βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Πλάτωνος Φιλοσοφική Μυσταγωγία

 Απ' τις εκδόσεις  ΔΡΟΜΩΝ κυκλοφόρησε το εικοστό τεύχος της σειράς ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ με τίτλο Πλάτωνος Φιλοσοφική Μυσταγωγία. Πρόκειται για επιλογή εκλεκτών κειμένων του Αθηναίου με παράλληλη μετάφρασή τους.

Εισαγωγικό

χουν γραφεί πολλά, πάρα πολλά, σχετικά με την αξία του “Συμποσίου” και με την κυριαρ-χική του θέση στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Αποσπάσαμε τα ουσιωδέστερα στοιχεία του και προσπαθούμε να αναδείξουμε όχι μόνο το πνεύμα τους, αλλά και τη φιλοσοφική τους αξία, τον κλα-σικό τους δηλαδή χαρακτήρα, τις οριακές τους θεωρήσεις. Χωρίς αυτά τα στοιχεία αδυνατούμε να εκτι-μήσουμε όχι μόνο τον πλατωνικό ιδεαλισμό, αλλά και τις βασικές ορίζουσες της μεταφυσικής γενικό-τερα.

* * *

Ο διάλογος του Σωκράτη με τη Διοτίμα αναδεικνύει με τόσο απλό και σοφό τρόπο τη μαιευτική του Σω-κράτη, την καθαρότητα του λογίζεσθαι, την κάθαρση δηλαδή του λόγου και την απαλλαγή του απ’ την υποβολή του αισθητού και από τη μείξη του τελευ-ταίου με το λογίζεσθαι. Αναδεικνύει επίσης πώς η μαιευτική του γίνεται διαλεκτική στη σκέψη του του μαθητή.

Ναι μεν η αισθητή εμπειρία είναι δεδομένη, αλλά ενεργεί ως έναυσμα αυτοσυνειδητοποίησης, αυτο-σύλληψης δηλαδή της συνειδησιακής καταλληλό-

Έ

ΠΛΑΤΩΝ

12

τητας και των πνευματικών της αφετηριών χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητος ο φιλοσοφικός λόγος.

Κατανοούμε έτσι τη συνέχεια ανάμεσα στα έργα της νεότητας του φιλοσόφου και της ωριμότητας του πλατωνικού πια Σωκράτη, συνέχεια η οποία κρατύνει τη φορά της φιλοσοφικής προσπάθειας. Προστίθεται έτσι η ερωτική φορά της ψυχής, αρχής γενομένης απ’ την ερωτική διάσταση του κόσμου με προσφυγή στον πλούτο της μυθολογικής παράδοσης η ο-ποία πια αποδιαστέλλεται και καθίσταται μυθικός λόγος πυρήνας του οποίου είναι το φιλοσοφείν. Ήδη το μυθικό είναι πάντα συμβολικό και σε αυτό το ση-μείο συναντάμε μία παναλήθεια: Οποιαδήποτε έκ-φραση απ’ την επιστημονική και μαθηματική ως τη φιλοσοφική και την λογοτεχνική-ποιητική, κ.ο.κ., εί-ναι συμβολική και το πρόβλημα συνίσταται στη διά-κριση του συμβολικού απ’ το συμβολιζόμενο.

Ας τονίσουμε εδώ πως για να κατανοήσουμε την ερωτική διάσταση της ψυχής, τον ερωτικό της δηλα-δή ίμερο, η παρουσία της Διοτίμας, ανοίγει τη θύρα εισόδου απ’ το μυθολογικό στο μυθικό και εκείθεν στην καθαρά φιλοσοφική θεώρηση.

Η επίκληση του Πόρου και της Πενίας και των συνθηκών μείξης τους για τη γέννηση του έρωτα δεν είναι μία απλή επινόηση του Αθηναίου, αλλά διάρρηξη του μυθολογικού. Εκείθεν, ο μυθικός-συμβο-λικός λόγος προδίδει αλήθειες οι οποίες μας συνέχουν. Μύθος πια είναι ο λόγος, η αφήγηση, αλλά κά-

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

13

θε λέγειν έχει συμβολική φορά. Το συμβολικά εκφρα-ζόμενο παραπέμπει στο νόημα που το καθιστά εκφρα-στό. Πρόκειται είσης για βαθιά παιδαγωγική μέθοδο που καθιστά τη φιλοσοφία εγγύς του ανθρώπου.

*

Ιδού η πρώτη μεγάλη αλήθεια που προσφέρεται: Ο έρως ως ανθρωποκοσμική μαρτυρία-παρουσία συνέ-χει τις συμπαντικές δυνάμεις στις οποίες ανήκει και ο άνθρωπος ως έγχρονο-ένσαρκο ον. Ό,τι θεωρείται εύμορφο, ωραίο, καλό, είναι εραστό και επικλινές στην ερωτική φορά απ’ την οποία αναδημιουργείται, αναπαράγεται όχι μόνο ο ανθρώπινος βίος, αλλά και συμπαντική δημιουργία-αναδημιουργία.

Η ερωτική φορά όμως ως γόνος του Πόρου και της Πενίας συνέχεται με την επιθυμία, είναι έντονη επι-θυμία, αυτό συνιστά το κύριο χαρακτηριστικό της το οποίο φωτίζεται με την ανθρώπινη ύπαρξη που εγ-κλείει ταυτόχρονα στοιχεία του Πόρου (τελειότητα, πλούτος, ανενδεής κατάσταση, κ.ο.κ.) και της Πενίας (αδυναμία, ελλείψεις, επιθυμία πλήρωσης). Με σύγ-χρονη ορολογία το ανθρωίνως υπάρχειν είναι για τον Πλάτωνα άπειρο εν πεπερασμένω.

Ωστόσο, ο Αθηναίος επεισάγει μία διάκριση ανάμεσα στο καλό (όμορφο, ωραίο) και στο αγαθό, ανά-μεσα δηλαδή στο αισθητά καλό και στο αγαθό. Δεν αρκεί η ωραιότητα η οποία κατά το φιλόσοφο γηρά-σκει, παρέρχεται. Σε αυτό το σημείο συναντάμε τη

ΠΛΑΤΩΝ

14

σχέση του έρωτα με το αγαθό. Τόκος ἐν τῷ καλῷ, ο όντως έρως κρατύνει την επιθυμία και την προσανατολίζει προς το αγαθό μεγαλύνοντας έτσι την παν-ανθρώπινη προσπάθεια και δικαιώνοντας το ενερ-γείν της με τις τέχνες, τις επιτεύξεις και με το πέρα-σμα απ’ την επιφανειακή γνώση-γνώμη (δόξα) στην ὀρθήν δόξαν μετ’ ἐπιστήμης.

Οι αναβαθμοί αυτής της μύησης που καθίσταται μανία ως αρίστη όλων των ενθουσιάσεων χωρίς να παραπέμπει στον εκστασιασμό, καθαρά εκ-στατικοί δηλαδή οδηγούν στην αποκόλληση απ’ την υποβολή του αισθητού, σε ό,τι δεν υπέρκειται απλά των φαινομένων αλλά συνιστά το βαθύ τους είναι χωρίς το οποίο δεν υπάρχει γνώση. Είναι ό,τι δε φθείρεται, δε μεταβάλλεται, ό,τι αναιρεί τη θνητή φλυαρία, άγοντας στο θεᾶσθαι μόνον καί ξυνεῖναι, στην πραγματική γνώση δηλαδή η οποία “αρχίζει” ἒνθα ἡ τῶν ὀμάτων ὄψις τῆς ἀκμῆς λήγειν ἐπιχειρεῖ. Επιτελείται το γνωστό ἐξαίφνης, η κάτοψη του ό,τι ρητόν γάρ μη-δαμῶς ἐστίν2. Πρόκειται για το ἀγήρω κάλλος, για την ἀνάβλεψιν, ουσιαστικά για την ἀνάμνησιν, για το ὄντως ὄν, για ό,τι δεν είναι ουσιαστικά ορατό ή αι-σθητό, αλλά για ό,τι συνιστά την ἀνυπόθετον, για ό,τι δηλαδή καθιστά οποιαδήποτε υπόθεση η οποία όμως καθίσταται δυνατή με τη γνώση των ιδεών που κινούν κάθε αισθητή φανέρωση. Το απόλυτο-αγαθό

2 Επιστ. VII, 341c.

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

15

δε γνωρίζει ούτε φθορά, ούτε αλλαγή, ούτε μεταβολή, και για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, είναι άφθαρτο, αμετάβλητο, άφθαρτο, άχρονο, αμετάβλητο, άτμητο, απόλυτο και έτσι διαισθανόμαστε πως οι όροι είναι ταυτογενείς, πως “δείχνουν” ένα και το αυτό το οποίο είναι η μήτρα κάθε εκφραστού. Γι’ αυτό κάθε μορφή έκφρασης είναι συμβολική παραπέμποντας απ’ το συμβολιζόμενο στο συμβολίζον.

*

Ήδη, ο έρως ως παντοτινό εφαλτήριο αποδιαστέλλεται μπροστά στην πλησμονή της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο άσαρκος, αλλά κινητήρας κάθε ένσαρκου το οποίο με την ανάμνηση κοινωνεί με το αγαθό.

Αυτή η αναβατική πορεία, ο μέγας ἀγών, ο οποίος προκαλεί τις ψυχές αποτελεί, και εδώ η πλατωνική μύηση κορυφώνεται, απαραίτητη προϋπόθεση γνώσης, ηθικοδιανοητικής γνώσης, η οποία γίνεται συ-γκεκριμένη με την περί ιδεών διδασκαλία του Αθηναίου.

*

Δημιουργείται όμως ένα μεγάλο πρόβλημα: Αν το απόλυτο, το μονοειδές, είναι άρρητο, πώς ερμηνεύε-ται η γνώση, η επιμέρους γνώση, η ορθή γνώση που υπερβαίνει τη δοξασία; Εδώ συναντάμε τη θεωρία των ιδεών, το λεγόμενο πλατωνικό ιδεαλισμό. Υπάρ-χει ένας μεγάλος πειρασμός που οδηγεί στην πλάνη, στην ειδωλοποίηση των ιδεών με τη δημιουργία αιώ-

ΠΛΑΤΩΝ

16

νιων αρχετύπων, πειρασμός που δεν είναι απαλλαγμένος απ’ την υποβολή του αισθητού. Φθάνουμε έτσι στο σημείο να ερμηνεύουμε τη νοητή φύση ως υπο-τελή των αισθητών τα οποία εξάλλου κινούνται, μεταβάλλονται, κ.ο.κ.

Είναι όμως γνωστό πως στην καθαρή “θέα” του αληθούς γένους της επιστήμης, όπου οδηγεί η θεία μανία, καταπαύεται ο έρως ως γνήσια ερωτική κίνη-ση που έχει υπερβεί όλες τις έγκοσμες-έγχρονες επιθυμίες, και γι’ αυτό οφείλουμε να κάνουμε λόγο για τα δώρα της έκστασης (έχουμε τονίσει σε άλλες ευ-καιρίες πως το εκστατικό δεν είναι εκστασιακό, ανε-ξέλεγκτος δηλαδή αλογισμός). Πρόκειται για τον ἀπήμονα τόπον που δεν είναι παρά η καθαρότητα του νου, η “κενότητα”, η χωρίς συγκεκριμένο περιε-χόμενο πληρωματικότητα.

Με την ανάμνηση, η ιδέα δεν είναι δυνατό παρά να αναζητείται εκεί που οδηγεί η κατάπαυση της ε-ρωτικής φοράς, στο θεᾶσθαι μόνον και ξυνεῖναι3. Συ-γκεκριμένα, οι ιδέες δεν είναι παρά η αιώνια, η αμε-τάβλητη, η αληθής φύση των πραγμάτων τα οποία δεν είναι παρά έκτυπα. Αν επομένως η ιδέα κάθε αι-σθητού είναι το είναι του, η αλήθεια δεν ενοικεί στη φθίνουσα φύση του, αλλά στην αιώνια-νοητή του φύση. Οὐκ ἒστι κάλλος ἐν τοῖς τῆδε ὁμοιώμασιν, αλλά στη νοητή τους θέα που αιωνίζει κάθε αισθητό.

3 Συμπόσιον, 211d.

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

17

Πρόκειται για ρηξικέλευθη θεώρηση η οποία μπορεί να εγείρει πολλές ενστάσεις, αλλά βαθιά θεωρούμενη συνιστά όχι μόνο τη βασική συνθέτουσα κάθε μεταφυσικής, αλλά και τη ρίζα συναφούς λόγου. Ας τονίσουμε εδώ πως για να είναι δυνατή κάθε έγκυρη εκφραση προϋποτίθεται η γνώση της ιδέας κάθε πράγματος και υπ’ αυτήν την προϋπόθεση κα-θίσταται δυνατή κάθε διάκριση, ομοιότητα, αναλο-γία, συμμετρία, κάθε δηλαδή λογική κατηγορία που καθιστά έγκυρο το λόγο.

Πώς όμως συνδέονται τα έτερα, τα όμοια κ.ο.κ., αν οι ιδέες τους ποικίλλουν; Σε αυτήν την εύλογη απο-ρία η πλατωνική θέση είναι σαφής: Όλες οι ιδέες κοινωνούν στο αγαθό στο οποίο ο φιλόσοφος αφιέρωσε σελίδες άφθαστου κάλλους. Ο “κόσμος” του αγαθού, άρρητος καθεαυτόν, είναι ο πλέον οικείος, είναι ο αιώνιος πόρος και αυτό είναι κατεξοχήν παράδοξο, φι-λοσοφικό δηλαδή. Τα διαφορετικά ως αιώνιες νοητές οντότητες που δεν είναι παραστατές με τις δυνατότητες του έγχρονου ανθρώπου, κοινωνούν στον κόσμο του αγαθού.

Πανθεϊσμός ή πανενθεϊσμός; Αν είχαμε πανθεϊ-σμό, η γνώση θα μηδενιζόταν ως μία απέραντη ταυ-τολογία. Ο πλουραλισμός όμως των ιδεών κρατύνει το λογίζεσθαι και θεωρούμενος στο βάθος του, μη-νύει τον πανενθεϊσμό, την στα πάντα παρουσία του αγαθού που ως άμωμη και άσπιλη, εικονίζεται αι-σθητά στο χρόνο ο οποίος δεν είναι παρά νοητή εικό-

ΠΛΑΤΩΝ

18

να της αιωνιότητας, όπως σημειώνει ο φιλόσοφος στον Τίμαιο.

*

Στην πλατωνική θεώρηση αδελφώνεται η οντολογία, η ηθική, η αισθητική με ανεπανάληπτο τρόπο, όσες και αν είναι οι ενστάσεις, θεμιτές εξάλλουν στη φι-λοσοφική αναζήτηση.

Είναι εξάλλου σαφές πως το αγαθό δε μπορεί να είναι αντικείμενο φαντασιακής αναπαράστασης4. Άρρητο επομένως το αγαθό “ζωγραφίζεται” συμβο-λικά σε ένα χωρίο της Πολιτείας: Όπως ο ήλιος δω-ρίζει τη θερμότητά του που είναι πηγή ζωής για τα αισθητά χωρίς ο ίδιος να είναι ούτε τροφή, ούτε αύ-ξηση, ούτε διατροφή κ.ο.κ., κατά παρόμοιο τρόπο το αγαθό πρέχει τη δυνατότητες γνώσης χωρίς το ίδιο να είναι γνώση, αύξηση, φθορά κ.ο.κ. Επιπλέον, και ο ήλιος προϋποθέτει κάτι που είναι πάνω απ’ τη γνώση και απ’ την επιστήμη.

