βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

ΙΔΕΑΤΟ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, εκδ. ΔΡΟΜΩΝ, 2022.

 ΙΔΕΑΤΟ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, Ο λόγος της Σιωπής, ΕΚΔ. Δρόμων, 2022. Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Νίκου Μακρή υπό τον ανωτέρω τίτλο (υπότιτλος: Ο Λόγος της Σιωπής).

Δημοσιεύουμε την εισαγωγή:

Ε ι σ α γ ω γ ι κ ό

 

Με τη νέα μας προσπάθεια και μετά τη δημοσίευση του Άπειρο και Πεπερασμένο,2021) προσπαθούμε να προσεγγίσουμε, όσο είναι δυνατό και με μεγάλη προσοχή, το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα της φιλοσοφικής προσπάθειας, ένα πρόβλημα το οποίο θα παραμένει γόνιμο, πέρα απ’ τις παγίδες που ο ίδιος μας ο λογισμός δημιουργεί, πέρα δηλαδή από κάθε αυτοπαγίδευση η οποία οδηγεί σε αμφίβολες θεωρήσεις ή και σε παραλογισμούς το ίδιου του λόγου μας.

Αναλογιζόμαστε αν υπάρχει παράμονη αλήθεια όταν είμαστε βέβαιοι (;) πως ζούμε σε έναν σύμπαν το οποίο δε νοείται παρά ως κόσμος συνεχών αλλαγών. Έχουμε ήδη διεξέλθει το ερώτημα, έχουμε συμβουλευθεί όλη την ιστορία της σκέψης και ιδιαίτερα της μεταφυσικής και διαισθανόμαστε όχι μόνο τη δυσκολία τους εγχειρήματος, αλλά και τις δυνατότητες του φιλοσοφικού λόγου να εισέλθει στην πυρίκαυστη αλλά λυτρώνουσα περιοχή στην οποία διαπλέκονται τόσα και τόσα ρεύματα σκέψης και μεγάλες σχολές.

Δεν προτιθέμεθα να κάνουμε ιστόρηση των μεγάλων θεωρήσεων επί του θέματος, κάτι που έγινε σε παλαιότερες και πρόσφατες προσπάθειές μας, αλλά τις προϋποθέτουμε και αναφερόμαστε με προσφυγή στις πηγές, στις απόψεις και μάλιστα στις κλασικές, σε προηγούμενες προσπάθειες που καταγράφηκαν σε πλήθος μελετών.

                                                *

Στις σελίδες που ακολουθούν γίνεται μία προσπάθεια περαιτέρω εμβάθυνσης με παραμέτρους που είναι και απαραίτητες και αποκαλυπτικές. Αναφερόμαστε έτσι στο λέγειν με ό,τι αυτό διαλαμβάνει (αίσθηση, νόηση, αντίληψη, μνήμη, φαντασία, κρίση) και αμέσως συναντάμε το ερώτημα: Είναι δυνατό σε έναν κόσμο αλλαγών, στην έγχρονη ανθρωποκοσμική πραγματικότητα δηλαδή, να υπάρχει ‘’κάτι’’ το οποίο ‘’ορίζει’’ τα υπάρχοντα και μάλιστα ως οντική αρχή; Αναδύεται έτσι και κάτι εξίσου σημαντικό: Η γνώση την οποία θεωρούμε βέβαιη (παρά τον πειρασμό του σκεπτικισμού) αναδύεται απ’ την έγχρονη κατάστασή μας ορθώνοντας το παράμονό της και μάλιστα μαθηματικοποιημένο, ή προσφέρεται απ’ τον αισθητό κόσμο και απ’ τις λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων κάνοντάς μας απλούς εκφραστές;

 

                                                          *

Το λέγειν μας καταξιώνεται πάντα ως θεωρείν και κάθε θεώρηση σφυρηλατείται ως ανθρώπινο επίτευγμα το οποίο όμως είναι αδιανόητο χωρίς τον αισθητό κόσμο, τον κόσμο των μεταβολών. Γνωρίζουμε όμως πως ο τόσο ‘’βέβαιος’’ όρος αλλαγή, μεταβολή, κίνηση, χρόνος είναι πάντα αβέβαιος, απ’ τον Παρμενίδη μέχρι τους προβληματισμούς εξόχων επιστημολόγων και αστροφυσικών.

