βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ



ΦΑΝΤΑΣΙΑ: ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ 
                 ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΑΠ' ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΡΟΜΩΝ, 2015, τηλ. 210 2617648
(Διατίθεται επίσης και στα κεντρικά βιβλιοπωλεία)    


ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ
     

 Ε ι σ α γ ω γ ι κ ό  
Στη φιλοσοφική διαπορία και έρευνα το παράδοξο συναντάται με το πραγματικό, αρκεί να υπάρχει αληθής ίμερος προσέγγισης των ουσιαστικών προβλημάτων και καταστάσεων, χωρίς τα οποία δε νοείται συνειδητοποιημένη πνευματική πορεία. Ένας μεγάλος φιλοσοφικός τόπος στον οποίο παράδοξο και πραγματικό συναντώνται και ο  οποίος προκαλεί διαρκώς, χωρίς ωστόσο να έχει ερευνηθεί ικανοποιητικά, είναι η φαντασία.
Όλοι φανταζόμαστε και είμαστε σίγουροι ως προς την παρουσία της φαντασίας μας σε κάθε δραστηριότητά μας. Τι είναι όμως φαντασία και πώς μπορούμε να την αξιολογήσουμε; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τη φαντασιακή μας καταλληλότητα, πολιορκούμαστε από πλήθος άλλων φιλοσοφικών τόπων, όπως μνήμη, αίσθηση, νόηση, αντίληψη, κρίση, συλλογισμός…
Η θεματική γιγαντώνεται και επεκτείνεται αγκαλιάζοντας και άλλες υπερέννοιες θα λέγαμε, όπως χώρος, χρόνος, ύλη.
Επιπλέον, ο προβληματισμός καταλήγει στην αφετηρία του, στο ανθρωπίνως υπάρχειν, στη σχέση είναι και υπάρχειν, στο ανθρώπινο συνειδός και στο είναι της γνώσης.
Γίνεται έτσι σαφές πως η προσέγγιση του φαντασιακού δε μπορεί να γίνεται χωρίς δημιουργική αναστροφή με τα μεγάλα θέματα της φιλοσοφίας και αυτό καθιστά την έρευνα ιδιαίτερα δυσχερή. Κάθε φιλοσοφική δυσχέρεια όμως είναι γοητευτική ως πηγή αφύπνισης και ανασυγκρότησης, ως αφετηρία όλο και πιο ώριμης συνειδητοποίησης του συμβαίνοντος, χωρίς όμως να υπόσχεται την κατάπαυση ή το τέλος του περίπλου σε λιμάνια βεβαιοτήτων…Όσο η φιλοσοφική προσπάθεια είναι όντως φιλοσοφική, τόσο θα κατανοεί το ενδεές της που είναι ουσιαστικός πλούτος της, αφού το φιλοσοφείν είναι αγάπη της σοφίας και ποτέ άφιξη σε ουράνια δώματα.
Αυτό δε σημαίνει πως η φιλοσοφία μας εισάγει σε λαβυρίνθους αβεβαιοτήτων και σε σκεπτικιστικούς λειμώνες, σε δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά…Αντίθετα, ο φιλοσοφικός προβληματισμός, οδοιπορικό χωρίς αρχή και τέλος, ανοίγει παράθυρα γονιμότητας, αντλεί απ’ την παράδοση χωρίς να την καθιστά ιερό φετίχ, προβληματίζει αναδημιουργικά και προσεγγίζει όλο και πιο αποτελεσματικά το ίδιο το ανθρώπινο είναι.
Παρόμοιες σκέψεις μάς δημιούργησε η αναστροφή μας με τις σχέσεις φαντασίας και γνώσης, σκέψεις που μας οδήγησαν σε όλες τις αναγκαίες παραμέτρους χωρίς τις οποίες το φαντασιακό δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Καταδεικνύεται πως δεν πρόκειται για επαναλήψεις, αλλά για αναγκαία προσπάθεια συσχετισμού της φαντασιακής δραστηριότητάς μας με τις άλλες πνευματικές μας λειτουργίες, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να οδηγηθούμε σε γόνιμες διαπιστώσεις.
Θα συναντήσει έτσι ο αναγνώστης θέσεις μας οι οποίες επανέρχονται αναπόφευκτα σε συσχετισμό όμως με την κύρια θεματική, θεωρήσεις εμπλουτισμένες και αρμοσμένες στο νέο πλαίσιο που απαιτεί η παρούσα σπουδή.

Επειδή όμως κάθε φιλοσοφική προσπάθεια απαιτεί και διάλογο όπως και επίκληση της διαχρονικής φιλοσοφικής προσπάθειας, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται ένας φαντασιακός περίπλους ο οποίος αναστρέφεται με ισχυρές θέσεις μεγάλων φιλοσόφων πάντα σε σχέση με το κύριο θέμα μας.
Ήδη στο δεύτερο κεφάλαιο υποκρούεται ο δημιουργικά πλούσιος και αρκετά πολυσχιδής χαρακτήρας της μελέτης και καταδεικνύεται πώς ευρύτερες θεωρήσεις αλλά και συγκεκριμένες αναφορές συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση και στο βάθος της προβληματικής η οποία δημιουργείται.
Ακολουθεί η διερεύνηση του ό,τι αποκαλούμε αρχέγονη-πρωτογενή φαντασία και εδώ ξανατίθενται δημιουργικά τα αναγκαία προβλήματα που σχετίζονται με το ‘’χώρο’’, τη χωρικότητα, τη χρονικότητα και τις συνειδησιακές δυνάμεις, κάτι που διευρύνεται στη συνέχεια καθώς προσεγγίζουμε την έγκοσμη-έγχρονη φαντασία, τη φαντασία μας. Βέβαια, η προβληματική οξύνεται, γίνεται αναφορά σε προγενέστερες θέσεις και προσπάθειές μας, καταδεικνύεται όλο και πιο πολύ ο κυκλικός και συμπληρωματικός χαρακτήρας των μεγάλων φιλοσοφικών-ανθρωποκοσμικών προβληματισμών και ανοίγεται ο δρόμος στη φαντασιακή δημιουργικότητα όπου μελετώνται κύρια θέματα της συνειδησιακής ζωής και των προοπτικών της.
Καταλήγουμε έτσι στις διαθλάσεις του φαντασιακού συγκεκριμένα, σε συγκεκριμένες δηλαδή λειτουργίες και προσπάθειες του πνεύματος με κατά το δυνατό δημιουργικές αναφορές.
Ο χαρακτήρας της σπουδής μας δεν οδηγεί σε συστηματικές καταγραφές, αλλά προδίδει μεθοδική εμμονή η οποία ‘’αναγκάζεται’’ να επιστρέφει σε θεωρήσεις μας που συμβάλλουν στη γονιμότερο προσέγγιση της θεματικής. Επαναλαμβάνουμε έτσι πως οι συχνές αναφορές στις πνευματικές μας καταλληλότητες δε συνιστούν παρά ‘’αναγκαστικές’’ υπομνήσεις που υποβοηθούν την όσο πιο καρποφόρα προσέγγιση του θέματός μας.
Ήδη το πρόβλημα μάς έχει απασχολήσει και στο παρελθόν, πάντα όμως σε συσχετισμό με άλλα φιλοσοφικά θέματα: (Εγγύτητα και Απόσταση, Δωδώνη, 1998, Τοπικότητα της μνήμης και Κρίση, Χωρικότητα της φαντασίας και συλλογισμός, σελ. 34-45, Ο Λόγος του Πνεύματος, Δρόμων, 2011, Πνεύμα και φαντασία, σελ. 78-87, Πρώτη Φιλοσοφία, Δρόμων 2012,  σελ. 15. 16. 27. 33. 36. 44, 45, 63- 66 κ.α.)
                                                            *
 Με την παρούσα σπουδή συνεχίζεται μια επίμονη προσπάθεια η οποία αποσκοπεί να αναδείξει συγκεκριμένες φιλοσοφικές σταθερές χωρίς τις οποίες δεν είναι διανοητή καμιά αξιόπιστη σκέψη. Δεν αγγέλλεται καμιά πρωτοτυπία, αλλά η βαθιά βεβαιότητα κατά την οποία τα ριζώματα του φιλοσοφείν συναντώνται σπερματικά, συμβολικά, μυθικά και στις λεγόμενες προφιλοσοφικές συνθέσεις και προσπάθειες του ανθρωπίνου πνεύματος. Υπ’ αυτό το πνεύμα τίποτε δεν είναι ριζικά νέο, όσο κι αν κάποιοι φιλόσοφοι, αυταπατώμενοι, υποστηρίζουν το αντίθετο. Άλλο κάθαρση από πλάνες, και άλλο απόρριψη βαθιών εμπνοών της ανθρώπινης φύσης τις οποίες ο φιλοσοφικός λόγος προσπαθεί να καθαίρει. Για την προσπάθειά μας, ό,τι είναι πραγματικά έγκυρο υπάρχει στο ανθρωποκοσμικό μας είναι, αναπτύσσεται υπό διάφορες μορφές και εκφραστικούς τρόπους και το τρόπαιο της φιλοσοφίας έγκειται στο ότι το καθιστά οικουμενικά έγκυρο υπό τις ποικίλες διαθλάσεις του φιλοσοφικού λόγου.
                                                            *
Υπ’ αυτό το πνεύμα, η προσέγγιση της φαντασίας, προσεκτική και μεθοδική, χωρίς να γίνεται συστηματική και να καταλήγει σε σύστημα, τίθεται ως απαραίτητη συνθέτουσα του φιλοσοφικού προβληματισμού, ως συστατική ορίζουσα συνεπούς σκέψης.
Απλούστερα, η φαντασία δεν είναι αντικείμενο προς επεξεργασία ως κάτι το στατικό, δεν περιγράφεται ως κάτι το ερχόμενο εξ’ αντικειμένου, αλλά συνιστά συνθέτουσα του είναι μας και του υπάρχειν μας. Αν το είναι μας δεν ταυτίζεται με το υπάρχειν μας αλλά αποτελεί την έγκοσμη-έγχρονη τροφή του, εύκολα διαπιστώνουμε πως χωρίς το φαντάζεσθαι δεν είναι δυνατή ούτε η νόηση, ούτε η αίσθηση ούτε η αντίληψη, ούτε ο λόγος, ούτε το συναίσθημα.
Η φαντασία δεν είναι μια απλή πνευματική λειτουργία πλάι σε κάποιες άλλες, αλλά συντελεστική ενέργεια της οποίας αφετηρία είναι το απόλυτο, η νόηση, το όλο, το άπειρο. ‘’Εκεί’’ βρίσκεται το είναι της φαντασίας, της αρχέγονης-πρωτογενούς φαντασίας κατά τρόπο που η απλή, η σαφής, η συγκεκριμένη ανθρωποκοσμική φαντασία μας συνιστά την υπαρκτική της έκφραση σε συμπληρωματική σχέση με την αίσθηση, την αντίληψη, τη μνήμη, το λόγο, το συναίσθημα.
Αν αρνηθούμε αυτές τις διαπιστώσεις, καταπίπτει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια σε κάθε μορφή έκφρασής της. Αυτό προσπαθούμε να αναπτύξουμε, χωρίς να εγκλειόμαστε σε ‘’κύκλωμα’’ το οποίο αποκλείει κάθε άλλη προσέγγιση.
 Η διαπίστωση όμως του κεφαλαιώδους ρόλου της φαντασίας συμπίπτει με κάποιες άλλες παρεμφερείς θέσεις μας, όπως η απόρριψη του χώρου ως απόλυτης εξωτερικής ομογένειας, της ύλης ως πρώτης μήτρας απ’ την οποία αναδύεται ο αισθητός κόσμος, η αποδοχή του κόσμου μας ως πνευματικού, κάτι το οποίο καταργεί τη διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού, η συνειδητοποίηση κοινωνίας μας με το κοσμικό είναι που δεν προκύπτει αλλά αναδύεται αχρόνως και η συνακόλουθη θέση κατά την οποία σε κάθε αισθητή ύπαρξη αγγέλλεται το απόλυτο κοσμικό είναι το οποίο δε μπορεί να είναι ‘’αντικείμενο’’ παράστασης. Παραστάσιμο είναι μόνο το σχετικό, το πεπερασμένο το οποίο αποτελεί συμβολική μαρτυρία και εκφράζεται με σύμβολα. Συμβολική η παράσταση κοσμικών μεγεθών ή και καταστάσεων, είναι αναπόφευκτα και σχετική και εδώ διαπιστώνουμε πως απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού που έτσι μόνο είναι γνώσιμο. Κάθε σχετικό έτσι ορίζεται απολύτως.
Ήδη, απ’ τις προκείμενες, μερικές απ’ τις οποίες αναπτύσσονται λεπτομερέστερα κατά τις ανάγκες της σπουδής μας, διαπιστώνουμε πως καμιάς μορφής έκφραση δεν είναι δυνατή χωρίς τη φαντασία.
Είτε καταφεύγουμε στη συμβολική έκφραση της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της τέχνης αλλά και της ηθικής και της λογικής, διαπιστώνουμε πως η παρουσία της φαντασίας είναι όχι απλά καθοριστική, αλλά απολύτως απαραίτητη.
Δεν αρκεί όμως αυτό. Φαντασιακή είναι κάθε συνειδητοποίηση που ορίζει το ανθρωπίνως υπάρχειν, όπως η θέληση, η απόφαση, η ελευθερία, φαντασιακή είναι η επώαση και έκφραση κάθε συναισθήματος και σκέψης.
Ήδη όμως ανοίγεται το απέραντο πεδίο διάπλωσης και δημιουργικής μετοχής της φαντασίας σε κάθε μορφή πνευματικής δημιουργίας, απ’ τις επιστήμες του ανθρώπου, όπως αναπτύσσονται στην απέραντη ποικιλομορφία τους μέχρι τις θετικές επιστήμες. Το πλούσιο αυτό πεδίο πιστοποιεί ό,τι προηγείται και καθιστά τις ας πούμε δύσκολες σελίδες βατές και συγκεκριμένες.
Αυτές τις αλήθειες θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και είναι βέβαιο πως θα συναντήσουμε αρκετές μεγάλες εμπνοές του φιλοσοφικού λόγου και όλων του των εκφράσεων χωρίς βέβαια καμιά διάθεση αυτάρεσκης πρωτοτυπίας, γιατί πρωτότυπο είναι ό,τι προέρχεται απ’ το μόχθο των αιώνων και των πολιτισμών, ό,τι επιμένει, παρά τις τοπικότητες έκφρασης και τις πολιτισμικές ιδιοτυπίες, ό,τι καθαίρεται χωρίς να μηδενίζεται. Στο βάθος αναδύεται το οικουμενικό consensus, το κοινό αισθητήριο (sensorium) το οποίο ο φιλοσοφικός ίμερος οφείλει να αναδεικνύει και να καλλιεργεί. Άλλως, η προσπάθειά θα ήταν ατελής, δεδομένου ότι το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν και συνδιαλέγεσθαι αποτελεί προϋπόθεση κάθε δημιουργίας. Ειρηνικός διάλογος, αμοιβαίες συναντήσεις ή και διαφοροποιήσεις, δημιουργούν οπωσδήποτε τις ευγενέστερες αφετηρίες φιλοσοφικού προβληματισμού. Απαιτούνται τάχα και τυπικές ευχαριστίες στις φίλες και στους φίλους που συμπορεύονται με το συγγραφέα;         
Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις μας, στα πλαίσια των Αθηναϊκών Βραδινών Φιλοσοφικών Συζητήσεων και Αναζητήσεων του Φιλοσοφικού Καφενείου, για δέκατη έκτη συνεχή χρονιά, υπήρξαν πηγή έμπνευσης και αναδημιουργικής πνοής. Πραγματοποιήθηκαν στο φιλόξενο πατάρι του ζαχαροπλαστείου ΚΟΡΑΗΣ (Ιπποκράτους 35 και Δερβενίων), όπως και στο Το Καποδιστριακόν (Ακαδημίας 48). Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Χύτα και το προσωπικό όπως και την πρυτανεία του Π. Α. για την ευγενική τους φιλοξενία. Στους φίλους και στις φίλες που μετείχαν δεν εκφράζονται απλές μόνο ευχαριστίες, αφού είναι και συντελεστές της προσπάθειας. Στον εκδότη, λόγιο και ζηλωτή του καλού βιβλίου κ. Ζώη Μπενάρδο ο οποίος επωμίσθηκε και την παρούσα έκδοση με πνεύμα αυταπάρνησης, όπως κάθε χρόνο. Γι’ αυτό, το βιβλίο τους αφιερώνεται εγκάρδια.
                                                                         

                                               





                                                      I
                               ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Σύντομος φαντασιακός περίπλους θα μας διευκολύνει να προσεγγίσουμε ουσιαστικότερα το μέγα πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη φαντασία και τη γνώση. Είναι αλήθεια πως θέσεις διατυπώθηκαν από αρκετούς έγκριτους φιλοσόφους, δεδομένου ότι κάθε προσπάθεια προσέγγισης της φαντασίας επικαλείται αναπόφευκτα στην αίσθηση, την αντίληψη, τη μνήμη, για να μην επεκταθούμε στα προβλήματα τα σχετικά με το χώρο, το αισθητό, τη χρονικότητα…
Ήδη, ο Πλάτων είναι αποκαλυπτικός όταν δηλώνει πως η αίσθηση σώζεται με τη μνήμη: Σωτηρίαν τοίνυν αἰσθήσεως την μνήμην λέγων ὀρθῶς ἂν τις λέγοι κατά γε την ἐμήν δόξαν[1]. Ωστόσο στο πλατωνικό έργο η φαντασία, καίτοι στηρίζεται στη μνήμη, μάς οδηγεί στην περίφημη θεωρία της ανάμνησης χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η γνώση[2]. Θα αναφερθούμε σε αυτό το μέγα πρόβλημα σε άλλο κεφάλαιο, αλλά σημειώνουμε πως είναι αδύνατη η προσέγγιση της γνώσης χωρίς αυτήν την ‘’αναγωγή’’ του πνεύματος στη φαντασία ή στην πλατωνική ανάμνηση. Στο πλατωνικό έργο η φαντασία παρουσιάζεται περισσότερο με τις φαντασιώσεις τις οποίες δημιουργούν τα πάθη της ψυχής[3] στα οποία οφείλονται όλα τα αρνητικά στοιχεία της ζωής που ουσιαστικά δεν αποτελούν παρά πλάνες και φαινόμενα που οντολογικά δεν έχουν καμιά ισχύ.
Εδώ ακριβώς το πλατωνικό έργο είναι αποκαλυπτικό. Θεμελιώνοντας ο Αθηναίος τη γνώση και τις αξίες της ζωής στην αιώνια φύση του κόσμου των ιδεών, επιμένει περισσότερο στο άσπιλο και στο αμόλυντο της άμεσης κοινωνίας με τον κόσμο του αγαθού, στην ἐξαίφνης πρωτοπληροφορία η οποία θεμελιώνει τη γνώση, το ήθος, το άφθιτο κάλλος. Ήδη, η φαντασία περιττεύει, επειδή ακριβώς το είναι των πραγμάτων είναι άμεσα κοινοποιήσιμο, επειδή ουσιαστικά προηγείται κάθε αναγωγής, υπερβατολογικής ή ειδητικής, όπως θα δούμε σε άλλες περιπτώσεις. Η μαιευτική του Σωκράτη γίνεται διαλεκτική και αυτό προδηλώνει την πρώτιστη γνώση η οποία κινεί τη διάνοια στην αναζήτηση του ό,τι τη συνέχει. Δεν απαιτείται τόσο η φαντασιακή ετοιμότητα, όσο η άγρυπνη μέριμνα της διάνοιας, μακριά απ’ τις υποβολές του αισθητού. Γι’  αυτό ακριβώς η μνήμη σώζει  την αίσθηση η οποία με τη σειρά της παραδίδεται στην αναθέα του είναι των αισθητών.
Ο Αριστοτέλης, αντίθετα, πιστός στη ρεαλιστική του αφετηρία, εμμένει με πραγματικά ριζικό τρόπο στη φαντασία χωρίς την οποία είναι αδύνατη η ενέργεια τόσο του παθητικού, όσο και του ποιητικού νου. Για να κατανοήσουμε όμως τη θέση του Σταγιρίτη, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας τις για την αίσθηση και τη μνήμη θέσεις του, θέσεις πραγματικά κλασικές. Βαθύτερα ακόμη, οδηγούμαστε στην αριστοτελική εντελέχεια και εκείθεν στον υποβόσκοντα παμψυχισμό του φιλοσόφου[4].
Ήδη, ενδεικτικές αναφορές είναι καθοριστικές: Τά γάρ φαντάσματα ὣσπερ αἰσθήματά ἐστι, πλήν ἂνευ ὓλης[5]. Ο όρος φαντάσματα δηλώνει τις παραστάσεις οι οποίες βέβαια δεν έχουν καταστεί έννοιες. Αυτό θα γίνει με τον παθητικό και τον ποιητικό νου, τα ανώτερα στοιχεία της ψυχής. Ήδη όμως ανακύπτουν πολλά προβλήματα σχετικά με το είναι των φαντασμάτων: Διασώζουν όντως τη φύση των αισθητών ή την παραμορφώνουν, όπως διατείνονται οι σκεπτικοί όλων των εποχών; Για τον Αριστοτέλη η αίσθηση είναι συνενέργεια της ψυχής, εντελέχειας του σώματος, το οποίο αισθάνεται δυναμικά, εντελεχειακά, και του αντικειμένου το οποίο είναι και αυτό εντελέχεια, αυτοπραγματούμενη, δυναμικά αυτοπραγματούμενη αισθητή ουσία, κατά τρόπο που το αισθάνεσθαι είναι αμοιβαία συνάντηση εντελεχειών, τρόπος κοινωνίας και όχι μήνυμα που καταγράφεται παθητικά απ’  τα αισθητήρια. Διακρίνουμε στην αριστοτελική σκέψη το ρόλο της φαντασίας κατά την πνευματική προσπάθεια που αποσκοπεί στη γνώση. Είναι αναγκαία και πολύτιμη. Ο ακόλουθος ορισμός είναι εντυπωσιακός: Ἡ φαντασία ἂν εἴη κίνησις ὑπό τῆς αἰσθήσεως τῆς κατ’ ἐνέργειαν γιγνομένη[6]. Κίνηση επομένως η φαντασία; Αν λάβουμε υπόψη μας την εντελεχειακή δυναμική του κόσμου, η δύναμη της ψυχής η οποία προϋποθέτει τη μνήμη αλλά και την αίσθηση, δρα ως ενεργητική- κινητική αίσθηση η οποία προσάγει στο νου το ‘’υλικό’’ της γνώσης.
Βέβαια, το ουσιώδες δεν επιτελείται με τη φαντασία, αλλά την προϋποθέτει αναπόφευκτα. Απλά, κατά τον Αριστοτέλη δεν είναι δυνατό να υπάρχει γνώση χωρίς τη φαντασιακή δυναμική.
                                                            *
Διακρίνουμε επίσης τη φορά της φαντασιακής διεργασίας και στους στωικούς. Οι φαντασίες-παραστάσεις, κοινά εντυπώσεις, έχουν ουσιαστική δυναμική η οποία τις καθιστά καταληπτικές έννοιες με τη βοήθεια του ηγεμονικού. Βέβαια, στους Στωικούς ο πανθεϊσμός είναι ενεργός κατά τρόπο που το αισθητό κατοπτρίζεται στο νοητό και δεν είναι παρά φάντασμα διανοίας αντίστροφα. Ωστόσο, μόνο με τη δύναμη της διάνοιας η αίσθηση συνειδητοποιείται ως αντιληψη (κατάληψις) και η αλήθεια γίνεται πια ἀμετάπτωτος. Ας σημειωθεί πως το εννόημα γίνεται φάντασμα διανοίας κάτι που σημαίνει πως τα εννοήματα, οι έννοιες και συνεπώς οι προτάσεις δεν προσθέτουν τίποτε το ουσιώδες στο συμβαίνον. Απλά τελείται συνειδητοποίηση[7] του συμβαίνοντος κατά τρόπο που η φαντασία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα γνώσης, αληθούς γνώσης. Θα προσπαθήσουμε να προσθέσουμε περισσότερα προστρέχοντας στο νεώτερο πανθεϊσμό, αλλά το ουσιώδες παραμένει όπως βασικά προδιαγράφηκε απ’  τη στωική φιλοσοφία και κυρίως απ’  το Ζήνωνα. Βασικά επομένως, ό,τι εννοείται φαντασιακά δε διαφέρει απ’  το συμβαίνον, αλλά ταυτόχρονα χωρίς τις καταληπτικές φαντασίες δεν υπάρχει γνώση.
Ρηξικέλευθος ανακαινιστής του πανθεϊσμού,  ο Spinoza, θεωρεί τη φαντασία έκφραση της προσπάθειας του πνεύματος χωρίς να εισέρχεται στην ενδότερη φύση της[8]. Για να είμαστε ακριβέστεροι, η μνήμη είναι σειρά, σύνδεση ιδεών που παρουσιάζουν τη φύση των πραγμάτων (L’ Éthique, σελ. 102), αλλά δεν αρκεί, γιατί απαιτείται αληθής θεώρηση την οποία ο νους συλλαμβάνει. Ωστόσο, η φαντασία συχνά εκτρέπει και μόνο ο νους νοεί το αληθεύον νόημα, (σελ. 38) αλλά, ταυτόχρονα, είναι η μόνη δύναμη η οποία μάς αποτρέπει απ’ τον κίνδυνο ειδωλοποίησης, αφού αιωνίζει κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα. Η πραγματική γνώση σε όλους τους τομείς είναι περισσότερο φαντασιακή παρά πραγματική, (σελ. 307) αρκεί η φαντασία να αγρυπνεί και να παραδίδει στο πνεύμα την απόφαση και τη γνώση της πραγματικής φύσης των πραγμάτων.
Διακρίνουμε πως ο Spinoza είναι και θετικός και αρνητικός απέναντι στη δραστηριότητα της φαντασίας της οποίας όμως δεν ορίζει την οντολογική υφή. Δέχεται πως χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει γνώση, αλλά, ταυτόχρονα, είναι αρκετά επιφυλακτικός, ίσως επειδή συγχέει το φαντασιακό με τις φαντασιώσεις. Δεν είναι τυχαίος ο αγώνας του ουσιαστικής γνώσης των συναισθημάτων, οπότε κατισχύει ο λόγος.
Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο και άπτεται της μεγάλης ερώτησης της σχετικής με το λεγόμενο χωροχρόνο. Μόνο προσεκτική θεώρηση της φαντασίας οδηγεί και στην καρποφόρα αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος που βρίσκεται στην καρδιά της φιλοσοφίας.
Ο δυναμικός πανθεϊσμός του Hegel, πληθωρικός και τολμηρός, κάνει λόγο για αναπαραγωγική φαντασία την οποία ταυτίζει με τη διάνοια: Η διάνοια η οποία τελείται σε αυτό το πεδίο είναι η αναπαραγωγική φαντασία, η πηγή των εικόνων που προέρχονται απ’ την καθαρή εσωτερικότητα του Εγώ το οποίο τις έχει στο εξής στη δικαιοδοσία του[9]. Ταυτίζεται η διάνοια με την αναπαραγωγική φαντασία; Σε τι διαφέρει η καθαρή φαντασία απ’ την αναπαραγωγική ή δημιουργική, όπως την αποκάλεσαν άλλοι φιλόσοφοι;
Απ’ τους σπάνιους φιλοσόφους οι οποίοι συνέδεσαν τη φαντασία με το χώρο αλλά και το χρόνο, ο Hegel κάνει λόγο για ενορατική διάνοια η οποία πια έχει ‘’συλλέξει’’ το αισθητό, καθιστά το χώρο και το χρόνο πλήρεις, την ενόραση δική της και αλλάζει τη φορά: Το περιεχόμενο αυτής της δραστηριότητας είναι πια το έργο του πνεύματος. Ο φιλόσοφος κάνει λόγο για παραγωγική μνήμη στην καρδιά της φαντασίας.
Σκοτεινός ενίοτε ο Hegel[10], καθιστά αρκετά σαφές πως η πραγματική μνήμη, η πραγματική φαντασία είναι δημιουργικές και αναπαραγωγικές δυνάμεις του πνεύματος, της διάνοιας, έχουν άπειρη φύση, καθιστούν δυνατό το σκέπτεσθαι. Δε μπορούμε να επιμείνουμε, γιατί θα ξανοιγόμασταν σε όλα τα προβλήματα της γνωσιοθεωρίας. (Παρεμβάλαμε τους Spinoza και Hegel επειδή ανήκουν στην πανθεϊστιή σχολή υπό την ευρύτερη έννοια του όρου)                                  
*
Ο Πλωτίνος, ανακαινιστής και μάλιστα ρηξικέλευθος της πλατωνικής σκέψης, εμμένει στη μνήμη την οποία ωστόσο υποβαθμίζει στο μέτρο που δεν είναι ουσιαστικός συντελεστής της γνώσης. Για τον κύριο εκφραστή του Νεοπλατωνισμού, ἡ μνήμη, καί ὃταν τῶν ἀρίστων ᾖ οὐκ ἂριστον[11]. Η μνήμη δεν είναι δυνατό να πορίζει ακριβή εικόνα του είναι των πραγμάτων, γιατί τα τελευταία έχουν άφθαρτη φύση, σε αντίθεση με τις μνημονικές τους παραστάσεις οι οποίες οφείλονται στον αμφίβολο χαρακτήρα της αίσθησης. Ήδη και η φαντασία πάσχει και εδώ αναπροβάλλει η πλατωνική ανάμνηση η οποία εγγυάται την πραγματική γνώση που δεν έχει σχέση με τις αισθητές παραστάσεις. Απαιτείται διερεύνηση της ίδιας της ανάμνησης και της σχέσης της με τη φαντασία, κάτι στο οποίο θα επανέλθουμε. Ας τονίσουμε πως προσεκτικότερη προσέγγιση του φαντασιακού όχι μόνο στους κλασικούς της Αρχαιότητας, αλλά και σε άλλους στοχαστές που εκφράζουν το βάθος της πολιτισμικής τους παράδοσης απαιτεί συνεξέταση του λεγομένου χωροχρόνου. Εκείθεν θα αντληθούν σημαντικές θεωρήσεις.
Οφείλουμε ωστόσο να σταθούμε  σε έναν άλλο νεοπλατωνικό, παρά τις αμφίβολες θέσεις του οι οποίες αναμειγνύουν και θεουργικά στοιχεία, άκρως επικίνδυνα για το φιλοσοφικό προβληματισμό. Ο Ιάμβλιχος ανήκει, παρόλα αυτά, στους στοχαστές οι οποίοι είδαν διεισδυτικά το έργο της φαντασίας. Ερμηνεύοντας τα Πυθαγορικά Σύμβολα ο Ιάμβλιχος, και κυρίως το παρά λύχνον μη ἐσοπτρίζου, παρατηρεί:  Μή ταῖς κατ’ αἲσθησιν φαντασίαις…ἀλλά μᾶλλον ταῖς κατά το νοητικόν ἐπιστημονικαῖς, ἀφ΄ ὧν λαμπροτάτη τις εὐαυγία και ἀδιάπταιστος περί τό τῆς ψυχῆς ὄμμα συνίσταται ἐξ΄ ἁπάντων τῶν νοημάτων καί νοητῶν καί τῆς περί ταῦτα θεωρίας, αλλ΄οὐκ ἐκ τῶν σωματικῶν καί αἰσθητῶν. (Ιάμβλιχος)[12]
Η διανοητική φαντασία ως όμμα ψυχής-έκφραση της θεωρίας των νοητών, είναι η επιστημονική καθώς κομίζει πραγματική γνώση, σε αντίθεση με την κατ’  αίσθηση η οποία αποδομεί. Αντίθετα, ο φιλόσοφος με τις κατ’ αίσθηση φαντασίες εννοεί τις φαντασιώσεις.
Η πραγματική φαντασιακή φορά, συνεχίζει ο στοχαστής, μοιάζει με χωρικό κάτοπτρο το οποίο είναι καθαρά πνευματικό και άρα δεν έχει ούτε διαστάσεις, ούτε είναι αντικείμενο παράστασης. Το όμμα της ψυχής συνιστά την καθαρή και άπταιστη αυγή που πορίζει την αλήθεια της γνώσης. Είναι σαφές πως εδώ προτυπώνεται έστω και αμυδρά η χωρικότητα της φαντασίας και το έγχρονό της, όπως θα δούμε.
                                                            *
Με τους μεσαιωνικούς στοχαστές τα πράγματα διαφοροποιούνται κάπως, αφού η σκέψη τους ήταν στιγματισμένη απ’  τις αρχές της χριστιανικής πίστης και στηριγμένη στους κλασικούς της ελληνικής αρχαιότητας. Αυτό εξάλλου πορίζει την πρωτοτυπία τους, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά γνωρίσματα. Μπορεί να στηριχθεί μια φιλοσοφική προσπάθεια σε θρησκευτικά δεδομένα, οσοδήποτε αυθεντικά; Στο ερώτημα απαντούν οι μεγάλοι σχολαστικοί και μας λένε με το έργο τους πως αυτό είναι αδύνατο. Μπορεί βέβαια να επεισάγονται όντως νέα στοιχεία, αλλά η φιλοσοφική θεμελίωση είναι κάτι άλλο το οποίο οι στοχαστές του Μεσαίωνα (εννοούμε και τους Ιουδαίους και τους Μωαμεθανούς) αναζήτησαν στην κλασική αρχαιότητα.
Τι νέο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε επομένως; Κατά τον Abélard η συνήθεια της ίδιας της αίσθησης –από όπου προέρχεται κάθε ανθρώπινη γνώση, επιβάλλει στο πνεύμα με τη φαντασία πράγματα τα οποία δεν είχαμε καθόλου τάξει ως σκοπό[13]. Ο φιλόσοφος προχωρεί περισσότερο και επικαλείται τόσο τη βοήθεια της αίσθησης, όσο και της συνήθειας. Χωρίς αυτές τις καταλληλότητες η φαντασία θα ήταν αδιανόητη. Οδηγείται σε νέο συμπέρασμα όταν διαπιστώνει πως όταν απουσιάζει η αίσθηση, η φαντασία παίζει το ρόλο της τελευταίας. ( Des…,σελ. 35).  O Abélard παραπέμπει στον Αριστοτέλη για να βεβαιώσει πως όταν η αίσθηση και η διάνοια παράγονται ταυτόχρονα, έχουμε τη διανόηση χωρίς τη φαντασία[14]. Το βαθύτερο νόημα των διαπιστώσεων του Abélard βρίσκεται στη διασύνδεση αίσθησης, συνήθειας και φαντασίας προς παραγωγή γνώσης, χωρίς ουσιασικότερες θεωρήσεις εκτός της τελευταίας η οποία προβληματίζει έντονα και ανοίγει δρόμους: Είναι δυνατή η γνώση χωρίς τη φαντασία; Ένας πλατωνικός θα απαντούσε καταφατικά, αλλά θα επικαλούταν την ανάμνηση, κάτι το οποίο προδίδει το πλατωνικό προηγούμενο στη γενικότερη θεώρηση του Αριστοτέλη.
                                                            *
Με τη θωμιστική σύνθεση το πρόβλημα διευρύνεται, καθόσον η ψυχή αρχίζει με την αισθητική δύναμη και ο προβληματισμός επεκτείνεται στη διερεύνηση της φύσης του αισθητού. Δεχόμενη η αισθητική δύναμη της ψυχής τα αισθητά, απαιτεί κατά κάποιο τρόπο τη φαντασία η οποία τα συντηρεί. Η φαντασία είναι δημιουργικά συντηρούσα δύναμη η οποία επιτρέπει στο νου να συνεχίζει τη γνωσιολογική διεργασία[15]. Χωρίς να προσάγει κάτι το ριζικά νέο, ο Ακινάτης προχωρεί με εμβρίθεια και διακρίνει την αίσθηση, ουσιαστικά τη μνήμη, απ’  τη φαντασία και μάλιστα σε αρραγή ενότητα με την εντελεχειακή δομή του αισθάνεσθαι.
Ο  σύγχρονος του αγίου Θωμά, πλατωνικός και μυστικός, Bonaventura, θεωρεί πως η επιστήμη της αλήθειας τελείται κατά τρεις βασικούς τρόπους: το συμβολικό ο οποίος μας οδηγεί στην καλή χρήση του αισθητού, το θεωρητικό ο οποίος καθοδηγεί ορθά τη διάνοια και το μυστικό ο οποίος δωρίζει την ‘’αρπαγή’’ του πνεύματος, τη μυστική δηλαδή εμπειρία[16]. Ωστόσο, ο άγιος Bonaventura, στην προσπάθειά του η οποία τείνει να οδηγεί το στοχασμό στη μυστική ένωση, προβαίνει σε ουσιαστικές διαπιστώσεις απ’  τις οποίες ενδιαφέρουσα είναι η ακόλουθη: Η μνήμη συγκρατεί όντως το παρελθόν με την ανάμνηση. (σελ. 61, III, § 2) Τι εννοεί: την πλατωνική ανάμνηση ή τη φαντασία, ή ταυτίζει τη φαντασία με την πλατωνική ανάμνηση;
Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε μετά τις νύξεις που συναντάμε, αλλά οφείλουμε να τονίσουμε πως σε αρκετούς φιλοσόφους και στοχαστές της ανατολικής σοφίας η φαντασία τείνει να εκλείπει υπέρ της άμεσης κοινωνίας του πνεύματος με την άφθιτη φύση των πραγμάτων. Ο Guillaume dOckahm, ακραιφνής νομιναλιστής, θεωρεί πως καμιά πρόταση δεν συντίθεται από ουσίες εκτός της ψυχής: Κι όμως, όπως μια πρόθεση της ψυχής δεν ανήκει στην ουσία αυτών των πραγμάτων, το γένος (έννοιες γένους) δεν ανήκει στην ουσία ενός εξωτερικού πράγματος[17]. Το χωρίο δεν αναφέρεται στη φαντασία, αλλά έμμεσα δηλώνει πως κάθε διανοητική διεργασία είναι καθαρά υποκειμενικό γεγονός.
Διακρίνουμε μάλιστα σε αρκετούς θρησκευτικούς κυρίως στοχαστές και μία εχθρότητα προς το έργο της φαντασίας, επειδή θεωρούν πως χωρίς το φαντάζεσθαι θα ήταν δυνατό η σκέψη να κοινωνεί με το απόλυτο και να αποφεύγει τους έγχρονους πειρασμούς του πάθους και της εγωιστικής προβολής. Υπό τον όρο φαντασία αυτοί οι στοχαστές εννοούν όμως το νόθο λογισμό χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Αναφέρουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Jacob Böhme. Ο θεοσοφικών, εκστασιακών και θεοφαντορικών τάσεων στοχαστής θεωρεί πως η φαντασία του ανθρώπου προέρχεται απ’  τη δηλητηριώδη δαιμονική φαντασία που προκαλεί τη βίαιη δίψα γεύσης της Γνώσης. Της Γνώσης που έχει πια χάσει την παρθενική της αφετηρία, την κοινωνία της με τη Σοφία[18].
                                                            *
Στους νεώτερους χρόνους στους οποίους οφείλουμε να κατατάξουμε ως δυναμικό τους πρόδρομο τον Nikolaus de Cuza το συγγραφέα της Σοφής Άγνοιας, η προβληματική εντείνεται. Πλατωνικός ο Κουζάνος, όπως τον θέλουν οι ελληνικές μεταφράσεις, προσεγγίζει και τον Αριστοτέλη, συνδέει μνήμη και φαντασία δημιουργικά: …Ο άνθρωπος στο ανώτερο αισθητό μέρος της φαντασίας (παραστασιακής ικανότητας) δημιουργεί απεικάσματα ή εικόνες των αισθητών αντικειμένων, αφού είναι ενότητα στην οποία υπάρχουν η ισότητα και η συνοχή…τέλος διατηρεί αυτές τις εικόνες στη μνήμη, διότι είναι συνοχή στην οποία υπάρχουν η ενότητα και η ισότητα[19]. Παραστασιακή ικανότητα ή καταλληλότητα η φαντασία για το στοχαστή, μάς προσφέρει τις λεγόμενες νοητικές εικόνες και αυτό συμβαίνει επειδή το κοσμικό συμβαίνον διακρίνεται για την ισότητα και τη συνοχή. Δεν πρόκειται για ποσοτική ή αριθμητική ισότητα, αλλά για οντολογική (πρβλ. τις πλατωνικές ιδέες), η συνοχή των οποίων τελείται στον κόσμο του αγαθού. Τα νοητικά πράγματα για τα οποία κάνει λόγο στη συνέχεια ο Κουζάνος δεν είναι παρά το είναι των αισθητών το οποίο δε θα νοούσαμε χωρίς τη συνέργεια της φαντασίας.
Ήδη, η μνήμη δεν προηγείται της φαντασίας, αλλά σώζει τα φαινόμενα όπως παρατηρεί ο Πλάτων και διαπιστώνει και ο πλατωνικός Κουζάνος.
                                                            *
Πριν αναστραφούμε, πάντα με συντομία, με τους καρτεσιανούς, αναφέρουμε τις απόψεις του Hobbes οι οποίες θεωρούν τη φαντασία διαφορετικά. Κατά το Βρετανό φιλόσοφο, γνωστό για τη φυσιοκρατική του σκέψη, η φαντασία, λοιπόν, δεν είναι παρά φθίνουσα αίσθηση που απαντάται στους ανθρώπους, αλλά και σε άλλα πλάσματα, τόσο στον ύπνο όσο και στην εγρήγορση[20]. Ταυτίζοντας στη συνέχεια ο φιλόσοφος τις φαντασίες με τα όνειρα, οδηγείται επίσης στην ταύτισή της με τη νόηση[21]. Είναι σαφές πως ο φιλόσοφος, ερμηνεύοντας φυσιοκρατικά τον άνθρωπο ανάγει και την αίσθηση και τη φαντασία και τη νόηση στο φυσικό κόσμο και στη λειτουργία του, αλλά παρόμοια ερμηνεία, ερμηνεία η οποία δεν είναι και πρωτότυπη, βρίσκεται σε οξεία αντίθεση με το ίδιο το πνεύμα το οποίο γίνεται ταυτόχρονα και νομοθέτης και νομοθετούμενος.
                                                            *
Με τον Descartes και τους καρτεσιανούς οι προοπτικές του φαντασιακού φωτίζονται αλλά, ταυτόχρονα, δημιουργούν προβλήματα τα οποία παροξύνουν δημιουργικά το φιλοσοφικό στοχασμό. Ο φιλόσοφος ο οποίος προτείνει τη νέα μέθοδο που βρίσκεται στους ‘’αντίποδες’’ του Αριστοτέλη και, συνεπώς, της σχολαστικής, ξεκινάει απ’  το σκέπτομαι, αλλά προϋποθέτει κάτι σημαντικότερο: Ο άνθρωπος νοεί έμφυτα την ιδέα του απείρου. Μη μπορώντας στο πλαίσιο αυτής της μελέτης να αναλύσουμε αυτή τη θεμελιώδη σκέψη του φιλοσόφου, σκέψη η οποία τον οδηγεί στον ιδεαλισμό, παραθέτουμε ένα σημαντικό του χωρίο, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο θεωρεί τη φαντασία: Με τη λέξη σκέπτομαι εννοώ ό,τι γίνεται μέσα μας με τέτοιο τρόπο που το κατανοούμε άμεσα από μόνοι μας. Γι’ αυτό το λόγο, εννοώ, θέλω, φαντάζομαι, αλλά, επίσης, αισθάνομαι, σημαίνουν ό,τι και το σκέπτομαι[22]. Παρά το νομιζόμενο δυισμό του, ο Descartes θεωρεί πως τόσο η αίσθηση, όσο και η αντίληψη, η μνήμη, η θέληση, η φαντασία, είναι μορφές του σκέπτεσθαι. Προχωρώντας και επεκτείνοντας τη σκέψη του φιλοσόφου, μπορούμε να διακρίνουμε πως στο είναι της τόσο η φαντασία όσο και η μνήμη, η σκέψη, η αίσθηση είναι απόλυτα, συνιστούν εκφράσεις του απείρου στον εν πεπερασμένω σκεπτόμενο άνθρωπο. Τίθενται λοιπόν προβλήματα όπως: Υπάρχει απόλυτη φαντασία, μνήμη, θέληση, αίσθηση; Με αυτές τις ερωτήσεις θα ασχοληθούμε εκτενώς σε επόμενα κεφάλαια, αλλά οφείλουμε να τονίζουμε τη φορά, ίσως υπόδηλη, της καρτεσιανής σκέψης κατά την οποία η φαντασία και οι πνευματικές λειτουργίες γενικότερα είναι άπειρες στην ουσία τους.
Ο καρτεσιανός Malebranche υποστηρίζει πως τόσο οι αισθήσεις, όσο και η φαντασία δε διαφέρουν περισσότερο απ’  τον καθαρό νου, από όσο τα πάθη διαφέρουν απ’ τις κλίσεις[23]. Ο φιλόσοφος τάσσει τις αισθήσεις και τη φαντασία στην ενέργεια του καθαρού νου, κάτι που υποδηλώνει την υπερβατική της[24] αφετηρία, αλλά προχωρεί περισσότερο καθώς στην ανθρώπινη φύση όλα αυτά είναι δυνατό να εκτραπούν, αφού συνιστούν αφετηριακές κλίσεις. Υπάρχει αναμφισβήτητη καθαρότητα της φαντασίας, μια πρωτογενής παρθενικότητα θα λέγαμε (ας αγρυπνούμε ως προς την καθαρότητα της φαντασίας, op. cit., σελ. 252) η οποία καθιστά δυνατή την εκκόλαψη και την ανάπτυξη της γνώσης, μια δυνητική καθαρότητα η οποία όμως μπορεί να εκτραπεί.
Περισσότερο ωστόσο προχωρούν οι καρτεσιανής εμπνεύσεως δημιουργοί της γραμματικής του Port-Royal: οι Nicole Arnauld και Pierre Nicole είναι σαφέστεροι και κατηγορηματικότεροι όταν προσδιορίζουν τη φαντασία συγκεκριμένα. Η φαντασία είναι ήδη σύλληψη, δημιουργική σύλληψη που οδηγεί το πνεύμα, που συνιστά τη βάση του λογίζεσθαι: …Όταν φαντάζομαι ένα τρίγωνο δεν το συλλαμβάνω μόνο ως ένα σχήμα που περικλείεται από τρεις ευθείες γραμμές, αλλά εκτός απ’  αυτό, θεωρώ αυτές τις τρεις ευθείες ως παρούσες με τη δύναμη και με την εσωτερική εμμονή- προσπάθεια  του πνεύματός μου  και είναι ακριβώς αυτό που ονομάζεται φαντάζεσθαι[25]. Η φαντασία δεν είναι απλά πνευματική δραστηριότητα, αλλά θεμέλιο και πλοηγός θα λέγαμε της σκέψης. Προχωρώντας οι Arnauld και Nicole εξετάζουν προσεκτικά τις περιπτώσεις του σφάλματος και συνιστούν την επιμελή προσήλωση του πνεύματός μας (σελ. 33) στις σωζόμενες στη φαντασία εικόνες, νοητικές εικόνες- ιδέες.
                                                            *
Οφείλουμε επίσης να επισκοπήσουμε έστω και σύντομα την άποψη του Hume ο οποίος είναι γνωστό πως είχε ως αφετηρία το ριζικό εμπειρισμό για να καταλήξει, και είναι φυσικό, στο σκεπτικισμό. Βέβαια, τι θα μπορούσε να πει για τη φαντασία ένας σαφής εκφραστής του εμπειρισμού; Εκτός απ’ το αφετηριακό πρωθύστερο κάθε ριζικού εμπειρισμού, στην περίπτωση του Hume και όλων των σκεπτικών εκτός εκείνων που προτιμούν την αλαλία, την εποχή, την αρρεψία, όπως αρκετοί εκπρόσωποι του αρχαιοελληνικού σκεπτικισμού, υπάρχει και εσωτερική αντίφαση, αφού γίνεται λόγος για καταστάσεις και λειτουργίες τις οποίες αγνοούμε και θα αγνοούμε.
Για τον Hume ο οποίος διακρίνει τον ουσιώδη σύνδεσμο των πραγμάτων (conjuction) απ’ τη φαινόμενη σχέση (connexion) θεωρώντας ότι τα πράγματα έχουν τυχαίες σχέσεις μεταξύ τους, κάτι που απορρίπτει κάθε σχέση αιτίας και αποτελέσματος, η φαντασία αποπλανά γιατί μεταφέρει φυσικές καταστάσεις-δεδομένα της εμπειρίας σε μια αυθαίρετη επινόηση, κατά τρόπο που ό,τι φανταζόμαστε δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα[26]. Ήδη, κάθε εικόνα πραγμάτων σχετίζεται με όμοιές της και δημιουργείται έτσι αλυσίδα ψευδών σχέσεων στο φαντασιακό ρου και δημιουργείται η πλαστή εικόνα της συνέχειας, κάτι που οδηγεί και στην πλαστή αρχή της αιτιότητας[27]. Είναι μεν η αρχή της αιτιότητας, η τρίτη λογική αρχή του Αριστοτέλη αμφισβητημένη (αρχή του αποχρώντος λόγου), η αρχή του λόγου, όπως την ονόμασε και την υιοθέτησε και ο Leibniz, οι λόγοι όμως της αμφισβήτησής της που αφύπνισαν και τον Kant, δεν είναι δυνατό να αναζητηθούν στον σκεπτικισμό του Hume. Ο φιλόσοφος όμως μάς παροξύνει θετικά και ως προς το ρόλο της φαντασίας στη γνωσιολογική προσπάθεια και δέχεται τον αναγκαίο χαρακτήρα της. Αποδέχεται πως όλες οι πλάνες της προσπάθειας αποκρυπτογράφησης της γνώσης την οποία βέβαια προσπαθεί να απορρίψει είναι αδύνατο να επισυμβαίνουν χωρίς τη φαντασία. Αν όμως η φαντασία εκτρέπει με συνέπεια να οδηγεί σε φαντασιακές θεωρήσεις άσχετες με τη δομή του πραγματικού, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: Ο Hume προσπαθεί να αποδομήσει τη φαντασία χρησιμοποιώντας την και αυτό συνιστά και πρωθύστερο και αντίφαση.


