Κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Δρόμων.
ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ
ΚΑΙ ΑΠΕΙΡΟ
Π ρ ο λ ο γ ι
κ ό
Μετά
τη δημοσίευση της τριλογίας μας (Άπειρο
και Πεπερασμένο, Ιδεατό και πραγματικό, Υπέρβαση και Υπερβατικότητα,
Δρόμων, 2022, 2023), το παρόν μελέτημά μας που θεωρούμε ευρύ επίμετρό της,
προσπαθεί να διευρύνει τους ορίζοντες τους οποίους προσπαθήσαμε να ανοίξουμε
και μάλιστα σε δημιουργική αναστροφή με μεγάλες φιλοσοφικές προσφορές όχι μόνο
του ελληνοευρωπαϊκού πνεύματος και των συνθετουσών του, αλλά και με κλασικές
θεωρήσεις της Ανατολικής προσφοράς, όπως η τελευταία εκφράστηκε και εκφράζεται από μεγάλους θεωρούς του
Ινδουισμού, του Βουδισμού και του Ταοϊσμού.
Περίπλους
και διάπλους αυτή η προσπάθεια, τείνει να διευρύνεται με το παρόν πόνημα στο
οποίο αποφεύγονται βιβλιογραφικές αναφορές προς αποφυγή επαναλήψεων, αλλά
επιχειρούνται διαπλώσεις οι οποίες, χωρίς να μεταβάλλουν το πνεύμα της
τριλογίας, φωτίζουν περαιτέρω την όλη προσπάθεια.
Πρόκειται
για ‘’επιχείρηση’’ στην οποία αναλύεται η φύση του πεπερασμένου υπό το φως του
όρου απεριόριστο το οποίο και ταυτίζουμε με τη φύση του αισθητού για να
αναδείξουμε στη συνέχεια το δεσμό του με το άπειρο. Μόλις που απαιτείται να
υπομνήσουμε πως ο όρος μας δεν είναι ούτε νέος, ούτε παλαιός, αλλά πως συνιστά
διάρκεια απ’ την ηώ των πρώτων πολιτισμών διαμέσου της μυθολογίας, του μυθικού
πνεύματος και της φιλοσοφικής εντρύφησης, και, επιπλέον, πως απασχόλησε
απασχολεί και θα παροξύνει το διανθρώπινο προβληματισμό. Ήδη, όροι όπως αχανές,
απέραντο, ατελεύτητο, κ. ο. κ. δεν είναι παρά συναφείς ονομασίες ενός
προβλήματος το οποίο συχνά, συχνότατα, προσκρούει στις συμπληγάδες αμείλικτων
εμποδίων τα οποία ορθώνονται ως αναπάντητα προβλήματα τόσο από στοχαστές, όσο
και από κοσμολόγους.
Επιχειρούμε
επομένως την προσέγγιση ενός μεγάλου, μεγίστου, προβλήματος υπό το φως μιας
νέας ματιάς η οποία, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες, δεν είναι παρά θεώρηση με,
ελπίζουμε, διεισδυτική κατά το δυνατό προσέγγιση.
Προϋποτίθενται
θέσεις τις οποίες έχουμε ήδη αναλύσει στην Τριλογία μας, θέσεις οι οποίες αναφέρονται
συντομότατα, για να γίνεται προσιτή η διεύρυνσή τους υπό το φως του όρου
απεριόριστο.
*
Οφείλουμε
ωστόσο να σημειώσουμε πως, όπως κάθε μορφή έκφρασης είναι συμβολική, η γλώσσα,
συμβολική και αυτή μορφή έκφρασης, δημιουργεί και προβλήματα τα οποία οφείλουμε
να γνωρίζουμε, κατά τρόπο που το σχετικά-συμβολικά εκφραζόμενο παραπέμπει στον
εκφράζοντα και με τον αποσυμβολισμό, με το άνοιγμα του πέπλου της Ίσιδας, που οδηγεί
στην κοινωνία με ό,τι υπερβαίνει τη σχετικότητα. Υπ’ αυτό το πνεύμα
προσεγγίζουμε τον όρο απεριόριστο ο οποίος, όπως και οι ταυτόσημοί του,
αποκαλύπτει το μύχιο δεσμό απείρου και πεπερασμένου, απολύτου και σχετικού,
χωρίς το παραπλανητικό φάσμα του λεγόμενου ομογενούς χώρου και της εκτατότητας
των αισθητών μεγεθών. Ήδη, το απεριόριστο που δεν είναι δυνατό να εκλαμβάνεται
ως αντικείμενο, αλλά ως ‘’κάτι’’ στο οποίο μετέχουμε ως ένσαρκοι-έγχρονοι, ως
κάτι με το οποίο κοινωνούμε, αποκαλύπτει τη δύναμη του νοείν, του εννοείν, του
αισθάνεσθαι, του συναισθανεσθαι, του θαυμάζειν, του ενεργείν σε όλες τις εκφάνσεις
της ανθρώπινης φύσης μας.
*
Ας
προχωρήσουμε, πάντα εισαγωγικά.
Φυσικά,
υπάρχουν, και οφείλουν να υπάρχουν ενστάσεις. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε το
πρώτιστο-ύστατο είναι μας, ό,τι δηλαδή μας συνέχει ως
αισθανόμενους-αντιλαμβανόμενους, το ἀνυπόθετον
κατά τον Πλάτωνα.
Τι
θα σήμαινε μια παρόμοια προσπάθεια; Μπορούμε να είμαστε σε θέση να
επισκοπήσουμε το βαθύτερο είναι μας πέρα απ’ τις παραστάσεις, πέρα, επίσης, απ’
τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς-επιχειρήματα; Όσο και αν προσπαθούμε
να εμβαθύνουμε στην οντική μας φύση, μας διαφεύγει κάτι το οποίο ‘’ίσταται’’
πριν από κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης.
Πριν
προσπαθήσουμε να εγκύψουμε στις θεμελιώδεις ορίζουσες της πνευματικής
προσπάθειας, πριν από κάθε διόραση, προηγείται ‘’κάτι’’ το οποίο δεν ορίζεται,
το οποίο δεν προσδιορίζεται, δεδομένου ότι κάθε οριστό-προσδιοριστό ακολουθεί,
δεδομένου ότι τα οριστά-προσδιοριστά προϋποθέτουν την ενότητα
αίσθησης-αντίληψης.
Τι
προηγείται όμως, τι μας καθιστά ικανούς να ορίζουμε και να προσδιορίζουμε; Η
αντίληψη ή η συνειρμική συνέχεια-ασυνέχεια που αφυπνίζει την εμπειρική μας
ύπαρξη, θα μας έλεγαν οι εμπειριστές.
Ας
τονισθεί ωστόσο πως τόσο ο αρχαίος εμπειρισμός, όπως εκείνος του Επικούρου και
του Πρωταγόρα, όσο και ο νεώτερος, όπως εκείνος των Γάλλων και της αγγλικής
εμπειρικής σχολής (Bacon, Hobbes, Locke, παρά τον μετριοπαθή χαρακτήρα του, κ.ά.), είτε
είναι αισθησιαρχικοί, φυσιοκρατικοί, κ. ο. κ., προσκλίνουν προς τον
σκεπτικισμό, όσο και αν ο Δημόκριτος λ.χ. οδηγείται στον κριτικό ρεαλισμό. Ο
εμπειρισμός όμως υποπίπτει ερήμην του στο ατόπημα της αυτοαναφορικότητας, κάτι
που σημαίνει πως, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε
τη σκέψη με αφετηρία την αίσθηση, παρά το ότι η ίδια η σκέψη επικαλείται την
αίσθηση πάντα ως σκέψη. Συνέπεια, αναπόφευκτη συνέπεια κάθε εμπειρισμού, είναι
ο σκεπτικισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Hume
ο οποίος τελικά, αποφεύγοντας το φιλοσοφικό λόγο και με σοφιστικές κατά τα πολύ
θεωρήσεις, επικαλούμενος όμως το λόγο και τις λογικές κατηγορίες, προσπαθεί να
τον αναιρέσει. Ο Husserl μάλιστα του
καταλόγισε ανεντιμότητα.
Για
να επιστρέψουμε, ας θυμίσουμε πως ο αρχαιοελληνικός σκεπτικισμός και οι σχολές
του, χωρίς να αποφεύγει πλήρως την παγίδα, προτιμάει την ἀλαλίαν, την ἰσοσθένειαν τῶν λόγων,
την ἐποχήν. Το πρόβλημα είναι όντως
σημαντικό και ας τονίσουμε παρεπιπτόντως πως σχολάρχες της ύστερης πλατωνικής
Ακαδημίας (Καρνεάδης, Αρκεσίλαος) προσκλίνουν σαφώς στον σκεπτικισμό. Δεν
επεκτεινόμαστε, θα απομακρυνόμασταν απ’ την κύρια θεματική μας.
Δεν είναι όμως αυτό που αναζητάμε, θα μας
έλεγαν οι μη συμφωνούντες με τις σχολές του εμπειρισμού. Τι; Κι όμως, πριν
αναζητήσουμε το ‘’τι’’ στο άμεσο- απόλυτό μας που δεν είναι δυνατό να
προσδιορίζεται από τη συμβολική φορά του εκφράζεσθαί μας, δεδομένου ότι κάθε
συμβολικά εκφραζόμενο είναι σχετικό και υφίσταται τη μέγγενη του παροδικού και
του παρερχόμενου, οφείλουμε να εγκύψουμε στο ουσιώδες συμβαίνον που ούτε
προηγείται, ούτε έπεται.
Στην
παρούσα όμως φάση των διαλογισμών μας ανακύπτει εκ νέου το πρόβλημα, το μέγιστο
πρόβλημα το οποίο και μας δοκιμάζει: Πώς είναι δυνατό να αναρωτιόμαστε ως προς
την οντική μας φύση, όταν το κάνουμε ως υπάρχοντες, ως έγχρονοι-έγκοσμοι
δηλαδή; Δε θα μπορούσαμε να αναρωτιόμαστε σχετικά με κάτι το οποίο υπερβαίνει
το έγχρονο υπάρχειν μας. Πέραν αυτού, τίποτε δεν είναι διανοητό. Όσο και αν
προσπαθούμε να αποσυμβολίζουμε κάθε μορφή συμβολικής έκφρασης, τόσο υποπίπτουμε
στο σφάλμα της συμβολικής έκφρασης του αποσυμβολισμού. Είναι δυνατό να
αποσυμβολίζουμε συμβολικά;
*
Διαπιστώνουμε
πως ο αποσυμβολισμός που δεν είναι παρά οντική εισβολή στο νόημα κάθε
συμβολικής μας έκφρασης ανοίγει το δρόμο στη σιωπή που δεν είναι η ἀλαλία ή η ἐποχή των σκεπτικών, αλλά η καθαρή οντική διαύγαση του υπάρχειν.
Υπάρχει
βέβαια ένα διαρκές πρόβλημα-έναυσμα: Πώς είναι δυνατό η αίσθηση να πληροφορεί
σωστά όταν δεν είναι δυνατό να διαχωρίζεται πλήρως απ’ την αντίληψη η οποία
αποφαίνεται; Στην πλατωνική σκέψη το αισθητό είναι αδιανόητο χωρίς την
αντιληπτική καταλληλότητα του υποκειμένου: Απ’ τα αισθητά-αντιληπτά ἐπορισάμεθα φιλοσοφίας γένος, κάτι που
σημαίνει πως τα τελευταία θεωρούνται υπό το φως των ιδεών και όχι αυτά
καθεαυτά, δεν είναι δυνατό να οδηγούν στη σκεπτικίζουσα θεώρηση που είναι η
ψευδώνυμη σιωπή.
Έχουμε ήδη κάνει λόγο για το λόγο
της σιωπής, αλλά ο κίνδυνος αναμένει και είναι δυνατό να μας οδηγήσει στο
περίφημο σόφισμα του ψευδομένου, επειδή δεν είναι δυνατό να οδηγούμαστε στον
αποσυμβολισμό, στην οντική δηλαδή διαύγαση της ύπαρξής μας προσφεύγοντας στη
συμβολική έκφραση. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει επειδή με τη συμβολική έκφραση
είναι αδύνατο να εισβάλλουμε στο νόημα κάθε κίνησής μας. Πού παραπέμπει
επομένως η λέξη σιωπή που είναι και αυτή συμβολική μορφή που, υποτίθεται,
μηνύει κάτι; Έχει λόγο, έχει λέγειν, και αν ναι, πώς μπορεί να εκφρασθεί;
Κάνουμε λόγο λ.χ. για (το) άπειρο, αγαθό, άρρητο, άχρονο, αδιάστατο κ.ο.κ.
ταυτολογώντας, αλλά πάντα καταφεύγοντας σε συμβολικούς τρόπους έκφρασης.
*
Φθάνουμε
στο πνεύμα της συμβολικής έκφρασης για να δούμε πως κάθε μορφή της
υπερβαίνεται, αυθυπερβαίνεται, και πως ο αποσυμβολισμός-σιωπή δεν είναι παρά
εμβάθυνση στο πνεύμα του συμβολιζόμενου. Δεν είναι δυνατό να αναζητάμε την
οντική φύση του εκφραστού ‘’κάπου’’,
έστω και σε άρρητο τόπο, επειδή κάτι παρόμοιο θα οδηγούσε σε άγονο αποφατισμό.
Αντίθετα,
εγκύπτοντας στο είναι του εκφραστού που είναι αναπόφευκτα συμβολικό,
προσεγγίζουμε το άρρητο είναι μας, το άπειρο στο πεπερασμένο, και αυτό συνιστά
ατρεμή αλήθεια.
Συγκεκριμένα:
Τι ονομάζουμε, τι ορίζουμε, τι παραστατικοποιούμε; Απλά, θα λέγαμε με την πρώτη
ματιά, οτιδήποτε σχετικό, μεταβλητό, φθαρτό, κινητό. Αυτή όμως η αλήθεια που
δεν εκφράζεται παρά συμβολικά, με οποιαδήποτε δηλαδή μορφή συμβολικής έκφρασης,
αποκαλύπτει όχι μόνο τη φύση κάθε αισθητού, κάθε λογισμού και κάθε
συναισθήματος, αλλά το οντικό θεμέλιο, το άρρητο, που, όμως, φράζεται ρητά ως
φανέρωση, ως αειγενής φανέρωση χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Αυτή η τόσο απλή
διαπίστωση που αποκαλύπτει κάθε ανθρωποκοσμική αλήθεια, και όταν ακόμη υπάρχει
σφάλμα, είναι κατά βάθος καταιγιστική: Δια-δηλώνει πως στο είναι του φραστού
ίσταται η ατρεμής παρουσία-μαρτυρία του ορίζοντος που συνέχει το αισθητό, του
πνεύματος που ως ορίζον συγκεκριμένα μεγέθη και καταστάσεις, δεν είναι ούτε τα
μεγέθη, ούτε οι καταστάσεις, αλλά ό,τι τα συνέχει, πέρα από κάθε
ορισμό-περιορισμό.
*
Πώς
όμως ορίζουμε-περιορίζουμε, διακρίνουμε δηλαδή, όταν όλα τα αισθητά είναι
φθαρτά, κινητά, μεταβλητά; Έχει ισχύ ο ορισμός του συνεχώς μεταβαλλόμενου και
ποια η εγκυρότητά του, όταν μάλιστα εκφράζεται με μαθηματικά σύμβολα τα οποία
είναι αναλλοίωτα; Θα λέγαμε πως ίσως πρόκειται για παίγνιο διανοίας το οποίο θα
μας οδηγούσε στον σκεπτικισμό, αλλά σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε πως η
αντίληψη της φύσης του αισθητού δε δηλώνει τα εκάστοτε οριζόμενα αισθητά, αλλά
την οικουμενικότητα του νοήματος υπό απέραντους ιριδισμούς.
Σε
κάθε αισθητό ενοικεί το απόλυτο και αυτό σημαίνει πως η απειρία μαρτυρείται ως
εσαεί φανέρωση, ως απεριόριστη φανέρωση-νόημα. Εξάλλου, αισθανόμενοι,
αντιλαμβανόμαστε και η αίσθηση ενός συγκεκριμένου μεγέθους ή κατάστασης είναι
και αντίληψη, είναι, για να είμαστε ακριβέστεροι, και συν-αντίληψη. Αυτό μηνύει
πως κάθε προσπάθεια αποσυμβολισμού με σκοπό να φθάσουμε στην οντική φύση του
ανθρωποκοσμικού δε συνιστά ‘’φυγή’’ στη σιωπή, αλλά αποκαλύπτει κάτι πολύ
σημαντικότερο: Η σιωπή είναι πληρώνουσα κατάσταση, ή κενότητα κατά τους
Ανατολικούς, καθιστώντας έτσι τη συμβολική έκφραση μαρτυρία του απολύτου στο
σχετικό. Μαρτυρία που δίνει νόημα στο λέγειν, καθώς το λέγειν δεν είναι δυνατό
να είναι λέγειν του ανθρώπου αποκλειστικά, αλλά λέγειν του κοσμανθρώπου.
*
Λέγειν
και σιωπάν επομένως είναι συμπληρωματικά, και, πιο συγκεκριμένα, το σιωπάν
είναι η οντική φύση του λέγειν, πέρα απ’ τις φωνές της πλήθουσας καθημερινότητας.
Το λέγειν συνιστά απόφανση ή έγχρονη επίλαμψη του σιωπάν και γι’ αυτό θα ήταν
απογοητευτικό να το εξορίσουμε σε ανύπαρκτους κόσμους. Είναι ‘’εδώ’’ ως αιώνιο
τώρα που νοηματοδοτεί το πριν και το μετά ως αιώνιο νυν που συνέχει κάθε τροπή
της χρονικότητας. Έτσι και μόνο δημιουργείται το λέγειν ως μαρτυρία του
απολύτου στο έγχρονο. Γι’ αυτό ακριβώς ο αποσυμβολισμός δεν είναι η υπέρβαση
του συμβόλου, κάθε συμβολικής δηλαδή έκφρασης, δεν υπάρχει υπέρβαση αν τελείται
η εσαεί συνειδητοποίηση, αλλά οντική θεώρηση της διάπτυξης του ανθρωποκοσμικού.
Έτσι,
οι όροι όπως ενόραση, διαλογισμός, αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη δε δηλώνουν νοσηρό
μυστικισμό, αλλά ζώσα μυστική-αιώνια τροφό λόγου και συναισθήματος που δε
μπορούν παρά να συνιστούν ενότητα.
Σιωπά
ο περιεσκεμμένος λόγος αποσυρόμενος απ’ τη θνητή φλυαρία, για να χρησιμοποιήσω
μια πλατωνική έκφραση, απ’ τη ματαιότητα και απ’ τις σοφιστείες του
πονηρευόμενου και μάταιου λόγου που ειδωλοποιεί το παροδικό και μεταβαλλόμενο
και αυτή η σιωπή συνιστά την αυτοσυνειδητοποίησή του, την ανάκτηση της οντικής
του φύσης. Η σιωπή επομένως δε σημαίνει αλαλία, δε σημαίνει απόδραση, αλλά
ειρηνική μεν αλλά αποφασίζουσα ρήξη με τη ματαιολογία και με τους ψευδείς
‘’ορθολογισμούς’’ οι οποίοι πλανώνται και περιπλανώνται στις ακτής της πλαστής
φαινομενικότητας…
Να
γιατί το άρρητο-απόλυτο-άχρονο-άτμητο-άφθαρτο δεν είναι μακρινό και απρόσιτο
πεδίο αναφοράς προς εύκολη προσέγγιση του
σχετικού-τμητού-μεταβλητού-παρερχόμενου. Το υπερβατικό δεν είναι το άφθαστο,
ούτε το σημείο υπέρβασης του σχετικού, δεν είναι το ασφαλές καταφύγιο του λόγου
ως ὑπέρ λόγον μυστήριο. Είναι η
απόλυτη κατάφαση η οποία φωτίζει το σχετικό, είναι ό,τι προσφέρει νόημα στο
σχετικό το οποίο γίνεται αντιληπτό, παρά τη φθίνουσα και μεταβαλλόμενη έκφρασή
του.
*
Είμαστε
ίσως σε θέση να διίδουμε τη φορά του συμβολικού, κάθε δηλαδή συμβολικής
έκφρασης που αναφέρεται αναπόφευκτα σε αισθητές-μεταβαλλόμενες υπάρξεις, σε
ό,τι δηλαδή έγχρονο-έγκοσμο. Με τη συμβολική έκφραση φανερώνεται το κρυπτόμενο,
το άμεσα δηλαδή αντιληπτό, το απόλυτου που ‘’αναλώνεται’’, που συνέχει κάθε
αισθητό και γι’ αυτό ακριβώς υποστηρίζουμε πως το περιεσκεμμένο λέγειν, ο λόγος
δηλαδή και η απορρέουσα λογική, παρότι αναφέρονται σε πράγματα και σε
καταστάσεις, νοούνται και εννοούνται απόλυτα.
Ανακύπτει
επομένως το νόημα της σιωπής που δεν είναι παρά η έκφραση του αληθώς λέγειν και
αποφαίνεσθαι, που φανερώνει εν κρυπτώ το απόλυτο σε κάθε αισθητή μορφή ύπαρξης.
Είναι
η οντική φύση κάθε ύπαρξης, κάθε υπάρχοντος που είναι εκ φύσεως έγχρονο-ατελές.
Είναι επίσης η οικουμενική φορά του συνυπάρχειν, καθόσον δεν υπάρχει υπάρχειν
χωρίς το συνυπάρχειν, με όλες τις τραγικές αποκλίσεις στον κοσμανθρώπινο βίο.
Δε
θα μπορούσαμε όμως να αρνηθούμε την υστερογένεια, το κακό, κάθε μορφή εγωιστικής
φοράς και δράσης, χωρίς την πρωτογένεια η οποία συνέχει μυστικά. Όλες οι
τραγικές στιγμές που προκαλούνται από μορφές κακού, εγωιστικής βίας δηλαδή,
έχουν υποπόδιο, έστω και θραυσμένο, την αφετηρία. Κατανοώ τις μορφές
εγωτικότητας σημαίνει πως τις υποτάσσω στην αρχέγονη και αειγενή μου
νόηση-εννόηση της καθαρότητάς μου, της συνειδητοποιημένης καθαρότητας. Άλλως θα
ήταν κάτι το φυσιολογικό, κάτι το εντελώς αποδεκτό. Λέμε συνήθως πως κριτής του
κακού είναι το αγαθό, όπως, κατά τη απόφανση του Spinoza,
η αλήθεια είναι κριτήριο του εαυτού της και του ψευδούς.
Προσεκτικότερα,
αν δεν υπήρχε ατέλεια με όλες τις τραγικές της εκβάσεις, ο κόσμος μας, ο
ανθρωποκόσμος, θα ήταν αδιανόητος. Υπάρχει μία ενδεικτική μαρτυρία: Ό,τι
ονομάζεται καλό, καθαρότητα, αφέλεια, χάρμα, ευγένεια κ. ο. κ., είναι
καταστάσεις που διαμηνύουν το απόλυτο του συνυπάρχειν χωρίς έγχρονη αφετηρία,
ό,τι κατακυρώνει την ενόραση, την έκσταση, την περισυλλογή, ενώ οποιαδήποτε
μορφή κακού, έχει έγχρονη αφετηρία και τέλος, όντας παραφροσύνη με εκστασιακές
εξάρσεις και φανατισμούς. Είναι η εθελούσια αιχμαλωσία του ανθρώπινου.
*
Εδώ
αναγνωρίζουμε την ακλινή γονιμότητα της σιωπής ως μαρτυρίας πια, ως
ανανεώνουσας αποκάλυψης των συμβολικών εκφράσεων. Τα ‘’ονόματα’’ που την
εκφράζουν, οι επιμέρους δηλαδή διεκφράσεις της, δεν έχουν έγχρονο περιεχόμενο,
δεν έχουν όρια, ούτε σκοπό, ούτε σκοπιμότητα, και ό,τι ονομάζουμε αρετή, καθώς
υπερβαίνει το αριστοτελικό νόημα του όρου, προσδίδει στο ηθικό το κατεξοχήν
οντικό του νόημα, καθώς η φαινόμενη ενότητα λόγου και συναισθήματος είναι πια
μαρτυρία του απόλυτου στο σχετικό, πληρωματικότητα, επίσκεψη της αγαθότητας, εσαεί
τελούμενη και μαρτυρούμενη μετά εταστική προσέγγιση. Έτσι αγγέλλεται ο κόσμος
της σιωπής ως διέκφραση του αληθεύοντος νοήματος, έτσι μαρτυρείται η ανεπάρκεια
κάθε νατουραλίζουσας, ωφελιμιστικής ή και κανονιστικής θεώρησης της ηθικότητας.
Βαθύτερα,
το ηθικόν στην καθαρότητά του καθιστά δυνατό το συν-υπάρχειν ως παναρχή,
δεδομένου ότι χωρίς το συν- είναι αδιανόητη κάθε μορφή ζωής. Γι’ αυτό το
συν-υπάρχειν δε μπορεί να έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, είναι πρώτιστος και
έσχατος αποσυμβολισμός, είναι η μαρτυρούσα σιωπή ως οντική φύση κάθε συμβολικής
έκφρασης. Είναι μαρτυρία αγαθότητας. Έκτοτε το συμβολικά εκφράζεσθαι αναδίνει
νόημα, αληθεύον νόημα, απόλυτο και αθάνατο, σε αντίθεση με τις κραυγές του
κορυβαντιώντος λόγου, του παραλογισμού.
*
Και
η αισθητική σε όλες της τις εκφράσεις διαμηνύει την ίδια αλήθεια με τον τρόπο
της, είτε πρόκειται για τη λογοτεχνική έκφραση με τις δαιδαλώδεις τροπές της,
είτε πρόκειται για τις εικαστικές τέχνες και για τη μουσική.
Είναι
αλήθεια πως μήτρα του αισθητικού λόγου είναι η διυποκειμενικότητα, αλλά η
συμβολική και η συμπαρουσία του αισθητού αποτελεί την πρώτη ‘’ύλη’’, κατά τρόπο
που η καλλιτεχνική δημιουργία άγεται στο κάλλος, στην ανθοφορία του πρωτινού
άσματος. Ἱερόν πτηνόν κατά την
πλατωνική θεώρηση όχι μόνο ο ποιητής, αλλά και ο καλλιτέχνης, ‘’θραύει’’ και τα
σύμβολα για να εξορύσσει την οντική φύση, το λόγο της σιωπής που δε συγκινεί
ούτε καταγοητεύει απλά, αλλά που αποκαλύπτει την κρύφια αλήθεια του
πανανθρωπίνου ως συμπληρωματική αρχή των πνευματικών λειτουργιών.
Aποσυμβολισμός
με παραμονή σε συμβολικές εκφράσεις που σημαίνει οντική αποσυμβολοποίηση,
αποκάλυψη όχι μόνο της φοράς των συμβολικών εκφράσεων που αγκαλιάζουν όλες τις
μορφές ύπαρξης και λειτουργίας του ανθρωποκόσμου, όλες δηλαδή τις πνευματικές
και μη εκφράσεις του φαινομένου της ζωής μας, για να αναδίνουν εσαεί το νόημα
που κινητοποιεί το πνεύμα που έχει ως πεπρωμένο να ζει και να εκδηλώνεται
συμβολικά. Αυτή η ιδιότυπη ‘’αιχμαλωσία’’ του ανθρωποκοσμικού, μυστικά
θεωρούμενη, δεν οδηγεί σε μυστικισμούς, αλλά στην ανάδειξη της μυστικής
πρωτοπληροφορίας του υπάρχειν-συνυπάρχειν χωρίς την οποία δεν έχει δυνατότητα
ύπαρξης κανένας ορισμός και προσδιορισμός. Αιχμαλωτίζουσα αιχμαλωσία που ανοίγει
τους δρόμους της πλήθουσας διανθρώπινης δημιουργίας σε όλες τις διαπολιτισμικές
επιτεύξεις και προσπάθειες, όποιες και αν είναι οι εκ των υστέρων αναγωγές και
συνεπαγωγές.
*
Ήδη,
φθάνουμε στο κύριο θέμα της παρούσας προσπάθειας η οποία επιμαρτυρεί την
προηγηθείσα τριλογία μας.
Υπάρχουν
αιώνιες συζητήσεις, προβληματισμοί και θεωρήσεις σχετικές με τους όρους ατελεύτητο,
απέραντο, αχανές, όρους οι οποίοι προβλημάτισαν και προβληματίζουν φιλοσόφους,
στοχαστές, επιστήμονες, αλλά και όλους μας σε στιγμές διαλογισμών μας.
Υπάρχει
και θα αναπτυχθεί στις σελίδες που ακολουθούν μία ασύνειδη μείξη του λεγομένου
χώρου με την παμπλήθεια των αισθητών. Συγχέουμε άθελά μας συχνά το αντιληπτό αποδίδοντάς του γνωρίσματα
του αισθητού, της ‘’ύλης’’ όπως το προσδιορίζουν πολλοί.
Απεριόριστο
όμως είναι κατηγορία την οποία αποδίδουμε σε ένα αισθητό μέγεθος και θα ήταν
πραγματικά αντιφατικό να την αποδίδουμε στο λεγόμενο χώρο ο οποίος είναι αντιληπτός,
άχρονος, άυλος κατά τις διαπιστώσεις της γηραιάς αλλά και της σύγχρονης
προβληματικής.
Αποσυμβολισμός
με παραμονή στις συμβολικές εκφράσεις που σημαίνει οντική αποσυμβολοποίηση,
αποκάλυψη όχι μόνο της φοράς των συμβολικών εκφράσεων που αγκαλιάζουν όλες τις
μορφές ύπαρξης και λειτουργίας του ανθρωποκόσμου, όλες δηλαδή τις πνευματικές
και μη εκφράσεις του φαινομένου της ζωής μας για να αναδίνουν το νόημα που
κινεί το πνεύμα. Αυτή η ιδιότυπη ‘’αιχμαλωσία’’ του ανθρωποκοσμικού οδηγεί στη
συνειδητοποίηση της μυστικής πρωτοπληροφορίας του υπάρχειν-συν-υπάρχειν χωρίς
την οποία δεν είναι δυνατός κανένας ορισμός και προσδιορισμός.
Αιχμαλωτίζουσα
αιχμαλωσία που ανοίγει τους δρόμους της πλήθουσας διανθρώπινης δημιουργίας σε
όλες της τις προσπάθειες και επιτεύξεις.
*
Εντείνοντας
την προσοχή μας διαπιστώνουμε πως ‘’χώρος’’ δεν είναι παρά η φαντασιακή
καταλληλότητα, απόλυτη αλλά και σχετική στην έγχρονη-αισθητή φύση των
πραγμάτων. Ήδη, οι αποστάσεις που δεν είναι ποτέ σταθερές λόγω της κίνησης, της
μεταβολής, λογίζονται πάντα φαντασιακά και εννοητά, κατά τρόπο που οι όροι
αμέτρητο, ατελεύτητο, απέραντο
στερούνται νοήματος και θέτουν τον γνωστό ομογενή χώρο εκτός
προβληματικής. Κάθε προβληματισμός επομένως για να είναι έγκυρος προϋποθέτει
την εννόηση της αλλαγής των αισθητών πραγμάτων συμπεριλαμβανομένου και του σώματός
μας. Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πως οι αποστάσεις, οσοδήποτε μεταβαλλόμενες,
και παρά την επαναληπτικότητά τους, είναι νοητές καταστάσεις, πνευματικά
φαινόμενα, δεδομένου ότι ό,τι αποκαλούμε ύλη δεν είναι παρά αισθητές φανερώσεις
ως εν πεπερασμένω εκφράσεις το απολύτου-συνέχοντος.
Γι’
αυτό υπάρχει αντίληψη, γι’ αυτό οι προσμετρήσεις νοούνται
πνευματικά-μαθηματικά, γι’ αυτόν το λόγο στο συμβαίνον, σε κάθε συμβαίνον,
τελείται το απόλυτο, κατά τρόπο που το έγχρονο δεν είναι παρά εν πεπερασμένω
μαρτυρία του απόλυτου.
Ό,τι
επομένως ονομάζεται άμετρο, απεριόριστο, αχανές, δεν είναι διαστημικός
‘’χώρος’’ , αλλά η πνοή-εμπνοή που έχεται-συνέχεται
σε κάθε πεπερασμένη, αισθητή, υπάρχουσα μορφή, σχήμα, μεταβολή.
Υπ’
αυτό το πνεύμα το απόλυτο είναι αδιανόητο χωρίς το σχετικό και τανάπαλιν.
Υπάρχει μία αμφίδρομη αιχμαλωσία η οποία, ωστόσο, ελευθερώνει διενώνοντας
αισθητό και νοητό στη συνειδησιακή αρμονία του συνυπάρχειν και του
συνδημιουργείν.
*
Ήδη,
το απεριόριστο, το μη έχον πέρας αλλά συνεχώς υπάρχον στη σχετική ανομοιογένεια
που όμως για να νοείται, προϋποθέτει την απόλυτη ομογένεια, το άπειρο-αγαθό
ώστε να νοείται το ομοιογενές, το ετερογενές, το ενάντιο, σύμμετρο, το ασύμμετρο,
το αρμονικό, το δυσαρμονικό ό,τι δηλαδή καθιστά δυνατό το λογίζεσθαι ως πρώτιστη
γνώση, φανερώνεται αναπόφευκτα με αισθητό τρόπο ο οποίος είναι η δυνατή έκφραση
του λογιζομένου πνεύματος. Είναι ενότητα εν ταυτότητι και αυτό μας οδηγεί στην
κατά το δυνατό θεώρηση του απεριόριστου ως πραγματικότητας η οποία συναιρεί
οικουμενικό και συγκεκριμένο.
Δεν
υπάρχει επομένως απέραντο, απεριόριστο, άμετρο κάπου έξω μας ή στην αχανή
χωρικότητα-εκτατότητα στην οποία, υποτίθεται, μετέχουμε, αλλά σε ό,τι
εκδιπλώνεται συνεχώς εν μέσω ασυνεχειών στον κόσμο της φαντασιακής χωρικότητας
στην οποία μετέχουμε και η οποία αποκλείει κάθε εξωκοσμικό. Γι’ αυτό, φράσεις
όπως ‘’έξω απ’ τον κόσμο’’, ‘’υπερβατικότητα’’, δεν έχουν νόημα, είναι
ειδωλικές. Το απολύτως τελούμενο μας αποκαλύπτεται έγχρονα-έγκοσμα και
συνειδητοποίηση αυτής αλήθειας συνιστά μετάβαση απ’ την υπέρβαση του απρόσωπα
αισθητού στην υπερβατικότητα του νοείν-εννοείν-αισθάνεσθαι-λογίζεσθαι.
Υπερβατικότητα
που δεν προκύπτει με βάση εμπειρικές διαδικασίες και αναγωγισμούς, όπως
διατείνονται διάφορες σχολές, αλλά που αναδύεται και που αποκαλύπτει την οντική
μας φύση που συνοικεί, που συμπορεύεται με το αισθητό συμβαίνον απ’ το οποίο
δεν είναι δυνατό να αποκολλάται.
*
Αυτό
υποδηλώνεται και δηλώνεται με τον όρο απεριόριστο. Γνωρίζω κάτι σημαίνει πως το
γνωρίζω με τον ορισμό, πως το περιορίζω. Ιδού το περιορίζον, από όπου το
απεριόριστο. Η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη, έχουμε ήδη ασχοληθεί με τη
θεματική, δεν επανερχόμεθα.
Βέβαια,
ο ορισμός είναι και περιορισμός, καθόσον διαπιστώνεται η ιδιαιτερότητα του
οριζόμενου σε σχέση με άλλα οριζόμενα και το πρόβλημα συνίσταται στο αν ο
ορισμός είναι παραστασιακός ή αν εισβάλλει στο είναι του οριζόμενου.
Εκφραζόμενος
αναποφεύκτως συμβολικά, συνιστά παραστατική απόδοση του οριζόμενου και
αναφέρεται στο φαίνεσθαί του, στις τροπές και στα ιδιώματά του. Αυτό όμως
συνιστά επιφανειακή θεώρηση, επειδή παραγνωρίζει τον ορίζοντα χωρίς τον οποίο
δεν υπάρχει ορισμός. Ο ορίζων που είναι το πνεύμα μας που αναγνωρίζει στο
οριζόμενο μέγεθος ή κατάσταση, το συνανήκειν του στον αισθητό κόσμο, την
αλλαγή, τη φθορά, το μεταβλητό κ. ο. κ., γνωρίσματα τα οποία είναι αδιανόητα
χωρίς τη εσαεί πρωτοσύλληψη του άχρονου, του αμετάβλητου, του απόλυτου.
Υπ’
αυτήν την προϋπόθεση ορίζουμε-περιορίζουμε και έτσι συνάγουμε πως κανένας
ορισμός δεν έχει απόλυτη ισχύ, παρά το ότι νοείται απόλυτα. Οι ορισμοί του Spinoza λ.χ. είναι αξιώματα, αποδεκτά ή
αμφισβητήσιμα. Ωστόσο, περιορίζοντας οι ορισμοί ως περιορισμοί επανάγουν τη
σκέψη μας στο απεριόριστο, σε ό,τι δηλαδή δεν περιορίζεται, και εδώ οι
προβληματισμοί μας κορυφώνονται.
*
Είναι
το απεριόριστο ενάντιο του περιορισμένου και κατά συνέπεια ενάντιο του
ορισμού-περιορισμού;
Είναι
γνωστό, το είπαμε ήδη, πως, με τον όρο, πολλοί και μάλιστα σημαίνοντες εννοούν
το απέραντο, το αχανές, το ατελεύτητο και συχνά ‘’δείχνουν’’ το λεγόμενο χώρο
αντιφάσκοντας, αφού προσδίδουν στην άχρονη-άφθαρτη φύση του λεγομένου χώρου
γνωρίσματα τα οποία συνάγουν απ’ την παρατήρηση και προσέγγιση τμητών,
μεταβαλλόμενων αισθητών πραγμάτων.
Αυτήν
ακριβώς τη σύγχυση προσπαθούμε να επισκοπήσουμε για να προχωρήσουμε κατά το
δυνατό. Δεν υπάρχει ουσιωδώς κάτι το απολύτως οριζόμενο, κάτι δηλαδή απολύτως
περιοριζόμενο, δεδομένης της αειγενούς μεταβολής, κίνησης, φθοράς, παρά το ότι
οι όροι ορισμός και περιορισμός εγκλείουν νόημα και είναι αντιληπτοί.
Προχωρώντας
λίγο περισσότερο, αντιλαμβανόμαστε πως το απεριόριστο είναι η κρύφια υπόσταση
όλων των περιοριζομένων, πως οδηγεί στο είναι του περιοριζόμενου το οποίο δεν
είναι φυσικά οι έγχρονοι χαρακτήρες του, όπως η μεταβολή, η φθορά κ. ο. κ.,
αλλά ό,τι τους κινεί. Όταν επομένως κάνουμε λόγο για περιοριζόμενα με ορισμούς
μεγέθη, προϋποθέτουμε τον απεριόριστο χαρακτήρα τους ο οποίος διαμηνύεται στα
ίδια τους τα γνωρίσματα που δεν είναι πια υλικά, αλλά εννοητά. Αυτό διασημαίνει
μια ακλινή αλήθεια κατά την οποία ό,τι περιοριζόμενο είναι σχετικό και ότι εμβάθυνση
στη φύση του οδηγεί στο απεριόριστό του το οποίο με τη σειρά του
υποκρύβει-αποκαλύπτει την απειρία. Σε κάθε επομένως αισθητό αλλά και σε κάθε
κατάσταση, συναισθηματική, κυρίως της ανθρωποκοσμικής φύσης, ό,τι δεν
περιορίζεται, το απεριόριστο δηλαδή, εγκλείει, αποκαλύπτει τη φύση του απείρου
απ’ το οποίο έχεται.
Έτσι,
ανα-γνωρίζουμε σε κάθε μορφή αισθητής έκφρασης αλλά και κατάστασης τα ‘’όρια’’
της συμπαντικής αλήθειας διαμηνυόμενης παντού. Το ‘’παντού’’ όμως δεν είναι
εκτατό με απροσμέτρητες εκτάσεις, έστωσαν εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ετών
φωτός, αλλά νοητή-συλληπτή πραγματικότητα η οποία εικονίζεται σε κάθε υπάρχουσα
οντότητα. Όπως η φαντασιακή διεργασία δεν είναι εκτατή αλλά νοητή και
προϋποθέτει όλες τις πνευματικές καταλληλότητες, κατά παρόμοιο τρόπο κάθε
υπάρχον είναι προσληπτό φαντασιακά και εδώ είμαστε σε θέση να εννοήσουμε τι
είναι η φαντασιακή χωρικότητα ενάντια στο φάσμα του ομογενούς, άχρονου,
ατελεύτητου χώρου.
*
Τελείται
έτσι το όντως συμβαίνον, η αληθής ενότητα ανθρώπου και κόσμου, το μυστικό αλλά
και φανερό νόημα του συν-υπάρχειν το οποίο είναι μήτρα όχι μόνο της γνώσης η
οποία μεταβάλλεται κατά την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας για να τελείται
συνεχώς συνειδησιακά με τη βοήθεια τη μνήμης, αλλά και της βαθύτερης θεώρησης
του κοσμανθρώπου που κορυφώνεται με βαθύτατα συναισθήματα ως ηθικότητα αλλά και ως καλλιτεχνική δημιουργία.
Στις
μεγάλες αλλά και στις μικρές στιγμές της έγχρονης βιωτής μας, τα πρώτα χαρμικά
συναισθήματα της παιδικότητας, ανθούν ως δημιουργικός παλμός: Το εκστατικό, η
έκσταση, ο θαυμασμός, τίκτουν την πληρωματικότητα, ό,τι ‘’τέμνει’’ τη
χρονικότητα και δωρίζει κάτι πέρα απ’ τη συγκίνηση και οτιδήποτε τέρψιμο,
ευχάριστο. Το πρόσωπο αποκαλύπτει τον υπερπροσωπικό-συμπαντικό του χαρακτήρα,
παύει να αναζητάει κάτι που, υποτίθεται, υπάρχει στον αχανή τάχα χώρο. Είναι
φαντασιακά χωρικό υπό το βασικό όρο του υπάρχειν του, του συνυπάρχειν του σε
κάθε έκφραση ζωής. Έτσι, οι λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων που είναι
ουσιαστικά πνευματικές εκδιπλώσεις με ποικίλες παραλλαγές, γνωρίζονται
‘’έσωθεν’’ , καθόσον, ως γνώσιμες, κοινωνούν με το υποκείμενο, οδηγώντας ή
φωτίζοντας τη διυποκειμενικότητα που είναι ουσιαστικά οικουμενικότητα.
Δε
μπορούμε να διακρίνουμε απόσταση ανάμεσα στο είναι ενός πράγματος και στο είναι
μας, καθόσον η ταυτότητα, μία και μόνη αρχή, καθιστά δυνατή τη γνώση και το
συναίσθημα.
Σε
αυτό όμως το σημείο, το πρόβλημα των
ιδεών αναπροσλαμβάνει νόημα: Στην παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή κάθε αισθητού ή
κατάστασης, η ίδια η ιδέα, είναι εσαεί γένεσις
εἰς οὐσίαν, το ταυτόν αιωνίζεται ως γιγνόμενο.
Σε
αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφερθούμε στο είναι των πλατωνικών ιδεών οι
οποίες κατά τους πλατωνικούς συνιστούν αιώνιες αλήθειες, αναλλοίωτες, εις
πείσμα των αλλαγών, των μεταβολών κ. ο. κ. Η πλατωνική ἀνάμνησις όμως, βαθιά θεωρούμενη, δεν είναι παρά ρομαντική μεταφορά
και επισκήνωση του οντικού στο υπαρξιακό-έγχρονο το οποίο όμως, για να
αναγνωρίζεται, είναι έκτυπου του οντικού του είναι. Η αναμνησιακή θεώρηση όμως
οδηγεί στη φαντασιακή χωρικότητα χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να
συσχετισθεί η αιώνια ιδέα-ταυτότητα με το έγχρονο. Η πρώτη ‘’αιωνίζεται’’
έγχρονα. Αυτό όμως θέτει το πρόβλημα του είναι του χρόνου ο οποίος, κατά τον Πλάτωνα,
είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας.
Αυτή
η θεσπέσια θέση που αγκαλιάζει κάθε σκέψη, κίνηση, συναίσθημα, απόφανση, δεν
είναι βέβαια αποδείξιμη. Ένα όμως ανακύπτει ως αξίωμα κάθε μετέπειτα
φιλοσοφικής αναζήτησης η οποία όμως μπορεί να διαφοροποιείται: Ο διασυσχετισμός
απόλυτου, αιώνια ιστάμενου, και σχετικού, μεταβλητού. Επ’ αυτού δε θα υπάρξει
ποτέ οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση. Αρκετοί είχαν την αυταπάτη να
πιστεύουν πως οι θέσεις τους είναι οριστικές και αμετάκλητες, δεδομένου ότι η
φιλοσοφία δεν είναι ποτέ σοφία, δεδομένου, επίσης, πως οι κορυφαίοι επιστήμονες
διακηρύττουν πως οι επιστημονικές θεωρήσεις δεν είναι αμετάκλητες.
