βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Νίκου Μακρή, ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ, Δρόμων, 2019

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Ν. Μ. με τίτλο ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ, Δρόμων, 2019.
Δημοσιεύουμε τον πρόλογό του όπως και τον πίνακα περιεχομένων:
Προλογικό
υνειδητοποιούμε την έγχρονη πορεία-μαρτυρία μας; Το ε-ρώτημα θα τίθεται εις το διηνεκές. Κάνουμε συνήθως λό-γο για την αναυθεντική ζωή μας, αλλά, χωρίς να το κα-τανοούμε, κρατάμε ομπρέλες ή και ασπίδες-ιδεολογίες, προλή-ψεις, δεισιδαιμονίες που μας “προστατεύουν”, που μας “οπλί-ζουν” με βεβαιότητες, νιώθοντας δυνατοί, θάβοντας στην πραγ-ματικότητα ή και διαστρέφοντας το καθαρό μας εγώ, φορώντας προστατευτικές μάσκες. Οι ήχοι της ματαιότητας, μουσικοί συ-χνά, εκκωφαντικοί και υποβλητικοί μέχρι μέθης, κινδυνεύουν να γίνονται τρόποι ζωής, σε σημείο που αυτοεξαπατώμεθα μέ-χρι αλλοτριώσεως.
*
Βέβαια, είναι ίσως πεπρωμένο μας το πλανάσθαι και το παρα-πλανάσθαι. Απαιτείται έτσι μια επαναστατική ανακατάληψη του μύχιου εγώ το οποίο τρέπει σε φυγή τις ειδωλικές παραστά-σεις που καταπνίγουν, παρά το ότι τις θεωρούμε απελευθερώ-νουσες, μια αποφόρτιση δηλαδή που είναι ουσιαστική κατάδυ-ση στο καθαρό εγώ, το άρρητο και γι’ αυτό απόλυτα γνωστό, πέρα από κάθε σχετικότητα και γι’ αυτό απολησμονημένο εξαι-τίας της καταβύθισής μας σε απατηλές παραστάσεις του έγχρονου βίου, του νοθευμένου έγχρονου βίου μας ο οποίος, θε-ωρούμενος στο βάθος του, στο καθαρό του είναι, είναι άμωμος, αγνός, όπως και το καθαρό μας εγώ.
Δεν πρόκειται για ονειροφαντασίες και ας δούμε γιατί. Πρω-ταρχικά: Είναι σαφές πως κατακρίνουμε την αδικία, τον αμορα-λισμό, τα κοινωνικά ψεύδη και αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε βαθιά μέσα μας τον αρχιμήδειο τόπο. Δεν υποστηρίζουμε βέ-βαια πως επειδή αποδοκιμάζουμε την απανθρωπία και το ψεύ-
Σ
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
8
δος της ζωής δικαιωνόμαστε. Αντίθετα, υποκρύπτουμε στις κρί-σεις μας έναν “τόπο” και το ερώτημα είναι αν αυτός το τόπος δεν είναι παρά αντίδραση οφειλόμενη σε ιδεοληψίες, σε ιδεολο-γίες, σε προκαταλήψεις, σε δεισιδαιμονίες κ.ο.κ.
Ιδού το πρόβλημα αυτό καθεαυτό. Υπάρχει άμωμο και κα-θαρό εγώ, έστω και προσυνειδησιακό, το οποίο, ωριμάζοντας, είναι σε θέση να κομίζει μη αναλώσιμους θησαυρούς, φως και ζωή; Βέβαια, είπαμε πως το καθαρό εγώ είναι άρρητο, αλλά, ε-πειδή ακριβώς είναι άρρητο, είναι απόλυτα γνωστό. Εκείθεν, κάθε γνώση είναι σχετική, ενώ η απόλυτη γνώση, μη οριστή, μη παραστατή, δε μπορεί να ορίζεται με σχετικούς όρους: Ορίζει. Βέβαια, αυτό δεν αποδεικνύεται, γιατί είναι αξίωμα-αρχή. Το α-πόλυτο είναι-είναι μας-είναι του κόσμου είναι μη παραστατό και αφετηρία κάθε παραστατού που είναι αμετάκλητα πεπερα-σμένο. Αυτή η αρχή είναι απόλυτη βεβαιότητα, διαλύει σκότη και φαντασιώσεις και γι’ αυτό ανυπόθετη. Αυτό συνιστά την αρχή κάθε λογισμού και διαλογισμού.
Να μια βεβαιότητα πριν προχωρήσουμε. Το υπάρχειν μου στον κόσμο, ως πρωτοσύλληψη κοινωνίας, είναι απόλυτο. Άρ-ρητο, η μόνη βέβαιη πραγματικότητα. Αυτό καταργεί κάθε συμ-βατικότητα, κάθε σχετικότητα και ό,τι ακολουθεί, οι σχετικότη-τες ως μεγέθη ή ως καταστάσεις, ως μορφές ζωής δηλαδή, ένα μόνο αφετηριακό και παραμόνιμο κριτήριο έχουν: Το απόλυτο της κοινωνίας μου με το άπειρο ανθρωποκοσμικό είναι που δεν έχει σχέση με διαστημικές αποστάσεις κλπ. Προμετωπίδα αυ-τής ης αλήθειας είναι το έγχρονο υπάρχειν μου/μας, αλλά, βα-θιά επισκοπούμενο, αποκαλύπτει την αδήριτη οντική αρχή, το είναι μου.
Βρισκόμαστε ίσως σε κομβικό σημείο, στο κρισιμότερο ίσως σημείο των διαλογισμών μας. Δε θα προσφύγουμε σε κλασικές μαρτυρίες με τις οποίες αναστρεφόμαστε επί δεκαετίες, μαρτυ-ρίες τις οποίες αναφέραμε σε προηγούμενα έργα μας. Οι παρα-
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
9
πομπές του παρόντος πονήματος είναι ενδεικτικές και, ενίοτε, αποκαλυπτικές.
*
Επικεντρωνόμαστε έτσι ευθύβολα στο θέμα: Υπάρχει οντική σφριγηλότατα, υποστηρίξιμη, όταν κάνουμε λόγο για το μύχιο είναι μας, κάτι που καταρρίπτει όλες τις θεωρήσεις τις σχετικές με τη ματαιότητα των πάντων; Αυτοσυλλαμβανόμαστε όντως, και πώς;
Είναι σαφές πως οποιαδήποτε απάντηση δεν είναι δυνατό να έρχεται από έξω, απ’ τον αδόκιμο όρο εξωτερικότητα, ούτε από μέσα μας, απ’ τον επίσης πλαστό όρο εσωτερικότητα. Ούτε εξωτερικότητα απ’ την οποία εξαρτάται ο κάθε είδους εμπειρι-σμός, ούτε εσωτερικότητα την οποία πρεσβεύουν διάφορες μετα-φυσικές τάσεις. Αυτοί οι όροι μόνο συμβατικά μπορούν να χρη-σιμοποιούνται, δεν έχουν ουσιαστικό νόημα.
Η μεν εξωτερικότητα δεν είναι παρά ο αισθητός κόσμος με την απέραντη πολυμορφία του που βρίσκεται διαρκώς σε κίνη-ση με αλλαγές κ.ο.κ., αλλά, για να συμβαίνει αυτό, όλα τα αι-σθητά είναι φθαρτά, κινητά, μεταβλητά…Νοούνται επομένως απολύτως και η σχετικότητά τους οφείλεται στην απόλυτη φύ-ση τους. Στο ελάχιστο τελείται το μέγιστο και αυτό σημαίνει πως ως “ολότητα” δεν είναι παραστατά, αλλά νοητά ως απόλυ-τη ενότητα που σημαίνει ταυτότητα.