Οδηγούμαστε σε προβληματισμούς σχετικούς με την οντική φύση των χρονιζομένων πραγμάτων στα οποία ανήκει και το σώμα μας με τις τόσες και τόσες λειτουργίες της οργανισμικής του φύσης. Αν όμως και ένα μόνο αισθητό εικονίζει το σύμπαν, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απόλυτο δεδομένο το οποίο ανοίγει δημιουργικούς διαύλους γόνιμων θεωρήσεων, θεωρήσεων που έχουν σχέση με την οντική φύση των πραγμάτων.

Εννοούμε το συν- ως απόλυτα δεδομένη πραγματικότητα χωρίς την οποία είναι αδιανόητο όχι μόνο το ανθρωπίνως υπάρχειν, αλλά και το συγκοσμικώς συνυπάρχειν, όπως επίσης η αίσθηση, η αντίληψη, και οποιασδήποτε μορφής δημιουργία. Με το συν-, θα το δούμε προσεκτικά, μαρτυρείται η ταυτότητα, η ετερότητα και η κοινωνία διανθρώπινα και διασυμπαντικά. Κάποτε τα πιο βέβαια πράγματα είναι τόσο απλά που δεν τα υποψιαζόμαστε, παρασυρόμενοι απ’ τους χειμάρρους του επιφανειακά ισχύοντος και προχωρώντας σε ειδωλοποιημένες εκτιμήσεις και πεποιθήσεις. Το συνυπάρχειν δεν καθιστά το ανθρωπίνως και συγκοσμικώς υπάρχειν μόνο αμετάθετο συμβαίνον, αλλά μηνύει την οντική αλήθεια την οποία παραβάλλουμε με κάθε μορφής υπάρχουσα πραγματικότητα.

Τίθεται έτσι το ερώτημα το σχετικό με τη φύση του αληθούς σε ‘’αντιπαραβολή’’ με το πραγματικό, με το ισχύον το οποίο ονομάζουμε υπάρχον.

Εισβάλλοντας στην προβληματική μας συναντάμε όρους όπως το ομού, το πλατωνικό ἂνευ νοῦ, γνωστές αρχιακές έννοιες (ενόραση, προθετικότητα, ύπαρξη, διαίσθηση, ενσυναίσθηση, κ.α.) στις οποίες θα εγκύψουμε για να δούμε αν η ενογένεια και κυρίως η σιωπή παράγονται ή οδηγούν στο πλατωνικό ἀνυπόθετον.

 

                                                *

Προβληματιζόμαστε έντονα ως προς τη φύση του πραγματικού, του ισχύοντος και ως προς τη σχέση του με το ιδεατό και επανέρχονται στη σκέψη μας θεωρήσεις του παρελθόντος  οι οποίες όμως, ως φιλοσοφικές, δεν οδηγούν σε οριστικές λύσεις αλλά ανοίγουν ορίζοντες. Σε αυτούς τους ορίζοντες προσπαθούμε να εισβάλουμε και η πρώτη μας μέριμνα συνίσταται στο κατά πόσο η σιωπή μπορεί να έχει λόγο. Αναθυμόμαστε το περίφημο σόφισμα του ψευδομένου ο οποίος, ως ψευδόμενος, δε μπορεί να πει την οποιαδήποτε αλήθεια χωρίς να αντιφάσκει, αλλά αμέσως απεμπλεκόμαστε, δεδομένου ότι, όπως πρώτος το είπε ο Σταγιρίτης, μία γενική καταφατική πρόταση είναι αυτόχρημα αντιφατική, αν η αντιστροφή της ψεύδεται. Αυτό σημαίνει απεμπλοκή από οποιαδήποτε τυπική λογική, ή, καλύτερα, διεύρυνσή της και καταφεύγουμε στη σχετικότητα κάθε έκφρασης, δεδομένου ότι η γλώσσα είναι και αυτή συμβολική έκφραση και αδυνατεί να αληθεύει πλήρως όταν εκφράζει οικουμενικές κρίσεις, εκτός και αν το περιεχόμενο του λέγειν της έχει σχετική και περιορισμένη σημασία (συμβατισμός).

