βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΙΩΝ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ


ΝΙΚΟΥ ΜΑΚΡΗ, ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΙΩΝ, τραγωδία, Δεκέμβριος 2017.

Η τραγωδία κυκλοφορεί σε ολοκληρωμένη έντυπη μορφή απ' τις εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ. (τηλ. 2102617648)
1.           Εισόδιο:
      Ενάντιοι διαλογισμοί του Θεωρού.

Ποιες λέξεις, ποια γραφή και ποιες υποτυπώσεις
θα ψέλλιζαν ευθύφρονα το σεργιάνι του βίου
ενός βίου ανθόσπαρτου παγίδων και τριβόλων
ουτιδανών ονείρατων ματαιότητας και πλήξης
με κάποιες φαεινές στιγμές, ναι, θείες επισκέψεις
που αφανίζονται σκληρά στης Χάρυβδης το κύτος;
Πώς θα μετρήσω μια ζωή κατακρεουργημένη
έκθετη και ολόπτωτη στα σφαγεία της τέρψης
με τους γλυκόηχους ρυθμούς ολόδροσων νεράιδων
και κορασίδων της οργής –του πάθους ακρομέρια
κι ας φαίνονται περίτεχνα, λεπτά πλαστουργημένα
ευθύκορμα και θελκτικά που παραδείσους τάζουν;
Όσο κι αν η αρμονική πλοκή των αισθημάτων
μπροστά στη θέα των γραμμών κόρεων αρπαγής
που λοιδορούν την ομορφιά όσο κι αν τη σαρκώνουν
όσο η λάμψη των ματιών ψίθυροι απαλοί
που προαγγέλλουν φτερωτά τα χάδια της λαλιάς
λαλιάς και των ψιθυρισμών λαγνείας προσκλητήρι
όσο κι αν οι ερεθισμοί φαίνονται απαλοί
για να πυργώνουν με ορμή τον ακάθεκτο οίστρο
υπάρχει η άλλη ακρόαση που γλυκοπροσπερνάει
της ηδονής την αρπαγή στους τάφους των νεκρών
κινούμενων οπτασιών, φαντασμάτων τεκμήρι.
Ποιος ζει και ποιος αισθάνεται τη ζήση της ζωής
στης ηδονής τα πέρατα που τρέμουν και οι αισθήσεις
και ποιος εξακοντίζεται στης πλήξης την κηδεία
ευθύς ως περατώνεται του κορεσμού η αιχμή
και πέφτει ευθύς ολογκρεμής σ’ ωκεανούς μακάβριους
σε κόσμους και σε ατραπούς, στην έρημο του βίου
στη λήθη, απολησμονιά όλης του της πνοής
σ’ ό,τι περίχαρα ζητάει –μάταιο πεφταστέρι;
                                      *
Ο κορεσμός ανύπαρκτος, η πλήξη αγρυπνούσα
υπόσχεσες πτερορρυούν, χάνονται στο γκρεμό
στην άβυσσο της ύπαρξης της τρισκοτεινιασμένης
στου χάους την ανάχαρση που σιγοπεριμένει
για να βυθίζει, ναι, ξανά σε μύριες ψευδαισθήσεις.
Ω ματαιότητα ζωής της ολομεθυσμένης
που τυφλώνεις ανάκορμα ό,τι λαμπρό κι ωραίο
τη λάμψη την παρθενική των πρώτων βλέψεών μας
που κάνεις να μη βλέπουμε τη λάμψη των αστέρων
κείνων των άσπιλων στιγμών –της αληθείας κέρας.
Ποιος ο ουτιδανός θεός με παντοκρατορίες
που θύονται αμείλικτα στου θρόνου τα σφαγεία
και πώς ορθώνει μέσα μας άπληστες ψευδαισθήσεις
ως νυχτερίδες του κακού στη νύχτα της ημέρας…
Ξύπνιοι είμαστε, νομίζουμε στα φώτα της στιγμής
με ύπνο βιωτεύουμε, ύπνο βαθύ, σκληρό
με μάτια μας ορθάνοιχτα κοιμισμένα την όψη
του πνεύματός μας τη φωνή την αποκαμωμένη
ως υπνοβάτες της σκηνής, σκιάς ανεμοζάλες.
Ο πλούτος μας, οι προσφορές, τα έργα των χειρών μας
επιστήμης τα θαύματα, τεχνικής η μαγεία
που μηδενίζουν χθεσινές μεγάλες αποστάσεις
τείνουν να εκφυλίζονται στην πλήξη της ζωής μας
υποτυπώνοντας δειλά σκληρές πικρές παγίδες
της ίδιας μας της ύπαρξης σε πορθμούς φαντασμάτων
σε διασκέδαση άπαυστη που άγχος αποτίκτει
κι ας είν’ τα φώτα του πολλά οι ανέσεις απλοχέρες.
Για κάτω στο βαθύ γκρεμό που έρεβος απλώνει
τα ορθάνοιχτα βλέμματα παύουν να αναβλέπουν
και χάνονται ολόγεγγα σε κοσμικά ερέβη.
                                      *
Τι είν’ η δόλια μας ζωή με τα πλαστά πλουμίδια
φαντασμαγορικές γιορτές, μουσικής ήχους πλέριους
που ολογκρεμίζουν άστοργα τις θείες αναβλέψεις
κείνων των ευγενών παιδιών που αγραυλούν μακάρια
σε πάνσεπτη μεθόριο αιωνίζουσας χάρης
κείνων των άγνωστων βροτών στο διάβα των αιώνων
με τις πολύφωνες κραυγές άγνωστες μες το πλήθος
των πληθουσών μας αγορών με πολλά καρναβάλια
και με κορύβαντες ακμής –μηδενικής αξίας;
Ανοιχτομάτες είμαστε, τυφλοί ανοιχτομάτες
ανηλεείς διαφεντευτές εξαίσιων δωρημάτων
του Μήδα μας απόγονοι με πλέριες ψευδαισθήσεις
που νιώθουμε ευδαίμονες απ’ τη χλιδή του βίου
σαθρών επινοήσεων και πλούτου αμφιβόλου
που οδηγεί ευθύβολα στου κορεσμού την πείνα
όλους εμάς ακόρεστους από τις υποσχέσεις
μεγάλων επιτεύξεων που κεντρίζουν το λόγο.
Ζούμε τη δυστυχία μας εν μέσω ευτυχίας
των ψευδαισθήσεων καιροί μοιάζουν με παραδείσους
η διαπλούμενη ζωή με μύριες απολαύσεις
είναι το ψεύδος των καιρών, η άρνηση του ζειν.
                                                *
          Προφήτες κάθε εποχής, καταστροφολογίες
          και προφητείες φωτιστών ενάντια στους πολλούς
συμφύρονται, υπόσχονται πραμάτειες ευτυχίας
σε παραδείσους γήινους με στεναγμούς και πόνους