Ιδού η συναίρεση εξωτερικότητας και εσωτερικότητας ως εν-νόηση κάθε επιμέρους συμβαίνοντος. Σε αυτό ακριβώς το “με-ταίχμιο” βρίσκεται το μύχιο εγώ, το απόλυτο εγώ που ταυτίζε-ται με το εγώ του κόσμου. Κάθε στιγμή είναι για το μύχιο εγώ συνεχής αιωνιότητα. Δεν εννοούμε τη συνήθως αποκαλούμενη διαστημική συνέχεια, όρο ο οποίος προκαλεί και τους λογικομα-θηματικούς και τους μεταφυσικούς δημιουργικά, αλλά και δη-μιουργεί προβλήματα, αλλά ό,τι έχουμε αναπτύξει λεπτομερώς αλλού, τη φαντασιακή χρονικότητα που δεν εξωτερικεύεται αλ-λά που δείχνει και ορίζει αυτό που αποκαλούμε εξωτερικότητα.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
10
Αναδύεται έτσι κάτι πολύ σημαντικό. Ό,τι γνωρίζεται έχει αιώνια φύση και αναλίσκεται εσαεί χωρίς να καταφθείρεται και να αφανίζεται. Κάθε μηδενισμός* είναι αφετηριακά αντιφατι-κός.
*
Το μύχιο εγώ ως αδήριτος οντικός δείκτης δεν είναι αντικείμενο περιγραφής και ανάλυσης δίκην οποιουδήποτε αισθητού μεγέ-θους. Δεν περιγράφεται, δεν είναι αντικείμενο περιγραφής, για-τί συνιστά αιώνια αφετηρία. Μηνύει έναν άλλο κόσμο, τον αγε-ωγράφητο, τον άναρχο και όχι ειδωλικά κοσμοείδωλα. Απέχει επίσης απ’ τη σύγχυση απεριόριστου και άπειρου.
*
Δεν είναι τυχαίο το ότι κράτιστοι στοχαστές ταυτίζουν το είναι με το μηδέν. Οφείλουμε όμως να υπερβούμε αυτήν την αμφί-βολη ταύτιση, παρά τη φιλοσοφική της πρόσληψη. Συνήθως το μηδέ εν παραπέμπει σε μια αόριστη κατάσταση, σε κάτι που θυμίζει τη νομιζόμενη χωρική ομογένεια, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για φάντασμα, καθόσον ούτε η σύλληψη του λεγόμε-νου καθαρού χώρου είναι ερήμην των αισθητών, όπως νόμιζε ο Kant, 1724-1804, η σχολή του αλλά και πολλοί φιλόσοφοι και επιστήμονες (πρόκειται για νόθον λογισμόν κατά τον Πλάτωνα). Το νομιζόμενο μηδέν δεν είναι παρά το απόλυτο είναι μας το ο-ποίο οπτρίζεται και κατοπτρίζεται στα αισθητά, σε κάθε αισθη-τό μέγεθος, και να που η διαλληλιζόμενη αισθητή πραγματικό-τητα είναι αντιληπτή και νοητή ταυτόχρονα. Νοητή ως μη πα-ραστατή ολότητα (χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο) και αντι-ληπτή ως απέραντες μορφές συγκεκριμένων αισθητών πραγ-μάτων. Η αληθής φύση της όμως βρίσκεται στην αρραγή κοινω-νία με το κοσμικό είναι, στην πραγματική του ανά-γνωση που κραταιώνει την αληθή γνώση. Όταν αγνοούμε αυτήν την πρω-τογενή πραγματικότητα, απομακρυνόμαστε από κάθε γνωσιο-θεωρία, την καθιστούμε πρωθύστερη, αντιφατική, μη βιώσιμη.
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
11
Προσπαθούμε να κάνουμε σαφές το εξής: Το οντικό κενό του άρρητου, του αναντιπαράστατου, του απόλυτου, είναι η πληρωματικόητα, η πληρότητα της πρωτογενούς πληροφορίας που είναι αδήριτη οντική αρχή. Δεν πρόκειται για φυγή απ’ το συγκεκριμένο, αλλά για κραταίωσή του και εδώ τίθεται ένα με-γάλο ερώτημα: Αν όντως το παράμονο, το απόλυτο που συνέ-χει το σχετικό, το συγκεκριμένο, κάθε γνώση, κρίση, εκτίμησή μας, είναι αναλλοίωτο ως αιώνια φύση των πραγμάτων, μπο-ρούν να εκτιμηθούν οι αλλαγές που είναι και αυτές αέναες, μπορούμε να αντιτάξουμε κάτι ζωτικό στις κραυγές της μα-ταιότητας; Τι υπερισχύει στη γνώση: Το ατρεμές ή το μεταβαλ-λόμενο και πώς συνδυάζεται οποιοσδήποτε συγκερασμός; Ένας τύπος, ένα πόρισμα, ισχύει διαρκώς και, παράδοξα, αναφέρεται σε μεταβαλλόμενα μεγέθη. Και η Γεωμετρία είναι υπόχρεη αυ-τής της απορίας, είτε είναι ευκλείδεια, είτε μη. Μια νομιζόμενη σταθερή γνώση ισχύει αιωνίως δίκην πλατωνικών ιδεών στο νοητό κόσμο; Φυσικά, το ερώτημα είναι διαχρονικό και διαπο-λιτισμικό και περιλαμβάνει τους προβληματισμούς ως προς τη φύση των αριθμών με τους οποίους περιγράφονται μεταβαλλό-μενες καταστάσεις.
*
Υπάρχει εδώ ένα όντως παράδοξο, οριακό παράδοξο το οποίο ορίζει και το είναι των αριθμών, και το είναι των ιδεών, και το είναι του είναι, την οντική φύση του οντολογικού, ας το προσέ-ξουμε. Πλεονασμός ή ταυτολογία; Βέβαια, η ταυτολογία είναι αντιφατική χωρίς την ενδογενή ταυτότητα.
Γνωρίζουμε καλά πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει οποιαδή-ποτε έκφραση, κρίση, πρόταση χωρίς το ρήμα είναι. Αν προσέ-ξουμε όμως, το είναι αναφέρεται πάντα σε γιγνόμενα, σε μετα-βαλλόμενα, σε φθειρόμενα, είτε πρόκειται για αισθητά πράγ-ματα, είτε πρόκειται για συναισθήματα ή και σκέψεις. Αναφέ-ρεται με απλά λόγια σε υπάρχοντα. Είναι όμως έτσι;
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
12
Ας δούμε κάτι: Εκφραζόμενοι, δηλώνουμε κάτι το οποίο α-ντιλαμβανόμαστε, έστω και λαθεμένα. Θα οφείλαμε εδώ να κά-νουμε λόγο για την αντιληπτική ενσυναίσθηση, για τη συναντι-ληπτική ενσυναίσθηση και εκείθεν για την απόλυτη αμεσότητα που βρίσκεται όχι στην αφετηρία, αλλά που είναι συνεχής αφε-τηρία. Αυτή η αλήθεια είναι οικουμενική. Δεν ερευνάται ως μη παραστατή, αλλά είναι αρχή κάθε παράστασης, αρχή κάθε δεί-ξης που είναι πάντα συμβολική. Συμβολική που σημαίνει (κυ-ριότατα, σε κάθε συμβολική γλωσσική έκφραση) πως το είναι ως απόλυτο-μη παραστατό εκφράζει κάθε μορφή υπάρχοντος, δεδομένου ότι κάθε υπάρχον είναι παραστατό.
Μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο για μια οντική αρχή η οποία δεν περιγράφεται ως υπάρχουσα, αλλά που ως απόλυ-τη διαθλάται στα υπάρχοντα; Αν όμως το απόλυτο ως παναρχή ορίζει κάθε σχετικό, το καθαρό εγώ δε βρίσκεται κάπου ως υ-πάρχον, είναι το είναι κάθε υπάρχοντος κατά τρόπο που κάθε μορφή γνώσης ανακλά ακριβώς το απόλυτο είναι των υπαρχό-ντων, ό,τι δηλαδή αποκαλούμε ιδέες και κυρίως στην πλατωνι-κή εκδοχή του όρου, παρά το ότι όποιες διαφοροποιήσεις επενέ-χθησαν στον όρο ιδέες, είναι αδιανόητες χωρίς την πλατωνική θεώρηση. Τα αόριστα ουσιαστικά εξάλλου, τα γνωστά και ως universalia, δεν εξαρτώνται απ’ τα μεταβαλλόμενα αισθητά, αλλά συνιστούν αυθεντικούς πυλώνες γνώσης που είναι η ανά-γνωση του συγκεκριμένου δυνάμει της απόλυτης φύσης του, κάθε δηλαδή υπάρχοντος δυνάμει του είναι του. Ίσως αυτό εν-νοούμε όταν κάνουμε λόγο για το αιώνιο είναι των ιδεών και των αριθμών.
*
Οφείλουμε εδώ να κάνουμε μια δημιουργική ελπίζω παρέκβα-ση επισκεπτόμενοι το νόημα των πλατωνικών ιδεών για τις ο-ποίες έχουν γραφεί τόσα πολλά τα οποία, παρόλο που παραπέ-μπουν σε πλατωνικά χωρία, δεν προσεγγίζουν το πνεύμα τους.
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
13
Ουσιαστική προσέγγισή τους όμως προϋποθέτει ριζική ρήξη με τις “καθιερωμένες” κατηγορίες σκέψης που βασίζονται συνή-θως στην ειδωλοποίηση και των ιδεών και των προκυπτουσών εννοιών.
Ας δούμε κάτι αφετηριακό ξεκινώντας απ’ την καρτεσιανή αφετηρία τη σχετική με την ύπαρξη του αισθητού κόσμου, ύ-παρξη η οποία δεν αποδεικνύεται όπως έχουμε ήδη τονίσει σε αρκετά κείμενά μας. Υπάρχουν δηλαδή τα αισθητά πράγματα ή είναι παγίδα, όχι αναγκαστικά του καρτεσιανού κακού πνεύ-ματος, αλλά των αντιληπτικών μας αισθητηρίων, δεδομένου ό-τι η αίσθηση είναι αντιληπτικής φύσεως και μάλιστα συναντι-ληπτικής;
Φαινομενικά τουλάχιστον τα αισθητά είναι κοινά, παρά την απέραντη ποικιλία τους, κοινά κατά το ότι όλα φθείρονται, κι-νούνται, τέμνονται, μεταβάλλονται. Είναι όμως ακριβώς έτσι; Αν προσπαθήσουμε να εγκύψουμε, θα αναλογισθούμε ως προς το είναι της φθοράς, της κίνησης, της αλλαγής και να που χωρίς να το αντιληφθούμε μεταβαίνουμε από κάθε συγκεκριμένο που φθείρεται, που αλλάζει, που κινείται, στις γενικές έννοιες της φθοράς, της αλλαγής, της κίνησης, της μεταβολής οι οποίες ό-μως, ας το προσέξουμε, περιχωρούνται απόλυτα. Αυτό σημαίνει πως είναι ταυτογενείς, πως δηλώνουν ένα και το αυτό το οποίο ορίζει και την απέραντη πολυμέρεια.
Αναρωτιόμαστε: Υπάρχουν πολλές γενικές έννοιες ή μία και η αυτή; Εμβαθύνοντας στο είναι της μεταβολής ενός συγκεκρι-μένου μεγέθους, προσπαθώντας να την κατανοήσουμε, διαπι-στώνουμε πως ταυτόχρονα εμβαθύνουμε στο είναι της κίνησης, της μεταβολής, της φθοράς κ.ο.κ. Διαγιγνώσκουμε όμως και κά-τι άλλο: Κάθε συγκεκριμένο, οποιοδήποτε, είναι αδιανόητο χω-ρίς την καθολικότητά του, σε κάθε συγκεκριμένο τελείται το οι-κουμενικό.
Ήδη συναντάμε την αρχέγονη φύση μας: Η νόηση του αισθη-τού είναι απόλυτη και άμεση-άχρονη, δεν υπάρχουν ενδιάμεσα στάδια και ό,τι “υστερογενές”, όπως η μνήμη, η διά-κριση-κρίση,
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
14
το κατηγόρημα, ο συλλογισμός δεν είναι παρά ενέργειες της πρωτογένειάς μας. Αυτό μάλιστα μηνύεται σαφέστατα όταν διαπιστώνουμε πως το πρωτογενές (νόηση, φαντασία, ολότητα) είναι ο κινητήρας κάθε έγχρονου. Αν αγνοούμε το πρωτογενές, ακυρώνεται κάθε υστερογενές, κάθε έγχρονο.
*
Τι σημαίνουν όμως αυτές οι διαπιστώσεις και πώς συσχετίζο-νται με τις πλατωνικές ιδέες; Δε μας είναι δυνατό να εισδύσου-με στο πνεύμα τους αν δε συνειδητοποιήσουμε πως τα ομοιώ-ματά τους, τα έκτυπά τους, τα συγκεκριμένα δηλαδή αισθητά, έχουν σχέση με τα παραδείγματά τους, όπως δηλώνεται σαφέ-στατα απ’ τον Πλάτωνα σε πλείστα όσα χωρία του.
Ήδη, ό,τι αβασάνιστα αποκαλούμε ιδιότητες των πραγμά-των, των αισθητών πραγμάτων, δεν είναι παρά ενεργήματα του πνεύματος και σε αυτό το σημείο οξύνεται η προβληματική: Πώς είναι δυνατό οι αμέτρητες αισθητές ουσίες, τα αισθητά δη-λαδή, να έχουν αιώνια “πρότυπα” και κυρίως τα εσαεί δημιουρ-γούμενα με την τεχνοεπιστήμη, να σχετίζονται με τις αιώνιες ιδέες-πρότυπα; Βέβαια, για πολλούς λογικομαθηματικούς αλλά και αστροφυσικούς το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με προσφυγή στο αναλλοίωτο των αριθμών, αλλά ευρύτατη και γενική θεώ-ρηση παροξύνει το πρόβλημα. Υπάρχει λ.χ. ιδέα ενός κατα-σκευασμένου εργαλείου (απ’ τα πιο απλά μέχρι τα πλέον περί-τεχνα); Αν για τον Πλάτωνα δεν υπάρχει μη ον, αλλά έτερο ον, αν η εσαεί μετακινούμενη μορφή, σχήμα, ταχύτητα, σθένος, στερεότητα κ.ο.κ. υποβάλλουν τις έννοιες της ομοιότητας, της ανομοιότητας, της διαδοχής, της αναλογίας κ.ο.κ. το ερώτημα το σχετικό με τις πλατωνικές ιδέες προσεγγίζεται γόνιμα.