 

                                                *

Μπορεί επομένως το λέγειν να εκφράζει την τελειότητα και, κυρίως, πώς η σιωπή είναι σε θέση να έχει λόγο ο οποίος μάλιστα θα υπερέβαινε και τη σχετικότητα του εκφράζεσθαι; Έχουμε πει πως κάθε μορφή έκφρασης είναι συμβολική και πως παραπέμπει στο συμβολιζόμενο, σε ένα νόημα το οποίο, καίτοι σχετικό, νοείται απολύτως. Σε αυτό εξάλλου στηρίζεται κάθε μορφή συγκεκριμένης γνώσης, κάθε μορφή θεωρίας, έστω επιστημονικής.

Η σιωπή όμως ως γενική έννοια –ιδέα δεν έχει περιεχόμενο, δεν έχει, συγκεκριμένα, κανένα περιεχόμενο. Πώς μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο για ό,τι σιωπάται απόλυτα;

Αναδύεται ένα μεγάλο ερώτημα: Το άπειρο-ταυτό-ολότητα-απόλυτο-άτμητο-άχρονο-άφθαρτο δεν είναι δυνατό να συνιστά απλά την άλλη πλευρά του πεπερασμένου-ετέρου-μέρους-σχετικού-τμητού-έγχρονου-φθαρτού, αλλά την πληρωματική αρχή.

Αν επομένως η σιωπή ως αληθεύων λόγος, ως απόλυτη αλήθεια που δεν είναι αντικείμενο ή παραστατή κατάσταση, αλλά άρρητη αλήθεια, είναι πληρώνουσα αρχή, ίσταται στην καρδιά του πεπερασμένου, του φθίνοντος, του εκφραστού ως συνέχουσα αλήθεια-πραγματικότητα και το λέγειν της δεν είναι παρά νοηματοδότηση του πραγματικού, του ισχύοντος, του μεταβαλλομένου, του ψευδούς, επίσης  ως αξιολόγησή του, ως παρουσία-μαρτυρία με οντική εγκυρότητα. Είναι το σιωπώμενο απ’ τη φαινομενικότητα που μας παρασύρει το λέγειν, το αληθεύον λέγειν ως πλούτος του παρόντος που αποδιαστέλλει κάθε σχετικότητα, κάθε ειδωλοποίηση.

Επιχειρείται έτσι ένας δημιουργικός αποσυμβολισμός ο οποίος δεν είναι ‘’κατάργηση’’ του συμβόλου, αλλά εισβολή στο είναι του, στην οντική δηλαδή φύση του υπάρχοντος που συνιστά εγκύρωση, ρητή και φραστή στην περίπτωσή μας του πλατωνικού ρητόν γάρ οὐδαμῶς ἐστιν ὡς ἄλλα μαθήματα, ἀλλ’ ἐκ πολλῆς συνουσίας γιγνομένης περί το πρᾶγμα αὐτό καί τοῦ συζῆν ἐξαίφνης, οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς, ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό τρέφει (Eπιστ. VII, 341c, d).  Ελπίζουμε ότι θα καταστεί σαφές πως το σιωπώμενο, και εννοούμε την απειρική μας φύση την ανέκφραστη, την άρρητη και γι’ αυτό απόλυτα νοητή, φωτίζει το έγχρονο και καθίσταται λέγειν θραύοντας τη σχετικότητα κάθε συμβολικής έκφρασης και αποκαλύπτοντας το ἀληθείης ἀτρεμές ἦτορ, (Παρμενίδης), ανοίγοντας, αποκαλύπτοντας δημιουργικούς ορίζοντες στον ανθρωποκοσμικό μας βίο.

