βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ


ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ


                        Συνηθίζουμε να συνδέουμε το κάλλος με την αισθητική, με τις μορφές, με τα σχήματα, με τις κινήσεις, με τις τέχνες γενικότερα. Είναι βέβαιο πως αφετηρία κάθε εμβίωσής μας είναι η αίσθηση, η αντιληπτική αίσθηση, και για να είμαστε ακριβέστεροι, η συναντιληπτική ενσυναίσθηση, όπως ήδη έχουμε τονίζει.
            Όμως, ας γνωρίζουμε πως άλλο αίσθηση και άλλο αισθητική, όπως άλλο δηλώνει ο όρος φύση και άλλο ο όρος Φυσική. Φυσικά το κάλλος αναφέρεται και στην αισθητική διάσταση ή εκτίμηση του κόσμου, αλλά η αφετηρία δεν είναι εκεί, ούτε η αναφορά είναι αποκλειστική. Ήδη, μετά τον Πλάτωνα και άλλους, ο Hegel τόνισε με έμφαση στην Αισθητική του πως το ωραίο είναι εσωτερική κατηγορία, πως δεν αναφέρεται στην εξωτερικότητα. Θα λέγαμε, για να «απαλλαγούμε» από όρους οι οποίοι, παρά την ιστορική τους σπουδαιότητα είναι γόνιμοι, πως αφετηρία αναζήτησης του κάλλους είναι η συνάντηση αμεσότητας και εξωτερικότητας, κατά τρόπο που οι «διαστάσεις» του δεν αναφέρονται σε καμιά τοπικότητα. Πρόκειται για οικουμενική αλήθεια που μας οδηγεί σε μια βασική διαπίστωση: Η πραγματική «όψη» του κόσμου μας είναι το κάλλος.
            Ήδη, και οι όροι νοητό κάλλος, αισθητό κάλλος, μυστικό κάλλος είναι σχετικοί και παραπέμπουν σε κάτι το απόλυτο: Το κάλλος είναι απαύγασμα του απείρου, του απολύτου, συνιστά το μόνο τρόπο κοινωνίας με το αληθεύον νόημα της ζωής, ό,τι δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στις εμπνοές μας, στις ύψιστες αναζητήσεις μας. Είναι η πληρωματικότητα του ζην, ό,τι δηλαδή συνιστά το πλήρωμα του οντολογικού, του ηθικού, του αισθητικού, αλλά και του λογικού…Δεν είναι τυχαίες οι διαπιστώσεις λογικομαθηματικών που κάνουν λόγο για την αισθητική, για το κάλλος των λογικών και μαθηματικών συλλήψεων.
            Βέβαια, η προβληματική η οποία δημιουργείται είναι απέραντη, αλλά νομίζουμε πως στο Συμπόσιον και στον Φαίδρο του Πλάτωνα τίθενται για πάντα τα θεμέλια περαιτέρω διαπιστώσεων και θέσεων. Ήδη, το ερώτημα γίνεται σαφές και απλό: Τι είναι κάλλος; Αν το ωραίο μετέχει του κάλλους, δεν ταυτίζεται με αυτό, γιατί και οι ωραιότερες μορφές και τα γοητευτικότερα σχήματα ή ήχοι κ.ο.κ. παύουν κάποτε να συγκινούν, παρέρχονται, χάνονται. Υπάρχει κάτι το οποίο είναι παράμονο, κάτι το οποίο δεν παρέρχεται και αυτό δεν είναι παρά η το αληθεύειν της ζωής, το ανέκφραστο, ό,τι καθιστά δυνατό κάθε εκφραστό, ό,τι δίδει νόημα σε κάθε εμπνοή, είτε είναι φιλοσοφική, επιστημονική, λογική κ.ο.κ.
            Κι όμως, οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ναι, το κάλλος δεν ορίζεται, αφού κάθε ορισμός είναι περιορισμός. Δεν ορίζεται, γιατί ορίζει, δε δείχνεται, γιατί δείχνει, δεν εκφράζεται, γιατί ίσταται στην αφετηρία κάθε έκφρασης. Ήδη, κάθε γνήσια εκφράσιμο μετέχει του κάλλους ως απαύγασμά του, κάθε σχετικό, λειτουργεί ως εικόνα, ως κάτοπτρο του απολύτου.
            Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο ιχνεύεται το κάλλος και έτσι συνειδητοποιούμε πως ό,τι βιώσιμο στο χώρο του στοχασμού, της τέχνης, της επιστήμης, της λογικής προσπάθειας, της ηθικής συναντίληψης μαρτυρεί το αγήρω κάλλος, το άφθιτον κάλλος, το αμήχανον κάλλος, για να χρησιμοποιήσω όρους του Πλάτωνα. Απαιτείται βέβαια μέγας αγών, γνήσια εμπνοή και απαλλαγή από κάθε ειδωλικό ανθρωποείδωλο για να φθάσουμε όχι σε κάποιες κορυφές, αλλά στο γνήσιο είναι μας, γιατί «εκεί» διαβλέπουμε το απερίτμητο χαμόγελο του κάλλους, το πλήρωμα και την πληρωματικότητα.
            Ακόμη περισσότερο: Ίχνη κάλλους υποψιαζόμαστε με πραγματική συγκίνηση σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ανεξάρτητα από πολιτισμικό, μορφωτικό, πνευματικό κ.ο.κ. επίπεδο, γιατί η γνησιότητα της ζωής δεν ανήκει σε καμιά προκαθορισμένη ανθρώπινη ομάδα «προνομιούχων». Είναι κοινός κλήρος του ανθρωπίνου.
            Ίσως αντιλεχθεί πως ένα κάλλος ανέκφραστο δεν έχει και μεγάλη σπουδαιότητα, μα προσεκτικότερη θέα μας πείθει πως μόνο έτσι βεβαιωνόμαστε ως προς το ότι η αλήθεια της ζωής συνίσταται στην άρρητη οντολογική, ηθική, αισθητική πληρότητα και καθαρότητα, χωρίς την οποία κάθε ρητό και εκφραστό δε θα είχε νόημα.
Το κάλλος, όμως διαλανθάνει, δεν εικονίζεται, δεν παριστάνεται όπως η ωραιότητα των μορφών, των σχημάτων, των παραστάσεων, δεν είναι παρά μορφή ωριμάζουσα. Οι αισθητικές κατηγορίες, οι ηθικές κατηγορίες, οι γνωστικές κατηγορίες, ουσιαστικά θεωρούμενες, δεν έχουν τίποτε το παραστατό, το φθαρτό, το τμητό. Ιδού λοιπόν το μυστικό του κάλλους, μυστικό το οποίο αναδύεται ως καθαρή μεταφυσική σταθερά: Ό,τι εντοπίζεται, δείχνεται,, περιγράφεται ως φθαρτό κ.ο.κ., είναι απαύγασμα που δηλώνει το ατρεμές ήτορ (Παρμενίδης), την πηγή του νοήματος.
Βεβαίως, πηγή κάθε νοήματος είναι το άπειρο-απόλυτο είναι των φαινομένων. Η έγκοσμη όμως φύση μας αντικρίζει, βιώνει αυτήν την αλήθεια με τον όρο κάλλος. Είναι σημαντικό: Το πεπερασμένο επιθυμείται απ’ το άπειρο, το άπειρο επιθυμεί (Το επιθυμούν, το απόλυτα επιθυμούν άπειρο δεν είναι παρά το απόλυτο είναι μας). Αυτή η ενιαία αμφίπλευρη αλήθεια, πηγή κάθε νοήματος, καθιστά δυνατό το ζην, το κάλλος. Ως πλήρωμα δεν εντοπίζεται, αλλά μας ικανώνει να εντοπίζουμε.
            Ήδη, η πραγματική μας ύπαρξη, η αληθινή μας φύση, είναι κάλλος.*
                                                           
                                                                                                           
           




            *Συνοπτική αναφορά στη θεματική του Φιλοσοφικού Καφενείου (Φιλοσοφία του Κάλλους) που συνεχίζει για έκτη χρονιά τις συναντήσεις του.