*
Κινδυνεύουμε
να οδηγηθούμε σε μία πανθεϊζουσα θεώρηση, αφού, για να καταστεί δυνατή η
διακοινωνία των απολύτων ιδεών προς δημιουργία γνώσης, φθάνουμε στην κοινωνία
των ετεροτήτων; Ίσως πρόκειται για πανενθεϊσμό και όχι για πανθεϊζουσα θεώρηση.
Το
πνεύμα της χρονικότητας, του χρονίζεσθαι των πραγμάτων, συν-έχεται με την
άχρονη φύση που δεν είναι πέραν ημών, αλλά το ίδιο μας το είναι ως άπειρο εν
πεπερασμένω. Είναι το απεριόριστο ως σημείο συνάντησης και κοινωνίας του
απείρου με το πεπερασμένο.
Δεν
προσπαθούμε να υποστηρίξουμε πως όλα είναι ένα, κάτι που καταξιώνει τον
πανθεϊσμό, όταν ισχυριζόμαστε πως η αρχή
της ταυτότητας είναι πανσθενής και απόλυτη.
Είναι
πανσθενής και απόλυτη και, επομένως, άρρητη χωρίς να ταυτίζεται με τη φύση,
ούτε με την οντική μας φύση, αλλά που αποτελεί την αφετηρία και την προϋπόθεση
ύπαρξης, διάπτυξης, δράσης κάθε αισθητού, κάθε λόγου και συναισθήματος,
καταξιώνοντας μάλιστα και την ελευθερία του ανθρωπίνως υπάρχειν. Όποια ατέλεια,
όποια αδυναμία, όποια πλάνη και παραφορά στον έγκοσμο βίο είναι αδύνατο να
νοούνται χωρίς την αρχή της αλήθειας η οποία νοηματοδοτεί κάθε θετική αλλά και αρνητική στάση ζωής.
*
Έπεται,
αναδύεται και μάλιστα χωρίς αναγωγικούς συλλογισμούς, πως το
ανθρωπίνως-ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν με την οικουμενικότητα του νοήματός του,
προσφέρει τη δυνατότητα πληρωματικότητας, όπως λ.χ. το μαθηματικό αξίωμα της
πληρότητας προσφέρει τη δυνατότητα μαθηματικής σκέψης. Η συνειδησιακή
πληρωματικότητα δεν είναι παρά θετική έκφραση της κενότητας, όπως τη συναντάμε
στους Ανατολικούς, αλλά και σε πολλούς δυτικούς μυστικούς και στοχαστές κύρους.
Ήδη,
ο στοχασμός αποφεύγει την αυτοπαγίδευση στη λεγόμενη διαστημική απεραντοσύνη,
στην αχάνεια. Συνειδητοποιώντας όλο και ωριμότερα το πνεύμα του απροσδιόριστου
ως δεσμό και ως μαρτυρία της απειρίας, της οντικής του φύσης στην κοινωνία της
με το έγχρονο, με το εγχρόνως υπάρχειν δηλαδή, ανακτίζουμε όλες τις διεκφράσεις
της μεταφυσικής προβληματικής και κατευθυνόμαστε όλο και περισσότερο στον κόσμο
της πραγματικής γνώσης και των φανερώσεών της στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον ως
κοινωνοί.
*
Υπ’
αυτό ακριβώς το πνεύμα η φιλοσοφική μέριμνα φωτίζει τις συνειδησιακές δυνάμεις
μας: Το απεριόριστο κάθε πράγματος και κατάστασης δηλώνει οικουμενικότητα όχι
γενικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα. Οι λεγόμενες γενικές έννοιες είναι η
τροφή κάθε συγκεκριμένου, αλλά και αντίστροφα: Το οικουμενικό τρέφεται απ’ το
συγκεκριμένο χωρίς το οποίο είναι αδιανόητο. Είμαστε οικουμενικοί και συγκεκριμένοι
ταυτόχρονα. Αγγίζουμε νοερά το οικουμενικό ως αιώνια πεμπτουσία μας και το
βλέπουμε, το αισθανόμαστε, το ζούμε έγχρονα σε κάθε συγκεκριμένη έκφρασή του.
Ιδού:
Είναι του απεριόριστου είναι η εσαεί έγχρονη κίνηση του πνεύματός μας, κάτι που
σημαίνει πως η πρωτογενής μυστική πρωτοπληροφορία αναλώνεται δημιουργικά χωρίς
να τελειώνεται. Μας καθιστά πληρωματικούς, θνήσκοντες-ζώντες, μας παιδαγωγεί ως
προς τη βασική μας κατάσταση κατά την οποία είμαστε θνήσκοντες ζώντες. Αυτό
μαρτυρείται κάθε στιγμή, σε κάθε αιώνιο παρόν που είναι και αιώνιο ‘’εδώ’’ της
ζωής μας. Είμαστε θυσιάζοντες θυσιαζόμενοι, ζώντες θνήσκοντες και αυτό καθιστά
την κενότητα-πληρότητά μας αναπτυσσόμενη και θητεύουσα πορεία χωρίς αρχή, χωρίς
τέλος, υπέρλαμπρη, εκλυτρούμενη παρουσία-μαρτυρία που αναδίνει την υπερφυή
μείξη Πενίας και Πόρου, για να θυμηθούμε τα λόγια της Διοτίμας.
Είμαστε
ήδη σε θέση να προσπαθήσουμε να καταδείξουμε πως κάθε θεωρούμενο πεπερασμένο,
οριστό, είναι απ’ τη φύση του απεριόριστο, δεδομένου ότι καθίσταται μη γνώσιμο
και απολύτως απρόσιτο στη διάνοιά μας χωρίς την εκ μέρους μας εννόηση των
χαρακτήρων του που είναι αδιανόητοι χωρίς την απόλυτη αρχή που τους συνέχει
αίροντας κάθε στατικό περιορισμό.
Βέβαια,
και δεν οφείλουμε να το ξεχνάμε, κάθε παραστατική προσπάθεια σε όλους τους
τομείς των δραστηριοτήτων μας, απ’ τις καλλιτεχνικές μέχρι τις επιστημονικές,
είναι απαραίτητη προϋπόθεση προόδου και δημιουργίας. Είναι, επίσης, υστερογενής,
αλλά δεν οφείλουμε να ξεχνάμε πως δεν υπάρχει υστερογένεια χωρίς πρωτογένεια, έξω
από χρονικά όρια. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να διαγιγνώσκουμε πως το υστερογενές
δεν είναι παρά η συμβολική έκφραση της πρωτογένειας και πως δεν εννοείται χωρίς
αυτήν. Με πιο συγκεκριμένο τρόπο πρωτογένεια και υστερογένεια συνορίζουν το
έγχρονο που δεν είναι παίγνιο εξαντικειμενικευμένης χωροχρονιότητας, αλλά, για
να θυμίσουμε τον Ηράκλειτο, παῖς πεσσεύων
στον οποίο ανήκει η βασιλείη. Κάθε
υστορογένεια παραπέμπει στην πρωτογένεια.
*
Ιδού
η αποκάλυψη του απεριόριστου. Ως γίγνεσθαι, ως υπάρχον, ως μεταβαλλόμενο, δεν
είναι παρά έκφραση του απολύτου. Δεν πρόκειται για κάτι το οποίο θυμίζει
παίγνια διανοίας και τροπές του άρριζου συναισθήματος, όσο και αν ο έγχρονος
άνθρωπος, όλοι μας δηλαδή, βρίσκεται υπό συνεχή διακινδύνευση. Ήδη, οι μεγάλοι
τραγωδοί διεκτραγωδούν αυτό το συμβαίνον που είναι αιτία τραυμάτων που
καταβαραθρώνουν την προσωπική αλλά και την κοινωνική συνείδηση.
*
Δεν
είμαστε πεπερασμένοι-απεριόριστοι ως χάσκουσες υπάρξεις που τρεπόμαστε σε
μάταιες αναζητήσεις, αλλά επιθυμούντες επιθυμούμενοι
και εδώ αναδύεται καθαρά το ηθικό αίσθημα της ζωής ως πιστοποίηση της
ταυτότητας ηθικού κι διανοητικού. Καθίσταται μάλιστα σαφές πως στο βαθμό που
συνειδητοποιούμε τη φύση του απεριόριστου, διαπιστώνουμε πως ηθικό και
διανοητικό συνιστούν ενότητα ως έγχρονη φανέρωση της ταυτότητας.
Διασημαίνεται
έτσι το μυστικό κάλλος της ζωής, το φωτίζον κάλλος της ως μήτρα κάθε θαυμασμού
και πραγματικής ωραιότητας.
Πρόκειται
για φιλοσοφική μυσταγωγία χωρίς παραστάσεις και τελετές, για εσαεί είσβαση στο
διαφανές μυστήριο της ζωής που δεν είναι παρά αειγενής είσοδος στο κεκρυμμένο
το οποίο γίνεται έτσι διαλάμπουσα αλήθεια.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Επιθυμείν και
Ατελές ως αγχόμενο, ως πεπερασμένο, Το
δημιουργείν.
(Η επιθυμία
και η βούληση, Το ατελές και η αγχόμενη συνείδηση, Η δημιουργία και η
πληρώνουσα φορά, Το θνήσκειν του ζειν.)
Ι
Το
επιθυμείν ‘’εγκλείει’’ απέραντο πλήθος επιθυμιών, επιθυμιών, που
πραγματούμενες, έχουν θετικό αποτέλεσμα χωρίς να εξαντλούνται, και επιθυμιών οι
οποίες είναι αρνητικές και, κάποτε, καταστροφικές.
Υπάρχουν
όμως και δουλικές επιθυμίες οι οποίες οφείλονται στη συνήθεια, αλλά και στην πλήττουσα
δοκιμασία στέρησης του επιθυμουμένου.
Ήδη,
επιθυμία, συνήθεια, πλήξη και επανάληψη συνθέτουν ενότητα η οποία καθιστά το
παρόν της ένσαρκης υπόστασης πεδίο στο οποίο παρελθόν και μέλλον συγκρούονται,
συμπλέκονται, διαπλέκονται, καθιστώντας την αόριστη έννοια του χρόνου
συγκεκριμένη χρονικότητα και κάνοντας αιχμηρή την αλήθεια της ατέλειας,
δεδομένου, για να θυμηθούμε το λόγο της Διοτίμας, η ατέλεια και κάθε
συγκεκριμένη ατέλεια μηνύει πενία και προβληματίζει ως προς την οντική φύση του
υπάρχοντος, κάθε συγκεκριμένης ύπαρξης δηλαδή.
Βυθοσκοπώντας
επομένως τη φύση της επιθυμίας που δεν κάνει παρά να αιωνίζει τη συνήθεια ως
αντίβαρο στην έγχρονη πλήξη που εγκλείει και άγχος, συνειδητοποιούμε όλο και
περισσότερο το τραγικό αίσθημα της ζωής. Πώς θα καλύπταμε εξάλλου την
πλήξη-άγχος της χρονικότητάς μας χωρίς οχληρές ή και αποχαυνώνουσες επιθυμίες,
χωρίς να λάβουμε υπόψη μας κάτι σημαντικότερο;
Θεωρώντας
προσεκτικότερα, βεβαιωνόμαστε ως προς κάτι σημαντικό: Μήτρα της συνήθειας είναι
η υποταγή της φαντασίας στη μνήμη, στην ‘’τοπικότητα’’ της μνήμης η οποία δεν
κινείται πια συνειρμικά στη χωρικότητα της φαντασίας και των ακολουθουσών
πνευματικών μας καταλληλοτήτων (αίσθηση,
αντίληψη-εννόηση, λογισμός, συναίσθημα), αλλά τις υποτάσσει στην ψευδογοητεία
παρελθουσών εντυπώσεων και καταστάσεων που γίνονται πια νοσηρό παρόν το οποίο
ποδηγετεί την όλη συνείδηση. Απλούστερα, ειδωλοποιώντας καταστάσεις, πάθη
κυρίως, που ‘’νεκρώνουν’’ τη ζωτικότητα του πνεύματός μας, που κάνουν
παρελθούσες εμπειρίες τρόπους ζωής, επιθυμούμενους και τυραννικούς, εκπίπτουμε
ηθικοδιανοητικά.
Με
αυτόν τον τρόπο ο πνευματικός μας ορίζοντας γίνεται δέσμιος παροδικών εμπειριών
οι οποίες ναρκώνουν το παρόν ακινητοποιώντας το στη λατρεία της συνήθειας η
οποία είναι απ’ τη φύση της επαναλαμβανόμενη και η οποία μόνο με πνευματική
αφύπνιση ευγενίζεται ή καταργείται. Εδώ παρεμβαίνει η θέληση η οποία,
σκοπούμενη, δεν είναι παρά η καθαρή αντίληψη που ανακαταλαμβάνεται, που
αποειδωλοποιεί την ίδια τη συνείδηση επανάγοντάς την στην άσπιλη καθαρότητά
της.
Θέληση
επομένως είναι η πληρωμένη επιθυμία όχι κατά τη θεώρηση του Schopenhauer που άγει στην καντιανή
χωροχρονικότητα, (Kant: ο χώρος ως
καθαρή μορφή εξωτερικής εποπτείας και ο χρόνος ως καθαρή μορφή εσωτερικής
εποπτείας –αμφιλεγόμενες θεωρήσεις- καθιστούν τα πράγματα φαινόμενα που δε
μπορούν να κάνουν λόγο για το πράγμα καθεαυτό το οποίο ο Schοpenhauer ταυτίζει με τη
βούληση και με το πλατωνικό αγαθό), αλλά που άγει στην ‘’ακινητοποίηση’’ του
συμβαίνοντος, στην είσδυση στην οντική του ρίζα, στην υπερβατικότητα σε σχέση
με τη φυσική απροσωπία.
Συναντάμε
εδώ την έννοια της ελευθερίας που δεν είναι παρά συνεχής προσπάθεια ελευθέρωσης
απ’ τις ειδωλοποιήσεις οι οποίες υποτάσσουν τις πνευματικές μας καταλληλότητες
στο πλέγμα της συνήθειας, οι οποίες οδηγούν στην αναγκαιότητα των παθών για να
προσλαμβάνουν εγωκεντρικό χαρακτήρα συρρικνώνοντας το υποκείμενο στο ‘’έχειν’’
ΙΙ
Γίνεται όλο και πιο
σαφές πως η πάλη και κάθε μορφή βιομέριμνας στην οποία επέμεινε και ο πρώτος Heidegger, ή και δράσης, έστω
και επαγγελματικής, έχει βαθιά ριζώματα στο υποφώσκον άγχος, στην πλήξη και στη
δοκιμασία της ύπαρξης εξαιτίας της ατέλειας και της περιδίνησης στον κόσμο της
έγχρονης κατάστασής μας. Γι’ αυτό η συνήθεια κινδυνεύει να εκτρέπει κάθε πνευματική
αναζήτηση, ενώ, υποτίθεται πως μας ελευθερώνει απ’ το έρεβος του νομιζόμενου
κενού. Η έγχρονη συνείδηση νιώθει πως βαραθρώνεται στον ίλιγγο του ‘’μηδενός’’,
πως χάνεται στην αχάνεια του ‘’χώρου’’, του απεριόριστου, του χαώδους, του
ατελεύτητου που δεν χαρακτηρίζεται παρά από κενότητα. Ωστόσο, παρά το ότι το
μεγάλο αυτό πρόβλημα ή και κατάσταση, θα παραμένει εμβληματικό όχι μόνο για
τους στοχαστές, αλλά και για τους κοσμολόγους, ό,τι θα προσπαθήσουμε να
δείξουμε στις επόμενες σελίδες εκφράζεται με πολύ απλό τρόπο χωρίς να απαιτεί κότινους,
δεδομένου ότι τα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα θα έχουν πάντα ανοιχτούς
ορίζοντες και ποτέ τελικές και απαρασάλευτες θέσεις.
ΙΙΙ
Πρόκειται για εμφανή
διαπίστωση κατά την οποία το ανθρωπίνως υπάρχειν διακυβεύει την οντική του φύση
και, πέρα απ’ τη συνειδητοποίηση της ατέλειας, το έγχρονο υπάρχειν του, αλλά
και κάτι άλλο ως αντίμετρο της πλήξης: Εννοούμε την ανακατάληψη, τη νήφουσα
πρωτοπληροφορία η οποία υπάρχει πάντα: Πέρα απ’ τις υποδουλώνουσες
συνήθειες-τεκμήρια ατέλειας, διαδηλώνει πως πλήρωμα της ατέλειας δε βρίσκεται
στα παραλλάσσοντα και τετριμμένα υποκατάστατα των συνηθειών, αλλά σε ό,τι τα
υπερβαίνει.
Αυτή
η αλήθεια δε βρίσκεται ούτε μέσα μας ούτε έξω μας, αλλά στο συνέχον το
ανθρωποκοσμικό.
Είναι
η πληρωματικότητα, η έγχρονη κοινωνία με το απόλυτο που δεν είναι ούτε εμπειρία
ως προκύπτουσα συνέπεια της έγχρονης βιωτής μας. Είναι η πρώτιστη λήψη, η
πρωτοπληροφορία η οποία καταξιώνεται ως οντικά συνυπάρχειν, ως άρση της
εξαντικειμενικευμένης και κατακυριεύουσας χρονικότητας, ως αποκάλυψη του
συνέχοντος κάθε χρονικότητα.
Κρύφια
αλήθεια η οποία καταξιώνει την αειγενή αφετηρία του απεριόριστου που επιθυμεί
πλήρωση.
Υπ’
αυτό το πνεύμα δεν οφείλουμε να αναζητάμε κάτι στο χαώδες, στο αβυσσαλέο, στο
(υποτίθεται) απόλυτα εκτατό που οδηγεί και σε αδιέξοδα και σε αντιφάσεις.
Ό,τι
τελείται, τελείται στον κόσμο του ανθρωποκοσμικού που είναι καθαρά πνευματικός
και όχι εκτατός. Αυτή η αλήθεια αίρει το συνηθισμένο κοσμοείδωλο, καθιστά τον
κόσμο μη παραστατό ως ολότητα με παρατηρητή τον άνθρωπο. Μόνο η αμεσότητα, η
κοινωνία μας με το συμβαίνον ορίζει την απόλυτη φύση μας, αλλά και ορίζεται από
αυτήν. Ορίζων οριζόμενος, ποιμαίνων
ποιμανόμενος (παλαιότεροι όροι μας) ο άνθρωπος, είναι αδιανόητος χωρίς το
έγχρονό του, χωρίς το ατελές του, χωρίς τα πάθη του που συχνά απογοητεύουν.
Άγχος,
ακηδεία, μελαγχολία, ελπίδα, επιθυμία, αποτελούν καμβά που οδηγεί στην
τραγικότητα, αλλά και στην ηρωική αγιότητα, πέρα από υστερόβουλες αναμονές.
ΙV
Στις
κορυφαίες αναβλέψεις μας ανα-βιώνουμε τα πρωτινά μας σκιρτήματα και βεβαιώνουμε
χωρίς δυσκολία ό,τι καθιστά δυνατή την άμεση κοινωνία μας με την ανέκφραστη
πηγή, την αγαθότητα.
Υπ’
αυτό το πνεύμα το απεριόριστο συνιστά συνεχές εφαλτήριο κοινωνίας με το άπειρο.
Γίνεται μάλιστα σαφές πως οι παθογόνες καταστάσεις νοσταλγούν κατά βάθος τη
μακαριότητα η οποία δεν είναι παρά φως του αιώνιου στο σκότος του έγκοσμου. Δεν
οδηγούμαστε έτσι στην αόριστη αχάνεια η οποία συχνά αποκαλείται γνόφος αγνωσίας, αλλά σε μία πληρώνουσα
κατάσταση που είναι όχι αρνητικότητα, αλλά γεύση της θετικότητας κάθε
θετικότητας. Είναι το λέγειν του σιωπάν που διαχέεται ως ανασύνταξη του
παθογενούς εγώ στις χάριτες των αρετών. Άρνηση του παθογενούς εγώ είναι η
ουσιαστική πλήρωση.
Η
εννόηση εξάλλου του συμβαίνοντος υπερβαίνει το συμβαίνον και συνιστά διαρκή
τροφή του απεριόριστου. Εννόηση του συμβαίνοντος δεν είναι το συμβαίνον, αλλά
ό,τι το συνέχει ως άχρονη πνοή του.
V
Βέβαια,
θα το δούμε εκτενέστερα σε άλλες σελίδες, ‘’όριο’’ του απεριόριστου είναι ο
θάνατος που παμβασιλεύει τόσο στο φυσικό κόσμο, όσο και στην ανθρώπινη-προσωπική
μας ύπαρξη. Θνήσκουσα μαρτυρία η ανθρώπινη ύπαρξη, αποκαλύπτει ό,τι αποκρύβει.
Ας δούμε όμως τη σχέση του απεριόριστου με το θνήσκοντα χαρακτήρα της ύπαρξής
μας.
Με
την πρώτη ματιά, ό,τι δεν περορίζεται δεν είναι δυνατό να θνήσκει, να
αφανίζεται. Υπάρχει μάλιστα μία υποβόσκουσα αλήθεια: Πώς προσεγγίζουμε το
απεριόριστο σε κάθε συγκεκριμένη του έκφραση; Προσεκτική θέα μάς πληροφορεί πως
ό,τι απεριόριστο, απ’ το μικρόκοσμο μέχρι το μακρόκοσμο, συμπεριλαμβανομένης
και της προσωπικής μας ύπαρξης η οποία είναι αδιανόητη χωρίς τη σωματικότητά
της, είναι αναπόφευκτα τμητό, φθαρτό, μεταβλητό, ότι δηλαδή φθείρεται,
μεταβάλλεται, αφανίζεται. Απεριόριστος επομένως είναι ο χαρακτήρας του τμητού,
του μεταβλητού, κάθε αισθητού με απλά λόγια.
Υπ’
αυτό το πνεύμα ο απεριόριστος χαρακτήρας προσδιορίζεται με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά. Το κρίσιμο ερώτημα συνίσταται στο αν το αισθητό είναι διανοητό
χωρίς την αντιληπτική φορά του αισθάνεσθαι, στο αν θεωρούμε την αίσθηση
πνευματική λειτουργία, στο αν η φύση της αίσθησης είναι πνευματική.
Είναι
πνευματική επειδή με την αίσθηση ως πνευματική λειτουργία κοινωνούμε με το
αισθητό αντιληπτικά και αυτό σημαίνει πως η εννόηση των χαρακτήρων των αισθητών
πραγμάτων είναι κάτι πέραν αυτών, είναι ό,τι τους καθιστά δυνατούς, κατά τρόπο
που το θνήσκειν τους είναι αδιανόητο χωρίς το απόλυτο που κάνει δυνατό το σχετικό.
VI
Είναι
επομένως αδιανόητο το απεριόριστο χωρίς το άπειρο, χωρίς δηλαδή την απειρική
του φύση. Το θνήσκειν επομένως, κάθε απεριόριστο δηλαδή, δεν είναι παρά
φαινομενικό, συμβολική έκφραση του συνέχοντος αυτό.
Εμβαθύνοντας
σε αυτή την αλήθεια, στο κατεξοχήν ζην μας αισθανόμαστε, νιώθουμε συνέχοντες
συνεχόμενοι, απαλλασσόμαστε απ’ την παραστατική προσέγγιση κάθε αισθητού, όπως
και απ’ τις εσφαλμένες θεωρήσεις τις σχετικές με το χώρο, με την άβυσσο, με το
απέραντο.
Οφείλουμε
επομένως να δεχθούμε μια αλήθεια η οποία είναι κυριαρχική: Ζούμε θνήσκοντες,
θνήσκοντες ως προς την ‘’αξιολόγηση’’ της έγχρονης θητείας μας, ως προς τη
φαινομένη δηλαδή φύση μας. Η πρωτογένειά μας όμως μένει αλώβητη, το συνέχον την
φθαρτότητα του βίου μας, το άρρητο, είναι απόλυτο και μαρτυρείται συμβολικά σε
κάθε μορφή υπάρχοντος για να συνειδητοποιείται ως μόνος αληθής τρόπος του
ανθρωπίνως υπάρχειν.
Ας
υπομνήσουμε κάτι για να προχωρήσουμε κατά το δυνατό. Το άρρητο-απόλυτο δεν
είναι ακατάληπτο, αλλά απόλυτα καταληπτό, μήτρα κάθε συγκεκριμένου καταληπτού
και αυτή η αλήθεια μαρτυρείται απλά και καθαρά ως συνέχουσα ό,τι
ένσαρκο-έγχρονο. Απ’ τη στιγμή όμως που προσπαθούμε να την παραστήσουμε, την
ειδωλοποιούμε.
Ήδη
αναδύονται μυστικές πληροφορίες οι οποίες τρέφουν το λογίζεσθαι, το
συναισθάνεσθαι, το κοινωνείν. Πρόκειται για ό,τι ονομάζουμε ηθικότητα χωρίς
ηθικισμούς, για ό,τι τηρεί και συντηρεί το υπάρχειν-συν-υπάρχειν, για ό,τι
καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο.
VII
Αναβλέποντας,
διακρίνουμε καθαρότερα πια πόσο οι όροι απεριόριστο και άπειρο διαπλέκονται και
συναποκαλύπτονται ως αρραγής ενότητα που συνέχει τον ανθρωποκόσμο.
Δεν
υπάρχει απεριόριστο ως απέραντα εκτεινόμενο ή αιωρούμενο, παρά ως κάθε μορφή
και αισθητή έκφραση, στο λειτουργείν δηλαδή του κόσμου μας.
Ο
άνθρωπος επομένως είναι απεριόριστος ως ατελής, ως επιθυμών, ως επιλέγων, ως
αυτοσυνειδητοποιούμενος και ζει ό,τι τον συνέχει απόλυτα στη σχετικότητα του
βίου του.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Ύπαρξη
και Οντική Φύση
(Οι
προκείμενες της Σκέψης ως συστατικό στοιχείο της Γνώσης, Το άχρονο στο έγχρονο,
Το Ένσαρκο ως Μεθόριος, Το Υποκείμενο ως Ορίζων του Κόσμου, Φαντασιακή Συνέχεια
και Γνώση.)
Ι
Είναι
η φαντασία σκέψη; Το ερώτημα όμως μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε και ως προς τις ‘’σχέσεις’’ της αίσθησης, της
αντίληψης, της κρίσης.
Οφείλουμε
όμως να προχωρήσουμε περισσότερο: Οφείλουμε να αναζητήσουμε την αρχή η οποία
καθιστά δυνατές αυτές τις πνευματικές λειτουργίες που έχουν ενίζοντα χαρακτήρα.
Αυτό καταφαίνεται απ’ την εξής αλήθεια: Χωρίς τη φαντασία δεν έχει κανένα νόημα
ούτε η μνήμη, ούτε η αντίληψη, ούτε… Το ίδιο ισχύει και για τη μνήμη, και για
την αίσθηση και για την αντίληψη. Τι ενοποιεί ή διαρρυθμίζει αυτές τις
λειτουργίες που δεν είναι παρά εκφράσεις του πνεύματος;
Η
σκέψη μας συναντάει εδώ γνωστούς όρους, όπως ταυτότητα των εναντίων, ενότητα,
κοινωνία κ. ο. κ., όπως, επίσης, και την προσπάθεια εμβάθυνσης στο είναι αυτών
των λειτουργιών, με αφετηρία ένα άμεσο δεδομένο: Θα ήταν αδιανόητη η ύπαρξη
αυτών των καταλληλοτήτων χωρίς το συμβαίνον των αλλαγών, της χρονικότητάς μας,
και γνωρίζουμε πως χρονικότητα είναι ο τρόπος των αλλαγών, του χρονίζεσθαι
οποιουδήποτε αισθητού, αρχής γενομένης απ’ την ύπαρξή μας, απ’ την ένσαρκη
δηλαδή ύπαρξή μας.
Ως
ένσαρκοι, ως υπάρχοντες δηλαδή, κοινωνούμε με την αισθητή πραγματικότητα, αλλά
αυτό δεν είναι ούτε μνήμη, ούτε κρίση, ούτε φαντασία, ούτε… Τι είναι; Η
προβληματική μας ωστόσο φωτίζεται με την ένσαρκη κατάστασή μας.
Υπάρχουμε
ως συνυπάρχοντες και αυτή η έμφυτη αρχιακή πρωτοσύλληψη-πρωτοπληροφορία
αποκαλύπτει πως δεν είμαστε ουσιαστικά, πρωτογενώς, έγχρονοι δηλαδή. Είμαστε ως
υπάρχοντες και αυτό συνιστά την αειγενή αλήθεια η οποία διεμβολίζει τη
χρονικότητά μας με βασικές συνέπειες που δεν
προκύπτουν αλλά που συναποκαλύπτονται.
Ιδού:
i.
Ο κόσμος είναι οικουμενικά κόσμος μας όχι ως αντικείμενο, αλλά ως συμπαρουσία
και αυτό υποδηλώνει το εξής: Πέρας του ανθρωποκόσμου είναι η απειρία του, πέρα
από κάθε συνηθισμένη κατηγορία, όπως εκτατότητα, χωρικότητα. Τίποτε δε
βρίσκεται έξω μας ‘’ιστάμενο’’ ως αντικείμενο παρακολούθησης. Ήδη όμως, ό,τι δε
βρίσκεται έξω μας, δε μπορεί να βρίσκεται ούτε μέσα μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
δε μπορούμε να προσεγγίζουμε τα φαινόμενα ως παρατηρητές, τα φαινόμενα τα οποία
θεωρούμε πως βρίσκονται έξω από εμάς. Οι όροι επομένως έξω και μέσα είναι
συμβατικοί, σχετικοί και δεν ισχύουν οντικά, ούτε και στη φαινόμενη τυπική λογική,
δεδομένου ότι κάθε λογική είναι σχετική και σχετικά αληθής, αν οι καταγραφές
της ισχύουν.
Ο
κόσμος μας επομένως δεν είναι αντικείμενο, αλλά κόσμος-κόσμος μας και αυτό
οδηγεί σε κάτι σημαντικό: Όριο του κόσμου μας δεν είναι το απεριόριστο, το
ατελεύτητο ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, το επ’ άπειρο εκτεινόμενο ή και το επ’
άπειρο τεμνόμενο-διαιρούμενο. Υπ’ αυτό το πνεύμα κάθε προσπάθεια ορισμού
οριζόντων, κοσμικών οριζόντων, ηλικίας του σύμπαντος είναι ατελέσφορη, καθόσον ‘’υπολογίζουμε’’ το
κοσμικό συμβαίνον ως αντικείμενο και μάλιστα ερήμην του υποκειμένου το οποίο
παίζει το ρόλο του κοσμομέτρη. Ο κόσμος είναι κόσμος μας και δεν είναι δυνατό
να θεωρείται αντικείμενο το οποίο προσμετρά και αξιολογεί ένα υποκείμενο. Αυτό
συμβαίνει δυστυχώς επειδή αγνοούμε κάτι πρωταρχικό, ἀρχικώτατον, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Αριστοτέλη: Ορίζων
δεν είναι ο ίδιος ο κόσμος, μέρη του οποίου προσμετράμε με μαθηματικά σύμβολα,
κινδυνεύοντας να αφυδατώνουμε ή και να αγνοούμε το ίδιο το προσμετρούν, το
πνεύμα μας δηλαδή το οποίο ακινητοποιείται καθιστάμενο απλός παθητικός
καταγραφέας αλλοτριώνων και αλλοτριούμενος, αν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας πως
κάθε υπολογισμός είναι πνευματική μαρτυρία.
Πώς,
εξάλλου, είναι δυνατό να λέμε πως γνωρίζουμε κάτι το οποίο είναι ξένο προς το
πνεύμα μας, χωρίς να προβαίνουμε σε αντιφατικούς επαγωγισμούς; Κατά βάση στην
αρχή-αφετηρία κάθε αναγωγής (οι αναγωγικοί συλλογισμοί έχουν όρια και δε
θεωρούνται βέβαιοι) προϋποτίθεται άδηλα ως ασφαλές δεδομένο το ζητούμενο.
ii.
Ποιο είναι το αμείλικτο δεδομένο το οποίο συνιστά ατρεμή κρηπίδα κάθε έγχρονης
ενέργειάς μας;
Ξεκινήσαμε
απ’ τη διακοινωνία αίσθησης, αντίληψης, μνήμης, κρίσης, λόγου, χωρίς να
διακριβώσουμε το λόγο και τη σπουδαιότητα αυτών των πνευματικών λειτουργιών.
Όταν
φανταζόμαστε, προϋποθέτουμε και την αίσθηση και τη μνήμη και την κρίση, όπως
όταν κρίνουμε, όταν αποφαινόμαστε, προϋποθέτουμε τη φαντασία, την αίσθηση, κατά
τρόπο που αυτές οι λειτουργίες του πνεύματός μας συνέχονται, καθιστώντας
παραστάσιμα, εκφραστά, συγκεκριμένα μόνο συμβαίνοντα και καταστάσεις. Αυτό
είναι κάτι το οποίο δε μπορεί να αμφισβητηθεί, όποια σχολή και αν
επικαλεσθούμε. Κι όμως, εκφράζει την επιφάνεια του συμβαίνοντος, αποκρύβοντας,
εκούσια ή ακούσια, κάτι χωρίς το οποίο δεν είναι διανοητή η λειτουργία αυτών
των πνευματικών μας λειτουργιών.
Εννοούμε
κάτι που συνιστά θεμέλιο: Ό,τι παραστατό (όλα τα παραστατά, τα ρητά, τα
εκφραστά δείχνονται με συμβολικούς τρόπους, είναι συμβολικές μαρτυρίες) είναι
πάντα έγχρονο-πεπερασμένο, ρητό φαινόμενο. Ιδού η πρόκληση: Είναι το είναι των
πνευματικών μας καταλληλοτήτων παραστάσιμο, όπως τα αισθητά τα οποία παραστατικοποιεί;
Είναι δηλαδή το παραστατικοποιούν παραστάσιμο; Είμαστε σε θέση λ.χ. να
καταστήσουμε αντικείμενο τη φαντασία μας, την αντίληψή μας κ. ο. κ.; Είναι με
άλλα λόγια οι πνευματικές μας καταλληλότητες έγχρονα φαινόμενα-συνέπειες της
συνειρμικής ακολουθίας ή ανακολουθίας των πραγμάτων, όπως υποστηρίζουν οι
περισσότερες απ’ τις εμπειριστικές σχολές;
ΙΙ
Υπάρχει
πρωτογενής και υστερογενής-έγχρονη φαντασία, και μαζί αντίληψη, αίσθηση, κρίση, όπως έχουμε
αναπτύξει σε άλλες ευκαιρίες;
Τα
ερωτήματα οδηγούν σε βαθύτερους διαλογισμούς για να αποκαλύπτουν μεγάλες
μεταφυσικές θεωρήσεις, έστω και αποκλίνουσες.
Προσφυγή
στους όρους συνέχεια, ασυνέχεια, στατικό, εξιστάμενο, βοηθούν στην περαιτέρω
διερεύνηση του θέματος. Λέμε πως υπάρχει ασυνέχεια, έγχρονη ασυνέχεια των
πραγμάτων που είναι βασική προϋπόθεση συναρμογών, αντιθέσεων, ομοιοτήτων με τις
απέραντες μορφές παραγωγής και δημιουργίας γνώσης. Είναι όμως η ασυνέχεια
κατανοητή χωρίς τη συνέχεια, απαραίτητη προϋπόθεση εννόησης της πρώτης;
Για
να είμαστε σαφέστεροι, ας υποθέσουμε πως ο όρος συνέχεια δεν έχει σχέση με ό,τι
συνήθως αποκαλούμε διαστημική συνέχεια, καθόσον στο λεγόμενο χώρο που,
υποτίθεται, είναι συνεχής, άχρονος, άτμητος, δεν είναι διανοητή καμία συνέχεια,
καθόσον το συν- προϋποθέτει συν-ύπαρξη. Αν όμως χώρος δεν είναι παρά η
φαντασιακή καταλληλότητα, μπορούμε να
κάνουμε λόγο για πρωτογενή φαντασιακή αλήθεια που συνέχει ιδεατά και την
αίσθηση και τη μνήμη και την αντίληψη και την κρίση. Υπάρχει μία άχρονη
περιχώρηση των πνευματικών μας καταλληλοτήτων και υπ’ αυτό το πνεύμα είμαστε σε
θέση να θεωρήσουμε την ενότητά τους.
Παρόμοιες
θα ήταν οι σκέψεις μας, αν επισκεπτόμασταν τους όρους στατικό, εκστατικό και την αχαλίνωτη εκτροπή
του σε εκστασιακό. Το εκστατικό προϋποθέτει το στατικό το οποίο δεν είναι
έγχρονο αλλά άχρονο. Το εκστατικό, αντίθετα, διαδηλώνει κίνηση, μεταβολή,
φθορά, προσπάθειες υπέρβασης, δημιουργικής υπέρβασης, που δεν είναι νοητές
χωρίς το άχρονο. Και εδώ μπορούμε να δούμε πως εκστασιακό σημαίνει έγχρονη
κίνηση η οποία είναι αδιανόητη χωρίς την άχρονη στατικότητα. Ήδη, το εκστατικό
φωτίζει το έγχρονα υπαρκτικό των διανοητικών μας λειτουργιών, τη σχέση
υπερβατικότητας με την έγκοσμη κατάστασή μας.
ΙΙΙ
Πώς
είμαστε επομένως σε θέση να θεωρήσουμε καρποφόρα την έγκοσμη-έγχρονη κατάστασή
μας η οποία κινείται, ζει και διανοείται με τη συνειδητή γνώση των πνευματικών
της λειτουργιών, και, συγκεκριμένα, πώς είμαστε σε θέση να δούμε πραγματικά και
χωρίς ειδωλοποιήσεις και αδόκιμες παραστατικοποιήσεις το έγκοσμο συνειδησιακό μας
εγώ;
Οφείλουμε
να διακρίνουμε την οντική φύση του υπάρχειν μας υπό νέο φως, παρά το ότι δε
μπορούμε να εκφραζόμαστε συμβολικά. Υποφαίνεται με την πρώτη ματιά πως υπάρχει
έγχρονη σχέση ανάμεσα στις συνειδησιακές μας καταλληλότητες (μνήμη κλπ.) οι
οποίες φανερώνουν έγχρονα το άχρονο και, υπ’ αυτό το πνεύμα, πως στην οντική
ταυτότητα-συν-έχεια, αντιτάσσουμε την ετερογενή ενότητα που είναι αναμφισβήτητα
έγχρονη, δεδομένης της απέραντης ποικιλίας του αισθητού κόσμου. Θα λέγαμε πως
το οντικό εκφράζεται ως υπαρξιακό, πως το υπαρξιακό είναι αποτύπωμα, έγχρονο
αποτύπωμα του οντικού.
Αυτή
η πραγματικότητα όμως δεν είναι για μας αντικείμενο το οποίο θα θεωρούσαμε
δίκην παρατηρητών. Κάθε περιγραφή δεν αναφέρεται σε κάποιο περιγραφόμενο
αντικείμενο το οποίο είναι ξέχωρο απ’ το πνεύμα μας, και αυτό συμβαίνει επειδή
προηγείται κάτι, επειδή δηλαδή γνωρίζουμε εκ των προτέρων τη φύση του τμητού,
του φθαρτού, του μεταβλητού που δεν είναι παρά έγχρονη-αισθητή φανέρωση του
άφθαρτου, του αμετάβλητου, του άχρονου.
Γνωρίζουμε
επομένως ένα ‘’πράγμα’’ του οποίου η φύση είναι άχρονη και η οποία διαχέεται
εσαεί στα υπάρχοντα αισθητά. Αισθητή φανέρωση σημαίνει συμβολική
αποκρυπτογράφηση του άρρητου στο ρητό. Κάθε εκφραστό-ρητό-φθαρτό είναι
αδιανόητο χωρίς το απόλυτο. Αυτή η αλήθεια η οποία είναι όντως παράδοξη (παρά τήν δόξαν) προσεγγίζεται απ’ τη
στιγμή που υποτυπώνεται στην υπαρκτική μας αμεσότητα, στο δεσμό πνεύματός μας
και σώματός μας, στην ένσαρκη δηλαδή κατάστασή μας η οποία και συνιστά το μέτρο
κατανόησης της ανθρωποκοσμικής πραγματικότητας.
Υπ’
αυτό το πνεύμα, ουσιαστική νόηση της προσωπικής μας αλήθειας, νόηση και όχι
αντιληπτική γνώση η οποία ακολουθεί, καθιστά το υποκείμενο ορίζοντα του κόσμου
και αυτό μηνύει το μάταιο της αναζήτησης πέρατος ή και αρχής του κόσμου τον
οποίο, χωρίς να το κατανοούμε, τον καθιστάμε αντικείμενο. Βέβαια, υπάρχει
απέραντη ποικιλία αισθητών πραγμάτων, αλλά αυτό δεν απαντάει στο εξής: Πώς
γνωρίζουμε τα επιμέρους αισθητά, αν αγνοούμε την κύρια φύση τους, την οντική
τους φύση, το είναι δηλαδή που καθιστά δυνατή την αλλαγή, τις φθορές κ. ο. κ.;
Επομένως:
Το ουσιώδες συνέχει ό,τι μεταβάλλεται, αν συνειδητοποιούμε την κρηπίδα της αλλαγής,
της φθοράς, της κίνηση, το απόλυτο είναι τους δηλαδή που συνιστά προϋπόθεση εννόησης-αντίληψής
τους.
Ήδη,
ό,τι αποτελεί το πνεύμα του αντιλαμβάνεσθαι σε συνάρτηση με το αισθάνεσθαι, δεν
είναι παρά το πρωτονοείν, η άχρονη νόηση δηλαδή που δείχνεται σε κάθε τι που
αντιλαμβανόμαστε. Δεν υπάρχει αντίληψη χωρίς την αειγενή νόηση η οποία δεν
αναλύεται, δεν περιγράφεται, δεν εξαντικειμενικεύεται ως αντικείμενο, επειδή
συνιστά την αφετηρία μας. Έπονται οι επιμέρους γνώσεις ως έγχρονες διεκφράσεις
του μόνου αληθεύοντος. Το επιμέρους, το έγχρονο, το συγκεκριμένο, το δείξιμο,
δεν είναι παρά έγχρονη φανέρωση-μαρτυρία της απόλυτης φύσης του. Γνωρίζουμε
ανα-γνωρίζοντας, γνωρίζουμε δηλαδή κάθε αισθητή μορφή μόνο αν αναγνωρίζουμε σε
αυτήν το είναι της ύπαρξής της, το ατρεμές οντικό της θεμέλιο.
Ήδη,
οι διακρίσεις υποκειμένου και αντικειμένου αναστέλλονται, αυθυπερβαίνονται θα
οφείλαμε να λέμε, δεδομένου ότι αυτή η διάκριση αγνοεί την ενότητα των
υπαρχόντων πραγμάτων τα οποία, επίσης, είναι αδιανόητα χωρίς το υποκείμενο.
Υπάρχουν υποκείμενα και μόνο υποκείμενα χωρίς αντικείμενα. Αυτό δηλώνει το πνεύμα
της γνώσης η οποία καταγράφεται πάντα συμβολικά, αλλά η συμβολική έκφραση
παραπέμπει στο συμβολιζόμενο.
ΙV
Τι
είναι όμως το υποκείμενο, αν με τη γνώση καθιστά δικά του τα ‘’αντικείμενα’’;
Τι δηλώνει ο τρόπος έκφρασης κάθε γνώσης η οποία είναι προϋπόθεση ύπαρξης των
πραγμάτων; Είναι σαφές πως ονομάζουμε συμβολικά, με σύμβολα και με σύνολα
συμβόλων, όλα όσα θεωρούμε αντικείμενα, αλλά και καταστάσεις ψυχής,
συναισθήματα. Το υπάρχειν επομένως οποιουδήποτε πράγματος ή και κατάστασης
είναι αδιανόητο χωρίς την οντική συνέχεια η οποία, απερίληπτη με εκφραστικό τρόπο, αποτελεί την
αδήριτη αφετηρία. Δε μπορούμε να θεωρούμε κάτι ως αντικείμενο απ’ τη στιγμή που
η οντική του φύση υποφαίνεται στο φαίνεσθαί του.