Το λέγειν της σιωπής επομένως είναι το άχρονο-αδιάστατο μήνυμα στον κόσμο του σχετικού-πεπερασμένου και γι’ αυτό καθίσταται δυνατό ως εγκύρως λέγειν, αποκαλύπτοντας στη δίνη του συμβαίνοντος το οποίο και θεωρούμε πραγματικό την κρύφια αλήθεια χωρίς την οποία δεν είναι διανοητή η ύπαρξη του κοσμανθρώπου. Δεν είναι το λέγειν μιας ιδέας ή μιας γενικής έννοιας, δε χωρείται σε οποιονδήποτε ακροβολισμό που  την αναζητάει ‘’κάπου’’, αλλά ο μοναδικός τρόπος κάθε αυθεντικού νοήματος. Χωρίς αυτό το λέγειν που ανακαινίζει τη νοητή φύση κάθε σχετικότητας δε θα ήταν δυνατή καμία δια-συν-εν-νόηση, δε θα δημιουργούταν κανένα νόημα, δε θα είχε αξία κανένα συναίσθημα και η γνώση θα ήταν κάτι νεφελώδες ή και ανέφικτο.

Έχει επομένως λόγο η σιωπή, άλλως θα ήταν ειδωλική προβολή μιας ανύπαρκτης αοριστίας χωρίς κανένα νόημα. Μας εισάγει, επιπλέον στην αληθή φύση των πραγμάτων που είναι αναπόσταστο μέρος της μύχιας φύσης μας, του απέριττου εγώ που είναι και εγώ του κοσμικού συμβαίνοντος όπως επιφαίνεται στον έγχρονο βίο.

Ήδη αναδύεται και φανερώνεται η φύση του πραγματικού και του ιδεατού και ανατροφοδοτείται καρποφόρα ο ορθός λογισμός και το ευγενισμένο συναίσθημα ως αρχή γνώσης και επίγνωσης. Μύχιος δεσμός ως λύτρο της σιωπής η οποία πλέον εκφράζεται ως δημιουργικός αποσυμβολισμός που εξορύσσει νόημα και πνεύμα.

Διασυσχετίζοντας επομένως τίτλο και υπότιτλο, διαισθανόμαστε πως η σιωπή δεν είναι αποχή απ’ το λέγειν εξαιτίας απορίας, αδυναμίας έκφρασης ή εξαιτίας αναχωρητισμού ή άρνησης, αλλά κάτι σημαντικότερο: Φωτίζει ενδογενώς την παράδοξη κοινωνία απείρου και πεπερασμένου χωρίς να θραύει τη συμβολική-σχετική δυναμική του λέγειν, αλλά φωτίζοντας την εσαεί πρωτογένειά της. Αυτό συμβαίνει επειδή άπειρο και πεπερασμένο, ιδεατό και πραγματικό, δεν είναι αντιθετικοί ‘’πόλοι’’, δεδομένου ότι παρόμοια θεώρηση θα κινούταν στα πλαίσια του συγκρίσιμου όπου οφείλουν να υπάρχουν πάντα όμοια, ανόμοια, συμβατά, ασύμβατα κ.ο.κ. μεγέθη.

Αντίθετα, φωτίζοντας, ετάζοντας το ίδιο μας το υπάρχειν που βρίσκεται στην καρδιά του πραγματικού, της πραγμικότητας-εγκοσμιότητας δηλαδή, ενωτιζόμαστε το άφθιτο που δεν κινεί απλά αίσθηση, αντίληψη, γνώση, κρίση, αλλά που καθιστά δυνατή την ύπαρξη νοήματος. Αυτής της κοινωνίας είναι μαρτυρία η σιωπή ως αντιστροφή του εφήμερου λόγου τον οποία και ανασυγκροτεί.

 

                                                *

Προσεγγίζεται έτσι ένα σημαντικό, ουσιώδες, θα έλεγα δεδομένο, που έχει άμεση σχέση με τον πυρήνα των προβληματισμών μας.

