία πρόκληση

της εξωτερικότης

δεν είν’ το άχθος το βαρύ

της έγχρονης θητείας

είναι δεινή επιλογή

ανθρώπινης μωρίας

και ξέχειλης παράδοσης

σε πάροδους που δείχνουν

ότι παρέρχεται ευθύς

κι ας μοιάζει επουράνιο.

Με πήρε ύπνος νήδυμος

στης βίγλας τ’ ακρομέρι

γερμένο ανακουμπιστά

στου βράχου το πλευρό

καθώς ο μπάτης ο γλυκύς

χάιδευε την ψυχή μου

και τα ανάρια σύννεφα

απόδιωχναν ακτίνες

του ήλιου μας του φαεινού

που μας λοξοκοιτάει

μέρα και νύχτα ολοταχώς

χωρίς αναμονή.

 

                                      *

Δεν ξύπνησα απ’ το λήθαργο

άρρητης κοινωνίας

μες τις στιγμές τις ακριβές

της βλογημένης μέρας

καθώς σιγοκατέβαινα

απ’ την ανηφοριά

θάμνων  στεφανωμένων

με πέτρες απελέκητες

που φάνταζαν σαν κάστρο

σαν πολεμίστρα των καιρών

που σκορπάει ειρήνη

σε όσους ονειρεύονται

τους λόγους της καρδιάς.

Ήταν λοιπόν το όνειρο

που κράταγα εντός μου

η συναυλία η άφωνη

οπτασία ανάρια

που αλαφρώνει την ψυχή

απ’ τα δεσμά του χρόνου

για ν’ αντιμάχεται ευθύς

ακροκεραύνια πλήξη

αιώνιο αντίβαρο

σε κάτι πρωτινό;

Τι θα ‘κανα ο άμοιρος

στη δημοσιά του κόσμου

σε υποχρεώσεις της ζωής

πεζότητα του βίου;

Είν’ ο ανάριος στοχασμός

άνθος περαστικό

μυρίπνοη επίσκεψη

που χάνεται στα σκότη

στης ακηδίας τις στιγμές

που άγχος προκαλούν

άγχος που μηχανεύεται

παλιές και νέες απάτες

για να ποιμαίνεται η ζωή

με τις επινοήσεις

με τα φτηνά σοφίσματα

μες τις χαμοτοπιές της

που άλλοι τις βαφτίζουνε

ηρωικές ιδέες

με ήρωες κομπάζοντες

στα κοσμικά σαλόνια

και σ’ όλους τους ιστότοπους

φτηνής αδολεσχίας;

 

                                      *

Το μονοπάτι χλοερό

με γύριζε στο σπίτι

στην αγροικία την απλή

-δεν ήταν κατοικία-

δεν ένοιωθα πως κατοικώ

μόνιμα σ’ έναν τόπο

ιδιοκτήτης συνεπής

με πρόσοδο ικανή

και με τις βεβαιότητες

αστού των νέων χρόνων

ή προλετάριων πολλών

που μάχονται για στέγη

με τιμές, επιδόματα

και άνετη ζωή.

Δεν δικάζω κανένανε

και δεν καταδικάζω

ανθρώπων τις αγνοπνοές

που γίνονται φενάκη

ματαιότητας επίσκεψη

στη δίνη των καιρών

καιρών, ναι, νέων και παλιών

με πλήθος συνθημάτων

ιδεών παθογένειες

που κρύβονται περίτεχνα

σε στομφώδεις ιδέες.

 

                                      *

Σταμάτησα το διάβα μου

φρικτό άλγος με βρήκε

αιφνίδια επίσκεψη

αστραπιαία σφαίρα

με άπειρη ταχύτητα

σαν κεραυνοβολή

που ‘ρχοταν από μακριά

από κοντά δεν ξέρω

γιατί η βεβαιότητα

ήταν τόσο μεγάλη

που οι αποστάσεις μίκραιναν

ο χρόνος ατονούσε…

Αυτές οι έναγχες στιγμές

με άβατη βαθύτη

της αβύσσου αναλαμπές

που νύχτα διαμηνούσαν

όχι τη νύστα των ψυχών

τη νύχτα τη δική μου

παρέλυσαν το βήμα μου

και μια παλιά ξερολιθιά

έγινε κάθισμά μου

καθώς η ετοιμόρροπη

και πνιχτή ύπαρξή μου

θα σωριαζόταν ξέθωρη

σ’ ερημική γωνιά

σαν άσημος επίλογος

ενός ανάξιου βίου…

 

                                      *

Χάθηκε ο παράδεισος ψεύτικων βιωμάτων

μια πρωτοπαιδικότητα βαθιά αναπλασμένη

από γλυκοπεράσματα σε γόνιμους λειμώνες

τέχνης του βίου και τεχνών, ποίησης και σοφίας

ή όλο το οδοιπορικό δεν ήταν παρά πλάνες

ιδανικεύσεις εύπλαστες της παραμυθοχώρας

που γαλουχεί νηφάλια τον πρωτολογισμό;

Τι μου συμβαίνει έλεγα στον ακρολογισμό

στο νόθο εκείνο λογισμό περίπνευμα απάτης

που στήνει το συναίσθημα σε άγουρες ψυχές

και που τραντάζεται ευθύς στη μπόρα της ζωής;

Δεν ένιωσα τι έγινε, ήμουνα μουσκεμένος

από την ξαφνική βροχή που ενέσκηψε –βολίδα

καθώς ημιαναίσθητος έχασα το δεσμό

που με συνέδεε μυστικά με πλέρια ομορφιά.

Μόνος μου και κατάμονος άρχισα να κρυώνω

προσπάθησα να ορθωθώ για να γυρίσω σπίτι

στο ερημικό κατάλυμα –ασφάλειας σημείο.

Άρπαξα από δίπλα μου ένα ραβδί φθαρμένο

και υποστηριζόμενος, κυρτός και κουρασμένος

πήρα το μονοπάτι μου, πήρα το μονοπάτι

το μονοπάτι το γλυκό που έγινε ρυάκι

απ’ το γρήγορο πέρασμα της άγριας καταιγίδας

που κόπασε αιφνίδια –αιφνίδια είναι εκσκήψει.

Αντίκρισα με βλέμμα αργό ελαφροκατηφόρα

που οδήγαε υπάκουα στη γνωστή λαγκαδούλα

εκεί που κάποτε άκουσα έναν ωραίο ύπνο

λουσμένο απ’ τη μάνητα και τη χαρά της ζήσης.

Ήταν λόγια αυτοσχέδια από την Αρτεμούλα

έρημη και παντέρημη συλλέκτρια των χόρτων

των χόρτων κείνων των αγρών που οι κυρίες ζητούσαν

απ’ τη γνωστή και έντιμη κυρία των αγρών.

Σταμάτησα το βήμα μου, το ραβδί με κρατούσε

έκλεισα μάτια ήρεμα τη μελωδία ν’ ακούσω

κείνο το άσμα το σεμνό που η κουρασμένη μόνη

το σιγοψέλλιζε  γλυκά και παραπονεμένα

περίλαμπρο αντάμωμα λύπης και πλησμονής.

Άκουγα και δεν άκουγα, η μνήμη αναδυόταν

κι όταν η μνήμη γίνεται ανάμνηση ζωής

ο λόγος μας και η καρδιά κάνουν ωραίο ταίρι.

