βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ






ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ




ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΙ ΑΠ' ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΡΟΜΩΝ (2014)



Στην έντυπη έκδοση προστέθηκε ΕΠΙΜΕΤΡΟ και κατάλογος ονομάτων συγγραφέων.


Προλογικό




Δεκαπέντε χρόνια μαθητείας στα Αθηναϊκά Βραδινά Φιλοσοφι- κών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο) προσέ- φεραν και προσφέρουν δημιουργικά εναύσματα τα οποία ενερ- γούν ως ευγενής παρακίνηση σε όλο και πιο πολύτιμες ενορμήσεις, εμβαθύνσεις και συνειδητοποιήσεις, χωρίς όμως να οδηγούν σε εύδιο λιμάνι βεβαιότητας και αυτάρκειας.  Τα κείμενα που αναγνώστηκαν και σχολιάστηκαν επί σειρά ετών, κείμενα που καλύπτουν όλο σχεδόν το εύρος όχι μόνο της φιλοσο- φίας, αλλά και της ευρύτερης πνευματικής δημιουργίας, ευθύνουν το πνεύμα της philosophia perennis και κρατύνουν κάθε επιθυμία ουσιαστικότερης προσέγγισης. Αυτό επιχειρήσαμε και με τις εισηγήσεις μας που φιλοξενούνται στις σελίδες που ακολουθούν.  Θα βρει ο αναγνώστης παλαιότερους όρους μας όχι όμως ως επαναλήψεις που μάλλον πλήξη θα προξενούσαν, αλλά ως κατά το δυνατό διαρθρωμένη προσπάθεια συναρμογής η οποία όμως δε γίνεται ποτέ σύστημα, έστω και ανοιχτό, αν υποθέσουμε πως υπάρχουν ανοιχτά συστήματα. Ο λόγος είναι σαφής. Πάντα υπέβοσκε η μεγάλη, η ριζική, φιλοσοφική ερώτηση που αναφέρεται όχι στο είναι του ανθρωπίνως υπάρχειν, αλλά στο είναι του νοείν, όπως το “ζούμε” κυρίως κατά τις στιγμές γόνιμων προσπαθειών προσέγγισής του. Είναι βέβαιο πως η επεξεργασία και η διάρθρωση της προβληματικής δημιούργησαν δυσκολίες και γι’ αυτό η προσπάθεια άρχισε με τις ημερολογιακές καταγραφές. Σιγά σιγά όμως δημιουργήθηκαν συνε- κτικότερες σκέψεις οι οποίες συνθέτουν τα κεφάλαια. Έτσι, οι ημερολογιακές καταγραφές λειτουργούν ως ελεύθερα σχόλια, πάντα σε σχέση με την κύρια προβληματική.  Χωρίς το βασικό ερώτημα το οποίο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε δεν είναι δυνατό να υπάρξει ούτε φιλοσοφική επίγνωση, ούτε αξιόπιστη πνευματική δημιουργία. Πρόκειται για την πρώτιστη γνώση ως μήτρα κάθε αναδυόμενης, για τη γνώση η οποία ορίζει τη ριζική φιλοσοφική ερώτηση που είναι διάσπαρτη σε κάθε φιλοσόφημα. Αυτό προσπαθούμε να προσεγγίσουμε χωρίς αφελείς φιλοδοξίες εκπόρθη- 



                                                                                         

 
8
σης, με πνεύμα σεβασμού στην παράδοση, αλλά στην ανθρώπινη φύση, σε όλες ανεξαίρετα τις διεκφράσεις της οι οποίες συχνά οδηγούνται σε κορυφαίες συλλήψεις στο λόγο, στην τέχνη, στην επιστήμη, αλλά και στις απλές αλήθειες της ζωής που σεμνύνουν το ανθρώπινο. Ήδη, αναγνωρίζουμε πως κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης, αυτοσυγκέντρωσης, εισβολής, θα λέγαμε, στην ίδια μας τη σκεπτόμενη φύση, επικαλείται τις βασικές συνειδησιακές μας λειτουργίες ως ενέργειες του πνεύματος, αλλά απαιτεί να αποκρυπτογραφήσει το είναι του σκέπτεσθαι με όσο πιο συγκεκριμένο τρόπο. Επικαλούμενοι και αξιολογώντας όλες τις καταλληλότητές μας αλλά και την κοσμική πραγματικότητα, επανερχόμενοι υπό ευρύτερο πνεύμα σε παλαιότερες θέσεις και όρους, προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε την πρώτιστη γνώση ως μήτρα κάθε επιμέρους ανάγνωσης του συμβαίνοντος και ως προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης προσπάθειας στα πλαίσια της δια- πολιτισμικής δημιουργίας γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας πως καμιά φιλοσοφική προσπάθεια, κανένα φιλοσόφημα, δεν οδηγεί σε τελικές και αμετάκλητες θεωρήσεις.  Ο αναγνώστης θα προβληματισθεί ως συνακροατής και ως συγκοινωνός των σελίδων, ίσως συμφωνήσει ή και διαφωνήσει, θα συναντήσει οπωσδήποτε προσωπικούς του προβληματισμούς τους οποίους μπορεί και να προεκτείνει. Πιστεύουμε πως και απ’ την απλή ανάγνωση των υποτίτλων μας θα έχει τη δυνατότητα να υποψιασθεί ό,τι κρύβεται απ’ την αχλύ της τρέχουσας καθημερινότητάς μας.  Πιο συγκεκριμένα, με αφετηρία την πρώτιστη γνώση και με κατά το δυνατό ουσιαστική επισκόπηση των διασκεπτικών μας καταλληλοτήτων, γίνεται προσπάθεια “προσέγγισης” όρων οι οποίοι κατεπόνησαν και καταπονούν τη φιλοσοφική συνείδηση. “Ορίζονται” έτσι όροι όπως όλο, απόλυτο, άπειρο και εντάσσονται στην ακολουθούσα προβληματική άλλοι εξίσου σημαντικοί, όπως πεπερασμένο, τμητό, διαστατό κ.ο.κ. ώστε να ακολουθήσει η σπουδή του λογίζεσθαι, του θαυμάζειν, του λέγειν. Οπωσδήποτε γίνεται παράλληλα προσπάθεια εμβάθυνσης του ορισμού κατά τρόπο που άλλοι όροι, όπως αξίωμα, κρίση, έννοια κ.ο.κ. αναθεωρούνται στο μέτρο του δυνατού. Όλη όμως η ανάπτυξη δεν έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, ούτε προσφεύγει σχολαστικά στην ιστορία της σκέψης, παρόλο που την προϋποθέτει. Ήδη, οι παραπομπές είναι ενδεικτικές.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   9
Για μια ακόμη φορά ευχαριστούμε θερμά τους κ. Θωμά, Χρήστο, Ανδρέα και Βασίλη Χήτα για την ολοπρόθυμη φιλοξενία στο φιλόξενο πατάρι του ζαχαροπλαστείου τους (Café Κοραής, Ιπποκράτους 35 και Ναυαρίνου) καθώς και τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θεοδόση Πελεγρίνη, παλαιό φίλο των Βραδινών μας, για την ολοπρόθυμη παραχώρηση του από κάθε άποψη φιλόξενου σαλονιού στο Πολιτιστικό Κέντρο-Εντευκτήριο “Το Καποδιστριακόν” (Ακαδημίας 48 και Σίνα), όπως και όλο το προσωπικό του Εντευκτηρίου για την ευγενική του βοήθεια. Στον εκδότη μας, επίσης, το λόγιο και ποιητή όπως και φίλο του καλού βιβλίου, στο Ζώη Μπενάρδο, εκφράζουμε για άλλη μια φορά τις θερμές μας ευχαριστίες. Δεν ξεχνάμε τέλος τις φίλες και τους φίλους μας χάρη στους οποίους οι συναντήσεις μας γνώρισαν στιγμές γονιμότητας, συμπροβληματισμού και διαλόγων. Το βιβλίο τούς ανήκει.  


                                                                                         ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

 
10
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   11  
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ  
ο πρόβλημα της γνώσης απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί τη φιλόσοφο μέριμνα χωρίς ωστόσο να παύει να προβληματίζει κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να εισβάλλει στο μύχιο είναι του και να θεωρεί τις προοπτικές του, την ίδια του τη φύση.  Ο μόχθος των αιώνων, οι μεγάλες στιγμές, προσέφεραν πολύτιμα στοιχεία με ανυποψίαστο βάθος, αλλά το πρόβλημα παραμένει, όπως κάθε μεγάλη φιλοσοφική ερώτηση. Στις σελίδες του πρώτου μέρους αποτολμάμε μια προσέγγιση, πάντα σε αναστροφή με μεγάλες θεωρήσεις του φιλοσοφικού λόγου και με παράλληλη προσπάθεια απόσεισης αμφίβολων θεωρήσεων και ασαφών καταγραφών, χωρίς βέβαια να πιστεύουμε πως λέμε την τελική λέξη.  Η ευρύτερη προβληματική είναι απέραντη, αλλά η προσπάθεια επικέντρωσής της στο ουσιώδες μάς απαλλάσσει απ’ την υποχρέωση ιστόρησης του θέματος. Ο αναγνώστης θα κατανοήσει πως οι μεγάλες θέσεις υποκρούονται και εξετάζονται κριτικά, πως η προσπάθειά μας είναι φιλόξενη και ανοιχτή, παρά το συγκεκριμένο χαρακτήρα των θέσεων που προτείνονται.          


                                                                                     

12
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   13  
Ι
ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ
Εισαγωγικό. Είναι γνωστό πως η δημιουργική περιδίνηση των σχολών αποσκοπεί στο να αποκρυπτογραφεί το είναι της γνώσης και σε αυτό συνίσταται ο άθλος του φιλοσοφικού εγχειρήματος. Το πρόβλημα φαίνεται με την πρώτη ματιά απλό, αλλά κατά την εκδίπλωσή του συνδημιουργούνται πλήθος άλλων τα οποία το καθιστούν δυσεπίλυτο και εσαεί αιωρούμενο. Ήδη αναφύονται διαφωνίες και αυτό είναι αναπόφευκτο και απαραίτητη προϋπόθεση κάθε γνήσιας φιλοσοφικής αναζήτησης. Έχουν μάλιστα παρατηρηθεί και ασάφειες, ακατανόητες θεωρήσεις, πολλές γκρίζες ζώνες που κάποτε οδηγούν στην απαξίωση της φιλοσοφίας. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας πως η φιλοσοφία είναι διαρκής οδοιπορία, πνευματική αγυρτεία χωρίς οριστική κατάληξη, εύκολα κατανοούμε τον προβληματισμό της και τις δυσκολίες της. Είναι το κάτοπτρο του ανθρώπου ο οποίος αναζητεί εναγώνια τη αλήθεια, τη γνώση, το κάλλος, το νόημα του ζην. Υπάρχει όμως και μια λησμονημένη πλευρά του φιλοσοφείν στην οποία οφείλουμε να εγκύψουμε με την ακριβέστερη προσοχή. Αν η φιλοσοφία προσπαθεί να φθάσει στα ριζώματα του ανθρωπίνως υπάρχειν, οδηγείται σε εύδιους τόπους, σε τόπους οι οποίοι δεν υπόσχονται βέβαια τελική ανάπαυση, αλλά σε ακρίβεια και πειθώ που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρίες συνεπούς λογισμού. Ήδη ανοίγονται ορίζοντες αναθέασης κρυμμένων αληθειών οι οποίες αποτελούν την πεμπτουσία του ανθρωπίνως υπάρχειν. Ήδη ο πρωτοθαυμασμός γίνεται δημιουργική εμπνοή και ακμαίος λογισμός που διενώνει λόγο και συναίσθημα, είναι και υπάρχειν, αισθάνεσθαι και αντιλαμβάνεσθαι, θαυμάζειν και απορείν. Η πρώτιστη γνώση υποκρούεται. Ας δούμε όμως τηλεγραφικά κάποιες θέσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν σε προηγούμενες σπουδές μας για να προχωρήσουμε με κάθε δυνατή συνέπεια.


                                                                                     

 
14
Αρχή. Έχουμε πει πως μία είναι η αρχή, η μεταφυσική αρχή της ταυτότητας η οποία βρίσκεται στη αφετηρία κάθε αξιωματικής-αναλυτικής πρότασης. Κατά την αρχή της ταυτότητας η οποία είναι μη παραστατή αλλά ορίζουσα κάθε παραστατό, το απόλυτο είναι άπειρο, αδιάστατο, άφθαρτο, ολότητα, άχρονο, αδημιούργητο, αγαθό. Μπορούμε να παραθέσουμε πολλά επίθετα, αλλά είναι όλα ταυτολογικά, λένε την ίδια αλήθεια που συνιστά αιώνια αφετηρία της σκέψης. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα λογισμού χωρίς αυτήν την αλήθεια η οποία είναι άμεσα και άχρονα νοητή απ’ τον άνθρωπο. Θα αντιταχθεί ίσως πως τα επίθετα αναφέρονται σε ουσιαστικά, σε πράσσοντα αισθητά μεγέθη και θα ήταν αντιφατικό να συσχετίζουμε το απόλυτο με κάθε σχετική μορφή. Παράδοξα όμως, θα το δούμε στη συνέχεια, το σχετικό είναι μαρτυρία του απολύτου και είναι αδιανόητο χωρίς αυτό. Απόλυτο δεν είναι παρά ό,τι ορίζει το σχετικό και γι’ αυτό δεν είναι παραστατό, ούτε προσεγγίζεται ως αντικείμενο. Προκλητικό, αλλά αποφασιστικό: Ό,τι ορίζει το σχετικό δεν είναι κάπου αλλού, δεν εντοπίζεται, αλλά, ως εντοπίζον, κατατίθεται στο εντοπιζόμενο χωρίς να ορίζεται απ’ αυτό. Είναι η τροφή του, το φως του, η ζωή του, το συνέχειν του, η αρχή κάθε εννόησης και γνώσης. Αυτός ο πρωτοορισμός είναι η αρχή της σκέψης, κάθε σκέψης, είναι μάλιστα και ό,τι καθιστά δυνατό το δεσμό μεταφυσικής και λογικής. Είναι ταυτόχρονα και η αρχή κάθε ορισμού κι εμπεριέχει κάθε δυνατότητα έκφρασης, λογικής κυρίως έκφρασης. Εννοούμε αυτήν την αλήθεια αν σκεφθούμε πως οι χαρακτήρες υπό τους οποίους υφίστανται τα αισθητά πράγματα συνίστανται στο τμητό τους, στο φθαρτό τους, στο μεταβάλλεσθαί τους, στο κινείσθαι τους κ.ο.κ. Και πάλι, παράδοξα, ταυτολογούμε, αν αναλογισθούμε πως κάθε αισθητό είναι αναπόφευκτα μεταβλητό, αλλά κάθε μεταβλητό είναι, φθαρτό, διαστατό κ.ο.κ. Τα έτερα πράγματα του αισθητού κόσμου επομένως είναι έτερα επειδή οι χαρακτήρες τους είναι κοινοί. Αυτό όμως αποκαλύπτει κάτι το σημαντικότατο: Η ετερότητα των μεγεθών είναι αδιανόητη χωρίς την ταυτότητα των χαρακτήρων που τα συνθέτουν και ας δούμε κάτι το καταιγιστικό. Το φθαρτό είναι αδιανόητο χωρίς την άχρονη νόηση του άχρονου, το μεταβλητό δεν είναι διανοητό χωρίς το αμετάβλητο, κ.ο.κ. Βρισκόμαστε μπροστά στην αρχή της ετερότητας η οποία δεν είναι παρά ορατή, αισθητή έκφραση της αρχής της ταυτότητας. Το παραστατό επομένως κάθε μεγέθους προϋποθέτει τη μη παραστατό της αρχής του.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   15
Ας προσέξουμε όμως κάτι για να προχωρήσουμε με συνέπεια. Όταν λέμε φθαρτό, τμητό κ.ο.κ. δεν έχουμε στη σκέψη μας κάτι που φθείρεται, τέμνεται, ένα συγκεκριμένο μέγεθος ή την παράστασή του στο πνεύμα μας. Το είναι του φθαρτού δε βρίσκεται στο φθειρόμενο κ.ο.κ., αλλά είναι νοητή πραγματικότητα της οποίας πλήρωμα είναι το άφθαρτο, το άτμητο κ.ο.κ. Υπ’ αυτό το πνεύμα το φθείρεσθαι, το μεταβάλλεσθαι κ.ο.κ. συμβολίζονται αισθητά στο κοσμικό συμβαίνον, αλλά το είναι τους είναι πνευματική ενέργεια και γι’ αυτό μη παραστατή.  Επιπλέον, τα αισθητά, συμπεριλαμβανομένου και του σώματός μας, είναι όμοια, ανόμοια, ανάλογα, δυσανάλογα, συμβατά, ασύμβατα, ενάντια κ.ο.κ. και χωρίς αυτήν την αλήθεια δεν είναι ούτε νοητά, ούτε αντιληπτά. Δεν είναι καν διανοητός ο κόσμος μας χωρίς αυτήν την αλήθεια. Είναι η λογική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας ως συνέκφραση των δύο άλλων αρχών. Το αυτό συμβαίνει και με τις λεγόμενες ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων, αλλά διαβλέπουμε πως οι τελευταίες δεν ανήκουν τα πράγματα, αλλά τα ορίζουν. Είναι πνευματικά ενεργήματα.  Επομένως, ετερότητα, αναλογία, ομοιότητα κλπ. δεν είναι παραστάσεις της διανοίας μας που προέρχονται απ’ τα αισθητά, αλλά πνευματικές καταστάσεις που ορίζουν τα όμοια, τα έτερα, τα ανάλογα αι- σθητά πράγματα. Άλλως θα κιονδυνεύαμε να βυθισθιούμε σε φιλοσοφική ειδωλολατρεία.
Ολότητα και πνεύμα, φαντασία, χώρος και ύλη. Νομίζουμε πως δεν υπάρχει δυνατότητα σκέψης χωρίς αυτές τις αρχές οι οποίες ουσιαστικά συμπυκνώνονται σε μία. Ωστόσο, ό,τι οφείλουμε να πούμε είναι κάτι το σημαντικότερο και απ’ τις αρχές-αρχή. Αν μιλάμε για αρχή- αρχές (μία αρχή, τρεις οι τρόποι της), οφείλουμε να γνωρίζουμε κάτι το οποίο συνήθως αγνοούμε, με συνέπεια συγχύσεις και ασάφειες. Η ετερότητα και η ομοιότητα-αναλογία αναφαίνονται στο κοσμικό συμβαίνον διαμέσου των αισθητών πραγμάτων, αλλά γνωρίζουμε άριστα πως κανένα αισθητό πράγμα δεν είναι αμετάβλητο και ακίνητο, πως η διαρκής κίνηση αποκλείει κάθε σταθερό τόπο τον οποίο πολλοί θεώρησαν μέρος του χώρου, ειδωλοποιώντας έτσι τη μη παραστατή αλήθεια. Εννοούμε το εξής: Αν κανένα κινητό δεν έχει τόπο, δεν είναι δυνατό να συλλαμβάνεται έξω μας, γιατί τόπος, πραγματικός τόπος του


                                                                                     

 
16
είναι η σκέψη μας, το πνεύμα μας. Τα πράγματα είναι ριζικά ουτοπικά, όπως και ο κόσμος μας. Αυτό μηνύει μια κράτιστη αλήθεια η οποία επισημάνθηκε δυστυχώς από ελάχιστους μεταφυσικούς: Ο κό- σμος δε συλλαμβάνεται λογικά ως ολότητα, δεν εκλαμβάνεται ως αντικείμενο, έστω απέραντο, αλλά νοείται απολύτως και μάλιστα χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιασδήποτε λογικής κρίσης. Πρόκειται για απόλυτη πρωτοαφετηρία, που καθιστά το κοσμικό συμβαίνον μη παραστατό. Το υπάρχειν στον κόσμο επομένως είναι μαρτυρία υπερβατικότητας του ίδιου του κόσμου αλλά και της ύπαρξής μας. Υπάρχο- ντας, όντας δηλαδή έγκοσμοι-έγχρονοι, νοούμε και εννοούμε το κοσμικό συμβαίνον το οποίο δεν έχει καμιά λογική αρχή, κανένα λογικό τέλος που προσφέρεται επαγωγικά ή με οποιαδήποτε άλλη λογική προσέγγιση. Η νόηση όμως του κόσμου ως όλου δε μας οδηγεί κάπου έξω απ’ τον κόσμο, αφαιρεί κάθε δυνατότητα σχηματικής παράστασής του αλλά, αντίθετα, προσφέρει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τα κοσμικά μεγέθη στη συγκεκριμένη τους έκφραση. Ποια έκφραση όμως, αν όλα αλλάζουν και τίποτε δεν είναι σταθερό; Πώς οικοδομείται η γνώση; Θα δούμε πως η πρώτιστη γνώση που είναι άμεση, άχρονη και αδιαμεσολάβητη, είναι τροφός κάθε συγκεκριμένης γνώσης η οποία και αποκαλύπτει την πηγή της. Ήδη, ό,τι παραστατό, αναπόφευκτα φαντασιακά, δεν είναι παρά εικόνα του απολύτου εν σχετικότητι, άπειρο εν πεπερασμένω, και αυτό δεν επισυμβαίνει στο χωροχρόνο, άλλη επινόηση της εξαντικειμενικεύουσας τάσης μας, αλλά στη χωρικότητα της φαντασίας μας, σε ό,τι πολλοί ονόμασαν χώρο. Εμμένουμε στη φαντασιακή παράσταση κοσμικών μεγεθών, παράσταση καθαρά πνευματική και όχι διαστημική και επισημαίνουμε πως αφετηρία της φαντασιακής παράστασης είναι η πρωτογενής φαντασία και εννοούμε απλά και καθαρά το ενεργείν του απολύτου με την οποία κοινωνούμε. Η πρωτογενής φαντασία όμως εικονίζεται εν πεπερασμένω με τη δραστηριότητα της ένσαρκης ύπαρξής μας. Χώρος, ως ομογενής, ως άυλη, ως άχρονη κ.ο.κ. οντότητα δεν υπάρχει. “Υπάρχει” ως αειδής αλήθεια, ως απόλυτη χωρικότητα, ως πρωτογενής φαντασία που δεν είναι δυνατό να είναι αντικείμενο παράστασης, που δε γνωρίζει αποστάσεις παρά πνευματικά, νοητά. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια παραστατικοποίησης είναι μάταιη. Είναι η μήτρα κάθε παράστασης.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   17
Γι’ αυτό το λόγο ο όρος ύλη είναι ένας σκοτεινός μεταφυσικός όρος που προέρχεται απ’ τη μυθολογία και ο οποίος δε δηλώνει παρά αισθητά πράγματα τα οποία δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, αφού και η αίσθηση ως λειτουργία του πνεύματος δεν είναι δυνατό να πορίζει στο πνεύμα μας κάτι ριζικά άσχετο, άρα ανύπαρκτο. Απαλλασσόμενοι έτσι απ’ τους όρους ύλη και χώρος που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν τη σκέψη αλλά και την έρευνα, οδηγούμαστε στην ουσιαστική εννόηση του κόσμου. Το είναι του κόσμου μας και το είναι μας είναι ένα και το αυτό απόλυτο είναι το οποίο εικονίζεται πνευματικά υπό μύριες όσες μορφές και καταστάσεις. Ήδη, τα αισθητά πράγματα και πρωτίστως το ίδιο το σώμα μας είναι αισθητές εκφράσεις του απολύτου, κατά τρόπο σε κάθε συγκεκριμένη φανέρωση, απ’ το μικρόκοσμο μέχρι τον μακρόκοσμο, η ολότητα-άπειρο αποκαλύπτεται ανεπανάληπτα και αιώνια. Ήδη, οι λεγόμενες διαστημικές αποστάσεις είναι πνευματικές και γι’ αυτό το ερώτημα το σχετικό με την έκταση του σύμπαντος είναι μάταιη. Δεν υπάρχουν αποστάσεις διαπτυσσόμενες στη λεγόμενη χωρική ομογένεια, αλλά πνευματικές καταστάσεις. Τα λεγόμενα εκτατά δεν είναι εκτεινόμενα πράγματα αλλά πνευματικά ενεργήματα.
Πνεύμα, συμβολική έκφραση και ουτοπία. Δεν υπάρχουν επομένως όρια εντός ή εκτός του κόσμου, δεν υπάρχει ούτε εσωτερικός ούτε εξωτερικός κόσμος, οι λεγόμενες διαστημικές αποστάσεις είναι πνευματικές, όπως ακριβώς και οι μαθηματικές τους εκφράσεις. Η μαθηματική λογική δε γνωρίζει διαστημικές αποστάσεις. Δεν εννοούνται παρά στη σκέψη. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις ο άνθρωπος παροικεί και δεν κατοικεί, είναι πάροικος, οδοιπόρος, ιδαλγός, αγύρτης, με μόνη του κατοικία την πνευματική του φύση η οποία δεν παριστάνεται, αλλά μαρτυρεί. Γι’ αυτό, ως άπειρος εν πεπερασμένω, ποιμαίνει και ποιμαίνεται ταυτόχρονα, ορίζει και ορίζεται, δείχνει και δείχνεται, χωρίς να αποδεικνύει.Το αυτοοριζόμενο δεν αποδεικνύεται: Αυτοδεικνύεται. Τρέφεται απ’ την αρχή της οποίας είναι κοινωνός, όχι από κάποια απερινόητη, υπερλογική, απερίληπτη, ακατάληπτη κ.ο.κ. αρχή, αλλά απ’ την απόλυτη αρχή του η οποία, απλά, είναι ανέκφραστη. Ανέκφραστη, γιατί κάθε εκφραστό, ως φθαρτό, κινητό, παραστατό, πεπερασμένο κ.ο.κ. δεν είναι παρά συμβολική έκφραση του απείρου-απολύτου. Ήδη, ό,τι ονομάζουμε πνεύμα και πνευματική φύση


                                                                                     

 
18
του ανθρώπου, φράζεται συμβολικά, δεδομένου ότι όλος ο αισθητός κόσμος δεν είναι παρά συμβολική έκφραση του ανέκφραστου, του απόλυτα εγγύς. Καμιά έκφραση δεν είναι κυριολεκτική, αλλά αυτό δε σημαίνει πως το συμβολικά εκφράζεσθαι είναι ανακριβές. Οι όροι συμβολικός και πνευματικός συγκλίνουν και, αποκαθαρμένοι απ’ το μυθολογικό τους κέλυφος, προσεγγίζουν το όρο μυθικός. Η μυθική έκφραση δεν είναι μυθολογική, αλλά γνήσια συμβολική-πνευματική, γιατί αποσκοπεί στο να δείχνει με τους χαρακτήρες του το άφθαρτο στο ενεργείν του φθαρτού, την άπειρη πηγή, το είναι του κόσμου. Μύθος εξάλλου στο αρχέγονο μήνυμά του σημαίνει λόγος, λέγειν. Κάθε έκφραση επομένως είναι συμβολικό λέγειν που ξεφεύγει οποιοδήποτε εκφραστικό σχήμα. Μιλώντας όμως για είναι του κόσμου δε στρεφόμαστε προς τα “έξω”, προς κάτι το εξωκοσμικό το οποίο δεν υπάρχει παρά ως πλάσμα της φαντασιωμένης φαντασίας, ούτε και “εντός” μας, αλλά στο νοείν και στη συνέχεια στο εννοείν του κοσμικού συμβαίνοντος που εκφράζεται με τη γλώσσα συμβολικά, αλλά που αναδύει νόημα, την ατρεμή και μη μεταβαλλόμενη αλήθεια των πραγμάτων. Αν το νοείν τον κόσμο είναι ανέκφραστο, όπως ανέκφραστο είναι και το νοείν, το απόλυτο είναι μας, το εννοείν που δηλώνει συγκεκριμένη αντίληψη, αποτελεί την “ύλη” έκφρασης, κάθε έκφρασης, γιατί η αντίληψη-εννόηση αναφέρεται πάντα στο συγκεκριμένο. Στο συγκεκριμένο όμως αποκαλύπτεται φραστά το απόλυτο. Δεν υπάρχει εννόηση (αντίληψη) χωρίς τη νόηση και εδώ ακριβώς επιστρέφουμε αναγκαστικά στο είναι της αίσθησης που δεν είναι παρά ενέργημα του απολύτου που εκφράζεται πνευματικά. Το επαναλαμβάνουμε με απλά λόγια: Για την αντίληψη κάθε συγκεκριμένου προαπαιτείται η νόηση του όλου, της ολότητας που συνιστά άχρονη νόηση.
Αίσθηση. Οι χαρακτήρες των αισθητών πραγμάτων δεν ανήκουν στα ίδια τα πράγματα, αλλά εκφράζουν το απόλυτο εν σχετικώ, το άπειρο εν πεπερασμένω. Η φθορά, η μεταβολή, η κίνηση, εκλαμβανόμενες ως εξωτερικές-αντικειμενικές ιδιότητες των αισθητών, δεν αυτοερμηνεύονται, δε μηνύουν τίποτε, δεν προσλαμβάνονται εκ των έξω ώστε να νοηθούν εμπειρικά, συνειρμικά, όπως υποστηρίζουν οι πρωθύστεροι εμπειρισμοί φυσιοκρατικής, αισθησιοκρατικής, φυσιοκρατικής, υλιστικής κ.ο.κ. νοοτροπίας.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   19
Ήδη όμως δεν υπάρχει απολύτως συγκεκριμένο, απολύτως πεπερασμένο, όπως δεν υπάρχει απολύτως άπειρο, απολύτως άφθαρτο, ούτε απόλυτα μικρό, απόλυτα μεγάλο κ.ο.κ. Οι όροι είναι αντιφατικοί και οφείλονται κυρίως στην εκδοχή του λεγόμενου ομογενούς χώρου και της σχέσης του με τα αισθητά μεγέθη. Έπεται πως το εκφραστό, και κάθε εκφραστό είναι σχετικό, αλλά νοείται απολύτως και αυτό καθιστά δυνατή τη γνώση η οποία στον επιστημονικό χώρο εκφράζεται με μαθηματικά σύμβολα, νοητά δηλαδή, γνωρίζεται σχετικά και απόλυτα. Χωρίς αυτήν την αλήθεια η γνώση δεν είναι δυνατή, γιατί δεν υπάρχει απόλυτη γνώση, παρά τους εγελιανούς ακροβολισμούς. Κάθε γνώση είναι σχετική, αλλά νοείται απολύτως. Φθάνουμε έτσι στο είναι της αίσθησης το οποίο βεβαίως είναι αδιανόητο χωρίς το αισθητό, χωρίς δηλαδή τα αισθητά πράγματα τα ο- ποία συνιστούν το κοσμικό συμβαίνον-φαίνεσθαι. Τι συμβαίνει όταν ένα πετούμενο μετακινείται, όταν ένα ηλεκτρόνιο περιστρέφεται, όταν επισυμβαίνει οποιαδήποτε αλλαγή; Λέμε συνήθως πως διασχίζει το χώρο, πως συστέλλεται, πως διαστέλλεται, πως αλλάζει τόπο κ.ο.κ., αλλά μάς διαφεύγει κάτι σημαντικό. Αν κάθε κίνηση σημαίνει φθορά, ενέργεια, μεταβολή, αλλοίωση, αυτοί οι όροι και άλλοι ταυτογενείς τους που συνθέτουν τη διαφορετικότητα των πραγμάτων είναι αδια- νόητοι χωρίς το άφθαρτο, το αναλλοίωτο, το αμετάβλητο, που είναι και αυτοί ταυτογενείς όροι που δηλώνουν το απόλυτο. Χωρίς τους τελευταίους είναι αδιανόητοι οι πρώτοι. Κάθε κίνηση, συστολή, διαστολή, αλλαγή κ.ο.κ. επομένως νοείται και εννοείται απολύτως και το είναι της δε βρίσκεται παρά στην απόλυτη φύση κάθε αισθητού. Αν δε λάβουμε πάλι υπόψη μας πως κανένα αισθητό δε βρίσκεται ποτέ σε κανένα “τόπο”, είναι δηλαδή ουτοπικής φύσης, το αισθάνεσθαι οτιδήποτε είναι πνευματική ενέργεια που εντοπίζει ό,τι δεν είναι εντοπίσιμο στη λεγόμενη χωροχρονική ακολουθία. Το εκτατό επομένως των αισθητών, μη ορίσιμο στον αντικειμενικό χώρο, νοείται, εννοείται και ορίζεται στη σκέψη μας και δη υπό την προϋπόθεση της χωρικότητας της φαντασίας που δε βρίσκεται ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας, αλλά που τελείται πνευματικά. Ας το πούμε με κάθε καθαρότητα: Άφθαρτο, αδιάστατο, άτμητο, απόλυτο, κ.ο.κ. (πρόκειται για την αυτή πραγματικότητα) δεν είναι σύλληψη της διάνοιας, δεν είναι το αντίθετο του φθαρτού, διαστατού, τμητού κ.ο.κ., αλλά η νόηση και εννόησή τους, είναι η πηγή του αντιληπτού-αισθητού που εκφράζεται αναπόφευκτα


                                                                                       

 
20
λογικά-συμβολικά, που καθιστά εφικτό το γιγνώσκειν. Δεν είναι μια άυλη, ακατάληπτη κλπ. πραγματικότητα την οποία δε μπορούμε να προσεγγίσουμε. Είναι ο ορισμός του φθαρτού, του διασττού κ.ο.κ., όπως θα δούμε. Η αίσθηση επομένως δεν είναι μια απλή λειτουργία του πνεύμα- τος, αλλά η εσαεί αποκάλυψη των τροπών των αισθητών πραγμάτων και της σχέσης τους με την πηγή της εννόησής τους, με τη νόηση δηλαδή. Αισθάνομαι σημαίνει εννοώ, εννοώ το είναι του αισθανομένου πράγματος το οποίο όμως δεν ταυτίζεται με το είναι της αισθησιακής λειτουργίας. Το τελευταίο είναι παραστατό, γιατί έχει πάντα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, το πρώτο μη παραστατό, καθόσον συνιστά αέναη πηγή φανέρωσης αισθητών πραγμάτων. Το πνεύμα επομένως που αισθάνεται και εννοεί δεν είναι μια γενική και αόριστη έννοια που θα στέγαζε οποιαδήποτε αοριστία ή και παραλογισμό, αλλά η ίδια η έκφραση του συμβαίνοντος με εκφραστή το λογίζεσθαι και το διαλογίζεσθαι. Είναι η εκφραστή μορφή του απολύτου στο συγκεκριμένο-πεπερασμένο και υπ’ αυτό το πνεύμα και πλανάται και παλινωδεί και αποκαλύπτει, κατά το βαθμό κοινωνίας μας με το αληθεύον νόημα που αναδύεται απ’ το κοσμικό συμβαίνον. Αποκάλυψη του ταυτού στα έτερα και έκφρασή της και γι’ αυτό η αίσθηση συνιστά συναφετηρία.
Έκφραση. Αποκαθαρμένη η γλώσσα απ’ τις νατουραλιστικές και απ’ τις αναπόφευκτα ειδωλικές της επιρροές, αποκαλύπτει κάτι το σημαντικό. Τα ουσιαστικά, οι έννοιες γένους, τα universalia, δηλώνουν καταστάσεις ομοιογενών πραγμάτων και δεν απαιτείται να ακολουθήσουμε την αριστοτελική λογική κλίμακα για να διαπιστώσουμε πως όταν λέμε άνθρωπος, πτηνό, θηλαστικό κ.ο.κ. προϋποθέτουμε την ταυτότητα, την ετερότητα, την αναλογία για να αποφανθούμε, για να ονομάσουμε. Βέβαια, κάθε έκφραση είναι σχετική, αναφέρεται σε σχετικά, δε φθάνει ποτέ στην ακρίβεια, αλλά κομίζει νόημα και αποκαλύπτει πως στο σχετικό τελείται το απόλυτο. Ιδού: Νοούμε, εννοούμε και λογιζόμαστε. Προχωρώντας, διαπιστώνουμε πως εννοούμε πράγματα τα οποία  i κοινωνούν με το είναι μας δεδομένου ότι ό,τι ονομάζεται, νοείται και εννοείται, είναι αισθητό και μετέχει ως συγκεκριμένη έκφραση, με λειτουργιακή δομή, του απολύτου,
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   21
ii είναι πάντα έτερα προς οποιοδήποτε άλλο μέγεθος και  iii είναι όμοια, ανόμοια, ανάλογα, δυσανάλογα κ.ο.κ. με άλλα μεγέθη. Χάρη στην ταυτότητα υπάρχει η ετερότητα και χάρη στην ετε- ρότητα η αναλογία. Όταν επομένως χρησιμοποιούμε έννοιες χωρίς τις οποίες δε νοείται ούτε λόγος ούτε γλώσσα, δε χρειάζεται να εμπλεκόμαστε στη διαμάχη των ρεαλιστών και των νομιναλιστών, αλλά να διαπιστώνουμε πως σε κάθε συγκεκριμένη αισθητή οντότητα δε συναντάμε απλά το είναι μας ως κοινωνοί του κοσμικού είναι, αλλά και πως αναγνωρίζουμε και κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε συγκεκριμένη έκφραση με την οποία ταυτιζόμαστε οντολογικά και διαφοροποιούμαστε έγχρονα- αισθητά. Ο κόσμος είναι εσαεί γένεσις εις ουσίαν, αλλά το αξιοπρόσεκτο συνίσταται στο ότι η εκφραστή του όψη-φανέρωση αποκαλύπτει κρυπτικά το ανέκφραστο είναι του. Γιατί; Όχι επειδή είναι ακατάληπτο, υπερούσιο κ.ο.κ., αλλά γιατί ως απόλυτο είναι ανέκφραστο, πληρωματικό. Έξοχο συμβαίνον αυτή η αλήθεια, η κρυπτική φανέρωση του αληθεύοντος στον κόσμο της αλλαγής, στο ιερό παγνίδι του Αιώνος, ο οποίος αποκαλύπτεται κρυπτόμενος για να μεγαλύνει το ανέκφραστό του στο βάθος του ανθρωπίνου, για να αποκαλύπτει ταυ- τόχρονα τη μακαριότητα του σχετικού υπό το φως του απολύτου ως παις πεσσεύων, ως καθαρότητα βλέμματος-νοήματος. Υπ’ αυτό το πνεύμα οι έννοιες είναι σχετικές αλλά νοούνται απολύτως, η γνώση στην έκφρασή της σχετική, αλλά νοείται απολύτως. Άλλως δε θα υπήρχε ούτε γλώσσα, ούτε γνώση. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται ο συμβολικός χαρακτήρας της γλώσσας και τα σύμβολα τα οποία χρησιμοποιεί. Αν ο κόσμος είναι συμβολική έκφραση του απολύτου, γι’ αυτό ακριβώς, δε συλλαμβάνεται ούτε λογικά, ούτε ως σύνολο συνόλων κ.ο.κ., νοείται απολύτως ως αφετηρία κάθε εννόησης και γνώσης. Είναι επομένως αναπόφευκτο πως η κοινωνία μας με το αισθητό είναι ουσιαστική, αλλά ως ουσιαστική άρρητη και συμβολική. Ήδη, ως συμβολική καθίσταται ρητή, φραστή, εκφράζεται αναπόφευκτα συμβολικά. Κάθε φραστό είναι σχετικό και συμβολικό, αλλά το πνεύμα του δε βρίσκεται στα όρια του εκφράζεσθαί του. Η έκφραση επομένως, τόσο η φυσική του κοσμικού συμβαίνοντος, όσο και η ανθρώπινη που είναι έλλογη, δεν οδηγεί ποτέ στην απόλυτη περιγραφή ή ακρίβεια, αλλά αποκαλύπτει το ανέκφραστο ως πηγή και


                                                                                     

 
22
δυναμική αφετηρία του εκφράζεσθαι. Είναι θαυμαστό το ότι με την έκφραση αποκαλύπτεται το ανέκφραστο ως πηγή της. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Απάντηση στην ερώτηση δε μπορεί να υπάρξει με την επίκληση μιας ακατάληπτης πηγής η οποία θα βρισκόταν “κάπου”, αλλά με τη βεβαιότητα του υπάρχειν μας το οποίο νοεί το βαθύτερο είναι του ως κοινωνό του απόλυτου έξω από κάθε χρονικότητα, έξω από κάθε σχήμα της. Βέβαια, το έξω δεν είναι τοπικό αλλά ουσιώδες, Μηνύει το πλήρωμα, το είναι μας σε αντίθεση με την παροδικότητα των έγχρονων διαπιστώσεών του.
Αίσθηση και αντίληψη. Οδηγούμαστε ωστόσο στον τρόπο του νοείν και του εννοείν τον αισθητό κόσμο και εδώ τίθεται το πρόβλημα των σχέσεων αίσθησης και αντίληψης. Αν η αίσθηση είναι πνευματική λειτουργία, όπως η αντίληψη, σε τι διαφέρουν; Η αίσθηση, θα μάς έλεγαν, προϋποθέτει το αισθητό, αλλά ο όρος που είναι γένος γενικώτατον, είναι η αποκάλυψη, η φανέρωση του απολύτου στο σχετικό, νοείται άμεσα, καμιά επαγωγή, κανένας συλλογισμός δεν οδηγεί εκεί, κατά τρόπο που το αισθητό ως φανέρωση του απολύτου στο κοσμικό συμβαίνον αναδύει νόημα το οποίο η αντίληψη συγκεκριμενοποιεί ως εσαεί a priori ανάγνωση και ως a posteriori συγκεκριμένη γνώση. Αν επομένως το αισθητό είναι η εκφραστή φανέρωση του απολύτου, η αίσθηση είναι ο τρόπος με τον οποίο ενωτιζόμαστε ουσιαστικά αυτήν την αλήθεια. Το είναι της δεν ενοικεί στα αισθητήρια όργανα, τα τελευταία είναι το όχημα με το οποίο φανερώνεται ως άμεση πνευματική ενέργεια, ως το ορατό-αισθητό σημείο της πρώτιστης γνώσης. Κατά βάθος, θα το δούμε εκτενώς, αίσθηση και αντίληψη συνιστούν ενότητα, όπως ακριβώς λόγος και συναίσθημα, ενότητα που καθιστά δυνατή την εννόηση του κόσμου. Πρωτογενής ουσιαστικά η αίσθηση είναι το άνοιγμα στην πρωτοπληροφορία, στην ενόραση του κόσμου ως κοσμικής φανέρωσης, κάτι που μόνο έτσι προκύπτει και πριν από κάθε λογική αναγωγή και ειδική γνώση. Υπάρχει πρωτογενής καθαρότητα στο αισθάνεσθαι, μια πρωτοπαρθενική πρώτη ματιά του κοσμικού συμβαίνοντος, μήτρα κάθε λογισμού, γιατί, προσπαθώντας να εισέλθουμε στο είναι της αίσθησης, αποδιαστελλόμαστε ουσιαστικά, νοούμε απολύτως δηλαδή. Να γιατί το είναι του αισθητού δεν είναι δυνατό να είναι διαφορετικό από αυτό της αίσθησης με το οποίο η τε- λευταία είναι άρρηκτα δεμένη: Η νόησή μας, ως συγκεκριμένη εννόη-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   23
ση-αντίληψη, ενεργοποιείται συνεχώς αισθητά και κοινωνεί με το κοσμικό συμβαίνον πνευματικά. Δεν είναι δυνατό να παραχθεί γνώση με διαφορετικό τρόπο. Λένε πως οι αισθήσεις μάς εξαπατούν, πως μάς προσφέρουν έναν κόσμο διαφορετικό και πως οδηγούν σε πλάνες. Η αλήθεια είναι πως η αισθητηριακή αλλά και η πνευματική μας εμβέλεια είναι πάντα σχετικές και πως οτιδήποτε εννοούμε διαφορετικά σε σχέση με τις πρώτες αισθητές πληροφορίες έχει τη ρίζα του και στην προβληματιζόμενη αντίληψη και στην προσεκτική αισθητή εποπτεία. Ας διατυπωθεί με τον πιο καθαρό τρόπο: Δεν υπάρχει γνώση χωρίς την αισθητή φανέρωση. Και ο θαυμαστός κόσμος του μικροκόσμου που ξεφεύγει απ’ τη φορά των δυνατοτήτων της αίσθησης, καθίσταται παραστατός για να εννοηθεί, όπως δηλώνουν τα σχήματα, οι παραστάσεις, η μαθηματική απόδοση κ.ο.κ. Μόνο που η παράσταση μέρους του παραστατού (γιατί ο κόσμος ως ολότητα δεν είναι παραστατός), δε γίνεται σε κάποιο χώρο, αλλά στη χωρικότητα της φαντασίας που είναι το όχημα του εκφραστού. Αίσθηση και αντίληψη επομένως δε διακρίνονται ριζικά, ούτε ταυτίζονται. Η ενότητά τους μαρτυρείται θαυμαστά ως εξής: Το είναι της αίσθησης είναι αντιληπτικό, χωρίς την αντίληψη δεν εκφράζεται το είναι του αισθητού. Επιπλέον: Το είναι της αντίληψης είναι αισθητικό, κάτι που σημαίνει πως χωρίς το αισθάνεσθαι δεν είναι δυνατή καμιά αντίληψη. Βαθύτερα, αίσθηση και αντίληψη είναι οι δύο βραχίονες μιας μόνης αλήθειας και συνεκφράζονται ως ενότητα, όχι ως ταυτότητα.
Πρώτιστη γνώση; Τι είναι η πρώτιστη γνώση; Δεν προκαταλαμβάνουμε τις σελίδες που ακολουθούν, αλλά μπορούμε να διαπιστώσου- με, αν ό,τι προηγείται έχει κάποια εγκυρότητα, πως χωρίς την άληπτη κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον δεν είναι δυνατή ούτε η αυτοσυνειδητοποίησή μας, ούτε οποιαδήποτε βεβαιότητα. Αισθανόμαστε και νοούμε για να αντιλαμβανόμαστε το συγκεκριμένο, αλλά τι αισθανόμαστε, τι νοούμε; Δε διατεινόμαστε πως προσφέρουμε λύσεις οριστικές και αμετάθετες, αλλά θεωρούμε πως η πρωτοαφετηρία του γιγνώσκειν ως πρώτιστη γνώση είναι σημαντική προκείμενη οποιασδήποτε φιλοσοφικής αναζήτησης.  Μιλήσαμε ήδη για το ανέκφραστο του είναι μας που αποκαλύπτεται και ως ανέκφραστο του ίδιου του κοσμικού είναι. Αυτό επομένως


                                                                                         

 
24
το ανέκφραστο αποτελεί την πρώτιστη γνώση, είναι η πρώτιστη γνώση η οποία ούτε αποδεικνύεται, ούτε συνάγεται με οποιαδήποτε επαγωγή, γιατί η επαγωγή, η παραγωγή, ο αναλογικός συλλογισμός κ.ο.κ. έχουν κάποια αφετηρία, στηρίζονται κάπου. Ατρεμές θεμέλιο είναι η πρώτιστη γνώση η οποία διαθλάται “μαγικά” στον κοσμικό καθρέφτη που δεν είναι παρά η “εξωτερικότητα”, η όψη του ανθρωπίνως υπάρχειν. Ας προσέξουμε όμως κάτι το οποίο και θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα. Η πρώτιστη γνώση που συνιστά το είναι μας δεν είναι δυνατό να καταστεί αντικείμενο περιγραφής, δεν είναι μέγεθος προσβατό με οποιαδήποτε μέθοδο. Οπτρίζεται και φωτίζει κάθε πνευματική προσπάθεια, καθιστά δυνατή οποιαδήποτε γνώση και συναίσθημα. Σε παλαιότερες συναντήσεις των Βραδινών μας (2005-2006), κατά τη διαπραγμάτευση των σχέσεων γνώσης και αλήθειας (Γνώση και Αλήθεια, Δρόμων, 2006), αναπτύξαμε, μεταξύ άλλων και το ακόλουθο που ηχεί τόσο παράδοξα: Γνωρίζουμε ό,τι δε γνωρίζουμε και δε γνωρίζουμε ό,τι γνωρίζουμε (σελ. 13 κ. εξ.). Εμβαθύνοντας τώρα πια και στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, μπορούμε να διευκρινίσουμε: Γνωρίζουμε απόλυτα ό,τι δεν είναι εκφραστό και δε γνωρίζουμε κανένα εκφραστό-αισθητό παρά μόνο ως αναγνωρίζοντας στον εκφραστό- πεπερασμένο χαρακτήρα του το απόλυτό του. Ελπίζουμε πως αυτό θα διαφαίνεται προοδευτικά στις σελίδες που ακολουθούν.  
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   25  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
5 Οκτωβρίου 2012. Το όλο, το μέρος. Όροι τους οποίους συναντάμε στην καθημερινή γλώσσα αλλά και στη φιλοσοφική, στην επιστημονική κ.α. Τους έχουμε εννοήσει, τους χρησιμοποιούμε σωστά; Είναι βέβαιο πως δεν εννοούνται, πως δε συλλαμβάνονται, πως δε συνειδητοποιούμε τη φορά τους.  Ας προσπαθήσουμε να δούμε καθαρότερα. Νομίζω πως αντιλαμβάνομαι ένα σύνολο ομοίων ή ανομοίων πραγμάτων και πως μπορώ να το περιγράψω. Αν μάλιστα καλέσω τους φυσικούς επιστήμονες μπορούν να μου δώσουν απέραντο πλήθος μαθηματικών εξισώσεων και παραστάσεων με το οποίο περιγράφεται αυτό το σύνολο. Βέβαια εγείρεται πρόβλημα αλήθειας των περιγραφών, γιατί καμία, και η ακριβέστερη, δεν ισχύει πάντα, δεδομένου ότι το αισθητό βρίσκεται σε κατάσταση αέναης αλλαγής. Όλα αλλάζουν, περιστρέφονται, κινούνται, μεταβάλλονται και ό,τι ονομάζουμε φυσική τάξη ή αταξία δεν είναι παρά η φαινομενικότητα του αισθητού. Είναι αδύνατο να αποδοθεί ακριβώς το συμβαίνον, να υπολογισθεί απόλυτα. Εδώ όμως οι όροι μάς περιπλέκουν δημιουργικά, γιατί το “απολύτως” δηλώνει μια αμετάθετη πραγματικότητα η οποία είναι και αρχή κάθε εννόησης. Εννοούμε αναπόφευκτα κάθε συγκεκριμένο ή κάθε συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων, την αντιλαμβανόμαστε, αλλά σχετικά. Ποτέ απόλυτα. Υπάρχει όμως απόλυτη κατάφαση και τι είναι; Αν υπάρχει απόλυτη κατάφαση, τουτέστιν άπειρη, αδιάστατη, άχρονη, δε δείχνεται, δε συνάγεται, δεν προκύπτει, δε συνιστά συγκεκριμένο μέγεθος. Μήπως το όλο καθιστά εννοητό το μέρος; Βέβαια η ερώτηση “τι είναι όλο;” Μοιάζει αφελής, αλλά είναι παραμόνιμη για το φιλοσοφικό προβληματισμό. Είναι σαφές πως κανένας φιλόσοφος δεν απάντησε οριστικά και με κατανοητό τρόπο, γιατί οριστική και καταφατική απάντηση θα ολοκλήρωνε το έργο της φιλοσοφίας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν βαθύτατα αντιφιλοσοφικό.  Ας προσπαθήσουμε όμως έστω και ατελώς. Καταρχήν, η λέξη όλο με το οριστικό άρθρο (το όλο, αλλά και το άπειρο, το απόλυτο, το άτμητο κ.ο.κ.) είναι αδόκιμη. Το οριστικό άρθρο ορίζει κάτι το συγκε-


                                                                                         
 
26
κριμένο, αλλά κατανοούμε (;) πως το όλο δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και μάλιστα το αυτό ισχύει και για το αφηρημένο ουσιαστικό η ολότητα. Απ’ τη στιγμή που θέτουμε το άρθρο είμαστε αντιφατικοί και εδώ συναντάμε τις αδυναμίες της γλωσσικής έκφρασης η οποία είναι αναπόφευκτα συμβολική και δεν κυριολεκτεί ποτέ. Τι είναι επομένως (το) όλο σε διάκριση από κάθε μορφή υπάρχοντος; Έχουμε πει πως ούτε ορίζεται, ούτε προσδιορίζεται, γιατί είναι (το) ορίζον. Εδώ μπορούμε να θέσουμε άρθρο, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι εννοούμε την ύπαρξη του ορίζοντος και προσδιορίζοντος σε κάθε οριστό και προσδιοριστό. Απλά, το όλο είναι η ψυχή, το είναι κάθε υπάρχοντος και κατοπτρίζεται εκεί, σε κάθε συγκεκριμένη μορφή αισθητού. Τι σημαίνει όμως κάθε συγκεκριμένη μορφή αισθητού όντος; Αντιλαμβανόμαστε απέραντο αριθμό αισθητών πραγμάτων με τις ποικιλομορφίες τους και αυτό δηλώνει πως τα τελευταία είναι αδιανόητα καθεαυτά χωρίς το όλο ως νοητή προϋπόθεση ύπαρξής τους. Το όλο αναδύεται σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση, αλλά, αν προσέξουμε περισσότερο, θα διαπιστώσουμε πως τηρεί κάθε συγκεκριμένη έκφραση, την συν-τηρεί, πως συντηρεί ό,τι μεταβάλλεται αέναα. Λέμε πως κανένα σχετικό μέγεθος δεν είναι σταθερό. Αυτή η απλή διαπίστωση έχει απέραντο βάθος, γιατί προϋποθέτει τη σταθερότητα, το αμετάβλητο, το αναλλοίωτο όχι μόνο ως προϋπόθεση νόησης και εννόησής του, αλλά και ως συνέχειν του. (Το) όλο επομένως ενοικεί, συνέχει, φωτίζει κάθε συγκεκριμένο και γι’ αυτό δε μπορούμε να το φαντασθούμε, να το παραστήσουμε, να το δείξουμε. Δείχνει και είναι η μήτρα κάθε παράστασης και ανα- παράστασης. Όταν επομένως κάνουμε λόγο για ολότητα φαινομένων προκειμένου να “ορίσουμε” τον κόσμο, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί εμφιλοχωρεί αφετηριακή αντίφαση. “Η ολότητα” των φαινομένων, μία, απόλυτη, αμετάβλητη, δεν είναι κάτι ξέχωρο απ’ τα φαινόμενα, είναι η πεμπτουσία τους και ως τέτοια δε μπορεί να χαρακτηρίζεται ως απέραντη, ως ατελεύτητη κ.ο.κ., αλλά ως κρατούσα αλήθεια και μάλιστα πέρα και απ’ τον όρο ανοιχτότητα που είναι ανθρωποκοσμικός. Ολότητα είναι η απόλυτη νόηση που καθίσταται εννόηση (αντίληψη) κάθε συγκεκριμένου. Είναι το πνεύμα κάθε κατηγορήματος, γνωρίσματος, ιδιότητας, προσδιορισμού. Είναι και Νοείν ταυτίζονται όχι κατά τον παρμενίδειο τρόπο, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση ως πνοή και μαρτυρία της.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   27
Κάθε αισθητό επομένως δεν είναι ξέχωρο απ’ τη νοητή του φύση, όχι κατά τα δυιστικά πρότυπα, αλλά ως μοναδική μαρτυρία της νοητής έκφρασης. Τα αισθητά είναι πνευματικής φύσης.
9 Οκτωβρίου 2012. Όταν όμως προσπαθούμε να “σκεφθούμε” το όλο, η νόησή μας προσφεύγει στη φαντασία μας και να η αρχή των πλανών μας. “Μεταθέτουμε” το όλο-απόλυτο σε ένα ομοιογενή και φανταστικό “χώρο” τον οποίο, παράδοξα, ταυτίζουμε με την αμεσότητα της νόησής μας καθιστώντας τον έτσι και υποκείμενο και αντικείμενο. Ξεχνάμε όμως πως κάθε αντικείμενο οφείλει να είναι αισθητής φύσης, άρα τμητό, μεταβλητό κ.ο.κ. Γι’ αυτό ακριβώς η μείξη υποκειμένου και αντικειμένου οδηγεί σε αγκυλώσεις απ’ τις οποίες δύσκολα απαλλασσόμαστε. Γίνονται διανοητική συνήθεια που υποδουλώνει, όσο κι αν κάποτε οδηγεί σε διανοητικές ελλάμψεις, όπως λ.χ. στο σπινοζικό πανθεϊσμό και σε άλλες αξιοσημείωτες στιγμές της φιλοσοφικής προσπάθειας. Μπορούμε όμως να κάνουμε λόγο με σαφήνεια για (το) όλο και μάλιστα χωρίς γενικότητες και σύγχυση; Κατά πρώτο λόγο, όταν κάνουμε λόγο για (το) όλο, οφείλουμε να γνωρίζουμε σαφέστατα πως εκφραζόμαστε σχετικά. Το λέγειν μας, κάθε έκφρασή μας είναι σχετική και επιπλέον είναι αδιανόητη χωρίς τον αισθητό κόσμο, χωρίς τα σχήματα, τις μορφές, τους ήχους και την ενεργητική τους προσληπτικότητα απ’ το πνεύμα μας. Εδώ συναντάμε ένα παράδοξο: Ενώ όλα μεταβάλλονται, κινούνται, φθείρονται κ.ο.κ., αναδύουν ένα νόημα, μια πρωτογένεια, κάτι το οποίο δεν είναι ούτε το απόλυτο υποκείμενό μας, το είναι μας δηλαδή, ούτε ένα διαφορετικό αντικείμενο, έστω και απόλυτο. Ποιο είναι επομένως το νόημα για το οποίο κάνουμε λόγο και που κινδυνεύει να είναι φάντασμα, δεδομένης μάλιστα και της σχετικότητας του εκφράζεσθαι; Έχουμε τονίσει επανειλημμένα πως κάθε μορφή έκφρασης, και η γλωσσική επομένως, είναι συμβολική. Δεν αποβλέπει βέβαια στην αποκατάσταση ή στην επισήμανση μιας αρχέγονης ενότητας, όπως λ.χ. στη συμβολική της φαραωνικής σοφίας, αλλά στην έκφραση νοήματος που δεν εγκλείεται σε κανένα σχήμα. Η πραγματικά συμβολική έκφραση δηλώνει και διαδηλώνει το απόλυτο του νοήματος στον κόσμο της σχετικότητας, τη συμβολή της ολότητας στον κόσμο της αποσπασματικότητας


28

Δε μπορούμε επομένως να αναζητάμε την ολότητα κάπου αλλού, αλλά την ιχνεύουμε σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση αναγιγνώσκοντάς την. Το αναγιγνώσκειν όμως που είναι συμβολικό δείχνει το όλο στο μέρος και είναι αμφίβολο αν αυτό κατανοήθηκε τόσο απ’ τους νομιναλιστές όσο και απ’ τους ρεαλιστές, απ’ τους εμπειριστές και απ’ τους ιδεαλιστές αντίστοιχα. Μπορεί λ.χ. κάποιες λέξεις, ως σχήματα φωνημάτων, συνταγμάτων κλπ. να μένουν αμετάβλητες ανά τους αιώνες, αλλά δεν παύουν να είναι συμβολικές μαρτυρίες που αναδίνουν ρευστό νόημα εκφρασμένο πάντα συμβολικά.
19 Νοεμβρίου 2012. Μου ήρθε μια ιδέα. Μόνο ένας τρόπος μπορεί να ανασχέσει τις ειδωλικές παραστάσεις του όλου. Όλο είναι η αρχή κάθε ορισμού, το περιορίζον, αν κάθε ορισμός είναι δημιουργικός έστω, περιορισμός. Όλο είναι η αρχή κάθε περιορισμού, το περορίζον. Για να ορίσω, γνωρίζω τι ορίζω, γνωρίζω δηλαδή το οριζόμενο, αλλά ποτέ δεν ορίζουμε κάτι χωρίς να στηριζόμαστε στις κατηγορίες, στους ό- ρους οι οποίοι αποτελούν προϋπόθεση ύπαρξής του. Υπάρχει όμως μία και μόνη προϋπόθεση ύπαρξης των αισθητών πραγμάτων, προϋπόθεση-όρος. Όρος ή αξίωμα, άρα αρχή. Η αρχή κάθε ορισμού επομένως είναι η αρχή κάθε γνώσης, αλλά αυτή η αρχή δεν περικλείεται σε κανένα ορισμό. Ορίζει ως αρχή κάθε ορισμό. Είναι ό,τι υπερβαίνει το έγχρονο υπάρχειν ως αρχή του, είναι το είναι ως πεμπτουσία του υπάρχοντος. (Το) είναι είναι άχρονο, αδιάστατο, απόλυτο, άχρονο (ταυτολογούμε βέβαια και οι ταυτολογικές προτάσεις είναι οι μόνες μεταφυσικές), άτμητο, ολότητα και ως παναρχή φωτίζει, τρέφει, τηρεί κάθε συγκεκριμένο. Ορίζει. Ορίζουσα του κόσμου επομένως είναι το απόλυτο είναι του. Η ουσία ταυτίζεται με τα κατηγορήματά της και τα τελευταία είναι ό,τι και η ουσία: Απόλυτα. Η μόνη επομένως αλήθεια του κόσμου μας είναι το απόλυτο, η απόλυτη φύση του. Δεν πρόκειται για πανθεϊστική θεώρηση, γιατί αυτή η ταύτιση ουσίας και κατηγορήματος όντας απόλυτη, αποκαλύπτεται εν πεπερασμένω και το πεπερασμένο, το σχετικό, είναι δοχή και στέγη του απόλυτου, πολιποίκιλτος τρόπος, τρόποι, εσαεί τροπές. Για να επανέλθουμε: Ολότητα δεν είναι το σύνολο των πρασσόντων πραγμάτων που συνθέτουν τον κόσμο. Αυτή η εξαντικειμενίκευση είναι εσφαλμένη και αποπροσανατολίζει. Ολότητα είναι το είναι, το αιώνιο είναι των φαινομένων, γνωστών μας και αγνώστων, η
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   29
αιώνια φύση των πραγμάτων και αυτή η αλήθεια που δεν είναι ορισμός αλλά απόλυτη ταυτολογική-μεταφυσική πρόταση, ορίζει αιώνια, δε μπορεί να ορίζεται. Δεν έχει ούτε σχήμα, ούτε μορφή, ούτε αρχή, ούτε τέλος. Έτσι, όχι μόνο δε μπορούμε να αναζητάμε όρια στον κόσμο μας, αλλά είναι αδύνατο να διακρίνουμε ουσιαστικά το λίγο απ’ το πολύ, το μικρό απ’ το μεγάλο. Υπ’ αυτήν την προϋπόθεση ο κόσμος μας δεν είναι ούτε εκτατός, ούτε υλικός. Είναι αισθητός-πνευματικός και γι’ αυτό νοείται. “Είμαι στον κόσμο” δε σημαίνει πως είμαι “μέσα” (αλή- θεια, υπάρχει έξω;) στον κόσμο, αλλά πως κοινωνώ με το αιώνιο είναι του κόσμου ως υπάρχων. Υπάρχουν τα πράγματα τα οποία κινούνται, μεταβάλλονται, φθείρονται, αλλά το υπάρχειν των πραγμάτων είναι αδιανόητο χωρίς το είναι τους. Η αισθητή φύση των πραγμάτων επομένως ενοικεί στο είναι τους, το έγχρονό τους στο άχρονο.
18 Δεκεμβρίου 2012. Τι είναι όμως μέρος; Αν το όλο δεν προκύπτει λογικά, αν είναι δηλαδή λογικά ασύλληπτο, αλλά και προϋπόθεση κάθε αντίληψης, αν επομένως είναι μη παραστατή αρχή, είναι η πηγή κάθε παραστάσιμου, κάθε παραστατού, το συνέχειν του, η τροφή του. Το μέρος, αντίθετα, κάθε συγκεκριμένο, είναι αδιανόητο χωρίς το όλο, το τρεφόμενο δε μπορεί να υπάρξει χωρίς την τροφή του.  Γίνεται σαφές πως οτιδήποτε ατομικό, συγκεκριμένο, όποια κι αν είναι η κατάστασή του, δε γίνεται αντιληπτό χωρίς την πηγή του. Γι’ αυτό ακριβώς ο κόσμος μας δεν είναι διανοητός με ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Το όλο επάγει ουσιαστικά όχι μέρη που θα ήταν οργανικά τμήματα, αλλά απεριόριστα αισθητά που το κατοπτρίζουν, ό,τι μπορούμε άνετα να αποκαλούμε κοσμικό συμβαίνον. Μπορούμε πια να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος μας δεν έχει σχήμα, όρια, μορφή, ηλικία, γιατί δεν ορίζεται, γιατί δε μπορεί να ονομάζεται ούτε άπειρος, ούτε πεπερασμένος, αλλά εσαεί κάτοπτρο που ανακλά σε κάθε έκφρασή του το όλο, το απόλυτο, το άπειρο. Αναδύεται εδώ και κάτι άλλο: Η νόηση ως απόλυτη δεν είναι εν- νοητή παρά ως φάντασμα, δεν είναι αντιληπτή, γιατί η αντίληψη είναι πάντα συγκεκριμένη. Αντιλαμβάνομαι κάτι, αλλά, παράδοξα, οτιδήποτε αντιλαμβάνομαι ως συγκεκριμένο προϋποθέτει την απόλυτη νόηση που τρέφει κάθε συγκεκριμένη αντίληψη. Γι’ αυτό ακριβώς σε κάθε συγκεκριμένο οπτρίζεται το όλο.