Όλα τα συμβαίνοντα στον αισθητό κόσμο τελούνται εγχρό-νως. Το έγχρονο όμως κατά την πλατωνική αντίληψη είναι κι-νητή εικόνα του αιώνιου και να η ευρύτατη πλατωνική εκδοχή. Κάθε χρονική στιγμή ελαύνεται απ’ τη δυναμική του αιώνιου,
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
15
το αμετάβλητο φωτίζει την γένεσιν εἰς οὐσίαν και αυτή η ρηξικέ-λευθη θεώρηση οδηγεί στο εξής: Τι ουσιώνεται εγχρόνως αν δεν έχει νοητή φύση; Ενεργεί το αγαθό εν παντί, το αγαθό στο ο-ποίο ταυτίζονται οι ιδέες, κατά τρόπο που κάθε σχετικό να είναι μαρτυρία του απολύτου; Νοώντας την ιδέα οποιουδήποτε πράγ-ματος (ενός δένδρου, ενός ζώου, ενός ανθρώπου, ενός σχήματος κ.ο.κ. μέχρι το μικρόκοσμο), ανα-γνωρίζουμε τη μοναδικότητά του, το απόλυτο είναι του το οποίο είναι κατά βάθος και είναι του κοσμανθρώπου. Γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει αισθητό το ο-ποίο δεν κινείται, δε μεταβάλλεται, αλλά το ουσιώδες του συνί-σταται στην αιώνια μοναδικότητά του, στην ιδέα του, πέρα από κάθε αναπαραστατική-μορφική απόδοση που είναι ειδωλική. Έ-τσι νοούμε, εννοούμε, λογιζόμαστε, συναισθανόμαστε. Η αι-σθητή, υπαρκτική επιφάνεια συμβολίζει την υπεραισθητή ενο-είδεια, και ισχύον, όντως αληθές, δεν είναι το φαινόμενο, αλλά η ιδέα του, το είναι του που επιτρέπει το λογίζεσθαι, δεδομένου ότι η πλατωνική λογική είναι υπερβατική (όπως και η μαθημα-τική πέρα απ’ τις περατοκρατικές συμβολοσειρές και αξιώματα, πέρα δηλαδή από κάθε κατασκευή), διαλεκτική (όχι κατά το πρότυπο της εγελιανής πανθεϊστικής λογικής). Στην πλατω-νική λογική ο διάλογος των ιδεών οι οποίες, καίτοι ποικίλες, ταυτίζονται στο αγαθό, στο είναι τους και γι’ αυτό στο μέρος “υπάρχει” το όλο, διακαθορίζει στο σχετικό το απόλυτο. Ιδού το αναδυόμενο ατρεμές Νόημα. Ήδη, ματαιότητα δεν είναι παρά η άρνηση του αρχέγονου, του νοήματος, του σκοπού, ο πνιγμός στη δίνη του αισθητού οδηγώντας στη λήθη του οντικού θεμε-λίου το οποίο, μονοειδές, εἰλικρινές, καλόν (Συμπόσιον, 211e), εί-ναι πάντα ἀχρώματός τε καί ἀσχημάτιστος καί ἀναφής οὐσία (Φαῖδρος, 247c), το τοῦ εἰκασθέντος γένος (Φαῖδρος, 250b) δηλα-δή. Ήδη το ακόλουθο χωρίο φωτίζει περισσότερο: Tο κατά ταὐ-τά και ὡσαύτως ἔχειν καί ταὐτόν εἶναι τοῖς πάντων θειοτάτοις προσήκει μόνοις (Πολιτικός, 269, d). Το ηθικό στο αρχέγονο νόη-μά του ευθύνει κάθε γνώση, νοηματοδοτεί.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
16
Αυτή η νοητή φύση κάθε πράγματος φανερώνεται συμβολι-κά στο μεταβαλλόμενο το οποίο και εννοούμε, γνωρίζουμε, όχι ως αισθητό, αλλά ως εκφράζον εν γενέσει το ίδιο του το είναι, την ιδέα του. Ιδέα κάποιου πράγματος επομένως είναι το ίδιο του το είναι το οποίο γνωρίζεται αναμνησιακά (φαντασιακά, έ-χουμε υποστηρίξει αλλού). Δεν είναι επομένως οι πλατωνικές ι-δέες “κάπου”, αυτό θα ήταν ειδωλική απομίμηση του συμβαί-νοντος, είναι “επέκεινα”, όχι κάπου στο λεγόμενο χώρο τον ο-ποίο ο φιλόσοφος θεωρεί μη παραστατό.
Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε και να δείξουμε πως απ’ αυτήν την αφετηρία αναδύεται ως πρωτογενής η ηθική αλλά και η γονιμότερη στην ιστορία του πνεύματος λογική. Δεν είναι όμως ο σκοπός του πονήματος αυτό (Το έχουμε προσπαθήσει σε αρκετές άλλες ευκαιρίες και κυρίως στο δίτομο έργο μας Οι Έλληνες Φιλόσοφοι της Αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, Σμπίλιας, 1995, β΄έκδοση 2006, σελ. 363-478).
Επιμένουμε όσο πιο συνοπτικά είναι δυνατό στις πλατωνι-κές ιδέες για να τις συσχετίσουμε με το Νόημα το οποίο και νοηματοδοτεί. Νόημα κατά τον Πλάτωνα είναι η αληθής κοινω-νία μας με το ίδιο μας το υπάρχειν το οποίο κραταιώνεται οντι-κά, ηθικά, κοινωνικά μόνο όταν η οξυμένη ματιά μπορεί να δει εκεί όπου η αίσθηση λήγειν ἐπιχειρεῖ, σε αντίθεση με τη μα-ταιότητα η οποία οφείλεται στην περιδίνηση στον κόσμο του ε-σαεί μεταβαλλόμενου.
Βέβαια, ο πλατωνικός λόγος είναι φιλοσοφικός και αυτό ση-μαίνει ερωτικός (πρβλ. Συμπόσιον), αλλά καταξιώνεται ως υπερ-ερωτικός με το θεᾶσθαι μόνον καί ξυνεῖναι. Αυτή η θεώρηση α-ναδύει τη σοφία της φιλοσοφίας αλλά δεν αποτελεί αμετακίνη-ση αποκάλυψη η οποία ακυρώνει προηγούμενες και επόμενες προσπάθειες. Είναι όμως ατρεμής είσοδος στη φιλοσοφική αλή-θεια και γονιμότητα, ανοίγοντας πάντα δρόμους συνέχειας και εμπλουτισμών.
*
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
17
Θα κινδυνεύαμε όμως να υποπέσουμε στην παγίδα του δυι-σμού, αν δεν κάναμε κάποιες γενικότερες διευκρινιστικές πα-ρατηρήσεις.
Δεν υπάρχει και δεν είναι δυνατό να υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ είναι και υπάρχειν, δε μπορούμε να λέμε πως το υπάρχειν εξαρτάται ασύνειδα απ’ το είναι. Ακριβέστεροι κα-τά το δυνατό θα ήμασταν αν λέγαμε πως υπάρχει συμπληρω-ματικότητα: Το είναι δεν ενεργεί χωρίς το υπάρχειν, το τελευ-ταίο ακυρώνεται χωρίς το είναι.
Επομένως, η δείξη, η ενέργεια, ο ορισμός του υπάρχειν, κάθε μορφής υπάρχειν, “προδίδει” το είναι. Το είναι-είναι μας-είναι του κόσμου, άρρητο, ανέκφραστο, αλλά άμεσα νοητό, διέχει, συνέχει κάθε μορφή υπάρχοντος, κάθε έκφρασή του. Αυτός ό-μως ο συμπληρωματικός δεσμός δεν ενεργεί μηχανιστικά κυ-ρίως στην ανθρώπινη φύση, στο κοσμο-ανθρώπινο. Υπάρχει πάντα το συνεχές πεδίο της συνειδητοποίησης που δεν είναι παρά εμβάθυνση στο συμβαίνον, στον άρρηκτο δεσμό απόλυ-του και σχετικού, άπειρου και πεπερασμένου.