Ήταν το άκουσμα γλυκό μέσα στην ερημία

κι ας το σιγοτραγούδαγε κάποια μόνη ψυχή

πριν από χρόνους και καιρούς τους τρισμακαρισμένους

στου ουρανού τα πέρατα, της καρδιάς μας λιμάνια

με τους μικρούς κολπίσκους τους, κρυμμένες τους ακτές

κοντά στο μεγαλίμανο με τα μεγάλα πλοία.

Άκουγα και δεν άκουγα, λυπόμουν κι ευφραινόμουν

πέταξα το ραβδί μακριά, ανέλαβα δυνάμεις

από το μέγα άκουσμα στην αυλή της ψυχής μου.

Θυμάμαι κάποιους στίχους του, τους επαναλαμβάνω:

’Ω ταξιδιώτες της ζωής

με τις πολλές προμήθειες

και τις καλές αναμονές

στις τσέπες των ψυχών σας

σα νιώθετε ελεύθεροι

του κόσμου επιστάτες

και κύριοι και άρχοντες

και δούλοι και σπουδαίοι

μην περιμένετε ποτέ

δικαίωση να δείτε

να σας χειροκροτούν συχνά

οι όμοιοι οι δικοί σας

να σας επιβουλεύονται

οι άλλοι οι εχθροί σας. 

Μην περιμένετε ποτέ

στη δόλια τη ζωή σας

δκαίωση και άνεση

πλούτο και ευτυχία.

Ένα μονάχα θα σας πω

η άμοιρη γυναίκα

απλή χορτομαζώχτρα εγώ

βρίσκω στον εαυτό μου

κάποιους κρυμμένους  θησαυρούς

που πλούτη δεν τους φτάνουν

που των ανθρώπων οι φωνές

κακιές περπατησιές τους

πάνε αλάργα, μακριά

ποτέ δεν πλησιάζουν

της καρδιάς μας τα σύνορα

που έκταση δεν έχουν

που ποτέ δε συγκρίνονται

με λίρες και με προίκες

με τα χειροκροτήματα

τα ψεύτικα τα λόγια…’’

…………………………………………………………………………

 

                                      *

Δεν ξέρω αν κατάφερα σωστά να αποδώσω

την ελεγεία μιας ψυχής πριν χρόνια πεθαμένης

με μύχια θροϊσματα που θάνατο δεν έχουν.

Το πνεύμα όμως της φωνής που μέσα μου ηχούσε

δε γράφεται με λέξεις

όσο κι αν ζωγραφήματα ποιητικής επίνοιας

τείνουν να      προσεγγίζουνε της ψυχής τ’ άυλα βάθη

και του νηφάλιου λογισμού τους μυστικούς αρμούς.

Δυναμωμένος ένιωσα από την εισβολή

σκηνών που δεν ταιριάζουνε με τα παραμυθάκια

των μύθων ευτυχή παιδιά που ολοσυμβολίζουν

τους κόσμους που δε λέγονται μα που οι μύθοι δείχνουν

και τα παραμυθάκια τους περίτεχνα ψελλίζουν.

Ένιωθα όμως ο φτωχός του κόσμου μας διαβάτης

κάτι πιο τρισμακάριστο, όντως αλλοτινό

που προσπερνάει από μακριά

τις πλέριες αναμνήσεις

τις ψευδαισθήσεις τις παλιές

ευτυχίες και πάθη

ανθρώπων την κατάσταση, την καθημερινότη.

Το ‘νιωθα καθώς ήμουνα 

και γω ένας διαβάτης

ένας τυχαίος πάροικος

χωρίς την κατοικία

και τις μικρές ανέσεις της

που σιγουριά προσφέρουν

τη βεβαιότη τη γνωστή

τη μόνη αυταπάτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VIII.  Έρεβος

 

Γρήγορες οι μεταστροφές ανθρώπινης ψυχής

γοργά ‘ναι τα πετάγματα, συχνές οι μεταπτώσεις

και της ανάγκης ο ζυγός πολύ καλά κρατεί.

Ήμουν και ‘γω ο ταπεινός της γης ονειροπόλος

ο νυχτοβάτης των στιγμών, φτωχό ανεμοδούρι

κι ό,τι καλό κι υπέροχο πλήρωνε την ψυχή μου

ψευδαίσθηση  ήταν των στιγμών, της πλάνης, του ονείρου

που γρήγορα κατέπιπτε –παλαίστρα η ζωή

για να γυρίζει αμείλικτο το άγχος, η ανία

σαν τον δεινό τον παλαιστή που έξυπνα μπλοφάρει

για να γυρίζει αμείλικτος στην παλαίστρα και μόνος

έχοντας τρέψει σε φυγή δεινούς του αντιπάλους

που ακκίζονταν, που ψεύδονταν, που έπαθλα κινούσαν

τις ψευδαισθήσεις των στιγμών, του βίου τις απάτες;

Τα λόγια όμως της καλής, της άληστης γυναίκας

μου ‘δωσαν νέα πνοή με δύναμη γεμάτη

στην παλλομένη μου καρδιά που μάταια ζητούσε

να αποκτήσει νέα αλκή, του πνεύματος φτερά.

Άνοιξαν δρόμους άρρητους, άβατους σε πολλούς

σε όσους ζουν κι εμπνέονται απ’ το παροδικό

από τα ξυλοκέρατα μιας πρόσκαιρης ζωής

είμαι και ‘γω ο ασθενής, γιος επιπολαιότης

μα μου ‘μελλε να ξαναδώ ώριες αποκαλύψεις

και τάχυνα το βήμα μου κατά την αγροικία.

Η μνήμη μου αδυνατεί να ‘γγίξει τα στρουθία

τις όμορφες ανάμνησες, απέριττες στιγμές

και εμβιώσεις των στιγμών, ενιαυτών κι χρόνων

ήτανε όλες τους μαζί μια ομορφιά και μόνη

και κάθε μια ξεχωριστά αγκάλιαζε την άλλη

και χάνονταν μακάρια σαν ασπροπεριστέρια

πέρα απ’ της μνήμης της καλής τ’ απέραντα τοπία

τοπία, ναι, παράδοξα χωρίς γνωστές σκηνές,

περίλαμπρου και ακριβού φωτός υποσκιάσεις

και αλουργίδες θαυμαστές της δειλινής μαγείας

της λεπτοπάρειας ηούς, των θεσπέσιων ήχων

της πανεξαίρετης πνοής της θεάς μουσικής

της μούσας της πολύπτυχης που αγγίζει καρδιές

και σιγοσβήνει με παλμό σ’ ερημική γωνιά

καθώς ο χρόνος που κυλάει δίνει άλλα τοπία

τερψιχαρή και μαγικά που όμως  ανεμίζουν

ανανεώνοντας ευθύς θερμότητα και ψύχος

της άμοιρης και άσπονδης τροπής του ανθρωπίνου.