                                                                                       

 
30
Ίσως αρχίζει να φωτίζεται η σχέση όλου και μέρους. Όταν λέμε όλο, αγαθό, άπειρο, νόηση φυσιώνουσα φύση, βούληση, κατά τους όρους μεγάλων φιλοσοφημάτων, ταυτολογούμε, εννοούμε το ταυτόν το οποίο όμως δεν είναι αντιληπτό καθεαυτό. Το θεωρούμε ακατάληπτο, υπέρ νουν, απερίληπτο κ.ο.κ, αλλά αυτό ενέχει πολλές παγίδες και συχνά οδηγεί σε αντιφάσεις, γιατί είναι εκ των προτέρων αντιφατικό. Δεν είναι λ.χ. δυνατό να μιλάμε για ακατάληπτο με βάση τις αντιληπτικές μας καταλληλότητες, εκτός κι αν το “τοποθετούμε” κάπου, ειδωλοποιώντας το. Το όλο είναι το κατεξοχήν είναι ανθρώπου και κόσμου, η εγγύτητα κάθε εγγύτητας, ό,τι συνέχει τις αποστάσεις, τις διαφορές δηλαδή. Συνέχει, τρέφει, αυξάνει ως Ζωή κάθε ζωικής μορφής και γι’ αυτό ιχνεύεται εν πεπερασμένω, σε κάθε συγκεκριμένη μορφή. Υπ’ αυτό το πνεύμα η σχετικότητα των πραγμάτων είναι αναπόφευκτη, αλλά ας γνωρίζουμε πως κάθε σχετικό, κάθε εν- νοούμενο ως σχετικό, νοείται απολύτως. Σε αυτήν την αλήθεια οφείλεται η γνώση.  Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατό τα φθαρτά, τα μεταβλητά, τα κινητά που συνδέονται με αντίστοιχες ιδιότητες να νοούνται απολύτως, όταν τίποτε δεν είναι σταθερό; Τίποτε δεν είναι σταθερό εκτός απ’ την εννόηση αυτής της αλήθειας, αν κάθε εκφραζόμενο νόημα είναι συγκεκριμένη μορφή του Νοήματος. Νόημα είναι η έκφραση της εννόησης, η λογική έκφραση της εν- νόησης και εδώ, εφόσον κάνουμε λόγο για έκφραση, συναντάμε κάτι το οποίο έχουμε ήδη αναπτύξει, κάτι που αναφέρεται στο συμβολικό χαρακτήρα κάθε έκφρασης. Η γλωσσική έκφραση όμως δεν προϋποθέτει μόνο τον αισθητό κόσμο του οποίου αναπροσλαμβάνουμε δημιουργικά μορφές, σχήματα κ.ο.κ., αλλά, κυριότατα, την εννόησή του διαμέσου των μορφών του. Η ρευστότητα των πραγμάτων καθρεπτίζεται και στη ρευστότητα της γλώσσας, όπως και στο πλήθος των εν- νοήσεών μας. Αν η νόηση είναι κοινή και απόλυτη, η εννόηση, η γνώση, είναι σχετική, ανενεούμενη και αναδιπλούμενη πλανώμενη και περιπλανώμενη. Γιατί; Είναι σαφές πως παρά τις ομοιότητες, τις αναλογίες κ.ο.κ., η αντίληψη και οι γνώσεις μας τείνουν προς βελτίωση ανάλογα με την εξέλιξη και την αναδιαμόρφωση, την παρατήρηση, την επιμονή, την επιμονή κ.ο.κ.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   31
1η Ιανουαρίου 2013. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριζόμαστε πως στο μεταβαλλόμενο οπτρίζεται το μη μεταβαλλόμενο; Κατά πρώτο λόγο: Ο όρος μεταβολή είναι γένος γενικώτατον, περιλαμβάνει δηλαδή όλο τον αισθητό κόσμο και γι’ αυτό είναι νοητός. Καμιά μεταβολή δεν είναι αντιληπτή χωρίς αυτήν την αλήθεια. Το αυτό ισχύει και για τους όρους φθορά, κίνηση, αλλαγή κ.ο.κ. Με αυτούς τους χαρακτήρες νοούμε τον κόσμο μας και εννοούμε κάθε συγκεκριμένη του περίπτωση, κάθε συμβαίνον. Έχουμε κάνει λόγο για τους κοινούς χαρακτήρες των αισθητών που τα καθιστούν διαφορετικά, αφού κανένα αισθητό δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο. Οι όροι επομένως αλλαγή, φθορά, μεταβολή είναι ταυτόσημοι στην καρδιά της αισθητής ετερότητας και δε γίνονται αντιληπτοί παρά ως σημαίνοντα σημεία του αμετάβλητου, του άφθαρτου, του αναλλοίωτου, κάτι που σημαίνει του ταυτού, του απείρου, του όλου-ολότητας. Η διάνοια εκφράζει το λογιζόμενο νου, αλλά ο νους στη γενικότητά του χάνεται, γίνεται θυσία που τροφοδοτεί το έργο της διάνοιας που δεν εκφράζεται παρά ως αληθής λόγος. Ο αληθής λόγος όμως, η λογική δηλαδή πρόταση, παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: Αποφαίνεται για την αλήθεια των αισθητών πραγμάτων, αλλά, ενώ αναφέρεται στα αισθητά, περιγράφει την αιώνια φύση τους και εδώ και η ουσία και η νόηση αποκαλύπτονται ως υπερούσια και ως υπερνοητά με μάρτυρα τη διάνοια που εκφράζεται ως λόγος. Προεκτείνοντας ή γονιμοποιώντας την πλατωνική θέση (ἐπέκεινα οὐσίας τε καὶ νοήσεως), οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις; i. Το επέκεινα είναι το εγγύτατο, το ταυτόν, το όλο, το αμερές, το άτμητο. Το απόλυτο, το άπειρο,το ανθρωποκοσμικό είναι ως απόλυτο. ii. Αυτό όμως το είναι κινδυνεύει να είναι νεκρό γράμμα, σοφι- στικό τέχνασμα, απ’ τη στιγμή που το ορίζουμε ως υπερκοσμικό τόπο που είναι όντως ανύπαρκτος και αντιφατικός. Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε την απόλυτη οντολογική αλήθεια, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως ο μόνος χαρακτήρας που την εκφράζει είναι το ανέκφραστό της που πληρώνει οντολογικά και που καθιστά δυνατή την έκφραση νοήματος διαμέσου της σχετικότητας των αισθητών πραγμάτων. Σε κάθε σχετικό που αναδύει μήνυμα μηνύεται το απόλυτο. iii. Αψευδής μάρτυρας αυτής της αλήθειας είναι τα αόριστα ουσιαστικά στα οποία συναιρείται το σχετικό με το απόλυτο, η ταυτότητα με την ετερότητα, για να εκφράζεται λογικομεταφυσικά. Οι όροι-


                                                                                         
 
32
ουσιαστικά λευκότητα, ανθρωπότητα, πεζότητα, ρυπαρότητα, δάσος, ζώο, κ.ο.κ., όροι οι οποίοι εκφράζουν γενικές καταστάσεις προσώπων και πραγμάτων και που προέρχονται από έννοιες, δεν παραπέμπουν απλά στην πλατωνική ιδέα και στην αριστοτελική έννοια. Αγκαλιάζουν και πανθεϊστικές κατηγορίες και συνιστούν τρόπους έκφρασης, συμβολικούς οπωσδήποτε, και τρόπους έκφρασης της λογικότητας. iv. Πώς οδηγούμαστε απ’ το συγκεκριμένο όνομα (τόδε τι) στο ουσιαστικό που συνιστά γενικό όρο-έννοια ή στην νόηση-ανάμνηση του είναι κάθε συγκεκριμένου που οδηγεί στην ιδέα; Αν στο συγκεκριμέ- νο δεν ιχνεύεται το γενικό, αν στο πεπερασμένο δεν ενοικεί το άπειρο, στο μεριζόμενο το όλο, δεν υπάρχει δυνατότητα σκέψης. Η διάνοια (  ἢ τῇ διανοίᾳ) οδηγεί στα ενδότερά της, στο απόλυτο νοείν το οποίο όμως δεν είναι κάτι ιστάμενο κάπου, αλλά πνοή του συγκεκριμένου. Αν το λέγειν εκφράζει όντως λογικότητα, αποκαλύπτει αυτήν ακριβώς την αλήθεια, την παρουσία του όλου στο μέρος, στο συγκεκριμένο, στο αποσπασματικό. Αυτή η αλήθεια αποτελεί εσαεί πραγματικότητα η οποία επικαλείται την ενότητα στην αποσπασματικότητα. Το εν-παν των πανθεϊστών δε συλλαμβάνεται καθεαυτό παρά ως διαρκής έκρηξη στο πολυδιά- στατο αισθητό. Γι’ αυτό ακριβώς (και εδώ ο πανθεϊσμός δυσκολεύε- ται) η όλη δομή του λέγειν εκφράζει νόημα μόνο αν τα συγκεκριμένα είναι έτερα μεταξύ τους και όχι μόνο τρόποι έκφρασης της μιας και της αυτής πραγματικότητας, της Φύσης-Θεού. Παραδοξότητα η οποία μας αποκαλύπτεται και με τους αριθμούς. Το εν δεν ταυτίζεται με τα πολλά, οι αριθμοί δεν ταυτίζονται, δε θα είχαμε ούτε γνώση, ούτε σκέψη. Παραδόξως, επιπλέον, οι αριθμοί και τα στοιχεία των αισθητών είναι έτερα μεταξύ τους, αλλά η κρύφια ενότητά τους τα καθιστά εννοητά, γνωστά. Λέμε επίσης πως το απόλυτο είναι απερινόητο, απερίληπτο κ.ο.κ, αλλά αυτοί οι αποφατικοί όροι, ορθά επισκοπούμενοι, εκφράζουν κάτι συγκεκριμένο: Το ανέκ- φραστο, το αφετηριακά ανέκφραστο το οποίο συνιστά το ανθρωποκοσμικό είναι. Το ανέκφραστο έτσι φωτίζει κάθε εκφραστό, αλλά το εί- ναι κάθε εκφραστού είναι ανέκφραστο. Γι’ αυτό το λέγειν και κάθε μορφή εκφράζεσθαι είναι συμβολικής φοράς. Ήδη αποκαλύπτεται η σχέση συμβολικής φοράς και ενότητας. Το λέγειν του αισθητού κό- σμου είναι συμβολικό, αλλά τα αισθητά δεν είναι σύμβολα ως προς τον τρόπο εννόησής τους. Το λέγειν τους εκφράζει το είναι τους και
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   33
αυτή η έκφραση είναι συμβολική. Όταν λέμε πως κάθε έκφραση είναι συμβολική, εννοούμε πως έτσι λειτουργεί η κοσμική ενότητα, πως έτσι εκφράζεται η ενέργεια του νου, η νόηση ως σκέψη. Νοησιαρχική θεώρηση; Αν επισκοπήσουμε σωστά τον όρο νοώ, απαλλασσόμαστε αποτελεσματικά απ’ την ψευδή διάκριση διάνοιας και αισθήματος, όχι μόνο επειδή η αίσθηση είναι λειτουργία του πνεύματος, αλλά επειδή κάθε ενέργειά μας είναι συνειδητή-πνευματική. Ας μην ξεχνάμε πως κάθε αίσθημα είναι συναίσθημα και πως κάθε αντίληψη είναι συναντίληψη.
3-4 Ιανουαρίου 2013. Επανερχόμαστε στο είναι του κόσμου-ανθρώπου και στη διαπίστωση ότι δεν είναι παραστατό. Συχνά παγιδευόμαστε, αυτοπαγιδευόμαστε από παραστάσεις και καθιστούμε την ολότητα σύνολο και μάλιστα με τη φαντασία μας η οποία “αγκαλιάζει” τον κόσμο κλείνοντάς τον σε σφαίρα ή σε κύκλο. Ας το πούμε άλλη μια φορά: Όλο-ολότητα όχι μόνο δεν είναι παραστάσιμο μέγεθος χωρίς σχήμα, μορφή, κίνηση κ.ο.κ., ούτε το αντίθετο του μέρους, ούτε η χωρική ομογένεια, όπως άτμητο δεν είναι το αντίθετο του τμητού, ένα δηλαδή μη τεμνόμενο αντικείμενο, όπως αδιάστατο δεν είναι το αντίθετο οποιουδήποτε νομιζόμενου διαστατού κ.ο.κ. Τι είναι; Δεν ορίζεται, αλλά ορίζει, είναι το είναι κάθε οριζόμενου, δεν είναι με κανένα τρόπο αντικείμενο σκέψης, αλλά το είναι της σκέψης. Αυτό μας αποκαλύπτεται μόνο με την αντίληψη, με το πνευματικό μας δηλαδή ενεργείν κατά τρόπο που δεν είναι παραστάσιμο. Είναι λ.χ. παραστάσμοι οι αριθμοί παρά το ότι εκφράζονται με σύμβολα; Με κανένα τρόπο. Το αυτό συμβαίνει με κάθε αισθητό μέγεθος. Δεν είναι παραστάσιμο ως προς το είναι του, αλλά εκφράζεται συμβολικά. Το λέγειν, κάθε δηλαδή λογική έκφραση, δεν είναι το λεγόμενο, αλλά η εννόησή του, κάτι που δεν έχει τη δυνατότητα παραστατικοποίησης. Θα οδηγούμασταν όμως στο δυισμό αν δεχόμασταν πως απέναντι στη σκέψη βρίσκεται ο χώρος με τα υλικά σώματα. Τα αισθητά δεν είναι εκτατά που καταλαμβάνουν χώρο, αλλά αισθητές εκφράσεις του απόλυτου, συμβολική αποκάλυψη, πνευματικά ενεργήματα χωρίς τόπο, έκταση, διαστάσεις με μόνο τρόπο ύπαρξης το πνεύμα μας που δεν είναι παρά ο τρόπος έκφρασης του απόλυτου στο σχετικό.


                                                                                     

 
34
Υπ’ αυτό το πνεύμα ό,τι δεν είναι παραστατό, εκφραστό, κινητό, μεταβλητό, είναι το είναι του πνεύματος, αν σάρκα του είναι τα αισθητά. Δεν υπάρχει επομένως ακατάληπτο, υπερούσιο κ.ο.κ., και ό,τι αποκαλείται έτσι, δεν είναι παρά η σαφέστατη αλήθεια του ανθρωποκοσμικού είναι. Ήδη, το βαθύτατο, το προσυνειδησιακό, το πρωτογενές εγώ κόσμου και ανθρώπου, είναι άπειρο, ολότητα, άτμητο … Κατανοούμε ίσως πια τι είναι το αισθητό και οι χαρακτήρες του τους οποίους νομίζουμε πως γνωρίζουμε. Δεν είναι παρά συμβολικές διαθλάσεις του απολύτου, πνευματικά ενεργήματα που εκφράζουν με μύριους τρόπους την πρωτογενή αλήθεια. Ο κόσμος μας επομένως δεν είναι φαινόμενο, “αντικείμενο” ιστάμενο ή περιφερόμενο γύρω μας ή μπροστά μας, είναι αειγενής μαρτυρία του αρρήτου και το ρητόν της, το εκφραστό της, δε λέει απολύτως τίποτε αν δεν εκφράζει την αειγενή-πρωτογενή πηγή. Άλλως δε θα υπήρχε ούτε ανάγκη έκφρασης, ούτε πνευματική δημιουργία. Ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ύπνωτταν.  Όταν επομένως κάνουμε λόγο για ολότητα-άπειρο, κάθε προσπά- θεια κατανόησης ή παράστασής του, μόνο σε πλάνες οδηγεί. Δεν “τοποθετείται” πουθενά, παρά στα ριζώματα νου, διανοίας, συναισθήματος και εκλάμπει ζωντανά ως πνευματική μαρτυρία με τόσες και τόσες διαθλάσεις. Το γνωρίζουμε αρχεγόνως και απολύτως, είναι η μόνη αλήθεια την οποία μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη καθαρότητα και μόνο εξαιτίας της αποκτάμε σχετικές γνώσεις οι οποίες το εκφράζουν συγκεκριμένα, εν πεπερασμένω. Γι’ αυτό το είναι κάθε παραστατού εικονίζει αισθητά τη μη παραστατή απόλυτη ουσία του και γι’ αυτό ακριβώς το γνωρίζουμε. Κάθε γνώση όμως που προκύπτει είναι ανά-γνωση του αληθεύοντος και γι’ αυτό δεν αναγιγνώσκουμε το μεταβαλλόμενο κ.ο.κ., αλλά την αιώνια φύση του. Η αισθητή, σχετική, πεπερασμένη φύση των πραγμάτων εικονίζει, συμβολίζει τη μία και μόνη.
5 Ιανουαρίου 2013. Όταν εκφραζόμαστε επιστημονικά, μαθηματικά, αλλά και απλοϊκά με βάση την αισθητή πληροφόρηση, αν δεν προσέχουμε, μπορεί μεν να περιγράφουμε καταστάσεις ή συσχετισμούς πραγμάτων με μεγαλύτερη ή μικρότερη προσεγγιστική ακρίβεια, αλλά δε γνωρίζουμε πάντα τι ακριβώς κάνουμε. Κάθε λογισμός επί των πραγμάτων προϋποθέτει γνώση του ακύμαντου είναι τους, κατά τρόπο
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   35
που το φαινόμενό τους ως αντιληπτό εικονίζει συγκεκριμένα το ο κουμενικό είναι. Άλλως: i. Η αλλαγή, η μεταβολή, η κίνηση, οι ιδιότητες της εσαεί γιγνόμενης αισθητής φύσης θα ήταν εντελώς άγνωστες. ii. Οι κοινοί χαρακτήρες (τμητό, μεταβλητό, φθαρτό κ.ο.κ.), παραπέμπουν σε ένα και μόνο, στην κίνηση-χρόνο. Πώς νοώ και εννοώ την κίνηση; Νοώ την κίνηση ως οικουμενική αλήθεια κάθε αισθητού με τις τόσες ασυνεχείς και ποικίλες της εκφράσεις μόνο ως άχρονος, απόλυτος, αιώνιος. Αυτό σημαίνει πως εννοώ, αντιλαμβάνομαι κάθε επιμέρους αισθητό. Παράλληλα, κάθε αισθητό έχει την ιδιαιτερότητά του (ένα δένδρο, ένα άνθος, ένα ψάρι) που εκφράζεται με συγκεκριμένες ιδιότητες, αισθητές ιδιότητες οι οποίες όμως στην ουσία τους εί- ναι αντιληπτές. Και αυτές όμως οι ιδιότητες (χρώμα, οσμή, πυκνότητα κ.ο.κ.) δεν παύουν να είναι φθαρτές, μεταβλητές, πάντα συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση αισθητού μεγέθους. Το σπουδαιότερο όμως (και ό,τι ανατοποθετεί το περίφημο πρόβλημα των primary και secon- dary qualities), είναι το εξής: Ό,τι ονομάζουμε σχήμα, επιφάνεια, μορφή, τόπο κ.ο.κ., δεν είναι ποτέ αντικειμενικά και σταθερά μεγέθη, τελούν υπό συνεχή αλλαγή, με μοναδικό τόπο το πνεύμα μας. Τα αισθητά μεγέθη επομένως δεν υπάρχουν στο νομιζόμενο χώρο ως υλικά σώματα με αποστάσεις. Είναι ενεργήματα του απολύτου και η φύσης τους πνευματική. Όλα έχουν ένα κοινό κατηγόρημα, το κινείσθαι- μεταβάλλεσθαι και γι’ αυτό γίνονται αντιληπτά. Πλήρωμα της μεταβολής, της χρονικότητας, είναι το άχρονο, ως πλήρωμα και τροφή. Αναγνωρίζουμε επομένως στην αισθητή φύση των πραγμάτων την από- λυτή τους, την άχρονη, την άσπιλη, την αιώνια. iii. Ήδη αναδύεται η πνευματική ενέργεια, το ανθρωπίνως υπάρχειν ως δημιουργική κοινωνία με το είναι των πραγμάτων διαμέσου του φαίνεσθαί τους. Κοινωνία άρρητη αλλά ουσιαστική που κορυφώνεται με την ανθρώπινη δημιουργία ή, ακριβέστερα, με το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν.
7 Ιανουαρίου 2013. Ας συνειδητοποιήσουμε κάτι το ουσιώδες: Το είναι μας-κοσμικό είναι όχι μόνο δε μπορεί να παρασταθεί, να περιγραφεί, αλλά ούτε να χωρηθεί στη φαντασία την οποία έχουμε χαρακτηρίσει χωρική.


                                                                                     

 
36
Ας δούμε. Ποιο το νόημα των όρων άτμητο, αδιάστατο, απόλυτο, άπειρο, αγνό; Προσκρούομε στο άρρητο, στο ανέκφραστο και εδώ ας λάβουμε υπόψη μας σοβαρά πως μιλάμε για άπειρο όντας εν πεπερασμένω, ως υπάρχοντες, ως ένσαρκοι, ως έγχρονοι…Ας το πούμε όσο πιο καθαρά: Η εννόηση-αντίληψη του έγχρονου είναι άχρονη, είναι η καθαρή νόηση. Η εννόηση του πεπερασμένου οφείλεται στην άπειρη φύση μου, η συνειδητοποίηση του εγκόσμως-εγχρόνως υπάρχειν μου είναι η μαρτυρία του είναι μου. Αν κατανοήσουμε αυτήν την αλήθεια, είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε και να απαλλαγούμε από νοητά είδωλα. Αγγίζουμε το πλήρωμα του σχετικού και αναπροσανατολιζόμαστε ουσιαστικά. Ας δούμε κάτι άλλο. Οτιδήποτε φθαρτό, κινητό κ.ο.κ., είναι φαντασιακά παραστάσιμο, αλλά το είναι του δεν ανήκει στο παραστατό, στο παριστανόμενο, στο αισθητό το οποίο είναι οπωσδήποτε πεπερασμένο. Γνωρίζουμε επίσης πως η φαντασιακή ενέργεια δεν είναι μόνο πνευματική, όπως η αίσθηση, αλλά και πως η αντίληψη-εννόηση, κάθε δηλαδή συγκεκριμένη αντίληψη, τρέφεται απ’ τη νόηση.  Μπορούμε επομένως να “μετατοπίσουμε” το κέντρο βάρους προβληματισμών που ταλαιπωρούν τη μεταφυσική. Το άρρητο, το ανέκφραστο, δεν είναι ακατάληπτο, απερινόητο, αλλά το πιο γνωστό, το πιο αληθές, το πιο βέβαιο. Το άπειρό μας γνωρίζεται στο πεπερασμένο μας και γι’ αυτό κάθε μορφή γνώσης εκφράζεται συμβολικά. Ξέρουμε πως τα σύμβολα έκφρασης και γραφής είναι παραστατά, αλλά οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το είναι κάθε παραστατού δεν είναι παραστατό, αλλά νοητό. Το νοητό είναι απόλυτο και γι’ αυτό ακριβώς κάθε σχετικό νοείται απολύτως και σε αυτό συνίσταται το είναι της γνώσης και του νοήματος.
8 Ιανουαρίου 2013. Το είναι ως ενέργεια, ως παντενέργεια. Όταν καταφάσκω στο είναι μου, καταφάσκω σε μια αλήθεια η οποία με ορίζει απολύτως. Δεν είμαι όμως οριζόμενος, παθητικός δηλαδή αποδέκτης μιας κάποιας πραγματικότητας η οποία εισβάλλει από κάπου αλλού. Η οντική αλήθεια είναι το είναι μου, με συνέχει και με τηρεί, όπως συνέχει και τηρεί το κοσμικό συμβαίνον, αλλά αυτή η πραγματικότητα είναι για μένα εμπνοή, γιατί δεν είμαι παθητικός δέκτης, αλλά ορίζων οριζόμενος και αυτό οφείλουμε να αναλύσουμε.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   37
Με την πρώτη ματιά ο όρος φαίνεται αντιφατικός. Αγγέλλεται όμως σε κάθε μορφή ύπαρξης και ιδίως στον άνθρωπο. Ας θυμίσουμε, για να συνεχίσουμε, ισοδύναμους όρους, όπως άπειρος εν πεπερασμένω, ποιμαίνων ποιμαινόμενος. Ο άνθρωπος ορίζει μορφές, εκφράσεις, παραστάσεις πεπερασμένων πραγμάτων, ορίζει νοώντας, εννοώντας, φανταζόμενος, συναισθανόμενος, αλλά δε θα μπορούσε να προβεί σε καμιά παρόμοια ενέργεια αν δεν ήταν κοινωνός του είναι του-είναι των πραγμάτων. Ορίζει κάθε συγκεκριμένο δυνάμει της οικουμενικότητάς του. Το ορίζεσθαι συνιστά κοινωνία ορίζοντος και οριζομένου και δεν τίθεται θέμα προήγησης του ορίζειν ή του ορίζεσθαι, όπως δε μπορεί να τεθεί ερώτηση προήγησης του απείρου ή του πεπερασμένου, του ποιμαίνοντος ή του ποιμαινομένου. Αν το απόλυτο είναι αρχή εννόησης του σχετικού, φανερώνεται ως ορίζον και ως συνέχον το αισθητό, “τόπος” αποκάλυψής του τελευταίου είναι το ορίζον και το συνέχον. Ήδη η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ενεργοποιώντας το απόλυτο εν σχετικώ ένσαρκα και έγκοσμα. Υπ’ αυτό το πνεύμα το σχετικό ορίζεται απολύτως επειδή συνιστά συμβολική του έκφραση εν πεπερασμένω. Θα πείτε πως κανένας ορισμός δεν είναι απόλυτος, ακριβής. Θα πείτε, επιπλέον, πως και ο ακριβέστερος, ο πλέον μαθηματικοποιημένος ορισμός δεν είναι ποτέ απολύτως ακριβής. Το απολύτως ακριβές είναι ανέκφραστο και κάθε έκφρασή του είναι σχετική.
15 Ιανουαρίου 2013. Οι ερωτήσεις και οι προσπάθειες απάντησης παροξύνουν το λογισμό, τον οδηγούν στα όρια και κάποτε στις παρυφές του σκεπτικισμού. Το πρόβλημα φαίνεται καταρχήν απλό. Τι είναι όμως η αντίληψη της μεταβολής; Τα πράγματα είναι, έχουμε ήδη πει, έγχρονα-έγκοσμα. Ποιος όμως το διαπιστώνει αυτό; Η αντίληψή μου, η νόησή μου και εδώ η δυσκολία κορυφώνεται. Είναι δυνατό η αντίληψη, ως συγκεκριμένη έκφραση της νόησης, να μεταβάλλεται; Αν μεταβαλλόταν δε θα ήταν συνεχής, δε θα μπορούσε να ορθώσει νόημα, να αντιληφθεί. Η αίσθηση εξάλλου έχει ως πεδίο της τα αισθητά και εδώ οφείλουμε να δούμε αν στο βάθος των αισθήσεων ο γενικός όρος αίσθηση, οικουμενικός και απόλυτος, δηλώνει το απόλυτο εν συγκεκριμένω, αλλά πού; Όχι έξω μας, όχι εκτατά, όχι διαστατά, γιατί τίποτε δεν έχει συγκεκριμένο τόπο, αν ο μόνος τόπος είναι το πνεύμα


                                                                                        
 
38
με άρμα τη φαντασία. Αυτό αποκαλύπτει η αίσθηση ως δείκτης της αντίληψης. Προσεγγίζουμε όμως κάτι πολύ πιο ριζικό. Αν πραγματικός τόπος των αισθητών είναι η αντίληψη, αν η αίσθηση είναι πνευματική ενέργεια και η φύση των αισθητών πνευματική, το ερώτημα “τι είναι το απόλυτο” δεν έχει θέση. Δεν είναι απλά περιττό, αλλά αντιφατικό. Δεν ορίζεται, γιατί συνιστά τη φύση κάθε ορισμού. Υπάρχει βέβαια ένας και μόνος αξιωματικός ορισμός, ταυτολογικός, το απόλυτο, η ταυτότητα. Ουσιαστικά πρόκειται για αρχή. Μετά βίας απαιτείται να πούμε πως το απόλυτο δεν είναι παραστατό για να διακριβώσουμε κάτι εξίσου σημαντικό: Κάθε παραστατό, οπωσδήποτε κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ., είναι παραστατό μόνο και μόνο επειδή κοινωνεί του μη παραστατού, του άμεσου, του απόλυτου. Όλα κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ. ως εκλάμψεις του απολύτου, άλλως δε νοούνται, δεν υπάρχουν. Κάθε υπαρκτό είναι νοητό, αλλά το είναι του νοητού είναι απόλυτο. Αν αγνοήσουμε αυτήν την αλήθεια, οδηγούμαστε στην άνοια. Αυτό αποκαλύπτει η αντίληψη της μεταβολής.
16 Ιανουαρίου 2013. Ας εμβαθύνουμε κατά το δυνατό. Λέμε: Το απόλυτο είναι απόλυτο, αλλά δε μπορούμε να το συλλάβουμε, γιατί κάθε σύλληψη αναφέρεται σε κάτι σχετικό, αισθητό, σε καταστάσεις πραγμάτων. Αρχή όμως κάθε σύλληψης, κάθε εννόησης, είναι η νόηση. Η νόηση ως απόλυτη όμως είναι το απόλυτο, το μυστικό μας είναι και συνιστά την πρώτη παρθενική γνώση η οποία δεν εκφράζεται για έναν απλό λόγο: Όλα τα εκφραστά την μαρτυρούν, είναι αποσπασματικές αλλά συνεχόμενες εκφράσεις της και αυτό είναι αποκαλυπτικό. Ας δούμε το βάθος που κρύβεται σε απλές και συχνές εκφράσεις. Λέω: Όλα τα αισθητά είναι εκφραστά, αλλά σπάνια κατανοώ πως αναδύουν εσαεί νόημα το οποίο τα υπερβαίνει, δηλαδή τα συνέχει. Προϋποτίθεται δηλαδή η σύλληψή τους ως ολότητας και αυτό είναι η απόλυτη αρχή νοήματος. Δεν οφείλουμε επομένως να αναζητάμε το υπερβατικό, την πνοή του έγκοσμου δηλαδή, κάπου αλλού, γιατί κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Ήδη ο όρος το αισθητό είναι γενικότατη έκφραση της ολότητας όπως η τελευταία φανερώνεται στο κοσμικό συμβαίνον. Σε τι διαφέρει όμως η ολότητα του κοσμικού συμβαίνοντος απ’ το απόλυτο καθεαυτό; Λέμε απόλυτο καθεαυτό και το διακρίνουμε απ’ την ολότητα του κοσμικού συμβαίνοντος και εδώ διαγιγνώσκουμε κάτι: Το απόλυτο ως ταυτότητα συνέχει, τρέφει, φωτίζει την κοσμική ο-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   39
λότητα, όλες δηλαδή τις αποσπασματικές της εκφράσεις, και αυτό συνιστά Νόημα και αρχή κάθε επιμέρους συνεπούς έκφρασης. Το απόλυτο είναι Ζωή, άπεφθο πλήρωμα ζωής που συνέχει το κοσμικό. Λέγαμε παλιά πως το άπειρο είναι η τροφή του πεπερασμένου και να που μπορούμε να το δείξουμε εκφραστικότερα. Το ζούμε ως απόλυτο πλήρωμα, ως κοινωνία και το νοούμε χωρίς λογική πρόσβαση. Απ’ αυτό αρχίζει κάθε λογική και συνεπής θέση. Ήδη μπορούμε να διαισθανθούμε γιατί τα ουσιαστικά είναι έκφραση της ταυτότητας και γιατί τα συγκεκριμένα ονόματα την εκφράζουν έγκοσμα. Τα αφηρημένα ουσιαστικά δηλώνουν πως το είναι του αισθητού είναι νοητό και μάλιστα απολύτως.
17 Ιανουαρίου 2013. Οι προχθεσινές όμως σκέψεις απαιτούν περαιτέρω διευκρινίσεις. Η ανθρωποκοσμική αλήθεια της οποίας είμαστε φορείς μας διαλανθάνει για τον εξής λόγο: Το απόλυτο το οποίο συνιστά το είναι μας υποπίπτει στη λήθη και ενεργοποιούμε το σχετικό, το πεπερασμένο εν απείρω με τρόπο που η επιθυμούμενη επιθυμία καθίσταται επιθυμούσα επιθυμία, ο ορίζων οριζόμενος γίνεται ορίζων περιοριζόμενος. Συχνά οι ηθολόγοι κάνουν λόγο για εγωισμό τον οποίο θεωρούν πηγή κάθε κακού, αλλά παράλληλα διαλανθάνει κάτι εξίσου σημαντικό: Η πλάνη, που εκφράζεται ως λήθη του αληθεύοντος για να εκφράζεται αναπόφευκτα ως σοφιστεία, ως δόλος, ως εγωισμός. Η ατρεμής αφετηρία όμως παραμένει αλώβητη και συνέχει και την πλάνη, τα θολωμένα απ’ την ορμή των κυμάτων νερά διατηρούν την αποστίλβουσα λάμψη τους μετά το πέρασμα της θύελλας, οι “λάμ- ψεις” του σαρκολατρικού οίστρου λ.χ. αποκαλύπτουν τη βαθιά αγνότητα της φύσης μας, το κάλλος, αν επικληθούμε το κάλλος του άπε- φθου είναι μας. Λέμε πως το άσπιλο, το παρθενικό, το καθαρό είναι η ταυτότητα, η ολότητα, το άπειρο, αλλά τονίζουμε πως δε μπορούμε να παραστή- σουμε αυτούς τους όρους που είναι ταυτολογικοί, ένας δηλαδή. Λέμε: Χωρίς το άπειρο δε νοείται το πεπερασμένο και εδώ τονίζουμε πως το νοείται δεν είναι εννοείται. Εννόηση είναι η συγκεκρι- μένη αντίληψη, νόηση είναι η καθολικότητα του αντιλαμβάνεσθαι και γι’ αυτό ορίζουμε, αντιλαμβανόμαστε κάθε σχετικό και συγκεκριμένο υπό την αλήθεια της απόλυτης νόησης. Αν η νόηση δεν είναι παρα-


                                                                                     

40
στατή, η εννόηση που την συγκεκριμενοποιεί αναφέρεται πάντα στο συγκεκριμένο, δείχνει ως αντίληψη την παρουσία του απολύτου στο σχετικό. Ήδη ο χρόνος, ο έγχρονος βίος που είναι έγκοσμος, είναι στην ουσία του άχρονος, συνεχής, απόλυτος, νοείται, αλλά εμβιώνεται έγχρονα, ασυνεχώς, σχετικώς, κατά τη διάπλωση του κοσμικού συμβαίνοντος.
18 Ιανουαρίου 2013. Όπως ο χρόνος εννοείται έγχρονα αλλά νοείται άχρονα, το άσπιλο, απόλυτο, άμωμο, παρθενικό, νοείται άχρονα, αλλά οι διεκφράσεις του στο κοσμικό συμβαίνον εννοούνται έγχρονα, γνωστικά. Η πρωτοπληροφορία, αειγενής, αυτοφυής θα λέγαμε, είναι η μήτρα ανάγνωσης και ανακλάται πολυπρισματικά στον κόσμο μας και σε εμάς τους ίδιους. Ας δούμε όμως προσεκτικότερα και ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε σε τι συνίσταται η γνώση. Γνωρίζω το βιβλίο το οποίο είναι μπροστά μου, τα χαρτιά, το χαρτοκόπτη, ένα μέλος του σώματός μου, κ.ο.κ. Βέβαια, η αντίληψη είναι η αρχή της γνώσης σε συνδυασμό με την αντιληπτική αίσθηση. Δεν προηγείται η αντίληψη της αίσθησης, η μία προϋποθέτει την άλλη και αν η αντίληψη είναι άμεση σύλληψη, η αίσθηση είναι αειγενές συμβαίνον σύμφυτο με τον αισθητό κόσμο. Δεν είναι διανοητή χωρίς την κίνηση, τη φθορά, τη μεταβολή και εδώ ακριβώς πιστοποιείται η πνευματική φύση της αίσθησης ως ενέργειας του πνεύματος. Παράλληλα, τα αισθητά που ορίζονται απ’ την αίσθηση για να είναι αντιληπτά, οφείλουν να είναι πνευματικής φύσης και εδώ το ερώτημα κορυφώνεται: Είναι η αντίληψη γνώση; Είναι γνώση στο βαθμό που εκφράζει τη νόηση, το απόλυτο κάθε πράγματος. Το απόλυτο κάθε πράγματος όμως είναι ανθρωποκοσμικό και νοείται απολύτως. Ήδη οι τόσοι γνωστοί μας όροι (απόλυτο, άπειρο κ.ο.κ.) δηλώνουν ό,τι είναι απολύτως γνωστό και γι’ αυτό ανέκ- φραστο. Αυτό εξάλλου γνωρίζουμε απόλυτα: Την αιώνια φύση των πραγμάτων-φύση μας. Τι γνωρίζουμε όμως απ’ την αισθητή φύση των πραγμάτων; Υπάρχει γνώση του σθένους, του βάρους, της πυκνότητας, ενός άνθους, της οσμής του, ενός οποιουδήποτε πράγματος, αν όλα είναι σχετικά; Δε γνωρίζουμε απόλυτα παρά ό,τι είναι απόλυτο στα σχετικά. Γι’ αυτό
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   41
κάθε σχετικό γνωρίζεται απολύτως και για τον ίδιο λόγο η γνώση των αισθητών μεγεθών στη σχετικότητά τους είναι σχετική, αν το σχετικό γνωρίζεται απόλυτα. Η γνώση, πέρα από κάθε νοησιαρχία, είναι απόλυτη και άμωμη, αγνή και καθαρή και γι’ αυτό το είναι του οντικού είναι ηθικό. Ωστόσο, είμαστε αποσπασματικοί και αυτό είναι αποκαλυπτικό. Η αποσπασματικότητα του κόσμου μας όμως είναι ο μόνος δυνατός τρόπος αποκάλυψης του είναι του, του εκφραστού του είναι. Το εκφράσιμο του κόσμου μας είναι συμβολικό-μυθικό. Η μυθικότητα όμως προσλαμβάνει εντελώς νέο νόημα, γιατί εκφράζει συμβολικά το ανθρωποκοσμικό και γιατί τρέφεται απ’ την αρχή του. Υπάρχει βαθιά σχέση ανάμεσα στη θραυσματικότητα του κόσμου και στη συμβολική του έκφραση και αυτό ακριβώς οφείλεται στην ενότητα, στην ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος-εικόνας της ταυτότητάς του. Υπάρχει όμως μια παλαιότατη αντιλογία, προφιλοσοφική θα έλεγα, αλλά και φιλοσοφική. Τι μας χρειάζεται, λέγει η πολυφωνική αντιλογία, το άπειρο, το απόλυτο, το άμωμο, αν μας αρκεί το σχετικό, το πεπερασμένο, το σχετικό; Κάθε ματεριαλισμός, εμπειρισμός, αισθησιαρχία, σκεπτικισμός διατείνεται πως μπορεί να “ερμηνεύσει” τον κόσμο με μοναδική, αποκλειστική αφετηρία τα δεδομένα της εμπειρίας. Εκτός όμως απ’ τον πρωθύστερο χαρακτήρα αυτής της αφετηρίας (αυτοαναφορικές προτάσεις, φαύλος κύκλος, λήψη του αιτουμένου), εκτός απ’ την αντιφατικότητα του εγχειρήματος, παραγνωρίζονται και καταπατώνται και άλλα δεδομένα. Υπάρχει μια φιλοσοφική εκτροπή η οποία οφείλεται στην παραγνώριση του ό,τι αποτελεί την προϋπόθεση οποιασδήποτε διαπίστωσής μας: Το υπάρχειν μας στον κόσμο, το αισθάνεσθαι, το αντιλαμβάνεσθαι, δεν προκύπτουν, δεν ερμηνεύονται, δεν εξηγούνται. Έχουμε πει πολλές φορές πως η εξήγηση, η απόδειξη, είναι αδόκιμοι όροι. Το υποκείμενο, ο κόσμος, αυτοορίζονται και εκείθεν κάθε αυτοεξήγηση είναι αντιφατική. Η φιλοσοφία, όπως η επιστήμη, η τέχνη, είναι προσπάθεια περιγραφής του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος και ως προσπάθεια είναι πάντα ατελής που όμως ανοίγει δρόμους δημιουργικότητας.
19 Ιανουαρίου 2013. Χωρίς το αισθητό δεν υπάρχει εννόηση-αντίληψη. Το ερώτημα ξανατίθεται: Τι αντιλαμβανόμαστε απ’ τα αισθητά;


                                                                                       

 
42
Είναι βέβαιο πως τα αισθητά είναι η μαρτυρία του έγχρονου, πως είναι έγχρονα. Είναι και έγκοσμα. Τους ανήκει όμως ο χρόνος; Αν τροφή του έγκοσμου-έγχρονου είναι το άχρονο, που σημαίνει το απόλυτο, αντιμετωπίζουμε μια νέα δημιουργική προβληματική.  Το είναι του έγχρονου δεν εννοείται, νοείται απόλυτα και ξέρουμε πως κάθε εννόηση αναφέρεται σε αισθητά που είναι φθαρτά και μεταβλητά. Τα αντιλαμβανόμαστε, αλλά τι αντιλαμβανόμαστε, αν είναι μεταβλητά; Υπάρχει εδώ μια παγίδα την οποία δεν απέφυγαν αρκετοί φιλόσοφοι. Τα αισθητά ουσιώνονται, τα βλέπουμε, τα αισθανόμαστε ως περί- που ακίνητα ή τα φανταζόμαστε με τη βοήθεια της μνήμης ως ακίνη- τα, ειδωλοποιώντας τα, και σε αυτήν την αυτοπαγίδευση απέδωσαν πολλοί τις πλατωνικές ιδέες. Νομίζουμε πως τα γνωρίζουμε απ’ τα σχήματά τους και αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τα σχήματα της ευκλείδειας γεωμετρίας. Η αίσθηση όμως δεν πορίζει στην αντίληψη κάτι το εξωτερικό. Αυτό θα συνέβαινε αν υπήρχε αντικειμενικός χώρος και υλικά-εκτατά σώματα. Με βάση τις θεωρήσεις μας όμως το λεγόμενο εκτατοδιαστατό των σωμάτων δεν είναι υλικό. Γίνεται αντιληπτό ως πνευματικό “μέγεθος” και συναντιέται με την αίσθηση ως πνευματική λειτουργία, εννοείται δηλαδή ως αντιληπτό. Όταν επομένως αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που μας οδηγούν στη διάκριση-γνώση των πραγμάτων, γνωρίσματα τα οποία δεν έχουν ούτε σχήμα, ούτε μορφή. Είτε τα αποκαλούμε ιδιότητες, κατηγορήματα, γνωρίσματα, συμβεβηκότα, ένα είναι βέβαιο: Είναι της αίσθησης είναι η αντίληψη, αλλά το πρόβλημα εντοπίζεται στο τι αντιλαμβανόμαστε. Νομίζουμε πως αντιλαμβανόμαστε εξωτερικές ιδιότητες υλικών-αισθητών και αυτό συνιστά πάγια αρχή κάθε εμπειρισμού. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Νοούμε απολύτως το είναι των πραγμάτων και η νόησή μας εκφράζεται ως συγκεκριμένη νόηση, ως εννόηση-αντίληψη, κατά τρόπο που οι ιδιότητες των πραγμάτων είναι ενεργήματα του πνεύματος. Η φύση τους είναι άχρονη ως εσαεί τροφή της έγχρονης. Γνωρίζοντας αναγνωρίζουμε. Πώς εξηγείται όμως η πλάνη; Πλανάται το νοούν υποκείμενο που είναι απόλυτο στη φύση του; Πολλές είναι οι προσπάθειες αιτιολόγησης της πλάνης. Θα αναφέρουμε την κυριότερη. Οι αισθήσεις μάς
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   43
παραπλανούν, μάς πληροφορούν αβέβαια, κάποτε λαθεμένα. Ξεχνάμε όμως κάτι: Το αισθάνεσθαι σε κάθε συγκεκριμένη του έκφραση δεν είναι απολύτως ακριβές, αφού τελείται έγχρονα, εν πεπερασμένω. Ωστόσο, ας το προσέξουμε, νύξεις της αίσθησης οδηγούν την αντίληψη σε αναθεωρήσεις οι οποίες περιορίζουν την άγνοια και εκδιώκουν προοδευτικά την πλάνη. Παράδειγμα, ο μικρόκοσμος (κβαντομηχανική, μηχανισμοί του DNA κ. α.), που δεν είναι ορατός παρά με υποψίες της αντίληψης που προήλθαν απ’ την αίσθηση, ερευνάται και παριστάνεται με σχήματα ώστε να γίνει κατανοητός. Θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε οτιδήποτε χωρίς την αισθητή του παράσταση; Πρόκειται για ερώτημα το οποίο κραταιώνει το χαρακτήρα του αισθάνεσθαι γενικά και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, κάθε γνώση εικονίζεται με μαθηματικές παραστάσεις και να η δυναμική του πνεύματος. Επαναλαμβάνοντας πως οποιαδήποτε γνώση, ως σχετική, νοείται απολύτως, αναρωτιόμαστε αν και η πλάνη νοείται απολύτως. Βεβαίως, αφού αναφέρεται σε σχετικά μεγέθη. Η λανθασμένη γνώση, επειδή νοείται απολύτως, μπορεί να αναθεωρηθεί.
22 Ιανουαρίου 2013. Η προβληματική κορυφώνεται καθώς, προσπαθώντας να νοήσω την εννόηση, την αντίληψη δηλαδή και το είναι της αίσθησης, εισβάλλω στο είναι της νόησης. Είναι γνωστό πως οι δια- σκεπτικές μας προσπάθειες, προκειμένου να γνωρίζουν κάτι ή να οδηγηθούν στη λύση ενός προβλήματος, να απαντήσουν σε συγκεκριμένη ερώτηση, προϋποθέτουν ήδη κάποιες γνώσεις και κυρίως την πρώτη και απόλυτη γνώση-κοινωνία μου με το κοσμικό είναι. Βέβαια, το είδαμε, αυτή η γνώση είναι απόλυτη και ανέκφραστη, αλλά και πρωτοαφετηρία για κάθε άλλη συγκεκριμένη. Προσπαθώντας λοιπόν να οδηγηθώ σε μια απάντηση ακονίζοντας τη σκέψη μου και οδηγούμενος στην ίδια μου τη νόηση, περιπίπτω σε μια κατάσταση “άνοιας”, σε ό,τι ονομάστηκε συστολή, αποδιαστολή, αφαίρεση, αυτοσυγκέντρωση. Οι όροι είναι ανεπαρκείς και μόνο συμβολική φορά έχουν, παρά το ότι προσπαθούν να δηλώσουν κάτι σημαντικό. Εκφράζουν όμως μια κοινή ή οικουμενική κατάσταση όλων των στοιχειωδώς νοημόνων ανθρώπων και γι’ αυτό οφείλουμε να τους πολιορκήσουμε.


                                                                                       

 
44
Κατά πρώτο λόγο αδυνατούμε να κάνουμε παράσταση, να παραστατικοποιήσουμε αυτό το συμβαίνον. Φαίνεται πως η σκέψη σταματάει, πως οι γνώσεις χάνονται και έχουμε την εντύπωση πως βυθιζόμαστε στο “μηδέν”. Στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι το αποκαλυπτικό. Η σκέψη αποκαλύπτεται στο βαθύτατο είναι της, “έξω” από παραστάσεις και από κάθε φανταστική υποβολή, είναι απόλυτη, καθαρή νόηση που κοινωνεί με ό,τι αναζητεί, με ό,τι δεν είναι έξω της, ούτε μέσα της, με ό,τι δεν είναι ούτε διαστημικό, ούτε έγχρονο. Είναι πια το αιώνιο είναι της και ανγνωρίζει ό,τι της είναι απόλυτα οικείο, το αιτούμενο, το αναζητούμενο. Είναι της σκέψης είναι το απόλυτο και όχι οι παραστάσεις και οι έννοιες, τα σχήματα και οι μορφές που είναι πάντα σχετικά. Αν πνεύμα είναι η εσαεί ανάγνωση του απόλυτου στο σχετικό και η συμβολική του έκφραση με τους ποικίλους τρόπους της πνευματικής ενέργειας, έπεται πως οτιδήποτε που εκφράζεται πνευματικά δεν είναι πάντα αλάνθαστο, όσο κι αν οι προκείμενες φαίνονται αληθείς ή αδιάψευστες. Αυτό το οποίο αποκαλούμε συνήθως συστολή, αποδιαστολή, αυτοσυγκέντρωση, αφαίρεση (οι όροι πάσχουν, δεν κυριολεκτούν, είναι συμβολικοί), δε συνιστά παύση της σκέψης, αλλά είσοδο στο είναι της που είναι η νόηση. Είναι το αιώνιο είναι μας το οποίο, ταυτιζόμενο με το είναι του κόσμου, το δείχνει, το φωτίζει σε κάθε συμβολική έκφραση. Ο ἀκήρατος λογισμὸς ἐν αὐγῇ καθαρᾷ είναι η καθαρότητα της νόησης και εγκυρώνει κάθε σχετικό λογισμό. Μη παραστατικο- ποιούμενος, μη οριζόμενος, μαρτυρείται με κάθε διαπίστωση  Ας επιστρέψουμε όμως στην αυτοσυγκέντρωση. Δεν πρόκειται για παύση της σκέψης, αλλά για επιστροφή στο καθαρό εγώ, στο εγώ χωρίς εγώ, στο απόλυτό μας. “Εκεί” νους, φαντασία, μνήμη, κρίση, αί- σθηση παραλύουν, γιατί συναντιόμαστε με ό,τι ουσιώνεται αιώνια, εκεί, το συνέχειν κάθε μεταβολής είναι “δέσμιο” κάθε πεπερασμένου ως τροφή του. Υπάρχουν αιώνιες αλήθειες τις οποίες ενωτιζόμαστε με την αυτοσυγκέντρωση. Το πρόβλημα υφέρπει σε όλη την ιστορία της σκέψης και κορυφώνεται ανεπανάληπτα με τον πλατωνισμό. Ας προσέξουμε όμως, γιατί δεν υπάρχουν αιώνιες αλήθειες ιστάμενες κάπου ως οιονεί πόλοι φωτός. Θα ήταν νοητά και επομένως παραπλανητικά είδωλα
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   45
Πρώτη η πλατωνική σκέψη απορρίπτει αυτήν την απάτη που προέρχεται απ’ την εξαντικειμενικεύουσα αίσθηση, απ’ τη λανθασμένη αντίληψη, απ’ τη νοσούσα φαντασία της δοξασίας. Ας δούμε όσο πιο καθαρά: Υπάρχουν  i αισθητά πράγματα τα οποία μεταβάλλονται συνεχώς, ii έννοιες (ουσιαστικά) iii γενικές έννοιες (αφηρημένα ουσιαστικά). Υφίστανται καθεαυτά, αν λάβουμε υπόψη μας πως χωρίς αυτά είναι αδύνατη η όρθωση οποιουδήποτε νοήματος; Πριν διατρέξουμε σύντομα το θέμα, ας λάβουμε υπόψη μας κάτι πρωταρχικό. Κάνουμε λόγο για αισθητά πράγματα, αλλά δε συνειδητοποιούμε πως προϋποθέτουμε την άμεση νόηση του κοσμικού συμβαίνοντος, νόηση απόλυτη και άχρονη, χωρίς την οποία ο όρος αισθητό δεν έχει κανένα νόημα. Πώς νοείται επομένως αυτή η χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς σχήμα και εν συνεχεί κινήσει απέραντη ποικιλομορφία; Ήδη αναπροβάλλουν και άλλοι γενικότατοι όροι, όπως κίνηση, φθορά, μεταβολή, χρόνος, όροι οι οποίοι ταυτίζονται, παρά το ότι δεν παρουσιάζονται απολύτως σε καμιά περίπτωση και οι οποίοι αποκαλύπτουν κάτι το πολύ απλό: Η ταυτότητα των χαρακτήρων τους καθιστά δυνατή την ετερότητα των μεγεθών απ’ τους οποίους τα τελευταία συντίθενται. Ο όρος επομένως αισθητός κόσμος, ή, καλύτερα, (το) αισθητό στο οποίο ανήκουμε ως έγχρονοι-έγκοσμοι είναι άμεσα προσληπτός και δεν αναγκαιοί παρά την έμφυτη νόησή του η οποία είναι απόλυτη. Τι δηλώνει αυτό; Δηλώνει πως ό,τι μεταβλητό, κινητό κ.ο.κ. είναι αδύνατο χωρίς τη νόησή του, πως τρέφεται απ’ αυτήν που είναι απόλυτη και αειγενής πηγή, άπειρη ταυτότητα που φωτίζει και τρέφει την ετερότητα. Δηλώνει επίσης πως η φύση του φθαρτού είναι πνευματική και πως πνεύμα δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση του άφθαρτου στο φθαρτό. Επιστρέφουμε στα αισθητά πράγματα τα οποία σχηματοποιούνται αέναα και τα οποία φανερώνονται με ομοιότητες, αναλογίες, διαφορές, συγγένειες, βάσει ιδιοτήτων και γνωρισμάτων που συνέχονται. Είναι η ενότητα ως καθρέπτης της ταυτότητας. Συνοπτικότερα: Η ταυτότητα συνέχει την ετερότητα και καθίσταται εκφραστή ως αναλογία-λογικότητα με βάση την οποία εκφέρεται ο λόγος και οι λογικές κρίσεις, κάθε συγκεκριμένη γνώση.