Εννοούμε το εξής, και, για να το συνειδητοποιήσουμε, ας το επαναλάβουμε εμφαντικότερα: Πώς είναι δυνατό να κάνουμε λόγο για ό,τι υπερβαίνει τις συμβολικές και σχετικές δυνατότητες της γλώσσας;  Συγκεκριμένα: Ο όρος σιωπή είναι όντως συμβολικός, αφού εκφράζεται λογικά. Μήπως καραδοκεί και πάλι το σόφισμα του Επιμενίδη, μήπως, επίσης, προσκρούομε στα σημαντικότερα προβλήματα της συνολοθεωρίας που κλονίζουν θέσεις της λογικομαθηματικής προσπάθειας φθάνοντας στο επικό θεώρημα του Gödel περί της αναποφασιστικότητας των λογικών συστημάτων;

Δοκιμάζονται έτσι όροι όπως σιωπή, άπειρο, άτμητο, άφθαρτο, ολότητα, ταυτογένεια, αφού φαίνεται πως έρχονται σε αντίθεση-αντίφαση, απ’ τη στιγμή που κατατίθενται και εκφέρονται με τη συμβολική φορά της γλώσσας.

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις οφείλουμε να δούμε το είναι της έκφρασης που ταυτίζεται με το είναι του έγχρονου. Όντως, κάθε εκφραστή προσπάθεια αποκρίνεται στην περιγραφή του γνώσιμου, αφού κάθε γνώσιμο είναι σχετικό, θετικό, μεταβλητό και έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο κατατίθεται γλωσσικά-συμβολικά. Αυτό περιλαμβάνει μάλιστα και τη μαθηματικοποιημένη γνώση. Εδώ εγείρεται κάτι που θα μας βοηθήσει. Η επιστημονική γνώση εκφράζεται με αναλλοίωτες οντότητες που είναι οι αριθμοί. Ο απόλυτος επομένως χαρακτήρας των μαθηματικών περιγράφει σχετικά μεγέθη. Δεν προχωράμε στο παράλληλο, αλλά το αναφέρουμε ενδεικτικά για να συνεχίσουμε.

Υπάρχει λοιπόν τρόπος ορισμένοι όροι που δηλώνουν το άφατο, το άρρητο, τη σιωπή που υπερβαίνουν τη σχετικότητα της έκφρασης, όντας και οι ίδιοι εκφραστικοί ή πρόκειται για φαντασιώσεις;

Θα λέγαμε πως δεν είναι δυνατό να υπάρχουν όροι σχετικοί και όροι απόλυτοι. Οι σχετικοί όροι έχουν οπωσδήποτε περιεχόμενο, συγκεκριμένο γνώσιμο περιεχόμενο που στηρίζεται στη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας, ενώ οι απόλυτοι όροι,ταυτοτικοί, ουσιαστικά ένας και μόνο ως μαρτυρία της ταυτότητας, ως μόνης μεταφυσικής αρχής που ορίζει και κάθε μορφή ετερότητας, ποκιλίας, μεταβολής, σύστασης κ.ο.κ., των αισθητών μεγεθών, αλλά και των ανθρωπίνων αισθημάτων-συναισθημάτων, δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο ως ορίζοντες-ορίζων.