 

                                      *

Πάλι ατρόφησε η πνοή

νέο ραβδί ζητούσα

του δειλινού τα χρώματα

σιγοπνοές της φύσης

και τα γογγοπετάγματα

φοβισμένων πουλιών

απ’ τη σκληρή επίθεση

του Αετού και του Πετρίτη

τα μακρινά βελάσματα

απόηχοι αποπέρα

του κοπαδιού που γύριζε

απ’ των αγρών τη χώρα

ενώνονταν μακαριστά

με τη φωτοχυσία

της αμφιλύκης την πνοή

που μάγευε τη βλέψη

και της ψυχής τα σύνορα

που τρέφουν τις αισθήσεις

κι άλλες πολλές υποβολές

εσπερινής μαγείας

ήταν μικρά πολύ μικρά

εναύσματα πνοής.

 

                                                *

Ανόητε, ψιθύρισα στο δόλιο εαυτό

πού θα τη βρεις τη χαρμονή

της επουράνιες βλέψεις

όταν πολυταράζεσαι κι ανασκιρτάς αντάμα

στις έρημες, πανέρημες εκτάσεις της ζωής σου;

Δε θα ‘βρεις την ανάπαυση

μαγείας τόποι φεύγουν

σαν παραμύθι ντροπαλό

ενάντια στη σκληρότη

και στα σκαμπανεβάσματα

χαμοζωής τεκμήρια.

Χάνεσαι μέσα στις στιγμές

που λες μακαριότη

και ξαναπέφτεις άτολμος

στο έλος της ζωής

όσα ραβδιά κι αν σε βοηθούν

τα φτωχά δεκανίκια

είναι φτηνά παυσίπονα

που κανέναν δε γιάνουν.

Γύρνα καλέ στον τόπο σου

στο σπιτοκάλυβό σου

και μη νυχτώνεις άσκοπα

στα όμορφα τοπία

που ‘ναι της γης φαντάσματα

είδωλα της ψυχής σου

σαν ψεύτικα ανάκτορα

που μηνούν βασιλείες

σε άχρηστους κι ανύπαρκτους

στάβλους σαν του Αυγεία…

 

                                                *

Του δελινού τα χρώματα πτερορρυούσαν, φεύγαν

της νύχτας τα γκρίζα φτερά σκούραιναν, εφορμούσαν

και οι σκιές των άπνοων των δένδρων του δρυμού

υπόσχονταν μακάβρια της νύχτας το λεφούσι.

Παράδοξα αισθήματα ανθρώπινης θητείας

στους φυσικούς συμβολισμούς και στην απροσωπία

των γήινων δυνάμεων που είναι κοινωνές

με του ανθρώπου την ψυχή όταν βαθιά νοεί

την άπειρη ενότητα και τέχνη του παντός.

 

                                      *

Τι αποκόμισε ο φτωχός της ζωής οδοιπόρος

με τις ωραίες του στιγμές και τις παλινωδίες

της βιωτής του της μικρής με τόσες εμπειρίες

που ‘μοιαζαν με ατέλειωτες σκηνές γνωστών θιάσων

και που στο βάθος ήτανε χωρίς αρχή και τέλος;

Δε θα ‘θραυε το κέλυφος της παντοδυναμίας

του χρόνου το βαρύ ζυγό, τις αλλαγές των πάντων

και της δικής του της ζωής της βαριοπλουμισμένης.

Έφθασε ως την έκσταση, μαγνητιζόταν όλος

κι όμως ξανάπεφτε ενεός σε κοσμικές αυλές

γνήσιο τέκνο της ζωής της τόσο τετριμμένης

στης Λάχεσης τους πλόκαμους, της Ατραπού δεσμά.

 

                                      *

Ο δρόμος του ήτανε μακρύς

θα ‘φτανε ως τη στέγη

τη στέγη την απέριττη

στην αγκαλιά του δάσους

να πέσει στο ανάκλιντρο

η δίνη να κοπάσει

κι ο ύπνος ο νηφάλιος

ειρήνη να του δώσει.

Αργοπερπάταγε νωθρά

νέο ραβδί κρατούσε

κι όμως ποτέ δεν έφθανε

στην όμορφη εστία

στο καλό καταφύγιο

στων στοχασμών τη σκέπη

με τη νηφάλια σιωπή

σ’ ακρότοπο του δάσους.

Πόση ώρα περπάταγε

άνοια τον κατείχε

για κουρασμένος και βαρύς

έπαυσε να λογιέται.

 

                                      *

Ω της ζωής τα σύννεφα

φρικτές ανεμοζάλες

που κρύβετε επίμονα

τη μεγάλη πνοή

την άνασσα, παντάνασσα

που νεκρούς ζωντανεύει

τη μυριοπολυπόθητη

ανθρώπινη πληρότη

και που μεταμορφώνετε

άνθη των απαρχών

σε άγχος ανυπόφορο

που αφρούς αναδίνει

σκοπούς και σκοπιμότητες

που έρχονται και φεύγουν

μες την ακόρεστη ορμή

ανθρώπινης μικρότης…

Δεν ήτανε μικρόψυχος και ας λιποψυχούσε

στα ταραγμένα τα νερά –κρουνό της ύπαρξής του

ζούσε στιγμές εξαίσιες, συχνά κατανικούσε

του χρόνου το βαρύ ζυγό, του άγχους αποπαίδι

ευγενική η στόφα του, γι’ αυτό δοκιμαζόταν

δεν ωριμάζει τίποτε χωρίς δοκιμασίες

χωρίς την ακροπέτεια στις πύρινες τις ζώνες

που ανατίκτουν είδωλα ειδωλοκυνηγών

για να γκρεμίζουν άστοργα το μάταιο παιγνίδι

άλλων αναζητήσεων στων παθών μας τους τόπους

που στέλνουνε συχνότατα στην αποκαραδοκία

και στην αλογική ορμή  -μηδενισμό τη λέμε

στον άστατο και τραγικό τριγμό της συντελείας

καταβροχθίζουσα άβυσσο που ανατίκτει πάντα

νέα θηράματα πικρά μέσα στο θρίαμβό της

στα ψεύδη-αυταπάτες τους που ευδαιμονία τάζουν.

 

                                      *

Οδοιπορία ήτανε η άσημη ζωή του

οδοιπορία απέραντη χωρίς αρχή και τέλος

του το ‘λεγαν πολλές φορές τα βάθη της ψυχής του

κι αν κάποτε ξεμάκραινε έξω απ’ τους θορύβους

ένιωθε πως ενώνονταν με τη μακάρια ολότη

την απειροδιάστατη παναρχή της ζωής.

Έρχονταν όμως και στιγμές που πύρινη ρομφαία

του άγχους του πανάρχαιου δεινό απολειφάδι

που τον γκρέμιζε άσπλαχνα στο μέλανα δρυμό

πλάι σε ιππότες θρυλικούς που ‘πλασαν και τον Φάουστ

για να επιστρέφει πελιδνός και καταματωμένος

στου κόσμου το βαρύ ζυγό, στης θλίψης τις πλατείες

σε λεωφόρους πάμφωτες με ψεύτικα τα φώτα

ευδαίμονων, ταλαίπωρων θεατών θεατρίνων.

Γινόταν και ο φίλος μας μαζί με την παρέα

ο άγνωστος μα βέβαιος θεατής-θιασώτης

Τι έγινε, πώς χάθηκε εκείνη τη νυχτιά;

Έτρεξα από πλαϊνό δρομάκι αγκομαχώντας

-είχα έναν καλό φακό που φώτιζε δρομίσκους

και με προστάτευε ο καλός από ανωμαλίες

από πέτρες άτακτες, λακούβες και θαμνίσκους

στα μονοπάτια τα κρυφά που ‘φταναν στον οικίσκο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

IX.  Ανω-καταβάσεις

 

Ξεστράτισε ο αγαθός μέσα στην ταραχή του

και βρέθηκε ξημέρωμα κοντά στο ακροπέδι

εξαντλημένος, έρημος με πληγιασμένο σώμα

και με αναιμική πνοή που θάνατο μηνούσε.