                                                                                     

 
46
Τα αισθητά πράγματα επομένως, ο κόσμος με την απέραντη ποικιλομορφία του, καθιστά δυνατή την στην αέναη μεταβολή αναγνώριση ομοίων μεγεθών. Ωστόσο, ένταξη ομοίων πραγμάτων με συγγενείς χαρακτήρες, προϋποθέτει τη γνώση καθενός, πράγμα που σημαίνει πως σε κάθε μορφή αισθητής ύπαρξης ενεργεί το απόλυτο. Ήδη μπορούμε να κάνουμε λόγο για έννοιες αναγνωρίζοντας βέβαια πως υπό τον όρο “στεγάζονται” μεταβαλλόμενα πράγματα με συγγενείς ιδιότητες που αναγνωρίζονται σε κάθε “μέλος” της έννοιας με τη μοναδικότητά τους (ιδέες). Είναι σαφές πως ο όρος έννοια είναι συμβατικός και πως δεν εκφράζει κάτι το σταθερό και αμετάβλητο. Διευκολύνει την συν-εν-νόηση και ταξιθετεί κατά κάποιο τρόπο το ποικίλο. “Συστηματοποιεί” τις ιδέες, την ιδέα κάθε πράγματος. Οι γενικές έννοιες, γένη γενικώτατα, κατά την αριστοτελική ορολογία, θεωρούνται οικουμενικές, απόλυτες και είναι νοητές, παρά το ότι η προβληματική είναι αμφίρροπη. Υπάρχουν όμως καθεαυτές; Δεν υπάρχουν καθεαυτές, είναι τρόποι νόησης και αποκαλύπτουν την perre- nitas του είναι στο υπάρχειν. Αυτή όμως η perrenitas του είναι στο υπάρχειν φανερώνεται κατά τις τροπές του αισθητού και γι’ αυτό η εκάστοτε γενική έννοια μπορεί να αναπροσδιορίζεται με νέους υπαρκτικούς τρόπους. Αν ανερευνήσουμε την ιστορία της λογικής, θα διαπιστώσουμε πως όποιες κι αν είναι οι σχολές (πανθεϊστική, πλατωνική, αριστοτελική, εμπειρική με τις αποχρώσεις της, μαθηματική, συμβολική) χρησιμοποιούν κατά το πλείστον τους ίδιους όρους, όσες καινοτομίες και αν νομίζουν πως επεισάγουν. Είναι υποτελείς σε μια πλάνη με το να κάνουν λόγο για λογικές αρχές ή αξιώματα. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Αναγνωρίζουν την ύπαρξη ομογενούς χώρου και ύλης. Έτσι, οι αρχές ή τα αξιώματά τους επηρεάζονται ή υποτάσσονται στις πληροφορίες του αισθητού το οποίο θεωρούν ως αντικείμενο, με συνέπεια η αρχή της ταυτότητας που είναι η μόνη μεταφυσική αρχή να θεωρείται λογική αρχή, το όλο να συγχέεται με το σύνολο, κ.ο.κ. Ήδη, κανένα λογικό σύστημα δεν είναι επαρκές, δεδομένης της σχετικότητας των αισθητών μεγεθών απ’ τα ο- ποία παρασύρεται η λογική φορά.
24 Ιανουαρίου 2013. Είναι παράξενο, είναι παράδοξο, για να μιλάμε φιλοσοφικά, το ότι αδυνατούμε να εκφράσουμε το είναι μας. Είναι άρρητο, αλλά αυτό δε σημαίνει ακατάληπτο. Ας δούμε. Κάναμε λόγο
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   47
πριν για τη συστολή, αποδιαστολή, αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη και γνωρίζουμε πως αυτές οι καταστάσεις, μία κατά βάση, είναι αμφισβητήσιμες. Τι είναι όμως; Διάλειψη του πνεύματος, της σκέψης και γνωρίζουμε πως η σκέψη, οποιαδήποτε σκέψη, δεν είναι δυνατό να εκφρασθεί χωρίς την αισθητή εμπειρία. Είναι επομένως το καθαρό μας είναι υπερεμπειρικό ή είναι το είναι της εμπειρίας; Η πρόταση το είναι της εμπειρίας είναι υπερμπειρικό οδηγεί στο το είναι του υπερεμπειρικού είναι άχρονο, απόλυτο. Επιστρέφουμε όμως σε προηγούμενη διαπίστωση και καλούμαστε να επισκεφθούμε προσεκτικά τους όρους. Λέμε: Το είναι μου είναι απόλυτο ως κοινωνό του είναι του κόσμου. Αυτό το είναι μου όμως δεν είναι ούτε η αντίληψή μου, ούτε η φαντασία μου, ούτε η μνήμη μου, ούτε ο λογισμός μου. Γνωρίζουμε πως αυτές οι καταλληλότητες είναι ενέργειες του πνεύματος, αν πνεύμα είναι η με τον άνθρωπο κυρίως συμφανέρωση άπειρου και πεπερασμένου, άχρονου και έγχρονου. Το είναι μου επομένως οφείλει να είναι καθαρό, απόλυτο, αγνό και δεν ορίζεται. Ό,τι όμως δεν ορίζεται, αυτοορίζεται και ό,τι αυτοορίζεται δεν αυτοερμηνεύεται. Αν επομένως υπάρχουν οριστά πράγματα και γνωρίζουμε πως τα αισθητά είναι οριστά, οφείλει να υπάρχει το ορίζον το οποίο ως μη οριζόμενο, δεν ορίζει μόνο, αλλά και αποκαλύπτεται ως αιώνια πνοή των αισθητών. Ο τρόπος έκφρασης-γνώσης είναι ο δρόμος του πνεύματος, κάθε έκφραση είναι πνευματική, μεταβαλλόμενη και επιδεκτική πλανών. Βαθύτερα όμως ιδωμένα τα πράγματα μας πληροφορούν πως η πνευματική ενέργεια ακυρώνεται χωρίς την παρουσία του ορίζοντος, του απολύτου. Πώς είναι δυνατό ό,τι έχεται απ’ το απόλυτο να παγιδεύεται, να εκτρέπεται να σφάλλει, να υποπίπτει σε πλάνες; Κατά πρώτο λόγο, η γνώση δεν ταυτίζεται με την αλήθεια. Γι’ αυτό η πρώτιστη γνώση δεν είναι συγκεκριμένη γνώση, αλλά μήτρα του γιγνώσκειν. Οι γνώσεις μεταβάλλονται, αλλά η ορίζουσα του γιγνώσκειν είναι απόλυτη. Αληθεύον δεν είναι το γιγνώσκον υποκείμενο, το γιγνώσκον υποκείμενο είναι ενεργούν πνευματικά υποκείμενο το ο- ποίο είναι αδιανόητο χωρίς την αλλαγή, τη φθορά, το λάθος και το πάθος. Είναι προσωπικό εγώ και εξ’ ορισμού ελεύθερο, δεδομένου ότι η προσωποποίηση, πέρα απ’ τους “αντικειμενικούς” όρους διάπτυξής της, είναι προσωπική ενέργεια. Η έκπτωση, η εθελοδουλία, δεν αναιρεί την ελευθερία.


                                                                                         ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

 
48
Λέμε λοιπόν πως κάθε γνώση απαιτεί, προϋποθέτει πρόσωπο, εν- νόηση, αντίληψη, αίσθηση, φαντασία, κρίση, μνήμη και κυρίως νόηση. Μπορούμε να πούμε άνετα πως όλες μας οι πνευματικές καταλληλότητες προϋποθέτουν το ενεργούν σκεπτόμενο υποκείμενο, εκτός της νόησης η οποία είναι απόλυτη, άρα απρόσωπη. Η νόηση δεν ταυτίζεται με τη γνώση αλλά παραμένει αφετηρία της. Υπάρχει επομένως ένα απόλυτο το οποίο είναι απρόσβλητο, το οποίο δεν ορίζεται, το οποίο δεν απατάται. Όταν αυτοσυγκεντρωνόμαστε, αυτή η “μηδενική” κατάσταση αποκαλύπτει ότι: i υπάρχει μια αλήθεια, η αλήθεια μας, οικουμενική και απόλυτη η οποία δεν παραστατικοποιείται, δεν ορίζεται, δεν περιγράφεται. ii είναι μάταιο αυτήν την αλήθεια να προσπαθούμε να την ορίσουμε, γιατί μας ορίζει. Είμαστε ορίζοντες οριζόμενοι. iii αυτή η αλήθεια όμως ιχνεύεται ως πνευματική ενέργεια τόσο στο κοσμικό συμβαίνον όσο και στη διανθρώπινη εκζήτηση ως πληρωματική, ως πληρώνουσα κάθε συμβαίνον. Η αρχή της γνώσης εκ- πορεύεται από αυτό και γι’ αυτό η γνώση στην ουσία της είναι πληρωματική, και όταν δεν είναι αληθής. iv αυτή η αλήθεια συνέχει τα πάντα και γι’ αυτό η νόηση του κόσμου ως απόλυτης ενότητας αποτελεί την προϋπόθεση εννόησης, σύλληψης δηλαδή κάθε επιμέρους. Σε κάθε επιμέρους, σε κάθε συγκεκριμένο δηλαδή, αγγέλλεται το απόλυτο. Ο αντίλογος είναι προφανής. Το συνειδητό εγώ ως πνευματική ενέργεια πλανάται συχνά, εκτρέπεται, σφάλλει, παραλογίζεται. Πολλά τα σχετικά ερωτήματα στα οποία θα επανέλθουμε. Είναι όμως σαφές πως απ’ τη στιγμή που το απόλυτο συνέχει το σχετικό, κάθε σχετικό νοείται απολύτως. Αυτό σημαίνει πως η καθαρότητα επιλάμπει και στις φρικωδέστερες στιγμές κακού ή πλάνης, πως ο νηφάλιος λογισμός είναι ο κανόνας και του εαυτού του και του παραλογισμού, για να παραφράσω μια σπινοζική ρήση.
27 Ιανουαρίου 2013. Υπάρχει βέβαια και ένα άλλο ερώτημα το οποίο είναι σημαντικότατο. Πώς είναι δυνατό να γνωρίζουμε απόλυτα το εί- ναι μας και να μη μπορούμε να το εκφράσουμε; Είναι αποκαλυπτικό για τον εξής λόγο: Οτιδήποτε εκφράσιμο προσπαθεί να εκφράσει ή εκφράζει ένα νόημα. Βέβαια, εκφράσιμο είναι ό,τι μπορεί να εκφρασθεί. Η ψυχή του εκφράσιμου επομένως δε βρίσκεται στο εκφράσιμο.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   49
Με την έκφραση αποκαλύπτεται κάτι το οποίο υπερβαίνει και το ίδιο το εκφράζεσθαι. Έπεται πως το είναι του εκφράζεσθαι βρίσκεται πέρα απ’ το εκφράζεσθαι. Η έκφραση είναι μαρτυρία που δηλώνει παρουσία. Η παρουσία “αναλώνεται” ως μαρτυρία και είναι αδύνατο να υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Αν παρουσία είναι το απόλυτο, μαρτυρία είναι η έκφρασή της. Ας σημειώσουμε πως η μαρτυρία είναι εκφράσιμη με όρους της αισθητής μας φύσης, όπως η σωματικότητα, η κίνηση, η αλλαγή. Το αυτό ισχύει και για τη μαρτυρία του αισθητού κόσμου. Δεν εί- ναι επομένως διανοητή καμιά μαρτυρία χωρίς την αισθητή μας φύση, χωρίς τις κατηγορίες της ετερότητας, της διαφορετικότητας που στηρίζονται στις κοινές βασικές ιδιότητες των αισθητών. Υπάρχει επομένως στον αισθητό κόσμο κοινωνία απολύτως συνεχόμενη η οποία επιτρέπει την ετερότητα. Αυτή η οντική κοινωνία αναδύεται ως ενότητα στοιχείων, δυνάμεων, αισθητών οντοτήτων, ως μαρτυρία εκφραστή συμβολικά, γιατί μηνύεται η ακατάλυτη ταυτότητα-παρουσία ως συνεχώς λειτουργούσα ενότητα διαφορετικοτήτων. Ήδη κατανοούμε ίσως ευκολότερα πως πλήρωμα-αρχή της μαρτυρίας είναι η παρουσία της οποίας το ανέκφραστο μαρτυρείται. Το απολύτως, a priori και αιωνίως γιγνωσκόμενο, ζωοποιεί κάθε σχετικό. Είναι έτσι επιβεβλημένο να μην χρησιμοποιούμε τα απόλυτα κατηγορήματα τα οποία συχνά οδηγούν σε “νεκρή” μεταφυσική περιοχή και βυθίζουν το υποκείμενο στην παθητικότητα.
31 Ιανουαρίου 2013. Η ριζική φιλοσοφική ερώτηση. Από όσα προηγούνται αναδύεται μια ριζική φιλοσοφική ερώτηση η οποία διαλανθάνει σπερματικά και σε μεγάλα προφιλοσοφικά κείμενα του μυθικού- συμβολικού κόσμου. Πώς είναι δυνατό να δια-κρίνουμε το απόλυτο, το είναι μας, απ’ το κοσμικό συμβαίνον χωρίς να προβαίνουμε σε διάκριση ανάμεσα στο απόλυτο και στο σχετικό; Συνήθως οδηγούμαστε στο δυισμό με τα γνωστά σχήματα. Το “επέκεινα” όμως του απολύτου μπορεί να καταστεί τροφή του λογισμού απ’ τη στιγμή που δεν το εντοπίζουμε κάπου, αλλά παντού. Αυτό όμως το παντού δε μπορεί να είναι τοπικό, να αγκαλιάζει δηλαδή το νομιζόμενο χώρο και το αισθη- τό που “κινείται” εντός του. Τόπος, πραγματικός τόπος είναι το πνεύμα μας. Στο πνεύμα μας μπορούμε να “εντοπίζουμε” και αυτό σημαί-


                                                                                       

 
50
νει στην ύπαρξή μας η οποία φανερώνεται ως αντίληψη, ως αίσθηση, ως λογίζεσθαι. Γνώση είναι η αντίληψη του συμβαίνοντος, αλλά η αντίληψη “κάποιου πράγματος” κατά τη χουσσερλιανή ορολογία, δε μπορεί παρά να προϋποθέτει “ένδον” κοινωνία. Άλλως δε θα γνωρίζαμε κάτι εντελώς διαφορετικό, το εντελώς διαφορετικό είναι αδιανόητο. Προσεγγίζουμε τη ριζική φιλοσοφική ερώτηση; Αντιλαμβάνομαι κάτι το οποίο μεταβάλλεται, κινείται, φθείρεται κ.ο.κ., αλλά πώς θα το αντιλαμβανόμουν, αν το είναι μου δεν ήταν κοινό με το δικό μου; Άρα κάθε μεταβλητό, κινητό φθαρτό κ.ο.κ., “τρέφεται” απ’ την άφθαρτη φύση του της οποίας είμαι κοινωνός. Αυτής της κοινωνίας διαρκές έκτοκο είναι το λέγειν, ο λόγος που εκφράζεται με τη συμβολική της γλώσσας. Αυτό το λέγειν είναι πληρωματικό, θετικότητα της θετικότητας, κάθε θετικότητας. Βέβαια, κλήρος του πνεύματος είναι και το σφάλλειν, η καταθύθιση κάποτε στη σύγχυση και αυτό οφείλεται στις λαν- θασμένες εκτιμήσεις, στη λήθη της αιώνιας φύσης των πραγμάτων, αφού το ανθρώπινο πνεύμα ούτε είναι απόλυτο, ούτε εκφράζεται απόλυτα. Όταν λέω πως σφάλλω ή πως ψεύδομαι, ομολογώ οπωσδήποτε μια αλήθεια, ό,τι κι αν προσπαθούν να πουν τα γνωστά παράδοξα τα οποία συζητήθηκαν τόσο και είναι εξαρχής αντιφατικά. Όταν λέω “ψεύδομαι”, γνωρίζω την αλήθεια. Τι σημαίνει πως λέω και δε λέω την αλήθεια; Αν ψεύδομαι, αυτό δε σημαίνει πως το ψεύδος μου είναι οικουμενική αλήθεια. Υπάρχει επομένως πέρα απ’ τη ρηματική καταχώρηση, το νόημα που αποδίδεται και το οποίο την υπερβαίνει. Κατανοούμε επιπλέον πως κάθε τυπική λογική είναι ανεπαρκής. Γνωρίζουμε εξάλλου πως κάθε έκφραση είναι συμβολική και σχετική. Οι λογικές προτάσεις, όταν εκφέρονται συνειδητά, εκφράζουν κάτι με σύμβολα γραφής τα οποία από μόνα τους δε λένε τίποτε. Φα- νερώνεται το γιγνώσκον υποκείμενο και δεν είναι δυνατός άλλος τρόπος φανέρωσής του πέρα απ’ το εκφράζεσθαι. Αν θέλαμε να προχωρήσουμε, θα λέγαμε πως και το κοσμικό συμβαίνον είναι διαρκής, πολυσχιδής και απέραντη μορφή εκφράσεων. Όλες όμως αυτές οι εκφράσεις είναι διανοητές και εννοητές χάρη στην άληπτη, ανέκφραστη κοινωνία του είναι μας με το είναι του συμβαίνοντος. Υπάρχει οικουμενικότητα σε κάθε συγκεκριμένη μορφή έκφρασης επειδή ό,τι είναι αισθητό είναι νοητό. Το είναι των αισθητών είναι νοητό. Είναι επομένως απόλυτο και ως απόλυτο αέναη μαρ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   51
τυρία του εν συγκεκριμένω. Άλλως το πλήθος των συγκεκριμένων δε θα μπορούσε να γνωσθεί. Κατά βάση γνωρίζουμε απόλυτα ό,τι δεν εκφράζεται και αναγνωρίζουμε σε κάθε έκφρασή του την απόλυτη φύση του. Κάθε εκφραστό επομένως γνωρίζεται ως απόλυτο, αλλά η παράστασή του είναι σχετική και συμβολική. Το νόημα υπάρχει σε κάθε μορφή έκφρασης, αλλά δεν εντοπίζεται παρά πνευματικά και σχετικά. Όλα εξάλλου τα έργα του πνεύματος στους πολυποίκιλτους τομείς της διανθρώπινης και διαπολιτισμικής προσπάθειας δεν εκφράζουν ποτέ το απόλυτο, αλλά τείνουν να το προσεγγίζουν. Μπορούμε να κάνουμε ένα ακόμη βήμα και να πούμε πως το απόλυτο “έχει” απειρία κατηγορημάτων με δύο απ’ τα βασικότερα τη σκέψη και το χώρο κατά τη σπινοζική εκδοχή; Για την προσπάθειά μας, ό,τι αποκαλούμε χώρο δεν είναι παρά η χωρικότητα του απόλυτου που εκφράζεται ως φαντασία, ως αρχέγονη φαντασία, ως δημιουργικό πεδίο διάπτυξης του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος. Ήδη δεν είναι αντικείμενο παράστασης, δεν έχει ούτε τοπικότητα, ούτε αποστάσεις, τα αισθητά είναι πνευματικής φύσης και μόνος “τόπος” τους είναι το πνεύμα μας. Ο όρος εξωτερικότητα επομένως δεν έχει νόημα. κυριολεκτικό νόημα, και οδηγεί, πέρα από συμβολικές εκδοχές, σε πλάνες. Το απόλυτο επομένως δεν “έχει” τίποτε το θετικό (είναι η θετικότητα κάθε θετικότητας) γιατί έτσι θα οριζόταν ως αντικείμενο το ο- ποίο θα συγκέντρωνε στον απόλυτο βαθμό ποικίλα πράγματα. Ας επισκεφθούμε ένα λεγόμενο απόλυτο κατηγόρημα: παντοδύναμος. Όπως γνωρίζουμε, το δυνατός είναι επίθετο το οποίο χαρακτηρίζει τον έχοντα δύναμη. Το δύναμη, ως αόριστο ουσιαστικό, δεν αφαιτερίζεται απ’ το δυνατός και γνωρίζουμε πως η δύναμη είναι μορφή ενέργειας με απέραντους τρόπους έκφρασης. Είναι δηλαδή ουσιαστική τροπή η οποία χαρακτηρίζει κάθε αισθητό μέγεθος. Το δύναμη/δυνατός επομένως συλλαμβάνεται απόλυτα στη σχετικότητά του. Αν το απόλυτο “ενέχεται” στο σχετικό, ο όρος παντοδύναμος και όλα τα λεγόμενα απόλυτα κατηγορήματα δεν είναι παρά σχετικές εν απολύτω μορφές φανέρωσης του απολύτου. Το τελευταίο δεν είναι ακατάληπτο, απερινόητο κ.ο.κ., αλλά ανέκφραστο. Τι σημαίνει όμως ανέκφραστο; Ανέκφραστο είναι ό,τι δε χωρείται στη συμβολική έκφραση, το είναι κάθε νοήματος που όμως εκφράζεται με τον πλέον σαφή τρόπο ως άσπιλη κοινωνία του ένσαρκου-


                                                                                     

 
52
έγκοσμου όντος, του ανθρώπου. Το ανέκφραστο επομένως εκφράζεται ως Νόημα, ως Αρχέγονο Νόημα, ως Αγαθότητα, ως Θυσία, ως Κάλλος που συνέχει τον κόσμο. Αυτή η έκφραση όμως είναι κατά κυριότητα ηθική και συνέχει τη διάνοια, της προσφέρει δυνατότητα νόησης και εννόησης. Ιδού η πληρωματικότητα.
5 Απριλίου 2013. Αισθητή έκφραση και αλήθεια. Μήπως κάθε έκφραση είναι σχετική; Πρόκειται για δύο ή για ένα ερώτημα; Ο όρος αισθητή έκφραση δηλώνει απλά και μόνο κάθε μορφή και γι’ αυτό το επίθετο περιττεύει. Είναι όμως κάθε έκφραση αισθητή; Τι σημαίνει ο όρος αισθητή ως επίθετο; Ξέρουμε πως κάθε επίθετο προϋποθέτει ένα ουσιαστικό, πως κάθε ουσιαστικό προϋποθέτει ένα ρήμα και να που φθάνουμε στις κατηγορικές προτάσεις, στα γνωστά κατηγορήματα της συμβολικής λογικής.  Φθάνουμε έτσι στο αφετηριακό για τους προβληματισμούς μας ρήμα εκφράζομαι που στο ευρύτερο νόημά του σημαίνει τη διανοητική ενέργεια. Τίθεται έτσι το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο αισθάνεσθαι και στο διανοείσθαι. Πριν προχωρήσουμε, σημειώνουμε κάτι βέβαιο: Οποιοδήποτε δια- νόημα είναι ανενεργό χωρίς την έκφρασή του που είναι αισθητή. Τι συνδέει επομένως το νοείν με το αισθάνεσθαι; Αναγνωρίζουμε γενικά πως η αίσθηση προϋποθέτει το αισθητό. Αυτή η τόσο απλή διαπίστωση κλείνει πλούτο και οδηγεί, έστω και κρυπτικά, σε σημαντικές διαπιστώσεις. Και ο όρος αίσθηση και ο όρος αισθητό είναι γένη γενικώτατα, universalia θα μας ελεγαν οι σχολαστικοί. Δεν εν- νοούνται, δεν είναι δηλαδή αντιληπτοί στις συγκεκριμένες τους εκ- φράσεις που είναι παμπληθείς, αν δε νοηθούν στην απόλυτη φύση τους. Τι είναι λοιπόν αίσθηση; Το ερώτημα οδηγεί ευθύβολα στο συμπληρωματικό του: Τι είναι αισθητό; Αναγκαστικά προχωράμε: Τι είναι κόσμος; Αυτά τα ερωτήματα όμως δεν έχουν απάντηση, αν κάθε ορισμός είναι περιορισμός, οσοδήποτε χρήσιμος. Ωστόσο, τα ίδια ε- ρωτήματα έχουν αναμφισβήτητο πλούτο, γιατί μάς αποκαλύπτουν κάτι το ουσιώδες. Ο κόσμος δεν ορίζεται ως ολότητα φαινομένων, αλλά νοείται άμεσα και έχουμε πει πως το είναι μας και το είναι του κόσμου είναι ένα και το αυτό άφθαρτο είναι. Επομένως ο όρος αισθητό νοείται απολύτως αλλά εννοείται, γίνεται δηλαδή αντιληπτός, σε κάθε συγκεκριμένη του φανέρωση. Χωρίς
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   53
την απόλυτη, άχρονη, αδημιούργητη νόηση του όλου-απείρου δεν είναι διανοητή καμιά πεπερασμένη έκφραση. Το πεπερασμένο, κάθε μορφή πεπερασμένου, είναι έκφραση του απόλυτου και έτσι μόνο ο όρος αισθητό είναι διανοητός. Ωστόσο, τα αισθητά προϋποθέτουν την αίσθηση και για να την κατανοήσουμε, οφείλουμε να ακολουθήσουμε τον ίδιο δρόμο. Αισθάνεσθαι στο απόλυτο νόημά του είναι νοείν. Νοείν που πολυδιαθλάται σε κάθε συγκεκριμένη αισθητή έκφραση. Ας μην ξεχνάμε πως τα λεγόμενα όργανα αίσθησης είναι αισθητά, τουτέστιν φθαρτά, μεταβλητά κ.ο.κ. Νοούνται απολύτως για να εννοούνται σχετικά. Έτσι το αισθητό γίνεται αντιληπτό στις συγκεκριμένες του εκφράσεις.
8 Απριλίου 2013. Αν το καλοεξετάσουμε στη γενικότητά του, βλέπουμε πως σημαίνει νοείν, κάτι το απόλυτο το οποίο εκφράζεται συγκεκριμένα σε κάθε μορφή, σε κάθε περίπτωση ως αντιλαμβάνεσθαι. Δεν ταυτίζουμε όμως την αίσθηση με την αντίληψη, γιατί η πρώτη είναι έκφραση της δεύτερης. Η αίσθηση ως έκφραση της αντίληψης. Καλή διαπίστωση που οδηγεί όμως σε γόνιμους προβληματισμούς, αφού  i κάθε αισθητό είναι εκφραστό και ii κάθε αισθητό είναι κινητό, μεταβλητό. Πώς εκφράζονται επομένως τα αισθητά αν είναι διαρκώς μεταβλητά, αν δεν είναι δηλαδή ποτέ σταθερά; Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την ερώτηση, δεδομένου ότι όταν κάνω λόγο για κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ. έχω έμφυτη την ιδέα του ακίνητου, του αμετάβλητου κ.ο.κ. κατά τρόπο που το αισθητού οπτρίζεται πάντα ως κινητή εικόνα του ανέκφραστου. Ας πούμε με έμφαση: Αμετάβλητο είναι ο ορισμός του μεταβλητού, άτμητο είναι ο ορισμός του τμητού, άχρονο, ο ορισμός του έγχρονου κ.ο.κ. Εδώ κατανοούμε πως αυτοί οι ορισμοί ένας κατά την ουσία του (άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου) είναι αυτοορισμοί, αρχές κάθε συγκεκριμένης προσέγγισης. Η αίσθηση επομένως είναι η έκφραση του απόλυτου, του νοείν σε κάθε μορφή αισθητού πράγματος, η έγχρονη φανέρωση του άχρονου. Τρέφεται απ’ το άχρονο, αλλιώς δεν είναι εννοητή και σε αυτό συνίσταται η περίφημη καρτεσιανή ασυνέχεια του χρόνου. Πλήρωμα των ασυνεχειών είναι η απόλυτη συνέχεια.


                                                                                     

 
54
9 Απριλίου 2013. Ποια είναι επομένως η σχέση της αισθητής έκφρασης με την αλήθεια των πραγμάτων; Υπενθυμίζουμε πως κάθε αισθητό είναι ταυτόχρονα παραστατό και σχετικό. Συναντάμε κάτι όντως παράδοξο: Ενώ ο κόσμος μας νοείται άμεσα αλλά δεν είναι δυνατό να είναι παραστατός, δεν είναι αντικείμενο παράστασης παρά ως φάντασμα, μόνο τα συγκεκριμένα αισθητά είναι παραστατά. Έτσι ο κόσμος μας είναι απόλυτος, τα δε αισθητά σχετικά Πώς είναι δυνατό να είναι παραστατό κάτι που μεταβάλλεται συνεχώς, κάτι που φθείρεται κ.ο.κ.; Ένα δένδρο, ένα ψάρι, ένα τραπέζι, είναι παραστατά, φιλοξενούνται στη φαντασία μας ως παραστάσεις και αυτό συμβαίνει επειδή τα γνωρίζουμε εκ των προτέρων ως προς το είναι τους. Επειδή γνωρίζω το είναι ενός πράγματος, το αναγνωρίζω στο φαίνεσθαί του. Μπορώ έτσι να το αναπαριστώ φαντασιακά και ας γνωρίζω πως αναπαριστώ τη συμβολική του έκφραση (κάθε αισθητή έκφραση είναι συμβολική) φαντασιακά, αλλά η φαντασία μου δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάθος, πλάτος, είναι πνευματική. Άρα, το αναπαριστώμενο πράγμα i είναι φαινόμενο φθαρτό, μεταβλητό κ.ο.κ., ii είναι, παράλληλα, απόλυτο στο είναι του.  Αυτό σημαίνει πως το φαινόμενο δεν είναι παρά συμβολική έκφραση του απόλυτου είναι του. Οι διαστάσεις του επομένως που δεν είναι ποτέ σταθερές. Είναι πνευματικές, νοητές και ποτέ διαστημικές και γι’ αυτό “χωράνε” στην αδιάστατη φαντασία. Ο κόσμος μας επομένως ως φαίνεσθαι είναι πολυποίκιλτη διάπλωση του είναι του και αυτό συνιστά την αρχέγονη φαντασία. Αυτή στεγάζει εν είδει πνευμα- τικής χωρικότητας το κοσμικό φαίνεσθαι, κατά τρόπο που η ανθρώπινη φαντασία είναι εν πεπερασμένω έκφρασή της. Χωρίς τη χωρικότητα της φαντασίας δεν υπάρχει λογισμός, δεν υπάρχει δηλαδή ανάγνωση του κόσμου μας.  Ανγιγνώσκουμε όμως τι; Αναγιγνώσκουμε τον τρόπο με τον οποίο το είναι τρέφει το φαίνεσθαι, τον τρόπο με τον οποίο το νοητό τρέφει το αισθητό. Σε αυτή τη διαδικασία η φαινομένη ακίνητη παράσταση του αντικειμένου στη φαντασία δεν είναι παρά η νοητή εικόνα του είναι του και όχι ιδεατό είδωλο. Λέμε νοητή εικόνα, γιατί όταν φανταζόμαστε διαδοχικά διάφορα πράγματα, για να ενεργούμε ουσιαστικά, νοούμε το είναι τους και γι’ αυτό αντιλαμβανόμαστε με το νοητό τους είδωλο, συμβολική παράσταση οπωσδήποτε, το είναι τους,
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   55
γι’ αυτό γνωρίζουμε. Δε γνωρίζουμε επομένως την ακινητοποιημένη σχηματική έκφραση ενός πράγματος, αλλά το ίδιο του το είναι. Οι τρόποι των αισθητών πραγμάτων είναι τρόποι του είναι τους-είναι του κόσμου. Αυτοαναγιγνωσκόμαστε καθώς αναγιγνώσκουμε το κοσμικό φαίνεσθαι. Αισθητή έκφραση και αλήθεια επομένως. Ταυτίζονται οι όροι; Ένα είναι βέβαιο απ’ το οποίο και μπορούμε να εκκινήσουμε συμπερασματικά. Είναι αδύνατο η αισθητή έκφραση να είναι ασύμβατη με την αλήθεια. Παράλληλα όμως δεν είναι δυνατό να ταυτίζονται. Η αλήθεια είναι ατρεμής, μη παραστατή, μη οριζόμενη. Κάθε αισθητή έκφραση είναι παραστατή, ορίζεται έστω και προσεγγιστικά και εδώ προσεγγίζουμε κάπως ό,τι προσπαθούμε να δούμε. Λέμε πως κάθε αισθητό ως έκφραση είναι παραστατό, περιγραπτό και δεν οφείλουμε να ξεχνάμε πώς περιγράφεται και πώς ορθώνεται νόημα. Ιδού κάτι που αναδύεται: Η αλήθεια τυπώνεται αποσπασματικά σε κάθε αισθητή μορφή, είναι το είναι της και γι’ αυτό κάθε αισθητό δεν είναι παρά συνεχόμενη μαρτυρία του ανέκφραστου. Περιγράφοντας το αισθητό βρισκόμαστε μπροστά στην εξής πα- ραδοξότητα: Περιγράφουμε κάτι το οποίο δεν είναι ποτέ σταθερό, κάτι το οποίο δεν εξαρτάται αποκλειστικά απ’ τον εαυτό του, αλλά συνεξαρτάται και από πλήθος άλλων αισθητών. Πώς είναι δυνατό να γίνονται αντιληπτές τόσες πολύπλοκες πραγματικότητες χωρίς το φως της αλήθειας που είναι η νόηση; Μπορούμε επομένως να πούμε πως κάθε αισθητή έκφραση είναι διαλληλιζόμενη φανέρωση τρόπων με τους οποίους το ανέκφραστο της αλήθειας ιχνεύεται αχνά. Δεν κάνουμε όμως λόγο για δύο διαφορετικές πραγματικότητες κατά το προη- γούμενο του δυισμού υφ’ όλες του τις μορφές, ούτε για μονισμό υπό τις ποικίλες του εκφράσεις, αλλά για κάτι άλλο. Αυτό το άλλο βρίσκεται κρυμμένο στην κοινή ρίζα του νοείν και του αισθάνεσθαι, λόγου και συναισθήματος. Είναι η συμπληρωματι- κότητα που εκφράζεται ενιαία ως ενότητα, ως πλήρωμα. Είναι ο τρέφων τρεφόμενος λογισμός, ο ποιμαίνων ποιμαινόμενος. Αυτή η ενότητα αλήθειας και αισθητής έκφρασης ορθώνεται πνευματικά, είναι το πνεύμα, ο αισθητός κόσμος είναι πνευματικός σε όλες του τις μορφές, όπως και ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί αυτήν την αλήθεια.


                                                                                       

 
56
ΙΙ
ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Παρανοήσεις. Οι όροι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες αλλά και παραπλανητικοί. Στην ιστορία της φιλοσοφίας το αρνητικό εκφράζεται κυρίως ως αποφατικό, ως απερινόητο κ.ο.κ. και αυτό προσφέρει δυνατότητες “τοποθέτησης” του απολύτου σε κάποιο οπωσδήποτε φανταστικό χώρο που οδηγεί στο εξής σχήμα: Κάθε σχετικό είναι πεπερασμένο, έγχρονο, μεταβαλλόμενο κ.ο.κ., σε αντίθεση με το αρνητικό, το αποφατικό το οποίο είναι απόλυτο, άφθαρτο κ.ο.κ. Αυτός όμως ο διπολισμός είναι ριζικά εσφαλμένος και οδηγεί σε έωλες θεωρήσεις. Ας εξετάσουμε λοιπόν τους όρους προσεκτικότερα, χωρίς να υποπέ- σουμε στη γνωστή εγελιανή διαλεκτική η οποία, παρά τα θετικά της στοιχεία, είναι αντιφατική, χωρίς να σταθμεύσουμε στις σαρτρικές σοφιστικές περί αρνητικότητας σελίδες,2 κ.ο.κ. Έχουμε πει πως κάθε μέγεθος οποιουδήποτε σχήματος, μορφής, δραστικότητας, αποτελεσματικότητας, λειτουργίας κ.ο.κ., θεωρείται πεπερασμένο, αλλά ο όρος απολύτως πεπερασμένο είναι αντιφατικός. Ο όρος, επίσης σχετικώς πεπερασμένο συνιστά πλεονασμό και γι’ αυτό ακριβώς υπό τον όρο πεπερασμένο οφείλουμε να εννοούμε οτιδήποτε κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ. το οποίο αντιλαμβανόμαστε, εννοούμε, άρα γνωρίζουμε απολύτως. Τι νοούμε όμως απολύτως; Ένα μέγεθος το οποίο δεν έχει τίποτε το σταθερό, το οποίο δεν έχει τόπο, ουτοπικό δηλαδή, ή (νοούμε) το είναι του το οποίο δεν εντοπίζεται παρά στο πνεύμα μας; Δε γνωρίζουμε ποτέ τα αισθητά φαινόμενα καθεαυτά, και αυτή είναι η κύρια προσφορά του ευρύτερου ιδεαλισμού, αλλά το είναι τους το οποίο δεν είναι δυνατό να διακρίνεται απ’ το είναι της νόησής μας που εκφράζεται συγκεκριμένα ως αντίληψη. Άλλως δεν υπάρχει γνώση.
Θετικότητα. Επιπλέον, κάθε σχετικό είναι θετικό, γνωστό, και βρίσκεται αναπόφευκτα σε σχέση με άλλα σχετικά-αισθητά μεγέθη. Άρα, τα μεγέθη του αισθητού είναι αναμφισβήτητα θετικά και εδώ οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η θετικότητά τους δε βρίσκεται
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   57
στο συνεχώς μεταβαλλόμενο σχήμα, μορφή τους, δράση τους κ.ο.κ., αλλά στο πνεύμα μας, στη χωρικότητα της φαντασίας μας. Αν όντως η θετικότητα κάθε μεγέθους είναι πνευματικής φύσης, η σχετικότητά τους η οποία συνοψίζεται σε ό,τι αποκαλούμε ιδιότητές τους και η οποία νοείται απολύτως, ανήκει ή εκφράζει συγκεκριμένα τη θετικότητα της θετικότητας, το απόλυτό τους. Γι’ αυτό σε κάθε σχετικό υποκρούεται το απόλυτο το οποίο και το τρέφει, το συνέχει, το συντηρεί. Το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού. Αναλογιζόμαστε έτσι αν είναι δυνατό να κάνουμε λόγο για αρνητικότητα, αν υπάρχει χώρος για αρνητικά μεγέθη ή γενικά για αρνητικότητα ως φιλοσοφική κατηγορία και στρεφόμαστε αναπόφευκτα στην πλατωνική άποψη κατά την οποία το μη ον δεν είναι παρά το έτερο ον. Έτσι, αρνητικά, θα λέγαμε, είναι τα μεγέθη τα οποία είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά ο όρος έτερα και ετερότητα μας καλύπτει χωρίς προσφυγή στην αρνητικότητα. Τίθεται όμως ένα συγκεκριμένο πρόβλημα: Υπάρχει απόλυτη ετερότητα ανάμεσα στα μεγέθη, ή ανάμεσα στο απόλυτο και στο σχετικό; Αγγίζουμε και πάλι τη ριζική φιλοσοφική ερώτηση τη σχετική με το είναι των θετικών μεγεθών: Ποια η σχέση μεταξύ τους και η σχέση τους με το απόλυτο; Είναι σαφές πως για πολλούς μεταφυσικούς και μάλιστα κορυφαίους η απόλυτη ετερότητα ανήκει στο Είναι, στο Εν, στο Αγαθόν, στο Άπειρο, στη Βούληση, στην Ύπαρξη, στη Natura Naturans κ.ο.κ. σε μια απόλυτη δηλαδή αρχή (γιατί όχι και στην Ύλη, στη Φύση, στην Αίσθηση κ.ο.κ.) η οποία συνέχει κάθε σχετικό. Είτε δεχόμαστε είτε όχι θέσεις των σχολών, μπορούμε να εισέλθουμε στο πνεύμα τους, σε ό,τι δηλαδή αναζητούσαν ως αρχή η οποία καθιστά νοητό και εννοητό το εγκόσμως υπάρχειν και να πούμε πως οποιαδήποτε αρχή, ως απόλυτη, δεν είναι παρά η θετικότητα κάθε θετικότητας και πως η αρνητικότητα είναι πλαστός και παραπλανητικός όρος ο οποίος οφείλεται κυρίως στην προσπάθεια “ορισμού” του απολύτου ως απολύτως άλλου, ως αρνητικού σε σχέση με κάθε θετικό ορισμό ο οποίος αναφέρεται στα σχετικά μεγέθη.
Απόλυτη θετικότητα. Ωστόσο, αυτή η αρνητικότητα οδηγεί σε αντιφάσεις, αν δεν καταλήγει στο σκεπτικισμό. Μη έχοντας τη δυνατότητα στα πλαίσια αυτού του δοκιμίου να περιπλανηθούμε στην ιστορία της γνωσιοθεωρίας, μπορούμε να πούμε πως ο όρος αρνητικότητα και


                                                                                     

58
ιδίως μηδέν, είναι κάτι το αντιφατικό. Αντίθετα, κάνοντας λόγο για αρχή κάθε θετικότητας, για θετικότητα της θετικότητας, είμαστε σε θέση να νοούμε και να εννοούμε κάθε θετικό-σχετικό μέγεθος και να το αξιολογούμε. Η αρχή του, το απόλυτό του είναι το απόλυτο είναι, η απόλυτη θετικότητα, αλλά τι εννοούμε υπό τον όρο; Η απόλυτη θετικότητα ως απόλυτο είναι δεν αποτελεί καταφυγή, ούτε αοριστία, όπως υποστηρίζουν πολλοί που αντιτίθενται στη μεταφυσική, για έναν απλό και καθαρό λόγο. Αυτός ο λόγος αναφαίνεται σε κάθε προσπάθειά μας και χαρακτηρίζεται ως απόλυτη αμεσότητα, ως μη παραστατή αρχή η οποία προσφέρει νόημα στις βασικότατες και στις πλέον αναμφισβήτητες πραγματικότητες του κόσμου μας. Η κίνηση, η αίσθηση, η αντίληψη, η γλώσσα και ο λόγος είναι αδιανόητα χωρίς την αμεσότητα κάθε αμεσότητας, ως διαρκής έκσταση που συνέχεται απ’ τη στάση, ως πηγή κάθε σχήματος, μορφής, έκφρασης: Απλά, θετικότητα κάθε θετικότητας είναι το απόλυτο το οποίο μαρτυρείται σε κάθε σχετικό, κατά τρόπο που είναι αδιανόητη οντολογικά η αρνητικότητα, το μηδέν.  Βέβαια, για να είμαστε ακριβέστεροι, και πολλοί μυστικοί κάνουν λόγο για το θείο μηδέν, για γνόφο αγνωσίας κ.ο.κ., αλλά παρόμοιες θέσεις, συμβολικές οπωσδήποτε και εξαρτώμενες από θρησκευτικές αρχές, αυτοαναιρούνται από άλλες διαπιστώσεις των ίδιων των μυστικών. Αυτό όμως το βρίσκουμε και σε πολλούς μεταφυσικούς οι οποίοι ορίζουν το απόλυτα θετικό, τη θετικότητα της θετικότητας, με αρνητικά κατηγορήματα. Δεν αποφεύγεται όμως ο πανθεϊσμός με αρνητικά κατηγορήματα, ούτε με προσφυγή στο θείο μηδέν και σε παρόμοιους όρους.  Τι θα μπορούσαμε επομένως να πούμε για τη θετικότητα της θετικότητας ως αρχής; Σε τι διαφέρει απ’ το απόλυτο; Νομίζουμε πως καθιστά σαφέστατο ό,τι οι τόσο γνωστοί όροι (άτμητο, αδιάστατο, άχρονο κ.ο.κ.) διατηρούν πάντα εν κρυπτώ, πως ανοίγει την πόρτα εν- νόησης του συγκεκριμένου υπό το φως του απολύτου. Ιδού τι αναδύεται: Η πληρωματική κατάσταση η οποία μας συνέχει, η δημιουργική διάλειψη της διανοίας η οποία είναι ουσιαστικό πλήρωμα3 και όχι αρνητικότητα, όχι μόνο όταν λογιζόμαστε, αλλά και όταν αισθανόμαστε, και όταν συναισθανόμαστε και όταν θαυμάζουμε κ.ο.κ. Είναι μια μυστική κοινωνία με το ανέκφραστο στην οποία οφείλεται κάθε αντίληψη, είναι η αντίληψη της αντίληψης, ό,τι συνέχει κάθε αλλαγή και
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   59
προσφέρει νόημα ως λογική έκφραση. Όταν προσπαθούμε να εννοήσουμε μια λογική πρόταση, οποιαδήποτε, απ’ το πεδίο της επιστήμης, της ηθικής, της καθημερινότητας, φαίνεται πως “αποδημούμε” απ’ τον τύπο της πρότασης και πως κοινωνούμε με έναν κόσμο ο οποίος στην αρχή φαίνεται άγνωστος, αλλά ο οποίος είναι το είναι του είναι μας. Γι’ αυτό, καμιά έκφραση δεν έχει νόημα ως συγκεκριμένη μορφή, παράσταση, νεύμα κ.ο.κ. χωρίς το νόημά της το οποίο μόνο συμβολικά κατατίθεται. Το είναι όμως του εκφραζόμενου είναι ανέκφραστο, συνιστά πληρωματική κατάσταση η οποία γίνεται εμφανέστερη σε στιγμές πραγματικής έξαρσης, ενθουσιασμού, ικανοποίησης, ηθικού πληρώματος, πέρα βέβαια από κάθε συναισθηματισμό και επιπολαιότητα. Εδώ ακριβώς είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε γηραιές ερωτήσεις οι οποίες έρχονται και ξανάρχονται χωρίς ποτέ να βρίσκουν οριστική (πώς θα ήταν δυνατό;) απάντηση. Τονίζουμε μόνο το εξής ενδεικτικό: Η αρνητικότητα, βαθιά θεωρούμενη, δεν είναι παρά μία όψη της θετικότητας, είναι, θα λέγαμε η τραυματισμένη θετικότητα, είναι το βασίλειο της ετερότητας όπου είναι λογικές οι αντιπαραθέσεις, οι συγκρούσεις, οι συμπεριφορές, αλλά και οι φυσικές εναντιότητες με τις μορφές του φυσικού κακού. Θα λέγαμε επομένως πως υπό τον όρο αρνητικότητα οφείλουμε να εννοούμε τον κόσμο της ετερότητας, πάντα σχετικό, ατελή και υπό συνεχείς αναθεωρήσεις και αντιπαραθέσεις, τον κόσμο τον έγχρονο-έγκοσμο ο οποίος όπως είναι αδιανόητος χωρίς την αφετηριακή πληρωματικότητα που είναι το απόλυτο. Θα διακρίνουμε όμως τη φορά αυτής της αλήθειας στην καρδιά του ανθρωπίνως υπάρχειν.
Το “είναι” της αρνητικότητας. Υπάρχει είναι της αρνητικότητας; Προχωρώντας, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε πως αν αρνητικότητα είναι το έτερο, η ετερότητα, το διαφορετικό το οποίο δεν είναι δυνατό να συλλαμβάνεται παρά υπό τους όρους του συγκεκριμένου ή ως άρνησή του, δεν υπάρχει χώρος για κάτι το οποίο θα ήταν εντελώς διαφορετικό απ’ το συγκεκριμένο, από ποιαδήποτε δηλαδή μορφή ύπαρξης κάθε μεγέθους. Υπάρχει βέβαια η νόηση η οποία είναι ανέκφραστη και η οποία μαρυτείται ως εννόηση-αντίληψη, αλλά τι θα μπορούσαμε να εννοήσουμε έξω απ’ τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δια-


                                                                                   

 
60
νοούμαστε; Η άρνηση είναι άρνηση συγκεκριμένου πράγματος, αλλά, αρνούμενοι κάτι συγκεκριμένο, εννοούμε κάτι άλλο υπό τις αυτές διασκεπτικές δυνατότητες υπό τις οποίες εννοούμε ό,τι αποδεχόμαστε. Το εντελώς άλλο είναι τέχνασμα, κάτι το αδιανόητο για τη σκέψη, όσο κι αν είναι μυστική. Εδώ βέβαια “ενσκήπτει” μια άλλη, ριζική άρνηση, όπως η νιτσεϊκή για παράδειγμα, αλλά αυτή η άρνηση οδηγεί αναπόφευκτα στη μυθομανική επινόηση η οποία μας “φυγαδεύει” απ’ το χώρο της φιλοσοφίας. Υπάρχει με άλλα λόγια ένα όριο, ένα απόλυτο όριο, μακριά από κάθε κοσμογονικό προσδιορισμό, το οποίο δεν υπερβαίνεται. Είναι η κατάφαση στο υπάρχειν του οντικού και μόνο υπ’ αυτήν την προϋπόθεση τίθεται το θέμα της αρνητικότητας. Είναι έτσι σαφές πως δεν υπάρχει είναι της αρνητικότητας και κάθε προσπάθεια οδηγεί σε μυθομανικές επινοήσεις (αιώνια επιστροφή, άρνηση νοήματος, διαφορίζουσα διαφορά κ.ο.κ.) οι οποίες είναι εκ των προτέρων αντιφατικές. Το είναι της αρνητικότητας είναι παραλογισμός. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο νιτσεϊκός μηδενισμός οδηγεί στον αμοραλισμό υπό σωρεία αντιφάσεων οι οποίες εδράζονται σε μυθομανείς επινοήσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την αιώνια επιστροφή των μεγάλων μυθικοθρησκευτικών θεωρήσεων.  Δε μπορούμε να αρνούμαστε παρά κάτι το συγκεκριμένο, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπροτείνουμε μια διαφορετική αλήθεια η οποία οφείλει να σέβεται τους όρους υπό τους οποίους αρνούμαστε ή καταφάσκουμε.  Ποιοι είναι όμως οι όροι κατάφασης ή άρνησης; Γνωρίζουμε πως οι αρνητικές κρίσεις αρνούνται κάτι το συγκεκριμένο εν όψει μιας άλλης κατάφασης. Η ολική άρνηση είναι εκ των προτέρων αντιφιλοσοφική, αντιφατική, γιατί, υιοθετώντας τον τρόπο του εκφράζεσθαι της κατάφασης, τον αρνείται ταυτόχρονα.  Δεν υπάρχει, δεν είναι διανοητή η καθολική άρνηση, ούτε στην αποφατική ή αρνητική θεολογία, καθόσον και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι ή θεολόγοι που φαίνονται αποφατικοί οικοδομούν τρόπους προσέγγισης του απολύτως αποφατικού. Αυτό όμως είναι τέχνασμα το οποίο δε μας απαλλάσσει από αντιφάσεις. Θα λέγαμε επομένως πως είναι της αρνητικότητας είναι η κατάφαση στο πληρωματικό είναι το οποίο δεν εκφράζεται. Είναι της αρνητικότητας είναι η απόλυτη θετικότητα, όπως είναι του σχετικού είναι το απόλυτο, είναι του πεπερασμένου εί-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   61
ναι το άπειρο. Οποιαδήποτε άλλη άρνηση είναι σιωπή, οφείλει να είναι σιωπή ή ἀλαλία των σκεπτικών. Είναι όμως σαφές πως ούτε οι σκεπτικοί, ούτε οι ριζικοί αρνητές νοήματος μπορούν να προχωρήσουν και να προτείνουν φιλοσοφικές θεωρήσεις. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε και κάτι το οποίο έχει νόημα. Οι καθολικές αποφατικές κρίσεις της αριστοτελικής λογικής λ.χ. έχουν την ίδια ισχύ των γενικών καταφατικών, γιατί τις προϋποθέτουν. Χωρίς τις γενικές καταφατικές οι πρώτες δεν έχουν κανένα νόημα. Είναι εκ των προτέρων αντιφατικές, κάτι που σημαίνει πως δεν έ- χουν καμιά λογική ισχύ. Βέβαια και στην εγελιανή διαλεκτική υπάρχει η άρνηση, όπως είδαμε, αλλά ως απόλυτη θέση, ως κατάφαση στο σχετικό, παρά τις δυσκολίες οι οποίες ανακύπτουν.  Επιγραμματικά: Αν το είναι της αρνητικότητας έχει κάτι να πει, εί- ναι η απόλυτη κατάφαση, και όταν την αρνείται, είναι η καθαρή αντίφαση.
Το ερωτάν ως αποκρίνεσθαι. Λέχθηκε πως η φιλοσοφία μάς μαθαίνει να κάνουμε σωστές ερωτήσεις. Δεν προσέχθηκε όμως κάτι σημαντικότερο: Η ρίζα, η αρχή κάθε δυνατής απάντησης βρίσκεται στην ερωτώσα συνείδηση, γιατί είναι αδύνατο να κάνουμε ερωτήσεις χωρίς να γνωρίζουμε κάτι. Απλά, χωρίς την πρώτιστη γνώση η οποία είναι απόλυτο προδεδομένο μας, δεν υπάρχει δυνατότητα καμιάς απάντησης. Μόνοι νοώντας το απόλυτό μας και του απόλυτο του κοσμικού συμβαίνοντος είμαστε σε θέση να θαυμάζουμε, να εκπληττόμαστε απ’ τη μαγεία του αισθητού, των μορφών του πεπερασμένου, απ’ το νόημα που αναδύει το πρόσωπο, το χαμόγελο, το νεύμα του πλησίον, η πραγματικότητα του συνανθρωπίνως συνυπάρχειν.  Αν τα πράγματα είναι έτσι, το είναι της απάντησης βρίσκεται στο ερωτάν, τουλάχιστον αφετηριακά. Εκείθεν μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε το συγκεκριμένο και να επιχειρούμε την “εκπόρθευση” συγκεκριμένων γνώσεων σε όλα τα πεδία των δραστηριοτήτων μας, απ’ τις πρώτες τέχνες, μέχρι το θαυμαστό κόσμο της επιστήμης και της ηλεκτρονικής-πληροφορικής. Στον εμπειρισμό κάθε μορφής που αποκρούει αυτήν την αλήθεια κάνοντας λόγο για δογματισμούς κ.ο.κ., μπορούμε να αντιτάξουμε τα ακόλουθα: Και όταν ακόμη “αντικρούεται” η έμφυτη πρώτιστη γνώση, η αντίκρουση γίνεται απ’ τη σκεπτομένη διάνοια, απ’ τη λογική,


                                                                                     

 
62
υποτίθεται ακολουθία των λογικών επιχειρημάτων τα οποία ωστόσο προϋποθέτουν σκεπτομένη διάνοια, την αντίληψη η οποία επιστρατεύεται για να αυτοαναιρεθεί εις όφελος ποικίλων συνειρμισμών.  Είναι σαφές πως χωρίς το υποκείμενο δεν υπάρχει γνώση, αλλά καθίσταται σαφέστερο πως χωρίς την πρώτιστη (και γι’ αυτό ανέκφραστη) γνώση κάθε γνωσιοθεωρητική προσπάθεια είναι έωλη και αντιφατική. Στο ερωτάν επομένως και στη δυναμική του βρίσκεται το είναι του αποκρίνεσθαι.  
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   63  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
20 Φεβρουαρίου 2013. Έχουμε κάνει λόγο για το εκτατό, το εκτεινόμενο, και το ερώτημα συνίσταται στο αν τα αισθητά είναι εκτατά. Εξάλλου πολλοί φιλόσοφοι έχουν κάνει λόγο για εκτατότητα, γι απόλυτη εκτατότητα, όρο ο οποίος, παράλληλα με εκείνον του χώρου, έχει δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση, αντιφάσεις και προβλήματα. Τι εννοούμε όμως με τον όρο εκτατά; Κάθε τι το οποίο εκτείνεται, το καρτεσιανό res extensa, κάθε τι το οποίο αισθανόμαστε, κάθε αισθητό. Αν η αίσθησή μας είναι η ορατή όψη της αντίληψής μας, είναι σαφές πως ένα, οποιοδήποτε, εκτατό, είναι θετικό μέγεθος που κινείται, φθείρεται, αναδύει οσμές, είναι σκληρό, μαλακό κ.ο.κ. Αυτοί όμως οι χαρακτήρες δεν έχουν τίποτε το σταθερό, όπως υποψιαζόμαστε πως έχει η εκτατότητα ή ο λεγόμενος χώρος. Το res extensa της καρτεσιανής παράδοσης που έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του σπινοζικού πανθεϊσμού, δε λέει τίποτε. Μήπως εννοούμε επομένως υπό τον όρο εκτατό μια σταθερή και μόνιμη οντότητα την οποία δε συναντάμε σε κανένα αισθητό; Αν υπάρχει επομένως κάτι σταθερό και αμετάβλητο, δεν είναι αισθητό. Δε μπορεί να είναι αντικείμενο, δε μπορεί να εκτείνεται, γιατί ό,τι “εκτείνεται” και έχει δια- στάσεις δεν είναι αμετάβλητο. Το εκτατό επομένως όχι μόνο δεν είναι παραστατό, αντικείμενο, αλλά νοητή εικόνα του απολύτου, αιώνιος τρόπος και τόπος έκφρασης της νόησης, η αρχέγονη φαντασία. Έχουμε πει πως δε μπορούμε να φαντασθούμε τη φαντασία μας και κάναμε λόγο για τη χωρικότητα της φαντασίας η οποία είναι μήτρα κάθε φαντασιακής παράστασης αισθητών πραγμάτων. Ο αισθητός κόσμος επομένως νοείται φαντασιακά, άρα δεν είναι εκτατός, δεν εκτείνεται, δεν είναι ούτε διαστατός. Υπάρχει πνευματικά, είναι συμφυής με το αισθάνεσθαι, με το φαντάζεσθαι, με το εννοείν. Αυτό μας οδηγεί και στην καρδιά της κοσμολογίας. Όταν λέω ο κόσμος των αισθητών πραγμάτων… ήδη αποφαίνομαι για κάτι το ο-


                                                                                       