                                                            *
Πριν προχωρήσουμε στους καντιανούς, ας σημειώσουμε πως ο Leibniz προτάσσει τις αντιλήψεις των πραγμάτων και θεωρεί πως η φαντασία η οποία πρωτοτυπεί βασίζεται στο πλήθος των αντιλήψεων τις όποιες όμως φυλάσσει η μνήμη[28].
Στον Kant, όπως και στους καντιανούς γενικότερα, γνωρίζουμε πως η φαντασία είναι εκείνη η πνευματική ενέργεια με τη βοήθεια της οποίας επιτελείται η υπερβατολογική αναγωγή, η μετατροπή δηλαδή απ’  το πνεύμα μας των παραστάσεων σε έννοιες. Ο Kant προχωρεί περισσότερο και κάνει λόγο για τρεις αρχέγονες πηγές που εγκλείουν τις προϋποθέσεις δυνατότητας κάθε εμπειρίας και οι οποίες δε μπορούν να πηγάζουν από καμιά άλλη δύναμη του πνεύματος. Αυτές οι τρεις αρχέγονες πηγές είναι οι αισθήσεις, η φαντασία, η αντίληψη[29]. Ο Kant προσδιορίζει ακριβέστερα, καθόσον με τις αισθήσεις συνθεώμαστε το ποικίλο το οποίο η φαντασία συνθέτει ώστε να παράγεται η ενότητα, η αντιληπτική ενότητα. Όλες αυτές οι δυνάμεις που προϋποθέτουν και το a priori αλλά και την εμπειρία, κάθε συγκεκριμένη εμπειρία, έχουν υπερβατολογικό και όχι υπερβατικό χαρακτήρα ο οποίος και αναγκαιούσε επέμβαση του Θεού, του απείρου, μιας εξωεμπειρικής δηλαδή πραγματικότητας. Η γνώση παράγεται αποκλειστικά απ’  το ανθρώπινο πνεύμα μόνο κι μόνο με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας. Δεν είναι όμως εμπειρική, γιατί δημιουργός της είναι το ανθρώπινο πνεύμα.
Οι δύσκολες θεωρήσεις του Kant μπορούν να γίνονται κατανοητές αν λάβουμε υπόψη μας πως ναι μεν δεν υπάρχει γνώση χωρίς την εμπειρία, αλλά, ταυτόχρονα, το πνεύμα είναι ανεξάρτητο απ’  την εμπειρία, έχει a priori ικανότητες, ικανότητες δηλαδή οι οποίες καθιστούν δυνατή τη γνώση του αισθητού. Η μετάβαση επομένως απ’  την απλή αισθητή εμπειρία στη γνώση, έργο του πνεύματος, υπερβατολογική και όχι υπερβατική, δε μπορεί να γίνει χωρίς την αίσθηση, τη φαντασία, την αντίληψη. Συνθέτει όμως η φαντασία ή είναι απλά ο ‘’τόπος’’ στον οποίο τελείται απ’  την αντίληψη η διεργασία της γνώσης; Για τον Kant, όπως και για πολλούς φιλοσόφους, η φαντασία συνενεργεί, αλλά το πρόβλημα συνίσταται στο είναι της φαντασίας, αν η τελευταία δεν είναι ούτε αντίληψη, ούτε αίσθηση, ούτε μνήμη. Θα διεξέλθουμε το πρόβλημα σε επόμενα κεφάλαια.
Ο Schopenhauer, αιρετικός και ρηξικέλευθος καντιανός, παρατηρεί πως στον ιδιοφυή η φαντασία βλέπει όχι ό,τι η φύση έχει δημιουργήσει ( η φύση ως φαινόμενο: εξαντικειμενίκευση της Βούλησης, του απολύτου, του καντιανού πράγματος καθευτού) αλλά κάτι στο οποίο η τελευταία δεν έχει φθάσει. Η φαντασία επομένως επεκτείνει το διανοητικό ορίζοντα του πρωτότυπου πέρα απ’  τα αντικείμενα[30], οδηγεί στη σύνθεση. Είναι σαφές πως ο φιλόσοφος προχωρεί κάπως περισσότερο, πάντα στο πλαίσιο της καντιανής σύνθεσης, πως προσδίδει στη φαντασία την επινοητική και δημιουργική της δυναμική, αλλά πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ διάνοιας και φαντασίας; Το ερώτημα θα μας απασχολήσει εκτενώς.
Παρενθετικά σημειώνουμε πως το πράγμα καθεαυτό της καντιανής σύνθεσης απορρίφθηκε απ’  τους Νεοκαντιανούς, αλλά στον Schopenhauer εμμένει ως Βούληση, ως απερινόητη αλήθεια η οποία όμως ορίζει τη φαινομενικότητα.
Καντιανός αφετηριακά και ο Fichte ο οποίος προσπάθησε να θεμελιώσει μεταφυσικά θα λέγαμε την καντιανή γνωσιοθεωρία καταλήγοντας ωστόσο σε προσωπικές θεωρήσεις, αποδέχεται την καντιανή προσέγγιση της φαντασίας, αλλά προσθέτει κάτι το σημαντικό: Στην πράξη του φαντάζεσθαι, το Εγώ είναι ολοκληρωτικά ελεύθερο[31]. Πρόκειται για μια σημαντικότατη πρωτοτυπία η οποία δημιουργεί ριζοσπαστικά δεδομπενα στην προσπάθεια θεώρησης της φαντασίας, της πνευματικής προσπάθειας γενικότερα σε σχέση με την ελευθερία.
Ο φιλόσοφος γίνεται σαφέστερος όταν διαπιστώνει πως οι καντιανές κατηγορίες (οι δέκα αριστοτελικές τις οποίες ο Kant επανέλαβε προσθέτοντας δύο ακόμη) δημιουργούνται στο πεδίο της φαντασίας ταυτόχρονα με τα αντικείμενα για να τα καθιστούν δυνατά[32]. Σημαντική η σύλληψη του Fichte η οποία επαναστατικοποιεί την καντιανή θέση, χωρίς βέβαια να την ανατρέπει.  Ωστόσο, παραμένουν αρκετά κενά, δεδομένου ότι ο λεγόμενος χώρος των καντιανών (και του Fichte επομένως) παραμένει πάντα εμπόδιο για ουσιαστική προσέγγιση της φαντασίας. Αυτή όμως η γνωσιοθεωρητική προσπάθεια με αφετηρία κυρίως το Εγώ εγκλείει μία δυναμική η οποία υπερβαίνει τη γνώση. Πρόκειται για την ανάδυση της ελευθερίας. Υπάρχει έτσι αναμφισβήτητη πρωτοτυπία: Στον Fichte η ελευθερία δεν είναι αίτημα του πρακτικού λόγου, αλλά κυρίως αλήθεια άμεσα συναρτώμενη τόσο με τη γνωσιοθεωρητική προσπάθεια, όσο και με τη δυναμική θεώρηση και υπέρβασή της και μάλιστα φαντασιακά. Ήδη, το αρχέγονο Εγώ του φιλοσόφου, η διανοητική ενόραση, το μη-Εγώ ως εξωτερικότητα, πλέκονται μόνο στο φαντασιακό χώρο. Αυτό φανερώνει την ελευθερία.
Ο Schelling όμως ο οποίος εκκινεί απ’  την καντιανή σκέψη για να οδηγηθεί σε ένα είδος αντικειμενικού ιδεαλισμού θραύει αυτόν τον γρίφο και λέγει στην ύστερη περίοδο της σκέψης του πως ουσία του απείρου είναι το κατανοητό του (Ένας Θεός ακατανόητος ως προς το είναι Του, δεν είναι αληθινός Θεός)[33].
Για φιλόξενη φαντασία κάνει λόγο ο μοναχικός στοχαστής Amiel στο απέραντο Journal Intime[34], για φαντασία η οποία στεγάζει τόσο την ιδιοτέλεια, όσο και τη μεγαλοσύνη, τις απειρικές εμπνοές της ανθρώπινης ψυχής. Ο στοχαστής, παρόλο που προσφεύγει θεματικά στη φαντασία, ενοράται φαντασιακά και θυμίζει τουλάχιστον σε αυτό, έναν άλλο κριτικό της λογοτεχνίας, στοχαστή και λογοτέχνη, τον Blanchot  ο οποίος διασυνδέει με περιπάθεια και εμβρίθεια ταυτόχρονα, το λογοτεχνικό χώρο με τη συνάντηση του φαντασιακού[35]. Ωστόσο, θα επανέλθουμε στη σχέση φαντασίας και στοχασμού σε επόμενες σελίδες.
                                                            *
Απ’  τους νεώτερους φιλοσόφους ο Henri Bergson επιμένει κυρίως στη μνήμη, πιστός στον αφετηριακό του ρεαλισμό ο οποίος τον οδηγεί στη μεταφυσική με βάση την ενόραση και τη διάρκεια. Υπάρχει στο φιλόσοφο ένα ‘’αλογικό’’ στοιχείο, ένα είδος ενόρασης που δεν ταυτίζεται με τη διανοητική ενόραση του Schelling, που είναι η πρώτιστη γνώση, η πρώτη μας κοινωνία με το είναι των πραγμάτων, ό,τι καθιστά τη διάρκεια συνεχές παρόν στη συνειδησιακή ζωή. Δίκαια λοιπόν τονίζεται η μνήμη η οποία είναι βέβαια ψυχική ενέργεια που αποκαλύπτει το δεσμό ύλης και πνεύματος στην πράξη του γιγνώσκειν. Με συντομία, υπό αυτές τις δύο μορφές της, στο βαθμό που αποκαλύπτει από μια ποικιλία αναμνήσεων ένα βάθος άμεσων αντιλήψεων και στο βαθμό που συναιρεί μια πολλότητα στιγμών, αποτελεί την κυριαρχική συνεισφορά της ατομικής συνείδησης στην αντίληψη, την υποκειμενική πλευρά της γνώσης των πραγμάτων[36]. Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει δυνατότητα αντίληψης, αλλά τι προηγείται: η μνήμη ή η αντίληψη; Χωρίς ο φιλόσοφος να προσφεύγει στον συνειρμισμό, φαίνεται να δέχεται πως η πρωτογενής αντίληψη γίνεται καθαρή και διαυγής μόνο με τη βοήθεια της μνήμης. Η μνήμη είναι γνώση ομολογεί ανεπιφύλακτα. Αυτό μάλιστα συμβαίνει επειδή η καθαρή ενόραση που είναι η πρώτη γνώση, όπως είπαμε, είναι η ενόρασης μιας αδιαίρετης συνέχειας. (op.cit., σελ. 203). Τίθενται όμως πολλά θέματα σχετικά με το είναι του αισθητού, με το λεγόμενο χώρο κυρίως τα οποία παροξύνουν δημιουργικά τον αναγνώστη του φιλοσόφου. Είναι η συνέχεια διάρκεια και πού τελείται;  Θα επανέλθουμε σε άλλα κεφάλαια.
                                                                        *
Ο πατέρας της φαινομενολογίας, ο Edmond Husserl, ο οποίος μάλιστα επικρίθηκε για ψυχολογισμό, πιστός στην προθετικότητα ως θεμελιακή έννοια της συνειδητής προσπάθειας, εμμένει στον παραγωγικό χαρακτήρα της φαντασίας. Αν η προθετικότητα ενεργεί ως συνειδησιακός προβολέας, αν η ειδητική φαινομενολογική αναγωγή καθιστά δυνατή την υποκειμενική- συνειδητή γνώση εμπλουτίζοντας το cogito με τον πλούτο του αισθητού διαμέσου της σωματικότητας (ο φιλόσοφος δικαίως θεωρήθηκε πατέρας των υπαρξιακών φιλοσοφιών) που δονεί υπαρξιακά την προθετική συνείδηση δίνοντάς της υπαρξιακό χαρακτήρα, με τη φαντασία ανακαλύπτουμε τη χρονικότητα. Έτσι, η φαντασία αποδεικνύεται εδώ και μάλιστα με ειδικό τρόπο παραγωγική. Βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο στην παρουσία μιας μοναδικής περίπτωσης όπου η φαντασία δημιουργεί μια οπωσδήποτε νέα στιγμή. Ανακαλύψαμε έτσι στο πεδίο της φαντασίας παραστάσεις του χρόνου[37]. Υπάρχει όντως μια έσω συνείδηση του χρόνου, αλλά ποια η σχέση του με το λεγόμενο ‘’εξωτερικό’’ χρόνο; Ήδη, απ’  τον Αριστοτέλη γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει χρόνος χωρίς την ψυχή. Η σχέση φαντασίας και χρόνου θα μάς απασχολήσει εκτενέτερα και επί του παρόντος ο διασυσχετισμός του φιλοσόφου ενεργεί ως δημιουργικότατο έναυσμα.
                                                            *
Οφείλουμε επίσης να μνημονεύσουμε ενδεικτικά ένα μεγάλο λογικομαθηματικό, μεταφυσικό και πλατωνικό φιλόσοφο, τον Alfred North Whitehead ο οποίος έκανε λόγο για το ρόλο της ελεύθερης φαντασίας που ελέγχεται με την επίκληση της συνάφειας και της λογικής[38]. Φαντασιακή ορθολογικοποίηση αποκαλεί ο φιλόσοφος τη χρήση της φαντασίας και στην επιστημονική προσπάθεια και στη φιλοσοφία και στις επιστήμες του ανθρώπου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως ο πλατωνιστής Whitehead εκκινεί απ’ την άμεση εμπειρία την οποία θα ορθώσει προσβλέποντας απ’ τα σύγχρονα στα αιώνια πράγματα (πρόκειται ουσιαστικά για τις πλατωνικές ιδέες), κατανοούμε γιατί το φαντασιακό δεν εννοείται απλά ως ορθολογικοποιημένο υπό τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά ως χώρος στον οποίο διαπτύσσεται η φιλοσοφική προβληματική. Χωρίς το φαντασιακό δεν είναι δυνατή καμία πρόοδος στην πνευματική γενικά προσπάθεια.
Παρεπιπτόντως και εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε τον κορυφαίο πλατωνιστή μαθηματικό και αστροφυσικό Roger Penrose του οποίου οι θεωρήσεις οι σχετικές με τη σχέση Γεωμετρίας και ‘’χώρου’’, μιγαδικών αριθμών και πραγματικότητας ιδίως στην αστροφυσική, κ.ο.κ., καταδεικνύουν πόσο η φαντασία είναι συντελεστικός παράγοντας στα Μαθηματικά και στις επιστήμες οι οποίες καταγράφονται αναπόφευκτα με μαθηματικό τρόπο.[39] Θα απαιτούταν ωστόσο ειδική σπουδή για να καταφανεί η δυναμική της φαντασίας στις επιστήμες και κυρίως στη φυσικομαθηματική έρευνα με όλες της τις προεκτάσεις.
                                                                        *
Απ’ τους υπαρξιακούς πρώτος ο Gabriel Marcel απεκάλεσε τη δημιουργική φαντασία στηθοσκόπηση του πραγματικού[40], εντάσσοντάς την όμως στην υπαρξιακή προβληματική.
Ο Sartre αφιέρωσε στη φαντασία ολόκληρο έργο ο προσανατολισμός του οποίου προαγγέλλει τη γνωστή του σύνθεση L’ Être et le Néant (Gallimard 1943). Έχουμε ήδη αναφερθεί σε πρόσφατη ευκαιρία μας με το περί φαντασίας έργο του Sartre, αλλά οφείλουμε να την κύρια ιδέα του: Η φαντασιακή δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα συστατική, απομονώνουσα και μηδενίζουσα[41]. Ο φιλόσοφος, επηρεασμένος απ’  το έργο του  Heidegger Είναι και Χρόνος το οποίο δημοσιεύτηκε το 1927, όπως επίσης και απ’  το έργο του Husserl και του Max Scheler, οδήγησε τη μηδενίζουσα φορά (είναι-προς-θάνατον) της ύπαρξης του Γερμανού φιλοσόφου στο ριζικό μηδενισμό, αν ο όρος έχει κάποιο νόημα. Ο φαντασιακός κόσμος του Sartre, εμπλουτισμένος με ψυχογραφικό ταλέντο, οδηγείται, παράλληλα με τη συγκρότηση του συνειδησιακού κόσμου (chose pour soi) ο οποίος δεν είναι παρά ουσιαστική αλλοτρίωση της πρωτογενούς ύπαρξης (chose en soi), στη μηδενιστική θεώρηση και εδώ η φαντασία προδιαγράφει αυτή τη μηδενίζουσα φορά, αφού είναι τόπος ‘’επεξεργασίας’’ των δεδομένων της εξωτερικότητας  με την οποία πλάθεται το αλλοτριωμένο εγώ. Το συστατικό φαντασιακό στοιχείο ουσιαστικά απομονώνει σε έναν κόσμο ο οποίος γίνεται πια καθαρά φανταστικός με μηδενίζουσα φορά. Υπ’  αυτό το πνεύμα η γνώση αλλά και η χρονικότητα δεν έχουν κανένα οντολογικό νόημα. Αν προσέξουμε, διακρίνουμε πως η υπαρξιακή σκέψη του Sartre, βαθιά σοφιστική που προκαλεί, βαθιά ψυχογραφική που εντυπωσιάζει, αντιστρέφει θέσεις τόσο του Husserl όσο και των Heidegger και Scheler, είναι βαθιά ματεριαλιστική.
Ο Merleau-Ponty που στηρίζεται βασικά στη φαινομενολογική μέθοδο του Husserl, στο έργο του Phénoménologie de la Perception[42],με κινητικότητα σκέψης που εντυπωσιάζει χωρίς όμως ουσιαστική πρωτοτυπία, προτάσσει την αντίληψη της φαντασίας η οποία, ως διανοητική αλχημεία, κάνει να διαχέονται τα υλικά σε ένα συμπαγές όλο. Δε συναντάμε ωστόσο καμιά νύξη ως προς τις σχέσεις φαντασίας και χρονικότητας κατά τρόπο που οι περιγραφές θυμίζουν περισσότερο συνειρμικό πίνακα και λιγότερο την υπαρξιακή δυναμική την οποία ο συγγραφέας επικαλείται[43].
                                                            *
Ολοκληρώνουμε το σύντομο και οπωσδήποτε επιλεκτικό μας περίπλου παρατηρώντας πως στην Ανατολική σκέψη όπου ο στοχασμός είναι βασικά θρησκειοφιλοσοφικός, η φαντασία δεν παίζει σπουδαίο ρόλο ή, τουλάχιστον, δεν αναφέρεται, αν δεν ταυτίζεται με το όνειρο. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τις πολύ σοβαρές θέσεις ινδουιστών και βουδιστών τις σχετικές με την αιτιότητα[44] την οποία αρνούνται, εύκολα διαπιστώνουμε πως ο ανιστορικός χαρακτήρας της μυστικής τους στρέφει τη διάνοια στην ένωση του atman με το Brahman, στην αναίρεση του εγώ με τον τονισμό του μη εγώ (annata), στην αδυναμία ή στην άρνηση της γνώσης, καθόσον ό,τι είναι γνώσιμο (ο κόσμος μας) είναι μη πραγματικό, δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη δηλαδή. Ήδη, η φαντασία περιττεύει, αν δεν αιωνίζει τα είδωλα των πραγμάτων τα οποία αποκαλούνται  γνώση.
Ενδεικτικά είναι όσα υποστηρίζει ο Nagarjuna[45] και κατά τα οποία η μη αντίληψη των λεγόμενων εξωτερικών και εσωτερικών πραγμάτων οδηγεί την προσωπική ύπαρξη στην κενότητα, στην μόνη ιδανική κατάσταση (σελ.161). Τόσο η μνήμη, όσο και η κρίση και η φαντασία είναι περιττές, αφού ματαιοπονούν για τη γνώση σε έναν κόσμο ο οποίος ως γνώσιμος είναι μη πραγματικός. Ήδη, πέρα απ’ τις διαπιστώσεις του βουδισμού, ο Sankara θεωρεί πως ο όλος κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πλανερή φαινομενικότητα, τόσο μη πραγματική, όπως το φίδι το οποίο ο διαβάτης, πλανεμένος, νομίζει πως είναι σχοινί. Ενώ πρόκειται για το σχοινί που, είναι πεταμένο στην άκρη του δρόμου, θεωρείται φίδι. Αφανίζεται αμέσως απ’ τη στιγμή που το φανταστικά νομιζόμενο φίδι χάνεται, απ’  τη στιγμή δηλαδή που το φως της πραγματικής γνώσης ανατέλλει[46]. Κατά τον ίδιο σοφό και πατέρα της Vedanta η διάνοια ή γνώση δε συνιστά ένα πλήρες κατηγόρημα της ψυχής η οποία είναι στην ουσία της μη διαστημική. Είναι η κατεξοχήν ουσία της[47]. Αυτή όμως η ‘’ουσία’’ είναι άρρητη. Αν προσέξουμε τον όρο διαστημική, ό,τι θα ονομάσουμε χωρικότητα της φαντασίας, υπάρχει σαφής υπαινιγμός ως προς τα είδωλα τα οποία δημιουργεί, πάντα κατά τον σοφό αλλά και την παράδοσή του, ο κόσμος του φαντασιακού ο οποίος εκβάλλεται.
Βεβαίως, παρόμοιες θεωρήσεις θέτουν οξύτατα προβλήματα στη φιλοσοφική προσπάθεια γιατί αποτελούν άνθη του θρησκειοφιλοσοφικού πνεύματος και μάλιστα στις μυστικότερες εκδοχές του. Ανάλογα κείμενα αλλά λιγότερο αρνητικά συναντάμε και σε μεγάλους μυστικούς του χριστιανικού και του ισλαμικού χώρου[48] με τα οποία αναστραφήκαμε εκτενώς σε άλλη ευκαιρία. Επιπλέον, στοχαστές κύρους ‘’επιμαρτυρούν’’ αντίστροφα θα λέγαμε, παρόμοιες θεωρήσεις τη φιλοσοφική αξία αλλά και τις αδυναμίες τους δε μπορούμε να αναφέρουμε εδώ.
Αναφέρω χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα του Cioran: Η νοσταλγία άλλου πράγματος κατά τους μελαγχολικούς ρεμβασμούς δεν είναι παρά η επιθυμία ενός άλλου εγώ το οποίο όμως αναζητάμε στα μακρινά τοπία, στη μουσική, απατώμενοι εκούσια[49]
Παρά τη γοητευτική πρόκληση της θεματικής μας η οποία οδηγεί στον απέραντο λειμώνα του στοχασμού, αποφεύγουμε τον πειρασμό ο οποίος θα μας οδηγούσε σε παράλληλη θεματική. Εμμένουμε στο φαντασιακό και ο μικρός μας περίπλους δεν είναι παρά αναστροφή με στιγμές της φιλοσοφικής διαπορίας, κάτι το οποίο ίσως προτυπώνει αμυδρά τις θέσεις τις οποίες θα αναπτύξουμε στα επόμενα κεφάλαια.
Αναγκαία αυτή η σύντομη αναστροφή, αλλά και επιβεβλημένη, αφού στη φιλοσοφική προσπάθεια κάθε αναστροφή οφείλει να είναι συν- αναστροφή.
           








                                                              ΙI
            Αφετηρίες του Φαντασιακού
Ζωή, Νόηση, Ορίζειν, Ορισμός,  Αντίληψη, Αίσθηση, Μνήμη, Φαντασία, Άγχος, Μνήμη και Φαντασία.
Το ζην μας αποτελεί άμεση βεβαιότητα νοούμενη ως καθαρή αμεσότητα, ως απόλυτη αμεσότητα η οποία διαπερνάει κάθε μορφή υπάρχοντος. Προσπαθώντας να τη συλλάβουμε, να την εννοήσουμε, μάς ξεφεύγει αλλά δε μπορούμε να πούμε τίποτε σχετικό με την  ‘‘κατεύθυνσή’’ της. Φαίνεται πως προσπάθεια περιγραφής της ως γένους γενικωτάτου, για να προσφύγουμε στην αριστοτελική ορολογία, μας ακινητοποιεί διανοητικά και το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως η ζωή μας μάς ορίζει χωρίς να ορίζεται. Υπάρχει εδώ μια αλήθεια η οποία μάς συνέχει, μια αποκαλύπτουσα αλήθεια κατά την οποία το ζην μας, η ανέκφραστη εμπειρία του ζην μας, δεν προκύπτει αθροιστικά, δε συνάγεται μετά από συλλογισμούς ή και διαλογισμούς, αλλά αναδύεται ως πρωτοπληροφορία, όπως ακριβώς η πρωτοπληροφορία του κοινωνείν με το είναι του κόσμου. Είναι η ριζική αφετηρία κάθε έκφρασης, σκέψης, συναισθήματος και δημιουργίας.
Αυτή η άρρητη εμπειρία, και είναι άρρητη γιατί εκλύεται απόλυτα και μάς συνέχει, νοηματοδοτεί το υπάρχειν μας στον κόσμο, είναι πληρωματική και απόλυτη, δεν έχει ούτε ηλικία, ούτε όρια.
Θα λέγαμε όμως πως το αυτό συμβαίνει και με όρους όπως απόλυτο, άπειρο, αδιάστατο, άχρονο κ.ο.κ., με ταυτολογικούς δηλαδή όρους οι οποίοι συγγενεύουν ή ταυτίζονται  με τον όρο ζωή. Ανοίγεται όμως μία στενωπός απ’ τη στιγμή που διαπιστώνουμε πως η νόηση ταυτίζεται με τη ζωή, αλλά και πως μας συνέχει ως αρχή κάθε έγχρονης ενέργειάς μας. Μας συνέχει όμως ενεργητικά και όχι παθητικά. Είναι το είναι μας.
Η νόηση όμως, όπως και η ζωή, δεν ορίζεται και γνωρίζουμε πως ό,τι δεν ορίζεται, ορίζει. Αντικείμενο ορισμού είναι κάθε πεπερασμένο-σχετικό.
Ο ορισμός, κάθε ορισμός, προϋποθέτει τη νόηση, την αντίληψη (τονίζουμε πως κάθε συγκεκριμένη νόηση είναι εννόηση ή αντίληψη), την αίσθηση, τη μνήμη, τη φαντασία και εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.
Αναπόφευκτα, για να προχωρήσουμε, στρεφόμαστε στα αισθητά πράγματα ή και σε καταστάσεις πραγμάτων και μια παλιά μας διαπίστωση, μας βοηθάει αποφασιστικά. Τα αισθητά είναι αναπόφευκτα μεταβλητά, φθαρτά, τμητά, κινητά κ.ο.κ. και αυτοί οι χαρακτήρες τους είναι κοινοί για όλα τα αισθητά τα οποία είναι ταυτόχρονα πεπερασμένα και εκφραστά. Είναι επίσης σαφές πως τα αισθητά, τα πεπερασμένα, τα εκφραστά δεν ορίζονται αφεαυτών,  πως είναι συμβολικές εκφράσεις του απόλυτου. Λέμε συμβολικές, γιατί κάθε αισθητό εικονίζει εν πεπερασμένω το άπειρο, το απόλυτο. Αλλιώς μάς είναι και θα παραμένει άγνωστο, αδιανόητο κυρίως.
Επανερχόμαστε όμως σε κάτι το οποίο και επαναπροσδιορίζουμε: Έχουμε πει πως επειδή τα αισθητά έχουν κοινούς χαρακτήρες (βασικά, οι χαρακτήρες τους είναι πνευματικοί, ενεργήματα του πνεύματος), είναι και διαφορετικά μεταξύ τους δημιουργώντας και αιωνίζοντας το βασίλειο της ετερότητας. Γιατί όμως κοινοί χαρακτήρες δημιουργούν διαφορετικά πράγματα; Απλά: Πολλά τμητά, μεταβλητά, κινητά κ.ο.κ. γίνονται αντιληπτά λόγω της κοινότητας των χαρακτήρων τους υπό την προϋπόθεση πως στο τμητό τους, στο μεταβλητό τους, στο κινείσθαι τους αναγνωρίζουμε το άτμητο, το αμετάβλητο, το αιώνιο είναι τους. Στη διαφορετικότητά τους, στην ετερότητά τους, αναγνωρίζουμε το ταυτόν τους. Το κοινόν τους πολυδιαθλάται ως έτερον και να η ανά-γνωση του ταυτού στα έτερα. Άλλως, τα έτερα, τα πολλά, τα ποικίλα δεν είναι διανοητά.
Επιπλέον, τα οριζόμενα δεν ορίζουν, και γι’ αυτό είναι αδύνατο να φθάσουμε απ’ το σχετικό-αισθητό στο απόλυτο. Υπάρχει μια πρωτοαφετηρία η οποία νοηματοδοτεί για πάντα το κοσμικό συμβαίνον. Μια αδημιούργητη, απόλυτη αφετηρία κατά την οποία το κοσμικό συμβαίνον νοείται απολύτως ως ένα-όλο, παρά την απέραντη ποικιλομορφία του, κάτι που αποκαλύπτει πως το είναι του είναι κοινό. Αυτό αποτελεί τη διαρκή αφετηρία κάθε συγκεκριμένης νόησης, κάθε δηλαδή εννόησης, αντίληψης δηλαδή, αλλά μηνύει παράλληλα κάτι σημαντικότερο: Ο κόσμος μας δεν είναι με κανένα τρόπο αντικείμενο παράστασης, είναι αναντιπαράστατος, μη οριστός, γιατί το είναι του, απόλυτο, ορίζει κάθε συγκεκριμένο (ο όρος μέρος προϋποθέτει σύνολο που απαρτίζεται από μέρη, κάτι που δεν ισχύει για το όλο το οποίο είναι αμερές και μη μεριστό) και να που σε κάθε συγκεκριμένο, οσοδήποτε μικρό, ιχνεύεται η συνέχουσα αρχή του, το απόλυτο-άπειρο. Έτσι νοούμε και εννοούμε τα πράγματα. Τα ορίζουμε δηλαδή, περιγράφοντάς τα και διακρίνοντάς τα από τα άλλα. Ορίζουσα αρχή τους είναι βέβαια το απόλυτο είναι τους, η πλήρης εν συγκεκριμένω νόησή τους. Γι’ αυτό ακριβώς, για να μη παρασυρόμαστε σε νεφελώδεις διαπιστώσεις, απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού το οποίο έτσι νοηματοδοτείται.
Ήδη, το άρρητο δείχνει κάθε ρητό, εκφραστό και έτσι μαρτυρείται.
                                                            *
Για να φανταζόμαστε όμως οφείλουμε να γνωρίζουμε κάτι το οποίο δεν είναι η φαντασία μας. Πολλοί ισχυρίζονται πως η αίσθηση είναι η πρώτη γνώση, αποφεύγοντας όμως να μας πουν τι είναι το αισθητό, χωρίς το οποίο η αίσθηση είναι ατελέσφορη αλλά και αδιανόητη. Το αισθητό ως καθολική έννοια ή ως γενική έννοια κατά τους καρτεσιανούς, για να είναι εννοητό, διακρίνεται από ένα κοινό χαρακτηριστικό το οποίο όμως δεν εντοπίζουμε στην εκτατότητά του. Γνωρίζω, πριν γνωρίσω οποιοδήποτε συγκεκριμένο, τη φύση, την καθολικότητα κάθε πράγματος και αυτό δεν είναι το εκτατό του, η έκτασή του, δεδομένου ότι τα πράγματα μεταβάλλονται εσαεί και δεν έχουν ποτέ συγκεκριμένο τρόπο (ουτοπικά), ούτε έκταση. Ό,τι αποκαλούμε έκταση, πέρα απ’ την ανυποψίαστη ματιά του αφελούς ρεαλισμού, είναι ουσιαστικά η εννόηση του συγκεκριμένου, κάθε συγκεκριμένου που κινείται, μεταβάλλεται κ.ο.κ. Όντως, τα πράγματα δεν εκτείνονται στο λεγόμενο χώρο, και το είναι τους συνίσταται στη νόηση-εννόησή τους απ’ το πνεύμα μας. Άλλως δεν είναι δυνατό να υπάρχουν. Αυτή όμως η εννόηση του συγκεκριμένου είναι αισθητή έκφραση της αειγενούς νόησης-κοινωνίας με το είναι του κόσμου που είναι και είναι μας, που δεν ορίζεται, δεν περιγράφεται, δεν εκτείνεται παρά στο φαντασιακό ‘‘χώρο’’ του πνεύματός μας.
Οφείλουμε επομένως να δούμε, προκαταρκτικά τουλάχιστον, τι εννοούμε υπό τον όρο φαντασιακός χώρος για να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι δυνατός χωρίς τα αισθητά. Πρόκειται για την αρχή της θετικότητας την οποία δε μπορούμε να ‘‘εξωτερικεύσουμε’’ κάνοντάς την αντικείμενο ενάντια στο σκεπτόμενο υποκείμενο. Μόνo απογυμνούμενοι απ’ τη σχηματική διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου μπορούμε να προσεγγίσουμε τον όρο.
Η σχέση μας με τα αντικείμενα είναι ουσιαστικά ανέκφραστη και γι’ αυτό δεν είναι δυνατό παρά να φανερώνονται πνευματικά στον αισθητό αλλά όχι υλικό κόσμο. Αισθάνομαι στη γενικότητά του σημαίνει νοώ και αισθάνομαι κάτι συγκεκριμένο, σημαίνει εννοώ-αντιλαμβάνομαι κάτι συγκεκριμένο. Αυτό είναι τόσο σαφές και αυταπόδεικτο που μας διαφεύγει. Σε κάθε συγκεκριμένο που είναι αναπόφευκτα φθαρτό, μεταβλητό, ‘‘ουσία’’ είναι το συνέχον του και η τροφή του, ό,τι το καθιστά εντοπίσιμο και γνώσιμο.
Ήδη ανακύπτει το πρόβλημα της φαντασιακής πρόσληψης του αισθητού. Ό,τι εκτείνεται, ό,τι νομίζουμε πως εκτείνεται, μπροστά μας, πίσω μας, πάνω μας, μακριά μας (για να μη μιλήσουμε για διαστημικές αποστάσεις ετών φωτός), συμβαίνει πνευματικά και γι’ αυτό ακριβώς υπολογίζεται μαθηματικά. Ο μαθηματικός υπολογισμός όμως είναι νοητός, λογικός και ποτέ διαστημικός. Η φαντασιακή ενέργεια επομένως ως πνευματική ενέργεια είναι χωρική υπό νέο φως. Χωρικότητά της δεν είναι το ομογενές του λεγόμενου αντικειμενικού χώρου, αλλά το άτμητο, το απόλυτο, το άφθαρτο που φανερώνεται συμβολικά διαμέσου τόσων και τόσων μορφών του αισθητού. Ας το προσέξουμε: Κάθε φανέρωση προϋποθέτει κίνηση, αλλαγή, φθορά, αλλά, παράλληλα, κάθε κίνηση, αλλαγή, φθορά ορίζεται και νοείται απολύτως και εκεί είναι ο πνευματικός της τόπος.
Ας προχωρήσουμε με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα που ίσως μας βοηθήσει.
Ένα αεροπλάνο εκτελεί δρομολόγιο απ’ τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο. Τι διασχίζει καθώς εκτελεί την πτήση του; Με την πρώτη τουλάχιστον ματιά, κινείται στο χώρο, έτσι μας λέει ο κοινός νους, έτσι πιστεύεται γενικά. Άλλοι, πολύ λιγότεροι, θα μας πουν πως δε διασχίζει το χώρο, γιατί χώρος δεν υπάρχει, αλλά μετατοπίζει ό,τι συναντάει μπροστά του.
Και οι μεν, ωστόσο, και οι δε δέχονται την ύπαρξη εκτατού, της έκτασης, αλλά, αν τους ρωτούσαμε τι εννοούν ακριβώς με τον όρο, θα αναγκάζονταν να μας απαντήσουν πως δέχονται μία πραγματικότητα η οποία είναι άτμητη, αδιάστατη, νοητή, απόλυτα νοητή για την ακρίβεια, η οποία είναι αδύνατο να είναι αντικείμενο. Το σπουδαιότερο όμως έπεται: Αυτή η αλήθεια ως άμωμη, ως καθαρή, όχι μόνο δεν είναι αντικείμενο, αλλά είναι αδιανόητη χωρίς την φαντασιακή ‘‘άπλωση’’, χωρίς δηλαδή την κοινωνία της φαντασίας με το νοείν. Πρόκειται για την απόλυτη χωρικότητα της αρχέγονης-πρωτογενούς φαντασίας η οποία ‘‘εκπίπτει’’ συνεχώς απ’ την πρωτογένειά της και εκφράζεται ως ανθρώπινη, ως υστερογενής φαντασία.
Μία επιπλέον σημαντικότατη και κοινότατη διαπίστωση: Σκέπτομαι πώς θα πάω απ’  το σπίτι μου στη δουλειά μου και αναπαριστώ στη μνήμη μου την πορεία. Παρελαύνουν στη φαντασία μου δρόμοι, γωνίες, κτήρια, αυλές κ.ο.κ. και νομίζω πως τα διασχίζω ή τα προσπεραναπαράγεται φαντασιακά. Επίσης, φαντάζομαι πού βρίσκεται ένα κράτος της Αφρικής λ.χ. και πάλι φαντάζομαι θάλασσες, άλλα κράτη κ.ο.κ. Πώς ένας κόσμος ο οποίος θεωρείται μακρινός μου βρίσκεται απόλυτα κοντά μου και αναρωτιέμαι αν η πραγματική του φύση είναι μακριά, κοντά, πάνω, κάτω κ.ο.κ… Ωστόσο, χωρίς τη φαντασία μου αυτός ο κόσμος μού είναι άγνωστος. Πού υπάρχει και ποια η φύση του φαντάζεσθαι; Αυτό θα μας απασχολήσει εκτενώς.
Ήδη στον κόσμο της τελείται ο,τιδήποτε μπορούμε να φανταζόμαστε, τα αισθητά, τα οποία όμως μόνο ως ουτοπικά είναι διανοητά. Δεν έχουν τόπο, αφού ως εσαεί κινούμενα δεν ορίζονται κάπου, παρά απ’ το πνεύμα στη φαντασία, στη χωρικότητα της φαντασίας με το πνεύμα μας ως τόπο εννόησής τους. Αυτός ο τόπος δεν είναι εκτατός, δεν εκτείνεται παρά στη φαντασιακή χωρικότητα, πνευματικά δηλαδή. Ό,τι φαντάζει ως εκτεινόμενο, είναι ουσιαστικά συμβολική έκφραση της ολότητας, του απολύτου και μόνο διανοητά είναι εκφραστό.
Ο αισθητός κόσμος επομένως δε μπορεί να εκτείνεται όχι μόνο γιατί είναι απ’ τη φύση του ουτοπικός, αλλά και γιατί προϋπόθεση, πεμπτουσία, θα λέγαμε, ύπαρξής του είναι η εννόησή του.
Υπάρχει όμως εδώ μια βαθύτερη αλήθεια η οποία διαλανθάνει. Γιατί υπάρχει ο αισθητός κόσμος και ποιο είναι το είναι του; Υπάρχει αναμφισβήτητα, για να συνδεθούμε με τις αφετηριακές σκέψεις αυτής της μελέτης, ως σχετική έκφραση του ζην στις επιμέρους εκφράσεις του, της Ζωής, του Απολύτου, απ’ το οποίο τρέφεται. Τροφή του σχετικού είναι το απόλυτο και αυτό καθιστά δυνατή την εννόηση της ζωής και της σκέψης.
Ο αντίλογος όμως είναι ισχυρός: Τι μας χρειάζεται το απόλυτο και όποιος άλλος μεταφυσικός ‘‘γρίφος’’  μπροστά στη νωπή και αναμφισβήτητη πραγματικότητα η οποία θα μπορούσε να αρκεί από μόνη της; Η ερώτηση όμως, προσεκτικά σκοπούμενη, έχει την απάντηση: Ρωτάμε με κάθε καλή πρόθεση, αλλά ξεχνάμε πως για να θέσουμε την ερώτηση έχουμε νοήσει και εννοήσει το υπάρχειν μας, το συνυπάρχειν μας με τον κόσμο, με τα πράγματα και αυτό είναι αποκαλυπτικό, σε σημείο που κάθε αγνόησή του οδηγεί σε αντιφάσεις.
                                                            *