Το κάλλος 

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


                                                       


Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
1.      Αίσθηση και αισθητική. Η διαφορά ανάμεσα στην αίσθηση και στην αισθητική αλλά και η εγγύς συνέχεια, αν συσχετίσουμε την αίσθηση με την αντίληψη και με τη φαντασιακή χωροχρονικότητα συνιστούν βασική αρχή λειτουργίας της λογοτεχνικής δημιουργίας. Υπάρχει ενεργός κοινή ρίζα αίσθησης και αντίληψης.
2.      Τέχνη και αισθητική. Η προσπάθεια συμβολικής έκφρασης μύχιων βιωμάτων τα οποία κατοπτρίζονται με εκφραστικές μορφές είναι το κύριο μέλημα της τέχνης.  Αισθητική είναι η αναγωγή του φυσικού σε πνευματικό, η αποκατάστασή του και σε αυτό συνίσταται η αποστολή του καλλιτέχνη. Ο λογοτέχνης στην περίπτωσή μας είναι πνευματικός λειτουργός που μυεί στην ωραιότητα.
3.      Η λογοτεχνική έκφραση.  Οπωσδήποτε η λογοτεχνική έκφραση δεν ταυτίζεται με τον τρόπο έκφρασης των εικαστικών τεχνών (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, μουσική), παρά τις ένδοθεν συγγένειες (κείμενα των Σιμωνίδη και Lessing λ.χ.). Στη λογοτεχνία λειτουργεί έντονα η αρχή της προσωποποίησης, η απόδοση λειτουργιών του συναισθήματος στο φυσικό κόσμο, στις κινήσεις, στις μορφές, στα χρώματα κ.ο.κ., όπως και η απόδοση των εντυπώσεων που προκαλούνται απ’  την κατάνυξη του φυσικού και την προσέγγισή του ώστε να αποδίδονται έτσι τα συναισθήματα, τα βιώματα, οι στοχασμοί. Επιπλέον, η λογοτεχνική έκφραση καταξιώνεται με τη δυναμική της γλώσσας και έχει αμεσότητα και ζωντάνια, παροξύνοντας δημιουργικά το πνεύμα και καλλύνοντας νωπά το εκφραζόμενο που απευθύνεται σε όλους. Για να υπάρχει όμως, να τελείται, κυριότερα, αυτή η λειτουργία, οφείλει να υπάρχει ένας κοινός οντολογικός δεσμός ανάμεσα στο κοσμικό και στο ανθρώπινο συμβαίνον, αλήθεια για την οποία μας πληροφορεί άνετα τόσο η αίσθηση, όσο και η αντίληψη. Σε αυτό στηρίζεται η δυναμική της λογοτεχνικής έκφρασης. Κάθε έκφραση εξάλλου δεν είναι μόνο συμβολική και μυθική, αλλά και σχετική  μαρτυρία του απολύτου στον κόσμο του πεπερασμένου.
4.      Λογοτεχνία και Αισθητική. Η διαφορά των τεχνών του λόγου απ’  τις εικαστικές είναι σημαίνουσα και σημαντική. Η λογοτεχνία εκφράζεται με τη γλώσσα και προσφέρει τη δυνατότητα με τους ποικίλους ιριδισμούς, απροσμέτρητους, αποκάλυψης καταστάσεων ψυχής ανοίγοντας, αναπτύσσοντας, επεκτείνοντας τη δυναμική των λέξεων και των συλλογισμών στα βιώματα, στις συγκινήσεις, στους παλμούς της συνείδησης. Η υψιπέτεια της ποίησης και μυητική του πεζού λόγου δε συνιστούν αφηγηματικές καταστάσεις αλλά προσπάθεια έκφρασης μύχιων βιωμάτων. Ωστόσο και οι εικαστικές τέχνες εκεί αποβλέπουν, αλλά τα δημιουργήματά τους έχουν άλλη γλώσσα. τη γλώσσα της σμίλης, του χρωστήρα, των σχημάτων και των όγκων. Μόνο η εσώτατη μουσικότητα κι η ένταση βιωμάτων, και εδώ η μουσική είναι αποκαλυπτικότατη, διασυνδέει κάθε μορφή τέχνης. Ωστόσο και στις εικαστικές τέχνες συναντάμε παράλληλους τρόπους έκφρασης και αυτό είναι αυταπόδεικτο στις σχολές και στις τεχνοτροπίες. Στη λογοτεχνία όμως έχουμε τη ζωντανή αμεσότητα τη άμεση ομιλία και το νωπό γραπτό λόγο.
5.      Κατά βάθος, η τέχνη και κυρίως η λογοτεχνία με την οποία ασχολούμαστε σε αυτή την ευκαιρία, ανατρέπει τη συνήθη αισθητική του εντυπωσιασμού, της πρόσκαιρης συγκίνησης, το χθόνιο χαρακτήρα των λογοτεχνισμών και των εντυπώσεων και οδηγεί στην κάτοψη του μυστηρίου του εγκόσμως υπάρχειν. Αυτή η αισθητική διενώνει αίσθηση και αντίληψη, ήθος και λόγο, αίσθημα και συναίσθημα στην αλήθεια της ανθρωποκοσμικής ενότητας και στην πηγή της, είναι οδοδείχτης της σιωπής, μυστικό άνοιγμα στο κάλλος.
6.      Η αισθητική της λογοτεχνίας επομένως παραπέμπει, εισάγει, κυριότερα, στο ανέκφραστο, στο άπειρο, στο απόλυτο, στην άχρονη ‘’διάσταση΄΄ του έγχρονου και διενώνει όλους όσοι αναστρέφονται εναγωνίως (τραγωδία) με τον κρύφιο λόγο του υπάρχειν. Αποσπά απ’  το θνητό και φευγαλέο και βυθίζει μακάρια στο άρρητο και στο ανέκφραστο, αναβαπτίζοντας όλες τις μορφές του εκφραστού και κυρίως το πνεύμα της γλωσσικής έκφρασης.
7.      Πώς αποκαλύπτεται η αισθητική της λογοτεχνίας;  Πώς το συμβολικά εκφραστό φωτίζει μύχιες εκζητήσεις του ανθρωπίνου; Ο μέγας αγών έκφρασης του ουσιώδους μέσω της μυθικοσυμβολικής αφήγησης, σύνθεσης και περιγραφής, ο αγών ο οποίος αποσκοπεί στην ανάδειξη του ωραίου, δεν αποβλέπει κατά βάθος παρά στο άρρητο κάλλος. Το κάλλος όμως δεν περιγράφεται αλλά αποτελεί την κινητήρια δύναμη και τον ιδεατό σκοπό. Υπαινίσσεται την ‘’πλησμονή’’ της σιωπής ως δημιουργικής μήτρας του λόγου. Να γιατί οι μεγάλες στιγμές της λογοτεχνίας προσεγγίζουν τις υπέρτερες στιγμές της φιλοσοφικής αναζήτησης.
8.      Ιδιαίτερη μνεία θα οφείλαμε να κάνουμε στον τραγικό λόγο, στο πνεύμα του λαού όπου επωάζονται οι μεγάλοι θρύλοι και παραδόσεις, στοιχεία χωρίς τα οποία η λογοτεχνία είναι αδιανόητη. Ίσως όμως σε άλλη ευκαιρία κάνουμε λόγο ασχοληθούμε με αυτές τις μεγάλες παραμέτρους της λογοτεχνίας.
Σύντομη απόδοση ομιλίας στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (Απρίλιος 2016)