 
64
ποίο δε συνειδητοποιώ, ενώ αποτελεί ήδη απόλυτο δεδομένο κάθε απόφανσης, παρατήρησης, πρότασης. Ο κόσμος, ο αισθητός κόσμος: Δε μπορώ να κάνω οποιονδήποτε λόγο για “τον” αισθητό κόσμο χωρίς την έμφυτη νόησή του ως απόλυτης αλήθειας της οποίας μπορώ να γνωρίζω οποιαδήποτε έκφανση, φανέρωση, λειτουργία. Το πρωταρχικότατο φωτίζει κάθε επιμέρους. Είναι επίσης αδιανόητο να κάνω λόγο για κάτι το οποίο θα ήταν εντελώς διαφορετικό απ’ το είναι μου και απ’ τις πνευματικές μου καταλληλότητες. Το εντελώς άλλο είναι αντιφατικός όρος. Το κοσμικό πεδίο επομένως του οποίου είμαι κοινωνός δεν εκτείνεται ως αντικείμενο, είναι φαντασιακή εκδίπλωση του απόλυτου με “τόπο” έκφρασης το πνεύμα μου. Έτσι, κάθε διάσταση, κάθε απόσταση, δεν έχει εξωτερική ύπαρξη, αλλά πνευματική και γι’ αυτό ακριβώς ο όρος εκτατό4 δε σημαίνει παρά το απόλυτο το οποίο δεν είναι ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό, αλλά αληθεύον. Κατά βάθος το εκτατό όχι μόνο δεν έχει τίποτε το “υλικό”, όχι μόνο δεν είναι αντικείμενο παράστασης, αλλά δηλώνει τη νόηση.  Πάντα βέβαια υπάρχει δυσκολία εννόησης του λεγόμενου εκτατού και αυτό οφείλεται στο ότι υπό τον όρο δε μπορούμε να εννοήσουμε κάτι συγκεκριμένο (τα αισθητά εννοούνται), αλλά στο ότι τον νοούμε. Μας διαφεύγει όμως πως νοούμενο είναι μόνο ένα και πως δε μπορεί να είναι αντικείμενο. Στην ατελέσφορη όμως προσπάθειά μας να νοήσουμε την απόλυτη εκτατότητα ως αντικείμενο, περιπίπτουμε σε μια κατάσταση απόλυτης αοριστίας και αφήνουμε τη νόησή μας να αιχμαλωτίζεται από ό,τι θεωρούμε χώρο. Ακολουθεί ο όρος εξωτερικότητα ο οποίος περιλαμβάνει χώρο και αισθητά, αφήνοντας το πνεύμα μας σε παθητική κατάσταση. Κτίζουμε έτσι μια αντικειμενική τάχα πραγματικότητα της οποίας το πνεύμα μας είναι αιχμάλωτο. Γινόμαστε πα- θητικοί αποδέκτες μιας εξωτερικής πραγματικότητας ή ερμηνεύουμε τη γένεση του εγώ μας απ’ τους τρόπους έκφρασης και λειτουργίας της λεγόμενης εξωτερικότητας. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Το υπάρχειν μας είναι αμετάκλητα ένσαρκο. Υπάρχουμε ως έγχρονοι-ένσαρκοι και αυτό είναι καθοριστικό. Η νόησή μας είναι μεν απόλυτη, αλλά όχι παθητικά. Είναι η κίνηση κάθε κίνησης, η θετικότητα κάθε θετικότητας, το απόλυτο πλήρωμα το οποίο συναντάμε σε κάθε αίσθηση, εννόηση, είναι πρώτιστη γνώση που νοηματοδοτεί κάθε γνώση των αισθητών.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   65
22 Φεβρουαρίου 2013. Το είναι της νόησης ενεργοποιείται ως εννόηση-αντίληψη, κάτι που σημαίνει συγκεκριμένα. Στο συγκεκριμένο όμως, σε κάθε συγκεκριμένο, πυρήνας και αρχή είναι το απόλυτο. Αντιλαμβανόμαστε επομένως τα αισθητά ως φθαρτά, ως κινητά κ.ο.κ., αλλά τέτοιοι είναι και οι αισθητήριοι δέκτες μας ή πομποί μας για να είμαι ακριβέστερος. Ας προσέξουμε ιδιαίτερα: Η αίσθηση ως πνευματική λειτουργία, αλλά και το αισθητό, ζωοποιούνται, αποκτούν νόημα μόνο αντιληπτικά, και δεδομένου ότι η αντίληψη είναι συγκεκριμένη νόηση, μόνο νοητά. Να γιατί το φθαρτό, το νοητό, το μεταβλητό κ.ο.κ., το αντιλαμβανόμαστε-νοούμε άφθαρτα, άτμητα, αμετάβλητα. Έπεται πως η αντίληψη και η γνώση δεν είναι μόνο δημιουργικές δυνάμεις, αλλά και πως μαρτυρούν αχρόνως το έγχρονο. Χωρίς τον άφθαρτο χαρακτήρα των πραγμάτων, την αιώνια φύση τους δηλαδή, δεν υπάρχει καμιά γνώση. Είμαστε τώρα σε θέση να πούμε χωρίς δισταγμό πως ό,τι ονομάζεται εκτατό, εκτατότητα, χώρος, δεν είναι παρά το απόλυτο είναι μας το οποίο δε μπορούμε ούτε να παραστήσουμε, ούτε να ορίσουμε επειδή είναι το απόλυτο πλήρωμά μας; Στην απλή ερώτηση πού κινούνται επιτέλους τα αισθητά, πώς μεταβάλλονται, αυξάνονται, μεγαλώνουν κ.ο.κ. αν όχι στο χώρο;, η απάντηση είναι ακριβής: Κινούνται, μεταβάλλονται κ.ο.κ. πάντα νοητά, στην εκτατότητα-χωρικότητα της φαντασίας, γιατί οι αποστάσεις και οι μεταβολές τους είναι ενεργήματα του απολύτου που εννοούνται απ’ τον άνθρωπο πνευματικά. Και οι αστρονομικότερες των αποστάσεων είναι πνευματικές και ποτέ διαστημικές. Ποια όμως η διαφορά του πνευματικού απ’ το νοητό;
23 Φεβρουαρίου 2013. Πριν επισκοπήσουμε τις σχέσεις νόησης και πνεύματος, οφείλουμε να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με την πρωτογενή και δευτερογενή φαντασία. Λέμε: Η φαντασία είναι το άρμα του νου, είναι ο τρόπος με τον οποίο το απόλυτο-νους καθιστά δυνατή τη νόηση-εννόηση. Ταυτόχρονα η φαντασία είναι χωρική. Μήπως αυτό υποκρύπτει τη διάθεση ή παρασύρει στην αντικατάσταση του ό,τι λέμε χώρος-εκτατό, με τη φαντασία, με τη χωρικότητά της δηλαδή; “Χωράει” με άλλα λόγια η φαντασία το αισθητό; Απάντηση στο ερώτημα προσφέρεται με προσε-


                                                                                 

66
κτική θεώρηση της ίδιας μας της φαντασιακής καταλληλότητας. Είναι ένα είδος “εσωτερίκευσης” του χώρου-εκτατού, ένα είδος κοινωνίας του νου μας με το είναι των πραγμάτων, κάτι χωρίς το οποίο δε επισυμβαίνει καμιά πνευματική ενέργεια. Ας μην ξεχνάμε όμως κάτι: Δε μπορούμε να συλλάβουμε, να εν- νοήσουμε την απόλυτη, την πρωτογενή φαντασία, ούτε να την φαντασθούμε, δεν είναι κάτι το αισθητό. Απκαλύπτεται, είναι το ενεργούν είναι μας, είναι το πληρωματικό μας είναι που γίνεται θετικότητα και που μαρτυρείται με κάθε συγκεκριμένη και ενεργό φαντασιακή μας δραστηριότητα. Όταν αποσυρόμαστε, όταν δηλαδή παύουμε να φανταζόμαστε, να αντιλαμβανόμαστε, να αισθανόμαστε, όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ριζικής αυτοσυγκέντρωσης, είμαστε κατεξοχήν, σύνεσμεν με το κοσμικό είναι πέρα από κάθε σχετική συνύπαρξη. Αυτή η κατάσταση, ανέκφραστη, δε γνωρίζει αποστάσεις, είναι το είναι του ανθρωποκόσμου, απόλυτο, αμίαντο, αιώνιο. Μόνο με την ενέργεια της πρωτογενούς φαντασίας καθίσταται θετικό, αντιληπτό, εκφράζεται δηλαδή πνευματικά. Όμως, η αποσπασματικότητα του κόσμου (και αυτό επιμαρτυρεί την ενότητά του) πορίζει την ατομική φαντασία ως συνεχόμενο έκτυπο της πρωτογενούς. Γι’ αυτό ακριβώς η προσωπική φαντασία ανα- πτύσσεται στο μέτρο του υπάρχειν μας, του έγκοσμου ενεργείν μας και είναι δυνατό να υποπίπτει σε σφάλματα και σε φαντασιώσεις. Απόλυτη νόηση, απόλυτη φαντασία, απόλυτη αίσθηση, απόλυτη γνώση είναι ιδεατή κατάσταση, το άμωμο που δεν εκφράζεται αλλά που μαρτυρείται σε κάθε σχετικό.
25 Φεβρουαρίου 2013. Παραμένει όμως μια βασική απορία: Μπορούμε να παραστήσουμε το είναι μας και μάλιστα όπως το νοούμε κατά την ύστατη αυτοσυγκέντρωση; Γνωρίζουμε πως το πρόβλημα απασχόλησε κυρίως τους ανατολικούς σοφούς και τις σχολές τους. Ήδη όροι όπως μη εγώ (anatta), κενότητα, κάρμα κ.α. είναι γνωστοί μας. Εκ των προτέρων βέβαια γνωρίζουμε πως απ’ τη στιγμή που προσπαθούμε να καταστήσουμε αντικείμενο περιγραφής κάποια ανέκφραστη κατάσταση, την εκφυλίζουμε, τη χάνουμε. Οξύτατο επομένως ερώτημα: Τι είμαι στο είναι μου, ποιο είναι το είναι του υπάρχειν μου κυρίως κατά την αυτοσύλληψή μου; Αν αυτή η κατάσταση δεν είναι η απόλυτη διάχυση της αμεσότη-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   67
τάς μου στο χώρο, όπως νόμιζα παλαιότερα, τι είναι; Τι είμαι όταν προσπαθώ να εντοπίσω το είναι μου πέρα απ’ την αισθητή εμπειρία, τι είμαι πέρα απ’ αυτό το οποίο με την πρώτη ματιά φαίνεται ως μηδέν, ως άνοια, ως διάλειψη της θετικής εμπειρίας; Κάνουμε λόγο για απόλυτη κατάσταση, για άληπτη κοινωνία με το ανθρωποκοσμικό είναι το οποίο θεωρούμε ανέκφραστο, αλλά μας διαφεύγει ότι κάνοντας λόγο για οτιδήποτε που θα εξέφραζε ή που θα περιέγραφε αυτήν την κατάσταση, εκτροχιαζόμαστε χωρίς να το κατανοούμε. Άλλος τρόπος είναι η σιωπή, αλλά παρόμοια σιωπή βυθίζει στο “μηδέν”. Μήπως όμως τα προηγούμενα ερωτήματα όπως και πολλά άλλα είναι ψευδοερωτήματα που δεν οδηγούν πουθενά, αν δεν αποπροσανατολίζουν; Θα μπορούσαμε όμως να κινηθούμε διαφορετικά και να ερευνήσουμε ποιος θέτει αυτήν την ερώτηση και τι προηγείται αυτού του απορητικού θαυμασμού. Για να γίνει όμως αυτό οφείλουμε να διαγνώσουμε αν η ερώτηση είναι έγκυρη. Τι είμαι, τι είναι το είναι μου; Το “τι”, το “ποιο”, παραπέμπουν συνήθως σε συγκεκριμένα μεγέθη με την πρώτη ματιά. Προηγείται όμως κάτι άλλο, δεδομένου ότι κάθε ερώτηση προϋποθέτει κάποια γνώση, έστω και λανθασμένη. Νομίζω ότι προσεγγίζουμε σημαντικά τον πυρήνα του προβληματισμού μας.
27 Φεβρουαρίου 2013. Ποιος είμαι εγώ που γνωρίζω και τι γνωρίζω; Αυτός όμως ο ριζικός προβληματισμός προϋποθέτει κάτι. Προϋποθέτει το υποκείμενο το οποίο σκέπτεται, διαλογίζεται, αισθάνεται και αυτό σημαίνει οπωσδήποτε γνώση, γιατί η δυνατότητα και η πραγματικότητα της σκέψης είναι ήδη γνώση, γιατί, επιπλέον, η αίσθηση είναι άμεση γνώση, γιατί, όταν θέτω τις ριζικές ερωτήσεις και νοώ και φαντάζομαι και αντιλαμβάνομαι και αισθάνομαι. Πρόκειται για άμεση, για πρώτιστη γνώση, για απόλυτη γνώση χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να υπάρχει συγκεκριμένη μορφή γιγνώσκειν. Αν ισχύει αυτό, η μόνη μορφή γνώσης είναι η ανέκφραστη αλλά σαφέστατη γνώση, κατά τρόπο που οι μετέπειτα δεν είναι παρά συγκεκριμένες αναγνώσεις της. Η πρώτη γνώση μου η οποία είναι η ανέκφραστη κοινωνία μου με το είναι του κόσμου με το οποίο ταυτίζομαι είναι μεν ανέκφραστη,


                                                                                     

68
δεν εκφράζεται με κανένα όρο της γλωσσικής καταλληλότητάς μου, υπερβαίνει δηλαδή κάθε συμβολική έκφραση, αλλά πολυεκφράζεται σχετικά σε κάθε μορφή γιγνώσκειν. Το έχουμε πει και αλλού, παρά τη σχετική διαφοροποίηση: Η πρώτη-απόλυτη γνώση είναι αλήθεια που καταρδεύει τις γνώσεις, θυσία που τρέφει τη σχετικότητα, αφέλεια, καθαρότητα, αγνότητα. Είναι πλήρωμα ζωής, ηθική επίλαμψη, κάτοψη του αληθεύοντος στο σχετικό. Συνάγεται πως όταν κάνουμε λόγο για το απόλυτο, το εννοούμε στο σχετικό, σε κάθε έκφραση του σχετικού που είναι και εκφραστό. Ωστόσο, κάθε εκφραστό που είναι σχετικά γνωστό δεν είναι η ουσιαστική γνώση, γιατί πραγματική γνώση είναι η Αλήθεια που δεν εκφράζεται. Αυθεντικότερη μάλιστα “έκφραση” της γνώσης είναι η αλήθεια του ηθικού, σε σημείο που το οντολογικό μόνο ως ηθικό νοείται.5 Αν όμως η γνώση –αλήθεια δεν εκφράζεται, πώς κάνουμε λόγο για το ηθικό το οποίο και θα νοηματοδοτούσε κάθε γνώση; Αν οποιαδήποτε γνώση εκφράζεται συμβολικά, αυτό σημαίνει πως εγκλωβίζεται σε σύμβολα, αλλά τα σύμβολα εικονίζουν μια παράμονη αλήθεια. Το βλέπουμε με τους αριθμούς λ.χ. οι οποίοι εκφράζονται με σύμβολα, αλλά και στην ευρύτερη θεώρηση κάθε γλωσσικής έκφρασης που είναι συμβολική. Όμως και η μαθηματική έκφραση που είναι πάντα “σχετική” (συναρτησιακές μεταβλητές κ.ο.κ.) δεν αποβλέπει παρά στην περιγραφή φαινομένων, περιγραφή η οποία ισχύει σχετικά. Κι’ όμως, ας το προσέξουμε, νοηματοδοτείται πάντα κάτι, αναδύεται πάντα ένα νόημα, κάτι που συμβαίνει, έστω και ως εσαεί μεταβαλλόμενο. Ας μη μας διαφεύγει τέλος πως οι μαθηματικές παραστάσεις δεν είναι διαστημικές, αλλά λογικές και αυτό τις αποδεσμεύει από κάθε χωρικότητα. Πώς επομένως μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι το οποίο μεταβάλλεται συνεχώς; Τι γνωρίζουμε απ’ το περιγραφόμενο: Το είναι του ή το φαίνεσθαί του; Η μεταφυσική παράδοση, πέρα απ’ τις διαφορές των σχολών, δέχεται πως δε γνωρίζουμε το φαίνεσθαι των πραγμάτων παρά μέσω του είναι τους. Αναγνωρίζουμε στους φθαρτούς χαρακτήρες την άφθαρτη ουσία, το άφθαρτο είναι. Στο υπάρχον το είναι, στο πε- περασμένο το άπειρο. Τείνουμε να κοινωνούμε με μια παράμονη κατάσταση η οποία είναι ακλινής, μη παραστατή, αλλά ορίζουσα. Σε αυτή την κατάσταση δε “μπαίνουμε” με καμιά επιμέρους γνώση, αλλά αυτή επιτρέπει κάθε ειδική γνώση, επιστημονική ή μη.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   69
Ας δούμε κάτι: Οι γενικές έννοιες, ως καθολικές, παύουν να υπάρχουν στην καρδιά του είναι, αφού νοούνται απολύτως, ενώ αναβλαστάνουν σε κάθε μορφή συγκεκριμένου. Αν αναλύσουμε όμως οποιαδήποτε οικουμενική έννοια, την προσεγγίζουμε στα φθαρτά, μεταβλητά κ.ο.κ. γνωρίσματα-χαρακτήρες, αλλά αυτοί οι χαρακτήρες που εί- ναι ταυτολογικοί, κοινοί δηλαδή σε όλα ανεξαίρετα τα αισθητά, δημιουργούν σε κάθε περίπτωση διαφορετικά είδη γένη, άτομα. Μυριόμματη η πραγματικότητα, μηνύει σε κάθε περίπτωση την άφθαρτη αρχή της που είναι και η τροφή της, το απόλυτο που αποκαλύπτεται ως θυσία, ως προσφορά, ως αγάπη, ως εγκαρτέρηση, ως αναλισκόμενο και μηδέποτε εξαντλούμενο είναι με το άφθιτο κάλλος. Αυτό ονομάζουμε πρωτογενή πληροφορία, ατρεμή αλήθεια που είναι και τροφή της διανοίας. Δε διανοούμαστε παρά ηθικά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει προήγηση ή ανωτερότητα του ηθικού απέναντι στο διανοητικό, το ηθικό, η ηθικότητα, είναι γνώση, είναι η πεμπτουσία του νου. Είναι όντως ανέκφραστο το ηθικό; Φυσικά δεν εγκλείεται σε κανένα σύμβολο (παλαιότερα, στις συναντήσεις με κύριο θέμα Η Αποκάλυψη της Φιλοσοφίας, Δρόμων, 2004, διαπιστώναμε: Είμαστε περιορισμένοι και αυτό καθιστά αναπόφευκτη τη συμβολική έκφραση η οποία είναι ταυτόχρονα και αποκαλυπτική… Ανθρωπίνως ακφράζεσθαι σημαίνει συμβολικά εκφράζεσθαι και αυτό δεν οδηγεί σε αποκρυφιστικές ή θεοσοφικές απόψεις, αλλά τις “αφοπλίζει”: αναπροσλαμβάνει ό,τι τυχόν θετικό έχουν ως επεκτάσεις του μυθικού πνεύματος και το προσφέρει φιλοσοφικά, με οικουμενικό κριτήριο, πέρα από δογματικές ιδιαιτερότητες. Σελ. 23 και 34) ή συμβολική γραφή, είναι άρρητο, αλλά αειγενής παρουσία που δίνει νόημα. Έτσι τα αισθητά, τα φαινόμενα, καθορώνται στην αληθεύουσα φύση τους. Η μαρτυρία, οσοδήποτε σχετική, είναι η ασφαλέστερη φανέρωση. Έκφραση και μαρτυρία τείνουν να διενώνονται στο ηθικό με οριακά σημεία έκφρασης τον απαθή- άγιο.


                                                                                     

ΙΙΙ
ΑΥΤΟΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
Η ριζική ερώτηση. Ίσως ο όρος του τίτλου αυτού του κεφαλαίου είναι ανεπαρκής, όπως και πολλοί άλλοι οι οποίοι τείνουν να εκφράσουν την ίδια κατάσταση: Αφαίρεση, αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη, ενόραση κ.ο.κ. Οι όροι συνοδεύουν την ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά είναι παντού, και στην επιστημονική προσπάθεια και στην καλλιτεχνική έμπνευση και στο στοχασμό, όπως και στην καθημερινότητά μας. Μας πολιορκούν και τους πολιορκούμε συνεχώς. Σημαίνουν άρα τίποτε ή είναι και αυτοί νεφελώματα της μεταφυσικής;  Με την πρώτη ματιά η αφαίρεση φαίνεται να αντιτίθεται στην αυτοσυγκέντρωση, η κατάνυξη στην ενόραση και θυμούμαστε κάποιους άλλους όρους όπως συστολή και διαστολή, όρους παρμένους απ’ το φυσικό κόσμο, όπως επίσης και ένα γνώριμό μας από παλιά, την πληρωματική κενότητα6. Ας ξεκινήσουμε από κάτι απλό το οποίο συμβαίνει και σε ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καμιά φιλοσοφική παιδεία. Όλοι μπορούμε να σκεφθούμε αν το προσπαθήσουμε, αν αποτινάξουμε το ζυγό της συνήθειας η οποία παραλύει τη σκέψη, παρασύροντάς την στις στενωπούς του υπόδηλου συνειρμισμού. Πρόκειται για ριζική φιλοσοφική ερώτηση η οποία συνίσταται στο τι είναι η σκέψη, γιατί μόνο όταν σκεπτόμαστε αυτοσυγκεντρωνόμαστε, κατανυσσόμαστε, αφαιρούμαστε απ’ τις πολυσχιδείς υποβολές του εξαντικειμενικευμένου αισθητού. Στην καρδιά της σκέψης όμως συναντάμε τις μεγαλύτερες δυσκολίες, γιατί μας είναι αδύνατο να αφεταιρίσουμε το σκέπτεσθαι απ’ το αισθάνεσθαι, το λόγο απ’ το συναίσθημα. Οι μεγάλες όμως δυσκολίες είναι και οι πιο γόνιμες ευκαιρίες προσέγγισης της αλήθειας. Όταν σκεπτόμαστε, δεν επιστρατεύουμε τυφλά τις μέχρι τότε γνώσεις μας ώστε στις ήδη υπάρχουσες να προστεθεί μια κάποια νέα η οποία όμως υφίσταται πριν την ανακαλύψουμε. Η σκέψη ως νηφάλιος λογισμός δεν είναι αναδρομή σε ό,τι ήδη γνωρίζουμε ώστε να παραχθεί με συνδυαστική, αναλογική, συνεκδοχική, αιτιοκρατική, συνειρμική κ.ο.κ. ακολουθία κάτι νέο, όπως το θέλουν κατά κανόνα οι λογικές θεωρίες
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   71
των σχολών. Το είναι της ίδιας της σκέψης υπερφαλαγγίζει τις επιμέρους γνώσεις για έναν πολύ απλό λόγο: Δεν υπάρχει καμιά απολύτως γνώση στηριζόμενη στις επιφανειακές πληροφορίες των αισθητών πραγμάτων, επειδή ακριβώς τα τελευταία δεν έχουν τη δυνατότητα παροχής γνώσεων ως εσαεί μεταβαλλόμενα. Ας το κατανοήσουμε με κάθε δυνατή βεβαιότητα: Τα αισθητά πράγματα δε μπορούν να παράσχουν πληροφορίες ως εσαεί ενεργούντα και ματασχηματιζόμενα, ούτε ο νους μας μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το συμβαίνον τους το ο- ποίο καθεαυτό δεν προσφέρει νόημα. Τα αισθητά πράγματα ως συμβολικές εκφράσεις του είναι κατευθύνουν ακριβώς στην πηγή και έκτοτε η αντίληψη συναντάει το συγκεκριμένο τους υπάρχειν ως επισυμβαίνουσα έκφραση του είναι. Τι γνωρίζουμε, ή, για να είμαστε πιστοί στην προσπάθειά μας, τι είναι η γνώση, αν το θεμέλιό της βρίσκεται στα πράγματα και στις λεγόμενες ιδιότητές τους; Σαφώς δεν υπάρχει γνώση, αν στηριζόμαστε στις πληροφορίες των αισθήσεων και στον “εξ’ αντικειμένου” κόσμο ο οποίος θα ήταν πλήρως διακριτός απ’ το πνεύμα μας.  Αντίθετα, αν το συνέχεσθαι των πραγμάτων συλλαμβάνεται μόνο νοητά, αν η φύση τους επομένως είναι πνευματική, η γνώση τους δεν παράγεται απ’ το φαίνεσθαί τους, αλλά υποδηλώνεται αισθητά με αυτό. Ήδη, δεν οδηγούμαστε επαγωγικά στο γιγνώσκειν, αλλά με την εμβαθυμένη σκέψη το είναι της οποίας προσπαθούμε να πολιορκήσουμε. Η ενέργεια του πνεύματός μας κατά τη στιγμή που επιστρατεύει τη μνήμη, την κρίση, τη φαντασία δεν κινείται προς τα πράγμα- τα, προς τα εσαεί μεταβαλλόμενα πράγματα, αλλά προς το ίδιο του το είναι και αυτό εννοούμε με τον όρο αυτοσυγκέντρωση ο οποίος μας αποσπάει απ’ τον κόσμο των μεταβολών και της φαινομενικότητας. Το πνεύμα μας “συστέλλεται”, “διαστέλλεται”, “αφαιρείται”, (οι όροι είναι σχετικοί, συμβολικοί, αλλά τείνουν να εκφράσουν κάτι το οποίο τους υπερβαίνει), δεν ταυτίζεται με τίποτε το εξωτερικό, το λεγόμενο χώρο, ας πούμε, δε βυθίζεται σε κάποιο υπερούσιο μηδέν, όπως νόμισαν πολλοί, δεν…, δεν…, γιατί αυτή η κατάσταση δεν είναι παραστάσιμη και γι’ αυτό δεν περιγράφεται. Νοείται, και νομίζω πως αποτελεί την ιερότερη, την ουσιαστικότερη ανέκφραστη πληροφορία η οποία οδηγεί στη γνώση. Το άχρονο. Περί τίνος πρόκειται; Πρόκειται για την πιο γνώριμη κατάσταση της διανοίας μας, γιατί χωρίς αυτήν ακυρώνεται το γιγνώ-


                                                                                       

 
72
σκειν, αλλά ας προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε. Είναι το άχρονό μας, το απόλυτό μας, το είναι μας-είναι του κόσμου, άρα και με το εί- ναι των πραγμάτων που είναι κοινό. Ήδη, αναγνωρίζουμε στη συγκεκριμένη γνώση η οποία ενσκήπτει ως ιερό φως ό,τι αναζητάμε ως συνέκφραση της ταυτότητας, της ετερότητας, της ομοιότητας-αναλογίας, άρα ως αλήθεια η οποία μόνο συμβολικά εκφράζεται στην αισθητή φανέρωση του κόσμου. Εκφράζεται συμβολικά, άρα ατελώς, γιατί καμιά λογική γνώση δεν είναι απόλυτη, δεδομένης της συνεχούς αλλαγής. Ο τύπος της όμως, λογικός, μαθηματικός, κατά τις περιστάσεις, αναδύει το είναι της, αφού είναι πνευματική έκφραση.  Κατά την αφαίρεση ή αυτοσυγκέντρωση ή περισυλλογή βλέπουμε πώς η φαντασία μας, η μνήμη μας αλλά και η καταλληλότητα του αισθάνεσθαι αποδιαστέλλονται ως νόηση χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να επιτελεσθεί η γνώση.  Η σκέψη επομένως που είναι αδύνατη χωρίς την αυτοσυγκέντρωση δεν επινοεί κάτι δικό της, αλλά πληροφορείται απ’ τη διάνοια, με τη διαφορά πως η πρώτη εκφράζεται αναποφεύκτως ως πνευματική ενέργεια η οποία διατυπώνει έγχρονα την άχρονη, την αιώνια φύση του γιγνωσκομένου. Έχουμε πει παλαιότερα πως δεν υπάρχει γνώση χωρίς την ανάγνωση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων και οφείλουμε να δούμε το νόημα του όρου σε σχέση με την προβληματική μας. Γνωρίζουμε πως οποιαδήποτε έκφραση ως συμβολική είναι σχετική, ότι δεν ισχύει απολύτως, παρά το ότι εκφράζει ένα νόημα που είναι αντιληπτό. Δε λέμε πως είναι ψευδής, αλλά πως είναι σχετική. Πώς εκφράζει όμως ένα νόημα στη σχετικότητά της; Δεν απαιτείται να θυμηθούμε τους καντιανούς παραλογισμούς του λόγου, ούτε τα παράδοξα των λογικομαθηματικών, τεχνάσματα θα ’πρεπε να λέμε, για να διαπιστώ-σουμε χωρίς δυσκολία πως μόνο η σχετικότητα, ο σχετικός χαρακτή- ρας των πραγμάτων, καθιστά εννοητή τη γνώση, δεδομένου ότι η αντίληψη των ομοίων, ανομοίων, αναλόγων κ.ο.κ. τελείται επειδή μηνύουν την αιώνια φύση τους η οποία συνίσταται στην ταυτότητα των κύριων κατηγορημάτων τους που είναι εν πεπερασμένω φανέρωση του απολύτου. Ήδη εν συγκεκριμένω γνωρίζουμε το απόλυτο και εδώ επαναλαμβάνουμε με περισσότερη σαφήνεια ό,τι έχουμε διαπιστώσει παλαιότερα: Δε γνωρίζω ό,τι γνωρίζω επειδή (ανα)γνωρίζω σε αυτό που νομίζω πως γνωρίζω την αιώνια φύση του. Αυτή είναι η πεμπτου-σία της γνώσης.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   73
Αυτό μας πορίζει η αυτοσυγκέντρωση όχι πια ως αρνητικότητα, ως “άδειασμα” της συνείδησης, ως αναστολή της σκεπτικής διαδικασίας, ως εποχή, κατά την χουσσερλιανή φαινομενολογία,7 αλλά ως κατεξοχήν πληρότητα που εκφράζεται αναποφεύκτως με σχετικό τρόπο. Βέβαια, το είναι της έκφρασης είναι ηθικό, θα το δούμε στη συνέχεια, και εκεί θα διακριβώσουμε την πηγή κάθε συγκεκριμένης γνώσης. Οφείλουμε όμως να τονίσουμε κάτι το οποίο διαλανθάνει. Η σκέψη δεν κορυφώνεται μόνο κατά τις στιγμές της αυτοσυγκέντρωσης, δεν έχει αναχωρητικό χαρακτήρα. Είναι συνεχές τελούμενο που συχνά παρασύρεται απ’ το επιφανειακό, που κατασπαταλάται σε ανούσια υποκατάστατα της αποστολής της, που εκτρέπεται σε πάθος και εδώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για αρνητικότητα η οποία όμως δεν είναι παρά εκτροπή του θετικού και επιλογή της αντιστραμμένης όψης του κόσμου μας.
Λογική καθαρότητα. Επιπλέον, ό,τι ονομάζουμε πρόοδο ή αύξηση των γνώσεων δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση του συμβαίνοντος, ο με τη δημιουργική φαντασία συσχετισμός τους και ο συνδυαστικός εμπλουτισμός τους. Ο αριστοτελικός συλλογισμός, όπως και εκείνος των αναλυτικών και των νεοθετικιστών (argument), δεν είναι λογική μέθοδος αλλά περιγραφή η οποία είναι αδιανόητη χωρίς τη ριζική α- φετηριακή γνώση, αρχές της οποίας συναντάμε αδιόρατα κάπως στην ηρακλειτειανή διαλεκτική και με σαφήνεια στην πλατωνική οντολογία η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στη λογική καθαρότητα.  Η αυτοσυγκέντρωση, η αφαίρεση, η προσοχή, ο ανακαταληπτικός λογισμός, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλους όρους, αποκαλύπτει τη ριζική φιλοσοφική ερώτηση και οδηγεί αναπόφευκτα στην αιώνια φύση των πραγμάτων χωρίς την οποία καμιά γνωσιοθεωρία δεν είναι συνεπής. Οδηγεί επιπλέον στην αποειδωλοποίηση τον ίδιο το λογισμό, στη δημιουργική αμφισβήτηση αλλά όχι κατεδάφιση παλαιών μυθολογικών παραστάσεων και σχημάτων τα οποία καταπόνη- σαν τη φιλοσοφία, όπως και στην εκ νέου προσέγγιση του ανθρωπίνως υπάρχειν μακριά από ανθρωποκεντρισμούς, ανθρωπομορφισμούς και άλλα εγωιστικά-ειδωλικά σχήματα. Το ανθρωπίνως υπάρχειν δεν έχει αρχέτυπο επειδή ακριβώς είναι εσαεί τελούμενο ως άπειρο εν πεπερασμένω με αμφίδρομη κοινωνία.


                                                                                     

 
74
Αυτή επομένως η κατάσταση για την οποία κάνουμε λόγο μάς προσφέρει τη δυνατότητα κοινωνίας με το είναι της αιώνιας φύσης των πραγμάτων που είναι αγνότητα, καθαρότητα, άσπιλο φως, πηγή κάθε πληρώνουσας κατάστασης που επιμαρτυρείται με την ενότητα λόγου και αισθήματος ως συναισθηματική γνησιότητα, μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ… Πλάτωνος Φαῖδρος, 250 c) κατά την πλατωνική φράση, ως ανάβλεψη των πρωτίστων-εσχάτων. Τέμνει κάθετα θα λέγαμε, χωρίς να σχηματοποιούμε την ίδια την έγχρονη φύση μας, και πληροφορεί ως προς τη φύση του αισθητού που είναι πνευματική έκφραση, ως προς τη φύση του χρόνου που δεν είναι παρά η συστολή του απόλυτου στο σχετικό. Η λογική καθαρότητα επομένως είναι ο διαυγής έγχρονος βίος ο οποίος καθορά και εκφράζει την αληθεύουσα φύση του κόσμου-ανθρώπου στην ενότητα και στην αποσπασματικότητά της ταυτόχρονα (αυτό δηλώνει η λογική πρόταση) κατά τρόπο που το συγκεκριμένο να δια-δηλώνει το οικουμενικό, χωρίς να αφανίζεται απ’ αυτό. Το λέγειν δεν είναι προκύπτουσα απόφανση εξαγόμενη επαγωγικά ή συναγόμενη παραγωγικά, αναλογικά κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι τρόποι του λογίζεσθαι προϋποθέτουν την ατρεμή αφετηρία χωρίς την οποία δεν οδηγούν πουθενά, γιατί το λογικοφανές δεν είναι λογικό.  Ήδη, ό,τι ονομάζουμε αισθητό ως γένος γενικώτατον δεν έχει όρια, διαστάσεις, τα λεγόμενα εκτατά μεγέθη δεν υφίστανται παρά πνευματικά και αυτό είναι σαφέστατο, απ’ τη στιγμή που τίποτε δεν είναι στατικό, δεν έχει τόπο. Διδάσκει τον ουτοπικό χαρακτήρα του κόσμου και του ανθρώπου. Σε αυτό ακριβώς το περίγραμμα αναδύεται η αρχή της λογικής.
Η αρχή της λογικής και η λογική. Υπάρχει λογική αρχή; Γνωρίζουμε λ.χ. τις τέσσερις λογικές αρχές της αριστοτελικής λογικής, αρχές τις οποίες μπορεί κανένας να αμφισβητήσει, παρά το ότι αναδύονται απ’ τη φιλοσοφική θεώρηση της γλώσσας, του λέγειν, πράγμα που τις καθιστά αναντικατάστατες όσο και αμφίβολες. Στηρίζονται κατά βάση στο ρεαλισμό του φιλοσόφου, η επίδρασή τους φαίνεται σε όλη την ιστορία της Λογικής και προσλαμβάνουν τη σπουδαιότητά τους, την όποια σπουδαιότητά τους, χάρη στη στενή σχέση λογικής και μεταφυσικής στο έργο του Σταγιρίτη. Η βασική τους αδυναμία συνίσταται στην ταύτιση όλου και συνόλου και στις ευρύτερες συνέπειες των φι-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   75
λοσοφιών του κοινού νου ή της φαινομενικότητας. Όμως, χωρίς την αριστοτελική λογική, είναι αδύνατη οποιαδήποτε συνεννόηση, όπως χωρίς τη γλώσσα είναι αδιανόητη η όρθωση οποιασδήποτε έκφρασης. Μόνο που οτιδήποτε εκφραστό είναι σχετικό και αυτό συμβαίνει με την τυπική λογική. Ωστόσο, η αρχή της λογικής δεν ταυτίζεται με τις λογικές αρχές. Προσπαθήσαμε να θεμελιώσουμε σε αρκετές προηγούμενες προσπάθειές μας τη λογική αρχή της ετερότητας η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς την αρχή της ταυτότητας και τη λογικομεταφυσική αρχή της αναλογίας-ομοιότητας. Σε αυτήν την παράγραφο δε θα επαναλάβουμε ό,τι ήδη έχουμε εκθέσει, αλλά θα προσπαθήσουμε να αναγνώσουμε την αρχή της λογικής σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση για να διαπιστώσουμε εκ νέου αλλά με εμπλουτισμένη θεώρηση πως η λογική ταυτίζεται με την ηθική και πως η αρχή της λογικής είναι η αρχή κάθε λογικής έκφρασης. Είπαμε πως η αρχή της ετερότητας ως κατεξοχήν λογική αρχή επιτρέπει την ανάγνωση του είναι στο φαίνεσθαι, του άχρονου στο έγχρονο κ.ο.κ., πάντα υπό τη συνεπικουρία της λογικομεταφυσικής αρχής της ομοιότητας-αναλογίας. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει αυτοτελής εννόηση του συμβαίνοντος το οποίο συντίθεται απ’ τις ετερότητες των πραγμάτων και των καταστάσεων, χωρίς την ταυτότητα. Ήδη, η πλατωνική λογική είναι αποκαλυπτική, παρά το ότι ο Αθηναίος δε συνέγραψε ειδικό βιβλίο αναφερόμενο αποκλειστικά στη λογική. Όλες οι ιδέες των πραγμάτων, για να διακοινωνούν, μας λέει, για να είναι με άλλα λόγια δυνατή η έκφραση νοήματος, ταυτίζονται στο αγαθό από όπου φωτίζονται και προσλαμβάνουν νόημα. Απλά: Πηγή της λογικής είναι το αγαθό και η εν παντί επιφάνειά του στον κόσμο μας. Το αγαθό το οποίο όμως ως αντικείμενο σκέψης διαστρέφεται. Προχωρώντας, θα λέγαμε πως μόνη και αμετάθετη πηγή της λογικής δεν είναι απλά η ηθική, η αγαθότητα, αλλά οι συγκεκριμένες της εκφράσεις στον κόσμο μας, εκφράσεις που καθιστούν δυνατό το διαλέγεσθαι. Εκείθεν και η διαλεκτική λογική και η μαθηματική. Ας δούμε την αιχμή του συγκεκριμένου, τη συγκεκριμένη δηλαδή έκφραση του ηθικού, έκφραση η οποία δε φανερώνεται ποτέ συμβολικά, αλληγορικά, αλλά ουσιαστικά. Η οντική αρχή της λογικής είναι η ηθική της θυσίας, της αγάπης, της εγκαρτέρησης, της προσφοράς, κάτι που σημαίνει τη θυσία του απόλυτου, του πληρωματικού, στο


                                                                                     

76
σχετικό, στο ενδεές. Αρχή κάθε λογικής εννόησης. Ό,τι αποκρούει αυτήν την παναλήθεια που είναι και η μόνη αρχή της λογικής ως συγκεκριμένη έκφραση της ταυτότητας, της ετερότητας, της αναλογίας, οδηγεί πάραυτα στον παραλογισμό, στο πάθος, στην αλλοτρίωση. Είναι σαφές και βαθύτατα αποκαλυπτικό: Θυσία είναι το ενεργείν του απολύτου στο σχετικό, του απείρου στο πεπερασμένο, αειγενής φανέρωση που καθιστά εννοητό τον κόσμο και κάθε έκφρασή του. Εδώ ακρι- βώς υπερβαίνουμε κάθε συμβολική έκφραση, γιατί το εκφραζόμενο είναι φανερούμενο το οποίο αποκαλύπτει το μύχιο είναι του κόσμου καθιστώντας τον έτσι εκφράσιμο. Ήδη, όλοι οι τρόποι φανέρωσης της θυσίας δεν είναι απλά συμβολικοί αλλά εκφραστοί και μάλιστα με πληρωματικό τρόπο, με ό,τι πληρώνει τη συνείδηση ευθύνοντας κάθε νόημα. Βέβαια, κάθε εκφραστό είναι συμβολικό και σχετικό, αλλά εδώ βρισκόμαστε στο ουσιώδες: Οι τρόποι φανέρωσης της θυσίας είναι πληρωματικοί και αυτό σημαίνει πως “βιώνονται” απολύτως, πως προσφέρουν απόλυτο πλήρωμα. Δεν το προσφέρουν: Το αναδύουν ως ουσία του ζην και ως συνέχειν του κοσμανθρώπου. Υπάρχουν πράγματα τα οποία αυτοφανερώνονται σιωπηλά ως τροφή των φανερών και αυτό συμβαίνει με την αρχή της λογικής. Μπορεί μεν το νεύμα του αγίου ή το πέλαγος πληρότητας του απαθούς να χάνονται, να μη γίνονται κατανοητά απ’ τους θνητούς που θύουν στο βωμό του ευδαιμονισμού, αλλά, αν διακρίνουμε, θα διαπιστώσουμε πως είναι οι μόνες συμβολικές νύξεις οι οποίες διαπερνούν απόλυτα τη φαινομενικότητα και δωρίζουν το πλήρωμα και μάλιστα μακριά από κάθε ευδαιμονισμό. Εδώ το φαίνεσθαι ανακλά το είναι ως απόλυτη διάρκεια και ως ωκεανός καθαρότητας: Στη θυσία αποκαλύπτεται το πλήρωμα, γιατί το θύειν θύεσθαι του απολύτου τρέφει το σχετικό το οποίο δεν είναι εννοητό με κανένα άλλο τρόπο. Το βάθος της αυτοσυγκέντρωσης αναπαύεται σε αυτήν την αλήθεια και γι’ αυτό είναι δείκτης των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, κάτοψη βάθους απ’ την οποία ανατέλλει η αληθής γνώση. “Εκεί” συναντάει κανένας την αφέλεια, την καθαρότητα, το άμωμο και το παρθενικό του γιγνώσκειν ως αιώνια χαμόγελα του ηθικού, αυτές οι καταστάσεις έθρεψαν, τρέφουν και θα τρέφουν όχι μόνο το ρωμαλέο στοχασμό, αλλά και την επιστημονική κάτοψη και τις ευγενέστερες μαρτυρίες της παγκόσμιας μούσας. “Εκεί” αυτές οι “αρνητικές” καταστάσεις αποκαλύπτουν την απόλυτη καθαρότητά τους. Αν αγνοήσουμε αυτήν
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   77
την αλήθεια αδυνατούμε να γνωρίσουμε κατά βάθος τις μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης δημιουργίας, το νόημα της ζωής.  Οφείλουμε ωστόσο να προσθέσουμε κάτι σημαντικό κατά τη γνώμη μας. Αν η ετερότητα των αισθητών αποτελεί την προϋπόθεση όρθωσης λογικής πρότασης, αν προϋπόθεση αυτής της αλήθειας είναι κάτι που θυμίζει το πλατωνικό  ανυπόθετον, η ταυτότητα που φανερώνεται στην ετερότητα, η συνεπής φύση του εκφράζεσθαι στηρίζεται όχι στην κρίση η οποία εκφράζει ήδη γνώση, αλλά στον ορισμό-αρχή, με άλλα λόγια στο ορίζον-οριζόμενο, σε ό,τι δηλαδή αυτοορίζεται και ορίζει ταυτόχρονα. Αυτοορίζεται ως απόλυτη αιτία του εαυτού, για να χρησιμοποιήσω μια σχολαστική έκφραση με την οποία αρχίζει και η σπινοζική Ηθική, αλλά, ταυτόχρονα, ορίζει ό,τι τρέφει συντηρεί και αιωνίζει χωρίς να αναλώνεται. Πρόκειται για ριζική διάθλαση της αρχής της λογικής η οποία συνιστά την αφετηρία της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης, της κοινωνίας μας με τον κόσμο και της δυνατότητάς μας να γνωρίζουμε κάθε επιμέρους. Αυτή η αλήθεια καθιστά όλα τα λογικά συστήματα, παρά τη χρησιμότητά τους, ανεπαρκή, γιατί κάθε κλειστό σύστημα αγνοεί τον ορισμό-αρχή και ορίζει, λογίζεται και συλλογίζεται όλο και περιοριζόμενο στον κόσμο του. Αυτό ακριβώς θέλει κατά βάθος να πει και το γνωστό θεώρημα περί της μη αποφασιστικότητας των λογικών συστημάτων. Ο αυτοορισμός επομένως είναι αυταλήθεια η οποία δεν ερμηνεύεται, γιατί είναι αξιωματική αρχή. Είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα την οποία κανένας συνδυασμός επινοημένων και αμφίβολων αξιωμάτων δε μπορεί να κλονίσει. Είναι απόλυτη αρχή η οποία δεν υπείκει στις έγχρονες αλλαγές και μεταβολές, γιατί τις ορίζει και έτσι αυτοορίζεται. Αυτή η αλήθεια δε μπορεί να επισημανθεί στον κόσμο των μεταβολών γιατί είναι η ορίζουσά τους. Άλλως δεν είναι δυνατή η κραταίωση της γνώσης ως γνώσης όχι κάθε επιμέρους, αλλά ως γνώσης της καθολικότητας που ορίζει κάθε σχετικό. Ήδη, το σχετικό, κάθε σχετικό, ορίζεται απ’ την απόλυτη ορίζουσά του. Δεδομένης της αρχής της λογικής, δεν επιστρέφουμε σε γνωστές λογικές αρχές, αλλά προσπαθούμε να δούμε το ουσιώδες που καθιστά το λέγειν μας έγκυρο. Έχουμε κάνει λόγο για τις αρχιακές έννοιες οι οποίες βρίσκονται στο μεταίχμιο άμεσης νόησης του συμβαίνοντος και εννόησής του. Πολλά φιλοσοφήματα δε μπορούν να σταθούν χωρίς αυτήν την θέση τους (προθετικότητα, αμεσότητα, ύπαρξη, εντελέ-


                                                                                       

78
χεια, ιδέα, αίσθηση, αξία, κ.ο.κ.) η οποία τείνει να διασυσχετίζει το νοείν με το λογίζεσθαι. Ακολουθούν οι γνωστές έννοιες, ιδέες, η αρχή της εξατομίκευσης κ.ο.κ. κατά τις θέσεις των φιλοσόφων οι οποίες “επισκέπτονται” τα πράγματα, τη σχέση υποκειμένου με τον κόσμο. Πάντα με αφετηρία την αρχιακή έννοια. Απ’ το συσχετισμό της αρχιακής έννοιας με το αισθάνεσθαι και με το εννοείν παράγεται η γνώση και κυρίως η λογική της έκφραση. Επεμβαίνουν στη συνέχεια οι κατηγορίες (δέκα κατά την αριστοτελική φιλοσοφία, δώδεκα κατά την καντιανή η οποία ακολουθεί οπωσδήποτε την αριστοτελική) και εκείθεν η σύλληψη του συμβαίνοντος το οποίο εκφράζεται μεταφυσικά και λογικά ταυτόχρονα. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως και στα πλέον αντιμεταφυσικά συστήματα για όρθωση λογικής, προϋποτίθεται, έστω και άδηλα, μια μεταφυσική αφετηρία.  Αντιπροτείνουμε στα παραπάνω το εξής: Οι κατηγορίες (ποσόν, ποιόν, χώρος, χρόνος, ποιείν, πάσχειν κ.ο.κ.) είναι προδεδομένα της αμεσότητας, της έγχρονης πρωτογενούς συνείδησης, και όχι επινοήσεις ή διαπιστώσεις της συνείδησης την οποία θα έτρεφε η εμπειρία. Προηγείται η νόηση του είναι των αισθητών και δεν υπάρχει κανένας λόγος επίκλησης των κατηγοριών οι οποίες “διαθλώνται” ήδη στη λογικομεταφυσική αρχή της αναλογίας-ομοιότητας. Εξάλλου, οι λεγόμενες κατηγορίες για τις οποίες έχουν γραφεί τόσο και τόσα εννοούνται επειδή νοούνται απόλυτα στο είναι του αισθητού. Δεν προηγούνται, αλλά έπονται της αφετηριακής εννόησης του συμβαίνοντος και δεν είναι ποτέ σταθερές προκείμενες όρθωσης λόγου. Υφίστανται τη μεταβολή, τη φθορά, την αλλαγή, κάτι που εννοούμε πριν οδηγηθούμε στη “σύλληψή” τους. Το ύστατο ερώτημα (ψευδοερώτημα κατά την άποψή μας) ως προς το είναι των κατηγοριών παραμένει αναπάντητο τόσο απ’ τους ρεαλιστές όσο και απ’ τους ιδεαλιστές. Τι προσφέρει επομένως μια λογική θεώρηση του συμβαίνοντος η οποία στηρίζεται σε υποτιθέμενες έννοιες του νου και έννοιες του λόγου κατά την καντιανή θεώρηση, πέρα από αντιφάσεις και αβέβαια λογικά συστήματα των οποίων η αδυναμία έχει ήδη επισημανθεί; Τίποτε το σημαντικό και αυτό εξαιτίας του ότι πολλές φορές η φιλοσοφική μέριμνα παρασύρεται από φυσιοκρατικές ή ειδωλικές παραστάσεις και προσπαθεί εκ των υστέρων να ερμηνεύσει ό,τι ήδη γνωρίζει αφετηριακά.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   79
Μπορούμε να τυποποιήσουμε τη λογική; Έχουμε πει πως κάθε τύπος είναι συμβολικός και ποτέ απόλυτος. Το λέγειν μας όμως συνιστά έκφραση και, αν κάθε έκφραση είναι συμβολική, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα δυσκολία. Υπάρχει όμως κάποια στενωπός. Γνωρίζουμε πως κατά τους νεώτερους λογικούς τα αξιώματα ακολουθούν οι κρίσεις-προτάσεις που συνδυαζόμενες οδηγούν σε συλλογισμούς ή επιχειρήματα. Λέγεται μάλιστα πως ο συλλογισμός (ή επιχείρημα κατά τους αναλυτικούς και τους νεοθετικιστές) είναι η ανώτερη μορφή λογικής έκφρασης Αν βάση είναι οι ταυτολογικές ή αναλυτικές προ- τάσεις (μία κατά την κρίση μας, η ταυτότητα ως μεταφυσική αρχή που ανοίγει το δρόμο σε κάθε λογική διαπίστωση), ακολουθούν οι κρίσεις (ας θυμηθούμε την αριστοτελική τους κατάταξη: κρίσεις κατά ποσόν, ποιόν, αναφορά και τρόπο) οι οποίες διασυνδέουν διαφορετικά πράγματα ή καταστάσεις πραγμάτων. Ωστόσο, και ας το προσέξουμε, στην πρώτιστη ταυτολογική ή αναλυτική πρόταση, εγκλείεται όλη η ισχύς της λογικής πρότασης και αυτό επειδή η νόηση της αρχής οδηγεί πάραυτα στην εννόηση των κοσμικών μεγεθών και των διασυσχετισμών τους. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά συλλογισμοί ή επιχειρήματα. Είναι συνέπειες, και μάλιστα άμεσες, της ακλινούς αφετηρίας, της κοινωνίας μας με το είναι των πραγμάτων. Αυτό προσπάθησε να δείξει η εγελιανή διαλεκτική, αλλά με πολλά σκοτεινά σημεία και εξαπλουστεύσεις. Αυτό δείχνουν οι πλατωνικής εμπνεύσεως λογικομαθηματικοί και αστροφυσικοί, αλλά υποβαθμίζουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται το απόλυτο-αγαθότητα. Κατ’ επιείκεια θα μπορούσαμε να πούμε πως “λογικές” θεωρήσεις του αξιώματος είναι τα θεωρήματα τα οποία αναδύονται και επόμενες συνέπειες τα πορίσματα. Πάντα κατ’επιείκεια, γιατί η λογική δεν παραστατικοποιείται κατά το πρότυπο της ευκλείδειας, ας πούμε γεωμετρίας, αλλά προσφέρει εσαεί γνώσεις ως διαθλάσεις της πρώτιστης. Υπάρχουν όμως και σε αυτήν τη θεώρηση, παρά την αφετηριακή της γονιμότητα, και αδυναμίες. Ουσιαστικότερα, οι προτάσεις της λογικής συνεκφράζουν την ενότητα λόγου και αισθήματος, την πληρωματικότητα κοινωνίας με το ύστατο συμβαίνον. Ήδη η λογική, για να είναι οικουμενική, δεν ταυτίζεται απλά με την ηθική. Εκκινεί απ’ τη βεβαιότητα συνυπάρχειν ανθρώπου και κόσμου και αναδύεται ως έκφραση του απόλυτου στο σχετικό. Ήδη το σχετικό επιθυμείται απ’ το απόλυτο στο βαθμό που επιθυμεί την πλή-


                                                                                     

80
ρωσή του. Είναι επιθυμούμενη επιθυμία. Αυτή η παραδοξότητα διαδηλώνει την άσπιλη συμπληρωματικότητα απόλυτου και σχετικού, διανοίας και αισθήματος, την προτεραιότητα του ηθικού στη διανοητική έκφραση οποιασδήποτε σχέσης. Τότε το λέγειν της είναι όντως οικουμενικό ενάντια σε κάθε παραλογισμό.  Κάθε απόπειρα, τέλος, όρθωσης της λογικής σε τυπικά και μόνο γνωσιοθεωρητικές προαφετηρίες συνιστά πρωθύστερο και συρρικνώνει μέχρι αντιφατικότητας την προσπάθεια. Γνωρίζουμε τις δυσκολίες τόσο απ’ τους αρχαίους εριστικούς, όσο και απ’ τις πρόσφατες προσπάθειες που οδήγησαν στα γνωστά παράδοξα, στην “αντιφατικότητα” ή ανεπάρκεια της αρχής της ταυτότητας και είναι βέβαιο πως η αρχή της ταυτότητας είναι αντιφατική όταν εκλαμβάνεται ως λογική αρχή και όχι ως μεταφυσική. Η ταύτιση όλου και συνόλου είναι μία απ’τις αχίλλειες πτέρνες της μοντέρνας λογικής. Ας λεχθεί πως μία λογική η οποία ταυτίζεται με την ηθική δεν είναι δυνατό να τυποποιηθεί, δεδομένου πως οποιαδήποτε έκφραση είναι σχετική. Εκφράζει όμως το συγκεκριμένο, το έγχρονο, απολύτως, βρισκόμαστε στην κατάσταση κατά την οποία το απόλυτο της αγαθότητας εκφράζεται με σχετικά-συμβολικά με την ανθρώπινη κυρίως πολιτεία, αλλά έχει απόλυτο βαθμό πληρότητας και αυτό προσφέρει στη γνώση, στην, ας πούμε, καθαρή γνώση, το πλήρωμά της, την αξιοπιστία της. Γνωρίζουμε εξάλλου απ’ τις εμπειρίες της ζωής μας πως κάθε γνώση που διαστρέφεται απ’ το πάθος, απ’ τον παραλογισμό, είναι καταστροφική.
Το ορίζον. Νομίζουμε πως έχει καταστεί σαφές ότι η αυτοσυγκέντρωση δεν είναι εγκλεισμός στον εαυτό, αλλά, αντίθετα, αποδημία απ’ την αναυθεντικότητα των ψευδών κατά κανόνα πεποιθήσεων της καθημερινότητας και της απλής δοξασίας που στηρίζεται σε πλάνες. Βρίσκεται έξω από κάθε παραστατική ή τοπική διάκριση, αίρει τους πλαστούς όρους εσωτερικότητα και εξωτερικότητα. Είναι, για να χρησιμοποιήσω μια ανεπανάληπτη πλατωνική ρήση: τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένος, γιατί αυτοσυγκέντρωση σημαίνει οικουμενική κοινωνία με το αληθεύον. Βαθύτερα όμως θεωρούμενος ο όρος οδηγεί σε κάτι σημαντικότερο που δεν έχει άμεση σχέση με το φαινόμενο έγχρονο- έγκοσμο εγώ μας, στο εγώ χωρίς εγώ (θα παρέπεμπα στη διάκριση του je απ’ το moi), στο άσπιλο εγώ, στο αδημιούργητο, στο απόλυτο
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   81
εγώ μας που μόνο πληρωματικά μπορούμε να ζήσουμε, στο ανέκφραστο που είναι πηγή κάθε εκφραστού. “Εκεί” νόηση και αίσθηση ταυτίζονται ως αδιάλυτη ενότητα, λόγος και συναίσθημα συναιρούνται ως συμπληρωματική και ως ενιαία κατάσταση, πέρα από κάθε εξαντικειμενίκευση και προσπάθεια περιγραφής, γιατί η αυθεντικότερη “περιγραφή” αυτής της κατάστασης δεν είναι παρά η πραγματική κοινωνία με το είναι του εγώ και των πραγμάτων. Το ανθρωπίνως υπάρχειν προσλαμβάνει άλλη διάσταση, η γνώση είναι ιερό συναίσθημα και το συναίσθημα ακήρατη γνώση. Κατανοούμε έτσι πως οτιδήποτε γνωρίζουμε δεν έχει την πηγή του στην άσκηση της διάνοιας και στην στη συνέχεια εξόρυξη του μυστικού των πραγμάτων ως γνώση, αυτό συνιστά επιφανειακή “εξήγηση” του εμπειρισμού που πάσχει εκ των προτέρων, αφού οποιαδήποτε γνώση υπάρχει πριν την εντοπίσουμε. Κατανοούμε δηλαδή πως κοινωνούμε με μια αλήθεια η οποία είναι και δική μας, οικουμενική, απόλυτη, όπως, θα λέγαμε, η αλήθεια των αριθμών που είναι αναλλοίωτη, απόλυτη και ποδηγέτης του ορίζειν τα πράγματα. Το απόλυτο δείχνει, ορίζει, αξιολογεί και αξιοποιεί το συγκεκριμένο και σε αυτήν την ενέργεια της οποίας είμαστε κοινωνοί συνίσταται η αξία της νόησης, της αντίληψης, της αίσθησης, της φαντασίας, της γνώσης. Οδηγούμαστε έτσι σε μια διαπίστωση η οποία φωτίζει πολλές θεωρήσεις μας και μας προσεγγίζει σε ό,τι αναζητάμε: Άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, κάθε πεπερασμένου, άφθαρτο είναι ο ορισμός του φθαρτού, άτμητο είναι ο ορισμός του τμητού κ.ο.κ. Ορίζεται όμως το απόλυτο; Ορίζει και ορίζεται ως ορίζον. Το απόλυτο είναι επομένως ορίζον οριζόμενο, ποιμαίνον ποιμαινόμενο, επιθυμούμενη επιθυμία και γι’ αυτό κάθε ορισμός αναφέρεται αναπόφευκτα στα σχετικά μεγέθη και έτσι αποκαλύπτει και το ορίζον, το αυτοοριζόμενο. Το αιώνια ορίζον είναι επομένως συνεχές, κάτι που φωτίζει όχι μόνο τη διάνοια, αλλά και το χρόνο. Ο τελευταίος είναι απολύτως συνεχής που “κρύπτεται” στις ασυνέχειες των μεγεθών. Η οντολογία του χρόνου συνίσταται στο άχρονό του, στο πλήρωμα της χρονικότητας. Ό,τι επομένως δείχνει, αξιολογεί, περιγράφει κ.ο.κ. δε δείχνεται, δεν αξιολογείται, δεν περιγράφεται, παρά ως πλήρωμα κάθε εκφραστού. Ήδη το απόλυτο είναι το πλήρωμα του συνειδησιακού. Εκεί φα- νερώνεται, και αυτό σημαίνει άχρονη φανέρωση, αιώνια φύση η ο- ποία πολυεκφράζεται αποσπασματικά και ενιαία ταυτόχρονα στο κο-