Επιπλέον, το απόλυτο, το άχρονο, δεν είναι εκφραστό παρά εν πεπερασμένω και εδώ οφείλονται οι ατέλειες, τα σφάλματα, οι παρεκτροπές, οι αυταπάτες, οι ματαιότητες. Αν επισκοπού-σαμε κάθε είδους παρεκτροπή, θα διαπιστώναμε τον πτωτικό της χαρακτήρα και θα πληροφορούμασταν το ατρεμές, το από-λυτο, το καθαρά ανθρωποκοσμικό.
Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί αλήθειες που ανάσσουν μυ-στικά, όπως το συν-υπάρχειν, το συν-εργάζεσθαι, το συν(μ)-πά-σχειν, όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη κ.ο.κ., αλήθειες οι οποίες, όσο και αν καταπατούνται, είναι όχι μόνο απαράγραπτες, αλλά αμετάθετες αρχές του υπάρχειν μας στον κόσμο;
*
Ιδού επομένως το πρόβλημα το σχετικό με το είναι και με τον τρόπο επιφανείας του: Στον κόσμο των αλλαγών, των μεταβο-λών, της φθοράς κ.ο.κ. εγγράφεται και διασελαγίζεται το από-
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
18
λυτο και μόνο έτσι καθίσταται δυνατή η έκφραση, οποιαδήποτε έκφραση νοήματος ως δημιουργικός αντίπους σε κάθε μορφής ματαιοφροσύνη. Το γίγνεσθαι, το τελείσθαι, δεν είναι παρά έγ-χρονη μαρτυρία του είναι. Ίσως έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε το είναι των πλατωνικών ιδεών, την εσαεί γένεσιν εἰς οὐσίαν, ως εσαεί απόλυτη κοινωνία μεταξύ τους που εκφράζεται στα έγκο-σμα σχήματα, καταστάσεις, πλοκές, διαπλοκές. Το ίδιο να μπο-ρούσαμε να πούμε και για τους αριθμούς με τις θαυμαστές και δαιδαλώδεις εκφράσεις τους. Ο μαγικός κόσμος των μαθηματι-κών με τις έξοχα λαβυρινθώδεις πλοκές του είναι αδιανόητος χωρίς την ποικιλία, αλλά, παράλληλα, και την ενότητα των α-ριθμών. Αποκαλύπτουσα μαρτυρία.
Δεν είναι επομένως θεμιτό να ειδωλοποιούμε έστω και νοη-τά ό,τι ονομάζουμε ιδέες στο πλατωνικό νόημα του όρου. Ας ση-μειωθεί πως το πλατωνικό ἐπέκεινα δεν είναι τοπικός προσδιο-ρισμός, αλλά υπαινιγμός που ευθύνει την ανάβλεψη, μακριά α-πό κάθε τοπική ή διαστημική θεώρηση.
Να πώς είμαστε σε θέση να δούμε όσο πιο γόνιμα τη σχέση απόλυτου και σχετικού. Έχουμε πει πως άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου. Επανερχόμενοι, μπορούμε να πούμε ευχε-ρέστερα πως άπειρο είναι το μέτρο του πεπερασμένου. Βέβαια, δεν πρόκειται για ορισμό (κάθε ορισμός είναι περιορισμός), αλ-λά για πρωτοορισμό, για αρχή. Πρωτοορισμός είναι ο ορίζων ο-ρισμός κατά τρόπο που κάθε οριζόμενο ορίζεται ως έγχρονη (ά-ρα πεπερασμένη) έκφραση του απόλυτου.
Έτσι μόνο γνωρίζεται και μπορούμε να πούμε πως κάθε πε-περασμένο είναι συμβολική έκφραση του απείρου.
Συμβαίνει μάλιστα και το εξής: Κάθε πεπερασμένο τρέφεται απ’ την άπειρη “πνοή” και αυτό είναι η εσαεί πρωτογένεια, το αεί τελούν-τελούμενο, η αριστοτελική καθαρή ενέργεια η οποί-α, άχρονη, ορίζει το χρόνο. Υπάρχει μια νοητή και όχι διαστημι-κή συνέχεια, ένα είδος περιέχοντος (Jaspers), συνέχοντος θα λέ-γαμε, που ορίζει τις ασυνέχειες όχι κατά τον τρόπο των causes
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
19
occasionelles (ευκαιριακών αιτίων) του Malebranche, 1638-1715, θα φθάναμε στη διατεταγμένη νομοτέλεια, αλλά δυναμικά, κατά τρόπο που το εννοείν, ως υπέρβαση του ενστίκτου και ως πο-ρεία προς συνειδητοποίηση-ελευθερία να δρα δημιουργικά, πράγ-μα που διακρίνουμε σε κάθε μορφή πνευματικής δημιουργίας.
Πολυποίκιλτη η ετερότητα, μαιανδρική και δαιδαλώδης με απεριόριστες μορφές και σκοπιμότητες. Όσο εμβαθύνουμε και στις αρνητικές διαστάσεις της διανθρώπινης δημιουργίας, τόσο διαγιγνώσκουμε την αφετηρία, την ατρεμή, τη χορηγό νοήματος.
Το απόλυτο όμως δε δείχνεται επειδή είναι το είναι του υ-πάρχειν μας. Έχει συνείδηση του εαυτού του όσο και εμείς, κάτι που σημαίνει πως είναι η πνοή του γίγνεσθαι ως οντική αρχή, η πνοή του υπάρχειν, κάτι που σημείωσε με οξύνοια ο Alexander, 1859-1938. Ίσως αντιταχθεί πως η αυτοσυνειδητοποίηση του ανθρώπου ο οποίος ας σημειωθεί δεν αυτοερμηνεύεται αλλά αυτοορίζεται, “πνίγεται” δημιουργικά στο είναι του, στο απόλυ-τό του, αλλά αναθάλλει στο μέτρο κοινωνίας με το συνυπάρ-χειν, με το συνανθρωπίνως και συγκοσμικώς συνυπάρχειν. Ή-δη γνωρίζουμε αυτοαναγνωριζόμενοι αφετηριακά ως άναρχοι και απόλυτοι και έγχρονα ως σχετικοί, ως όντες δηλαδή και ως υπάρχοντες, ως ενότητες.
*
Τι συνδέει όμως το είναι με το υπάρχειν; Ό,τι το νοείν με το λογίζεσθαι-συν-αισθάνεσθαι. Για να αποφύγουμε όμως το δυι-σμό είναι και υπάρχειν, επαναλαμβάνουμε: Το είναι-είναι μας τρέφει το υπάρχειν-υπάρχειν μας και αυτή η αλήθεια πιστο-ποιείται και φανερώνεται ως καθαρή σαφήνεια στο μέτρο βα-θιάς κοινωνίας των “δύο” πραγματικοτήτων που αποκαλύπτε-ται ως συνεπικουρία. Εννοώ το εξής: Όσο εμβαθύνω στο υπάρ-χειν μου, τόσο “εισβάλλω” στην άβυσσο του είναι μου. Παράλ-ληλα. όσο εμβαθύνω στην οντική μου φύση, τόσο “προσκρούω” δημιουργικά στο υπάρχειν μου. Αμοιβαία κοινωνία η οποία συνιστά ενότητα-μαρτυρία της αρραγούς ταυτότητας.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
20
Ας επικαλεσθούμε συγκεκριμένες μορφές ενεργείν. Όσο εισ-βάλλω στο είναι-νόημα της κίνησης, μεταβολής, φθοράς κ.ο.κ.,, τόσο επικουρούμαι προς κατανόηση απ’ το είναι της κίνησης, μεταβολής, φθοράς κ.ο.κ. Όσο, επίσης, ετάζω το είναι της φθο-ράς, μεταβολής κ.ο.κ., τόσο προστρέχω στην κίνηση, μεταβολή, φθορά κ.ο.κ. Να γιατί άφθαρτο είναι ο ορισμός του φθαρτού, α-μετάβλητο ο ορισμός του μεταβλητού, κ.ο.κ.