Μήπως όμως εξορίζουμε το ορίζον σε ένα φαντασιακό χώρο που δεν υπάρχει παρά ως ειδωλικός, ως ψευδαίσθηση; Ας δούμε.
і. Κάθε σχετικό, τμητό, μεταβλητό, αισθητό με μια λέξη, νοηματοδοτείται από ό,τι δεν είναι σχετικό, τμητό κ.ο.κ. Η αντίληψη ως έκφραση της ορθής λογικής έκφρασης είναι αποκαλυπτική. Θα πείτε πως η λογική πρόταση ως έκφραση είναι πάντα ανακριβής και πως συχνά ορίζει εσφαλμένα το φαίνεσθαι. Είναι επομένως τουλάχιστον σχετική. Έχουμε πει πως κάθε έκφραση είναι πάντα σχετική, αλλά πως εκφράζει στη σχετικότητά της νόημα.  Αυτό ακριβώς δεν προκύπτει απ’ τα πράγματα, αλλά απ’ τον ορίζοντα αυτά. Είναι επίσης συμβολική γιατί διενώνει στα πλαίσια του λέγειν όμοια, ανόμοια, έτερα κ.ο.κ. πράγματα, ορίζοντας τους τρόπους ύπαρξής τους. Και η μαθηματική έκφραση, γλώσσα κυρίως της επιστήμης, ορίζει σχετικά, προσεγγιστικά, ποτέ απόλυτα. Απόλυτοι είναι μόνο οι αριθμοί και όχι τα απ’ αυτούς οριζόμενα. Και τα μαθηματικά και η γλώσσα εκφράζονται με σύμβολα και αυτό μας βοηθάει να εννοήσουμε την έννοια του συμβόλου.
Η έκφραση, όχι μόνο η γλωσσική, αλλά κάθε μορφή της, ορίζει, έστω και σχετικά, έστω και λαθεμένα. Είναι οπωσδήποτε αποκαλυπτική αλλά αδιανόητη χωρίς το συμβολικό της χαρακτήρα.
іі. Το ορίζειν όμως δεν προέρχεται απ’ τα οριζόμενα, γιατί αν προερχόταν από αυτά, δε θα είχε νόημα, δε θα ήταν ορισμός, ούτε γνώση. Κάθε οριζόμενο ορίζεται και εδώ οφείλουμε να προσέξουμε τον κρύφιο λόγο. Στο λέγειν, στον ορισμό, αναγνωρίζουμε ό,τι δεν είναι οριζόμενο, το Νόημα. Έπεται πως στο σχετικό αποκαλύπτεται το απόλυτο ως συνέχειν του, ως τροφή του, αλλά και ως πλήρωμά του.

                                                            *
Δίκαια όμως αναλογιζόμαστε ως προς τη σχέση νόησης, αντίληψης, αίσθησης, μνήμης, φαντασίας, λόγου και πνεύματος.
Πρόκειται άραγε για ξεχωριστές λειτουργίες ή για μια ενιαία φανέρωση;
Επιστρέφουμε σε κάτι το οποίο διεξέλθαμε παλαιότερα, για να βοηθηθούμε. Η μία και μόνη μεταφυσική αρχή, η αρχή της ταυτότητας, όχι μόνο δεν είναι αντικείμενο παράστασης, όχι μόνο δεν είναι εκφραστή ως μη παραστατή, αλλά είναι απόλυτα νοητή, είναι η καθαρή νόηση όχι ως συνέπεια της αφαίρεσης ή της αυτοσυγκέντρωσης, ως μυστική, θα λέγαμε, κατάσταση, αλλά ως κατοπτριζόμενη παντού, και όταν λέμε παντού, εννοούμε κάθε αισθητή φανέρωση, κάθε κατάσταση. Τίποτε δε μπορεί να επισυμβεί χωρίς αυτήν την αλήθεια της οποίας αποσπασματική, πολυαποσπασματική έκφραση, είναι ο κόσμος της ετερότητας, των ποικίλων αισθητών πραγμάτων. Η ταυτότητα τρέφει την ετερότητα, την επιθυμεί απόλυτα και η ετερότητα ως επιθυμούμενη επιθυμία, ως χρονικότητα, ως πολυπρισματική χρονικότητα, είναι η σχετική της έκφραση.
Αυτό το αληθεύον νόημα της ζωής τελείται πάντα φαντασιακά και να η χωρικότητα της φαντασίας για την οποία θα κάνουμε εκτενή λόγο στη συνέχεια. Ο φαντασιακός χώρος επομένως δεν είναι  ο γνωστός ομογενής κ.ο.κ. χώρος πολλών μεταφυσικών αλλά και επιστημολόγων, μια πραγματικότητα δηλαδή εκτός ημών στην οποία πραγματοποιούνται οι κινήσεις των σωμάτων, τα διαστήματα, μικρά ή μεγάλα, δεν είναι οι αποστάσεις οι οποίες μετρούνται στατικά, αλλά πνευματική πραγματικότητα, άμεσα νοητή, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, γιατί στο μικρό υπάρχει το μεγάλο και τανάπαλιν. (Ας θυμίσουμε παρενθετικά πως σε οποιοδήποτε θετικό μέγεθος μαρτυρείται το απόλυτο, αφού εννοείται συγκεκριμένα και νοείται ως προς το είναι του. Επομένως οι όροι μικρό και μεγάλο είναι σχετικοί, ενώ μέγιστο και ελάχιστο αντιφατικοί)
Όλα τελούνται φαντασιακά και γι’ αυτό νοούνται και εννοούνται. Ας το προσέξουμε: Έχουμε πει πως αν όλα αλλάζουν, μεταβάλλονται κ.ο.κ., δεν έχουν τόπο παρά την αντίληψή μας η οποία διαπιστώνει τις μεταβολές, αλλά αν επιπλέον λάβουμε υπόψη μας πως εμείς διαπιστώνουμε τις αλλαγές των αισθητών, το είναι τους βρίσκεται στο πνεύμα μας, γιατί χωρίς το άχρονο δεν είναι δυνατή η σύλληψη του έγχρονου, χωρίς το άτμητο δεν είναι δυνατή η σύλληψη του τμητού κ.ο.κ. Απ’ τη στιγμή που προσπαθούμε να βρεθούμε έξω απ’ το κοσμικό τελούμενο, μεταβαλλόμαστε σε παρατηρητές του και μάλιστα σε ειδωλικούς παρατηρητές του, γιατί δεν υπάρχει κανένας αρχιμήδειος τόπος. Η φράση έξω απ’ τον κόσμο είναι καθαρά ειδωλική. Είναι έτσι φανερό πως τα πράγματα δεν έχουν τοπικότητα παρά στη φαντασία μας, ενώ ο διανοητικός τους τόπος νοείται και εννοείται στο πνεύμα μας. Δεν είναι τυχαίος ο προβληματισμός πολλών εγκρίτων φιλοσόφων πολλοί απ’ τους οποίους ανήκουν στο νεοθετικισμό και στην αναλυτική φιλοσοφία ως προς την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Δεν αποδεικνύεται η ύπαρξή του. Βέβαια, δεν αρνούμαστε την ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων στα οποία ανήκει και το σώμα μας, προβληματιζόμαστε όμως ως προς το τι είναι και εντείνουμε τους προβληματισμούς απ’ τη στιγμή που διαπιστώνουμε πως η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού είναι εντελώς συμβατική και πως δεν έχει ουσιαστική σημασία. Αντίθετα, οδηγεί σε ειδωλοποιήσεις.
Ήδη, μετά ό,τι προηγείται, τίθεται εντονότερα το πρόβλημα των σχέσεων της φαντασίας με τις άλλες πνευματικές μας λειτουργίες. Μπορούμε καταρχήν να αποσυνδέσουμε τη νόηση απ’ τη φαντασία; Με την πρώτη ματιά η νόηση είναι άχρονη και απόλυτη, άπειρη. Ως άπειρη όμως δεν είναι δυνατό να είναι αδιάφορη σε σχέση με κάθε μορφή πεπερασμένου. Είναι όμως μη παραστατή, ταυτότητα, ενώ κάθε πεπερασμένο είναι παραστατό, φαντασιακά παραστατό.
Φαίνεται λοιπόν πως η νόηση είναι μη παραστατή, ενώ η φαντασία ο ‘‘τόπος’’ παραστάσεων αισθητών πραγμάτων ή καταστάσεων. Άχρονη η μεν, έγχρονη η δε.
Ας προσέξουμε όμως κάτι πριν προχωρήσουμε. Τι εννοούμε ακριβώς υπό τον όρο παραστατό; Τι είναι η παράσταση, κάθε παράσταση; Δε θα ακολουθήσουμε την καντιανή διάκριση μεταξύ πράγματος καθεαυτού και φαινομένου και κατά την οποία επειδή ο χώρος είναι καθαρή μορφή εξωτερικής εποπτείας και χρόνος καθαρή μορφή εσωτερικής εποπτείας, τα πράγματα είναι παραστάσεις, φαινόμενα που γίνονται παραστάσεις και στη συνέχεια έννοιες για την ακρίβεια. Δεν κρίνουμε πάλι, το έχουμε κάνει, την καντιανή άποψη. Προσπαθούμε να εισδύσουμε στο νόημα του όρου παράσταση, κάτι που σχετίζεται άμεσα τόσο με την αίσθηση, όσο και με τη φαντασία. Τα αισθητά παρίστανται, παραστέκονται κοντά σε άλλα αισθητά και όλα κινούνται, μεταβάλλονται, φθείρονται κ.ο.κ. Ως παριστάμενα μεταξύ τους τα αισθητά γίνονται αντιληπτά, εννοητά όχι στη φαντασία μας, αλλά στο πνεύμα μας. Προκύπτει πως ό,τι είναι σχετικό, πεπερασμένο, μεταβλητό, είναι αντιληπτό και συμβολικό, αλλά αυτός ο τρόπος πρόσληψής του είναι αναπόφευκτα φαντασιακός.  Πρόσληψη των αισθητών μεγεθών επομένως είναι φαντασιακή και αυτό ακριβώς ονομάζουμε παραστάσεις.
Αυτό όμως οφείλεται σε μία αρχή-απόλυτο αξίωμα: Ο κόσμος ως ολότητα δεν είναι παραστατός αλλά άμεσα νοητός πριν από κάθε συγκεκριμένη αντίληψη και αυτό ακριβώς καθιστά τα συγκεκριμένα μεγέθη παραστατά, παρά το ότι το είναι τους είναι μη παραστατό. Έτσι εννοούμε, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο την πρωτογενή φαντασία.
Κάτι μπορεί να μας βοηθήσει. Ο κόσμος δε συλλαμβάνεται ως ‘‘σύνολο’’ αισθητών πραγμάτων και ενεργειών, αλλά νοείται άμεσα, απόλυτα, ως ολότητα. Τι νοούμε όμως άμεσα και απόλυτα; Ό,τι δεν είναι δυνατό να είναι ‘‘αντικείμενο’’ για μας, αφού δε μπορούμε να βγούμε έξω απ’ τον κόσμο. Δεν υπάρχει έξω. Τον κόσμο επομένως τον νοούμε άμεσα και απόλυτα, άχρονα, αιώνια και αυτό το ονομάζουμε πρωτοπληροφορία και μάλιστα διαρκή. Αυτό είναι το απόλυτο, το μη παραστατό, το άπειρο, η ταυτότητα.
Αν προσέξουμε επομένως και αποτινάξουμε κάθε παραστατική θέα, θα διαγνώσουμε το εξής: Ό,τι παραστατό, ό,τι έγχρονο, για να είναι αντιληπτό, είναι στο είναι του μη παραστατό, ενώ στο φαίνεσθαί του τμητό, φθαρτό, μεταβλητό και κυρίως εκφραστό. Αυτή όμως η διαπίστωση δεν προκύπτει, δεν προέρχεται απ’ το φθαρτό χαρακτήρα των πραγμάτων, αλλά από ό,τι τον κατακυρώνει, απ’ το είναι τους-είναι μας, απ’ το απόλυτο που μαρτυρείται σχετικά στο έγκοσμο παίγνιο. Έχουμε πει πως απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, ο πανορισμός, ο αυτοορισμός, από όπου προκύπτει κάθε συγκεκριμένο ορίζειν.
Ήδη, όλη η διαδικασία επιμέρους ορισμών και γνώσεων τελείται φαντασιακά και να που η φαντασία είναι το πνευματικό πεδίο στο οποίο το άχρονο διαπλώνεται έγχρονα. Για να συμβαίνει όμως αυτό απαιτείται η πρωτογενής, η αρχέγονη φαντασία, η οποία διαπλώνεται έγχρονα παράλληλα με το αισθητό, με το κοσμικό συμβαίνον, ως χώρος ‘‘φιλοξενίας’’, ‘’στέγασης’’ κάθε πνευματικής ενέργειας. Χωρίς τη φαντασιακή εκδίπλωση η εννόηση του κόσμου θα ήταν νεκρή.
Στο έργο της φαντασίας βέβαια επεμβαίνει ίσως άδηλα αλλά ουσιαστικά και η μνήμη. Θα το εξετάσουμε, αφού προσπαθήσουμε αφετηριακά και σε επόμενες σελίδες προσεκτικότερα, να εμβαθύνουμε στη φύση της φαντασίας, δεδομένου ότι περιδιάβαση στην ιστορία της φιλοσοφίας δε ρίχνει ιδιαίτερο φως και αφήνει πολλά προβλήματα μετέωρα.
Διακρίνεται βέβαια η φαντασία απ’ τη νόηση, απ’ την αίσθηση, απ’ τη μνήμη, απ’ το λογισμό και γι’ αυτό ανερευνάται η φύση της. Ο κόσμος μας είναι πνευματικός και όχι υλικός (πνευματικό είναι η συνέκφραση του αισθητού και του νοητού, του απόλυτου και του σχετικού, του άπειρου και του πεπερασμένου, κ.ο.κ.), οι διανοητικές μας ενέργειες (και η αίσθηση βέβαια είναι πνευματική), άρα και η φαντασία είναι πνευματική λειτουργία.
Σε τι συνίσταται όμως ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της; Δεν είναι νόηση, δεν είναι αντίληψη, δεν είναι αίσθηση…Είναι καμβάς στον οποίο πλέκεται εσαεί το συμβαίνον, η γνωσιολογική, η ηθική, η αισθητική κ.ο.κ. δραστηριότητά μας, είναι το χωρικό πνευματικό κάτοπτρο στο οποίο ‘‘γράφεται’’ το κοσμικό τελούμενο. Είναι η μαρτυρία της γόνιμης χωρικότητας και χρονικότητας με την οποία αιωνίζεται το κοσμικό συμβαίνον. Έτσι εγχρονοποιείται η άχρονη νόηση ως αντίληψη, έτσι η αίσθηση εννοείται ουσιαστικά, έτσι αίρεται το φάσμα του εξωτερικού χρόνου και της ύλης και τελείται η ἀνάβλεψις (πλατωνικός όρος)  που ενωτίζεται την αληθή φύση των πραγμάτων. Έτσι ‘‘εσωτερικοποιείται’’ η ‘‘εξωτερικότητα’’, μακριά από κάθε παραστατικό και παραστατική αναγωγή, γιατί η φαντασία δεν έχει ούτε έκταση, ούτε βάθος, ούτε πλάτος, αυτοί οι όροι και άλλοι πολλοί νοούνται και εννοούνται. Αυτό συμβαίνει, το επαναλαμβάνουμε, επειδή κάθε κινούμενο, αυξανόμενο, φθαρτό, μεταβλητό δεν έχει τόπο παρά στην αντίληψη-εννόησή του η οποία τελείται φαντασιακά. Τα διαστήματα είναι φαντασιακά και σε αυτό συνίσταται η χωρικότητα της φαντασίας.
і Ήδη, όλες οι πνευματικές ενέργειες είναι συμπληρωματικές, συν-δια-πλέκονται και ο τόπος συνδιαπλοκής τους είναι η χωρικότητα της φαντασίας. Οι ορίζοντες κάθε σχηματικότητας αποδιαστέλλονται μπροστά στο αδιάστατο της πνευματικής δραστηριότητας, αίρεται κάθε νόθος χωροχρονικός περιορισμός.
іі. Κατά βάθος αυτή η διαιώνια γένεσις εἰς οὐσίαν δεν είναι παρά έγχρονη φαντασιακή εκδίπλωση, εσαεί φανέρωση, αλλά και έγκατη κοινωνία με το είναι του συμβαίνοντος. Ήδη το αισθητό ανα-θεωρείται αποκαλύπτοντας το εἰς ἂπειρα κατακερματιζόμενον είναι του. Η ουσία του είναι υπερούσια, εσαεί γιγνόμενη και μη αναλισκόμενη, αγγέλλει πάντα το απόλυτο σε κάθε μορφή σχετικότητας, το είναι κάθε φαίνεσθαι.
Η φύση της φαντασίας είναι επομένως συμπληρωματική σε σχέση με τις άλλες λειτουργίες του πνεύματος, αλλά έχει κάτι το ιδιαίτερο. Επιφαίνει θετικά τη δυναμική της νόησης και της εννόησης, στεγάζει το αισθητό, καθιστά δυνατή την προσωπική συνειδητοποίηση, τη δημιουργική εμβίωση της χρονικότητας. Εμπλουτίζει το γνωστικό ορίζοντα και γονιμοποιεί κάθε πνευματική ενέργεια. Για να το κατανοήσουμε, οφείλουμε να έχουμε κατά νου πως η φαντασιακή παράσταση τελείται όχι ως ανα-παράσταση παραστάσεων πραγμάτων ή καταστάσεων, αλλά ως αντιλήψεις και γνώσεις άμεσα συλληπτές που γίνονται νοητά παραστατές στη φαντασία. Η χωρικότητα της φαντασίας δε συνιστά ό,τι ονομάζεται χώρος, αλλά πνευματικό πεδίο εσαεί επίγνωσης, ανάβλεψης, κοινωνίας με το συμβαίνον.
                                                            *

Οδηγούμαστε στη μνήμη. Νομίζουμε πως η μνήμη παγιώνει τα πράγματα τα οποία όμως μένουν νεκρά και αμετάβλητα, ενώ στην πραγματικότητα αλλάζουν συνεχώς.Αν παραμέναμε στην παραστατική θέα της λεγόμενης εξωτερικότητας, το έργο της μνήμης θα ήταν απολιθωματικό και η διασύνδεση των γεγονότων, ο συσχετισμός τους θα γινόταν αδύνατος. Ιδωμένη έτσι καθεαυτήν η μνήμη θα μας θύμιζε μια ακίνητη ειδωλική αιωνιότητα την οποία θα παρέδιδε στην εκπίπτουσα ή και μηδενοποιούμενη φαντασία ως μνήμη της μνήμης με συνειρμικές και αναιμικές διασυνδέσεις.
Στην πραγματικότητα όμως, επειδή τα πράγματα συνέχονται και γνωρίζουμε πώς συνέχονται, η μνήμη δεν είναι παρά ανά-μνηση της αιώνιας φύσης τους και όχι ακινητοποιημένη αποθήκη που τροφοδοτεί την πνευματική προσπάθεια. Η μνήμη δε συγκρατεί το φαίνεσθαι των πραγμάτων,  θα ήταν άσχετη προς την πνευματική διεργασία, αντίθετα, υποκρούει το αληθεύειν τους το οποίο η φαντασία επεκτείνει, προεκτείνει, εμπλουτίζει, ώστε η αντίληψη να παράγει θετικούς καρπούς. Όλες οι συνειρμικές, μηχανιστικές, εμπειριστικές εκτιμήσεις της μνήμης είναι πρωθύστερες, καθόσον προσπαθούν να ερμηνεύσουν μια πνευματική λειτουργία με αφετηρία ανεξάρτητα συμβαίνοντα που διασυνδέονται μηχανιστικά, χρησιμοποιώντας όμως το λόγο και όχι την τυφλή εμπειρία την οποία επικαλούνται. Ερμηνεύουν το λόγο με την εμπειρία, χρησιμοποιώντας τον όμως πρωθύστερα.
Τελείται επομένως κάτι σημαντικό. Με τη μνήμη το πνεύμα μας πληροφορείται αποσπασματικά, συγκρατεί το αποσπασματικό, αλλά πώς είναι δυνατό να συγκρατεί κάτι το αποσπασματικό χωρίς το τελευταίο να είναι κοινωνό του είναι που είναι και είναι του ανθρώπου; Η ‘‘θήρα’’ της μνήμης είναι γνωστή στη νόησή μας και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνία μαζί της. Αυτή όμως η κοινωνία που φαίνεται νεκρή ενεργοποιείται συνεχώς και αυτό μηνύει η αισθητή φύση των πραγμάτων.
Η μνήμη συνέχει το ασυνεχές μόνο με τη συνδρομή της αντίληψης για να ολοκληρώνεται έτσι το έργο της φαντασίας και να οικοδομείται η γνώση.
Ο εμπειρισμός και ιδιαίτερα η συνειρμική σχολή βρίσκονται πάντα σε πρωθύστερη αντίφαση, το είπαμε ήδη, καθώς προσπαθούν να θεωρήσουν τη μνήμη και την αντίληψη συνέπειες των φυσικών ιδιοτήτων, του νευρικού συστήματος, της επαναληπτικής φοράς των συμβαινόντων και οδηγούνται στο φαύλο κύκλο, αφού με την αίσθηση ερμηνεύουν τη σκέψη, χρησιμοποιώντας την ταυτόχρονα…
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μνήμη συγκρατεί τη γνώση και πως όσο πιο γόνιμη και αληθής είναι η γνώση, τόσο πολύτιμος σύμβουλος και πνευματικός συντελεστής είναι η φαντασία μας. Είναι σαφές πως χωρίς τη μνήμη η φαντασία δε μπορεί να υπάρξει, όπως είναι εξίσου σαφές πως χωρίς την αίσθηση και την αντίληψη η μνήμη είναι αδιανόητη.
                                                            *
Ανατέμνοντας όμως τη φαντασία μας, την ακινητοποιούμε κατά κάποιο τρόπο, εισδύουμε στο είναι της, φθάνουμε όχι στο πώς κινείται, αλλά στο τι είναι. Παύουμε να φανταζόμαστε, η πνευματική της χωρικότητα αποδιαστέλλεται πλήρως, αυτοσυλλαμβανόμαστε ουσιαστικά, και τη στιγμή που  αναρωτιόμαστε αν αυτό το άλμα είναι απατηλό, βεβαιωνόμαστε πως όχι, γιατί αυτό συνιστά αποχαλινωμένη φαντασία. Τι είναι άραγε αυτή η κάθετη τομή η οποία αναζητεί το είναι της φαντασίας;
Πρόκειται για μια πάγκοινη κατάσταση στην οποία φθάνει κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενος άνθρωπος, είναι το είναι μας, το καθαρό μας είναι, η καθαρή μας νόηση, το καθαρό μας απόλυτο, το οικουμενικό. Δεν είναι απερίληπτο, ακατάληπτο, αποφατικό δηλαδή, αλλά η θετικότητα κάθε θετικότητας, η πρώτιστη γνώση, η καθαρότητα η οποία πληρώνει την αισθητή φύση των πραγμάτων, την αισθητή μας φύση. Η νόηση αυτού του συμβαίνοντος είναι  απόλυτο τελούμενο που πληρώνει κάθε άλλη όψη της ζωής.
Οφείλουμε όμως να προσδιορίσουμε πώς η φαντασία κάνει παραστατό κάθε αισθητό, δεδομένου ότι ο κόσμος μας δεν είναι ουσιαστικά παραστατός ως ολότητα.
Κάθε πεπερασμένο είναι φαντασιακά παραστατό. Είναι παραστατό στη δυναμική εκδίπλωση της φαντασίας και έτσι καθίσταται δυνατή η έκφραση αλλά και η άπλωση της γνώσης και όλων των πνευματικών μας ενεργειών.
Ας επιστρέψουμε όμως στη σχέση ορίζοντος και οριζομένου για να προχωρήσουμε.
Αν το οριζόμενο, κάθε συγκεκριμένο αισθητό-πεπερασμένο τηρείται, συνέχεται απ’ το ορίζον, συμβαίνει και το εξής: Η τροφή του οριζόμενου, το τηρείσθαι του δηλαδή και η διάπτυξή του δεν αναλίσκεται, αλλά φανερώνει το λειτουργείν του κόσμου μας αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το απόλυτο, το άφθαρτο εν συγκεκριμένω ως ακήρατη τροφή, ως άμωμο συνέχειν του σχετικού. Το ορίζον επομένως ορίζεται ως ενεργούν σε κάθε συγκεκριμένο. Το τελευταίο επομένως είναι συμβολική έκφραση του απολύτου.
Φθάνουμε πάλι στη φαντασία. Τι είναι φαντασία αν όχι ο εσαεί τρόπος αν-εννόησης του συμβαίνοντος, η βάση εννόησής του; Είναι σαφές πως χωρίς τη φαντασία δεν είναι δυνατή καμιά έκφραση γνώσης. Θα κάναμε μάλιστα λόγο για ενεργοποίηση της γνώσης δυνάμει της φαντασίας. Δε μπορούμε να φαντασθούμε τη φαντασία μας, γιατί η τελευταία είναι χωρική, γιατί, επίσης, θα την φανταζόμασταν φανταζόμενοι… Περιορίζεται βέβαια απ’ την εμβέλεια των αισθητών μας δυνατοτήτων σε διάκριση απ’ την αρχέγονη φαντασία η οποία είναι απόλυτη και ενεργεί ως τρόπος επιφάνειας και λειτουργίας του κοσμικού συμβαίνοντος. Μπορούμε ίσως τώρα να αναλύσουμε γιατί το πεπερασμένο είναι φαντασιακά παραστατό.
Αν στο πεπερασμένο ‘‘ενοικεί’’ το απόλυτο ως συνέχον αυτό, είναι σαφές πως η γνώση-ανάγνωσή του τελείται πάντα εν σχετικώ, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της έρευνας, της γνώσης, της μαθητείας κ.ο.κ. Ο τρόπος έκφρασης επομένως είναι συμβολικός, τελείται με σύμβολα (νοητή γλώσσα του αισθητού) τα οποία προέρχονται από σχήματα και συνδυασμούς του αισθητού και όλη αυτή η διανοητική διεργασία έχει ως άρμα της τη φαντασία.
Αν θεωρήσουμε αυτήν τη διεργασία στο βάθος της, στο απόλυτό της το οποίο την καθιστά διανοητή, πληροφορούμαστε το μύχιο είναι της και είναι μας, την καθαρότητα, την αγνότητα, το άσπιλό της και αυτό είναι άχρονο, απόλυτο, αγνό. Μόνο το απόλυτο, το άπειρο, το άτμητο κ.ο.κ. είναι αγνό, καθαρό, άμωμο, ακήρατο και αυτή η αλήθεια καθιστά τη γνώση φως και αληθεύειν. Αυτήν την αλήθεια στεγάζει, φιλοξενεί η φαντασία.
Ήδη, η φαντασία μας, η έγκοσμη φαντασία μας, έγχρονη έκφραση της πρωτογενούς, παραστατικοποιεί αποσπασματικές μορφές, σχήματα και εκφράσεις του κόσμου μας μόνο και μόνο επειδή τρέφεται απ’ την αρχέγονη πληροφορία κατά την οποία το σχετικό τηρείται απ’ το απόλυτο, πράγμα που σημαίνει πως στο σχετικό οπτρίζεται το απόλυτο. Η σχετική μας φαντασία επομένως αναπαριστά μορφές του σχετικού, ως αποσπασματική έκφραση του συμβαίνοντος και καθιστά έτσι εφικτό το γιγνώσκειν, φαινόμενα και καταστάσεις.
Αν το όλο δεν είναι άθροισμα μερών, το μέρος, κάθε μέρος, κάθε συγκεκριμένο δηλαδή (ο όρος μέρος είναι ανεπαρκής και ουσιαστικά δηλώνει κάθε συγκεκριμένο), γιατί κατά βάθος, ό,τι λέμε μέρος δεν είναι παρά κάτι συγκεκριμένο, ‘‘ενέχει’’ το όλο, κινείται από αυτό, το αποκαλύπτει.
Υπέροχη η λειτουργία της φαντασίας: Επιτρέπει, αυλίζει, την εκδίπλωση και τις τροπές του απολύτου στον κόσμο της σχετικότητας. Δε μπορούμε όμως να συλλάβουμε αυτήν την αλήθεια χωρίς να είμαστε μέτοχοι της φαντασιακής μας δραστηριότητας ως κοινωνοί, ως δημιουργοί των ατραπών της. Έτσι κατανοούμε πως τίποτε δε μας είναι ξένο, αλήθεια την οποία διατύπωσαν πολλοί μεγάλοι στοχαστές, πνευματικοί, μυστικοί, καλλιτέχνες και επιστήμονες.
Πριν αναπτύξουμε επιμέρους όψεις της φαντασίας, οφείλουμε να επιμείνουμε σε κάτι το οποίο είναι ενδεικτικό της σπουδαιότητάς της στην ανθρώπινη ζωή.
                                                            *
Έχει γίνει πολύς λόγος σχετικά με το άγχος όχι μόνο απ’ τους υπαρξιακούς, αλλά και από άλλους στοχαστές και δημιουργούς. Το ερώτημά μας είναι απλό: Θα μπορούσε να υπάρχει άγχος χωρίς τη φαντασία; Τι δημιουργεί το άγχος, τι κάνει την αγχόμενη συνείδηση να απωθεί όλα τα ‘‘δεσμά’’ του έγκοσμου βίου, να αποστρέφεται το ίδιο της το ζην; Πέρα από παθολογικές καταστάσεις, έξω απ’ το επείσακτο άγχος της αναυθεντικής μας ζωής και των εγωιστικών της ειδώλων, υπάρχει κάτι σημαντικότερο που δίνει μεταφυσικό στίγμα στο άγχος.
Η χωρικότητα της φαντασίας μας, όταν διαχέεται στο πλαστό ομογενές, συνεχές και ατελεύτητο του ‘’αντικειμενικού’’ χωροχρόνου, βυθίζει την πρωτογενή μας ύπαρξη, το άβατο θα λέγαμε είναι της, σε μια πλαστή άβυσσο η οποία είναι απότοκος πρωτομυθικών αφηγήσεων…Ήδη το υποκείμενο χάνεται, βυθίζεται, πνίγεται στον ωκεανό του χάους, κανένας λογισμός δε μπορεί να το συγκρατήσει, η ύπαρξή του ποντίζεται και μηδενίζεται, ο λόγος του ατονεί, η θέλησή του εκβράζεται στις άξενες ακτές της απογοήτευσης. Εκείθεν το ‘‘μηδέν’’ των αγχομένων, η λήθη των αφετηριών τους, η για πάντα χαμένη παιδικότητα του πνεύματός τους.
Πραγματική ανάβλεψη όμως, θεώρηση της φαντασίας μας ως πνευματικής χωρικότητας στην οποία διαπτύσσεται η χρονικότητα του απολύτου, η σχετική, η πεπερασμένη διάσταση του απολύτου, οδηγεί στην πρωτογενή πληρότητα του υπάρχειν και απωθεί κάθε αναυθεντικότητα, κάθε εγωιστικό παραλογισμό.
Το άγχος επομένως συνδέεται άμεσα με τη φαντασιακή χωρικότητα και με το πνεύμα της χρονικότητας  και μπορεί να αναστραφεί απ’ τη στιγμή που αναβλέπουμε, που θεωρούμε την αληθή φύση και έργο των πνευματικών μας λειτουργιών. Όσο κι αν οι ψευδείς παραστάσεις δημιουργούν ανεξίτηλα σχεδόν στίγματα και πληγές στη δοκιμαζόμενη συνείδηση, αναπρόσληψη του ίδιου μας του συνειδότος οδηγεί σε νέες ατραπούς. Δε συνειδητοποιούμε εύκολα πως το άγχος στο οποίο πολλοί αποδίδουν την ανθρώπινη δημιουργικότητα η οποία ανθίσταται δημιουργικά στις εισβολές της πλήξης, απότοκου του άγχους, είναι συνέπεια της φαντασιακής μας καταλληλότητας η οποία εκπίπτει σε αντικείμενο καθιστάμενη βάρος, άχθος. Φωτίζεται έτσι και η χρονικότητά μας, πάντα στη σχέση της με τη φαντασία, οι μεγάλοι πειρασμοί στους οποίους βυθίζει και καταβυθίζει η πλαστή χρονικότητα.
Επιβάλλεται να τονίζουμε και το πνεύμα της χρονικότητας στο οποίο θα επανέλθουμε εκτενέστερα. Η χρονικότητα του αγχόμενου είναι οδός μαρτυρίου, γιατί χάνεται στον ειδωλικό ‘‘χώρο’’  της κλασικής θεώρησης, γιατί πίπτει και εκπίπτει σε νοσηρές επινοήσεις, με συνέπεια φαντάσματα τα οποία εκδιώκονται μόνο με την επιστροφή στο πρωτινό εγώ και με αποδιαστολή του άγχους που οδηγεί σε οριακές καταστάσεις με οπωσδήποτε φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Μόνο με τη δημιουργική ανακατάληψη του εγώ μας το άγχος χάνεται, γιατί πρόκειται για πλάσμα, για φάντασμα του νόθα φανταζόμενου λογισμού.
Δε θα επεκτείνουμε τις σκέψεις μας τις σχετικές με το άγχος, ό,τι διαπιστώνουμε έχει σχέση με το δεσμό του με τη φαντασία και βλέπουμε πως εκδιπλώνεται στο φαντασιακό. ‘‘Τόπος’’ του άγχους είναι οπωσδήποτε η φαντασία και μπορούμε να πούμε πως χωρίς το φαντάζεσθαι δε θα υπήρχε ούτε άγχος, ούτε αγωνία.
Βέβαια, το υπάρχειν στον κόσμο, κύρια θέση των υπαρξιακών, όπως γνωρίζουμε, καταφάσκει άμεσα στη φαντασιακή τροπή της ίδιας της πρωτογενούς μας συνείδησης και μπορούμε να αναρωτηθούμε αν χωρίς τη φαντασία είναι διανοητός ο κόσμος μας και η προσωπική μας ζωή. Ο προβληματισμός μας όμως προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις και μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ούτε η διαπροσωπική κοινωνία είναι διανοητή χωρίς την παρουσία της φαντασίας. Όλες οι εκφράσεις της διυποκειμενικότητας, απ’ την αγάπη, τη συμπάθεια, την ειλικρίνεια κ.ο.κ. όπως και οι αρνητικές τους τροπές που χαρακτηρίζονται ως αρνητικά πάθη ψυχής, επωάζονται φαντασιακά και αυτό φαίνεται ευκρινέστερα στα μεγάλα έργα του πνεύματος όπου η δημιουργική φαντασία μάς προσφέρει αληθινά αριστουργήματα.
Ήδη, το άγχος που δεν είναι παρά κενό χρονικότητας, φαντασιακή παράσυρση στο κενό, μαρτυρεί και κάτι άλλο: Μήπως τα έργα, τα μεγάλα έργα τόσο της διανοίας, όσο και του συναισθήματος, αλλά και η καθημερινότητά μας αποτελούν τάση φυγής απ’ τον ίλιγγο του ‘‘μηδενός’’, φαντασιακές δηλαδή επινοήσεις οι οποίες δεν είναι παρά επινοήσεις της απειλούμενης με μηδενισμό συνείδησης;
Αρκετοί στοχαστές τείνουν να πιστεύουν πως η φαντασιακή επινόηση δεν είναι παρά υπεκφυγή προς αποφυγή του ‘‘αρχέγονου’’ άγχους και της ακολουθούσας αγωνίας, μια ψευδαίσθηση η οποία τελικά καταφεύγει σε μυθεύματα, οσοδήποτε διανθισμένα από φαντασμαγορικό άνθος. Μήπως ο Προμηθέας είναι ο πραγματικός εκφραστής του άγχους πριν καταστεί ρηξικέλευθος χορηγός γνώσεων;
Αναπόφευκτα, προσέγγιση της φαντασίας οδηγεί σε ακρώρειες, σε υπαρξιακές ακρώρειες οι οποίες, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, δεν είναι φαντασιακές. Το πραγματικό ερώτημα συνίσταται στην προσέγγιση των ριζωμάτων του άγχους και αυτό φωτίζει και τη δυναμική της φαντασίας. Το άγχος και όλα τα έκγονά του, ορθά επισκοπούμενο, οδηγεί στα ριζώματα του υπάρχειν, άγει στην αντίληψη και στην αίσθηση, απαιτεί οντολογική κάλυψη την οποία εξορίζει στο κενό, στο ‘‘μηδέν’’. Τι θα μπορούσε όμως να είναι το μηδέν οντολογικά;
Βαθιά επισκοπούμενη η αντίληψη, στο απόλυτό της, είναι νόηση, αλλά η τελευταία δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, κινδυνεύει να είναι κενό γράμμα. Ταυτόχρονα και η αίσθηση στην πλήρη γενικότητά της απορφανίζεται απ’ την πλήθουσα μαρτυρία των ειδικών της εκφραστικών τρόπων και γίνεται κάτι το γριφώδες, αν μη ανύπαρκτο. Φαίνεται επομένως πως και η αίσθηση και η αντίληψη χάνονται στην κενή νόηση με τη φαντασία να αποδιαστέλλεται, να πτερορρυεί, να χάνεται.
Τι απομένει απ’ την υπάρχουσα κατάστασή μας, αν όχι ο μηδενισμός της;
Παράδοξα εγωμονιστικές χωρίς εγώ αυτές οι σκέψεις, έχουν πραγματική γονιμότητα, γιατί χωρίς το ριζικό κλονισμό τυχόν αρχετύπων ή ψευδοβεβαιοτήτων δεν είναι δυνατή η φιλοσοφική μέριμνα. Κινδυνεύοντας όμως να θεωρήσουμε τη φαντασία στον κόσμο της οποίας ‘‘στεγάζονται’’ αυτοί οι διαλογισμοί, ως κάτι αρνητικό, μπορούμε να οδηγηθούμε σε εγκυρότερες ίσως διαπιστώσεις οι οποίες θα αναπτυχθούν εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια.
Υπάρχει εδώ μια παραδοξότητα, κάτι το ουσιαστικά φιλοσοφικό, αφού η φιλοσοφία ανθεί όχι ως δοξασία, αλλά ως αληθής δόξα, ως παρά τη δόξα (δοξασία, φαινομενική, επιπόλαιη, αβασάνιστη άποψη) θεώρηση.
Το κενούμενο υπάρχειν μας, το υπάρχειν που τρέφεται απ’ το αναυθεντικό της καθημερινότητας, βαθιά αυτοσκοπούμενο και εκδιώκοντας παραστάσεις τις οποίες καθιστά είδωλα, συναντά το είναι του. Αυτή η αλήθεια η οποία είναι αποκαλυπτική, φαίνεται με την πρώτη ματιά ‘‘μηδενική’’, ως πληρωματικά μηδενική, αλλά είναι κατά βάθος ουσιώδης, γιατί χωρίς αυτήν την κατάσταση που συνιστά την perennitas μας δεν είναι δυνατή καμιά πνευματική λειτουργία. Αυτό το βαθιά οντολογικό στοιχείο μας ‘‘παράγει’’ το άγχος, το έγχρονο άγχος που δεν είναι παρά η ρωγμή της χρονικότητας στη φαντασιακή χωρικότητα. Άγχος είναι αυτή η εγκατάλειψη, η αυτοεγκατάλειψή μας, η αυτοαπόσπασή μας απ’ την πρωτογενή πληρότητα και η εξωτερίκευση του φαντάζεσθαι, η απόσπασή του απ’ την πληρότητά του. Χωρικότητα και χρονικότητα αποσπώνται και γίνονται αντικείμενα, με συνέπεια το υποκείμενο να νιώθει απορφανισμένο στις δύο τυραννικές συμπληγάδες, έρμαιο των απειλών τους. Διάσπαση της πρωτοπαρθενικής καθαρότητας, εισβολή απειλητικών φαντασμάτων, παραλυσία του λόγου και του συναισθήματος, ακηδία και τάσεις φυγής, αντιστραμμένη εικόνα τόσο του έγχρονου όντος, όσο και του κόσμου γενικότερα.
Ωστόσο, οι απαρχές δε διαλύονται, το δοκιμαζόμενο υποκείμενο διατηρεί και στις στιγμές της δοκιμασίας του ή της αυτοεγκατάλειψής του ζωντανές ικμάδες αυτοανακατάληψής του, γιατί ο πόνος, η δοκιμασία και ό,τι το άγχος δημιουργεί, είναι δυνατές τροπές της συνείδησης η οποία, καθώς εμβιώνει την εμπειρία του πόνου κι της δοκιμασίας, αναβλέπει μυστικά την αρχέγονη πηγή. Αλλιώς δε θα είχε καν επίγνωση της τραγικότητάς της. Πλήρωμα του πόνου και της δοκιμασίας είναι η πληρότητα.