Κειτόταν ολομόναχος σε ένα ακροδρόμι

το πήρε και ανήμπορος ξάπλωσε στη δροσιά

αγκαλιασμένος, άμοιρος με χλόη τη βρεγμένη

με βλέμματα ανήμπορα και εξουθενωμένα.

Τον βρήκαν και τον μάζεψαν οι χωρικοί αποπέρα

καθώς με την υγρή αυγή κινούσαν για το βιο τους

για λιγοστά τους ζωντανά στα μικρολιβαδάκια

κάποιες ελίτσες λυγερές που λάδι τους προσφέραν

και χωραφάκια σιτηρά για το φτωχό ψωμί τους.

Μισοκατάλαβαν αυτοί την περιπέτειά του

και ένστικτο τους έλεγε πως θα αναθαρρούσε

αν ρούχα του αλλάζανε και θέρμη του προσφέραν

στο τζάκι το πρωτόγονο της πρώτης κατοικίας.

Τον πήρανε στο κάρο τους και τονε αποθέσαν

κοντά στην ντροπαλή φωτιά που έκαιγε στο βάθος.

Ξύπνησε απ’ το λήθαργο και άνοιξε τα μάτια

η μνήμη όμως ήτανε θαμμένη μακριά

κι όταν του μίλησαν απλά, του πρόσφεραν το τσάι

άρχισε να συνέρχεται ενεός και ντροπιασμένος.

Άκουγε λόγια από απλούς και άγνωστους ανθρώπους

κατόρθωσε ν’ ανασηκωθεί, να δει για να γνωρίσει

και η φωνή των άγνωστων κάτι διαμηνούσε

προτού η περιέργεια νικήσει την απλότη.

Θυμάται λόγια, τα ‘λεγε συχνά στον εαυτό του

λόγια ακοινοποίητα, άγνωστα στους πολλούς.

Η Δέσποινα η νοικοκυρά με ήρεμη φωνή

του πρόσφερε το κύπελλο το τσάι για να πιει

προφέροντας μ’ απλότητα πρωτάκουστα λογάκια:

’Σε περιμέναμε καλέ

είσαι ο άνθρωπός μας

κάποτε γνωριζόμασταν

χαθήκαμε απ’ τη βιάση

απ’ της ζωής μας τα δεσμά

που αποδυναμώνουν

την πρώτη πρώτη γνωριμιά

που κοινωνία λέμε

ό,τι μας βγαίνει ξέχειλα

για άλλους να πληρώνει.’’

 

Γνώρισε, αναγνώρισε την όμορφη κυρά

ντυμένη με τα πρόχειρα μα καθαρά σκουτιά

του ‘λεγε κάποιο μυστικό η απαλή φωνή της

έφτασε ως τα κράσπεδα του συναισθήματός του

αυτή η μορφή η άγνωστη που του ‘λεγε τον ξέρει;

Σταμάτησε ο λογισμός, βλέφαρα ενωθήκαν

κι οι αποστάσεις χάθηκαν σ’ εγγύτητας τη χώρα .

Αδύναμος ν’ αποκριθεί προτού κατανοήσει

τι του συνέβη τη νυχτιά και τι αναζητούσε

πριν συγκεντρώσει ο καλός μνήμη και φαντασία

το λογισμό, συναίσθημα και τη συνειδητότη

αφέθηκε αμέριμνος στους άγνωστους γνωστούς του.

Θυμότανε αργότερα και κάποια άλλα λόγια

λόγια του συμπαθέστατου, του κύρη της εστίας

της φτωχικής και έρημης, της μικροκατοικίας

με την απέριττη ομορφιά, ψυχής το μεγαλείο.

‘’Δε μας θυμάσαι άρχοντα

δεν είμαστε του κόσμου

δεν ξέρουμε τις τέχνες του

και τα καμώματά του

τις νίκες και τις ήττες του

τον πόνο την οδύνη

και τις πικρόχαρες στιγμές

που τρέφουν ψευδαισθήσεις.

Ήσουν και συ παρών εκεί

μα νιώθω πως βαθιά σου

πολύ βαθιά στον κόσμο σου

πέρα απ’ τα σωθικά σου

κάτι θυμάσαι όμορφο

που πλάθει τη λαμπρότη.

Θα ‘ταν αδύνατο καλέ

 να μη βρεθούμε αντάμα

η θύμηση, η θύμηση

των πιο καλών στιγμών…

…να γιατί γνωριζόμαστε

πολύ πριν ιδωθούμε.’’

 

                                      *

Ο άνθρωπος, συνάνθρωπος, φίλος και αδελφός

βρέθηκε μες την έκπληξη που προφθάνει το άγχος

την έκπληξη τη χαρμική που λέγεται πληρότη

το αδαπάνητο παρόν που διαλύει τα νέφη

τους κεραυνούς τους άσπλαχνους που οι ίδιοι μας πετάμε

σπάζοντας το βαθύ δεσμό

που μας ενώνει πλέρια.

Ανάγνωσε στα βλέμματα

και στις απλές κινήσεις

όλα όσα ποθούσε

ό,τι η Λήθη η σκληρή

άρπαξε απ’ τη Μνήμη

για να γεννήσει τραγικά

τον έναγχο το λόγο

λόγο του Κρόνου το σκληρό

που πάθη μαγειρεύει.

Έμενε πάντα σιωπηλός

συνερχόταν αργά

και οι καλοί, φιλόξενοι

αγαπημένοι φίλοι

ετοίμαζαν ζεστό φαϊ

για άγνωστο γνωστό

γεύμα απλό και φτωχικό

με πλούτο που φωτίζει

μια κρύφια διάσταση

ανθρώπινης ζωής.

 

                                      *

Γνώρισε τέλος γνώρισε  τους καλούς αδελφούς του

για αναγνώρισε ευθύς τον χωρίς άγχος χρόνο

την άσπιλη αγνή φωνή της θείας Μνημοσύνης

όχι της μνήμης της κοινής, προσωπείου της Λήθης

με τους πολλούς τους στεναγμούς και τις αναμονές

τις ψευδαισθήσεις τις πικρές –προσωπεία απάτης

που πλάθουνε περίτεχνα μύριους ιστούς του χρόνου

και χάνονται στην άβυσσο κάθε εγωμανίας

του μέγιστου του είδωλου, του χρόνου το παιδί.

Ποια είν’ η μνήμη η καλή που μας ελευθερώνει

από της Λήθης τα κακά πλέγματα του εγώ;

Μνημοσύνη την έλεγαν, πύλη αιωνιότης

κι ο άρρητος ο κόσμος της, πλατωνικής υφής

ξάνοιγε όλες της ψυχές στου αγαθού τη χώρα

αφήνοντας το λογισμό να κολυμβά μακάρια

στο χώρο θείων ιδεών, κόρεων αγαθότης.