που μάγοι κάθε εποχής ζυμώνουν ευτυχία
στης βιωτής τα σύνδρομα, στου μέλλοντος τον άρτο
με αποδέκτες εύκολους, μυθομανείς, αστείους
όσους ντύνονται άνετα χιτώνες ευτυχίας
μάσκες του ευδαιμονισμού –απανθρωπίας λόγο.
                                                *
Και συ ταλαίπωρε βροτέ που κατακεραυνώνεις
ό,τι ωραίο και εκλεκτό παράγει η ζωή
            των ανθρώπων ο κάματος, επιστήμης η δόξα
          ο άλκιμος ο λογισμός, τεχνογνωσίας κέρας
πού πας, τι θες, για σάλεψες, ολόρθιος κοιμάσαι;
Ο άνθρωπος εργάζεται, παράγει, αναπαράγει
κλείνει βαθιές βαθιές πληγές, γιατρεύει πολλά πάθη
κι ας μένουν επιθήλια παλιών αμαρτημάτων
ο άνεμος της πρόοδου θα τα εξαφανίσει.
Είσαι τυφλός δε βλέπεις πια κι ας λες ανοιχτομάτης
μυωπικός ο στοχασμός με πυκνά ματογυάλια
και με διόπτρες του παλαιού καιρού
διαστρέφει τοπία
τη θάλλουσα ανάδυση
ανθρώπων ευτυχίας.
Ήμουν και ‘γω σεισμόπληκτος
οι σεισμικές δονήσεις
των νέων καιρών οι αλλαγές
τάραξαν τη μακάρια
και αφελή ταυτόχρονα
ρομαντική εικόνα
του βίου μας, του άνθρωπου
όλων μας των πολιτισμών.
Η κρούστα όμως η παλιά
η σκουριά κάθε πλάνης
αποκολλήθηκε μεμιάς
σκληρός απολεπισμός
κάθε μας δοξασίας
που κεντούσε με άνεση
της καρδιάς μας την όψη
με χάντρες, ναι, αστραφτερές
και με κλωστές μετάξι.
Ήταν καλά κεντήματα
της άγνοιας μαγνάδια
πολυτελής αμφίεση
ήτανε ο σκοπός τους
μα μέσα, στα ενδότερα
καραδοκούσαν άλλες
θείες πραγματικά φωτιές
που σκόνταψαν, κοιμόνταν
για ν’ ανατείλουν ξαφνικά
και να διώξουν τα σκότη
και περιδέραια λαμπρά
χωρίς καμιά αξία
το πέλαγος της άγνοιας
και της μοιρολατρίας.
                                      *
Είναι γλυκύς ο λόγος σου και πειστικός σε κάποιους
που παύουν να ονειρεύονται στις τρίβους της ζωής
όνειρα όντως χλοερά μακριά απ’ τη μωρία
ορθολογιστικής ζωής που νεκρώνει το λόγο
κι ορθώνει παραλογισμούς ως αλήθειες των πάντων.
Αν σκύψεις στα ενδότερα της κοσμικής σοφίας
θα βρεις πολλά ερείπια και χαίνουσες πληγές
που καλλωπίζονται άκομψα με ψεύτικα ψιμύθια
κι ας λεν πως μας κομίζουνε λυτρώνουσες ιδέες.
Υπάρχει κάτι απλανές, αιώνιο βασίλειο
όχι σε κάποια πέρατα ωκεανών κι αστέρων
πέρατα δεν υπάρχουνε, το όλο είν’  στο μέρος
ούτε βασίλεια λαμπρά θαμμένα στα πελάγη
στης γης μας τα οδυνηρά τα σπλάχνα και τα σπήλαια
υπάρχει όντως μια πηγή που είναι το εγώ μας
ένα εγώ παρθενικό χωρίς αρχή και τέλος
η μήτρα μας του λογισμού, αισθήματος στημόνι.
Αν οι βροτοί καιροσκοπούν, και ‘γω ανάμεσά τους
αν μέριμνες του αύριο και σχέδια του χθες
αν υπολογισμοί σαθροί πυργώνουν τα βασίλεια
της ματαιότητας καιρούς, εγωισμών τα πάθη
κι αν οι επιτυχίες τους κροτούνται από άλλους
άλλους ανίδεους θνητούς, καλούς συνταξιδιώτες
στης κίβδηλης συνείδησης στο κοσμικό σεργιάνι
κι αν όλα φαίνονται ιλαρά στους λαμπτήρες του χρόνου
στο βάθος όλων των καλών, των επιτυχιών μας
ελλοχεύει αμείλικτα η χαίνουσα η πλήξη
το άλγος και ο κορεσμός ακόρεστης πλεκτάνης.
Το τίμημα είναι βαθύ και καταστροφικό
πόλεμοι, πείνα, όλεθρος, μίση και αδικίες
είναι η στέψη η σκληρή των παραλογισμών
που φαίνονται περίτεχνα πλουμίδια της ακμής.
Ω ματαιότητας καιροί, φρούδων ελπίδων κέρας
και καταποντισμοί σκληροί σε διχασμού παλαίστρες
όπου αρνήσεις θετικές μ’ αρνητική θωριά
μάχονται, αντιμάχονται θέσεις και αντιθέσεις
χωρίς θεμέλια ισχυρά της άπεφθης αλήθειας…
Κι αν ό,τι λέμε αρετή είναι κι αυτό φενάκη
απόβλητο του κόσμου μας προϊόν ονειροπόλων
τι νόημα έχει η ζωή χωρίς καμιά πληρότη
στο πέλαγος το συνεχές ανθρώπινων πλανών;
Υπάρχει μια αλήθεια μακριά απ’ τους θορύβους
έξω και από φθέγματα δεινών ηθικολόγων
κάτι που κρύβεται βαθιά πολύτιμο πετράδι
στης ψυχής τ’ άρρητα δώματα, κρυφό και φανερό.
Δεν είναι λόγος θαλερός που τάζει ευτυχία
ούτε φωνή καταστροφής που λεν δημιουργία.
Δεν είναι άκουσμα γλυκό που θέλγει τις αισθήσεις
που ακουμπάει την καρδιά –ψευτοπαρηγορία.
Ο κόσμος μας είναι σκληρός μας λέει η ιστορία
της ιστορίας η φωνή, αν δεις την επιφάνεια
μας δίνει τους πολιτισμούς, τον πλούτο –δυστυχία
και γαλβανίζει τις ψυχές που αρέσκονται στο ψέμα.
                                      *
Βαθιά βαθιά, πολύ βαθιά, στης ιστορίας τη ρίζα
κρύβεται η αλήθεια η μη ιστορική
και κάποιοι θείοι νοσταλγοί χωρίς τις ώριες γνώσεις
απέσπασαν αλήθεια που αγνοούν οι δέλτοι
κορυφαίων ιστορικών και πολιτισμολόγων.
Είπαν κι αυτοί αλήθειες, συμβατικές, φτηνές
και πίστωσαν τον άνθρωπο δόξα και δυστυχία
μα δεν κατάλαβαν καλά της ιστορίας το ψέμα.
                                      *
Είσαι πολύ ευαίσθητος, μα η ευαισθησία
αντάμα με το στοχασμό του ατομικισμού