Προσέχοντας
περισσότερο, διακρίνουμε μία αυτονόητη αλήθεια η οποία όμως διαλανθάνει τις
περισσότερες φορές: Η συν-έχεια δε συνέχει πολλαπλά, ποικίλα αισθητά πράγματα
δίκην αντικειμένων που παρατίθενται, που αλληλοσυντίθενται, που
αντιπαρατίθενται, όπως φαίνεται με την πρώτη επιπόλαιη ματιά παραστατικής θέας
των αισθητών πραγμάτων. Αυτό, αυτή η πλάνη, οφείλεται στην αυταπάτη που
δημιουργείται εξαιτίας του λεγόμενου χώρου στον οποίο, υποτίθεται, κινούνται τα
αισθητά και τα οποία θεωρούμε ως ‘’εξωτερικοί’’ παρατηρητές. Υποδήλως επομένως
ο λεγόμενος χώρος μοιάζει με ενωτική και
απόλυτη προϋπόθεση θέας και αξιολόγησης των πραγμάτων.
Τι
συμβαίνει όμως με μια δεύτερη προσεκτική θεώρηση;
Η
λεγόμενη χωρική συνέχεια-ομογένεια δεν είναι παρά φαντασιακή συνέχεια η οποία
περιχωρείται αμοιβαία με την αίσθηση και με την αντίληψη ως αέναη πηγή
συναντίληψης προς παραγωγή γνώσης. Ήδη, καταργουμένης της εσωτερικότητας και
της εξωτερικότητας, κοινωνούμε με το αισθητό όχι ως παρατηρητές. Γι’ αυτό οι
γενικές έννοιες που καταπόνησαν τη φιλοσοφική σκέψη συνέχονται οντικά με τη
φύση των πραγμάτων-φύση μας, φανερούμενες σε απέραντης ποικιλίας μορφές
σχήματα, καταστάσεις που η σκέψη μας παρουσιάζει συμβολικά. Όλες αυτές οι
συμβολικές παραστάσεις συγκεκριμένων μεγεθών, καταστάσεων, σχέσεων που
βασίζονται στην ομοιογένεια, στην ετερότητα, στην αναλογία, στην δυσαναλογία,
στον κόσμο των ασυνεχειών των έγχρονων μορφών ύπαρξης, συνέχονται οντικά,
δεδομένου ότι κάθε συμβολική έκφραση παραπέμπει, μηνύει, θα οφείλαμε να λέμε,
το πνεύμα του γράμματος, της έκφρασης, του πορίσματος, πάντα, και σε περιπτώσεις
εσφαλμένων διαπιστώσεων οι οποίες είναι αναθεωρήσιμες, αναστρέψιμες δηλαδή. Αναθεωρήσιμες
ως προς την αισθητή-έγχρονη φανέρωσή τους και όχι ως προς την οντικής τους
αρχή.
Προσπαθούμε
να προσεγγίσουμε τη συνέχεια μακριά από κάθε εκτατότητα ως αρχή της νόησης και
των συγκεκριμένων της εκφράσεων που δεν είναι παρά η εκάστοτε αντιληπτική μας προσπάθεια. Συναντιλαμβανόμαστε την ποικιλία,
την απέραντη ποικιλία των πραγμάτων, την ‘’πραγμικότητά’’ (Hegel) τους και αυτό σημαίνει πως τρόπος αληθινής γνώσης προϋποθέτει μεν τον
αισθητό κόσμο στον οποίο μετέχουμε, αλλά χωρίς τη ζωοποίησή του η οποία δεν
έχει αρχή ούτε τέλος, ως άχρονη, είναι αδιανόητη οποιαδήποτε γνώση-ανάγνωση
οποιουδήποτε πράγματος ή κατάστασης.
Ας
επαναλάβουμε πως οι γνώσεις είναι έγχρονες διεκφράσεις της πρώτιστης γνώσης η
οποία, οντική οπωσδήποτε, κρύπτεσθαι φιλεῖ
(Ηράκλειτος), η οποία, ως ανέκφραστη, είναι η μόνη απόλυτα γνωστή αλλά μη
εκφραζομένη με συμβολικές παραστάσεις ως ριζική και απόλυτη μήτρα τους.
Συμβαίνει
όμως το εξής που μας απομακρύνει από κάθε σκεπτικισμό ή και μηδενισμό, παρόλο
που ο τελευταίος όρος είναι αδόκιμος, αν όχι χωρίς νόημα. Οι επιμέρους γνώσεις
μας που μπορεί να είναι αναθεωρήσιμες είναι αδιανόητες χωρίς την άμεση και απόλυτη
πρώτιστη γνώση η οποία είναι αειγενής τροφός τους. Πλήρωμα του σχετικού είναι
το απόλυτο και γι’ αυτό, το έχουμε επισημάνει πολλές φορές, κάθε σχετικό, για
να είναι γνωστό, νοείται απόλυτα και δείχνει την απόλυτη αρχή η οποία ‘’χωρείται’’
σε αυτό ως απόλυτα συνέχουσα. Να πώς η συνέχεια μαρτυρείται σε κάθε μορφή
ασυνεχούς. Ήδη, οι παραστάσεις, κάθε δηλαδή παράσταση που δεν είναι παρά
συμβολική έκφραση φαινομένου ή φαινομένων, ‘’εγκλείει’’, μηνύει, την απόλυτη
αλήθεια όπως μαρτυρείται έγχρονα. (Το) όλο μαρτυρείται σε κάθε μορφή επιμέρους.
Υπ’ αυτό το πνεύμα δεν υπάρχουν όρια του κόσμου μας, παρά τον πειρασμό στον
οποίο μας παρασύρει ο όρος απεριόριστο, όρος υπό τον οποίο νοείται το
ατελεύτητα εκτεινόμενο, φθάνοντας μάλιστα σε αποστάσεις δισεκατομμυρίων ετών
φωτός.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Άπειρο και Απεριόριστο
(Εκτατό και Πνεύμα, Ταυτότητα και Έγχρονη
Ενότητα, Το Είναι των Αισθητών, Ορίζουσα του Αισθητού, Το Υπάρχον, Το Ον, Η
Οντική Ρίζα, Απεριόριστο και Συγκεκριμένο, Το Όριο, Αρχιακές Έννοιες και
Ενόραση, Ταυτότητα και Ενότητα.)
Ι
Τι
είναι το απεριόριστο, το ατελεύτητα ‘’εκτεινόμενο’’;
Ας
δούμε καταρχήν την έννοια του εκτατού, του εκτεινόμενου. Υπάρχουν εκτατά
φαινόμενα; Η ερώτηση φαντάζει αφελής, αλλά προσέχοντας, διαπιστώνουμε πως κανένα ‘’εκτεινόμενο’’ μέγεθος δεν είναι
ακίνητο, αμετάβλητο κ. ο. κ. Έχουν επομένως τα αισθητά τόπο, σταθερό τόπο; Αν η
αλλαγή, η αύξηση, η φθορά, η εσαεί κίνηση ορίζεται απ’ το πνεύμα μας,
πραγματικός τόπος των αισθητών είναι το ίδιο το πνεύμα μας, πραγματική μας
υπόσταση και όχι κάποιος τόπος, ο γνωστός χωροχρόνος.
Υπό
τον όρο ‘’τόπος των πραγμάτων είναι το πνεύμα μας’’ συμπεριλαμβάνουμε
αναπόφευκτα τη σωματική μας υπόσταση-ύπαρξη, όλες δηλαδή τις οργανισμικές μας
λειτουργίες, κατά τρόπο που η εκτατότητα περιλαμβάνει οτιδήποτε αισθητό, ορατό
ή αόρατο, μικρό ή μεγάλο (οι όροι είναι συμβατικοί), οτιδήποτε μετρήσιμο, και
εδώ συναντάμε το μέτρο που είναι οι αριθμοί, εξ’ ου και η μαθηματικοποίηση του
σύμπαντος, των αισθητών δηλαδή φαινομένων, ομοιογενών, αναλόγων, πυκνών κ. ο. κ.
Ποιος
μετράει, αριθμεί, συνδυάζει, θεωρεί; Τα αισθητά δεν αυτοερμηνεύονται,
λειτουργούν ως κινούμενα, ως ζώντα και για να τα γνωρίζουμε, έχουμε ορισμένα
κοινά γνωρίσματα. Χωρίς αυτήν την αλήθεια, κάθε γνώση είναι αδιανόητη. Έχει
όμως η γνώση αισθητές ποιότητες; Το ερώτημα συνίσταται στο αν οι αισθητές
ποιότητες είναι πνευματικές, αφού αναγνωρίζονται πνευματικά, αφού αίσθηση δεν
είναι τα αισθητά, αλλά πνευματική λειτουργία, ως φωτογράφηση των αισθητών και, ως ορατή φωτογράφηση των αισθητών, ως
αισθητή μορφή της αντίληψης η οποία διαλογίζεται, εννοεί ως συγκεκριμένος βραχίονας
της νόησης.
Όλη
όμως αυτή η διαδικασία ξαναθέτει το πρόβλημα το σχετικό με την ενότητα αίσθησης
και αντίληψης, κάτι το οποίο θα ‘’κρίνει’’ αν κάθε πεπερασμένο μέγεθος είναι
εκτατό. Είπαμε πως πριν εννοηθεί-αντιληφθεί νοείται και πως η νόηση διαμηνύεται
σε κάθε αντιληπτικό μας βήμα σε κάθε είδους αισθητή ύπαρξη ως κοινή αφετηρία
κάθε επιμέρους γνώσης, ως φανερούμενη με τις επιμέρους αντιλήψεις.
Αν
όμως αναγνωρίζουμε τα αισθητά οποιασδήποτε βαθμίδας, βεβαιώνουμε έστω και άδηλα
ή ασύνειδα πως η ουσιώδης φύση τους που διασελαγίζεται στο υπάρχειν τους είναι
απολύτως κοινή και μία, και, έτσι, κάθε ύπαρξη, στην απέραντη ποικιλομορφία του
αισθητού, έχει κοινή και απόλυτη ρίζα με οποιαδήποτε άλλη.
Πριν
αναλύσουμε το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην ταυτότητα και στην ενότητα στο
πνευματικό επίπεδο, οφείλουμε να δούμε γιατί το λεγόμενο εκτατό δεν είναι παρά
η συνειδητοποίηση της εισβολής του υπάρχειν στο είναι, άρα μη υλική ή απέραντα
συλληπτή ως εξωτερικότητα. Είναι συνειδησιακή αλήθεια, αλλά, βαθύτερα, τι
είναι; Δε μπορούμε να το προσδιορίσουμε οντικά αλλά υπαρκτικά και αυτό
διαμηνύει την ταυτότητα ως έγχρονη ενότητα.
Υπ’
αυτήν την προϋπόθεση προσεγγίζεται η σχέση, η διάσχεση, θα λέγαμε, γνώσης και
αισθητής πραγματικότητας. Συνειδησιακή ενότητα και αισθητή ενότητα.
ΙΙ
Είμαστε
ίσως σε θέση να προσδιορίσουμε το απεριόριστο σε σχέση με το άπειρο.
Μία
πρώτη θεώρηση μας λέει πως το απεριόριστο ελέγχεται μερικώς και προοδευτικά,
αλλά χωρίς τέλος στην πραγματικότητά του. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει
προοπτική πλήρους ελέγχου.
Οφείλουμε
όμως να προσεγγίσουμε το πρόβλημα προσεκτικότερα, δεδομένου ότι υποπίπτουμε σε
συγχύσεις και παρασυρόμαστε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.
i.
Το πρόβλημα οξύνεται απ’ τη στιγμή που προσεγγίζουμε το απεριόριστο με αφετηρία
τον αισθητό κόσμο, με τρόπο που η σκέψη μας συνδέει το αισθητό και κάθε μορφή
του με το συμπαντικό συμβαίνον και με τα δισεκατομμύρια ετών φωτός τα οποία
συνάγονται απ’ τα γνωστά τηλεσκόπια και τους ανιχνευτές. Ορισμένες μάλιστα μετρήσεις,
χωρίς να λύνουν το πρόβλημα, θέτουν νέους προβληματισμούς κλονίζοντας κραταιές
θεωρίες. Δε θα υπεισέλθουμε στο θέμα, οι αστροφυσικοί μας πληροφορούν. Το
αναφέρουμε απλά για να δείξουμε πως ο όρος απεριόριστο στρέφει το πνεύμα μας σε
αισθητά πεπερασμένα μεγέθη υποκρούοντας το ερώτημα το σχετικό με το αν το
σύμπαν είναι απεριόριστο, αν έχει αρχή, σχήμα, πέρας.
Αναπόφευκτα,
προϋποθέτουμε το χρόνο παλαιών και σύγχρονων κοσμολογιών και φανταζόμαστε πως ο
αμέτρητος χορός των δισεκατομμυρίων γαλαξιών κινείται στον ομογενή, άχρονο,
απόλυτο, άπειρο χώρο. Ήδη, κίνηση, μεταβολή, χρόνος, αισθητά διαπλέκονται
προκαλώντας θαυμασμό αλλά και αμηχανία.
ii.
Ως προς το λεγόμενο μαθηματικό άπειρο που είναι κατά κυριολεξία το απεριόριστο (λ.χ. οι αριθμοί οποιασδήποτε
τάξης: ακέραιοι, κλασματικοί, περιοδικοί, φανταστικοί, μιγαδικοί κ. α.), το πρόβλημα, το απεριόριστο των αισθητών
πραγμάτων σε σχέση με τα μαθηματικά
‘’μεγέθη’’ τα οποία είναι καθαρά νοητά και τα οποία δε γνωρίζουν κίνηση,
αλλαγή, μεταβολές και που είναι άσχετα με το χώρο στον οποίο υποτίθεται κινούνται
απ’ τα πρωτόνια του κβαντικού κόσμου μέχρι τους γαλαξίες, τι θα μας υποδείκνυε;
Δεν
προχωρούμε σε μαθηματικές αναλύσεις για τις οποίες έχουν λόγο οι μαθηματικοί
και οι αστροφυσικοί. Επικαλούμαστε το μαθηματικό άπειρο, το απεριόριστο, για να
κάνουμε έναν παραλληλισμό ο οποίος θα μας βοηθήσει.
iii.Το
απεριόριστο του αισθητού κόσμου, οι συμπαντικές γαλαξιακές αποστάσεις παραλληλίζονται με τα χωρίς τέλος
μαθηματικά μεγέθη και γεννάται ο εξής προβληματισμός: Πώς
είναι
δυνατό να μετρούνται και να υπολογίζονται αισθητά μεγέθη, μεγέθη δηλαδή τα
οποία φθείρονται, κινούνται, μεταβάλλονται με αμετάβλητα, άφθαρτα μαθηματικά
σύμβολα; Πώς είναι δυνατό επιπλέον να κάνουμε λόγο για πέρας ή για απεριόριστο,
για πεπερασμένο ή για άπειρο; Βέβαια, οι εμπειριστές φρονούν πως τα μαθηματικά
μεγέθη είναι γεννήματα απλής τριβής με τα αισθητά πράγματα, αλλά δεν πείθουν.
ΙΙΙ
Εισερχόμεθα
στην καίρια αιχμή της προβληματικής μας.
Υπάρχει
κατά πρώτο λόγο μία βασική ερώτηση απ’ την οποία αναδύεται η συνέχεια. Θεωρούμε
το σύμπαν-κόσμο, όπως και τους αριθμούς, αντικείμενα τα οποία παρατηρούμε ως
απλοί παρατηρητές; Για να είμαστε όμως παρατηρητές κάποιων συμβαινόντων,
είμαστε πρώτιστα μέτοχοι, κάτι που σημαίνει πως κάθε παρατήρηση συμβαίνει σε
συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων, εξ ου και ο επιστημονικός συμβατισμός. Είμαστε
όμως σε θέση να παρατηρούμε συγκεκριμένα πράγματα και καταστάσεις, απλά ή
περίπλοκα, χωρίς να κοινωνούμε με το είναι τους, χωρίς δηλαδή να γνωρίζουμε εκ
των προτέρων την κίνηση, τη μεταβολή, τη φθορά, κοινές τους καταστάσεις υπό
αναρίθμητες παραλλαγές; Γνωρίζοντας επομένως έμφυτα και απόλυτα την κίνηση, τη
μεταβολή, τη φθορά, όλα αυτά τα ταυτόσημα κατηγορήματα, τα αναγνωρίζουμε σε
κάθε αισθητή έκφραση και τα αξιολογούμε με συμβολικά σημεία έκφρασης. Είναι
έτσι σαφές πως κάθε αισθητό και συνακολουθούσα κατάσταση δεν είναι οριστό παρά
ως συνεχώς μεταβαλλόμενο.
Το
συν-έχεσθαι όμως ορίζει κάθε ασυνέχεια. Τα αισθητά συνέχονται λόγω κοινών
κύριων χαρακτήρων οι οποίοι είναι θετικές εκφράσεις ως είναι κάθε φαίνεσθαι. Ο
απεριόριστος αριθμός των κινήσεων, των μεταβολών κ. ο. κ. απ’ τις οποίες καμία
δεν ταυτίζεται με οποιαδήποτε άλλη, καθιστά αναγκαία την απόλυτη νοητική-οντική
αρχή κάθε μεταβολής.
Φαίνεται,
και θα το δούμε εκτενέστερα, πως το απεριόριστο, το μη περιοριζόμενο δηλαδή,
δεν είναι κάτι το οποίο εκτείνεται στον ‘’ακίνητο’’ χώρο, αλλά η ίδια αισθητή
όψη, κάθε φαίνεσθαι. (Πάλι συναντάμε τη σχέση αίσθησης και αντίληψης: Αντίληψη
είναι η επίγνωση της αίσθησης κατά τρόπο που υπάρχει μία άναρχη αντιστοιχία
μεταξύ τους: Η μία δεν υπάρχει χωρίς την άλλη, και γι’ αυτό ο όρος ενότητα στον
οποίο αναφερόμαστε επιδέχεται διευκρινίσεις: Ενότητα θεωρείται πλέον κάθε
συμβαίνον με αφετηρία την ένσαρκη-έγκοσμη μαρτυρία.)
Μπορούμε
επομένως να ‘’εντοπίσουμε’’ το απεριόριστο σε κάθε αισθητή κυρίως μορφή ύπαρξης
η οποία εικονίζει και τις υπόλοιπες;
Το
απεριόριστο φθίνει και συνέχεται ταυτόχρονα και αυτό είναι αποκαλυπτικό.
Συνιστά τη φύση του αισθητού, κάθε μεταβαλλόμενου-κινούμενου υπάρχοντος και
όριό του είναι η συνειδητοποίησή του ως υπάρχοντος.
Ήδη
το πρόβλημα φωτίζεται με τον όρο συνειδητοποίηση κάθε υπάρχοντος, αλλά αυτό δεν
είναι δυνατό να εκτιμάται διαστημικά, ως συμβαίνον δηλαδή στον άμετρο ‘’χώρο’’, στη λεγόμενη
εκτατότητα. Αν αυτό συνέβαινε, θα οδηγούμασταν σε αντίφαση: Πώς είναι δυνατό το
(υποτίθεται) εκτεινόμενο να φιλοξενείται στο λεγόμενο χώρο που είναι έτσι η
βάση, η αφετηρία, η προϋπόθεση κάθε εκτατότητας; Κι αυτό, όταν ο χώρος
θεωρείται άτμητος, ομογενής, απόλυτος, άχρονος;
Θα
αντιτασσόταν πως παρά την παραδοξότητα διασυσχέτισης των αισθητών με τον
‘’αναίσθητο’’ χώρο, οι εκτάσεις των αισθητών, απ’ τον μικρόκοσμο μέχρι τον
μακρόκοσμο, υπάρχει ένα αδήριτο δεδομένο το οποίο συνίσταται στις αποστάσεις
που αυξομειώνονται κατά τη φύση των κινήσεων, των μεταβολών, των αλλαγών. Αυτή
όμως η θέση αυτοπροδίδεται, καθόσον κάθε μέτρηση αποστάσεων (σκεφθείτε τα έτη φωτός και τις ιλιγγιώδεις
ταχύτητες) τελείται με μαθηματικά μεγέθη τα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε,
εικονίζουν νοητά όλες τις ποικιλίες των αισθητών.
Επιπλέον:
Κάθε προσπάθεια μαθηματικοποίησης δεν είναι το αισθητό, αλλά, αντίθετα, είναι η
ορίζουσα του αισθητού. Όπως γνωρίζουμε, οι μαθηματικές οντότητες δεν έχουν
έκταση, δεν εκτείνονται, ούτε γνωρίζουν αλλαγές και μεταβολές.
Για
να προχωρήσουμε, οφείλουμε να μη συγχέουμε το ατελεύτητο των αριθμών με το
απεριόριστο του αισθητού, αλλά να λαμβάνουμε υπόψη την οντική ενότητα του ενός
και των πολλών, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με την εκτατότητα η οποία δεν
είναι παρά σύνθεση ασυνεχειών των αισθητών ποιοτήτων.
Αυτό
μας οδηγεί σε μία παράδοξη με την πρώτη ματιά θεώρηση: Το αισθητό, κάθε δηλαδή
μορφή και έκφραση ή κατάσταση δεν είναι υλικής αλλά πνευματικής φύσεως και,
άρα, χωρίς διαστάσεις, και γι’ αυτό ακριβώς μετράται με αριθμούς.
Πώς
χωρείται επομένως το αισθητό, αν είναι πνευματικής φύσεως και μάλιστα
ουσιαστικά αδιάστατο, δεδομένου ότι κάθε
κίνηση δεν εντοπίζει ποτέ το κινούμενο που κινείται συνεχώς, που δε
μετράται ποτέ στατικά; Τόπος όμως κάθε κίνησης είναι το πνεύμα μας ως οντικός
εντοπισμός του υπάρχοντος. Το πνεύμα μας ως φαντασιακή χωρικότητα, όπως έχουμε
αναπτύξει σε άλλες προσπάθειες. Απλά: Ό,τι ονομάζουμε χώρο δεν είναι παρά η
φαντασία, η απόλυτη φαντασία ως λειτουργείν του κόσμου, η οποία όμως στην
ανθρώπινη φύση ‘’προσμετράται’’ εν πεπερασμένω.
IV
Για
να κατανοήσουμε επαρκώς τη φαντασιακή θεώρηση η οποία αποτελεί το ‘’κλειδί’’
εννόησης του απεριόριστου, οφείλουμε να τονίσουμε πως αίσθηση, αντίληψη, μνήμη,
φαντασία, λόγος, συνέχονται, ταυτίζονται οντικά, ως έγκοσμες-έγχρονες εκφράσεις
του απολύτου το οποίο, άρρητο ουσιωδώς, εκφράζεται εν πεπερασμένω και πάντα με
συμβολικές μορφές, αρχής γενομένης απ’ τη γλώσσα. Προσλαμβάνουμε τα αισθητά ως
συνυπάρχοντες με αυτά και όχι ως παρατηρητές, κοινωνούμε με αυτά ως
συν-υπάρχοντες, αλλά η αρχή, το μοναδικό αξίωμα της ταυτότητας, όντας απόλυτα
γνωστό, αποκαλύπτεται έγχρονα σχετικά-συμβολικά.
Συμβολικές
μορφές έκφρασης δεν είναι μόνο τα αισθητά, αλλά και οι ποικίλες ανθρωποκοσμικές
καταστάσεις. Κάθε υπαρκτό επομένως εκφράζεται συμβολικά.
Αυτό
βέβαια δε σημαίνει πως ο μόνος τρόπος έκφρασής μας είναι συμβολικός, αλλά κάτι
ουσιωδέστερο: Κάθε συμβολική έκφραση φανερώνει φάσεις και μορφές του εγχρόνως
υπάρχειν, μαρτυρώντας ταυτόχρονα τα ριζώματα του συμβολικώς εκφράζεσθαι, την
οντική δηλαδή ρίζα. Η οντική ρίζα, το είναι των πραγμάτων, κοινό και απόλυτο,
συνέχει, και εδώ προσεγγίζουμε το είναι του απείρου για να δείχνεται η σχέση
του με το πεπερασμένο-απεριόριστο. Το συνέχεσθαι των αισθητών και μάλιστα εν
μέσω ασυνεχειών είναι η πνοή του πεπερασμένου-απεριόριστου.
Το
τελευταίο, όσο και αν μας εκπλήσσει με τα μεγέθη του και με τις αποστάσεις του,
δεν είναι παρά αναπόφευκτη συνέπεια της αέναης αλλαγής που δεν είναι διαστημικά εκτεινόμενη
ακολουθία εκτατών, αλλά εκστατική και νοητά οριζόμενη σε κάθε επιμέρους
διέκφρασή της. Όταν επομένως κάνουμε λόγο για το συμβαίνον, εννοούμε το
απεριόριστο, ό,τι δηλαδή δεν περιορίζεται από συγκεκριμένα στατικά όρια. Δεν
έχει όρια, παρά στο πνεύμα μας, ρίζα του οποίου είναι η απειρία. Αν
συνειδητοποιούσαμε πως είμαστε άπειροι εν πεπερασμένω, θα ήμασταν σε θέση να
κατανοήσουμε τη σχέση απείρου και απεριόριστου.
Βασική
προϋπόθεση εννόησης αυτής της αλήθειας είναι η συνειδητοποίηση της σχέσης
ολότητας και συγκεκριμένου ή συνόλου και συνόλων ή πεπερασμένου και
πεπερασμένων. Πριν εννοήσουμε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ή ένα σύνολο
συγκεκριμένων, έχουμε την έμφυτη αντίληψη του όλου-ολότητας
(άπειρο-άχρονο-αδιάστατο-άτμητο και λοιπά απόλυτα κατηγορήματα που είναι ταυτοτικά
και που καθιστούν εννοητό κάθε συγκεκριμένο αισθητό). Χωρίς αυτήν την
αλήθεια-βεβαιότητα αναζητάμε συμπαντικά όρια, απεριόριστες δηλαδή αποστάσεις
μετρημένες με βάση τον απλούμενο ‘’χώρο’’. Οδηγούμαστε σε απορία και προβάλλουμε
επιχειρήματα σχετικά με το αν το σύμπαν είναι πεπερασμένο ή άπειρο.
Αυτοπαγιδευόμαστε, επειδή υποπίπτουμε ασύνειδα στην πλάνη που μας οδηγεί η
πεποίθηση κατά την οποία τα αισθητά είναι υλικές συνθέσεις και ο χώρος κάτι το
απλούμενο το οποίο ‘’φιλοξενεί’’ τις κινήσεις και τις μεταβολές, δηλαδή το χώρο και τα αισθητά αντικείμενα τα
οποία θεωρούμε ως ξένοι παρατηρητές, ενώ συμμετέχουμε, συνανήκουμε, όντας
αναπόσπαστο στοιχείο του κοσμανθρώπου. Ούτε ο κόσμος είναι διανοητός χωρίς τον
άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος χωρίς τον κόσμο.
V
Πώς
μπορούμε λοιπόν να εννοήσουμε τη φύση του απεριόριστου;
Η
αφετηρία βρίσκεται στα συγκεκριμένα αισθητά μεγέθη και καταστάσεις, με κοινά
σημεία την κίνηση, τη μεταβολή, την αύξηση, τη φθορά. Υπάρχει βέβαια μεγάλη
ποικιλία αισθητών και διαπλοκή με αναρίθμητους ρυθμούς και διεκφράσεις που
προβληματίζουν, που προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό και ερευνητικό πάθος. Δε θα
μπορούσαμε όμως ούτε να αισθανόμαστε, ούτε να γνωρίζουμε το πλήθος των
διαφορετικοτήτων χωρίς την ομοιογένειά τους, τους κοινούς δηλαδή χαρακτήρες
που, βαθιά σκοπούμενοι, εικονίζουν το ομού, την ομογένεια, το απόλυτο οντικό
είναι της ύπαρξής τους.
Δεν
οφείλουμε επομένως να αναζητάμε το
απεριόριστο, το άμετρο με απλούστερα λόγια, παρασυρόμενοι απ’ το σκοτεινό φάσμα
του δήθεν αντικειμενικού χώρου και απ’ την σφαλμένη θέση κατά την οποία τα
εκτατά (;) μεγέθη, τα αντιληπτά, τα αισθητά δηλαδή, κινούνται, μεταβάλλονται
απεριόριστα. Όλα αυτά είναι λογικοφανή και οδηγούν σε εσφαλμένες
θεωρήσεις-πλανερά κοσμοείδωλα.
Αν
όμως ‘’περιορίσουμε’’, ‘’εντοπίσουμε’’ το απεριόριστο σε κάθε συγκεκριμένη
μορφή, αν, επιπλέον, θεωρήσουμε τις ένσαρκες υπάρξεις μας συστατικά στοιχεία
του συμβαίνοντος (κοσμάνθρωπος), το πρόβλημα ανατίθεται αποτελεσματικά.
Ανατίθεται ως εξής: Κανένα συμβαίνον δεν είναι
εξωτερικό, καθόσον ο όρος εξωτερικότητα, σε αντίθεση με τον όρο εσωτερικότητα
οδηγεί στο δυισμό και είναι αιτία εσφαλμένων θέσεων. Απ’ τη στιγμή όμως που
θεωρούμε τους εαυτούς μας κοινωνούς του συμβαίνοντος, αναγνωρίζουμε πως:
i.
Η γενική έννοια εξωτερικότητα δεν είναι δυνατή χωρίς την υπαρξιακή,
πρωτοϋπαρξιακή αμεσότητα που δεν είναι παρά κοινωνία αίσθησης και αντίληψης και
λογικής ανάγνωσης, μόνο και μόνο επειδή οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανάγνωση-γνώση
ή και κατάσταση δεν είναι παρά κοινωνία με την ολότητα των συμβαινόντων εν
πεπερασμένω.
Ήδη
οι όροι εξωτερικότητα και εσωτερικότητα αναστέλλονται και ανοίγει ο δρόμος προς
οντική θεώρηση κάθε υπάρχοντος το οποίο μηνύει το απεριόριστο, το φωτίζον κάθε
αλλαγή, κίνηση κ. ο. κ. Είναι της μεταβολής, της χρονικότητας, δεν είναι το
χρονιζόμενο, αλλά το χρονίζον, κάτι που συνιστά αειγενή αφετηρία.
Πώς
όντως θα εννοούσαμε κάθε αλλαγή, το χρονίζεσθαι κάθε πράγματος δηλαδή, την
απέραντη, ποικιλία, ρυθμούς, τις ασυνέχειες, χωρίς τη συνέχεια η οποία δεν
είναι εκτατή αλλά νοητή; Πρόκειται για τη χρονίζουσα συνέχεια η οποία δεν είναι
εκτατή.
ii.
Για να το κατανοήσουμε, οφείλουμε να τονίσουμε πως στην άμεση
πρωτοσύλληψη-πρωτονόηση, αιωνίζεται η χρονικότητα ως αεί παρόν που συνέχει τις
αλλαγές. Υπ’ αυτό το πνεύμα το μέσα μας (εσωτερικότητα) και το έξω μας
(εξωτερικότητα) αφανίζονται ως πολυποίκιλτη κοινωνία-πληρωματικότητα σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση που είναι η πνοή του απολύτου στα πεπερασμένα. Όλα
τελούνται συγκεκριμένα-απεριόριστα και αυτό συνιστά συμβολική έκφραση του
αληθεύοντος.
Το
αληθεύον νόημα, όσο και αν παρίσταται συμβολικά, υποκρύβει και φανερώνει
ταυτόχρονα το απερίληπτο της ταυτότητας- ολότητας, όχι επειδή δεν είναι
συλληπτή απ’ την ανθρώπινη διάνοια, αλλά επειδή είναι μη αντιληπτή αλλά επειδή
είναι η μη παραστατή ανθρώπινη γνώση, δεδομένου ότι κάθε συγκεκριμένη γνώση
είναι συμβολική. Όμως, κάθε συμβολικά εκφραζόμενο μηνύει το μη συμβολιζόμενο το
οποίο και νοηματοδοτεί το πρώτο. Το αντιλαμβάνεσθαι, όπως και η φαντασία, δεν
είναι αντικείμενο εξεταζόμενο, αλλά μη παραστατή αμεσότητα-αλήθεια.
VI
Παρόμοια
θεώρηση ανακατευθύνει τη σκέψη και την οπλίζει με νέα ματιά. Δεν αναζητεί πέρας
των ανθρωποκοσμικών οριζόντων. Αντίθετα, θεωρεί πως οι όροι απέραντο, πέρας,
αντιφατικοί επιφανειακά, ταυτίζονται, παρά το ότι το απέραντο προϋποθέτει το
πέρας. Πώς όμως εννοείται το πέρας ώστε να εκτιμάται το απέραντο;
Ας
θυμηθούμε βέβαια πριν προχωρήσουμε πως
η γλώσσα, κάθε έκφραση, είναι σχετική και πως αναφέρεται σε συγκεκριμένα πεδία.
Ας μη λησμονούμε, επίσης, πως το σχετικό νοείται απολύτως και γι’ αυτό υπάρχει
νόημα και διασυνεννόηση. Κάνουμε λ.χ. λόγο για το πέρας των σπουδών μας, για το
πέρας μίας εκδήλωσης, οπότε το πέρας
προσφέρει νόημα στο πνεύμα της σχετικής θεώρησης πραγμάτων ή καταστάσεων που
συμβαίνουν έγχρονα. Να γιατί ο χρόνος έχει σχετικότητα, με συνέπεια οτιδήποτε
έγχρονο να είναι σχετικό, αλλά, για να εννοείται, έχεται απ’ το θεμέλιο του
απολύτου.
Ωθώντας
την προβληματική μας για να αγγίξουμε την οντική της φύση, συναντάμε το απόλυτο
της σχετικότητας: Αντιλαμβανόμαστε πως όλα συμβαίνουν εν χρόνω, αλλά το θεμέλιο
είναι άχρονο και οι προτάσεις μας είναι σχετικές εκφράζουσες όμως μία
συγκεκριμένη πραγματικότητα, θεμέλιο της οποίας είναι η οικουμενικότητα. Όριο
επομένως κάθε σχετικού, κάθε συμβαίνοντος, είναι το απόλυτο. Υπό τον όρο όριο
δεν εννοούμε κάποιον τόπο στον οποίο θα κατέληγαν τα εκτατά, αλλά τις
δυνατότητες, το κλειδί κατανόησης, ό,τι πληρώνει το συνειδησιακό μας κόσμο, και
όταν βρίσκεται σε λάθος δρόμο.
Το
αυτό θα μπορούσαμε να λέμε και για το απεριόριστο και για το απέραντο, και για
το ατελεύτητο. Αν ο όρος πέρας είναι σχετικός, ο όρος απέραντο και οι συναφείς
εξαρτώνται απ’ το άπειρο.
Διακρίνονται
όντως; Εύκολη απάντηση θα ήταν η εξής: Το απέραντο ορίζεται με βάση το πέρας,
θα ήταν δηλαδή κάτι το χωρίς πέρας, το απέραντα εκτεινόμενο, αλλά πώς; Θα ήταν
η ατελεύτητη συνέχιση του νομιζόμενου πέρατος, του πεπερασμένου. Άρα, το ίδιο
το πέρας που δε θα γνώριζε πέρατα, που θα ήταν ατελεύτητο. Ήδη γνωρίζουμε τη
φράση ‘’επ’ άπειρον’’, όπως την επ’ άπειρο τμήση ενός ευθυγράμμου τμήματος, της
μονάδας κ. ο. κ.
Υπάρχει
όμως κάτι που αποκαλύπτεται με την εντρύφησή μας στο είναι του απεριόριστου,
του ατελεύτητου.
i.
Κατά πρώτο λόγο υποστηρίζεται από πολλούς πως, δεδομένου ότι ο χώρος είναι
ατελεύτητος, δε θα είχε νόημα, θα ήταν αδιανόητος χωρίς τα αισθητά που,
υποτίθεται, κινούνται εντός του. Αυτή η θεώρηση που καταλήγει στο απεριόριστο
αποκλείει τη ύπαρξη του χώρου χωρίς τα αισθητά. Ήδη, αυτή η πλάνη που θεωρεί
τον αειδή χώρο αντικειμενική πραγματικότητα και τα αισθητά υλικές αισθητές
ουσίες, ανοίγει τη θύρα σε γονιμότερες θεωρήσεις.
ii.
Κατά δεύτερο λόγο, επιστρέφοντας στην ένσαρκη-έγκοσμη-έγχρονη κατάστασή μας
νιώθουμε πως ανήκουμε σε αυτό το συμβαίνον, πως είμαστε και εμείς
συναπεριόριστοι με το κοσμικό συμβαίνον το οποίο μας ανήκει και στο οποίο
ανήκουμε.
iii.
Κατά τρίτο λόγο, επισκοπώντας αυτήν την πορεία, αισθανόμαστε και εμείς,
απεριόριστοι, όχι μόνο ως ένσαρκες υπάρξεις οι οποίες μεταβάλλονται συνεχώς,
των οποίων επομένως τόπος δεν είναι παρά το πνεύμα μας, απαλλασσόμαστε απ’ το
φάσμα του αντικειμενικού χώρου και υποψιαζόμαστε την υποφαινόμενη συνέχεια η
οποία δεν είναι ούτε εσωτερική, ούτε εξωτερική, ούτε, επίσης, υπαρξιακή, αλλά
οντική.
Ας
προσεγγίσουμε επομένως μετά τις προηγούμενες παρατηρήσεις κάτι το οποίο
αναδύεται αἲφνης και χωρίς να
προκύπτει από αναγωγικούς συλλογισμούς.
VII
Πώς
εννοούμε το απεριόριστο χωρίς το συγκεκριμένο; Συγκεκριμένο και απεριόριστο
ταυτίζονται, καθόσον είναι μέτοχα της κίνησης, της αλλαγής, της φθοράς και,
ταυτόχρονα, επειδή σχετικοποιούν και αμφισβητούν κάθε στατικότητα. Κλειδί
επομένως κάθε προσέγγισης του απεριόριστου, του ανόριου, δεν είναι παρά η
προσεκτική θεώρηση του συγκεκριμένου, κάθε δηλαδή συγκεκριμένου αισθητού.
Εμβάθυνση
στο είναι του υπάρχοντος, στο είναι δηλαδή κάθε συγκεκριμένου, μας οδηγεί
καταρχήν στη βεβαιότητα πρώτιστης γνώσης, της οντικής τους κοινότητας, καθόσον
κάθε αισθητό χωρίς καμία εξαίρεση κινείται αυξάνεται, συνυπάρχει με άλλα
αισθητά, κατά τρόπο που όλες οι μείξεις, οι συγκρούσεις, οι συναρμογές
συνθέτουν το συνέχεσθαι των ασυνεχειών. Αυτό όμως δεν είναι αντιληπτό παρά
επειδή γνωρίζουμε την οντική φύση των πάντων, την οντική τους φύση που
υποδηλώνεται στο φαίνεσθαί τους.
Για
να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι όμως, τα αισθητά κάθε τάξης, λόγω των
αδιάλειπτων αλλαγών χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητα, δεν περιορίζονται, είναι
απεριόριστα. Οφείλουμε όμως να εξετάσουμε πώς εννοούμε το απεριόριστό
τους-απεριόριστό μας, δεδομένης της σωματικότητάς μας. Είναι εκτατό ή
διανοητικό;
Για
την εκτατότητα έχουμε ήδη κάνει λόγο. Ας προσεγγίσουμε επομένως το διανοητικό
χαρακτήρα του απεριόριστου. Λέμε πως όλα τα αισθητά μεταβάλλονται. Αυτή η
διαπίστωση ανήκει στο πνεύμα μας και υποδηλώνει πως κάθε μεταβαλλόμενο δεν έχει
ούτε γνώση, ούτε επίγνωση των αέναων αλλαγών του, και όταν ακόμη το ένστικτο
είναι ενεργό αλλά κυκλικό και χωρίς συνείδηση. Γιγνώσκων είναι ο έγχρονα
διαλογιζόμενος άνθρωπος. Τι αναγνωρίζει σε κάθε φαινόμενο αλλαγής ώστε να το
χαρακτηρίζει απεριόριστο; Αναγνωρίζει τον συμπαντικό παλμό σε κάθε υπάρχον,
κατά τρόπο που κάθε υπάρχον εικονίζει εν σμικρώ το σύμπαν, τη συμπαντική πνοή.
Το
απεριόριστο επομένως είναι ο πνευματικός τόπος, ο οικουμενικός πνευματικός
τόπος και αυτό αποκλείει κάθε προσπάθεια αναζήτησης ορίων στο σύμπαν, κάθε
δηλαδή προσπάθεια σχηματοποίησής του ή και παραστατικοποίησής του ως ολότητας.
Οφείλουμε
έτσι να επανέλθουμε στον όρο άπειρο για να δούμε αν διασυσχετίζεται με τον όρο
απεριόριστο, απέραντο, ατελεύτητο.
Υπάρχει
εδώ κάτι το οποίο με την πρώτη ματιά φαίνεται αντιφατικό. Ας δούμε. Ο όρος
άπειρο προήλθε από παλαιές εσφαλμένες θεωρήσεις κατά τις οποίες άπειρο είναι το
μη έχον πέρας. Αργότερα και με την ουσιώδη συμβολή του φιλοσοφικού λόγου ο όρος
άπειρο είναι συνώνυμος του απόλυτου, του άτμητου, του άφθαρτου, του άχρονου.
Πώς
μπορούμε επομένως να διασυσχετίσουμε το απόλυτο με το πεπερασμένο-απεριόριστο;
Ξεκινώντας από κάθε μορφή πεπερασμένου διαπιστώνουμε το απεριόριστο της ίδιας
του της φύσης, διαπιστώνουμε επίσης πως στο ενεργείν κάθε πεπερασμένου
συναντάμε το απεριόριστο που είναι και πάγια και διαρκής αφετηρία της ίδιας του
της ύπαρξης. Δεν περιορίζεται επομένως ποτέ, δεδομένης της αέναης κίνησης,
αύξησης, φθοράς, αλλά πώς εννοείται αυτό αν όχι με τη μύχια και αειγενή
πληροφορία του ό,τι καθιστά δυνατή την κίνηση, την αύξηση, τη φθορά; Είναι
σαφές πως όπου υπάρχει κίνηση, υπάρχει αύξηση, φθορά, αλληλογένεια.
Οι
λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι παρά πνευματικές μαρτυρίες οι
οποίες καθιστούν γνώσιμο κάθε επιστητό.
Γνωρίζουμε
επομένως κάθε συγκεκριμένο και κάθε σύνθετη αισθητή πραγματικότητα όχι ως κάτι
άσχετο με τις συνειδησιακές μας δυνάμεις, αλλά ως κάτι εγγύς ημών, ως κάτι στο
οποίο μετέχουμε όχι μόνο εξαιτίας της κοινής μας αισθητής φύσης, αλλά
κυρίως εξαιτίας συγκεκριμένων
γνωρισμάτων. Αυτό σημαίνει πως κινούμαστε αμοιβαία στον ίδιο πνευματικό χώρο
που δεν είναι παρά η φαντασιακή χωρικότητα χωρίς την οποία δεν υπάρχει
χρονικότητα. Δεν τίθεται επομένως θέμα αρχής και πέρατος, και γι’ αυτό όλα τα
συμβαίνοντα νοούνται υπ’ αυτήν την αλήθεια. Είπαμε εξάλλου πως πέρας δε μπορεί
να νοηθεί παρά ως απεριόριστο ενόσω ζει και κινείται.
Αυτή
η προσέγγιση μας επιβάλλει να επιστρέψουμε για μία ακόμη φορά στην έννοια τη
χωρικότητας υπό το φώς όσων προηγούνται.
Πώς
είναι δυνατό να νοήσουμε-εννοήσουμε την κίνηση ‘’έξω’’ απ’ την γενική αντίληψη
που δεν είναι παρά νόηση; Πώς κατανοούνται οι παμπληθείς κινήσεις με τη
συχνότητά τους, με τους ρυθμούς τους, με τις τάσεις τους, με το ενεργείν τους
γενικότερα; Οι ασυνέχειες συνέχονται νοητά, οι ομοιογένειες και οι ετερογένειες
είναι αδιανόητες χωρίς το συνεχές, το ομογενές που, ας μην παρασυρόμαστε σε
ειδωλοποιήσεις, δεν είναι ο λεγόμενος ομογενής χώρος, αλλά η φαντασιακή
χωρικότητα η οποία διαπλώνεται ως χρονικότητα.
Αυτή
η αλήθεια δεν είναι παραστατή, αλλά συνιστά την πηγή κάθε παραστατού, αν
παραστατά είναι τα συγκεκριμένα μεγέθη και καταστάσεις. Δεν υπάρχει επομένως
θέμα πέρατος, αλλά αειγένεσης και γι’ αυτό κάθε πεπερασμένο-παραστατό μηνύει
αυτήν την αλήθεια, είναι ουσιαστικά απεριόριστο.