                                                                                     

 
82
σμικό συμβαίνον. Έχουμε ήδη δείξει πως η ενότητα του κόσμου μας με το απέραντο πλήθος των ποικιλομορφιών της μηνύεται με την αποσπασματικότητά του και αυτό το κατανοούμε μόνο ως έγχρονοι, ως έγκοσμες-ένσαρκες υπάρξεις. Το ποικίλο με όλες του τις διαβαθμίσεις, τρόπους, λειτουργίες που αποκρυπτογραφούνται όλο και πιο πολύ απ’ την επιστημονική προσπάθεια δεν εννοείται και δεν ανερευνάται ως ποικίλο χωρίς την “ένδον” κοινωνία του με το ταυτόν. Το ταυτόν όμως, μη παραστατό, μη περιγραπτό, κάνει τον κόσμο μη παραστατό στο είναι του και παραστατό σε επιμέρους διεκφράσεις του οι οποίες το διαμηνύουν.  Άλλως δε θα υπήρχε ούτε γνώση, ούτε αίσθηση, ούτε λόγος. Δεν πρόκειται, νομίζω, για θεωρίες, αλλά για συμβαίνον χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατή καμιά συνεπής γνωσιοθεωρία, για συμβαίνον το οποίο διαλανθάνει, αλλά είναι παρόν σε όλες τις μεγάλες δημιουργίες του ανθρώπου, για διαιώνιο και για διαπολιτισμικό consensus.  Τη διάπτυξή του θα παρακολουθήσουμε κατά το δυνατό και στις επόμενες σελίδες.
Ορίζοντες της λογικής έκφρασης. Υπάρχουν ορίζοντες οι οποίοι τυπικά καλύπτουν τις αρχές των συστημάτων και εννοούμε το εξής: Ό,τι ονομάσαμε αρχιακές έννοιες με τις οποίες έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν δεν είναι παρά πυρήνες οι οποίοι διασυνδέουν την άμεση νόηση της πραγματικότητας με τον τρόπο της λογικής της έκφρασης. Ξαναθυμίζουμε τις ιδέες, την εντελέχεια, την ενόραση, την προθετικότητα, την ύπαρξη κ.ο.κ. και οφείλουμε να δούμε αν είναι ορίζοντες λογικής έκφρασης ή αρμοί γνωσιοθεωρίας.  Συχνά μας διαλανθάνει κάτι σημαντικό: Δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε λόγο για τη λογική χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει πως οποιαδήποτε λογική έκφραση προϋποθέτει γνώση την οποία οφείλει να εκφράσει. Το πρόβλημα της λογικής έκφρασης επομένως προϋποθέτει γνώση και το ερώτημα συνίσταται στο πώς εκφράζουμε γνώσεις και, κυριότερα, τη σχέση γνώσης και γνώσεων. Εδώ ακριβώς προβάλλει η αρχιακή έννοια ως μήτρα κάθε επιμέρους έννοιας, κάθε επιμέρους γνώσης. Η προθετικότητα λ.χ. επιτρέπει στο πνεύμα να συλλαμβάνει ενιαία τη λεγόμενη χωροχρονική πραγματικότητα, κάτι που σημαίνει να εννοεί αίσθηση και αντίληψη, με τρόπο ο οποίος καθιστά το
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   83
υποκείμενο δυνατό να κοινωνεί με το είναι των πραγμάτων. Το αυτό σημαίνει και με την ενόραση, την ύπαρξη κ.ο.κ. Η αρχιακή έννοια επομένως είναι ο τρόπος διακοινωνίας του απόλυτου με το σχετικό και αποτελεί το κλειδί κατανόησης του συμβαίνοντος. Συνιστά τρόπο με τον οποίο η αρχή της λογικής που είναι μετα- φυσική καθίσταται λέγειν. Τι ακολουθεί λοιπόν μετά την αρχιακή έννοια; Είναι σαφές πως έπονται οι έννοιες, οι ιδέες κ.ο.κ. κατά τα φιλοσοφήματα, ό,τι δηλαδή αποτελούν τους αρμούς της αριστοτελικής της εμπειριστικής, της πανθεϊστικής κ.ο.κ. λογικής. Για τις θέσεις της πα- ρούσας σπουδής, και εδώ συμπληρώνουμε ό,τι εκθέσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αρχιακή έννοια είναι η θυσία-αγάπη, ως μοναδικός τρόπος του λέγειν του απολύτου στον κόσμο της σχετικότητας.Το απόλυτο πρόσωπο του απείρου. Αυτή η αρχιακή έννοια που συναιρεί κά-θε επιμέρους εννοιακή εννόηση και που πολυεκφράζεται με τις διαθλάσεις της είναι τροφή της διάνοιας ως λέγειν του απολύτου στο σχετικό. Ήδη διαρρηγνύεται κάθε κλειστό λογικό σύστημα, ήδη σχετικοποιούνται οι έννοιες όπως και τα universalia (καθολικές έννοιες), ήδη οι συλλογισμοί κάθε είδους σχετικοποιούνται (αναλογικοί, διαζευκτικοί, υποθετικοί κ.ο.κ.), ήδη το σχετικό, το αναγκαίο, το πιθανό δε συνιστούν καθαρές λογικές κατηγορίες. Το λογικό συνιστά άνοιγ- μα στην αιώνια φύση των πραγμάτων και κατισχύει ως σχετική-συμβολική-πιθανή τροπή του συμβαίνοντος υπό την παντεπιστασία του νοήματος. Κάθε λογική έκφραση είναι σχετική, γι’ αυτό είναι και λογική, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει νόημα και νοείται απολύτως. Αν όμως η αρχή της λογικής είναι ηθική ως μήτρα νοήματος, οι κατηγορίες της είναι ηθικοδιανοητικές. Τίποτε το λογικό δεν είναι άσχετο με το ηθικό αίσθημα και αυτό οδηγεί στην αντιπέραν όχθη: Ό,τι μη ηθικό είναι παραλογισμός. Επιστρέφουμε έτσι σε κάτι σημαντικότερο: Οι τροπές του ηθικού λόγου, του αυθεντικού λέγειν, αγκαλιάζουν τη γνωσιοθεωρία, την κάνουν έκφραση του ισχύοντος, κατοχυρώνουν το άσπιλο της γνώσης και δίνουν νέο περιεχόμενο στις γνωστές τυπικές λογικές. Σχετικοποιώντας τις, αναγνωρίζουν τα σημαντικά τους σημεία. Ανακαλύπτουν επίσης κεκρυμμένα στοιχεία τους τα οποία δεν προσέχτηκαν. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό: Γνωρίζουμε πως οι αριστοτελικές γενικές κατηγορηματικές προτάσεις (Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί) οι οποίες είναι απλές καταγραφές, δεν ισχύουν, αν οι αντίθετές τους (Κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος) δεν είναι


                                                                                     

 
84
και αυτές αληθείς. Είναι άραγε αντιφατικές, παρά την ορθή μορφολογία τους (Θυμηθείτε πόσο βασάνισε τους νεώτερους λογικούς το παράδοξο-τέχνασμα, κατά τη γνώμη μου, του ψευδομένου). Τι σημαίνει όμως αυτό; Θέλει να μας πει πως το όλοι οι άνθρωποι είναι ψεύτες δεν ισχύει επειδή το κανένας άνθρωπος δεν αληθεύει συνιστά αντιφατική πρόταση; Αν υπάρχουν εξαρχής αντιφατικές προτάσεις οι οποίες “καταργούν” λογικούς κανόνες, αυτό δε συμβαίνει παρά μόνο και μόνο επειδή δεν υπάρχει καμία λογική πρόταση με απόλυτη και αιώνια ισχύ. Το συμβαίνον είναι λογικό μόνο αν εκφράζει νόημα το οποίο υπερβαίνει τη φυσιοκρατική και φαινομενική εννόηση των κατηγοριών ως αρχών οι οποίες ορίζουν την κίνηση της διανοίας, κάτι το οποίο δεν απέφυγε ούτε η καντιανή μέθοδος.  Θα μπορούσε να αντιταχθεί πως υπάρχει μία “αρχετυπική λογική”, όπως λ. χ. η πλατωνική ή η μαθηματική, αν δεχθούμε την αυθύπαρκτη οντότητα των αριθμών, πέρα από κάθε συγκυρία. Αν και το πρόβλημα είναι απέραντο και το έχουμε επιψαύσει σε άλλες ευκαιρίες, μπορούμε να κάνουμε την ακόλουθη θεώρηση: Μόνη αρχετυπική χωρίς αρχέτυπο λογική είναι η αληθεύουσα κατάσταση της σχέσης απείρου προς πεπερασμένο: Το είπαμε, το άπειρο είναι η τροφή του πεπερασμένου και αντίστροφα, δεδομένου πως το πρώτο στεγάζεται στο φθαρτό, μεταβλητό κ.ο.κ. του δεύτερου. Αντιφατική κατά τα φαινόμενα, αλλά αληθής. Είναι αντιφατική για όσο εμμένουμε στο λογικοφανές του συμβαίνοντος και στις φυσιοκρατικές-μυθικές του υποβολές, αλλά αληθής απ’ τη στιγμή που αυτοσυλλαμβανόμαστε ως κοινωνοί του συμβαίνοντος, κατά τον τρόπο που προσπαθήσαμε να εκθέ- σουμε σε προηγούμενες σελίδες. Αντιφατικό είναι μόνο το παράλογο, όπως και η αποδοχή του μηδενός ως γνωσιολογικής κατηγορίας.  Ο ορίζων επομένως ο οποίος σταθμίζει την αλκή της λογικής καταγραφής είναι το νόημα το οποίο η τελευταία εκφράζει υπό την αρχιακή έννοια την οποία θεωρούμε βέβαιη, τη θυσία-αγάπη, δεδομένων βέβαια των αρχών-αρχής: Ταυτότητα, ετερότητα, ομοιότητα-αναλογία. Ας σημειώσουμε πως η ομοιότητα-αναλογία δεν είναι “εξωτερική” αρχή εκπορευόμενη απ’ τα σχήματα και τις μορφές των πραγμάτων, αλλά, αντίστροφα, πως ορίζει τα τελευταία που δεν είναι παρά συμβολικές εκ- φράσεις της ταυτότητας ως έτερα. Αυτό επιμαρτυρεί και η ενότητα των ετέρων, της ετερότητας υπό την αλήθεια της ταυτότητας.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   85
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
1η Φεβρουαρίου 2013. Πώς θα μπορούσαμε να επισκοπήσουμε εκ νέου ό,τι αποκαλέσαμε αφαίρεση, συστολή, αποδιαστολή, αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη; Πού καταβυθίζεται το σκεπτόμενο πρόσωπο όταν παύει να σκέπτεται και μάλιστα κατά την αυτοσυγκέντρωση; Παύει άρα να υπάρχει και να κοινωνεί με το απόλυτο είναι του; Όταν όμως αυτοσυγκεντρωνόμαστε διαλύοντας τα είδωλα των καθημερινών παραστάσεων με τα ψεύδη τους, η προσοχή μας φθάνει στα όριά της, αλλά, παράλληλα, οι σωματικές λειτουργίες επιτελούνται και δε θα μπορούσαμε να πούμε πως είμαστε έξω απ’ το πεδίο της αίσθησης, της φαντασίας, της μνήμης και της κρίσης. Προβάλλει όμως ένα παράλληλο ερώτημα: Θνήσκουμε ως προς οτιδήποτε φθείρεται, κινείται, μεταβάλλεται κ.ο.κ.; Όντως, υπάρχει αυτή η κατάσταση του θνήσκειν σε σχέση με το φθειρόμενο, μεταβαλλόμενο κ.ο.κ., η κοινωνία δηλα- δή με το συνέχον απόλυτο. “Εκεί” τελείται το πλατωνικό εξαίφνης, εκεί ποιμαινόμαστε ως ποιμαίνοντες, οριζόμαστε ως ορίζοντες, αναγνωριζόμαστε ως αναγνωρίζοντες. Είναι το απρόσωπο του προσώπου, η οικουμενικότητά του, η γνώση-κοινωνία. Είναι σαφές πως χωρίς αυτήν την κατάσταση δεν υπάρχει πραγματική δημιουργία. Λέμε πως γνωρίζουμε και καταγράφουμε νομιζόμενες έγκυρες γνώσεις μας με σύμβολα. Είναι βέβαιο πως τα σύμβολα είναι συμβατικοί όροι οι οποίοι δημιουργούνται απ’ τη σκέψη μας, απ’ το πνεύμα μας. Το πνεύμα μας όμως φανερώνεται ως έκφραση και είναι έτσι εξ’ ορισμού σχετικό. Και η γνώση, όπως καταγράφεται, είναι σχετική, μεταβαλλόμενη, αμφισβητούμενη, αναθεωρούμενη, αλλά και κάθε αναθεώρησή της θα είναι σχετική. Τι σημαίνει επομένως η αφαίρεση, η αυτοσυγκέντρωση; Το πνεύμα μας αυτοσυγκεντρώνεται, κατανύσσεται, προσπαθώντας να βρει κάτι το οποίο θεωρεί αληθές. Ό,τι όμως κι αν ανακαλύπτει ή και δημιουργεί, είναι σχετικό, βρώσιμο. Πώς όμως διαπιστώνουμε αυτά τα τόσο απλά, αν δεν έχουμε μια βαθύτατη πληροφορία που είναι απόλυτο αλλά ανέκφραστο κριτήριο; Μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως γνωρίζουμε το ανέκφραστο, το μηδαμώς ρητόν κατά την πλατωνική έκφραση ή μήπως ο κόσμος μας



86

ως γνώσιμος δεν είναι πραγματικός, όπως διατείνονται κάποιοι εκφραστές της ανατολικής σοφίας; Τα ερωτήματα είναι έξοχα και απασχόλησαν άμεσα ή έμμεσα όλη τη φιλοσοφικά παράδοση του ελληνοευρωπαϊκού χώρου. Ας προσπαθήσουμε να δούμε όσο πιο καθαρά. Εκφραζόμαστε με βάση τα κοσμικά συμβαίνοντα τα οποία είναι πάντα μεταβαλλόμενα. Έχουμε όμως πει κατ’ επανάληψη πως ο κόσμος είναι πνευματικής φύσης και πως τρέφεται απ’ το απόλυτο. Κάθε ανθρώπινη έκφραση επομένως δηλώνει αυτό ακριβώς και γι’ αυτό θα ήταν αδύνατο να είναι απόλυτη. Η γνώση κάθε σχετικού επομένως δεν είναι μόνο απόλυτη (πώς θα ήταν δυνατό να υπάρχει αντίληψη;), αλλά διαζωγραφίζει το απόλυτο στο σχετικό.
4 Φεβρουαρίου 2013. Η έκφραση, κάθε έκφραση, δε μπορεί παρά να είναι σχετική. Όταν λέω κάθε έκφραση είναι σχετική, καταφάσκω σε μια οικουμενική αλήθεια η οποία υπερβαίνει κάθε σχετικότητα, η οποία εδράζεται σε μια πρωτοπληροφορία υπό την οποία νοώ τον κόσμο ως ολότητα. Δε νοώ τις απέραντες μορφές του κοσμικού συμβαίνοντος για να οδηγηθώ επαγωγικά σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά εν ταυτώ το είναι του κόσμου, το απόλυτο είναι του κόσμου που είναι και είναι μου. Κάθε σχετικό είναι εκφραστό, είναι έτσι και γνώσιμο, αλλά η γνώση του δε μπορεί να είναι αιώνια. Είναι όψη, είναι κάτοπτρο στο οποίο επιλάμπεται το απόλυτο, το αναλλοίωτο. Αν όμως κάθε εκφραστό είναι προσωρινό, αν κάθε γνώση είναι σχετική και αναστρέψιμη, συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρότερο εξαιτίας του οποίου είμαστε σε θέση να εκφραζόμαστε: Δεν υπάρχει γνώση χωρίς γνωρίζοντα, δεν υπάρχει ούτε έκφραση. Εκφραστής όμως είναι το εγώ, το υποκείμενο το οποίο αντιλαμβάνεται. Είναι επίσης το κοσμικό συμβαίνον το είναι του οποίου ταυτίζεται με το είναι του υποκειμένου. Η αλήθεια επομένως δε μπορεί παρά να εκφράζεται με τη σάρκα του απόλυτου που είναι οι αισθητές μορφές. Ήδη όμως καμιά αισθητή μορφή δεν είναι αμετάβλητη και το υποκείμενο, αν θέλει να νοεί και να εννοεί τα συμβαίνοντα, οφείλει να συνειδητοποιεί πως ό,τι λέει με όλες του τις εκφραστές δυνατότητες είναι σχετικό εν απολύτω, πνευματική έκφραση.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   87
Ωστόσο, το εκφραστό αινίσσεται το ανέκφραστο, τρέφεται απ’ αυτό και αυτό είναι αυταλήθεια η οποία αγγέλλεται αιώνια. Ήδη, είμαστε σε θέση να δούμε καθαρότερα το απόλυτο, αποειδωλοποιώντας το μάλιστα απ’ τα απόλυτα κατηγορήματα τα οποία έχουν φυσιοκρατική προέλευση, έστω κι αν δελεάζουν και τη θρησκειοφιλοσοφία σε ευρύτατη έκταση. Φθάνουμε στην καθαρότητα του βλέμματος, στην αιώνια φύση των πραγμάτων-φύση μας. Είναι η τροφός μας, ο απόλυτος αυτοορισμός μας και καλούμαστε να δούμε κάτι: Κάθε συνειδητό εγώ είναι σχετικό, κανένα δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο, όση εγγύτητα κι αν υπάρχει. Τα συναισθήματα λ.χ. δεν είναι ποτέ κοινά, αλλά παρόμοια, ανάλογα κ.ο.κ. Το ίδιο ισχύει και για τις σκέψεις, για τις θεωρήσεις, με συνέπεια τις αντιθέσεις, τις διαφωνίες. Ας μη μας διαφεύγει όμως πως αυτές οι καταστάσεις δεν είναι πρωτογενείς, αλλά έγκοσμες-έγχρονες και πως θα μεταβάλλονται εσαεί. Θα λέγαμε μάλιστα πως παράγονται απ’ την πλάνη και μεγαλύτερη πλάνη είναι ο εγωισμός. Οι πλάνες όμως δεν είναι τυχαίες. Παράγονται απ’ τους ανθρώπους, με συνέπεια την παραμόρφωση της γνώσης, της άσπιλης φύσης της. Το σημαντικότερο σημείο με το οποίο φωτίζεται το ανέκφραστο είναι του ανθρώπου είναι το ηθικόν και οφείλουμε να εξετάσουμε αν η ηθική γνώση είναι η μήτρα κάθε γνώσης, η αυθεντικότερη δηλαδή έκφραση του ανέκφραστου στη ζωή.
8 Φεβρουαρίου 2013. Επανέρχομαι σε ό,τι αποκαλέσαμε πληρωματική κενότητα, στην κατάσταση κατά την οποία, αφαιρούμενος, αυτοσυγκεντρούμενος, νιώθω ένα απόλυτο “κενό” το οποίο δεν ορίζεται με καμιά μορφή θετικής έκφρασης. Τι είναι; Αν αυτή η κατάσταση είναι μη παραστάσιμη, άρρητη δηλαδή, όχι μόνο δε μπορεί να εντοπισθεί σε κανένα κενό, αλλά οφείλουμε να την προσεγγίζουμε αλλιώς. Πρόκειται όντως για οικουμενική κατάσταση. Ας ξεκινήσουμε με αναμφισβήτητα συμβαίνοντα κατά την αυτοσυγκέντρωση. Το κοσμικό συμβαίνον δεν παύει ποτέ να είναι κοσμικό συμβαίνον, όταν αυτοσυγκεντρώνομαι, η σωματικότητά μου και οι λειτουργίες της συνεχίζουν να τελούνται, το έγχρονό μου συνέχεται και μόνο το είναι μου, το άχρονο, το απόλυτο, κοινωνεί με το είναι του κόσμου, οπότε αναγιγνώσκει ίχνη του, μαρτυρία του, στο ρητό, στο εκφραστό. Αυτή όμως η κατάσταση είναι συνεχής, αλλά σκιάζεται, υποπίπτει στη λήθη απ’ το αναυθεντικό εγώ της ρουτίνας. Πρό-


                                                                                         

 
88
κειται για τη γνησιότητα, για την πλατωνική ἀνάβλεψιν. Γι’ αυτό λέμε πως αυτή η “κενότητα” είναι πληρωματική. Δεν είναι υπερβολή. Τη συναντάμε σε όλες τις μεγάλες στιγμές όλων των μεταφυσικών με ποικίλους όρους. Δεν αρκεί όμως αυτό, γιατί δεν αποσπώμαι απ’ τον κόσμο με τον οποίο κοινωνώ, αλλά βρίσκομαι στον κατεξοχήν τόπο μου ο οποίος είναι πνευματικός. Γνωρίζω παράλληλα πως το πνεύμα μου εκφράζεται, αλλά για να εκφράζεται (πάντα συμβολικά, πάντα σχετικά δη- λαδή) κοινωνεί με τη φθαρτή του φύση, αλλά και με την απόλυτη που είναι η καθαρή νόηση. Εντοπίζεται πνευματικά με τον αληθή λόγο σε κάθε συγκεκριμένη μορφή-εικόνα του οικουμενικού. Αναπόφευκτα, οποιαδήπομε μορφή έκφρασης είναι σχετική και μεταβλητή και αυτό σημαίνει πνευματική προσπάθεια η οποία αποκαλύπτει το σχετικό ως απολύτως νοητό. Έτσι αναδύονται οι μεγάλες διαπολιτισμικές αξίες. Υπάρχει στο βάθος κάθε πνευματικής προσπάθειας μια πληρωματική κατάσταση. Θύουμε το απόλυτο είναι μας στον κόσμο του σχετικού και παράγουμε γνώση, επιστήμη, τέχνες αξίες κ.ο.κ. Η πληρωματική κενότητα επομένως είναι θύειν-θύεσθαι που συνέχει τη ζωή των σχετικών. Όταν η μνήμη, η κρίση, η φαντασία, η αίσθηση “αναστέλλονται”, το είναι συναντά το απόλυτό του το οποίο ορθώνει εκφραστό νόημα.
9 Φεβρουαρίου 2013. Ας προσέχουμε όμως τους όρους τους οποίους χρησιμοποιούμε. Τι εννοούμε όταν λέμε πως αναστέλλεται η φαντασία, η κρίση κλπ. κατά την πληρωματική κενότητα; Πρόκειται για “λιποθυμία” του πνεύματος, για “διάλειψη”, όπως διαπίστωσαν κάποιοι μυστικίζοντες φιλόσοφοι; Όσες προσπάθειες και να κάνουμε, αυτή η κατάσταση δεν περιγράφεται, αφού αντικείμενο περιγραφής είναι τα σχετικά πράγματα, τα αισθητά. Αν κάτι δεν είναι αντικείμενο περιγραφής ως ανέκφραστο, ή δεν είναι τίποτε, ή είναι το απόλυτο είναι μας. Ας δούμε: Ένα είναι βέβαιο: Πρόκειται για ένα συμβαίνον το οποίο είναι κοινό, άρα οικουμενικό. Επιπλέον: Το συνειδητοποιούμε κατά τις στιγμές της προσοχής, της αυτοσυγκέντρωσης, αλλά δεν το επινοούμε, μάς ορίζει, είναι πηγή σκέψης και συναισθήματος, αίσθησης και εννόησης. Είναι η καθαρή νόηση ως αὐγὴ καθαρά, κατά την πλατωνική έκφραση. Δεν ορίζεται, η πρόταση είναι ταυτολογική και οι ταυτολογικές προ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   89
τάσεις (ή αναλυτικές) δεν περιγράφουν, είναι αξιωματικές που σημαίνουν τη μία και μόνη μεταφυσική αρχή, την ταυτότητα. Ας δούμε κάποιες ταυτολογικές προτάσεις: Το είναι είναι απόλυτο. Το είναι είναι καθαρή νόηση. Το είναι είναι ολότητα, αδιάστατο, άχρονο, ταυτό κ.ο.κ. Το είναι είναι άσπιλο, άφθαρτο, νοητό κάλλος κ.ο.κ. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλους όρους για να διαπιστώσουμε εκ νέου κάτι το οποίο προσπαθούμε να καταστήσουμε όσο πιο σαφές. Οι χαρακτήρες των πραγμάτων, τα γνωρίσματά τους που είναι ενεργήματα του πνεύματος, ταυτίζονται στο απόλυτο, στο άσπιλο. Έπεται πως ουσιαστικά που εκφράζουν ενεργούντα πράγματα είναι απόλυτα. Είτε τα εκλάβουμε ως ιδέες, ή ως έννοιες, έχουν ένα απόλυτο γνώρισμα το οποίο τα καθιστά νοητά-εννοητά στην ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητά τους. Έπεται πως όλες οι λογικές προτάσεις που διαπιστώνουν καταστάσεις πραγμάτων είναι στην ουσία τους ταυτολογικές, ή, για να το πούμε καλύτερα, είναι οντολογικά ταυτολογικές και έγχρονα λογικές. Σε αυτή την αλήθεια μετέχουμε, με αυτήν κοινωνούμε απόλυτα και αυτό το διαπιστώνουμε κατά τις στιγμές της αυτοσυγκέντρωσης. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάποιες στιγμές, αλλά παραμόνιμη κατάστασή μας την οποία δε συνειδητοποιούμε πάντα.
10 Φεβρουαρίου 2013. Παραμόνιμη κατάσταση του ανθρώπου επομένως δεν είναι ούτε οι γνώσεις, ούτε οι ψευδαισθήσεις, οι φαντασιώδεις, τα πάθη και οι μεταβαλλόμενες καταστάσεις ψυχής. Μπορούμε ίσως να δούμε κάτι σημαντικότερο. Έχουμε κάνει λόγο για το άσπιλο, για το ακήρατο, για το άμωμο, για το παρθενικό που δεν είναι παρά το είναι των πραγμάτων, η αιώ- νια φύση τους. Φαίνεται πως οι όροι ταυτίζονται με τους όρους απόλυτο, άπειρο, αναλλοίωτο, οπότε μπορούμε να σχηματίσουμε μία και μόνη αξιωματική μεταφυσική πρόταση: Το είναι είναι απόλυτο, άπειρο… Αν οι όροι-όρος δεν περιγράφονται, δεν είναι δηλαδή δυνατό να γίνουν αντικείμενο σκέψης εκφραζόμενο με λογικές προτάσεις που αναφέρονται στην έγχρονη πλοκή πραγμάτων και καταστάσεων, συμβαίνει κάτι άλλο: Είναι η αρχή εννόησης κάθε σχετικού, το είναι του φαίνεσθαί του. Οι όροι συσφραγίζουν την ταυτότητα οντικού και ηθικού, γνώσης και αλήθειας ως συνέχειν του κοσμανθρώοου.


                                                                                        
 
90
11 Φεβρουαρίου 2013. Θεωρώντας τις μορφές λάθους, ατέλειας, κακού, μπορούμε να οδηγηθούμε σε κατά βάθος εκτίμησή τους, πέρα απ’ τους ρηχούς συναισθηματισμούς. Αν το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού, το τελευταίο, ο άνθρωπος δηλαδή, αναπτύσσει την έγχρονη εγκαταβίωσή του σχετικά και αυτό σημαίνει υπό ποικίλους τρόπους και ελεύθερα. Είναι θύτης του απόλυτου υπό τη σχετικότητά του και μπορεί να οδηγείται στην πλάνη που καθίσταται αναγκαιότητα, εθελοδουλία. Χάνει την απόλυτη κοινωνία του με το αρχέγονο-άσπιλό του, του διαλανθάνει το αληθεύον, ζη υπό τις αυταπάτες της σχετικότητας που καθίστανται σχετικιστικός εγωισμός. Είναι η επιφάνεια που όσο κι αν φαίνεται φαντασμαγορική, δεν παύει να είναι ερειπιώδης, τραγική. Παράδοξο: Εξόριστος, εξορίζει το απόλυτο-ανέκφραστο είναι του και κάνει το εκφραστό παίγνιο των αυταπατών του. Θριαμβική σύγχυση, λατρεία των εγωπαθειών, απόσταση των προσώπων, ανταγωνισμός, με όλα τα τραγικά επακόλουθα.8  Ζούμε το εξής: Θύουμε το θυόμενο στο βωμό του σχετικού, το απόλυτο στο βωμό του πεπερασμένου και κατανοούμε κατά βάθος πως η αρχέγονη αφετηριακή πληρότητα παραμένει αλώβητη και ανάσσουσα αλήθεια ως απόλυτος κανόνας κάθε εκφραστού. Εννοούμε το νόημα της θετικότητας, κάθε θετικότητας, και συνειδητοποιούμε το πνεύμα κάθε συγκεκριμένου και θραυσμένου ως αμέριστα μεριζόμενης έκφρασης του απολύτου. Κάθε υπάρχειν μαρτυρεί κατά βάθος το είναι.
16 Φεβρουαρίου 2013. Ωστόσο, αντιφάσκουμε ίσως αν δεν προσέξουμε τον όρο άπειρος εν πεπερασμένω ο οποίος φαίνεται πως μας βοηθάει να προσπερνάμε εύκολα τις δυσκολίες. Αν το απόλυτο, το άπειρο, είναι η τροφή του σχετικού, γιατί τηρεί, συντηρεί, προσφέρει το υπάρχειν στα αισθητά χωρίς να φθείρεται, αλλά φανερούμενο με αυτά; Ήδη όμως αυτοσυλλαμβανόμαστε ως έγχρονα-έγκοσμα όντα, ως υπάρχοντες δηλαδή, και αυτό μας διαφοροποιεί επιφανειακά, έγχρονα δηλαδή, απ’ το απόλυτο. Ας λάβουμε μάλιστα υπόψη μας πως κάθε ατέλεια, πάθος κ.ο.κ. δεν είναι διανοητό παρά στον έγχρονο βίο. Επιπλέον: Αν το άχρονο είναι πλήρωμα του έγχρονου, το τελευταίο είναι αδιανόητο χωρίς την αρχή του, χωρίς την ανέκφραστη αρχή του η οποία είναι πληρωματική. Κάθε έγχρονο είναι φαινομενικό και παραπέμπει στην ακήρατη φύση του.      
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   91  
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
… ἐν αὐγῇ καθαρᾷ
ατέστη σαφές πως η γνώση είναι αδιανόητη χωρίς την ακήρατο λογισμό ο οποίος και την τρέφει. Το διανοητικό είναι αδιανόητο χωρίς το ηθικό, αλλά πώς θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε δύο κατά τα φαινόμενα διαφορετικές λειτουργίες του ανθρώπινου πνεύματος; Προσεκτική ανάγνωση των μεγάλων φιλοσοφημάτων πείθει πως όχι μόνο δεν υπάρχει αντίθεση ή ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο λόγο και στο ήθος, αλλά ενότητα, συμπληρωματικότητα, κοινωνία θα λέγαμε. Αυτό θα προσπαθήσουμε να δείξουμε προτείνοντας συγκεκριμένη θεώρηση η οποία υποφαίνεται και στο πρώτο μέρος της μελέτης μας. Ήδη επανερχόμεθα σε παλαιότερους όρους οι οποίοι αναπροσλαμβάνουν νέα δυναμική, το εύρος και την εγκυρότητα της οποίας θα κρίνει ο αναγνώστης.    


                                                                                         ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

 
92  
IV
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΕΙΝ
Αμφισημία. Είναι τόσο παλαιά η προβληματική η σχετική με το είναι και τη σχέση του με το υπάρχειν που καθιστά αδύνατη την έστω και τηλεγραφική παρουσίασή της. Στο πλαίσιο της μελέτης μας όμως αυτό δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Τι προηγείται: το είναι ή το υπάρχειν; Νομίζουμε πως η ερώτηση αποπροσανατολίζει, το έδειξαν και οι αδυναμίες των λεγόμενων υπαρξιακών στοχαστών. Είναι όμως βέβαιο πως υπάρχουν καταστάσεις κοινές σε όλους μας, καταστάσεις που με την πρώτη ματιά τουλάχιστον πολιορκούν το ανθρωπίνως υπάρχειν οδηγώντας το σε αδιέξοδα με οδυνηρές συνέπειες. Εννοούμε την πλήξη, το άγχος, την αγωνία και όλες τις συναφείς παρενέργειες οι οποίες διαζωγραφίζονται ως πάθος καθημερινότητας. Βέβαια, το υπάρχειν στον κόσμο συνιστά πρωτογενή πληροφορία η ο- ποία προηγείται οποιασδήποτε συνειδητοποίησης, είναι άληπτη λογικά κατάσταση η οποία διαζωγραφίζεται ως χάρμα, ως πρωτοθαμασμός, ως επιφωνηματική βεβαίωση του υπάρχειν, όπως η παιδικότητά μας μάς πληροφορεί, ως αιώνια ανατολή πριν και πέρα από κάθε δευτερογενή κρίση ή και δοκιμασία. Διακοσμημένη μάλιστα αυτή η πρωτοβεβαιότητα απ’ την παγκόσμια μούσα με τις μυθικοθρησκευτικές της υποβολές,9 έχει αθανατισθεί με μεγάλα έργα του πνεύματος και με τις μαρτυρίες μεγάλων μυθογράφων, ποιητών, στοχαστών αλλά και φιλοσόφων. Βεβαίως υπάρχει ενίοτε πολύς συναισθηματισμός, μυθικά στοιχεία, υποκειμενισμοί, εξάρσεις που υπερβάλλουν, αλλά στο βάθος όλων αυτών των ενατενίσεων τις οποίες συναντάμε σε όλους τους πολιτισμούς, υποφαίνεται ένα στοιχείο το οποίο είναι βαθύτατα ανθρώπινο και φιλοσοφικό.  Πρόκειται για την πρωτογενή αγνότητα-καθαρότητα η οποία φανερώνεται ως αφέλεια, ως ακύμαντη μορφή, ως εαρινό χάρμα, ως χάρη με αισθητικές υποβολές και ευρύτερες ηθικές νύξεις. Παραδείσια κατάσταση, την ονόμασαν, πνεύμα της παιδικότητας την αποκάλεσαν
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   93
πολλοί ευαίσθητοι στοχαστές, αμείλικτη μαρτυρία της καθαρότητας του υπάρχειν χωρίς την οποία δεν εκπορθείται η πραγματική γνώση όπως την διακρίνουμε και στην αφέλεια πολλών σοφών. Πρόκειται για θεία άγνοια εν όψει κάθε θετικής γνώσης ή για αυτοπαγίδευση σε είδωλα που εξανεμίζονται με την πρώτη πνοή του ανέμου της αμφιβολίας, του πονηρευομένου λογισμού και της άρνησης, παρά την ηθική και αισθητική χρησιμότητα των διαπιστώσεων; Ωστόσο, κύρια ιδέα της παρούσας προσπάθειας είναι ακριβώς η θραύση της “απόστασης” ανάμεσα στο διανοητικό και στο ηθικό, ανάμεσα στο λογισμό και στο συναίσθημα, κάτι που υποκρούεται σε όλα τα μεγάλα φιλοσοφήματα και στις κορυφαίες εκζητήσεις της αν- θρώπινης προσπάθειας. Ήδη, οι σχέσεις είναι και υπάρχειν θα φωτίζουν κατά το δυνατό αυτή τη βασική αλήθεια.
Υπάρχειν. Οφείλουμε να ανατμήσουμε ριζικά τον όρο ύπαρξη για να αντιμετωπίσουμε με συνέπεια ό,τι προηγείται σχετικά με το πνεύμα της πρωτογενούς πληροφορίας. Είναι σαφές πως το υπάρχειν (άρχω, άρχων και υπ-άρχω, υπ-άρχων) σημαίνει ριζικά υπάρχειν στον κόσμο, δηλώνει το έγκοσμο έγχρονο του ανθρώπου και άρα είναι αδιανόητο χωρίς το αισθάνεσθαι και το αντιλαμβάνεσθαι. Το υπάρχειν μας εξάλλου είναι αδιανόητο χωρίς το κοσμικό συμβαίνον στο οποίο και εκδιπλώνεται. Όντας έγκοσμοι, υπάρχοντες, νοούμε τον κόσμο ως ολότητα φαινομένων χωρίς να είμαστε σε θέση να τον ορίσουμε. Μόνος δυνατός ορισμός είναι ο αυτοορισμός. Τον αντιλαμβανόμαστε σε κάθε εκφραστή μορφή του και αυτή η αλήθεια του συλλαμβάνειν είναι άπειρη, πέρα από κάθε ποιότητα, ποσότητα κ.ο.κ. Το υπάρχειν στον κόσμο επομένως συναναδύεται με το αντιλαμβάνεσθαι τον κόσμο, αλλά αντιλαμβάνεσθαι τον κόσμο είναι και αυτοσύλληψη, υπαρξιακή αυτοσύλληψη. Είναι λοιπόν σαφές πως η πρωτοχαρμική ματιά, η πρωτοσύλληψη που βασικά είναι απόλυτη νόηση για να γίνεται σιγά σιγά συγκεκριμένη εννόηση, γνώση δηλαδή. Υπάρχει επομένως μια άδηλη γνώση ως μήτρα κάθε συγκεκριμένης και εδώ ακριβώς μπορούμε να εισδύσουμε στην οντολογική υπόσταση του υπάρχειν, των πρωτοχαρμικών του εμπνοών, της καθαρότητάς του. Είναι ό,τι μερικοί αποκαλούν θεία άγνοια ή κάτι άλλο; Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο των αναζητήσεών μας και οφείλουμε να σκεφθούμε κάτι το οποίο φωτίζει τη ριζική φιλοσοφική ερώτηση.


                                                                                       

 
94
Οντολογικές απαρχές. Κατά πρώτο λόγο το υπάρχειν στον κόσμο ως πρωτοπληροφορία είναι καθαρά οντολογική μαρτυρία, άδηλη ίσως, αλλά σαφώς οντολογική, αφού ο υπάρχων αυτοσυνειδητοποιείται ως ζων, ως αισθανόμενος, ως αντιλαμβανόμενος και εδώ μπορούμε να διίδουμε τις οντολογικές απαρχές του χάρματος, της αγνότητας, της αφέλειας αλλά και της χαρμικής έκστασης. Ποιες είναι όμως; Αν το χάρμα, η αφέλεια, η αγνότητα δεν παράγουν γνώση, συνιστούν ήδη γνώση, είναι η άλλη όψη του άτμητου, του αδιάστατου, του άχρονου, του όλου στην έγχρονη τάξη ως τροφή της, ως ανεξαγόραστη και αδαπάνητη θυσία που συντηρεί και που συνέχει. Είναι το απλανές κάτοπτρο, αναντιπαράστατο βέβαια, στο οποίο οπτρίζεται το είναι του έγχρονου, του μεταβαλλόμενου, του φθειρόμενου, του πεπερασμένου. Χωρίς αυτήν την αλήθεια δε νοείται γνώση. Αυτή ακριβώς η πρωτοπληροφορία, υπαρξιακή σύμφωνα με τις δυνατότητες της γλώσσας, μηνύει το είναι στο φαίνεσθαι και φωτίζει τις υψηλότερες κατακτήσεις της μεταφυσικής και της ευρύτερης πνευματικής δημιουργίας. Βεβαίως, δεν αναλύεται με γνωστικά εργαλεία και γι’ αυτό αποδίδουμε μεταφορικά, συμβολικά, αυτήν την κατάσταση στην παιδικότητα, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για την αιώνια παιδικότητα του κοσμανθρώπου. Αρκούμαστε σε ένα μόνο παράδειγμα ανάμεσα στα πολλά, σε ένα, το σπουδαιότερο ίσως. Ποιος θα μπορούσε να μας αναλύσει το είναι των πλατωνικών ιδεών ή το είναι των αριθμών κατά τους πλατωνίζοντες λογικομαθηματικούς; Ό,τι θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως συνιστούν τη μήτρα κάθε ασφαλούς και συνεπούς γνώσης και εδώ ακριβώς, η ιδέα ενός συγκεκριμένου δένδρου, ενός συγκεκριμένου φυτού, ενός συναισθήματος κ.ο.κ. δεν αναλύεται, αλλά καθιστά δυνατή την αντίληψη-γνώση του. Δεν είναι η συνδυαστική φαντασία ούτε η εμπειρία που οδηγούν στη γνώση, αλλά την προϋποθέτουν για περαιτέρω συγκρίσεις, συνδυασμούς και εκ των υστέρων επινοήσεις ή γνώσεις. Και πάλι όμως, ό,τι επινοείται υπάρχει πριν επινοηθεί, ό,τι γνωρίζεται, υπάρχει πριν γνωσθεί. Είναι σαφές: το είναι των πραγμάτων, όλων των μεταβαλλόμενων πραγμάτων, είναι απόλυτο και γι’ αυτό γίνονται αντιληπτά και υπάρχει γνώση. Γι’ αυτό ακριβώς το παράμονο, το αμετάβλητο, το αιωνίως ον δε μπορεί παρά να είναι άσπιλο, αμόλυντο, ακήρατο, όπως και ο γνήσιος λογισμός του. Είναι και η μόνη δυνατότητα εννόησης του κόσμου αλλά και κάθε συγκεκριμένου μεγέθους.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   95
Είναι έτσι εμφανές πως η ενότητα του κόσμου αποκαλύπτει το ταυτόν του, το παράμονο, σε πείσμα κάθε φαινόμενης αλλαγής και αυτό οφείλουμε να το λαμβάνουμε υπόψη μας, αν θέλουμε να είμαστε λογικά συνεπείς. Εκείθεν οδηγούμαστε στην αφετηρία, στην ισταμένη αλήθεια η οποία καθιστά το λόγο ικανό να εκφράζεται.  Όλη η γνωσιολογική προσπάθεια στηρίζεται στο απόλυτο της γνώσης το οποίο σκιαγραφείται και εκφράζεται συμβολικά χωρίς να αναλώνεται, όπως η συμβολική του έκφραση. Η γνώσεις προϋποθέτουν τη Γνώση. Γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει γνώση χωρίς αυτοσυγκέντρωση, χωρίς αφαίρεση. Αν θέλαμε μάλιστα να αναστραφούμε με τις μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης δημιουργίας, εύκολα θα ανακαλύπταμε γιατί το ανέκφραστο είναι το εγγύτατο και η μήτρα του εκφραστού, το σημείο αφετηρίας του. Ανέκφραστο είναι το είναι του κόσμου, ανέκφραστο το είναι του ανθρώπου το οποίο ταυτίζεται με το πρώτο, ανέκφραστο το συνέχεσθαι του κόσμου ως μη εξαντικειμενικευτική ταυτότητα, ανέκφραστο και το είναι κάθε πράγματος που πτερορρυεί και μεταβάλλεται, εκφραστός όμως ο ψίθυρος των πνοών που αινίσσονται και φανερώνουν έγκοσμα-έγχρονα το συμβαίνον. Γι’ αυτό ακριβώς στο υπάρχειν μας, όπως και στο υπάρχειν κάθε πράγματος, αναγνωρίζουμε το αιώνιο είναι του, την αιώνια και καθαρή αγνότητα, καθαρότητα, αφέλεια και χάρμα του. Αισθανόμενοι, αντιλαμβανόμενοι τα πράγματα, νοούμε την καθαρότητα της φύσης τους και αυτό συνιστά την πρώτιστη γνώση, την απόλυτη, γιατί κάθε υστερογενής γνώση είναι σχετική και μεταβαλλόμενη. Ως υπάρχοντες επομένως γνωρίζουμε τα έγχρονα-έγκοσμα μεγέθη όχι ως προς το φαίνεσθαί τους αλλά ως προς το είναι τους και γι’ αυτό η ύπαρξη είναι αδιανόητη χωρίς την ουσία. Προαγγέλλεται ως αγνότητα, ως καθαρότητα, ως έκπληξη, ως χάρμα, ως απορητικός θαυμασμός και αυτό δηλώνει το άσπιλο του γιγνώσκειν, την αιωνιότητα της φύσης των πραγμάτων και ιδιαίτατα του ίδιου του ανθρώπινου. Στο θνησιγενές των πραγμάτων αγγέλλεται η αιωνιότητά τους, στις υποβολές του υπάρχειν το είναι.
Δοκιμασία. Η ύπαρξή μας όμως παλινωδεί, ρήγνυται, άγχεται, πλήττει, αγωνιά, αρνείται. Πώς μπορούμε να θεωρήσουμε αυτές τις αρνητικές καταστάσεις οι οποίες δημιουργούν τόσες και τόσες παρενέργειες στον έγκοσμο βίο μας; Είναι το άγχος πρωτογενές όπως η αγνό-


                                                                                       

 
96
τητα και η αφέλεια; Αρκετοί και όχι κατ’ ανάγκη απαισιόδοξοι, είδαν στο άγχος της πληττομένης συνείδησης όλη την ανθρώπινη δημιουργία σε οποιαδήποτε μορφή της. Τι είναι όμως άγχος αν όχι η συνειδησιακή πλήξη η οποία δημιουργείται απ’ τη σχέση μας με τον κόσμο και το συνάνθρωπο; Υπάρχει όντως ένα βαθύ ρήγμα απ’ τη στιγμή που θεωρούμε τον κόσμο ως αντικείμενο, ως πραγματικότητα ξέχωρη και διαφορετική απ’ το ίδιο μας το είναι, ένα ρήγμα που μας αποκόβει απ’ τη μύχια σχέση μας με τα πράγματα και με τους συνανθρώπους μας, κάτι που μας πολιορκεί και μας απειλεί, ό,τι ονομάστηκε από τους υπαρξιακούς κυρίως μηδέν. Είναι όμως το άγχος και οι πα- ρενέργειές του προϊόν αποκόλλησής μας απ’ το δεσμό μας με κόσμο και συνανθρώπους ή κάτι ουσιαστικότερο; Είναι σαφές πως απ’ τη στιγμή που εξαντικειμενικεύουμε κάτι και το ειδωλοποιούμε, οικοδομούμε τον εγωισμό μας και ανατρέπουμε τη μύχια αφετηρία του υπάρχειν. Τρεπόμαστε έτσι αναγκαστικά στη δημιουργία για να αποφύγουμε ακριβώς την εγωτική μόνωση οικοδομώντας είδωλα, αντιστρέφοντας την αφετηρία. Η γνώση γίνεται όπλο και κατάκτηση, τα δεινά αρχίζουν, αλλά το άγχος επανεμφανίζεται, γίνεται σύντροφος της πλήττουσας και πληττομένης συνείδησης. Μας φαίνεται έτσι πως ο χρόνος τον οποίο κάνουμε αντικείμενο που μας απειλεί είναι και δεσμώτης μας, εχθρός μας, απειλή μας την οποία προσπαθούμε να δαμάσουμε με τη δράση, με τη διασκέδαση, στο πασκαλικό νόημα του όρου. Η ιστορία μας γίνεται συνεχής διαπάλη εγωιστικών συμφερόντων που αγγίζουν συχνά την απανθρωπία, κάτι το οποίο φαίνεται καθαρά σε όλη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου. Αντί της αφέλειας η πονηρία, αντί της αγνότητας ο δόλος, αντί του θαυμασμού ο φθόνος και η εκδίκηση, αντί της θαυμαστικής έκπληξης ο εκστασιασμός του πάθους. Η φαινομενολογία των παθών όμως πέρα απ’ την καταστροφική της επίδραση, δηλώνει και κάτι άλλο το οποίο δεν προσέχουμε στον βαθμό που θα οφείλαμε. Όλη η κόλαση των παθών που προξενούνται απ’ το εγωιστικό άγχος και την έγχρονη πλήξη δεν έχει πρωτογένεια αλλά συνιστά παθογένεια που ταυτίζεται με την αναγκαιότητα. Είναι η έγχρονη ανελευθερία του ανθρώπου, γιατί στον κόσμο της πρωτογενούς αφέλειας και αγνότητας δεν υπάρχει αναγκαιότητα. Στο μυθικό λόγο ο οποίος μιλάει για πτώση των ψυχών που κουράστηκαν απ’ τη θεωρία του αληθούς θα προτείναμε την αρχετυπική αείδεια του ά-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   97
σπιλου και του άμωμου που δεν γνωρίζει κάματο και κόπωση, γιατί κατά βάθος, σε ό,τι αποκαλούμε κακό, πρωτεύει το καλό το οποίο προσφέρει δυνατότητα ερμηνείας και του κακού και του πόνου και του άγχους και του εγωισμού. Το σχετικό, και το κακό είναι τέκνα της σχετικότητας, δεν ίστανται αφεαυτών, είναι αδιανόητα. Αν το καλό είναι ανέκφραστο και πληρωματικό, το κακό είναι παραλογισμός της διανοίας που δηλητηριάζει και το συναίσθημα, είναι η ανελευθερία η οποία προϋποθέτει την ελευθερία.
Το ελεύθερον. Πριν προχωρήσουμε όμως οφείλουμε να δούμε σε τι συνίσταται η ελευθερία σε αντίθεση με τη δουλεία της συνήθειας10 και ποια η σχέση τους με το υπάρχειν.  Λέμε συνήθως πως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέγει και στην ορθότητα της επιλογής του συνίσταται η ελευθερία του. Αυτό όμως δεν είναι απλά παρακινδυνευμένο, αλλά εσφαλμένο, γιατί κάθε επιλογή δεσμεύει εκ των προτέρων, καθιστά τον άνθρωπο όμηρο μιας προσφοράς, κάποιας έτοιμης θα λέγαμε λύσης η οποία περιλαμβάνει κώδικες συμπεριφοράς, κατηγορικές προσταγές, καθήκοντα, υποχρεώσεις κ.ο.κ. Ο επιλέγων γίνεται έρμαιο της επιλογής του, αλλά θα επέλεγε κάτι το οποίο είναι ξένο προς τη φύση του και το οποίο επιβάλλεται ή προσφέρεται; Ριζικότερη αναστροφή με το ερώτημα ανατοποθετεί το πρόβλημα και προσπερνάει όλες τις εμπειριστικές, ωφελιμιστικές, ηθικολογικές, αξιοκρατικές και λοιπές θεωρήσεις για να φθάσει στην αφετηρία η οποία βρίσκεται ήδη στο ίδιο το ανθρώπινο είναι, στο είναι του υπάρχοντος. Βέβαια η ανθρώπινη φύση υποβάλλεται εύκολα, γίνεται θύμα της συνήθειας, κάποτε της ανατροφής, του περιβάλλοντος και γνωστών παραγόντων τους οποίους επικαλούνται κυρίως οι συμπεριφοριστές κάθε σχολής. Θα απαντούσαμε σε αυτούς πριν προχωρήσουμε πως ο ιστορικός άνθρωπος είναι όντως τραγικός και έλκεται απ΄ το εύκολο, απ’ το ευχάριστο, απ’ το ηδονικό, απ’ το εγωιστικό, αλλά αυτή η λυπηρή πραγματικότητα παραγνωρίζει πως σοφοί θεωροί του ανθρωπίνου έφθασαν σε ανυποψίαστα με την πρώτη ματιά βάθη ενσφραγίζοντας στο ανθρωπίνως υπάρχειν τις οντολογικές απαρχές. Δεν απαιτείται μεγάλος κόπος για να αναγνώσουμε στα άνθη του πνεύματος όλων των πολιτισμών αυτήν την αλήθεια, ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ανακάλυψης των αιτίων της ανθρώπινης κακοδαιμο-


                                                                                     

 
98
νίας, της κακοδαιμονίας μας. Και οι αρνητές του ηθικού ιδεώδους κάνουν λόγο για ηθικές αξίες, όσο κι αν τις εκλαμβάνουν συνήθως κανονιστικά, ως απλούς ρυθμιστικούς κανόνες.  Αν μάλιστα προσθέσουμε και την επικουρία της συνήθειας, τα πράγματα γίνονται πιο σαφή. Η συνήθεια καθίσταται ανάγκη η οποία τροποποιεί, αλλοτριώνει, εξαμβλώνει και τη διάνοια, η οποία φθείρει και το συναίσθημα, θολώνοντας το λόγο και οδηγώντας στον παραλογισμό. Ήδη και το αισθάνεσθαι γίνεται πηγή πάθους και η γνώση αντιστρέφεται, καθίσταται μέσον ευδαιμονισμού και ιδιοτελούς χρήσης των θησαυρών της. Το ανθρωπίνως υπάρχειν γίνεται απανθρώπως υπάρχειν, το βάρος της χρονικότητας αδιαπέραστο, και μόνο η πονηρία, η επινόηση και η ραδιουργία, το ψεύδος δηλαδή αντιτάσσονται στο βάρος της εξαντικειμενικευμένης χρονικότητας, στην πλήξη των δούλων της συνήθειας, στο άγχος τους, στο έγχρονο θνήσκειν τους. Η ελευθερία επομένως δεν είναι απλά άρνηση της αναγκαιότητας, αλλά και της επιλογής. Είναι η ανάδυση του όντως ανθρώπου, η ένσαρκη-έγχρονη μαρτυρία της πρωτογένειάς του, των παρθενικών του απαρχών και αυτό ακριβώς καταυγάζεται ως ήθος, ως νηφάλια γνώση, ως γνήσια αισθητική αναζήτηση και δημιουργία. Μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος είναι πραγματικός δημιουργός. Όπως μόνο ο δούλος είναι αναπόφευκτα καταστροφέας.
Συνυπάρχειν και συνείναι. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και θα παρασυρόμασταν σε ηθικολογίες αν δεν ανερευνούσαμε κάποιες βαθύτερες αφετηρίες. Το εγκόσμως-εγχρόνως υπάρχειν συνδέεται άρρηκτα με το ενεργείν, ο άνθρωπος δεν προσεγγίζεται παρά ως συνάνθρωπος, δεν ολοκληρώνεται παρά συνυπάρχοντας. Αναγκαιότητα ονομάζουμε τις αναπόφευκτες ενέργειές μας χωρίς τις οποίες δεν είναι διανοητή η ζωή μας. Το συνυπάρχειν επάγει άμεσα το συνεργάζεσθαι, το συγκοινωνείν, κατά τρόπο που ο άνθρωπος ως μόνος είναι αδιανόητος. Το υπάρχειν επομένως είναι ουσιαστικά συνυπάρχειν, δε μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα απ’ το συν-, αλλά ό,τι ορίζει το υπάρχειν ως συνυπάρχειν βρίσκεται στη συναφετηρία, στην οντολογική συναφετηρία, στο συνείναι  Το συνείναι όμως είναι ανέκφραστο, παρά το ότι συνιστά πληρωματική αρχή χωρίς την οποία είναι αδιανόητο το υπάρχειν μας στον κόσμο. Κάθε εγωμονισμός είναι εκ των προτέρων αντιφατικός και ο-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   99
δηγεί αναπόφευκτα στην υποβάθμιση του συνυπάρχειν, οριακά δε στην απανθρωπία. Τι όμως πείθει πως το συνυπάρχειν οδηγεί στο συνείναι, αν το συνείναι είναι ανέκφραστο; Ήδη επιστρέφουμε αναδημιουργικά στο είναι του ανέκφραστου για να δούμε πως κρηπίδα της διάνοιας είναι το ηθικό, η αγαθότητα, αν θέλετε. Λέω αγαθότητα και δεν εννοώ μια απόμακρη κατάσταση, ένα υπερβατικό είναι, αλλά ό,τι πιο σαφές, και γι’ αυτό ακριβώς το οριστικό άρθρο η δημιουργεί πρόβλημα, λόγω των αδυναμιών της έκφρασης. Ξέρουμε καλά πως με το οριστικό άρθρο ορίζουμε κάτι συγκεκριμένο, άρα κάποιο φθαρτό, μεταβλητό, σχετικό μέγεθος. Όροι επομένως όπως αγαθότητα, όλο, αμερές, άτμητο, κ.ο.κ. μάλλον παραμορφώνονται με το άρθρο. Με βάση αυτό το δεδομένο, το είναι του ανέκφραστου είναι αγαθό, ἄγαν θεῖον, αλλά και πάλι η έκφραση είναι αναιμική. Διαβλέπουμε ωστόσο το εξής: Η αντίληψη του συνυπάρχειν είναι αφετηριακά ηθικοδιανοητική, τόσο ηθική, όσο και διανοητική, είναι άσπιλη, καθαρή εγγύτητα, alter ego, κοινωνία και ενότητα η οποία αναδύει την ταυτότητα έγχρονα. Δε θα καταφύγουμε στις παραδείσιες συμβολικές εκφράσεις και ιστορίες των μυθογράφων, των ποιητών αλλά και των στοχαστών, ούτε στο πνεύμα των λαών κατά το οποίο ο άνθρωπος υπήρξε κάποτε ευτυχής, ακέραιος, παραδείσιος. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως στους θρύλους και στις παραδόσεις στηρίζονται αριστουργηματικές ιδέες οι οποίες, με τη συμβολική τους έκφραση, ανακαλύπτουν επαναστατικές και αγήραστες αλήθειες του ανθρωπίνου.  Θα ακολουθήσουμε τη φιλοσοφική προσπάθεια η οποία μπορεί να είναι γονιμότατη. Λέμε πως το συν-, το συνεργάζεσθαι, το συνείναι, καταξιώνει το υπάρχειν-συνυπάρχειν ως πληρωματική αλήθεια η ο- ποία είναι η μόνη ισχυρή και ικανή να αποτρέψει απ’ την ενστέναγμη θητεία του το ανθρώπινο, να καταστήσει το άγχος πηγή καθαρότητας και δημιουργίας, να κάνει την απόσταση πραγματική εγγύτητα. Βέβαια η εγγύτητα δεν είναι διαστημική κατηγορία, αφού κάτι τέτοιο δεν υπάρχει παρά πνευματικά, και γι’ αυτό αποκαλύπτει την ταυτότητα εν ετερότητι, το συγκοινωνείν συνυπαρχουσών υπάρξεων με κοινές οντολογικές απαρχές. Ήδη, αγγέλλεται συγκεκριμένα (η) αγαθότητα ό- χι απλά ως εγγύτητα, η εγγύτητα είναι αφετηρία, αλλά ως θυσία, ως αγάπη, ως αλληλεγγύη, ως διαθεσιμότητα, ως ανεξικακία, ως ειρηνική εναντίωση στον παραλογισμό του εγωιστικού πάθους, της φρικτής λή-