Νατην η Μνήμη η καλή, η πλέρια Μνημοσύνη

και να πώς είναι ύστερη η Λήθη-αντιστροφή της

η Λήθη που άγχεται δεινά, η Κόρη η ξεπεσμένη

που πλέκει έγχρονο ιστό, λόγου περικοκλάδες

όχι με την ανάμνηση άσπιλων ιδεών

αλλά με τις ειδωλικές μορφές

των κοσμικών πραγμάτων.

 

                                                *

Αυτοπαγίδευση σκληρή, αντιστροφή του κάλλους

προσκόλληση στο όστρακο που ζει χωρίς να βλέπει

και που εκκρίνει ύπουλα το χρόνο της φθοράς.

Ω, ναι, το κάλλος μας το άφθιτο εκπίπτει στο ωραίο

σε ό,τι φαίνεται λαμπρό, αγλάισμα του κόσμου

και που παρέρχεται άδοξα ως έκτυπο κενό.

Είναι η ωραιότητα η καταματωμένη

κόρη της έκπτωτης ψυχής στου χρόνου τα δεσμά

η κόρη με το αίμα της, λήθης βαρύς ζυγός

μας δείχνει απερίβλεπτα τη μόνη Ωραιότη

το κάλλος το αμάραντο που τρέφει την ψυχή.

 

                                      *

Μ’ αυτές τις σκέψεις τις καλές  ανάρρωσε ο φίλος

ο ξένος ο πολύ γνωστός στη φτωχή παροικία

των πάροικων, των φίλων του που ζούσαν με πληρότη

άγνωστοι μες τους άγνωστους, γι’ αυτό πολύ γνωστοί.

Γευμάτισαν ειρηνικά σε ξύλινο τραπέζι

με πήλινα σκευάσματα, με ξύλινα κουτάλια

κι ο κύρης τους χαιρέτησε –περίμεναν τα ζώα.

Η Δέσποινα του ετοίμασε φαγητό για να πάρει

και τον γλυκοχαιρέτησε –μύχια θαλπωρή.

 

                                      *

Πήρε το δρόμο το ζερβό

για να ξαναγυρίσει

στο φτωχικό κατάλυμα

τόπο των στοχασμών

ρέμβης κατοικητήριο

και πειρασμού τρανού

σ’ ώρες που η ψυχή, κοντή

σκηνώνει μες το άλγος

στου άγχους το βαρύ ζυγό

στον κάματο του βίου

που δείχνει τις απαίσιες

της ζωής μας τροπές.

Πού πήγαινε δε γνώριζε

κι ας γύρναγε στα μέρη

από παιδί, από έφηβος

γεμάτος πλησμονή

και χαρωπή συνείδηση

μες την καρδιά της φύσης.

Ήταν όμως ανέμελος

μετά την περιπέτεια

κάποια νέα επίσκεψη

 χάιδευε την ψυχή του

ένωνε το συναίσθημα

με νέο λογισμό

χωρίς ψιμύθια της στιγμής

και ψεύτικη ευτυχία

μακριά από ψευδαίσθησες

σε μια καινούργια χώρα

σε χώρα με τα άρρητα

πανώρια μυστικά.

Καμιά ποιητική πνοή

κανένας καλλιτέχνης

φιλόσοφος και πλαστουργός

παραδείσιας λάμψης

κανένας επουράνιος

 γλύπτης ωραίων ψυχών

δε θα μπορέσει να μας πει

μια άρρητη λαμπρότη

που τον γλυκοπερίμενε

στο διάβα της ζωής.

Δεν ήταν ηλιόλουστο

τοπίο των χαρίτων

ούτε γλυκοαντίκρισμα

φαεινών ιδεών

ο κόσμος ο απρόσιτος

σε κάθε λογισμό

ούτε υπόσχεση κλεινή

κάποιας αιωνιότης

ό,τι έψαυε ακροθιγώς

η ανήσυχη ζωή του.

Είχε ψηθεί ολάκερος

στης λησμονιάς τους τόπους

έζησε κάποτε στιγμές

με θείες αναλάμψεις

μελετούσε επίμονα

σκεπτόταν, διχαζόταν

στου άγχους το βαρύ ζυγό

στης γης τους παιδεμούς

κι οι αντιστάσεις οι φτωχές

της άσημης ζωής του

ζωγράφιζαν ακούσια

την ανθρώπινη μοίρα

την τραγική κατάπτωση

τις ψεύτικες χαρές

αισιόδοξες πολλές στιγμές

που ήτανε φενάκη.

Ακόλουθος φτωχός εγώ

άοπλος και πλεγμένος

στα κοσμικά μας τα δεσμά

χωρίς τις αναβλέψεις

του μύχιου συντρόφου μου

-ήμουνα η σκιά του-

προσπάθησα ανάκοπα

την όψη του να δω

μα χάθηκε από μπροστά

ήτανε οπτασία

φαιδρό ονειροπόλημα

ενός κάποιου σαλού;

 

                                                *

Γύρισα στην πολύβοη την πόλη τη μεγάλη

προσδέχτηκα όπως πολλοί ανθρώπινες χαρές

ωραία γυναίκα απόκτησα, χάρηκα και παιδιά

άρχισαν να μαραίνονται τα άνθη της νεότης

κι όμως ποτέ δεν ξέχασα κείνη την εμπειρία

αμίλητη και ντροπαλή, όμως εταστική.

Προσπάθησα ν’ ακροαστώ με βαθιά νοσταλγία

τις εκζητήσεις της ψυχής, τις μύριες προκλήσεις

αλλά και κάτι πιο βαθύ, τρανό, μοναδικό

κι ένιωσα τόσο δα μικρός, ανάξιος, παρίας

κι ας έκανε οικογένεια, καριέρα, γνωριμίες.

Στο βαθύ όμως το είναι μου, πέρα απ’ την ύπαρξή μου

έθρωσκε κάτι ζωντανό, σκεπασμένο στην τέφρα

στην τέφρα αναυθεντικής ζωής

που πάλευα να διώξω

σ’ όλες μου τις προσπάθειες, χαμένες, κερδισμένες.

 

 

                                      *

Ω συντριβή ονείρων φαεινών

απ’ τη νηφάλια επέλαση της μέρας

απ’ του φωτός τη δύναμη

που σκότη διαλύει

ω τρομερή επιστροφή

της νύχτας στις ψυχές

αμείλικτε τροχέ του Ιξίωνα

που ψυχές ερειπώνεις…

Ω ελπίδα πάντα μένουσα

στα βάθη της ψυχής

μακάρια, παρθενική

κορούλα τ’ ουρανού.

Δεν τάζεις νέα βασίλεια

και δεν ανακουφίζεις

με ψεύτικες αναμονές

τις βλέψεις οδοιπόρων

που ολοβασανίζονται

στα έλη τα πνιχτά…

 

                                      *

Η γκριζωμένη κόμη μου

μηνύει τη ζωή μου

δεν πιάνει όμως εύψυχα

το βάθος της ψυχής

ό,τι φωτίζει τη ζωή

αισθήσεις, λειτουργίες

του σώματός μου οπλισμό

συναίσθημα και λόγο.

Δεν ενωτίστηκα καλά

αυτό το μυστικό
κι ας είναι η πνοή μου

η άγγιχτη και άσπιλη

πνοή που εποπτεύει

μ’ ουράνιο χαμόγελο

το είναι των πραγμάτων.