Ήδη,
το απεριόριστο, κάθε αισθητό, μηνύει κάτι. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως οι
έννοιες πεπερασμένο, αισθητό, συγκεκριμένο, είναι φιλοσοφικά συνώνυμες
δηλώνοντας το απεριόριστο, εύκολα διαπιστώνουμε πως δηλώνουν ταυτόχρονα
ατέλεια, φθορά, καθόσον κάθε μεταβολή είναι φθάρσιμη, είναι αδύνατο να μην
αναγνωρίσουμε την πηγή τους, ό,τι δηλαδή
καθιστά δυνατή τη γνώση τους, το άπειρο-απόλυτο.
Πώς
όμως;
VIII
Στη
σκέψη μας έρχονται όροι γνωστοί απ’ την ιστορία της φιλοσοφίας, όροι τους
οποίους έχουμε αναλύσει σε άλλες ευκαιρίες και γι’ αυτό τους παραθέτουμε απλά
για να τους δούμε υπό το φως της παρούσας προσπάθειας. Εννοούμε: Θεωρία, έκσταση, ἀνυπόθετον, διόραση,
ενόραση, προθετικότητα, ύπαρξη. Οι όροι αυτοί, αν και αναπτύσσονται από
εκφραστές διαφόρων γνωστών σχολών, διαλληλίζονται και δηλώνουν αφετηριακές
αρχές ως αρχιακές έννοιες.
Όντως,
όποιον απ’ τους όρους αυτούς και αν επικαλεσθούμε, θα διαγνώσουμε κάτι το
σημαντικό το οποίο δεν παρασύρει το στοχασμό σε μυστικιστικές εκτροπές (άλλο
μυστική και άλλο μυστικισμός), αλλά μηνύει κάτι ουσιώδες.
Ας
επιλέξουμε τον όρο ενόραση. Τι ενορώμεθα;
Όχι κάτι συγκεκριμένο, όπως λ.χ. ένα, οποιοδήποτε, αισθητό, αλλά κάτι
σημαντικότερο. Φυσικά ο όρος φαίνεται να έχει σχέση με την όραση μόνο που η
συμβολική του έκφραση δεν αναφέρεται στις αισθήσεις, αλλά σε κάτι
σημαντικότερο: Στο δεσμό αίσθησης και αντίληψης, στην ενότητά τους και μάλιστα
με αποκαλύπτοντα τρόπο. Ας προσθέσουμε πως ο όρος έχει καθολικότητα, πως δε
διενώνει απλά αίσθηση και αντίληψη ως συνέπεια μηχανιστικής διεργασίας, αλλά πως
αποκαλύπτει το απειρικό στο πεπερασμένο, στο απεριόριστο δηλαδή. Ανάγει άμεσα
και χωρίς ενδιάμεσες αναγωγές την τάξη του αισθητού στην αιωνίζουσα πηγή της,
στο απόλυτο. Ας προσθέσουμε, επίσης, για
σαφήνεια, και το εξής: Η ενόραση δεν είναι το άπειρο, αλλά η απειρική
ανάγνωση του έγχρονου-μεταβαλλόμενου-απεριόριστου με την ενεργοποίηση αίσθησης
και αντίληψης (συναντιληπτική ενσυναίσθηση). Ως οφθαλμός γνώσης ευθύνει τις
πνευματικές καταλληλότητες στις οποίες διέχεται, στις οποίες δηλαδή δίνει πνοή,
φωτίζοντας τον ηθικοδιανοητικό μας κόσμο.
Διαφαίνεται
έτσι μία αποκάλυψη κατά την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα γνώσης έξω απ’ τη φορά
του υποκειμένου το οποίο ενοράται τον αισθητό κόσμο όχι ως εξωτερικό αντικείμενο,
αλλά ως εσαεί λειτουργείν το οποίο αποκαλύπτει την πνοή του απείρου. Αυτή η
αλήθεια δεν είναι δυνατή χωρίς την ενόραση απ’ την οποία ενεργοποιούνται όλες
οι πνευματικές μας λειτουργίες. Πρόκειται για πρώτιστη γνώση του κοινού είναι όλων των υπαρχόντων
χωρίς την οποία δεν εννοείται κανένας αισθητός και ταυτόχρονα πνευματικός
χαρακτήρας κάθε πράγματος.
Είμαστε
σε θέση να ταυτίσουμε την ενόραση με τη
νόηση ή να την διακρίνουμε με σαφήνεια; Αν δεχθούμε πως με την ενόραση ανοίγεται
ο δρόμος της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης, καθίσταται σαφές πως η πρώτη (άλλες
μορφές: διαίσθηση, αριστοτελική θεωρία, πλατωνικός ακήρατος λογισμός,
προθετικότητα (Husserl), διανοητική
ενόραση (Schelling), ενόραση (Bergson),
κ.α.) είναι η αρχή με την οποία ο νους, άρρητος καθεαυτόν, αποκαλύπτεται ως
πολυσχιδής ενότητα που ικανώνει τη διατύπωση (με το λογισμό) του γιγνώσκειν σε
όλα τα στάδια εκδίπλωσής του. Με την ενόραση εικονίζεται όχι απλά το συμβαίνον
ως λογική γνώση, όχι μόνο η συνειδητοποίηση του συμβαίνοντος ως επίγνωση, ως
κοινωνούσα με το είναι μας γνώση, αλλά και η αιώνια φύση των πραγμάτων, η
αιώνια δηλαδή φύση της κίνησης, της αλληλογένεσης, της φθοράς ως απόλυτη
κατάφαση, ως θετικότητα κάθε θετικότητας. Η ενόραση και οι παράλληλοι όροι τους
οποίους αναφέραμε είναι η καθολική παρουσία του νοείν στην απόλυτη γενικότητά
της για να προκύπτουν στη συνέχεια οι επιμέρους γνώσεις που προσφέρονται με την
ενότητα αίσθησης και αντίληψης που αποκαλύπτονται ως περιχωρούμενες πνευματικές
λειτουργίες.
Υπ’
αυτό το πνεύμα φωτίζεται και το πνεύμα του απεριόριστου το οποίο προσπαθούμε να
προσεγγίσουμε στο λειτουργείν κάθε συγκεκριμένου. Διαφαίνεται έτσι η
σχετικότητα όρων όπως εδώ, εκεί, κοντά, μακριά, μέσα, έξω, όρων οι οποίοι
ισχύουν κατά τη σχετική χρήση του συμβολικώς-σχετικώς εκφράζεσθαι. Βαθύτερα
όμως θεωρούμενο το θέμα αμβλύνει τη σχετικότητα και μηνύει το ομού, το εδώ, το
νυν, την πληρότητα η οποία καθίσταται πληρωματική εμπειρία η οποία φωτίζει την
οντική ρίζα κάθε υπαρκτού. Έτσι, οποιαδήποτε γνώση είναι σχετική, αλλά καμία
σχετικότητα δεν έχει νόημα αν δεν νοείται απολύτως. Αυτή η αλήθεια καθιστά την
ενόραση έγχρονη-έγκοσμη μαρτυρία του ομού και κάνει την υπερβατικότητα τροφό
της υπέρβασης.
Έκτοτε
και παρακάμπτοντας ή, καλύτερα, αποφεύγοντας κάθε ειδωλοποίηση του υπερβατικού
μη ‘’τοποθετώντας’’ το έστω και σε υπερουράνιο τόπο, μη εγκλωβίζοντάς το
ταυτόχρονα σε μία συγκεκριμένη φανέρωσή του, το ‘’διαχέουμε’’ παντού και
πουθενά, αλλά η προβληματική εμμένει. Πώς το παντού μπορεί να συσχετίζεται με
το πουθενά; Υπάρχουν εκφράσεις γνωστές φράσεις, όπως ‘’απόλυτο εδώ’’, ‘’απόλυτο
τώρα’’ που τείνουν να προσεγγίσουν ό,τι ανερευνάμε. Πρόκειται ακριβώς για την
άρρητη-ανέκφραστη πρωτοπληροφορία, την αεί μένουσα η οποία θραύει τη
σχετικότητα κάθε έκφρασης ως εν σχετικώ απόλυτη έλλαμψη. Χωρίς αυτήν δεν είναι
δυνατή οποιαδήποτε σχετική αλλά αληθεύουσα έκφραση, και σκέψη, και συναίσθημα.
Ήδη επιτελείται κρύφια θα λέγαμε ο αποσυμβολισμός, η κοιτίδα δηλαδή στην οποία
στηρίζεται κάθε συμβολική-σχετική καταγραφή. Αδυνατούμε επιπλέον χωρίς αυτήν
την αλήθεια να κατανοήσουμε το πνεύμα πολλών και κυρίως τους γνωστούς απ’ τους
μυστικούς κυρίως αλλά και απ’ τους φιλοσόφους όρους όπως μηδέν, ιερό μηδέν, γνόφος αγνωσίας,
κ. ο. κ.
ΙΧ
Αν
όμως όροι όπως ο όρος μηδέν (μηδέ εν) τείνουν να χάνουν κάθε περιεχόμενο και
σπουδαιότητα ως αντιφατικοί, ο όρος πληρότητα μπορεί να μας φωτίσει. Τι είναι
όμως η πληρότητα χωρίς το απεριόριστο
των μεταβολών (χρονικότητα), χωρίς δηλαδή τον αισθητό κόσμο; Αισθητός κόσμος:
Άκρως αποκαλύπτουσα αλήθεια την οποία δε μπορεί κανένας να υπερβεί και η οποία
δε συλλαμβάνεται ούτε ως ολότητα, καθόσον προσκρούομε στο απεριόριστο, στο
απέραντο, στο ατελεύτητο, στο μη περιοριζόμενο δηλαδή. Σε αυτό το σημείο ο
λογισμός φαίνεται να φθάνει στο όριά του. Σε ποια όρια όμως, όταν το
απεριόριστο δεν έχει όρια; Ο λογισμός πτερορρυεί, φαίνεται να λιποθυμεί και να
παραδίδεται στην αβεβαιότητα. Ήδη όμως αυτοπροδίδεται, καθόσον η ίδια η σκέψη,
πριν προβεί σε εξαντικειμενικεύσεις, αν όχι σε ειδωλοποιήσεις,
αυτοσυλλαμβάνεται ως ορίζουσα. Η ορίζουσα όμως δεν έχει όρια παρά μόνο σε
συμβατικούς υπολογισμούς του συγκεκριμένου.
Συγκεκριμένο
και όλο. Ιδού δύο αντιτιθέμενοι κατά τα φαινόμενα όροι, τουλάχιστον κατά την
πρώτη προσέγγιση. Τι προηγείται: Το συγκεκριμένο ή το όλο;
Ετάζοντας
τους εαυτούς μας ως υπάρχοντες που έχουμε συγκεκριμένη και απεριόριστη παρουσία,
οδηγούμαστε σε μία επιπλέον διαπίστωση: Αυτοπροσδιοριζόμαστε ταυτόχρονα ως
συγκεκριμένοι οι οποίοι όμως είμαστε αδιανόητοι χωρίς την απεριόριστη φορά μας,
χωρίς, επίσης, την απεριόριστη φορά των αισθητών πραγμάτων.
Αυτή
η συνειδητοποίηση προσφέρει τη βεβαιότητα κατά την οποία η εννόηση του
πεπερασμένου-απεριόριστου της φύσης μας προϋποθέτει ‘’κάτι’’ το οποίο δεν είναι
πεπερασμένο-απεριόριστο, αλλά απόλυτα βεβαιούμενο στην έγκοσμο-έγχρονη
κατάσταση ως πρώτιστη γνώση. Επομένως κάθε πεπερασμένο-απεριόριστο φιλοξενεί
εσαεί την αλήθεια του απείρου ως θραύσμα της. Ήδη, οι γενικές έννοιες χωρίς τις
οποίες δεν υπάρχει πεπερασμένη φύση δεν είναι παρά έγκοσμες μαρτυρίες του
άχρονου-απόλυτου (κόσμος, σκληρότητα, μαλακότητα, άνθρωπος, φυτό, ασθένεια,
υγεία, κ.ο.κ.), στοιχειώδεις προϋποθέσεις ύπαρξης γλώσσας και λόγου. Δεν είναι
δυνατό να εκληφθούν ως ιδέες χωρίς το απέραντο πλήθος των συγκεκριμένων-πεπερασμένων.
Εδώ συναντάμε τα ‘όρια’’ του απεριόριστου-πεπερασμένου, την ορίζουσα δηλαδή
και, ταυτόχρονα, τη βεβαία πραγματικότητα η οποία ορίζει αυτοοριζόμενη, η οποία
άρχει αρχόμενη ως επίφαση της κοινωνίας συγκεκριμένου και οικουμενικού που
είναι πνευματικό και όχι εκτατό. Υπάρχει εδώ ένα φωτίζον παράλληλο: Τα αόριστα
ουσιαστικά που δεν είναι παρά γενικές έννοιες-ιδέες θυμίζουν κάτι: Το απόλυτο
είναι η μήτρα του συγκεκριμένου, αλλά και η υπηκοότητά του καθώς δεν
αναφαίνεται χωρίς το τελευταίο. Το αυτό ισχύει και για τη γενικότερη σχέση των
γενικών εννοιών-ιδεών με τις συγκεκριμένες εκφράσεις τους, όπως και για τη
σχέση του άχρονου με κάθε μορφής έγχρονο.
Βαθύτερα,
αυτό το παράλληλο διαδηλώνει κάτι γενικότατο: Ανατοποθετεί το απεριόριστο στον
έγκοσμο-έγχονο βίο και μάλιστα με τρόπο οποίος αγνοεί κάθε δήθεν εκτατό και
απεριόριστα εκτεινόμενο, ευθύνοντας τη σχέση κοσμολογίας και οντολογίας.
Είναι
το απεριόριστο, το, υποτίθεται, εκτατά απεριόριστο, φιλοσοφική κατηγορία ή,
βαθύτερα θεωρούμενο, μας οδηγεί τελικά στη φύση του συγκεκριμένου που
ταυτίζεται με το απεριόριστο; Ακόμη περισσότερο: Πώς θεωρούμε κάθε αισθητή
μορφή ώστε να την αποσπάμε από κάθε μορφής εκτατότητα και να της αποδίδουμε τον
πραγματικό της χαρακτήρα ο οποίος καταφάσκει στην πνευματική φύση κάθε
αισθητού;
Οδηγούμαστε
έτσι στη φύση της εννόησης-αντίληψης η οποία δεν είναι διανοητή χωρίς τα
αντιλαμβανόμενα. Και τα τελευταία όμως είναι αδιανόητα χωρίς την αντίληψη, κατά
τρόπο που το συναμφότερο αισθητού και αντιληπτού οδηγεί όχι μόνο στη φύση της
αίσθησης και της αντίληψης ταυτόχρονα, αλλά και στην παράδοξη κοινωνία τους η
οποία αποκαλύπτεται ως αμφίπλευρη άλωση αισθητού και αντιληπτού, αίσθησης και
αντίληψης. Είναι ακριβώς ο χαρακτήρας του απεριόριστου που εντοπίζεται στην απ’
το πνεύμα μας αντίληψη του είναι της αλλαγής-χρονικότητας.
Κάθε
έγχρονο παραδίδεται στην απόλυτη, στην οντική του δηλαδή φύση, και αυτό συνιστά
τον πραγματικό τρόπο γνώσης του. Πώς θα μπορούσαμε επομένως να διακρίνουμε το
συγκεκριμένο απ’ το απεριόριστο, όταν κάνουμε λόγο για συγκεκριμένα αισθητά
μεγέθη; Είναι γνωστό πως η ταύτιση συγκεκριμένου και απεριόριστου
αναπροσανατολίζει τη σκέψη μας δημιουργικά ως προς το πρόβλημα το σχετικό με το
χρόνο.
Ας
δούμε: Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο χρόνο και τη χρονικότητα; Είναι δυνατός ο
χρόνος χωρίς τα αισθητά μεγέθη; Προεκτείνοντας τους προβληματισμούς μας,
διαπιστώνουμε πως κανένα αισθητό δεν είναι διανοητό χωρίς την αλλαγή, χωρίς
δηλαδή τη χρονικότητά του. Υπάρχουν τόσες χρονικότητες, όσα και τα αισθητά.
Απέραντες δηλαδή. Κι όμως, εννοούνται ενιαία και αυτό παραπέμπει στην οντική
φύση του χρόνου. Αν προσέχαμε, θα διαπιστώναμε πως οι όροι αισθητά και
χρονικότητα, γενικές έννοιες δηλαδή, ταυτίζονται οντικά: Είναι του χρόνου είναι
το είναι του αισθητού και επομένως ο όρος χρονικότητα δεν είναι διανοητός εκτός
του χρόνου, πράγμα που σημαίνει πως κάθε χρονικότητα είναι συγκεκριμένη όψη του
πολυδιασπασμένου χρόνου-αλλαγής-αλλαγών, αλλά αυτό ταυτίζεται με τη φύση των
αισθητών, όπως και με τον όρο απεριόριστο που ως γενική ιδέα ταυτίζεται με κάθε
αισθητό.
Ήδη,
αισθητό, έγχρονο, απεριόριστο ταυτίζονται οντικά, παρά το ότι, και αυτό είναι
χαρακτηριστικό, τα αισθητά, ως έγχρονα, ως απεριόριστα, έχουν απέραντη ποικιλία
και τρόπους ανάπτυξης. Όπως οι αλλαγές των αισθητών είναι ασυνεχείς, κατά
παρόμοιο τρόπο και ο χρόνος είναι ασυνεχής, αλλά υπό την προϋπόθεση της
απόλυτης συνέχειας, της οντικής φύσης δηλαδή.
Υπάρχει
εδώ ένα παράλληλο το οποίο είναι καθορίζουσας σημασίας: Άπειρο και πεπερασμένο
διέχονται αμοιβαία, όπως συγκεκριμένο και
οικουμενικό, ειδικό και γενικό. Πώς θα εννοούσαμε κάθε συγκεκριμένο,
κάθε υπάρχον δηλαδή, χωρίς να νοούμε την οντική του φύση και πώς η οντική φύση
των πραγμάτων θα φανερωνόταν χωρίς την υπαρκτική τους κατάσταση;
Αυτή
η προβληματική προϋποθέτει όχι μόνο τον πνευματικό χαρακτήρα κάθε αισθητού,
αλλά και τη φαντασιακή χωροχρονικότητα, καθόσον, το έχουμε τονίσει, μετέχουμε
στο φαίνεσθαι, αλλά και στο είναι των
αισθητών, χωρίς όμως να ταυτιζόμαστε με αυτά.
Για
να το κατανοήσουμε και για να αποφύγουμε την ισομορφική φύση του πανθεϊσμού,
οφείλουμε να επιμείνουμε στη διαφορά ταυτότητας και ενότητας. Έχουμε ήδη
αναφέρει ένα παράλληλο το οποίο επαναλαμβάνουμε. Οι αριθμοί είναι διαφορετικοί
μεταξύ τους, το ένα δε νοείται χωρίς τα πολλά, ούτε τα πολλά χωρίς το ένα.
Είναι όμως διαφορετικά και είναι μάταιες οι προσπάθειες εκτατής παράστασης των
αριθμημένων μεγεθών, όπως μία γραμμή απεριόριστα τμητή, δεδομένης της
πνευματικής τους φύσης, του μη παραστάσιμου που, ωστόσο, είναι πηγή κάθε
επιστημονικής κλπ. παραστατικοποίησης.
Το
αυτό θα μπορούσαμε να πούμε και για τα αισθητά μεγέθη που διασημαίνουν ενότητα
και διαφορετικότητα, ουσιώδεις προϋποθέσεις, θεμελιώδεις για την εκκόλαψη της
γνώσης. Ο άνθρωπος προσωποποιεί το αισθητό, αλλά και προσωποποιείται από αυτό.
Πρόκειται
για αλήθεια η οποία είναι σημαντικότατη καθόσον υποκρούει, άδηλα πολλές φορές,
το μυστικό της γνώσης. Όντως, και η γλώσσα είναι αψευδής μάρτυς, δεν υπάρχει
δυνατότητα ανά-γνωσης του συγκεκριμένου, κάθε αισθητού, χωρίς να
προσωποποιείται απ’ τις ανθρώπινες γνωστικές καταλληλότητες. Ισχύει όμως και το
αντίστροφο: Ο άνθρωπος προσωποποιείται μόνο υπό την προϋπόθεση ύπαρξης του
αισθητού κόσμου.
Πάλι
παρεμβαίνει ο ‘’πειρασμός’’, δημιουργικός οπωσδήποτε, του πανθεϊσμού, όπως το
διαγιγνώσκουμε σε κείμενα των Whitehead, Alexander, Nāgārjuna, Radhakrishnan και άλλων στοχαστών με τους
οποίους έχουμε ασχοληθεί εκτενώς σε άλλα κείμενά μας. Επισημαίνουμε μόνο πως η
διάκριση ανάμεσα στον πλατωνικό ιδεαλισμό και στον πανθεϊσμό των Στωικών, του
Ζήνωνα λ.χ. της Αρχαίας Στοάς, όπως και σε αυτόν του Spinoza,
για να μην αναφέρουμε άλλες πανθεϊστικές σχολές, είναι δυσδιάκριτη και
‘’απαλύνεται’’ απ’ τον πανθενθεϊσμό των Πλωτίνου, Jaspers,
Upanishads, και πολλών μυστικών των
μονοθεϊστικών παραδόσεων. Για τον πανενθεϊσμό το αγαθό, το απόλυτο, ο Θεός,
είναι εν παντί χωρίς να ταυτίζεται με τα πάντα τα οποία είναι συγκεκριμένες και
συμβολικές έγχρονες διεκφράσεις των απολύτων ιδιωμάτων του θείου.
Αυτό
μάλιστα υποδηλώνει κοινούς χαρακτήρες ανθρώπου και κόσμου. Υπαρκτικά ο άνθρωπος
δεν εννοείται παρά ως έγχρονο-έγκοσμο υποκείμενο και αυτό ισχύει για όλα τα
αισθητά. Η αντίληψη, κάθε συγκεκριμένη αντίληψη, προϋποθέτει την
ενόραση-διόραση καθώς οι πνευματικές μας δυνάμεις ενιαιοποιούνται δυναμικά, δημιουργικά,
συνειδητά, αδελφούμενες και αποκαλύπτοντας τη φορά της ενόρασης-διαίσθησης ως
ενεργούσες και ενεργούμενες, πέρα απ’ τη φαινομενικότητα και το αυτόματο του
ενστίκτου, ὑπέρ νοῦν, ἄνευ νοῦ, στην καρδιά δηλαδή του νου που
είναι άληπτος και συμβολικά εκφράσιμος, δεδομένου πως κάθε έκφραση είναι
συμβολική, σχετική, επιδεκτική πλάνης απ’ την οποία προέρχεται η ἀληθής δόξα μετ’ ἐπιστήμης. (Πλάτων)
*
Η
προσωποποίηση επομένως δεν είναι παρά έγχρονη προσπάθεια που επιδέχεται όλες
τις συνέπειες του βίου. Εξετάζοντας όμως προσεκτικότερα αυτήν την συμβαίνουσα
κατάσταση, αποκαλύπτουμε κάτι σημαντικότερο: Η αμφίπλευρη σχέση
προσωποποιούντος και προσωποποιημένου αποκαλύπτει και τη συνέχεια και την
ασυνέχεια ανθρώπου και κόσμου. Πρόκειται για την υπέρβαση της υπέρβασης, για
την υπερβατικότητα που δεν είναι παρά το συνέχειν του συνέχεσθαι. Είναι το
απόλυτο-άρρητο που δεν αποσπάται απ’ το σχετικό αλλά που σκιαγραφείται και
κατοπτρίζεται σε αυτό.
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΜΕΡΟΣ
Αναβλέψεις
(Ορίζοντας
και Ορισμός, Πρώτη Γνώση και Στατικότητα, Γνώση και Επίγνωση, Το Πρόσωπο,
Ενσυναίσθηση, Συνέχον, Ελευθερία, Ήθος, Θυσία, Μαρτυρία, Έγκοσμη Δημιουργική
Αιωνιότητα, Πληρότητα και Πληρωματικότητα, Ελπίδα, Θάνατος, Κάλλος,
Συνέχον-Περιέχον.)
Ι
Οφείλουμε
σε αυτό το σημείο να επανέλθουμε στον αναπροσδιορισμό του απεριόριστου το οποίο
ταυτίσαμε με την αντιληπτική φορά της αίσθησης.
Τι
είναι, στ’ αλήθεια, το απεριόριστο χωρίς το περιορίζον, χωρίς τον ορισμό ο
οποίος είναι περιορισμός; Περιορίζω σημαίνει πώς μπορώ να διακρίνω με ορισμό
κάτι του οποίου γνωρίζω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε αντίθεση ή ομοιότητα με
άλλα αισθητά ή και καταστάσεις. Δεδομένου ότι ο ορισμός είναι περιορισμός,
περιγραφικός βέβαια, οφείλουμε να προσέξουμε το εξής: Τα πράγματα δεν αυτοορίζονται,
ορίζων είναι το πνεύμα μας το οποίο κοινωνεί με τα οριζόμενα. Κάθε οριζόμενο
όμως είναι ταυτόχρονα και απεριόριστο κατά τρόπο που ο ορισμός είναι ρευστός
και αναστρέψιμος εξαιτίας του απεριόριστου των σχετικών μεγεθών. Ρευστός όμως
και αναστρέψιμος είναι και ο χαρακτήρας του ορίζοντος ο οποίος είναι και αυτός
σχετικός και έγχρονος. Βρισκόμαστε επομένως στον κόσμο του σχετικού, αλλά, ας
το επαναλάβουμε: Το σχετικό νοείται απολύτως και αυτό ανοίγει τη θύρα ριζικής
αναθεώρησης της τάξης του αισθητού. Το απεριόριστο επομένως ‘’περιορίζει’’ τα
‘’όρια’’ του αισθητού σημαίνοντας ταυτόχρονα πως είναι μάταιο να αναζητάμε όρια
στον αισθητό κόσμο. Σημαίνουσα αλήθεια: Το αισθητό είναι απεριόριστο σε κάθε
του έκφραση και έκφανση και, ταυτόχρονα, καθρέπτης κάθε κοσμολογικής μας
θεώρησης.
Δεν
οφείλουμε να αναζητάμε πέρατα του κόσμου ως παρατηρητές που βρισκόμαστε τάχα
‘’έξω’’ απ’ τον κόσμο. Ορίζοντας ένα συγκεκριμένο μέγεθος, το περιορίζουμε
απεριόριστα, καθόσον η κίνηση, η αύξηση, η φθορά του επισυμβαίνουν στη σκέψη
μας ως οικείες πραγματικότητες και όχι στον λεγόμενο εκτατό χώρο.
Ταυτόχρονα,
γυμνάζουμε και τη φαντασία μας και τη μνήμη μας και την αντίληψή μας που
επικεντρώνονται για τη γνώση οποιουδήποτε αισθητού. Γεννιέται έτσι το ερώτημα
το σχετικό με το είναι των πνευματικών μας δυνάμεων οι οποίες μετέχουν
ομοιογενώς στις γνωστικές μας προσπάθειες. Είναι επομένως επιβεβλημένο να
προσδιορίσουμε τις ορίζουσες δυνάμεις με τις οποίες προσεγγίζουμε τον αισθητό
κόσμο.
Αν
τα αισθητά φαινόμενα δεν είναι υλικά αλλά πνευματικά και έτσι κατανοητά,
αναδύεται καθαρά η σχέση τους με τις προσωπικές μας πνευματικές δυνατότητες. Οι
τελευταίες διακοινωνούν με τα αισθητά μεγέθη και μετέχουν των χαρακτήρων τους
με κέντρο αιχμής τη σωματικότητά μας. Και αυτή όμως είναι απεριόριστη ως
αισθητό μέγεθος, κάτι που ανακλάται και στις καθαρά διανοητικές μας
καταλληλότητες. Απλά: Τα αισθητά ως έγχρονα-απεριόριστα δεν είναι γνωστά παρά
ως τέτοια, αλλά η γιγνώσκουσα συνείδηση είναι και αυτή έγχρονα απεριόριστη.
Κάθε ρητό, εκφραστό, σχετικό, είναι απεριόριστο.
Βρισκόμαστε
έτσι στο εξής σημείο: Τα αισθητά είναι εξίσου απεριόριστα με τις πνευματικές
μας καταλληλότητες και αμέσως δημιουργείται η εξής ‘’υποψία’’: Μήπως οι
πνευματικές μας καταλληλότητες αποτελούν το μέτρο κατανόησης του
αισθητού-απεριόριστου, άρα το μέτρο εκτίμησής του με συνέπεια το πρόβλημα της
άπειρης εκτατότητας να παύει να έχει νόημα;
Αν
συμβαίνει αυτό, τι μπορούμε να πούμε για τη ‘’σχέση’’ απείρου και απεριόριστου;
Μήπως το αισθητό-απεριόριστο απομακρύνει την αρχή του απείρου ως περιττή;
Έχουμε τονίσει επανειλημμένα, και ας το επαναλάβουμε στο πλαίσιο της
συγκεκριμένης προβληματικής μας: Είμαστε άπειροι εν πεπερασμένω και υπ’ αυτό το
πνεύμα η απειρία του ανθρωποκοσμικού ορίζει κάθε γνώση και κάθε φαινόμενο, κατάσταση,
συμβαίνον. Είναι η αρχή της γνώσης, η γνώση της γνώσης, αλλά, θα το δούμε, και
του συναισθήματος.
Ας
δούμε καταρχήν αν η απεριόριστη φύση του αισθητού αποκρούει ή αν επικαλείται το
άπειρο. Επικαλούμαστε κάτι το οποίο εγκυμονείται εσαεί, κάτι που είναι το
κρύφιο είναι μας και όχι φάντασμα διανοίας. Βαθύτερα ακόμη, ο κόσμος-κόσμος μας
είναι αδιανόητος χωρίς την απεριόριστη φύση του συγκεκριμένου, αλλά
διατυπώνοντας αυτό, διαπιστώνουμε πως το συγκεκριμένο δεν είναι ποτέ απόλυτο, καθόσον μεταβάλλεται, φθίνει,
ανανεώνεται, δεν αυτοερμηνεύεται, αλλά ορίζεται απ’ το απόλυτο. Ιδού: Στην
παλαιά μας θέση κατά την οποία άπειρο είναι ο πρωτοορισμός του πεπερασμένου,
προσθέτουμε πως μόνο ο απεριόριστος χαρακτήρας του τελευταίου επικαλείται τη
ζωτική απειρική του αρχή όχι ως απεριόριστα εκτεινόμενη, αλλά ως απεριόριστα
ζώσα, κινουμένη κ. ο. κ. Κάθε κίνηση δεν είναι επέκταση στον υποτιθέμενο εκτατό
χώρο, αλλά μαρτυρία του αεί στο νυν, άρα, άπειρη εν πεπερασμένω, κάτι το
οποίο υπερβαίνει την απροσωπία του ενστίκτου για να αναδύεται ως
γνώση-επίγνωση. Το απεριόριστο επομένως επικαλείται κάτι που το συνέχει και
αυτό συνιστά την αρχή της γνώσης. Τόπος επιφάνειας αυτής της αλήθειας είναι το
ανθρωπίνως-ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν με οντικό-απειρικό θεμέλιο.
Συναιώνιος
με τον κόσμο ο άνθρωπος αυτοσυλλαμβάνεται ωστόσο έγχρονα και αυτό συμβαίνει το
υπάρχειν στον κόσμο. Αυτή η αλήθεια συνιστά άρρητη πρωτοπληροφορία η οποία θα
ήταν αδιανόητη χωρίς το νοητά αλλά και συναισθηματικά απεριόριστο της φύσης
μας.
ΙΙ
Με
αυτήν την προϋπόθεση-αλήθεια ανακαλύπτουμε, και με συνεχή προσπάθεια και
επισκόπηση, τη φύση μας. Δε μπορούμε να υπάρχουμε παρά ως απεριόριστοι, ως μη
στατικά οριζόμενοι με όρια που συνήθως και από σύγχυση θεωρούμε διαστημικά.
Ήδη,
η πορεία του ανθρωπίνου φωτίζει αυτήν την αλήθεια. Αν θέλαμε να προσεγγίσουμε
περισσότερο αυτό το συμβαίνον, θα ανατρέχαμε στο θαυμασμό, στην αρχή της
φιλοσοφίας κατά κρατερούς φιλοσόφους, στην έκπληξη, στη χαρμική έκσταση του
υπάρχοντος από όπου όλη η ιστορία του ανθρώπου διαμέσου πολλών σταδίων τα οποία
δεν είναι εξελικτικά, αλλά αναπτυξιακά, και που μηνύουν σε κάθε στάδιό τους την
ίδια μετά-σταση, τη μη περιοριζόμενη. Άλλως θα είχαμε στατικότητα, αγνωσία.
Λέμε
πως η γνώση είναι απεριόριστη. Εγκύπτοντας σε αυτόν τον βασικό χαρακτήρα της
γνώσης, διαπιστώνουμε πως είναι συνέπεια του απεριόριστου χαρακτήρα του
υπάρχειν μας, αλλά και του κοσμικού συμβαίνοντος το οποίο άλλως θα ήταν ανεξερεύνητο,
ανεπίδεκτο έρευνας δηλαδή. Υπάρχει μία κρύφια αποκάλυψη η οποία φανερώνεται απ’
τη στιγμή που εμβαθύνουμε στο φαίνεσθαι, στο υπάρχειν του αισθητού, το πνεύμα
του οποίου χάνουμε, αν το θεωρούμε στατικό και εσαεί εκπέμπον το ίδιο μήνυμα,
ένα μήνυμα που ως πέπλο αφανίζει τη γνώση. Επικεντρούμενοι όμως στην ίδια τη
φύση του αισθητού, συνειδητοποιώντας το είναι της κινητικότητάς του, του απεριορίστου
του δηλαδή, αναγνωρίζουμε, αναβλέπουμε. Κάθε απεριόριστα αισθητό, κινητό,
μεταβλητό, φθαρτό, αναδύει την οντική του φύση ως προς το είναι του χρόνου, της
κίνησης, της φθοράς και κυρίως ως προς το είναι της ετάζουσας και κοινωνούσας
διάνοιάς μας. Φθάνουμε στην perennitas του
ανθρωποκοσμικού, στο άρρητο-απόλυτο.
Ήδη,
εγείρεται το θεμελιώδες ερώτημα: Είναι δυνατή η γνώση, τα συναισθήματα και η ευρύτερη διανθρώπινη δημιουργία χωρίς
την αισθητή-απεριόριστη φύση του ανθρωποκόσμου;
Συμβαίνει
μάλιστα και το εξής: Όπως το αισθητό, κατά ομότροπη τάξη και το απεριόριστο,
είναι αδιανόητο χωρίς την οντική του φύση η οποία ως άπειρη δεν είναι παραστατή
αλλά πηγή κάθε παραστατού.
Υπ’
αυτό το πνεύμα, (το) όριο του κόσμου δε συναντάται στην απέραντη εκτατότητα,
αλλά σε κάθε αισθητό του οποίου η φύση είναι πνευματική. Η πνευματική φύση του
ανθρωποκόσμου δεν είναι κάποιο φαντασιακό καταφύγιο, αλλά ζώσα μαρτυρία,
αειγενής και συμβαίνουσα στο πλαίσιο της οποίας η σκέψη και το συναίσθημα
καθίστανται μαρτυρίες που υπερβαίνουν τα μαγνάδια της φαινομενικότητας.
Επιπλέον, εξορύσσουν θησαυρούς οι οποίοι υπερβαίνουν τη φυσική απροσωπία,
νοηματοδοτώντας το ανθρωποκοσμικό. Στο βάθος κάθε γιγνωσκομένου βρίσκεται η
αειγενής αφετηρία με βάση την οποία εξορύσσεται η γνώση. Με αυτή τη μέθοδο, τα
φαινόμενα αποκαλύπτονται και η ματιά της αφελούς θεώρησης ως πέπλο της Ίσιδας
καταπίπτει και αποκαλύπτει το τελούμενο, το κοινό τελούμενο. Προβάλλει έτσι η
πνευματική εκτατότητα που δεν είναι παρά η φαντασία. Έχουμε κάνει λόγο για την
πρωτογενή φαντασία η οποία, μη παραστατή, όπως και το κοσμικό συμβαίνον,
ολότητα δηλαδή, επιφαίνεται εν σμικρώ στην ανθρώπινη-έγκοσμη φύση ως μήτρα κάθε
διανοητικής προσπάθειας.
Ας
τονίσουμε κάτι για να προχωρήσουμε: Η
φαντασία ταυτίζεται με τη νόηση, με την αίσθηση, με τη μνήμη, με την αντίληψη.
Είναι ένα και το αυτό εν απολύτω. Στον έγχρονο βίο συμβαίνει το αυτό εν
πεπερασμένω, αλλά οποιαδήποτε φαντασιακή θεώρηση που προϋποθέτει
πεπερασμένα-απεριόριστα μεγέθη είναι παραστατή όχι στο είναι της αλλά στο
έγχρονο φαίνεσθαί της, χωρίς αυτό να υποδηλώνει τον καντιανό φαινομενισμό. Έχει
επομένως την αναπόφευκτη ατέλεια ή σχετικότητα του έγχρονου, διασελαγίζοντας
ωστόσο την απόλυτη αφετηρία. Είναι έγχρονος ιριδισμός του απολύτου. Απόλυτο το
πρωτογενές φαντασιακό, φωτίζει την έγχρονη φαντασία ικανώνοντάς την να
‘’φιλοξενεί’’ την αίσθηση, τη μνήμη, την αντίληψη, το λόγο, το συναίσθημα ως
ενότητα. Καθίσταται τρεφόμενη τροφή, ακένωτη κένωση με πάντα συγκεκριμένο
περιεχόμενο. Να γιατί η κενότητα των Ανατολικών (κυρίως) δεν είναι παρά
πλήθουσα και αναλισκόμενη ταυτόχρονα πληρωματικότητα ασπαίρουσα στην άχρονη
ταυτόχρονα πληρότητα. Το γνωστό αξίωμα της πληρότητας που τόσο απασχόλησε τους
λογικομαθηματικούς είναι στην περίπτωσή μας όντως άρρητο και μόνο ο
αποσυμβολισμός κάθε συμβολικής έκφρασης οδηγεί στα κράσπεδα της χρονικότητας,
στα κράσπεδα, επίσης, του απολύτου, όπου φαντασία, μνήμη κ. ο. κ.
αποδιαστέλλονται ως απολύτως είναι, αφήνοντας την ετάζουσα έγχρονη συνείδηση να
εμβαθύνει και να τρέφεται απ’ τις υποτυπώσεις, νύξεις, μαρτυρίες του Αληθεύοντος
στα πολυποίκιλτα σημεία-φανερώσεις της πνοής του.
Το
‘’εδώ’’, το ‘’εκεί’’, το ‘’κοντά’’, το ‘’μακριά’’ είναι σχετικά, αλλά στα
πλαίσια του λέγειν και του εγχρόνως λογίζεσθαι προσλαμβάνουν νόημα. Το αυτό
συμβαίνει και με τις ασίγητες-απρόσωπες μαρτυρίες του αισθητού. Οντικά, κάθε
εδώ είναι και εκεί, κάθε κοντά είναι και μακριά, καθόσον το εκτατό είναι
φαντασιακό, κατά τρόπο που όλες οι πνευματικές μας λειτουργίες συνέχονται,
συλλειτουργούν υπό την επιστασία του απολύτου, υποδηλώνοντας έτσι την οντική
φύση. Κάθε συνειδητοποίηση είναι έγχρονη μαρτυρία του απολύτου στο σχετικό. Δεν
είναι έτσι δυνατό να αναζητάμε πρόσωπο στο απόλυτο που είναι αρχή
προσωποποίησης στο έγχρονο-έγκοσμο. Η αλήθεια της προσωποποιούμενης φύσης δεν
είναι παρά μαρτυρία της απόλυτης φύσης. Ό,τι προσωποποιείται εν πεπερασμένω
είναι παραστατό, όντας ταυτόχρονα και όριο του κοσμικού συμβαίνοντος.
Πώς
μπορούμε να εννοούμε το εδώ ή το εκεί, το κοντά ή μακριά, το ταχύ ή το βραδύ,
τοπικότητες δηλαδή χωρίς να έχουμε άμεση και ταυτόχρονα άρρητη νόηση του όλου
το οποίο δεν είναι παρά η πρωτογενής φαντασία που στην ανθρώπινη φύση ενεργεί
έγχρονα, αποσπασματικά, ώστε κάθε παραστατό να είναι εννοητό; Πάντα επομένως το
φαντάζεσθαι ενεργεί ως εννόηση, ως προϋπόθεση δηλαδή που τροχιοδρομεί τη
συναντιληπτική ενσυναίσθηση που είναι και πυρήνας της εσαεί προσωποποίησης. Δεν
υπάρχει γνώση χωρίς την κοινωνία με το αισθητό, ούτε και αισθητό χωρίς την
αντίληψη.
ΙΙΙ
Φθάνουμε
σε ένα καίριο σημείο της παρούσας προσπάθειας, στην αναζήτηση του μύχιου δεσμού
απείρου και πεπερασμένου. Το επιχειρήσαμε ήδη σε άλλες προσπάθειες, αλλά στην
παρούσα περίπτωσή μας ο όρος απεριόριστο δημιουργεί προοπτικές οι οποίες
ευρύνουν χωρίς να τροποποιούν ριζικά προηγηθείσες θεωρήσεις.
Ό,τι
είναι απεριόριστο, και αυτό συμβαίνει με όλα τα αισθητά, είναι έγχρονος φορέας
του απολύτου στο σχετικό. Αυτό ακριβώς σημαίνει και ο όρος ύπαρξη. Δεν
υπάρχουμε παρά ως απεριορίστως έγχρονοι-έγκοσμοι.
Απεριορίστως:
Ο όρος δε δηλώνει, ας το υπενθυμίσουμε, εσαεί κίνηση στο χώρο, δε μετράται
διαστημικά, αλλά νοητά, αντιληπτικά, συνειδησιακά και γι’ αυτό ακριβώς κάθε
κατά το δυνατό ακριβής και εκφραστή μέτρηση γίνεται με τις συμβολικές
μαθηματικές παραστάσεις που δεν έχουν καμία υλικότητα. Σε αυτό το σημείο και σε
πείσμα της διάκρισης ποιοτικού και ποσοτικού, ποσότητα και ποιότητα ταυτίζονται
στον κόσμο της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης. Για να συμβαίνει όμως αυτό,
προϋποτίθεται η πρώτιστη γνώση η οποία μας ικανώνει να αναγνωρίζουμε την
ομοιογένεια ως χρονιζόμενη εικόνα της ταυτογένειας, της κοινής δηλαδή οντικής
φύσης κάθε αισθητού. Έτσι μόνο ο λογισμός αληθεύει. Ό,τι συμβαίνει δεν είναι εξωτερικό,
δεν είμαστε παρατηρητές της πραγματικότητας, αλλά κοινωνοί που προσωποποιούμε
με συμβολικό και συγκεκριμένο τρόπο το συμβαίνον. Το γιγνώσκειν ανα-γιγνώσκει
το αληθεύον που διαχέεται και τελείται έγχρονα.
Αυτή
η κατάσταση δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί παρά δογματικά και εδώ αποκαλύπτεται
ο πρωθύστερος και άρα αντιφατικός χαρακτήρας του εμπειρισμού. Ίσως αντιλεχθεί
πως το απεριόριστο προϋποθέτει το περιορισμένο και πως το τελευταίο έχει
δυνατότητα ορισμού. Υπάρχουν όμως στεγανοί και αιώνιοι, αμετάκλητοι ορισμοί, αν
κάθε ορισμός είναι περιορισμός, περιγραφικός δηλαδή ορισμός, όταν στον κόσμο
μας υπάρχει συνεχής αλλαγή ομοιογενών πραγμάτων και καταστάσεων με τόσες και
τόσες συνδυαστικές συνθέσεις; Και οι μαθηματικοποιημένοι ορισμοί δεν αγγίζουν
απόλυτα τη σύσταση, κίνηση και λοιπές καταστάσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Δεν
περιορίζουν ορίζοντας, παρά συγκεκριμένες καταστάσεις πραγμάτων που άλλες
στιγμές μπορεί να είναι διαφορετικές. Υπ’ αυτό το πνεύμα κάθε περιορισμός είναι
σχετικός και αναφέρεται σε συγκεκριμένες τάξεις πραγμάτων ή και καταστάσεων.
Ήδη
όμως αγγίζουμε το απεριόριστο, το εναντίο του περιοριστού, αλλά και του
ορισμού. Είπαμε πως απεριόριστο είναι το μη περιοριζόμενο το οποίο όμως ανήκει
στην τάξη του αισθητού. Δεν περιορίζεται όμως στο αισθητό αλλά και στα
συναισθήματα τα οποία είναι αδιανόητα χωρίς την αισθητή μας φύση, όσο και αν η
αίσθηση δεν είναι τα αισθητά αλλά πνευματική λειτουργία. Πριν απ’ την αίσθηση
υπάρχει η συναίσθηση που προσεκτικά θεωρούμενη, οδηγεί στην πηγή της, στην
ενσυναίσθηση ως όντως μαρτυρία της απειρικής φύσης του ανθρωποκοσμικού.