δεν είναι παρά γοερό, πυρίκαυστο λιβάδι
που αποτίκτει το εγώ, παλιό μηχανορράφο
τη γνώση την περίλαμπρη που όλοι δεν κατέχουν
του κόσμου μας την άδοξη και σκοτεινή γωνιά.
                                      *
Έτσι κυλούν τα πράγματα συνήθως.
Του χθες ο αισιόδοξος με προσμονές εξαίσιες
γίνεται απαισιόδοξος σαν άνεμοι σφυρίξουν
και εκδιώξουν άστοργα τα φρούδα παραμύθια
τις αισιόδοξες κραυγές παραδείσιας χάρης.
Ο απαισιόδοξος καλέ, ο καταδιωγμένος
απ’ τις ωδίνες των καιρών, του χρόνου τις απάτες
ακρανεμίζεται σκληρά, κλονίζεται, πονάει
και να που μες τον κοπετό προβάλλει κάποιο φως
αντίστροφη αναμέτρηση με τις δοκιμασίες
και αισιόδοξη αιχμή, αρχιμήδειος τόπος
νέων φαιδρών απόηχων αισιόδοξης μέρας.
Πλάνη στην πλάνη κτίζεται ο κοσμικός ναός
με τα παντοία υλικά της αισιοδοξίας
και τους υπόδηλους αρμούς –πεσιμισμού αιχμές.
Έτσι γεννιέται το καλό –παράδεισοι του χθες
με τις υπέρλαμπρες αιχμές που αρετές καλούμε
έτσι στηρίζονται καλέ οι μαγεμένες κόρες
στην άγονη και φονική τη δίνη των παθών
με αναθάλλουσες μορφές τις κόρες της κακίας
και τις Σειρήνες τις γλυκιές που μας αποπλανούν.
Η αποπλάνηση των μεν παράγει ψευδαισθήσεις
τα άσπιλα χαμόγελα παρθενικών μορφών
των θείων κόρεων σιγής και πληρότητας κέρας
με υποβάλλουσα πνοή γλυκύτητας και θάμβους
εισάγουν στην ανάβλεψη, στα θάλλουσα ζωή.
Ευγενικές παραίσθησες παιδικής παρουσίας
με μύχια σκηνώματα νοσταλγών ποιητών
και τόσων άλλων άγνωστων μορφών αυτού του κόσμου…
                                      *
Τι απομένει βλάμη μου ολομπροστά στη δίνη
και στο σκληρό εξανεμισμό  θείων αναλαμπών
απ’ της οργής τη θύελλα, το μέγα το κακό
που ολογκρεμίζει άστοργα παρθενικές εικόνες
και μας βυθίζει άπονα στον εξολοθρεμό;
Οι καλοί μας ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, μύστες
οι ευκλεείς φιλόσοφοι, οι ποιητές, οι μάγοι
ένδοξοι επιστήμονες και πληροφορικοί
και ο πολύς πολύς λαός που έπεται ανούσια
πίσω από πολιτικούς στου ψεύδους τους πυλώνες
πλανώνται όλοι τους καλέ, και ποια ‘ναι η αλήθεια;
Αν τρέξουμε στους τραγωδούς, στους ποιητές,
στους κάποιους
αν κάπως ανασάνουμε ελπίζοντας σε κάτι
για η ελπίδα η καλή είναι τροφός του κόσμου
σε ποια ακτή υπήνεμη θα βρούμε καταφύγιο;
                                      *
Υπάρχει αλήθεια στις αλήθειες
ο νόστος των μεγάλων
παλιννοστεί και καταφεύγει
σε άγνωστους καταυλισμούς
πολύ μακριά από απάτες
και τα αχρεία διλήμματα
των δειπνοσοφιστών της σχόλης.
Θαρρώ πως φεύγουμε μακριά
και το κενό μεγάλο
φορτώνοντας τον κόσμο μας
μ’ αισθήματα επιπόλαια
που τρέφουν νόθους λογισμούς
ξυλοκέρατα πλάνης.
Αλίμονο αν πιστεύαμε
στην αρετή και  μόνη
μακριά απ’  τους τρίβους του κακού
στη θεία τελειότη
που πλάθει πύργους ένδοξους
ευπρέπειας καμάρι
που ολοφωτίζει τις πτυχές
του ταπεινού μας βίου
αφήνοντας ξωπίσω της
τις πλάνες του κακού
το ζοφερό βασίλειο
ανθρώπινων παθών.
Δε θα υπήρχε δίλημμα
αγώνας ηθικός
μέγιστη πάλη των ψυχών
δοκιμασίας άλγος
όλων των ταπεινών μορφών
στου βίου το σεργιάνι.
Τι κι αν κραδαίνουμε εύτολμα
δάδες επιτυχίας
προσμένοντας ανταμοιβές
για έξοχές μας πράξεις
τα λύτρα της εξαγοράς
θεάρεστων σημείων
κάνοντας και την αρετή
εμπόρευμα οικτρό;
                                      *
Είν’ ο αντίλογος σκληρός
ανθρώπων της θανής
που ακολουθούν ολόψυχα
του ένστικτου το λόγο
τη δύναμη του πάθους τους
τις δεξιότητές τους
τα άθλα της προσπάθειας
του πλούτου, των τιμών
του μόχθου του πνευματικού
με τήβεννους και δόξα
στα θεία ‘’ησυχαστήρια’’
των γραμμάτων τεμένη
καθώς κάθε υπεροχή
απαιτεί αμοιβές
και ένταξη ανάλογη
στο πάνθεο της Φήμης
ιεραρχίες των σοφών
νάρκισσων της στιγμής
συμμέτοχων επιφανών
στης δύναμης το σθένος
των κοσμικών βασίλειων
που μοιάζουν με τις ζούγκλες.
                                      *
Αντίποδες της αρετής φτωχέ μου ζητητή
είναι οι έξοχες, λαμπρές και φωτοβόλες νίκες
          ανθρώπων τόσο δα μικρών
που το παίζουν μεγάλοι
με δάφνες και με κότινους
με κλέη και με δόξα
με θεϊκά χαρίσματα
που θύουν με ευπρέπεια
στης δόξας το σκληρό βωμό
στου χρόνου την πλεκτάνη.
                                      *
Η ισοπέδωση καλή
μηδενισμού καμάρι
αν πάθος και η αρετή
βυθίζουν στη χαυνότη
και αφανίζεται μεμιάς
το υπάρχειν μας στον κόσμο.
Υπάρχει άλλος δρόμος, ναι
που δεν ισοπεδώνει
που δεν ταυτίζει άκομψα
αρετή και κακία;
Όλες μέχρι σήμερα
ρουμπρίκες των σοφών
ηθικολόγων στεναγμοί
φιλοσόφων οι δόξες
και τόσος άλλος θόρυβος
με την επιστασία
θεσμών και παραδόσεων
εθίμων τη μαγεία
μας μηρυκάζουν άκομψα