                                                            *
Δε θα μπορούσαμε όμως να προσεγγίσουμε τη φαντασία χωρίς προσεκτικότερη επίκληση της μνήμης μετά όσα προηγούνται, δεδομένου ότι ο δεσμός τους είναι άρρηκτος. Ας επανέλθουμε επομένως στη μνήμη ουσιαστικότερα.
Είναι φανερό πως χωρίς τη μνήμη παραλύει κάθε διανοητική προσπάθεια. Γνωρίζουμε πως η ψυχολογία διερευνά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη και πως συχνά προσπαθεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο με αφετηρία της χημικές μεταβολές και αλλοιώσεις οι οποίες προκαλούνται στο εγκεφαλικό κέντρο της μνήμης (παρά το ότι τελευταία γίνεται λόγος απ’ τους ειδικούς για ενότητα εγκεφαλικών κέντρων και όχι για συγκεκριμένη αποκλειστικότητα) μετά κάθε ερεθισμό (εγχάραγμα). Όλες όμως οι οπωσδήποτε χρήσιμες και συχνά πολύτιμες έρευνες δε φωτίζουν την ίδια τη μνήμη στο είναι της. Είναι περιγραφικές. Φιλοσοφικά η μνήμη συνεξετάζεται με τη φαντασία ως βασική της προϋπόθεση και όλα τα λεγόμενα είδη φαντασίας (προσθετική, αφαιρετική, αναπαραγωγική, δημιουργική, συνδυαστική) συνεκφράζονται με τον όρο δημιουργική φαντασία.
Έχουμε πει σε παλαιότερη προσπάθειά μας πως η μνήμη σχετίζεται περισσότερο με την κρίση και πως είναι τοπική, ενώ η φαντασία είναι χωρική και πως συνδέεται περισσότερο με το συλλογισμό. Σε αυτές τις θέσεις θα εμβαθύνουμε κατά το δυνατό, αλλά προαπαιτείται κάτι σημαντικότερο το οποίο αναφέρεται στη σχέση μνήμης και γνώσης, οπότε παρεμβαίνει και η αίσθηση και η αντίληψη και η παράσταση και η έννοια και η κρίση.
Όντως, χωρίς την αίσθηση και την αντίληψη δεν υπάρχει μνήμη. Αν όμως  η αίσθηση ως τρόπος κοινωνίας με τις μορφές του αισθητού είναι ήδη γνώση, συνεκφράζεται με την αντίληψη η οποία καθιστά το αισθανόμενο εννοούμενο, αντιληπτό και εδώ οφείλουμε να εγκύψουμε έστω και σύντομα στη λεγόμενη ενορατική γνώση. Είναι η άμεση γνώση, η βαθιά κοινωνία με το είναι του αισθανομένου που εκφράζεται αντιληπτικά. Το άμεσο της αίσθησης είναι απόλυτο, όπως και το άμεσο της αντίληψης και γι’ αυτό στο ρευστό και μεταβαλλόμενο αισθητό μας κόσμο, αρχής γενομένης απ’ τη σωματικότητά μας και απ’ τα αισθητήριά μας, η εννόηση με την οποία το γνώσιμο του κόσμου είναι σαφές, καθιστά τη μνήμη γνώση, αφού δε συγκρατείται μηχανιστικά, όπως θέλει ο συνειρμισμός, όχι πλήθος παραστάσεων, αλλά γνώση, έστω και επιφανειακή με την πρώτη ματιά, πραγμάτων και καταστάσεων. Η ενορατική ή άμεση γνώση, αδιαμεσολάβητη και χωρίς λογισμό ή συλλογισμό, είναι διαρκές συμβαίνον, ταυτίζει ανθρώπινο και κοσμικό είναι και αποτελεί τη βασική προϋπόθεση ανάπτυξης οποιασδήποτε άλλης γνώσης. Συνιστά μαρτυρία του απολύτου, είναι ανέκφραστη, εκφράζει δηλαδή το ανέκφραστο το οποίο δεν είναι μόνο εγγύτατο, αλλά πηγή κάθε εκφραστού. Εκείθεν προκύπτει το συγκεκριμένο, το πλήθος των μορφών και των καταστάσεων, το ‘’υλικό’’ της μνήμης που καθιστά την αντίληψη γνωσιολογική κεραία, αισθανόμενη αντίληψη, προς δημιουργία επιμέρους γνώσεων. Να γιατί η μνήμη η οποία συγκρατεί είναι γνώση.
Τι επομένως συγκρατεί η μνήμη, αν όχι κάτι το γνωστό; Αν ανατρέξουμε στα είδη των συνειρμών (γνωστοί οι νόμοι του συνειρμού: ομοιότητα, αντίθεση, συνάφεια στο χώρο, διαδοχή στο χρόνο) θα διαπιστώσουμε πως, παρά τον αμφίβολο χαρακτήρα τους, ‘’χρεώνονται’’ ήδη στο πνεύμα και τελούνται όχι πια στη μνήμη, αλλά στη φαντασία και στη λογική ακολουθία ή ανακολουθία. Η μνήμη επομένως ως υποπόδιο της φαντασίας είναι ήδη γνώση και προϋποθέτει τη δύναμη της αντίληψης ώστε απ’ το ποικίλο, απ’ το ανομοιογενές, απ’ το ομοιογενές, απ’ το αντίθετο κ.ο.κ. (λογική αρχή της ετερότητας) συγκρατούνται μορφές, σχήματα, καταστάσεις που συνιστούν ενότητα, αισθητές υποστάσεις, γνωστές και ως παραστάσεις.
Παράδοξα, η μνήμη τρέφεται τόσο απ’ την αντίληψη και απ’ την αίσθηση, αλλά και απ’ τη φαντασία. Δεν αναθυμάμαι παρά κάτι το οποίο ήδη περιεργάζομαι μετά την ενορατική πρόσληψη με τη δύναμη της αντίληψης για να αναγνωρίζω τη μοναδικότητά του εν μέσω των διαφορών, ομοιοτήτων, εναναντιοτήτων, αναλογιών κ.ο.κ. και αυτή η διεργασία δημιουργεί γνώση, ανάγνωση δηλαδή του ιδιαίτερου χαρακτήρα κάθε πράγματος. Χωρίς αυτήν την αλήθεια δεν υπάρχει μνήμη. Παράδοξο: Η μνήμη προκύπτει αλλά και αναδύεται. Προκύπτει απ’ το ενεργείν της αντιληπτικής αίσθησης και της χωρικής φαντασίας, αλλά και αναδύεται ως κραταίωση του ό,τι αναγνωρίζεται ως ισχύον μετά την πρώτη συναντιληπτική κοινωνία. Επιπλέον, χωρίς την φαντασία η μνήμη δεν είναι δυνατό να τηρείται, είναι η στατική σμικρογραφία της η οποία δεν κατανοείται αν δε λάβουμε υπόψη μας πως ουσιαστικό στοιχείο της μνήμης δεν είναι η εικόνα, η παράσταση του μνημονευομένου, αλλά το είναι του το οποίο εκφράζεται συμβολικά με το φαίνεσθαί του. Οι αισθητές μορφές δεν είναι ακίνητες καταστάσεις μνήμης, αλλά εσαεί κινούμενες υποστάσεις στη φαντασιακή χωρικότητα. Ας τονίσουμε επίσης κάτι το οποίο δε συνειδητοποιούμε εύκολα. Η ομοιότητα, η αναλογία κ.ο.κ. χωρίς τις οποίες δεν υπάρχουν αισθητές μορφές, απλά εικονίζονται στο γίγνεσθαι των πραγμάτων, αλλά δεν παράγονται από αυτά. Αν τα αισθητά, εσαεί ρευστά, είναι και ουτοπικά και συμβολική έκφραση του συμβαίνοντος, οι τρόποι τους φωτίζουν, δεν επιβάλλουν στη σκέψη τις κατηγορίες της ετερότητας. Οι τελευταίες ανακύπτουν ως εν πεπερεσμένω εκφράσεις του απολύτου.
Ήδη όμως, η φαντασιακή δραστηριότητα καθιστά δυνατό το παραστατό πεπερασμένων μορφών, αλλά το παραστάσιμο, οποιοδήποτε δηλαδή σχετικό-εκφραστό αισθητό, είναι αδύνατο να παριστάνεται χωρίς την απόλυτη προϋπόθεση: Ο κόσμος ως ολότητα είναι μη παραστατός και αυτό καθιστά παραστάσιμο ό,τι τον εκφράζει συμβολικά, κάθε αισθητή μορφή δηλαδή. Γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχουν καθαρές παραστάσεις πραγμάτων κλπ. που δεν εκφράζουν ταυτόχρονα την πνοή του απολύτου απ’ το οποίο τρέφονται, την απόλυτη ζωή δηλαδή. Όλος ο θόρυβος, ο μόχθος και οι σελίδες που γράφηκαν σχετικά με τη σχέση παράστασης και έννοιας κυρίως απ’ τους εκφραστές του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού και ιδιαίτερα απ’ την καντιανή σύνθεση, παραβλέπει κάτι σημαντικό το οποίο αναπροσανατολίζει στην πλατωνική προοπτική: Κάθε παραστατό είναι αναπόφευκτα εννοητό και το είναι του κοινωνεί του ανθρωπίνου είναι και του είναι του κόσμου. Έγκειται στο πνεύμα μας, στην αντίληψή μας κυρίως να ‘’συλλάβει’’ το είναι του αισθητού αντί να επικαλούμαστε την υπερβατολογική αναγωγή η οποία καθιστά τις παραστάσεις έννοιες. Σε αυτό το στάδιο αίσθηση, νόηση, εννόηση, μνήμη, φαντασία κρίση, συναίσθημα, πλέκονται αδιόρατα, αποκαλύπτουν το απόλυτο είναι τους το οποίο αναγνωρίζεται παντού, σε κάθε μορφή έκφρασης και γνώσης.
Προσεκτική θεώρηση της μνήμης αυτό μας πληροφορεί. Ό,τι συγκρατείται απ’ το αισθητό είναι ήδη γνωστό, εννοείται, αλλά, ταυτόχρονα, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην εννόηση και στη συνειδητοποίηση. Η απομνημόνευση λ.χ. ενέχει μνήμη, αλλά επιφανειακά, η αγχίνους μνήμη είναι ήδη συνειδητή γνώση.
Βέβαια, ανακύπτουν προβλήματα γενικότερης φύσης, αλλά για να είμαστε συνεπείς με το πνεύμα αυτής της μελέτης, περιοριζόμαστε στο εξής: Μήπως η μνήμη ‘’νεκρώνει’’ τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις παραπλανώντας έτσι και την αντίληψη και την κρίση; Μήπως θύει χωρίς να το αντιλαμβάνεται στο βωμό της σταθερές και αμετάβλητες εικόνες οι οποίες αιωνίζονται ως ιδέες, ως σύμβολα, ως είδωλα, ως φετίχ κ.ο.κ.; Αν συμβαίνει όμως αυτό και η φαντασιακή δραστηριότητα είναι καταδικασμένη σε φαντασιώσεις. Και η κρίση και ο συλλογισμός καταδικάζονται στο να επικαλούνται και να αντιμετωπίζουν παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, νόθα λογικά είδωλα, γιατί υπάρχουν εντελώς ορθοί λογισμοί και συλλογισμοί που καταλήγουν σε εσφαλμένο συμπέρασμα, αν η αφετηρία είναι αναληθής.
Αυτή η πραγματικότητα επισυμβαίνει επειδή συχνά παρασυρόμαστε απ’ την επιφανειακή όψη, απ’ το φαίνεσθαι και όχι απ’ το νόημα το οποίο αναδύεται μετά προσεκτική θεώρηση. Σε αυτούς τους προβληματισμούς προστίθενται και οι αδυναμίες της μνήμης (περιοδική αμνησία, οπισθοδρομική αμνησία, εμπροσθοδρομική αμνησία, πρόσκαιρη αμνησία, αμνησία ανάπλασης). Είναι επομένως δυνατό, με τυπικά ορθή λειτουργία τόσο της μνήμης, όσο και της φαντασίας, αλλά και της αίσθησης και της αντίληψης, να οδηγούμαστε σε εντελώς φανταστικά και μη αληθή συμπεράσματα και γι’ αυτό ο τρόπος αντιμετώπισης συνίσταται στην ορθή θεώρηση των σχέσεων μνήμης και φαντασίας. Αν η φαντασία είναι χωρική, όπως θα δούμε εκτενέστερα, αν η χωρικότητά της καταργεί το φάσμα του χώρου, αν τα αισθητά είναι έγχρονα, κάτι που είναι και κύριο χαρακτηριστικό της φύσης μας ως εγκόσμων, είναι σαφές πως η μνήμη, κινούμενη στο φαντασιακό χώρο, τροφοδοτεί κατά κάποιο τρόπο τη δημιουργική φορά του φαντάζεσθαι, αλλά υπό την αδήριτη αρχή κατά την οποία η μνήμη είναι ήδη γνώση, γιατί εδράζεται αποκλειστικά στην αίσθηση και στην αντίληψη. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η δυνατή και ακριβής μνήμη δε συνοδεύεται από δημιουργική φαντασία. Έχουμε τη στατική και μη δυναμική μνήμη που επιτελείται φαντασιακά. Βαθιά θεωρούμενες όμως η αίσθηση και η αντίληψη οδηγούν σε ό,τι αποκαθιστά τη φαινομενική στατικότητα της μνήμης: Στη βεβαιότητα πως οι αισθητές μορφές αλλά και ο,τιδήποτε συμβαίνει αποκαλύπτουν το είναι διαμέσου του φαίνεσθαι, πως δεν είναι οι αποκλειστικοί παράγοντες της γνώσης, πως οι εσαεί αλλαγές τους, το κινείσθαι τους, τις καθιστούν μαρτυρίες του είναι τους, κατά τρόπο που οποιοσδήποτε χαρακτήρας τους είναι σχετικός. Όταν επιστρατεύουμε τη μνήμη μας σε κάτι, όταν δηλαδή λειτουργεί η μνήμη, η τυπική της στατικότητα αφανίζεται, λειτουργεί ουσιαστικά το είναι των παραστάσεων, το εννοείν τους αναδύεται και γι’ αυτό χωρίς τη φαντασία όντως η μνήμη εξαπατά. Όλες οι παραστάσεις-έννοιες είναι σχετικές αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι ψευδείς. Προσανατολίζουν στο είναι των συμβολισμών τους, εννοούνται και νοούνται ακριβώς χάρη στο είναι τους και όχι χάρη στο φαίνεσθαί τους. Η φαντασία ενεργοποιεί δυναμικά τη μνήμη, καθιστά τη φαινόμενη τοπικότητά της διαρκή κίνηση στη χωρικότητά της και εδώ ακριβώς η αίσθηση και η αντίληψη αδελφώνονται για να δημιουργείται η κρίση και, πάντα φαντασιακά, ο συλλογισμός.
Η φαντασία στην οποία ‘’ξενίζεται’’ το εννοείν των πραγμάτων, μάς πλοηγεί στο εγκόσμως υπάρχειν, καθιστά το ετερογενές, το όμοιο, το ανόμοιο κ.ο.κ. ενότητα απ’ την οποία εξάγεται η δημιουργική πνοή της δημιουργίας σε κάθε πνευματική προσπάθεια.
Έτσι, η κρίση που χαρακτηρίζει περισσότερο τη μνήμη και ο συλλογισμός που προσιδιάζει κυρίως στη φαντασία διενώνονται με ρευστότητα και είναι συμπληρωματικές λειτουργίες του πνεύματος, όπως ακριβώς η τοπικότητα και η χωρικότητα. Βαθύτερα, και η κρίση και ο συλλογισμός δε συνιστούν το μοναδικό τρόπο συγκρότησης της γνώσης αλλά συμβατικό, γιατί είναι τύποι οι οποίοι θεμελιώνονται σε καμιά αμετάθετη λογική αρχή ή αξιώματα που είναι αμφίβολα και δεν έχουν οικουμενική φορά, το έδειξαν τα παράδοξα του λογικισμού, όσο και το γνωστό θεώρημα περί της μη αποφασιστικότητας ή αποκρισιμότητας των λογικών συστημάτων. Η κατά το δυνατό έγκυρη γνώση επιφαίνεται και με τη μνήμη και με τη φαντασία στον κόσμο της οποίας καλλιεργείται και αυξάνεται, αλλά δεν είναι διανοητή χωρίς την κοινωνία με την αιώνια φύση των πραγμάτων, των αιωνιζόμενων πραγμάτων, με το απόλυτο είναι του κόσμου-είναι μας που είναι το αποκλειστικό κριτήριο της αλήθειας και της εκπηγάζουσας γνώσης.
Ήδη, αναγνωρίζουμε πως χωρίς τη μνήμη και τη φαντασία δεν είναι διανοητή καμιά μορφή λογικής έκφρασης. Αν με την πρώτη ματιά με τη μνήμη κατισχύει η κρίση και με τη φαντασία ο συλλογισμός, αυτεπάγγελτα επεμβαίνει και η νόηση και η αντίληψη και η αίσθηση…Τι μπορούμε επομένως να πούμε; Συνέκφραση το λέγειν που είναι περιεσκεμμένη γνώση, απαιτεί κάτι αφετηριακό το οποίο καταξιώνει και την κρίση και το συλλογισμό, και αυτό προϋποθέτει και τη μνήμη και τη φαντασία και την αντίληψη και την αίσθηση. Συνίσταται στο εξής: Κάθε μορφή έκφρασης που εκδηλώνεται συμβολικά, που προσφεύγει σε συμβολικές μαρτυρίες εσαεί μεταβαλλόμενες (εννοούμε όλο τον κόσμο των αισθητών, κάτι που δε συνάγεται, αλλά αναδύεται), είναι αναπόφευκτα συμβολική, σχετική, αλλά ταυτόχρονα, έγκυρη, αν περιγράφει το συμβαίνον κατά τρόπο που αποκρίνεται όχι στο φαινόμενο, αλλά στο απόλυτο είναι του το οποίο και διεκφράζεται αισθητά, μεταβλητά, συμβολικά, σχετικά. Μαρτυρείται έτσι το απόλυτο στο σχετικό. Αυτή η έκφραση που διασυνδέει έτερα, ανόμοια, ανάλογα, συμβατά, ασύμβατα κ.ο.κ., που προαπαιτεί αντίληψη, αίσθηση, μνήμη, κρίση, φαντασία, είναι αποτύπωση του απολύτου στο σχετικό χαρακτήρα των πραγμάτων. Ας μην ξεχνάμε πως το υποκείμενο αποφαίνεται, πως ορίζει οριζόμενο: Ορίζει συγκεκριμένες σχέσεις ή καταστάσεις και ορίζεται ταυτόχρονα απ’ το κοινό τους είναι. Έκφραση είναι η δείξη του απολύτου σε κάθε συγκεκριμένο. Αν λάβουμε υπόψη πως φανερώνεται συμβολικά, με σύμβολα, να πώς αυτοπροδίδεται: Δείχνει την ανάλωση του απολύτου στο σχετικό το οποίο τηρεί, συντηρεί, συνέχει, δείχνει το τρέφεσθαι του εκφραζομένου απ’ την επίγνωση του νοήματος, το πληρούσθαι ως κοινωνία, το κοινωνείν με το συμβαίνον.
Αν επομένως η μνήμη και η φαντασία παραπέμπουν στην κρίση και στο συλλογισμό με την παρουσία βέβαια της αίσθησης και της αντίληψης, αποκαλύπτεται πως τελείται ό,τι πολλοί, ανάμεσά τους και πολλοί εμπειριστές, ονόμασαν κοινωνία των ιδεών (πλατωνική πατρότητα) αλλά υπό το εξής πνεύμα: Το κοινωνείν είναι διαρκές συμβαίνον το οποίο τρέφει τη χρονικότητα του φαντάζεσθαι (θα το δούμε εκτενέστερα σε άλλο κεφάλαιο) και το οποίο είναι αιωνιζόμενο παρόν πέρα απ’ τα στενά όρια της κρίσης και του συλλογισμού, είναι μαρτυρία του είναι στο φαίνεσθαι. Η οντολογική ταυτότητα των ετέρων, των αισθητών, διασυνδέεται λογικά και η αλκή της λογικής έκφρασης συνίσταται στην εγκυρότητα του εγχειρήματος, στη συνεχή αποκάθαρση του λογισμού από αυταπάτες, από παρανοήσεις και πλάνες. Αυτό προσπαθεί να δηλώνει η λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας η οποία διέχει κόσμο και άνθρωπο.
Αφετηριακές οι σελίδες που προηγούνται, μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε κατά το δυνατό εμπεριστατωμένη προσέγγιση της θεματικής μας επικαλούμενοι εκείνες τις παραμέτρους οι οποίες συνιστούν οργανικές λειτουργίες της φαντασιακής γνώσης.





















ΙΙI
                       

                          ΑΡΧΕΓΟΝΗ-ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Νόηση και φαντασία, ολότητα, χωρικότητα, χρονικότητα και πρωτογενής φαντασία, νόηση και φαντασία, διάλειψη και φαντασία.