ΚΕΙΜΕΝΑ
Ω, ναι, απήλαυσα…Τι άλλο θα ωνειροπολούσα τάχα εις τον κόσμον; Τι άλλο παρά μίαν στιγμήν να την ίδω;…Και τώρα την έβλεπα επί πολλά λεπτά, τα οποία εφαίνοντο να ήσαν σταγόνες πεσούσαι από το κέρασμα της θείας αμβροσίας εις την τρυφήν του παραδείσου…… Τα ρόδινα ακρογιάλια, σελ. 29, τ. Γ΄ 
Γιατί ζούσε μέσα στον φόβο μήπως αποτραβηχτεί πρόωρα απ’ αυτόν η κατάσταση της έλλαμψης, που ήταν γι’ αυτόν μια ευλογία ή μια κατάρα και πραγματικά πριν από το τέλειωμα του έργου αυτό το φοβερό τέλος του, που απαιτούσε όλο το θάρρος του, και που πολύ μακριά από τις ρομαντικές μουσικές καθάρσεις, επιβεβαιώνει με ένα  τόσο ανελέητο τρόπο το θεολογικά αρνητικό κι ανοικτίρμονα τρόπο του συνόλου, -πραγματικά, λέω, η αρρώστια του τον ξανάπιασε την ίδια ακριβώς τη στιγμή, που ετοιμαζόταν να καθορίσει αυτήν την υπέρμετρα πολυφωνική εφόρμηση των ευρισκομένων στις πιο ακραίες θέσεις ήχων του σώματος των χαλκών που έκαναν την εντύπωση ενός ανοιχτού βαράθρου για ένα βούλιαγμα χωρίς ελπίδα…Τόμας Μαν, Δόκτωρ Φάουστους, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1992 Σελ. 579.
Ήταν νύχτα και η καρδιά μου ήταν πιο βαριά
 απ’ την πέτρα στην άκρη του σχοινιού
μα να, περπατώντας σιγά σιγά
αισθάνθηκα την εσώτερη ζωή μου
την άγαμη, την αγέννητη
την ενέργεια του εσώτερου είναι μου…
P. Claudel, Tête d’ Or, Mercure de France,1959, σελ. 22.
Υπήρξε καιρός που ο λειμώνας, το άλσος και το ρυάκι
η γη μας και κάθε βλέψη
έμοιαζαν με μένα
ντυμένα με ουράνιο φως
με τη δόξα και τη στιλπνότητα ενός ονείρου…
W. Wordsworth, Ode in Intimations…of Early Chilhood, Penguin Books, 1985.
πολλαί (ψυχαί) μεν χωλεύονται , πολλαί δε πολλά πτερά θραύονται· πάσαι δε πολύν έχουσαι πόνον ατελείς της του όντος θέας απέρχονται, και απελθούσαι τροφή δοξαστή χρώνται.  Φαίδρος, 248b
Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν (μτφ: Η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση, ενώ η ποίηση είναι ομιλούσα ζωγραφική). Σιμωνίδης
ΝΤΑΝΤΕ ΑΛΙΓΚΙΕΡΙ, η θεία κωμωδία. γ΄ παράδεισος, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, έμμετρη μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια: Γιωργής Κότσιρας.
( Η Βεατρίκη ενθαρρύνει τον ποιητή που έχει μείνει εκστατικός  απ’ την ομορφιά της).
Το στοχασμό της πια χαιρόταν μόνη
Η άγια η ψυχή κ’ εγώ το ίδιο,
Κι αυτή που στο Θεό μ’ οδήγαε μου είπε:
                         Ν’ αλλάξεις σκέψη, αφού το ξέρεις που είμαι
Σ’ αυτόν κοντά που τα’ άδικα αλαφρώνει’.
Στο μίλημα  γυρνώ το αγαπημένο
Της παρηγόριας μου κι όση λατρεία
                        Στα μάτια της αντίκρισα, δε γράφω:
                        Κι όχι που δεν αρκούν τα λόγια μόνο,
                        Μα και γιατί  χωρίς τη Χάρη η μνήμη,
                        Πιο δύσκολα το ανείπωτο ιστοράει.
                        Να πω μπορώ  μονάχα τώρα ετούτο:
                        Πως βλέποντάς την, ήμουν λυτρωμένος
                        Απ’ όλες τις παλιές μου επιθυμίες:
                        Γιατί η Αθάνατη Ευφροσύνη, απάνω
                        Που αχτιδοβολούσε στην κυρά μου
                        Κι αντίσκοφτε στην όμορφή της όψη,
                        Με χόρταινε με το χαμόγελό της……

HERMANN BROCH, Βιργιλίου Θάνατος, μετάφραση-επίλογος: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2000.
   …διότι ο πόθος των χεριών δε φτάνει όπως δε φτάνει  κι ο πόθος του ματιού κι ο πόθος του αυτιού, διότι επαρκής είναι μονάχα ο πόθος της καρδιάς και της σκέψης, όταν είναι μαζί, όταν είναι ένα, η ποθεινή ολότητα του απείρου μέσα κι έξω, που θωρεί, γροικά, ψυχανεμίζεται, ανασαίνει την ενότητα της διπλής εισκαιεκπνοής…σελ.19.
            Στο πιο  απομεμακρυσμένο όριο λάμπει το κάλλος,
Απ’ το πιο μεμακρυσμένο σημείο λάμπει μες τους ανθρώπους…σελ.171…
 Ευσέβεια στραμμένη  στην αρχή της προδημιουργίας,
Στο  προθεϊκό στοιχείο του θεϊκού φαινομένου,
Στο κάλλος….σελ. 173…
Το σύμβολο που αναιρεί και  εξιδανικεύει το κάλλος στο χώρο, το κάλλος που αναιρεί και εξιδανικεύει το σύμβολο στο  χώρο…σελ.177
…….Του αποκαλύφθηκε η απελπισία της τέχνης, η απελπισία, η απονενοημένη της απόπειρα
Να δημιουργήσει με φθαρτές ουσίες την ουσία την άφθαρτη…σελ.178…
Φανερώνεται η ανεπάρκεια των χθόνιων συμβόλων,
Αποκαλύπτεται η θλίψη και η απελπισία του κάλλους,
Αποκαλύπτεται η νηφάλια μέθη του κάλλους
Που χάνει τη γνώση  και χάνεται μέσα στην αγνωσία,
Αποκαλύπτεται το νήφον και  νηφάλιον Εγώ,
Η πενία του…σελ.181.
 Η θεανθρώπινη καρδιά εγκλειόμενη και στο θεό και στον άνθρωπο και εγκλείουσα και το θεό και τον άνθρωπο…σελ.329 ‘Όπως όλα τα έργα, έτσι και το δικό μου γεννήθηκε απ’ το σκοτάδι της τυφλότητας…από μια σφαλερή τυφλότητα…έργο τυφλό ό,τι φτιάχνουμε…έργο τυφλών…κι όμως, μας  λείπει η ταπείνωση που οδηγεί στην αληθινή τυφλότητα, στην τυφλότητα που βλέπει…,σελ.582.
 ..καθώς έβγαιναν απ’ το Τίποτα και απ’ το Παν, απ’ το Τίποτα κι απ’ το Σύμπαν, καθώς έβγαιναν ως επικοινωνία, όντας όμως ανώτερα πάσης επικοινωνίας, καθώς έβγαιναν ως έννοια, όντας όμως ανώτερα πάσης εννοίας, καθώς έβγαιναν ως σημασία, όντας όμως ανώτερα πάσης  σημασίας…σελ.722. …διότι ήταν λόγος ευρισκόμενος επέκεινα της γλώσσας…σελ.723.