Πώς όμως; Υπάρχουν εκφράσεις του Αθηναίου, ό-πως ἐπέκεινα οὐσίας τε καί νοήσεως, όπως η υπεροχή του αγαθού και απ’ τη γνώση και απ’ την επιστήμη ως υπερτέρου πρεσβείᾳ τε και δυνάμει, εκφράσεις οι οποίες οριοθετούν τις ανθρώπινες δυνατότητες και της γλωσσικής έκφρασης, οι οποίες πιστοποιούν πως

4 Πρώτος ο Αθηναίος διεκήρυξε στον Τίμαιο πως ο λεγόμενος χώρος (χώρα) είναι μη παραστατός και πως κάθε προσπάθεια παράστασής του συνιστά νόθον λογισμόν και ὀνείρωξιν, Τίμαιος, 52α κ. εξ.

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

19

οτιδήποτε φραστό, μεταβλητό κ.ο.κ. είναι συμβολική έκφραση του απολύτου. Υπάρχει όμως και κάτι ση-μαντικότερο: Κάθε σχετικό νοείται απολύτως και εδώ ακριβώς ανακαλύπτουμε τον πλούτο της πλατω-νικής θεώρησης: Οι όροι αγαθό, θείο, απόλυτο, ταυ-τολογικοί, συνιστούν την πληρωματική αρχή με την οποία διακρίνουμε και γνωρίζουμε το κάθε σχετικό, κάθε μεταβαλλόμενο κ.ο.κ. Υπ’ αυτό το πνεύμα κα-τανοούμε και την περί χρόνου θεωρία του Πλάτωνα. Ναι, δε μπορεί ο φιλόσοφος να “προσδιορίσει” την α-κλινή οντικη αρχή, αλλά ας θυμηθούμε πως κάθε αποφατισμός είναι αντιφατικός και τείνει προς την ειδωλικότητα, αν δε λάβουμε υπόψη μας κάτι ουσιώ-δες: Κάθε πεπερασμένο δεν είναι παρά συμβολική έκφραση του απείρου απ’ το οποίο τρέφεται αλλά και το οποίο είναι η τροφή του.

Υπ’ αυτό το πνεύμα η πλατωνική θεώρηση του αγαθού ως άχρονης μήτρας που ευθύνει κάθε σχε-τικό δεν οδηγεί στη σιωπή ή στον αγνωστικισμό, αλ-λά στην κοινωνία με το ἀμήχανον κάλλος στον ἀπή-μονα τόπον με “τόπους” επιφάνειας, πρώτιστους τό-πους, την αρετή η οποία, όπως διδάσκεται στον Μέ-νωνα, θείᾳ μοίρᾳ παραγίγνεται οἷς ἄν παραγίγνηται5. Έτσι, οι αρετές δεν είναι πολλές, είναι μόρια της μίας και παναληθούς. Αγγίζουμε όρους οι οποίοι μηνύουν τη μυστική τους αφετηρία, το αδιαμεσολάβητο: Οσιό-

5 Επίσης, θείᾳ μοίρᾳ ἄνευ νοῦ, Μένων, 100α.

ΠΛΑΤΩΝ

20

τητα, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, κ.ο.κ. που είναι ουσια-στικά ενότητα. Το ηθικό είναι έτσι πηγή του διανοη-τικού και το διανοητικό τρόπος έκφρασης του ακηρά-του λογισμού.

Αυτή η υπερφυής ενότητα προσδίδει στη σκέψη του φιλοσόφου μία παρθενική λαμπρότητα ως στίγ-μα του απολύτου στο σχετικό. Χωρίς αυτήν την αλήθεια αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις ιδέες του στοχαστή.

Όντως, οι πλατωνικές ιδέες θεωρούνται αιώνιες, νοητά αρχέτυπα που δεν παραστατικοποιούνται, που δεν έχουν ούτε σχήμα, ούτε μορφή, που δεν γνω-ρίζουν μεταβολή, αλλά το κύριο ερώτημα συνίσταται στο πώς εναρμονίζονται με τη μεταβολή, με τους με-τασχηματισμούς, με τις μεταμορφώσεις των εκτύ-πων τους, των αισθητών δηλαδή πραγμάτων.

Η απάντηση δεν είναι εύκολη και κάθε εμπει-ριστική εκδοχή καραδοκεί. Ο ίδιος ο φιλόσοφος κάνει λόγο για γένεσιν εἰς οὐσίαν προσδιορίζοντας στη συ-νέχεια το είναι του χρόνου. Εδώ χρόνος και ιδέες συ-ναντιούνται και έτσι αναδύεται μία αλήθεια η οποία αποτελεί και απάντηση στο κρίσιμο θέμα. Φυσικά, ο ορισμός του χρόνου ως κινητής εικόνας της αιωνιό-τητας, υποκρούει πως η χρονικότητα, μόγις υπαρκτή, παραπέμπει στην αρχή η οποία τη συνέχει, στα αι-σθητά, το είναι των οποίων είναι οι ιδέες τους, έξω απ’ το χρόνο, στον “κόσμο” του αγαθού όπου κοινω-νούν απόλυτα χωρίς να γίνονται αντικείμενα παρά-

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

21

στασης, αλλά ἐξαίφνης άμεσες και αδιαμεσολάβητες αλήθειες που φωτίζουν το το τοῦ εἰκασθέντος γένος6.

Στην καρδιά της γνωσιοθεωρίας, της ηθικής, της λογικής (πλατωνική διαλεκτική), ενατενίζουμε την πλατωνική μυστική ως κρηπίδα της σκέψης.

Ένα απτό αλλά και κύριο παράδειγμα θα μας βοηθήσει: Οι αριθμοί, ως απόλυτες οντότητες και όχι ως πλάσματα αποκλειστικά της αισθητής εποπτείας ορίζουν τα αισθητά μεγέθη με νοητό τρόπο. Σε αυτό στηρίζονται όχι μόνο τα καθαρά μαθηματικά, αλλά και η επιστημονική γλώσσα. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως στα έργα του γήρατος του φιλοσόφου οι μαθη-ματικές γνώσεις και το δαιμόνιό του οφείλουν αρκε-τά στους Πυθαγορείους, και γίνεται προσπάθεια διασυσχετισμού των ιδεών με τους αριθμούς.

*

Συντομότατη αναφορά σε τρεις νεώτερους φιλοσό-φους στους οποίους οφείλεται ο ευρωπαϊκός ιδεαλι-σμός, θα μας βοηθήσει να κατανήσουμε την αιώνια νεότητα της πλατωνικής δημιουργίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως με τον Πλάτωνα οριστικοποιείται από-λυτα η φιλοσοφική μέθοδος.

Ο Descartes θεωρείται και πατέρας του ευρωπαϊ-κού ιδεαλισμού. Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο οι ιδέες ως φορείς της αλήθειας δημιουργούνται απ’ την ενέ-γεια του ανθρωπίνου πνεύματος και δεν υπάρχουν

6 Φαῖδρος, 250b .

ΠΛΑΤΩΝ

22

καθεαυτές. Ωστόσο, ο ιδεαλισμός του Descartes είναι αμφίσημος Απ’ τη μια η ιδέα του τριγώνου είναι αμετακίνητη7, αιώνια κατά τρόπο που τίποτε δεν υ-πάρχει έξω μας αν δεν υπάρχει μέσα μας, απ’ την άλλη οι ιδέες μας δεν είναι παρά καθαρές και ευκρι-νείς πραγματικότητες οι οποίες καθορίζονται προτα-σιακά. Ο Descartes αφορμάται πλατωνικά, παρόλο που αγνοούσε πλήρως την πλατωνική φιλοσοφία για να τη διευρύνει στην ίδια τη δραστηριότητα της σκέ-ψης με τις έμφυτες καταλληλότητές της.

Για τον Berkeley δεν υπάρχει καμία διαφορά ανά-μεσα στα αισθητά πράγματα και στις ιδέες. Τα αι-σθητά είναι ιδέες. Αυτό κατανοείται αν λάβουμε υ-πόψη μας την αντιληψιαρχία και την αϋλοκρατία του φιλοσόφου ο οποίος διεκήρυξε πως δεν υπάρχει αντι-κείμενο χωρίς υποκείμενο8. Ο φιλόσοφος δεν κα-ταργεί την “απόσταση” αίσθησης και αντίληψης, αλ-λά θεωρεί την πρώτη εξάρτηση της δεύτερης, την α-φομοιώνει θα λέγαμε με την αντιληπτική λειτουργία της νόησης και γι’ αυτό η κίνηση, η μεταβολή κ.ο.κ. δεν ανήκουν στα αισθητά, αλλά είναι αντιληπτικές-νοητικές πραγματικότητες. Ιδέες επομένως ή δέσμες

7 Méditation cinquième. Μεταφράσαμε το έργο του Descartes Οι Αρχές της Φιλοσοφίας, Δρόμων, φιλοσοφική βιβλιοθήκη/3, 2008 όπου και κα-τατοπιστική εισαγωγή.

8 ...no object without subject: A Treatise concerning the Principles of Human Knowledge. Μεταφράσαμε το έργο στις εκδόσεις Δρόμων/Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη/2/2007, σελ. 75.

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

23

ιδεών είναι τα ίδια τα πράγματα χωρίς ύλη και εκτα-τότητα. Δεν υπάρχουν επομένως ούτε εκτατά πράγ-ματα (αντίθεση με τον Descartes), ούτε χώρος (αντί-θεση με τον Kant ο οποίος άδηλα επηρεασμένος απ’ τον Berkeley οικοδόμησε τον υπερβατολογικό ιδεαλι-σμό του, σε αντίθεση με τον υπερβατικό). Δεδομένου μάλιστα ότι ο χώρος είναι καθαρή μορφή εξωτερικής εποπτείας και ο χρόνος καθαρή μορφή εσωτερικής εποπτείας, πάντα κατά τον Kant9, τα πράγματα είναι παραστάσεις-φαινόμενα και η γνώση επιφανειακή, αλλά έγκυρη. Υπάρχει στον Kant ένα αδήριτο προδε-δομένο, το πράγμα καθεαυτό το οποίο μας είναι πα-ντελώς άγνωστο και δεν επεμβαίνει στη διαμόρφωση της γνώσης. Οι δυσκολίες όμως του καντιανού συ-στήματος είναι εμφανείς, τις έχουμε επισημάνει σε άλλες ευκαιρίες.

Ας κλείσουμε το παρόν εισαγωγικό με δύο ενδει-κτικά χωρία του Πλάτωνα (Φαίδων) τα οποία και με-ταφράζουμε: 78d, Ἴωμεν δή, ἔφη, ἐπὶ ταὐτὰ ἐφ᾿ ἅπερ ἐν τῷ ἔμπροσθεν λόγῳ. αὐτὴ ἡ οὐσία ἧς λόγον δίδομεν τοῦ εἶναι καὶ ἐρωτῶντες καὶ ἀποκρινόμενοι, πότερον ὡσαύτως ἀεὶ ἔχει κατὰ ταὐτὰ ἢ ἄλλοτ᾿ ἄλλως; αὐτὸ τὸ ἴσον, αὐτὸ τὸ καλόν, αὐτὸ ἕκαστον ὃ ἔστιν, τὸ ὄν, μή ποτε μεταβολὴν καὶ ἡντινοῦν ἐνδέχεται; ἢ ἀεὶ αὐτῶν ἕ-καστον ὃ ἔστι, μονοειδὲς ὂν αὐτὸ καθ᾿ αὑτό, ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχει καὶ οὐδέποτε οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἀλλοί-

9 Πρβλ. Critique de la raison pure, PUF, σελ. 53-64 κ. εξ.

ΠΛΑΤΩΝ

24

ωσιν οὐδεμίαν ἐνδέχεται; (Ας επιστρέψουμε, είπε, στα ίδια που συζητήσαμε προηγουμένως. Αυτή η ουσία για το είναι της οποίας συζητάμε με ερωτήσεις και α-παντήσεις τι απ’ τα δύο: Είναι πάντα αναλλοίωτη ή μεταβαλλόμενη; Είναι πάντα ίση με τον εαυτό της, αυτή που είναι σε κάθε περίπτωση, το ον δηλαδή το οποίο ποτέ δεν υφίσταται καμία μεταβολή; Ή κάθε κάθε μία (ιδέα) είναι αυτή που είναι, ως απόλυτα κα-θαρή οντότητα χωρίς μορφή, αυτή μοναδική μη δεχό-μενη ποτέ και με κανένα τρόπο οποιαδήποτε αλ-λοίωση;) Επίσης: 80b Σκόπει δή, ἔφη, ὦ Κέβης, εἰ ἐκ πάντων τῶν εἰρημένων τάδε ἡμῖν συμβαίνει, τῷ μὲν θείῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ νοητῷ καὶ μονοειδεῖ καὶ ἀδια-λύτῳ καὶ ἀεὶ ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχοντι ἑαυτῷ ὁμοι-ότατον εἶναι ψυχή, τῷ δὲ ἀνθρωπίνῳ καὶ θνητῷ καὶ πολυειδεῖ καὶ ἀνοήτῳ καὶ διαλυτῷ καὶ μηδέποτε κατὰ ταὐτὰ ἔχοντι ἑαυτῷ ὁμοιότατον αὖ εἶναι σῶμα. ἔχομέν τι παρὰ ταῦτα ἄλλο λέγειν, ὦ φίλε Κέβης, ᾗ οὐχ οὕτως ἔχει; (Εξέτασε λοιπόν, είπε, ω Κέβη, αν από όλα όσα έχουν ειπωθεί μας συμβαίνει η ψυχή να είναι πανό-μοια με το νοητό και μοναδικό και μη φθαρτό και μη μεταβαλλόμενο και το σώμα να είναι πανόμοιο με το το ανθρώπινο και πολυμερές και ανόητο και διαλυό-μενο που δεν είναι ποτέ αμετάβλητο. Απομένει άλλο να πούμε εκτός από αυτά;)

Ν. Μ.

ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

ΘΑΥΜΑΣ:ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΒΡΑΔΙΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ-ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΝ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

 23-4-2024: Η γένεση και η μεταφυσική  των πλατωνικών ιδεών (Εισηγητής: Λευτέρης Γκίκας) .

Οι υπερβατικές ιδέες δεν υπήρχαν πριν από τον Πλάτωνα, τον ιδιοφυή αυτόν φιλόσοφο. Είναι δικό του δημιούργημα και προδίδουν την κορύφωση της φιλοσοφικής του σκέψης και της ενορατικής του δύναμης.

            Τις ιδέες αυτές ο Πλάτων τις ορίζει ως το κοινό πολλών ιδεών ομωνύμων ως νοητές οντότητες απρόσιτες στις αισθήσεις, αγέννητες και άφθαρτες, αιώνιες και ανεξάρτητες  χώρου και χρόνου και υπάρχουν στον υπερουράνιο «τόπο».

            Γεννήθηκαν από τη Σωκρατική ηθικολογία και από τα νοήματα τα οποία απήλλαξε ο Σωκράτης εννοιολογικά από κάθε εμπειρικό στοιχείο. Η λέξη ιδέα προερχόμενη από τη λέξη ειδή του ρήματος ορώ, είδον, ίδω, στην εποχή του Πλάτωνα, σήμαινε το πρόσωπο του ανθρώπου, αυτό που κυρίως φαίνεται που μπορεί κανείς να το δει. Συνεπώς η ιδέα είναι η ειδή που μπορεί κανείς να δει. Η ειδή αυτή όμως γίνεται ειδή του Νου. Η οπτική ενέργεια μεταφέρεται από τον κόσμο της όρασης στον κόσμο της νόησης. Η νόηση είναι θέα του Νου και το αντικείμενό της, οι ιδέες θέμα επίσης του Νου.