Προσεκτικότερα,
διαπιστώνουμε κάτι το οποίο διαλανθάνει συνήθως. Είμαστε σε θέση να ορίζουμε τα
συναισθήματά μας και αυτό συνιστά μαρτυρία του ηθικοδιανοητικού, του ό,τι
δηλαδή προσδίδει στην παροδικότητα των συναισθημάτων μας αλλά και των σκέψεών μας
αυθεντικότητα. Είναι η ενσυναίσθηση που πηγάζει απ’ το συν-. Χωρίς αυτήν την
αλήθεια δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ορισμού-περιορισμού. Έπεται πως κάθε
ορισμός προϋποθέτει την οικουμενικότητα του απεριόριστου.
Διακρίνουμε
έτσι πως και στην αρχαϊκή μυθολογία αλλά στη μεταγενέστερη, όπως και στο
αναδυθέν μυθικό πνεύμα, το απεριόριστο, το αχανές, το χαώδες αποτελούσε ριζική
αρχή προβληματισμού από όπου και ο φιλοσοφικός στοχασμός.
Είναι
το αισθητό απ’ τη φύση του απεριόριστο, πράγμα που σημαίνει πως εγκλείει
αφεαυτού την ‘’εμπλοκή’’ του στο άπειρο.
Ιδού: Βαθιά εννόηση του απεριόριστου οδηγεί στο συν-έχεσθαι, δεδομένου
ότι όλα τα αισθητά είναι απεριόριστα. Στη φύση του απεριόριστου επομένως
υποκρούεται το απόλυτο που συνέχει το λειτουργείν του. Μπορούμε να κατανοήσουμε
επομένως κάτι σημαντικό: Δε νοείται το άπειρο χωρίς την εννόηση του
απεριόριστου, ούτε το απεριόριστο χωρίς την άρρητη πρωτοπληροφορία του απείρου.
Όρος αντίληψης αυτής της αλήθειας είναι το ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν το οποίο
δεν είναι προϊόν τυφλής εξέλιξης, αλλά καρπός και συνειδητοποίηση της εσαεί
αναπτυσσόμενης γνώσης εν μέσω τόσων και τόσων μεταβολών. Ο ορίζοντας των
συνειδητοποιούμενων γνώσεων και συναισθημάτων είναι και ο ορίζοντας του κόσμου
μας με βασικό ‘’όριο’’ τη συνειδητοποίηση. Ο χρόνος, οι αλλαγές, οι
πολυποίκιλτες μορφές του ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν δεν είναι παρά συμβολική
υπόκρουση μίας και μόνης αλήθειας, της άρρητης αλλά εσαεί παρούσας
ταυτότητας-ολότητας που συνέχει τα πάντα και που καθιστά φραστό, συμβολικά
φραστό κάθε ενεργούν-ενεργούμενο.
Το
άπειρο επομένως το οποίο δεν αναζητείται πουθενά επειδή άρχει παντού, σε κάθε
φανέρωση, ενέργεια κ. ο. κ., είναι ‘’υπόχρεο’’ του ρητού, του φραστού, επειδή
υποδηλώνεται σε κάθε αισθητό-πεπερασμένο-απεριόριστο. Θεωρήσεις ή και
υποκρούσεις αυτής της αλήθειας είναι παμπληθείς και μάλιστα σε διάφορες
πολιτισμικές μαρτυρίες. Ενδεικτικά, ο Εριγένης (Johannes Scotus Eriugena), τον ένατο αιώνα ισχυριζόταν πως ο
Θεός δημιουργείται ο ίδιος καθώς δημιουργεί, ο Αβερρόης (Ibn Rushd),
τον δωδέκατο αιώνα διεκήρυττε πως επειδή κάθε στιγμή ο κόσμος μας τηρείται απ’
το Θεό, δεν έχει αρχή, ούτε τέλος. Έτσι,
το απεριόριστο είναι τρόπος ενέργειας του απόλυτου, το πρώτο δεν είναι διανοητό
χωρίς την άπειρη αρχή. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε μορφή και έκφραση μαρτυρείται
όχι απλά ο κόσμος μας, αλλά και τα ‘’όρια’’ του σύμπαντος τα οποία δεν
οφείλουμε να αναζητάμε σε αχανείς εκτάσεις, αλλά στις ακρώρειες του
αισθάνεσθαι-συν-αισθάνεσθαι-αντιλαμβάνεσθαι που δεν είναι παρά τo άρρητο είναι που φθέγγεται ως γνώση, ως
συναίσθημα, ως αισθητική συγκίνηση και δημιουργία.
Βέβαια,
είμαστε παγιδευμένοι εξαιτίας της χρήσης βασικών όρων στους οποίους προσδίδουμε
εξαντικειμενικεύουσα φορά, ειδωλοποιώντας έτσι τη σκέψη μας. Λ.χ.: Ο όρος
άτμητο (όπως άφθαρτο, αδιάστατο) νομίζουμε πως είναι η αντίθετη κατάσταση του
τμητού (ας σκεφθούμε πόσες συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με την επ’ άπειρο
τομή ενός πεπερασμένου ευθυγράμμου τμήματος και την αντίθεση του Berkeley). Υποπίπτουμε στο εξής σφάλμα:
Εκλαμβάνουμε το άπειρο ως αντικείμενο παραστατικοποίησης προσδίδοντάς του
αισθητό χαρακτήρα. Κατά το πνεύμα της σπουδής μας όμως άτμητο δεν είναι παρά το
πλήρωμα του τμητού, ό,τι δηλαδή καθιστά εννοητό το τμητό. Γενικεύοντας αυτήν
την αλήθεια και επισκεπτόμενοι ταυτολογικούς όρους, διαπιστώνουμε το εξής:
Πνεύμα, ζωή, πνοή και αρχή εννόησης δεν είναι η εμπειρική τριβή, αλλά ό,τι την
καθιστά δυνατή. Ό,τι επομένως είναι παραστατό είναι έγχρονο και απαραίτητα
απεριόριστο, δεδομένης της απαραίτητης προϋπόθεσης ύπαρξής του που είναι η
κίνηση-αλλαγή.
Αυτού
δοθέντος που δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, το παραστατό-αισθητό-απεριόριστο
γίνεται εννοητό όχι αφεαυτού, ούτε απ’ το αντίθετό του που δεν υπάρχει παρά σε
σχέση με αυτό, αλλά απ’ την άπειρη φύση του την οποία ο υπάρχων άνθρωπος, η
ανθρώπινη δηλαδή φύση μας, νοεί αχρόνως και εννοεί-αντιλαμβάνεται εγχρόνως.
Πρόκειται για το πλήρωμα του αισθητού που δε βρίσκεται ‘’κάπου’’ έξω απ’ αυτό,
αλλά που συνιστά την άχρονη οντική του φύση-μήτρα της γνώσης.
Δεν
οδηγούμαστε σε κανέναν δυισμό, αλλά στον υπερβατικό ρεαλισμό που προσεγγίζει
την πλατωνική και την αριστοτελική παράδοση χωρίς να καταλήγει στον πανθεϊσμό.
Πρόκειται κατά βάθος για πανενθεϊσμό που φωτίζεται με τη βαθιά επισκόπηση της
γνώσης, αφού θητεύσει στη συναντιληπτική ενσυναίσθηση.
Αναδύεται
μάλιστα και το εξής: Η σκέψη που δημιουργείται με την κοινωνία μας με τον
αισθητό κόσμο, ο λόγος της, για να κυριολεκτούμε κατά το δυνατό, είναι μεν
απεριόριστος, αφού εικονίζει νοητά το αισθητό-απεριόριστο, αλλά δεν είναι
δυνατός χωρίς τη φαντασιακή παραστατικοποίηση. Το ανόριό της όμως
‘’περιορίζεται’’ χάρη στο περιεχόμενό της. Συμβαίνει όμως κάτι αποκαλυπτικό το
οποίο την τάσσει στο είναι του αισθητού και όχι στο περιγράφειν του.
Πώς
θα μπορούσαμε να περιγράφουμε υπό τα δεδομένα κάθε συγκυρίας πράγματα και
καταστάσεις χωρίς την πρώτιστη αρχή γνώσης που είναι μη παραστατή, δεδομένου
ότι κάθε παραστατό δεν είναι δυνατό να αυτοερμηνεύεται; Το πνεύμα μας επομένως
που διαμηνύεται ως σκέψη είναι αιχμαλωτίζον αιχμαλωτιζόμενο, δεδομένου ότι δεν
είναι δυνατό να επιφαίνεται χωρίς το αισθητό. Έχουμε πει κατ’ επανάληψη πως ο
άνθρωπος είναι άπειρος εν πεπερασμένω και εδώ οφείλουμε να πούμε πως το απόλυτο δεν είναι το αντίθετο του
σχετικού, αλλά το συνέχον αυτό.
Και
πάλι προσκρούομε σε δυσκολίες του γλωσσικώς εκφράζεσθαι, καθόσον η γλωσσική
έκφραση είναι πάντα σχετική και συμβολική επειδή αναφέρεται σε σχέσεις ή και
καταστάσεις πραγμάτων και προσώπων. Το συνέχον επομένως δεν αναφέρεται στη
λεγόμενη διαστημική συνέχεια, αλλά στην ‘’πνοή’’ που συνέχει τα αισθητά και
ό,τι απορρέει στη διανθρώπινη κατάσταση και εμπειρίες. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε
σύνολο πραγμάτων ή καταστάσεων, αλλά διαμηνύει την ολότητα που διοράται ως
υποκρυπτόμενη φανέρωση του ανθρωποκοσμικού. Η αρχή ταυτότητα-ολότητα που ορίζει
τα πάντα και μάλιστα με απέραντης μορφής τρόπους και ενέργειες ως άρρητη
πρωτοπληροφορία εν συγκεκριμένω είναι αδημιούργητη, και υπ’ αυτό το πνεύμα το
ανθρωποκοσμικώς υπάρχειν ως μύχιος λογισμός συνιστά μαρτυρία χωρίς αρχή, χωρίς
τέλος, χωρίς όρια, δεδομένου ότι οτιδήποτε υπάρχει εικονίζει τη συμπαντική πνοή
και συνιστά όριο.
Να
γιατί ανάβλεψη του αληθεύοντος είναι σημείο και μαρτυρία μακριά μάλιστα από
αποστάσεις, έστωσαν αστρονομικές.
ΙV
Ας
επιμείνουμε, για να συνεχίσουμε, στη διαφορά μας απ’ τον αμιγή πανθεϊσμό ο
οποίος, κυρίως, ο νεώτερος, υποκλίνεται στην αναγκαιότητα και στη στατικότητα
του ανθρωποκόσμου. Αποκλείει με άλλα λόγια την ελευθερία ή την ταυτίζει με την
αναγκαιότητα μηνύοντας έτσι ερήμην του κάτι που κατανόησε η εγελιανή σκέψη προσπαθώντας
να αποδώσει στην απροσωπία του ακοσμικού σπινοζικού σύμπαντος δυναμική-διαλεκτική
φορά.
Με
προσεκτικότερη θεώρηση, η ταύτιση του απεριόριστου με το αισθητό ανοίγει το
δρόμο στην πνευματική δημιουργία υπό την προϋπόθεση αποδοχής της πνευματικής
φύσης του κόσμου. Γνωρίζω λ.χ. σημαίνει πως κοινωνώ με την οντική φύση των
πραγμάτων την οποία επιψαύω στο φαίνεσθαί τους, στο υπάρχειν τους δηλαδή το
οποίο όμως δεν είναι απόλυτο, αλλά εικόνα του απολύτου και αυτό κατοπτρίζεται
σε κάθε στιγμή δημιουργίας. Πρόκειται για μαρτυρία ελευθερίας η οποία όμως,
έγχρονα θεωρούμενη (πώς αλλιώς;), τελείται συνεχώς, εκδιπλώνεται με όλες τις
διακινδυνεύσεις της έγχρονης ύπαρξής μας. Κάνοντας λόγο για ελευθερία, έχουμε
πολλές πιθανότητες σφάλματος, όπως εξάλλου και στις προσπάθειες γνώσης. Δεν
υπάρχει τέλεια ελευθερία, αλλά εσαεί εγκύπτουσα ελευθέρωση από πλάνες, αφετηρία
των οποίων είναι η απολυτοποίηση του σχετικού, κάθε δηλαδή μορφή εγωισμού.
Υπάρχει
στον κόσμο μας ο λογισμός, ο μύχιος νηφάλιος λογισμός που έχει οικουμενικότητα
ως πληθυντική ενότητα του εμείς, όπως και ο παραλογισμός ως αρνητική έκφρασή
του.
Ας
σημειώσουμε επίσης πως η ελευθερία δεν είναι επιλογή ενάντια στη δουλεία, αλλά
ανάδυση της προσωποποιημένης-συνειδητής μας κοινωνίας με τον κόσμο, κάτι που
αποκλείει την προήγηση του εγώ απέναντι στους άλλους. Ο άλλος είναι ουσιαστικά
ο πλησίον.
Φαίνεται
επομένως πως η αρχή του συν- δεν είναι παρά αρχή της γνώσης και του ήθους κατά
τρόπο που το πνεύμα της ελευθερίας συνιστά συνειδητοποίηση α-λήθειας ή,
αντίθετα, παραλογισμό του εγωιστικού πάθους. Κατά βάθος, η ελευθερία ταυτίζεται
με το ήθος, είναι η πολύπτυχη αλλά ενίζουσα μαρτυρία του ήθους και σε αυτό το
σημείο είμαστε σε θέση να εισβάλουμε στο πνεύμα των σχέσεων απείρου και
απεριόριστου. Όπως το απεριόριστο είναι αδιανόητο χωρίς το άπειρο, κατ’ ανάλογο
τρόπο ήθος και ελευθερία είναι αμφίπλευρα συμπληρωματικά. Δεν είναι απλά
συμπληρωματικά, αλλά μαρτυρίες λογικότητας ενάντια στον παραλογισμό.
Διακρίνουμε
εδώ και κάτι σημαντικότερο. Η γνώση δεν είναι αδιάφορη απέναντι στην ηθική,
όπως αυτό διακηρύσσεται από διάφορες τάσεις του ιντελεκτουαλισμού που
προσπαθούν να εισδύσουν στο χώρο της ηθικής και της ελευθερίας με βάση μία
διανοητική μονομέρεια, αντί να στηρίζουν τη διανοητική μας δυνατότητα στο ήθος-ελευθερία
Αποκαλύπτεται,
αντίθετα, πως η πραγματική γνώση είναι στο βάθος της ηθική και λογική. Αν η
τυπική λογική, έστω και μαθηματικοποιημένη, είναι σχετική ή και μη αποκρίσιμη,
η απ’ την ηθική ανακύπτουσα λογική είναι κόρη της ή και σύμφυτη με αυτήν.
Το
σχετικό-απεριόριστο βρίσκει εδώ την πληρωματική του αρχή η οποία είναι
απειρική. Ήδη υπάρχει ένα κοινό αισθητήριο που αναδύεται ως άνθος
πληρωματικότητας σε όλους τους πολιτισμούς αλλά και στις διαλάμψεις της ζωής
μας. Αναφέρεται στις εκφάνσεις της ηθικής, συνιστά όντως μαρτυρία με τους
κρυμμένους θησαυρούς, όπως το απεριόριστο συνιστά συμβολική μαρτυρία του
απείρου.
Πού
βρίσκεται όμως το κεκρυμμένο-φανερούμενο μυστικό;
Ιδού:
Πρώτιστη πληροφορία μας είναι η άρρητη κοινωνία μας με το ανθρωποκοσμικό, ό,τι
διασελαγίζει τη χρονικότητα, δίδοντάς της πνοή, ως άπαυστη αφετηρία της
συναντιληπτικής ενσυναίσθησης. Πώς όμως θα μπορούσε να πραγματώνεται αυτό χωρίς
την άρρητη κοινωνία ανθρώπου και κόσμου, χωρίς την έμφυτη αντίληψη της
πολλότητας-ενότητας των φαινομένων τα οποία πια δεν είναι εξωτερικά δήθεν
αντικείμενα απέναντί μας που ως παρατηρητές τα εξετάζουμε, αλλά κοινωνά μας με
πρώτιστες διεκφράσεις την έκπληξη, το χάρμα, το θαυμασμό, την αγνισμένη
παιδικότητα;
Όλες
αυτές οι καταστάσεις διαχέονται στο λογισμό πέρα από κάθε εγωκεντρικότητα, πέρα
από κάθε ετεροκεντρικότητα, ως αεί μένουσα αφετηρία του συνυπάρχειν. Αυτό
συνιστά και την τροφό του ηθικοδιανοητικού μας είναι στον κόσμο του υπάρχειν.
Το έγκοσμο υπάρχειν μας δεν είναι παρά θετική μαρτυρία-παρουσία του απολύτου το
οποίο, άρρητο αλλά μύχιο, δεν είναι δυνατό να χωρείται σε λεκτικά και εκφραστικά
σχήματα και προτάσεις.
Βέβαια,
το τραύμα του χρόνου δημιουργεί προβλήματα που σχετίζονται με τις μορφές του
κακού. Επειδή έχουμε κάνει εκτενή λόγο γι’ αυτό σε άλλες ευκαιρίες,
περιοριζόμαστε στο εξής: Ό,τι κακό, εγωκεντρικό, ιδιοτελές, συνιστά
παραλογισμό, σε αντίθεση με το ενάρετο που ταυτίζεται με το λογικό.
Θα
ήταν όμως δυνατή η διάπλωση του καλού χωρίς τις μορφές του κακού; Παράλληλο
ερώτημα: Θα ήταν δυνατό το απεριόριστο χωρίς το άπειρο και αντίστροφα;
Σε
αυτόν τον μέγιστο προβληματισμό θα ήταν δυνατή η εξής όχι απάντηση, αλλά
θεώρηση: Το απεριόριστο-συγκεκριμένο ενέχει οπωσδήποτε δυνατότητες σφάλματος.
Είμαστε ως υπάρχοντες έγκοσμοι-έγχρονοι, κάτι που σημαίνει άπειροι εν
πεπερασμένοις, τέλειοι εν ατελείαις. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ως κάτοπτρα του
απολύτου, είμαστε σε θέση να καθοράμε το απόλυτο σε κάθε σχετικό και ιδιαίτατα
στις ενοράσεις του πνεύματός μας ως ανθρωποκοσμικώς συνυπάρχοντες. Μπορούμε να
αναγνωρίζουμε την καθαρότητα, το άμωμο και το άσπιλο της γνώσης και του
συναισθήματος, να ελευθερωνόμαστε απ’ τους παρεμπίπτοντες εγωκεντρισμούς και
πάθη. Πρόκειται για πορεία ελευθέρωσης η οποία παρουσιάζει το εξής
καταγοητεύον: ‘Εγχρονα, ιστορικά, κοινωνικά αλλά και διαπροσωπικά, ο εγωισμός
και τα έκγονά του πάθη φαίνεται πως κατακυριεύουν όλες τις εκφράσεις του
απολύτου εν σχετικώ, όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη, η ανιδιοτέλεια κ. ο. κ. Ίσως,
τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, οι μεθοδείες του κακού που τίκτουν ψεύδος και
εθελοδουλία αιχμαλωτίζουν τις αρετές, αλλά κατά βάθος θεωρούμενα τα πράγματα
πληροφορούν διαφορετικά. Η κάτοψη του αληθεύοντος προσφέρει την
πληρωματικότητα, τη μακαριότητα, έστω και τραγική πολλές φορές, αλλά κατά βάθος
ο ενάρετος αίρει, καθαίρει τις μορφές πάθους, αγνίζει τη ζωή ως θυσιαζόμενος. Η
θυσία είναι η αψευδέστερη μαρτυρία του αιχμαλωτίζοντος αιχμαλωτισμένου, η μόνη
ελευθερία η οποία οδηγεί στην ανάβλεψη της αλήθειας. Αποστίλβουσα καθαρότητα,
λαμπρυσμένη παιδικότητα, καρποφορία των πρώτων σκιρτημάτων όπως το χάρμα, η
έκπληξη, ο θαυμασμός.
Το
ήθος, υπό οποιαδήποτε έκφανσή του (λ.χ. ευψυχία, γενναιοδωρία, κατανόηση,
συναντίληψη), είναι ένα και το αυτό. Ταυτιζόμενο μάλιστα με τη γνώση, καθιστά
τον εκφραστή του μακάριο. Δε φθείρεται, δε γνωρίζει ούτε νεότητα, ούτε
παλαιότητα, για τον ενάρετο ο χρόνος αποδιαστέλλεται, το συν- γίνεται ομού, το
έγχρονό του καθίσταται κινητή αιωνιότητα, για να θυμηθούμε γνωστή πλατωνική
ρήση, συνιστά όντως κάτι χωρίς το οποίο η γνώση δεν είναι παρά νωθρή
τυπικότητα, αν όχι νοητό είδωλο. Πρόκειται για γεύση και παιδεία ταυτόχρονα
ζωής, για ό,τι η φαινομενικότητα αποκρύβει. Φιλόσοφοι ολκής θεωρούν την
αγιότητα όχι απλά κορυφαία έκφραση του ηθικού, αλλά κατά το δυνατό απόλυτη
οντική διαφάνεια.
Βαθύτερα
ακόμη, το ηθικό βίωμα είναι η μυστική γνώση την οποία η γλώσσα αλλά και κάθε
μορφή έκφρασης αδυνατούν να εκφράσουν. Μόνο η ‘’γλώσσα’’ της σιωπής φανερώνεται
ως μαρτυρία που αποσυμβολίζει κάθε σχετικότητα, άγουσα στην πληρωματικότητα,
αλλά και σε άλλη διάσταση του ενεργείν που είναι η προσφορά, σε αντίθεση με την
ωφελιμιστική και αστική ηθική που οδηγεί στο ακόρεστο με αρνητικές συνέπειες.
Ακριβώς:
Ό,τι δε μπορεί να εκφράσει ο λόγος, το οντικά απόλυτο, ενδύεται την πορφύρα της
παρουσίας-μαρτυρίας φθάνοντας στα έγκατα του ανθρωπίνως υπάρχειν. Θα λέγαμε
μάλιστα πως τα συναισθήματα αποδεικνύονται ατελή, ανεπαρκή μπροστά στη γλώσσα
της αγάπης, πως η στωική απάθεια ως κορυφαία συμπάθεια προδίδει πόσο το έγχρονο
είναι στη φύση του άχρονο-απόλυτο, πόσο παρελθόν, παρόν και μέλλον πυκνώνονται
στο παρόν, στο αιώνιο παρόν των κορυφαίων εκφράσεων του ηθικού. Με αυτόν τον
τρόπο επαναπροσεγγίζεται η συνήθεια που συνήθως οδηγεί στη δουλεία και
διαρρηγνύονται τα δεσμά της υποταγής σε κάθε εξάρτηση που υποδουλώνει, που
συρρικνώνει, αν δε διαστρέφει τη διάνοια.
Εδώ,
για να επιστρέψουμε στην κύρια προβληματική μας, αποκαλύπτεται ευκρινέστερα το
πνεύμα του απεριόριστου, η υποφαινόμενη οντική φύση του υπάρχοντος, η έμφυτη
τάση προς τελείωση, η βαθιά μαρτυρία του απεριόριστου που συναιρεί έγχρονο και
απόλυτο. Όντως υπάρχει κάτι το οποίο
κρατύνει τη δυναμική του ηθικοδιανοητικού, κάτι το οποίο φωτίζει το
χαρακτήρα-αρχή του συν-. Πρόκειται για την περιχώρηση ηθικού και διανοητικού
και μάλιστα έξω από συναισθηματισμούς ή και νοσηρούς μυστικισμούς. Είναι το
άρρητο της κοινωνίας το οποίο φωτίζει το βάθος της διακοινωνίας των αρετών, η
ταυτότητά τους, θα λέγαμε, που είναι οικουμενικότητα, η οποία δεν προκύπτει,
αλλά που αναδύεται ως έγχρονη μακαριότητα, ως είσδυση και διάπτυξη ταυτόχρονα
σε κάθε μορφή του υπάρχειν, ως οντικός αυγασμός της ύπαρξης η οποία δεν είναι
προσωπική αλλά οικουμενική με πυρήνα κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο. Πρόκειται για
διαρκή ωρίμανση της συνειδητοποίησης όπου σάρκα και πνεύμα συναιρούνται, όπου
το εδώ και το τώρα παύουν να συνιστούν ορίζουσες του λογισμού. Για να είμαστε κατά
το δυνατό ακριβέστεροι, και το εδώ και το τώρα εμποτίζονται απ’ το οντικό και
είναι πλέον οικουμενικοί δέκτες και πομποί αγιότητας χωρίς αναγκαία ή και
καταναγκάζουσα υπηκοότητα, έστω και θρησκευτική, στο μέτρο που το είναι του
θρησκευτικού αποκαλύπτεται ως οικουμενικό στις κορυφαίες στιγμές του
πανθρησκειακού πνεύματος.
Θα
λέγαμε μάλιστα πως η όλο και ωριμάζουσα ηθική της πραγματικής ζωής παιδεύει τη
διάνοια και πως η όλο και παιδαγωγούμενη διάνοια αγκαλιάζεται με το ήθος
κάνοντας την ενδογενή ταυτότητα θαυμαστή ενότητα, φωτίζουσα και φωτιζόμενη. Δεν
υπερβαίνεται η έγκοσμη, η ανθρωποκοσμική μας φύση, αλλά φωτίζεται: Η στωική
λ.χ. συμπάθεια φωτίζεται ως απάθεια, ως απάθεια δηλαδή που δεν έχει σχέση με
την αδιαφορία ή με την κυνικότητα των κυνικών, αλλά που μηνύει την κοινωνία με
ό,τι είναι αληθές, αφήνοντας τους ειδωλοποιημένους τρόπους ζωής να παιδεύονται
στους κόσμους της προσωρινότητας, της περιέργειας, της φιλοδοξίας, του ψεύδους,
του καθωσπρεπισμού, φωτίζοντας με απλά λόγια το παράμονο το οποίο φθέγγεται με
τη σιωπή του ως έγκοσμη αιωνιότητα.
Η
αντίληψη είναι ουσιαστικά συναντίληψη και αυτή η αλήθεια καθιστά την πρώτη
μαρτυρία της συναντίληψης και την
συναντίληψη φως της αντίληψης, κατά τρόπο που το αντιλαμβάνεσθαι δεν
είναι δυνατό να υπάρχει χωρίς το συναντιλαμβάνεσθαι. Και εδώ αναδύεται η
ενότητα ως μαρτυρία της ταυτότητας, όπως το έγχρονο ως μαρτυρία του άχρονου,
όπως το σχετικό ως μαρτυρία του απολύτου. Καθίσταται μάλιστα σαφές πως δεν
είναι δυνατό να κάνουμε λόγο για την
αντίληψη χωρίς τη συναντίληψη, για το έγχρονο χωρίς το άχρονο υπό το φως της
προσωποποιημένης αμεσότητας, όπου το έγκοσμο προσωποποιεί το άχρονο στην
ανθρώπινη φύση. Το σχετικό είναι μαρτυρία του απολύτου όχι στις συγκεκριμένες
μορφές εκδίπλωσής του, αλλά στο οντικό τους βάθος, στο πνεύμα της εννόησής
τους. Το αυτό συμβαίνει και με τη σχετικότητα του ηθικοδιανοητικού. Είναι
σχετικότητα στο μέτρο της ανθρώπινης ατέλειας, σχετικότητα η οποία ‘’δείχνει’’
το απόλυτο.
Ιδού:
Ο άνθρωπος ως άπειρος εν πεπερασμένω δεν είναι απόλυτος, αλλά δυνάμει της
απόλυτης φύσης νοεί και εννοεί τη σχετικότητά του η οποία έχει δυναμικό,
δημιουργικό χαρακτήρα. Ο δίκαιος, ο έντιμος, ο ανιδιοτελής, εντοπίζονται στον
κόσμο του συν- και αποκαλύπτουν όχι την τελειότητα, αλλά τη συνεχή προσπάθεια
αποκόλλησης από εγωιστικά πλέγματα και συνήθειες ως εσαεί τάση και πραγμάτωση.
Στο βαθμό μάλιστα εμβίωσης της ηθικοδιανοητικής φύσης καθίσταται μακάριος,
ταπεινός και βλέπει όλο και φαεινότερα το ήθος ως συγκεκριμένη έκφραση της ίδιας
του της φύσης.
*
Ας
τονισθεί πως υπάρχει μία σημαίνουσα διαφορά ανάμεσα στην πληρότητα και στην
πληρωματικότητα. Πληρότητα είναι η οντική φύση του ηθικοδιανοητικού η οποία
όμως ως άρρητη ιχνεύεται στην πληρωματικότητα η οποία είναι προσπάθεια προς
τελείωση. Ήδη είναι σαφές πως το εκστατικό ως έγχρονο είναι αδιανόητο χωρίς την
έκσταση της έκστασης που δεν είναι παρά ο άρρητος κόσμος της κοινωνίας. Οι
εκστασιασμοί είναι συνήθως επιπόλαιες συγκινήσεις που οφείλονται σε παροδικές
καταστάσεις, χωρίς να προσφέρουν πληρωματικότητα. Η πραγματική έκσταση όμως ως
μαρτυρία του ηθικοδιανοητικού δεν είναι παρά αἲφνης αφύπνιση απ’ τη στατικότητα και τη νωχέλεια, ενώ η υπέρβαση
της έκστασης συνιστά ύψιστη βαθμίδα ηθικοδιανοητικής αφύπνισης, μαρτυρία, για
να επιστρέψουμε στην κύρια προβληματική μας, της οντικής φύσης του
απεριόριστου, της απειρικής μας δηλαδή φύσης.
Αν
το απεριόριστο εκφράζει την έγχρονη φανέρωση του απείρου, το ηθικό στοιχείο μας
δεν είναι παρά η έγχρονη μαρτυρία του ηθικοδιανοητικού μας, μαρτυρία η οποία
εξ-ίσταται στον πραγματικό μας κόσμο ο οποίος είναι εξ’ ορισμού εκστατικός και
αυτή ακριβώς η έκσταση στην έκσταση δεν είναι παρά η συγκεκριμένη μορφή του
ηθικοδιανοητικού, ένα είδος στάσης (ο Αριστοτέλης είπε ως ἡ κίνησις ἐξίστησι τό ὑπάρχον). Η στάση επομένως η οποία
προϋποτίθεται προς κατανόηση της έκστασης, της εκστατικής φοράς και της εν
συνεχεία υπέρβασης της έκστασης, δεν είναι παρά φαινομενικότητα, σχετικότητα ή
πλάνη που δημιουργείται χωρίς μάλιστα καμία σχέση με το άχρονο, με το απόλυτο.
Δημιουργείται απ’ τις φαινομενικές στάσεις και αποστάσεις, απ’ το φαίνεσθαι των
πραγμάτων τα οποία θεωρούμε ακινητοποιημένα στον κόσμο της σχετικότητας και
χάνει κάθε νόημα απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε πως ο κόσμος μας είναι
εκστατικός. Κινούμαστε εκστατικά ως ασυνεχείς και όχι στατικά και η
συνειδητοποίηση της εκστατικά κινούμενης φύσης μας βλέπει στο βάθος την απόλυτη
συνέχεια των αποσπασματικά εκστατικών μας προσπαθειών.
Το
νόημα της ηθικοδιανοητικής μας φύσης: Ως έκσταση της έκστασης κατατείνει προς
το απόλυτο, προς τη συνέχιση κάθε προσπάθειας. Αυτό όμως μηνύει τον
ηθικοδιανοητικό αγώνα, την αέναη προσπάθεια ενατένισης της αὐγῆς καθαρᾶς, αγώνα απεριόριστο που μηνύει την προσπάθεια
κοινωνίας. Αυτό ‘’στιγματίζει’’ και το ήθος και τη διάνοια η ενότητα των οποίων
φωτίζει επιπλέον: Το είναι του ηθικοδιανοητικού βρίσκεται, ταυτίζεται θα
λέγαμε, με το είναι του απεριόριστου, με το είναι της έγχρονης ‘’πνοής’’ του
απείρου. Δεν αναζητάμε το είναι του απείρου έξω απ’ το εγκόσμως απεριόριστο,
επειδή οι όροι έξω, μέσα, κοντά, μακριά είναι συμβατικοί υπό όρους σχετικότητας
που μεταβάλλονται. Ωστόσο, δεν είναι διανοητοί χωρίς την απόλυτη φύση, καθόσον
ανάγονται στο απεριόριστο –έγχρονη εικόνα του απείρου.
Κατανοούμε
ίσως γιατί η πληρωματικότητα είναι έγχρονη μαρτυρία της πληρότητας και γιατί το
ηθικοδιανοητικό είναι είναι παρόν ως μαρτυρία της πληρότητας. Αυτό σημαίνει πως
η τελειότητα, το πλήρωμα, ανακλάται στο πληρωματικό που ως απεριόριστο
φωτίζεται εσαεί, πέρα από κάθε επιφανειακή και ειδωλική συνείδηση. Πρόκειται
όντως για πληρώνουσα κατάσταση, για συγκίνηση της συγκίνησης, για ‘’αναστολή’’
της παροδικότητας, για αληθή κοινωνία ως υπέρτατη μαρτυρία που μιλάει με τη
σιωπή της, με την κενότητά της, για να θυμηθούμε τους Ανατολικούς και τους
μυστικούς όλων των παραδόσεων. Διακοινωνία η οποία δείχνει και δείχνεται,
καθόσον όλα τα έγκοσμα που κορυφώνονται στην ανθρωποκοσμική πραγματικότητα
δείχνουν και δείχνονται.
V
Ελπίδα
και θάνατος ταυτίζονται στο αιώνιο τώρα (οι Marcel
και
Tillich επέμειναν στον όρο), η θυσία όλων των
έγκοσμων ματαιοτήτων είναι ζωή και αυτό δηλώνει κατά βάθος η ελπίδα, πέρα από
κάθε μάταιη αναμονή. Κατά βάθος η θυσία είναι προσφορά ζωής σε έναν κόσμο ο
οποίος εξαρτάται από φρούδες αναμονές, διεκδικήσεις, αδικίες και ό,τι τραγικό
ακολουθεί. Είναι, επιπλέον, προσπάθεια ελευθέρωσης απ’ τα έγκοσμα δεσμά, απ’
την καθέλκουσα χρονικότητα, από κάθε μορφής ειδωλοποίηση που είναι διαρκής
πειρασμός.
Υπ’
αυτό το πρίσμα η ελπίδα απορροφάται απ’ τη θυσία, αλλά βαθύτερα θεωρούμενα τα
πράγματα, με αποδιασταλμένη την ελπίδα, φωτίζεται το είναι της θυσίας.
Τι
θυσιάζουμε όντως αν έχουμε αποδεσμευθεί κατά το δυνατό από ψευδαισθήσεις και
από εγωιστικές εμμονές; Μόνο επιστροφή στην αρχή του συν- μπορεί να φωτίζει
επαρκώς το είναι της θυσίας. Το συν-υπάρχειν αφοπλίζει όλες τις επιθέσεις του
εγωισμού ο οποίος αντιστρέφει το συν-, ενεργοποιώντας το ως αντί.
Το
συν- ωστόσο συνέχει θυσιαζόμενο, καθόσον καμία αντιστροφή δεν είναι διανοητή
χωρίς την αρχέτυπη αλήθεια. Όσο επώδυνη και αν είναι η καταστροφή και οι
απροσμέτρητες συνέπειες όπως ανθρωποσφαγές, φόνοι, λεηλασίες, βιασμοί, όλα αυτά
τα συμπτώματα με τα οποία διαιωνίζεται η ανθρώπινη τραγωδία, ανακρούεται μία
αλήθεια: Ο θυσιάζων ως θυσιαζόμενος φωτίζει το παράμονο του συν- χωρίς το οποίο
είναι αδιανόητο το ανθρωποκοσμικό. Ό,τι προέχει είναι η παράμονη προτεραιότητα
ενάντια στην υστερογένεια, είναι η μυστική αλήθεια απ’ την οποία αναδύεται
νόημα. Το συνέχον, η απόλυτη πρωτοπληροφορία, τηρεί το συνεχόμενο. Χωρίς αυτήν
την αλήθεια είναι αδιανόητο το ανθρωποκοσμικό. Θυσία επομένως είναι η
ορατή μαρτυρία του συνέχοντος, του
συνυπάρχειν ως μαρτυρίας του συνείναι. Δεν είναι μάταιη στέρηση ή και
αυτοπροσφορά με παροδικές συγκινήσεις, αλλά κατεξοχήν πληρωματικότητα η οποία
μηνύει ως μαρτυρία ό,τι αρνείται η φαινομενικότητα και κάθε νόθος λογισμός. Είναι
η κατεξοχήν μαρτυρία-παρουσία της οντικής φύσης του απεριόριστου και σε αυτό
συνίσταται η φύση της ως συμβολικής φανέρωσης του απείρου. Δεν υπάρχει
απεριόριστο χωρίς το άπειρο, δεν υπάρχει νόημα στην ηθική χωρίς την ελπίδα, την
αδιάψευστη ελπίδα. Η αυτοπροσφορά δεν είναι μάταιη στέρηση με συναισθηματικές ή
και παρερχόμενες συγκινήσεις, αλλά πληρωματικότητα η οποία μηνύει ως μαρτυρία
ό,τι αρνείται η φαινομενικότητα και κάθε ιδιοτελής λογισμός. Η κατεξοχήν
μαρτυρία-παρουσία της οντικής φύσης του απεριόριστου φωτίζει τη συμβολική
φανέρωση του απολύτου πάντα εν συγκεκριμένω. Δεν υπάρχει απεριόριστο χωρίς το
άπειρο, δεν υπάρχει νόημα στην ηθική χωρίς την ελπίδα με την οποία μαρτυρείται
το απεριόριστο ως απειρικής φοράς που γονιμοποιεί και νοηματοδοτεί τη
χρονικότητα.
Υπάρχουν
καταστάσεις οι οποίες μαρτυρούν το κεκρυμμένο. Γίνεται λόγος για αγάπη, για
ανεξικακία, για συγκατάβαση, για δικαιοσύνη, για ευπρέπεια, για ειλικρίνεια. Θα
είχαν όμως νόημα αυτές οι καταστάσεις ψυχής χωρίς το συσχετισμό του
απεριόριστου με την ελπίδα και τη θυσία;
Η
θυσία κατακυρώνει κάθε αρετή, είναι πληρωματική και όχι στερητική, σε σημείο
που αποδιαστέλλει την ελπίδα, σε σημείο που το ομού, το παρόν παίρνουν σάρκα
και οστά, σε σημείο που η στιγμή αποκαλύπτει τη φύση της χρονικότητας, σε
σημείο που το θνήσκειν είναι όντως ζην.
Ας
σκεφθούμε κάτι που διαλανθάνει αλλά που νοηματοδοτεί το ανθρωποκοσμικώς
υπάρχειν. Όπως το απόλυτο θύεται ως συνέχον το πεπερασμένο, όπως, θεωρώντας τον
απεριόριστο χαρακτήρα του αισθητού, καταφάσκουμε στην αλήθεια του απολύτου,
κατά παρόμοιο και αληθή τρόπο διαπιστώνουμε πως η θυσία, το θυσιάζεσθαι, είναι
μαρτυρία του θύοντος-θυομένου, του αγιάζοντος την έγκοσμη μαρτυρία η οποία
συνέχεται και φωτίζει το βαθύτερο πνεύμα του συμβαίνοντος. Δεν υπάρχει θυσία
χωρίς θυσιαζόμενο, αλλά το όντως συμβαίνον ως κρυπτόμενη-φανερούμενη αλήθεια,
το θυσιάζον είναι ταυτόχρονα θυσιαζόμενο και το θυσιαζόμενο θυσιάζει.
Τι
θυσιάζει όντως, αν θέλαμε να είμαστε συνεπείς; Μόνο επιστρέφοντας στην αλήθεια
του πεπερασμένου-απεριόριστου είμαστε σε θέση να ενωτιζόμαστε την ουσιώδη φύση
του ανθρωποκόσμου και όχι ως παρατηρητές. Επιστρέφοντας, όπως ήδη είπαμε,
συναντάμε ορίζουσες που συγκαθορίζουν το πνεύμα της θυσίας: Απόλυτο,
συγκεκριμένο-απεριόριστο, ελπίδα, θάνατος. Έτσι προσεγγίζεται και αγγέλλεται το
πνεύμα της θυσίας.
*
Υποφαίνεται
ήδη κάτι το οποίο δια-συνδέει το θάνατο με το απεριόριστο αλλά και με το πνεύμα
της θυσίας. Ας το δούμε.
Το
ερώτημα είναι καίριο: Είναι το απεριόριστο πνοή του απολύτου-απείρου στον
έγκοσμο βίο ή φυσική τάση και τάξη του αισθητού; Απαιτείται όντως η παρεμβολή
του απολύτου σε ό,τι είναι σχετικό, σε ό,τι δηλαδή γεννιέται, αυξάνεται,
αναπτύσσεται και θνήσκει; Πολλά τα ερωτήματα, πολλοί οι προβληματισμοί, αλλά
προηγείται κάτι το ἀνυπόθετον, κατά
τον Πλάτωνα, χωρίς το οποίο ἡ τοῦ
διαλέγεσθαι δύναμις διαφθείρεται. Εμβαθύνοντας κατά το δυνατό, ζούμε μία
κατάσταση η οποίο βοά και αναβοά με τη σιγηλή της μαρτυρία:
Γνωρίζουμε
τη φθαρτότητα του απεριόριστου, τα πάθη της ψυχής, τόσο κατά την καρτεσιανή όσο
και κατά τη σπινοζική έκφραση και αυτή η διαπίστωση είναι ο σφυγμός του
απολύτου στο σχετικό, στην απεριόριστη φύση και συγκεκριμενοποιούμε τη θέση μας
‘’εντός’’ και ‘’εκτός’’ των γνωστών φιλοσοφικών θεωρήσεων.
Δεν
υπάρχει δυνατότητα οποιασδήποτε εμπνοής, θετικής ή αρνητικής, χωρίς αυτήν την
αλήθεια. Η αντίληψη-εννόηση της φθειρόμενης φύσης του απεριόριστου δεν ανήκει
στο φθαρτό-απεριόριστο, αλλά σε ό,τι το συνέχει και εδώ αποκαλύπτεται η
συνέχουσα αρχή που δεν είναι διαστημική, αλλά συνειδησιακή. Είναι το απόλυτο
στο πεπερασμένο, σε ό,τι δηλαδή δεν περιορίζεται αλλά συνέχει κάθε
περιοριζόμενο. Μέτρο του αληθεύειν δεν είναι το απεριόριστο, αλλά το απόλυτο το
οποίο καθιστά δυνατό το χρονιζόμενο, το εσαεί χρονιζόμενο φθαρτό.
*
Ας
στρέψουμε όμως αυτή τη διαπίστωση στην
προσωπική μας ύπαρξη. Ως υπάρχοντες ζούμε και κατανοούμε το εγκόσμως-εγχρόνως
υπάρχειν μας, τη φθαρτότητά μας δηλαδή που επάγει αλλαγές, φθορές, αδυναμίες
και οριακά το θάνατο.
Αποφασίζουσα
‘’στιγμή’’ είναι η καθολική αφαίρεση, ό,τι αποκαλείται συνήθως κατάνυξη,
αυτοσυγκέντρωση, περισυλλογή, ενόραση, κ. α. Οι όροι, τους έχουμε ήδη
συναντήσει, δηλώνουν ένα και το αυτό: Είναι δυνατό να ‘’αδειάσουμε’’ τη
συνείδησή μας απ’ το περιεχόμενό της, απ’ τις γνώσεις μας δηλαδή, απ’ τα
συναισθήματά μας, απ’ τις εμβιώσεις μας; Τι συμβαίνει στο απόλυτο παρόν, στο
απόλυτο εδώ, αν δεν πρόκειται για αυταπάτη;
Ένα
είναι βέβαιο: Αυτή η κατάσταση είναι καθολική κατά τρόπο που κανένας όρος δεν
την ορίζει, επειδή δεν είναι οριζόμενη, όπως κάθε φθαρτό, μεταβλητό, αισθητό.
Είναι η απόλυτη ορίζουσα κάθε οριζόμενου, κάθε συγκεκριμένου το οποίο φυσικά
προϋποθέτει το συν-οριζόμενο, το συνυπάρχειν.
Ήδη,
το θνήσκειν, βαθιά θεωρούμενο, δεν είναι διανοητό χωρίς το ζην, το θνήσκειν
κάθε απεριόριστου και κυρίως της προσωπικής μας ύπαρξης, είναι η ίδια η
εμπειρία του έγκοσμου-έγχρονου και αυτό είναι αποκαλυπτικό.