 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ*
                                       Ι
 Αναλογιζόμενοι και προσπαθώντας να εισδύσουμε στο είναι του γλωσσικού φαινομένου διαπιστώνουμε πως αυταπόδεικτες αλήθειες της ζωής διαλανθάνουν και πως ανακαταλαμβάνουμε τις βαθιές ρίζες του υπάρχειν μας διαμέσου της αναστροφής μας με το γλωσσικό φαινόμενο.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε πως κάθε μορφή έκφρασης, απ’ την καλλιτεχνική δημιουργία μέχρι την επιστημονική μαθηματικοποιημένη γνώση, είναι αμετάθετα συμβολική. Η γλώσσα επομένως (και οφείλουμε να πούμε πως πρωτίστως γλώσσα είναι ο προφορικός λόγος ο οποίος στη συνέχεια ‘’εκπίπτει’’ σε γραπτό με την ανυπολογίστου φοράς και σπουδαιότητας εισαγωγή των συμβόλων γραφής) είναι μορφή έκφρασης, πράγμα που σημαίνει μορφή συμβολικής έκφρασης με την οποία ο εκφραζόμενος δια-δηλώνει μέσω των συμβόλων προφορικού ή γραπτού λόγου κάτι το οποίο δε βρίσκεται στα ίδια τα σύμβολα αλλά στο νόημα το οποίο διεκφράζεται αναπόφευκτα συμβολικά.
Αυτό βέβαια μας οδηγεί σε βαθύτερες σκέψεις που συνιστούν και βασικές προϋποθέσεις θέας και αναθέας της γλώσσας και κυριότερα της λογοτεχνίας. Διαπιστώνουμε δηλαδή πως χωρίς εμβάθυνση στο είναι της αίσθησης, της αντίληψης, της κρίσης και της φαντασίας κινδυνεύουμε να θεωρούμε τη γλώσσα επιφανειακά και να τη θεωρούμε όργανο επικοινωνίας και όχι σάρκα του πνεύματος.
                                                ΙΙ
Συμβολική επομένως η γλωσσική έκφραση, παραπέμπει άμεσα στην ίδια τη γιγνώσκουσα συνείδηση και τείνει να κάνει εκφραστό ό,τι είναι κατ’ ουσίαν άρρητο και απόλυτο, το ανθρώπινο, το ανθρωποκοσμικό είναι δηλαδή. Παράδοξο, αλλά αληθινό: Με τη γλώσσα συμβολίζεται ρευστά, σχετικά, συμβολικά, η αιώνια φύση των πραγμάτων και καθίσταται δυνατή η έκφραση νοήματος.
Ναι, η γλώσσα εκπέμπει, εκφράζει με τη συμβολική της νόημα το οποίο όμως είναι πάντα εκφραστό και το οποίο ισχύει, είναι δηλαδή αληθινό, γιατί συνιστά υπέρβαση του πάντα σχετικού και μεταβλητού χαρακτήρα των πραγμάτων, των αισθημάτων, των συναισθημάτων και των λογισμών μας.
Θα ήταν όμως αυθαίρετη κάθε προσπάθεια ισομορφικής θεώρησης κάθε μορφής έκφρασης, καθόσον η λειτουργία του πνεύματος είναι πολυμερής. Αυτό θα μας δείξει η προσέγγιση της λογοτεχνίας.
                                                ΙΙΙ
Σε δημιουργική αντίστιξη με τις εικαστικές τέχνες των οποίων τις αποκαλύψεις δε μπορούμε να προσεγγίσουμε στην παρούσα συνάντησή μας, οι τέχνες του λόγου, το corpus δηλαδή της λογοτεχνίας διαλαμβάνει τις μορφές του ποιητικού λόγου και τις εκφράσεις του πεζού λόγου, παρόλο που δεν υπάρχουν σαφή και απόλυτα διακριτά όρια στατικού διαχωρισμού.
Θα τα συνθεωρήσουμε επομένως και δε θα επιμείνουμε στην ειδοποιό τους διαφορά, παρά τη σπουδαιότητά της.
Όπως μας είναι αδύνατο να φθάσουμε στις απαρχές του γλωσσικού φαινομένου, στον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν οι πρώτες προϋποθέσεις σμίλευσης του λέγειν, κάτι που οδηγεί τους γλωσσολόγους σε θεωρίες, χρήσιμες μεν αλλά όχι αποκλειστικής ισχύος (πλατωνική, αριστοτελική, καρτεσιανή, στρουκτουραλιστική –δομική, μετασχηματιστική, επικοινωνιακή, φονκσιοναλιστική, κοινωνιστική κ.ο.κ.) ‘’ερμηνείες’’ πολλές απ’  τις οποίες είναι περισσότερο ιδεολογικές και όχι επιστημονικές, κατά παρόμοιο τρόπο  μάς είναι σχετικά εύκολο να ιχνεύσουμε τη μαρτυρία του πνεύματος στο πλήθος γλωσσών, οικογενειών γλωσσών, διαλέκτων, ιδιωματισμών με αναρίθμητους ιριδισμούς που συνέχονται και διαλληλίζονται στον απέραντο πλούτο της γλωσσικής καταλληλότητας του ανθρώπου.
                                                IV
Ας προσεγγίσουμε καταρχήν τις πρωτογενείς γλωσσικές εκφράσεις οι οποίες μαρτυρούν νόηση και εννόηση του συμβαίνοντος, νόηση και εννόηση η οποία εκφράζεται με λέξεις, προτάσεις κ.ο.κ. σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες ανεξαρτήτων πολιτισμικού επιπέδου. Διαβλέπουμε πως πέρα απ’ τις ανάγκες κοινωνίας των ομάδων, αναδύονται άσματα, πρωτινές προσευχές, ύμνοι, τραγούδια, μυθικές αφηγήσεις, συγκινησιακές συνθέσεις οι οποίες υμνούν συμβολικά ό,τι ουσιαστικά είναι ανέκφραστο. Σε αυτές τις μαρτυρίες οι οποίες αναδύονται αυθόρμητα απ’ το πνεύμα του λαού καταγράφονται διαπαντός οι μεγάλες ανθρώπινες, πολιτισμικές και διαπολιτισμικές αναζητήσεις οι οποίες φυσικά πλουτίζονται και εμπλουτίζονται κατά τις βαθμίδες πολιτισμικής και πνευματικής ανάπτυξης, κατά την ανεξάντλητη εξέλιξη της γλώσσας τόσο στο πλαίσιο της συγχρονίας, όσο και το πλαίσιο της διαχρονίας.
Ήδη, κατανοούμε τη σχετικότητα των κατατάξεων τόσο στον ποιητικού λόγο, όσο και στις μορφές πεζού λόγου. Συγκεκριμένα, στην επική ποίηση διαγιγνώσκουμε τις πρώτες μορφές τραγικής θέας της ζωής, όπως και τις υπερόχου κάλλους λυρικές παρορμήσεις, ανεξάρτητα απ’ το συγκεκριμένο μυθικό νόημα των επών, παλαιών και νεωτέρων.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι τραγικοί μας αντλούν κυρίως απ’  τον ομηρικό και το θηβαϊκό κύκλο, δεν είναι τυχαίο το ότι μεγάλες ποιητικές εμπνοές ή τραγικές συνθέσεις των νεώτερων χρόνων ανατρέχουν σε προγενέστερες θρυλικές παραδόσεις των λαών για να ορθώσουν τις δημιουργίες τους.
Το αυτό θα μπορούσαμε να πούμε και για τα είδη του πεζού λόγου. Οι αρχαίοι μύθοι, οι μυθικές δηλαδή διηγήσεις, συνιστούν μυθιστορηματικές απαρχές, οι λόγοι πολεμαρχών εκφράζουν τη ρητορική τέχνη στα σπάργανά της, όπως και προαγγέλλουν το δοκίμιο κ.ο.κ.
Βεβαίως παρεμβαίνουν οι τεχνοτροπίες, οι εμπνεύσεις που δίδουν νέο πνεύμα σε παλαιότερες δημιουργίες, τα θρησκευτικά, πολιτισμικά κ.ο.κ. πρότυπα και ιδέες που μεταβάλλονται κατά τη ροή της πολιτισμικής πορείας, τα ήθη που δεν παραμένουν σταθερά και άλλοι παράγοντες οι οποίοι προσδίδουν στις μορφές της λογοτεχνικής έκφρασης νέο σφρίγος και δυναμική.