Μήπως ο όρος στον οποίο ανατρέχουμε είναι πλαστός ή ‘‘επιφανειακό’’ κατασκεύασμα της σκέψης μας και επομένως δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα;
 Ας δούμε καταρχήν κάποια αναμφισβήτητα πράγματα, συμβαίνοντα, για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς μας συμβαίνει όταν σκεπτόμαστε, όταν ενεργούμε, όταν συναισθανόμαστε, όταν αφαιρούμαστε. Είναι σαφές πως φανταζόμαστε και αυτό προκύπτει άνετα όταν επισκοπούμε κάθε μας ενέργεια. Διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο, απολαμβάνουμε τους στίχους ενός μεγάλου ποιήματος-δημιουργίας, επιστρατεύουμε τη μνήμη μας προκειμένου να βρούμε τη λύση ενός γεωμετρικού προβλήματος, αναδιηγούμαστε κάτι το οποίο συνέβη, σχεδιάζουμε κάτι που έχει σχέση με μία μας ενέργεια σε οποιονδήποτε τομέα της δραστηριότητάς μας, προσπαθούμε να ανακαθορίζουμε τη στάση μας έστω και εκ των υστέρων, κ.ο.κ. και διαπιστώνουμε πως χωρίς τη φαντασία μας δεν είναι διανοητή καμιά πνευματική μας δραστηριότητα, καμιά πράξη ή ενέργειά μας γενικότερα.
Παράλληλα όμως διαπιστώνουμε πως χωρίς τη σκέψη μας ή το συναίσθημά μας, χωρίς την επιστράτευση της μνήμης μας, η φαντασία μας είναι αδιανόητη. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Μήπως κάθε πνευματική μας προσπάθεια εξαρτάται απ’ την ενότητα των συνειδησιακών μας δυνάμεων, κατά τρόπο που οφείλουμε να αναζητήσουμε μια κοινή ρίζα χωρίς την οποία τίποτε δεν είναι διανοητό;
Φαίνεται πως η προσπάθειά μας περιπλέκεται, αλλά αυτή η περιπλοκή είναι αποκαλυπτική.
Εννοούμε το εξής: Κατά πρώτο λόγο, είτε αισθάνομαι, είτε αντιλαμβάνομαι, είτε θυμάμαι κ.ο.κ., σκέπτομαι, και σκέπτομαι επειδή γνωρίζω, επειδή η γνώση προηγείται κάθε επιμέρους διαπίστωσης. Εδώ ακριβώς αναδύεται κάτι: Τι γνωρίζω πριν γνωρίσω; Πρόκειται για την ανέκφραστη γνώση, την πρώτιστη γνώση, τη μήτρα κάθε ανά-γνωσης.
Ήδη ανα-γνωρίζω πως όταν αναστρέφομαι με τη φαντασία μου, αναστρέφομαι, γιατί δε μπορώ να φαντασθώ τη φαντασία μου (όταν προσπαθώ μάταια να φαντασθώ τη φαντασία μου, τη φαντάζομαι φανταζόμενος…), χάνομαι, βυθίζομαι σε ένα είδος πρωτογένειάς μου, σε μια άχρονη, αειδή, μη παραστατή κατάσταση στην οποία η φαντασία, η αίσθηση, η μνήμη φαίνονται να αποδιαστέλλονται, να χάνονται, παρόλο πως εξακολουθώ να είμαι ένσαρκος-έγχρονος. ‘‘Εκεί’’, μόνο η νόηση, η απόλυτη νόηση που δεν εκφράζεται, φαίνεται πως είναι η πνοή ζωής, γνώσης και επίγνωσης.
Επιπλέον, διαπιστώνουμε πως και η φαντασία μας ‘‘εκλύεται’’ κατά κάποιο τρόπο, πως η αίσθηση, το αισθάνεσθαι για να είμαστε ακριβέστεροι, αφομοιώνεται, όπως και η μνήμη και ο λόγος και τα συναισθήματα κ.ο.κ. Αυτό το συμβαίνον είναι οικουμενικό και μας πληροφορεί άνετα πια πως είναι της φαντασίας είναι το απόλυτο νοείν, το άπειρο, η ολότητα, το άχρονο. Αν επομένως κάνουμε λόγο για πρωτογενή φαντασία, οφείλουμε να φθάνουμε στα ριζώματα του υπάρχειν μας, ριζώματα τα οποία είναι οντικά. Ωστόσο η πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία δεν είναι ιδεοποίηση, εξιδανίκευση, της έγχρονης φαντασίας μας, θα το δούμε εκτενέστερα στη συνέχεια, κάτι ‘‘ιστάμενο’’ κάπου δίκην αιώνιας ιδέας, αλλά η ανέκφραστη-απόλυτη ενέργεια η οποία κατοπτρίζεται στην έγκοσμη δραστηριότητά μας.
Αν χρησιμοποιούσαμε τον όρο ολότητα, όρο τόσο ταλαιπωρημένο και από επιφανείς λογικομαθηματικούς, θα βοηθούμασταν. Με απλά λόγια, ολότητα είναι η απόλυτη αλήθεια η οποία καθιστά δυνατή την εννόηση κάθε επιμέρους (συγκεκριμένου) αισθητού, κάθε επιμέρους (συγκεκριμένου) συνόλου αισθητών πραγμάτων. Χωρίς την ολότητα ο κόσμος μας δε θα μπορούσε να νοηθεί και αυτό αποκαλύπτει κάτι εξίσου ενδεικτικό. Στο επιμέρους, στο συγκεκριμένο, υπάρχει η πνοή του όλου και αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην εξής αλήθεια: ΄Ηδη, κάτοψη της ολότητας, εν πεπερασμένω έκφρασή της, είναι η ενότητα, η κοσμική ενότητα η οποία κάνει νοητή και αντιληπτή την ουσιαστική οντολογική ταυτότητα των εναντίων, των διαφόρων, των ομοίων, των αναλόγων κ.ο.κ. πραγμάτων και καταστάσεων. Ενότητα, ας μην το ξεχνάμε, υπάρχει ‘’παντού’’, σε κάθε αισθητό, οσοδήποτε ‘’μικρό’’ ή ‘’μεγάλο’’, χωρίς την ενότητα δεν εννοείται καμιά μορφή ύπαρξης.
Εδώ η φαντασία αποκαλύπτει κάτι. Διαπλώνει το αφετηριακό δεδομένο της νόησης κατά το οποίο ο κόσμος νοείται ως ολότητα, ως πνευματικό συμβαίνον. Αυτή η αξιωματική θέση φανερώνεται με τη φαντασιακή διεργασία η οποία ‘‘ταξιδεύει’’ άμεσα και καθιστά τη χρονικότητα γόνιμο πεδίο φαντασιακής εκδίπλωσης. Όντως, χωρίς την ολότητα δεν είναι διανοητή η φαντασία. Φαντάζομαι αφετηριακά ακριβώς αυτό ή για να είμαι ακριβέστερος, η φαντασία μου φανερώνεται ως διαρκής αφετηρία και σε αυτό συνίσταται η συνέχειά της, η νοητική της συνέχεια και αυτό ακριβώς ονομάζουμε χωρικότητα της φαντασίας. Επεξεργάζεται πάντα μορφές, σχήματα, καταστάσεις και αυτό σημαίνει πως τρέφεται απ’  τη νόηση. Ήδη η γνώση ευρύνεται, εμπλουτίζεται και πολλαπλασιάζεται, αν το φαντασιακό ενεργείν συνδυάζει επιμέρους συμβαίνοντα ώστε να τα διασυνδέει.
Θα μπορούσαμε να διασυσχετίσουμε το είναι της φαντασίας με την πλατωνική ανάμνηση. Η σκέψη θα επανέλθει σε επόμενο κεφάλαιο. Τίθεται εδώ επειδή στην πλατωνική γνωσιοθεωρία με την ανάμνηση οδηγούμαστε στο τοῦ εἰκασθένος γένος, απ’ τα φαινόμενα στις ιδέες τους. Δε θα αναλύσουμε αυτήν την πλατωνική θέση, αλλά την αναφέρουμε ως πνευματικό παράλληλο. Αρκούμαστε στο εξής: Ό,τι είναι συγκεκριμένο, οτιδήποτε συνιστά τόδε τί, μαρτυρεί το κέρας του οικουμενικού, αναδίνει την οσμή του αιωνίου και γι’ αυτό εννοείται, γνωρίζεται. Υπάρχουν όντως αιώνια πράγματα, δίκην πλατωνικών ιδεών, σε αντίθεση με τα σύγχρονα πράγματα;  Σε καταφατική απάντηση, θα φθάναμε στο εξής: Τα αιώνια πράγματα στεγάζονται στο άπειρο, τα σύγχρονα πράγματα στο πεπερασμένο. Πρόκειται για την πλατωνική θεώρηση την οποία συναντάμε σε σύγχρονους αστροφυσικούς.
Υπάρχουν όμως δημιουργικές ενστάσεις με σημαντικότερη την εξής: Τα απόλυτα πράγματα-ιδέες, εκφράζουν το απόλυτο κάθε πράγματος, κάθε σύγχρονου πράγματος το οποίο φθείρεται, μεταβάλλεται κ.ο.κ., δε μπορούν να είναι αντικείμενο παράστασης, φαντασιακής αναπαράστασης, παρά ως είδωλα. Φυσικά, το ακίνητο, το στατικό σύμπαν των αιωνίων πραγμάτων-ιδεών ενοικεί στο ἀγαθόν (πλατωνική άποψη) και αυτά αποτελούν τον πραγματικό κόσμο στον οποίο εδράζεται κάθε συνεπής λογική. Σαφής μαρτυρία, η λογική των πλατωνιζόντων λογικομαθηματικών, αλλά και η ευρύτερη πλατωνική λογική.
Βέβαια, αυτή η θεώρηση, ρηξικέλευθη και ανεπανάληπτη, οδηγεί αναπόφευκτα στο δυισμό και αυτό οφείλεται στην αποδοχή ύπαρξης ύλης, υλικών σωμάτων και χώρου. Υπάρχουν βέβαια και δύο άλλες οριακές θεωρήσεις: Η ρεαλιστική (αριστοτελική ουσιαστικά) με όλες τις εμπειριστικές της αποκλίσεις και η πανθεϊστική που στη ρίζα της είναι μονιστική (πνευματοκρατική ή υλιστική, κατά τις θεωρήσεις).
Τι νέο θα μπορούσε να προταθεί; Μία δημιουργική ρήξη θα ήταν η άρνηση του πλήρους διαχωρισμού μεταξύ απείρου και πεπερασμένου (κάτι ‘’ανάλογο’’ με την ψυχή του κόσμου, όπως τη συναντάμε στα πλατωνικά κείμενα). Αυτή η θεώρηση θεωρεί το άπειρο τροφή του πεπερασμένου, την αποσπασματικότητα αυτού του τελευταίου ως μαρτυρία αυτής της εσαεί θυσίας η οποία αποκαλύπτει και το εξής: Το άπειρο δεν τρέφει απλά το πεπερασμένο, αλλά τρέφεται παράλληλα απ’ αυτό. Τρέφεται επειδή είναι αδιανόητο χωρίς αυτό. Είναι ‘’ενδεές’’ γιατί η ὑπερπλησμονή ἀγαθότητος κατά την πλωτίνεια φράση πληρώνεται, καθώς κενώνεται ως θυσία, ως αγάπη, ως μεγαλοψυχία, ως ταπείνωση, ως αρετή γενικότερα. Το ανθρωποκοσμικό προχώρημα επομένως τρέφει το απόλυτο καθώς αναλώνει την προσφορά του, καθώς αιωνίζει τη μαρτυρία του.
Έτσι, αν ο κόσμος μας είναι πνευματικός, τρεφόμενος απ’ το απόλυτο, αποφεύγεται και ο δυισμός και ο μονισμός και επιστρέφουμε δημιουργικότερα στα αιώνια πράγματα-ιδέες. Δεν είναι αιώνιες υποστάσεις ανάσσουσες σε κάποιον υπερουράνιο τόπο, αλλά το όμμα, το νοητό όμμα του απολύτου στο σχετικό. Ιδέες (τον όρο που είναι πλατωνικός, αποδέχονται διαφορετικά οι ευρωπαίοι ιδεαλιστές και μη) των πραγμάτων οι εσαεί ουσιώσεις τους, η κινητικότητά τους και οι αλλαγές τους που ωστόσο είναι εννοητές ως συγκεκριμένη υπόσταση μόνο και μόνο επειδή τροφή των μεταβαλλόμενων είναι η αμετάβλητη τροφή του, κατά τρόπο που ποτέ το όνομα μιας ιδέας η οποία χαρακτηρίζει οποιοδήποτε σχετικό-αισθητό μέγεθος να αποκρίνεται πλήρως στη φύση του. Οι ιδέες είναι σχετικές αλλά πραγματικές, γιατί κατευθύνονται σε κάτι το οποίο τις υπερβαίνει, τις πληρώνει.
Τι συμβαίνει; Είπαμε πως δε μπορούμε να φαντασθούμε τη φαντασία μας, μπορούμε όμως να εμβαθύνουμε στο ίδιο της το ενεργείν. Κατά βάθος, όταν φανταζόμαστε, κοινωνούμε με το είναι των πραγμάτων και αντιλαμβανόμαστε το φαίνεσθαί τους. Αυτό είναι φαντασιακό συμβαίνον που ανοίγει δρόμους. Το μη σχηματικό, το μη έχον σχήμα, μέγεθος κ.ο.κ., η ολότητα δηλαδή, φανερώνεται αέναα ως τροφή του γίγνεσθαι και αυτό το αντιλαμβανόμαστε. Η φαντασία ‘’φιλοξενεί’’ αυτήν την προσπάθεια και την προάγει για να εξορύσσεται όλο και πιο νέα γνώση όχι πια ως ανάμνηση, αλλά ως φαντασιακή εννόηση. 
                                                            *
Στην πρωτογενή-αρχέγονη φύση της επομένως η φαντασία είναι απόλυτη και αποτελεί την προϋπόθεση κάθε έγχρονης εκδίπλωσής της. Τη διακρίνουμε στο ίδιο το λειτουργείν της κοσμικής ενότητας. Είναι έτσι σαφές πως η φαντασία όπως την εξετάζουμε στην παρούσα παράγραφο, είναι απόλυτη, αλλά συμβαίνει ό,τι και με την αίσθηση, ό,τι και με τη νόηση: Το απόλυτο κινδυνεύει να είναι κενός λόγος αν δεν ενεργεί ως πεμπτουσία σε κάθε σχετικό.
Ήδη, η ενότητα των πνευματικών λειτουργιών μας επιφαίνεται ως συμπληρωματικότητα. Η ενότητα αναφέρεται σε πολλότητα καταστάσεων, ενεργειών που, συνθεωρούμενες, παράγουν το ίδιο έργο. Οι πνευματικές λειτουργίες δημιουργούν τη δυνατότητα σκέψεων και συναισθημάτων προς περαιτέρω δημιουργική φορά, αν συνεργάζονται, αν συμ-πληρώνονται. Τα πολλά όμως δε συνθέτουν ενότητα αναγκαστικά. Απαιτείται διόραση του είναι τους, του κοινού είναι τους το οποίο καθιστά εννοητό το φαίνεσθαί τους για να φθάσουμε στην ενότητα. Ο κόσμος μας εκφράζει ενότητα όχι ως ‘‘σύνολο’’ ομοίων, ομοιογενών κ.ο.κ. πραγμάτων, αλλά ως αποκάλυψη, ως εσαεί αποκάλυψη της ταυτότητάς του χωρίς την οποία δεν είναι εννοητές οι ετερότητές του. Γι’  αυτό, σε κάθε αισθητό αποκαλύπτεται το απόλυτο.
Ωστόσο, υπάρχει ένας διαρκής πειρασμός ο οποίος διατρέχει τη φιλοσοφική παράδοση. Εννοούμε το είναι της φαντασιακής χωρικότητας το οποίο ταυτίζεται με τον πρωτογενή της χαρακτήρα. Είναι η χωρικότητα της φαντασίας αρχή κάθε θετικότητας; Φαίνεται πως μηνύεται κάτι σημαντικό. Πολλοί μεταφυσικοί έκαναν λόγο για απόλυτη εκτατότητα ορίζοντας έτσι το χώρο. Αν όμως ό,τι αποκαλούμε χώρο είναι η χωρικότητα της φαντασίας, η εκτατότητα δεν είναι παρά νοητή πραγματικότητα, απόλυτη, άπειρη η οποία γίνεται εννοητή με την αισθητή φύση των πραγμάτων και εδώ αποκαλύπτεται κάτι: Τα αισθητά πράγματα ως εσαεί κινούμενα, μεταβαλλόμενα κ.ο.κ. δεν έχουν ούτε τοπικότητα, ούτε εκτατότητα, παρά πνευματική οντότητα, πνευματική φύση. Πού όμως; Αυτό είναι το πρόβλημα ή το ψευδοπρόβλημα. Αν το αναζητάμε κάπου, δημιουργούμε φαντάσματα, αν εννοούμε τη φαντασία, το πρόβλημα αναδύεται δημιουργικά.
Ας επιμείνουμε επομένως στη φαντασιακή χωρικότητα, γιατί είναι πρωταρχική. Στη φιλοσοφική παράδοση η χωρικότητα είναι κατά κανόνα η εκτατότητα και μάλιστα ως προϋπόθεση ύπαρξης των αισθητών. Κατά το πνεύμα όμως όσων αναπτύσσονται σε αυτή την προσπάθεια η χωρικότητα της φαντασίας δεν έχει τίποτε το εκτατό, δεν είναι παραστατή, αλλά απόλυτη, μέτρο και αρχή κάθε αισθητού. Θα βοηθηθούμε σε αυτό το δύσβατο σημείο αν λάβουμε υπόψη μας πως η αντίληψη ενός πράγματος δεν έχει ούτε μέγεθος, ούτε διαστάσεις και να που η φαντασιακή χωρικότητα καθιστά δυνατό το προχώρημα της διανοητικής προσπάθειας. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα συναισθήματα. Στη φαντασία επομένως τελείται η συμβολική φανέρωση της αιώνιας φύσης των πραγμάτων.
Η συμβολική-σχετική επομένως φύση των πραγμάτων είναι φαντασιακά χωρική και αν προσπαθούσαμε να πείσουμε πως τα πράγματα εκτείνονται στο λεγόμενο αντικειμενικό χώρο της καρτεσιανής ή καντιανής λ.χ. σύνθεσης, θα διαπιστώναμε πως δεν είναι δυνατό να είναι εκτατά χωρίς να είναι εκ των προτέρων εννοητά. Τόπος τους είναι το πνεύμα μας και χώρος τους η φαντασία μας.
                                                            *
Ίσως αγγίζουμε μια κύρια θέση της προβληματικής μας. Δε μπορούμε να εννοήσουμε το κοσμικό συμβαίνον, αν δεν προσεγγίσουμε τη φύση της φαντασίας.
Αδιάστατη στη φύση της, είναι πνευματικά διαστατή στο ενεργείν της, αφού επωάζει κάθε εννόηση, σκέψη και συναίσθημα. Είναι ο ‘‘χώρος’’ του πνεύματος που δεν τοποθετείται πουθενά, αλλά παντού όπου υπάρχει κίνηση και ζωή. Το ‘‘παντού’’ όμως ‘‘εντοπίζεται’’ σε κάθε μέρος, σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση και αυτό είναι η χωρικότητά της. Στη φαντασία τελείται κάθε μετάβαση, κάθε κίνηση, μεταβολή κ.ο.κ., κάθε νοητή-εννοητή πραγματικότητα  και αυτό αναπροσλαμβάνεται, ανα-κινείται φαντασιακά απ’  την έγχρονη φαντασία μας. Ιδού: Με τη φαντασία ικανωνόμαστε να θεωρούμε αλλά και να συνεχίζουμε την έκφραση του απολύτου ως σχετικού.
Αν η έγχρονη φαντασία είναι κάτοπτρο της αρχέγονης, η τελευταία είναι ανέκφραστη, κάτι που σημαίνει απόλυτα νοητή, απόλυτα καταληπτή. Γι’  αυτό, σε κάθε συγκεκριμένη μας ενέργεια ζούμε τη φαντασία μας, όπως τη νόηση-εννόηση, όπως την αίσθηση.
Πριν προχωρήσουμε, ας τονίσουμε πως υπάρχει ένας διαρκής πειρασμός ο οποίος διατρέχει τη φιλοσοφική παράδοση και ο οποίος την επιστρέφει στο ερώτημα το σχετικό με τη χωρικότητα της φαντασίας. Είναι η χωρικότητα της φαντασίας αρχή κάθε θετικότητας;
Πολλοί μεταφυσικοί κάνουν λόγο για άπειρη εκτατότητα ορίζοντας έτσι το χώρο, το είδαμε ήδη. Αν όμως χώρος δεν είναι παρά η χωρικότητα της φαντασίας, η εκτατότητα είναι απλά και μόνο άπειρη, απόλυτη, χωρίς διαστάσεις, δεν είναι αντικείμενο, και καθίσταται νοητή με την αισθητή  φύση των πραγμάτων˙ εδώ αναδύεται κάτι: Τα αισθητά πράγματα ως εσαεί κινούμενα και μεταβαλλόμενα δεν έχουν ούτε τοπικότητα ούτε εκτατότητα, παρά πνευματική οντότητα, πνευματική φύση- το αισθητό είναι πνευματικό.
Πού όμως; Αυτό είναι το πρόβλημα ή το ψευδοπρόβλημα. Αν το αναζητάμε κάπου, δημιουργούμε φαντάσματα, αν εννοούμε τη φαντασία μας, το πρόβλημα αναδύεται δημιουργικά.
Όταν νοούμε, εννοούμε, αισθανόμαστε, φανταζόμαστε, συναισθανόμαστε, κυρίως φανταζόμαστε, γιατί όλα τελούνται στη χωρικότητα της φαντασίας μας. Ας δούμε κάτι: Η απόλυτη χωρικότητα της πρωτογενούς φαντασίας είναι ανέκφραστη, μη παραστατή, άρα κενή περιεχομένου. Γι’  αυτό, κάθε προσπάθεια προσέγγισής της καταλήγει σε νόθο λογισμό. Η χωρικότητα της άχρονης φαντασίας όμως ως αρχή κάθε θετικότητας συνέχει τα αισθητά, είναι ο ‘‘χώρος’’ του έγχρονου και χωρίς αυτό είναι αδιανόητη κάθε σκέψη. Έτσι εννοούνται οι παραστάσεις, οι συνδυαστικές, οι δημιουργικές, οι ανακαταληπτικές κ.ο.κ. κινήσεις που είναι φαντασιακές.
Αν η μνήμη λειτουργεί ως συνεχόμενος κρίκος ‘‘φωτογράφησης’’ των πραγμάτων, η ‘‘άλυσος’’ της συνεχόμενης μνήμης συνιστά, αφετηριακά τουλάχιστον, τη φαντασία που ‘‘εκτείνεται’’, που επιστρέφει δημιουργικά στα τοπία της μνήμης, αναπλάθοντας, επινοώντας, αλλά το ερώτημα οξύνει και δυσχεραίνει τη σκέψη μας.
Ποιος διασυσχετίζει, ποιος διασυνδέει ομοιότητες, αναλογίες, πιθανότητες, ανακολουθίες κ.ο.κ., αν όχι η αντιληπτικότητα που προϋποθέτει την παράμονη νόηση της φύσης των πραγμάτων, των καταστάσεων; Υπάρχει επομένως φαντασία χωρίς τη νόηση, εννόηση, αίσθηση των πραγμάτων, της φύσης τους δηλαδή;
Για να απαντήσουμε, ας διαπιστώσουμε παράλληλα πως χωρίς τη χωρικότητα της φαντασίας δεν είναι δυνατή καμιά πνευματική λειτουργία, όπως και το κοσμικό συμβαίνον. 
Πού βρίσκεται επομένως η φαντασία, η φαντασία μας, η έγκοσμη φαντασία; Το ερώτημα το οποίο θα αναπτύξουμε λεπτομερέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, δε μπορεί να αποφύγει, παράλληλα με τη χωρικότητα, και το πνεύμα της χρονικότητας. Η πρωτογενής φαντασία ενεργοποιεί την πνευματική μας δραστηριότητα, είναι το περιέχον περιεχόμενο της χρονικότητας. Περιέχον ως χωρικότητα, ως νοητή εκτατότητα. Περιεχόμενο ως περιεχόμενη στη νόηση, στην εννόηση, στη μνήμη. Περιέχεται και περιέχει. Ας θυμίσουμε εδώ εν παρενθέσει κάποιους γνώριμους όρους μας οι οποίοι έχουν σχέση με το θέμα μας: Ο άνθρωπος είναι ορίζων οριζόμενος, ποιμαίνων ποιμαινόμενος, αγγίζων αγγιζόμενος.
Ας δούμε: Έχουμε πει πως το απόλυτο είναι η πνοή του σχετικού. Υπ’ αυτό το πνεύμα ό,τι είναι σχετικό είναι απόλυτο στο είναι του: Όλα τα σχετικά είναι απόλυτα οντολογικά. Ήδη με τη φαντασία νοείται το απόλυτο και εννοείται το σχετικό. Η χωρικότητά της τελείται ως χρονικότητα.
Χωρικότητα και χρονικότητα διέχονται, όπως απόλυτο και σχετικό. Το processus είναι φαντασιακό και εδώ έχουμε ένα νέο χωροχρόνο που δεν είναι εξωτερικός, αλλά καθαρά υπαρξιακός-πνευματικός.
Βέβαια, ο αντίλογος είναι ισχυρός και συγκεκριμενοποιείται ως εξής: Το να λέμε πως οποιοδήποτε αισθητό είναι κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ., και ταυτόχρονα πως είναι απόλυτο, υποπίπτουμε σε αντίφαση. Πρόκειται όμως για επιφανειακή θεώρηση, δεδομένου ότι χωρίς το απόλυτο είναι του κόσμου-είναι μας δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα νόησης και εννόησης του συμβαίνοντος. Παραλύει κάθε λογισμός.
Είναι σαφές και ας επαναληφθεί: Καμιά σκέψη δεν είναι διανοητή χωρίς την άμεση, απόλυτη κι ακλινή πρωτοπληροφορία της κοινωνίας μας με το κοσμικό συμβαίνον, της οντολογικής μας κοινωνίας.
Ας επιστρέψουμε μετά αυτήν την παρένθεση στη σχέση φαντασιακής χωρικότητας και χρονικότητας. Υπάρχει μια πνευματική χωροχρονικότητα της οποίας καμβάς είναι η χωρική φαντασία, γεώργιο αν θέλετε, και σπορέας η χρονικότητά μας, η καλλιέργεια της συναντιληπτικής μας ενσυναίσθησης που προάγει το συμβαίνον. Σε αυτό το πλαίσιο νόηση, αντίληψη, αίσθηση, μνήμη, φαντασία διαπλέκονται ως λειτουργίες του πνεύματος με κοινή ρίζα την απειρική τους αρχή.
Αυτή η περιχωρητικότητα συνθέτει τη συνειδησιακή ενάργεια, κάνει το απρόσωπο-ανέκφραστο πολυπρόσωπη ενέργεια, συνθέτει την ενότητα των λειτουργιών του έγκοσμου ως μαρτυρία της ταυτότητας. Χωρίς την ενότητα των συνειδησιακών λειτουργιών δε θα υπήρχε γνώση, συναίσθημα, λόγος.
Ας προσεγγίσουμε τη φαντασιακή διεργασία ως μαρτυρία ενότητας. Αν η κοσμική ενότητα είναι αντιληπτή χωρίς χώρο και ύλη, αλλά πνευματικά, στη φαντασιακή χωρικότητα δηλαδή, ας προσέξουμε κάτι: Ο κόσμος δε μπορεί να είναι αντικείμενο παράστασης ως ολότητα, αυτό είναι αντιφατικό. Ο κόσμος είναι άμεσα νοητός στο είναι του και αυτό συνιστά αειγενή πρωτοπληροφορία που δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο διεργασίας.
Αυτή η άχρονη νόηση ως ταυτότητα κάθε ετερότητας ζωοποιεί κάθε πράγμα ως πνευματικά ενεργούμενο και γι’  αυτό τόπος είναι το πνεύμα μας. Το ‘‘παντού’’ δεν είναι τοπικό, αποκαλύπτει το απόλυτο σε κάθε εκφραστή μορφή. Το παντού είναι η ταυτότητα σε κάθε ετερότητα, μήτρα εννόησης. Ήδη, παραστατές είναι επιμέρους μορφές του κοσμικού συμβαίνοντος, αλλά υπό την προϋπόθεση του μη παραστατού του είναι τους και αυτό επειδή η ενότητά τους  είναι αδιανόητη χωρίς  την ταυτότητά τους.
Η ερώτηση που ανακύπτει μετά όσα προηγούνται είναι: Μπορούν όλα αυτά να είναι κατανοητά χωρίς τη φαντασία, χωρίς την ενότητα της φαντασιακής διεργασίας; Ας θυμηθούμε πως η καντιανή υπερβατολογική αναγωγή καθίσταται δυνατή μόνο με τη δύναμη της φαντασίας. Για το πνεύμα της μελέτης μας υπερβατολογική αναγωγή δεν είναι παρά η φαντασιακή χωρικότητα. Αυτή η ενότητα είναι εσαεί κατάφαση στην κοσμική ταυτότητα, καθιστά δυνατό το τόδε τι ως  συγκεκριμένη φανέρωση του ταυτού, δεν έχει ούτε χώρο, ούτε τόπο, επωάζει την αντίληψη, την αίσθηση, το συναίσθημα, το λόγο. Φαντασιακή χωρικότητα είναι επομένως η ‘‘κινούμενη’’ νόηση ως εννόηση, ως αίσθηση, ως λόγος.
Γι’  αυτό δε μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε πνευματική λειτουργία χωρίς τη φαντασία και εδώ συναντάμε εκ νέου τη χρονικότητα ως κινητή εικόνα του απολύτου. Είναι το έγκοσμα-φαντασιακά ενεργείν. Χωρίς την ενότητα της φαντασιακής χωρικότητας όλες μας οι ενέργειες ακυρώνονται, και η έγχρονη φαντασία μας. Μπορούμε ίσως μόνο να νοούμε, γιατί η νόηση είναι το ταυτόν, το άπειρο, το απόλυτο, αλλά είναι γνωστό πως το απόλυτο είναι κατά κάποιο τρόπο ‘‘δέσμιο’’ του σχετικού, το ανέκφραστο του εκφραστού. Ως έγχρονοι, πράγμα που σημαίνει ως άπειροι εν πεπερασμένω, ενεργούμε, αντιλαμβανόμαστε, αισθανόμαστε, πράττουμε και το φαντάζεσθαί μας, έκγονο του πρωτογενούς, αποτελεί την condition sine qua non κάθε συγκεκριμένης εννόησης. Η φαντασιακή χωρικότητα που δίνει ζωή στη χρονικότητα είναι η ενότητα του πνεύματος και αυτό δε μπορούμε ποτέ να το κατανοήσουμε αν δεν απαλλαγούμε απ’  τις νόθες αντιλήψεις περί χώρου και ύλης. Και τα ίδια μας τα σώματα δε βρίσκονται πουθενά στο χώρο, αλλά ως εσαεί κινούμενα, ως ριζικά ουτοπικά, κινούνται μόνο στο πνεύμα μας και γι’  αυτό ακριβώς δεν υπάρχει κίνηση, αύξηση, μεταβολή κ.ο.κ. παρά νοητά-εννοητά.
Δημιουργείται βέβαια ένας κόσμος διαφορετικός απ’ το γνωστό, κόσμος που προσπαθεί να αποφύγει τόσο το δυισμό, όσο και το μονισμό. Βασικοί πυρήνες αυτής της διεργασίας είναι η φαντασιακή χωρικότητα και η χρονικότητα ως βαθιά ορίζουσα το υπάρχειν μας, ως ορίζουσα και οριζομένη απ’  το υπάρχειν μας. Η προσωπική-συνειδησιακή εμβίωση δε μπορεί να είναι ξένη προς το κοσμικό συμβαίνον το οποίο ακυρώνεται χωρίς τη φαντασιακή εμβίωση. Το είναι της χρονικότητας επομένως βρίσκεται στο είναι του κόσμου-ανθρώπου και γι’  αυτό το υπάρχειν ορίζεται αλλά και ορίζει ως συνέκφραση του απολύτου και του σχετικού.
                                                            *
Πώς όμως αποφεύγεται ο μονισμός και ο δυισμός; Η σύντομη παρένθεση που ακολουθεί θα μας βοηθήσει. Ο δυισμός βασίζεται  στην πλήρη διάκριση αισθητού και νοητού. Βασική αιτία είναι η αποδοχή της ύλης ως prima materia και  του χρόνου ως διαφορετικής προς την ύλη οντότητας. Αναστροφή με το θέμα οδηγεί σε σχολές με πλούτο, αλλά και με αρκετές ασάφειες ή και αδυναμίες.
Πώς αποφεύγονται οι μίξεις και οι δυσκολίες; Η πολλότητα-ετερότητα των φαινομένων-αισθητών πραγμάτων που θεμελιώνει τη λογική αρχή της ετερότητας, επισφραγίζει τον πλουραλισμό, τη διαφορετικότητα που καθιστά δυνατή τη σκέψη και το λόγο. Προϋποθέτει βέβαια την ταυτότητα ως μεταφυσική αρχή κατά την οποία το είναι των πραγμάτων είναι ταυτό. Άρα, μεταξύ ταυτότητας και ετερότητας υπάρχει διαφορά και συμπληρωματικότητα. Η ταυτότητα είναι ανέκφραστη, η ετερότητα συνιστά το λέγειν, το ρητό του λόγου των πραγμάτων.
Αν επομένως υιοθετήσουμε τη συμπληρωματικότητα μεταξύ ταυτότητας και ετερότητας, μπορούμε να πούμε πως αποφεύγουμε και το δυισμό και το μονισμό. Το ταυτό δεν ταυτίζεται με το έτερο, το τελευταίο δεν αποτελεί απλό και μόνο τρόπο έκφρασης του ταυτού, γιατί και το ταυτό είναι ‘‘ενδεές’’ χωρίς το έτερο. Ενδεές σημαίνει άλλες μορφές ύπαρξης χωρίς τις οποίες το ταυτό δεν είναι διανοητό. Αυτή τη θεώρηση της οποίας εμπλουτισμό αποτελεί η παρούσα σπουδή ονομάσαμε παλαιότερα υπερβατικό ρεαλισμό.
                                                            *
Για να εγκύψουμε όμως αποτελεσματικότερα στην πρωτογενή φαντασία, οφείλουμε να δούμε πώς αποκαλύπτει το πνεύμα της χρονικότητας, δεδομένου πως κάθε έγχρονο μόνο φαντασιακά διαπτύσσεται.
Έχουμε την εξής παραδοχή: Όπως το απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, η πρωτογενής φαντασία είναι ο ορισμός της σχετικής. Δεν πρόκειται βέβαια για ορισμό-περιορισμό που ισχύει στο ορίζειν τα σχετικά πράγματα, αλλά ορίζοντα ορισμό, για αυτοορισμό, για αξιωματικό δηλαδή ορισμό χωρίς τον οποίο η σκέψη είναι ασυνεπής ή και αδιανόητη.
Ας δούμε τη σχέση νόησης και φαντασίας για να οδηγηθούμε στην παραστασιακή της καταλληλότητα. Σαφώς η φαντασία δεν ταυτίζεται με τη νόηση, γιατί η τελευταία ως άπειρη προσεγγίζεται ως ‘‘ορισμός’’, ως ‘‘πρωτοορισμός’’, ως αυτοορισμός κάθε νοητού –και τα αισθητά είναι νοητά. Αυτή όμως η προσέγγιση της νόησης μας περιλαμβάνει στο είναι μας, στο νοείν μας, αφού το τελευταίο είναι μαρτυρία της νόησης.
Ωστόσο, παρότι μία και οικουμενική, η νόηση καταθραύεται σε εννοήσεις-αντιλήψεις υπό τη συμμαρτυρία της πολυμορφίας της αίσθησης. Ας μην ξεχνάμε πως η αίσθηση είναι αντιληπτική, απτή και συγκεκριμένη μαρτυρία της αντίληψης.
Για να επισκοπήσουμε όμως το νοείν, οφείλουμε να στραφούμε στο είναι μας και εδώ η φαντασία εκλείπει. Εκλείπουν και οι παραστάσεις και οι έννοιες και οι γνώσεις.
Πώς εκλείπει η φαντασία; Κατά την νόηση που δεν είναι παρά κοινωνία με το είναι κάθε πράγματος, τελείται, αποκαλύπτεται το απόλυτο του ανθρωπίνου και του κοσμικού είναι ως ταυτότητα, αναδύεται η πρώτιστη γνώση, η απόλυτη. Ας λάβουμε παράλληλα υπόψη μας πως και η μνήμη και η αίσθηση και η φαντασία αλλά και η κρίση αγνοούνται απ’  τη νόηση κατά τη ‘‘στιγμή’’ της κοινωνίας του είναι του ‘’πράγματος’’ που είναι το ανθρωποκοσμικό είναι, το μόνο που γνωρίζουμε απόλυτα. Η μνήμη επομένως, η αίσθηση, η φαντασία, οσοδήποτε πολύτιμες, είναι, έγχρονα, σχετικές. Ας δούμε.
 Όταν θυμάμαι κάτι, αυτό το κάτι δεν είναι πια όπως το φωτογράφησε η μνήμη μου. Έχει κινηθεί, μεταβληθεί κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και με την αίσθηση και με την αντίληψη. Δε θα μπορούσε να μη συμβαίνει και ίδιο και με τη φαντασία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην πλατωνική γνωσιοθεωρία γίνεται λόγος για ανάμνηση και όχι για μνήμη. Η μνήμη διατηρεί συμβαίνοντα, σε αντίθεση με την πλατωνική ανάμνηση που κοινωνεί με το αληθές, με το αναλλοίωτο είναι των πραγμάτων, με τις ιδέες τους δηλαδή. Το αυτό θα μπορούσαμε να πούμε αναλογικά για την προθετικότητα, για την ενόραση αλλά και για τη σπινοζική natura naturans (φυσιώνουσα φύση), κ.ο.κ.
Φανταζόμαστε, αλλά στο πλαίσιο των παραστάσεων και των εννοιών, έστω κι αν η φαντασία μας είναι υπερβατολογική κατά την καντιανή αναγωγή. Η νόηση προήκει και δεν απαιτεί ούτε τη μνήμη, ούτε τη φαντασία, ούτε…Ωστόσο, η διάλειψη της φαντασίας είναι αποκαλυπτική. Όντως, αυτή η πνευματική λειτουργία αναπροσλαμβάνει τη δυναμική της αντίληψης και της αντιληπτικής αίσθησης με την επικουρία της μνήμης και προχωρεί ουσιαστικά. Συχνά, πολύ συχνά, το φαίνεσθαι των πραγμάτων μάς αποπροσανατολίζει. Οι εικόνες, τα σχήματα, οι κινήσεις εκφράζουν το φαίνεσθαι και γνωρίζουμε πως δεν είναι δυνατό να οικοδομηθεί ουσιαστική γνωσιοθεωρία με βάση τα επιφανειακά δεδομένα της αίσθησης, παρά μόνο στον αφελή ρεαλισμό. Η αντίληψη προχωρεί στο βάθος του φαίνεσθαι υπερβαίνοντας την πρώτη εντύπωση και εδώ το έργο της φαντασίας είναι αποκαλυπτικό. Κινούμενη με τις δυνατότητες που της προσφέρει η αίσθηση, η μνήμη και η αντίληψη, αναζητάει το κεκρυμμένο είναι ως γνωστική κατηγορία, γιατί χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει αυτοσυγκέντρωση.
Η φαντασιακή προσπάθεια βέβαια διατηρεί το φαίνεσθαι των πραγμάτων, αλλά αναγνωρίζει πως αυτό δεν είναι παρά συμβολική έκφραση, έστω και αποσπασματική, του απολύτου. Κινείται με αισθητές μορφές, με σχήματα, αλλά έχει εισδύσει στο είναι μέσω της συμβολικής έκφρασης, κάτι που σημαίνει λήθη του φαίνεσθαι, διάλειψη και του φαντάζεσθαι.
Διάλειψη, αυτοσυγκέντρωση, αφαίρεση, δε σημαίνει πτώση στο μηδέν, ταύτιση με το λεγόμενο αντικειμενικό χώρο, αλλά κοινωνία με το είναι του αναζητούμενου. Αυτό είναι η πρώτιστη γνώση, η καθαρή νόηση, το ανέκφραστο, αλλά παράλληλα το βαθύτατα εγγύς. Μπορούμε να πούμε πως αυτή η κατάσταση η οποία δεν ‘’εξωτερικεύεται’’, δεν είναι δηλαδή δυνατό να γίνει αντικείμενο αξιολόγησης,  είναι η απόλυτη αμεσότητά μας, η κατεξοχήν οντολογική κοινωνία. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος μυστικιστικής εκτροπής, αλλά απομακρύνεται, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας πως αυτή η κατάσταση δεν είναι ούτε ο λεγόμενος χώρος, ούτε το μηδέν, ούτε κάτι αρνητικό, αλλά η κατεξοχήν θετικότητα, η θετικότητα κάθε θετικότητας. Η καθαρή δηλαδή αμεσότητα ως νόηση που φανερώνεται ως α-λήθεια των πραγμάτων. Το φθαρτό τους, το κινητό τους, νοούνται και εννοούνται, ορίζονται, προσεγγίζονται και ιδού η επιστροφή, η ολοφανέρωση της νόησης μέσω της δημιουργικής φαντασίας που αναγονιμοποιεί την κρίση, την οξύτητα της αντίληψης.
Επανερχόμενοι στη φαντασία και κυρίως στη διάλειψή της κατά την κοινωνία μας με το είναι του αισθητού αλλά και των αισθητών εν γένει, διαπιστώνουμε πως αυτή η διάλειψη είναι απόσυρση απ’  τη χρονικότητα, κάτι που σημαίνει αποδιαστολή της φαντασιακής προσπάθειας και κοινωνίας με το ανέκφραστο είναι.
Αυτό όμως οδηγεί πιο μακριά. Αυτό το κενό, η πληρωματική κενότητα, ό,τι οδήγησε πολλούς και κυρίως μυστικούς στον όρο μηδέν, συνιστά το είναι του κόσμου και του ανθρώπου ως πανταχού κοινωνία, το είναι που συνιστά τον κινητήρα κάθε γνωστικής διαδικασίας. Όλες οι ονομαζόμενες δυνάμεις της ψυχής καταθέτουν το είναι τους σε αυτή την κατάσταση, στο ορίζον είναι τους απ’ το οποίο αναδύεται κάθε γνώση.
Το είναι της αίσθησης, το είναι της αντίληψης, της μνήμης, της φαντασίας, των αισθητών, είναι ένα και το αυτό απόλυτο είναι το οποίο επιφαίνεται αποσπασματικά σε κάθε πνευματική ενέργεια. Ήδη, το είναι των πνευματικών λειτουργιών είναι απόλυτο.
                                                            *
Τι σημαίνει όμως κατά βάθος διάλειψη της φαντασίας; Απλά, σκεπτόμενοι διαπιστώνουμε πως όταν νομίζουμε πως η σκέψη μας διαλείπει, αφανίζονται απ’  το συνειδησιακό μας σύμπαν οι παραστάσεις και το αισθάνεσθαι αναστέλλεται. Μαζί του και η αντίληψη του χρόνου. Συμβαίνει όμως αυτό ή κάτι πολύ πιο σημαντικό, δεδομένου ότι συνεχίζουμε ουσιαστικά και να αισθανόμαστε και να νοούμε; Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως ‘‘πριν’’ και ‘‘μετά’’ τη διάλειψη και αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε, οφείλουμε να πούμε πως ό,τι θεωρούμε διάλειψη της φαντασίας μας είναι ακριβώς η κοινωνία μας με το ανέκφραστο είναι μας, η οντολογική μας κοινωνία με το είναι του κόσμου-είναι μας και αυτό συνιστά άχρονη κατάσταση, απόλυτη η οποία τρέφει κάθε σχετικότητα. Είναι το απολύτως κοινωνείν, το ανέκφραστο που συνέχει κάθε εκφραστό και αυτό φαίνεται καθαρά απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος σκέπτεσθαι και συναισθάνεσθαι χωρίς αυτήν την αλήθεια. Στοχαστές, ποιητές, επιστήμονες αλλά και απλοί άνθρωποι κατανοούν αυτήν την αλήθεια και διακηρύττουν πως το ουσιώδες δεν είναι εκφραστό, ως απόλυτα εγγύς.
Εκεί ανερευνάμε και τη φύση της πρωτογενούς φαντασίας που είναι και φύση της νόησης, της αντίληψης, της αίσθησης, της μνήμης. Σε αυτήν την κατάσταση δεν υπάρχει η δυνατότητα παραστατικοποίησης του κόσμου, γιατί το κοσμικό συμβαίνον ως ολότητα είναι κάτι που δεν προκύπτει αλλά που αναδύεται. Ό,τι είναι κενό θετικού περιεχομένου είναι η θετικότητα κάθε επιμέρους θετικότητας, η ολότητα, μη παραστατό, μη περιγραπτό, που αφήνει τα ίχνη του σε ό,τι σχετικό. Εκείθεν το πνεύμα της έγχρονης φαντασίας, της χρονικότητας και της συνειδητής προόδου στις γνώσεις, στα συναισθήματα, στις καταστάσεις ζωής. Ήδη ο όρος ‘‘μηδέν’’ ταυτίζεται ουσιαστικά με το όλο και οφείλουμε να εννοήσουμε πλήρως πως δεν πρόκειται για νεφελώματα αλλοτριωμένης συνείδησης, αλλά για ριζική αλήθεια χωρίς την οποία τίποτε δεν είναι εννοητό. Αν παραθεωρήσουμε αυτήν την αλήθεια, αγνοούμε οτιδήποτε λογικό, οποιαδήποτε δυνατότητα συνεπούς σκέψης.
Ας δούμε επιπλέον κάτι ενδεικτικό το οποίο θα αναπτυχθεί εκτενώς στο επόμενο κεφάλαιο. Σε κάθε συγκεκριμένη μας προσπάθεια η οποία αναφέρεται σε μεγέθη δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα συγκεκριμένης αίσθησης, αντίληψης, λόγου, συναισθήματος, χωρίς την πνοή της αμεσότητας, της απόλυτης αμεσότητας η οποία τρέφει, νοεί και εννοεί κάθε σχετικό. Η αμεσότητα για την οποία έχουμε κάνει λόγο παλαιότερα, ούτε αναλύεται, ούτε περιγράφεται, ούτε εντοπίζεται. Δε φαντάζεται συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα, αλλά είναι η ανυπόθετη προαφετηρία, η προϋπόθεση κάθε συγκεκριμένης ενέργειας.
Φαίνεται πως οι όροι αμεσότητα, ζωή, νόηση, αντίληψη, αίσθηση, μνήμη, φαντασία ταυτίζονται απόλυτα και υπ’ αυτήν την προϋπόθεση μπορούμε να προχωρήσουμε στη διερεύνηση των πνευματικών-συνειδησιακών μας καταλληλοτήτων και ιδιαίτατα της έγχρονης φαντασίας μας, στο μέτρο που εμβαθύνουμε στο είναι της γνώσης. Ταυτίζονται απολύτως στο άπειρο είναι τους αλλά μια αλήθεια όπως αυτή είναι αδιανόητη χωρίς την παρουσία του έγχρονου, κάθε συγκεκριμένης δηλαδή αντίληψης, μνήμης, φαντασίας, δεδομένου ότι το απόλυτο τρέφει κάθε σχετικό και τρέφεται απ’ αυτό.
Αν επομένως ό,τι ονομάσαμε αρχέγονη φαντασία είναι αδιανόητη χωρίς την έγχρονη, την κάθε συγκεκριμένη μας φαντασιακή προσπάθεια, ο όρος χωρικότητα αναφέρεται στο είναι της αρχέγονης φαντασίας και ο όρος χρονικότητα στην έγκοσμη-έγχρονη φαντασία μας. Να η χωροχρονικότητα, όπως αναδύεται με προσεκτική προσέγγιση της φαντασίας κυρίως, αλλά και των άλλων πνευματικών μας λειτουργιών.
Για να είμαστε ακριβέστεροι, διαπιστώνουμε πως όταν λέμε πρωτογενής φαντασία, νόηση, ταυτότητα, ομογένεια, αίσθηση, μνήμη, στο απόλυτο είναι τους, ταυτολογούμε και μόνο με ενατένιση της έγχρονης φαντασίας, της αντίληψης, κάθε ετερογένειας, κάθε αίσθησης, κάθε μνήμης, όταν δηλαδή εμβιώνουμε ό,τι αναδύεται από κάθε προσεκτική διανοητική μας προσπάθεια, ο απόλυτος χαρακτήρας της φαντασίας, της μνήμης, της αίσθησης κ.ο.κ. καθίσταται εμφανής ως πληρωματική αρχή που καθιστά εννοητό το συμβαίνον, που προσεγγίζει κάθε μορφή γνώσης. Το σχετικό επομένως ορίζεται και ορίζει ταυτόχρονα το απόλυτο.




  


















ΙV
ΕΓΚΟΣΜΗ-ΕΓΧΡΟΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Φαντασία και αισθητός κόσμος, χρόνος και φαντασία, χρονικότητα και φαντασία, το είναι της φαντασίας, παράσταση και φαντασία, φαντασία και γνώση, φαντασιακά είναι και υπάρχειν.