            Οι  πλατωνικές ιδέες δεν είναι απλές έννοιες αλλά οντότητες που υπάρχουν ανεξάρτητες από τη νόηση του ανθρώπου κι έτσι λαμβάνουν μεταφυσική υπόσταση. Συνέχουν την αλήθεια και είναι πληρότητες.

            Ύψιστη ιδέα είναι η ιδέα του Αγαθού που κατέχει την ακρότατη θέση στην κλίμακα την οποία σχηματίζουν οι ιδέες. Επενεργεί ως ζωογόνος δύναμη των όντων, εκτείνεται σε κάθε είδος ουσίας και εμφανίζεται σε κάθε είδος σκέψης.

            Στην πολιτεία εκλαμβάνεται ως η ύψιστη κατάκτηση της ψυχής και ως κριτήριο της χρησιμότητας όλων των αγαθών. Είναι το ύψιστο μάθημα το αμήχανον κάλλος, η ομορφιά που σοκάρει. Οι αρετές καταξιώνονται μόνο εφόσον συνάπτονται προς το Αγαθό, που ταυτίζεται με τον Θεό.  

            Ο Πλάτων δεν ορίζει το Αγαθό, αλλά επιφαίνεται από την ενέργειά του. Τα αντικείμενα έχουν το είναι τους, την ουσία τους χάρη στο Αγαθό. Χωρίς αυτό να αποτελεί ουσία, αλλά είναι πέρα από την ουσία «Ουκ ουσίας όντος του Αγαθού, αλλά έτι επέκεινα της ουσίας πρεσβεία και δυνάμει υπερέχοντος». 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ:  21-5-2024:Πλάτων και Φιλοσοφία.  Καταληκτικό, 28-5-2024: Καταληκτικό.

 

Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

 

  9-4-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός.

 

Σχέδιο Εισήγησης: Υπάρχει διαφορά  ανάμεσα στον πλατωνικό και στον ευρωπαϊκό ιδεαλισμό. Με απλά λόγια, ο πλατωνικός ιδεαλισμός είναι υπερβατικός ενώ ο ευρωπαϊκός είναι υπερβατολογικός. Αυτό σημαίνει πως  (για να αναφέρουμε τον Kant ο οποίος χαρακτήρισε το σύστημά του υπερβατολογικό ιδεαλισμό) οι ιδέες είναι δημιουργήματα του λόγου ο οποίος με τη βοήθεια της φαντασίας μετατρέπει τις παραστάσεις σε έννοιες-ιδέες. Απλά, για πολλούς ευρωπαίους ιδεαλιστές, υπάρχει απόσταση απ’ τον εμπειρισμό, αλλά κάθε γνώση προϋποθέτει την αισθητή εμπειρία.

Είναι βέβαια οριακή η διαφορά και ό,τι προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό ιδεαλισμό στον πλατωνικό είναι η βεβαιότητα πως ο λόγος δεν είναι υποτελής της αισθητής εμπειρίας και πως η γνώση υπερβαίνει το φυσικό συμβαίνον.

 

Η βασική διαφορά του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού απ’ τον πλατωνικό δεν ‘’ισοπεδώνει’’, καθόσον οι Γερμανοί κυρίες εκφραστές του δεν ταυτίζονται, ενώ οι πλατωνικοί της Οξφόρδης ‘’επανακάμπτουν’’ στον Πλάτωνα. Θα δούμε επίσης πώς και κορυφαίοι επιστήμονες είναι πλατωνικοί.

Θα αναγνωσθούν αντιπροσωπευτικά κείμενα για να ακολουθήσει συζήτηση. (Πρβλ. Πλάτων, Φιλοσοφική Μυσταγωγία, Δρόμων, 2023).

 

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ:  21-5-2024:Πλάτων και Φιλοσοφία.  Καταληκτικό, 28-5-2024: Καταληκτικό.

 

nikos.makris2@gmail.com    τηλ. 6977093615

Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

 

 19-3-2024: Πλατωνική Μεταφυσική

 

Σχέδιο Εισήγησης: Ο όρος ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (Μετά τα Φυσικά, είναι ο όρος ο οποίος δε δηλώνει παρά σειρά έργων του Αριστοτέλη, αλλά η πραγματική ονομασία είναι ΠΡΩΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ). Είναι γνωστή η ιστορία της Μεταφυσικής, όπως και η αμφισβήτησής της. Ωστόσο, κορμός της φιλοσοφίας η μεταφυσική, ανοίγει το δρόμο μια αξιόπιστης φιλοσοφικής αναζήτησης. Σε τι συνίσταται;

i.Ποια η πρωτοπληροφορία η οποία καθιστά εννοητή την αίσθηση και την αντίληψη;

iiΠώς ορθώνεται μία θεώρηση της λογικής, της πολιτειολογίας, της αισθητικής, των επιστημών του ανθρώπου, της ηθικής;

Η πλατωνική φιλοσοφία εδράζεται στη μυστική πρωτοσύλληψη του είναι των όντων, των έγχρονων όντων (υπαρχόντων αισθητών) αλλά και των καταλληλοτήτων του ανθρωπίνως υπάρχειν, και άγεται διαμέσου της διαλεκτικής στη λογική. Ήδη, μεταφυσική είναι η αειγενής πληροφορία κατά την οποία ο άνθρωπος συναντά το αιώνιο είναι σε κάθε συγκεκριμένο αισθητό και κατάσταση κατά τρόπο που διενώνει λόγο και συναίσθημα στην ενότητα λόγου και συναισθήματος ως ηθικοδινοητικώς υπάρχειν.

Αυτό θα αναπτύξουμε με την παράθεση υπέροχων κειμένων (Πρβλ. Πλάτων, Φιλοσοφική Μυσταγωγία, Δρόμων, 2023).

 

 

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ: 9-4-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 23-4-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία. 21-5-2024: Καταληκτικό.

 

nikos.makris2@gmail.com    τηλ. 6977093615




Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

 

 5-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική.

 

Σχέδιο Εισήγησης: Είναι γνωστό πως ο Αριστοτέλης θεωρείται ως ο μέγιστος λογικολόγος, παρά τις ενστάσεις των Αναλυτικών και των λογικομαθηματικών. Ωστόσο, όλοι αναγνωρίζουν την ανεπανάληπη συμβολή του Σταγειρίτη.

Ο Πλάτων δεν έγραψε κανένα βιβλίο αποκλειστικά αφιερωμένο στη λογική, παρά τα κείμενα της λεγόμενης γεροντικής περιόδου της πλατωνικής δημιουργίας. Ωστόσο, η πλατωνική λογική αναδύεται απ’ τη γνωσιολογία και είναι γνωστή ως διαλεκτική (συνέχεια της μαιευτικής μεθόδου του Σωκράτη). Εμβαθύνοντας στην πλατωνική λογική οδηγούμαστε στις πηγές της, σε ό,τι δηλαδή καθιστά δυνατό το ορθώς λογίζεσθαι, στην αληθή δόξα μετ’ επιστήμης. Αυτή η θεώρηση η οποία ακραγγίζει ιδέες και αριθμούς συνιστά θεμέλιο: Την με την ανάμνηση αναγνώριση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων που υπό ποικίλους ιριδισμούς στηρίζεται στο είναι του υπάρχοντος. Πρόκειται για μία μη παραστάσιμη αλήθεια η αρχή της οποίας είναι μυστική. Απλά: Η πλατωνική μυστική πορίζει τη μεταφυσική και ως συνέπειά της τη λογική.

Αυτό θα αναλύσουμε με ανάγνωση κειμένων.

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ: Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες. 19-3-2024: Πλατωνική Μεταφυσική. 9-4-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 23-4-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία. 21-5-2024: Καταληκτικό.

 

nikos.makris2@gmail.com    τηλ. 6977093615




Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

20-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός.

Σχέδιο Εισήγησης: Με τον Πλωτίνο (205-270), εκατονταετίες μετά τον Πλάτωνα, ο Νεοπλατωνισμός που θεμελιώθηκε στην Αλεξάνδρεια με τον Αμμώνιο Σακκά, κορυφώνεται  και καθίσταται συμπληρωματική και ανανεωτική δημιουργία η οποία επεκτείνει την πλατωνική σκέψη. Κατά τον Πλωτίνο ο οποίος προτείνει τις τρεις αρχικές αρχές, το Εν ή Αγαθόν, τον Νου και την ψυχή, υπάρχει μία μυστική διακοινωνία των αρχών πάντα υπό το φως των πλατωνικών ιδεών.  Ωστόσο, το αγαθόν από υπερπλησμονή αγαθότητας, άλλο ποιεί, τον νου. Ήδη, η ψυχή που είναι αιχμαλωτισμένη μετά την πλατωνική πτώση (κόπωσις θέας νοητής του αγαθού), κοινωνεί μυστικά με νου και αγαθό και αυτή η κοινωνία είναι μυστική. Έχουμε δηλαδή μία εισβολή της μυστικής στο πλατωνικό έργο που στον Πλάτωνα υποκρούεται οπωσδήποτε. Ο πλατωνικός έρως επομένως προσλαμβάνει δυναμικότερες διαστάσεις, όπως θα συζητήσουμε. Μετά τον Πλωτίνο οι μετέπειτα νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος κ.α.), νοθεύουν κάπως τον Νεοπλατωνισμό με ανατολικά-θεοσοφίζοντα στοιχεία, παρά τη γονιμότητα ορισμένων θέσεών τους. Θα αναγνωστούν σημαντικά πλωτινικά κείμενα.

Κείμενα: Πλωτίνος, 205-270, : Πολλάκις ἐγεiρόμενος εἰς ἐμαυτόν ἐκ τοῦ σώματος καί γινόμενος τῶν μέν ἄλλων ἒξω, ἐμαυτοῦ δέ εἲσω, θαυμαστόν ἡλίκον ὁρῶν κάλλος, καί τῆς κρείττονος μοίρας πιστεύσας τότε μάλιστα εἶναι , ζωήν τε αρίστην ἐνεργήσας καί τῷ θείῳ εἰς ταυτόν γεγενημένος… (Συχνά, καθώς βγαίνω έξω απ’ το σώμα μου και αισθανόμενος ότι βρίσκομαι έξω απ’ τα άλλα αισθητά πράγματα, αλλά στα βάθη του εαυτού μου, καθώς βλέπω ένα θαυμασιώδες κάλλος και καθώς βεβαιώνομαι πια πως βρίσκομαι τότε στην καλύτερη ευτυχία  σαν να έζησα την άριστη ζωή και να ενώθηκα με το θείο…)             Εννεάδες, ΙV.8. 1-9.

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ  5-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες. 19-3-2024: Πλατωνική Μεταφυσική. 9-4-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 23-4-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία. 21-5-2024: Καταληκτικό.

nikos.makris2@gmail.com    τηλ. 6977093615







Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

6-2-2024: Πλατωνική Μυσταγωγία και φιλοσοφία.

 

 Σχέδιο Εισήγησης: Υπό τον όρο φιλοσοφική μυσταγωγία εννοούμε το ουσιώδες του πλατωνικού μηνύματος, ό,τι δηλαδή καθιστά την πλατωνική φιλοσοφία προϋπόθεση του φιλοσοφείν και υπ’ αυτό το πνεύμα βασική προκείμενη κάθε φιλοσοφικού εγχειρήματος. Ωστόσο, με τον Πλάτωνα δεν περαίνεται η φιλοσοφία, δεν καθίσταται δηλαδή σοφία, αλλά ανοίγονται οι αμετάθετοι ορίζοντες του φιλοσοφείν.

Εννοούμε: 1. Δεν είναι δυνατή η γνώση οποιουδήποτε αισθητού χωρίς τη νόηση-εννόηση της αποκλειστικής του σημασίας-νοήματος ώστε να καταστεί δυνατή η έγκυρη προτασιακή έκφραση. 2. Η ιδέα κάθε πράγματος-αισθητής οντότητας καθιστά δυνατή την αντίληψη της αλλαγής των φαινομένων μόνο και μόνο επειδή το είναι τους, οι ιδέες τους δηλαδή κοινωνούν στον κόσμο του αγαθού, του απολύτου. (παράδειγμα οι αριθμοί και ο διασυσχετισμός τους). 3. Η μεταφυσική εγκυρώνει την ισχύ της λογικής και καθιστά δυνατό το δια-λογίζεσθαι. 4. Η αιώνια φύση των πραγμάτων ανοίγει το δρόμο στην ηθική θεώρηση, όπου μόνο το ηθικό ως δικαιοσύνη, ως αλήθεια, ως εντιμότητα, ως φιλαλήθεια κ.ο.κ. νοηματοδοτεί πληρωματικά τη ζωή. 5. Ηθική και λογική ταυτίζονται. 6. Η επιστήμη πια (αληθής δόξα μετ’ επιστήμης) συνιστά ατρεμή πληροφορία του συμβαίνοντος.

Θα αναγνωστούν σημαντικά πλατωνικά κείμενα.

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ 20-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός. 5-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες. 19-3-2024: Πλατωνική Μεταφυσική. 9-4-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 23-4-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία. 21-5-2024: Καταληκτικό.

nikos.makris2@gmail.com    τηλ. 6977093615 





Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

17-1-2024: : Ο πλατωνικός Σωκράτης και το πνεύμα του    ιδεαλισμού.

 

 Σχέδιο Εισήγησης: Η δεύτερη περίοδος ανάπτυξης της σκέψης του Πλάτωνος είναι η κυρίως περίοδος της πλατωνικής φιλοσοφίας, η περίοδος δηλαδή ανάπτυξης του ό,τι αποκαλούμε ιδεαλισμό. Δε θα υπερβάλλαμε αν λέγαμε πως χωρίς τον πλατωνικό ιδεαλισμό είναι αδύνατη η κατανόηση της φιλοσοφικής εν γένει προσπάθειας.

Ιδέες είναι η αιώνια φύση κάθε πράγματος και ‘’θεώνται’’ απ’ το νου με την ανάμνηση. Πώς είναι δυνατή η ιδέα κάθε πράγματος όταν η αλλαγή είναι αέναη; Ήδη αναδύονται ερωτήσεις σχετικές με το είναι του χρόνου, της αίσθησης, του λόγου, της αντίληψης. Χωρίς την κατανόηση του είναι της ιδέας που επικαλείται το αγαθό, είναι αδιανόητη η λογική, αλλά και η αισθητική.

Θα αναστραφούμε με την πλατωνική προβληματική και με προσφυγή σε κείμενα του φιλοσόφου.

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ: 6-2-2024: Πλατωνική Μυσταγωγία και φιλοσοφία. 20-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός. 10-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες. 9-4-2024: Πλατωνική Μεταφυσική. 8-5-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 22-5-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία.

nikos.makris2@gmail.com    6977093615







Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

12-12-2023: : Ο Σωκρατικός Πλάτων.