                                                V
Πέρα όμως απ’  τις οριοθετήσεις, τα μοτίβα, τις τροπές και τη συνεχώς ανανεούμενη πνοή της λογοτεχνικής έκφρασης, καταστάσεις τις οποίες δε μπορούμε να αναλύσουμε στην παρούσα ευκαιρία, παραμένει κάτι το οποίο αποκαλύπτει με απέραντη ευκρίνεια τη ‘’σχέση’’ γλώσσας και λογοτεχνίας.
Δεν πρόκειται για σχέση, αλλά για κοινωνία. Ενώ σε άλλες μορφές συμβολικής έκφρασης απαιτούνται ειδικές γνώσεις (μαθηματικοί συμβολισμοί που είναι η γλώσσα της επιστήμης, ειδικοί όροι απαραίτητοι στις επιστήμες του ανθρώπου –κοινωνιολογία, αρχαιολογία, πολιτική οικονομία κ.ο.κ.). στη λογοτεχνία η πρόσβαση είναι άμεση γιατί κανένας λογοτέχνης δε μπορεί να μεγαλουργήσει αν δεν αγκαλιάσει τη γλώσσα του λαού, αν δεν εισδύσει στο μυθικό πνεύμα και αν δεν αφουγκρασθεί τις αναμονές της ανθρώπινης ψυχής, αναμονές οι οποίες στις κορυφαίες τους διεκφράσεις φωτίζουν τις μύχιες αναμονές της ανθρώπινης ύπαρξης και διενώνουν μυστικά και πολιτισμούς οι οποίοι τυπικά φαίνονται ξένοι μεταξύ τους. Οι μαρτυρίες είναι νωπές και αυταπόδεικτες και δεν απαιτείται ειδική αναφορά.
Κόρη της γλωσσικής έκφρασης επομένως η λογοτεχνία, είναι και κόρη του πνεύματος των λαών, των βαθύτατων εμπνοών και αναμονών τους κατά τρόπο που το μυθικό της πνεύμα (κάθε συμβολική έκφραση είναι μυθική), ανανεούμενο και εμβαθυνόμενο, αποκαλύπτει τις μύχιες ‘’διαστάσεις’’ της ψυχής. Δεν είναι παυσίπονο, δεν αποτελεί παιγνίδι λέξεων, όπως στους διάφορους λογοτεχνισμούς, αλλά πνοή ζωής και μαρτυρία των απέραντων προοπτικών της γλώσσας-μαρτυρίας του πνεύματος.
Υπάρχει εδώ κάτι το οποίο οφείλουμε να προσέξουμε. Η γλώσσα δεν είναι λογοτεχνία αλλά διαρκής τροφός της. Τροφός της η οποία ως γηραιά μητέρα  της προσφέρει τις απαρχές της συμβολικής έκφρασης αλλά και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις άνθησής της. Αυτό θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε έστω και τηλεγραφικά.
                                                VI
Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε στο μέτρο του δυνατού (είπαμε πως κάθε έκφραση είναι συμβολική, σχετική και μυθική, αλλά εκφράζει το σχετικό εν απολύτω) τον έσω δεσμό γλώσσας και λογοτεχνίας,  διαπιστώνουμε
i.                   την ενότητα γραμματικής και συντακτικού, ενότητα χωρίς την οποία καμία έκφραση δεν είναι δυνατό να εκφράζει νόημα. Αυτή η ενότητα όμως διαυγάζεται απ’ τον αρίφνητο πλούτο των σχημάτων λόγου όπως η μεταφορά, η παρομοίωση, ο παραλληλισμός, το χιαστό, το πρωθύστερο, το υπερβατό κ.ο.κ., σχήματα τα οποία είναι επενδεδυμένα  και με τη συντακτική πλοκή η οποία παράγει τα ποικίλα συντακτικά φαινόμενα σε σαφή συσχετισμό τόσο με τις στοιχειώδεις μορφές έκφρασης, όσο και  με το δυναμικό εμπλουτισμό εκφοράς, όπως κύριες, δευτερεύουσες, ονοματικές και επιρρηματικές εκφράσεις που στην κοινή γλώσσα παρουσιάζονται εμβρυωδώς.
ii.                τη μείξη μορφής και περιεχομένου κατά τρόπο που ο προφορικός λόγος, η κυρίως γλώσσα δηλαδή, αναβαπτίζεται και που, παρόλο που ‘’χάνει’’ τη φρεσκάδα της αμεσότητας ως γραπτός πια λόγος, πορίζει στο λογισμό δυνατότητες περαιτέρω εμβάθυνσης και δημιουργικού οίστρου.
iii.             την ενότητα προφορικού και γραπτού λόγου, ενότητα η οποία καταγράφεται δε όλες τις μορφές της λειτουργίας του πνεύματός μας. Βεβαίως προφορικός και γραπτός λόγος δεν ταυτίζονται, αλλά είναι συμπληρωματικοί. Όπως είναι αδύνατη η θεώρηση του προφορικού λόγου χωρίς το συνυπάρχειν ανθρώπου-ανθρώπων-κοσμικού συμβαίνοντος, κατά παράλληλο τρόπο είναι αδιανόητη η πορεία των πολιτισμών χωρίς τα μνημεία του γραπτού λόγου. Δεν είναι τυχαίο πως με τα πρώτα σύμβολα γραφής οριοθετείται η έναρξη της ιστορικής περιόδου.
VII
Γλώσσα και λογοτεχνία συνάδουν τον πλούτο της ανθρώπινης θητείας στον έγκοσμο περίπλου τους και αποκαλύπτουν τις βαθιές εμπνοές του πνεύματος των λαών και των πολιτισμικών τους προοπτικών που είναι πνευματικές, που διασυνδέουν λόγο και συναίσθημα στην αγκάλη της πνευματικής δημιουργίας. Φυσικά, σε εποχές παρακμής έχουμε παρακμιακά λογοτεχνικά έργα και κατάπτωση της γλώσσας, αλλά αυτό δεν κάνει παρά να φωτίζει όλο και περισσότερο την πνευματική παλαίστρα στην οποία δοκιμάζεται ο άνθρωπος, το φως των θησαυρών της γλώσσας, όταν η ανθρώπινη βιομέριμνα εντρυφεί στον κόσμο των βαθύτερων αιτημάτων της, πέρα απ’ τις επιφανειακές λάμψεις του εφήμερου.
Η γλώσσα, πάντα συμβολική και μυθική, διεμβολίζει τα σκότη της δοξασίας και δείχνει το δρόμο της αληθούς δόξης μετ’  επιστήμης για να χρησιμοποιήσω μια πλατωνική έκφραση, κάτι που περαίνει η λογοτεχνία πριν καταστεί όμηρος των φαινομενικοτήτων, των ψευδαισθήσεων, της ειδωλικής πρόσληψης η οποία καθιστά τη λογοτεχνία ειδωλική έκφραση του ειδωλοποιημένου εγώ.


*Σύντομη απόδοση διάλεξης που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα διαλέξεων της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών στις 20 Ιανουαρίου 2016. 














ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Υπάρχουν πολλές παρανοήσεις, ασάφειες και δυσκολίες ως προς την προσέγγιση των σχέσεων Μεταφυσικής και Φιλοσοφίας ίσως και εξαιτίας των φιλοσόφων οι οποίοι, κάποτε, εκθέτουν τις απόψεις τους κατά τρόπο ο οποίος επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Πόσα δεν έχουν γραφεί λ.χ. για τον πλατωνικό ιδεαλισμό ή για τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό του Καντ; Αν θέλετε, προσθέτουμε και τα ονόματα των Μπέρκλεϋ, Καρτεσίου, Σέλλινγκ, Φίχτε και πολλών άλλων. Θα διαπιστώσουμε πως οι αναφερόμενοι φιλόσοφοι, όπως και άλλοι πολλοί, ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο απ’ τους ιστορικούς και αυτό εγείρει μείζονα προβλήματα πρόσληψης και κατανόησης της φιλοσοφίας. Δεν είμαστε όμως σε θέση να ζήσουμε το φιλόσοφο δαιμόνιο της φύσης μας χωρίς πάθος, χωρίς γνήσιο πάθος το οποίο υπερφαλαγγίζει νικηφόρα όλους τους πειρασμούς δοκησισοφίας και επίδειξης. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, πέρα απ’ τις αδυναμίες τους, υπήρξαν ένθεοι, πλήρεις πάθους, ενθουσιαστικού πάθους που οδηγεί στα κράσπεδα της σοφίας.
            Για να επιστρέψουμε όμως κατευθείαν στη θεματική μας, θέτουμε την απλή ερώτηση: Οι αναφερόμενοι στοχαστές είναι μεταφυσικοί ή φιλόσοφοι; Μπορεί λ.χ. ένας φιλόσοφος να μην είναι μεταφυσικός; Ας προσεγγίσουμε.
            Αν επιθυμούμε να ορίσουμε τη σχέση μεταφυσικής και φιλοσοφίας, οφείλουμε να προστρέξουμε στις βασικές θέσεις της μεταφυσικής, χωρίς να επικαλεσθούμε κατευθείαν στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα. Υπάρχει ένας αναμφισβήτητος δεσμός τους ο οποίος τα καθιστά μεταφυσικά, δεσμός ο οποίος στηρίζεται:
            Ι. Στην αποδοχή ύπαρξης μιας οντολογικής αφετηρίας η οποία είναι ταυτή, ομογενής, αδιάστατη, άναρχη, αναλλοίωτη, άτμητη, άπειρη, αιώνια, απόλυτη. Όπως διακρίνουμε, οι όροι είναι ταυτογενείς και αυτό εκφράζεται ως αρχή της ταυτότητας. Είναι απόλυτη αρχή  που συνιστά την πεμπτουσία της μεταφυσικής. Τη συναντάμε σε όλα ανεξαίρετα τα μεταφυσικά συστήματα, έστω κι αν εκφράζεται διαφορετικά, έστω κι αν οδηγεί σε ποικίλες κατευθύνσεις τους μεταφυσικούς. Είναι εξάλλου γνωστό πως η  μεταφυσική δεν είναι δεδομένο αρχείο, κανόνας ή τύπος. Αν είχαμε χώρο, θα δείχναμε πώς αυτή η αρχή, έμφυτη κατά τη γνώμη μου στην ανθρώπινη αντίληψη, ενεργεί ρηξικέλευθα και ανεπανάληπτα σε κάθε μεγάλο μεταφυσικό σύστημα. Ήδη, το ταυτόν ονομάζεται Θεός, αγαθόν, είναι, απόλυτο, άρρητο, κ.ο.κ., κατά τις περιπτώσεις.Δεν αρκεί όμως αυτό. Απαιτείται και δεύτερη μεταφυσική θέση η οποία στηρίζεται σε δεύτερο προαπαιτούμενο.
            ΙΙ. Στην αποδοχή του αισθητού κόσμου, του κόσμου της εξωτερικότητας δηλαδή ο οποίος είναι τμητός, διαστατός, μεταβλητός, φθαρτός, κ.ο.κ. Όλα αυτά τα γνωρίσματα-χαρακτήρες συνθέτουν τη λογική αρχή της ετερότητας και είναι κατά βάση πόλοι με τους οποίους διαγιγνώσκουμε την ετερότητα των μεγεθών. Ωστόσο, κάθε μεταβλητό είναι και φθαρτό, κάθε φθαρτό μεταβάλλεται, είναι διαστατό, κ.ο.κ. Διαπιστώνουμε  αβίαστα πως ο αισθητός κόσμος ως βασίλειο της ετερότητας γνωρίζεται με βάση τους χαρακτήρες των μεγεθών του τα οποία, εδώ ας προσέξουμε, δεν είναι συλληπτά χωρίς την ταυτότητα. Δε γνωρίζω τι είναι διαστατό χωρίς την ασύλληπτη αρχή του αδιάστατου, αγνοώ τι είναι πεπερασμένο χωρίς την αρχή του απείρου, κ.ο.κ. Αν τα αισθητά ορίζονται, αν οι χαρακτήρες τους γίνονται αντιληπτοί, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αρχής της ταυτότητας που είναι έμφυτη, με την οποία κοινωνούμε ακαταλήπτως και η οποία ως ορίζουσα δεν είναι δυνατό να εντοπισθεί, να ορισθεί. Ορίζει και αποτελεί την αρχή κάθε γνωστικής διαπίστωσης.
Ωστόσο, μεταφυσικές είναι και οι αντιμεταφυσικές θεωρήσεις δεδομένου ότι όροι όπως ύλη, αίσθηση, φυσικοί νόμοι κ.α. είναι αξιωματικά αποδεκτοί από πολλούς φιλοσόφους. Είναι κατ' ουσίαν μεταφυσικοί.
            Φυσικά, οι αρχές της μεταφυσικής, η μόνη θα λέγαμε, η ταυτότητα και οι ταυτολογίες τις οποίες επάγει, δεν αποδεικνύονται (πώς θα ήταν δυνατό, αφού και οι επιστημολόγοι μας διαβεβαιώνουν πως δεν υπάρχει απόδειξη, παρά τις ψευδαισθήσεις μας;). Ίστανται και ορθώνουν τη σκέψη και το λόγο.