Δεν υπάρχει δυνατότητα φαντασιακής διεργασίας χωρίς τον αισθητό κόσμο, χωρίς δηλαδή την ποικιλομορφία του αισθητού. Είναι σαφές πως η φαντασία μας δε λειτουργεί χωρίς τον αισθητό κόσμο. Προσέχοντας όμως περισσότερο κατανοούμε πως ούτε η αίσθηση ούτε η αντίληψη είναι δυνατό να λειτουργούν χωρίς την αισθητή πραγματικότητα, κάτι το οποίο είναι αποκαλυπτικό και δηλώνει πως για να υπάρχει συνειδητή ζωή προαπαιτείται άμεση-απόλυτη κοινωνία με το κοσμικό συμβαίνον στην ολότητά του.
Αυτή όμως η αλήθεια βεβαιώνει χωρίς δυσκολία πως το είναι της φαντασίας όπως και το είναι της αντίληψης και της αίσθησης δεν είναι διανοητά χωρίς τον κόσμο μας, ψυχή του οποίου είναι το απόλυτο είναι μας-κοσμικό είναι. Γι’ αυτό το λόγο κάναμε λόγο για την πρωτογενή-αρχέγονη φαντασία της οποίας το ενεργείν απαιτεί τον αισθητό κόσμο. Είναι έτσι σαφές πως η έγκοσμη φαντασία μας δρα υπό την προϋπόθεση των αισθητών μορφών, του αισθητού κόσμου όπως διαπτύσσεται στην απέραντη ποικιλομορφία και ετερογένειά του. Φανταζόμαστε διαφορετικά πράγματα τα οποία αισθανθήκαμε και αντιληφθήκαμε, πράγματα όμοια, ανόμοια, ανάλογα, δυσανάλογα, ομοιογενή, ετερογενή, συμβατά, ασύμβατα κ.ο.κ. και αυτό σημαίνει πως έχουμε ήδη γνώση της ετερότητας των πεπερασμένων μεγεθών, της σχετικότητάς τους, του εκφραστού τους και του συμβολικού τους χαρακτήρα.
Έχουμε πει πως τα αισθητά είναι εκφραστά, αλλά οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως το εκφραστό τους αναφέρεται στο φαίνεσθαί τους, στις αισθητές τους μορφές, στις έτερες μεταξύ τους. Πώς όμως αισθανόμαστε, πώς αντιλαμβανόμαστε έτερα πράγματα χωρίς τη λογική αρχή της ετερότητας και τη λογικομεταφυσική αρχή της αναλογίας-ομοιότητας;
Οφείλουμε να δεχθούμε πως τα έτερα είναι οπωσδήποτε έτερα επειδή οι χαρακτήρες τους, οι κύριοι χαρακτήρες τους (φθαρτά, κινητά, μεταβλητά κ.ο.κ. που είναι ταυτολογικοί) καθιστούν έτερο το διαπτύσσεσθαί τους, πράγμα που σημαίνει όμοιο, ανόμοιο, ανάλογο, αρμονικό, εναντίο κ.ο.κ. Αυτές όμως οι διαπιστώσεις είναι αδιανόητες χωρίς την άμεση νόηση της ολότητας των αισθητών πραγμάτων, της έγκοσμης δηλαδή πραγματικότητας, στην οντολογική της φύσης η οποία είναι ταυτή. Το επαναλαμβάνουμε γιατί είναι καθοριστικό: Μόνο οι κοινοί χαρακτήρες οι οποίοι καθιστούν δυνατή την ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων προδιαγράφουν οπωσδήποτε την ετερότητά τους, την απέραντη ποικιλομορφία τους και τους τρόπους διάπτυξής τους. Αν το ταυτόν τους είναι πρωτογενής αφετηρία, το έτερόν τους αποτελεί την έγχρονη-έγκοσμη εσαεί φανέρωσή τους η οποία αποτελεί γονιμοποίηση της φαινομένης έκφρασής τους. Άλλως θα ήμασταν καταδικασμένοι στην αγνωσία.
Το ταυτόν ως ταυτότητα οδηγεί στη φαινομενολογική ετερότητα και γι’  αυτό κάθε αισθητό ως φαινόμενο αποκαλύπτει την οντολογική κοινότητα, άρα εκφράζει το κοσμικό συμβαίνον στην ολότητά του. Είναι ο λόγος ο οποίος καταφάσκει στη συμβολική δυναμική των αισθητών μορφών. Κάθε αισθητό είναι συμβολική έκφραση οποιουδήποτε άλλου, κάθε εκφραστό είναι συμβολικό, κατά τρόπο που εκφραστό, αισθητό, σχετικό και συμβολικό είναι ταυτόσημοι όροι που καθιστούν τις έννοιες μέγιστο και ελάχιστο αντιφατικές. Ταυτόχρονα, μας απαλλάσσουν από ανθρωποκεντρικές και ειδωλικές παραστάσεις οι οποίες μας οδηγούν σε νόθους λογισμούς, όπως όρια και σχήμα του κόσμου, μέγιστο, ελάχιστο, κ.ο.κ., κάνοντας κάθε λογική έκφραση σχετική, χωρίς το σχετικό να αίρει την εγκυρότητα της καταγραφής.
                                                            *
Η φαντασία μας επομένως κινείται με αφετηρία αυτές τις, ας πούμε, προδιαγραφές και αυτό εννοούμε όταν λέμε έγκοσμη-έγχρονη φαντασία. Βέβαια, σε συσχετισμό με ό,τι είπαμε για την αρχέγονη-πρωτογενή φαντασία, μπορούμε να πούμε πως η έγκοσμη φαντασία μας η οποία είναι εκφραστή μορφή της αρχέγονης έχει ένα κύριο γνώρισμα το οποίο και τη διακρίνει. Μετέχει στο κοσμικό συμβαίνον, το καθιστά εκφραστό, και σε αυτό θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε κατά το δυνατό.
Είμαστε έγχρονοι και αυτό σημαίνει πως ενεργούμε φαντασιακά. Αν το είναι της χρονικότητας είναι απόλυτο (άλλως δε θα ήταν δυνατό να εννοηθεί η ετερογένεια των αλλαγών των διαφόρων πραγμάτων), συνεχές, άχρονο, αν το είναι του φαντασιακού είναι απόλυτο (αρχέγονη φαντασία), το φαίνεσθαί τους συνιστά ενότητα ως εικόνα της ταυτότητας. Για να είμαστε συγκεκριμένοι, η φαντασιακή χρονικότητα καθορίζει και το πνεύμα της χωρικότητας, τη συνειδητή δηλαδή εμβίωση του συμβαίνοντος. Χωρίς τη χωρική φαντασιακή διεργασία η χρονικότητα είναι νεκρή, δεν είναι διανοητή, καθόσον ενεργούμε φαντασιακά, καθόσον το υπάρχειν μας στον κόσμο, βαθύτατη οντολογική μαρτυρία, πρωτοπληροφορία θα έλεγα, επάγει άμεσα τη χωρικότητα της φαντασίας μας στο έγκοσμο υπάρχειν μας. Επίσης, χωρίς τη χρονικότητα της έγχρονης φαντασίας μας, η χωρικότητα δεν έχει νόημα, δεν εννοείται. Αυτή η συμπληρωματικότητα είναι καθοριστική. Ο ‘‘χώρος’’ μας είναι φαντασιακός για να είναι έγχρονος, είναι έγχρονος για να είναι φαντασιακός.
Είμαστε έγχρονοι και αυτό σημαίνει πως ενεργούμε φαντασιακά. Ας διευκρινίσουμε όμως. Η αντίληψη της χρονικότητας δε μπορεί παρά να τελείται φαντασιακά επειδή στη φαντασιακή μας χωρικότητα τελείται ό,τι μεταβάλλεται, αυξάνεται, φθείρεται. Είμαστε φαντασιακοί και αυτό σημαίνει πως είμαστε έγχρονοι.
Ταυτίζεται όμως το φαντασιακό με το έγχρονο; Αν το είναι της χρονικότητας είναι απόλυτο, αν το είναι του φαντασιακού είναι απόλυτο, η έκφρασή τους είναι ενιαία, συνιστά ενότητα ως εικόνα της ταυτότητας. Είναι γνωστές οι απόψεις πολλών μεταφυσικών και επιστημολόγων οι σχετικές με το χωροχρόνο. Αν όμως χώρος δεν είναι παρά η χωρικότητα της φαντασίας, χωρικότητα που δεν είναι ούτε εξωτερική, ούτε εσωτερική αλλά νοητή, η χρονικότητα αποτελεί τη θετική-εκφραστή της μορφή. Το φαντάζεσθαι τρέφει το χρονίζεσθαί μας, χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει πρόοδος της χρονικότητας, δεν υπάρχει δημιουργία. Θα αντιλεχθεί πως η εννόηση του χρόνου δεν είναι δυνατή χωρίς τη νόηση του άχρονου, πως το είναι του έγχρονου είναι άχρονο. Πώς όμως τελείται αυτό χωρίς το αισθητό, την αίσθηση και την αντίληψη;
 Ό,τι όμως τελείται, απ’ το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο σημαντικό, νοείται και εννοείται φαντασιακά. Κάθε τελούμενο εννοείται φαντασιακά, χωρικά δηλαδή και γι’ αυτό τρέφεται στον κόσμο της φαντασίας, χωρικά. Ήδη διαπιστώνουμε πως και η φαντασία και η νόηση και η εννόηση και η αίσθηση στην απόλυτη φύση τους συνιστούν τρόπους έκφρασης του απόλυτου στο σχετικό. Αν επομένως το είναι της φαντασίας και το είναι της χρονικότητας είναι ένα και το αυτό, η διάπλωση του κοσμικού ενεργείν δεν είναι παρά η φαντασιακή χρονικότητα.
Η χρονικότητα είναι φαντασιακή, η φαντασία είναι φανέρωση, χωρική φανέρωση της χρονικότητας. Διακρίνουμε πως η έγχρονη φαντασία είναι φανέρωση της πρωτογενούς και πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει αντίληψη του χρόνου χωρίς τη φαντασιακή χωρικότητα η οποία πια φανερώνεται στον κόσμο της αισθητής φύσης των πραγμάτων, σε ό,τι αποκαλούμε μεταβολή, φθορά, κίνηση, αλλαγή, κ.ο.κ. Γι αυτό η χωρικότητα της έγχρονης φαντασίας ως αρχή κάθε θετικότητας συνέχει το αισθητό, είναι ο εσαεί ‘’τόπος’’ του έγχρονου.
Παρατηρούμε το ακόλουθο παράδοξο. Προσεγγίζουμε τη χωρικότητα της αρχέγονης φαντασίας έγχρονα, σε κάθε ενέργειά μας, και βλέπουμε πως η χρονικότητα της έγχρονης φαντασίας μας εννοείται με βάση τον απόλυτο χαρακτήρα της και πάντα φαντασιακά. Το απόλυτο αγγίζεται απ’ το σχετικό και το τελευταίο φωτίζεται απ’  το πρώτο. Αυτό θα ήταν αδιανόητο χωρίς τη χωρικότητα και τη χρονικότητα της φαντασίας.
Υπερβατική η χωρικότητα, έγκοσμη η χρονικότητα, συνέχονται στο τηρείσθαι του κόσμου-ανθρώπου. Ιδού: Η ενότητα του κόσμου μας αποκαλύπτει αυτόν το δεσμό. Αν η θετικότητα συνιστά θετική έκφραση του άχρονου έγκοσμα, δε μπορεί να εκφρασθεί χωρίς τη χωρικότητα της φαντασίας με τον ακόλουθο τρόπο: Το άχρονο είναι κενό γράμμα χωρίς την έγχρονη φανέρωσή του και η χωρικότητα κενός λόγος χωρίς το κινείσθαι του αισθητού, χωρίς δηλαδή την έγχρονη αλλαγή, φθορά κ.ο.κ. Η συνέχεια της χωρικότητας καθιστά δυνατή τη χρονικότητα ως σύνθεση των ασυνεχειών και των μεταβολών των πραγμάτων, ώστε να συγκροτείται ‘‘χωρικά’’ η έννοια της χρονικότητας. Αυτό ίσως εννοούσε η καρτεσιανή θεώρηση κατά την οποία ο χρόνος είναι ασυνεχής, υπό τη μόνη προϋπόθεση της απόλυτης συνέχειας χωρίς την οποία ο όρος ασυνεχής δεν έχει κανένα νόημα.
Οδηγούμαστε σε μια βασική διαπίστωση κατά την οποία η φαντασιακή λειτουργία αποτελεί την προϋπόθεση έκφρασης και ανάγνωσης όλων των άλλων πνευματικών λειτουργιών. Για να το κατανοήσουμε, ας τονίσουμε ιδιαίτερα πως η χωρικότητα δεν είναι αντιστραμμένο ή εσωτερικευμένο κάτοπτρο του χώρου, αλλά καθαρά πνευματική κατάσταση, λειτουργία, στην οποία διαπτύσσεται το κοσμικό λειτουργείν. Χωρικότητα επομένως είναι η φαντασιακή εκδίπλωση του απολύτου. Εκδίπλωση: Όρος ο οποίος σημαίνει χρονικότητα και να που προσεγγίζουμε την πλατωνική αντίληψη του χρόνου ως κινητής εικόνας της αιωνιότητας, τοῦ αἰῶνος. Σαφώς επομένως, χωρίς τη χωρικότητα δεν είναι εκφραστή η χρονικότητα και τανάπαλιν. ‘’Καμβάς’’ επομένως η φαντασία, πνευματικός καμβάς, είναι η κρηπίδα επώασης της γνώσης και εμφάνειας κάθε πνευματικής δημιουργίας.
Προσεγγίζουμε το είναι της φαντασίας; Βασικά, το είναι της χωρικότητας (πρωτογενής φαντασία) και το είναι της χρονικότητας (έγκοσμη φαντασία) είναι το είναι της φαντασίας. Κινδυνεύουμε όμως να εξαντικειμενικεύουμε τη χωρικότητα κάνοντάς την ακίνητη οντότητα ισταμένη μπροστά μας, όπως το φάσμα του λεγόμενου χώρου και να έχουμε μια πλαστή ‘‘καθαρή μορφή εξωτερικής εποπτείας΄΄ κατά τον καντιανό ορισμό. Επιπλέον, διαλανθάνει ο πειρασμός εξαντικειμενικευτικής θεώρησης του χρόνου ως ιδιότητας των πραγμάτων, με συνέπεια τον πλήρη αποπροσανατολισμό, ένα είδος ‘’νατουραλιστικής πλάνης’’. Το είναι της χωρικότητας όμως όχι μόνο δεν εκτείνεται, δεν είναι δηλαδή εκτατό, αλλά είναι αδιάστατο, όπως και το είναι των αισθητών.
Θα αντιλεχθεί πως ό,τι αισθητό είναι εκφραστό και εκτατοδιαστατό, όπως ακριβώς και το είναι της σωματικότητάς μας. Πρόκειται για πλάνη, γιατί απ’  τη στιγμή που κάθε αισθητό είναι σχετικό-εκφραστό, πράγμα που σημαίνει φθαρτό, κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ., αν δεν έχει πουθενά ‘’τόπο’’ (ουτοπικό), δε μπορεί να κινείται και να μεταβάλλεται σε έναν αντικειμενικό ομογενή χώρο, άυλο, αδιάστατο, απόλυτα εκτατό (πώς είναι δυνατό το αδιάστατο να είναι εκτατό;). Βλέποντας καθαρότερα, αποφεύγοντας κάθε εξαντικειμενίκευση της νόησης, της αντίληψης, της αίσθησης, της μνήμης, της φαντασίας, σνειδητοποιώντας πως είναι καθαρά  πνευματικές λειτουργίες, το πρόβλημα ανατίθεται.
Ό,τι αποκαλούμε εκτατοδιαστατό  δεν είναι παρά η χωρικότητα της φαντασίας και το αυτό συμβαίνει και με τη χρονικότητα των πραγμάτων˙ γι αυτό ακριβώς εξάλλου εννοούνται και το είναι τους είναι και είναι του κοσμανθρώπου. Ήδη και η αίσθηση ως πνευματική λειτουργία ‘’εξαϋλώνεται’’. Τίθεται όμως εκ νέου το πρόβλημα της αίσθησης. Λέμε πως είναι πνευματική λειτουργία και αυτό σημαίνει απλά και καθαρά πως το αισθάνεσθαι κοινωνεί με πνευματικά ενεργήματα. Οι κατηγορίες (αριστοτελικές, καντιανικές κ.ο.κ.) δεν ανήκουν στα αισθητά. Οι κατηγορίες, όπως και αν τις αποκαλέσουμε με αφετηρία τις οποίες αναδύονται τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των αισθητών, οι λεγόμενες ιδιότητές τους, δεν είναι παρά αντιληπτικές καταστάσεις που δηλώνουν πνευματική ενέργεια.
                                                            *
Το ποσόν, το ποιόν, ο τόπος, το προς τι, το ποιείν, το πάσχειν κ.ο.κ. είναι σχετικά ονόματα με τα οποία η αντιληπτική αίσθηση προσδιορίζει ιδιαιτερότητες οι οποίες είναι αδιανόητες χωρίς το τμητό, το μεταβλητό κ.ο.κ.. Ξέρουμε πως οι αριστοτελικές κυρίως κατηγορίες αποτελούν αφετηρίες δημιουργίας των εννοιών, αλλά οι κατηγορίες και οι έννοιες είναι σχετικά ονόματα που καθιστούν εφικτή τη λογική αλληλουχία και απόφανση˙ δεν ανήκουν στα πράγματα, αλλά αποτελούν τρόπους έκφρασης της πνευματικής ενέργειας και δε θα ήταν διανοητές αν δεν υπήρχε ενότητα εν ταυτότητι, κοινό είναι δηλαδή. Απ’  το φαίνεσθαι των πραγμάτων πληροφορούμαστε το είναι τους, το ακλινές τους είναι το οποίο επιτρέπει τους επιμέρους τρόπους με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες γνώσεις που δεν είναι παρά συμβολική έκφραση της Μόνης Γνώσης.
Έτσι γνωρίζουμε, υπό την αλήθεια της πνευματικής φύσης των πραγμάτων και γι αυτό δεν απαιτείται το εκτατοδιαστατό. Είναι νοητή αλήθεια την οποία μόνο η φαντασιακή χωρικότητα πλέκει, διαπλέκει, αλλά να που η φαντασιακή χωρικότητα γίνεται απτή ως χρονικότητα, ως τόπος διάπτυξης του νοείν ως συγκεκριμένης αντίληψης.
Συναντάμε κάτι το αποκαλυπτικό: Χωρίς τη φαντασιακή χωρικότητα είναι αδιανόητη η χρονικότητα, σε σημείο που χωρικότητα και χρονικότητα συνιστούν ενιαίο πόλο χωρίς τον οποίο ο κόσμος δεν είναι διανοητός. Δεν εννοείται με άλλο τρόπο η κοσμική ενότητα ως συλληπτή πραγματικότητα που είναι η αφετηρία κάθε επιμέρους γνώσης, εμπειρίας, συναισθήματος.
Στο βάθος όμως αυτής της επισκόπησης υπάρχει μια καταιγιστική αλήθεια. Χρόνος και φαντασιακή χωρικότητα αποκαλύπτουν ενιαία την ταυτότητα, το απόλυτο εν σχετικώ, κατά τρόπο που σε κάθε σχετικό, σε κάθε εκφραστό δηλαδή, η ύπαρξη είναι μαρτυρία του είναι.
Η ρευστότητα του χρόνου, ασυνεχής κατά τα φαινόμενα, αφού κάθε σχετικό έχει διαφορετικό ρυθμό μεταβολής, γίνεται ενιαία αντίληψη χάρη στη χωρικότητα της φαντασιακής διεργασίας και αποκαλύπτει έτσι το Νόημα, το είναι στις πολυπληθείς υπαρκτικές του διαστάσεις.
Ορατή μαρτυρία αυτής της αλήθειας είναι το Λέγειν του Νοήματος το οποίο κατατίθεται ως Λόγος, ως συγκεκριμένος, μεστός, λόγος. Έτσι εμφανίζεται η θέληση, η απόφαση, η ελευθερία, όπως θα αναλύσουμε σε προσεχές κεφάλαιο. Το λέγειν επομένως είναι і ηθικοδιανοητικό και іі θεωρητικό-πρακτικό. Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο πρακτικό και στο θεωρητικό, αφού το πράττειν είναι φαντασιακή δημιουργικότητα, συμπράττειν της αντίληψης, της αίσθησης, της μνήμης, της φαντασίας, του λόγου, του συναισθήματος.
Αυτή η ενότητα συνθέτει το Λόγο του Πνεύματος για τον οποίο έχουμε ήδη κάνει εκτενή λόγο σε άλλη ευκαιρία (Δρόμων, 2011).
Δεν υποστηρίζουμε πως ο λόγος του πνεύματος, το λέγειν του κοσμανθρώπου δηλαδή, είναι αποκλειστικά φαντασιακός. Είναι όμως αναμφισβήτητο πως η χωροχρονικότητα, η φαντασιακή χωροχρονικότητα, είναι όχι ο απλός τρόπος, αλλά το πνευματικό όχημα έκφρασης, διάπτυξης και κυρίως ανάπτυξης και πραγμάτωσης του λόγου του πνεύματος. 
                                                            *
Ας προσεγγίσουμε όμως κάτι εξίσου σημαντικό. Πρόκειται για την ικανότητα παραστατικοποίησης συμβαινόντων, για το είναι της παράστασης. Γνωρίζουμε καλά και κυρίως απ’ την καντιανή αναγωγή πως τα φαινόμενα είναι παραστάσεις και ως τέτοια τα προσλαμβάνουμε εξαιτίας κυρίως του χώρου, έτσι όπως ο γερμανός φιλόσοφος τον ορίζει. Παράσταση, το τονίζουμε, είναι η συνέπεια της ικανότητάς μας να προσάγει, με τη βοήθεια της αίσθησης και της μνήμης κυρίως στο φαντασιακό ενεργείν μορφές, σχήματα, ενεργήματα και συμβαίνοντα στο πνεύμα προς περαιτέρω διεργασία. Πού βρίσκεται όμως το είναι της παράστασης, κυρίως όταν την περιεργαζόμαστε νοητά; Είναι σαφές πως χωρίς τη φαντασία δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε παράσταση, άρα και οποιαδήποτε προαγωγή της γνώσης κάθε είδους.
Ωστόσο, οφείλουμε να προσεγγίζουμε το είναι της παράστασης που δεν είναι παρά αντανάκλαση του αισθητού, των συμβαινόντων. Έχουμε πει πως τα αισθητά είναι συμβολικές εκφράσεις του μη παραστάσιμου, του απολύτου και τονίσαμε πως σε κάθε αισθητό φαινόμενο εικονίζεται το απόλυτο, κατά τρόπο που ο κόσμος δεν είναι δυνατό να έχει ούτε σχήμα, ούτε μορφή, ούτε ηλικία. Συμβαίνει επομένως ένα φιλοσοφικό παράδοξο το οποίο χρήζει προσοχής, προκειμένου να κατανοήσουμε τη φαντασιακή παράσταση.
Τα πράγματα, όπως τα αισθανόμαστε και τα αντιλαμβανόμαστε, είναι συμβολικές εκφράσεις οι οποίες μηνύουν την ενότητα του κόσμου, γι αυτό νοούνται και εννοούνται. Ο ου-τόπος τους, αφού δεν είναι δυνατό να εντοπισθεί  κάπου έξω, δεδομένης της αέναης κίνησής τους και της ανυπαρξίας του λεγόμενου χώρου, είναι φαντασιακός, τελείται στη χωρικότητα της φαντασίας και να που η αρχέγονη φαντασία στην οποία τελείται το κοσμικό συμβαίνον είναι η μήτρα της έγχρονης η οποία παραστατικοποιεί μέρος του συμβαίνοντος, μεμονωμένα γεγονότα, σκηνές, φαινόμενα κ.ο.κ. Στην έγχρονη φαντασία συναντάται η απόλυτη εν σχετικότητι, η έγχρονη, και να το πνεύμα της χωροχρονικότητας στο κοσμικό συμβαίνον ως πνευματική έκφραση. Όπως σε κάθε σχετικό μαρτυρείται το απόλυτο, σε κάθε συγκεκριμένο το όλο, έτσι σε κάθε παράσταση, φαντασιακή παράσταση οποιουδήποτε αισθητού-σχετικού, αποκαλύπτεται η αρχέγονη φαντασία.
Συμβαίνει μάλιστα και το εξής συμπληρωματικό: Οι παραστάσεις μας είναι ήδη εννοητές, προσλαμβάνονται συνειδησιακά, αρκεί η προσοχή μας να επαγρυπνεί. Ακόμη περισσότερο, ζώντας το έγχρονό μας, τρεφόμαστε από παραστάσεις τις οποίες καλούμε και ανακαλούμε, οι οποίες ουσιαστικά εννοούνται και δεν είναι νεκρά αντικείμενα.
Ποια η σχέση όμως της παράστασης με το παριστάμενο αντικείμενο; Ό,τι είναι παραστατό είναι αναπόφευκτα αποσπασματικό, αλλά σε κάθε αποσπασματικό εικονίζεται η ολότητα του κοσμικού συμβαίνοντος, πράγμα που σημαίνει πως ολότητα του κοσμικού συμβαίνοντος είναι και η πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία η οποία εικονίζεται εν συγκεκριμένω στην έγχρονη φαντασία μας. Ήδη, κάθε αισθητό είναι παραστατό ως εκφραστό, ως πεπερασμένο, ως κινητό, κ.ο.κ. Δεν απαιτείται περαιτέρω σκέψη για να κατανοήσουμε πως για να υπάρχει παραστατική ικανότητα του πνεύματος απαιτείται τόσο η χωρικότητα της φαντασίας, όσο και η χρονικότητά της. Κάθε παράσταση επομένως δεν ίσταται αυτόνομα, ερήμην του κοσμικού συμβαίνοντος, ερήμην της νόησης, της αίσθησης, της αντίληψης, της μνήμης.
Συμβαίνει το εξής: Μόνο ο συμβολικός χαρακτήρας των πραγμάτων ο οποίος προϋποθέτει την αντίληψή τους, οδηγεί στην παραστατική προσληπτικότητα, στη δυναμική της μνήμης και της φαντασίας, στην αποκάλυψη του συμβαίνοντος, όπου το αποσπασματικό είναι εικόνα του όλου. Αρκεί βέβαια να μην εξαντικειμενικεύουμε, να μη θεωρούμε τα πράγματα ως υλικά σώματα, αλλά ως πνευματικά ενεργήματα με τα οποία κοινωνούμε οντολογικά. Ήδη, η παράσταση, κάθε παράσταση, δεν έχει εκτατό-διαστατό χαρακτήρα. Γι αυτό ακριβώς βέβαιη γνώση δεν είναι η ίδια η παράσταση η οποία είναι πάντα συμβολική, αλλά το συμβολιζόμενο το οποίο έχει πνευματικό χαρακτήρα. Η μαθηματική έκφραση της γνώσης αυτό δηλώνει. Οι μαθηματικές παραστάσεις είναι λογικές και όχι διαστημικές. Ανήκουν στη φαντασιακή χωρικότητα η οποία όμως εκφράζεται χρονικά.
Το πρόβλημα είναι σημαντικότατο και οδηγεί στην καρδιά της γνώσης. Τι προήκει στη φαντασιακή δραστηριότητα: η χωρικότητα ή η χρονικότητα; Οφείλουμε να κάνουμε λόγο για τη φαντασιακή χωροχρονικότητα, οπότε το ερώτημα προσλαμβάνει άλλο νόημα. Ιδού: Αν η χωρικότητα είναι απόλυτη, αν το έγχρονο έχει ως πυρήνα το άχρονο, η έγχρονη χωρικότητα δεν είναι παρά η φαντασιακή αναπρόσληψη, το άπειρο εν πεπερασμένω, η κινητή εικόνα της αιωνιότητας, η χρονικότητα.
Πολλοί όμως υποστηρίζουν πως η φαντασιακή προσληπτικότητα που μας προσφέρει τις παραστάσεις με τη βοήθεια της μνήμης απέχει απ’  τα φαινόμενα τα οποία παραστατικοποιεί. Επικαλούνται μάλιστα τις αδυναμίες της αίσθησης, τον υποκειμενικό παράγοντα και άλλους συντελεστές οι οποίοι οδηγούν στο σκεπτικισμό. Οι δαιδαλώδεις αναλύσεις των πολλών σχολών του εμπειρισμού όπως και εκείνων του σκεπτικισμού παραθεωρούν κάτι σημαντικότατο το οποίο είναι και πρώτιστο.
Ναι μεν το αισθάνεσθαι ως συγκεκριμένες αισθήσεις παρουσιάζει προβλήματα και συχνά μάς αποπλανά, μάς παραπληροφορεί, αν θέλετε, αλλά μάς διαφεύγει κάτι το οποίο είναι πρώτιστο: το αισθάνεσθαι είναι πνευματική λειτουργία και έχουμε ήδη τονίσει αλλού πως πνεύμα είναι η συνέκφραση απείρου και πεπερασμένου, απολύτου και σχετικού. Άλλως δε θα υπήρχε γνώση, δε θα υπήρχε πνευματική ζωή. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως οι φαινόμενες πλάνες της αίσθησης οδηγούν την αντίληψη στη δημιουργική υποψία, κάτι όμως που θα ήταν αδιανόητο χωρίς τη φαντασία, χωρίς τις αμφιβολίες που αναδύονται απ’ την αίσθηση την ίδια που ‘’αυτοπροδίδεται’’ όταν δεν είναι ακριβής.
Είναι όμως η παράσταση ανάμνηση, όπως υποστηρίζεται συνήθως; Σύμφωνα με το πνεύμα αυτής της μελέτης δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο αισθητό μέγεθος και στην παράστασή του, αφού αισθανόμενοι και αντιλαμβανόμενοι γνωρίζουμε τα πράγματα, κατά τρόπο που η αναπαραστατική διεργασία προϋποθέτει την κοινωνία του υποκειμένου με το αισθητό μέγεθος ή μεγέθη ή καταστάσεις που δεν είναι δυνατό να προσλαμβάνονται φαντασιακά χωρίς να έχουν γίνει αντιληπτά. Φυσικά δεν υπάρχει ποτέ απόλυτη ακρίβεια, αλλά ας θυμηθούμε πως κάθε σχετικό νοείται απολύτως και γι’ αυτό το γνωρίζουμε. Μόνο η απόλυτη φύση των πραγμάτων γνωρίζεται και μάλιστα ανέκφραστα.
Θα κατανοήσουμε όμως αυτήν την αλήθεια αν προσφύγουμε στη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας, καθόσον οι σχέσεις των πραγμάτων είναι σχέσεις ομοιότητας, ανομοιότητας, αναλογίας, δυσαναλογίας, συμβατότητας, ασυμβατότητας, ακολουθίας, ανακολουθίας κ.ο.κ. Όλες αυτές οι σχέσεις συνιστούν τις λογικές κατηγορίες  και οφείλονται στο ότι і κανένα αισθητό μέγεθος δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο και іі τα γνωρίσματα των αισθητών πραγμάτων είναι κοινά και αυτό ακριβώς συνιστά και το συμβολικό τους χαρακτήρα, τα καθιστά δηλαδή συμβολικές εκφράσεις του απολύτου. Κάθε εκφραστό, κάθε σχετικό, είναι αναπόφευκτα συμβολικό.
Πώς όμως είναι δυνατό να συγκρίνουμε, να διακρίνουμε, να συνδυάζουμε συνεχώς μεταβαλλόμενα πράγματα και καταστάσεις έξω απ’  τη φαντασιακή χωρικότητα και χρονικότητα;
Ήδη, κατά τη διαδικασία της γνώσης στον κόσμο της φαντασίας τελείται παντού το παίγνιο του αιώνα, η αύξηση, η μεταβολή, η εναλλαγή και η αναδημιουργική συνέχεια ανάμεσα στη νοητή χωρικότητα που είναι η ολότητα-άπειρο και στη χρονικότητα που είναι ο κόσμος του εκφραστού-πεπερασμένου. Η φαντασιακή ετοιμότητα που είναι διαρκής επιτρέπει τη δυναμική εκδίπλωση της γνώσης η οποία συνίσταται στην ανάγνωση του απολύτου είναι των πραγμάτων στην ίδια τους την αισθητή φύση.
Υπ’ αυτό το πνεύμα οι λεγόμενες παραστάσεις στον κόσμο της φαντασίας δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’  τα ίδια τα πράγματα που αναπαρίστανται, γιατί αν ήταν θα τα καθιστούσε για πάντα άγνωστα. Πρόκειται για μια αλήθεια την οποία και ο ιδεαλισμός έχει παραγνωρίσει. Εννοούμε το εξής: Προσλαμβάνουμε την αισθητή φύση των πραγμάτων ως αισθανόμενοι και αντιλαμβανόμενοι, αλλά πώς θα μπορούσαμε να προσλαμβάνουμε κάτι ξένο προς την ίδια μας τη φύση; Η φαντασιακή αναπρόσληψη επομένως είναι κάτι το άμεσο, είναι η ίδια η αμεσότητά μας που κοινωνεί με το είναι των πραγμάτων καθώς θεωρεί το φαίνεσθαί τους. Να πώς η χωρικότητα και η χρονικότητα του πνεύματος είναι φαντασιακά.
Το συμβαίνον, το πιθανό, το εναλλακτικό, το αποκλειόμενο, είναι λογικές κατηγορίες οι οποίες αναδύονται απ’  τη γνώση των πραγμάτων, απ’  την επίγνωση των χαρακτήρων τους οι οποίοι όμως αγγέλλουν το είναι τους. Προϋποθέτουν βέβαια την ομοιότητα, την ανομοιότητα, την αναλογία κ.ο.κ. που είναι νοητές κατηγορίες και όχι αισθητές.
Αν θέλουμε να προχωρήσουμε λίγο, βλέπουμε το εξής σημαντικό: Οι παραστάσεις εικονίζουν, συμβολίζουν την ίδια την κίνηση του πνεύματος, είναι ακριβώς μαρτυρίες του συμβαίνοντος, δεδομένου ότι το φθαρτό, το μεταβλητό, το κινητό κ.ο.κ. έχουν ένα και μόνο θεμέλιο: Την απόλυτη φύση τους που τα καθιστά εννοητά. Η γνώση δεν προέρχεται απ’  τα αισθητά, αλλά τα σφραγίζει. Αν θυμηθούμε πως άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου, άτμητο ο ορισμός του τμητού κ.ο.κ., διαπιστώνουμε πως κάθε επιπλέον ορισμός προϋποθέτει τον πρώτιστο που δεν είναι ορισμός, αλλά αυτοορισμός.
Οι λεγόμενες κατηγορίες επομένως, όπως και οι έννοιες χωρίς τις οποίες δεν αρθρώνεται λόγος, δεν είναι παρά ονόματα (αυτό δε σημαίνει πως δεχόμαστε άκριτα τη νομιναλιστική θεώρηση) με τα οποία προσεγγίζεται η απόλυτη φύση των πραγμάτων στις διάφορες επιμέρους εκδιπλώσεις τους, συσχετισμούς τους, διαφορές τους, ομοιότητές τους κ.ο.κ. Επισυμβαίνει μια διαρκής διάλειψη της φαντασίας όταν, μια συνεχής αυτοσυγκέντρωση, την αποδιαστέλλει, την κάνει κοινωνό με το είναι του συμβαίνοντος και εδώ αποκαλύπτεται ο πλούτος του αληθεύοντος νοήματος.
Ας δούμε όμως προσεκτικότερα. Είπαμε πως χωρίς το φαντάζεσθαι είναι αδύνατο και το νοείν και το αντιλαμβάνεσθαι και το αισθάνεσθαι. Αυτό εξάλλου αποκαλύπτει και ο συμβολικός χαρακτήρας του αισθητού κόσμου. Η έγχρονη φαντασία μας ορίζει και ορίζεται απ’ την πρωτογενή, όπως η αντίληψη ορίζει και ορίζεται απ’  τη νόηση, η συγκεκριμένη αίσθηση ορίζει και ορίζεται απ’ το αισθάνεσθαι, το σχετικό ορίζει και ορίζεται απ’  το απόλυτο…
                                                            *
Παράδοξη μείξη; Σόφισμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, τέχνασμα; Η πραγματικότητα όμως, το συμβαίνον, πληροφορούν με σαφήνεια, το αναδυόμενο Νόημα, μας λέει πως ο κόσμος μας τηρείται συνεχώς, τρέφεται απ’  την απόλυτη φύση του, γι’  αυτό και η νόησή του είναι άμεση, αδιαμεσολάβητη, διαρκής πληροφορία, αρχή νόησης και εννόησης. Το απόλυτο όμως ως τρέφον το σχετικό, είναι κενό, νεκρό, άρρητο, ανέκφραστο χωρίς το σχετικό και καθίσταται πλήρωμα καθώς εννοούμε το σχετικό. Το νοείν, το εννοείν, το αισθάνεσθαι, το φαντάζεσθαι, προσλαμβάνουν πάντα θετικό περιεχόμενο, δημιουργούν πληρωματική κατάσταση και αυτό μηνύει πως δεν είναι διανοητά χωρίς το σχετικό, το μεταβαλλόμενο, τις σχετικές μορφές των πραγμάτων. Ήδη το σχετικό τρέφεται, τηρείται απ’  το απόλυτο, αλλά ταυτόχρονα το τηρεί το καθιστά εμφανές ως απόλυτο ενεργείν, γίνεται τόπος αποκάλυψής του.
Η αποσπασματικότητα του κόσμου μας δεν είναι παρά μαρτυρία του τρέφειν-τρέφεσθαι, του τηρείν-τηρείσθαι, της αμοιβαιότητας απείρου και πεπερασμένου, μαρτυρία θυσίας με απλούστερα λόγια.
Το αυτό μπορούμε να πούμε για τη σχέση αρχέγονης-πρωτογενούς φαντασίας και έγχρονης, απόλυτης και πεπερασμένης φαντασίας. Τι σημαίνει όμως η διαπίστωση κατά την οποία η έγχρονη φαντασία μας τρέφει και τρέφεται απ’  την πρωτογενή;
Ας προστρέξουμε στη χωρικότητα. Ο όρος είναι ανέκφραστος στη γενικότητά του, αλλά προσλαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έγχρονη πνευματική δραστηριότητα, στη φαντασιακή μας ενέργεια η οποία είναι αδιανόητη χωρίς τη συγκεκριμένη αίσθηση, μνήμη, αντίληψη. Κάθε συγκεκριμένη μας προσπάθεια επομένως τρέφεται απ’  το απόλυτο και τελείται εν σχετικώ. Φαντάζομαι σημαίνει πως κοινωνώ με το απόλυτο στη σχετικότητά μου, κατά τρόπο που απόλυτο και σχετικό συνέχονται.
Θα αντιτεινόταν πως μπορούμε να ενεργούμε και να θεωρούμε την πραγματικότητα με αποκλειστική βάση το σχετικό, το συγκεκριμένο, το απτό και πως το απόλυτο είναι περιττό, αν όχι ειδωλικό. Αυτή είναι εξάλλου η αρχή του ριζικού εμπειρισμού. Ωστόσο, το σχετικό δε μπορεί να αυτοερμηνεύεται, να κάνει λόγο για τον εαυτό του, αυτό είναι αντιφατικό και είναι αντιφατικό, επειδή παραδίδουμε, νομίζουμε πως παραδίδουμε, το λογίζεσθαί μας στο νομιζόμενο αισθητό κόσμο αφετηρία του οποίου είναι η ‘‘ύλη’’. Είναι επίσης αντιφατικό επειδή ερμηνεύουμε το πνεύμα μας και τις καταλληλότητές του ερήμην του ιδίου το οποίο θεωρούμε παθητικό καταγραφέα του συμβαίνοντος, καταγραφέα όμως σκεπτόμενο και διανοούμενο. 
Επιστρέφοντας στη χωρικότητα της φαντασίας μας διαπιστώνουμε κάτι εντυπωσιακό και ενδεικτικότατο ταυτόχρονα. Ενώ η φαντασιακή χωρικότητα είναι καθαρά πνευματική, άρα αδιάστατη, μη παραστατή με κανένα τρόπο, στη συγκεκριμένη μας πνευματική δραστηριότητα, όπου η φαντασία ενεργεί ως καμβάς της αντίληψης, της αίσθησης, της μνήμης, της κρίσης, η χωρικότητά μας εκφράζεται έγχρονα. Ιδού: Η χωρικότητα καθιστά δυνατή τη γνώση, την επώασή της, της αύξησή της σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς μας (επιστημονικός, φιλοσοφικός, καλλιτεχνικός, κ.ο.κ.) μόνο έγχρονα. Στο έγχρονο φανερώνεται το άχρονο και το παραστατό των πραγμάτων, των ενεργειών, των συναισθημάτων κατά τρόπο που η γνώση μας δεν είναι απλά πνευματική, αλλά μαρτυρία πληρότητας του υποκειμένου.
Ξανασυναντάμε κάτι του οποίου συνειδητοποιούμε τη σπουδαιότητα: Η αμεσότητά μας που διαλείπει ως αυτοσυγκέντρωση κατά τις ‘‘στιγμές’’ που η σκέψη μας προσπαθεί να γνωρίζει κάτι το αναζητούμενο ή να επιλύσει ένα πρόβλημα οποιασδήποτε φύσης, συναντάει τη χωρικότητα της φαντασίας, το απόλυτο είναι του δηλαδή, το ανέκφραστο το οποίο είναι μη παραστατό, και να που το αναζητούμενο αναδύεται για να εκφρασθεί έγχρονα. Πώς όμως; Γίνεται εκφραστό συμβολικά, με σύμβολα λόγου ή  γραφής και να πώς η φαντασιακή χωροχρονικότητα οικοδομεί θετικά το γνώσιμο, το εκφραστό. Κατά βάθος εκφραζόμαστε με σύμβολα για να καταγράφουμε ή να επισημαίνουμε ό,τι δεν εκφράζεται στη φύση του, το είναι των πραγμάτων. Κορυφαίοι σοφοί του ινδουισμού και του βουδισμού διακήρυξαν πως ό,τι είναι γνώσιμο δεν είναι αληθινό, αλλά δεν κατανόησαν πως κάθε γνώσιμο, άρα παραστάσιμο είναι η ‘’κεραία’’ του μη παραστατού, του απόλυτου και πως η μόνη γνώση είναι η ανέκφραστη, η απόλυτη ως μήτρα όμως κάθε γνώσιμου.
Είναι σαφές πως αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς τη φαντασία μας. Δεν είναι επομένως αρκετό να λέμε πως η αρχέγονη-πρωτογενής φαντασία είναι απόλυτη, αλλά να συνειδητοποιούμε πως η φαντασία μας αποκαλύπτει το απόλυτό της έγχρονα και σε αυτό συνίσταται το μυστικό της γνώσης. Βέβαια δεν υποβαθμίζεται ούτε η νόηση, ούτε η αντίληψη, ούτε η μνήμη. Η φαντασία δεν είναι δημιουργός της γνώσης, ούτε μοναδικός συντελεστής της. Εκείνο που προσπαθούμε να καταδείξουμε είναι το δημιουργικό πεδίο της φαντασίας, η συμπληρωματικότητά της με τις άλλες πνευματικές μας καταλληλότητες.
Η ειδική δυναμική της φαντασίας συνίσταται στο ότι μας προσφέρει μια νέα χωρικότητα χωρίς χώρο, χωρίς ύλη, κατά τρόπο που ανασυγκροτείται και η έννοια της χρονικότητας.
                                                            *
Τι συνδέει όμως τη χωρικότητα με τη χρονικότητα; Είναι σαφές πως οδηγούμαστε στο έγχρονο ον, στον υπάρχοντα και το ερώτημα ανατίθεται: Ποια η σχέση είναι και υπάρχειν; Το πρόβλημα έχει τεθεί πολλές φορές σε προηγούμενες μελέτες μας, αλλά στην παρούσα περίπτωση παρεμβαίνει η φαντασιακή μας δραστηριότητα η οποία ίσως το καθιστά πιο γόνιμο.
Το είναι μας είναι απόλυτο, πράγμα που σημαίνει πως είναι άπειρο, απόλυτο, χωρικότητα, άτμητο…Είναι το καθαρό του μηδέν, για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή εγελιανή άποψη, αν βέβαια το καθαρό μηδέν, όρος ύποπτος και ακατανόητος, θεωρηθεί ως θετικότητα της θετικότητας, ως μήτρα κάθε θετικής, άρα έγχρονης κατάστασης. Η θετικότητα της θετικότητας όμως δεν ορίζει απλά κάθε θετικότητα, αλλά δηλώνει πως κάθε σχετικό-θετικό μέγεθος ορίζεται απολύτως, είναι απόλυτο στη φύση του, στο πραγματικό του είναι.
Ήδη όμως υπάρχειν ‘’είναι’’ κάθε θετικό μέγεθος, είμαστε υπάρχοντες κι συνυπάρχοντες με το κοσμικό τελούμενο, κάθε υπάρχων είναι όντως έγχρονος, αλλά αυτήν την αλήθεια τη διαπιστώνει όχι το υπάρχειν μας το οποίο καθεαυτό δεν αρθρώνει λόγο, αλλά το είναι του υπάρχειν μας. Ό,τι συμβαίνει στον υπάρχοντα είναι απαρέγκλιτα οντολογικό, είτε κάνουμε λόγο για σκέψεις, για συναισθήματα, για καταστάσεις ψυχής, για την αίσθηση, για την αντίληψη κ.ο.κ. Άλλως το υπάρχειν μας θα ήταν τυφλό, α-νόητο. Το αυτό συμβαίνει αναλογικά και σε όλον τον αισθητό κόσμο κι γι’  αυτό ακριβώς είναι προσληπτός.
Ήδη, επιστρέφοντας στη χωρικότητα και στη χρονικότητα, στη χωρικότητα δηλαδή της αρχέγονης φαντασίας και στη χρονικότητα της έγχρονης, συναντάμε το εγχρόνως υπάρχειν το οποίο όμως είναι φαντασιακό. Οδηγούμαστε στη διαπίστωση κατά την οποία η χωροχρονικότητα ταυτίζεται με το φαντασιακά υπάρχειν.
Ας δούμε όμως όσο προσεκτικότερα. Το βέβαιο, και μάλιστα πέρα από κάθε αβεβαιότητα η οποία θα μπορούσε να ενσκήψει καθ’ οδόν, είναι το εγκόσμως υπάρχειν μας, η άμεση πρωτοπληροφορία του κοινωνείν μας με τον κόσμο. Αυτή η διαρκής και αμετάθετη πληροφορία είναι αποκαλυπτική, ίσταται ως εσαεί αποκάλυψη των εγκάτων μας, του είναι μας το οποίο δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το είναι του κόσμου. Το προσωπικό μας υπάρχειν είναι αδιανόητο χωρίς το εγκόσμως υπάρχειν, ο εγωμονισμός είναι ανεδαφικός. Βαθιά όμως υπαρξιακή εμπνοή οδηγεί σε ουσιαστική θεώρηση των πολύπλοκων στην ιστορία της σκέψης σχέσεων υπάρχειν και είναι. ‘‘Είμαι’’, στο μέτρο που ωθώ το υπάρχειν μου στα ύστατα όριά του και υπάρχω όταν εξαντλώ πλήρως, όταν εισβάλλω στο βάθος του είναι μου.
Το υπάρχειν μου είναι απόλυτο, όπως και το είναι μου. Στο βαθμό όμως που εμβαθύνουμε, διακρίνουμε πως για τις διαπιστώσεις μας αυτές προϋποτίθενται τα αισθητά πράγματα τα οποία νοούνται άμεσα στο κοινό τους είναι ως ολότητα, όσο και στα κοινά τους γνωρίσματα χωρίς τα οποία δε θα υπήρχε ο πλουραλισμός των φαινομένων. Η ετερότητα, η διαφορετικότητα, οφείλεται στα κοινά τους γνωρίσματα-πνευματικά ενεργήματα και αυτό οφείλουμε να το εξετάσουμε προσεκτικότερα από κάθε άλλη φορά.
Ιδού: Η πρωτοπληροφορία του κοινωνείν με τον κόσμο που δεν προκύπτει αλλά αναδύεται εσαεί, είναι σαφής και απόλυτη, αλλά δεν έχει θετικό περιεχόμενο, κάτι δηλαδή το οποίο θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο παράστασης. Μαρτυρείται όμως σε κάθε αισθητό μέγεθος και σε κάθε φαινόμενο με την αντιληπτική αίσθηση. Δεν αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά παρά πνευματικά. Δε θα τα αντιλαμβανόμασταν όμως і αν δεν ταυτίζονταν στο είναι τους (αρχή της ταυτότητας), іі αν δεν ήταν διαφορετικά μεταξύ τους (αρχή της ετερότητας), και ііі αν δεν ήταν όμοια, ανόμοια, ανάλογα, εναντία, δυσανάλογα κ.ο.κ. (λογικομεταφυσική αρχή της ετερότητας-αναλογίας).
Γνωρίζουμε αναγνωρίζοντας στα αισθητά κοινά γνωρίσματα υπό διαφορετικές όψεις, εκφάνσεις κ.ο.κ. που δημιουργούν τις ιδιότητες. Κατά βάθος, η απέραντη ποικιλία των αισθητών αναδύει την ίδια αλήθεια: Οι λεγόμενες ιδιότητες και γνωρίσματα είναι νοητές. Είναι έτσι αδύνατο να υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο είναι μας-είναι του κόσμου και στο φαίνεσθαι-υπάρχειν το οποίο αποκαλύπτει το είναι ως τρεφόμενο και τρέφον αυτό.
Ήδη καταπαύουν οι διαστημικές αποστάσεις, τα αισθητά δεν είναι αδρανής μάζα με χωρικές διαστάσεις, μάζα την οποία θα παρακολουθούσαμε ως απλοί θεατές. Η φύση της είναι πνευματική και δεν υπάρχει χώρος ομογενής. Χώρος είναι το φαντασιακό πνεύμα μας.
Αν τα αισθητά μεταβάλλονται εσαεί και καθένα με το δικό του τρόπο, τι εντοπίζουμε σε κάθε αλλαγή; Απλά, νοούμε το είναι της αλλαγής που είναι άχρονο. Χρόνος είναι η εν σχετικώ φανέρωση του άχρονου. Έτσι μπορούμε να διασυνδέουμε αλλαγές και να οδηγούμαστε στη χρονικότητα-μεταβολή. Το αυτό συμβαίνει και με τα αφηρημένα ουσιαστικά (universalia), τις κατηγορίες  (ποσότητα, ποιότητα κ.ο.κ.), τις κρίσεις, τους συλλογισμούς.
Η γενική θέση μας κατά την οποία απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, άχρονο ο ορισμός του έγχρονου, ανοίγει δρόμος πραγματικής προσέγγισης της φύσης των πραγμάτων.
Μη όντας τα τελευταία υλικά, αλλά πνευματικές φανερώσεις του απόλυτου (σε αυτό εξάλλου συνίσταται ο συμβολικός τους χαρακτήρας), δείχνουν αυτεπάγγελτα πως οτιδήποτε σχετικό, μεταβλητό, είναι εκφραστό ως συμβολική μαρτυρία του ανέκφραστου. Είναι συμβολική, γιατί σε κάθε συγκεκριμένο, κινητό κ.ο.κ., πνοή και ζωή είναι το απόλυτο το οποίο συμβολίζεται έτσι. Ιδού η έννοια του συμβολισμού, μακριά απ’ τα φετιχοποιημένα σύμβολα.
Αν όμως χώρος δεν υπάρχει, άρχει η χωρικότητα η οποία δεν βρίσκεται έξω μας, ούτε μέσα μας και εδώ βλέπουμε πως η χωρικότητα δεν είναι νόθο υποκατάστατο του χώρου, αλλά κάτι το ριζικά διαφορετικό. Παράλληλα, προκύπτει πως η εκτατότητα που ταυτιζόταν ουσιαστικά με το χώρο, είναι πνευματική κατηγορία. Το πνεύμα μας όμως δε μπορεί ούτε να εκτείνεται, ούτε να κινείται και να μεταβάλλεται κατά το προηγούμενο των αισθητών.  Αν ζωή των τελευταίων είναι το άπειρο είναι τους, αν η αίσθηση και η αντίληψή τους ανήκουν στο ενεργούν υποκείμενο, έπεται πως χώρος, εκτατό και διαστατό είναι πνευματικά μεγέθη. Ιδού σε τι συνίσταται η χωρικότητα της φαντασίας η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς τη χρονικότητά της, το υπάρχειν της δηλαδή έγκοσμα.
Ήδη, στην αποδιαστολή, στην αυτοκανάνυξη, δε φανταζόμαστε ούτε τη φαντασία μας, ούτε τη νόησή μας, αλλά ανακαλύπτουμε το κεκρυμμένο, το ανέκφραστο, το απόλυτο και ταυτόχρονα διαπιστώνουμε πως αυτό είναι κενός λόγος χωρίς ‘‘επιστροφή’’ στην έγχρονη-ένσαρκη κατάστασή μας, στη νηφάλια σκέψη. Ναι, το είναι της φαντασίας, όπως και το είναι της νόησης, της αίσθησης κ.ο.κ. είναι ένα και το αυτό: Απόλυτο. Ενδεές απόλυτο, γιατί φανερώνεται ως τροφή του σχετικού, σχετικό όμως είναι το υπάρχειν μας, το έγχρονο υπάρχειν μας το οποίο ζωοποιούμενο είναι ‘’τόπος’’ του είναι μας. Ήδη όμως η έγχρονη φαντασία, η εν απείρω πεπερασμένη ως έκφραση της αρχέγονης-πρωτογενούς, είναι πάντα συγκεκριμένη και αδιανόητη χωρίς την αντίληψη, την αίσθηση, τη μνήμη. Η έγχρονη φαντασία μας επομένως είναι ο κρυπτικός και αποκαλυπτικός ‘’καθρέπτης’’ που αναδύει το νόημα του κόσμου μας, το είναι του.
Η μέχρι τώρα θεώρησή μας θα ήταν ατελέστατη, αν δεν προσφεύγαμε και σε άλλες μας καταλληλότητες οι οποίες καθιστούν τη φαντασία μας δημιουργική σε όλες τις εκδιπλώσεις του πνεύματός μας. Αυτό θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στο επόμενο κεφάλαιο.