                                                                                     

 
100
θης, της απολησμονιάς δηλαδή. Δε μπορούμε να ζήσουμε αυτές τις καταστάσεις χωρίς να τις εννοήσουμε, αδυνατούμε να τις εννοήσουμε χωρίς να τις ζήσουμε. Ακριβέστερα, είναι εγγεγραμμένες στο συνειδός μας, στο συνέχουν για να είμαστε ακριβέστεροι, γιατί όλα μάς λένε πως το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού, το άχρονο του έγχρονου, όπως, παράδοξα, το σχετικό είναι η στέγη του απολύτου. Σε αυτό το μεγαλειώδες συμβαίνον συνίσταται το ζην μας, το θνήσκον ζην μας για να είμαστε ακριβέστεροι. Συμβαίνει μάλιστα και το εξής: Η εμπειρία κάθε μορφής πάθους και ιδιοτέλειας είναι αναπόφευκτα έγχρονη και ειδωλική, γιατί στο βάθος υποκρούεται κάτι άλλο το οποίο συνέχει, κάτι το οποίο δε μπορεί να περιγραφεί ως εμπειρία, γιατί δεν καταγράφεται ως ιστορία, γιατί είναι ανέκφραστο. Διαζωγραφίζεται ως παρουσία-μαρτυρία ως πλήρωμα που συνιστά απάντηση στον αλογισμό του πάθους. Είναι το είναι μας το οποίο γονιμοποιεί το υπάρχειν με τις τόσες διακινδυνεύσεις, τις πλάνες, τις απάτες. (Η) αγαθότητα δεν είναι παρά πεμπτουσία του είναι μας-είναι του κόσμου, και “εκεί” στεγάζεται, από εκεί τρέφεται κάθε ηθική, διανοητική κ.ο.κ. κατηγορία ζωής και σκέψης.  Το υπάρχειν επομένως τρέφεται απ’ το είναι, το συνυπάρχειν απ’ το συνείναι στην έγκοσμη-έγχρονη βιωτή μας, κατά τρόπο που η προβληματική εμπλουτίζεται αναδημιουργικά. Αυτό θα δούμε.
Η τραγικότητα. Το υπάρχειν στέγει το είναι, όπως το πεπερασμένο το απόλυτο. Με απλούστερα λόγια, η πλήξη, το άγχος, το έγχρονο πάθος και τα φρικτά των ανθρώπων στέγουν την καθαρότητα, την αφέλεια, την αγνότητα… Η σχάση και το πάθος της νύχτας, οι ρωγμές και οι ασίγαστες, οι ακόρεστες επιθυμίες, οι ματαιότητες και το θέατρο στο οποίο λίγο πολύ μετέχουμε όλοι, συνιστούν παραλογισμό, είναι μορφές παράνοιας και ψεύδους, γιατί κάθε ψεύδος δεν είναι παρά παρα- λογισμός και παράνοια. Εδώ όμως συναντάμε μια αδήριτη πραγματικότητα την οποία κανένας δε θα μπορούσε να αρνηθεί. Κάθε μορφή πάθους οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα και να που η αρνητικότητα έχει το λόγο της ως αντιστροφή της θετικότητας. Είναι μάλιστα διαπιστωμένο πως και εκεί που ο ευδαιμονισμός και η αδικία φαίνεται να ωφελούν κάποιους λαούς, πάντα εις βάρος άλλων βέβαια, το αποτέλεσμα είναι τραγικό για όλους.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   101
Προωθώντας λίγο τις σκέψεις μας οδηγούμαστε σε παράδοξα (και γι’ αυτό φιλοσοφικά) συμπεράσματα. Ο έγχρονος βίος διαστρέφει τις παρθενικές αφετηρίες του υπάρχειν, οδηγεί στην αναγκαιότητα, στην υποτέλεια, στη σκοπιμότητα και εκείθεν στον παγανισμό, στην ειδωλοποίηση του κόσμου αλλά και της γνώσης, στην αλλοτρίωση. Τραγική ειρωνεία για τον άνθρωπο ο οποίος θριαμβολογεί για τις επιτεύξεις της επιστήμης, της προόδου, της κοινωνικής συγκρότησης, των θεσμών κ.ο.κ., τραγική ειρωνεία για την βεβαιότητα της ευδαιμονίας, των κατακτήσεων, μέχρι που απρόσμενη λαίλαπα γκρεμίζει και καταγκρεμίζει εστίες και βωμούς όλων των θιασωτών του προμηθεϊκού πνεύματος. Φαίνεται πως πρόκειται για αναγκαιότητα την οποία κανένας πολιτισμός, καμιά κοινωνία δεν κατόρθωσε να ανακόψει. Η φαινομενολογία του πάθους είναι οικτρή, αλλά, βαθύτερα θεωρούμενη, ανοίγει πραγματικά νέους ορίζοντες. Ναι, ο κάτοικος, ο βέβαιος κάτοικος, ο ιδιοκτήτης αγαθών, ο εξουσιάζων τους χαμηλότερούς του θύει στο βωμό των ειδώλων του νομίζοντας τραγικά πως είναι ελεύθερος, παραλογιζόμενος και κάνοντας το λογικοφανές υπερ- βεβαιότητα, αλλά αγνοεί ή θέλει να αγνοεί κάτι σημαντικότερο: τη δουλεία, την εξάρτηση απ’ το έχειν του, την αλλοτρίωση της ελευθερίας του, την οποία η έμφρων πειθώ κατά την πλατωνική ρήση μπορεί να απωθήσει.
Το ουτοπικό, το τραγικό, η θυσία. Η έμφρων πειθώ ενάντια στην αναγκαιότητα της δουλείας, είναι κάτι το βαθύτατα ουτοπικό, άκρως πραγματικό δηλαδή. Το είπαμε αλλού, το σημειώνουμε ευκρινέστερα και με κάθε δυνατή σαφήνεια: Το ανθρώπινο και το κοσμικό είναι, ένα και το αυτό, είναι ουτοπικό, ουτοπικό, γιατί δε λατρεύει κανένα τόπο, καμιά σταθερή και παράμονη εστία, κανένα ορμητήριο κατακτήσεων και ειδωλικών ψευδοβεβαιοτήτων. Το ανθρώπινο είναι είναι όχι μόνο ουτοπικό, αλλά και ιδαλγικό, γιατί παροικεί και δεν κατοικεί, γιατί νοσταλγεί πληρωματικά ως πληρωμένη αναμονή, κατά τη φράση ενός υπαρξιακού, γιατί το απόλυτό του που είναι μέτρο κάθε σχετικού σταθμεύει και μετασταθμεύει χωρίς να αυλίζεται στις αυλές των βεβαιοτήτων, κατά τρόπο που το υπάρχειν του ως τρεφόμενο απ’ το είναι του, είναι πνευματικό.  Έτσι αποκαθίσταται η γνώση, το παρθενικό της είναι, η αιώνια φύση των πραγμάτων ως συνεχής τροφοδότης του λογισμού, η ενότητα


                                                                                       

 
102
λόγου και συναισθήματος. Τι σημαίνει όμως αποκατάσταση της γνώσης, όταν η τελευταία είναι άσπιλη, αφού “ενοικεί” στην αιώνια φύση των πραγμάτων; Πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να κάνουμε μια δημιουργική παρένθεση. Η επιφάνεια των πράξεών μας είναι φαιδρή, κωμική, υποκριτική, επιθετική και φονική, τόπος φιλοξενίας του ψεύδους το οποίο είναι παρείσακτο στην υπαρξιακή μας βιωτή. Ιδωμένη βαθιά αυτή η κατάσταση διαζωγραφίζει μια τραγικότητα, την τραγικότητα του υπάρχειν, γιατί το είναι δε γνωρίζει τραγικότητα. Ξέρουμε εξάλλου απ’ τη Μούσα πως όλες οι τραγωδίες αναστρέφονται με το πάσχειν του ανθρώπου, με το αναπόδραστο του πάσχειν, με ένα πάσχειν το οποίο είναι απότοκο της έγχρονης βιωτής μας. Είναι βασικά μια αυτοδιάψευση του νόθου, του έγχρονου εγώ που πολιορκείται απ’ την απληστία του και απ’ τις αυταπάτες του, απ’ τις ψευδαισθήσεις του και απ’ τις ψευδοβεβαιότητές του. Το τραγικό νόημα της ζωής προσπερνάει τον τραγικό, τους τραγικούς μύθους, τους υπερβαίνει, παρά τη συμβολική τους δυναμική, και οδηγεί στο υποκρυπτόμενο Νόημα, σε ό,τι οι Αρχαίοι αποκαλούσαν κάθαρση, στην κάθαρση με διάρκεια και όχι σε κάποια πανάκεια. Πριν η τραγικότητα καταστεί περίπνευστη επίνοια του ποιητή,11 του άγρυπνου ποιητή ο οποίος βέβαια, οσοδήποτε μεγάλος, δεσμεύεται απ’ το πολιτισμικό σύμπαν στο οποίο ζει και στις αξίες του, έστω και αρνητικά, κυκλοφορούσε ως άσμα και ως θρύλος για αιώνες, γαλβάνιζε τη λαϊκή ψυχή και τις ενοράσεις της, αινισσόταν και υπαινισ- σόταν το ανθρώπινο πάθος και ψέλλιζε μια κάποια λύτρωση στις ακτές του ελέους, οσοδήποτε ωφελιμιστικές ή και μυθολογικές. Βαθύτερα ακόμη, το πνεύμα της τραγικότητας, και όταν ακόμη προσπάθησε να απογαλακτισθεί απ’ την αρχαία ειμαρμένη, βρέθηκε δέσμιο μιας άλλης αναγκαιότητας, της δουλείας του πάθους και θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς να εισέλθουμε στην ιστορική εκδίπλωση της έννοιας του τραγικού πως δεν υπάρχει τραγικό αίσθημα της ζωής χωρίς τη συ- νειδητοποίηση του παραλογισμοιύ στον οποίο οδηγεί το πάθος. Ο τραγικός ήρωας δεν είναι μόνο το εξιλαστήριο θύμα, είναι και ο συμπαίκτης, αλλά συχνά είναι κυρίως ο θυσιαζόμενος για τη σωτηρία των άλλων, η αθωότητα, η αφέλεια, η αγάπη, η αυτοθυσία, καταστάσεις απ’ τις οποίες αναδύεται ένα βαθύτατα οντολογικό μήνυμα, καταστά-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   103
σεις τις οποίες συναντάμε τόσο εύγλωττα σε θεούς θρησκειών, οι οποίοι αυτοαναλώνονται για τη ζωή των ανθρώπων. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε και να αναλύσουμε στην παρούσα μελέτη τη σχέση της θυσίας με το τραγικό όπως προσφέρεται απ’ τη διαθρησκευτική εμπειρία, αλλά οφείλουμε να συγκρατήσουμε κάτι πολύτιμο το οποίο υπερβαίνει τα στενά θρησκευτικά και δογματικά πλαίσια των θρησκειών. Είναι σημαντικότατο, γιατί θα μπορούσαμε να το συναντήσουμε και στο σιωπηλό θυσιαστήριο της ζωής, αλλά και στο βάθος του ίδιου μας του υπάρχειν, όπου διαχέεται η οντολογική μαρτυρία.  Εννοούμε το εξής: Η τραγικότητα είναι ρωγμή, βαθιά υπαρξιακή ρωγμή που συγκλονίζει το υπάρχειν μας στον κόσμο περισσότερο από κάθε δυσκολία. Είναι η κορυφαία δοκιμασία με αιώνιο σημείο-σύμβολο το θνήσκειν. Επισυμβαίνει αίφνης και αντιστρέφει, ακυρώνει, καταλύει βίαια αναμονές, προγράμματα, βεβαιότητες, σκοπούς, έωλες επιθυμίες και φιλοδοξίες, καταλύει με ένα λόγο τον κόσμο μας και δοκιμάζει τον ύστατό μας εαυτό. Είναι το πάθος του πάθους, η ανάλωση, η φαινομένη καταστροφή μας. Το υπάρχειν μας δεν απειλείται απλά, αλλά “καταλύεται”, μα ποιος μας πληροφορεί για την καταστροφή; Το είναι μας, το απόλυτο είναι μας που βρίσκεται στην αφετηρία κάθε εμβίωσης, και της τραγικής, παραμένει αλώβητο, ο τραγικός ήρωας (και οριακά κάθε άνθρωπος είναι τραγικός ήρωας αν αυτοσυνειδητοποιηθεί) δεν παραδίδεται απόλυτα στην καταστροφή. Το ζην του απειλείται και αφανίζεται, το έγχρονο-έγκοσμό του φθίνει και χάνεται, μα αυτή η έναγχος και οριακή σύλληψη είναι μαρτυρία του απολύτως ζην, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το είναι του κόσμου και το είναι μας είναι ένα και το αυτό: απόλυτο. Η συμβολική έκφραση του είναι μας παραδίδεται στην πυρά του έγχρονου πάθους, της σχετικότητας, της χρονικότητας, αλλά το είναι μας το οποίο τρέφει το υπάρχειν μας ίσταται. Όλη αυτή η φαινομενολογία του τραγικού μάς καθιστούν τραγικούς αλλά και ευδαίμονες συνθεατές και συμπάσχο-                                                                                                                                                                                                                                   ντες, ανοίγουν ανυποφίαστους ορίζοντες οι οποίοι δεν είναι κάπου, κοντά ή μακριά, αλλά στο μύχιο είναι μας. “Εκεί” ανατέλλει αιώνια το Αληθεύον Νοημα.  Υποκρούεται ήδη μια βαθύτερη αλήθεια, η αλήθεια της θυσίας ως αξίας της ζωής, ως αλήθειας της ζωής, θα λέγαμε. Αν το απόλυτο τρέφει το σχετικό και το τελευταίο είναι αδιανόητο χωρίς το πρώτο, αν,


                                                                                       

 
104
παράλληλα, το σχετικό τρέφεται απ’ το απόλυτο, ο κόσμος μας, ο έγ-χρονος-έγκοσμος βίος είναι ο “τόπος” φανέρωσης αυτής της αλήθειας. Το επαναλαμβάνουμε: Απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, και, αν κάθε ορισμός είναι περιορισμός, το απόλυτο φανερώνεται όχι απλά συμβολικά ως υπάρχον, αλλά και ως περιορισμός, ως “συρρίκνωση” (ο όρος χρησιμοποιείται και απ’ τη θεοσοφία, αλλά στην παρούσα περίπτωση έχει άλλη φορά), ως ζωή (πνευματική αναπόφευκτα) κάθε συγκεκριμένου, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Ως θυσία, ως φθορά, ως πλήρωμα και του απεχθέστερου πάθους. Υπάρχει μια παραδοξότητα στις σχέσεις τραγικότητας και θυσίας, μια φιλοσοφική παραδοξότητα η οποία αποκαλύπτει τη βαθιά ενότητα του διανοητικού και του ηθικού και εδώ η αλουργίδα της τέχνης στις κορυφαίες της εκφράσεις επιμαρτυρεί αυτήν την αλήθεια. Αν διαβάζαμε την τραγικότητα στις μεγάλες τραγωδίες ή την παρακολουθούσαμε ως ευδαίμονες θεατές στο θέατρο χωρίς να αναλογισθούμε την προσωπική μας σχέση με τα δρώμενά της, δε θα υποψιαζόμασταν το τραγικό νόημα της ζωής, την ίδια μας την τραγικότητα, γιατί ο έγχρονος βίος, αν δεν κατασπαταλάται στη ρηχή επιφάνεια της καθημερινότητας, έχει τραγικά ριζώματα τα οποία όμως ανοίγουν ορίζοντες πληρωματικότητας. Συνειδητοποίηση αυτού του δεδομένου ανοίγει το δρόμο προς βαθιά κάτοψη της θυσίας. Θυσία είναι η τροφή του κόσμου μας, το αιώ-                                                                                               νιο συνέχεσθαί του, το μη αναλώσιμο είναι του το οποίο μορφώνεται ως αγάπη, ως διαθεσιμότητα, ως προσφορά, ως μεγαλοψυχία κ.ο.κ. Θα κατανοήσουμε τη φιλοσοφική αλήθεια αυτών των διαπιστώσεων που είναι πανανθρώπινες, αρκεί να εγκύψουμε με προσοχή στο ίδιο μας το υπάρχειν και θα δούμε τι σημαίνει χάρμα, άσπιλο, αφέλεια, αγνότητα, καθαρότητα που δεν είναι παρά το ίδιο το απόλυτο, το άχρονο, το άπειρο, το όλο, το είναι, όροι ταυτογενείς χωρίς τους οποίους είναι αδιανόητη κάθε έκφραση νοήματος, κάθε λογική θεώρηση του κόσμου μας. Είναι η γνώση της γνώσης, κάθε γνώσης.
Αληθώς, πρωτίστως, γιγνώσκειν. Κάναμε λόγο για αποκατάσταση της γνώσης πριν την εκτενή αλλά απαραίτητη παρένθεσή μας. Υπάρχει όντως θολή και παραποιημένη γνώση η οποία θα είχε ανάγκη αποκατάστασης; Η γνώση, όταν μάλιστα είναι ηλεγμένη και απαλλαγμένη απ’ τις δοξασίες οι οποίες δεν είναι γνώση αλλά υποκειμενικές πλάνες, εί-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   105
ναι η καθαρότητα της διανοίας και του αισθήματος, παρά το ότι εκφράζεται συμβολικά και υφίσταται συνεχείς αναθεωρήσεις. Δε θα κάναμε λόγο για υπερβατική γνώση, ο όρος έχει παραποιηθεί στην ιστορία της σκέψης, αφού καθιστά τη γνώση νοητό είδωλο, όπως εξάλλου συνέβη και με τις πλατωνικές ιδέες. Πέρα απ’ τις επιμέρους γνώσεις οι οποίες είναι γνώσεις επειδή είναι δυνατό να μεταρρυθμίζονται και να βελτιώνονται, ίσταται μία αλήθεια η οποία τις καθιστά δυνατές. Είναι η αλήθεια του αναγιγνώσκειν το είναι των φαινομένων με αφετηρία το φαίνεσθαί τους. Πολλοί, με πρωτοστάτη στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού τον καντιανό χώρο, υποστήριξαν πως η γνώση είναι φαινομενική, πως δεν αναφέρεται παρά στα φαινόμενα τα οποία είναι και αναγκαία εμπειρική προϋπόθεσή της, παράλληλα με το νου (έννοιες του νου) και το λόγο (έννοιες του λόγου) που ολοκληρώνει την προσπάθεια υπό την πολύτιμη συνέργεια της φαντασίας με την οποία πραγματοποιείται η υπερβατολογική αναγωγή. Δε θα αναφέρουμε άλλες περιπτώσεις- σταθμούς στην ιστορία της γνωσιοθεωρίας. Αναφερθήκαμε στην καντιανή θεώρηση για να διαπιστώσουμε, και αν ακόμη διαφωνούμε με τις βασικές θέσεις της Σχολής, όχι απλά το θνησιγενές των γνώσεων, αλλά την εγκυρότητά τους η οποία όμως δε στηρίζεται στην πράξη του γιγνώσκειν. Υπάρχει η γνώση της γνώσης, η επίγνωση των γνώσεων η αιώνια φύση κάθε αισθητού πράγματος το οποίο προσπαθούμε να γνωρίσουμε και αυτό αποτελεί το εκ των προτέρων πρότερο, την άπαυστη αφετηρία. Έχουμε πει, και ας το επαναλάβουμε για να βοηθηθούμε, πως συνέχεσθαι των πραγμάτων δεν είναι ούτε ο νομιζόμενος χώρος, ούτε η νομιζόμενη ύλη, μάζα, ενέργεια κ.ο.κ., αλλά τα κοινά γνωρίσματά τους ως πνευματικά ενεργήματα. Είπαμε, επιπλέον, πως άπειρο, απόλυτο, άχρονο κ.ο.κ. είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, του σχετικού, του έγχρονου κ.ο.κ., αλλά εδώ η πράξη του ορίζειν ως περιορισμός, φανερώνει το απόλυτο στο σχετικό. Αυτό συμβαίνει σε κάθε γνώση κατά τρόπο που μοναδική γνώση είναι η αλήθεια των φαινομένων που έγκειται στην αιώνια φύση τους. Ήδη ανοίγεται ένας δρόμος συνέχειας, αφού πεμπτουσία του γιγνώσκειν είναι η αιώνια φύση του γιγνωσκόμενου και αυτό οδηγεί στην άλλη όψη του ταυτού, του όλου, του απείρου, των ταυτογενών όρων δηλαδή. Η άλλη όψη, η όψη της όψης, θα λέγαμε, είναι η καθαρότητα, η αφέλεια, το χάρμα του αιωνίου και αυτό ακριβώς αποτελεί


                                                                                       

 
106
την τροφή κάθε πεπερασμένου, κάθε θνητού, κάθε φθαρτού. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για άλλη όψη, αλλά για κάτοψη βάθους η οποία αντιστρέφει το πλαστό κοσμοείδωλο, για πρώτιστη γνώση η οποία αναφωτίζει το υπάρχειν μας οντικά. Εννοούμε τούτο: Κάθε μορφή υπάρχειν είναι διανοητή μόνο υπό την παμπνοή του είναι και μάλιστα πέρα από κάθε ουσιοκρατία. Οι γνωστές ουσίες της κλασικής οντολογίας αναπροσλαμβάνουν το αποστίλβον κάλλος της νοηματικής λαμπρότητας, την αιώνια παρθενικότητα του λέγειν ως δείξης του συγκε-                       κριμένου στην καθαρότητά του. Το λέγειν ως έκφραση του νοείν-εννοείν διαπλώνει έγχρονα την απόλυτη φύση εν συγκεκριμένω, το νόημα. Το πλήρωμα, την πληρωματικότητα του είναι στην υπαρξιακή στρατεία των ανθρώπων και των πραγμάτων. Αυτή η διάπλωση, άχρονη και αδημιούργητη κατ’ ουσίαν, είναι ο φωτισμός της έγχρονης φύσης, πρώτιστη γνώση: Είναι η γνώση κάθε γνώσης, κάθε συγκε-                                                                                                                                     κριμένης γνώσης ως απαρχή, ως αμίλητο, ανέκφραστο γιγνώσκειν το οποίο φανερώνεται ως αναγιγνώσκειν, ως άπαυστο αναγιγνώσκειν του απόλυτου στο σχετικό. Δεν απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες διακρίβωσης του δε-                                                                                       σμού ανάμεσα στο είναι και στο υπάρχειν. Το υπάρχειν είναι έκφραση του είναι, πολυπρισματική, αποσπασματική, αιώνια, αἰὼν πεσσεύων κατά τον Εφέσιο. Σ’ αυτόν τον αιώνα όμως στον υπάρχοντα χωρίς αρχή και τέλος, αποκαλύπτεται και φιλοξενείται ο λόγος, το λέγειν, το νόημα.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   107
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
3 Μαρτίου 2013. Μπορεί το ανθρώπινο πνεύμα να φθάσει στην καθαρότητά του, στο σημείο δηλαδή εκείνο όπου θα είναι σε θέση να καθορά τον κόσμο sub specie aeternitatis; Καθαρότητα λογισμού είναι και καθαρότητα συναισθήματος, αλλά τι σημαίνει αυτό κατά βάθος; Θα λέγαμε με την πρώτη ματιά πως όσο απαλλάσσεται κανένας απ’ τα πάθη του, πως όσο κοινωνεί με το είναι της αρετής, τόσο συναίσθημα και λόγος κοινωνούν, τόσο αποφεύγονται οι συναισθηματισμοί και οι εγκεφαλισμοί. Είναι σαφές πως αυτό διατυπώθηκε από αρκετούς διεισδυτικούς στοχαστές που ανήκουν μάλιστα σε διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Μπορούμε όμως να πάμε “πιο πέρα”; Ας προσπαθήσουμε. Το πρόβλημα δε συνίσταται στα να αναλογιζόμαστε πού υπάρχει το πρωτείο, στο αν δηλαδή προηγείται το συναίσθημα ή ο λόγος. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα και το αυτό πράγμα, για μία και την αυτή αλήθεια, για το αληθεύειν της ζωής το οποίο εκφράζεται πάντα λογικοσυναισθηματικά. Ας λάβουμε όμως κάτι υπόψη μας για να προ- χωρήσουμε Το συναίσθημα δεν είναι απλά παροδική κατάσταση ψυχής, αλλά κάτι το οποίο εκφράζει λειτουργία του πνεύματος και είναι αδιανόητο χωρίς το αισθάνεσθαι. Βέβαια, η αίσθηση ως πνευματική λειτουργία είναι και οικουμενική και συγκεκριμένη. Είναι οικουμενική ως καθολικότητα αποκαλύπτουσα την παρουσία του απολύτου σε κάθε συγκεκριμένο. Ένας ήχος, μία οσμή, ένα πτηνό κ.ο.κ. δεν ενεργοποιούν απλά τα αισθητήριά μας, αλλά γίνονται άμεσα αντιληπτά και να που ο δεσμός αίσθησης και αντίληψης βρίσκεται στην καρδιά της προβληματικής μας. Και η αντίληψη επίσης είναι οικουμενική και συγκεκριμένη. Αντιλαμβανόμαστε συγκεκριμένα πράγματα και σε κάθε συγκεκριμένη αντίληψη αποκαλύπτεται η οικουμενική, σε κάθε εννοείν η δύναμη του νοείν. Αυτό ενώνει την αίσθηση με την αντίληψη και γι’ αυτό έχουμε πει πολλές φορές πως η αίσθηση είναι αντιληπτική. Θα λέγαμε μάλιστα τώρα πως και η αντίληψη είναι αισθητική. Μπορούμε όμως να πάμε πιο μακριά και να ταυτίσουμε την αίσθηση με την αντίληψη κατά το πρότυπο του αρχαίου και του νεώτερου


                                                                                       

 
108
παν θεϊσμού; Νομίζω πως ο πανθεϊσμός ως οριακή επιλογή, παρά την αναμφισβήτητη γοητεία του, πάσχει και πως διαλύει τη δυνατότητα γνώσης και επίγνωσης, αν όλα είναι τρόποι έκφρασης μιας και της αυτής ουσίας με δύο κύρια απόλυτα κατηγορήματα, το χώρο και τη σκέψη. Απ’ τη στιγμή όμως που αρνούμαστε το χώρο και την ύλη, απ’ τη στιγμή που το συμβαίνον σε όλες του τις εκφράσεις είναι πνευματικό, τα προβλήματα προσλαμβάνουν άλλη δυναμική. Δεν απαιτείται, έτσι, να αναλογιζόμαστε ως προς το αν η αίσθηση και η αντίληψη διαφοροποιούνται ή ταυτίζονται, ούτε ο δυισμός, ούτε ο μονισμός είναι οι καλύτερες θεωρήσεις. Η πνευματική φύση του κόσμου μας καταφάσκει οπωσδήποτε στην πολλότητα των φαινομένων, στην εγκυρότητα της γνώσης και εδώ επικαλείται την ταυτότητα ως κοινή αρχή που συνέχει ανέκφραστα. Τι συμβαίνει; Ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε αυτόν το μεγά- λο σκόπελο που ορθώνεται και θα ορθώνεται, σκόπελο τον οποίο οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δημιουργούν εν αγνοία τους. Όταν λέμε πως σε κάθε συγκεκριμένο αποκαλύπτεται το οικουμενικό και πως, ταυτόχρονα, κανένα συγκεκριμένο μέγεθος δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο, προϋποθέτουμε και το αισθάνεσθαι και το αντιλαμβάνεσθαι και πλήθος ενεργούντων πραγμάτων-φαινομένων. Ήδη όμως η αίσθηση είναι η απτή πλευρά της αντίληψης και αυτή η συνενέργεια εκφράζεται πνευματικά με γραφίδα, με τρόπο έκφρασης, το λόγο. Ό,τι η αντίληψη εννοεί, είναι αισθητό, ό,τι η αίσθηση αντιλαμβάνεται είναι αντιληπτικό. Αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα, αλλά και κοινωνούμε με το αισθανόμενο-αντιλαμβανόμενο. Και όταν ακόμη με την αντίληψη που εκφράζεται λογικά-πνευματικά, ερευνάμε το πώς των πραγμάτων (επιστήμη), η αίσθηση είναι παρούσα κυρίως με την ανακαταληπτική φαντασία και με τη μνήμη. Η κρίση και ο στοχασμός ως λόγος του πνεύματος είναι ακριβώς η συνέκφραση αισθητού και νοητού στην ευρύτητά τους και αποκαλύπτει κάτι πιο βαθύ. Το απόλυτο δεν τρέφει, τηρεί κ.ο.κ. το σχετικό, αλλά και τρέφεται απ’ αυτό. Δεν υπάρχει απολύτως σχετικό, ο όρος είναι αντιφατικός. Στο σχετικό επομένως, στη σχετικότητα του αισθητού, τελείται η εσαεί αποκάλυψη του νοήματος, κάθε νοήματος που είναι σχετικό εν απολύτω. Ας επαναλάβουμε κάτι σημαντικό: Τα σχετικά νοούνται α- πολύτως. Ιδού το έγκυρο της γνώσης.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   109
Δε μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο ούτε για ταυτότητα, ούτε για ετερότητα αίσθησης και αντίληψης, αλλά το ερώτημα συνίσταται στο αν αυτό είναι υπεκφυγή ή σόφισμα. Θα το δούμε. Η αίσθηση προϋποθέτει τα αισθητά και αυτό είναι αυτονόητο, τα αισθητήριά μας, το νευρικό μας σύστημα, τη σωματικότητά μας δηλαδή. Το σώμα μου όμως μόνο ως αντιληπτό μπορώ να το εννοήσω. Το αυτό όμως οφείλει να συμβαίνει και με όλα τα αισθητά. Αισθητό όμως είναι κάθε αντιληπτό και αυτό ισχύει και στο μικρόκοσμο τον οποίο προσπαθούμε να εκφράσουμε με μαθηματικές παραστάσεις και σχήματα.  Αν όμως ισχύει αυτό, ότι δηλαδή κάθε αισθητό είναι αντιληπτό και ως τέτοιο υπάρχει, η αντίληψη έχει ως πεδίο έκφρασης και ενέργειας το αισθητό. Είναι λοιπόν η αντίληψη συνειδητοποιημένη αίσθηση και το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, αν λάβουμε υπόψη μας πως ο κόσμος του αισθητού είναι κόσμος αειγενών μεταβολών με τίποτε το σταθερό, είναι κόσμος φαινομενικότητας, φθοράς, χωρίς ουσιαστικό σχήμα, μορφή, ηλικία κ.ο.κ. Είναι έγχρονος. Αυτή όμως η διαπίστωση είναι αντιληπτή και εδώ μπορούμε να δούμε πώς η αντίληψη αναγνωρίζει στο μεταβαλλόμενο το μη μεταβαλλόμενο και πορίζει τη γνώση. Η αντίληψη ως λόγος περί των πραγμάτων είναι η συγκεκριμενοποιούμενη νόηση, η απέραντη διάθλαση του είναι στο φαίνεσθαι. Βέβαια, δεν υπάρχει είναι χωρίς φαίνεσθαι και δεν τίθεται θέμα προήγησης. Ωστόσο, το είναι τρέφει και τρέφεται απ’ το φαίνεσθαι, το άπειρο απ’ το πεπερασμένο και αυτή η συμπληρωματικότητα μάς απομακρύνει τόσο απ’ το δυισμό, όσο και απ’ το μονισμό. Επιρρωνύει ό,τι λέγαμε παλιά: Η ενότητα του κόσμου είναι νοητή μόνο δυνάμει της ταυτότητάς του και αυτή η συμπληρωματικότητα ταυτότητας και ενότητας οδηγεί στη συμπληρωματικότητα διάνοιας και συναισθήματος.
5 Μαρτίου 2013. Πώς όμως διακρίνουμε το συναίσθημα απ’ τη διάνοια; Είπαμε πως δεν υπάρχει αντίληψη χωρίς αίσθηση. Παράλληλα, δεν υπάρχει καμιά αισθητή μορφή, ούτε το σώμα μας, χωρίς την αντίληψη. Η διάνοια εξάλλου δεν είναι παρά η εκδίπλωση της αντίληψης και εδώ η αντίληψη είναι άμεση, η εννόηση δηλαδή κάθε συγκεκριμένου, απαιτεί τη συνηγορία της μνήμης και της φαντασίας για να καταστεί


                                                                                       

 
110
λογίζεσθαι. Ήδη διακρίνουμε πως ο ορθός λογισμός έχει τις ρίζες του στο νοείν το οποίο όλο και συγκεκριμενοποιεί. Παράλληλα, το αισθάνεσθαι που είναι ουσιαστικά συναισθάνεσθαι, είναι χορηγός συναισθημάτων. Είναι όμως κατά πρώτο λόγο βέβαιο πως ούτε το αίσθημα, ούτε το συναίσθημα μπορεί να υπάρξει χωρίς την αίσθηση. Η αίσθηση όμως είναι και αυτή πνευματική λειτουργία και αυτό σημαίνει πως πηγή της δεν είναι η αισθητή φύση των πραγμάτων αλλά η πνοή τους, το ενεργείν τους. Αναδύεται έτσι ότι το συναισθάνεσθαι, το συνυπάρχειν, εκπορεύεται και αυτό απ’ το κοσμικό είναι, απ’ το αρχέγονο νοείν.
8 Μαρτίου 2013. Γνωρίζουμε όμως πως και η γνώση, κάθε μορφή γνώσης, και τα συναισθήματα σε όλες τους τις εκφράσεις, μεταβάλλονται. Οι γνώσεις μας αναθεωρούνται, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, αφού κάθε γνώση που αναφέρεται σε καταστάσεις πραγμάτων, σε σχέσεις, σε μεγέθη, και η πιο μαθηματικοποιημένη-επιστημονική, δεν είναι ποτέ ακριβής, ούτε περιγράφει με ιδεατά και αμετάβλητα μεγέθη, με σύμβολα δηλαδή, πράγματα που μεταβάλλονται. Βέβαια, περιγράφονται ιδιότητες (ταχύτητα, σθένος, ορμή, επιτάχυνση κ.ο.κ.) οι οποίες ισχύουν και οι οποίες δεν παύουν να είναι μεταβλητές. Τι ορίζεται: Η αισθητή φύση ή το είναι του αισθητού; Είναι σαφές πως αν δε γνωρίζαμε έμφυτα και απόλυτα το είναι (κοινό) κάθε πράγματος, την αιώνια φύση του, δε θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε τις επιμέρους εκφράσεις της που παραλλάσσουν, μεταβάλλονται κ.ο.κ. Η αιώνια φύση των πραγμάτων όμως είναι το άπειρο νόηση και κάθε κίνηση, μεταβολή κ.ο.κ., είναι έκφραση, αισθητή της έκφραση. Σ’ αυτό ακριβώς στηρίζεται η γνώση. Έχει έναν εκφραστό χαρακτήρα ο οποίος καταγράφεται συμβολικά. Το σύμβολο είναι έκφραση νοητής αντίληψης και έχει σταθερότητα. Ωστόσο, εκφράζει πάντα το μεταβαλλόμενο, το φθειρόμενο. Αν το φθειρόμενο τρέφεται απ’ το άφθαρτο, η συμβολική-λογική έκφραση είναι ο τρόπος-μαρτυρία αποκάλυψης του τρόπου γνώσης: Το γιγνωσκόμενο γνωρίζεται με αφετηρία τον άφθαρτο χαρακτήρα του. Το αυτό συμβαίνει και με τα συναισθήματά μας. Όπως όμως ο όρος γνώση, έτσι και ο όρος συναίσθημα προϋποθέτει και εκφράζει καταστάσεις οι οποίες μεταβάλλονται. Δε θα ήταν διανοητή ούτε η γνώ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   111
ση, ούτε το συναίσθημα χωρίς την αλλαγή, φθορά κ.ο.κ. Όπως όμως στη γνώση, έτσι και στο συναίσθημα υπάρχει μια ατρεμής προαφετηρία, η ηθική φύση-ταυτότητα του κοσμανθρώπου, το απόλυτό του. Ο κόσμος μας ως αειγενής αποκάλυψη της θυσίας (του απόλυτου στο σχετικό) δείχνει το αιώνιο-ατρεμές βλέμμα του απόλυτου στο σχετικό, φωτίζει αυτές τις εκλάμψεις της θυσίας ως αγάπης, ως αλληλεγγύης, ως μεγαλοψυχίας, ως προσφοράς. Κι όμως, αυτά τα ζωτικά συναισθήματα που αποκαλύπτουν και το λέγειν κάθε γνώσης, μεταβάλλονται, διαστρέφονται. Το λογίζεσθαι, ο ἀκήρατος λογισμὸς, κατά την πλατωνική έκφραση, γίνεται παραλογισμός. Υπάρχει εδώ ένα δύσβατο πρόβλημα στο οποίο προσκρούει συνεχώς τόσο η μεταφυσική όσο και ο ευρύτερος στοχασμός. Δεν αρκεί να λέμε πως η ηθική ταυτίζεται με τη λογική και πως η ηθική εκτροπή είναι παραλογισμός. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό είναι αυταπόδεικτο. Το πώς όμως παράγεται το κακό είναι δυσεξήγητο. Δε μπορούμε να εννοήσουμε πως ο άδικος, ο εκμεταλλευτής, ο εγωιστής ως ενεργών και σκεπτόμενος είναι κοινωνός του απολύτου. Αν επιστρέψουμε στη γνώση που εκφράζει και περιγράφει το μεταβαλλόμενο, μπορούμε να δούμε και πως εκεί υπάρχουν ψευδείς γνώσεις και πλάνες. Εκφράζονται πάντα συμβολικά, αλλά με λαθεμένο τρόπο. Μήπως συμβαίνει το αυτό και στον κόσμο του ηθικού; Μήπως οι μορφές πάθους συνιστούν λαθεμένη ή και δόλια γνώση; Έχουμε πει παλιότερα πως ο άνθρωπος είναι επιθυμούμενη επιθυμία, πως επιθυμείται απ’ το μύχιο, απ’ το απόλυτό του, απ’ το είναι του και πως αυτό εκφράζεται ως αρετή -γι’ αυτό το είναι της αρετής είναι παρθενικό. Πολιτεύεται όμως συχνότατα ως επιθυμούσα επιθυμία και αυτό αντιστρέφει την απαρχή του. Το έγχρονο, παρά το ότι τρέφεται απ’ το άχρονο, θυσιάζει την τροφή του στις εγωιστικές αυταπάτες, στη διαστροφή της φαντασίας την οποία κάνει φαντασίωση. Σε αυτό συνίσταται και η ελευθερία, θα το δούμε. Δεν απαιτούνται φιλοσοφικές θεωρήσεις για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Και η ανηλεέστερη μορφή κακού δεν προϋποθέτει μόνο την αγαθότητα υπό το φως της οποίας εννοείται, αλλά την επικαλείται υπό το βάρος των πόνων και των οδυρμών που προκαλεί. Καμιά μορφή κακού δε μπορεί να σταθεί μακροπρόθεσμα. Κι αν ακόμη η επιφάνεια της ιστορίας είναι εναλλασσόμενες μορφές κακού, κατά βάθος δείχνουν το ουτοπικό


                                                                                       

 
112
της αρετής, αν κάθε εστία και τοπικότητα είναι ειδωλική. Ουτοπικό: Χωρίς εστία, χωρίς τόπο, χωρίς έγχρονες καταγωγές, πνευματικό.
12 Μαρτίου 2013. Και βέβαια το σχετικό δε μπορεί να εκφρασθεί χωρίς το απόλυτο, αλλά δεν ταυτίζονται. Αν επομένως το είναι της γνώσης και το είναι του ήθους ταυτίζονται, σε τι συνίσταται το άρρητό τους; Ίσως στο ότι το απολύτως ενεργείν του απείρου “αιχμαλωτίζεται” στο φθαρτό, σε σχήματα, με συνέπεια τη σχετική έκφραση που, πέραν του λάθους, περιλαμβάνει όλες τις μορφές του πάσχειν. Οριακά, οικειωνόμαστε το απόλυτο ως έγχρονοι, εκφραζόμαστε ως επιθυμούσες επιθυμίες και αυτό σημαίνει εγωισμός, ειδωλική λατρεία, ατομικισμός και συλλογικός εγωισμός που εγκλείει αντιφάσεις. Ποτέ όμως το ψεύδος και οι αντιφάσεις, ποτέ ο παραλογισμός δεν είναι κανόνας της αλήθειας. Προχωρώντας μπορούμε να αναλογισθούμε ως προς την ηθική έκφραση. Όταν λέμε ηθικό εννοούμε κυρίως τους τρόπους με τους οποίους το απόλυτο, το άφθιτο, το άσπιλο εκφράζεται. Σίγουρα δεν εκ- φράζεται θετικά, αλλά μαρτυρείται σχετικά. Η δικαιοσύνη, η εντιμότητα, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα δεν είναι ιδέες ιστάμενες κάπου, αλλά μορφές μαρτυρίας που υπερφαλαγγίζουν κάθε ηθικιστική νομιμότητα, κάθε κανονιστική ηθική, κάθε μεταηθική φλυαρία των τελευταίων αναλυτικών. Στην κατηγορική λ.χ. ηθική με την προσταγή, όπως εκφράζεται στην καντιανή σκέψη, αντιτάσσεται η εγγύτητα που εκλύει τον απόλυτο ηθικό λόγο ως θυσία, ως προσφορά, ως εγκαρτέρηση, ως μαρτυρία, ως κοινωνία. Εκείθεν προκύπτουν οι λεγόμενες ηθικές αξίες όχι μόνο της αξιοκρατικής σχολής, όπως η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ισότητα κ.ο.κ. οι οποίες δε λένε τίποτε καθεαυτές και, το ξέρουμε, ερμηνεύονται κατά ποικίλους τρόπους. Το ηθικό δεν είναι λοιπόν καθαρό συναίσθημα, αλλά αντιληπτικό, συναντιληπτικό συναίσθημα που απομακρύνει την απόσταση, και κάθε μορφή εγωιστικού πλέγματος. Είναι η μόνη ισταμένη και ακαταμάχητη αλήθεια. Δε μπορούμε βέβαια να κάνουμε λόγο για το είναι του ηθικού το οποίο είναι ανέκφραστο και άρα εγγύτατο, η εγγύτητα κάθε εγγύτητας. Οι διαθλάσεις του όμως ως μορφές καθαρότητας στον έγκοσμο βίο είναι μόγις εκφραστές ως μορφές πληρώματος και γνωρίζουμε πως το πλήρωμα δεν έχει καμιά σχέση με ψευδοϊκανοποιήσεις, με ευ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   113
δαιμονισμούς και με νωθρές εκφράσεις αυτάρεσκης μακαριότητας κυρίως εκείνων οι οποίοι είναι βέβαιοι τόσο για την αλήθεια τους, όσο και για το ψεύδος των άλλων. Η πληρότητα δεν είναι ούτε καταβύθιση στο Νιρβάνα, στο μη εγώ (anatta), ούτε ασυγκράτητος ακτιβισμός για το “καλό” των άλλων. Είναι κυρίως η καίνωση του έγχρονου απ’ το άχρονο, κάτι που υπερβαίνει και την απάθεια. Είναι το συμπάσχειν του απαθούς, η θυσία-αγάπη, η υπερπλησμονή μακαριότητας που προσφέρεται ως τροφή στο πάσχειν, χωρίς να αναλώνεται. Θα κατανοήσουμε καλύτερα αυτήν την κατάσταση, αν της αντι- τάξουμε το άγχος στο οποίο επέμειναν οι γνωστοί ως υπαρξιακοί. Άγχος, πνιγμός του έγχρονου υπάρχειν, νοσταλγία ανυπαρξίας θα λέγαμε. Βάρος απέραντο του ό,τι αποκαλούμε αδόκιμα μηδέν. Πρόκειται κατά βάθος για λήθη της πρωτογένειας, της πληρωματικής πρωτογένειας και για παράλληλη προσφυγή στον εξαντικειμενικευμένο κόσμο ο οποίος όμως μας επιτίθεται, τον οποίο απορρίπτουμε. Δε μένουμε απλά μόνοι, αλλά ό,τι εξωτερικό μάς προκαλεί πλήξη, μάς απωθεί. Ο έναγχος μάχεται με φαντάσματα τα οποία παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει…
15 Μαρτίου 2013. Μπορούμε να υπερβούμε το ηθικοδανοητικό ώστε να αποφύγουμε και τον ηθικισμό και τη νοησιαρχία; Επί του παρόντος δε βλέπουμε ορατούς ορίζοντες πλην ενός ο οποίος δε συνεκφράζει μόνο αυτήν την ενιαία αλήθεια, αλλά της προσφέρει δυναμική τροχιά, δημιουργική θετικότητα δηλαδή. Είναι το πνευματικό. Έχουμε πει πως πνεύμα είναι η συνέκφραση απείρου και πεπερασμένου στη διανθρώπινη και διαπολιτισμική προσπάθεια. Επιστρέφουμε κάνοντας μια ουσιαστικότερη θεώρηση. Δε θα ακολουθήσουμε τον εγελιανό λαβύρινθο με τους επικούς του διασταθμούς και τις ρηξικέλευθες θέσεις, αλλά και τις αντιφάσεις τις οποίες μάταια προσπάθησε να τιθασεύσει ο δόλος του εγελιανού λόγου. Ούτε τις αξιολογότατες σχολές πνευματικότητας τις οποίες συ- ναντάμε κυρίως σε κορυφαίες εκδιπλώσεις του θρησκειοφιλοσοφικού πνεύματος, γιατί παρά την αναμφισβήτητη σοφία τους, εγκλείουν σε περιγεγραμμένα σχήματα, όσο και αν τους δημιουργούν ισχυρές και ειρηνικές ρωγμές.


                                                                                       

 
114
Τι εννοούμε λοιπόν υπό τον όρο πνευματικό; Μπορεί μια συνεπής φιλοσοφική σκέψη να εκφράζεται ως πνευματικότητα χωρίς να είναι υποτελής άλλων μορφών σκέψης; Ας δούμε: i. Πνευματικό είναι οτιδήποτε συνιστά έργο, παράγωγο του πνεύ- ματος. Απ’ τη γλώσσα, τους μύθους, τη θρησκεία, την τέχνη, την επι- στήμη, την κοινωνική συγκρότηση, μέχρι τις δοξασίες, τις πλάνες κ.ο.κ… Ανα-προσλαμβανόμενο όμως φιλοσοφικά, ευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες με θαυμαστή αποτελεσματικότητα. Το είναι του ηθικού ως άσπιλη θυσία, ως καθαρότητα, ως εγκαρτέρηση, ως μαρτυρία-παρουσία αντάμα με το λόγο γνώσης και επίγνωσης του συμβαίνοντος, η ηθικοδοανοητική μας δηλαδή φύση, βρίσκει τον πνευματικό της δυναμισμό σε ό,τι αποκαλούμε διανοητικές αρετές που είναι καθαρά πνευματικές και που επισφραγίζουν την ενότητα διάνοιας και αισθήματος. Πρόκειται για τη σύνεση, τη φρόνηση, τη σωφροσύνη, τη διορατικότητα, τη μετριοπάθεια, την εντιμότητα, την ένσοφη αντιμετώπιση καταστάσεων, την ετοιμότητα, την αποτελεσματικότητα κ.ο.κ., για καταστάσεις τις οποίες θα αποκαλούσαμε ενορατικές και κατά τις οποίες νους και καρδιά, λόγος και συναίσθημα περιχωρούνται και δρουν ελεύθερα και ενιαία. Σε αυτό συνίσταται εξάλλου η ανθρώπινη ελευθερία που δεν είναι ούτε παθητικότητα, ούτε εκστασιακός υποκειμενισμός. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλες καταστάσεις ψυχής ως αυθεντικές εκφράσεις του πνεύματος (οξύνοια, προβλεπτικότητα, διεισδυτικότητα, διάκριση, σαφήνεια, υπομονή, επιμονή κ.ο.κ.) που σε συνδυασμό με τις ήδη προαναφερθείσες οδηγούν σε ό,τι ονομάζουμε αξίες ζωής, όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και οι οποίες βέβαια καθορώνται εντελώς διαφορε- τικά απ’ τους ιδεολόγους του διαλεκτικού υλισμού, της κανονιστικής ηθικής, του ωφελιμισμού κ.ο.κ. Η θεώρησή μας έχει ως αφετηρία το άσπιλο της ανθρώπινης φύσης για να οδηγείται στην πνευματικότητα. Ήδη, η έμπνευση, σε οποιαδήποτε διέκφρασή της, είναι κάτι το σπάνιο για να είναι αυθεντική και όχι εντυπωσιακό τέχνασμα που κινείται στα θολά νερά της αναυθεντικότητας. Η έμπνευση όμως είναι κατά βάθος εμπνοή, συνέκφραση λόγου και συναισθήματος, κοινωνία με αληθεύουσες καταστάσεις ζωής, άνοιγμα ανυποψίαστων οριζόντων, τομή του επιφανειακού και αποκά-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   115
λυψη βάθους. Η έμπνευση δεν είναι πνευματώδης, αλλά καθαρά πνευματική ενέργεια και εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα της πνευματικής δημιουργίας και της ουσιαστικής πνευματικότητας έργων τα οποία είναι απότοκα έμπνευσης. Η έμπνευση είναι ερωτική επίνοια, δημιουργεί τον ενθουσιασμό και όχι το παραλήρημα, φωτίζει το πνεύμα της δημιουργίας. Κανένα έργο στείρου εγκεφαλισμού ή ανεξέλεγκτου συναισθήματος δεν οδηγεί στην έμπνευση, δεν είναι πνευματικό. Μπορεί κάποτε να εντυπωσιάζει επιφανειακά, αλλά δε φθάνει στο βάθος. Το βάθος όμως της πνευματικότητας βρίσκεται πέρα και απ’ τα ε- ντυπωσιακότερα δημιουργήματα των επιφανών. Η αληθινή πνευματική δημιουργία δεν είναι μόνο έκφραση εμπνευσμένων ιδεών, καταστάσεων κ. ο.κ. Αυτά τα διακρίνουμε στα μεγάλα έργο της διαπολιτισμικής δημιουργίας, γιατί το πραγματικό πνευματικό είναι οικουμενικό, πέρα απ’ τις τυχόν πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Το ουσιαστικά πνευματικό αποκαλύπτει τις τροπές της αιώνιας φύσης των πραγμάτων ως αναδημιουργική μαρτυρία ελευθερίας. Ελευθερία δεν είναι η επιλογή, οσοδήποτε “ελεύθερη”: Απ’ τη στιγμή που επιλέγουμε, δεσμευόμαστε, ακολουθούμε κάτι που μας προτείνεται, κάνουμε την ίδια μας τη συνείδηση ενέχυρο. Ελευθερία είναι η συνειδητοποιημένη κοινωνία με το ίδιο μας το είναι και η διάπλωσή της στον έγχρονο βίο. Μαρτυρία αυτής της κατάστασης είναι η πνευματικότητα: Όσο κρατύνεται ο δεσμός λόγου και συναισθήματος, όσο συνειδητοποιείται η κοινή τους ρίζα, τόσο η συνείδηση ελευθερώνεται απ’ τα ειδωλική της αρχέτυπα και αναδύει πνευματικότητα. Τόσο οι “ηθικές”, όσο και οι “διανοητικές” αρετές αδελφώνονται και εκφράζονται ενιαία. Δημιουργείται έτσι μια ανοιχτών οριζόντων πνευματική πολυφωνία, χαρισματική, με την οποία καταξιώνεται η ανθρώπινη συνείδηση. Πριν προσπαθήσουμε να εισδύσουμε στο πνευματικό, ας δούμε γιατί μόνο η πνευματική προσπάθεια είναι μαρτυρία ελευθερίας. Είπαμε πως κάθε προσπάθεια που θεμελιώνει την ελευθερία σε ορθή επιλογή σκοπού ή τρόπου ζωής είναι τουλάχιστον αντιφατική, αφού κάθε επιλογής προϋποτίθεται ελεύθερη απόφαση την οποία όμως η επιλογή θα ακύρωνε. Δεν επιλέγω κάτι το οποίο “βρίσκεται μπροστά μου” για να αρνηθώ κάτι άλλο. Η ελευθερία προηγείται και δεν είναι παρά πραγμάτωση, έμπρακτη πραγμάτωση του άρρητου είναι μας στον κόσμου του ρητού-φραστού. Είναι η πνοή και η εμπνοή του πνεύματος με τον


                                                                                       

 
116
πιο συγκεκριμένο τρόπο, η συνεχής άρση του εγώ και κάθε εγωπάθειας, η έκφραση του άσπιλου, του αμίαντου ως αλήθειας με θετικές εκφράσεις εγγύτητας, θυσίας, ευγένειας, αγάπης κ.ο.κ. Ήδη, ii. Η ελευθερία δεν είναι δωρημένη, αλλά γίγνεται εσαεί στη συνειδητή προσπάθεια οικείωσης και έκφρασης του ίδιου μου του είναι στην έγκοσμη βιωτή του. Πρόκειται για μεγάλο αγώνα (πρβλ το πλατωνικό μέγας ἀγὼν πρόκειται ταῖς ψυχαῖς), για συνεχή άσκηση (αυτό εννοεί ο Σταγιρίτης με τη γνωστή του φράση έξις προαιρετική), χωρίς παράδοση στον ασκητισμό που είναι μορφή υποταγής. Γίγνεται εσαεί και μάς αποκολλάει απ’ το οδυνηρό βασίλειο του ωφελιμισμού, του ατομικισμού και κυρίως της συνήθειας που είναι ο ισχυρότερος δεσμοφύλακας του ανθρώπου. Η συνήθεια δε μας υποδουλώνει μόνο επιφανειακά, συνειρμικά, ψυχολογικά, αλλά ουσιαστικά, μας αλλοτριώνει, μας καθιστά δεσμώτες, όπως στο πλατωνικό σπήλαιο. Αιχμαλωτίζει λόγο και συναίσθημα και εδώ βρισκόμαστε σε ένα παράδοξο. Δεν υποδουλωνόμαστε από κάποιους άλλους, αλλά απ’ το ίδιο μας το έγχρονο εγώ που θύει στην ειδωλική αναγκαιότητα. iii Η ελευθερία όμως ως συνεχής προσπάθεια, όπως και η πραγμάτωση της αρετής, είναι τελούμενον, οδοιπορία, ανεστιότητα, ιδαλγικός νόστος, αυθεντική έκφραση πνευματικότητας, μαρτυρία. Χωρίς αυτές τις προκείμενες είναι αδύνατο να εννοήσουμε τις οι- κουμενικά δεκτές αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αδελφότητας, αξίες που τόσο κακοπάθησαν και κακοπαθούν.
18 Μαρτίου 2013. Τραγικότητα. Η τραγικότητα δεν έχει άμεση σχέση με την τραγωδία, όπως τη γνωρίζουμε στα μεγάλα έργα αρχαίων, νεώτερων και σύγχρονων. Η τραγωδία ως έργο τέχνης προϋποθέτει το τραγικόν του έγχρονου ανθρώπου που προσπαθεί να φωτισθεί με προσφυγή σε μυθικά ή θρυλικά αρχέτυπα, απότοκα, δημιουργικά απότοκα μύθων, θρύλων, παραδόσεων που συνιστούν και εμπνοές της πανανθρώπινης ψυχής. Δε θα είχαμε τραγωδίες χωρίς την αφετηριακή τραγικότητα του ανθρώπου η οποία συμπίπτει με τη συνειδητοποίηση του έγχρονου χαρακτήρα του υπάρχειν. Το έγχρονο επάγει ατέλεια, αδυναμία, φθορά, πάθος, άγχος, αγωνία, θάνατο. Το έγχρονο επάγει συνειδητό εγώ που οδηγεί στον εγωισμό, πάλη και εναντιότητα ανάμεσα στα εγώ, διασπορά, αποσπασματικότητα, σε αντίθεση με το ά-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   117
πεφθο εγώ της καθαρότητας, της αιώνιας φύσης των πραγμάτων. “Εκεί” δεν υπάρχει ούτε συνειδητό εγώ, ούτε τραγικότητα, είναι αδιανόητη οποιαδήποτε μορφή πάθους και αναγκαιότητας. Μπορούμε λοιπόν να επισημάνουμε την πηγή της τραγικότητας; Μιλήσαμε για τον αναπόφευκτα έγχρονο χαρακτήρα του υπάρχειν μας, αλλά αυτό απαιτεί εμβάθυνση. Κάθε υπάρχον (φθαρτό, μεταβλητό κ.ο.κ.) είναι σχετικό-εκφραστό. Κι όμως, κανένα εκφραστό δεν είναι δυνατό χωρίς το ανέκφραστο είναι του. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση, η γνώση, τρέφεται απ’ την ακήρατη διάνοια, απ’ το ακήρατο ήθος και να που εκφράζεται ως λήθη, ως εγωισμός, ως φθορά, ως θνήσκειν. Η τραγικότητα επομένως δεν είναι παρά η επιφάνεια του απόλυτου στο σχετικό, η παράδοση στο φθειρόμενο και η απεγνωσμένη προσπάθεια εστίασης στον κόσμο των ματαιοτήτων. Εγωιστικό πλέγμα που προσπαθεί να αφανίσει το άγχος της χρονικότητας με πάντα εγωιστική δράση που φθείρεται και καταφθείρει. Μάταιο και άπαυστο κυνηγητό ματαιοτήτων με ψευδοβεβαιότητες και αμφιβολίες, με πάθος και σκληρότητα, με τραγικές συνέπειες που απεργάζονται τη συντριβή, ὕβρις κατά την αρχαία ελληνική σοφία. Η ήρεμη επιφάνεια του καθ’ ἡμέραν βίον, ἀνάβλεψις (γνωστός θουκυδίδειος όρος) η διασκέδαση (το επίσης γνωστό πασκαλικό divertissement) δεν αρκούν και αποδεικνύονται νεφελώματα και υποκατάστατα του έναγχου ανθρώπου, αυταπάτες με ειδυλλιακή φαιδρότητα που είναι κατά βάθος τραγικότατη. Στο στωικισμό, στο σπινοζισμό, στον πανθεϊσμό γενικότερα, δεν υπάρχει τραγικότητα και αυτό συνιστά “αδυναμία” η οποία δεν υπερβαίνεται με την απάθεια, καθόσον η τελευταία είναι φωτίζουσα κατάσταση την οποία συνεχώς προσεγγίζουμε, οδοιπορώντας. Πώς θα μπορούσαμε εξάλλου να εννοήσουμε την απάθεια χωρίς τη συμπάθεια; Βέβαια, πλείστες τραγωδίες οδηγούν στην κάθαρση και αυτό μηνύει το δημιουργικό ίζημα το οποίο στιγματίζει αποκαλυπτικά το βα- θύτερο νόημα της τραγικότητας. Είναι η ανάβλεψις, όρος πλατωνικός και αποκαλυπτικός. Στις περισσότερες τραγωδίες που αναδύονται απ’ τις παραδόσεις του υπό ωρίμανση πνεύματος του λαού υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο, υποφαίνεται μάλλον, το πολιτισμικό ιδεώδες της εποχής των τραγωδών, αλλά, αν επιθυμούσαμε συνθεώρηση η οποία θα υπερκάλυπτε τις μυθικοθρησκευτικές ιδιαιτερότητες, θα διαβλέ- παμε κάτι άλλο: Την παράδοση του τραγικού στο πληρωματικό, κάτι


                                                                                       

118
που αίρει το εφήμερο και των φρικτότερων παθών, το τραγικό παιγνίδι της ματαιότητας.
20 Μαρτίου 2013. Υποφαίνεται κάτι βαθύτερο. Ο τραγικός ήρωας εκ- φράζει συχνότατα το ίδιο το πνεύμα της τραγικότητας του υπάρχειν στο οποίο οικοδομείται ο τραγικός μύθος, το μύθημα. Κατά βάθος, είτε είναι αναίτιος (εξιλαστήριο θύμα), είτε είναι πρόξενος τραγωδίας χωρίς να το γνωρίζει (Οιδίπους), ή με τη θέλησή του (Μάκβεθ), δεν είναι διανοητός χωρίς το συνυπάρχειν του με άλλα όντα τα οποία μετέχουν στην τραγωδία. Υπάρχει στην καρδιά του ανθρωπίνως υπάρχειν ένα τραγικό αίσθημα ζωής το οποίο συνήθως “καλύπτεται” απ’ την ψευδοϊσορροπία της ρουτίνας και της συμβατικότητας. Δεν αφανίζεται, και όταν ενσκήπτει το πάθος, η δοκιμασία, η οργή κ.ο.κ., όταν το πάθος αναφαίνεται ακάθεκτο, η τραγικότητα αποκαλύπτεται. Αναφαίνονται αναπόφευκτα οι αναίτιοι, τα ονομαζόμενα θύματα, οι τραγικοί ήρωες οι οποίοι αίρουν το βάρος των παθών. Οι τραγικοί ήρωες είναι οι συμβολικοί εκφραστές της τραγικότητας κάθε υπάρχοντος και απο- καλύπτουν κρύφιους θησαυρούς ή την αυτοκαταστροφή του πάθους. Η θρησκευτική εμπειρία απ’ την οποία αναβλάστησε η τραγωδία δηλώνει κάτι αποκαλυπτικό. Γιατί οι θεοί πολλών θρησκειών αυτοπαραδίδονται στο πάθος, γιατί αυτοθυσιάζονται; Δε δείχνουν μόνο κάτι που συγκλονίζει, ότι δηλαδή η ζωή στο μύχιο οντολογικό της βάθος είναι θυσία του απόλυτου στο σχετικό, διαρκής ανάλωση του άπειρου στο πεπερασμένο; Στο οντικό του βάθος επομένως το πεπερασμένο είναι άσπιλο, παραδίδεται στην αρχή του, καθαίρεται εν μέσω ορυμαγδού και φρικαλεοτήτων. Η δίνη του πάθους αυτοσυντρίβεται, τα λεγόμενα θύματα με κορυφαίους τους ίδιους τους τραγικούς ήρωες παραδίδονται, αγνίζονται για να διοράται το μυστικό οντικό βάθος της ύπαρξης, το είναι της. Βέβαια, οι τραγωδίες εξαίρουν ακραίες καταστάσεις υπό την αλουργίδα της τέχνης, διανθίζουν, εμπνέουν ή και συγκινούν. Κατά βάθος, όταν δεν εκφυλίζονται σε απλά θεάματα που θύουν στο βωμό της ανίας και της πλήξης, απευθύνονται στο υπάρχειν κάθε ανθρώπου, στην τραγικότητα της προσωπικής ύπαρξης, για να αφυπνίζουν μυστικά. Ωστόσο, δεν υπάρχει οριστική και αμετάκλητη κάθαρση, το έγχρονο του υπάρχειν δεν αίρεται, η τραγικότητα, σύμφυτη με την έγχρονη φύση μας, είναι στοιχείο του συνειδότος μας.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   119
Υπάρχει στο βάθος ένα πλήρωμα που νοηματοδοτεί την τραγικό- τητα. Το απόλυτο είναι μας-είναι του κόσμου, η άσπιλη φύση μας-πηγή του αισθήματος και της διάνοιας. Κάθε μορφή τραγικότητας επικαλείται έτσι το πλήρωμά της και αυτό είναι το νόημα του άπαυστου ηθικού αγώνα.
21 Μαρτίου 2013. Η ζωή μας αυτονοηματοδοτείται εσαεί. Είναι διαρκής αγώνας τον οποίο καμιά λήθη δε μπορεί να εξαλείψει, έστω και ως κωμική προσπάθεια, γιατί βαθιά θεωρούμενο το κωμικό, είναι υποκατάστατο του τραγικού. Επισκοπούμενο το κωμικό, αποκαλύπτει την κρύφια παρουσία του τραγικού, τη χαίνουσα άβυσσο της έγκοσμης συνείδησης η οποία περιδινείται. Το κωμικό αποσκοπεί στη λήθη του τραγικού, αλλά δεν το εξαλείφει. Ορισμένες μάλιστα μορφές κωμικού, όπως το χιούμορ, η πνευματώδης ετοιμότητα και όχι ο σαρκασμός, η κομψή ειρωνεία, η σάτιρα, δημιουργούν ευθυμία η οποία θραύει κάπως τον κάματο των συνειδήσεων, χωρίς να οδηγεί στη λήθη και στην αποχαύνωση. Η κωμωδία είναι μεν πνευματώδης αλλά όχι αυθεντική μαρτυρία, ενεργεί κατά κάποιο τρόπο ως εκτόνωση, όχι ως θεραπεία. Το τραγικό ωστόσο δεν οδηγεί στον παντραγισμό, ούτε υπόσχεται την κάθαρση πάση θυσία. Αποτελεί βαθιά στηθοσκόπηση του έγχρονου και υποδηλώνει την ελευθερία που είναι θεμέλιο της πνευματικότητας. Βεβαίως το μύθημα πολλών τραγωδιών σταθμίζεται από την επίδραση ευρύτερων θεωρήσεων του πολιτισμικού περιβάλλοντος υπό το οποίο διαδραματίζεται το πάσχειν, όπως οι από μηχανής θεοί, τα πλέγματα της ειμαρμένης, στοιχεία μαγείας, θεουργίας, προμηθεϊσμού κ.ο.κ. Είναι αναπόφευκτο και, θα λέγαμε, προϋπόθεση δημιουργίας των τραγικών διλημμάτων και συγκρούσεων. Βαθύτερα όμως θεωρούμενα αυτά τα στοιχεία παιδαγωγούν το ανθρώπινο πνεύμα του οποίου εξάλλου είναι δημιουργήματα. Δείχνουν κατά βάθος πως ο άνθρωπος-δημιουργός, είτε αιχμαλωτίζεται απ’ την ανάγκη-ειμαρμένη, είτε δρα ως Προμηθέας, ως θεουργός κ.ο.κ., συγκρούεται, συντρίβεται, και αυτή η φαινομένη συντριβή είναι κατά βάθος ο θρίαμβός του. Η αναγκαιότητα λ.χ. δεν καταργεί την ελευθερία, γιατί υποφαίνεται το έλεος, η κατασυντριβή δεν υποδηλώνει παρά την εθελοδουλία, η τραγική εγκαρτέρηση μεγαλύνει τον ηρωισμό της ψυχής.