            Ήδη, είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τη διαφορά μεταφυσικής και φιλοσοφίας. Ένας φιλόσοφος είναι σε θέση να αρνηθεί τη μεταφυσική ξεκινώντας απ’ τον εμπειρισμό, απ’ το σκεπτικισμό, απ’ την αισθησιαρχία, απ’ τον κοινωνιολογισμό, απ’ τη βουλησιαρχία, κ.ο.κ. Έχει να αντιμετωπίσει όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα με τον τρόπο του και πάντα σε σχέση με τις θέσεις του ή αρχές του. Διαφοροποιείται λ.χ. απ’ το μεταφυσικό σε προβλήματα σχετικά με την ηθική, την αισθητική, τη λογική, την πολιτική φιλοσοφία, τη θεωρία της γνώσης…
            Στον κόσμο του πνεύματος και ιδίως της φιλοσοφικής δημιουργίας βέβαια το αληθεύειν αποτελεί πρώτιστη μέριμνα των ανθρώπων. Ο αγώνας είναι μέγας, μας θυμίζει ο Πλάτων. Σ’ αυτόν τον αγώνα αναμετρούνται οι μεταφυσικές και οι αντιμεταφυσικές  θεωρήσεις απ’ την πρώτη στιγμή που η φιλοσοφία εμφανίστηκε ως ο αιώνιος αρραβώνας της ανθρώπινης ψυχής. Υπάρχουν στιγμές αναμέτρησης και μεγαλείου, υπάρχει γοητεία και κάλλος, διαζωγραφίζονται συλλήψεις οι οποίες αιωνίζουν τον άνθρωπο και τον καθιστούν ικανό να θωρήσει την αλήθεια πέρα απ’ τις τετριμμένες προοπτικές του εφήμερου.
            Δε θα αναλύσουμε στο παρόν κείμενο γιατί η μεταφυσική μέριμνα στέφει την ανθρώπινη παρουσία  απαλλάσσοντάς την απ’ τα αδιέξοδα του κάθε είδους εμπειρισμού, ούτε θα ισχυρισθούμε πως κάθε αντιμεταφυσικό φιλοσόφημα είναι ανάξιο λόγου. Είναι όμως αναμφισβήτητο πως  μόνο η μεταφυσική δημιουργεί στον άνθρωπο κόσμους με θάμβος και βιώματα αρρήτου κάλλους τα οποία ισχύουν, αν λάβουμε υπόψη μας πως η ηθική συγκίνηση, η αισθητική έμπνευση, η γνώση γενικότερα  προσεγγίζουν όχι την περιέργεια, αλλά την αθάνατη εμπνοή αποκρυπτογράφησης Νοήματος της ζωής μας.

                                                                                    Νίκος Μακρής


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΟΣ

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΟΣ


Υπάρχει αναμφισβήτητα ένθεος γοητεία με την οποία καταστέφονται τα έργα της τέχνης τα οποία και αποτελούν χαρισματικές, θα λέγαμε, σφραγίδες των μεγάλων πολιτισμικών δημιουργιών. Διοράται, τόσο απ’ τους ιστορικούς της τέχνης, όσο και απ’ τους επώνυμους και ανώνυμους θαυμαστές των έργων της μια βέβαιη μαγεία την οποία όμως αδυνατούμε να περιγράψουμε με λόγια, χωρίς να κινδυνεύσουμε να ακυρώσουμε ό,τι βαθύτερο μας συνδέει με τις πηγές της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αναζητώντας το είναι της τέχνης περιπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο και πολιορκούμαστε από προβληματισμούς οι οποίοι οδηγούν συχνά σε αδιέξοδα. Γιατί άραγε; Ίσως γιατί οι αισθητικές κατηγορίες και το θρυλούμενο ωραίο παραλλάσσουν και διαμορφώνονται κατά τα πολιτι-σμικά πρότυπα, ίσως γιατί η ίδια μας η παιδεία άλλοτε μας διευκολύνει και άλλοτε μας περιπλέκει στην προσπάθειά μας αποκρυπτογράφησης του είναι της τέχνης.
Ήδη, οφείλουμε να πάμε όσο πιο βαθιά και να διαγνώσουμε έστω και ακροθιγώς την πτόησιν μεθ’ ηδονής (Πλωτίνος), το μυστικό του κάλλους το οποίο θα καταστήσει δυνατή κάθε άξια λόγου κοινωνία μας, τόσο με την αρχή της αισθητικής, όσο και με το είναι της τέχνης. Πρόκειται για ουσιαστική αναμέτρηση με τα έγκατα του είναι μας, για λυτρωτική κα-ταβύθιση όχι μόνο στην καρδιά του αισθάνεσθαι και του αντιλαμβάνεσθαι, αλλά και του έλλογου συναισθήματος, εκεί όπου ο σχηματικός αφαιτερισμός του λόγου απ’ το συναίσθημα δεν ισχύει.
Θα συναντήσουμε άλλες αλήθειες οι οποίες δεν αποκρίνονται μόνο στα θαυμαστικά μας συναισθήματα, αλλά στην όλη μας οντότητα και μάλιστα κατά τρόπο ριζικό και ρηξικέλευθο. Η οντολογική διαφάνεια, έξω απ’ τα στεγανά των σχολών, καθίσταται εναργής όχι μόνο στην αναζήτηση της γνώσης και του ήθους, αλλά και στο χώρο της αισθητικής έξαρσης και συγκίνησης και μάλιστα σε θαυμαστή αρμονία με το ίδιο μας το είναι.