 

 Σχέδιο Εισήγησης: Τρεις είναι οι περίοδοι διάπτυξης της πλατωνικής σκέψης. Η πρώτη διακρίνεται για την ανάπτυξη της σωκρατικής κυρίως σκέψης, παρόλο που παρεισφρύουν και στοιχεία προερχόμενα απ’ τους ορφικοπυθαγορείους. Είναι όμως σαφές πως ο Σωκράτης φωτίζεται με τα έργα της πρώτης περιόδου του Πλάτωνα. Κύρια έργα: Χαρμίδης, Απολογία, Κρίτων, Μένων, Ευθύδημος, Λάχης. Το ουσιώδες αυτής της περιόδου συνίσταται στην ανεπανάληπτη στροφή της σκέψης στον άνθρωπο, στην υποκειμενικότητα και στη σχέση της με το είναι, με το οικουμενικό είναι το οποίο εγγυάται την ύπαρξη λόγου και λογισμού στηριγμένου στην απόλυτη αλήθεια, στην αληθή δόξαν μετ’ επιστήμης, στην υπέρβαση δηλαδή της απλής δοξασίας, της αβασάνιστης δηλαδή γνώμης με αφετηρία το λόγο, πηγή του οποίου δεν είναι το επιφανειακά συμβαίνον, αλλά η ατρεμής αλήθεια, η οντική αλήθεια, πηγή της οποίας είναι το θείο.

Θα αναγνωσθούν αρκετά κείμενα αυτής της περιόδου.

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ: 17-1-2024: Ο πλατωνικός Σωκράτης και το πνεύμα του    ιδεαλισμού. 7-2-2024: Πλατωνική Μυσταγωγία και φιλοσοφία. 21-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός. 20-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες. 10-4-2024: Πλατωνική Μεταφυσική. 8-5-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός. 22-5-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία.

nikos.makris2@gmail.com    6977093615



Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα.

Φίλες και φίλοι,

με χαρά σας ανακοινώνουμε πως οι συναντήσεις μας θα συνεχισθούν για 25η χρονιά και με θέμα

                   ΠΛΑΤΩΝ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ.

Πρόκειται για όντως ουσιώδες θέμα με αιώνια προβληματική και μύριες όσες εξακτινώσεις.

Οι συζητήσεις μας θα πραγματοποιούνται κάθε Τρίτη, στις 11.45 π.μ. και ορίζονται ως εξής:

24-10-2023: Απ’ τη μυθολογία στο μυθικό πνεύμα.

14-11-2023: Παρμενίδης ο Μέγας.

28-11-2023: Ηράκλειτος και Σωκράτης.

12-12-2023: Ο Σωκρατικός Πλάτων.

16-1-2024: Ο πλατωνικός Σωκράτης και το πνεύμα του   

ιδεαλισμού.

6-2-2024: Πλατωνική Μυσταγωγία και φιλοσοφία.

20-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός.

19-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες.

9-4-2024: Πλατωνική Μεταφυσική.

7-5-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός.

21-5-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία.

Ελπίζω πως θα έχουμε πολλές ευκαιρίες συμπροβληματισμού στο πλαίσιο της ανοιχτής φιλοσοφικής προβληματικής καθόσον η φιλοσοφική αναζήτηση οδηγεί στην εγγύτητα ανθρώπων-συνανθρώπων. Όπως πάντα, η είσοδος είναι ελεύθερη.

                                                                   Με ευχαριστίες

                                                                     Νίκος Μακρής

τηλ. 6977093615

nikos.makris2@gmail.com



Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα,14-11-2023:

 

Παρμενίδης ο Μέγας 540-480 π.Χ.

 Μέγαν και πατέρα αποκαλεί ο Πλάτων τον Παρμενίδη, του γένους του Ελεατικού. Πατέρας της ελεατικής Σχολής υπήρξε ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, αλλά ο Παρμενίδης προσέδωσε αθάνατη δόξα στη σχολή αλλά και στη φιλοσοφία. Το μόνο έργο του το οποίο γνωρίζουμε και του οποίου σώθηκαν ευάριθμες σελίδες είναι η για πάντα θεμελίωση της οντολογίας και μάλιστα σε σημείο που δεν είναι δυνατό να υπερβαθεί.

Θα αναφέρουμε τις κύριες θέσεις του τις οποίες και θα αναπτύξουμε:

1.     Το είναι είναι ένα, απόλυτο, άτμητο, ολότητα, ουλομελές, νοείν που ταυτίζεται με το είναι. Μονισμός δηλαδή.

2.     Ό,τι φαίνεται, ό,τι χρονίζεται, ό,τι μεταβάλλεται κ.ο.κ., δεν είναι παρά φαίνεσθαι, πλάνη, δόξα βροτών.

3.     Άρνηση του χρόνου, απόλυτη και αληθεύουσα παρουσία του είναι.

Τα βασικά στοιχεία της οντολογίας του Ελεάτη παραμένουν και θα παραμένουν όχι μόνο ως περιδέραια της προσωκρατικής σκέψης, αλλά ανυπέρβλητοι προβληματισμοί που γονιμοποιήθηκαν απ’ τον Πλάτωνα και από μεγάλους φιλοσόφους. Μπορούμε να τα συναντάμε και σε μεγάλες στιγμές τις Ανατολικής σκέψης, παρά το μυθικό επικάλυμμα των ανάλογων θρησκευτικών παραδόσεων.

 

 

...τό  γάρ αυτο νοειν εστίν τε καί ειναι.

ουδέ διαιρετόν εστιν, επει παν εστιν οµοιον.

ταυτον δ' εστι νοειν τε και ου ενεκεν εστι νόηµα.

 

 

Θα αναλύσουμε και άλλα αποσπάσματα του φλοσόφου.

 

 Αθηναϊκές Συναντήσεις Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο), 25ο έτος, Δημητρακοπούλου 53-55, Αθήνα. Τρίτη, 11.45. π.μ.

               28-11-2023: Ηράκλειτος και Σωκράτης

Σχέδιο Εισήγησης:  Ο Ηράκλειτος,-540-480, είναι ο δεύτερος μεγάλος πόλος με τον Παρμενίδη πρώτο, παρόλο που υπήρξαν περίπου σύγχρονοι. Σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, πατέρα του μονισμού και της οντολογίας, ο Ηράκλειτος πρεσβεύει πως συστατικό στοιχείο του κόσμου μας είναι η κίνηση, η μεταβολή, οι αλλαγές, παρά το ότι ο λόγος είναι κοινός, αναλλοίωτος, αμετάβλητος, απόλυτος. Ήδη τίθεται το πρόβλημα της διαλεκτικής, της δυνατότητες ‘’συνδυασμού’’ το έγχρονου με το αιώνιο.

                                                *

Με τον Σωκράτη, -470-399, άρχεται η ανθρωπολογική περίοδος της φιλοσοφίας, η μεγάλη παράδοση κατά την οποία κέντρο και αφετηρία προσέγγισης της αλήθειας είναι ο λόγος, ο ανθρώπινος λόγος ο οποίος ορίζει και ρυθμίζει τις μεγάλες ανθρωπολογικές-φιλοσοφικές ερωτήσεις.

Θα δούμε τη σπουδαιότητα αυτών των δύο μεγάλων ανδρών με αφετηρία κείμενά τους.

 

 

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ:

12-12-2023: Ο Σωκρατικός Πλάτων.

17-1-2024: Ο πλατωνικός Σωκράτης και το πνεύμα του   

ιδεαλισμού.

7-2-2024: Πλατωνική Μυσταγωγία και φιλοσοφία.

21-2-2024: Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός.

20-3-2024: Πλατωνική Λογική και Μυστική. Πλατωνιστές φιλόσοφοι και επιστήμονες.

10-4-2024: Πλατωνική Μεταφυσική.

8-5-2024: Πλατωνικός και Ευρωπαϊκός Ιδεαλισμός.

22-5-2024: Πλάτων και Φιλοσοφία.

 





 

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 


Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Νίκου Μακρή υπό τον τίτλο ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ απ' τις εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ (τηλ. 2102617648). Το βιβλίο διατίθεται απ' τον εκδότη όπως και από βιβλιοπωλεία.

Δημοσιεύουμε τον πρόλογο και μέρος του πρώτου κεφαλαίου:



Εισαγωγικό

 

Στον παρόντα τρίτο τόμο της τριλογίας μας (προηγήθηκαν Άπειρο και Πεπερασμένο, Ιδεατό και Πραγματικό, Δρόμων,  2022), συνεχίζουμε την έρευνα η οποία προβληματίζει δημιουργικά και αναστρέφεται επίμονα με τα σημαντικότερα ερωτήματα της φιλοσοφικής διαπορίας.

Όροι, όπως αίσθηση, αντίληψη, νόηση, λόγος, γνώση, γλώσσα, ήθος, αισθητική, συν-, ‘’πυκνώνονται’’ σε προκείμενους, όπως φαντασιακή χωροχρονικότητα, μνήμη, κρίση, πνεύμα.

Γνωστοί αυτοί οι όροι από προηγούμενες προσπάθειές μας συνιστούν για πάντα τους ευγενέστερους πειρασμούς όχι μόνο της φιλοσοφικής συνείδησης, αλλά και των προβληματισμών όλων μας. Δεν προσάγονται βέβαια συστηματικές θεωρήσεις, ούτε προτείνονται οριστικές απαντήσεις, χωρίς αυτό να οδηγεί στον σκεπτικισμό. Είναι όντως παράδοξο: Κάθε φιλοσοφική προσπάθεια, για να προσάγει στοιχεία εγκυρότητας, οφείλει να είναι ανοιχτή, να ανοίγει παράθυρα στη σκέψη, να υποψιάζει δημιουργικά, να προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη-ακροατή της προς εμβάθυνση και γονιμοποίηση των δυνατοτήτων του.

 

                                                *

Αναλογιζόμαστε επίσης ως προς την πρώτη ‘’γλώσσα’’ της γνώσης, ως προς την αμεσότητά μας και την ενσυναίσθηση, όπως και ως προς την οντική μαρτυρία του υπάρχειν μας.

Όλες οι εσαεί επωαζόμενες εκφράσεις της ανθρώπινης προσπάθειας σε κάθε μορφή δημιουργίας συνιστούν όντως υπέρβαση του ανθρωπίνου σε σχέση με την αισθητή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως το ανθρωπίνως υπάρχειν είναι αδιανόητο χωρίς το ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν όχι μόνο στη  διανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και στη συμπαντική αλήθεια η φύση της οποίας διερευνάται σε κάθε μορφή έκφρασης.

Αν επομένως η αίσθηση είναι το όμμα της αντίληψης και η ποριζόμενη γνώση έχει εγκυρότητα, η σκέψη μας στρέφεται στις απαρχές του ανθρωπίνου φαινομένου, στα προϊστορικά σπάργανα και, μακριά από κάθε αναγωγισμό, διακρίνουμε στους πρωτογενείς μύθους λ.χ., ή στη γλώσσα και στις μαρτυρίες τα σημεία υπέρβασης του φυσικώς υπάρχειν τα οποία είναι σχεδόν αγεωγράφητα, αλλά ποιος θα ήταν σε θέση να γεωγραφήσει και σήμερα ακόμη το πνεύμα και τις μαρτυρίες του;

Ήδη όμως διαφαίνονται σημεία υπέρβασης η αρχή των οποίων δεν εντοπίζεται, αλλά μαρτυρείται.

 

                                                *

Οι διαφαινόμενες πλέον υπερβάσεις μηνύουν την υπερβατικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τον αισθητό κόσμο, αλλά προσάγουν τις μαρτυρίες χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η κάτοψη του νοήματος, του ό,τι δηλαδή συνιστά το ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν.

Υπερβαίνονται οι πρωτινές υπερβάσεις του ανθρωπίνου κατά τρόπο που διαφοροποιείται η οντική φύση του ανθρωποκόσμου; Αναθεωρούνται δηλαδή οι θεωρήσεις του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι, του γιγνώσκειν με την υπέρβαση του μυθολογικού πλέγματος και όλων των συγγιγνόμενων αρχών, όπως η πολιτειακή συγκρότηση, η θρησκευτική μαρτυρία, τα ήθη, η τέχνη, η επιστήμη που ανέτειλε αργότερα αλλά της οποίας τα ριζώματα υπάρχουν στις πρώτες τέχνες-επινοήσεις και επιτεύξεις αμέτρητων προσπαθειών και εμπειριών;

 

                                                *

Ήδη ανακύπτει το ερώτημα των σχέσεων υπέρβασης και υπερβατικότητας με επιστροφή στους γνωστούς όρους τους οποίους ανέδειξε η ανάπτυξη της φιλοσοφίας αιώνες αργότερα, με το έπος της επιστήμης και της επιστημονικής γνώσης, με την ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης, της πολιτειακής συγκρότησης κ.ο.κ.

Γνωρίζουμε πλήθουσες προσπάθειες ερμηνείας, ενίοτε αντικρουόμενες, δεδομένης της εκρηκτικής ανάπτυξης της κοινωνικοπολιτικής δυναμικής. Δε θα υπεισέλθουμε λεπτομερώς, έχουμε ήδη κάνει σχετικές προσπάθειες, αλλά θα τις αναφέρουμε επειδή αποτελούν διεκφράσεις του διανθρώπινου προβληματισμού.

Επικεντρωνόμαστε κατά κυριότητα στη φύση της υπερβατικότητας όπως προσπαθούμε να την αναδείξουμε στο παρόν πόνημα. Είναι όντως οι διαπλώσεις του πνεύματος οι οποίες επωάζονται στο φαινόμενο της ανθρώπινης υπέρβασης σε σχέση με τον αισθητό κόσμο. Είναι όμως η υπερβατικότητα οντική μαρτυρία ή συνέπεια τυφλής συμπλοκής άγνωστων ή τυχαίων παραγόντων;

Αναπτύσσεται η ακόλουθη θέση: Η υπέρβαση της απρόσωπης αισθητής πραγματικότητας, εν σπέρματι ριζωμένης στη συμπαντική πνοή, φωτίζεται με την ανθρώπινη φύση ως υπέρβαση του ενστίκτου και της απροσωπίας υπό την αδήριτη προϋπόθεση της συν-ύπαρξης ανθρώπου και αισθητού κόσμου που τελείται αιώνια ως εσαεί παρόν και που υποδηλώνεται έγχρονα. Αυτή όμως η συνειδητοποίηση με τις απέραντες εκφράσεις της διαπλώνεται ως υπερβατικότητα, ως πνευματική ακμή, ως συνεχής ανάπτυξη πάντα στο πλαίσιο του χωροχρονικού, φαντασιακού δηλαδή ανθρωποκόσμου.

Ήδη, υπέρβαση και υπερβατικότητα συνέχονται συμπληρωματικά και συνιστούν την οντική μαρτυρία της οικουμενικής ταυτότητας η οποία ζωοποιεί την απέραντη ετερογένεια του αισθητού κόσμου, την ετερότητα δηλαδή των υπαρχουσών φανερώσεων ως γνώση που βαθιά θεωρούμενη είναι επίγνωση, οντική δηλαδή μαρτυρία του απείρου στο πεπερασμένο. Είναι το λέγειν ως ‘’απόηχος’’ της άρρητης σιωπής του ανθρωποκοσμικού είναι.

Όντως, ο κοσμάνθρωπος, κάθε δηλαδή συγκεκριμένη ύπαρξη, απ’ τη στιγμή που αφυπνίζεται και υποψιάζεται δημιουργικά το μήνυμα του επιφαίνεσθαι, συναντάει έκπληκτος το απέραντο βάθος των ψιθύρων που τον αγγίζουν. Αποσύρει το πέπλο της Ίσιδας και εκεί καθορά έκπληκτος τον ίδιο καθαρό του εαυτό, το μύχιο και άμωμο, ανεβαίνει με το οδοιπορικό του τις επισταθμίες της φιλοσοφικής-ερωτικής του φοράς και ανακαλύπτει υπό την οδηγία της Διοτίμας που δε συμβολίζει παρά την καθαρμένη συνείδηση το τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένος.