V
ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
Γνώση, φαντασιακή διαύγεια, θέληση, απόφαση, ελευθερία, μορφές του φαντασιακού ενεργείν, κατευθύνσεις, ‘’άρση’’ του φαντασιακού, το φαντασμαγορικό, φαντασιακά είναι και υπάρχειν,  φαντασιακή γνώση, πληρωματικότητα.  
Όλα είναι φαντασιακά, καθόσον ο τρόπος με τον οποίο ζούμε οτιδήποτε είναι φαντασιακός. Αυτό σημαίνει πως το αφανές, το εσαεί κρυπτόμενο και φανερούμενο δεν είναι ένα σχήμα λόγου το οποίο ικανοποιεί ορισμένες αδυναμίες έκφρασης και δημιουργεί αντιφάσεις, αλλά κάτι ουσιαστικό: Οι πεσσοί του Αἰῶνος-Παιδός στον οποίο ανήκει η βασιλεία κατά τον Εφέσιο, είναι ακριβώς ο αισθητός κόσμος στον οποίο ανήκουμε, ο δε Αἰών-Παῖς δεν είναι τίποτε άλλο απ’ την πνοή και την εμπνοή του κόσμου μας που εκφράζεται ως παίγνιον. Στη στενή έννοια του όρου  το παίγνιο απαιτεί φαντασία στον κόσμο της οποίας διαπλώνεται η λογική μας καταλληλότητα, η επινοητικότητα, η γνώση, προς επίτευξη κάποιου σκοπού, έχει πεπερασμένες δυνατότητες μέχρι την επίτευξη του σκοπού, του αποτελέσματος. Πρόκειται για παίγνια ανθρώπων, τόσο επινοητικά και φαντασιακά εξάλλου, με απέραντη ποικιλία και ευφυία (το σκάκι λ.χ. για να μην αναφερθούμε και σε τόσα άλλα)  σε αντίθεση με το Παίγνιον του Αιώνος-Παιδός.
Αναδύονται έτσι δύο αλήθειες.
і. Ο έγκοσμος βίος χωρίς τον οποίο το κοσμικό συμβαίνον είναι αδιανόητο, τελείται τελούμενος, νοηματοδοτεί νοηματοδοτούμενος και αυτή η χωρίς αρχή και τέλος νοηματοδότηση συνιστά το παίγνιον, το παιγνίδι του Αιώνα στο οποίο μετέχουμε. Για να τελείται όμως το παίγνιον του νοήματος με τις απροσμέτρητες φάσεις που είναι λεωφόροι του πνεύματος απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη φάση το πεδίο της φαντασιακής γονιμότητας και διεργασίας, ο καμβάς στον οποίο χαράσσεται στο συμβαίνον. Με τη φαντασία ‘’υλοποιείται’’ συγκεκριμένα το συμβαίνον, το κρυπτόμενο φανερώνεται διαδοχικά και μάλιστα συμβολικά, αφού τα φθειρόμενα, μεταβαλλόμενα, κινούμενα, αποκαλύπτουν τον Αιώνα εν συγκεκριμένω.
іі. Αυτός ο Αιών είναι παιδί. Γιατί άραγε; Πολλοί ταυτίζουν το παιδί με το σοφό και με τον άγιο. Αρκετοί είπαν πως πραγματική έκφραση της οντολογίας είναι η αγιότητα. Χωρίς να παρασυρθούμε σε ευγενείς εξιδανικεύσεις της παιδικότητας, κάνουμε ένα βήμα το οποίο ίσως μας προσεγγίσει στο νόημα του Αιώνος-Παιδός. Η πρωτινή ματιά είναι η καθαρή, η ανέφελη, η παρθενική ματιά του κόσμου την οποία ύμνησε η παγκόσμια μούσα. Είναι η πραγματική θέα του Αιώνα, θέα παιδός, που σημαίνει κοινωνία με το άσπιλο είναι του κόσμου-ανθρώπου πριν από κάθε τριβή με τις έγχρονες εκτροπές, είναι η πνευματική κάτοψη της αιώνιας φύσης των πραγμάτων, είναι η ευρύτητα-ευθύτητα του ηθικού που συνέχει κάθε διανοητική διόραση και προσπάθεια. Είναι ο ξυνός λόγος του Εφεσίου τον οποίο συναντάμε σε κάθε μεγάλη πολιτισμική εμπνοή.
Εδώ νομίζουμε πως η φαντασία εκφράζει περισσότερο το νόημα από ό,τι τα φαινόμενα και οι τυπικές λογικές διεκφράσεις.
                                                            *
Οδηγούμαστε πρωθύστερα σε κάτι το οποίο εννοείται, αλλά το οποίο οφείλουμε να επισκοπήσουμε προσεκτικά. Στο απλό ερώτημα τι είναι η φαντασία, αρκούμαστε σε ένα περιγραφικό ορισμό ο οποίος είναι και περιοριστικός. Ας δούμε: Λέμε συνήθως πως με τη φαντασία που είναι πνευματική λειτουργία η οποία αναπαριστά πράγματα, σκηνές του βίου κ.ο.κ. στην προσπάθειά μας να βρούμε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζουμε ή να συνδυάσουμε κάποιες καταστάσεις, να τις προεκτείνουμε, συγκρίνουμε κ.ο.κ. ώστε να προκύψει μια νέα γνώση, είτε ως ανάμνηση, ως φανέρωση του ποιητικού νου ή του νου και του λόγου, κατά τις γνωστές γνωσιοθεωρητικές θέσεις, προάγουμε κάθε πνευματική μας ενέργεια
Ποιο είναι το υλικό το οποίο η φαντασία επεξεργάζεται; Ήδη υπάρχει η νόηση του κόσμου στον οποίο μετέχουμε, υπάρχει το αισθάνεσθαι ως ορατή του πλευρά, υπάρχει το αντιλαμβάνεσθαι ως συγκεκριμένη νόηση, υπάρχει επίσης και η μνήμη. Όλες αυτές οι πνευματικές δραστηριότητες  δε θα μπορούσαν ποτέ να συνδυασθούν, να συντονισθούν χωρίς τη φαντασιακή δυναμική, χωρίς το χωρικό κάτοπτρο που είναι η φαντασία. Ανακύπτει κάτι που αν δεν προσεχθεί οδηγεί στην εξαντικειμενίκευση, σε ένα είδος ειδωλοποίησης.
Αν το φαντασιακό κάτοπτρο δεν είναι ο χώρος, ούτε ό,τι έχει διαστάσεις, αν τα αισθητά πράγματα δεν είναι υλικά αλλά έχουν τόπο το πνεύμα, πιστοποιείται κάτι: Φαντασία είναι η πνευματική εννόηση του συμβαίνοντος ως γνώσης, ως συναισθήματος, ως δημιουργίας, η προαγωγή του στο απέραντο πεδίο των προοπτικών της ανθρώπινης παρουσίας.
Αυτή η φανέρωση όμως δε μπορεί να συνειδητοποιείται και να προσωποποιείται χωρίς τη συνεχή ανα-παράσταση των παραστατών η οποία όμως στηρίζεται στο μη παραστατό του κόσμου ως ολότητας.
Να τι προκύπτει: Ό,τι ονομάζουμε χώρο, εκτατό, διαστατό κ.ο.κ. των πραγμάτων είναι η φαντασιακή κάτοψη, η εγχρονοποίηση δηλαδή της άχρονης φύσης των πραγμάτων. Πρόκειται για παραστατικοποίηση του γιγνωσκόμενου, του συμβαίνοντος, η οποία μετράται νοητά, μαθηματικά, συνειδησιακά.
Ας δούμε κάτι που αποκαλύπτεται μετά τόσες προσπάθειες. Οτιδήποτε αισθανόμαστε είναι φθαρτό, κινητό, μεταβλητό. Δεν αισθανόμαστε όμως χωρίς να αντιλαμβανόμαστε και να που η αντίληψη για να νοήσει το αισθανόμενο, το τελευταίο οφείλει і να είναι άφθαρτο, іі να κοινωνεί του ανθρωποκοσμικού είναι, ііі να νοείται απολύτως στη σχετικότητά του, iv να είναι εκφραστό, συμβολικά εκφραστό.
Αυτές οι καταστάσεις δεν είναι διανοητές χωρίς τη φαντασία. Η τελευταία ενεργοποιεί την όλη πνευματική διεργασία και τη στέγει. Ό,τι επομένως θεωρείται παράσταση προερχόμενη απ’ τη νομιζόμενη εξωτερικότητα, δεν είναι παρά διεργασίες οι οποίες ενεργοποιούνται φαντασιακά.
Η φαντασιακή διαύγεια συνάπτεται οργανικά με την ίδια τη φύση της φαντασίας η οποία δεν είναι μόνο πνευματική. Κάθε δραστηριότητα είναι πνευματική. Υπάρχει εδώ διακινδύνευση, καθόσον οι ατραποί του πνεύματος προσλαμβάνουν αρνητικές, ενίοτε βάρβαρες τροπές.
Ωστόσο, η φαντασία η οποία βρίσκεται σε αρραγή ενότητα με τις άλλες μας πνευματικές καταλληλότητες, έχει βασικά άσπιλο χαρακτήρα ο οποίος επωάζει την έγχρονη συνείδηση. Πώς όμως αυτό μπορεί να γίνεται σαφές όταν οι παραστάσεις, οι έννοιες κ.ο.κ. παρελαύνουν φαντασιακά καθώς φθίνουν, χάνονται;
Ουσιαστική ενδοσκόπηση θα μας έπειθε για κάτι και θα μας οδηγούσε σε κάτι οριακό. Βέβαια, η συνεχής ροή δεν ευνοεί την ακύμαντη γνώση, αλλά γνωρίζουμε πως οι αέναες ουσιώσεις των αισθητών πραγμάτων αλληλοπροσεγγίζονται και εδώ η λογικομεταφυσική αρχή της αναλογίας-ομοιότητας καθιστά δυνατή την επισήμανση της ιδιαιτερότητες των αισθητών μορφών, κάτι που προϋποθέτει την ουσιαστική ταυτότητα ουσίας και την ετερότητα των ιδιωμάτων-ιδιοτήτων.
Αν η πρώτιστη γνώση είναι απόλυτη-ανέκφραστη, η σχετική γνώση, κάθε γνώση δηλαδή η οποία δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα, δεν είναι παρά συμβολικό της ίχνος.
Αυτού του είναι κοινωνεί η φαντασία ως κάτοπτρο στο οποίο οπτρίζονται οι ‘’σκιές’’, τα αισθητά πράγματα. Είναι αιώνιο κάτοπτρο το οποίο αιωνίζεται έγχρονα σε κάθε φανταζόμενο ον.  Αν η αρχέγονη φαντασία είναι ανέκφραστη, κάθε συγκεκριμένη φαντασία δεν ενεργοποιείται παρά με  αφετηρία συγκεκριμένες παραστάσεις, γνώσεις, συναισθήματα, βιώματα…
*
Ωστόσο: Η ίδια η φύση της φαντασίας αποκαλύπτεται κατά την αυτοσυγκέντρωση, όπου ‘’καταπαύει’’ κάθε θετική δραστηριότητα. Όταν αυτοσυγκεντρωνόμαστε, αναστέλλεται κατά κάποιο τρόπο και η φαντασιακή δραστηριότητα και φαίνεται να παραλύει κάθε πνευματική ενέργεια.
Φαίνεται πως περιπίπτουμε σε κατάσταση ‘’άνοιας’’. Αυτή η κατάσταση είναι ανέκφραστη και επομένως το είναι του φαίνεσθαί μας, η θετικότητα κάθε θετικότητας και θα οδηγούσε στο ‘’μηδέν’’, αν δεν αποκαλυπτόταν ως πληρωματική αφετηρία σε κάθε συγκεκριμένη θετική μας ενέργεια. ‘’Επιστροφή’’ στη θετικότητα, στο έγχρονο, δε σημαίνει προηγούμενη ‘’απόδραση’’ σε κάποιο ανύπαρκτο ‘’χώρο’’, απ’ τον οποίο θα γυρίζαμε. Σημαίνει βαθιά συνειδητοποίηση του είναι μας ως πηγής του φαίνεσθαί μας και αυτό αποκαλύπτει και η φαντασία. Σε αυτό συνίσταται η διαύγειά της. Χωρίς κοινωνία με το άπειρο είναι, η φαντασία γίνεται ‘’φαντασίωση’’, ο λογισμός παραλογισμός, το νοείν παρανοείν, η αίσθηση αισθησιακότητα. Δεν απαιτείται περιπλάνηση σε νοσηρές ατραπούς της φαντασιαπληξίας, στις αυταπάτες και στον πόνο των ψυχών, στις τραγωδίες…
Η γνώση την οποία διασυνδέσαμε με τη φαντασιακή μας δραστηριότητα σε προηγούμενες σελίδες βρίσκεται στην καρδιά του φαντασιακού, το τελευταίο είναι δημιουργικό της όχημα.
Θα κινδυνεύαμε όμως να εγκλωβισθούμε σε έναν νεκρό κόσμο, αν δεν επισημαίναμε και αναπτύσσαμε εκείνες τις ζωτικές καταλληλότητές μας οι οποίες καθιστούν πράξη την ανθρώπινη δραστηριότητα, οι οποίες ζωοποιούν το θεωρείν και το εντάσσουν στο πράττειν. Ήδη, μεταξύ θεωρείν και πράττειν δεν υπάρχει παρά ενότητα, όπως ενιαίο χαρακτήρα έχουν οι πνευματικές μας καταλληλότητες.
                                                            *
Προήκει όμως να αναφέρουμε πως χωρίς αίσθηση, γνώση, μνήμη και φαντασία δεν είναι δυνατό να υπάρξει οποιαδήποτε πνευματική δραστηριότητα, όπως είναι αδιανόητο να υπάρξει οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς τη θέληση, την επιθυμία, την απόφαση, το ενεργείν.
Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο απασχολεί τη φιλοσοφική συνείδηση και το οποίο, παρά τις δυσκολίες του, δημιουργεί θετικές περιδινήσεις.
Είναι μάλιστα ενδεικτικό πως ο τριμερής πλατωνικός ‘’χωρισμός’’ της ψυχής παραμένει και στα σύγχρονα εγχειρίδια ψυχολογίας, παρά τις αφετηριακές αποκλίσεις των συγχρόνων ερευνητών. Το πρόβλημα συνίσταται στην ένταξη της βούλησης, της προσωπικής θέλησης, της απόφασης, της ελευθερίας, στη γνώση, στην αντίληψη, στη μνήμη, στη φαντασία, ώστε να συνθεωρείται δημιουργικά το ανθρωπίνως υπάρχειν. Βέβαια το πρόβλημα είναι μεγάλο, αλλά στις σελίδες που ακολουθούν  θα επιμείνουμε στη συμβολή κυρίως της φαντασίας, σε ό,τι δηλαδή ονομάζουμε δημιουργική φαντασία η οποία είναι στηθοσκόπηση του πραγματικού κατά έναν υπαρξιακό φιλόσοφο.
Ας επισκοπήσουμε έναν προσφιλή μας όρο με τον οποίο προσεγγίσαμε το ανθρωπίνως υπάρχειν. Ο άνθρωπος είναι επιθυμούμενη επιθυμία. Ας διακρίνουμε, πριν συσχετίσουμε τη βούληση με  την επιθυμία, πριν τις προσεγγίσουμε, καθόσον η πρώτη συνιστά απρόσωπη-οικουμενική δύναμη η οποία συνέχει τα πάντα και της οποίας όλες οι κοσμικές δυνάμεις και ενέργειες είναι εκφράσεις. Βέβαια, και το επιθυμείν ως απόλυτο δε θα διαφοροποιούταν απ’ τη βούληση, αλλά δε μπορούμε να διανοηθούμε απόλυτο επιθυμείν χωρίς τη συγκεκριμένη του έκφραση. Στη βούληση, όσο και αν υποβάλλουν κάποιες διαπιστώσεως βουλησιαρχικών φιλοσόφων, όλα καλύπτονται απ’ την απροσωπία και η ελευθερία, όπως θα δούμε, είναι αδιανόητη. Ναι μεν θεωρούμε το απόλυτο, το άπειρο, το άτμητο κ.ο.κ. (ταυτολογούμε) απόλυτο, αλλά ταυτόχρονα διπιστώνουμε πως είναι αδιανόητο χωρίς το σχετικό, το τμητό, το πεπερασμένο κ.ο.κ. (πάλι ταυτολογούμε). Επομένως, ο όρος επιθυμούμενη επιθυμία ανοίγει δημιουργικές προοπτικές στην προσωπική δημιουργικότητα μη σχετικοποιώντας το απόλυτο, χωρίς το οποίο δεν δημιουργείται κανένα νόημα. Ο ένσαρκος άνθρωπος επομένως είναι επιθυμών επιθυμούμενος, κατά το ποιμαίνων ποιμαινόμενος, κατά το άπειρος εν πεπερασμένω και αυτό σημαίνει πως ρίζα του επιθυμείν είναι το επιθυμείσθαι, όπως πηγή του επιθυμείσθαι είναι το επιθυμείν.
Τι επιθυμεί ο επιθυμούμενος, ο έγχρονος δηλαδή άνθρωπος, και από τι επιθυμείται ταυτόχρονα;  Ο επιθυμούμενος επιθυμεί την απόλυτη κοινωνία με το επιθυμούμενο είναι του-είναι του κόσμου το οποίο ταυτόχρονα τον επιθυμεί. Υπάρχει εδώ ένα ουσιαστικό ‘’δίπολο’’: Το απόλυτο επιθυμεί απόλυτα το σχετικό, το σχετικό επιθυμεί το απόλυτο. Κάθε σχετική επιθυμία όμως δεν είναι δυνατό να είναι απόλυτη, είναι απόλυτη εν σχετικώ, κάτι που θυμίζει μια πολύ παλαιά μυθικοσυμβολική αλήθεια. Το αληθεύειν των θεών συνίσταται στην μέχρι θυσίας επιθυμία των ανθρώπων, το αληθεύειν των ανθρώπων εκφράζεται με τη θέωσή τους, είτε είναι απόλυτη δικαίωση, είτε συμβολίζεται ως αρχέγονη αλήθεια του Πανανθρώπου, του Αρχανθρώπου, του Ανδρογύνου κ.ο.κ. Αυτή η αλήθεια την οποία συναντάμε σε όλα σχεδόν τα μυθικά πάνθεα δηλώνει τις απαράγραπτες απαιτήσεις της ανθρώπινης ψυχής ανεξαρτήτως χρόνου, πολιτισμικών παραδόσεων και πνευματικού επιπέδου. Δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι τόπος αλήθειας, και όπου ακόμη το πλέγμα μύθου, θρησκείας, συμβολικής έκφρασης και λόγου είναι προβληματικό.
Αυτή η διαπίστωση αγκαλιάζει όλο το κοσμικό συμβαίνον, καθόσον εμπνοή του συγκεκριμένου, κάθε συγκεκριμένου μεγέθους, είναι το απόλυτο είναι του χωρίς το οποίο δεν είναι συλληπτό-εννοητό.
Οι μυθικοσυμβολικές θεογονίες, κοσμογονίες και ανθρωπογονίες, οσοδήποτε ανθρωπομορφικές και αφελείς, αναβαθμίζονται ριζικά απ’  τις θεολογίες, τις κοσμολογίες, και τις ανθρωπολογίες, χωρίς συχνά να χάνεται η πρωτινή εμπνοή και αυτό φαίνεται απ’  τις επιδράσεις του μυθικού πνεύματος σε πολλές φιλοσοφικές δημιουργίες. Υπάρχει ένα αναπόφευκτο ‘‘ίζημα’’, μυθικοσυμβολικό οπωσδήποτε, το οποίο θα παραμένει εσαεί και εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τις αναπόφευκτες επιδράσεις της προφιλοσοφικής σκέψης στη φιλοσοφική. Όσο κι αν υποστηρίζεται, και δικαίως, πως ο σωκρατικός λόγος απαλλάσσει τον άνθρωπο απ’ τις ανεξέλεγκτες παραστάσεις και τον οδηγεί στις έννοιες στις οποίες και προσδίδει προσβάσιμο λογικά περιεχόμενο, παραμένει κάτι το οποίο μοιάζει ανεξίτηλο. Πρόκειται για το ανέκφραστο, για το άρρητο είναι το οποίο τίποτε δε μπορεί να εξαλείψει. Εδώ ακριβώς μπορούμε να αξιολογήσουμε τον όρο επιθυμούμενη επιθυμία ο οποίος όμως δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί χωρίς τη φαντασία η οποία, ορθά θεωρούμενη, εκδιώκει αρχέγονες μυθικοθρησκευτικές αλλά και φιλοσοφικοποιημένες αρχές, όπως το χάος (Τιαμάτ), η άβυσσος, ο χώρος, το κενό, το έρεβος κ.ο.κ.
Αυτή η θεώρηση ανατάσσει τη φαντασία, ‘‘εσωτερικοποιεί’’ το χώρο και ελευθερώνει τη φαντασιακή δημιουργικότητα, αφού η αρχέγονη φαντασία είναι συμπληρωματική με την έγχρονη.
                                                            *
Η γνώση επομένως αναδύεται φαντασιακά, είναι το εφίεσθαι, το επιθυμείν το οποίο όμως είναι ήδη κατάφαση στην πρώτιστη γνώση, στην ανέκφραστη. Πάλι διαπιστώνουμε πως η νόηση ταυτίζεται με την αρχέγονη φαντασία, αλλά επιστρέφοντας στις συγκεκριμένες γνώσεις που προϋποθέτουν εννοήσεις, αισθήσεις και μνήμες, οφείλουμε να επισημάνουμε πως ευθύς αναδύεται η απόφαση που είναι έκφραση της θέλησης, η ελευθερία, η δημιουργικότητα ό,τι πληρώνει την έγχρονη εμπειρία κάθε ανθρώπου.
Αναδύονται έτσι αρκετές δυσκολίες ως προς τη θέληση, την απόφαση, την ελευθερία, το ήθος, αλλά πριν προχωρήσουμε, οφείλουμε να κάνουμε μια αναγκαία διευκρίνιση ως προς είδος των ορισμών, αφού έχουμε ήδη τονίσει αρκετές φορές πως κάθε ορισμός είναι περιορισμός, οσοδήποτε δημιουργικός. Στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται για ορισμούς συγκεκριμένων μεγεθών ή καταστάσεων, αλλά για προϋποθέσεις κάθε ορισμού, για ορίζοντες ορισμούς, για αυτοορισμούς (αξιωματικές ή αναλυτικές προτάσεις θα έλεγαν οι λογικομαθηματικοί). Ας θυμηθούμε παλαιότερους ‘’ορισμούς ‘’ μας: Ο άνθρωπος είναι ορίζων οριζόμενος, ποιμαίνων ποιμαινόμενος, κ.ο.κ.
Πώς θα ορίζαμε μετά την μέχρι εδώ πορεία μας τη φαντασία; Είναι αισθητικονοητός (αντιληπτικός) τρόπος έκφρασης, επώασης, αύξησης, φανέρωσης κυρίως του απολύτου που ενεργεί σε κάθε αισθητή μορφή; Αν όντως η φύση των πραγμάτων είναι πνευματική, αν οι λεγόμενες αποστάσεις, διαστάσεις, αλλαγές των πραγμάτων επισυμβαίνουν στο πνεύμα μας, αν το αισθάνεσθαι είναι πνευματική φανέρωση που δεν υφίσταται χωρίς το πνεύμα μας ως αποκλειστικού της τόπου, είναι σαφές πια πως το φαντάζεσθαι είναι ο πνευματικός νοητός τόπος που δίνει δημιουργική πνοή τόσο στην αντιληπτική αίσθηση, όσο και στην καθαρή αντίληψη.
Αυτό όμως φανερώνει και την παρουσία της θέλησης ως συγκεκριμένης έκφρασης της ευρύτερης βούλησης. Έχουμε πει πως ο άνθρωπος είναι επιθυμούμενη επιθυμία.  Επιθυμείται απ’ το βαθύτατο είναι του κόσμου το οποίο είναι και είναι του και, ταυτόχρονα, επιθυμεί ως άπειρος εν πεπερασμένω. Δεν είναι όμως δυνατό να πραγματώνεται αυτή η βουλητική ‘’διάσταση’’ του ανθρώπου χωρίς τη δημιουργική φαντασία. Σε αυτό συνίσταται το νόημα της ελευθερίας και της δημιουργικότητας. Με τη φαντασία πραγματώνεται εσαεί ως γένεσις εἰς οὐσίαν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.
Τι επιθυμούμε όμως κατά βάθος; Μήπως κάθε επιθυμία είναι κυνηγητό ματαιοτήτων, επέκταση του εγωισμού, παραλογισμός στα δεσμά μιας αχαλίνωτης φαντασιαπληξίας; Έτσι, το γνωρίζουμε, δημιουργείται η αρρωστημένη θέληση, αλλά παρεμβάλλεται εδώ μια αλήθεια: Ποιο είναι το μέτρο αποτίμησης του εσφαλμένου, του αναληθούς;  Ούτε η ασθένεια, ούτε το εσφαλμένο, ούτε το αναληθές είναι το μέτρο αποτίμησης του αληθεύοντος. Το εσφαλμένο δεν είναι κριτήριο του εαυτού του, αλλά το αληθεύον. Μόνο η θέληση η οποία εδράζεται στη δημιουργική φαντασία προσβλέπει και αποβλέπει στο εκ των προτέρων πρότερο, σε ό,τι επιθυμεί και απ’ το οποίο επιθυμείται, στην αιώνια φύση των πραγμάτων, κάτοπτρο της οποίας είναι ο κοσμάνθρωπος στην καθαρότητά του. Το άσπιλο της γνώσης ‘’προδίδει’’ το παρθενικό των απαρχών, την αιώνια νεότητα του ήθους, την απερίτμητη δυναμική της ανθρώπινης φύσης, το φως του ηθικοδιανοητικού.
                                                            *
Το φαντάζεσθαι επομένως ως υφάδι της ηθικοδιανοητικής προσπάθειας-κραταίωσης της ελευθερίας, κρατύνει τον πνευματικό ορίζοντα, ευθύνει το δρόμο προς διόραση της πραγματικής φύσης και των προοπτικών της γνώσης.
Η θέληση, επίσης, ως συγκεκριμένη επιθυμία, δεν είναι διανοητή χωρίς τη φαντασία. Ας δούμε όμως τον τρόπο της. Δεν επιθυμώ, παρά κάτι το οποίο γνωρίζω πριν επιθυμήσω. Επιθυμώ την πλήρωση του υπάρχειν μου απ’ το είναι μου και αυτό σημαίνει πως στην υπάρχουσα κατάστασή μου ως υπάρχουσας επιθυμίας αποκαλύπτεται το επιθυμούμενο. Η γνώση όμως είναι ανενεργός αυτή καθεαυτήν, αδιανόητη χωρίς το γιγνώσκοντα ο οποίος είναι σε θέση να την εμβιώνει ως ενέργεια, ως ενάργεια, ως υπάρχουσα, ως εκφραστή. Το εκφραστό της γνώσης που πάντα κατατίθεται συμβολικά (υπενθυμίζουμε πως κάθε εκφραστό είναι σχετικό και συμβολικό αλλά νοείται απολύτως) είναι ενέργημα της φαντασιακής δραστηριότητας και δεν αποκαλύπτει μόνο το απόλυτο πλήρωμά του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τελείται ο έγκοσμος βίος. Αυτό όμως μόνο φαντασιακά μπορεί να επιτελείται.
Είναι πια φανερό πως η νόηση και κυρίως η αντίληψη και η αίσθηση μόνο ως βουλόμενες καταστάσεις μπορούν να νοηθούν στον έγκοσμο βίο μας και αυτό μόνο με τη φαντασία μπορεί να επιτελείται. Βεβαίως η νόηση ως απόλυτη είναι όχι μόνο ανέκφραστη, αλλά και αδιανόητη, δεν καθίσταται αντικείμενο επεξεργασίας. ‘’Νοείται’’ ως αντίληψη-αίσθηση, συγκεκριμένα, και αυτό φωτίζει το μεταβλητό κ.ο.κ. των πραγμάτων, το έγχρονό τους δηλαδή. Η αριστοτελική εντελέχεια, μόνο με πλατωνικές αφετηρίες είναι διανοητή. Δεμ είμαστε σε θέση να φανταζόμαστε, να διαπιστώνουμε, να εμβιώνουμε χωρίς το πράττειν μας το οποίο αμετάθετη αρχή ζωής.
Αν αρχή της χρονικότητας είναι το άχρονο, της φαντασιακής χρονικότητας, γιατί δεν υπάρχει άλλη χρονικότητα, η ‘’διαστολή’’ του άχρονου σε χρονικότητα, όλο αυτό το συμβαίνον δεν είναι δυνατό χωρίς την προσωπική θέληση ως συγκεκριμένη έκφραση της οικουμενικής βούλησης η οποία τηρεί τον κόσμο και η οποία τηρείται απ’ τον κόσμο. Σε αυτό συνίσταται η ελευθερία.
                                                            *
Λένε, κυρίως οι ιδεαλιστές, πως η ελευθερία δεν προκύπτει απ’ τη γνώση, πως δεν είναι αποτέλεσμα της γνώσης, ενώ άλλοι, κυρίως εμπειριστές, ισχυρίζονται πως συμβαίνει το αντίθετο. Δε θα εισέλθουμε στις αντιθέσεις των σχολών, στις αντιλογίες τους. Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα διαφορετικά.
Ελευθερία είναι η συνειδητή έκφραση του απόλυτου-ανέκφραστου στις μορφές του συγκεκριμένου-πεπερασμένου. Είναι η πραγματική θέληση κοινωνίας με το απόλυτο είναι της γνώσης, κάτι το εσαεί τελούμενο και ποτέ τελειούμενο. Δεν υπάρχει ούτε γνώση, ούτε σκέψη χωρίς την ελευθερία, αυτό αναδύεται χωρίς καμιά επινόηση, χωρίς καμιά δέσμευση. Άπλωση, έξοδος, ιδαλγικός νόστος, θυσία, γενναιοψυχία κ.ο.κ., αν εθελοδουλία είναι υποταγή στην εγωπάθεια και στις δουλικές εγωιστικές επιδιώξεις που ουσιαστικά είναι φαντάσματα.
Ελευθερία είναι η παρθενική αναστοιχείωση της γνώσης, της αίσθησης, του συναισθήματος, η κοινωνία με το άσπιλο είναι των πραγμάτων και γι’ αυτό δε θα μπορούσε να νοηθεί ως αιώνια αρχή, αλλά ως έγκοσμη φανέρωση του Νοήματος, πάντα σε συγκεκριμένες διαστάσεις-εκφράσεις, με το πράττειν δηλαδή που είναι σύμφυτο με το ζην. Ανατροπή του φαίνεσθαι και του λογικοφανούς, μύχια κοινωνία και συγκεκριμένη δράση.
Δεν προκύπτει απ’ τη γνώση, γιατί τη νοηματοδοτεί, δεν είναι συνέπεια της γνώσης ή της εμπειρικής τριβής, γιατί θα ήταν απρόσωπη και ανελεύθερη έκφραση. Ως κοινωνία και ως νοηματοδότηση της γνώσης προσλαμβάνει όντως δημιουργικό χαρακτήρα, είναι πάντα δημιουργική ρωγμή του κόσμου των φαινομένων και μεταμορφώνει το απρόσωπο σε προσωπικό. Δεν είναι όμως διανοητή αυτή η φαντασιακή εκδίπλωση της ελευθερίας χωρίς την αέναη αποδιαστολή της στον κόσμο του αληθεύοντος. Μόνο στην προσωποποιημένη δημιουργικότητα αποκαλύπτεται το άσπιλο της γνώσης με όλη του την ηθική διαφάνεια.
Ήδη η ελευθερία δεν προσβλέπει σε κάποιο ειδωλικό θρίαμβο, δεν ενεργεί μεσσιανικά ενόψει κάποιου σκοπού, αλλά ευ-εργετεί εσαεί, πληρώνει και πληρώνεται, δεν έχει όρια, δεν είναι σκοπός, δεν οικοδομεί ψευδοουτοπίες, είναι η ουτοπία του πραγματικού, η ενεργούσα ουτοπία του αληθεύοντος.
Γι’ αυτό ακριβώς η φαντασιακή δραστηριότητα ως ρευστό εκμαγείο ευθύνει το έργο της ελευθερίας, το καθιστά πολυδημιουργικό, καταξιώνει τη θέληση ως πνευματική ενέργεια. Κατά βάθος όμως και η θέληση και η φαντασία και η ελευθερία δεν είναι παρά τόποι ανάδυσης της άπεφθης ζωής, του ανέκφραστου το οποίο τείνουν να καταστήσουν φραστό. Η ελευθερία κυρίως δεν αποδεικνύεται, γιατί, απλούστατα, φανερώνεται, γιατί είναι φανέρωση της προσωπικής δυναμικής η οποία έχει απέραντες προοπτικές. Δεν είναι αλογική παράδοση στη φαινομένη αναγκαιότητα, ούτε πάλη για αξιοποίησή της πάντα στον τροχό της, αλλά πολυδιάστατη δημιουργικότητα στην οποία διαθλώνται τόσες δημιουργικές προσπάθειες και επιτεύξεις.
Η δημιουργικότητα, η θέληση, η απόφαση, η ελευθερία ωστόσο, είναι φαντασιακές, αλλά δεν είναι η φαντασία. Η τελευταία είναι κάτοπτρο διαφάνειας, είναι το νοητό ‘’είδωλο’’ της δημιουργικότητας, της ελεύθερης δημιουργικότητας η οποία αποκαλύπτει τα πράγματα όπως αιωνίζονται στο παίγνιο του παιδός-αιώνος. Είναι ο τρόπος αποκάλυψης  και γι’ αυτό διαζωγραφίζεται νοητά, ως είδος νοητού χώρου. Εκεί επωάζεται εσαεί η τρεφόμενη απ’ τον ακήρατο λογισμό αντίληψη, εκεί το αισθάνεσθαι, τόπος φανέρωσης του νοείν, ως συγκεκριμένου εννοείν, φανερώνεται κρυπτικά. Ως πνευματική φύση του κόσμου μας, ως συνειδησιακή κατάσταση, ως πλήρωμα, εκεί η γνώση, κάθε γνώση που φανερώνει την άσπιλη φύση της ως πληρούν νόημα.
Ήδη η φαντασία μας ζει την κοινωνία της με την αρχέγονη φαντασία, γίνεται διαιώνια έγχρονη εσαεί έκφρασή της στην ανθρώπινη διάσταση της ζωής που όμως εκτίθεται σε κινδύνους εκτροπής, παρανόησης, παραλογισμού.
Υπάρχει μια καταμαγεύουσα αλήθεια πριν από κάθε παρανόηση, το αληθεύον νόημα το οποίο διεμβολίζει και την ίδια τη φαντασία, ό,τι δε μπορεί να γίνει αντικείμενο φαντασιακής αναπαράστασης. Ήδη ο κόσμος μας νοείται και εννοείται φαντασιακά σε κάθε του λεπτομέρεια μόνο και μόνο επειδή στο ελάχιστο  (όρος συμβατικός και κατ’ ουσία μη έγκυρος)  και στο μέγιστο (το αυτό ισχύει και με αυτό τον όρο) τελείται το εσαεί συμβαίνον, μηνύεται το αυτό νόημα: Η ‘’θραύση’’ του απείρου σε κάθε μορφή πεπερασμένου, η εν παντί δηλαδή παρουσία του απολύτου που γίνεται αντιληπτή ως τροφή, ως μη αναλισκόμενη θυσία και προσφορά. Το απόλυτο θυσιάζεται φανερούμενο (αυτό μηνύει η αποσπασματική ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος) και αυτό συνιστά τη Ζωή του κόσμου. Κόσμος είναι η ζωή που φανερώνει το Ζην, το απολύτως ζην το οποίο καθιστά δυνατό το έργο της δημιουργικής φαντασίας.
Ήδη, φωτίζεται ό,τι οι στοχαστές αποκαλούν εμμενή υπερβατικότητα, υπερβατικότητα του πληρώματος, το ηθικόν ως απόλυτο πλήρωμα του γιγνώσκειν.
Τι γνωρίζουμε, τι αναγνωρίζουμε εμβαθύνοντας στο φαντασιακό κάτοπτρο; Έχουμε πει παλαιότερα πως γνωρίζουμε ό,τι δε γνωρίζουμε και πως δε γνωρίζουμε ό,τι γνωρίζουμε. Επανερχόμαστε ευκρινέστερα: Γνωρίζουμε μόνο το ανέκφραστο και κάθε εκφραστική μορφή, συμβολική οπωσδήποτε και σχετική, παρά το ότι νοείται και εννοείται απόλυτα, οφείλεται στην πρώτιστη γνώση, στο ανέκφραστο.
Η φαντασία μας προϋποθέτει αυτήν ακριβώς την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα ήταν αδιανόητη. Εννοούμε τούτο: Δεν είναι δυνατό η απέραντη ετερογένεια των αισθητών πραγμάτων, ετερογένεια που συνεχώς αναλώνεται, φθείρεται, μεταβάλλεται αλλά μένουσα αναλλοίωτη, να γίνεται νοητή χωρίς το φαντασιακό κάτοπτρο το οποίο την εκδιπλώνει ώστε να συντίθεται το πλέγμα της γνώσης. Υπάρχει φαντασιακή ενότητα που φανερώνει τη μύχια ταυτότητα ή ενότητα-κάτοπτρο της ταυτότητας.
Σε αυτό το σημείο νομίζουμε πως οφείλουμε να τονίζουμε πως η ταυτότητα-ολότητα δε μπορεί να εκφρασθεί παρά ως θετικότητα κάθε θετικότητας, ως ό,τι συνέχει, τηρεί και έτσι φθάνουμε στους ταυτογενείς όρους αναλλοίωτο, άπειρο, απόλυτο, άχρονο, άτμητο, κ.ο.κ. Αν αγνοούσαμε, αν παραβλέπαμε αυτούς τους όρους, δε θα διανοούμασταν, δε θα μπορούσαμε να υποπτευθούμε το διαφανές μυστήριο της ζωής, τη φαεινή πραγματικότητα, το φως της γνώσης.
Φθάνουμε στην εξής επισήμανση: Φαντασία είναι όχι κάποια συνθέτουσα του πνεύματος, αν πνεύμα είναι η συνέκφραση απείρου και πεπερασμένου, αλλά τρόπος έκφρασης, διαιώνιας έκφρασης του ψιθύρου του απολύτου στο σχετικό.
Υπάρχει άραγε κλίμακα η οποία θα διαχώριζε τη διανοητική δραστηριότητα σε επίπεδα, όπως νόηση, αίσθηση, αντίληψη, μνήμη, φαντασία, κρίση, λόγος; Τα παλαιότερα σχήματα ενέμεναν σε παρόμοιες επισημάνσεις, αλλά τα προβλήματα παραμένουν.
                                                            *
Επιμένοντας όμως στην ενδοσκόπηση, μπορούμε να διαπιστώσουμε κάτι σημαντικότερο.
Κατά πρώτο λόγο, το νοείν μας που είναι καθαρή νόηση αυτοαποκαλύπτεται ως ‘’κενό’’ θετικού περιεχομένου το οποίο όμως ‘’ενοικεί’’ παντού και πυροδοτεί κάθε αντίληψη. Αυτό όμως επισυμβαίνει ως κοινωνία με το αισθάνεσθαι, με τις συγκεκριμένες μας δηλαδή αισθήσεις. Ήδη, η κίνηση, η μεταβολή, ό,τι συνθέτει τον αισθητό κόσμο, αποδιαστέλλεται ως αισθητή-αντιληπτική φανέρωση του απολύτου νοείν, ως συνεχόμενη απ’ αυτό. Η απόλυτη νόησή μας επομένως αποκαλύπτεται ως αποσπασματική έκφραση σε κάθε μορφή ζωής. Αυτό όμως τελείται με την ‘’τοπικότητα’’ της μνήμης και με τη ‘’χωρικότητα’’ της φαντασίας.
Ας υπομνησθεί όμως κάτι για να συνεχίσουμε. Εξωτερικός τάχα τόπος στον οποίο βρίσκονται τα πράγματα δεν υπάρχει, αφού η αέναη αλλαγή, μεταβολή, φθορά, είναι πνευματικές φανερώσεις και εννοούνται στο πνεύμα μας. Γι’ αυτό η χωρικότητα της φαντασίας μας είναι το κάτοπτρο στο οποίο τελείται το συμβαίνον του οποίου όμως δεν είμαστε παρατηρητές, αλλά μέτοχοι.
Αν επομένως επιθυμούμε να προσεγγίσουμε περισσότερο τη φαντασία, ως κοινωνοί του συμβαίνοντος, διαγιγνώσκουμε πως το προσωπικό μας φαντάζεσθαι, ίχνος του αρχεγόνου, δεν είναι παρά νοητό υφάδι που πλέκει και πλέκεται κατά τρόπο που το αρχέγονο είναι πλήρωμα του έγχρονου.
Αν αρχέγονη φαντασία είναι η διαπλοκή του απολύτου στο σχετικό εν παντί, κάτι που συνέχει κάθε μορφή ζωής, ανάπτυξης, εξέλιξης, έγχρονη φαντασία είναι η συγκεκριμενοποίηση αυτής της αλήθειας. Θα λέγαμε έτσι πως φαντασία είναι η τρέφουσα και τρεφομένη νόηση και έτσι θα μπορούσαμε να θωρήσουμε τη νόηση, την αντίληψη, την αίσθηση, τη μνήμη, την κρίση.
Ισχύει και εδώ κάτι το σημαντικό: Αν πλήρωμα της έγχρονης φαντασίας είναι η αρχέγονη-πρωτογενής, μπορούμε να πούμε πως η δεύτερη ως απόλυτη δεν είναι δυνατό να εκφράζεται χωρίς την πρώτη. Συν-τελούνται χωρίς αρχή, χωρίς τέλος στο λειμώνα του Παιδός-Αἰῶνος.
                                                            *
Γνωρίζουμε πως οι πολιτισμοί είναι κατά βάση μυθικοί και πως μόνο η φαντασιακή ελευθερία ως πραγματική δημιουργία αποκαλύπτει το κρυπτόμενο νόημα. Έτσι προκύπτει το νόημα της λεγόμενης νοσηρής φαντασίας με τις πλάνες τις αυταπάτες, τις πολυποίκιλτες εκτροπές.
Είναι γνωστός ο όρος φαντασίωση, όρος ο οποίος υποκρύπτει σύγχυση, εξαιτίας της ταύτισης της φαντασίας με τις επιθυμίες της θέλησης ή του νόθου λογισμού. Ο όρος χρησιμοποιείται σε πλήθος πνευματικών και άλλων δραστηριοτήτων μας με την παράλληλη τάση απόδοσης στο φαντασιακό όλων των υπερβολών, των εκτροπών, των επιθυμιών, των ατοπημάτων στους τρόπους σκέψης και δράσης μας.
Προσέχοντας όμως περισσότερο, μπορούμε να πούμε πως η φαντασία μας ως καμβάς διάπτυξης των δραστηριοτήτων μας έχει ως νοητές συνθέτουσες την αντίληψη, την αίσθηση, τη θέληση, την απόφαση, την ελευθερία. Πώς λοιπόν θεωρούμε φαντασιώσεις όλες τις ηθικοδιανοητικές υπερβολές οι οποίες οφείλονται στο νοσηρό εγώ, σε φιλοδοξίες, σε φανατισμούς, σε ηδονισμούς κ.ο.κ.; Είναι σαφές πως οι φαντασιακές εκτροπές είναι απλά υπερβολικές ή νοσηρές καταστάσεις των οποίων πρωτογενής πηγή δεν είναι η φαντασία, αλλά η ηθικοδιανοητική συνείδηση και όλα της τα είδωλα με την πάντα άπληστη και πάντα ακόρεστη επιθυμία.
Λέμε συχνά πως οι φαντασιώσεις οφείλονται σε εσφαλμένες αντιλήψεις, σε επιφανειακές θεωρήσεις του συμβαίνοντος, αλλά η κύρια πηγή βρίσκεται στην πλάνη, στην αφετηριακή πλάνη του εγώ, στην ειδωλοποίησή του. Το εγώ γίνεται φάντασμα, είδωλο το οποίο στεγάζει κάθε ιδιοτέλεια σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας. Μας μαγνητίζει έτσι ένας αρνητικός πόλος ο οποίος, στηριγμένος σε ψευδαισθήσεις, απαχαυνώνει σκέψη και συναίσθημα.
Δεν οικοδομείται έτσι ένα πλαστό-ειδωλικό εγώ, αλλά πολλαπλασιάζονται εγωιστικές και νοσηρές επιθυμίες, οξύνονται τα πάθη και διαστρέφεται η ίδια η διάνοια.
Βέβαια, θα αντιτεινόταν πως η ανθρώπινη πρόοδος, απ’ τα βάθη των πολιτισμών μέχρι τις μέρες μας, δεν οφείλεται παρά στη νοσηρή φαντασία και στα ψεύδη, σε σκληρότητα και σε πάθη, χωρίς τα οποία δε θα υπήρχε ανθρώπινη κοινωνία και πολιτισμός. Μεγάλοι ηγέτες, οραματιστές και επαναστάτες ένωσαν φιλοδοξίες, πάθη και φαντάσματα, παρά τον πόνο, την οδύνη, τα ψεύδη.
Προσεκτικότερη όμως θεώρηση διαφοροποιεί τις πρώτες κρίσεις και δίνει άλλη διάσταση στις αρνητικές τροπές του φαντασιακού λογισμού.
Ναι, καταρχήν, το φαίνεσθαι των πολιτισμών κτίζεται στο πάθος και στη δουλεία των παθών τα οποία ούτε ο δόλος του εγελιανού λόγου είναι σε θέση να κλονίσει. Αυτή η διιστορική δουλεία όμως, όσο φαντασμαγορική και υποβλητική κι αν είναι, δεν εκφράζει παρά το φαίνεσθαι της πλάνης, της απάτης και του πάθους, κι ας κτίζει θεσμούς εσαεί διαφοροποιούμενους. Αυτό συμβαίνει χάρη στην υπόδηλη και κρυπτόμενη ‘’φύση’’, στα θεμέλια του συνυπάρχειν χωρίς τα οποία τίποτε δεν είναι διανοητό. Αυτά τα θεμέλια διασώζουν ό,τι είναι ουσιαστικά βιώσιμο και θετικό σε κάθε πολιτισμό.
Στρεφόμενοι στις μεγάλες δημιουργικές εκλάμψεις, όπως οι τελευταίες κατοπτρίζονται στις υψηλές συλλήψεις του μυθικού πνεύματος, της καθαρμένης θρησκείας, της τέχνης, σε όλες της τις μορφές, στην επιστημονική προσπάθεια, αρχής γενομένης απ’ τις πρώτες επινοήσεις, διαπιστώνουμε τον ισχυρό δεσμό διανοίας, συναισθήματος, σκέψης, φαντασίας και ελεύθερης δημιουργικότητας.
Θα επιμείνουμε ωστόσο στη σχέση φαντασίας και ελεύθερης δημιουργικότητας. Τι θα μπορούσε αλήθεια να αξιοποιηθεί χωρίς τη δημιουργική φαντασία η οποία πλέκει τις γνώσεις, τις επινοήσεις, το νόημα, επιτρέποντας την όρθωση νοήματος; Πολλά αγαθά, αξίες, βιώματα θα έμεναν αναξιοποίητα χωρίς τον καμβά της δημιουργικής φαντασίας η οποία τα διενώνει, τα συσχετίζει, τα συγκρίνει,  ευθύνοντας το δρόμο στο δημιουργικό στοχασμό. Αυτό είναι τόσο φανερό που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάπτυξη, αλλά εμβάθυνση.
Διαβλέπουμε το εξής: Βεβαίως η φαντασία φαίνεται να δουλεύει με βάση τις παραστάσεις της μνήμης τις οποίες και ‘’κινητοποιεί’’ δημιουργικά, συγκριτικά, συνδυαστικά κ.ο.κ. Για να μη γίνει φαντασίωση ή αχαλίνωτη σκέψη, οδηγείται απ’ τη δύναμη της πραγματικής αντίληψης και της συμπληρωματικής ως προς την τελευταία αντιληπτικής αίσθησης πλέκοντάς τις, και αυτό το ‘’πλέγμα’’ δεν είναι παρά η ελευθέρωση απ’ τις υποβολές της εξαντικειμενικευμένης αίσθησης. Είναι πληροφορία ενότητας, εσαεί πραγμάτωση του γνησίως επιθυμείν το οποίο δημιουργεί ελεύθερα ως επιθυμούμενο απ’ το απόλυτο είναι του. Εκδίπλωση του απολύτου στο σχετικό με πάντα συμβολική έκφραση, να η ελεύθερη δυναμική της δημιουργικής φαντασίας.
Δεν υπάρχει βιώσιμη δημιουργία χωρίς αυτήν την προϋπόθεση. Ακόμη πιο βαθιά, μόνο με τη δημιουργική φαντασία η διάνοια φθάνει στην όντως ελευθέρωση, γιατί αναβλέπει, ξαναβλέπει πάμφωτη και πολυιριδίζουσα την πρωτοπληροφορία, το ανέκφραστο της αιώνιας φύσης των πραγμάτων που καταγράφεται συμβολικά με κάθε μορφής έκφραση.
 Δημιουργούνται όμως προβλήματα που έχουν άμεση σχέση με την ποιότητα της φαντασιακής διεργασίας, κάτι που θέτει την ερώτηση του πώς φθάνουμε σε συγκεκριμένες εικόνες, νοητικές εικόνες, που είναι ουσιαστικά βιώματα, καταστάσεις ψυχής
Ξεκινώντας απ’ το ό,τι λανθασμένα αποκαλούμε φαντασιώσεις (θα δούμε γιατί), από νοσηρές δηλαδή καταστάσεις, δημιουργούμε ένα ψευδές και παράλογο σύμπαν το οποίο μας οδηγεί στη φθορά και στα κάθε μορφής πάθη. Ζούμε συνήθως με αυτά τα ψεύδη, έτσι εκδιπλώνεται η αρνητική μας ηθικότητα, έτσι περιπίπτει στη λήθη η αφετηριακή ηθική μας φύση.
                                                            *
Βαθύτερη όμως θέα οδηγεί σε άλλες ατραπούς, στις ατραπούς της πραγματικής δημιουργίας. Όταν η διάνοια κοινωνεί με το είναι των πραγμάτων, όταν ο λόγος τρέφεται ακήρατα και διορά το αληθεύον νόημα, όταν το συναίσθημα είναι έμφρων λόγος και ο λόγος άσπιλο συναίσθημα, η θέληση είναι έκφραση της άπεφθης ελευθερίας και η φαντασία αποκαλύπτεται ως ο πραγματικός τόπος περαιτέρω δημιουργικής φοράς για να πραγματώνεται έγχρονα ό,τι εκφράζει την καθαρότητα, την πραγματική δημιουργία.
Αναφαίνεται όμως κάτι σημαντικό για τις σκέψεις μας τις σχετικές με τη φαντασία. Σε αυτό συνίσταται η δημιουργικότητά της την οποία διαβλέπουμε σε όλα τα έργα του ανθρώπου, των πολιτισμών, αλλά και στις ελλάμψεις των απλών υπάρξεων που κατορθώνουν να διαλύουν την αχλύ της πλάνης και να ελευθερώνονται απ’ την καθημερινή δουλεία, γιατί ελευθερία δεν είναι παρά η ελευθέρωση απ’ τα δεσμά της πλάνης και αυτό μόνο με τη δημιουργική φαντασία επιτελείται αέναα.
Έτσι αναχαιτίζεται ο πιο ισχυρός δεσμώτης μας, η συνήθεια η οποία μας οδηγεί στην αναυθεντικότητα, στη στασιμότητα, στην υιοθέτηση πλανών και καταστάσεων οι οποίες έχουν γίνει τρόπος ζωής μας, οι οποίες μας παραλύουν, οι οποίες εκφράζουν την ανθρώπινη δουλεία. Προκύπτει έτσι μια ψευδώνυμη ‘’γνώση’’ η οποία δεν είναι παρά ο νοσηρός ορίζοντας επανάληψης του τρόπου ζωής τον οποίο επιβάλλει η συνήθεια. Αποναρκώνεται έτσι και η διάνοια, και η αντίληψη και η φαντασία η οποία διακονεί νοσηρές καταστάσεις.
Δε λέμε πως η φαντασία παράγει αρχεγόνως γνώση. Λέμε πως ο ‘’καμβάς’’ της είναι το πεδίο στο οποίο ορθώνεται η πραγματική γνώση και εδώ οφείλουμε να επανέλθουμε στη χρονικότητα, στο έγχρονο της ανθρώπινης προσπάθειας.
                                                            *
Αν η πρωτογενής, η αρχέγονη φαντασία, είναι η καθαρή χωρικότητα του απολύτου, ο καθαρός ‘’χώρος’’ του κοσμικού συμβαίνοντος, η συγκεκριμένη έγκοσμη φαντασία του έγχρονου υπάρχοντος είναι ο συγκεκριμένος ‘’χώρος’’ στον οποίο κινείται το πνεύμα. Αν η καθαρή νόηση είναι απόλυτη, η συγκεκριμένη νόηση, η εννόηση-αντίληψη δηλαδή, είναι η έγχρονη φανέρωση της πρώτης, η χρονικότητα η οποία εκφράζεται φαντασιακά. Δε μπορούμε να εννοήσουμε τη χρονικότητα χωρίς το άχρονο, αλλά αδυνατούμε ταυτόχρονα να τη δούμε απτά και καθαρά χωρίς τη δημιουργική φαντασία. Είναι ίσως η άδηλη συνθέτουσα της ενότητας ανθρώπου και κόσμου.
Αίρεται η φαντασιακή λειτουργία; Αν συνιστά προϋπόθεση της χρονικότητας, κατά την περισυλλογή, την αυτοσυγκέντρωση, την αφαίρεση, τη συστολή (οι όροι είναι συμβολικοί και μηνύουν το αυτό), τελείται κάτι το σημαντικότερο. Όταν νοούμε με καθαρότητα, η σκέψη, κάθε συγκεκριμένη σκέψη, αναστέλλεται, καταπαύει θα λέγαμε, φαίνεται πως δεν έχει ισχύ, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τις αισθήσεις.
Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Το ερώτημα είναι πάμμεγα, ασχοληθήκαμε ήδη με αυτό, αλλά θα το συσχετίσομε εδώ με τη φαντασία. Και η φαντασία ατονεί, αποδιαστέλλεται, θα λέγαμε, αυτές τις στιγμές και συναντάμε ό,τι έχουμε ήδη αποκαλέσει πληρωματική κενότητα. Περίχυση της αμεσότητας στο χώρο λέγαμε παλιά, αλλά αφού χώρος δεν υπάρχει, τι θα μπορούσαμε να πούμε;
Ισως εδώ αποκαλύπτεται πραγματικά η φύση της φαντασίας. Με την αυτοσυγκέντρωση φαίνεται πως η φαντασία αναστέλλεται, πως γίνεται αδιάστατη, πως αποκαλύπτει το ουσιαστικά αδιάστατο των σχημάτων, μορφών, παραστάσεων, το πνεύμα αποσύρεται το υποκείμενο κοινωνεί με το είναι του-είναι του κόσμου, γνωρίζει, ανα-γνωρίζει ό,τι με τη φαντασιακή χωρικότητα διαπλωνόταν, το είναι. Αν το είναι όλων των πραγμάτων είναι κοινό, η ποικιλία των φαινομένων πτερορρυεί, η φαντασία που τα φιλοξενεί καταπαύει, το αναζητούμενο προβάλλει, αναδύεται ἐξαίφνης.
Η περισυλλογή επομένως είναι καταβύθιση στο είναι μας και αυτό το διαπιστώνουμε στην ιστορία της σκέψης και της μυστικής. Αυτό αποκαλούν μεγάλοι μεταφυσικοί και μυστικοί μηδέν, ιερό μηδέν, είναι. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτοσυγκέντρωση, αφαίρεση, διάλειψη. συστολή, διαστολή είναι η απόσυρση της φαντασίας, του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι, της μνήμης, ή, αν θέλετε, η αναγωγή τους στο είναι. Όταν αυτοσυγκεντρωνόμαστε, είμαστε, δεν υπάρχουμε.
‘’Αντιστρέφοντας΄΄ όμως διαπιστώνουμε πως ως έγχρονοι-υπάρχοντες, ουδέποτε παύουμε να αισθανόμαστε, να αντιλαμβανόμαστε, ούτε και όταν αυτοσυγκεντρωνόμαστε. Συμβαίνει όμως το εξής: Εισδύουμε στο βάθος του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι και αυτή η διείσδυση που είναι και μαρτυρία της θέλησης διαχέεται σε όλες τις πνευματικές μας λειτουργίες.
Η φαντασία επομένως ‘’ολοκληρώνει’’ το έργο της το οποίο κορυφώνεται με την αποδιαστολή της και επαναφαίνεται όταν η νόησή μας ανα-γνωρίζει το αναζητούμενο ως α-λήθεια η οποία είχε υποπέσει στη λήθη.
Ήδη, η αυτοσυγκέντρωση είναι  αποκαλυπτική, γιατί αποτελεί διαρκές παρόν το οποίο αναγνωρίζουμε απ’  τη στιγμή που εμβαθύνουμε στο είναι των πραγμάτων, στο είναι μας.
Ανακαλύπτουμε κάτι το οποίο είναι σημαντικό τόσο για την αυτοσυγκέντρωση, όσο και για τη φαντασία.
Αυτοσυγκέντρωση είναι  ουσιαστικά ο υπερφαντασιακός χώρος (πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία) του απολύτου, γιατί μόνο έτσι αναγνωρίζουμε την άσπιλη φύση των πραγμάτων και τη φύση μας, δεδομένου ότι το είναι της γνώσης είναι απόλυτο και αιώνιο. Έτσι ανακύπτει η εννόηση του έγχρονου, κάθε έγχρονης γνώσης.  Άλλως το σχετικό, κάθε σχετικό, θα μας ήταν απρόσιτο. Να γιατί η καθαρή φαντασία, η αρχέγονη φαντασία, αποστίλβει κάλλους και τρέφει τον ακήρατο λογισμό κάθε έγχρονης φαντασίας.
Αυτό μας αποκαλύπτει η αυτοσυγκέντρωση. Εμβαθύνοντας στη σχέση της με τη φαντασία που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω διαπιστώνουμε πως με την πρώτη φωτίζεται η δεύτερη στην ενδότερη φύση της. Έτσι, η φαντασία τρέφεται απ’  την αυτοσυγκέντρωση και καθιστά τα δώρα της γνώση, καθαρή, ποιητική, συναισθηματική, ηθική ουσιαστικά γνώση η οποία εκτρέπεται όχι απ’  τη λεγόμενη νοσηρή φαντασία αλλά απ’  τον πονηρευόμενο λόγο, θέληση, απόφαση, εθελοδουλία. Ήδη, αποδεσμευόμαστε από κάθε εκτατότητα και προσεγγίζουμε όλο και πιο πολύ το πνεύμα της φαντασιακής χωρικότητας.
Στη φύση της η φαντασία είναι τόσο καθαρή, όσο και η διάνοια.