 

                                      *

Ζωή είναι ο θάνατος του χρόνου της αρπάγης

και χρόνος είν’ ο τρόπος μας, οι τρόποι της ζωής μας

βαρύνονται οι πράξεις μας, νωχελικές, ψευδείς

αμβλύνεται ο χρόνος μας, ακόρεστη αγχόνη

στης Λήθης το βαθύ γκρεμό που ιστορία λέμε

στης απολησμονιάς τις γειτονιές

χωριά, πόλεις, μεγαλουπόλεις

και στις συμβατικότητες –εκτροφεία του ψεύδους.

Όσα κι αν φαίνεται βαρύ το άγχος μας νικάται

απ’ των παθών μας την ορμή, απ’ τα απότοκά του.

Πού βρίσκεται η δύναμη ανθρώπινης πνοής

πώς θα μπορέσω να τη βρω θνήσκοντας απ’ τον κόσμο

από τον κόσμο της φθοράς με πειρασμούς μακάβριους

με πειρασμούς απέραντους που εμείς επινοούμε

και με παγίδες βλοσυρές που αποδεκατίζουν

τους ίδιους τους τούς αυτουργούς, τα παιδιά των ανθρώπων

και των θεών που κάποτε μιμούνται τους θνητούς

ως ειδώλια, ναι, πανσθενή ανθρώπινης μωρίας…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χ. Εξακοντισμοί

 

Δε χάνονται οι όμορφες στιγμές αυτού του βίου

και ας καταβυθίζονται στης Λήθης το γκρεμό

γιατί το στίγμα το βαθύ, το ακριβό, το μέγα

μας αναφαίνεται έκθαμβα –έλλαμψη της στιγμής

ζωηφόρα ανάδυση, καταλύτης μακάριος

που αφανίζει ειρηνικά τα βάρη ημερών

το μέγα άγχος το βαρύ που τέρατα εκκρίνει

τα πάθη τα ανθρωπόμορφα στης ιστορίας το διάβα

τα πάθη που υπόσχονται προσωρινή λαμπρότη

μα που βυθίζουν άσπλαχνα σ’ ακόρεστες τροπές.

Γηράσκω ο παντέρημος κι ας φαίνομαι ο καλός

ο θετικός, ο γόνιμος, ο επιτυχημένος

έτσι νομίζουν οι πολλοί, κάποτε δε κι εγώ.

Όσο και αν φιλοσοφώ, ο αδαής, ο αμάθος

κι απ’ τα πολλά τα στίγματα ο εξουθενωμένος

τις βίαιες τις προστριβές και των παθών τις κρούσεις

κάποτε αναβλέπω

κι ένας μακάριος ουρανός καταποντίζει πάθη

 γήινες βλέψεις, όνειρα, οθνείες ψευδαισθήσεις.

Τι είν’ αυτό το μέγιστο, το ουράνιο δώρο;

Όταν το βρίσκω χάνεται, τα νέφη της ζωής

ολοκυκλώνουν άγρια τη δόλια την ψυχή μου

κι όμως βαθιά στο είναι μου κάτι απομένει ατόφιο

και να η ανάβλεψη η τρανή προβάλλει ολομακάρια.

Βρίσκω τους φίλους τους καλούς να μου χαμογελούν

και να μου λένε σιωπηλά λόγια χωρίς λαλιά.

Ακούω τότε τις φωνές τη δίψα μου να σβήνουν

και καταγράφω τους παλμούς όσο είναι ρητοί

γιατί συχνά το λέξιμο  είν’ ο συμβολισμός

του άρρητου, του άφραστου, του μόνου αληθινού.

Ιδού κάποια ψελλίσματα φτασμένα από μακριά

όχι από τον ουρανό, από αστρικά τοπία

απ’ τον εξώκοσμο του χθες , των οραματιστών

γιατί το βάθος της ψυχής, της ενόρασης η χώρα

είναι η μόνη εγγύτητα χωρίς τις αποστάσεις

φαντασίας ειδωλικής με τόσες αυταπάτες:

Άκουσα τον αντίλογο

του αρνητή του ανθρώπου

τις μύριες αντιρρήσεις του

τους παλμούς μιας ψυχής

που ανεμοδέρνεται συχνά

μες την αμφιβολία

και βρήκα την απάντηση

στη φωνή της πληρότης:

’Γιατί αρνείσαι αδελφέ

την πρωτινή λαμπρότη

αιωνιότητας το φως

που αποδιώχνει άγχη

και τα πικρά παράσιτα

των παθών τις ωδίνες;’’

Ποιος θα μπορούσε να μας πει γιατί καταδικάζει

την πανανθρώπινη ζωή χωρίς κάποιο θεμέλιο

χωρίς τον τόπο τον κρυφό, την εναντία όψη;

Κάθε ανθρώπου άρνηση και κάθε κολασμός

στηρίζονται σε άδηλες, κρυφές αφετηρίες

που διώχνουν κι αποδιώχνονται του άγχους τα βλαστάρια

και ενορώνται μυστικά λευκοντυμένες χώρες

που συμβολίζουν μυστικά τη θεία ωραιότη

το πλήρωμα το άσπιλο –λαμπτήρα της ψυχής.

Να ο οδίτης ο καλός με τόσους πειρασμούς

με περιπέτειες πολλές, πόνο βαθύ και θλίψη

που αναθυμάται άληστα μορφές αυτού του βίου

την Αρτεμούλα των αγρών, τη Δέσποινα κυρία

που σίγαζαν τις θλίψεις του, που έλεος προσφέρουν

έτσι απλά, απέριττα, θάλλουσες μαρτυρίες

με χρόνου τα ζυγίσματα και με μικροχαρές.

 

                                                *

Άνοιξα μάτια της ψυχής, έκλεισα τα σαρκώδη

και που σιγόγνεφαν απλά σε κάθε ευκαιρία

σε κάθε πέρασμα ζωής που ανθρώπινα ιδωμένο

ανήκει στα παράδοξα της όποιας κοινωνίας

και που αποκρύβεται συχνά απ’ τα νέφη του βίου

αφήνοντάς μας στη σκιά, σκιά του εαυτού μας

του εφήμερού μας εαυτού που ανακοιμάται πλέριος

στης ζήσης τις φτωχές στιγμές που τελειωμό δεν έχουν.

 

                                      *

Είναι τα μάτια της ψυχής ό,τι δε διηγείται

από σοφών τα φθέγματα, αριθμών αρμονία

από οσμές και σχήματα που μας ολοκυκλώνουν.

Ταξίδεψα ανήσυχος πέρα από παραστάσεις

γιατί παραπλανήθηκα από συμβολισμούς

δεν άκουσα το κρύφιο, πανώριο νόημά τους

μα αναβλέποντας ευθύς έχασα από μπροστά μου

εικόνες παραλλάσσουσες μοναδικής μαγείας.

Σαν τι μπορούσα να διαβώ πέρα από αποστάσεις

αφού το σώμα, η ψυχή, συναίσθημα και λόγος

εκσφενδονιζόμενα απ’ της σιωπής τη χώρα

γλυκομιλούν και φθέγγονται με λόγο, με τη γλώσσα;

Δεν έφθασα ο έκπτωτος στο εύδιο το λιμάνι

κι ας ένιωσα κάποιες στιγμές  πραγματικής πληρότης.