αλήθειες που στενάζουν
στης ειμαρμένης τα δεσμά
στης δουλείας τους πόντους.
Ήρθαν και κάποιοι τολμηροί
δραπέτες της σιγής
και ψέλλισαν τους λόγους τους
ίσως δεν είναι λόγια
ευήκοων ακροάσεων
και χειροκροτητών.
                                      *
Άκουσα και ξανάκουσα υπόσχεσες γλυκές
κι η δόλια μου συνείδηση στενάζει κι οδυνάται
μα πίσω απ’ τους στεναγμούς και τη μεγαλοσύνη
λόγων και έργων σιωπής κάτι σιγοπλανάται
που ορθώνει με σεμνότητα θείες προοπτικές
το θεϊκό, το άτρωτο, το άφθιτο το κάλλος
αιώνια απόσταγμα της ωραίας ψυχής.
                                      *
Μη  μας γεμίζεις αγαθέ με νέες ψευδαισθήσεις
με έωλα αρχέτυπα μιας κάποιας ομορφιάς
άτρωτης και αμόλευτης απ’ την επιβολή
της βρώμιας αθλιότης στου κόσμου τις πλατείες
μιας άσπιλης κι απρόσιτης κόρης που δεν υπάρχει
για κόρες και οι πιο σεπτές στου κόσμου το γιορτάσι
είναι αδιανόητες χωρίς την παρουσία
του άρρενα, του κρατερού και του ιπποτικού
στου χρόνου την ανάλωση με τη συμβατικότη
τα ελεεινά τα ψέματα, ανθρώπων παραισθήσεις.
Το αρχέτυπο θυσιάζεται στου κόσμου την απάτη.
                                      *
Ο αντίλογός σου γλαφυρός
τα λόγια σου μεγάλα
κι αποκαλύπτουν άδολα
μια όμορφη αλήθεια
όσο κι αν το συναίσθημα
δειλά την αποκρούει.
Το ‘πες μα και το ξαναλές
πως είναι ματαιότη
ν’ αναζητάμε μέσα μας
κάποιον άσπιλο χώρο
άξιο να αποκριθεί
στο σπαραγμό του κόσμου
της ύπαρξης προπύργιο
με βωμούς και εστίες
με μάρτυρες και ήρωες
μυθολογήματά μας
που ψάχνουνε περίτρανα
να τους δώσουμε κύρος
και ομορφιά αρχέτυπη
στο βούρκο της ζωής.
Θα δεις πιο πέρα, πιο μακριά
μα και στον εαυτό σου
στα θεία σου τα σπάργανα
τα κατερειπωμένα
τους νοητούς, περικαλλείς
ναούς της αληθείας.
                                      *
Δε θα διστάσεις άρχοντα να τους αναγνωρίσεις
να πλανηθείς στους θόλους τους –της ομορφιάς καμάρι
ν’ ακούσεις ήχους μουσικής, υπέρθεης, πανώριας
αν κλείσεις τα ματάκια σου, αν ώτα ασφαλίσεις.
Δίαυλοι είναι θα μου πεις ανθρώπινης θητείας
που μ’ όλες τις αισθήσεις σου, τον κραταιό το λόγο
πλάθουνε τα θαυμάσια ανθρώπινης σοφίας
κι αν κάποτε λοξεύουνε και πλάθουν τη μωρία
η άχρονη καταγωγή στέκει βουβή και μόνη
διδάσκουσα τη σιωπή που λεν αιωνιότη…
                                      *
Χωρίς το δράμα των ψυχών, τα πάθη και το σθένος
δε θα μπορούσες δάσκαλε το λόγο σου ν’ αρθρώσεις
να μας μιλάς για άσπιλες, άχρονες φανερώσεις
πραγμάτων και αληθειών αμφίβολης αξίας
και που κατασυντρίβονται στης πάλης τον αχό.
Μην ακοντίζεις εύκολα, ανεμόμυλους ψάχνεις
κι όμως είναι φαντάσματα νύχτας καλοκαιριού.
                                      *
Φαντάσματα υπάρχουνε, μύριες οι ψευδαισθήσεις
κι όσοι ‘ναι υπερβέβαιοι για τα λεγόμενά τους
μυθομανείς Επιμηθείς δείχνονται απ’ την πράξη
όσο και αν τα λόγια τους, κύμβαλα που αλαλάζουν
ακούγονται μεγάφωνα σε πλήθουσες πλατείες
και στις οθόνες ημερών με αμέτρητες σελίδες…
                                      *
Μόν’ αν παραδινόμασταν σε μάταιες σειρήνες
με εύγλωττους διαφεντευτές ανθρώπινων ζωών
δε θα απείχαμε πολύ απ’ τον κόσμο της ζούγκλας
όχι εκείνης των γνωστών ερπετών και θηρίων
που αντιμάχονται σκληρά για να επιβιώσουν…
Υπάρχουν ζούγκλες πιο σκληρές με πλήρη δολιότη
ζούγκλες ανθρώπων ευκλεών που τρόπαια κραδαίνουν
νέες ιδέες παλαιές ανθρώπων σωτηρία
που οδηγούν ευθύβολα και χωρίς δισταγμό
στην πιο σκληρή, απάνθρωπη
γυμνή μισανθρωπία
με όργανα και έπιπλα
ύψιστης τεχνικής.
Το δράμα μου όμως βρίσκεται  στο βάθος των πραγμάτων
στην κρύφια κόψη της γυμνής και νήφουσας ψυχής
σ’ ό,τι δε λέγεται απλά, σε ό,τι μαρτυρείται
σ’ ό,τι φωτίζει αρετή και το πάθος συνάμα.
Πέρα από ουράνιες και μακάβριες βλέψεις
πέρα κι από την αρετή, πολύ μακριά απ’ το ψεύδος
χωρίς γνωστούς εξορκισμούς, κατάρες ή ευχές.
                                      *
Πού θα τη βρεις μακάριε αυτή τη ματαιότη
την ουτοπία που εύχεσαι και τα ριζώματά της;
Με τέτοιες βλέψεις και θωριές τελείωσε ο κόσμος
κι ο άνθρωπος αγνώριστος χωρίς γεύση ζωής.
                                      *
Αντιστρέφω τα κάτοπτρα αγαπημένε φίλε
νέος καθρέφτης διαυγής του κάλλους μας τεκμήρι
ολοπροβάλλει σιωπηλός χωρίς ηχολαλιές
το κάτοπτρο το κρύφιο πριν από κάθε λόγο
πριν από κάθε απόφαση, ψυχής ταλανισμό.
                                      *
Είσαι καλέ μου α-νόητος, δε σε καταλαβαίνω
για καταργείς τον άνθρωπο, τα έθνη, ιστορία
κι αναζητάς απίθανο του Αρχιμήδη τόπο
σε πέρατα πανάγνωστα, μακριά απ’ τους ανθρώπους
σε είδωλα παράδοξα νόθου μυστικισμού
χωρίς πνοή, χωρίς ζωή, χωρίς ανασασμό.