*
Βρισκόμαστε έτσι σε ένα ανόριο όριο (ας επιτραπεί αυτή η αντι-φατική έκφραση η οποία, ελπίζω, θα φωτισθεί κατά το δυνατό) το οποίο καθιστά κάθε διανοητική ακροβασία στην οποία κιν-δυνεύουμε να εκβρασθούμε, βίωμα, κατάσταση, πληρωματικό-τητα. Πληρωματικότητα δεν είναι ένα βίωμα ικανοποίησης, ε-γωιστικής κατά βάθος ικανοποίησης ή και ψευδοβεβαιότητας. Είναι κάτι ουσιαστικό και μακριά από ψευδαισθήσεις, κάτι που προσήγγισαν τόσο η στωική όσο και η χριστιανική (πανθρη-σκειακή θα έλεγα σε κορυφαίες εκφράσεις και έξω από δογμα-τικές τυποκρατίες) σοφία.
Η πληρωματικότητα, ιδωμένη υπό το πνεύμα της παρούσας σπουδής, είναι η αυθεντικότερη μαρτυρία του ανθρωποκοσμι-κού είναι. Βασικά, κάνουμε λόγο για την ηθικοδιανοητική πλη-ρωματικότητα και θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για μοναδική κατάσταση που αφομοιώνει το χρόνο, που καθιστά το βάθος της έγχρονης εμπειρίας υπερεμπειρία, στιγμή, αποκαλύ-πτουσα στιγμή, έκσταση της έκστασης. Πρόκειται για μια ά-παυστη κατάσταση η οποία τρέφει τον έγκοσμο βίο μας, για μια αλήθεια η οποία, παράδοξα, τελείται, η οποία τρέφει όλες τις έγκοσμες πληγές μας. Δεν πρόκειται για κάτι το τετελεσμέ-νο, αλλά για μια τελούμενη προσφορά, γιατί κάθε δόση δεν εί-ναι στερητική, αλλά μαρτυρία πληρώματος που τελείται εσαεί.
*
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
21
Ας προσεγγίσουμε όμως και κάτι εξίσου σημαντικό. Αν η μα-ταιότητα στις κύριες τουλάχιστον εκφράσεις της μπορεί να α-ντικρουσθεί με τη σθεναρή αντίταξη του Νοήματος το οποίο δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο αλλά πολύ συγκεκριμένο, κά-τι που ως πρωτοπληροφορία “θραύεται” σε θράσσουσες μαρτυ-ρίες ζωής, προκύπτει κάτι εξίσου ουσιώδες: Η αλήθεια του νοή-ματος μπορεί να κομίζει έσω βεβαιότητα και να μην επανα-παύεται σε οποιασδήποτε μορφής πεποίθηση ή και φαντασίω-ση.
Ταυτίζεται όμως όντως η αλήθεια με τη βεβαιότητα; Βέβαια, ο σκεπτικισμός είναι τόσο παλαιός όσο και η φιλοσοφία και α-ντιμάχεται σθεναρά κάθε γνωσιοθεωρία. Δε θα ασχοληθούμε με τα επιχειρήματα του αρχαίου, νεώτερου και σύγχρονου σκε-πτικισμού, αλλά θα αντιτάξουμε τη γνησιότερη και “συνεπέ-στερη” έκφρασή του που δηλώνεται με τον όρο ἀλαλία, απο-φεύγοντας έτσι τις σοφιστικές λ.χ. θεωρήσεις του D. Hume*, 1711-1776, παρά την οξύνοια του στοχαστή.
Είναι εξάλλου γνωστό πως η ορθολογική βεβαιότητα του R. Descartes*, 1596-1650, που άνοιξε το δρόμο στον ευρωπαϊκό ιδεα-λισμό έχει ως αφετηρία της τη σχετική αμφιβολία η οποία βασι-ζόταν στην άποψη ότι οι αισθήσεις μπορούν να εξαπατούν το πνεύμα μας και να οδηγούν στην πλάνη. Παρόμοιες όμως αμ-φιβολίες εκφράστηκαν και απ’ τον Πλάτωνα (όπως και από άλ-λους φιλοσόφους) ο οποίος όμως θεμελίωσε τη γνώση στη δύ-ναμη του νου που εκφράζεται ως λόγος αληθής.
Όλες γενικότερα οι αμφιβολίες δημιουργούνται απ’ τη δυ-σκολία εναρμονισμού της αίσθησης με την αντίληψη και το πρόβλημα τίθεται με τη μέγιστη σαφήνεια: Αλήθεια και βεβαι-ότητα ταυτίζονται, αλλά δεν είναι δυνατό αυτές οι γενικές έν-νοιες να έχουν οποιοδήποτε κύρος χωρίς απτές και συγκεκρι-μένες εκφράσεις-εκφάνσεις στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον.
Μπορούμε λ.χ. να αμφιβάλλουμε ως προς το έγκυρο, το αλη-θές, των πλατωνικών ή των καρτεσιανών ιδεών, δε μπορούμε ό-μως να αμφιβάλλουμε ως προς το θεμέλιο του νοείν, του αντι-
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
22
λαμβάνεσθαι ως συγκεκριμένης έκφρασης του πρώτου, του συ-ναισθάνεσθαι, του υπάρχειν στον κόσμο των φαινομένων.
Δεν είναι δυνατό να μην έχουμε τη βεβαιότητα πως ο αισθη-τός κόσμος είναι η σάρκα μας, ούτε να αμφιβάλλουμε ως προς την έμφυτη και αειγενή πρωτοσύλληψη της κοινωνίας μας με το κοσμικό είναι και μάλιστα άμεσα και απόλυτα, όποιες και αν είναι οι δευτερογενείς λογισμοί, συναισθήματα, εντυπώσεις κ.ο.κ.
Το θεμέλιο του υπάρχειν μας επομένως ως θαυμαστικός πρωτολογισμός είναι η βεβαιότητα, η αληθεύουσα βεβαιότητα του Ζην μας για να προκύπτουν πια (η πρωτοβεβαιότητα δεν προκύπτει, αλλά αναδύεται) τα μεγάλα ερωτήματα που απα-σχολούν το διανθρώπινο λόγο, όπως η φαντασιακή χωρικότητα του υπάρχειν, το αν ο λεγόμενος εξωτερικός κόσμος μπορεί να αποδειχθεί ως υπάρχων, το είναι του αισθάνεσθαι, του αντι-λαμβάνεσθαι, η ηθική αξία της ζωής, το πνεύμα της αισθητικής κ.ο.κ. Πρόκειται για ερωτήματα με πλήθος απαντήσεων που κλονίζουν ή στερεώνουν κατά περιπτώσεις την ατρεμή πρωτο-βεβαιότητα, αλλά και συστατικές συνθέτουσες της ζωής μας. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόλυτη και διαρκής αφετηρία νοη-μαδοτεί με απόλυτη βεβαιότητα τη μύχια κοινωνία μου με ό,τι φθαρτό, μεταβλητό, κινητό, τμητό κ.ο.κ. που έχεται απ’ την α-πόλυτη νόηση. Αυτή η βεβαιότητα είναι και έκφραση νοήματος, είναι έγγιστη αλήθεια με την οποία δομείται και οικοδομείται η τοῦ διαλέγεσθαι δύναμις, ο ορθός δηλαδή και νηφάλιος λογι-σμός.