Μπορώ
με απλά λόγια να φαντασθώ το θνήσκειν μου χωρίς τη φαντασιακή προέκταση και
‘’προσομοίωση’’ αποθανόντων γνωστών και αγαπημένων μας; Αυτό βέβαια μπορεί να
οδηγεί σε πλάνες ή και σε φαντασιώσεις αν δε βεβαιωνόμαστε ως προς την
οικουμενικότητα του θνήσκοντος, κάθε θνήσκοντος συμπεριλαμβανομένου και του
εαυτού μας. Η οικουμενικότητα του θανάτου αγκαλιάζει κάθε μορφή ύπαρξης, έχει
αποκαλύπτον υπαρξιακό νόημα και σε αυτό το σημείο κάθε απεριόριστο προσκρούει
στην οικουμενικότητα του θνήσκοντος χαρακτήρα της ζωής.
*
Αν
προσέχαμε περισσότερο, θα διαπιστώναμε το εξής παράδοξο: Κάθε αισθητό, φθαρτό,
κινητό, θνήσκει και αναβιώνει βιολογικά. Τι σημαίνει όμως το θνήσκειν του, το
θνήσκειν κάθε απεριόριστου, αν εμβαθύνουμε στην έγχρονη ζωή του η οποία
συνέχεται με πλήθος άλλων αισθητών; Προσεγγίζοντας όμως το θέμα στην ένσαρκη-ανθρώπινη
φύση μας η οποία υπερβαίνει το ένστικτο, διαπιστώνουμε πως ο θάνατός μας δε
νοείται χωρίς τη ζωή μας, πως είναι δηλαδή αδιανόητος. Δεν καταξιώνεται έτσι
απλά το συνυπάρχειν ως αρχή ζωής, αλλά βεβαιώνεται πως κάθε θνήσκουσα ύπαρξη
κορυφώνεται στην ανθρώπινη φύση η οποία αδυνατεί να νοήσει τη θνήσκουσα ύπαρξή
της χωρίς την άπεφθη μαρτυρία του ζην της.
Ήδη,
η οικουμενικότητα του θνήσκοντος προϋποθέτει το θνήσκον υπάρχον του οποίου το
πλήρωμα είναι η Ζωή στην απόλυτη φύση της που δε γνωρίζει θάνατο, αλλά που
ανακτίζει και το πνεύμα της χρονικότητας, καθιστώντας έτσι ό,τι έγχρονο έγκοσμη
πνοή του απολύτου.
Αναδύεται
ταυτόχρονα με πρωτογενή καθαρότητα όχι μόνο η άπεφθη φύση των πραγμάτων που με
τη λογική επεξεργασία και με τους αναγκαίους συσχετισμούς καθίσταται
συγκεκριμένη γνώση, αλλά κάτι που προηγείται: Η επίγνωση του συνυπάρχειν είναι
κατάφαση στο ζην, στο πρωτογενώς και αιωνίως ζην και να που η οικουμενικότητα
του θνήσκειν είναι η έγχρονη εμπνοή του πρωτογενώς ζην στον κόσμο της
χρονικότητας-φθαρτότητας. Κάθε φαινόμενο, όπως το φαινόμενο του θανάτου είναι
αδιανόητο χωρίς την αντιληπτική-οντική του φύση η οποία το συνέχει.
*
Ήδη
στον κόσμο του απεριόριστου που είναι φθαρτό διαζωγραφίζεται το στίγμα του
απολύτου. Το θνήσκειν έτσι δεν είναι παρά θνήσκουσα μαρτυρία ζωής και το
πρόβλημα ανατίθεται: Η σιωπή του θανάτου είναι ο λόγος της άπεφθης ζωής που
τρέφει, συνέχει και τηρεί κάθε συγκεκριμένο και ιδιαίτερα το ανθρωπίνως
υπάρχειν.
Βλέποντας,
ακούοντας, οσφραινόμενοι, κατανυσσόμενοι τη ροή και τη διάπτυξη των πραγμάτων,
νοούμε και εννοούμε την ίδια μας προσωπική οντότητα και γι’ αυτό ακριβώς η
φθορά και κάθε αλλαγή τρέφονται από ό,τι ούτε λέγεται, ούτε ακούεται.
Σιωπώντας ως θνήσκοντες, ως έγχρονες
δηλαδή υπάρξεις, ανακαλύπτουμε ό,τι μας συνέχει, ό,τι κινεί λογισμό και
συναίσθημα, ό,τι εκφράζεται συμβολικά και αγόμαστε στον αποσυμβολισμό, στο λόγο
της σιωπής που δεν είναι παρά μύχια αποκάλυψη της οντικής μας φύσης.
Δεν
πρόκειται για μαγεία, αλλά για ό,τι συνέχει τα φαινόμενα, αφού και ο θάνατος
είναι φαινόμενο που συνταυτίζεται με το απεριόριστο. Χωρίς το θάνατο δεν
υπάρχει ζωή, χωρίς το θνήσκειν δεν υπάρχει ζην, χωρίς το απεριόριστο δεν
υπάρχει απόλυτο. Δεν αρκεί να βλέπουμε το θάνατο ως αντικειμενική πραγματικότητα
η οποία συγκεκριμενοποιείται στο φέρετρο με τον ακίνητο νεκρό. Ήδη, στη σκέψη
μας και στο συναίσθημά μας εικονίζεται η ζωή του νεκρού. Ο θάνατος επομένως δε
επέρχεται κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά, βαθύτερα θεωρούμενος, είναι
φαινόμενο που χαρακτηρίζει κάθε ύπαρξη. Όλα επομένως τα αισθητά είναι εγχρόνως
θνήσκοντα και η αλληλογένεσή τους επιβεβαιώνει τον αεί θνήσκοντα χαρακτήρα
τους. Μόνο ο θνήσκων είναι ζων, μόνο κάθε απεριόριστο με το θνήσκειν του που
δεν είναι παρά η χρονικότητά του μαρτυρεί το πνεύμα του ζην του.
Ουσιαστικότερα,
το ανθρωπίνως υπάρχειν, όχι ως ‘’αντικείμενο’’ το οποίο παρατηρούμε, αλλά ως
συγκεκριμένη μαρτυρία-παρουσία που μας αγγίζει βαθιά, μύχια, ανα-γνωρίζει πως
το έγχρονο-απεριόριστό της, πέρα απ’ το επιθυμείν και τη δημιουργική του
προσπάθεια, ‘’τέμνει’’ κάθετα τη χρονικότητά του και πληροφορείται μυστικά το
άτμητό της, το είναι του υπάρχειν της, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ούτε λόγος,
ούτε συναίσθημα. Επιτελείται ένα είδος θανάτου του θνήσκοντος που δεν είναι
παρά άπεφθη ζωή.
Είναι,
με την πρώτη προσέγγιση, το μηδέν (μηδέ εν) και εδώ οφείλουμε να θημηθούμε τους
εγελιανούς αλλά και άλλους σημαντικούς στοχαστές οι οποίοι ταύτισαν το είναι με
το μηδέν. Παραδόξως, το μηδέ εν δεν
είναι αντικείμενο λογικής σκέψης, αφού το μηδέ αφανίζει το εν. Υποκρύβεται όμως
μία αλήθεια, καθόσον και το εν είναι και αυτό αδιανόητο χωρίς τα πολλά με τα
οποία συνθέτει ενότητα, υπερφυή ενότητα που και ατή είναι αδιανόητη χωρίς την
ταυτότητα που σφραγίζει κάθε ετερότητα, ομοιότητα, αναλογία και προκύπτουσες
λογικές κατηγορίες.
*
Φθάνουμε
σε μια κρίσιμη καμπή της παρούσας προσπάθειας η οποία ‘’κυκλώνεται’’ απ’ τις
κατηγορίες άπειρο, πεπερασμένο, απεριόριστο, θάνατος, ζωή.
Δε
θα επανέλθουμε στην αυτοσυγκέντρωση, στην κατάνυξη, στην ενόραση, σε γνωστούς
δηλαδή όρους στους οποίους αναφερθήκαμε, διακρίνοντάς τους μάλιστα σαφώς από
νοσηρές υπερβολές. Αυτές τις καταστάσεις τις προσεγγίζουμε ως μαρτυρίες της
πρωτοπληροφορίας, ως συμβολικούς όρους για να οδηγούμαστε στον αποσυμβολισμό,
κάτι που καθιστά κάθε συμβολική έκφραση μαρτυρία όχι πλέον του θανάτου, αλλά
μαρτυρία της θνήσκουσας-απεριόριστης ύπαρξης-μαρτυρίας ζωής.
Ιδού
η αποκάλυψη του θανάτου ως πληρωματικής μαρτυρίας ζωής. Αυτό όμως δεν είναι
κατανοητό χωρίς εμβάθυνση στην οντική φύση του απεριόριστου που συνιστά
συμβολική μαρτυρία του απείρου-αγαθότητας στο σχετικό.
Έτσι
το μη περιοριζόμενο συναντά το θάνατο, συνέχεται με το νόημά του. Υπάρχει,
ακριβέστερα, ταύτιση ως προς την οντική φύση και προσφυγή στον κόσμο του
Παρμενίδη κατά τον οποίο το είναι ταυτίζεται
με το νοείν φωτίζει την ταύτιση που κάνουμε ανάμεσα στο απεριόριστο και στο
θάνατο. Είμαστε απειρικά θνήσκοντες, είμαστε, επίσης, απειρικά απεριόριστοι,
χωρίς διαστημικές αναγωγές, χωρίς προσφυγές στην παραστατική θεώρηση η οποία
είναι ειδωλοποίηση. Καταργώντας, αίροντας, την απόσταση-διάκριση υποκειμένου
και αντικειμένου(νων), προσεγγίζουμε την οντική μας φύση χωρίς την οποία το
έγχρονο υπάρχειν μας είναι αδιανόητο. Σε κάθε αισθητό αναγνωρίζουμε το είναι
του και το αναγνωρίζουμε επειδή στο έγχρονο-αισθητό μαρτυρείται το απόλυτο.
*
Ήδη,
αναβλέπουμε καθώς αναπροβάλλει ό,τι αποκαλούμε κενό, πηγή της πλήξης, του
άγχους, αφετηρία της πλήττουσας συνείδησης η οποία προσκολλάται στη συνήθεια,
σε κάθε είδους συνήθεια η οποία δεν είναι παρά παράδοση στα διάφορα έγχρονα
παίγνια και στις ατελεύτητες επαναλήψεις τους.
Ο
δημιουργικός παλμός κοινωνίας με το έγχρονο και παραγωγική ταυτόχρονα πνοή που
άγει σε αξιόλογες πληροφορίες σε κάθε μορφή πνευματικής δημιουργίας,
εκφυλίζεται και εκπίπτει στα δεσμά της ματαιότητας, της ψευδομαρτυρίας, του
εγωισμού. Γίνεται έτσι η ιστορία μας ως ανθρώπων παρωδία και να που η κενότητα
γίνεται πηγή αυταπατών με αρνητικές και ανθρωποκτόνες συνέπειες.
Ανατροπή
αυτής της πραγματικότητας είναι η
πραγματική προσέγγιση της κενότητας, η βεβαιότητα πως το κενό και η κενότητά
του που προκαλεί την ανθρώπινη φύση οδηγεί στην αληθή κάτοψη που δεν
αναζητείται στον τάχα κενό χώρο, αλλά στην πληρώνουσα κοινωνία μας με την
οντική αρχή. Είναι η αληθής γεύση ζωής, η πληρωματικότητα που συνιστά έγχρονο
τόκο της πληρότητας, το απαύγασμα και η γονιμοποίηση των πρώτων σκιρτημάτων της
παιδικότητας.
Ήδη,
το είναι της κενότητας ως πληρωματικότητα αναφωτίζει, αποσυμβολοποιεί ό,τι λατρεύεται ειδωλικά, διενώνει με την
αρχή του παντός και απ’ την απαισιόδοξη καταθέα της δεσμευμένης μας φύσης,
οδηγεί όχι απλά στην ελπίδα ως αναμονή κάποιας επερχόμενης επιτυχίας, αλλά στην
πληρώνουσα ελπίδα που ζει το μέλλον ως παρούσα κατάσταση, ως πληρωμένη αναμονή, κατά τη ρήση του Gabriel Marcel.
Υποκρούεται
όμως και κάτι σημαντικότερο: Δε φωτίζεται μόνο η χρονικότητα, αλλά
αποκαλύπτεται, έστω και ακροθιγώς, το είναι του χρόνου ως συνέχουσα οικουμενική
αλήθεια, κατά τρόπο που και ο θάνατος ως φαινόμενο παραγόμενο απ’ τη
χρονικότητα αναστέλλεται απ’ τη ζωοποιό δύναμη
του παρόντος.
Κι
όμως η Ζωή που είναι πλήρης θετικότητα, θετικότητα κάθε θετικότητας, αναδύεται
έγχρονα και αθανατίζει το συνανθρωπίνως, κοσμικώς, συγκοσμικώς υπάρχειν.
Το
οντικό πια αποκαλύπτεται ως συνυπάρχειν, ως καθαρότητα βλέμματος και ψυχής, ως
συναντιληπτική ενσυναίσθηση, ως συμμαρτυρία, ως συνδιαλεκτική συνεργασία, ως
αλληλεγγύη, ως συναντίληψη, ως θυσία.
Ιδού
η πνοή του απεριόριστου το οποίο πια ανα-πτύσσεται δημιουργώντας και
αναδημιουργώντας, το οποίο κάνει την κενότητα πληρωματικότητα, χωρίς αρχή,
χωρίς τέλος, χωρίς θάνατο.
*
Λέγοντας
πως το απεριόριστο ταυτίζεται με το πεπερασμένο, καταφάσκουμε στο σχετικό
χαρακτήρα κάθε καταχώρησης, ηθικής, λογικής, επιστημολογικής, μεταφυσικής,
καλλιτεχνικής και έτσι η αλήθεια καταλάμπει και καταλάμπεται: Ό,τι σχετικό,
σαφώς εννοούμενο, είναι αληθές, καθόσον νοείται απολύτως για να ανανεώνεται από
επόμενες, έννοιες, κατηγορίες, συναισθήματα που έχουν την αυτή οντική βαρύτητα.
Το κρύπτεσθαι του απολύτου κρύπτεται και φανερώνεται ταυτόχρονα στο σχετικό.
VI
Συμβαίνει
μάλιστα το εξής αποκαλυπτικό: Η
αυθεντική μαρτυρία του διανοητικού φωτίζεται κατεξοχήν με το ηθικό, η
ηθικοδιανοητική ενότητα γίνεται εσαεί μαρτυρία και οδηγεί στην ακόλουθη
αλήθεια: Δεν είναι εννοητή καμία λογικότητα χωρίς το ήθος, όπως και αντίστροφα.
Ειρηνικός καταλύτης αυτής της αλήθειας είναι η θυσία, όσο και αν οι θορυβούντες
αρνητές της επαίρονται επικαλούμενοι κάθε μορφής κανονιστική ή και μηδενίζουσα
ηθική.
Διορώντας
τα πράγματα, θα λέγαμε πως το ηθικοδιανοητικό πρόσταγμα της ζωής συνιστά όντως
την κρύφια οδό που φωτίζει τη γνώση σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας, ακόμη και
σε περιπτώσεις αρνητικών καταστάσεων που σπαράσσουν το ανθρωποκοσμικώς
υπάρχειν. Καθιστά το γιγνώσκειν ἱερόν
πτηνόν που αποκαλύπτεται ἔνθεον (Πλάτων), επειδή ο λογισμός φανερώνεται
ιεροφαντορικά, αποκαλύπτοντας την αιώνια φύση των πραγμάτων, την παρουσία
δηλαδή του έγχρονου στο ομού, στο συν-, στο νυν. Ήδη, η χρονικότητα επιλάμπεται
απ’ την αιωνιότητα όχι γενικά και αόριστα, αλλά κάθε στιγμή σε κάθε
συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση. Θα ήταν διανοητή η χρονικότητα, κάθε
χρονική ‘’στιγμή’’, χωρίς την περιχώρηση ηθικού και διανοητικού, απείρου και
πεπερασμένου, συνυπάρχειν και συνείναι;
VII
Η
τέχνη αναπτύσσεται στο πλαίσιο των αισθητικών κατηγοριών για τις οποίες έχουμε
κάνει λόγο σε άλλες ευκαιρίες. Οφείλουμε όμως να πούμε, στο πλαίσιο της
προβληματικής της παρούσας σπουδής, πως η τέχνη σε όλες της τις μορφές (τέχνες
του λόγου, εικαστικές τέχνες, μουσική) αποτελεί σημαίνουσα, σημαντική
μεταφυσική της αίσθησης και των σχέσεών της με την αντίληψη (συναντιληπτική ενσυναίσθηση).
Όντως,
δεν είναι δυνατό να συναντήσουμε ανθρώπινη κοινωνία χωρίς εκφραστικές μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως και χωρίς
όργανα έκφρασης (μουσικά όργανα, χρώματα, ήχους κ. ο. κ.) Είναι αποκαλυπτικό: Η
τέχνη προδίδει αυθόρμητα όχι μόνο το δεσμό αίσθησης και αντίληψης, ούτε,
επίσης, τη δυναμική της γλώσσας, της μορφοποιητικής δημιουργίας, του ρυθμού κ. ο.
κ., αλλά κάτι που συνεκφράζει θαυμαστά τη διαπολιτισμική της πορεία και
ανάπτυξη: Την προσπάθεια κοινωνίας του απεριόριστου με το άπειρο, του σχετικού
με το απόλυτο.
Φυσικά,
για να κατανοήσουμε αυτήν την φορά κάθε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας,
οφείλουμε να ζούμε την τέχνη προσωπικά, να μετέχουμε δηλαδή στις εμπνοές του
μυστικού της συνέχοντος, να είμαστε κοινωνοί των εμπνοών της, καθόσον, ως
συνυπάρχοντες, είμαστε συγκοινωνοί. Έτσι ξανασυναντάμε το συν-, το ομού, το
νυν, ό,τι δηλαδή αποτελεί αμείλικτη προϋπόθεση κάθε δημιουργίας. Σε αυτό το
επίπεδο η τέχνη ως πνευματική δημιουργία δε διαφέρει από άλλες πνευματικές
λειτουργίες της ανθρώπινης φύσης.
Υπάρχει
όμως κάτι ιδιαίτερο, δεδομένου ότι οι πνευματικές δημιουργίες δεν ταυτίζονται,
παρά την κοινή τους οντική φύση.
Ιδιαίτερος
χαρακτήρας των τεχνών είναι όχι η μίμηση ή η ακολουθία των φυσικών φαινομένων
προς παραγωγή γνώσης, αλλά η αναδημιουργική πνοή η οποία δημιουργεί νέες μορφές
εκστατικού χαρακτήρα και όχι παροδικές καταστάσεις με επιφανειακή και
παρερχόμενη ευθυμία ή ενθουσιασμό. Ο λογοτέχνης και ιδιαίτερα ο ποιητής, ο
ζωγράφος, ο γλύπτης, ο αρχιτέκτονας στηρίζονται μεν σε φυσικές μορφές, ήχους,
εκφράσεις, καταστάσεις, αλλά αναδημιουργούν με την εμπνοή της δημιουργικής
φαντασίας και, έτσι, προσφέρουν κόσμους ανυποψίαστους με την πρώτη ματιά,
κόσμους όμως που υποβόσκουν ή και υπνώττουν στη συνείδησή μας και οι οποίοι
αφυπνίζονται και αναβλέπουν δημιουργικά τον κόσμο και τη ζωή. Ένθεος δεν είναι
μόνο ο ποιητής, αλλά και ο συγκινούμενος, και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να
υπομνήσουμε πως δε νοείται τέχνη χωρίς τις μύχιες βλέψεις του υπάρχειν-συν-υπάρχειν.
Επιπλέον:
Η τέχνη και οι θεωροί της μαρτυρούν με τον τρόπο τους πώς το ατελές, το
απεριόριστο της ανθρωποκοσμικής φύσης, τείνει προς το απόλυτο, πώς δηλαδή, έχει
θεουργική φορά αιχμαλωτισμένη στον κόσμο του έγχρονου απ’ το οποίο τείνει να
ελευθερωθεί, αναφωτίζοντάς το και όχι καταργώντας το.
Να
γιατί το πνεύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι αποκαλυπτικό, οικουμενικά
αποκαλυπτικό στην ενίζουσα πολυμορφία του, ακόμη και στις παρακμιακές του
εκφράσεις ή στη μετριότητα του αναυθεντικού βίου τον οποίο όμως δεν ενθουσιάζει,
αλλά περιγράφει, ενισχύοντας έτσι τον εγκλεισμό δε ορίζοντες χαμηλής πτήσης.
Κάνουμε όμως λόγο για τις κλασικές και διαπολιτισμικές καλλιτεχνικές
δημιουργίες οι οποίες αδελφώνουν λαούς με ποικίλα ή και αντιτιθέμενα ιδεώδη. Η
μεγάλη τέχνη τους αδελφώνει.
VIII
Ποιο
είναι όμως το μύχιο νόημα της τέχνης, το οντικό της βάθος, δεδομένου ότι ανθεί
και εκφράζεται υπό την προϋπόθεση του ανθρωποκοσμικού γίγνεσθαι;
Κατά
πρώτο λόγο οφείλουμε να πούμε πως οι μορφές και οι χαρακτήρες της τέχνης
στεγάζονται απ’ το μυθικοθρησκευτικό πνεύμα στο οποίο ζει ο καλλιτέχνης, πνεύμα
το οποίο όμως μπορεί να είναι θεουργικό, αλλά και προμηθεϊκό. Αυτή η
‘’υπηκοότητα’’ του καλλιτέχνη που εκφράζει αρκετά το πνεύμα του λαού του για να
επεκτείνεται σε κοσμικότερη θεματική με λυρικό ή και τραγικό παλμό δεν αποτελεί
δέσμευση, αλλά κατάφαση, ως έναυσμα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνιστά
υπέρβαση, είτε ως κατάφαση, είτε ως άρνηση με ποικίλες διεκφράσεις.
Δεν
είναι όμως αυτό η ουσιαστική αποκάλυψη της τέχνης. Ένας ναός, ένα μνημείο, μια
μουσική δημιουργία (αξιολογότατο είναι το βιβλίο του φυσικομαθηματικού και
μουσικού Γιάννη Βουλιουρή Αισθητική τη
Μουσικής, εκδ. Αρμός. Με άνεση και οικειότητα αναπτύσσονται θεωρήσεις
αναφερόμενες στο ρυθμό, στη μελωδία, στην αρμονία, στο ύφος, στη μουσική
παιδεία και σε άλλες μουσικές κατηγορίες, όπως και στην αυτοτέλεια της
μουσικής, με παράθεση πλούσιας βιβλιογραφίας και μάλιστα χωρίς
σχολαστικισμούς), ένας ζωγραφικός πίνακας λ. χ., προχωρούν περισσότερο, καθόσον
αναζωοποιούν αφηγήσεις, ρήσεις, αναμονές, εξάρσεις και καταστάσεις δηλαδή που
πάλλονται και διαπάλλονται σε οριακές καταστάσεις της ζωής μας. Το πάθος και η
αρετή έστω και αν αναφέρονται σε πάθη θεών ή σε ανδραγαθήματα ηρώων που
αναφέρονται σε μάχες, σε ηρωισμούς, σε πένθη ή έρωτες, σε διαπροσωπικές σχέσεις
προκύπτουσες απ’ το πάθος ή την αρετή, ανοίγουν ορίζοντες και αναζητούν κάτι
πέρα απ’ το εκφραζόμενο.
Παρεμβαίνει
οπωσδήποτε το ταλέντο του δημιουργού ο οποίος κάνει το μύθο, το θρύλο, το
συμβαίνον στις διαπροσωπικές σχέσεις όχι απλά τραγωδία, δίλημμα, μουσική υπόκρουση
με παθητικό ή ενεργούν μήνυμα, αλλά έντεχνη μαρτυρία που εισβάλλει στον
αποδέκτη ο οποίος πια αυτοαναγνωρίζεται ως κύριος συνταυτουργός.
Αναδύεται
έτσι η λειτουργιακή διάσταση της τέχνης η οποία αποκαλύπτει δύο αλήθειες:
i.
Το ίδιο το φυσικό συμβαίνον, η πρώτη γνώση την οποία ζούμε με την αίσθηση είναι
και αντίληψη, έγκοσμη αντίληψη η οποία, καίτοι είναι ‘’δέσμια’’ του
συμβαίνοντος, τείνει προς ελευθέρωση με τα φτερά της τέχνης. Για να τείνει όμως
προς υπέρβαση, υποκρούει τη φορά του απεριόριστου το οποίο, όντας πάντα
απεριόριστο, ενέχει απειρική φορά κατά το ότι είναι αδιανόητο χωρίς την ύψιστη
οντική του φύση.
ii.
Επιπλέον: Η απειρική φορά της ανθρώπινης φύσης δεν είναι δυνατό να εκφράζεται
παρά πεπερασμένα. Ήδη όμως στο άπειρο εν πεπερασμένω, στο απειρικό δηλαδή,
μαρτυρείται το νόημα. Πολυσχιδές βέβαια νόημα δεδομένης της πολυμορφίας των
τάσεων, των σχολών δηλαδή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Νόημα που ιχνεύει και
ιχνεύεται, που πολιορκείται και πολιορκεί, που φωτίζεται και που φωτίζει. Στον
κόσμο του μαρτυρείται κάτι αυταπόδεικτο που όμως δεν είναι αυτονόητο. Κάτι που
δείχνεται σημαίνοντας, όπως ο δελφικός
άναξ.
Στην
κινητικότητα του τοπίου, στην εκφραστικότητα των μορφών, στους διαπαλμούς του
μουσικοποιητικού λόγου, στην εκμύθευση του μύθου και στη συμβολική του θρύλου,
τα όρια βρίσκονται στη διαστιγμή, στο ίδιο το πνεύμα του καλλιτεχνήματος, στην
αποκαλύπτουσα φορά η οποία, όσο και αν φανερώνεται ως συγκινησιακή, καταπαύει,
αιωνίζεται, άγει στα ύστατα του είναι μας που υπεβαίνουν τις συγκινήσεις. Έτσι
το ωραίο μυεί στο κάλλος το οποίο όμως παύει να έχει μορφή, στην ηθική ως
βιωμένη αιωνιότητα, ως παρόν, ως ομού. Φθάνουμε έτσι στο συν- που είναι πια
αρχή χωρίς την οποία είναι αδύνατη κάθε πνευματική δημιουργία.
IX
Τελείται
έτσι κάτι το οποίο είναι υπέρβαση της τέχνης διαμέσου της τέχνης, κάτι το οποίο
θα ονομάζαμε αιχμαλωτίζουσα αιχμαλωσία, σε συνέχεια παλαιότερων όρων μας κατά
τους οποίους ο άνθρωπος είναι ποιμαίνων
ποιμαινόμενος, φωτίζων φωτιζόμενος. Διασημαίνεται κάτι το οποίο φωτίζει
φωτιζόμενο, κάτι το οποίο αιχμαλωτίζει αιχμαλωτιζόμενο και σε αυτό οφείλεται η
ελευθερία.
Με
απλά λόγια η τέχνη ελευθερώνει όχι μόνο ως δημιουργία, όχι, τάχα, ως αντίλυτρο
της έγχρονης πλήξης, ως διασκέδαση (divertissement) κατά τον Pascal,
όχι ως έντεχνος λόγος με επινοημένα ψιμύθια και τεχνικές γνώσεις, κάτι που
διδάσκεται και τρέφει τους τεχνίτες της τέχνης, αλλά ως υπέρβαση του έγχρονου
συμβαίνοντος με χθόνια υλικά, δεδομένης της έγκοσμης φύσης μας.
Αγγίζουμε
τη μεταφυσική της τέχνης, το μεγάλο μάθημα το οποίο ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης
προσφέρει, καθώς τρέφεται από αυτό: Απ’ τις μορφές, τους ήχους, τα σχήματα, τα
βιώματα, τις καταστάσεις και από ό,τι μπορεί να συμβαίνει στον έγκοσμο βίο που διέχονται,
που αγγίζονται απ’ την αλουργίδα του πνεύματος, που ανακτούν την άυλη φύση
τους, που γίνονται συμβολικές μαρτυρίες
που ως καλλιτεχνικές εκφράσεις ποιμαίνουν ποιμαινόμενες.
Ποιμαίνουν
και το δημιουργό και τους θεωρούς των έργων του, αλλά, ταυτόχρονα, ποιμαίνονται
απ’ την απειρική πνοή που συνέχει άνθρωπο και κόσμο. Ήδη, ο δάσκαλος, ο μύστης,
είναι ταυτόχρονα και μαθητής και μυούμενος, είναι φωτιστής και φωτιζόμενος.
Υπερβαίνει το φυσικό τοπίο και τις προσφορές του, όχι καταφεύγοντας σε μαγικούς
κόσμους, αλλά εισδύοντας στο είναι του συμβαίνοντος ως πάροικος και όχι ως
εφησυχάζων κάτοικος με βεβαιότητες και εφησυχασμούς. Ειρηνοποιό ρίγος
διακατέχει την ασπαίρουσα καλλιτεχνική δημιουργία και όχι πάροδες συγκινήσεις
και διαπιστώνουμε πως άνθος της ανησυχίας, του άγχους, δεν είναι η απαισιοδοξία,
αλλά η πληρώνουσα κοινωνία. Το δημιούργημα δεν είναι κάτι τετελεσμένο, αλλά
συμβολική έκφραση του ανέκφραστου που τρέφει το πνεύμα του δημιουργού. Βέβαια,
όλες οι πραγματικά πνευματικές προσπάθειες είναι μορφές ελευθέρωσης απ’ την
ειδωλική θεώρηση του αισθητού, αλλά η τέχνη, επειδή είναι προσιτή κατά το
δυνατό, καθόσον ζει και αναπνέει με τον πολυποίκιλτο κόσμο της αισθητής φύσης,
είναι χαρακτηριστικότατη, επειδή δε μάχεται, παρά με άμεσες καταστάσεις και τα συμβαίνοντα
όπως οι ήχοι, τα χρώματα, οι ρυθμοί, οι ‘’αφελείς’’ μυθικές αφηγήσεις, καθόσον έχει
αμεσότερα αποκαλύπτουσα φορά. Ανάγει χωρίς αναγωγές το αισθητό και τις
διεκφράσεις του σε μάθημα ζωής και εμβάθυνσης, ελευθερώνοντας όχι μόνο το
πνεύμα του καλλιτέχνη και του λαού, αλλά το αισθητό ως συμβολική μαρτυρία του
πνευματικού, προσδίδοντας στο απεριόριστο την απειρική του φορά, αγγίζοντας την
οντική φύση του κοσμανθρώπου.
Αυθυπερβαίνεται,
και εδώ δεν κάνουμε λόγο για την τέχνη γενικά και αόριστα, αλλά εννοούμε κάθε
καλλιτεχνική προσπάθεια και τη φορά της η οποία τείνει να αποκαλύπτει το πνεύμα
της δημιουργίας. Ιχνεύει διαμέσου των μορφών το κάλλος ή, για να είμαστε
ακριβέστεροι, καλλύνει το ωραίο, προσπαθεί να εισβάλει στο είναι του ωραίου που
είναι το κάλλος το οποίο δεν έχει ούτε μορφή, ούτε σχήμα, που δε γνωρίζει
αλλαγή.
Αυτή
η πληρώνουσα κατάσταση η οποία αφορά όχι μόνο το δημιουργό αλλά και τους
άδηλους με την πρώτη ματιά κοινωνούς του, τους θεωρούς.
Ανακαλύπτουμε
έτσι κάτι κοινό, κάτι που μας συνέχει πέρα απ’ τις πάροδες στιγμές της αισθητικής
συγκίνησης που είναι και αυτές ενδεικτικές της ενότητας λογισμού και
συναισθήματος.
Εννοούμε
την αλήθεια του κάλλους το οποίο δεν είναι οι μορφές και τα δημιουργήματα της
τέχνης σε όλες της τις αποχρώσεις. Είναι η άναρχη αφετηρία η οποία σμιλεύεται
συμβολικά, η οποία δεν προσδιορίζεται ως τόδε
τί, ως κάτι συγκεκριμένο. Συνέχει το ανθρωποκοσμικό και μας οδηγεί στο
πνεύμα του συνέχοντος που δεν είναι παρά ἀγήρω
κάλλος (Πλάτων), έστω και αν δεν το υποψιαζόμαστε στο βαθμό που θα
μπορούσαμε. Ας το τονίσουμε, επειδή είναι ουσιώδες. Μόνο το συνέχον είναι
κάλλος όχι βέβαια ως κάποιο αντικείμενο και μάλιστα δείξιμο, αλλά ως πρώτιστη
εμπνοή, ως αέναη πηγή κάθε δείξιμου, κάθε θαυμαστού, κάθε αληθεύοντος, ως τροφή
του λέγειν και του συναισθάνεσθαι, ως πλήρωμα που υπερβαίνει κάθε συγκίνηση,
κάθε βεβαιότητα, ως απόλυτη θετικότητα, ως πραγματική κοινωνία που εκφράζεται
ως πληρωματικότητα.
Αν
προσέχαμε περισσότερο, θα διαπιστώναμε πως το κάλλος-συνέχον είναι το μόνο
΄΄μέτρο’’ γεύσης του αληθεύοντος νοήματος, ως νοητό φως, με τρόπο που κάθε
επιμέρους γνώση, συναίσθημα, κατάσταση, αλλά και βλέψη ως δημιουργική πνοή και
εμπνοή, ως μαρτυρία-παρουσία, το αινίσσεται. Απαιτεί ριζική ανα-θεώρηση των
ειδωλικών ψευδαισθήσεων για να προσεγγίζουμε τη μαρτυρία του κάλλους έγκοσμα.
Δεν
είναι το φαίνεσθαι των πραγμάτων, αλλά το είναι του φαίνεσθαι που επιψαύεται
στον ανθρωποκόσμο μακριά από ωραιολογίες και απατηλά υποκατάστατα με το
εγκόσμως αιωνίζεσθαι, όπου ο Αἰών δεν
είναι παρά η αειγενής παρουσία του απολύτου στο σχετικό. Αυτό διαδηλώνουν οι
μεγάλες στιγμές της φιλοσοφίας, αλλά και η εν γένει προσπάθεια, και σε στιγμές
πλάνης. Η ανθρώπινη ύπαρξη-ύπαρξή μας δεν αγκυροβολεί σε μόνιμους και
ωραιοπαθείς λειμώνες στασιμότητας, αυτάρκειας και ψευδομακαριότητας, καθόσον η τελειότητα είναι το αναζητούμενο με
δημιουργικούς και αναδημιουργικούς παλμούς.
Αν
όμως το κάλλος δεν είναι αντικείμενο, έστω και απεριόριστο, τι θα μπορούσε να
είναι;
Υπερβαίνοντας
τις συγκινήσεις της στιγμής που κάποτε μας οδηγούν σε άκαρπους
συναισθηματισμούς, προσπαθώντας να εισδύσουμε στο είναι του ωραίου, του ό,τι
μας συγκινεί, καθώς θεωρούμε ένα έργο τέχνης, προσεγγίζοντας κατά το δυνατό τη
σχέση φύσης και τέχνης ως έγκοσμοι-έγχρονοι, δε βρίσκουμε κανένα όριο, καμία
μεθόριο που να μας πληροφορεί ως προς την απόσταση ανάμεσα στο έργο τέχνης και
της αισθητής πραγματικότητας.
Μόνο
με την ‘’παρέμβαση’’ της ένσαρκης κατάστασής μας δημιουργείται, τελείται μία
πραγματική αποκάλυψη: Δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές, διέχονται, και αυτή η
συνειδητοποίηση κάνει την τέχνη αντιληπτική ενσυναίσθηση που συνιστά
διακοινωνία αισθητού και νοητού. Υπ’ αυτό το πνεύμα, εμβαθύνοντας σε ό,τι μας
συγκινεί ως καλλιτέχνημα υφ’ οιανδήποτε μορφή και έκφραση κοινωνούμε με το
απόλυτο, αυθυπερβαινόμαστε ως έκθαμβοι, ως έχοντες πτόησιν μεθ’ ἡδονῆς. (Πλωτίνος) Κάνουμε το θαυμασμό σιωπώσα
μαρτυρία, πληρωματική κατάσταση που είναι τόσο αληθής όσο δεν είναι εκφραστή με
κανένα τεχνούργημα, με καμία φυσική ομορφιά. Είναι το απόλυτο στο συγκεκριμένο
και αυτό μηνύεται με την προσέγγιση του τελευταίου ως απεριόριστου.
Έχουμε
τονίσει σε πολλές ευκαιρίες πως κάθε πνευματικό είναι απ’ τη φύση του λαμπτήρας
του απολύτου, κάθε ωραίο, όσο και αν παρέρχεται ως φθίνον, ορθά θεωρούμενο,
είναι όντως η μαρτυρία, η έγκοσμη-έγχρονη μαρτυρία του κάλλους εν πεπερασμένω.
Κάλλος
και απόλυτο ταυτίζονται, είναι ένα και το αυτό, περιχωρούνται απόλυτα και
αποτελούν προϋποθέσεις δημιουργίας νοήματος σε όλους τους τομείς της
δραστηριότητάς μας.
Χ
Ιδού
το συνέχον-περιέχον που για να φανερώνεται-συνέχεται-περιέχεται χωρίς να
φθίνει, αλλά ως πνοή κάθε φθίνοντος. Να γιατί το φθίνον, το περιεχόμενο, το
ωραίο συνέχονται απ’ το απόλυτο-συνέχον.
Μοναδικός
τρόπος εννόησης αυτής της αλήθειας είναι το απεριόριστο. Απαλλασσόμενοι απ’ την
εσφαλμένη αναζήτηση ή και εκτίμηση του απεριόριστου που οφείλεται στην προσφυγή
στην αχάνεια του ‘’εξωτερικού’’ και ‘’αντικειμενικού’’ χωροχρόνου,
ανακαλύπτουμε την απειρία του, όχι ‘’εντός’’ ή ‘’εκτός’’, αλλά του συνέχειν-συνέχεσθαι
κάθε αισθητής μορφής και την άμεση σχέση της με τη συναντιληπτική μας
ενσυναίσθηση.
Ίσως
αντιλεχθεί πως ό,τι υποστηρίζουμε είναι σχετικό και ότι δεν αποδίδει το
συμβαίνον. Υπάρχει όμως και ο δημιουργικός αντίλογος κατά τον οποίο κάθε
σχετική έκφραση ή αληθεύει ή ‘’ψεύδεται’’ ακούσια ή ως εσφαλμένη. Έχουμε ήδη
τονίσει πως το σχετικό, για να είναι όντως εννοητό νοείται απολύτως ως
συμβολική έκφραση νοήματος το οποίο διεμβολίζει θετικά κάθε σχετικό. Το
λογίζεσθαι ως ορθά νοούν και εννοούν, ως συναισθηματική ενσυναίσθηση δε μπορεί να είναι ψευδές, ούτε μη αποκρίσιμο,
όπως τα λογικά συστήματα.
Σε
αυτό το σημείο των διαλογισμών μας
επιστρέφουμε όχι απλά στη συναντιληπτική ενσυναίσθηση, αλλά στην οντική
της φύση, σε ό,τι πολλοί μεταφυσικοί έχουν αποκαλέσει μηδέν, κενό, απόλυτο,
άπειρο, αγαθό. Οι όροι αυτοί, διάσπαρτοι
όχι μόνο στην ιστορία της μεταφυσικής και της θεησκειοφιλοσοφίας, αλλά
και σε κορυφαίες διεκφράσεις της επιστήμης, της τέχνης, του στοχασμού,
διαμηνύουν έστω και κάποτε εσφαλμένα την κρατύνουσα αλήθεια η οποία αποκαλύπτεται
στη διαπλοκή απεριόριστου και απείρου, καταστάσεις όμως παγίδες αν τις
θεωρήσουμε αντικείμενα. Δεν είναι και κάθε αποφατισμός κινδυνεύει να είναι
παραπλανητικός.
ΧΙ
Επιστρέφουμε
ήδη στον όρο συνέχον-περιέχον ο οποίος αναδύεται απ’ την εταστική θεώρηση του
απεριόριστου στο οποίο συμπίπτουν οι όροι τμητό, κινητό, μεταβλητό. Εννοώντας
το είναι του υπάρχοντος ως φθαρτό, ως μεταβλητό, κοινωνούμε με το
συνέχον-περιέχον του, με την άπειρη φύση η οποία δεν εκτείνεται, η οποία δεν
είναι εκτατή, αλλά συνέχει οτιδήποτε αισθητό-αντιληπτό. Ίσως αντιλεχθεί πως ο
όρος ‘’συνέχει’’ δεν είναι αντιληπτός χωρίς τα συνέχοντα ή περιέχοντα αισθητά, αλλά,
αν τα αισθητά είναι πνευματικής φύσης, αρχίζουμε να κατανοούμε πώς κάθε υπάρχον είναι τόπος αποκάλυψης,
καθόσον συνέχει και συνέχεται δυνάμει της αρχής του συν-.
Κατανοούμε
ίσως γιατί κάθε μορφή έκφρασης ως συμβολική-σχετική στηρίζεται στο οντικό συνέχειν
το οποίο δεν εκφράζεται ως συνέχουσα αρχή χωρίς να συνέχεται-περιέχεται απ’ τα
συνέχοντα-περιέχοντα.
ΧΙΙ
Προσπαθώντας ο λογισμός να εμβαθύνει στη φύση
του αισθητού-απεριόριστου, οξύνεται και παροξύνεται ειρηνικά, αγκαλιάζει τον
κόσμο, ζει την πληρωματικότητα της κενότητας η οποία του αποκαλύπτεται ως
πληρωματικότητα. Εντοπίζοντας την προσοχή του σε ένα συγκεκριμένο αισθητό ή σε
μία συγκεκριμένη ενέργεια, κοινωνεί με την ολότητα η οποία πληρώνει, φωτίζει,
αιωνίζει. Απαιτείται βέβαια ‘’βίαιη’’ αλλά ειρηνική ταυτόχρονα εισβολή στον
όντως κόσμο προς απαλλαγή από ειδωλικές παραστάσεις που οδηγούν σε πλάνες και
ψευδαισθήσεις, απαιτείται δηλαδή πραγματική απομάγευση η οποία δεν οδηγεί σε
νέες αυταπάτες αλλά συνιστά είσοδο στο όντως συμβαίνον.
Δεν
πρόκειται για εκστασιασμούς με αλογικό παλμό, αλλά για έκσταση της έκστασης (ἡ κίνησις ἐξίστησι τό ὑπάρχον, Αριστοτέλης),
στάση εν κινήσει, κατάπαυση κοινωνία η οποία είναι το αιωνίως αληθεύον που
κινεί κάθε δημιουργική προσπάθεια.
Σοφία
της φιλόσοφης μέριμνας, σοφία η οποία ίσταται έγκοσμα, συνέχοντας κάθε έγκοσμο
και προσφέροντας εναύσματα με οντικό πλούτο και με ανοιχτούς ορίζοντες. Είναι
το sensorium το οποίο αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται
με τις κορυφαίες προσπάθειες-αποκαλύψεις όλων των πολιτισμών, πέρα από κάθε
τυπική ορθοδοξία, αλήθεια χωρίς διατάγματα, χωρίς ηθικιστικές ή αξιακές
προδιαγραφές. Ειρήνευση που κατανοεί και καταρδεύει χωρίς ηλικία, καθόσον το
τελούμενο, το όντως τελούμενο, δεν έχει ούτε καταγωγή, ούτε περίκλειστους
ορίζοντες που περιορίζον. Είναι απεριόριστο με αποκαλύπτουσα φορά, εσαεί συμβαίνον
που δε δημιουργεί αντικατοπτρισμούς, αλλά που κατοπτρίζει το αληθεύον στο βάθος
του συμβαίνοντος, στο είναι του υπάρχοντος.