 ...................................................................................
Αρίστωνος
φωνή:
Φύγε καλέ Ενδυμίωνα από τις ψευδαισθήσεις
και κλείσε μέσα σου βαθύ το νόημα του μύθου
πανανθρώπινο νόημα που το εκφράζεις πλέρια
τη δύναμη την άφθιτη που συντρίβει τα σκότη
τις πάνφρικτες συνέπειες ανθρώπινης δουλείας.
Ήσουν και συ ένας δούλος της μ’ απέδρασες με πόνο
κι όμως ο πόνος ο βαθύς μάς δίνει την πληρότη
επικελευστική ‘ναι δύναμη άγνωστη στους πολλούς
που ενοικεί παρθενικά σε κείνους  που εκφράζουν
μειλίχια και σιωπηλά την ομορφιά, το κάλλος
τη σιωπηλή κι αιώνια ανθρώπινη σοφία…

Θεωρός:
 Ντυμένη με το πλανερό η Σελήνη φόρεμά της
θωρούσε από κει ψηλά τον Ενδυμίωνά της
μα η θωριά της ήτανε πλαστή, όπως το φως της.

Ενδυμίων:
Ποιο φως παραπλανητικό με κεντρίζει και πάλι;
Ω, η παλιά ερωμένη μου που θεωρούσα αιώνια…
Το έξοχό της άρωμα μαγεύει τις αισθήσεις
καταμαγεύει την ψυχή, διαστρέφει το νου
νάτο το πάθος των θνητών που μοιάζει αθανασία…