Υπάρχουν έτσι, δημιουργούνται θα λέγαμε, και “υστερογε-νείς” βεβαιότητες των οποίων όμως ο πυρήνας είναι πρωτογε-νής: Το ηθικό αίσθημα της ζωής που εκφράζει το ηθικοδιανοη-τικό είναι ως κοινωνία ήθους και λογίζεσθαι, η νοηματοδότηση και οι αξίες που στηρίζουν την κοινωνική συμβίωση με θε-σμούς, νόμους κ.ο.κ. Φωτίζεται επίσης και η αισθητική δημιουρ-γία αλλά και όλες οι εκφάνσεις της ζωής μας μαρτυρώντας το νόημα.
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
23
*
Ιδού επομένως η βεβαιότητα ως αλήθεια ζωής με συγκεκριμένο νόημα το οποίο αντιμετωπίζει όλα τα επιχειρήματα της ματαιοφροσύνης. Θα διαπιστώσουμε πως το “όλα είναι μάταια” είναι εξαρχής αντιφατικό, αλλά προήκει η βασική και θεμελιώδης πληροφορία α-λήθειας η οποία καθιστά φανερή την ύπαρξη Νοήματος και μάλιστα πριν ο αντίλογος προβάλλει την επιχειρηματολογία του.
Οφείλουμε με άλλα λόγια να επισκοπήσουμε, έστω και σύ-ντομα, τις σχέσεις κόσμου, συνείδησης και ζωής.
Όντως, αξιόλογοι εκφραστές του φιλοσοφικού λόγου μεταξύ των οποίων οι I. Kant, 1724-1804, J. G. Fichte, 1762-1814, G. E. Moore, 1873-1952 (ο οποίος μάλιστα επεχείρησε μια μη πείθου-σα “απόδειξη” της αβεβαιότητάς του), θεωρούν πως δεν αποδει-κνύεται η ύπαρξη του λεγόμενου εξωτερικού κόσμου, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε. Η αποδοχή της ύπαρξής του είναι θέμα πίστης, φιλοσοφικής πίστης, για να θυμίσουμε πάλι τον Jaspers.
Τι είναι ο λεγόμενος εξωτερικός κόσμος αν όχι τα αισθητά πράγματα τα οποία αγγίζουμε, ακούμε, επεξεργαζόμαστε κ.ο.κ.; Αναδύεται εδώ το ερώτημα του γιατί, όπως και του γιατί της αίσθησης και κυρίως της γνώσης που οδηγεί στην εμβάθυνση της συνείδησής μας και να κάτι το οποίο είναι αυταπόδεικτη βε-βαιότητα: Το α-ληθεύειν της Ζωής μας ως γενικότατης έννοιας-αρχής για την οποία δε μπορούμε να αμφιβάλλουμε. Το ζην του κόσμου-κόσμου μας, η προσωπική μας ζωή, όποια και αν είναι η φιλοσοφική αφετηρία μας, είναι αναντίρρητο. Το ζην, η διάρ-κειά του εν μέσω μορφών αλλαγής, φθοράς, θανάτων, είναι αρ-χέγονη αφετηρία, η εσαεί μαρτυρία νοήματος που υπερφαλαγ-γίζει σκοπιμότητες, ματαιοδοξίες, πλάνες, αυταπάτες που “δια-κοσμούν” το προσωπείο της καθημερινότητας.
Η συνειδητοποιούμενη, η εσαεί συνειδητοποιούμενη κοινω-νία μας με το κοσμικό συμβαίνον μηνύει τη “δυναμική” του ζην. Ζούμε αυτοσυνειδητοποιούμενοι σε σχέση με το συνυπάρ-χειν μας με τον κόσμο και κυρίως με τους συνυπάρχοντες συ-
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
24
νανθρώπους μας. Επιφανειακή σχέση μας με το κοσμικό συμ-βαίνον οδηγεί σε ατραπούς τις οποίες γνωρίζουμε απ’ την ιστο-ρία της σκέψης: Νατουραλιστική αποδοχή που οδηγεί στους ποικίλους θρησκευτικούς παγανισμούς, σε ειδωλικές θεωρήσεις που κρατύνουν το επιφανειακό εγώ, τα πάθη, το σκεπτικισμό, την απαισιοδοξία*, την παραίτηση από κάθε νόημα, το μηδενι-σμό, τη ματαιοφροσύνη στη γενικευμένη της εκδοχή, τις σκοπι-μότητες χωρίς σκοπό κ.ο.κ.
Δεν πρόκειται απλά για επιφανειακές θεωρήσεις, αλλά και για τις δυνατότητες που προσφέρονται στην αναδυόμενη πο-ρεία συνειδητοποίησης, για δυνατότητες όμως που παραδίδο-νται ερήμην τους ή εσκεμμένα στη ροή του φαίνεσθαι, χωρίς την υποψία του Νοήματος του ζην. Στην ιστορία της σκέψης ό-μως και μάλιστα στις κορυφαίες της εκδιπλώσεις σε όλους τους πολιτισμούς ο αρχέγονος ψίθυρος επιμένει και η καταγωγή του αναζητείται σε πρωτινές εμπνεύσεις, στην πριν από κάθε γνώ-ση Γνώση, στην άρρητη δηλαδή γνώση που τρέφει μυστικά τη συνείδηση, έστω και ερήμην της τελευταίας.
Μας διαλανθάνουν συνήθως τα ουσιώδη, παρά το ότι είμα-στε φορείς τους, μέτοχοι του μηνύματός τους. Μας διαλανθάνει ο πρωτογενής θαυμασμός που δεν είναι απλά η καταγωγική αρχή της φιλοσοφίας και κάθε γνώσης, μας διαλανθάνει η πλη-ρότητα ζωής χωρίς την οποία δεν εννοείται ουσιαστικά ούτε η στέρηση ούτε η άρνηση, γιατί πληρωματική κατάσταση δεν εί-ναι η απόσυρση, αλλά ο φωτισμός της διάνοιας, εκεί που το επι-θυμείν συλλαμβάνεται άμεσα και ως επιθυμούμενο.
*
Επιθυμούμενο επιθυμείν, ο άνθρωπος ως επιθυμούμενη επιθυ-μία, όπως έχουμε σε άλλη ευκαιρία, ως αυτοεκπληρούμενος, ως ύπαρξη επιθυμούσα και ταυτόχρονα ως επιθυμούμενη επιθυ-μία που καθίσταται επιθυμούσα επιθυμία πλεγμένη σε συμ-
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
25
πληγάδες υποκειμενισμού που συχνά οδηγούν στην άρνηση υπό ποικίλες μορφές, τάσεις, ρεύματα κ.ο.κ.
Ήδη, η ματαιοφροσύνη, παρά το ότι είναι, όπως θα δούμε, διακήρυξη, ενέχει αντίφαση, είναι απλή δοξασία, όσο και αν πρεσβεύεται από ανθρώπους που λογίζονται και διανοούνται. Δοξασία ως επιφανειακή και άκριτη κρίση παραδομένη στην ε-πιφάνεια των συμβαινόντων, στη φαινομενικότητα, σε μια ψευ-δώνυμη γνώση η οποία στερείται επιγνώσεως, οντικής δηλαδή θεμελίωσης, βαθύτερης δηλαδή θέας η οποία υπερφαλαγγίζει τις εντυπώσεις, η οποία φθάνει στο βάθος.