Απεριόριστο
επομένως δεν είναι παρά κάθε μορφή, κατάσταση, συμβαίνον στον ανθρωποκόσμο,
ό,τι με απλά λόγια, ως εννοούμενο και ως συνειδητοποιούμενο, συνιστά
έγχρονη-έγκοσμη φανέρωση του απείρου. Να γιατί (το) άπειρο είναι ο πρωτοορισμός
του απεριόριστου-συγκεκριμένου και εδώ συναντάμε πάλι τις γενικές έννοιες
γένους και είδους που κάνουν εννοητές όλες τις έννοιες, όσο και αν αυτοί οι
αριστοτελικοί όροι φαντάζουν παλαιές και ‘’ξεπερασμένες’’ αντιλήψεις. Πρώτα
κοινωνούμε με το οικουμενικό συμβαίνον κύριοι χαρακτήρες του οποίου είναι η
κίνηση, η φθορά, η μεταβολή, και αυτό είναι καταιγιστικό, αν συνειδητοποιήσουμε
πως αυτοί οι όροι είναι ταυτολογικοί, καθόσον κάθε κινούμενο είναι φθαρτό,
μεταβλητό. Πώς όμως μπορούμε να εννοούμε αυτήν την πραγματικότητα χωρίς την
πρωτογένεια, χωρίς το άφθαρτο, χωρίς το αμετάβλητο;
Με
βάση-αφετηρία το συνέχον-περιέχον που είναι και συνεχόμενο και περιεχόμενο. Για
να είμαστε σαφέστεροι, έχουμε τονίσει πως άπειρο είναι ο πρωτοορισμός του
συγκεκριμένου. Ο όρος συγκεκριμένο ως γενική έννοια διαπερνά κάθε μορφή και
κατάσταση, προϋποθέτει το απόλυτο είναι που συνέχει-συνέχεται σε κάθε μορφή
ζωής. Όπως το γίγνεσθαι προϋποθέτει τον ηρακλείτειο λόγο, κατά παράλληλο τρόπο,
το απεριόριστο δεν προϋποθέτει, αλλά ενέχει το απόλυτο ως μαρτυρία. Χωρίς αυτήν
την αλήθεια δε θα υπήρχε σκέψη ούτε το αναδυόμενο νόημα, η ηθικοδιανοητική
αλήθεια της ζωής.
*
Επιστρέφουμε
στο πνεύμα της ελπίδας. Κάθε επιδιωκόμενο
είναι ελπιζόμενο και γι’ αυτό η ελπίδα πληρώνει κάθε επιθυμία, μακριά
απ’ τις πλεκτάνες της ματαιότητας και της αισιοδοξίας. Η ελπίδα επομένως
συνιστά τον ευγενέστερο τρόπο ο οποίος, βαθιά θεωρούμενος, διεμβολίζει και το
θνήσκον της ανθρώπινης φύσης ως θνήσκουσας ζωής. Συνεχής πρόοδος, πληρώνουσα,
καθόσον με την ελπίδα προδίδεται ο άρρηκτος δεσμός λογίζεσθαι και
συναισθάνεσθαι, το παρόν του μέλλοντος, το είναι, τέλος, της χρονικότητας.
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ
Συμπεριληπτικό:
Η οντική φύση του
υπάρχοντος
(Το
αδιαμεσολάβητο υπάρχειν ως υπόκρουση του οντικού. Λήθη και Μνήμη. Κοσμάνθρωπος
και ανθρωποκοσμικό συμβαίνον. Κενότητα και Πληρωματικότητα. Χρόνος, Συνέχεια, Ήθος, Γνώση.)
Ι
Υποπίπτουμε
στην πλάνη να φανταζόμαστε αναπαραστατικά τη φαντασία μας, τη μνήμη μας, την
αντίληψή μας, το λόγο μας, με συνέπεια να αποπροσανατολιζόμαστε και να
ειδωλοποιούμε καταστάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να γίνονται αντικείμενα
παράστασης, με συνέπεια εσφαλμένες θεωρήσεις απ’ τις οποίες πάσχει και η
φιλοσοφία και μάλιστα σε αξιόλογες στιγμές της.
Οι
ενστάσεις θα μπορούσαν να είναι πολλές και η κυριότερη που εκφράζεται απ’ την
επιστημονική έρευνα διατείνεται: Είναι δυνατή η πνευματική έρευνα σε κάθε μορφή
έκφρασής της χωρίς την αναπαράσταση του συμβαίνοντος και μάλιστα διατυπωμένη
συμβολικά και με περίτεχνα μαθηματικά μεγέθη τα οποία είναι άυλα; Αξιοσημείωτη
ένσταση η οποία όμως παραβλέπει κάτι σημαντικό: Δεν είμαστε στον κόσμο ως
παρατηρητές φαινομένων και τελουμένων επειδή το ‘’μέσα’’ και το ‘’έξω’’ είναι
συμβατικά και δε συνιστούν παράγοντες και μάλιστα σημαίνοντες κατόπτευσης του
συμβαίνοντος.
Υπάρχει
ένα αδήριτο προδεδομένο το οποίο ‘’αναιρεί’’ την προαναφερθείσα ένσταση.
Αδήριτη προϋπόθεση, ανυπόθετη, για να χρησιμοποιήσω έναν πλατωνικό όρο, είναι
το αδιαμεσολάβητο υπάρχειν μου στον κόσμο όχι ως παρατηρητού, αλλά ως κοινωνού
με αυτόν. Κοινωνώ με το κοσμικό συμβαίνον σημαίνει πως το γνωρίζω πριν από κάθε
συγκεκριμένη επιμέρους γνώση, πως είμαι κοινωνός των συμβαινόντων που είναι και
προσωπικά μου συμβαίνοντα.
Είτε
φαντάζομαι, είτε αισθάνομαι, είτε συναισθάνομαι, είμαι πάντα κοινωνός, ιχνευτής
νοήματος το οποίο είναι και εννόημά μου. Υπ’ αυτό το πνεύμα δεν καταγράφω κάτι
ξένο προς εμέ, αλλά κάτι συμβαίνον του οποίου είμαι μέτοχος. Η πνευματική
προσπάθεια δεν έχει διαχωριστικά όρια ανάμεσα στο κοσμικό συμβαίνον και στο
θεωρούν-κοινωνούν ανθρώπινο πνεύμα. Άλλως, οποιαδήποτε γνώση θα ήταν ανέφικτη.
Ήδη,
φαντάζομαι σημαίνει πως είμαι υποκειμενικά και κοινωνικά κοινωνός του ό,τι συμβαίνει,
μόνο που η φαντασία μου, άπειρη στο οντικό της βάθος, εκφράζεται, ενεργεί εν
πεπερασμένω, επιστρατεύοντας τη μνήμη, την κρίση κ. ο. κ. Δεν είμαστε όμως σε
θέση να διαχωρίσουμε τη φαντασιακή μας καταλληλότητα απ’ την απόλυτη χωρικότητά
της που είναι άτμητη, άχρονη και αδιάστατη. Δε θα φανταζόμασταν εν πεπερασμένω
χωρίς την απόλυτη φαντασιακή χωρικότητα που συνέχει το απόλυτο της αίσθησης,
της νόησης, της αντίληψης. Ήδη όμως, ως κοινωνοί του κοσμικού συμβαίνοντος
αναδύεται η αλήθεια του ανθρωποκοσμικού η οποία δεν προσλαμβάνει κάτι το οποίο
της είναι ξένο, αλλά η οποία ξενίζεται στις αυλές του ό,τι δεν κατασκευάζεται,
αλλά του ό,τι με το οποίο κοινωνεί. Οι απροσμέτρητοι χρόνοι των μυθοπλασιών που
δεν που δεν είναι παρά αθέλητες αμφισβητήσεις του πρωτίστου συμβαίνοντος είναι
ειδωλικοί.
ΙΙ
Τα
ίδια θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε αν προσεγγίζαμε προσεκτικά το είναι της
αντίληψης, της αίσθησης, της κρίσης. Τι όντως οφείλει να συμβαίνει ώστε να μην
υποπίπτουμε στην εξαντικειμενίκευση η οποία καταλύει τον ιερό δεσμό μας με το
συμβαίνον;
Υπάρχει
μία αδιάψευστη πρωτοπληροφορία η οποία ίσταται ως αρχή. Είναι η άχρονη
πρωτοσύλληψη του οντικού συμβαίνοντος, του ό,τι δηλαδή μας κάνει να
διαισθανόμαστε πως το υπάρχειν μας στον κόσμο που συνδέεται άμεσα με το κοσμικό
συμβαίνον, είναι ανθρωποκοσμικό. Απαιτείται όμως παραίτηση από παραστάσεις που
συχνά γίνονται οδηγητικά είδωλα, από συμβατικότητες που είναι κατά βάση
εγωκεντρικές και ιδιοτελείς, για να διίδουμε το ἀληθείης
ἀτρεμές ἦτορ.
Είναι
όμως δυνατό το έγχρονο-έγκοσμο εγώ μας να αποκολληθεί από παραστάσεις, από
βιώματα, από συναισθήματα που το τρέφουν και που προάγουν την εγωπάθειά του;
Πολλοί ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει ούτε ιστορία, ούτε πολιτισμός, ούτε
δημιουργία χωρίς το ‘’δημιουργικό’’ εγωισμό.
Η
απάντηση όμως προβάλλει: Όσα και αν πέτυχε η εγωτική διανθρώπινη δράση, πέρα
απ’ την επιφανειακή της λάμψη και τους θριάμβους της, οδήγησαν σε απαξιώνουσες
το ανθρώπινο καταστάσεις.
ΙΙΙ
Αυτοβυθοσκοπούμενοι
όμως, όσο μας είναι δυνατό, επειδή υπάρχουν οι παραμορφώνουσες διόπτρες του
εγωισμού, των προλήψεων, της συνήθειας και πλήθους ειδωλικών φαντασμάτων,
αυτοβυθοσκοπούμενοι, είμαστε σε θέση να διαγιγνώσκουμε πέρα απ’ τη λιμνάζουσα
επιφάνεια, να αποδιαστέλλουμε τα ιζήματα της επιφάνειας, να αντιτάσσουμε το
οντικό θεμέλιο του έγκοσμου-έγχρονου υπάρχειν μας, να ανακαλύπτουμε τη βαθύτητα
του υπάρχειν, έξω απ’ τις προοπτικές της καθημερινότητας.
IV
Για
να προχωρήσουμε όμως θετικά, ας σημειώσουμε με έμφαση πως η προσκόλληση στη
Λήθη, η παράδοση στην επιφανειακή όψη με πρωτοστάτη τον εγωισμό, τον εντυπωσιασμό,
την απληστία, προδίδει μόνο τις αρνητικές μέχρι και αντιανθρώπινες καταστάσεις,
καταστάσεις ουσιαστικής δουλείας. Η ιστορικότητα τείνει να γίνεται βασίλειο της
διαστροφής και οι επιτεύξεις και ό,τι θαυμάζουμε στις ποικίλες επιτεύξεις μας
συνιστούν παραπλανητική φαινομενικότητα.
Ας
προσθέσουμε, για να συνεχίσουμε, όσο και αν φαίνεται αντιφατικό, πως και η
ιστορική Λήθη, έχει τη Μνήμη της. Μία μνήμη η οποία αντιστρέφει τις αφετηρίες
της πρωτογενούς μνήμης, της μνήμης των αγεωγράφητων καταγωγών, της μνήμης η
οποία είναι παρθενική, άμωμη, καθαρή, άχρονη και η οποία δίνει ουσιαστικό
περιεχόμενο, που συγκεκριμενοποιείται έγχρονα ως καρτερία, ως ανοχή, ως
διαθεσιμότητα, ως προσφορά, ως αγάπη.
Ήδη,
αντιστροφή της πρωτοπληροφορίας κάνει το (συν)υπάρχειν σημείο, πεδίο δράσης
όλων των παθών με τις γνωστές συνέπειες. Ήδη, στα πάθη εκτονώνεται θα λέγαμε η
πλήξη και το άγχος με αρνητικά αποτελέσματα.
Βεβαίως,
συγκοινωνούμε με το κοσμικό συμβαίνον, αλλά πάντα και πάντοτε ως άνθρωποι, ως
έγχρονες υπάρξεις και αυτό δημιουργεί προβλήματα, καθόσον άλλο πράγμα είναι η
φυσική απροσωπία και άλλο η απ’ τον άνθρωπο πρόσληψή της. Ο κοσμάνθρωπος
επομένως για τον οποίο κάνουμε λόγο ενέχει και το συμβαίνον στο φυσικό κόσμο με
τον οποίο κοινωνούμε αδιάλειπτα και του οποίου, βιολογικά τουλάχιστον, είμαστε
μέλος. Όλες οι θεωρίες οι σχετικές με την κοσμολογία, θεωρίες οι οποίες οδηγούν
σε συνεχείς αναθεωρήσεις με τη γνωστή εξέλιξη της επιστήμης παράγονται απ’ την
έρευνα χωρίς να προσθέτουν νοητές καταλληλότητες. (Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι
και το έργο του επιστημολόγου και στοχαστή Νίκου Ταμπάκη, κυρίως: Ο Χρόνος του Ανθρώπου, Αναπαραστάσεις του
Κόσμου, Η Φύση Υπολογιστής, κ.α. εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ. Ο Νίκος Ταμπάκης, εκτός
απ’ την εντυπωσιακή γνώση της επιστημολογίας, γνωρίζει και προσφεύγει και σε
φιλοσόφους της αρχαιοελληνικής σκέψης όσο και της ευρωπαϊκής με επιπλέον
προσωπικές του διαπλώσεις, αξιολογότατες, και αν ακόμη διαφωνεί ο αναγνώστης
του)
Όμως
το ερώτημα είναι το εξής: Θα υπήρχε γνώση οποιασδήποτε μορφής, έστω και
αναθεωρούμενη κατά καιρούς, αφού η επιστήμη δεν υπάρχει χωρίς δημιουργική
αναστρεψιμότητα; Τι μας λέει κάθε μορφή γνώσης: Πώς υφίσταται ο κόσμος των
αλλαγών ή πώς εμείς τον γνωρίζουμε; Δεν καταφεύγουμε στο σκεπτικισμό, αρχαίο,
νεώτερο και σύγχρονο, ούτε στις εμπειριστικές σχολές για να αντλήσουμε θετικά ή
αρνητικά συμπεράσματα. Μπορούμε όμως να λέμε με βεβαιότητα πως το κοσμικό
φαινόμενο, όπως το εννοούμε, ναι μεν προϋποθέτει την αίσθηση και την αντίληψη
(συναντιληπτική ενσυναίσθηση, έχουμε αναλύσει το όρο στο παρελθόν), αλλά
τελείται φαντασιακά και πάντοτε στις διανοητικές μας προσπάθειες. Ξεχνάμε όμως
να λέμε πως προηγείται κάτι που συνιστά ριζική και αμετάθετη προϋπόθεση που
είναι καταλυτική: Ο κόσμος μας όχι μόνο δε νοείται ως απόλυτο όλο, αλλά αυτή η
πρωτοσύλληψη που είναι άμεση, απόλυτη, αδιαμεσολάβητη, συνιστά αειγενή
πληροφορία εννόησης κάθε επιμέρους κοσμικού μεγέθους-συμβαίνοντος.
Ήδη,
κοινωνούμε με τον κόσμο αφετηριακά άμεσα, άχρονα, και αυτό καθιστά δυνατή την
κοινωνία με κάθε έγχρονο.
V
Το
ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο τα συμβαίνοντα τόσο στο φυσικό κόσμο, όσο και
στον διανθρώπινο, μπορούν να αξιολογούνται κατά τρόπο ο οποίος θα διαμηνύει την
αλήθεια.
Πώς
μας διαφεύγει όμως κάτι σημαντικό το οποίο έχει βαρύνουσα σημασία σχετικά με το
κατά πόσο είναι αληθής η προσέγγιση του κοσμικού συμβαίνοντος; Ό,τι όμως
συμβαίνει και παράγεται απ’ τον ανθρώπινο μόχθο δεν αναφέρεται καθαρά στο
ανθρωποκοσμικό συμβαίνον, η φύση είναι απρόσωπη και ασύνειδη, αλλά στο ανθρωποκοσμικό
γίγνεσθαι το οποίο είναι ανύπαρκτο χωρίς τον άνθρωπο. Είναι σαφές, αλλά συχνά
διαλανθάνει, πως όλα όσα εξορύσσονται απ’ το φυσικό κόσμο συνυπάρχουν με τον
άνθρωπο, αλλά είναι αδιανόητα χωρίς αυτόν. Είναι, θα λέγαμε, δώρα του φυσικού
κόσμου στον άνθρωπο, δεν είναι ούτε φυσικά, ούτε ανθρώπινα, αλλά
ανθρωποκοσμικά. Συνειδητοποιούνται και αξιολογούνται ανθρωπίνως και το πρόβλημα
ανατίθεται προκλητικά: Είμαστε σε θέση να εννοούμε τον κόσμο χωρίς την
ανθρώπινη φύση μας; Πού ανήκουν οι γνώσεις μας: Στον κόσμο ή στον άνθρωπο;
VI
Μία
απλή θεώρηση μας οδηγεί εντός και εκτός των σχολών. Οδηγούμαστε στα κράσπεδα
του μυστηρίου και καλούμαστε να επιστρατεύσουμε κάτι κρύφιο, αλλά θεμελιώδες:
Ναι, η γνώση θα ήταν αδιανόητη χωρίς τον άνθρωπο, αλλά δεν του ανήκει, είναι ο
διαχειριστής της. Παράλληλα, και χωρίς τον στερούμενο συνείδησης αισθητό κόσμο
δε θα υπήρχε γνώση. Αυτό σημαίνει το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον.
Κι
όμως, μόλις αρχίζει ο προβληματισμός. Είναι δυνατό να διανοηθούμε τον κόσμο
χωρίς την αισθητή παρουσία του; (Στις μονοθεϊστικές θρησκείες υπάρχει το δόγμα
της ex nihilo δημιουργίας
του κόσμου, αλλά αυτό προϋποθέτει το δημιουργό Θεό, κάτι που θυμίζει αρκετά τον
πλατωνικό Δημιουργό του πλατωνικού Τιμαίου.
Περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των θέσεων υπερβαίνει την προβληματική της παρούσας
προσπάθειας.)
Αν
ο κόσμος μας είναι αδιανόητος χωρίς το αισθητό, ανακύπτει το ερώτημα το σχετικό
με το κατά πόσο ο κόσμος μας είναι αδιανόητος χωρίς τον άνθρωπο.
Μήπως
όμως αυτοί οι προβληματισμοί είναι έωλοι;
Ας
δούμε. Ο κόσμος δεν είναι διανοητός χωρίς τον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος χωρίς
τον κόσμο. Εμβαθύνοντας στο πνεύμα της ανθρώπινης δημιουργίας διαπιστώνουμε την
ενότητα ανθρώπου και κόσμου, αποσπάμε τον κόσμο απ’ το φάσμα του χώρου και
εκκινούμε απ’ το ίδιο το είναι των αισθητών φαινομένων, απ’ το είναι δηλαδή της
φθοράς, της μεταβολής, του τμητού, του απεριόριστου, όπως και από τις
κατηγορίες της ομοιότητας, της συμμετρίας, της συμμετρίας, της διαφοράς, της
εναντιότητας κ. ο. κ. Είναι αυτές οι κατηγορίες μαρτυρία σταθερών που
απομακρύνουν την ουσιοκρατία, την εμμενή σταθερότητα, τις αιώνιες ιδέες;
VII
Αν
η γνώση, ο ορισμός, οι υπολογισμοί, οι αποστάσεις είναι σχετικά φαινόμενα, όσο
και αν καλύπτονται υπό τη στέγη των μαθηματικών, τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει
οντικό θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται ο ανθρωποκόσμος μας και, αν υπάρχει, πώς θα
το αναζητούσαμε; Το ερώτημα κινδυνεύει να μας εκτρέψει αν κάνουμε τον οντικό
προβληματισμό αντικείμενο παράστασης, όπως αυτό συμβαίνει σε περιορισμένη τάξη
πραγμάτων και καταστάσεων στην ευρύτερη επιστημονική προσπάθεια.
Αν
όμως το οντικό θεμέλιο δεν είναι δυνατό να είναι αντικείμενο παράστασης, τι θα
μπορούσε να είναι, δεδομένου ότι όλες οι κατηγορικές προτάσεις καταπίπτουν ως
φαντάσματα, ή κινδυνεύουν απλά να είναι παίγνια διανοίας που χάνονται στην
αέναη μεταβολή η οποία επαναλαμβάνεται υπό ανανεωμένους μανδύες;
Το
ερώτημα διελαύνει και θα διελαύνει, αλλά το θεμέλιό του είναι παντοτινό.
Υπάρχει
όντως οντικό θεμέλιο το οποίο, παρόλες τις θεωρήσεις, παραμένει αλώβητο και το
οποίο εφημερεύει παντού χωρίς να είναι εφήμερο. Μόνο ατρεμής κοινωνία με το
είναι του υπάρχειν μας μπορεί να μας βοηθήσει.
Ναι,
το είναι του υπάρχοντος, πέρα απ’ τις αλλαγές, μεταβολές, παραστάσεις, το είναι
του υπάρχοντος δεν είναι απλά άβατο, δε δείχνεται με τα δεκανίκια των
επιφανειακών γνώσεων επειδή είναι το απόλυτο παρόν.
VIII
Είμαστε
όμως σε θέση να φθάνουμε στο σημείο της κατάνυξης του εαυτού πέρα απ’ τις
παραστάσεις και τη ροή τους με τη μνήμη και με τη συνήθεια;
Εξετάζοντας
τους εαυτούς μας, νιώθουμε όντως πολιορκημένοι και συχνότατα ηττημένοι απ’ την
τροφή της διανοίας μας η οποία, προσκολλημένη στις εφήμερες γνώσεις,
συναισθήματα και παραστάσεις, αποπροσανατολίζεται και χάνεται και ενισχύοντας
ταυτόχρονα έγχρονες αγκυλώσεις εγωισμού, εγωκεντρισμού στον Καιάδα της
ματαιότητας.
Ήδη,
η διαπροσωπική αλλά και διιστορική εμπειρία είναι μάρτυρας αυτού του
φαινομένου. Πρόκειται για απολυτοποίηση της σχετικότητας και των
μικροϋπολογισμών που απομακρύνουν απ’ την αναζήτηση του αληθεύοντος. Παίγνιο
ματαιοτήτων που οδηγεί αναπόφευκτα σε τραγικές συνέπειες.
Πώς
όμως είναι δυνατή η ίχνευση της αλήθειας χωρίς την παραστατικοποίηση του
συμβαίνοντος; Φυσικά, άλλο η παραστατή απόδοση συγκεκριμένων γεγονότων και
καταστάσεων και άλλο η θεώρησή τους ως φαινομένων ανεξάρτητων από εμάς που,
υποτίθεται, θεωρούμεθα θεατές.
Ας
θυμηθούμε όμως κάτι για να συνεχίσουμε.
Το
κοσμικό φαινόμενο, το σύμπαν με τις τεράστιες αποστάσεις και μορφές ζωής δεν
είναι παραστατό απ’ το πνεύμα μας επειδή δεν υπάρχει ‘’χώρος’’ εκτός του
συμπαντικού φαινομένου. Παράλληλα, δεν είναι δυνατό το σύμπαν, η φύση, να συλλαμβάνεται και να
γίνεται έτσι αντικείμενο στατικού ορισμού σαν να ήταν αντικείμενο εκτός ημών.
Το σύμπαν νοείται απολύτως ως πρωτοπληροφορία και ως συμβολική έκφραση του
απολύτου, ως φραστή δηλαδή πραγματικότητα που υποτυπώνει την ολότητα συμβολικά.
Οτιδήποτε
λέμε για το συμβαίνον, σε οποιαδήποτε
έρευνα μορφής ή τάξης, το λέμε ως κοινωνοί, ως συγκοινωνοί και ποτέ ως
παρατηρητές. Ήδη, άνθρωπος και κόσμος συνθέτουν ακατάλυτη ενότητα με άχρονη
καταγωγή που ενοικεί στο έγχρονο. Οντικά, δεν υπάρχουν χρονικές καταγωγές και
όσα λέγονται για τους αρχανθρώπους, τους ανθρώπους των σπηλαίων, για τους
ανθρωπίδες, για τις εποχές και τους γνωστούς αιώνες (Παλαιοζωικός, Μεσοζωικός,
Καινοζωϊκός με στάδια την Παλαιόκαινο, Ηώκαινο, Ολιγόκαινο, Πλειόκαινο κ. ο.
κ.) όπως και για ηλικίες του ανθρώπου (Ανθρωποειδή, Πρωτεύοντα, Ταρσίμορφα,
Λοριείμορφα, Λεμουρίμορφα, Κοβοϊδή, Κερκοπιθηκοειδή, Ανθρωποειδή), όπως και για
ειδικότερες κατατάξεις (Αυστραλοπίθηκος, Τελάνθρωπος, Homo
Erectus, Homo
Sapiens κ.α.) και για πολιτισμούς (Γκραβέτιος,
Χαμπούργιος, Μαγδαλήνιος κ.α.), όσα διακηρύσσονται ως δεδομένα της
παλαιοντολογίας, της αρχαιολογίας με τη βοήθεια της μοριακής βιολογίας, της
τεχνητής νοημοσύνης, της χημείας, δεν αποφασίζουν ως προς την οντική φύση του
ανθρώπου. Ο άνθρωπος-φαινόμενο στον έγχρονο βίο δεν κάνει παρά να προδίδει την
οντική του φύση η οποία αποκαλύπτεται συμβολικά χωρίς να παραδίδεται άκριτα
στις περιγραφικές και μόνο μεθόδους της έρευνας.
Όταν
κάνουμε λόγο για απομακρυσμένες χρονικές περιόδους, είμαστε και κοινωνοί τους,
επειδή, κάθε περιγραφή, οσοδήποτε πρόσκαιρη και αναστρέψιμη, προϋποθέτει τον
περιγράφοντα ο οποίος συναιρεί αίσθηση, αντίληψη, φαντασία, μνήμη, κρίση ως
ενότητα, ο οποίος διενώνει το παρελθόν με το παρόν και αυτό δε συνάγεται, αλλά
αναδύεται (ο αναδυτισμός είναι η σύγχρονη τάση της επιστημολογίας) εσαεί ως
παρόν του παρελθόντος, ως άχρονη πρωτοπληροφορία.
Θα
λέγαμε πως πρόκειται για ένα παρμενίδειο σύμπαν το οποίο όμως ‘’διαβρέχει’’
ταυτόχρονα και το ἀεί πάντα ρεῖ και ο
ξυνός λόγος του Ηρακλείτου ή και ο
πλατωνικός λόγος κατά τον οποίο ο χρόνος είναι κινητή εικόνα του αἰῶνος.
IX
Δεν
είμαστε επομένως απλοί θεατές του συμβαίνοντος το οποίο δε μπορεί να είναι παρά
ανθρωποκοσμικό, είμαστε κοινωνοί και γι’ αυτό ακριβώς νοούμε και εννοούμε τη
φύση των αλλαγών σε οποιοδήποτε στάδιο και επίπεδο.
Τίθεται
επομένως εκ νέου το ερώτημα το σχετικό με τη φύση των πραγμάτων
εμπεριλαμβάνοντας και τους εαυτούς μας ως κοινωνούς της πραγμικότητας, για να θυμηθούμε έναν εγελιανό όρο. Κοινωνούμε με το
συμβαίνον και στο διιστορικό στάδιο το διαμορφώνουμε με πολυποίκιλτες δράσεις,
με ό,τι ονομάζουμε πολιτισμό σε όλα τα στάδια διάπτυξής του. Υπάρχουν
ασυνέχειες που καθίστανται συνέχειες με τη συνδρομή των πνευματικών μας
καταλληλοτήτων. Όλα αυτά δεν είναι απλά φαινόμενα, αλλά δημιουργικές
αναδημιουργίες που δεν αναφέρονται αποκλειστικά στη συμβολική τάξη οποιουδήποτε
τρόπου ενέργειας, αλλά κάτι ουσιωδέστερο.
Οφείλουμε
να το συνειδητοποιήσουμε: Το υπάρχειν μας δεν είναι διανοητό χωρίς το
συν-υπάρχειν μας, όχι μόνο μεταξύ των εγώ-συ-εμείς, αλλά και μεταξύ ανθρώπου
και κόσμου. Πρόκειται για αξίωμα που εκπηγάζει απ’ τη μία και μοναδική αρχή,
απ’ την αρχή της ταυτότητας για την οποία έχουμε μιλήσει αρκετές φορές σε άλλες
ευκαιρίες.
Το
βλέπουμε χωρίς να διαισθανόμαστε ή να το συνειδητοποιούμε, παρόλο που είναι
αυτονόητο. Το υπάρχειν δεν είναι απλά αδιανόητο χωρίς το συν-υπάρχειν, αλλά
συνιστά υπέρβαση: Το υπάρχειν αυθυπερβαίνεται στο συνυπάρχειν και αυτό
πλουμίζει τη διανθρώπινη δημιουργία με θησαυρούς οι οποίοι υποφαίνονται σε όλες
τις διαστάσεις της ζωής.
Η
υπερβατικότητα επομένως του ανθρωποκόσμου είναι αιώνια διατεταγμένη και ορίζει
μυστικά την οντική μας φύση. Τίποτε δεν είναι διανοητό χωρίς το συνυπάρχειν και
αυτό συνιστά αιώνια αφετηρία που νοηματοδοτεί όχι στα έγχρονα τελούμενα, αλλά σε
κάθε ατομική ύπαρξη. Άλλως, θα ήταν ανεξήγητος τόσο ο άνθρωπος, όσο και ο
κόσμος .
X
Βέβαια,
δημιουργείται ένα σημαντικό ερώτημα: Καταλύεται η αυτονομία του προσωπικώς
υπάρχειν, της ατομικής δηλαδή ύπαρξης; Επιπλέον: Είναι διανοητή η ύπαρξη του
εγώ χωρίς το συ και το εμείς, δεδομένου πως οι αναγωγές-εκγενικεύσεις δεν
αίρουν το αδήριτο του συνυπάρχειν;
Υπάρχουν
στιγμές κατά τις οποίες αναρωτιόμαστε ως προς τη φύση του υπάρχειν μας, οπότε
υποπίπτουμε σε μία κατάσταση λήθης των πλησίον. Αυτές οι στιγμές δεν αναιρούν
το υπάρχειν μας, αλλά το ερώτημα ποιος
είμαι εγώ ο υπάρχων, ο έγκοσμος-έγχρονος, υποκρούει, βεβαιώνει θα λέγαμε
την οντική φύση του υπάρχειν. Τη βεβαιώνει χωρίς να οδηγεί σε ειδωλικές και
αρχετυπικές εξιδανικεύσεις οι οποίες δεν έχουν σχέση με το όντως συμβαίνον.
Ούτε πρόκειται για εκστασιασμούς που εκδιώκουν το έλλογο συναίσθημα. Πρόκειται
για μία και μοναδική αλήθεια που αποκαλύπτει σε κάθε υπάρχοντα την
οικουμενικότητα της οντικής του φύσης.
Πρόκειται
για βαθιά εισβολή στο είναι του υπάρχειν μας, για πραγματική βυθοσκόπηση του
είναι του υπάρχοντος και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην οντική φύση κάθε
υπάρχοντος.
Με
την πρώτη ματιά που θα ήταν δυνατό να καταστεί αποπροσανατολιστική, βυθιζόμαστε
σε υποτιθέμενο σκότος, στο γνωστό και ως γνόφος
αγνωσίας όντως μυστικόν, αλλά αυτή η ‘’έξοδος’’ απ’ το ανθρωποκοσμικό θα οδηγούσε σε νοητές ειδωλοποιήσεις επειδή
δεν είναι νοητή η ύπαρξη ενός υποτιθέμενου μηδενός-παντός που δεν ‘’αποτελεί’’
παρά διάχυση στο δήθεν απόλυτο του νομιζόμενου χώρου. Σε αυτές τις περιπτώσεις
που υποδηλώνουν την αρπαγή του προσώπου από μία απρόσωπη οντότητα που θεωρείται
άχρονη, άτμητη, απόλυτη, το νοούν υποκείμενο αφανίζεται και χάνεται στο έρεβος
της αγνωσίας.
Επανέρχεται
όμως δριμύτερα το ερώτημα: Ποιος είμαι ως
υπάρχων; Ποια είναι η φύση μου ως υπάρχοντος-συνυπάρχοντος με συνανθρώπους
αλλά και με τον αισθητό κόσμο;
Χωρίς
να το συνειδητοποιώ στους πρώτους μου προβληματισμούς ας μου επιτραπεί ο όρος οικουμενικοποιούμαι, κάτι που σημαίνει
πως αγγίζω το απόλυτο όντας ταυτόχρονα συγκεκριμενοποιημένος υπάρχων στη δίνη
και στην απέραντη ποικιλία των
συνυπαρχόντων. Δεν είναι εγωμονισμός, αλλά απόλυτη κοινωνία που φωτίζει την
οντική φύση του υπάρχοντος, κάθε δηλαδή προσωπικής-υποκειμενικής ύπαρξης.
Κι
όμως, εγείρεται ένα μείζον θέμα: Πώς και γιατί η μνήμη ωθεί το λογισμό και το
συναίσθημα σε τρέχουσες παραστάσεις, εντυπώσεις, γεγονότα που έρχονται,
παρέρχονται, φεύγουν, αλλά και μένουν βυθίζοντας στο σκότος και εγείροντας πάθη
και μνησικακία, σχέδια, αποτυχίες κ. ο. κ.; Όλα αυτά τρέφουν το έγχρονο εγώ μας
οδηγώντας το σε παθολογικές κατά κανόνα πράξεις και συναισθήματα. Θα αντιλεχθεί
πως χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει έγχρονος βίος με όλες τις θετικές και τις
αρνητικές επιπτώσεις.
XI
Πώς
μπορεί, πώς είναι δυνατή η απαλλαγή από αυτές τις κατά κανόνα οδυνηρές
καταστάσεις που γίνονται και συνήθειες οι οποίες παραλύουν την πραγματική
πνευματική δραστηριότητα;
Για
να εκτιμήσουμε όμως την ενδοσκόπηση οφείλουμε να αναστραφούμε με τα ερωτήματα
που αναφέραμε και να διαπιστώσουμε παράλληλα πως κάθε τρέχουσα μνημονική
παράσταση που γίνεται βίωμα δεν είναι μόνο έγχρονη, δεν είναι ανάμνηση, αλλά
και φθαρτική για να μας θυμίζει πως στον αντίποδα της μνήμης προβάλλει νυκτικά
η Λήθη. Πρόκειται για τη λήθη του αλήστου, για την πρωτογένεια και για τους παρθενικούς
της θησαυρούς που αγγέλλονται με την παιδικότητα και που υπομηνύουν ό,τι η
μνήμη αντιπροβάλλει ως έγχρονη και φθαρτική βιωματική εμπειρία.
Αποκόλληση
επομένως απ’ τη φθορά της μνήμης δε σημαίνει κατάργησή της –θα οδηγούμασταν
στην άνοια- γιατί με την καλή μνήμη οδηγούμαστε στην ανακατάληψη των θησαυρών
της λήθης του πρωτογενούς μας είναι, της πραγματικής φύσης του υπάρχοντος.
Η
λήθη του πρωτογενούς, ανακαταλαμβανομένη με την ενδοσκόπηση αποκαλύπτει ό,τι
μύχιο διακοσμεί το ανθρωπίνως υπάρχειν, ανα-φωτίζει τη φθαρμένη απ’ το
έγκοσμο-έγχρονο ύπαρξή μας, την ανακαινίζει.
Πρόκειται
για κατάσταση οικουμενικότητας του υπάρχειν, για κατάσταση κοινωνίας με ό,τι
άφθαρτο που ορίζει ουσιαστικά το υπάρχειν. Τα είδωλα που δεν είναι παρά το εφθαρμένο απ’
τον εγωισμό υποκείμενο καταπίπτουν και να που και στις πλέον οχληρές μνήμες
αναπροβάλλει το πρωτινό φως ανέσπερης αυγής, η οικουμενικότητά μας που σημαίνει
αποδιαστολή του συνεσταλμένου εγώ.
XII
Η
λήθη γίνεται έτσι λήθη της λήθης, αρχέγονη κι αεί φωτίζουσα αφετηρία, διαρκές
παρόν που ανατρέπει τη φθορά του χρόνου, που κεντρίζει το έγχρονο για να
αποκαλύπτει το αιώνιο θεμέλιό του χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ούτε λογισμός,
ούτε συναίσθημα. Όλα τα είδωλα δεν είναι παρά αντιστροφή του Αρχέγονου, πτώση
και καταβύθιση στο σκότος της κοσμικής νύχτας κατά τρόπο που ο άνθρωπος δε
φαντάζει παρά ως μαριονέττα του ψευδούς. Κάθε ψευδές όμως υποδηλώνει το αληθές
και σε αυτό το σημείο είμαστε σε θέση να
εκτιμήσουμε την οντική φύση του απεριόριστου.
Δε
μπορούμε να πελαγοδρομούμε στις παρυφές του μάταιου, του έγχρονα εγωγενούς που
είναι πάντα αρνητικό και όχι μόνο λήθη του αληθεύοντος. Προσέχοντας
περισσότερο, βρισκόμαστε ‘’έξω’’ απ’ τη νοσηρή χρονικότητα και αναθωρούμε τον
ίδιο μας τον εαυτό, το είναι δηλαδή του υπάρχειν μας.
XIII
Προσπαθήσαμε
να δούμε πως το απεριόριστο δε νοείται χωρίς το απόλυτο εν πεπερασμένω. Είδαμε
πως δεν υπάρχει απεριόριστο χωρίς το άπειρο πλήρωμά του που συνιστά εσαεί
χορηγό νοήματος.
Εννόηση
του απεριόριστου επομένως δεν οδηγεί στη στατικότητα, στο λιμνασμό της
εγωπάθειας, στη δουλεία του φεύγοντος το οποίο λατρεύουμε άπληστα. Έτσι
αντιλαμβανόμαστε τον φεύγοντα χαρακτήρα του αισθητού με τον οποίο κοινωνούμε,
που οδηγεί, συνειδητοποιούμενος στις μεγάλες δημιουργίες, εμφανείς κυρίως στις
τέχνες. Πρόκειται για άρση της εγωκεντρικότητας και για ανά-γνωση του απόλυτου
χαρακτήρα των μεταβαλλομένων ως συμβατικών εκφράσεων. Πρόκειται για την αὐγήν καθαράν για να επικαλεσθούμε πλατωνική
έκφραση, για αντιστροφή των ειδώλων τα οποία δεν είναι παρά πλάσματα του
υποκειμενισμού
Αυτό
όμως οδηγεί σε κάτι σημαντικότερο: Στη διαπίστωση κατά την οποία το εγώ πια ως
θραύσμα του απόλυτου αναγνωρίζει την οικουμενικότητά του, αναφωτίζεται και
αναγνωρίζει την οικουμενικότητά του, καθορά το νεύμα του απείρου στο σχετικό.
Είναι η ἀνάβλεψις η οποία δεν αφορά
μόνο την πλατωνική σκέψη, αλλά την ευρύτερη μεταφυσική στην προσπάθειά της
ελευθέρωσης απ’ τα νεφελώματα του εγωκεντρισμού. Είναι η μετάσταση του
εγωκεντρισμού ο οποίος διαβλέπει στην ατομική του διάπτυξη τη φανέρωση του
απολύτως υπάρχειν.
Να
γιατί η ενδοσκόπηση και οι συναφείς όροι όπως κατάνυξη, ενόραση, προθετικότητα
κ. α. δεν είναι απομόνωση, αλλά κατεξοχήν κοινωνία με το όντως υπάρχειν μας το
οποίο είναι οικουμενικό.
Κρυπτομένη
αλήθεια κατά τον Ηράκλειτο, αλλά αυτό το κρύπτεσθαι συνιστά πραγματική
αποκάλυψη, αποκάλυψη της μίας και απόλυτης φύσης των πραγμάτων και μαζί τους
του υποκειμένου. Δεν πρόκειται για ταύτιση της αισθητής φύσης των πραγμάτων με
την οντική φύση του υπάρχοντος, όπως θα φαινόταν με την πρώτη ματιά.
Δεν
πρόκειται, επειδή το υπάρχον-ένσαρκο υποκείμενο είναι όχι απλά κοινωνός του
φυσικού συμβαίνοντος, αλλά και ‘’τόπος’’ εννόησής του, συγκοινωνός, κατά τρόπο
που η οντική ετερότητά του πιστοποιείται ως εν ετέροις ταυτόν. Στον πανθεϊσμό
υπάρχει απροσωπία και υπόδηλη, αν όχι φανερή, ταύτιση των απροσμέτρητων
ιδιωμάτων-χαρακτήρων του αισθητού με την απόλυτη φύση-θεό.
Όντας
επομένως κοινωνός με το συμβαίνον δεν το προσωποποιώ απλά με τη γνώση την οποία
το ίδιο αγνοεί, αλλά το καθιστώ συνυπάρχον με τρόπο που μου επιτρέπει να το
καθιστώ κοινωνό μου, χωρίς να ταυτίζομαι με αυτό.
ΧIV
Επισκοπούμενος
επομένως δεν περιχαρακανώνομαι σε ένα αρνητικό, ονειρικό, ειδωλικό, αναληθές
εγώ, αλλά ανοίγομαι μυστικά στο παγκοσμικό συμβαίνον, στο ανθρωποκοσμικό
συμβαίνον και εξορύσσω αστερισμούς του αληθεύοντος. Το εγώ ανακαλύπτει έτσι τον
οικουμενικό του χαρακτήρα και διαπιστώνει πως δεν υπάρχει υποκειμενικότητα
χωρίς οικουμενικότητα.
Φθάνουμε έτσι στο
ίδιο το είναι της κενότητας που δεν είναι αοριστία ή και αντιστραμμένο κάτοπτρο
του νομιζόμενου χώρου, ούτε γνόφος αγνωσίας, επειδή η ‘’άφιξη’’ υπερφαλαγγίζει
κάθε φυσικό φως ή σκότος, κάθε ειδωλικό κάτοπτρο. Είναι το αληθεύειν της
οικουμενικότητας η οποία δεν αναζητείται κάπου, αλλά η οποία είναι το καθαρό
εγώ, το άσπιλο, το αμόλυντο, το άφθαρτο.
Διαπιστώνουμε
επιπλέον πως ό,τι προσποριζόμαστε απ’ το έγκοσμο που μεταβάλλεται συνεχώς και
που οδηγεί στη συνήθεια, στη δουλεία και στον εγωισμό, δεν έχει οντικό βάρος,
δεν υφίσταται παρά ως φάντασμα.
Ήδη,
ο νομιζόμενος χρόνος που συχνά τον κάνουμε νοσηρό αντικείμενο και ας φαίνεται
πως στεγάζει τη συνείδησή μας, δεν υπάρχει ουσιαστικά.
Δεν υπάρχει
χρόνος; Είναι γνωστές εξάλλου και οι θέσεις κορυφαίων επιστημόνων που
αμφισβητούν το χρόνο όχι μόνο ως φάσμα-αντικείμενο, αλλά και οντικά. Έχουμε
ασχοληθεί με το θέμα, αλλά για να μην επαναλαμβανόμαστε, υποστηρίζουμε και
πάντα στο πλαίσιο της παρούσας σπουδής, πως η λεγόμενη χρονικότητα εκλύεται ως
μη υπάρχουσα στο πλαίσιο του αιωνίως παρόντος ως εσαεί βιουμένη κατάσταση η
οποία συγκεκριμενοποιεί το παρελθόν και το μέλλον στην οντική φύση του υπάρχειν
μας.
Είναι
της λεγόμενης χρονικότητας είναι η αεί μένουσα παρουσία-μαρτυρία του καθαιρόμενου
υποκειμένου που ζει την οικουμενικότητά του.
XV
Μήπως
όμως αρνούμαστε την ιστορικότητα και μαζί της τον πολιτισμό την γενικότερη
διανθρώπινη δημιουργία; Δεν υπάρχουν δηλαδή ουσιαστικά η επιστήμη, η τέχνη, οι
διαθρησκευτικές εμπνοές κ. ο. κ., καταστάσεις τις οποίες συναντάμε σε όλους
τους λαούς υπό διαφορετικό αλλά συχνά συγκλίνοντα μανδύα;
Αν
προσέχαμε περισσότερο, ο σχετικός προβληματισμός μας θα αποδεικνυόταν
επιφανειακός, αφού στις κορυφαίες τους προσπάθειες όλες οι μορφές πολιτισμικής
δημιουργίας υπερβαίνουν τη φαινομενικότητα και συνιστούν προσπάθειες
προσέγγισης του αληθεύοντος.
Έχουμε
πει πως ο άνθρωπος εκφράζεται συμβολικά, πως οποιαδήποτε μορφή έκφρασης δεν
είναι παρά συμβολική. Εμβαθύνοντας, διαπιστώνουμε κάτι το σημαντικό το οποίο συχνά
διαλανθάνει.
Δεδομένου
ότι η συμβολική έκφραση εδράζεται σε σύμβολα τα οποία προέρχονται απ’ την τάξη
του μεταβαλλόμενου, του φθίνοντος, διαπιστώνουμε πως τα σύμβολα ή η τάξη
συμβόλων δεν είναι παρά υποδήλωση του ό,τι δε συμβολίζεται.
Δεν
είναι δυνατή καμία συμβολική έκφραση χωρίς το συμβολιζόμενο και όπου ακόμη οι
συμβολικές εκφράσεις είναι συμβολικές και κάποτε επικίνδυνες.