Αρίστων:
Ω Ενδυμίωνα καλέ που μας διδάσκεις όλους
κράτησε μέσα σου βαθιά τον έμφρονα το λόγο
ατάραχος και απαθής θα φθάσεις την πληρότη.

Θεωρός:
Τα λόγια του Αρίστωνα παραπέμπουν σε άλλον
ηρωικό, θαυμάσιο, ψευδαισθήσεις
από το ψεύδος το δεινό που μας καταμαγεύει
και που σαρκώνει αέναα Ενδυμίωνες και δούλους.
Ο ήρωας ο τραγικός, ο δούλος της Σελήνης
προσπάθησε με δύναμη του γέρου, του θνητού
-η αθανασία ήτανε οθνεία αυταπάτη-
να αποφύγει έντρομος ό,τι τον γαλουχούσε
της Σελήνης τα θέλγητρα που ‘ταν απατηλά…
Έτρεχε τώρα γρήγορα μες τη νυχτιά του κόσμου
και μείχτηκε με τη βοή του κοσμικού του ψεύδους
έγινε άνθρωπος, θνητός, βασιλιάς, στρατιώτης
δεινός και επικίνδυνος πολιτικός και δούλος
ένας δούλος αμείλικτος της θνήσκουσας ανάγκης
που αιωνίζει με παλμό τον πόνο, την οδύνη.
Χάθηκε ο Ενδυμίωνας και από τον ένα μύθο
έγινε δούλος των στιγμών που πλέκουνε το χρόνο
το χρόνο της καταπνοής –κατάρα των ανθρώπων…
δε γνώρισα τα ίχνη του, ένας βαθύς γκρεμός
έχαινε από πέραθε, η ματιά μου μικρή…
Ίσως συνάντησε ο φτωχός και ο αφυπνισμένος
πέρα απ’  τον ύπνο το βαθύ της παρανοίας τέκνο
κάποιον νέο Αρίστωνα, Σωκράτη, Εβιόπη
ή άλλον άγνωστο βροτό με θεϊκή ικμάδα
στον κρύφιο λόγο το βαθύ της θυσίας αστέρι
ίσως να βρήκε ο άνθρωπος το είναι του ανθρώπου
μακριά απ’ τη σαγηνεύουσα ερωτικά Σελήνη
το δρόμο της απλότητας, της χάρης, της πληρότης…
Άκουσα μόνο σιγηλά ένα αγκομαχητό
αμφίβολη αποπνοή –επίλογο του μύθου.

3.      Δέσποινα
Θεωρός:
Η ορμή των πραιτοριανών, φανατισμού ατμίδα
κύκλωσε πολλά φρούρια μ’ έξοχες πολεμίστρες
με πυροβολικό βαρύ κλεμμένο απ’ το αρχηγείο
έριχνε τείχη απρόσιτα από παλιούς βαρβάρους
τα νώτα όμως του στρατού του αγανακτισμένου
χτυπήθηκαν ανήλεα απ’ τους πιστούς στρατιώτες
της νόμιμης κυβέρνησης που γιόρταζε τη νίκη.
Ο αγώνας ήταν άνισος, οι πύργοι δε λυγίσαν
τα πολλά τα στρατόπεδα όρμησαν κατεπάνω
σφαγές και πυροβολισμοί, καπνοί, φωτιές και πίσσα
γέμισαν την ατμόσφαιρα που ‘κρυβε τους νεκρούς
διαμελισμένα σώματα, ακέφαλες στολές
φρικτά αγκομαχητά, βλασφήμιες και κατάρες.
Έπεσαν οι πραιτοριανοί στασιαστές της χώρας
μπουντρούμια γέμισαν ξανά, ομαδικές ταφές
χωρίς καμία ένδειξη –αυτοί ήτανε προδότες.
Οι νέες χήρες, τα ορφανά πικρά μοιρολογούσαν
και η πολιτεία ανίσχυρη μετά μεγάλη νίκη
βρέθηκε αντιμέτωπη με νέους εισβολείς…
Πληγώθηκαν βαθύτατα οι άνδρες της τιμής
οι μέγιστοι εκπρόσωποι προγονικής ανδρείας
βγήκανε κάποιοι στα βουνά, στρατολόγησαν νέους
συνθηκολόγησαν μετά προσφέροντας τα λύτρα
που οι εισβολείς απαίτησαν για να υποχωρήσουν…
                                      *
Η Δέσποινα περίκλειστη, άναυδη, ξεχασμένη
περίμενε το Στρατηγό, την κόρη τη σεπτή
κι έπεφτε όλο πιο πολύ μες τη μελαγχολία
στο λυπηρό βασίλειο των δύστηνων ψυχών.
Το σπίτι δεν τη χώραγε, ο κήπος της μικρός
παρά τα πολλά δώματα, τα δένδρα, τα παρτέρια
ασίγαστες ανάμνησες που γίνονταν καπνός
κι ομίχλη απειλητική στης ψυχής της το δράμα
που ‘μοιαζε με ερείπιο που κατεδαφιζόταν
στον άγριο αυτό καιρό πικρής δοκιμασίας.
Όταν πια όλα τέλειωσαν διαισθάνθηκε το δράμα
και τόλμησε να βγει ξανά σε γνωστά καλντερίμια
να μάθει κάτι θετικό με την καρδιά θραυσμένη…
Την πρόλαβε μια άμαξα που στάθμευσε στην πύλη
και ο αρχηγός του πεζικού κατέβηκε βαρύς.