Ι

ΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Αμεσότητα και κόσμος. Είναι γνωστό πως ο κόσμος μας, ο αισθητός κόσμος, η εξωτερικότητα, είναι αδιανότητος χωρίς την αμεσότητά μας η οποία, καθεαυτήν θεωρούμενη, είναι απόλυτη, άπειρη, άχρονη, άτμητη, αδιάστατη, χωρική. Αυτή η πρωτογενής πληροφορία αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση κοινωνίας μας με το αισθητό, με την εξωτερικότητα, όπου το βασίλειο της ετερότητας-πολλαπλότητας των αισθητών αντικειμένων συλλαμβάνεται ως ενότητα στην απέραντη ποικιλία του. Το τμητό, το διαστατό, το πεπερασμένο των μεγεθών συλλαμβάνεται άληστα και συ-νιστά την καταστατική, την αιώνια καταστατική πράξη του κοινωνείν του ανθρώπου με τον κόσμο. Ήδη οι μάταιες ερωτήσεις οι σχετικές με την αρχή και το τέλος του κόσμου-εξωτερικότητας χάνουν την ψευδογοητεία τους μπροστά στη συνειδητοποίηση του άρρηκτου δεσμού της αμεσότητας με την εξωτερικότητα, με τον κόσμο δηλαδή. Η αμεσότητα συνυπάρχει με την εξωτερικότητα, το άπειρό της είναι μέτρο του πεπε-ρασμένου, η σύλληψη του αισθητού ως τμητού, ως διαστατού, κ.ο.κ. δεν είναι παρά κατοπτρική που παραπέμπει άμεσα στη νοητή εστία, στο ά-πειρο υποκείμενο.
Το παράδοξο όμως συνίσταται στο ότι ο κόσμος συλλαμβάνεται ως ενιαίος και αποσπασματικός ταυτόχρονα. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η μυστηριώδης γοητεία του η οποία εγείρει το φιλόσοφο δαίμονα και κινεί σε ιλιγγιώδεις αναζητήσεις. Ακριβέστερα, συλλαμβάνουμε τον κόσμο αλήπτως, ως απόλυτο και χωρίς περιεχόμενο όλο, κοινωνώντας άμεσα μαζί του, μυστικά, θα λέγαμε, κάτι που δεν έχει καταγωγική αρχή, γιατί είναι, και, ταυτόχρονα, πληροφορούμαστε αποσπασματικά, με τη σύλληψη επιμέρους μεγεθών του τα οποία όμως είναι αδύνατο να συλληφθούν καθεαυτά, χωρίς δηλαδή το συνανήκειν τους στην απόλυτη ενότητα του κόσμου μας ο οποίος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Το νόημα διαγράφεται ολικά, ως άληπτη ολότητα και όχι ως συνολική άθροιση μερών, κάτι που ισχύει για τα σύνολα. Το όλο δεν αθροίζεται, γιατί είναι αμερές και αυτό ακριβώς το ασύλληπτο λογικά όλο, το άπειρο, ο χώρος, η αμεσότητα, συνιστά την αρχέγονη αφετηρία η οποία ορίζει αποσπασματικά την εξωτερικότητα, τα μεγέθη της τα οποία μας είναι δυνατό να αθροίσουμε, να θεωρήσουμε, να εκτιμήσουμε.
Τι συλλαμβάνουμε όμως απ’ την εξωτερικότητα; Ιδού το ερώτημα το οποίο μας τίθεται ως αφετηρία κατανόησης της αμεσότητάς μας η οποία, αν και αμερής, καθοράται έγχρονη, ενσώματη, τμητή, πεπερασμένη. Απ’ τα πεπερασμένα μεγέθη της εξωτερικότητας συλλαμβάνουμε μόνο τους χαρακτήρες εκείνους οι οποίοι καθιστούν δυνατή την πρόσληψή τους και αυτό δεν είναι παρά η νοητή τους φύση. Φιλόσοφοι όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Spinoza, o Schelling και αρκετοί άλλοι διατύπωσαν με τον τρόπο τους αυτήν την αλήθεια, αλήθεια η οποία ανήκει σε όλους μας και η οποία είναι διαρκές παρόν μας. Ας προσεγγίσουμε.
Η νοητή φύση των πραγμάτων δεν έγκειται στο φθαρτό και μεταβαλ-λόμενο φαίνεσθαί τους, αλλά στο άληπτο είναι τους που είναι η εκτατότητά τους, η πάγκοινη ιδιότητα-ουσία και κατηγόρημά τους ταυτόχρονα. Έκτοτε το φαίνεσθαί τους καθιστά δυνατή την επιφάνειά τους, την ηρα-κλείτεια φανερή αρμονίην, το κοσμικό τους φαίνεσθαι, το παίγνιο του κόσμου, του ..., με τους μύριους αινιγμούς και υπαινιγμούς όπου είναι, ήθος και κάλλος συνθέτουν πανσθενή ενότητα η οποία αιχμαλωτίζει και ορίζει τη φανερή αρμονία και πολυσημία των φαινομένων. Έτσι οι χαρακτήρες των αισθητών φωτίζονται και καθίστανται προσληπτοί μόνο ως έγκοσμες-έγχρονες διεκφράσεις μιας και της αυτής αλήθειας. Οι διαστάσεις των πραγμάτων, το σχήμα τους, το χρώμα τους, η οσμή τους (ας διαστείλουμε την απόσταση μεταξύ primary και secondary qualities, απόσταση που προκάλεσε προβλήματα όχι μόνο στον Locke, αλλά και στους Πλάτωνα, Descartes, κ. α), οι ποιότητες ή ιδιότητές του, δεν είναι ούτε συλληπτές, ούτε διανοητές χωρίς την ουσία τους η οποία είναι μία, αδιαίρετη, απόλυτη και άπειρη, παρά το ότι οι τελευταίοι όροι δηλώνουν το αυτό, είναι ταυτολογίες.
Ήδη, η αμεσότητα κοσμείται έμφυτα με την πρωτογενή πληροφορία και είναι εν αγνωσία γνώση πριν από κάθε έγχρονη πληροφορία, δημιουργική μήτρα απ’ την οποία εκκολάπτεται κάθε συγκεκριμένη γνώση, φαινομενική οπωσδήποτε, μέχρι να καταστεί επιστημονική-λογική έκ-φραση διαμέσου της μαθηματικά εκφραζόμενης επιστήμης. Πρόκειται για την επιστροφή στο επιγιγνώσκειν της αρχέγονης πληροφορίας, όπου κάθε επιμέρους θεώρηση του επιστητού είναι ουσιαστική κοινωνία με το πρωτογενώς αληθεύειν του Παρμενίδη, κοινωνία όμως εμπλουτισμένη με την υπερφυή διαλεκτική του Πλάτωνα, τόσο διαφορετική απ’ τα σχήματα της νεώτερης και σύγχρονης διαλεκτικής.
Ο κόσμος δεν είναι ούτε βούληση ούτε παράσταση, όπως αποφάνθηκε ο ιδυοφυώς ευαίσθητος Schopenhauer, γιατί, απλούστατα, ο χώρος δεν είναι ούτε αντικείμενο, ούτε φαινόμενο, ούτε καθαρή μορφή εξωτερικής εποπτείας, όπως τον θέλησε ο πατέρας του υπερβατολογικού ιδεα-λισμού, ο Kant. Ο κόσμος είναι ορατό, αισθητό σχήμα του απείρου, του απολύτου και σ’ αυτό ακριβώς το σχήμα χωρίς αρχή και τέλος βρίσκεται πολυθραυσματικά απλωμένη και εγκλωβισμένη ταυτόχρονα η αμεσότητά μας. Γνωρίζει πριν γνωρίσει… Ήδη το αμείλικτο της πραγματικής ύπαρξης του κόσμου δεν τίθεται λογικά, ούτε επιδέχεται λογικές εξηγήσεις. Θυμηθείτε λ.χ. την προσπάθεια του Descartes να αποδείξει την ύπαρξη του κόσμου, προσπάθεια η οποία επικαλέστηκε το Θεό τον οποίο το υποκείμενο συλλαμβάνει ως ιδέα (έμφυτη σύλληψη της ιδέας του απείρου), θυμηθείτε τον Fichte ο οποίος διατεινόταν πως η ύπαρξη του κόσμου οφείλει να γίνει αποδεκτή ως πίστη. Γιατί;
Είναι σαφές πως ο κόσμος είναι ο κόσμος της αμεσότητας. Πρόκειται για διαρκή αφετηρία η οποία καθιστά δυνατή κάθε επιμέρους σύλληψη, κάθε επιμέρους πρόσληψη των μεγεθών της εξωτερικότητας για να καταστεί δυνατή η θετική γνώση η οποία όμως δεν προκύπτει με αφετηρία το αντικείμενο, τα θετικά μεγέθη, τον κόσμο. Αυτή η διαπίστωση, άμεσα προσληπτή, μετατοπίζει ριζικά πολλά προβλήματα τα οποία θέτει ο ρεαλισμός και ο εμπειρισμός, καθιστά δυνατή την ενότητα κόσμου και αμεσότητας, χωρίς να προσφεύγει στην πανθεϊστική μείξη. Ανοίγει διόδους φιλόσοφης θέας του ανθρώπου και ένσοφης θεώρησης των δυνατοτήτων του. Ας προχωρήσουμε όμως στην εξέταση των σχέσεων της αμε-σότητάς μας με τον έγχρονο-έγκοσμο βίο.