                                                                                       

120
Πάμε όμως πιο βαθιά αναζητώντας το είναι της τραγικότητας το οποίο δεν είναι παρά προσπάθεια πνευματικής ελευθέρωσης. Αν το προσωπείο της καθημερινότητας είναι παραλογισμός, τον οποίο δεν υποψιάζεται το κωμικό, το πρόσωπο είναι τραγικό.
22 Μαρτίου 2013. Τραγικό που σημαίνει έγχρονο. Μπορούμε να ταυτίσουμε το έγχρονο με το τραγικό; Όντως, το έγχρονο θραύεται, φθείρεται, τέμνεται, αγωνιά. Το έγχρονο υπάρχειν μας κυρίως. Το άσπιλο, το αμόλυντο, το χαρμικό δε γνωρίζει τραγικότητα, δεν είναι φορτισμένο με το βάρος της χρονικότητας, δε γνωρίζει ούτε οδύνη, ούτε στεναγμό. Ίσως έτσι μπορούμε να πούμε πως αφετηρία της τραγικότητας είναι η λήθη του είναι μας και η παράδοση στο υπάρχειν-φαίνεσθαι. Τίθεται όμως ένα βαθύτερο ερώτημα: Είναι ο άνθρωπος αμετάκλητα τραγικός ως έγχρονος; Πώς κάνουμε λόγο για οντική απαρχή λόγου και συναισθήματος, όταν ταυτίζουμε το έγχρονο με το τραγικό; Ίσως αναθυμόμαστε το οντολογικό νόημα της θυσίας που αποκαλύπτει εγγύτητα, αγάπη, εγκαρτέρηση, μεγαλοσύνη ψυχής.
26 Μαρτίου 2013. Πώς όμως αυτός ο αδαπάνητος θησαυρός άγεται στην τραγικότητα; Ας δούμε. Δε συνειδητοποιώ το έγχρονο χωρίς την άχρονη φύση μου. Δε συνειδητοποιώ την τραγικότητά μου χωρίς τη μύχια πλησμονή, χωρίς το αρχέγονο πλήρωμα, δε μπορώ να εννοήσω τα πάθη μου χωρίς το άσπιλο είναι μου με τους αστερισμούς της αρετής. Διαπιστώνω πως ό,τι αρνητικό αποχρονίζεται απ’ την περίσσεια, απ’ το άχρονο του καλού. Ο βίος και η πολιτεία του αγίου, του (σχετικά) απαθούς, είναι σφραγίδα του αιώνιου στο έγχρονο και γι’ αυτό κάθε πάθος είναι μεταβλητό, φθαρτό. Υπάρχει και κάτι αποκαλυπτικότερο. Θα ήταν λάθος να αρκούμαστε στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης μας, αν δεν προχωρούσαμε περισσότερο, αν δεν αναβλέπαμε κάτι σημαντικότερο. Το τραγικό, το έγχρονο, το εμπαθές, δεν αποφασίζει ως προς το ανθρώπινο είναι. Η εθελοδουλία δεν καταργεί την ελευθερία, η θύελλα των παθών δε δια- γράφει το ενάρετο της φύσης μας. Βαθύτερα ακόμη, θεμέλιο κάθε ανθρώπινης προσπάθειας είναι το διανθρώπινο, το συνυπάρχειν, το συνεργάζεσθαι, παρά τις εκ των υστέρων εμπίπτουσες παρεκτροπές και
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   121
διαστροφές. Ήδη επαναπροβάλλει η θυσία, η προσφορά, κατά τρόπο που όλες οι μορφές του ανθρωπίνως υπάρχειν είναι αδιανόητες χωρίς αυτήν την αλήθεια.
2 Απριλίου 2013. Λίγο ή πολύ οι όροι αναγκαιότητα και ελευθερία μάς απασχολούν και συχνά δυσκολευόμαστε να τους διακρίνουμε με σαφήνεια. Περιττεύει να πούμε πόσο ο πρώτος επηρέασε και προβλημάτισε έντονα τη μυθική, συμβολική, θρησκευτική, επιστημονική σκέψη στο διάβα των αιώνων. Δεν πρόκειται να ιστορήσουμε το πρόβλημα, είναι απέραντο στην ιστορική του έκφανση.  Κατά πρώτο λόγο, το σημειώσαμε ήδη, ελευθερία δε σημαίνει επιλογή, γιατί περιορίζει εκ των προτέρων. Οφείλουμε επομένως να κάνουμε λόγο για απόλυτη ελευθερία, για κάτι έμφυτο, άρα αδημιούργητο και ταυτό με το είναι μας. Μόνο το απόλυτο είναι ελεύθερο, γιατί δεν επιλέγει, γιατί δεν περιορίζεται. Με απλούστερα λόγια, η αιώνια φύση των πραγμάτων δεν περιορίζεται, γιατί είναι αγαθότητα που κατατίθεται έγχρονα, συνειδητά ως αρετή. Το πρόβλημα όμως περιπλέκεται. Η αγάπη, η δικαιοσύνη κ.ο.κ. δεν είναι ούτε αρχέτυπα, ούτε ιδέες, αλλά τρόποι έκφρασης του απόλυτου στο σχετικό. Κάθε σχετικό όμως λειτουργεί ως αναγκαίο που περιλαμβάνει και την έγχρονη φύση μας, το υπάρχειν μας. Ονομάζουμε συνήθως αναγκαίο ό,τι είναι απαραίτητο για το συνέχεσθαι της ζωής μας, όπως λ.χ. οι λεγόμενοι φυσικοί νόμοι ή η κοσμική λειτουργία. Αν όμως οι ιδιότητες των πραγμάτων είναι ενεργήματα του πνεύματος, καθίσταται σαφές πως η ανθρώπινη φύση δρα και ενεργεί πνευματικά και έτσι βρίσκεται μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας. Πολλοί, κυρίως μεσαιωνικοί σχολαστικοί, στηριζόμενοι στο αριστοτελικό προηγούμενο, υποστήριξαν πως το απόλυτο ον, ο Θεός, είναι αναγκαίο. Δε θα αναλύσουμε ούτε τους ισχυρισμούς τους, ούτε την επιχειρηματολογία τους. Θα πούμε απλά πως ο όρος αναγκαίο ον προέρχεται απ’ το κοσμικό συμβαίνον. Η εκ των υστέρων απόδοση στο απόλυτο χαρακτήρων αναγκαιότητας καθιστά το πρώτο είδωλο του σχετικού, το παραστατικοποιεί φυσιοκρατικά. Τα πράγματα όμως είναι πιο πολύπλοκα. Λέμε πως οι ιδιότητες των πραγμάτων δεν προέρχονται απ’ τα ίδια τα αισθητά, αλλά πως είναι ενέργειες του απολύτου που εκφράζονται


                                                                                       

122
αισθητά. Αν επομένως η έκφραση του κόσμου μας είναι πνευματική, η αναγκαιότητα την οποία διαπιστώνουμε είναι πνευματικής φύσης. Το αναγκαίο είναι πνευματικό φαινόμενο και άρα πηγή του είναι το απόλυτο. Αυτός είναι κατά βάση ο ισχυρισμός της Σχολαστικής. Είναι όμως έτσι; Εμβαθύνοντας, διαπιστώνουμε πως πνεύμα είναι η συνέκφραση απείρου και πεπερασμένου, είναι και υπάρχειν. Αυτή η συνέκφραση συνιστά πνευματική δημιουργία, την ανθρώπινη δράση σε οποιαδήπο- τε μορφή έκφρασής της. Η έκφραση όμως, οποιαδήποτε έκφραση, είναι συμβολική και τα συμβολικά της ερείσματα είναι πάντα μορφές του αισθητού, φυσικές ή επινοημένες. Θα λέγαμε επομένως πως η λεγόμενη φυσική αναγκαιότητα που δεν είναι παρά οι τρόποι λειτουργίας, διάπτυξης και εξέλιξης του αισθητού, οπωσδήποτε παραλλάσσοντες και μη απόλυτα προσδιοριστοί, δεν είναι παρά η βάση στην οποία αναπτύσσεται η ελευθερία. Ας δούμε προσεκτικότερα: Λέμε πως τα αισθητά πράγματα είναι φθαρτά κ.ο.κ. πως έχουν δηλαδή κάποιες αναγκαίες ποιότητες οι οποίες όμως δε νοούνται, δεν εννοούνται συγκεκριμένα, χωρίς το απόλυτο πλήρωμά τους που είναι και η τροφή τους. Παράδοξα, το υπείκον στους νόμους της μεταβολής, της φθοράς, τρέφεται απ’ το απόλυτο, κάτι που σημαίνει πως η αναγκαιότητα τρέφεται απ’ την ελευθερία, το περιοριζόμενο απ’ το απεριόριστο. Ελευθερία επομένως είναι το συνέχειν του αναγκαίου, ο εγκεντρισμός του, και αυτή η αλήθεια σφραγίζει το ανθρωπίνως υπάρχειν στον κόσμο. Θα το ανερευνήσουμε προσεκτικά.
3 Απριλίου 2013. Υπάρχοντας νοούμε, εννοούμε, αισθανόμαστε. Σε τι συνίσταται το είναι του υπάρχειν μας στον κόσμο; Μιλήσαμε για ταύτιση του είναι μας με το είναι του κόσμου, αλλά διαπιστώνοντας αυτήν την αλήθεια, βλέπουμε να συμβαίνει και κάτι άλλο: Αυτοσυλλαμβανόμαστε, κάτι που είναι αυτοσυνειδητοποίηση χωρίς συνειδός, κοινωνούμε με τις αισθητές μορφές κατά τρόπο που το αισθάνεσθαι το οποίο υποπίπτει στη λήθη κατά την άχρονη αυτοσύλληψη του είναι του υπάρχειν μας αποκαλύπτεται ως αμεσότητα κοινωνίας του είναι μας με το θραυσματικό κόσμο των αισθητών μορφών και τον ασυνεχή τους χρόνο. Το άχρονο αποκαλύπτεται ως θραυσματική κατάτμηση η οποία όμως συνέχεται και γι’ αυτό ο κόσμος είναι αντιληπτός, γι’ αυ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   123
τό η ενότητά του αποκαλύπτει την άμεση νόηση του είναι του. Αυτή η αλήθεια όμως είναι συνεχής αποκάλυψη για την έγχρονη-ένσαρκη ύπαρξη και εκφράζεται πνευματικά, κάτι που σημαίνει λογικοσυναισθηματικά. Ήδη καταλήγουμε εκ νέου στην πρότερη διαπίστωση: Η ελευθερία δεν είναι κάτι προς επιλογή που βρίσκεται έξω μας, αλλά πνευματική μαρτυρία που διαμηνύει την καθαρότητα της διάνοιας.  


                                                                                       

124
V
ΦΑΝΕΡΩΣΕΙΣ
Το πρώτιστο. Η φανέρωση της ένσαρκης ύπαρξης είναι έγκοσμη και αυτό, συνειδητοποιούμενο, οδηγεί στην οικουμενικότητα. Δεν εννοούμε την αοριστία των γνωστών οικουμενικών διακηρύξεων οι οποίες ισοπεδώνουν με τους εξισωτισμούς τους, γιατί γνωρίζουμε πως αν οι αφετηρίες του ζην είναι πάγκοινες, η φανέρωσή τους τελείται υπό την αλήθεια του συγκεκριμένου και έχουμε πει πως τίποτε δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο. Η αρχή της ταυτότητας για την οποία μιλήσαμε ισχύει επειδή ακριβώς τα έτερα, τα ανόμοια, τα όμοια, τα σύμμετρα κ.ο.κ. εννοούνται ως τέτοια αποτελώντας έτσι την αφετηρία λογικής έκφρασης. Υπάρχει στο βάθος του λογικού η προλογική θα λέγαμε διόραση που είναι εμφανέστερη και από κάθε λογική διαπίστωση.  Υπάρχει εξάλλου και κάτι αξιοσημείωτο το οποίο θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε. Κανένα λογικό σύστημα (θα μπορούσαμε να εξαιρέσουμε την πλατωνική διαλεκτική, παρά τις δυσκολίες οι οποίες ανακύπτουν) δεν είναι απόλυτο, γιατί δεν υπάρχουν λογικά αξιώματα αμετακίνητα. Θυμίζουμε όμως πως στις συναντήσεις μας πριν τέσσερα περίπου χρόνια υποστηρίξαμε πως μόνο η ηθική ταυτίζεται με τη λογική. Αυτή η αλήθεια που ηχεί παράδοξα βρίσκεται άμεσα ή έμμεσα σε αρκετά φιλοσοφικά συστήματα, παρά το ότι δεν αναπτύσσεται επαρκώς.  Γενικά οι λογικές θεωρίες (πανθεϊστική, ιδεαλιστική, εμπειριστική, συμβολική, λογικομαθηματική) προσπαθούν να ορθώσουν λογικές αρχές και συχνότατα υποπίπτουν σε σφάλματα αφετηρίας, με συνέπεια τα γνωστά παράδοξα. Βασικό σφάλμα είναι η θεώρηση της ταυτότητας ως λογικής αρχής, όπως η σύγχυση ανάμεσα στο όλο και στο σύνολο. Επιπλέον, δε διευκρινίζεται η φορά της λογικής. Αν η λογική αποτελεί τον τρόπο έκφρασης των επιστημονικών δεδομένων, ταυτίζεται με τα μαθηματικά, αλλά και εδώ δεν παύουν τα προβλήματα. Για το πνεύμα αυτής της μελέτης όμως η λογική έχει ευρύτατες “δια-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   125
στάσεις” και δεν οικοδομείται ούτε με την εκάστοτε επιστημονική εμπειρία, ούτε με τις γνωστές αντιλήψεις του κοινού νου. Ήδη, αν ο κόσμος είναι συμβολική έκφραση του απολύτου, του είναι ως αιώνιου φαίνεσθαι, αν το είναι μας είναι και είναι του κόσμου, οφείλουμε να απαλλαγούμε από κάθε πειρασμό εξαντικειμενίκευσης και να παύσουμε να θεωρούμε τον κόσμο ως αντικείμενο προς επεξεργασία, τον άνθρωπο ως κάτι το εξ’ αντικειμένου εξεταζόμενο και τις διαπιστώσεις μας ως “αντικειμενικές”, ως υπάρχουσες και ερήμην ημών, όπως το θέλει ο ρεαλισμός. Ήδη, η λογική είναι το νεύμα, ο αρχέγονος και διαιώνια έγκοσμος ψίθυρος του έγκοσμου φαίνεσθαι ως φωνής του είναι, ψίθυρος και φωνή που εκφράζεται αναπόφευκτα με συμβολική τρόπο. Ενωτιζόμενοι αυτό το μήνυμα, ενωτιζόμαστε το ίδιο μας το είναι στην πανοικουμενικότητά του ως συν-εν-νοούμενοι, ως συγκεκριμένες υπάρξεις. Οικειωνόμαστε το νόημα κατά τη δεκτικότητά μας, είμαστε φορείς του και εκφραστές του και γι’ αυτό είμαστε ελεύθεροι. Υπάρχει όμως μια κατά βάθος “δέσμευση” η οποία κρατύνει την ελευθερία, δέσμευση αφετηριακή που προέρχεται απ’ το κοινωνείν μας με τον κόσμο.
Φανερώσεις. Ήδη κοινωνούμε και συνεργούμε στη φανέρωση του νοήματος, αγόμαστε στις φανερώσεις του κρυφίου, στην πολυπρισματική έκφραση όπου ο λογισμός συγκρούεται με τον παραλογισμό, η αλήθεια με το ψεύδος, η ειλικρίνεια με την ανειλικρίνεια, η ψευδαίσθηση με την “έσω” βεβαιότητα, το ακόρεστο με την πληρώνουσα αρετή. Η νηφαλιότητα του ελευθέρως πράττειν συμφύρεται με τον αλογισμό του πάθους, η αλήθεια των απαρχών με τη λήθη των καταγωγών… Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα σε τι συνίστανται οι φανερώσεις του νοήματος και γιατί το ηθικό νόημα όχι μόνο δεν προκύπτει ως συνέπεια αφού αναδύεται αέναα, αλλά και γιατί αποτελεί την τροφό της διανοίας. Ό,τι προκύπτει, προϋποθέτει προδεδομένα και συνιστά τη συνέπεια του έντεχνου ή του με επίγνωση συνδυασμού τους. Παράδειγμα η τεχνική κυρίως μετά τη σύζευξή της με την επιστήμη και τα μαθηματικά. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό, δεδομένου ότι και τα έτερα διακοινωνούν λόγω της κοινότητας των ιδιοτήτων τους που


                                                                                       

 
126
είναι ενεργήματα του πνεύματος και όχι εκφράσεις της νομιζόμενης ύλης. Κατά βάθος, η αναγκαιότητα δεν υπάρχει ούτε στον αισθητό κόσμο, αφού όλα γίνονται με συνενέργεια, με μείξη, συνδυασμό, σύγκρουση κ.ο.κ. ποιοτήτων. Υπάρχει στο ενεργείν του αισθητού κόσμου ένα συνενεργείν με μη απόλυτα προκαθορισμένη φορά, κατά τρόπο που η τυχαιότητα να μην αποτελεί τον αντίποδα της αναγκαιότητας. Οι όροι τυχαιότητα και αναγκαιότητα είναι πολύ παλαιοί, αλλά επανέρχονται στη σκέψη των στοχαστών και των επιστημόνων, γιατί το πρόβλημα φαίνεται άλυτο. Θα ήταν όμως απλούστερο αν απαλλασσόμασταν από νατουραλιστικές ή ιδεαλιστικές αφετηρίες (δεν αποκαλούν πολλοί μεταφυσικοί το άπειρο απολύτως αναγκαίο επειδή οι λογικοί τους συλλογισμοί είναι υποτελείς νατουραλιστικών και εξαντικειμεκευουσών επιδράσεων;) και διαβλέπαμε στο συμβαίνον τις νύξεις του νοήματος. Ήδη, ό,τι θεωρούμε πως προκύπτει δεν είναι παρά ανα-φανέρωση, συμβολική αναφανέρωση του απολύτου στο σχετικό και μάλιστα σε κάθε έκφραση. Το πριν, το νυν και το μετά είναι μυθικοί κατά βάση όροι οι οποίοι περιορίζουν τη σκέψη σε ντετερμινιστικά πλαίσια κάνοντας το χρόνο ευθύγραμμο, ειδωλικό, κάνοντας το λεγόμενο χώρο αντικείμενο ορισμού και μετατρέποντας το πνεύμα σε περίπου παθητικό καταγραφέα του συμβαίνοντος. Το είναι όμως του ανθρώπου και του κόσμου δε γνωρίζει παρελθόν, παρόν και μέλλον, είναι η απόλυτη νόηση που διαθλάται έγχρονα και που οπτρίζεται συμβολικά, σχετικά σε κάθε μορφή υπάρχειν. Δεν υπάρχει αντικειμενικός χρόνος, είτε τον θεωρούμε ευθύγραμμα, είτε κυκλικά. Αν όμως το νόημα δεν προκύπτει νομοτελειακά, έπεται πως αποτελεί την τροφό της διανοίας. Σε τι συνίσταται επομένως το νόημα, αν όχι στις φανερώσεις του οι οποίες και το αποκαλύπτουν αέναα; Ας δούμε κάτι σημαντικό. Αν το κοσμικό συμβαίνον δε συλλαμβάνεται με τη λογική αναγωγή, αλλά νοείται αιωνίως ως φανέρωση, ως πνευματική φανέρωση, αυτό σημαίνει πως κάθε ορώμενο, ακουόμενο, αισθανόμενο με μια λέξη, είναι εννοούμενο, αντιληπτό, άμεσα αντιληπτό, άρα γνωστό, αιώνια γιγνωσκόμενο αλλά εγχρόνως συνειδητοποιούμενο. Ανα-γιγνώσκουμε έτσι το συγκεκριμένο, κάθε συγκεκριμένο, αλλά, αν προσέξουμε, θα δούμε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο χωρίς το οικουμενικό, είναι αδιανόητο. Σε κάθε συγκεκριμένο εικονίζεται, αποκαλύπτεται το απόλυτο, το συγκεκριμένο στιγματίζε-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   127
ται απολύτως και έτσι γνωρίζεται και η συνειδητοποίηση της γνώσης σημαίνει φανέρωση του απολύτου στο σχετικό.  Η έγχρονη-ένσαρκη ύπαρξή μας επομένως συνιστά φανέρωση του είναι, αλλά επειδή το υπάρχειν μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον κόσμο, η φανέρωση είναι ουσιαστικά συμφανέρωση. Συμφανερούμενοι ο κόσμος και ο άνθρωπος, γράφουν, σκιαγραφούν το νόημα, το απόλυτο νόημα με τη συμβολική της σχετικότητας και γι’ αυτό το νόημα είναι, παράδοξα, τετελεσμένο τελούμενο Ό,τι τελείται επομένως εγγράφει εσαεί στην αλλαγή το αναλλοίωτο που αποκαλύπτεται ως νόημα, ως ἀκήρατος λογισμὸς ἐν αὐγῇ καθαρᾷ, κατά την πλατωνική ρήση. Τι θα μπορούσε όντως να είναι το ανέκφραστο το οποίο συνιστά την εγγύτητα κάθε εγγύτητας, αν όχι η συμβολική του καταγραφή ως ενότητα αισθήματος και διανοίας στο νηφάλιο λογισμό; Ό,τι ακένωτο, ανέκφραστο, καταυγάζει και να πώς ο άνθρωπος αισθάνεται κοινωνός του, το ζη ως βαθύτατο είναι του, ως πηγή των γνώσεών του και κάθε δημιουργίας του. Φθάνουμε έτσι στην ταύτιση του οντολογικού και του ηθικού, στην πληρωματικότητα η οποία προσφέρεται ως άτμητη αφέλεια, ως αδιάστατη καθαρότητα, ως άχρονη αγνότητα, ως αιώνιο χάρμα και βλέπουμε πως το άτμητο, το απόλυτο, το άχρονο, το αδιάστατο, μία και αυτή οντολογική αλήθεια, ταυτίζεται με την αφέλεια, με το χάρμα, με την καθαρότητα, με την αγνότητα, κάνοντας το ηθικοδιανοητικό αιώνια φανέρωση-συμφανέρωση και, ταυτόχρονα, αρχή κάθε πραγματικής αισθητικής κατηγορίας που έχει αποκολληθεί απ’ τις νατουραλίζουσες και τις ειδωλικές αισθητικές κατηγορίες που τέρπουν επιφανειακά χωρίς σαν πληρώνουν οντολογικά.  Εκείθεν και κατά τις δυνατότητές μας επιφαίνονται οι ηθικές και οι διανοητικές εκφράσεις αυτής της συμφανέρωσης και οικοδομούν τον άλκιμο λόγο.   Εκφράσεις. Ορατές εκφράσεις αυτής της πραγματικότητας είναι η εγγύτητα, η αγάπη, η διαθεσιμότητα, η αλληλεγγύη, η προσφορά, η θυσία (κυριαρχικότατη), η ταπεινότητα, η μεγαλοψυχία, το παρθενικό, η επιμονή, η υπομονή ό,τι αποκαλείται αρετή που κατά τη γνώμη μας δεν είναι απόκτημα αλλά γνησιότητα, πανσθενής οντολογικός ιστός και πηγή του διανοείσθαι.


                                                                                       

 
128
Όσο πιο πολύ αυτοσυνειδητοποιούμαστε, τόσο περισσότερο ζούμε την ειρήνη, την ελπίδα, τον ηρωισμό, την καρτερία, τη λεπτότητα, την ευπροσηγορία, τη διαθεσιμότητα, τη σεμνότητα, την ευγένεια, την ανωτερότητα, την ευαισθησία, την ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία, τη διαλλακτικότητα, την ανεξικακία, την πιστότητα, τη φερεγγυότητα, τη φιλαλήθεια, τη διάκριση. Υπ’ αυτήν την προϋπόθεση οικοδομείται το νόημα και οδηγούμαστε σε ό,τι ονομάστηκε διανοητικές αρετές, όπως ευφυία, οξύνοια, βαθύνοια, αποτελεσματικότητα, ετοιμότητα, ταχύνοια, συνδυαστικότητα, διορατικότητα, διαύγεια, ευστροφία, προσληπτικότητα, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, σαφήνεια, σύνεση, σωφροσύνη, σοβαρότητα, σταθερότητα, ψυχραιμία, αντιληπτικότητα, χιούμορ. Ήδη, οδηγούμαστε σε ό,τι θεωρείται υπέρτερο, στη δικαιοσύνη, στην ισότητα, στην αδελφότητα, στην αξιοπρέπεια, στην τιμή. Βεβαίως, η μαρτυρία-παρουσία ως κατάστασή μας εμπλουτίζεται, αναφωτίζεται, αναφανερώνεται με “ορατά” όρια την απάθεια ενάντια σε κάθε μορφή πάθους, άρα την ύστατη συμπάθεια, την αγιότητα. Ό,τι προηγείται δεν αποτελεί συστηματική καταγραφή του ηθικο- διανοητικού μας είναι, αλλά προσπάθεια επισήμανσης βασικών συνθετουσών που το αποκαλύπτουν. Αν προχωρούσαμε σε συνδυασμούς, θα πολλαπλασιάζονταν οι όροι. Προσεκτική ματιά σε μεγάλες θεω- ρήσεις που αναδύονται απ’ το πολιτισμικό σύμπαν μάς πληροφορεί χωρίς αμφιβολία πως υπάρχει σημαντική σύγκλιση μέχρι και ταύτιση. Πληροφορούμαστε επίσης πως παρά το ότι ο ιστορικός άνθρωπος παραπαίει παρασυρόμενος συχνά και σε πράξεις απανθρωπίας, όταν εξετάζει με νηφαλιότητα το ίδιο του το υπάρχειν, οδηγείται στην ηθικοδιανοητική λαμπρότητα και πείθεται πως μόνη παράμονη λογική που είναι αδύνατο να καταρριφθεί είναι η ηθική. Έτσι καταυγάζεται η διάνοια και έτσι πειθόμαστε πως όπου παρατηρείται εκτροπή, οφείλεται στο σκοτισμό της διανοίας, στον παραλογισμό του πάθους. Είναι σαφές πως το ηθικό στη διανθρώπινη έκφρασή του, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να το διανοηθούμε;, εκφράζεται ως πολιτική φιλοσοφία, ως δίκαιο, ως θεσμοί, ως κοινωνικά συστήματα με θέσεις, αντιθέσεις, αντιμαχόμενες ιδεολογίες. Απέραντο το πεδίο της έρευνας, δε θα το διατρέξουμε, το κάναμε εκτενώς στο παρελθόν. Σημειώνουμε κάτι απλό και σχετικό με την παρούσα μελέτη. Όλη η τραγωδία των ανθρώπων, όλο το πάθος και ο πόνος, όλες, τέλος, οι επιτυχίες που ο-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   129
φείλονται στην πολιτειακή συγκρότηση, επισυμβαίνουν μόνο και μόνο επειδή θεμέλιος λίθος του υπάρχειν είναι το συνυπάρχειν με πρώτιστη οντολογική αλήθεια είναι η θυσία, η ανάλωση του απολύτου στο σχετικό, μια ανάλωση που αιωνίζεται, που τρέφει, που είναι ακένωτη. Κάθε μορφή πάθους, ό,τι ονομάζουμε κακό, είναι υστερογενής, δεν ίσταται χωρίς την πρωτοαφετηρία, το αναλισκόμενο και μη δαπανώμενο απόλυτο. Γι’ αυτό ακριβώς τονίζουμε πως το διανοητικό αναδύεται απ’ το ηθικό και ορθώνεται ως νόημα, ως νηφάλιος λογισμός σε αντίθεση με τον παραλογισμό που δεν νοείται χωρίς το λογισμό, το νηφάλιο λογι- σμό.


                                                                                       

 
130
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
10 Απριλίου 2013. Το ατελές, το φυσικό κακό, το ηθικό κακό. Δε μπορούμε να εννοήσουμε το ατελές χωρίς τη νόηση του τελείου. Η νόηση του τελείου καθιστά δυνατή την εννόηση του ατελούς, την αντίληψή του και για να είμαστε σαφέστεροι υπενθυμίζουμε κάτι: Το τέλειο δεν είναι παραστατό αλλά άμεσα νοητό, η πηγή του νοείν, η αγαθότητα ως μήτρα κάθε εννόησης, κάθε συναισθήματος. Προστίθεται εδώ κάτι εξίσου σημαντικό: Δεν υπάρχει αντίληψη χωρίς την αίσθηση η οποία είναι ο ορατός δείκτης της αντίληψης, γιατί δεν αισθανόμαστε παρά ό,τι λειτουργεί, ενεργεί, κινείται κ.ο.κ. Ό,τι όμως κινείται κλπ., τρέφεται απ’ το απόλυτο, αλλιώς δεν εννοείται. Για να αισθάνομαι επομένως οφείλω να αντιλαμβάνομαι τον τρόπο έκφρασης του αισθητού ο οποίος δε μπορεί παρά να είναι πνευματικός. Εννοούμε επομένως συγκεκριμένα πράγματα και καταστάσεις πραγμάτων υπό την προϋπόθεση νόησης του απολύτου είναι τους και να που η έννοια του ατελούς αναδύεται: Ό,τι είναι παραστατό, φθαρτό, πεπερασμένο, είναι ατελές. Ατελές είναι η αισθητή φανέρωση του τελείου. Συναντάμε μια παράδοξη συμπληρωματικότητα η οποία όμως είναι θεμελιώδης. Ας δούμε: Λέμε πως κάθε σχετικό είναι ατελές, αλλά λέγοντας αυτό, νοούμε το απόλυτο-τέλειο. Παράλληλα όμως δε ζούμε παρά στον κόσμο του ατελούς και αν εμβαθύνουμε σε αυτήν την αλήθεια θα δια- πιστώσουμε πως η έγχρονη ζωή μας δεν είναι αλλιώς διανοητή. Ζούμε θνήσκοντας, το ζην μας τρέφει το θνήσκειν μας, στέγη του ζην μας είναι το θνήσκειν μας, στέγη του τελείου είναι το ατελές. Μπορεί έτσι να γίνει κατανοητό ό,τι ονομάζεται φυσικό κακό που προξενεί πόνο και καταστροφές. Ένας τέλειος κόσμος είναι αδιανόητος, μια τέλεια ανθρώπινη ζωή δε θα είχε νόημα. Υπάρχει όντως τραγικότητα, καθώς η ψευδαίσθηση της επιφάνειας μας πληροφορεί διαφορετικά.
13 Απριλίου 2013. Είναι όμως το ηθικό κακό αναγκαιότητα παράλληλη με το φυσικό κακό; Πολλοί θεοσοφίζοντες και αποκρυφιστές κάνουν λόγο για Θεό δημιουργό, συντηρητή και καταστροφέα του κό-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   131
σμου. Άλλοι πανάρχαιοι μύθοι που συναντιούνται σε πολλές παραδόσεις κάνουν λόγο για φυσικές καταστροφές οι οποίες προήλθαν απ’ τη θεία οργή κλπ. Δε δεχόμαστε αυτές τις θεωρήσεις οι οποίες όμως απηχούν προσπάθειες διασύνδεσης του φυσικού με το ηθικό κακό. Αν προσπαθούσαμε να προχωρήσουμε κάπως, θα διαπιστώναμε πως ούτε φυσικό ούτε ηθικό κακό υπάρχουν χωρίς το νοείν, το εννοείν, το αισθάνεσθαι. Επιπλέον: Κατά πρώτο λόγο, αν η αρχή του απολύτου είναι μη παραστατή και ανέκφραστη, κάθε εκφραστική μορφή του έγκοσμου τρέφεται απ’ το απόλυτο και δεν ταυτίζεται με αυτό στην έγχρονη έκφρασή της. Η έμφρων πειθώ κατά τον πλατωνικό λόγο μας πληροφορεί και για κάτι άλλο: Κάθε έγκοσμη μορφή-παρουσία μόνο ως ατελής είναι διανοητή. Ο κοσμάνθρωπος είναι εξ’ ορισμού ατελής, όσο κι αν το σχετικό νοείται απόλυτα. Ωστόσο, κάθε φραστός, έγχρονος λόγος για το κακό προϋποθέτει το απόλυτο της αγαθότητας η οποία και το τρέφει, όσο κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό.
14 Απριλίου 2013. Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις εγείρονται ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Πώς είναι δυνατό ο άνθρωπος να νοεί το απόλυτο είναι του όταν αυτοσυλλαμβάνεται ως υπάρχων, ως έγχρονος, ως εξ’ ορισμού σχετικός; Μήπως παρασυρόμαστε και ορίζουμε το αγαθό ως αντίθετο του κακού; Ωστόσο, πρώτιστη πρωτοπληροφορία είναι το απόλυτο με βάση την οποία ορίζεται κάθε σχετικό. Το απόλυτο ανακλάται σε κάθε αισθητή μορφή υπάρχοντος, γιατί η αντίληψη και η αίσθηση είναι τρόποι φανέρωσης του απολύτου. Όσο όμως αναζητάμε το απόλυτο κάπου για να το ορίσουμε, τόσο ματαιοπονούμε και αποπροσανατο- λιζόμαστε. Σημείο φανέρωσης είναι το λέγειν, η φιλοσοφική παραδοξότητα η οποία είναι εκπληκτική. Αν κάθε μορφή έκφρασης είναι συμβολική, αναδύει νόημα, αλλά ποιο νόημα αναδύεται από τόσες και τόσες μορφές έκφρασης, αν όλα αλλάζουν και μεταβάλλονται χωρίς ποτέ να ταυτίζονται; Επιπλέον: Αν όλα μεταβάλλονται, είναι ουτοπικά, δεν έχουν τόπο ούτε εξωτερικότητα και μόνος τόπος τους είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Κάθε έκφραση είναι επομένως πνευματική και κάθε λέγειν είναι η α-


                                                                                        
 
132
πόδοση του νοήματος. Τα πράγματα επομένως, τα ενεργήματα, μαρ- τυρούν ένα νόημα με εκφραστή το ανθρώπινο πνεύμα. Για να υπάρχει νόημα επομένως προηγείται η αρχέγονη φύση του συμβαίνοντος που δεν είναι παρά η αγαθότητα στην οποία στεγάζεται κάθε γνώση. Η γνώση επομένως στη φύση της είναι άσπιλη και αμόλυντη και όταν ακόμη εκπορνεύεται απ’ την ανθρώπινη πλάνη και διαστροφή. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο: Το κακό και κάθε μορφή ιδιοτέλειας που φανερώνεται με την ασπαίρουσα χρονικότητά μας με τον ειδωλικό μας χρόνο, είναι ο μαγικός καθρέπτης αναθέας του καλού.
ΤΟ ΗΘΙΚΟΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ
Το διανοητικό είναι: Αρχή της Ταυτότητας: Άτμητο, Άχρονο, Αδιάστατο, Απόλυτο, Άναρχο, Άπειρο. (Εν, Είναι, αγαθόν, νους, άπειρο, Natura Naturans, Βούληση, Μονάς, Ιδέα του απείρου, κ.ο.κ. κατά τους φιλοσόφους. Επίσης, Ύλη, Φύση, Αίσθηση, κ.ο.κ. κατά άλλους φιλοσόφους).  Το διανοητικό είναι έχει ως πλήρωμά του το ηθικό είναι.
(Συν)Υπάρχειν: Λογική αρχή της Ετερότητας και λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας- αναλογίας: Έγχρονο, έγκοσμο, διαστατό, κινητό, φθαρτό, μεταβλητό, σχετικό, θνητό (θνήσκον), πεπερασμένο,αισθητό, το όμοιο, το ανόμοιο, το ανάλογο, το δυσανάλογο κ.ο.κ. Ανθρωπίνως υπάρχειν: Συνέκφραση απόλυτου και σχετικού, απείρου και πεπερασμένου.
Το ηθικό είναι:  Ταυτότητα: Αφέλεια, αγνότητα, χάρμα, θαυμασμός, καθαρότητα, πνεύμα παιδικότητας, απλότητα, έκπληξη. Πρόκειται για ουσιαστική έκφραση του διανοητικού, για πληρωματική αλήθεια. Χωρίς το ηθικό δε νοείται το διανοητικό, χωρίς το διανοητικό δεν εκφράζεται το ηθικό.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   133
ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ Ευφυία, οξύνοια, βαθύνοια, αποτε- λεσματικότητα, ετοιμότητα, ταχύνοια, συνδυαστικότητα, διορατικότητα, διαύγεια, ευστροφία, προσληπτικότητα, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, σαφήνεια, σύνεση, σωφροσύνη, σοβαρότητα, σταθερότητα, ψυχραιμία, αντιληπτικότητα, χιούμορ, κ.ο.κ.
ΑΡΧΙΑΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: Γίγνεσθαι, Αλήθεια, Ιδέα, Εντελέχεια Προθετικότητα, Ενόραση, Ύπαρξη, αμεσότητα,κ.ο.κ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΨΥΧΗΣ Ειρήνη, ελπίδα, ηρωισμός, καρτερία, αυταπάρνηση, λεπτότητα, ευπροσηγορία, διαθεσιμότητα, σεμνότητα, ευγένεια, ανωτερότητα, ευαισθησία, ανεκτικότητα, μεγαλοψυχία, διαλλακτικότητα, ανεξικακία, πιστότητα, φερεγγυότητα, φιλαλήθεια, διάκριση, ταπεινότητα.
 ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ Η ΘΥΣΙΑ ως εγγύτητα, ως αγάπη, ως ανιδιοτέλεια, ως διαθεσιμότητα, ως αλληλεγγύη, ως προσφορά, ως ταπεινότητα, ως μεγαλοψυχία, ως παρθενικότητα ως επιμονή, ως υπομονή. κ.ο.κ.
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ Η έκφραση των τρόπων διανοίας είναι αδιανόητη χωρίς την αλήθεια η οποία ενεργεί ως φως της διανοίας, όπως λ.χ. το πλατωνικό αγαθό.
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ  ΕΚΦΡΑΣΗ  δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφότητα, αξιοπρέπεια, τιμή.
ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗ Η έκφραση του ανθρωπίνως υπάρχειν αποκαλύπτει το είναι, αλλά με τρόπο έκφρασης τους τρόπους της διανοίας. Η συμπληρωματικότητα ηθικού και διανοητικού καθιστά τους τρόπους έκφρασης σχετικούς κατά τρόπο που οι “τύποι” που προηγούνται να είναι εντελώς ενδεικτικοί και σχηματικοί. Απλά επιχειρείται όχι απλή κατάταξη των καταλληλοτήτων του ανθρωπίνως υπάρχειν, αλλά κατάδειξη της πληρωματικότητας, καθόσον η συμπληρωματικότητα δε συνιστά ούτε μείξη, ούτε συγκερασμό, αλλά υποδηλώνει την κατίσχυση της πληρωματικότητας, της μόνης ανέκφραστης αλήθειας η οποία ωστόσο είναι ανέκφραστη επειδή είναι ουσιαστικά α- πόλυτη και μήτρα κάθε λογισμού.


                                                                                        

 
134
VI
ΑΥΓΗ ΚΑΘΑΡΑ-ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ
Προσεγγίζοντας. Είναι πραγματικά γοητευτικές ορισμένες θεωρήσεις τόσο του ευρύτερου ιδεαλισμού, όσο και κάποιων προσεγγίσεων του πανθεϊσμού, χωρίς να εξαιρούνται πολλές θέσεις του αριστοτελικού τουλάχιστον ρεαλισμού. Βέβαια, δεν αρκούμαστε στα στερεότυπα των σχολών, ούτε στους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς, αλλά μας είναι αδύνατο να αγνοήσουμε μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, όσο κι αν θέσεις τους παραγνωρίστηκαν ή και κακοποιήθηκαν από επιγόνους, όσο κι αν εκφράζονται ως -ισμοί.  Ποιος αλήθεια θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι θα ήταν δυνατό το φιλοσοφείν χωρίς τις μεγάλες στιγμές του γοητευτικού της οδοιπορικού;  Ο ιδεαλισμός, κυρίως ο πλατωνικός, αλλά και ο ευρωπαϊκός μέχρι ένα τουλάχιστον σημείο, μας προσφέρει μια ανυπέρβατη αρχή: Τόπος νόησης και εννόησης της αλήθειας είναι το πνεύμα μας και όχι οι λε- γόμενες κατηγορίες της λεγόμενης “εξωτερικότητας”. Το είναι των πραγμάτων είναι πνευματικό και όχι παράγωγο προερχόμενο απ’ την εμπειρία. Πρόκειται για το απόλυτο που ορίζει κάθε σχετικό. “Εκεί” βρίσκεται η αλήθεια. Ο πανθεϊσμός, αρχαίος και νεώτερος, μας προσφέρει μια ανυπέρβατη, επίσης θεώρηση: Η πραγματικότητα είναι μία, αιώνια, απόλυτη με απέραντους τρόπους έκφρασης και κατηγορήματα, κυριότερα των οποίων είναι η σκέψη, η καθαρή-απόλυτη σκέψη και ο χώρος-αισθητό. Κρίναμε αυτήν τη θέση, διακρίναμε όμως τη ριζική της καινοτο- μία η οποία ως φιλοσοφική αρχή δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί. Πρόκειται για γοητευτική θεώρηση η οποία όμως οριακά προσφεύγει και στον ιδεαλισμό ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί η γνώση. Υπάρχει όντως μια δημιουργική παραδοξότητα, εξόχως φιλοσοφική, η οποία θέλει και τον ιδεαλισμό να “εισέρχεται” κατά κάποιο τρόπο στην πανθεϊστική αρχή και τον πανθεϊσμό να στρέφεται, έστω και ασύνειδα, προς τον ιδεαλισμό.
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   135
Ο ρεαλισμός, παρά τα προβλήματα, μάς προσφέρει κάτι το αξιο- σημείωτο: Η αίσθηση δεν είναι μήνυμα προερχόμενο, εκπεμπόμενο έξωθεν, αλλά τρόπος κοινωνίας με τον αισθητό κόσμο, δεν είναι ένα κάποιο μήνυμα και αυτό οφείλεται στην εντελεχειακή δομή του αισθητού, στο εφίεσθαι που αποσκοπεί στην κοινωνία με το αγαθό. Έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς στις προσφορές των σχολών και στη “μυστική” τους διακοινωνία, αλλά στην παρούσα παράγραφο οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πόσο τα προβλήματα που προκύπτουν από θέσεις μιας σχολής γίνονται δημιουργικά εναύσματα που ορθώνουν νέες θέσεις.  Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε πως οι μεγάλες θέσεις των σχολών έχουν προφιλοσοφική ηλικία, πως βρίσκονται σε ύψιστες στιγμές του μυθικοθρησκευτικού πνεύματος, όσο κι αν η αχλύ των αναπόφευκτων συγχύσεων τις αποδυναμώνει. Αυτό σημαίνει πως το είναι της φιλόσοφης μέριμνας ενοικεί στην ανθρώπινη φύση, πως είναι οικουμενικό και πως αποτελεί πανανθρώπινο θησαυρό. Εξάλλου οι μεγάλοι θρύλοι και οι μύθοι βρίσκονται στην αφετηρία μέγιστων και ανυπέρβλητων εμπνοών και αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην ποίηση και στις επιστήμες του ανθρώπου. Προσεγγίζοντας όμως και μη εγκλειόμενοι σε κλειστά συστήματα ως οπαδοί, διακρίνουμε και κάτι εξίσου σπουδαίο: Την ανεξαγόραστη γοητεία του φιλόσοφου βίου, του βίου μας, τη δύναμη του πρωτινού χάρματος που γίνεται πνοή ζωής.
Απομάγευση. Έχει γίνει πολύς λόγος για την απομάγευση του κόσμου κατά τους νεώτερους χρόνους και ιδίως κατά την περίφημη νεωτερικότητα, όρο πολύσημο, ασαφή και συχνά στηριγμένο σε εξαπλουστεύσεις. Δε θα ασχοληθούμε με τους ισχυρισμούς των αμυντόρων της νεωτερικότητας, είναι κατά τη γνώμη μας και παλαιότατοι και εξαπλουστευτικοί και μυωπικοί. Υπάρχει μια πραγματική απομάγευση η οποία άγει στην ένσοφη θεώρηση, μια δημιουργική ανατροπή του κοσμοειδώλου και του ανθρωποειδώλου, κάτι που αναφαίνεται όχι από αρνητικές προθέσεις, αλλά από εμβαθύνσεις και από πραγματικό φιλοσοφικό ίμερο. Με την πρώτη ματιά ερωτήσεις σχετικές με το είναι της λεγόμενης ύλης, του λεγόμενου χώρου, του χρόνου, της αίσθησης, της αντίληψης, της νόησης, του απολύτου, κ.ο.κ., φαίνονται ασήμαντες, γιατί στην καλύτερη


                                                                                         

 
136
των περιπτώσεων δεν οδηγούν πουθενά. Μάλλον αυξάνουν τις αβεβαιότητες. Προσεκτικότερη όμως αναστροφή με το πλέγμα των φιλοσοφικών ερωτήσεων που δημιουργούνται απ’ τις εμπειρίες της ζωής μας δεν υποδηλώνει απλά αφύπνιση απ’ το λήθαργο της καθημερινότητας, αλλά και προσέγγιση των εντονότερων βιωμάτων της ζωής μας. Ήδη αρχίζει η δημιουργική ανατροπή, ο αναστοχασμός ο οποίος δεν είναι εκ των προτέρων ανατρεπτικός, αλλά συνιστά κάτοψη βάθους που δια- βλέπει στα είδωλα και στις φαντασιώσεις, στις δοξασίες και στις πλάνες, κάτι σημαντικό και άρρηκτα συνδεδεμένο με το ανθρωπίνως υπάρχειν, με το εγκόσμως ζην.  Η πραγματική και όχι η ιδεοληπτική απομάγευση που οδηγεί στην ορθή δόξα και που ανατρέπει το βασίλειο της δοξασίας συνίσταται στην ένσοφη θεώρηση είναι και ήθους, στην πληρωματικότητα, σε ό,τι αποτινάζει το βάρος της εξαντικειμενίκευσης και την ψευδοβεβαιότητα της ύπαρξης αντικειμενικού χώρου και υλικών πραγμάτων, γιατί το δίλημμα είναι κάτι που υπερβαίνει τους όρους οριακό, σημαντικό, κ.ο.κ. Αποτίναξη των δεσμών της φυσιοκρατίας οδηγεί στην ελευθέρωση του πνεύματός μας, στην πλέρια κοινωνία με το αληθεύον του οποίο δεν προκύπτει ως από μηχανής θεός, αλλά ως μύχιο αίτημα του είναι μας στον κόσμο του υπάρχειν.  Κατάδυση, ανάδυση (οι όροι είναι τόσο σχετικοί, αλλά συμβολίζουν κάτι το ουσιώδες) στο είναι μας δε μας βυθίζει στην αοριστία, ούτε στο γνόφο, αλλά στο φως της νόησης, πέρα από εξαντικειμενικεύσεις και ειδωλοποιητικές τάσεις. Ακριβέστερα: Ό,τι δεν είναι δυνατό να καταστεί παραστατό αντικείμενο κινούμενο στο “χώρο”, είναι πνευματικό ενέργημα το οποίο τρέφει τη διάνοια, τρεφόμενο ταυτόχρονα απ’ αυτήν. Το υποκείμενο δεν υπόκειται πια, αλλά κοινωνεί και αυτή η μύχια κοινωνία διάνοιας και αισθητού προσφέρει την πνοή της αληθείας στον κόσμο, στη συνείδηση. Ήδη το γιγνώσκειν, κάθε γιγνώσκειν, είναι στην ουσία του άσπιλο και αναδύει την πρωτογένεια, την αέναη δηλαδή πηγή του λογίζεσθαι. Το χρονίζεσθαι αποδιαστέλλεται, γιατί πηγή του είναι η εννόησή του, το άπειρο που καθιστά εν- νοητή κάθε πεπερασμένη έκφραση. Το βάρος του εγχρόνως υπάρχειν ατμίζεται όχι με την τεχνική της μαγείας οποιασδήποτε μορφής (γιατί σύγχρονοι μάγοι είναι οι γνωστοί “αποδομητές” της μεταφυσικής, οι προπαγανδιστές της νεωτερι-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   137
κότητας και της μετανεωτερικότητας με τις οφθαλμοφανείς εξαπλουστεύσεις και με τις άκρατα μεροληπτικές σοφιστείες τους), ή με τις μεθοδείες της ιδεοληπτικής γνώσης που οδηγεί σε καταστροφικές αντιφάσεις, αλλά με τη ρωμαλεότητα του όντως υπάρχειν, μακριά απ’ τις ψευδαισθήσεις και τις ψευδοβεβαιότητες των ερμηνευτών, των θεραπευτών και των μαγγανευτών του δοκιμαζόμενου ανθρώπου. Η καθαρή αυγή του ρωμαλέου λόγου ο οποίος εδράζεται στις “ακρώρειες” όπου το υπάρχειν συνειδητοποιεί πως τρέφεται απ’ το είναι συνιστά όχι απλά απομάγευση από παλαιές και σύγχρονες πλάνες, αλλά επιστροφή στο αρχέγονο το οποίο δε γνωρίζει ούτε τόπο, ούτε ηλικία, ούτε χρονικότητα. Δεν πρόκειται για κατεδάφιση παλαιών ναών του πνεύματος, αλλά για ανακαινιστήρια πνοή που διασώσει ό,τι βιώσιμο, που συλλέγει άνθη παλαιών και νέων συλλήψεων, που ανοίγει ορίζοντες δημιουργικότητας, μακριά από κλειστά συστήματα που “περιχαρακώνουν” την α-λήθεια. Άσπιλη εμπνοή η οποία εμπνέει ό,τι το θετικό, απόλυτη θε- τικότητα που κάνει το διανοητικό ηθικό και το ηθικό διανοητικό, κρατερή γνώση που είναι ο κανόνας της αλήθειας της αλλά και της πλάνης την οποία αποκαθιστά. Ελευθέρωση της διάνοιας απ’ τις οχληρές μέριμνες της ματαιότητας, αποκατάσταση του ανθρωπίνου, μυστική δύναμη του αληθεύοντος νοήματος. Η πραγματική απομάγευση επομένως δεν είναι επιστροφή σε παιγνιώδη παίγνια, αλλά ένσοφη συνειδητοποίηση του συμβαίνοντος στο οποίο μετέχουμε αιώνια. Κοινωνία με το αιωνίως υπάρχειν, με το είναι ως βιωμένο χρόνο που δεν είναι παρά η ίδια η αιωνιότητα σμιλευμένη στο Νεύμα του Αιώνα. Μη αναλώσιμη ανάλωση, διαρκής θυσία του είναι στο υπάρχειν και ασπαίρουσα αναζωογόνηση του τελευταίου υπό τις μαρμαρυγές της αγαθότητας που συνέχει το ανθρωποκοσμικό γίγνεσθαι. Πληρώνουσα εμπειρία αυγαζόμενη απ’ τη μακαριότητα του απολύτως υπάρχειν, οντολογικός δηλαδή πλούτος χωρίς οντολογισμούς, οντική διαφάνεια με περίλαμπρο κάλλος το οποίο δεν ενοικεί μόνο στις αναζητήσεις των αισθητικών, αλλά σε κάθε μορφή υπάρχειν, γιατί το είναι του ανθρωποκοσμικού είναι κάλλος άφθιτο, πέρα από κάθε αισθητό εντυπωσιασμό που εμφωλεύει στην αισθητική γοητεία με τις εξαντικειμενικευμένες και γι’ αυτό έωλες και παροδικές αισθητικές κατηγορίες.