Ας σημειώσουμε επιπλέον πως διακηρύσσοντας το μάταιο των πάντων πέρα από κοντόθωρες σκοπιμότητες οι οποίες μπο-ρεί να έχουν ένα κάποιο νόημα που όμως καταπνίγεται απ’ την άμπωτη των συμβαινόντων, που απορρίπτει και το πνεύμα του συν-αισθάνεσθαι, και, συνακόλουθα το ηθικό νόημα της ζωής. Το τελευταίο όμως ταυτίζεται με την οντική μας φύση και εκ-φράζεται ενιαία ως ηθικοδιανοητικό είναι. Ήδη, ο κυνισμός, ο σχετικισμός, ο μηδενισμός, η ριζική απαισιοδοξία εγγράφονται συχνά στις “προοπτικές” της ματαιοφροσύνης χωρίς να ταυτί-ζονται πάντα με το κύριο μήνυμά της.
*
Τίθεται επομένως το κρισιμότατο ερώτημα που αφορά κάθε άν-θρωπο, κάθε συγκεκριμένο συνάνθρωπο ανεξαρτήτως πολιτι-σμικών, κοινωνικών κ.ο.κ. δεδομένων ή θεωρήσεων. Όσο εμβα-θύνομε στο ερώτημα το σχετικό με το Νόημα της Ζωής, κατα-νοούμε πως το νόημα δεν είναι κάτι που αποκτάμε ή το οποίο μας δωρίζεται. Η προσωπική μας παρουσία-μαρτυρία, βαθιά θεωρούμενη, νοηματοδοτεί τον έγχρονο βίο μας αυτονοηματο-δοτούμενη.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα επικεντρωθούμε στο κύριο ερώτημά μας και θα αναφερόμαστε σε παραμετρικές θεωρή-σεις για να ευρύνουμε τον ορίζοντα της φιλόσοφης θέας, χωρίς να αποκλίνουμε απ’ την κύρια προβληματική μας.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
26
Ο αναγνώστης θα κατανοήσει στη συνέχεια την άμεση σχέ-ση των προλογικών θέσεων με το κύριο θέμα αυτής της σπου-δής, με το θέμα δηλαδή που αναφέρεται στη ματαιότητα και στο νόημα. Μακριά, ελπίζω, από δογματισμούς, θα αναπτυχθεί η σημαντική μας θεώρηση της οποίας η σπουδαιότητα είναι και αφετηρία ανακατάληψης των μύχιων στοιχείων που συνθέτουν το έγχρονο υπάρχειν μας.
*
Το θέμα μας συζητήθηκε εκτενώς στα Αθηναϊκά Βραδινά Φιλο-σοφικών Συζητήσεων-Αναζητήσεων (Φιλοσοφικό Καφενείο) σε ατμόσφαιρα προβληματισμού και ειλικρινούς διαλόγου της α-νοιχτής παρέας μας η οποία συμπλήρωσε ήδη είκοσι χρόνια αδιάλειπτης προσπάθειας Θερμές ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές-κοινωνούς, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των οποί-ων δε θα ήταν δυνατή αυτή η σχετικά μακροχρόνια προσπά-θεια η οποία δε στηρίζεται σε κανένα θεσμικό ή επίσημο φορέα, αλλά στην ειλικρινή προσπάθειά μας που δεν αποβλέπει παρά στη συνειδητοποίηση του ανθρωπίνως υπάρχειν στον ταραγμέ-νο κόσμο μας και στη φιλοσοφική εμβάθυνση των προκλήσεων της ανθρώπινης φύσης μας.
*
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον εκδότη, ποιητή και λόγιο Ζώη Μπε-νάρδο των εκδόσεων Δρόμων ο οποίος με πραγματική αυταπάρ-νηση κάθε χρόνο αναλαμβάνει την έκδοση των βιβλίων μας. Ευχαριστούμε επίσης τους οικοδεσπότες μας, τους κ. Θωμά, Αν-δρέα και Κώστα Χήτα οι οποίοι μας φιλοξενούν στο όμορφο πα-τάρι του ζαχαροπλαστείου τους (Café Κοραής, Ιπποκράτους 35) και μας προσφέρουν έτσι τη δυνατότητα εγκάρδιας προσέγγι-σης και κοινωνίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Προλογικό ............................................................................................. 7
Πρώτο Μέρος
Το Άσμα της Ματαιότητας
και οι απαρχές Νοήματος
Ι
Ερεθίσματα, η ισχύς του ερωτήματος, Α-λήθεια
και αντιφατικότητα ........................................................................... 27
ΙΙ
Ισχυρισμοί, Αφετηρίες, Ο σκεπτικισμός, Η αντιφατικότητα ... 30
ΙΙΙ
Το Συμβαίνον, Άσμα Ματαιότητας, Η πλήξη, Μορφές δημιουργίας, Αντιλογίες, Μηδενισμός*, Τόποι, Απαισιοδοξία, Διαπλοκή δημιουργίας και ματαιότητας ...................................... 33
ΙV
Η Αφετηρία του Συμβαίνοντος, Εμβαθύνσεις,
Σκοποί και Σκοπιμότητες, Πλατωνική επίκληση, Ετεροκεντρικότητα και Εγωμονισμός ........................................... 47
V
Αναζητώντας το θεμέλιο, Το γνώσιμο, το μη αληθές,
η πλατωνική δυναμική, Το γνώσιμο, το μη Αληθές,
το Μάταιο ............................................................................................ 53
Δεύτερο Μέρος
Ματαιότητα και Δημιουργία. Αντιστίξεις

Η δημιουργική προσπάθεια και οι θεωρήσεις της ματαιότητας. Σκοπός και Σκοπιμότητα, Το είναι του δημιουργικού παλμού και η εγκυρότητά του ........................................................................ 68
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ
209
VIΙ
Νόημα και η Μαρτυρία. Το σχετικό και το απόλυτο του Νοήματος, Αυτοορισμός και Αυτοερμηνεία, Νηφάλιος και Νόθος Λογισμός, Αιώνια Φύση των Πραγμάτων και Προκλήσεις .............................. 73
VIIΙ
Το Πνεύμα της Συμβολικής, Τρόποι της ματαιότητας
και Κοινωνία με το Αληθεύον, Προκείμενες ............................... 85
Τρίτο Μέρος
Οι Χρόνοι της Ματαιότητας
και Καιροί του Αληθεύοντος
ΙΧ
Μηδενισμός και Αντιφατικότητα, Πρωτογένεια και Υστερογένεια, ο Λόγος του Νοήματος και η Άρνηση.
Λήθη και Μνημοσύνη ....................................................................... 96
X
Καρποί Πρωτογένειας κα Υστερογένειας,
Ελευθερία, Παρουσία, Μαρτυρία ................................................. 113
ΧΙ
Αφετηρίες, Η Ματαιότητα ενώπιον του Θανάτου,
Η Δυναμική του Θανάτου και η φορά του Νοήματος .............. 133
Επιλογικό .......................................................................................... 133
Επίμετρο ........................................................................................... 164
Μικρό Χρονικό Εικοσαετίας ......................................................... 179
Διάλογος και Μαρτυρίες ................................................................ 187
Φώτη Καλδή: Σχέση ιστορίας και αναγκαιότητας
με πολιτισμό, ελευθερία και ουτοπία .......................................... 187
Γιάννη Μητρογιάννη: Η Ματαιότητα των Πάντων ................ 194
Τούλας Γρηγοριάδου: Αλήθεια .................................................... 196
Κλειώς Λούμου-Μαρκάκη: Πολιτισμός:
Υλικός και πνευματικός ................................................................. 198
Νίκου Μακρή: Ποιητικές ελλάμψεις ........................................... 200
Ζέτας Μακρή: Θρησκευτική Ιδιοσυγκρασία .............................. 202
Λεωνίδας Κοβάτσης: Ένα Φως / Η Νέα Δημιουργία ................ 206