Κλείστηκα μες τη σιωπή, συνάντησα πολλούς

μα πιο πολύ και πιο καλά τις λιγοστές μορφές

μορφές που ακολούθησα ως κρύφιος συνοδός.

Έφευγαν και ξανάρχονταν, κινούσαν, σταματούσαν

και με παρέπεμπαν γοργά σε άλλες εποχές

σε αμνημόνευτους καιρούς πολλών ρομαντικών

αλλά και λατρευτών παιδιών του στοχασμού, του λόγου

του λόγου της επίγνωσης που μένει φαεινός…

Είναι αλήθεια οι μορφές, οι λιγοστές, οι τόσες

αυτές που συναντήσαμε σε μία οδοιπορία

με κλονισμούς, με θύελλες, με λίγες ευκρασίες

όχι στης φύσης τη ζωή, μα στη συνείδησή μας

αληθεύουν τα πρόσωπα –ζωντανές μαρτυρίες;

Άκουσα τότε ο φτωχός της σιωπής τα λόγια

του καλού μου του πάροικου,  του άσημου στον κόσμο:

Δεν ήταν λόγια με φωνή, με άρθρωση, με λόγο

ήτανε νεύματα φωτός, σιωπής θησαυρός

που προσπερνούσαν έξοχα τα πάθη της στιγμής:

’Θα συναντήσεις στη ζωή παλιέ καλέ μου φίλε

ό,τι σε κυοφόρησε προ αιωνίων χρόνων

ό,τι δεν εγεννήθηκε, ό,τι μας πλαστουργεί

μακάρια, μυστήρια στον ταραχώδη βίο

ό,τι βίαια διαστρέφεται  απ’ της ψυχής τα πάθη

για ν’ αναλάμπει εύψυχα μες τις δοκιμασίες

και τις δεινές ψευδαίσθησες του φτωχικού μας βίου.

Δε θα το βρεις κάποια στιγμή

δε θα το συναντήσεις

σ’ αυτού του βίου τις ρωγμές

και τις φωτοσκιάσεις

που μας κατατυραννούν

που δηλητήριο στάζουν

αλλά πολύ πιο μακριά

θέλω να πω κοντά

και όσο η δριμύτητα

θραύει κάποια φτερά

αρχέγονης ανάτασης

και χαρμικής μαγείας

τόσο η άχρονη αρχή

που μας συνέχει όλους

θε να αναβακχεύεται

στο πρωτόφαντο κάλλος.

Δεν έχω λόγια να το πω

ο λογισμός μου φθίνει

και το απαλό συναίσθημα

ολιγωρεί, δε φθάνει

να δώσει τα θαυμάσια

ιερής φωτοχυσίας

που τρέπει ανάρια σε φυγή

το φως το λαμπερό

το φως του ήλιου της ζωής

και των αστερισμών.

Λέω, δε λέω το ακριβό

το άφθαρτο το δώρο

που μεγαλύνει τη ζωή

πέρα απ’ τις επιφάσεις

των δύστυχων χαμόγελων

που φεύγουν μακριά

των τόσων δοκιμασιών

της έγκοσμης θητείας.

Τα λόγια μου είναι φτωχά

η σιωπή μεγάλη

απλώνεται ως πληρότητα

μαρμαρυγή του βίου

πλάι στην Αρτεμούλα μας

την ώρια Δέσποινά μας

τις τόσες τόσες εύψυχες

μαγεμένες υπάρξεις

ανεπιτήδευτες μορφές

στις παρυφές του βίου

άσημες και αγνώριστες

απ’ τη συμβατικότη.

Είναι το πλήρωμα ζωής

ό,τι ανασυντάσσει

την ταλαίπωρη φύση μας

το νόθο λογισμό

γιατί το ψεύδος της ζωής

είναι η αντιστροφή

της μόνης μας αλήθειας

η έκπαγλη, η ανέκφραστη

της ψυχής μας πληρότης.

 

 

 

 

 

 

 

 

XI.  Ματωμένη Ωραιότητα

 

Πέρασαν χρόνια και καιροί, δεκαετίες, αιώνες

-πώς να μετρήσω εγώ ο φτωχός του χρόνου τις τροπές;-

και να μπροστά μου πρόβαλε ο καλός μας οδίτης

νηφάλιος και ήρεμος μα κατακουρασμένος.

Με αναγνώρισε ευθύς, ήμουνα η σκιά του

ο ακόλουθος, ο συνοδός και ο συνάνθρωπός του.

Ήταν γλυκά αμίλητος, ειρηνικός και πράος

μία μορφή που μίλαγε χωρίς γλωσσολαλιά.

Μίλαγε και δε μίλαγε, φθεγγόταν μυστικά

ήταν η παρουσία του η εύγλωττη σιγή του

ζείδωρος πλούτος ομορφιάς της ματωμένης λάμψης

πραγματικής λαμπρότητας μ’ άπειρες διαστάσεις

ίχνη άφθιτου κάλλους

που αναστέλλει την ακμή κάθε όρασης και λόγου

κόσμος μακαριότητας πέρα από τις θλίψεις

απόμακρα από αναμονές και μίση βλοσυρά

επιτυχίες επικές, αναμονές και πάθη

δημιουργία αγαστή και σιωπηλή συνάμα

άσπιλη επιφάνεια στον κόσμο της βοής

έναγχών μας προσπαθειών  που δίνουν τη φαιδρότη

με μύρια τόσα πρόσωπα ακόρεστης ορμής.

Ήτανε, τώρα το ‘βλεπα, η μακάρια γνώση

που ζωγραφίζεται αχνά στον κοσμικό δρυμό

που αναθάλλει σιωπηλά σε κρύφιους λειμώνες

ως όαση πραγματική στον κόσμο της φθοράς.

 

 

                                      *

Ήμουν όμως ανώριμος

δεινά σαγηνευμένος

και δε διέκρινα ευθύς

τη χαίνουσα μορφή

εκεί, στο βάθος της ματιάς

στο πρόσωπο, στην όψη

-τα ‘δα καθώς ερχόταν-

κι αμέσως ακροάστηκα

το  μυστικό το νεύμα.

Μαρτύραγε συμβολικά

την άληστη αλήθεια

ό,τι συνέχει τη ζωή

και τη φθορά του κόσμου

ό,τι επουλώνει τραύματα

κι ας φαίνεται φθαρμένο

απ’ τα δεινά χτυπήματα

ανθρώπινης πληρότης.

 

                                      *

Πολλές φορές στο διάβα μου είχα μια υποψία

μια αποκάλυψη αχνή κι ας ήταν φανερή

το κρύπτεσθαι του κόσμου μας μες τη φανέρωσή του

του κόσμου μας και όλων μας, κάθε νωχελικού

κάθε οδοιπόρου της ζωής και πολιορκημένου

από την επιφάνεια και των παθών τη λάμψη

τη λάμψη την πικρόχολη που σκότος αναδύει.

Αυτή η επιφάνεια ήταν ζωγραφισμένη

στου πάροικού μας την ειδή με τη μακάρια λάμψη.

Τονε θωρούσα ήρεμα χωρίς την περιέργεια

και την ψευδοαναμονή παντοίων μυστικών

και συνταγών ευπρόσδεκτων και έρχονται και φεύγουν.