                                                                                         
 
138
Οι πραγματικές αισθητικές κατηγορίες είναι ουσιαστικά πνευματικές και οποιαδήποτε λάμψη τους στον κόσμο του αισθητού, σε ό,τι οι ποιητές και οι καλλιτέχνες λατρεύουν, παραπέμπει στο αιωνίως ωραίο το οποίο υπάρχει παντού, σε κάθε φανέρωση, το οποίο μεγαλύνεται με την όντως καταμαγεύουσα γοητεία της ωραίας ψυχής, της ψυχής δηλαδή η οποία έχει ήθος και διάνοια στην αφοπλίζουσα μαρτυρία της παρουσίας. Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί αυτό μας υπαινίσσονται, καταγγέλλοντας έτσι με τον τρόπο τους τις πλάνες του αισθητισμού και ανοίγοντας το δρόμο στην έκσταση της έκστασης, στο πληρωματικά ωραίο.
Αυγή καθαρά. Η καθαρή αυγή δε γνωρίζει εσπέρα, έχει διαστείλει και το λυκαυγές και το λυκόφως, έχει ξεφύγει απ’ το δέλεαρ της κοσμικής νύχτας, απ’ τις υποσχέσεις της ημέρας. Έχει ταυτόχρονα αποδιαστείλει τα όρια και τους νομιζόμενους ορίζοντες του κόσμου, γιατί το κοσμικό συμβαίνον δεν είναι απλά ανόριο, αλλά συνεχές πεδίο εκδίπλωσης του συμβαίνοντος. Δεν εννοεί ούτε την ακμή, ούτε την παρακμή, το θρίαμβο και το πάθος, το κατοικείν και την εστία, αφού κατοικείν είναι το παροικείν, το παροικείν στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον και εστία ο συνεχής νόστος στον απήμονα τόπο. Η νοσταλγία εγκεντρίζεται συνεχώς απ’ την απονοσταλγία, ο ίμερος, το επιθυμείν, το ορέγεσθαι κατασιγάζεται απ’ την εμπειρία της επιθυμούμενης επιθυμίας, γιατί επιθυμούν και επιθυμούμενο διαπλέκονται νηφάλια: Επιθυμούμενο είναι το ίδιο το μύχιο ανθρώπινο είναι στη θητεία του ως υπάρχοντος, ως επιθυμούντος, στην άπαυστη θητεία του ως έγχρονου, επι- θυμούμενο που επιθυμεί το απόλυτό του ως συνεχή διακινδύνευση που δεν ξεφεύγει απ’ τα δεινά του πάσχειν σε όλες του τις μορφές. Κάθε εμπειρία όμως, σε κάθε εμπειρία, οπτρίζεται η απόλυτα συνέχουσα αρχή, η καθαρά αυγή, το άχρονο-απόλυτο που μορφώνεται εσαεί, που σαρκώνεται διαιώνια στις απέραντες μορφές του υπάρχειν διαδηλώνοντας την μία και απόλυτη αλήθεια του θύειν-θύεσθαι, τη μεγαλειότητα, την ενότητα του ηθικοδιαονοητικού, του κάλλους.
Το Κάλλος. Υπάρχει μια αναμφισβήτητη δυσκολία θεώρησης του κάλλους και όταν ακόμη διαβάζουμε τα σχετικά πλατωνικά και τα πλωτινικά κείμενα, όπως και συγγενικές τους προσεγγίζεις στην ιστορία της φιλοσοφίας αλλά και της αισθητικής. Η δυσκολία οφείλεται κυρίως
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   139
στο ότι τείνουμε να ταυτίζουμε τις αισθητές μορφές με τις αισθητικές κατηγορίες οι οποίες τούς είναι συνήθως υποτελείς. Απ’ τη στιγμή όμως που συνειδητοποιούμε πως οποιαδήποτε αισθητή φανέρωση, σχήμα, μορφή, κ.ο.κ., δεν είναι παρά συμβολική έκφραση του απολύτου απ’ το οποίο τρέφεται και το οποίο αναδύει ως τρεφόμενο, αφού είναι τόπος φανέρωσής του, αρχίζουμε να απαλλαττόμαστε απ’ τις φυσιοκρατικές και νατουραλιστικές θεωρήσεις που είναι ουσιαστικά ειδωλοποιήσεις οι οποίες διαστρέφουν και τη διάνοια και προσεγγίζουμε το αναδυόμενο είναι ως κάλλος.  Κάλλος επομένως δεν είναι ό,τι φαίνεται ωραίο, ό,τι είναι στην εποχή του (ώρα), γιατί οποιαδήποτε μορφή ωραίου φθίνει, χάνεται, παρέρχεται, πτερορρυεί.  Παράλληλα όμως δεν είναι δυνατή καμιά έκφραση, κανένας όρος, κανένα νόημα χωρίς τις αισθητές μορφές οι οποίες εξάλλου συνθέτουν το πολυποίκιλτο του έγκοσμου. Δεν είναι διανοητός ούτε ο άνθρωπος. Έχουμε μάλιστα τονίσει πως το κοσμικό συμβαίνον είναι συμβολική έκφραση του απολύτου και γι’ αυτό ακριβώς είναι αδύνατη οποιαδήποτε θεώρηση του κάλλους χωρίς το κοσμικό.  Αν προσεγγίζαμε επομένως το νόημα το οποίο αναδύεται απ’ τον αισθητό κόσμο, θα μπορούσαμε να προσεγγίζουμε το κάλλος όχι σε αυτήν ή την άλλη μορφή, οσοδήποτε ανθηρή και γοητευτική, αλλά σε κάτι μυστικότερο το οποίο καθιστά δυνατό το φαίνεσθαι. Είναι το νόημα, το νοείν και εννοείν του ανθρωποκοσμικού και όχι οι αποσπασματικές του εκφράσεις οι οποίες συχνά καταβυθίζουν στην ειδωλική λατρεία κάποιων μορφών, σχημάτων ή εκφράσεων. Ο αισθητισμός ανατρέπεται αναδημιουργικά, η υποταγή στις ισορροπίες των μορφών αναστέλλεται, το εντυπωσιακό, το καταγοητεύον, ό,τι συνθέτει τη λαγνεία αλλά ταυτόχρονα την απληστία χωρίς πλήρωση, τα πάθη και τον τυφλό ερωτισμό, αυτοπροδίδονται ως είδωλα και ως φαντασιώσεις. Ήδη η σκέψη μας μεταβαίνει σε ό,τι υμνήθηκε ως νοητό κάλλος, αλλά απαιτούνται διευκρινίσεις, γιατί ο όρος μπορεί να μας οδηγεί σε νοητά επέκεινα που δεν υπάρχουν, σε νοητά είδωλα. Κάλλος επομένως είναι το απόλυτο ως φανερούμενο, το συνέχον, το θυόμενο που τρέφει οποιαδήποτε αισθητή μορφή, ό,τι ανοίγει το πνεύμα στην αναθέαση του αιωνίως συμβαίνοντος ως πληρώματος του χρόνου, ό,τι αναδύει το χάρμα του πρωτινού βλέμματος της αφέλειας, ό,τι “εκστα- σιάζει” χωρίς εκστασιασμούς ως έκσταση της έκστασης.


                                                                                         
140
Ό,τι ελευθερώνει απ’ τα δεσμά του αισθητισμού, ό,τι άγει στην υπερερωτική κοινωνία. Αν ο έρως είναι φιλόσοφος ως φιλοσοφική ενόρμηση, ως επιθυμία κοινωνίας με το όλο, με το απόλυτο, εκεί μπορούμε να “τοποθετήσουμε” το κάλλος. Στο απόλυτο το οποίο κινεί το σχετικό, στο είναι του σχετικού που είναι απόλυτο. Βέβαια ο άνθρωπος ως φιλόσοφο ον είναι άπειρος εν πεπερασμένω και η μαρτυρία του είναι πνευματική. Σφάλλει, πλανάται, έλκεται συχνά απ’ το παροδικό, απ’ το εντυπωσιακό, αντιστρέφει τη μύχια ωραιότητά του και ο μέγας αγών συνίσταται στην πάλη για την ανάβλεψη, για την αναθέα. Όντας έτσι βαθιά κοινωνός το απολύτου, του κάλλους του, το μαρ- τυρεί και η μαρτυρία είναι ηθικοδιανοητική, ποτέ αισθητική και μόνο. Αυτό μάς λέει η υψηλή ποίηση, η άξια λογοτεχνία, τα κείμενα των μυστικών αλλά και η ευρύτερη τέχνη. Προσπάθεια κοινωνίας με το κάλλος είναι η ωραία ψυχή στην οποία στάθηκε με τόσο θαυμαστό ο εγελιανός λόγος. Η ωραία ψυχή που κατασαγηνεύει ξαφνιάζοντας δεν είναι παρά η εκφραστή “διάσταση” του κάλλους, αν το τελευταίο είναι ουσιαστικά ανέκφραστο. Αναζωοποιεί το ηθικό πέρα από κάθε ηθικιστικό υπολογισμό, μαρμαίρει τη διάνοια, καθιστά την παρουσία πραγματική μαρτυρία των παρθενικών αφετηριών τις οποίες αποκαλούμε αρετές. Ανασυγκροτεί επιπλέον την αισθητική12 και την αποκαθαίρει απ’ τα δεσμά του νατουραλισμού και των εξαντικειμενικευμένων του κατηγοριών, απομαγεύει πραγματικά και καθιστά το ζην ζηλευτή έκσταση της έκστασης, στάση πέρα μάλιστα απ’ το θάμβος και το θαυμασμό, κοινωνία, πληρωματική κοινωνία. Μόνο η ωραία ψυχή ως μαρτυρία της ενότητας ηθικού και διανοητικού αναφωτίζει το αισθητικό και αποκαλύπτει την πραγματική μαγεία του κόσμου μας: Την κάτο- ψη του αληθεύοντος.
Το ειδωλικό-ονειρικό και το αληθεύον. Υπάρχει όντως μια ψευδογοητεία του ειδωλικού στην οποία θύει ο έγχρονος άνθρωπος, κάτι το οποίο πείθει για το ψεύδος του, καθόσον οδηγεί στο ανικανοποίητο της ματαιότητας, στην κόλαση των συνειδήσεων και των παθών. Είναι πανάρχαιο φαινόμενο, όσο και ο άνθρωπος, παρά την περίτεχνη προσπάθεια ωραιοποίησης, προσπάθεια που καταρρέει όταν η λαίλαπα των δοκιμασιών χειμάζει το ανθρώπινο. Εκείθεν τα πλαστά καταφύγια, οι μεσσιανισμοί κάθε τύπου, οι φρούδες ελπίδες, οι πλαστές α-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   141
ναμονές. Έτσι η ζωή μας γίνεται όνειρο μη υπνωττόντων ανθρώπων, πλαστό, αυταπάτη, ανιαρή ψευδοϊστορία, ακόρεστο πάθος, κατά τις περιστάσεις.  Είναι η λήθη του μύχιου εγώ, της πρωτινής και αιώνιας αγνότητας, η παράδοση στο ειδωλικό που συμπαρασύρει και τη θεώρηση της γνώσης, του ήθους και της αισθητικής δημιουργίας. Το βλέπουμε στον άρτο και στα θεάματα της καθημερινότητας, στις αναυθεντικές αξίες που “κοσμούν” τον κοινωνικιπολιτικό βίο, στις βίαιες κρίσεις και στον πόνο. Η συντριβή ωστόσο αγγέλλει την ευδία, το αληθεύον, ό,τι καθηλώνει νηφάλια τον ειδωλικό βίο διασώζοντας ταυτόχρονα τα ψήγματα χρυσού τα οποία κατακαθίζουν ως δημιουργικό ίζημα. Γι’ αυτό ακριβώς οι μεγάλες συλλήψεις όλων των πολιτισμών κατατείνουν προς το αληθές, ευθύνουν το άπαυστο οδοιπορικό της ηθικοδιανοητικής ενότητας, οδηγώντας στην απομάγευση και εισάγοντας στη θαυμασιότητα του όντως υπάρχειν. “Εκεί” το απόλυτο αποκαλύπτεται ως προσωπικός θησαυρός, ως προσωπική δημιουργία, ως πληρώνουσα κατάσταση ενάντια σε όλες τις προκλήσεις του αντιανθρώπινου.
Θαυμασιότητα του όντως υπάρχειν. 
Προ-επιλογικό. Τα θαυμάσια στα οποία οφείλεται ο φιλοσοφικός λόγος, τα άνθη του θαυμασμού δηλαδή, οδηγούν στην παιδεία της φιλοσοφίας και εκείθεν στη θαυμασιότητα του υπάρχειν πέρα από κάθε νοησιαρχία και κάθε άλλη “σχολή” που στηρίζεται σε εμμονές ορισμένων πνευματικών λειτουργιών.  Δεν πρόκειται μόνο για την πληρωματικότητα ούτε για την ενότητα του ηθικοδιανοητικού, ενότητα η οποία φωτίζει και τη σπουδαιό- τητα του όντως αισθητικού. Το όντως υπάρχειν, το εγχρόνως υπάρχειν, εγκεντρώνεται απ’ την οντική του αρχή η οποία το συνέχει και η φανέρωση αυτού του συμβαίνοντος το οποίο τελεί και τελείται ανεξάρτητα απ’ την ανθρώπινη συνειδητοποίηση συνιστά το διαφανές “μυστήριο” της θαυμασιότητας στις διαπλώσεις της οποίας συναντάμε ωριμασμένες μορφές βίου, μορφές οι οποίες επισημάνθηκαν από πολλούς θεωρούς της philoso- phia perennis. Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα. Το μόνο θαυμάσιο που συνίσταται στην αδέλφωση απολύτου και σχετικού ανθεί ως θαυμασιότητα, ως απέραντων προοπτικών δράση η οποία παράγει καρπούς στη διανθρώπινη προσπάθεια. Πέρα απ’ τις ρωγμές της χρονικότητας και


                                                                                         

 
142
απ’ τις τραγικές εισβολές του πάθους, πέρα απ’ την ψευδογοητεία του αισθητισμού που αιχμαλωτίζει στο ακόρεστο του επιθυμείν, πέρα και πάνω απ’ τις αβεβαιότητες και την τύρβη της καθημερινότητας που τυφλώνουν και τη διάνοια, ανοίγεται ο ευρύς ορίζων της όντως θέας. Ο πρωτινός θαυμασμός και η έκπληξη που συνιστούν παντοτινά ορμητήρια της φιλόσοφης σκέψης αναδίνουν τους δημιουργικούς τους καρπούς που δεν είναι παρά η συνεχής κυοφορία και ανάδυση του οντικού στην καρδιά του αισθητού. Πρόκειται για συνεχή αποδιαστολή του ίδιου του πνεύματος το οποίο, εκπληττόμενο ειρηνικά και θαυμά- ζον ανεπιτήδευτα, αυτοανακαλύπτεται εσαεί, αυτεπιγιγνώσκεται εγκαταλείποντας τα είδωλα και τα περιγράμματα της δοξασίας και της πλάνης. Βέβαια, πρόκειται για άπαυστο οδοιπορικό το οποίο βρίσκει και στους μύθους, αλλά και στα ερείπια των πολιτισμών άχραντη “ύλη” του πόνου και των προσδοκιών των ανθρώπων. Εκεί αυτοαναγνωρίζεται, εκεί σταθμεύει και μετασταθμεύει άπαυστα, από εκεί ανυ- ψώνεται και αναβλέπει. Συνεχής ανάβλεψη χωρίς εκπλήξεις και θαυμασμό πια, συνεχές οδοιπορικό που αποκαλύπτει τη σοφία της φιλοσοφίας ως άγρυπνη και συμβολική έκφραση του ανέκφραστου το ο- ποίο πληρώνει μυστικά κάθε υπάρχουσα μαρτυρία. Δημιουργική σιωπή ως αειγενής μήτρα πολύφωνης και ενιαίας ταυτόχρονα δημιουργίας.  
Βιβλιογραφικές ενδείξεις
Βιβλιογραφία σχετική με τη θεματική των σελίδων που προηγούνται είναι περίπου αδύνατη, δεδομένου ότι επικαλούμεθα όλη την ιστορία της φιλοσοφίας αλλά και του ανθρώπινου προβληματισμού γενικότερα και ότι δεν επιθυμούμε να δώσουμε στη σπουδή εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Επειδή όμως η σπουδαιότητα των θεμάτων με τα οποία ασχολούμαστε απαιτεί στοιχειώδη τουλάχιστον αναφορά σε σημαντικές θεωρήσεις του παρελθόντος, παραθέτουμε ενδεικτικά κάποιες πηγές στις οποίες ο αναγνώστης θα συναντήσει θέσεις και απόψεις οι οποίες καταξιώθηκαν λόγω του σφρίγους τους και της δυναμικής τους. Ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε τον αναγνώστη ο οποίος θα επιθυμούσε να ενημερωθεί πληρέστερα και να συμβουλευθεί κυρίως κλασικές πηγές στα έργα μας: Η Καταγωγή των Θρησκειών, τ. Α΄, Β΄, Πολιτικά Θέματα /Ίρις, 1993, Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1994, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   143
της Αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, τ. Α΄, Β΄, 1995, Εκδοτικές Επιχειρή- σεις Σμπίλιας, (Β΄ έκδοση 2006), όπως και στη σειρά των έργων μας τα οποία εκθέτουν τους προβληματισμούς μας κατά την τελευταία δεκαπενταετία, προβληματισμούς των συναντήσεών μας κατά τα Αθηναϊκά Βραδινά Φιλοσοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο).
1 …Απ’ το πλήθος των κειμένων παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά που προέρχονται απ’ την αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Η δύναμή τους είναι ανεξάντλητη και τρέφει κατά κάποιο τρόπο τη μεταγενέστερη φιλοσοφική προσπάθεια: «…τέλος ἤδη ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ἐξαίφνης κατόψεταί τι θαυμαστὸν τὴν φύσιν καλόν, τοῦτο ἐκεῖνο, ὦ Σώκρατες, οὗ δὴ ἕνεκεν καὶ οἱ ἔμπροσθεν πάντες πόνοι ἦσαν, πρῶτον μὲν ἀεὶ ὄν καὶ οὔτε γιγνόμενον οὔτ’ ἀπολλύμενον, οὔτε αὐξανόμενον οὔτε φθίνον, ἔπειτα οὐ τῇ μὲν καλόν, τῇ δ’ αἰσχρὸν, οὐδὲ τοτὲ μέν, τοτὲ δὲ οὔ, οὐδὲ πρὸς μὲν τὸ καλὸν, ἔνθα δὲ αἰσχρόν, ὡς τισὶ μὲν ὂν καλόν, τισὶ δὲ αἰσχρόν• οὐδ’ αὖ φαντασθήσεται αὐ- τῷ τὸ καλὸν οἷον πρόσωπόν τι ούδὲ χεῖρες οὐδὲ ἄλλο ούδὲν ὧν σῶμα μετέ- χει, οὐδέ τις λόγος, οὐδέ τις ἐπιστήμη, οὐδέ που ὂν ἐν ἑτέρῳ τινι, οἷον ἐν ζώῳ ἢ ἐν γῇ ἢ ἐν οὐρανῷ ἢ ἐν τῷ ἄλλῳ, ἀλλ’ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ μεθ’ αὑτοῦ μονοειδὲς ἀεὶ ὄν, τὰ δὲ ἄλλα πάντα καλὰ ἐκείνου μετέχοντα τρόπον τινὰ τοιοῦτον, οἷον γιγνομένων τε τῶν ἄλλων, καὶ ἀπολλυμένων μηδὲν ἐκεῖνο μήτε πλέον μήτε ἔλαττον γίγνεσθαι μηδὲ πάσχειν μηδέν. (Συμπόσιον, 210Ε- 211ΑΒ). «…τὸ γὰρ δεκτικὸν τοῦ νοητοῦ καὶ τῆς οὐσίας νοῦς, ἐνεργεῖ δὲ ἔχων, ὥστ’ ἐκεῖνον μᾶλλον τοῦτο ὃ δοκεῖ ὁ νοῦς θεῖον ἔχειν, καὶ ἡ θεωρία τὸ ἥδι- στον καὶ τὸ ἄριστον. Εἰ δὲ μᾶλλον, ἔτι θαυμασιώτερον. ἔχει δὲ ὧδε καὶ ζωὴ δὲ γε ὑπάρχει• ἡ γὰρ τοῦ νοῦ ἐνέργεια ζωὴ, ἐκεῖνος δὲ ἡ ἐνέργεια. Ἐνέργεια δὲ ἡ καθ’ αὐτὴν ἐκείνου ζωὴ ἀρίστη καὶ ἀΐδιος. Φαμὲν δὴ τὸν θεὸν εἶναι ζῶον ἀΐδιον ἄριστον, ὥστε ζωὴ καὶ αἰὼν συνεχὴς καὶ ἀΐδιος ὑ- πάρχει τῷ θεῷ τοῦτο γὰρ ὁ θεός». (Αριστοτέλους, Τα Μετά τα Φυσικά …………………….). Επίσης: «Καλὸν οὖν πρώτως, καὶ ὅλον δὲ καὶ πανταχοῦ ὅλον, ἵνα μηδὲ μέρει ἀπολείπηται τῷ καλῷ ἐλλείπειν, τις οὖν οὐ φήσει καλόν;» Εννεάδων v.8.8. Ήδη, αναθυμόμαστε τον Παρμενίδη: «Ούδὲ διαιρετὸν διαιρετὸν ἐστὶν ἐπὶ πᾶν ἐστι ὁμοῖον… Πᾶν δ’ ἔμπλεον ἐστιν ἐόντος». Παρμεν. 8.
2 Στον Hegel λ.χ. ο οποίος κινείται στα πλαίσια ενός δυναμικού παν- θεϊσμού οι θεμελιώδεις αρχές του οποίου βρίσκονται στον Ηράκλειτο (Οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγο ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστιν ἕν πάντα εἶ-

                                                                                         
144
ναι. Ηράκλ. 50), ο χώρος είναι απόλυτος αλλά υπαρκτός και ταυτίζεται με τη σκέψη. Το απόλυτο όμως στη γενικότητά του ταυτίζεται παράδοξα με το μηδέν. Ας θυμηθούμε την περίφημη φράση της ογκώδους Λογικής του φιλοσόφου: Το είναι ενός πράγματος είναι το καθαρό του μηδέν.(πρβλ. επίσης τη φράση του φιλοσόφου: Το καθαρό είναι και το μηδέν είναι το ίδιο πράγμα, Science de la Logique, Aubier, 1976, σελ. 59). Είναι και μηδέν ταυτίζονται στην απόλυτη κατάφασή τους ως μίας και μόνης αρχής, ως ενοείδειας, για να θυμηθούμε έναν πλατωνικό όρο. Ήδη, προδίδονται μυστικές επιρροές, επιρροές οι οποίες φωτίζουν το οντικό, πέρα από τυχόν επινοήσεις ώστε να καλυφθούν οι δυσκολίες. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικό και επικαλούμαστε τον μηδενισμό του Sartre ο οποίος επαναλαμβάνει υπό άλλο πνεύμα τη θέση του Hegel: «Το Είναι απ’ το οποίο το Μηδέν έρχεται στον κόσμο οφείλει να είναι το καθαρό του Μηδέν». (L’Être et le Néant, Gallimard, 1943, σελ. 58). Αν μάλιστα αναλύαμε σαρτρικούς όρους όπως être en soi και être pour soi, θα διαπιστώναμε αφετηριακές δυσκολίες και αδιέξοδα. Βλέπουμε δηλαδή πως ο όρος μηδέν περιβάλλεται από μυστήριο το οποίο “ταλανίζει” τη φι- λοσοφική σκέψη. Στον Pascal ωστόσο υπάρχει σχετική σύγχυση, το μη- δέν ως βάραθρο, όπως και το άπειρο, (Œuvres Complètes, L’Intégrale, 1963, papiers classés, σελ. 526). Οι λόγοι του είναι περισσότερο αινιγματικοί και συμβολικοί: Γιατί επιτέλους τι είναι ο άνθρωπος στη φύση; Ένα μηδέν σε σχέση με το άπειρο και ένα όλο σε σχέση με το μηδέν, ένας τόπος ανάμεσα στο μηδέν και στο όλο, απόλυτα μακριά να κατανοεί τα άκρα αντίθε- τα.  Αναρίθμητα είναι τα κείμενα τα οποία κάνουν λόγο για θείο μηδέν, έ- χουμε ήδη αναστραφεί με αυτά σε άλλες ευκαιρίες. Ωστόσο, ας πούμε πως υπάρχουν και ζωντανές προσπάθειες υπέρβασης της απόλυτης αντίθεσης είναι και μηδενός, αντίθεσης τόσο αμφισβητήσιμης. Παραθέτουμε ένα ενδεικτικό κείμενο: Και τώρα ό,τι είναι και δεν είναι Ένα δεν είναι Θεός… και ό,τι όχι για άλλη αιτία παρά γιατί είναι το υπέρτατο και άριστο, είναι το αληθές. Theologia Germanica, ch. XLVI, VI.
3 Ας μην αμφιβάλλουμε ως προς τη μυστική, την ακοινοποίητη με ο- ποιαδήποτε εκφραστική μορφή φύση του όρου. Ωστόσο, πολλοί μυστικοί αγγίζουν αλήθειες οι οποίες δεν απέχουν πολύ απ’ τις φιλοσοφικές εμπνοές. Ενδεικτικά:  Έτσι λοιπόν η κατάσταση είναι η ίδια και απ’ τις δύο πλευρές, για τον Çankara όπως και για τον Eckhart: Η μυστική τους ανυψώνει το τόξο της σε έναν προσωπικό θεϊσμό… Ωστόσο, η περίπτωση του μεγαλύτερου μυστι-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   145
κού της Ινδίας δείχνει πως ο θεϊσμός δεν είναι ένα συμβεβηκός της δυτικής εξέλιξης, αλλά πως εκπορεύεται παγκόσμια με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο από βαθιές αναγκαιότητες. Rudolf Otto, Mystique d’Orient et mystique d’Occident, Editions Payot et Rivages, 1996, σελ.131. Βέβαια, αυτές οι “αναγκαιότητες” δεν προκύπτουν λογικά. Παραθέτουμε δύο ενδεικτικά κείμενα των στοχαστών στους οποίους αναφέρεται ο Otto: «Ο άνθρωπος δεν οφείλει να αρκείται σε έναν Θεό τον οποίο σκέπτεται, γιατί όταν η σκέψη λιποθυμεί, και ο Θεός λιποθυμεί». Maître Eckhart, Les Traités, Seuil, 1971, σ. 48. Κατά τον Çankara: «ούτε οι ειδικές γνώ- σεις, ούτε τα αντικείμενά τους είναι πραγματικά στο πραγματικό νόημα του όρου, γιατί και τα δύο οφείλονται καθ’ ολοκληρία στη Maya». Sacred Texts Για τον Çankara και τους υπομνηματιστές του το Brahman: «χάρη στην ενύπαρξή του σε πολλά μέρη, θα όφειλε να μετέχει της αύξησης, της φθοράς… είναι όμως εστερημένο μορφών κλπ…» Third Adhyâya, Pâda II. Ούτε και τα πλέον υψηλά μυστικά κείμενα της θρησκειοφιλοσοφίας μπορούν να αποδώσουν πλήρως την ύψιστη πραγματικότητα. Η έκφραση όμως είναι αποκαλυπτική.
4 Το πρόβλημα του εκτατού και της σχέσης του με το χώρο είναι ένα απ’ τα πιο δύσβατα και ακανθώδη που απασχόλησαν τη φιλοσοφική κυρίως σκέψη.  Ενδεικτικά: Στον Πλάτωνα η χώρα, ο χώρος δηλαδή, είναι η τρίτη μεγάλη αρχή θα λέγαμε (προηγείται το αγαθό, τα αισθητά και ακολουθεί ο χώρος), αναντιπαράστατη, απόλυτη (…  δραν δε παρέχον  σα  χει γένε- σιν π  σιν…Τίμ., 52a, b), κάτι που δίδει απόλυτες ιδιότητες, έστω και νεκρές, στη χωρική ομογένεια. Για τον Descartes ο χώρος ταυτίζεται με το εκτατό των πραγμάτων, (Η έκταση σε μήκος, πλάτος και βάθος συνιστά τη φύση της σωματικής υπόστασης και η σκέψη συνιστά τη φύση της ουσίας η οποία σκέπτεται. Principia Philosophiae, αρθρ. 53. Ελληνική μετάφραση: Οι Αρχές της Φιλοσοφίας, Δρόμων, 2008, 75 σελ.) Ο Locke διακρίνει ριζικά τα αισθητά απ’ το χώρο: Τα τελευταία κινούνται μέσα στο χώρο, ο τελευταίος ως ακίνητη πραγματικότητα, στερείται της κινήσεως, βασικής ιδιότητας των αισθητών. Ο Leibniz, παρά τη ριζική του διαφοροποίηση απ’ του καρτεσιανούς, δέχεται το χώρο, ως σημείο φανέρωσης των εκτατών στα οποία αποδίδει εντελεχειακή θα λέγαμε φορά, σε αντίθεση με τη μηχανιστική θεώρηση του Descartes (Remarques sur Descartes, Sur l’art.51.), ο Schopenhauer εμμένει στις καντιανές προδιαγραφές, παρά τις ρηξικέλευθες καινοτομίες

                                                                                         
 
146
του, ο Whitehead, παρά την εναντίωσή του στο νευτώνειο και καντιανό κατά συνέπεια απόλυτο χώρο, δεν απομακρύνεται πλήρως απ’ την εκτατότητα στην οποία προσδίδει δυναμική φορά διαμέσου της Όρεξης των πραγμάτων (χρονική εκτατότητα, εντατικότητα του απολύτου, Πρβλ. Adventures of Ideas, The Free Press, 1967, σελ. 134 κ. εξ.) ο Alexander αποδέχεται το χώρο με πρωτότυπο τρόπο: Ο χώρος και ο χρόνος είναι επομένως αδιάλυτες και συσχετικές πραγματικότητες, καθόσον ο χώρος μας προσφέρει ένα δεύτερο συνεχές το οποίο απαιτείται για να σωθεί ο χρόνος απ’ το καθαρό “τώρα”. Time, Space and Deity, 1920, σελ. 46. Ας σημειώσουμε πως ο Berkeley αρνείται ριζικά το χώρο (Πρβλ το έργο του Οι Αρχές της Ανθρώπινης Γνώσης, Δρόμων, 2007 και τον πρόλογό μας σελ. 7-24, όπου και ανάλυση των επαναστατικών θέσεων του φιλοσό- φου), όπως επίσης και ο Helvétius (Refléxions sur l’homme et autres textes,coda, 2006, σελ. 80-85). Βεβαίως, τίθεται και το ερώτημα το σχετικό με την ύπαρξη αισθητού κόσμου, εξωτερικότητας, ερώτημα σύμφυτο με την ύπαρξη του χώρου. Το τόσο μεγάλο πρόβλημα το οποίο μόνο ενδεικτικά υποκρούομε, υπο- φαίνεται συχνά, αλλά δεν έχει αντιμετωπισθεί σθεναρά απ’ την παράδοση. Περιοριζόμαστε στην άποψη του “καντιανού” Fichte κατά την οποία η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου δε συνάγεται. Είναι θέμα πίστης. Και ο Moore, παρά την “απόδειξή” του, πίστευε στην αδυναμία απόδειξης (Pro- of of an External External World, in Philosophical Papers, Collins Boo- ks, New York, σελ. 126 κ. εξ.) Για το θέμα του χωροχρόνου στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, παραπέμπουμε στο έργο μας Κατακερματίζεσθαι την Ουσίαν, Μήνυμα, 1982, σελ. 54.κ. εξ.
5 Υπάρχει άραγε διαφορά ανάμεσα στην a priori (εκ των προτέρων) και στην a posteriori (εκ των υστέρων) γνώση; Κατά τον Kant λ.χ. η a priori γνώση εκφράζεται κυριότατα με τις συνθετικές a priori κρίσεις, (Πρβλ. Critique de la Raison Pure; PUF;…σελ. 157 κ. α.) όπως λ. χ. οι μαθηματικές.προτάσεις, κάτι που αμφισβητείται από άλλους φιλοσόφους Ο Wittgenstein λ. χ. στο Tractatus (6.1, 6.11) υποστηρίζει πως οι μαθηματικές προτάσεις είναι ταυτολογίες, και αυτήν τη θέση τη δέχτηκε και ο Russell μετά την ανάγνωση του Tractatus, αναλυτικές θα λέγαμε προτάσεις ή μεταφυσικές, για να θυμηθούμε τον Leibniz ο οποίος σημειώνει: «Η αρχέγονη απόδειξη των αναγκαίων αληθειών προέρχεται μόνο απ’ το νου και οι άλλες αλήθειες προέρχονται απ’ τις εμπειρίες ή απ’ τις παρατηρήσεις των αισθήσεων». (Νέα Δοκίμια για την Ανθρώπινη Νόηση, Δρό- μων, 2009, σελ. 70) Βέβαια, για τον Kant οποιαδήποτε γνώση προϋποθέ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   147
τει την εμπειρία, έστω και αν ο λόγος εξάγει, αποσπάει την αλήθεια των φαινομένων. Ωστόσο, η έμφυτη γνώση, η a priori, υπάρχει αναμφισβήτητα στον πατέρα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού και μάλιστα με αφετηρία τον ορισμό του χώρου και του χρόνου. Τα προβλήματα όμως σωρεύονται, καθώς ο Kant αποδέχεται την αριστοτελική λογική και εδώ το πρόβλημα των κατηγοριών, των εννοιών του νου και των εννοιών του λόγου γίνεται πραγματικά ακανθώδες. Επειδή όμως το πρόβλημα είναι απέραντο, συνοψίζουμε: Για το πνεύμα αυτών των σελίδων το a priori το ο- ποίο δεν απορρίπτουν ούτε οι νεοθετικιστές (κατά τον Carnap λ.χ. συνθετικές προτάσεις είναι εκείνες που βεβαιώνουν καταστάσεις πραγμάτων, αλλά η διασύνδεσή τους και η προφορά τους γίνεται κατά το πρότυπο των αναλυτικών προτάσεων οι οποίες δεν εξαρτώνται απ’ την εμπειρία, είναι, θα λέγαμε, a priori. Εδώ βρίσκεται η διαφορά του λογικού θετικισμού ή λογικού εμπειρισμού απ’ τον καθαρά εμπειρισμό, Πρβλ. Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, όπου εκτενής αναφορά και βιβλιογραφία, σελ. 242- 252) οι οποίοι θεωρούν όλες τις προτάσεις της Λογικής αναλυτικές, ταυτολογικές, κατά το πρότυπο των μαθηματικών, δεν είναι παρά η έμφυτη καταλληλότητα του πνεύματός μας που εκφράζεται ως πρώτη γνώση, ως πρώτιστη γνώση, ως κοινωνία του ένσαρκου όντος με το κοσμικό γίγνεσθαι. Για να συμβαίνει όμως αυτό, υπάρχει ταυτότητα του ανθρωπίνου και του κοσμικού είναι. Το a posteriori συνεπώς δεν είναι παρά συγκεκριμενοποίηση με τις ειδικές γνώσεις της αξιωματικής αρχής της ταυτότητας. Η κοινωνία μας όμως με το πολυποίκιλτο του αισθητού τελείται πάντα αναλυτικά, αξιωματικά, για να εκφράζεται λογικά με τρόπο θεωρηματικό και πορισματικό, όπως θα δούμε σε παράγραφο της σπουδής μας. Βέβαια, στην παράδοση παραμένει συχνά εκκρεμής ο όρος πνεύμα.  Ωστόσο, τόσο η αναλυτική φιλοσοφία όσο και ο λογικός θετικισμός με τις μαξιμαλιστικές τους θέσεις και την υπεραισιοδοξία τους έφθασαν στα όριά τους και στράφηκαν σε προβληματισμούς τους οποίους απέρριπταν. Ήδη, μεταξύ άλλων, ο μαθηματικπος και φιλόσοφος Hilary Putman ο ο- ποίος τράφηκε απ’ το πνεύμα αυτών των φιλοσοφιών, ομολογεί: «Όπως ο λογικός θετικισμός, έτσι κι η αναλυτική φιλοσοφία κατόρθωσε να καταστρέψει το πρόβλημα απ' το οποίο ξεκίνησε. Καθεμιά απ' τις προσπάθειες που έγιναν να λύσουν αυτό το πρόβλημα ή μάλιστα να πει ακριβώς τι θα μπορούσε να βοηθήσει ως λύση του, απέτυχε». (Le réalisme à visage humain, tel Gallimard, 1999, σελ. 175). Οι αναφορές στο βιβλίο είναι πλουσιότατες και πείθουν ως προς την αναγκαιότητα της μεγάλης προβληματικής της ελληνοευρωπαϊκής μεταφυσικής παράδοσης.

                                                                                         
148
Πολλοί εννοούν το απόλυτο υπό το οποίο εμπνέεται το ανθρώπινο πνεύμα. Πρβλ. λ.χ.: Το πνεύμα είναι αυτό με αφετηρία το οποίο γνωρίζει κανένας, όχι αυτό το οποίο γνωρίζεται. Raymond Lulle, Le livre des bêtes Minos/La Différence, 2002. σελ. 131.  Για τον καρτεσιανό και spiritualiste Alquié: «…μπορεί βέβαια κανένας να νομίσει πως η επιθυμία μας για αιωνιότητα δε θα ήταν δυνατή αν το Πνεύμα δεν ήταν μέχρι ένα σημείο παρόν σε εμάς: Η αδυναμία στην οποία βρισκόμαστε να συλλάβουμε στο χρόνο όρια, η αναγκαιότητα η οποία μας κάνει να τον θεωρήσουμε άπειρο, είναι σημάδια τα οποία μια πραγματική αιωνιότητα αναζητάει με εικόνες να εκφρασθεί με τη γλώσσα του χρόνου». Ferdinand Alquié, Le désir d’éternité, Quadrige/RUF, 1996, σελ. 126.  Για το πνεύμα αυτής της σπουδής πνεύμα είναι η συνέκφραση απολύτου και σχετικού, απείρου και πεπερασμένου, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε και σε άλλες ευκαιρίες (πρβλ λ.χ.Ο Λόγος του Πνεύματος, Δρόμων, 2011 και κυρίως σελ. 89 κ. εξ.).  Αναφέρουμε τέλος για τον αναγνώστη ο οποίος θα ενδιαφερόταν να προσεγγίσει και άλλες πηγές κάποιους ενδεικτικούς (σε άλλα κείμενά μας οι αναφορές μας είναι επαρκείς) εκπροσώπους του εμπειρισμού οι οποίοι απορρίπτουν ριζικά το a priori. Ο Locke, καίτοι μετριοπαθής εμπειριστής, απορρίπτει τη θεωρία των εμφύτων ικανοτήτων του πνεύματος και το έργο του An Essay Concerning Human Undertstanding, (Colliers Classics, 1976) επηρέασε και Γάλλους φιλοσόφους. Θεωρείται ως ο εισηγητής του νεώτερου εμπειρισμού ο οποίος μελετήθηκε πολύ. Ωστόσο, προηγήθη- καν οι Bacon και Hobbes, ενώ στη Γαλλία έδρασαν οι Gassendi, o Con- dillac, οι εκφραστές της ιδεολογίας, κ.α. Ας σημειώσουμε πως η αναίρε- ση των abstract ideas του Locke απ’ τον Berkeley με τη θέση no object without subject υπήρξε έναυσμα του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού τη φορά του οποίου μόνο ίσως ο Schopenhauer κατενόησε στο βάθος της. Έχουμε πει πως ο ευρύτερος εμπειρισμός ο οποίος εκκινεί απ’ το ρεαλισμό έχει διάφορες σχολές γνωστές και απ’ την ελληνική αρχαιότητα: Αισθησιαρχία, φυσιοκρατία, υλισμός, συνειρμισμός κ.ο.κ. Ωστόσο, συνεπής κατάληξη του εμπειρισμού είναι ο σκεπτικισμός και μεγάλη μαρτυρία αυτής της αλήθειας είναι το έργο του Hume.
6 Πληρωματική κενότητα. Ο όρος τον οποίο αναλύσαμε εκτενώς στο έργο μας Αμεσότητα και Εξωτερικότητα (Συντροφιά 1987, σελ. 98 κ. εξ.) αναπροσλαμβάνεται κατά το δυνατό αναδημιουργικά. Αποτελεί το κομβικό σημείο όλης της φιλοσοφικής σκέψης και αυτό το διαπιστώνουμε άμεσα ή έμμεσα σε όλα τα μεγάλα φιλοσοφήματα. Μπορούμε να αναφέ-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   149
ρουμε ενδεικτικά τις μεγάλες σχολές της κλασικής Αρχαιότητας (Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Στωικοί, Πλωτίνος κ..α., με- γάλους μεσαιωνικούς στοχαστές (Αquinas, Bonaventura, Abélard, Nico- laus de Cuza, William d’Ockham κ.α.), νεώτερους, Descartes, Spinoza, Berkeley, Hume Leibniz Kant, Schopenhauer; Fichte, Schelling, Hegel; Brentano, Husserl, Bergson, Whitehead, Alexander, τους γνωστούς υπαρξιακούς και πολλούς άλλους. Δεν επιστρέφουμε στη σημαντική του προ- βλήματος για να μην επαναλαμβανόμαστε, αλλά ας μας επιτρέψει ο αναγνώστης να παραπέμψουμε στα προαναφερθέντα έργα μας όπου πηγές, βιβλιογραφία και κρίσεις.  Αναφέρουμε, πάλι ενδεικτικά μια θέση τουFichte: «Η διανοητική ενόραση είναι καθεαυτή και διεαυτή απόλυτη, γιατί είναι, γιατί θέλει να πει: είναι διεαυτή μια απόλυτη αυτογένεση…Είναι σαφές πως μέσω ενός τέτοιου θετικού μη είναι η γνώση πάει προς το απόλυτο είναι». Exposé de la Doc- trine de la Science, lebeer-hossmann, 1987, σελ. 57, 75. Ας σημειώσουμε απλά πως η προβληματική συνάπτεται άμεσα με τη θεώρηση του “χώρου”, της “ύλης”, του χρόνου. Εκείθεν και ό,τι αποκαλέσαμε αρχιακές έννοιες (ενόραση, προθετικότητα, ύπαρξη, εντελέχεια, γίγνεσθαι, κ.ο.κ.), έννοιες αρχής που συνιστούν το αφετηριακό σημείο της σκέψης και τείνουν να συναρτήσουν την αμεσότητα με το έγχρονο του υπάρχειν. Είναι σαφές πως από αυτές τις αφετηριακές θέσεις εξαρτάται και η γνωσιοθεωρία και η ηθική και η λογική κυρίως. Για να είμαστε σαφέστεροι, αρκούμαστε στην ακόλουθη επισήμανση: Χωρίς τη συνειδησιακή προθετικότητα του Husserl, την ενόραση του Bergson, το γί- γνεσθαι του Ηρακλείτου, την ύπαρξη των υπαρξιακών, την natura natu- rans Spinoza το esse est percipi του Berkeley κ.ο.κ. δεν είναι δυνατό να ορθωθεί φιλοσοφικός λόγος, κατά περίπτωση βέβαια. Ωστόσο, παρεμβαίνουν αναπόφευκτα και άλλα προβλήματα και τα πράγματα περιπλέκονται έστω και δημιουργικά για την πορεία της σκέψης. Θα παραμένει ωστόσο κάτι το “εκκρεμές” το οποίο κάνει την προσπάθεια φιλοσοφική, οδοιπορικό δηλαδή και όχι οριστική και τελεσίδικη πορεία. Επιπλέον, δεν έχει επισημανθεί πόσο η αποδοχή του χώρου ως ανεξάρτητης απ’ το πνεύμα πραγματικότητας οδηγεί σε περαιτέρω λανθασμένες αποδοχές την οντολογία και τη γνωσιοθεωρία. Μελετώντας λ.χ. τους Spinoza, Hegel, Kant, Whitehead, Alexander και πολλούς άλλους οι οποίοι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδέχονται τη νευτώνεια θεωρία περί απολύτου χώρου, βρίσκονται στο κενό κατά κάποιο τρόπο και προσφεύγουν σε απόλυτα κατηγορήματα τα οποία ή αποδίδουν στην απρόσωπη θεότητα ή τα ταυτίζουν με την πραγματικότητα του σκέπτεσθαι, με

                                                                                         
 
150
τη σκέψη γενικότερα. Για τον Spinoza ο απόλυτος χώρος ή έκτατό είναι το ένα απ’ τα δύο απόλυτα κατηγορήματα της Φύσης-Θεού, με δεύτερο την καθαρή σκέψη. Ήδη ο φιλόσοφος διενώνει ιδεαλισμό (όπως τον είδε στον Descartes) με το ρεαλισμό (αριστοτελικό και με έντονα χριστιανικά στοιχεία, όπως τον συναντάμε στους σχολαστικούς). Οι σπινοζικοί ορισμοί είναι χαρακτηριστικοί. Πρβλ. λ.χ. L’Ethique, Gallimard, I-VI. Στον Kant επίσης, τόσο διαφορετικό απ’ τον Spinoza, οι ορισμοί του χώρου και του χρόνου που είναι ουσιαστικά νευτώνειοι υπό φιλοσοφική επεξεργασία και που διατρέχουν όλη την Κριτική του Καθαρού Λόγου (πρβλ: Critique de la Raison Pure, και κυρίως τις σελίδες της υπερβατολογικής αισθητικής, σελ. 31-75) παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της γνωσιοθεωρίας του πατέρα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού και αποκαλύπτουν τις δυσκολίες του όλου συστήματος. Παρόμοιες θεωρήσεις θα κάναμε αν προστρέχαμε και σε άλλες φιλο- σοφικές δημιουργίες που δεν αποδέχονται τη μεταφυσική (πραγματισμός, νεοθετικισμός, αναλυτική φιλοσοφία, νεοσοφιστική, κ. α.).  
7 Το πρόβλημα είναι καίριο, το γνωρίζουμε και ενοικεί στην καρδιά της φιλοσοφικής συνείδησης. Συνορεύει με τους προβληματισμούς είναι και μηδενός, αλλά απαιτεί κάτι που αναφέρεται στην πεμπτουσία της ουσιαστικής φιλοσοφικής διόρασης. Αρκούμαστε σε δύο μόνο απ’ τα πολλά και αποκαλυπτικά κείμενα: «Όμως, η μεταφυσική ενόραση, παρά το ότι δε μπορεί κανένας να τη φθάσει παρά με την βοήθεια γνώσεων, είναι εντελώς άλλο πράγμα απ’ την περίληψη ή τη σύνθεση αυτών των γνώσεων. Το επαναλαμβάνουμε: Διακρίνεται από αυτές όπως η κινητική ώθηση διακρίνεται απ’ την τροχιά την οποία διατρέχει το κινούμενο, όπως η τάση του ελατηρίου απ’ τις ορατές κινήσεις του εκκρεμούς. Υπ’ αυτό το πνεύμα η μεταφυσική δεν έχει τίποτε το κοινό με την εκγενίκευση της εμπειρίας, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η ολική εμπειρία». Henri Bergson, Introduction à la métaphysique (Ελληνική έκδοση εκδ. Δρόμων, 2006, σελ. 63. Στην εισαγωγή του έργου κάνουμε εκτενή αναφορά στο έργου του φιλοσόφου. Είναι τόσο δύσκολο να αναλυθεί ο όρος ολική εμπειρία, κάτι που προσπαθούμε στο πρώτο κυρίως κεφάλαιο της σπουδής μας να κάνουμε. Ο Husserl εξάλλου κάνει λόγο για πρωτογενή κατάσταση την ο- ποία αλλοιώνει η σκέψη: Πραγματοποιώντας λοιπόν τη φαινομενολογική αναγωγή σε όλο της το σφρίγος, τηρούμε νοηματικά το ελεύθερο και ανόριο πεδίο της καθαρής ζωής και απ’ την πλευρά της νοηματικής συσχετικότητας, τον κόσμο-φαινόμενο ως προθετικό της αντικείμενο (Méditations Cartésiennes, Vrin, 1969, σελ. 31). Προσεγγίζει κατά κάποιο τρόπο τον
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   151
Schelling ο οποίος διακρίνει ανάμεσα στο υπάρχον και σε εκείνο που είναι το θεμέλιο της ύπαρξης, και αποδίδοντας την πρωτο γενή καθαρότητα στο θεμέλιο. Œuvres Métaphysiques (1805-1821), Gallimard, 1980, σελ. 158. Τόσο ο μπερξονικός όρος ενόραση, όσο και ο χουσσερλικός προθετικότητα (τον οποίο ο Husserl προσέλαβε απ’ το δάσκαλό του Brentano), δηλώνουν ό,τι παλιά ονομάσαμε αμεσότητα χωρίς συνειδησιακό περιεχόμενο, ό,τι δίνει πνοή στο συνειδός και στη γνώση.  Έρχονται στη σκέψη μου οι αδυναμίες του πραγματισμού μαρτυρία των οποίων είναι η στροφή του James στον Bergson: Εννοούμε το έργο του Bergson που φέρει τον τίτλο Essai sur les Données Immédiates de la Conscience, έργο τόσο καθοριστικό και σημαντικό. Ο James σημειώνει: «Αυτός ο κόσμος μπορεί, εν ανάγκη, να είναι ένα σύμπαν στην ενότητά του  αλλά από μια άλλη άποψη μπορεί να μην είναι ένα παράμονο, συνεχόμενο σύμπαν, ούτε περιοριμένο, ούτε κλειστό». Philosophie de l’expérience, Les empêcheurs du penser en rond, 2007, σελ. 216. Επίσης: «Η αλήθεια συμβαίνει σε μια ιδέα. Καθίσταται αληθής, γίνεται αληθινή απ’ τα γεγονότα. Η αλήθεια της είναι ένα συμβαίνον, ένα προχώρημα-διαδικασία, το προχώρημα της αυτοεπιβεβαίωσης, η αυταλήθεια. Η εγκυρότητά της είναι μία διαδικασία της εγκυροποίησής της. Pragmatism’ s Conceprion of Truth, p. 77. In Pragmatism: A new name for some old ways of thinking. New York, Longman Greenand Co, 1907, σελ. 77.
8 Αναπτύξαμε τη φορά του ηθικού και προσπαθήσαμε να δείξουμε πως η ηθική ταυτίζεται με τη λογική, δεδομένων μάλιστα και των αδυναμιών των λογικών συστημάτων, αρχαίων και νεώτερων. (Πρβλ το έργο μας Ηθική και Λογική, Δρόμων, 2010), όπου και αναφορές στην ιστορία της λογικής και της ηθικής. Παραθέτουμε κάποια κείμενα ενισχυτικά της προσπάθειάς μας, κείμενα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καλύτερα τον αναγνώστη. «Ένας ένοχος που καταδικάστηκε είναι παράδειγμα για τον όχλο, ένας αθώος που καταδικάστηκε είναι υπόθεση όλων των έντιμων ανθρώπων… Όλη μας η δυστυχία προέρχεται απ’ το ότι δε μπορούμε να είμαστε μόνοι. Εκείθεν το παίγνιο, η διασκέδαση, το κρασί, οι γυναίκες, η άγνοια, η κακολογία, η ζήλεια, η λήθη του εαυτού μας και του Θεού». La Bruyère, Les Caractères, Garnier, 1962, σελ. 429, 329. «Για να μείνεις ισχυρός, διαφύλαξε την αδυναμία σου… Συγκεντρώσου στην αδυναμία σου και θα κερδίσεις σε δύναμη… Κατόπιν, παρατήρησε πού ο καθένας επικεντρώνεται και θα κερδίσεις σε δύναμη… Yu Xiong,

                                                                                        
 
152
Lie Zi, Du vide parfait», Rivages poche/Petite Bibliothèque, 1999, σελ. 72, 73. «Όλη την ενέργεια την οποία καταναλώνουμε για να φροντίσουμε τους εαυτούς μας, οι Bodhisattvas τη δίνουν για το καλό των άλλων. Δε διστάζουν ούτε για μια στιγμή να ριχτούν στην πυρά του Άδη αν διακρίνουν πως μπορούν έτσι να βοηθήσουν έστω και ένα ον». Dilgo Khyentsé, Le trésor du cœur des êtres éveillés, Sagesses/Seuil, 1996, σελ. 135. «Γιατί το μη ολοκληρωμένο δε σημαίνει το μη εκπληρωμένο. Η αδυναμία του μη εκπληρωμένου συνίσταται ακριβώς στο γεγονός του να μην αναγνωρίζει κάτι που ολοκληρώθηκε επακριβώς…». François Cheng, Vide et Plein, Editions du Seuil, 1991, σελ. 85.
9 Παραθέτουμε ενδεικτικά έναν πανάρχαιο ύμνο για να δούμε πόσο και στην καρδιά του μυθικού πνεύματος υπάρχουν νύξεις που θραύουν το κέλυφος του μύθου. Είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, λαμπυρίζεις ( tu étinceles) Πολύ πάνω από κάθε γη, Οι ακτίνες σου περιζώνουν τις χώρες Μέχρι τα όρια του ό,τι δημιούργησες… ………. Όλη η γη πληρούραι ωραιότητας από σένα. Hymnes de la religion d’Aton, (Παρουσίαση, μετάφραση, του Pierre Grandet) Sagesses/Seuil, 1995, σελ. 101.
10 Ο Maine de Biran μας πρόσφερε σημαντικότατες σελίδες σχετικές με την επίδραση της συνήθειας στον τρόπο σκέψης μας. Παραθέτω ένα ενδεικτικό του χωρίο: «Κάθε ενεργητική και τελειοποιήσιμη ικανότητα αρχίζει με την αντίληψη, με την εθελούσια κίνηση… Δεν υπάρχουν λοιπόν καθόλου ιδέες ανταποκρινόμενες στις καθαρές αισθήσεις, αλλά στις αντιλή- ψεις. Η συνήθεια ασκεί επίδραση στη μηχανική μνήμη όπως και στην απλή ικανότητα της κίνησης, στην αισθητική μνήμη, όπως εκείνη της αίσθησης, στην αναπαραστρατική μνήμη, όπως εκείνη της αντίληψης…Η συχνή επανάληψη των ίδιων ααρθρωμένων σημείων τροποποιεί με αρκετά αξιοσημείωτο τρόπο τις κρίσεις που κάνουμε για τα πράγματα όπως και για τις σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους ή των όρων μεταξύ τους, των μεν με τους δε». Maine de Biran, Influence de l’habitude sur la faculté de penser, σελ. 25, 31, 32. Δική μας παρουσίαση και μετάφραση: Είναι και Σκέψη, Δρόμων, 2010, σελ. 25. Για το έργο του φιλοσόφου, πρβλ. την εισαγωγή μας στο ομώνυμο έργο, σελ. 7-22. Ας μη μας διαφεύγει ωστόσο πως ο Αρι-
          ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ   153
στοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια, όταν κάνει λόγο για την αρετή την οποία αποκαλεί έξιν προαιρετικήν, εννοεί ακριβώς τη δύναμη της συνήθειας κατ’ αντίστροφη φορά: Η συνήθεια την οποία επιλέγουμε για την απόκτηση της αρετής έρχεται από πολύ βαθιά: Απ’ το ίδιο μας το είναι γιατί είμαστε έτσι δομημένοι (Ηθ. Νικ., 1107α,), κάτι το οποίο συνάδει και με τις βαθύτερες φιλοσοφικές θέσεις του Σταγιρίτη: Το εφίεσθαι το ο- ποίο στιγματίζει αφετηριακά τον άνθρωπο. Υπενθυμίζουμε επίσης έξοχες σελίδες των Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια), Θεοφράστου (Χαρακτήρες), Στωικών, κυρίως του Επίκτητου, Ρωμαίων στοχαστών (Κικέρων, Σενέ- κας, Μάρκος Αυρήλιος) και νεώτερων όπως οι Montaigne, Pascal, La Bruyère, Vauvenargues. Θέσεις των αναφερομένων στοχαστών μας απα- σχόλησαν σε διάφορες ευκαιρίες. Επιπλέον, ας παραθέσουμε ένα απόσπασμα ενός έξοχου φιλοσόφου-ηθολόγου ο οποίος διακρίνει τα πάθη απ’ το πνεύμα: (Οι άνθρωποι) «συγχέουν τις ποιότητες του χαρακτήρα με εκείνες του πνεύματος και… αποδίδουν στο λογισμό συνέπειες οι οποίες ανήκουν στα πάθη. Δεν κατανοούν πως ένα δίκαιο πνεύμα που κάνει ένα λάθος δεν το κάνει ενίοτε παρά για να ικανοποιήσει ένα πάθος και όχι από έλλειψη φωτός». Vauvenargues, Εισαγωγή στη Γνώση του Ανθρωπίνου Πνεύματος, Δρόμων, 2012, σελ. 19.
11 Σχετικά με το αισθητικό είναι του ανθρώπου παραπέμπουμε στη σπουδή μας Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας, Δρόμων, 2003. Παραθέτουμε επίσης και μια θέση του Schiller: Τίποτε δε μπορεί να χαριτώσει την ψυχή μας παρά εκείνο που βελτιώνει το πρόσωπό μας, και τίποτε δε μπορεί να μας δώσει μια πνευματική τέρψη παρά ό,τι εξυψώνει μέσα μας την πνευματική μας καταλληλότητα. Friedrich von Schiller, Du Sublime (Fragments sur le Sublime, Du Pathétique), Sulliver, 1997, σελ. 111.
12 Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω τον αναγνώστη στη θεματική των συζητήσεων των Φιλοσοφικών Βραδινών μας του το 2003, όπως κατά- γράφηκε στο έργο μας Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας (Δρόμων, 2003), όπου και εκτενής λόγος για το πνεύμα των αισθητικών κατηγοριών.  

                                                                                         ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
Στην έντυπη έκδοση υπάρχει πίνακας ονομάτων, περιεχομένων και επίμετρο. Επίσης, η σελιδοποίηση είναι δοαφορετική.