Προσπαθώντας να θεωρήσουμε το πρόβλημα ουσιαστικότερα, διαπιστώνουμε μία παράδοξη ενότητα που μας απομακρύνει απ’ το δυισμό. Το έχουμε πει, το επαναλαμβάνουμε: Ό,τι γνώσιμο, εκφραστό, σχετικό, νοείται απολύτως. Ας το προσδιορίσουμε σε σχέση με την παρούσα προβληματική επειδή είναι βασική παράμετρος κάθε γνωστικής προσπάθειας. Η απόλυτη γνώση ως ‘’μηδενική’’ δεν ενοικεί στο εκφραζόμενο γνώσιμο, αλλά είναι η πηγή κάθε θετικότητας. Είναι άρρητη που καθιστά εκφραστό το ρητό και εδώ μπορούμε να λέμε πως οι όροι άρρητο, απόλυτο, όλο, συνιστούν την αρχή κάθε σύνθεσης, αντίθεσης, ομοιότητας κ.ο.κ. Είναι κενοί συγκεκριμένου περιεχομένου, αλλά, ταυτόχρονα, κινούν κάθε θετικότητα, κάθε γνώσιμη εκφραστική κατάσταση. Γι’ αυτό, όταν προσπαθούμε να εισέλθουμε στο πνεύμα κάθε εκφραστού που είναι γνώσιμο, ‘’χανόμαστε’’, όχι σε κάποια αοριστία με νεφελώδη χαρακτηριστικά, αλλά κοινωνούμε με το είναι του γνώσιμου, είναι το οποίο είναι όντως άρρητο. Όταν, εξάλλου, προσπαθούμε να κατανοήσουμε κάτι, να νοήσουμε δηλαδή το είναι του, ‘’αφαιρούμαστε’’ (πρόκειται, όπως θα δούμε για ηθικοδινοητική αφαίρεση), χάνουμε κάθε τοπικότητα με τις νομιζόμενες ποιότητές της, κοινωνούμε με τη θετικότητα κάθε θετικότητας που είναι η πνοή, η σιωπή του άφατου ως μήτρα κάθε φατού.

 

                                                *

Το λέγειν επομένως είναι σχετικό και συμβολικό, αλλά ερευνώντας το είναι του, δεν εκπορθούμε το άρρητο, τη σιωπή, αλλά ενωτιζόμεστε την πηγή του που δεν εκφράζεται, που υποκρούεται όμως σε κάθε λέγειν. Υπ’ αυτό το πνεύμα η σιωπή δεν είναι κάτι που έρχεται ‘’έξωθεν’’ (οι όροι έξω, μέσα, κοντά, μακριά κ.ο.κ. είναι συμβατικοί), αλλά απ’ τα βάθη και την πηγή κάθε λέξιμου. Δημιουργική υπόκρουση που δίδει πνοή και νόημα στο λέγειν, στο ενεργείν, στο γιγνώσκειν. Ακριβέστερα, χωρίς το σιωπάν δεν υπάρχει λέγειν και γι’ αυτό το λέγειν της σιωπής είναι η πεμπτουσία του συμβολικού λέγειν. Εκφράζεται και δεν εκφράζεται. Εκφράζεται με τη συμβολική του σχετικού λέγειν, το είναι της όμως δεν είναι εκφραστό, αλλά φωτίζει κάθε εκφραστό.

Έχουμε τονίσει εξάλλου σε άλλες ευκαιρίες πως χωρίς το φραστό, το σχετικό, το πεπερασμένο, δεν είναι δυνατό το άφραστο, η σιωπή. Στο είναι του φραστού ‘’ενοικεί’’ το άφραστο το οποίο είναι και ο λόγος της σιωπής, ένας λόγος που ‘’αντιτάσσεται’’ στην απαίδευτη αδολεσχία, ένας λόγος ζωής που δίδει νόημα στη θνήσκουσα μαρτυρία μας ως είναι της. Είναι του θνήσκοντος είναι το ζων, είναι του λέγειν είναι το λάλον της σιωπής.

 

                                                *

Αυτό προσπαθούμε να τονίσουμε στις σελίδες που ακολουθούν χωρίς να παραγνωρίζουμε πως κάθε προσπάθεια έχει αναπόφεκτα αδυναμίες, αλλά, ταυτόχρονα, πως μπορεί να ανοίγει δρόμους δημιουργικότερης προσέγγισης ενός τόσο σημαντικού κεφαλαίου της παραπαίουσας ζωής μας.

                                               

                                                *

Η παρούσα σπουδή αποτελεί το δεύτερο μέρος τριλογίας (Άπειρο και Πεπερασμένο, Ο Λόγος της Σιωπής και Υπέρβαση και Υπερβατικότητα  που θα δημοσιευθεί προσεχώς). Πρόκειται για συμπληρωματικές συνθέσεις οι οποίες περιχωρούνται και ‘’πολιορκούν’’ ένα απ’ τα βασικότερα προβλήματα της φιλοσοφίας και, γενικότερα, της ανθρώπινης σκέψης στις διεκφράσεις της δραστηριότητάς της.