 

                                                *

Υπάρχει μία διελκυστίνδα η οποία προκαλείται απ’ τις πλήθουσες αρνητικές μαρτυρίες της ιστορίας που δεν είναι παρά μορφές παραλογισμού της ανθρώπινης βιωτής, μορφές οι οποίες κατακαπηλεύονται τα ακριβά δώρα της γνώσης, αλλά στον τραγικό διχασμό και πειρασμό ταυτόχρονα, διακρίνουμε πως κάθε μορφή παραλογισμού με οδυνηρές συνέπειες στο έγχρονο τρελό παραλήρημα είναι αδιανόητη χωρίς τον καθαρό λογισμό, αλλά και μαρτυρία της εθελοδουλίας, σε αντίθεση με την ελευθερία, με την προσπάθεια ελευθέρωσης ακριβέστερα.

Ήδη κατανοούμε πως η αληθής γνώση δεν είναι απλή καταγραφή, έστω και μαθηματικοποιημένη, στον κόσμο της επιστημονικής προσπάθειας, του συμβαίνοντος, αλλά υπέρβασή του ως τόπος αλήθειας και νοηματοδότησής της.

Υπέρβαση και υπερβατικότητα διέχονται, αλλά δεν ταυτίζονται καταρχήν. Ταυτίζονται στον κόσμο του απολύτου, στον κόσμο της πανσθενούς ταυτότητας που μαρτυρείται έγκοσμα-έγχρονα ως ενότητα συν-υπαρχόντων, ως ακλινής μαρτυρία του αληθεύοντος.

Δεν παραγνωρίζονται οι δυσκολίες, δεν υποβαθμίζεται η αλήθεια κατά την οποία η φιλοσοφία είναι το ευγενέστερο οδοιπορικό το οποίο ανοίγει ορίζοντες που οδηγούν στα κράσπεδα της σοφίας, χωρίς οριστική και αμετάκλητη ανάπαυση σε τέρποντες λειμώνες ευδαιμονίας. Όσο ακραγγίζουμε το αληθεύον νόημα, κατανοούμε πως η εγγύτητά του αποκρούει ειρηνικά και συγκεκριμένα την απόσταση-αποστασία που βυθίζει στο σκότος.

Γι’ αυτό ακριβώς η φιλοσοφική στρατεία, οδός όλων, κορυφώνεται χωρίς ορατό σημείο κορυφής, κορυφώνεται αέναα πορίζοντας το πλήρωμα ζωής που δεν εκφράζεται με καμία συμβολική προσπάθεια, αλλά που ανοίγει τη θύρα του αποσυμβολισμού, της λαλούσας σιωπής με τις υπερφυείς νύξεις της.

 

 

                                                Ι

                       Πρώτη Γλώσσα της Γνώσης

 

(Η αντίληψη ως πνευματική έκφραση της Αίσθησης, Το Ἀρχικώτατον, Το Μη παραστατό, Καθολικότητα του συγκεκριμένου, Συγκέντρωση, Περισυλλογή και Αμεσότητα, Νόηση και Οντική Φύση του Υπάρχειν, Αντίληψη: Πρώτη Γλώσσα της Γνώσης, Αισθητή Φανέρωση.)

 

Είναι η αντίληψη πνοή της αίσθησης;  Αν ναι, αίσθηση είναι η ορατή πλευρά της αντίληψης. Ταυτίζονται όμως; Αν ταυτίζονταν, θα μιλούσαμε για ένα και το αυτό. Έχουμε ήδη μιλήσει αλλού για την ενότητά τους, αλλά πώς εννοείται η ενότητα που δηλώνει ένα υπό πολυμορφία, υπό ‘’διαφορετικότητα;’’

Επανέρχεται το θέμα της ταυτότητας για την οποία έχουν γραφεί τόσα και τόσα, ενίοτε εναντία, ενίοτε συμπληρωματικά, ενίοτε αστήρικτα. Για να προσεγγίσουμε όμως, οφείλουμε να τονίσουμε πως ούτε η αντίληψη, ούτε η αίσθηση μπορούν να θεωρηθούν ως αντικείμενα. Ούτε, παράλληλα, είναι δυνατό να εκτιμώνται ερήμην του εγώ το οποίο αισθάνεται και αντιλαμβάνεται ταυτόχρονα.

Ας γνωρίζουμε πως κάθε παραστατικοποίηση γενικών εννοιών είναι ειδωλοποίηση για τον απλό λόγο πως κάθε παραστάσιμο, δεν είναι απλό μέρος ενός όλου, αλλά συγκεκριμένη μορφή και έκφραση του όλου εν μέρει, μεταβαλλόμενη εξάλλου μορφή.

Για να προσεγγίσουμε προσεκτικότερα και, ίσως, αποτελεσματικότερα, οφείλουμε να ερευνήσουμε τι ‘’προηγείται’’ ή τι τροφοδοτεί τόσο την αίσθηση, όσο και την αντίληψη.

Όταν λέγω αισθάνομαι, προϋποθέτω την άμεση και αδιαπραγμάτευτη κοινωνία μου με το κοσμικό συμβαίνον στο οποίο όμως μετέχω, το οποίο, επίσης, δεν είναι αντικείμενο, και μάλιστα παραστατό, για μένα. Επομένως, ο όρος αίσθηση δεν είναι παρά μία καθολικότητα (δεν είναι βέβαια τα αισθητά) με απέραντης ποικιλίας ιριδισμούς, είναι κάτι απόλυτο που όμως διεκφράζεται σε απέραντες συγκεκριμένες μορφές. Υπάρχει όμως και η αντίληψη ως πνευματική μορφή της αίσθησης, είναι απόλυτη αλλά δε μπορεί να εκφρασθεί χωρίς την πολυμορφία του αισθητού κόσμου στον οποίο μετέχω.

Πέρα απ’ τη συμπληρωματικότητα, ενότητα θα λέγαμε, αναδύεται κάτι εξίσου σημαντικό. Η αντίληψη είναι συνειδητοποιημένη αίσθηση, προσωποποιημένη, της οποίας κοινωνοί είναι όλοι οι αισθανόμενοι-αντιλαμβανόμενοι.

Ποιο είναι το διακοινωνούν ‘’στοιχείο’’ που καθιστά την αίσθηση προσωποποιημένη-συνειδητοποιημένη αντίληψη;

 

                                                *

Πρόκειται για ερώτημα απ’ την απάντηση του οποίου αναδύονται οι γνωστές σχολές οι οποίες όμως ‘’διαχωρίζουν’’ αίσθηση και αντίληψη δίδοντας άλλες προτεραιότητα στην αίσθηση, άλλες στην αντίληψη και άλλες ταυτίζοντάς τις. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται η περιπέτεια της φιλοσοφίας αλλά και της εν γένει ευρύτερης πνευματικής προσπάθειας σε όλες τις διεκφράσεις της.

Υπάρχει άλλος δρόμος και μάλιστα φιλοσοφικός, έστω και ατελής, αφού είναι φιλοσοφικός; Ας στρέψουμε την προσοχή μας σε κάτι που ίσταται ως εσαεί θεμέλιο της αίσθησης και της αντίληψης, της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης δηλαδή.

Πέρα απ’ την αίσθηση και την αντίληψη, στον πυρήνα τους για να κυριολεκτούμε, υπάρχει κάποια μαρτυρία η οποία είναι ἀρχικωτάτη, για να επικαλεσθώ ένα γνωστό όρο του Αριστοτέλη. Ιδού, για να προχωρήσουμε: Όροι όπως μηδέν, πλήρες, κενό κ.α., που βρίθουν στην ιστορία της σκέψης χρήζουν περαιτέρω εμβάθυνσης για να μην καθίστανται νεφελώδεις εκγενικεύσεις. Ας δούμε αν το μηδέ εν είναι αντιφατικό (στη μαθηματική γλώσσα είναι αξίωμα-αριθμός), καθόσον προϋποθέτει το εν, αλλά, ταυτόχρονα, πολλοί,  εκτός απ’ τον Ηράκλειτο, θεωρούν πως ἓν τό πᾶν. Άρα, το μηδέν και όλοι οι μηδενισμοί εξοβελίζονται ως αντιφατικοί. Απ’ τη στιγμή όμως που το μηδέν σημαίνεται ως η ουσία κάθε πράγματος, αισθητού ή νοητού, οι προβληματισμοί εντείνονται.

Πάμε πιο βαθιά στο μέτρο του δυνατού, ίσως εκεί που ο Kant είπε πως ποτέ δε θα μπορέσουμε να βρούμε την κρυμμένη κοινή ρίζα λόγου και συναισθήματος, αίσθησης και αντίληψης. Υπάρχει όντως μία παγίδα που οδηγεί συχνά σε γκρίζες ζώνες.

Προσπαθώντας έτσι να εισδύσουμε στο είναι της αίσθησης, συναντάμε το είναι της αντίληψης και αναστέλλουμε ή νομίζουμε πως αναστέλλουμε κάθε θετικότητα που δημιουργείται απ’ τη λειτουργιακή δομή του αισθητού και της προσλαμβάνουσας αίσθησης. ‘’Εκεί’’ νομίζουν πολλοί πως συναντάμε το είναι-μηδέν και αυτή η κατάσταση μοιάζει καταρχήν ως περιχώρηση της αμεσότητάς μας με τη χωρική ομογένεια.

Αυτή όμως η κατάσταση δεν είναι παραστατή, δε μπορεί να περιγραφεί με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουμε κάθε θετικό μέγεθος. Ως μη παραστατή όμως είναι άρρητη, απόλυτη, άπειρη, όχι ως αντιτιθέμενη στο ρητό, στο σχετικό, στο έγχρονο, στο πεπερασμένο, ως άλλη δηλαδή όψη του γνώσιμου, κάτι που θα οδηγούσε σε δυιστικές ειδωλοποιήσεις, αλλά ως είναι του παραστατού.

Πριν προχωρήσουμε, διαπιστώνουμε πως με αυτήν την πνευματική προσπάθεια προβάλλουν γνωστοί όροι όπως κατάνυξη, περισυλλογή, αυτοσυγκέντρωση στους οποίους οφείλουμε να αποδώσουμε το σωστό νόημα.

Ας δούμε όμως τι συμβαίνει κατά την προσπάθεια κοινωνίας με ό,τι όντως οντικό, με ό,τι φωτίζει το είναι της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης που ‘’αναλύεται’’ σε αίσθηση και αντίληψη.

i. Προσπαθούμε όντως να εισδύσουμε στην οντική φύση της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης ή απλά συνειδητοποιούμε πως τη ζούμε απαύστως, αχρόνως δηλαδή;

ii. Μη περιγραπτή αυτή η κατάσταση, άρα μη συμβολιζόμενη, δεν παραπέμπει κάπου αλλά συνιστά αποσυμβολισμό.

Ας δούμε.

Έχουμε πει πως κάθε εκφραστό συμβολίζεται αναπόφευκτα, καθόσον το σύμβολο είναι ορατός καθρέπτης του συμβολιζόμενου. Το μη συμβολιζόμενο όμως, το άφραστο-απόλυτο που δεν είναι αντικείμενο περιγραφής, ή είναι φαντασίωση ή παντελώς άγνωστο περιβαλλόμενο απ’ το πέπλο της σιωπής.

Έτσι φαίνεται και αυτό υποστηρίζουν στοχαστές εμβέλειας.

 

                                                *

Υπάρχει όμως μία ατραπός η οποία, καίτοι αθέατη με την πρώτη ματιά, εμμένει σιωπηλά. Επιστρέφοντας στην απλή με την πρώτη ματιά ερώτηση ‘’τι είναι ρητό, εκφραστό, συμβολικό, πεπερασμένο’’ συναντάμε δημιουργικές απορίες, απλές κατά βάση, αλλά πολύ δημιουργικές.

Πώς εννοώ το τόδε τι, κάθε συγκεκριμένο το οποίο όμως βρίσκεται σε συνεχή κίνηση-μεταβολή την οποία μάλιστα ελέγχουμε και μαθηματικά; Πώς γνωρίζω τη σύνθεσή του, κύριους χαρακτήρες του, για να μην καταλήξω στο σκεπτικισμό;

Αν ελέγχαμε τη γνωστική μας προσπάθεια, θα διαπιστώναμε πως όχι μόνο δεν υπάρχει γνώση χωρίς τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση, αλλά, κυριότερα, πως αειγενής αφετηρία είναι το συνυπάρχειν των αισθητών πραγμάτων στη φαντασιακή μας χωροχρονικότητα απ’ την οποία αναφαίνεται και η πνευματική μας φύση.

Γνωρίζοντας ένα συγκεκριμένο αισθητό, γνωρίζω ταυτόχρονα τη φύση όλων (κίνηση, μεταβολή, φθορά κ.ο.κ.), άρα το κοινό τους είναι το οποίο είναι απόλυτο, άπειρο, αμετάβλητο. Η τοπικότητα της μνήμης με τις συνειρμικές της ακολουθίες είναι πειρασμός ο οποίος ανοίγει τη θύρα του εμπειρισμού, αλλά ξεχνάμε πως το είναι της εμπειρίας είναι υπερεμπειρικό, είναι εσαεί κίνηση του πνεύματός μας. Εδώ αποκαλύπτεται η σχέση αίσθησης και αντίληψης ως λειτουργιών ενίζουσας φοράς, ως παντοτινή συγκεκριμένη γνωστική δραστηριότητα στους κόλπους της οποίας στεγάζονται όλες οι πνευματικές μας λειτουργίες με τους πολυποίκιλτους ιριδισμούς τους.

 

                                                *

Για να είμαστε ακριβείς, δε γνωρίζουμε, αλλά ανα-γνωρίζουμε το είναι των συγκεκριμένων πραγμάτων, επειδή έχουν κοινά γνωρίσματα που δεν είναι παρά πνευματικά ενεργήματα και, ας προσέξουμε, εξαιτίας αυτού, διαφορετικές αισθητές φανερώσεις, αφού δεν ταυτίζονται ως προς το επιφαίνεσθαί τους.

Πώς όμως είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό; Πώς δηλαδή υπάρχει διαφορετικότητα πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ποιότητες, ιδιότητες; Παλαιά διαπίστωσή μας την οποία οφείλουμε να καταστήσουμε σαφέστερη.

Κατά πρώτο λόγο, χωρίς αυτήν την αλήθεια δε θα υπήρχε ούτε γνώση, ούτε συναίσθημα, ούτε δημιουργία. Θα μπορούσαμε να θυμηθούμε το κρύπτεσθαι του Ηρακλείτου και τη σταθερότητα του Λόγου, τις πλατωνικές ιδέες και την απόλυτη-οντική κοινωνία τους στον κόσμο του αγαθού, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κορυφαίες στιγμές όχι μόνο της ελληνοευρωπαϊκής μεταφυσικής, αλλά και της ανατολικής θρησκειοφιλοσοφίας με τις πολλές σχολές, για να μην επεκταθούμε στη συμβολική του μύθου, όπως και σε άληστες στιγμές της παγκόσμιας μούσας.

Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας στην προσπάθειά μας ‘’εξόρυξης’’ μιας κρύφιας συνθέτουσας κύριας σημασίας.