Αξιωματικός:
Αρχόντισσα ευγενική, τέκνο αρχαίας δόξας
σύζυγε το αείμνηστου γενναίου Στρατηγού μας
ίσως γνωρίζεις τα κακά που βρήκαν την πατρίδα
το θάνατο του Στρατηγού, της Κόρης το χαμό…
Η πολιτεία μας σεμνή γενναία αρχόντισσά μας
θα γράψει στα κατάστιχα αιώνιων ηρώων
το μέγα μας το Στρατηγό κι όλη την οικογένεια.
Λόγια δεν έχω να σου πω, οι στιγμές με λυγίζουν
οι πτέρυγες του Στρατηγού και των λοιπών ηρώων…
……………………………………………………………..
Θεωρός:
Η Δέσποινα σωριάστηκε, έσπευσε η ακολουθία
την ανασήκωσε απαλά με ανάλαφρα χέρια
και με στολίδια μαγικά, του δειλινού μαγνάδια…
Απόθεσαν ημιθανές το πτώμα της γυναίκας
στο πρόχειρο ανάκλιντρο της όμορφης βεράντας
όλοι βουβοί, όλοι ενεοί, βαθιά συγκινημένοι.
Μισάνοιξε τα μάτια της, ψέλλισε κάποια λόγια.

Δέσποινα:
Βλέπω μακριά, βλέπω κοντά κινούμενη σκιά
έρχεται ο Ενδυμίωνας, η σάρκα του ανθρώπου
αναθωρεί, δεν έφτασε στη βλέψη την ορθή…
Ξεφεύγω απ’ τα δόκανα του ψεύδους, της απάτης
γλυκές πνοές του άντρα μου, της άγιας ψυχοκόρης
προσμένουνε, προσμένουνε της Δέσποινας το πνεύμα
κι άλλοι πολλοί, πολλοί μαζί, του κόσμου μας στολίδι
οι άνθρωποι της αρετής, της χάρης, της ελπίδας
και ας μας είναι άγνωστοι στου κόσμου την κραιπάλη.

Θεωρός:
Ακίνητα τα βλέμματα, συσπάσεις αραιώναν
της Δέσποινάς μας η πνοή έφευγε μακριά
όχι σε κάποια σύμπαντα μετρήσιμα με μέτρα
που η φαντασία των βροτών κάπου προσδιορίζει…
Μακριά, μακριά, πολύ μακριά, στο βάθος της ψυχής
για ουρανός και γη μαζί αδυνατούν να δούνε
την κρύφια φανέρωση μιας θείας ομορφιάς
που ανθίζει αδιάστατα σε όμορφες ψυχές
άγνωστες στις πολλές μορφές
παρούσες στη λαμπρότη
λίγων μα εκλεκτών ψυχών
που σώζουν την κρυφία,
αιώνια ανάλαμψη
του ταπεινού Ανθρώπου.

4.      Εξόδιο (;)