Ήταν η μαρτυρία του γνήσια παρουσία

σφραγίδα ανεξίτηλη όλων των μυστικών

με κρυπτικό χαμόγελο που δέχεται το βάρος

το βάρος όλων των δεινών ανθρώπινης πορείας

ναι, η ωραιότητα που είναι ματωμένη

απ’ το καμίνι των παθών της άμοιρης ζωής μας

μια ωραιότητα άσπιλη μέσα στα τραύματα της

η ανθρωποφανέρωση, η αιώνια κόρη

του κάλλους του απόλυτου που ευθύνει οδούς

τους δρόμους μας τους τραγικούς, ψυχής οδοιπορίες

που τείνει ακατάπαυστα να φωτίζει νηφάλια

το νόημα του άγχους μας, την άλλη του πλευρά

κρύφια μακαριότητα που γίνεται λαμπρότης

μες τη δοκιμασία μας, αμείλικτη τροπή

των φώτων που φαντάζουνε ως ώριές μας γνώσεις.

 

                                                *

Το κατανόησα σωστά ή ήμουν θεατής

συμβαίνοντος απόλυτου που σιγοβασιλεύει

σ’ όσες ψυχές διαστέλλονται σπάζοντας τα δεσμά

τις άλυσες τις άκαμπτες που μας ολοδεσμεύουν

χωρίς ν’ αναγνωρίζουμε πως είμαστε αυτουργοί

των σκοτεινών μας των παθών ως έκπτωτοι του βίου;

’Δε θα διαβείς τα σύνορα δεινής αιχμαλωσίας

αν δε συντρίψεις τα δεσμά που μ’ άλλους σε χωρίζουν.

Ό,τι ωραίο νοσταλγείς δε βρίσκεται μακριά σου

σε τόπους φαεινότητας που πλάθει η φαντασία

έχοντας ως υπόδειγμα τοπία αυτής της γης.

Ωραίοι οι συμβολισμοί, κάποιες καλές συμπτώσεις

σχημάτων ήχων και μορφών, αρμονικές συνθέσεις

που αναπλάθονται συχνά από τους καλλιτέχνες

τους ευγενείς, τους νοσταλγούς, τους σοφούς και τους γνώστες

μα γίνονται είδωλα τερπνά που τρέφουν το παρόν

τις στιγμές τις ευχάριστες που την ανία διώχνουν.

Το βάθος όμως κρύβεται στο πνεύμα των πραγμάτων

σ’ ό,τι τα σύμβολα μηνούν, αναζητούν και δείχνουν.

Το έκτυπο, μαγευτικό, δείχνει, δεν είναι τέλος

κι αποδιαλύεται ευγενώς σαν η ψυχή τολμήσει

να προσπεράσει το φθαρτό, το νόστιμο, το ωραίο

και δρασκελίσει εύτολμα τα όρια του έργου

για ν’ ανταμώσει ευθύβολα την άλλη ωραιότη

το κάλλος το αμάραντο, αιώνια τροφή της

την πρώτη καθαρότητα, την πρωτογένειά της

και ματωμένη απ’ τα δεσμά στου χρόνου την αρπάγη

του χρόνου της του νοσηρού, της Λήθης της βλαστού.

Γι’ αυτό αξίζει η ζωή, ωραία περιπέτεια

που μέσα στη νωχέλεια αναδύει το φως

που απ’ το αίμα το πικρό μας δείχνει την πληρότη

χωρίς ορμίσκους γραφικούς σε μακάριους τόπους

αλλά στο άλγος, στις πληγές και στις αδυναμίες.

Εκεί σημαίνεται το φως, ο αποδιαστολέας

κάθε δευτερογένειας, κάθε απολπηξίας

στην καθαρότητα του νου, στο άσπιλο της γνώσης

στου συναισθήματος πνοή, πανανθρώπινο στέφος.’’

 

 

                                      *

Ω!, ήταν ο φίλος ο καλός ο πάροικος αιώνων

ο άσημος, ο άπατρις, ο καταδιωγμένος

που ‘χε σφραγίδα και πνοή ανάρια παροικία

μακριά απ’ τις υπόσχεσες άστεων και θεσμών

χωρίς επαναστατική πνοή, σωτήριες ιδέες

που αναπλάθουν τη ζωή με φθαρτά υλικά.

Πόσο φτηνή ‘ναι η ζωή και τα καμώματά της

ζωή, ζωές των δύστυχων ανθρώπων αχθοφόρων

άχθη βαριά και τραγικά άτεγκτες χειροπέδες

με εμάς τους άμοιρους, δεινούς,κακούς δημιουργούς τους.

Βλέψη, ανάβλεψη βαθιά, μέριμνα ιερή

γεννάει αέναα το φως, γενέσεις αγεννήτων

και μας πληροφορεί σοφά πως η πραγματικότης

είναι η αποκάλυψη της ωραίας ψυχής

του αρραβώνα του σεπτού που όλους μας ενώνει.

 

                                      *

Άρχισα να κατανοώ την άναρχη αλήθεια

που κρυπτοφανερώνεται στης ιστορίας τις τρίβους

κι αναγνωρίζω ο φτωχός ταλαίπωρος του βίου

πόσο η τραγικότητα είναι η επιφάνεια

κι όχι το βάθος το άφθαρτο από τις επελάσεις

άσφαιρων πυροβολισμών που ηχούν ως κροτίδες

στο κοιμητήριο το πικρό ανθρώπινης μωρίας.

Γνωρίζω πως δεν άρχισα, ούτε θα τελειώσω

με προβληματισμούς ρηχούς που σχέδια ανατάσσουν

τα μάταια τα  σχέδια, προγράμματα στεγνά.

 

                                      *

Ανθρώπων, συνανθρώπων η ζωή

αμίαντη κορούλα, άχραντη και αγέννητη

φλόγα είναι ακοίμητη κι όταν χαμοκοιμάται

σε ειδωλικούς παράδεισους που η ίδια πλάθει

χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την αιώνια ικμάδα

ό,τι συνέχει άπαυστα το κλέος του κοσμανθρώπου.

 

                                      *

Δίψα αιώνιας ομορφιάς είναι η φτωχή ζωή μας

κι όσα παραστρατήματα και φθίνουσες απάτες

όσο η τραγικότητα μας περιζώνει όλους

προσφέροντας παροδικές τέρψεις που αποχαυνώνουν

τόσο η πάλη η καλή, η καταματωμένη

θα στέφεται περίλαμπρα απ’ το αγήρω κάλλος.-


Το όλο κείμενο θα ενταχθεί προσεχώς στη σειρά ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ των εκδόσεων  ΔΡΟΜΩΝ.


 

                                                          1-11-2020

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                  

 

 

                   Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

 

Ι.     Αφετηρίες……………………………………….  Σελ…

ΙΙ.    Αμφισημίες……………………………………

ΙΙΙ.   Ενάντιοι ακροβολισμοί…………………….

IV.  Ψευδαισθήσεις μαγικές…………………..

 V.  Δοκιμαζόμενη υψιβασία…………………

VI. Έξοδος……………………………………….

VII. Δοκιμασία ορίων…………………………..

VIII. Έρεβος……………………………………..

 IX.    Ανω-καταβάσεις…………………………

 X. Εξακοντισμοί……………………………….

ΧΙ. Ματωμένη Ωραιότητα…………………….