Ας δούμε: Δεν υπάρχει μουσική χωρίς τους ήχους και τις μελωδίες, παρόλο που ο ήχος είναι ένας με απέραντους ιριδισμούς. Δεν υπάρχει λέγειν, ακούειν, οσφραίνεσθαι κλπ χωρίς τις απέραντες μορφές και ποικιλίες του λόγου, της ακοής, της όσφρησης κ.ο.κ. Απέραντο το πεδίο εκφράσεων του συμβαίνοντος κατά τα οποίο η ταυτότητα παγκυριαρχεί ως ετερότητα, ως αναλογία, ως ομοιότητα, ως ανομοιότητα κ.ο.κ. από όπου και ο λογισμός ως λογικομεταφυσική αρχή ομοιότητας-αναλογίας.

Γιατί οι ομοιότητες και οι αναλογίες κάθε μορφής παραλλάσσουν με τόσους και τόσους τρόπους έκφρασης; Η ερώτηση οδηγεί στο συν-υπάρχειν των πραγμάτων όπως και στις εντάσεις τους, αλλά κυρίως και, σε αναφορά στη θεματική μας, στο συνυπάρχειν ανθρώπινης φύσης και πραγμάτων, σε ένα συνυπάρχειν όπου όλα τελούνται στη φαντασιακή χωρικότητα που είναι ταυτόχρονα και αίσθηση και αντίληψη και λόγος και συναίσθημα.

 

                                                *

Ίσως είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε αποκαλυπτικότερα τη συγκέντρωση-περισυλλογή-κατάνυξη (κράτιστοι φιλόσοφοι δεν έκαναν λόγο για διαίσθηση, για ενόραση, για προθετικότητα, για ύπαρξη, για θάμβος-θαυμασμό, για έκσταση κ.ο.κ.) που ανοίγει δημιουργικές δυνατότητες θεώρησης. Με τον όρο δεν εννοούμε βέβαια εγκλεισμό στον εαυτό μας, απομόνωση ή και για κενότητα, παρά το ότι ο Νᾱgᾱrjuna και η βουδιστική σκέψη γενικότερα την ταυτίζουν  με την πληρότητα, με την ελευθέρωση, με την ειρήνευση. Ούτε την κατεδάφιση του εγώ όπως συνιστά η ταντρική σοφία, ούτε τον εκστασιασμό των κατά καιρούς μιμητών της διονυσιακής έκστασης. Ας θυμίσουμε πως το εκστατικό δεν είναι εκστασιακό.

Η αυτοσυγκέντρωση-περισυλλογή είναι απόλυτο άνοιγμα, όχι λήθη του συνειδησιακού εγώ, αλλά ‘’εισβολή’’ στο άρρητο μυστήριό του. Με επιπόλαιη ματιά μοιάζει με παράδοση σε μία κενότητα, σε ένα γνόφο αγνωσίας πολλών μυστικών, σε ένα μηδέν (μηδενισμός του Sartre λ.χ. ή αρχή ορμής του Bataille ή μηδέν-όλο του Hegel κ.ο.κ.) αλλά σε ό,τι είναι κομβικό σημείο της φιλοσοφικής προβληματικής.

Είναι όμως δυνατή η περιγραφή αυτής της κατάστασης η οποία μοιάζει να αφομοιώνει στον κόσμο της αίσθηση και αντίληψη και, κατά συνέπεια, λόγο και συναίσθημα, ήθος και διάνοια; Συνιστά η αυτοσυγκέντρωση αποκάλυψη του μύχιου ανθρώπινου-ανθρωποκοσμικού είναι ή είναι κάτι παροδικό και επαναλαμβανόμενο, για να αφανίζεται και να επανέρχεται κατά τις περιστάσεις;

Επισκοπώντας την όχι ως αντικείμενο αλλά ως κατάσταση ψυχής, ως ψυχή της συνείδησης, διαπιστώνουμε πως αποτελεί συστατικό στοιχείο του είναι μας. Οφείλουμε έτσι να λαμβάνουμε υπόψη μας την απόλυτη κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον και αυτό συνιστά πρωτοπληροφορία. Ο κόσμος μας δεν είναι για μας παραστατό αντικείμενο, όπως ακριβώς και η κατάσταση της αυτοσυγκέντρωσης. Το ερώτημα το σχετικό με το αν ο κόσμος είναι άπειρος ή όχι είναι παραπλανητικό και οδηγεί σε εσφαλμένες θεωρήσεις, δεδομένου ότι ο κόσμος είναι αδιανόητος χωρίς το κοινωνούν με αυτόν εγώ. Δεν είναι ποτέ αντικείμενο καθεαυτό.

Υπ’ αυτήν την προϋπόθεση η αυτοσυγκέντρωση που είναι ουσιαστικά κατάνυξη –περισυλλογή δεν είναι ούτε εγκλεισμός και μάλιστα μυστικιστικός, ένα είδος δηλαδή απομόνωσης που μπορεί να οδηγεί σε αφιλοσόφητους μηδενισμούς καθόσον ο όρος δεν έχει νόημα. Νόημα θα μπορούσε να έχει η άρνηση ή ο αγνωστικισμός.

Το ερώτημα  ‘’εντοπίζεται’’ στο αν η περισυλλογή είναι απόλυτο άνοιγμα και λήθη των επιμέρους πνευματικών μας λειτουργιών που συνιστούν ενότητα, περίχυσή τους θα λέγαμε στο θεμέλιο του εγώ, του ανθρωποκοσμικού εγώ που δε δείχνεται αλλά που δείχνει αποκαλύπτοντας σε προσωποποιημένη έκφραση η οποία μαρτυρείται με την ανθρώπινη πολύμορφη, πολύπλοκη και επική δημιουργία, την οντική αλήθεια.

Περισυλλογή επομένως δεν είναι παρά η αποκάλυψη της ενότητας εγώ και κόσμου ως αιωνίως υπαρχουσών οντοτήτων. Ήδη, η περισυλλογή είναι ‘’θετική’’ αφαίρεση.

 

                                                *

Για να δούμε καλύτερα, οφείλουμε να εξετάσουμε αν υπάρχει μία απόλυτη ανθρωποκοσμική αρχή, ένα είδος πανθεϊστικής μείξης ανθρωπίνου και κοσμικού.

Υπάρχει αναμφισβήτητη ενότητα, αλλά όχι ταυτότητα. Μία καθολικής φύσης ταυτότητα θα διέγραφε οριστικά και αμετάκλητα το πρόσωπο αλλά και τη γνώση, δεδομένου ότι μία ταυτογένεια δεν είναι ενότητα αλλά ισοπέδωση που αυτοαναιρείται.

Υπάρχει όμως μία δικλείδα ασφαλείας η οποία μαρτυρείται με την ποικιλομορφία των αισθητών μορφών, συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών λειτουργιών του σώματός μας: Κάθε μορφή ύπαρξης, μοναδική και ανεπανάληπτη, ως συν-υπάρχουσα με άλλες απέραντης ποικιλίας, πολυπλοκότητας και δημιουργικής αποτελεσματικότητας, αποκαλύπτει τη μόνη αρχή του συν-. Γι’ αυτό, παρενθετικά, ο χρόνος που δεν είναι αντικείμενο για μας, είναι ασυνεχής στον κόσμο όμως της απόλυτης συνέχειας η οποία δεν είναι διαστημική αλλά φαντασιακή.

Το συνυπάρχειν ανθρώπου και κόσμου δεν προκύπτει, δεν είναι αποτέλεσμα έρευνας, αλλά αναδύεται εσαεί και αυτό αποκαλύπτεται άνετα απ’ την έμφυτη πρωτοπληροφορία του συνπάρχειν στον κόσμο. Έτσι ‘’εκκολάπτεται’’ βαθμιαία ως συνειδός πάντα σε συγκεκριμένες και όλο πλήθουσες μορφές γνώσης  καθιστώντας δυνατή τη διόραση του ό,τι ονομάζουμε περισυλλογή ή αυτοσυγκέντρωση. Οφείλουμε όμως να εξοβελίσουμε τους όρους εξωστρέφεια και εσωστρέφεια ως εκτρέποντας σε ψευδαισθήσεις ή και σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.

Πρόκειται ουσιαστικά για ό,τι έχουμε ονομάσει αμεσότητα η οποία δεν είναι ούτε εσωστρέφεια, ούτε εξωστρέφεια. Ωστόσο, η αμεσότητα δεν είναι συγκεκριμένη γνώση, αλλά ασύνειδη και βέβαια άμεση πρωτοπληροφορία του κοσμανθρώπινου. Παράμονο στοιχείο του ανθρωπίνως υπάρχειν, μόνο ως αυτοσυγκέντρωση αρχίζει να αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο. Κατά βάθος, είναι εσαεί αποκαλυπτόμενος οφθαλμός τη αμεσότητας που συνιστά το συνεχή εμπλουτισμό με συγκεκριμένες γνώσεις. Αν πρώτιστη γνώση είναι η άχρονη συνέχεια ανθρώπου και κόσμου, οι ανακύπτουσες γνώσεις δεν είναι ευρήματα επινοητικότητας, εργαλειοκρατικές τεχνικές, αλλά κάτι βαθύτερο.

Αν η αμεσότητα είναι πρώτιστη γνώση χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, ‘’θραύει’’ το τείχος της ταυτότητας ανθρώπου και κόσμου, ανοίγει εσαεί το δρόμο του θραυστού, του πολυκερματισμού της ουσίας με τη δυναμική της αυτοσυγκέντρωσης. Έτσι παράγεται η γνώση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι πρωταρχικής σημασίας να τονίσουμε πως με την αυτοσυγκέντρωση πραγματώνεται κάτι που φαίνεται αντιφατικό: Η σχέση του άχρονου με το έγχρονο, της αμεσότητας στη γενικότητά της με την πρωτοπληροφορία του υπάρχειν στον κόσμο. Αμεσότητα είναι το αδιαπραγμάτευτο άμεσο, η συν-έχεια ως απόλυτη αρχή που δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο παρουσίασης ή περιγραφής που συν-έχει άνθρωπο και κόσμο αχρόνως. Λέμε αχρόνως για να αποκλείσουμε κάθε φανταστικό χώρο στον οποίο δε θα υπήρχε χρόνος, μία ακίνητη αιωνιότητα με την οποία προσπαθούμε συχνά να ‘’επενδύσουμε’’ την κενότητα η οποία είναι αφετηρία παρανοήσεων.

Το άχρονο της αμεσότητας, όπως υποστηρίζεται στην παρούσα προσπάθεια, δεν είναι το αντίθετο του έγχρονου, άρα δείξιμο ως αντιθετικό σημείο κάθε έγχρονου-δείξιμου, αλλά ό,τι δεν είναι αντικείμενο λογισμού, περιγραφής δηλαδή, ούτε τμήση του χρόνου με οριακό σημείο τη στιγμή (αδιάστατη την είπε ο Kant, πλήρωμα του χρόνου την απεκάλεσε ο Kierkegaard). Είναι όντως πλήρωμα του χρόνου υπό το εξής πνεύμα: Είναι το απόλυτο της χρονικότητας, κάθε αλλαγής και μεταβολής, δεδομένου ότι καμία αλλαγή δε συμπίπτει με οποιαδήποτε άλλη. Είναι επομένως ό,τι καθιστά γνώσιμη την απέραντη ποικιλία των αλλαγών, ό,τι δηλαδή αποκαλύπτει την ασυνέχεια του χρόνου υπό το πνεύμα της απόλυτης συνέχειάς του η οποία καθιστά διανοητό το ασυνεχές. Το είναι του Παρμενίδη εκπέμπει ένα υπερκλασικό φως, έστω και αδιαμόρφωτο, ως λέγειν για να φωτισθεί απ’ τον Πλάτωνα και να προβληματίζει εσαεί.

 

                                                *

Για να εισδύσουμε επομένως στην περισυλλογή-αυτοσυγκέντρωση, οφείλουμε να αξιολογήσουμε την αμεσότητα, αλλά πώς θα εισβάλλαμε στο είναι της, όταν το τελευταίο δεν είναι αντικείμενο περιγραφής;

Καταρχήν, για να επιστρέψουμε στη ‘’σχέση’’ αμεσότητας και χρόνου, οφείλουμε να δεχόμαστε πως ο χρόνος που μας συνέχει είναι άβατος στο είναι του και θα ήταν σοφιστικό να υποστηρίζουμε πως είναι αθροιστική φανέρωση εναλλασσόμενων στιγμών, αν η στιγμή ως στίγμα της χρονικότητας δε συνέχει μόνο ασυνέχειες, αλλά είναι πληρωματική, πληρώνουσα αρχή.

Η αμεσότητά μας όμως αποκλείει την ‘’αντικειμενική’’ θεώρηση της χρονικότητας, είναι ο κόμβος κοινωνίας αίσθησης και αντίληψης. Αν η αίσθηση ως πνευματική μαρτυρία είναι άμεση, αν η αντίληψη, ως πνευματική επίσης λειτουργία είναι άμεση, αυτό οφείλεται στην αμεσότητα στην οποία ζούμε αχρόνως και η οποία δεν είναι αντικείμενο, αλλά τρόπος διόρασης του απολύτου, του άπειρου-άτμητου-άχρονου (παμβασιλεύουσα αρχή της ταυτότητας).

Δεν ταυτίζουμε την αμεσότητά μας με το άπειρο, αλλά τη θεωρούμε οφθαλμό του απείρου στο πεπερασμένο.

 

                                                *

Χωρίς την αμεσότητα-αμεσότητά μας επομένως αδυνατούμε να διίδουμε το δεσμό αίσθησης και αντίληψης που είναι καθοριστικός. Σε αυτό το σημείο, στην ‘’παρυφή’’ αίσθησης και αντίληψης (συναντιληπτική ενσυναίσθηση) εγείρεται το πρόβλημα της φύσης της αυτοσυγκέντρωσης που δεν είναι, όπως είπαμε ήδη, ούτε εσωστρέφεια, ούτε εξωστρέφεια.

Καμία θετική ή αρνητική απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά ως επισυμβαίνουσα σε κάθε προσπάθειά μας, είναι προσεγγίσιμη, αρκεί να μην εκληφθεί ως αντικείμενο με τα γνωρίσματα των αισθητών, παρά το ότι και στη λεγόμενη τάξη του πεπερασμένου, διακρίνουμε μία αλήθεια: Ορισμός, πρωτοορισμός του πεπερασμένου είναι το άπειρο. Δε θα ισχυριζόμασταν ότι η αμεσότητά μας συνιστά μεθόριο, προσδιορίζοντάς την έτσι τοπικά, αλλά ότι είναι προτιμότερο να την θεωρούμε αίσθηση ζωής στον κόσμο του θνήσκειν. Να πώς  αίσθηση και αντίληψη ενίζουν κατά κάποιο τρόπο έχοντας έτσι ενιαίο χαρακτήρα ο οποίος αποκαλύπτεται με την αμεσότητα. Ο όρος διαίσθηση είναι αποκαλυπτικός.

 

                                                *

Έχει προσωπικότητα η αμεσότητα ή όχι; Έχει οπωσδήποτε οικουμενικότητα και γι’ αυτό οφείλουμε να αναζητήσουμε την απτή παρουσία της στην αυτοσυγκέντρωση. Η τελευταία τρέφεται απ’ την αμεσότητα και είμαστε σε θέση να λέμε πως αν η αμεσότητα είναι άχρονη και απρόσωπη, πάντα όμως ενσώματη, αυτοσυγκέντρωση είναι η έγχρονη όψη της που την αφομοιώνει ως απαρχή του συνειδητού εγώ. Το εγώ είναι πάντα άμεσο, αλλά συν-έχεται έγχρονα και προσωποποιείται μόνο εξαιτίας της έγχρονης κατάστασής του για να τίκτει τη γνώση, κάθε θετική γνώση στον κόσμο των αλλαγών. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια αν οι αλλαγές ‘’συμβιβάζονται’’ με το παραμόνιμο της γνώσης ή, καλύτερα, ποιο μέρος της γνώσης είναι παραμόνιμο, άρα έγκυρο και ποιο είναι αμφίβολο ή και απορρίψιμο.

Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο αν επισκοπήσουμε προσεκτικότερα το πνεύμα της αυτοσυγκέντρωσης.

Ας επαναλάβουμε κάτι ως πάγια αφετηρία: Αυτοσυγκέντρωση δεν είναι ούτε καταβύθιση σε υποτιθέμενη  ‘’εσωτερικότητα’’, ούτε αποδιαστολή στην ‘’εξωτερικότητα’’. Δε μετράται ούτε με μεγέθη, ούτε με φανταστικές αποδράσεις.

Ανυπέρβατο θεμέλιό της είναι το συνυπάρχειν, αυτή η άληστη πρωτοπληροφορία που οδηγεί την αμεσότητα ως πρώτιστη γνώση στην εξόρυξη γνώσεων και συναισθημάτων. Έτσι, η συγκεκριμένη προσωποποίηση είναι η ‘’συμπυκνωμένη’’ όψη της αμεσότητας, η θετικότητά της.

Ας προσεγγίσουμε. Όπως μας είναι αδύνατο να ξεφύγουμε απ’ την έγχρονη κατάστασή μας, κατά παρόμοιο τρόπο μας είναι αδύνατο να ξεφύγουμε απ’ την αμεσότητά μας. Αυτή η αλήθεια καθιστά για πάντα το υπάρχειν μας συνυπάρχειν, ικανό να συνειδητοποιεί βαθμηδόν πως νόημα αναδύεται με την περισυλλογή η οποία θραύει την απροσωπία και προσδίδει στο άμεσο προσωποποιημένο χαρακτήρα.

Προσωποποιούμαστε αέναα στον κόσμο των μεταβολών στο βαθμό που εμβαθύνουμε και έτσι η περισυλλογή είναι εμβάθυνση απ’ την οποία αναδύεται η οικουμενικότητα του νοήματος.

Δεν είναι εξάλλου δυνατό να κάνουμε σοβαρό λόγο για απομόνωση, όταν η κοινωνία μας με κόσμο και συνανθρώπους είναι απόλυτο δεδομένο και πρωταρχική προϋπόθεση του υπάρχειν. Επιπλέον, με την περισυλλογή, το συν- αποκαλύπτει την οντική του φύση, αποκαλύπτει δηλαδή το ομού. Δεν υπάρχει συν- χωρίς το ομού. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά δυνατή την συγκεκριμένη μορφή της νόησης που είναι η εννόηση (αντίληψη), ό,τι διαλανθάνει στη διαιώνια μεταφυσική αναζήτηση.

Ας προσεγγίσουμε πια το ομού στο οποίο άγεται η αυτοσυγκέντρωση. Ετάζοντας το είναι της νόησης ως πηγής κάθε εννόησης, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε πως στον πυρήνα του νοείν βασιλεύει το ομού και μάλιστα ἄνευ νοῦ, εξαπίνης θα λέγαμε, για να βεβαιωθούμε πως νους και νοητό  ταυτίζονται σε κάθε λογικό σχήμα εξαιτίας του ομού. Αποκαλύπτεται έτσι πως υπάρχουν αλήθειες που αναδύονται και που η ανάδυσή τους φωτίζει όλες τις γνωστικές μας δυνάμεις. Συμβαίνει το εξής απλό αλλά δύσκολα αναγνωρίσιμο: Χωρίς το ομού είναι αδιανόητη η έμφυτη και αδιαμεσολάβητη κοινωνία μας με το κοσμικό-ανθρωποκοσμικό συμβαίνον. Με αυτό ακριβώς αποκαλύπτεται η ‘’διολίσθηση’’ του απείρου στον κόσμο του πεπερασμένου, η παράδοξη διακοινωνία. Το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον δεν είναι αντιληπτό με κανέναν άλλο τρόπο, είναι μυστικής φύσεως ως άμεση πρωτοπληροφορία η οποία φωτίζεται με την συναντιληπτική ενσυναίσθηση: τις προκείμενές της αναζητάμε στην αμεσότητα και στην περισυλλογή και ιδού η ‘’κυκλικότητα’’ της φιλοσοφικής αναζήτησης. Δεν εννοούμε την παραστατική μορφή του κύκλου, αλλά το πνεύμα της κυκλικότητας που δεν είναι παρά η διακοινωνία ‘’αρχής’’ και ‘’τέλους’’, η ταυτότητα, η οντική ταυτότητα όχι των εναντίων, αλλά των ποικίλων.

Το ομού της περισυλλογής όμως δεν οδηγεί παρά στην πληρότητα και όχι στη συχνά νομιζόμενη κενότητα. Έχουμε κάνει λόγο για την πληρωματική κενότητα, αλλά επικαλούμενοι ενδεικτικά μεγάλες στιγμές της βουδιστικής λ.χ. σοφίας, διακρίνουμε πως η κενότητα είναι πληρότητα παρά τη φανερή υποτίμηση της γνώσης που ‘’απορρίπτεται’’ ως παροδική σύγκλιση του συγκρίματος του φυσικού συμβαίνοντος-αιτιότητας.

Το ομού επομένως εμπνέει την περισυλλογή και δείχνει το πνεύμα της γνώσης. Τι δηλώνει συγκεκριμένα; Με τον όρο γνώση εννοούμε  πλήθος ‘’πληροφοριών’’, ενίοτε ψευδών (πεποιθήσεις, ιδεολογίες, ψευδαισθήσεις, εσφαλμένες εκτιμήσεις κ.ο.κ.) που δεν οδηγούν πουθενά. Μόνο ορθή εκτίμηση του ομού οδηγεί στην καθαρή γνώση.

 

                                                *

Επισκοπώντας επομένως το ομού οδηγούμαστε στην προσωποποίηση που φωτίζει το πνεύμα της αυτοσυγκέντρωσης.

Υπάρχει αναμφισβήτητα μία φαινομενική αντίθεση ανάμεσα στην αυτοσυγκέντρωση και στο ομού που δηλώνει απόλυτη κοινωνία, έξοδο απ’ το εγώ, αποδιαστολή του, πέρα από συστολή ή διαστολή που συναντάμε σε φυσικά φαινόμενα.

Με το ομού επομένως αποκαλύπτεται η φύση της περισυλλογής, καθόσον αποδεσμεύεται απ’ τον εγωισμό και απ’ τη διάλυση του υποκειμένου σε αοριστίες ή και σε παράδοση στο λεγόμενο ομογενή χώρο. Εκείθεν εξάλλου το άγχος, το υπαρξιακό ρίγος, η αγωνία ή και η μηδενιστική απαξίωση.

Αληθής όμως θεώρηση ανοίγει δημιουργικούς ορίζοντες καθώς αποκαλύπτεται ο μύχιος δεσμός-κοινωνία του ανθρωποκόσμου. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει συνειδητοποιημένο εγώ χωρίς τη διανθρώπινη κοινωνία με τον κόσμο. Φυσικά η αφετηρία βρίσκεται στο συ, στο εμείς, στη διυποκειμενική ενότητα, στην πληθυντική δηλαδή ενότητα η οποία όμως διαλαμβάνει και τον αισθητό κόσμο, και το αισθάνεσθαι. Η πολλότητα των φαινομένων δεν είναι δυνατή χωρίς την ενότητά τους και αυτό συνιστά την οργανισμική κοινωνία του ανθρωποκόσμου.

Διαλανθάνει έτσι το αναλλοίωτο είναι των φαινομένων ως πρώτιστη αίσθηση-γνώση η οποία δεν ανάγεται στο επιφανειακό φυσικό συμβαίνον, αλλά στο είναι του, το μόνο θεμέλιο ανάγνωσης.

Επομένως, η νομιζόμενη κενότητα είναι πληρωματικά οικουμενική και καθιστά δυνατή την επώαση του συνειδητού εγώ ως κοινωνού με το είναι του συμβαίνοντος. Συναντάμε μάλιστα την κοινή ρίζα λογίζεσθαι και συναισθάνεσθαι με τρόπο ο οποίος μας πληροφορεί πώς το απόλυτο πλουμίζει το σχετικό, πώς κάθε σχετικότητα νοείται και εννοείται απολύτως.

Επιπλέον, το ομού συνέχει την πολλότητα, κάθε πολλότητα φαινομένων και καταστάσεων, δεν είναι δυνατό να αναλυθεί λογικά ως μη παραστάσιμο διαδηλώνοντας πως ούτε η αμεσότητα, ούτε, θα το δούμε, το ανθρώπινο είναι είναι παραστατά: Κατοπτρίζονται στο ανθρωποκοσμικά ενεργείν.

Συμβαίνει μάλιστα και το εξής: Στην έγκοσμη σχάση και κυρίως στην ανθρώπινη πλάνη, εγωιστική πλάνη με τα πάθη και με ό,τι αντιανθρώπινο, το ομού υπάρχει, δεδομένου ότι χωρίς την αφετηρία τίποτε δεν είναι διανοητό.

Ανακύπτει και κάτι σημαντικότερο: Φωτιζόμενο απ’ την αμεσότητα το ομού, νοεί την ποικιλία, την ομοιότητα, την αντίθεση, την αρμονία, τη δυσαρμονία. Έτσι ανατέλλει το βασίλειο της γνώσης. Το πρωτολογίζεσθαι ως χαρμική πρωτοπληροφορία μακάριας παιδικότητας γίνεται λογισμός, λογιζόμενη αμεσότητα που οδηγείται στην κρίση, καταφατική ή αποφατική, στο συλλογισμό-επιχείρημα. Δεν εφευρίσκει, δεν επινοεί, αλλά εισβάλλει στο νόημα του συμβαίνοντος αποκωδικοποιώντας το με τη συμβολική δυναμική της γλώσσας και, αργότερα, του μαθηματικοποιημένου λογισμού.

Ήδη, κάθε άρνηση δεν είναι παρά αντί-θεση για να θυμηθούμε το πλατωνικό ἓτερον ὂν.

 

                                                *

Τι παράγεται όμως, ποιο είναι το νόημα της γνώσης, κάθε συγκεκριμένης γνώσης, που σκιαγραφείται, που παίρνει σάρκα και οστά με τη γλώσσα των συμβόλων, δεδομένου ότι κάθε έκφραση οποιασδήποτε μορφής μορφοποιείται, σαρκώνεται, εκφράζεται συμβολικά με φωνητικά, μουσικά, γραμματικά, μαθηματικά κ.ο.κ. ορατά σύμβολα;

Αν κάθε σύμβολο ή συμβολική έκφραση είναι νεκρό χωρίς το συμβολιζόμενο, οφείλουμε να εξετάσουμε ‘’πού’’ βρίσκεται το είναι της γνώσης που εκφράζεται αναπόφευκτα συμβολικά, άρα με φθαρτά μέσα.

Πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στο υπάρχειν και στο είναι. Το υπάρχειν, σε οποιαδήποτε μορφή του, είναι φθαρτό, μεταβλητό, κινητό κ.ο.κ. και αυτό το διακρίνουμε στην ίδια μας την προσωπική ύπαρξη που είναι άρρηκτα ενωμένη με τη σωματικότητά μας. Υπάρχουμε μόνο ως ένσαρκοι και αυτό συνιστά την έγκοσμη-έγχρονη παρουσία μας. Δεν υπάρχει μη υπάρχειν ως αντίθεση στο υπάρχειν επειδή κτίζεται ως εναντίο του υπάρχειν, αλλά το εναντίο θα είναι πάντα κάτι που θα διαλαμβάνει και υπάρχειν και φαντασιώδη έξοδο στο μηδέν, κάτι αντιφατικό.

Το πρόβλημα προσλαμβάνει σημαντική σημασία απ’ τη στιγμή που αναζητάμε την οντική φύση του υπάρχειν στην οποία θα ήταν δυνατό να θεμελιωθεί η εγκυρότητα και το πνεύμα της γνώσης.

Ας σημειώσουμε τηλεγραφικά τις προκείμενες χωρίς τις οποίες δε μπορούμε να συνεχίσουμε:

Αμεσότητα του υπάρχειν,

Αυτοσυγκέντρωση,

Κοινωνία ενότητας ανάμεσα στην αίσθηση και στην αντίληψη (συναντιληπτική ενσυναλισθηση),

Συνυπάρχειν ανθρώπου-ανθρώπων και κόσμου.

Αυτές οι προκείμενες, βαθιά επισκοπούμενες, είναι συμπληρωματικές και προβάλλουν ως ‘’αξιώματα’’ που δεν είναι παρά ένα και το αυτό: Η ταυτότητα ως άχρονη, ως απόλυτη, ως άτμητη, ως συνεχής πραγματικότητα η οποία είναι μη παραστατή, μη οριστή ως ορίζουσα, η οποία διαχέεται σε όλες τις ασυνέχειες, αναλογίες, ομοιότητες ως αρχή της ετερότητας και ως λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας.

Χωρίς την ταυτότητα δεν είναι δυνατό ούτε το υπάρχειν-συνυπάρχειν, ούτε το αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι, ούτε οποιοσδήποτε τρόπος σκέψης και συναισθήματος.

 

                                                *

Για να εισδύσουμε στην οντική φύση του υπάρχειν, οφείλουμε να συσχετίσουμε τη φύση του και ιδίως την αυτοσυγκέντρωση με την ίδια τη γνώση, με το γιγνώσκειν, και να τα διακρίνουμε από κάθε μορφή δοξασίας, δεισιδαιμονίας, ιδεοληψίας και λοιπές μορφές που καταδυναστεύουν όχι την αληθεύουσα γνώση, αλλά το υποκείμενο.

Όντως, υπάρχει κάτι που μπορεί να μας αποπροσανατολίζει ή να μας παραπλανά, δεδομένου ότι κάθε γνώση, για να είναι γνώση, θετική γνώση, οφείλει να είναι εκφραστή και μάλιστα συμβολικά εκφραστή. Κάθε μορφή έκφρασης όμως βασίζεται στην παραστατική απεικόνιση-έκφραση με στοιχεία και σχήματα του κόσμου μας τα οποία είναι φθαρτά. Άρα, με την πρώτη ματιά η γνώση δεν έχει παραμόνιμο χαρακτήρα, αλλά εκφράζει φεύγουσες καταστάσεις. Αυτό είναι το εκφραστό της μέρος που στην επιστήμη κατατίθεται μαθηματικά. Ισχύει όμως η μαθηματική ακρίβεια για πάντα;

Ας δούμε δύο βασικούς παράγοντες:

i. Στο εκφραζόμενο, στο συμβολικά δηλαδή εκφραζόμενο που φανερώνεται με καταγραφές, προτάσεις, παραστάσεις, θεωρήματα, πορίσματα, ταυτολογίες, ποτέ όμως στη μη παραστατή ταυτότητα, όπως θα δούμε. Έπεται επομένως πως το αντικείμενο, το γιγνωσκόμενο αντικείμενο, έχει φθαρτό, μεταβλητό, προσωρινό, σχετικό χαρακτήρα που δεν εγγυάται τη μονιμότητά του. Υποστηρίξαμε παλαιότερα πως από εσφαλμένες γνώσεις παράγεται με προσπάθειες και βελτιώσεις η όλο και τελειούμενη γνώση και πως από αναγωγές (στη σύγχρονη έρευνα ο αναγωγισμός αμφισβητείται εις όφελος του αναδυτισμού), δημιουργούνται οι θεωρίες. Βέβαια, αν οι θεωρίες ήταν αλάνθαστες, θα ‘’πάγωνε’’ κάθε αναζήτηση, θα επιστρέφαμε σε παλαιές κοσμογονίες.