Θεωρός:
Ποιος θα μπορούσε να διαβεί της Άτροπου τους κάβους
χωρίς το αίμα, τις πληγές, τον πόνο, την οδύνη
τον υπαρξιακό τριγμό που θραύει τις αισθήσεις
και που δημιουργεί σκληρά υφαίστεια του τρόμου
σκληρούς πυροκροτητές στην ψευδοησυχία
ειρηνικών περίοδων που σιγοβράζουν μένος
το ψεύδος, εκμετάλλευση πλούσιων και φτωχών;
Ανείπωτα τα τραύματα στου χρόνου τις επάλξεις
ανήλεες οι συμφορές που τραυματίζουν όλους
και οι μύθοι που προβάλλουνε για νέες βασιλείες
μύθοι χωρίς το μύθημα, πεζοί, φτιασιδωμένοι
ανανεώνουν προσμονές και φρούδες αυταπάτες…
Οι χρόνιες βαθιές πληγές που αποδεκατίζουν
μηνύουν κάτι αλλοτινό πέρα απ’ την επιφάνεια
γοργόφτερων, ταχύπλοων ιστοριών απάτης
και λένε με περίσκεψη, γυμνή νηφαλιότη
της Εβιόπης τη βιωτή, της Δέσποινας τον κόσμο
του Στρατηγού τη φρόνηση, του Νομάρχη τις βλέψεις.
Δεν είναι μόνοι τους αυτοί οι σεπτοί ήρωές μας
του Ενδυμίωνα παιδιά, γόνοι της ανθρωπότης
απέσπασαν νηφάλια το ψεύδος το μεγάλο
και δήλωσαν με σιωπηλό και νηφάλιο τρόπο
τη δύναμη τη μυστική που τρέφει τις ψυχές
όσες ψυχές νοσταλγικές συντρίβουν τα δεσμά
τη γκρίζα επιφάνεια ανθρώπινης μωρίας
που γίνεται σκότος βαθύ, ολέθρου οικητήριο
κοιμίζοντας τη σκέψη μας με ψευδοϋποσχέσεις
κομίζοντάς μας ύπουλα πλαστή αιωνιότη
κάνοντας ενδυμίωνες των ανθρώπων το γένος.
                                      *
Οι χρόνοι, οι ενιαυτοί, αιώνες, χιλιετίες
ολοκυκλώνονται σκληρά, τάζουν πολιτισμούς
μας δίνουν άνθη αμάραντα, τις τέχνες, επιστήμη
ναούς, αγάλματα, χορούς, μουσική και παιδεία
το μόχθο τον ασίγαστο των εραστών της χάρης
πλάι στην άσπονδα σκληρή πλημμυρίδα του πάθους.
Τι κι αν γκρεμίζουνε παντού ναούς της ευτυχίας
τι και αν σφετερίζονται της επιστήμης δώρα
αξίες και πορίσματα ανθρώπων της σπουδής
τη θεία και ατίμητη ιερότητα του ζην;
                                      *
Είναι σκληρό, οδυνηρό, απίστευτο, θρηνώδες
τα άνθη του πολιτισμού, φιλοσοφίας κέρας
της επιστήμης τρόπαια, τέχνης μαργαριτάρια
να φύονται μες τους θεσμούς τους καταστροφικούς
και να καταδικάζονται άνθρωποι της σπουδής
ως ηθικοί, ναι, αυτουργοί των τερατωδιών
που μοιράζουν αμείλικτα του θανάτου την όψη
τις μύριες καταστροφές τόσων αρμάτων μάχης
εργαλείων αμείλικτων –προπομπών του θανάτου.
Πλάι στα μεγαλεία μας που υπηρετούν το γένος
ανθρώπινών μας γενεών που σώζονται απ’ τη γνώση
στέκεται ο βαρύς ζυγός ανθρώπινης μωρίας.
Νόμοι, θεσμοί και άρχοντες, διαφεντευτές και δούλοι
συμπλέκονται αμείλικτα, κτίζουν τις αυταπάτες
και σατιρίζουν τη ζωή ως δεινοί μασκοφόροι.
Ω ενδυμίωνες πολλοί οι μάκαρες βροτοί
χαμένοι μες την άβυσσο ψεύτικης ευτυχίας
ανακυκλώνετε άκοπα του αιώνα μας το ψεύδος
με ψευδαισθήσεις μάταιες, φρούδες αναμονές
κι όταν σημαίνει ο όλεθρος –καταστροφής τεκμήρι
αρχίζει πάλι η Βαβέλ με μύριες υποσχέσεις.
                                      *
Ποιος θα μπορούσε ολόκορμος
να συντρίψει το ψεύδος
που η ίδια η φύση του
κτίζει και αποκτίζει;
Πού βρίσκονται οι άρρενες,
τα θηλυκά τα αιώνια
όταν καταγκρεμίζονται
στης λήθης την αχλύ;
Δύστυχος είν’ ο άνθρωπος
μέσα στη δυστυχία
του ψεύτικου παράδεισου
που αποδεκατίζει
ελπίδες πανανθρώπινες
αυταπάτης πλοκάμια.
                                      *
Κάτι μου ήρθε τη στιγμή
τη θεογεννημένη
κάτι που δεν εκφράζεται
από κανένα λόγο
ό,τι στενάζει στης ψυχής
τ’ άπειρα φυλλοκάρδια
το άπειρο, το άπεφθο
το είναι μας το θείο
που εξακοντίζει εύψυχα
τη δίνη και το σκότος
και τις ζοφώδεις τις σκηνές
του καθ’ ημέραν βίου.
Κάτι που εισβάλλει αιφνίδια
τις γοερές στιγμές
του πόνου, της απόγνωσης
του ορυμαγδού, του χάους.
Το χάρμα το περίλαμπρο
πέρα από κάθε ελπίδα
ελπίδα μόνο της στιγμής
αποδεκατισμένης
από της δίνης το χορό
στου πάθους τη μανία.
                                      *
Η ελπίδα διαλύεται
στο φέγγος της στιγμής
γίνεται πάμφωτη αυγή
που δείχνει τη λαμπρότη
το άσβεστο χαμόγελο
της θείας της στιγμής
που παραπέμπει άπαυστα
στο αιώνιο φως.
                                      *
Υπάρχει κάτι πιο βαθύ
απ’ τα ελπιδοφόρα
και γλαφυρά μηνύματα
των ανθρωποσωτήρων
η μύχια φλέβα της ψυχής
ακροκεραύνεια κόρη
των ουρανών αγλάισμα
ανθρώπων θησαυρός.
Το άτμητο, το άθραυστο
εγώ πριν το εγώ
στου χρόνου την απόλαυση
με ηδονές και χάρες
που στροβιλίζονται σκληρά
που χάνονται στα βάθη
των συμπληγάδων της ζωής
που αναζητούν πληρότη.
Το άναρχο το πλήρωμα
κρυμμένο μες τα σκότη
έχει λαμπτήρες  άφθαρτους
που ειρηνικά γκρεμίζουν
όλες τις ψευδαισθήσεις μας
του Ενδυμίωνές μας
και της Σελήνης την πλαστή
την ψευδογοητεία.
                                      *
Αυτή η αρχοντική ομορφιά
των ιδαλγών το κάλλος
είναι η Κόρη η άγνωστη
της Ίσιδας το πέπλο
της Εβιόπης η σεπτή
κι άχρονη παρουσία.

                                                Σεπτέμβριος 2016




                             Π ρ ό σ ω π α


Αξιωματικός
Αρίστων
Γελωτοποιοί
Γιατρός
Δέσποινα
Εβιόπη
Ενδυμίων
Επίτροπος
Θεωρός
Ιππότης
Κάπηλος
Μίμοι
Νομάρχης
Παιδί
Πεζικάριος
Σελήνη

Στασιαστής