 Απόσπασμα απ'  το βιβλίο ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΔΡΟΜΩΝ, 2004

Στα Όρια της Σκέψης

Στα Όρια της Σκέψης


Είναι γνωστό πως τα δυσκολότερα προβλήματα τα οποία αναφέρονται στον άνθρωπο και κυρίως στην πνευματική του δραστηριότητα είναι τα αυτονόητα. Ίσως είναι δύσκολα, γιατί είναι απλά. Το ότι σκεπτόμαστε λ. χ. είναι αυτονόητο, είναι αξίωμα, θα λέγαμε. Δε μπορεί κανένας να αμφισβητήσει αυτήν την ουσιώδη καταλληλότητα της ανθρώπινης φύσης. Απ’ τη στιγμή όμως που προσπαθούμε να εγκύψουμε στην ίδια τη φύση του σκέπτεσθαι, τα μεγάλα ερωτήματα εγείρονται, οι μεγάλες αμφισβητήσεις αρχίζουν, τα γηραιά και γόνιμα διλήμματα επιστρέφουν.
Ήδη πυκνώνουν οι θέσεις, οι θεωρίες αναβλαστάνουν υπό τη φαινομένη, τουλάχιστον,  θαλερότητα των εσαεί προσκτώμενων γνώσεων, οι αλληλοαμφισβητήσεις πολλαπλασιάζονται. Γνωρίζουμε τις δύο κύριες θέσεις και τις ενδιάμεσες ατραπούς. Σκέψη, θα μας πουν οι εμπειριστές, είναι η ενέργεια του εγκεφάλου, κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στη φυσιολογία και κυρίως στη δομή, εξέλιξη και δράση του νευρικού μας συστήματος το οποίο εδρεύει στα εγκεφαλικά κέντρα και ενεργοποιείται με τους νευρώνες.
Όχι, απαντάει η άλλη πλευρά. Ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα γενικότερα δεν είναι παρά το μέσο, το όργανο με το οποίο  η πνευματική φύση του ανθρώπου φανερώνεται  ως σκέψη…
Δεν πρόκειται φυσικά να προσεγγίσουμε καμία απ’ τις δύο απόψεις  στα πλαίσια αυτού του σύντομου δοκιμίου. Αναφέραμε τηλεγραφικά δύο βασικές θέσεις οι οποίες έρχονται και επανέρχονται στην ιστορία του ανθρώπου θέτοντας ταυτόχρονα και άλλα προβλήματα τα οποία αναφέρονται στο είναι της αίσθησης, της αντίληψης, της νόησης, του λόγου, της κίνησης, κ.ο.κ….Ακολουθεί  έτσι ωκεανός  θέσεων, αντιθέσεων, προβληματισμών, απ’ τους οποίους αιωνίζεται η φιλοσοφική διαπορία η σχετική με το ανθρώπινο είναι.
*
Υπάρχει βέβαια στους παραπάνω προβληματισμούς κάτι το πολύ πιο σημαντικό το οποίο μάλιστα ελλοχεύει δημιουργικά. Κάτι χωρίς το οποίο και τα ουσιωδέστερα προβλήματα εκφυλίζονται και χάνουν  τη γονιμότητά τους για να γίνονται σκιές και να οδηγούν  σε άγονες αντιπαραθέσεις υπό την τυπική επιμαρτυρία γηραιών θέσεων  που φαντάζουν πια ως παράκαιρες σχολές, αποστερημένες απ’ την αιώνια νεότητα των δημιουργών τους.
Θα λέγαμε μάλιστα πως απ’ τη στιγμή που οι μεγάλοι προβληματισμού οι αναφερόμενοι στο είναι της  ανθρώπινης σκέψης  τίθενται ως ερωτήσεις εξ’ αντικειμένου, ως εξωτερικά ως προς το υπάρχειν μας ερωτήματα, έχουν ήδη χάσει τη γονιμότητά τους, έχουν εκφυλισθεί και καταστεί ψευδοπροβλήματα. Έτσι εξηγείται και η κατά καιρούς παρακμή του φιλοσοφικού λόγου ο οποίος τρέφεται ήδη απ’ τις κληροδοτημένες αντιπαραθέσεις και απ’ τις παρανοημένες θέσεις μεγάλων παραδόσεων που έχουν γίνει στείρες  σχολές.
*
Σε τι συνίσταται λοιπόν το ουσιώδες  ως προς το είναι του σκέπτεσθαι; Υπάρχει κάποια απόλυτη σταθερά, οικουμενική θα λέγαμε, χωρίς την οποία είναι αδύνατη κάθε προσέγγιση του προβλήματος;
Είναι γνωστό πως τίποτε δεν αποδεικνύεται, δεδομένου ότι  οι ονομαζόμενες αποδείξεις δεν είναι παρά αξιωματικά οικοδομήματα τα οποία από μόνα τους δεν πείθουν ως προς την αλήθεια των  λεγομένων τους. Οφείλουμε να  προσπεράσουμε τις αποδείξεις, να φτάσουμε στα όρια, “εκεί” όπου το υποκείμενο, απογυμνωμένο από παραστάσεις, έννοιες και σκέψεις, “καθορά” την άσπιλη ενότητά του με το απόλυτο, με το συνέχον, με το διαλανθάνον. Δε μεταβαίνει κάπου αλλού, σε φαντασιακούς χώρους, δεν εξέρχεται των ορίων της χωροχρονικότητάς του, αλλά εγκαταβιώνει στο ίδιο της το είναι.
Ήδη αναδύεται  η πληροφορία πέρα απ’ τις διακρίσεις του “έσω” και του “έξω”, του “πριν” και του “μετά”, κ.ο.κ. Τι συμβαίνει λοιπόν; Πρόκειται για την πρωτοπληροφορία, για την αειγενή πληροφορία η οποία δεν έχει καμιά καταγωγική αρχή, η οποία δεν ανάγεται  δε κάτι άλλο, η οποία, αντίθετα, καθιστά δυνατή κάθε επιμέρους αναγωγή, κάθε λογισμό και υπολογισμό. Αν όμως κάτι δεν ορίζεται ούτε προσεγγίζεται  λογικά, αυτό συμβαίνει γιατί ό,τι ορίζεται περιορίζεται αναπόφευκτα, κατά τρόπο που το ορίζον περιορίζει ορίζοντας. Απεριόριστο, άπειρο, ανέκφραστο δεν είναι παρά το οριακά συλλαμβανόμενο ως πρωτοπληροφορία, ό,τι δείχνει τα όρια της σκέψης, κι αυτό σημαίνει το εξής: Το υποκείμενο στις βαθύτατες εμπνοές τρου, εκεί όπου υπάρχειν και είναι ταυτίζονται απερίληπτα,  δεν προσεγγίζεται, αλλά καθιστά δυνατή κάθε προσέγγιση.
Βρισκόμαστε στα όρια τα οποία βέβαια δεν είναι γεωγραφικά, τοπικά, χρονικά. Στη διαρκή μεθόριο όπου το άφραστο ορίζει κατά το δυνατό το φραστό,  όπου το άρρητο δίνει λόγο στο ρητό,, όπου το άπειρο ορίζει-περιορίζει το πεπερασμένο.
Βέβαια, αναδύονται και προκύπτουν μεγάλα προβλήματα με τα οποία συνυφαίνεται η εποποιία του πνεύματος σε όλες της τις πολιτισμικές εκφάνσεις. Η πολυσχιδής ιστορία της φιλοσοφίας με τους δαιδάλους της, ο απέραντος κόσμος της θρησκείας, η πολυποίκιλτη αλουργίδα της τέχνης, ο μόχθος της επιστήμης, αναστρέφονται κατά βάση με το Μέγα Συμβαίνον, το πολιορκούν, το προσεγγίζουν και στο βάθος πληροφορούνται πως κάθε προσπάθεια ορίζεται  από ό,τι δεν έρχεται έξωθεν, αλλά ενσκήπτει , ανα-καλύπτεται βίαια  απ’ την ύπαρξη ως συνέχον της.
*
Στα όρια της σκέψης όμως τελούνται οι μεγαλύτερες, οι ηχηρότερες διακινδυνεύσεις, διαπράττονται ίσως τα ηρωικότερα σφάλματα, συνάγονται οι μεγαλύτερες αυταπάτες, αφού κάθε ανθρώπινη έκφραση , ως ρητή και περιοορισμένη, είναι δυνατό να παραγνωρίζει την αφετηρία της. Ίσως πρόκειται για ιερό  πεπρωμένο  απ’ το οποίο κυοφορείται το αληθεύειν  ως άρρητη βεβαιότητα του γνησίως κοινωνείν με τα όρια, κατά τρόπο που οι αλήθειες και τα ψεύδη μας δεν έχουν παρά δευτερεύουσα σημασία.
Το “άγγιγμα” των ορίων είναι το ουσιαστικά τελούμενο και μακάριοι όσοι συνειδητοποιούν αυτήν την Α-λήθεια. Κοινωνούν με το  αληθεύειν της, όποια κι αν είναι η έγκοσμη δραστηριότητά τους.

Δημοσιεύθηκε στη Σύγχρονη Σκέψη