Υπάρχει λοιπόν το οριστό μέρος της γνώσης που καταγράφεται και που, παρά τον προσωρινό του χαρακτήρα, συνιστά κάτι γνώσιμο το οποίο επαληθεύεται κάποτε, έστω και μερικώς. Δεν είναι όμως ποτέ αμετάβλητο και αυτή η διαδικασία γνώσης μπορεί να συνεχίζεται χωρίς τέλος.

Οφείλουμε όμως να λαμβάνουμε υπόψη πως κάθε εκφραζόμενο προϋποθέτει τον εκφράζοντα και πως γνωρίζεται από τις διανοητικές ικανότητες κάθε λογιζόμενου.

ii. Λέγεται πως δημιουργός και εκφραστής της γνώσης είναι το υποκείμενο. Το πρόβλημα επικεντρώνεται στο αν υπάρχει γνώση πριν από κάθε θετική και προσλαμβανόμενη. Έχουμε πει πως πρώτιστη γνώση είναι η πρωτοπληροφορία του υπάρχειν και του κοινωνείν με τον κόσμο. Αυτή η γνώση δεν είναι παραστατή, δεν έχει μορφή, ούτε ηλικία, ούτε διαστάσεις. Ήδη, το συν- είναι αποκαλυπτικός δείκτης ύπαρξης και ενέργειας του ανθρωποκόσμου, πρώτη οικουμενική γνώση η οποία προηγείται κάθε κατηγοριοποίησης ως εσαεί αφετηρία της, κάθε ονομασίας ως αρχή του ονομάζειν, αλλά συμβαίνει κάτι σημαντικότερο: Το συν- αποκαλύπτει την κοινή οντική φύση ανθρώπου και πραγμάτων ως οικουμενικός δείκτης που δια-κρίνει ομοιότητες, ανομοιότητες, αναλογίες, δυσαναλογίες, ταχύτητες, σθένη, κατηγορίες, έννοιες που συνειδητοποιούνται στην προσπάθεια κατάταξης και διασυσχετισμού γνώσεων.

Κατά βάθος, κάθε θετική εκ των υστέρων διαπίστωση που θα είναι συμβολική-σχετική, δε βασίζει την αλήθεια της σε υστερογενείς διαπιστώσεις που είναι και αληθείς και σχετικές, αλλά στην παναλήθεια της άχρονης αλήθειας του συν-υπάρχειν, η ύστατη φύση της οποίας είναι οντική.

Ας δούμε κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους για να διαγνώσουμε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κοινωνία της αυτοσυγκέντρωσης με το συν-.

α. Κάνουμε αναδρομές στο παρελθόν και προσπαθούμε να δούμε τι συνέβη πριν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια με κίνδυνο να οδηγούμαστε σε αυτοερμηνεία φυσιοκρατικής φοράς. Προσεκτικότερη όμως εξέταση αυτών των αναδρομών που συχνά επενδύονται με γόνιμες επιστημονικές θεωρήσεις,  οδηγεί σε φαντασιακή θεώρηση κάθε τοπικότητας και κάθε αισθητού με πλοηγό τη φαντασιακή χωροχρονικότητα και όχι το λεγόμενο αειδή χώρο στον οποίο κινούνται τα αισθητά, δεδομένου ότι κανένα αισθητό δεν έχει τοπικότητα αφού μεταβάλλεται αέναα. Τόπος του είναι, είναι το πνεύμα μας που κινείται φαντασιακά-νοητά.

β. Οποιαδήποτε αναδρομή στο παρελθόν ή επέκταση στο μέλλον με δείκτες το αναγκαίο, το πιθανό, το δυνατό, το αποκλειόμενο, οδηγούν όχι μόνο στο συν-, αλλά στη δυναμική της αυτοσυγκέντρωσης η οποία πλέον αποδιαστέλλεται ως οικουμενική κοινωνία που αίρει κάθε ατομοκεντρική θεώρηση και που αποκαλύπτει την οικουμενικότητα. Η τελευταία πια δεν αποτελεί αοριστία, αλλά πληρώνουσα κατάσταση, perrenitas του οντικού στο μεταβαλλόμενο κόσμο.

γ. Πληρώνουσα αρχή: Το παρόν, το αιώνιο παρόν που βρίσκεται σε κάθε αναδρομή ή σχεδιασμό κατά τρόπο που πληροφορεί πως ‘’χορηγός’’ της χρονικότητας είναι το άχρονο, το απόλυτο το οποίο καθρεπτίζεται στον έγχρονο βίο που είναι επίσης βίος μεταβολών, ετερογενών, ασυνεχών που όμως συνέχονται απ’ την άρρητη μαρτυρία που είναι η περισυλλογή. Συναντάμε τον όρο υπό ποικίλες ονομασίες σε πολλές φιλοσοφικές εμπνοές.

Δεν είμαστε σε θέση να εμβαθύνουμε σε αυτήν την κατάσταση χωρίς προσπάθεια ανάγνωσης του συνειδότος μας, ανάγνωσης η οποία με την πρώτη ματιά δημιουργεί την εντύπωση νοσηρής εσωστρέφειας ή απομονωτισμού.

Εμβαθύνοντας όμως οδηγούμαστε όχι μόνο στην αναίρεση των όρων εσωστρέφεια και εξωστρέφεια ως ειδωλικών και πληροφορούμαστε πως και οι όροι έσω και έξω είναι διαστημικά μεγέθη που στηρίζονται σε μυθολογικές επιδράσεις και που δημιουργούν παρεξηγήσεις καταπονώντας έτσι και τη μεταφυσική.

Βέβαια, δεν υπάρχει συνειδητό εγώ χωρίς τον αισθητό κόσμο, αλλά αισθητός κόσμος δεν είναι ο νομιζόμενος υλικός κόσμος με βάση την ύλη ως prima materia, για να ακολουθούν οι κατηγοριοποιήσεις (αλήθεια, πόσο ‘’ρεαλιστής’’ είναι ο Αριστοτέλης των δέκα κατηγοριών όταν αποκλείει την ύπαρξη χρόνου ψυχῆς μή οὔσης και πόσο ιδεαλιστής είναι ο Kant όταν υιοθετεί όχι μόνο τις αριστοτελικές κατηγορίες στις οποίες πρόσθεσε άλλες δύο, αλλά και προσυπογράφει την αριστοτελική λογική την οποία θεωρεί ολοκληρωμένη;), κάτι που δημιουργεί συγχύσεις και ύποπτες ζώνες, όπως και αντιφάσεις.

Μόνο μία ορθά θεωρούμενη αυτοσυγκέντρωση ανοίγει δημιουργική οδό προσέγγισης του συνειδητού εγώ, όπου φανερώνεται το πνεύμα της  ‘’σχέσης’’ αίσθησης και αντίληψης, άρα και η οντική φύση γνώσης που φωτίζει το υπάρχειν υπό την αλήθεια του είναι.

 

                                                          *

Ας δούμε κάτι: Πριν εκφρασθούμε συμβολικά σε οποιοδήποτε πεδίο ή βαθμίδα γνώσης, νοούμε κάτι ως κοινωνοί με το κοσμικό συμβαίνον. Αυτή η κοινωνία είναι αδιαπραγμάτευτη, δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, είναι απόλυτη και καθιστά δυνατή τη γνώση των συγκεκριμένων μεγεθών. Γνωρίζουμε και ονομάζουμε, αλλά συμβαίνει το εξής: Στον κόσμο των αέναων μεταβολών, ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζουμε συμβολικά-σχετικά ως φαινόμενο. Το είναι όμως των φαινομένων είναι απόλυτο κατά τρόπο που στον κόσμο του σχετικού μαρτυρείται ως πρωτοπληροφορία, ως άρρητη πρωτοπληροφορία που είναι απόλυτα γνωστή ως οντική ταυτότητα.

 

                                                *

Όλη αυτή η προσπάθεια ως ἀγών μέγας είναι αδιανόητη χωρίς την αυτοσυγκέντρωση η οποία πια δεν αποκαλύπτεται ως απλή αυτογνωσία, αλλά ως καθαρότητα του γιγνώσκειν, ως διαρκές άνθος του συν-υπάρχειν με την αειθαλή οντική ρίζα.

Αν γνωρίζω το φαίνεσθαι των πραγμάτων, αν το καταγράφω συμβολικά με προτάσεις, σχήματα, αριθμούς, παρά τις αλλαγές, το γνωρίζω επειδή πλήρωμα του χρόνου είναι το άχρονο, το άμωμο, το άσπιλο. Όχι ως παροδικές καταστάσεις ή ως απλά συναισθήματα, αλλά ως πληρότητα του ζην ως καθολική κοινωνία με το αληθεύον. Φαίνεται έτσι πως το γνωριζόμενο στη σχετικότητα, μεταβολή, αλλαγή του κ.ο.κ. γνωρίζεται απολύτως ως προς τη φύση του.

Η αυτογνωσία επομένως προσλαμβάνει το πραγματικό της νόημα αγγίζοντας με το συν- την οικουμενικότητά της και απαλλασσόμενη απ’ τις εγωιστικές αποφύσεις της συνήθειας και του ατομικισμού.

Δεν υπάρχουν βάθη και πλάτη του συνειδητού εγώ αλλά πληροφορία πληρότητας, όταν στην ίδια τη σχετικότητά του καθοράται πάντα στον κόσμο των μεταβολών η καθρεπτιζόμενη αώνια φύση των πραγμάτων, η ταυτότητα της οποίας έγκοσμος εκφραστής είναι το εγώ.

 

                                                *

Αναδύεται έτσι μία αλήθεια η οποία ανα-θέτει το πρόβλημα των σχέσεων αντίληψης και αίσθησης υπό το φως της κενότητας η οποία αποκαλύπτεται πλέον ως πληρώνουσα κατάσταση και όχι ως διαγραφή της γνώσης. Οδηγούμαστε έτσι στην οντική φύση της γνώσης, κάθε γνώσης, με την απόρριψη του διαχωρισμού τους ως πρακτικών και θεωρητικών επειδή και στην πράξη βασιλεύει το θεωρείν. Με αυτόν τον τρόπο το υποκείμενο απαλλάσσεται απ’ τις δοξασίες για να οδηγείται στην ὀρθήν δόξαν μετ’ ἐπιστήμης.

Όντως, τι γνωρίζω από μία περιγραφόμενη γνώση η οποία μπορεί αργότερα να διαφοροποιείται; Οποιαδήποτε στιγμή που γνωρίζω κάτι, κάτι το οποίο είναι οπωσδήποτε φαινόμενο, δεν το γνωρίζω ως μεταβαλλόμενο, δεν το γνωρίζω ως φαινόμενο, αλλά ως εσαεί μεταβαλλόμενο, άλλως δεν είναι δυνατό να υπάρχει γνώση. Δε μπορώ να γνωρίζω κάτι το οποίο είναι ακίνητο, αμετάβλητο, άφθαρτο κ.ο.κ., όσο και αν επιστρατεύω τη συναντιληπτική μου ενσυναίσθηση.

Η άμεση πρώτιστη γνώση της αμεσότητάς μου δεν εκφράζεται παρά ως συνειδητοποιημένη, ως προσοχή, αλλά προσοχή δε σημαίνει παρά αυτοσυγκέντρωση που συνιστά εσαεί κοινωνία όχι πια με το φαίνεσθαι των πραγμάτων, αλλά με την οντική τους φύση. Οφείλουμε ήδη να εξετάσουμε την οντική φύση των φαινομένων.

 

                                                *

Επιστρέφουμε αναπόφευκτα στην οντική φύση του συνυπάρχειν εμβαθύνοντας στο συν- χωρίς το οποίο τίποτε δεν είναι διανοητό. Τι σημαίνει όντως το συνυπάρχειν των φαινομένων, ποια η οντική του φύση; Είναι η μόνη πρωτοπληροφορία απ’ την οποία αναδύεται φως επειδή εμπνοή μου, υπαρξιακή-έγχρονη εμπνοή μου, δεν είναι κάποιο κεκρυμμένο εγώ, αλλά η συγκοινωνία εγώ και κόσμου, ανθρώπου και κοσμικής πραγματικότητας. Είναι η μόνη σταθερότητα-αλήθεια που φωτίζει κάθε αλλαγή, κάθε φαινόμενο. Όπως τα φαινόμενα δεν είναι διανοητά χωρίς τα συμ(ν)φαινόμενά τους, κατά τον ίδιο τρόπο το εγώ-συ-εμείς είναι αδιανόητα χωρίς την αισθητή φύση των πραγμάτων με σημαίνουσα αφετηρία τη σωματικότητά μας. Σε αυτόν τον άρρηκτο δεσμό ανθρώπου και κόσμου (ανθρωποκόσμου), ανακαλύπτουμε το δεσμό αίσθησης και αντίληψης και έτσι την ίδια την οντική φύση της γνώσης.

Δεν αρκεί να λέμε πως δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς αντίληψη. Όντως, αισθητές ποιότητες είναι αδύνατες χωρίς την αντίληψη. Γηραιοί όροι όπως ποιότητα, ποσότητα, μέτρο, αναλογία, συμμετρία, πολυπλοκότητα κ.ο.κ., όποια και αν είναι η αξιολόγησή τους, δε σημαίνουν τίποτε το αισθητό, το περιγραπτό, το φθαρτό. Ενώ τα πράγματα μεταβάλλονται μες τις ασυνέχειές τους, οι όροι που τα προσδιορίζουν δεν είναι ούτε φθαρτοί, ούτε μεταβλητοί, αλλά αντιληπτοί. Ιδού: Γλώσσα, πρώτη γλώσσα της γνώσης είναι η αντίληψη που έχει ‘’διττή’’ υπόσταση: Υπόσταση η οποία καταγράφεται αισθητά, μηνύοντας όμως τον κόσμο του οντικού στο αισθητό με τρόπους που διαμηνύουν το απόλυτο στο σχετικό.

Υπάρχουν βέβαια εσφαλμένες αντιλήψεις, δημιουργούνται και ψευδαισθήσεις, αλλά ‘’τομή’’ στο είναι της αντίληψης που επιτελείται με την (αυτό)συγκέντρωση, με την προσοχή, διαμηνύει το οντικό βάθος. Με την αντίληψη αποκαλύπτεται η οντική φύση των πραγμάτων, αλλά και το υποκείμενο και συμβαίνει κάτι το εξής παράδοξο- κατεξοχήν φιλοσοφικό:  Το εγώ, το συνειδητό εγώ, αυτοαναγνωρίζεται μόνο με την αισθητή φύση ως έτερο, ως η οντική αρχή χωρίς την οποία δεν υπάρχει γνώση.

Τι γνωρίζω; Το κεκρυμμένο οντικό μυστήριο στη φύση των πραγμάτων ως Γνώση των γνώσεων αλλά και του εγώ. Το άπειρο εν πεπερασμένω που γίγνεται, που αυτοδημιουργείται με εκφραστή το αισθητικά αντιλαμβανόμενο υποκείμενο, το είναι του συνυπάρχειν ανθρώπου και κόσμου.