Ας
προσεγγίσουμε την κενότητα και τη σχέση της με τις συμβολικές εκφράσεις. Πολλοί
στοχαστές αλλά και απλοί θνητοί προσπάθησαν να διερευνήσουν τη φύση του κενού
και τη σχέση του με τη συμβολική έκφραση χωρίς όμως να διαγνώσουν πως ούτε ο
χώρος ούτε ο χρόνος είναι οντότητες που εισορμούν έξωθεν στο υπάρχειν μας.
Ωστόσο, αντιτάσσοντας τη φαντασιακή χωρικότητα οδηγούμαστε σε ουσιαστική
προσέγγιση της συμβολικής έκφρασης και διασυνδέουμε την κενότητα με την
πληρωματικότητα, με τον κόσμο της που είναι που καθίσταται εσαεί παρόν.
XVI
Ας
προσεγγίσουμε την οντική φύση του χρόνου ξεκινώντας από ό,τι πιο βέβαιο, απ’ τη
σωματικότητά μας. Είναι φανερό πως με την πρώτη ματιά συναντάμε πάλι τον όρο
απεριόριστο και την αλήθεια κατά την οποία ό,τι φαίνεται πως περιορίζεται είναι
απεριόριστο.
Γνωρίζουμε
καταρχήν κάτι αναμφισβήτητο: Το κοσμικό συμβαίνον που μόνο ως ανθρωποκοσμικό
είναι διανοητό συντίθεται από πολύμορφη πολλότητα χάρη στην οποία υπάρχουν τόσες και τόσες
μορφές ζωής. Πού βρίσκεται επομένως το είναι του έγχρονου το οποίο διαλαμβάνει
και την ενσώματη κατάστασή μας χωρίς την οποία δεν είμαστε διανοητοί; Είναι ο
χρόνος (ας θυμίσουμε θέσεις των Παρμενίδη, Ηράκλειτου. Πλάτωνα, Αριστοτέλη,
Σχολαστικών, Descartes, Bergson,
Kant, Husserl, Heidegger κ.α.) κάτι απτό; Συνδυάζοντας
το χρόνο με το απεριόριστο διευκολυνόμαστε αμφίπλευρα.
Το
απεριόριστο, η μη περιορισμένη φύση του αισθητού γενικότερα, είναι ο μόνος
τρόπος αυτοσύλληψής μας που όμως υποκρύβει κάτι σημαντικό: Κάθε απεριόριστο
μεταβάλλεται, χρονίζεται δηλαδή και, εμβαθύνοντας, συναντάμε το εξής παράδοξο:
Πώς εννοούμε τις ασυνεχείς μεταβολές, τον ασυνεχή χρόνο ως τρόπο μεταβολής κάθε
αισθητού; Ιδού: Η συνέχεια είναι το αποκαλύπτον νόημα, το πλήρωμα κάθε
ασυνέχειας και αυτό συνιστά την άχρονη φύση της μεταβολής η οποία είναι συνειδησιακή
και δεν εισβάλλει έξωθεν στο συνειδησιακό μας κόσμο. Ήδη αναγνωρίζουμε κάτι
εξίσου σημαντικό, κάτι απλό και γι’ αυτό δυσπρόσιτο και κατά το οποίο η γνώση
δεν είναι γνώση της φθαρτότητας των πραγμάτων αλλά της αιώνιας φύσης τους η
οποία υποδηλώνεται με φθαρτούς φαινομενικά χαρακτήρες.
Ας
πούμε επίσης πως η συνέχεια δεν είναι διαστημική. Η (απόλυτη) συνέχεια, πηγή
αντίληψης, γνώσης, όχι μόνο δεν είναι αντικείμενο παράστασης, αλλά είναι η
πρωτογενής φαντασία που είναι και πηγή κάθε παραστάσιμου. Υπ’ αυτό το πνεύμα
και η αίσθηση και η αντίληψη δεν είναι παρά εκφράσεις του φαντασιακού που
αποκαλύπτονται σε κάθε αισθητό το οποίο και χρονίζουν.
XVII
Πριν
επιστρέψουμε στην οντική φύση του χρόνου, οφείλουμε να επισκεφθούμε ό,τι
αποκλήθηκε εκτατό (res extensa, Descartes,
ο φιλόσοφος έκανε λόγο για εκτεινόμενα και για σκεπτόμενα, -res cogitans-
πράγματα, ενώ ο Spinoza τα ταύτισε).
Αναλογιζόμαστε αν υπάρχουν όντως εκτατά πράγματα και μπορούμε να διακρίνουμε
πως εισβάλλοντας στο είναι της αλλαγής δε συναντάμε μόνο το απεριόριστο ως
συνεχώς μεταβαλλόμενο εξαιτίας του συνέχοντός του που είναι και το πνεύμα μας.
Η αληθής φύση των πραγμάτων επομένως δεν είναι εκτατή αλλά φαντασιακά
πνευματική.
Σε
κάθε συγκεκριμένο φανερώνεται η συμπαντική πνοή και οι εικαζόμενες αποστάσεις
δεν είναι παρά νοητοί μαθηματικοί υπολογισμοί που μηνύουν με τον τρόπο τους την
οντική φύση του χρόνου.
Συνειδητοποίηση
αυτής της αμετάθετης αλήθειας μας επανοδηγεί στη φύση της σωματικότητάς μας,
στη φύση δηλαδή του μεταβλητού, του φθειρομένου και αιωνιζομένου ταυτόχρονα.
XVIII
Λέμε
πως υπάρχουμε και αναλογιζόμαστε ως προς την οντική φύση του υπάρχειν μας και
αυτό περιλαμβάνει και τα φαινόμενα, και τα αισθητά δηλαδή, με τα οποία
κοινωνούμε. Υπάρχει αλήθεια η οποία αποκαλύπτεται στην ίδια την οντική φύση των
πραγμάτων τα οποία όντως υφίστανται. Είναι της χρονιζόμενης φανέρωσής τους ό,τι
τα καθιστά εννοήσιμα σε κάθε μεταβολή
τους; Κάθε σχετική φανέρωση όμως μηνύει το απόλυτο, το άπεφθο ως κινούν κάθε
σχετικό.
Ας
ανερευνήσουμε επομένως την ίδια τη φύση της γνώσης.
Κάνουμε
λόγο για το έγχρονο-απεριόριστο, αλλά, ταυτόχρονα, το γνωρίζουμε χάρη στην
αίσθηση και την αντίληψη (συναντιληπτική ενσυναίσθηση).
Όμως,
η φαινόμενη απορία είναι καθαρή: Έχει η αίσθηση, η αντίληψη χρονικότητα καθόσον
αναφέρεται πάντα σε μεταβαλλόμενα αισθητά; Επιπλέον, κάθε γνώση την οποία
συνειδητοποιούμε αισθησιοαντιληπτικά, είναι κάτι έγχρονο το οποίο αφανίζεται
όπως και τα γνωριζόμενα αντικείμενα;
Οι
προβληματισμοί μας οξύνονται αν στραφούμε στην αμεσότητά μας και κατά συνέπεια
στον ανθρωποκόσμο μας.
Ας
δούμε: Έννοια δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το φθαρτό, το τμητό, το μεταβλητό των
πραγμάτων (και του σώματός μας με το οποίο κοινωνούμε με τα αισθητά) και αυτό
δηλώνει εμφανώς πως η άμεση κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον αποτελεί την
αέναη αφετηρία κάθε κοινωνίας. Είναι απόλυτη κοινωνία και γι’ αυτό ακριβώς
άχρονη και μήτρα κάθε έγχρονου-σχετικού.
Υπάρχει
επομένως στα αισθητά, στα φαινόμενα, κάτι που επιτρέπει τη γνώση τους και γι’
αυτό η κοινωνία μας με τον αισθητό κόσμο αίρει τις γνωστές έννοιες όπως
εκτατό-διαστατό αντιτάσσοντας το έγχρονο-μεταβλητό. Η συνειδητοποίηση του
έγχρονου είναι όμως άχρονη και αυτό αίρει γηραιούς προβληματισμούς ως προς τα
όρια, την αρχή, το τέλος του κόσμου μας.
*
Τι
γνωρίζουμε επομένως: Τη φθαρτή φαινομενικότητα ή την αιώνια φύση των πραγμάτων;
Μακριά
από κάθε εξαπλούστευση ή και τον καντιανό φαινομενισμό (πράγμα
καθεαυτό/φαινόμενα) που οφείλονται στους γριφώδεις ορισμούς του χώρου και του
χρόνου, είμαστε σε θέση να διαπιστώνουμε πως χωρίς την άχρονη φύση των
πραγμάτων, χωρίς δηλαδή το απεριόριστο-αισθητό τους χαρακτήρα δε μπορούμε να γνωρίζουμε
ό,τι αποκαλύπτει κάθε έγχρονο φαίνεσθαι.
Υπ’
αυτό το πνεύμα, χρονικότητα, χρόνος, μεταβολή, φθορά δε διαμηνύουν παρά ό,τι τα
συνέχει. Το συνέχον κινεί τις ασυνέχειες.
Βέβαια,
ανακύπτει ένα μεγάλο ερώτημα που αναφέρεται στη σχέση άχρονου και έγχρονου και
σε αυτό το σημείο ανατίθεται το ερώτημα που αντιστρέφει την προβληματική. Θα
ήταν δυνατή οποιασδήποτε μορφής γνώση-ανάγνωση των στοιχείων του φαινομένου
κόσμου χωρίς τους χαρακτήρες τους που όλοι μαζί και καθένας χωριστά συνιστούν
συνθέτουσες της γνώσης; Απ’ τη μία διαπιστώνουμε πως η αίσθηση και η αντίληψη
δεν είναι τα αισθητά, αλλά πως είναι αδιανόητες χωρίς αυτά. Απ’ την άλλη όμως
βεβαιωνόμαστε πως χωρίς την αίσθηση κι την αντίληψη δεν είναι δυνατό να υπάρχει
ούτε γνώση, ούτε αισθητός κόσμος.
*
Ήδη,
προσανατολιζόμαστε στο εξής:
Μήτρα
κάθε έγχρονου είναι το άχρονο ως αειγενής αφετηρία που αναλώνεται χωρίς να
εξαντλείται. Πρόκειται με την πρώτη ματιά για μία αμφίπλευρη σχέση, για μία συνεξάρτηση με συμπληρωματικότητα και αυτό μας θυμίζει
παλαιότερη θέση μας κατά την οποία το
άπειρο είναι ‘’υποτελές’’ του πεπερασμένου και πως το πεπερασμένο είναι
υποτελές του απείρου. Η ερώτηση η σχετική με το τι προηγείται αίρεται και
αμέσως αναφαίνεται η διάρκεια-συνέχεια του αιωνίου παρόντος που γονιμοποιεί
κάθε διανοητική μας προσπάθεια. Η διανοητική μας όμως προσπάθεια συναντάει το
συν-. Καθόσον δε μπορεί να εκφρασθεί χωρίς το συνυπάρχειν και εδώ διαπιστώνουμε
πως όσο παρανοείται αυτή η αλήθεια, τόσο ο άνθρωπος ειδωλοποιεί τη
φαινομενικότητα με συνέπειες τόσο γνωστές.
Προσεγγίζουμε
το είναι του φαινομένου, την οντική μας φύση;
Δεν
πρόκειται για συμπέρασμα εξαγόμενο από συλλογισμούς, δεν περιγράφεται ούτε απ’
τη συνεπέστερη συμβολική έκφραση. Δείχνει και δείχνεται, για να τροποποιήσουμε
μία γνωστή ρήση του Wittgenstein: Ό,τι μπορεί να δειχθεί δε μπορεί να ειπωθεί έλεγε
ο Wittgenstein προτείνοντας τη σιωπή. Κι όμως, η
ενέργεια του δεικνύειν που είναι λογική υποκρούει το δεικνύον υποκείμενο το
οποίο αυτομαρτυρείται δεικνύοντας, κατά τρόπο που κάθε δείξιμο-περιγράψιμο δεν
είναι παρά συμβολική-λογική μαρτυρία του άρρητου, του απόλυτου.
Ας
τονίσουμε πως η απόλυτη οντική αλήθεια δεν είναι παραστάσιμη ούτε με την
ενδοσκόπηση, ως κάτι σκοτεινό και άβατο. Μπορεί όμως να φωτίζει ό,τι φραστό και
γνώσιμο. Αυτό επικαλείται την αρχή του συνυπάρχειν ως αρχή η οποία πληρώνει
κάθε εμπνοή που καθιστά γόνιμη κάθε ανθρωποκοσμική ενέργεια. Πρόκειται για την
ηθική θεώρηση της ζωής η οποία μάλιστα αποκαλύπτεται ως τροφός της διανοίας.
Κάνουμε
συχνά λόγο, εκ νέου, για την ελευθερία στην προσπάθειά μας να εκτιμήσουμε τη
διανθρώπινη δραστηριότητα. Ελευθερία όμως δεν είναι μία αόριστη έννοια ή και
αρχή, αλλά η κοινωνία μας με το αληθεύον νόημα που ανασυγκροτεί το ανθρωπίνως
υπάρχειν, που κινείται πέρα από το πεδίο της αισιοδοξίας ή της απαισιοδοξίας ως
κοινωνούσα κοσμανθρώπινη ύπαρξη φωτιζομένη απ’ την απόλυτη οντική αρχή.
*
Επικεντρούμενοι
στο πνεύμα των διαπιστώσεών μας είμαστε σε θέση να επιστρέψουμε δημιουργικότερα
στο πνεύμα της γνώσης υπό το φως του απεριόριστου.
Τα
κοινά γνωρίσματα των αισθητών μας πληροφορούν ως προς τη σπουδαιότητα του
απεριόριστου δεδομένου ότι όλα τα αισθητά είναι απεριόριστα καθόσον εικονίζουν
το καθένα και όλα τους τη συμπαντική πνοή. Δε μας είναι δυνατό να γνωρίζουμε τα
πράγματα χωρίς να κοινωνώ με αυτά και αυτό καθίσταται σαφές πως οι χαρακτήρες
τους που είναι και χαρακτήρες των σωμάτων μας αποκαλύπτουν την απόλυτη
ταυτότητα η οποία διασελαγίζεται ως ενότητα, κάτ που καθιστά δυνατή τη γνώση.
Δε γνωρίζουμε παρά αναγνωρίζοντας στο φθαρτό χαρακτήρα των πραγμάτων την
άφθαρτη φύση, το απόλυτο ως τροφή του σχετικού. Ήδη, το σχετικό και το απόλυτο,
το συγκεκριμένο και το οικουμενικό διέχονται χωρίς να ταυτίζονται έτσι ώστε η
ενότητα ως αειγενής αφετηρία να είναι έγχρονη-ένσαρκη μαρτυρία της ταυτότητας.
Βέβαια,
υπάρχει ο κίνδυνος να καθιστούμε αυτή την αλήθεια αντικείμενο, με συνέπεια να
την αφεταιρίζουμε απ’ την αμεσότητα της ύπαρξης.
Ας
το προσέξουμε: Όταν αναπαριστούμε φαντασιακά κάτι, επιτελείται άμεσα η
διεργασία της γνώσης, καθόσον είμαστε κοινωνοί και όχι παρατηρητές. Υπ’ αυτό το
πνεύμα αναγνωρίζουμε και το υπάρχειν κάθε έγχρονου, κάτι που σημαίνει πως
αναγνωρίζουμε και τη μοναδικότητα οποιασδήποτε αλλαγής, το συνέχεσθαι, αλλά και
την ασυνέχεια σε σχέση με τις άλλες αλλαγές, πιστοποιώντας πως το έγχρονο, η
εσαεί αντίληψη των αλλαγών, καθίσταται εικόνα της απόλυτης συνέχειας. Χωρίς
αυτήν την αλήθεια δεν υπάρχει γνώση.
Ήδη,
η περισυλλογή, η αυτοσυγκέντρωση, είναι αποκαλυπτική και συνιστά κοινωνία με το
απόλυτο, όσο και αν η έκφρασή της είναι συμβολική.
Συναντάμε
για μια ακόμη φορά το άπειρο εν πεπερασμένω και αυτό μας οδηγεί σε νέες
δημιουργικές επεκτάσεις. Εξαιτίας της σπουδαιότητας αυτού του κεντρικού θέματος
θυμίζουμε, έστω και ενδεικτικά, κάποιες αναφορές και νύξεις. Για τον Spencer λ.χ. υπάρχει το Unknown, το μη γιγνωσκόμενο, για τον Hartmann το αλογικό, για τον Πλάτωνα και τους
πλατωνικούς το απόλυτο υπέρκειται της γνώσης αλλά και της αλήθειας και αυτό
μαρτυρεί η ερωτική φορά της ψυχής που καταπαύει στην άληπτη κοινωνία της με το
απόλυτο.
*
Είναι
βέβαιο πως η ύπαρξη κατατυραννείται απ’ τις συνέπειες προσήλωσης στο
επιφανειακό , απ’ τη λήθη των καταγωγικών της αρχών οι οποίες καθεύδουν στο
βάθος της συνείδησης. Αυτή όμως η κατάσταση δεν είναι ανέκκλητη, καθόσον
ελλοχεύει πάντα στον κόσμο του υπάρχοντος η νοσταλγία η οποία επικαλείται συχνά
το φιλοσοφικό νόστο. Αυτή η νοσταλγία δημιουργεί την ανάφλεξη και δημιουργεί
όντως ουσιώδη και βιώσιμη πνευματική δημιουργία-άνθος των πολιτισμών. Είναι οι
αιώνιες στιγμές του ανθρωπίνου, το κλέος του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος, η
αποκάθαρση του νοθευμένου χρόνου της παραπαίουσας ύπαρξης.
Μεγάλοι
στοχαστές-φιλόσοφοι, επισκοπώντας το βάθος της θρησκευτικής τους φύσης,
προσπάθησαν να εμβαθύνουν στο είναι του υπάρχοντος και διατύπωσαν τη θέση της διπλής αλήθειας, της αλήθειας την οποία
προσπαθεί να επιψαύσει ο λογισμός και της αλήθειας την οποία προσφέρει η
θρησκευτική πίστη. Ονόματα όπως οι Guillaume d’ Ockam, ο John Duns
Eriugena, κ. α., έφθασαν σε ακρώρειες που προφθάνοντας
ή και υπερβαίνοντας πολλούς συγχρόνους μας, μας λένε με τον τρόπο τους πως η
μία αλήθεια, η καθαρά λογική, ίσταται και χωρίς το φως της πίστης, έστω και ως
αλληθωρίζουσα.
Προσπαθώντας
να δούμε ακριβέστερα το θέμα και πάντα στο πλαίσιο της μελέτης μας, είμαστε σε θέση να
διαπιστώσουμε πως δεν υπάρχει διπλή αλήθεια, αλλά πως το αληθεύον αναιρεί
ένδοθεν ό,τι οικοδομείται αποκλειστικά
απ’ το έγκοσμο, καθόσον το τελευταίο επιτελεί μείξη αμείκτων.
Όλοι
οι παρόμοιοι προβληματισμοί η γονιμότητα των οποίων δεν αμφισβητείται
υποπίπτουν στο υπολανθάνον σφάλμα: Στην αναζήτηση του μύχιου εγώ και στην
υπερβατικότητά του ως προς το κοσμικό συμβαίνον, αναζήτηση που οφείλεται στην
αναζήτηση του ανθρωποκοσμικού υπάρχειν μας ως ξέχωρου απ’ την οικουμενική
ενότητα, ως υποκειμένου που θεωρεί ως αντικείμενο τον κόσμο των εκζητήσεων και
των προβληματισμών του. Γι’ αυτό το λόγο ουσιαστική ενδοσκόπηση και έξω απ’ τη
διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου δε μπορεί να αποτελεί λυσιτελή προσπάθεια
άγουσα σε γονιμότερη προσέγγιση. ‘’Ξεκινάμε’’, αλλά το ξεκίνημά μας δεν έχει
αρχή και οι επισταθμίες δεν πείθουν ως προς την έγχρονη αφετηρία του υπάρχοντος
χωρίς την αμετάθετη οντική ρίζα.
*
Ίσως
αναλογιζόμαστε και πάλι ως προς το είναι της οντικής αρχής, αλλά κάθε
προβληματισμός είναι πρωθύστερος. Λέγοντας οντική ρίζα εννοούμε την απόλυτη
αφετηρία μας, ό,τι δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, ό,τι δε θεωρείται μικρό,
μεγάλο, λίγο, πολύ, καθόσον, καθώς αντιλαμβανόμαστε όρια και σχετικότητες,
ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας ως πλήρωμά τους. Είναι η σφραγίδα του απολύτου στο
ανθρωποκοσμικό φαίνεσθαι με ‘’σημείο’’ του τον άνθρωπο, την ανθρώπινη αμεσότητα,
πηγή κάθε αναδυόμενης γνώσης.
Βέβαια,
ανακύπτει ένα ερώτημα το οποίο υποκρούεται και σε άλλες σελίδες της παρούσας
σπουδής, αλλά που χρήζει ιδιαίτερης εμβάθυνσης.
Λέμε
πως η φυσική ακολουθία ή ανακολουθία δεν είναι συνειδητή στον κόσμο που
επισυμβαίνει και πως ανακαλύπτουμε τρόπους λειτουργίας της σε πλείστες όλες
καταστάσεις, τρόπους που άλλοτε ονομάζουμε νόμους κλπ., και πω όλες αυτές οι
διαπιστώσεις μας θα ήταν αδιανόητες χωρίς κάποια συνάφεια του πνεύματός μας με
τη φύση των πραγμάτων. Τι γνωρίζουμε όμως όταν ‘’μεταφέρουμε’’ με συμβολικό
τρόπο έκφρασης τροπές, μεταβολές, κινήσεις αισθητών που δεν έχουν συνείδηση στο
συνειδητό-γνωστικό μας χώρο; Μεταφέρουμε υποκειμενικές-προσωπικές θεωρήσεις ή
ό,τι συμβαίνει στον αισθητό κόσμο; Βέβαια, υπάρχουν πειράματα, επαληθεύσεις,
συμπεράσματα, αλλά όλα αυτά είναι ‘’πορίσματα’’ των γνωστικών μας
καταλληλοτήτων οι οποίες δεν υπάρχουν στον κόσμο του αισθητού.
Πού
βρίσκεται επομένως η γνώση: στο νοούν υποκείμενο, στον άνθρωπο που επιστρατεύει
φαντασία, μνήμη, αίσθηση, αντίληψη, λόγο ή στον ασύνειδο κόσμο των αισθητών τα
οποία στερούνται αυτών των καταλληλοτήτων;
Αποφεύγοντας
τις υπερβολές του αφελούς ρεαλισμού, αλλά και τις αμφίρροπες θέσεις του
κριτικού ρεαλισμού, είμαστε ίσως σε θέση να προσεγγίσουμε το μέγα πρόβλημα που
αναφέρεται στο είναι της γνώσης.
Ας
προσεγγίσουμε.
1.Αν
τα αισθητά είναι πνευματικής φύσης, αν, το έχουμε ήδη τονίσει, η αίσθηση είναι
πνευματική λειτουργία, κατανοούμε τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αίσθησης και αντίληψης: Η αίσθηση
είναι αντιληπτική και η αντίληψη αισθητική. Δεν αντιλαμβανόμαστε κάτι ‘’έξω’’
απ’ τον αισθητό κόσμο επειδή δεν υπάρχει ουσιαστικά ούτε έξω, ούτε μέσα.
Εδώ
επικαλούμαστε αποφασιστικά πια τον απεριόριστο χαρακτήρα κάθε αισθητού στο
οποίο εικονίζεται η συμπαντική αλήθεια και διακρίνουμε την αρραγή ενότητα
αίσθησης και αντίληψης ως συμπληρωματικών αληθειών που αποτελούν συγκεκριμένες
κεραίες της νόησης, που συγκεκριμενοποιούν την οντική μας φύση εν
πεπερασμένοις. Το νοείν καθίσταται εννοείν σε κάθε συγκεκριμένο φαινόμενο,
εισβάλλει, θα λέγαμε, στη φανερούμενη φύση του, στο είναι του υπάρχειν του.
Ήδη,
ό,τι τμητό στο φαίνεσθαί του αποκαλύπτεται ως άτμητο, ό,τι μεταβλητό ως αμετάβλητο,
ό,τι φθαρτό ως άφθαρτο πάντα στην οντική του φύση, στην αιώνια φύση των πραγμάτων, όπως έχουμε αναπτύξει παλαιότερα. Άλλως,
όλα θα χάνονταν στην αέναη ροή των μεταβολών και δε θα υπήρχαν δυνατότητες
γνώσης.
Γνωρίζω
επομένως σημαίνει πως αναγνωρίζω σε κάθε αισθητό την αιώνια φύση που το κινεί,
που το μεταβάλλει, που το αναπτύσσει.
*
Είναι
γνωστές οι αισθησιοκρατικές, οι εμπειριστικές, οι φυσιοκρατικές κ. ο. κ.
θεωρήσεις οι οποίες όμως αντιστρέφουν, ερήμην τους πολλές φορές, την αληθεύουσα
γνώση υποπίπτοντας στην αντιφατική αυτοαναφορά. Ενεργούν όμως κάποτε και θετικά
καθόσον οξύνουν τη σκέψη.
*
Αναδύεται
και πάλι το ερώτημα το σχετικό με τη διαφορά ανάμεσα στην υπαρξιακή και στην
οντική αλήθεια. Αν υπαρξιακό είναι το έγχρονο (και δεν εννοούμε τους γνωστούς
ως υπαρξιακούς), είναι αδιανόητο-αδιάγνωστο χωρίς το είναι του υπάρχειν του και
αυτό επισημαίνεται απ’ την ίδια τη φύση του γιγνώσκειν το οποίο δεν είναι παρά
επίψαυση του απολύτου στο σχετικό.
Ανακαλύπτουμε
έτσι το κρυπτόν του Αιώνα όπου άνθρωπος και κόσμος αποκαλύπτουν άρρητη ενότητα
η οποία φανερώνει αποκρύπτοντας ό,τι ο κοινός λεγόμενος νους και η έγκοσμη
θητεία μας αδυνατούν να διακρίνουν εξαιτίας της απολησμονιάς του οντικού τους
θεμελίου. Πρόκειται για πραγματική κωμωδία η οποία όμως, βαθιά ιδωμένη, συνιστά
τραγωδία, για να παραφράσω ωραίες διαπιστώσεις του Schopenhauer.
Θα ήταν δυνατό να αντιταχθεί πως το κρύφιο της γνώσης δημιουργεί
προβληματισμούς δεδομένου ότι η γνώση είναι φωτισμός. Ας σκεφθούμε όμως πως η
λήθη προϋποθέτει την αρχέγονη μνήμη χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να υπάρχει
πνευματική ενέργεια. Γνώση είναι η αποδιαστολή της λήθης η οποία προσκολλάται
στο φαινόμενο αγνοώντας τη συνέχουσα αρχή η οποία οδηγεί στο βασίλειο του
πεπερασμένου, του μεταβαλλόμενου αγνοώντας την άληπτη αφετηρία. ‘’Πυρπόληση’’
της λήθης οδηγεί στην άρση της, στην έλευση της λήθης της λήθης που είναι
απόλυτη μνήμη η οποία διαλανθάνει αλλά που οδηγεί στον όντως φωτισμό της
οντικής φύση του υπάρχοντος.
Ιδού
η γνώση: Ανα-καλύπτουμε στον ειρμό των συμβαινόντων το μύχιο είναι τους που
βαθιά επισκοπούμενο ως κρύφια αρμονία δεν είναι παρά υποβολές του αληθεύοντος
στον κόσμο των αλλαγών. Θεμέλιο επομένως είναι το απόλυτο ως εσαεί μήτρα του
σχετικού το οποίο πλέον αναβαπτίζεται συνειδησιακά ως προσωπείο που οδηγεί στο
πρόσωπο και σε αυτό το σημείο είναι αδύνατο να μη διαβλέπουμε την πάμφωτη
μαρτυρία του συν-υπάρχειν χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η ίχνευση του
οντικού. Πρόκειται για το ηθικοδιανοητικό μας είναι το οποίο πάντα αναβλαστάνει
σε κάθε πεδίο έρευνας.
*
Όπως
μας είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε το διανοητικό απ’ το ηθικό, κατά ανάλογο
τρόπο αδυνατούμε να διαχωρίσουμε το φαίνεσθαι απ’ το είναι, την κρύφια αρμονία
απ’ τη διαφαινόμενη στον κόσμο των μεταβολών.
Αναδύεται
κάτι σημαντικό: Γνωρίζουμε τον κόσμο των αισθητών με τις διαλάμψεις του και τις
περιπλοκές του σε όλους τους τομείς δράσης και έρευνας. Το νόημα και κάθε μορφή
γόνιμης και αληθούς απόφανσης είναι έργο όχι του αισθητού, αλλά του συνέχοντος
που είναι απόλυτο.
Υπάρχει,
άρχει θα λέγαμε, η ανάδυση της ρήξης του βασιλείου της λήθης, η έλευση της αεί
μένουσας Μνήμης, της μνήμης της καθαρότητας της διάνοιας που είναι και
καθαρότητα ήθους που οδηγεί στο κάλλος.
Ε
π ι λ ο γ ι κ ό
Είναι δυνατό να υπάρχουν επιλεγόμενο
σε ένα δοκίμιο που διαπραγματεύεται φιλοσοφικά θέματα; Υπάρχει, ελλοχεύει θα
λέγαμε, ο κίνδυνος να θεωρηθεί πως οι θέσεις και οι θεωρήσεις που αναπτύσσονται
συνιστούν τη μόνη φιλοσοφική αλήθεια και αυτήν την πλάνη τη συναντάμε και σε
μεγάλους φιλοσόφους, παρά τις επιμέρους προσφορές τους.
Το σύντομο οδοιπορικό μας όμως δεν
έχει καμιά παρόμοια φιλοδοξία, ούτε πρόθεση εκπόρθησης αγλαών συστημάτων.
Στόχος μας ήταν η δημιουργική υποψία η οποία θραύει τα στεγανά της φαινομενικότητας
προσπαθώντας να εξορύξει στοιχεία αλήθειας με ανοιχτούς ορίζοντες, ενάντια στα
κλειστά περιγράμματα των συστημάτων. Αναπροσλαμβάνοντας έννοιες και όρους
γνωστούς σε όλους μας όπως χώρος, χρόνος, πεπερασμένο, αισθητό, αίσθηση,
επιχειρεί εμβαθύνσεις και, ουσιαστικά, ανάγνωση του ίδιου της του είναι ως
έγχρονου και υπάρχοντος. Πρόκειται για ειρηνική εισβολή στο αληθεύειν της ζωής
το οποίο σφραγίζει η παρουσία του ανθρώπου-κοσμανθρώπου.
Ας θυμίσουμε επιλογικά κάποιες
συνθέτουσες:
i.
Κατά
πρώτο λόγο, όταν κάνουμε λόγο για ακραίες συνειδησιακές καταστάσεις, ας
γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για ‘’συνειδησιακές’’ οι οποίες εξετάζονται ως
συμβαίνοντα, όπως τα τελούμενα στον αισθητό μας κόσμο, μέρη του οποίου εξάλλου
είμαστε ως ένσαρκα-έγκοσμα υπάρχοντα όντα, αλλά για καταστάσεις οι οποίες
συνιστούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις αίσθησης και αντίληψης. Δεν είναι ούτε
υποκειμενικές, ούτε αντικειμενικές, αν θέλουμε να δεχθούμε τη ‘’διάρρηξη’’ εσωτερικού και αντικειμενικού,
υποκειμενικού και αντικειμενικού.
ii.
Διαρρηγνύοντας
το χωρισμό υποκειμενικού και αντικειμενικού, φθάνουμε στην πυρίκαυστη ζώνη της
ενότητας-ολότητας, φθάνουμε στο ανέκφραστο, σε ό,τι δεν είναι δυνατό να
εκφράζεται με συμβολικό τρόπο.
Υποπίπτουμε όμως χωρίς να το συνειδητοποιούμε
στο εξής σφάλμα: Προσπαθούμε να
καταστήσουμε την ολότητα αντικείμενο σκέψης, αλλά υπάρχει και συνέχεια: Κάνουμε
αντικείμενο σκέψης όλα τα σχετικά με την ενότητα του κόσμου μας και με συναφείς
όρους.
iii.
Ό,τι
επομένως είναι αντικείμενο σκέψης και λογισμού ανήκει στην τάξη του αισθητού,
αλλά προϋποθέτει ό,τι δεν είναι αισθητό, ό,τι κυρίως συνέχει κάθε αισθητό
συμβαίνον.
Παράλληλα όμως οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε
πως το συνέχον με όλους τους τρόπους επιφάνειάς του είναι μεν μη παραστατό,
αλλά συνέχει τα παραστατά. Δεν είναι αντικείμενο σκέψης, δε μορφοποιείται με
οποιοδήποτε συμβολικό τρόπο, αλλά είναι όχι μόνο αφετηρία κάθε
παραστατικοποίησης, αλλά και της συναντιληπτικής ενσυναίσθησης. Ήδη, αναδύεται
η ενότητα αίσθησης και της αντίληψης με κομβικό σημείο το απόλυτο-συνέχον.
Τι θα μπορούσε να σημαίνει πως το μη παραστατό
φανερώνεται στην ενότητα αίσθησης και αντίληψης;
iv.
Κατά
πρώτο λόγο κραταιώνει όρους, όπως είναι, μηδέν, άπειρο, άτμητο κ. ο. κ., καθώς
τους τάσσει εκτός παραστατικοποίησης, και, στη συνέχεια, μας στρέφει σε όρους,
όπως ενόραση, προθετικότητα, αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη, οι οποίοι λειτουργούν
ως καθρεπτισμοί του μη παραστατού και μας αποτρέπουν από κάποιο νεφελώδες και
ανύπαρκτο επέκεινα και άλλους παρεμφερείς, γνωστούς απ’ τη δυτική οντοθεολογία.
Αντίθετα, οι φυσιοκρατικές φωνές γνωστών
σχολών που πλήθουν, απολυτοποιούν το φυσικό συμβαίνον και κάνουν τον ανθρώπινο
λόγο υποτελή και ερμηνέα μιας ειδωλοποιημένης κατάστασης.
v.
Παραμένει
όμως ένα σκοτεινό σημείο: Τι ονομάζουμε ολότητα, άπειρο, απόλυτο, ταυτότητα,
όταν, παράλληλα, το θεωρούμε άρρητο; Επιπλέον, σε αυτήν την περίπτωση η
συμβολική φύση της γλώσσας η οποία μάλιστα δεν είναι δυνατή χωρίς τις αισθητές
μορφές, τους ήχους, αλλά και την συν-αντιληπτική εν-συναίσθηση, κινδυνεύει να
καταστήσει οτιδήποτε εκφραστό υποτελές του αισθητού, με συνέπεια να μην είναι
δυνατό να εκφεύγει των ορίων του αισθητού.
Αυτή όμως η δυσκολία γίνεται αφετηρία
γόνιμων προβληματισμών. Αυτό καταφαίνεται αν
1. δεχόμαστε πως η φύση του αισθητού είναι
πνευματική,
2.
ο λεγόμενος χώρος δεν είναι παρά φαντασιακή χωρικότητα, και
3. σε
κάθε μορφή αισθητού εικονίζεται το σύμπαν το οποίο δε νοείται ως ολότητα, ως αλλά
ενότητα αποκαλύπτουσα την ολότητα-άπειρο που ως συνέχουσα συνιστά την
πεμπτουσία του συμβαίνοντος.
Ήδη, δεν κάνουμε λόγο αφορμώμενοι απ’ το
αισθητό, ούτε απ’ την αίσθηση
αποκλειστικά. Κάνουμε λόγο για το εξής: Αν η αίσθηση δεν είναι διανοητή χωρίς
τα αισθητά, αν η αντίληψη δεν είναι επίσης διανοητή χωρίς την αντίληψη και τα
αισθητά, τι συνέχει αίσθηση και αντίληψη;
Μία πρώτη απάντηση θα ήταν: Ό,τι τα καθιστά δυνατά ώστε να παράγεται η γνώση. Αυτή όμως η
θεώρηση δε θα είχε νόημα, αν δεν παρέπεμπε στο νοούν υποκείμενο και στη διυποκειμενικότητα
η οποία όμως διαπλώνεται στο σύνολο των αισθητών πραγμάτων. Αν συμβαίνει αυτό,
το νοούν υποκείμενο, κάθε νοούν υποκείμενο, υπέρκειται των συγκεκριμένων
αισθήσεων-αντιλήψεων, τις προφθάνει θα λέγαμε, κατά τρόπο που ό,τι θεωρείται
κενό περιεχομένου συνιστά πληρότητα η οποία ‘’εκπίπτει’’ στον απέραντο κόσμο
των αισθητών πραγμάτων. Συναντάμε έτσι το μηδέν που ταυτίζεται με το παν-άπαν.
Το μηδέν έχει νόημα ως ολότητα και έτσι εγγίζουμε το απόλυτο ως μέτρο του
σχετικού για να είμαστε σε θέση να εκφραζόμαστε. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ό,τι
ονομάζουμε άρρητο δεν εννοείται παρά ως απόλυτη προϋπόθεση κάθε
ρητού-εκφραστού.
Βαθύτερα, κάθε εκφραστό που είναι αναπόφευκτα
μεταβλητό, φθαρτό, κινητό, είναι στην
οντική του φύση άφθαρτο, άρα άρρητο. Μόνο έτσι κατανοείται η ρητή του φύση. Δεν
υπάρχει δυισμός ανάμεσα στο άρρητο και στο ρητό, δεν υπάρχει χώρος όπου το
άρρητο απέχει απ’ το ρητό, ώστε η σιωπή να είναι πληρωματική κατάσταση και
μητέρα του λόγου. Αυτό το νόημα έχει και η κενότητα των Ανατολικών, όπως και ο
αποφατισμός της οντολογίας ιδωμένος χωρίς ζώνες ρητού και άρρητου.
vi.
Όταν
κάνουμε λόγο για οποιοδήποτε ρητό-σχετικό, κινούμαστε, είμαστε εκφραστές του
απολύτου εν πεπερασμένω. Άλλως, δε θα είχε νόημα κανένας λόγος, δε θα υπήρχε
καν νόημα σε οποιαδήποτε ενέργειά μας, πέρα απ’ τις δολιχοδρομίες και τις
αντιφάσεις-πρωθύστερα του ποικιλόμορφου εμπειρισμού και υλισμού.
Πώς επομένως γνωρίζουμε-αναγνωρίζουμε κάθε
μέγεθος, κατάσταση, δημιουργική πνοή και επίτευξη σε όλες τις πνευματικές
προσπάθειες, αν δεν ήταν έγχρονα φώτα του αρρήτου στο σχετικό; Εδώ νομίζουμε
πως οφείλουμε να εγκύψουμε στην πλατωνική θεωρία της γνώσης ως
ανάγνωσης-ανάμνησης, προσθέτοντας ίσως και την αλήθεια της φαντασιακής
χωροχρονικότητας ως μήτρας κάθε προσπάθειας.
Ανα-γνωρίζουμε για να γνωρίζουμε, κάτι που
σημαίνει πως για να αναγνωρίζουμε με την ανάμνηση, γνωρίζουμε ‘’κάτι΄΄ το
οποίο, αναγνωρίζοντάς το, το εκφράζουμε με τις συμβολικές μας δυνατότητες, ρητά
δηλαδή, εκφραστά, κατά τρόπο που το φθίνον ως σχετικό, αποκαλύπτει την αιώνια
φύση του προσδίδοντας έτσι νόημα και λογικότητα.
Δεν προσδίδει απλά νόημα και λογικότητα,
αλλά για να είναι γνήσιο, διάπλωση του συναισθήματος χωρίς την οποία η λογική
διαστρέφεται και γίνεται άγονος λογικισμός.
Αναδύεται η πληρότητα του επιμέρους το οποίο σχετικοποιεί τους όρους μέγιστο και ελάχιστο
η έγχρονη πληρωματικότητα ως κοινωνία πληρότητας, ως αληθής γνώση των
φαινομένων τα οποία διενώνουν μέγιστο και ελάχιστο
vii.
Ήδη, ο τίτλος του πονήματός μας υποκρούει ό,τι
προηγείται, τη φύση δηλαδή του απεριόριστου-αχανούς-απέραντου. Είναι έτσι πλάνη
να αναζητάμε το άπειρο ως ‘’εκτός’’ του πεπερασμένου, ως μία, τάχα, αοριστία,
οσοδήποτε ρευστή και ομογενή. Πρόκειται για διαδεδομένη πλάνη απ’ την οποία μας
ελευθερώνει η στηθοσκόπηση του συγκεκριμένου, κάθε συγκεκριμένου. Έκτοτε, κάθε
παραστατό νοείται άπειρα με το λέγειν-κρύπτεσθαί του, απαλλάσσοντάς μας από
φανταστικές πτήσεις σε ανύπαρκτους ‘’λειμώνες’’.
Πίνακας
Περιεχομένων
Προλογικό………………………………………………….Σελ….
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ύπαρξη και Οντική Φύση
Οι προκείμενες
της Σκέψης ως συστατικό στοιχείο της Γνώσης, Το άχρονο στο έγχρονο, Το Ένσαρκο
ως Μεθόριος, Το Υποκείμενο ως Ορίζων του Κόσμου, Φαντασιακή Συνέχεια και Γνώση. Σελ….
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Άπειρο και Απεριόριστο
Εκτατό και Πνεύμα, Ταυτότητα και
Έγχρονη Ενότητα, Το Είναι των Αισθητών, Ορίζουσα του Αισθητού, Το Υπάρχον, Το
Ον, Η Οντική Ρίζα, Απεριόριστο και Συγκεκριμένο, Το Όριο, Αρχιακές Έννοιες και
Ενόραση, Ταυτότητα και Ενότητα. Σελ….
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Αναβλέψεις
Ορίζοντας και
Ορισμός, Πρώτη Γνώση και Στατικότητα, Γνώση και Επίγνωση, Το Πρόσωπο,
Ενσυναίσθηση, Συνέχον, Ελευθερία, Ήθος, Θυσία, Μαρτυρία, Έγκοσμη Δημιουργική
Αιωνιότητα, Πληρότητα και Πληρωματικότητα, Ελπίδα, Θάνατος, Κάλλος,
Συνέχον-Περιέχον.
Σελ…..
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Συμπεριληπτικό:
Η οντική
φύση του υπάρχοντος
(Το
αδιαμεσολάβητο υπάρχειν ως υπόκρουση του οντικού, Λήθη και Μνήμη, Κοσμάνθρωπος
και ανθρωποκοσμικό συμβαίνον, Κενότητα και Πληρωματικότητα, Χρόνος, Συνέχεια, Ήθος, Γνώση.) Σελ………
Επιλογικό………………………………………
Σελ…..
Οπισθόφυλλο
Μόλις
που απαιτείται να υπομνήσουμε πως η θεματική μας δεν είναι ούτε νέα, ούτε παλαιά, αλλά πως διασημαίνει
διάρκεια απ’ την ηώ των πρώτων πολιτισμών και πως διαμέσου της μυθολογίας, του
μυθικού πνεύματος, της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφικής εντρύφησης,
απασχόλησε απασχολεί και θα παροξύνει το διανθρώπινο προβληματισμό. Ήδη, όροι
όπως αχανές, απέραντο, ατελεύτητο, δεν είναι παρά συναφείς ενδείξεις ενός
προβλήματος το οποίο συχνά, συχνότατα, προσκρούει στις συμπληγάδες αμείλικτων
εμποδίων τα οποία ορθώνονται ως αναπάντητα προβλήματα τόσο από στοχαστές, όσο
και από κοσμολόγους.
ΟΝΟΜΑΤΑ
Alexander S.,(1859-1938), |
Berkeley G., (1685-1753), D’ Ockham G., (1285-1347), Duns Scotus, (1265-1308), |
Hartmann E. von, (1842-1906), Hegel G. W. F., (1770-1831), Hobbes G.,(1588-1679), |
Hume D., (1711-1776), Husserl E., (1859-1938), |
Locke J., (1632-1704), Jaspers K., (1883-1969), Johannes Scotus Eriugena, (810-877), Kant I., (1724-1804), |
Marcel G., (1889-1973), Nāgārjuna, (150-250 περ.), |
Pascal Bl., (1623-1662), Radhakrishnan S., (1888-1975), |
Schopenhauer A., (1788-1860), Schelling F. W. J., (1775-1854), Spencer H., (1820-1903), Spinoza B., (1632-1677), Tillich P., (1886-1965), Whitehead A. N., (1861-1947), Wittegenstein L., (1889-1951), |
|
Αβερρόης (Ibn
Rushd, 1126-1198), Αριστοτέλης,(-384-322), Αρκεσίλαος,
(-316-241), Βουλιουρής Γ., |
Δημόκριτος,(-460-370),
Επίκουρος, (-341-270) |
Ηράκλειτος, (-540-480), |
Καρνεάδης,
(-214-128), Πλάτων, (-427-347), Παρμενίδης, (-540-480), |
Πλωτίνος, (-205-270), |
Πρωταγόρας, (-490-420), Ταμπάκης Ν., |