                                                            *
Το φαντασμαγορικό γοητεύει και βρίσκεται στην αφετηρία όλων των μυθικοσυμβολικών και παραμυθητικών αφηγήσεων, των ιστοριών και των σκηνών απέριττης χάρης και ηθικού κυρίως συμβολισμού. Απ’ αυτό πλάστηκαν ήρωες και ηθικά αρχέτυπα, τράφηκαν γενιές και γενιές, αναδύθηκαν μυθογράφοι και ποιητές, στοχαστές και καθοδηγητές.
Θα λέγαμε πως φαντασμαγορικά προβάλλει  ένας ουτοπικός κόσμος ο οποίος όμως είναι κατεξοχήν πραγματικός, αφού αναδύεται απ’  τις τρίσβαθες αναμονές της ανθρώπινης ψυχής, απ’  τις άρρητες αφετηρίες. Γι’  αυτό εξάλλου αθανατίστηκαν ποιητικά, μυθικά, καλλιτεχνικά.
Σε αυτήν την παράγραφο θα αξιολογήσουμε το φαντασμαγορικό στο οντολογικό του νόημα, γιατί οι εκδιπλώσεις του θα αναφανούν σε επόμενο μέρος.
Για να κατανοήσουμε το φαντασμαγορικό οφείλουμε να ανατρέξουμε στις ρίζες της φαντασίας, αφού το φαντασμαγορικό είναι δημιουργική έκρηξη του φαντασιακού. Ας μην ξεχνάμε πως αυτή η δημιουργική έκρηξη πλέκεται δημιουργικά στον καμβά της φαντασίας και πως άγεται απ΄ το έλλογο συναίσθημα, αφού είναι πνευματική δημιουργία. Οι ρίζες του φαντασμαγορικού επομένως βρίσκονται στις ρίζες του λέγειν, στην κοινή ρίζα λόγου και συναισθήματος.
Ποιες όμως είναι οι ρίζες του λόγου; Το λέγειν το οποίο είναι πάντα σχετικό και συμβολικό τρέφεται απ’  την πνοή του απολύτου το οποίο και τρέφει. Το ιχνεύουμε σε μικρά και σε μεγάλα μεγέθη του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος και έτσι κάθε μορφή λέγειν είναι συν-λέγειν, συνάκουσμα, συν-λάλημα ως συνδημιουργική κοινωνία στην οποία η αλουργίδα της τέχνης διακοσμεί το μυθικό nexus στο οποίο πλέκεται το φαντασμαγορικό. Υπάρχει βέβαια πάντα ο κίνδυνος ειδωλοποίησης και παραμονής στη γοητεία του φαντασμαγορικού περιγράμματος, εξαντικειμενίκευσης δηλαδή των στοιχείων της περιγραφής και φετιχοποίησης, απ’  την οποία προκύπτουν οι διάφοροι αισθητισμοί.
Προσεκτική εξέταση όμως εξέταση οδηγεί στην αναθέα η οποία υποκρύπτεται στο ίδιο το έργο. Ένα και μόνο παράδειγμα ανάμεσα στα τόσα και τόσα είναι ενδεικτικό. Μετά τις φαντασμαγορικές σκηνές, στο Μικρό Πρίγκιπα διαβάζουμε: Η καρδιά βλέπει εκεί που τα μάτια δε μπορούν να δουν. Σε όλα τα φαντασμαγορικά έργα, στις φαντασμαγορίες, αν δεν είναι υποτελείς του ψυχεδελισμού και του αισθητισμού κάθε απόχρωσης, συναντάμε το λανθάνον νόημα, κατά τρόπο που βεβαιωνόμαστε πως η γνήσια φαντασμαγορία είναι το πέταγμα της ψυχής, το άνοιγμα στο κάλλος, κάτι που σημαίνει αναγωγή του ωραίου στο άφθιτο κάλλος.
Βεβαίως μπορούμε να ταξινομήσουμε το φαντασμαγορικό, απ’  το παραμύθι, τη μυθική αλληγορία, στο φιλοσοφικό συμβολισμό, στην ευρύτερη καλλιτεχνική συμβολική, στο χάρμα της μουσικής φαντασμαγορίας, αλλά και στο χάρμα των μαγικών κόσμων των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Πληροφορικής.
Όσο κι αν οι βαθμίδες φαίνονται ετερογενείς και ο διασκεπτικός τρόπος προσέγγισης διαφορετικός, η αφετηρία είναι κοινή. Αινίσσεται και υπαινίσσεται το ανέκφραστο, το ουτοπικό νοητό κάλλος, την πηγή κάθε νοήματος, οδηγεί στη συγκίνηση διαστέλλοντας και αποδιαστέλλοντας κάθε θετική πνευματική λειτουργία, κάθε έλλογο συναίσθημα, ακόμη και τη φαντασιακή δραστηριότητα, οδηγώντας στο θάμβος στην πτόησιν μεθ’ ἡδονῆς, για να χρησιμοποιήσω μια πλωτινική έκφραση, στην αγαθότητα της οποίας όλα είναι πνοή. Στο ηθικό πλήρωμα που είναι κατάπαυση.
Ωστόσο, αυτή η κατάσταση δεν οδηγεί στην ιερή λήθη, στην εγκατάλειψη, όπως υποστηρίζουν κάποιοι μυστικοί, αλλά στον πραγματικό τόπο, τον ου- τοπικό. Στην καρδιά του πραγματικού, στο αληθεύον Νόημα.
Ουτοπικό, το αναλύσαμε σε άλλες ευκαιρίες, είναι το κατεξοχήν αληθές, είναι η επίγνωση του αληθεύοντος, εκεί όπου τελείται το ατέλεστο.
Αποκαλυπτικό το φαντασμαγορικό, προάγει τη γλώσσα, την έκφραση, τις μορφές τέχνης, την ευαισθησία, παιδαγωγεί όχι μόνο μικρούς, αλλά και μεγάλους, μυεί στην πρωτοπληροφορία, στο όντως υπάρχειν. Δεν αναφερόμαστε σε έργα διδακτισμού και ηθικισμού, έργα εξάλλου που δεν προσφεύγουν στο όντως φαντασμαγορικό. Αναφερόμαστε κυρίως σε έργα με ευαισθησία, όπου τέχνη και ηθικό αίσθημα της ζωής αδελφώνονται και αποκαλύπτουν με τη συμβολική τους έκφραση το συνυπάρχειν, το χάρμα, την ευγενή έκπληξη, τη θυσία, την αγάπη, την ηρωική αυταπάρνηση. Έτσι διαπλέκονται νόηση, εννόηση, αίσθηση, λόγος συναίσθημα, δημιουργώντας αφετηρίες και εναύσματα εμπνοής. Όλες οι συνειδησιακές δυνάμεις πλέκονται δημιουργικά, δρουν ουσιαστικά ελεύθερα, καινοτομούν και αγγίζουν ό,τι η απλή ματιά ή και σκέψη δε μπορούν να υποψιασθούν.
Το φαντασμαγορικό αποκαλύπτει επιπλέον τον ισχυρό δεσμό του ηθικού και του αισθητικού στον κόσμο της φαντασιακής δημιουργίας. Όταν απολαμβάνουμε μια σκηνή θάμβους, ένα υποβλητικό τοπίο, μαγικές σκηνές που μας προσφέρει η Μούσα απ’ τον κόσμο της μουσικής, της ποίησης, της μυθιστορίας αλλά και του φυσικού ωραίου, νιώθουμε κάτι που ξεπερνάει τις παροδικές συγκινήσεις, αρπαζόμαστε θα λέγαμε, ‘’αιχμαλωτιζόμαστε’’ από ό,τι υπερβαίνει και τα υποβλητικότερα ακούσματα, αναγνώσματα, θεάματα, η φαντασία διαστέλλεται, παύει να διασυνδέει, να πλέκει και να διαπλέκει, ο λογισμός καταπαύει.
 Τι συμβαίνει; Ανήκουμε πια στο καθαρό μας είναι, στο ανέκφραστο, στην παρθενική φύση του παντός, στο απόλυτο, στην αιώνια φύση των πραγμάτων, στο άπεφθο κάλλος τους που είναι πηγή κάθε δημιουργικής συγκίνησης. Το αισθητικό και οι υποβολές του παραδίδονται στο κάλλος, στο ηθικοδιανοητικό μας είναι. Ό,τι κλασικό, αξιόλογο, παράμονο προέρχεται από αυτήν την πηγή την οποία η καλλιτεχνική φαντασία  αθανατίζει.
                                                            *
Τίθεται, ανατίθεται θα λέγαμε, πάλι το πρόβλημα το σχετικό με τη φύση της φαντασίας. Πεδίο κίνησης του πνεύματος το φαντασιακό δρα συμπληρωματικά, συνιστά συστατικό στοιχείο του πνεύματος, κατά τρόπο που μόνο με την παρουσία του διαπτύσσεται η πνευματική ζωή. Τίποτε δεν επιτελείται χωρίς τη συνδρομή της φαντασίας.
Βέβαια, η φύση της φαντασίας είναι άχρονη, το είδαμε, αλλά καθιστά το έγχρονο νοητό, πλαστικά νοητό, επεκτείνοντας και γονιμοποιώντας κάθε πνευματική μας ενέργεια.
Επιβάλλονται όμως κάποιες διευκρινίσεις, κυρίως επιστροφή στην αρχέγονη φαντασία. Έχουμε τονίσει πως σε κάθε μορφή αισθητού, εκφραστού, πεπερασμένου, φανερώνεται ο απόλυτος χαρακτήρας του κόσμου και γι’ αυτό δεν υπάρχει ουσιαστική οντολογική διαφορά ανάμεσα στο μικρό και στο μεγάλο, οι όροι επομένως απόλυτα μικρό και απόλυτα μεγάλο είναι αντιφατικοί και ειδωλικοί.
Ήδη, η πρωτογενής φαντασία, βλέμμα του απολύτου στο έγχρονο, ‘’χώρος’’ διάπτυξης αυτής της αλήθειας, επιτρέπει τη φανέρωση, την αποκάλυψη, καθιστά δυνατή τη συνειδητοποίηση του εννοείν, του αισθάνεσθαι, του λογίζεσθαι. Το απόλυτο νοείν, το απόλυτο αισθάνεσθαι, το απόλυτο λογίζεσθαι, το απόλυτο φαντάζεσθαι δεν είναι παρά ο μόνος πραγματικός ορισμός, αυτοορισμός κάθε πνευματικής δραστηριότητας.
Και εδώ δημιουργείται μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στη σχέση αυτών των δραστηριοτήτων. Υπάρχει μήπως ο παντεπόπτης νους, ο απόλυτος-προσωπικός Θεός, οσοδήποτε ανθρωπομορφικός, των μονοθεϊστικών θρησκειών; Αυτόν τον Θεό όμως, τον ‘’συλλαμβάνουμε’’, τον νοούμε αν θέλετε, μόνο ως αντικείμενο και με βάση τις προσωπικές μας δυνατότητες.
Πώς λοιπόν διασυσχετίζουμε τις πνευματικές μας δυνατότητες; Πώς λ.χ. η αρχέγονη φαντασία διαφοροποιείται απ’  το απόλυτο νοείν κ.ο.κ.; Κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε ακροβολισμούς και σε ειδωλικές εξιδανικεύσεις, αν δεν προσέξουμε κάτι: Αν το είναι μας ταυτίζεται αιώνια με το είναι του κόσμου, η απόλυτη νόηση ορίζει τη σχετική την κάθε συγκεκριμένη αντίληψη-εννόηση, η πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία την έγχρονη.
Τι είναι όμως στο είναι της η αντίληψη, η αίσθηση, η φαντασία, αν όχι αποσπασματικές-πεπερασμένες εκφράσεις του απολύτου; Εμβαθύνοντας στο είναι της αίσθησής μας, της αντίληψής μας, της φαντασίας μας, κοινωνούμε με την αυτή αλήθεια στην οποία οδηγεί και η εμβάθυνση στη χρονικότητά μας. Διαπιστώνουμε πως πηγή και τροφός της χρονικότητάς μας είναι το άχρονο, απόλυτο, αιώνιο, όλο, ταυτότητα…Αυτή η αρχή ορίζει επομένως όλες τις πνευματικές μας λειτουργίες οι οποίες δρουν ως ενότητα.
Ας προσφύγουμε σε ένα παράδειγμα. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, με τη συμβολική της γλώσσας, αντιλαμβάνομαι το νόημα των προτάσεων, των παραγράφων, των κεφαλαίων κ.ο.κ., αλλά είναι αδύνατο όλα αυτά να συναρθρωθούν και να αποτελέσουν ενότητα χωρίς τη μνήμη αρχικά και τη φαντασία ουσιαστικά. Χωρίς τη φαντασία η εννόηση νεκρώνεται, η αίσθηση παύει να είναι ζωντανή πραγματικότητα, η μνήμη είναι απολίθωμα. Η φαντασιακή δυναμική όμως δεν είναι  μια αναπαράσταση με τη μορφή των εικόνων. Οι τελευταίες είναι και αυτές συμβολικές εκφράσεις στις οποίες η νοητική μας καταλληλότητα αναγιγνώσκει το είναι του ενεργείν τους.
Αναφαίνεται κάτι: Όλη η φιλοσοφική γιγαντομαχία ως προς το είναι του αισθητού το εντοπίζει σχεδόν στο σύνολό της στο εκτατό, στην εκτατότητα, (θυμηθείτε λ.χ. το res extensa  των καρτεσιανών), τίθεται υπό αμφισβήτηση. Γιατί;
Πρώτα πρώτα, δεν υπάρχει κανένα εκτατό, ούτε καν στο μικρόκοσμο, που θα μπορούσε να είναι ακίνητο. Κανένα επομένως εκτατό, διαστατό, εκτατοδιαστατό θα έπρεπε να λέμε, δεν έχει τόπο, σταθερό τόπο, παρά στο πνεύμα μας, αφού συλλαμβάνεται ως κινούμενο. Αυτό σημαίνει πως δε θεωρείται παρά φαντασιακά, έξω από κάθε απόσταση, μικρή ή μεγάλη. Η φαντασιακή οθόνη επομένως είναι αδιάστατη και φυσικά μη εκτατή. Θα πείτε, και εύλογα, πως υπάρχουν αποστάσεις οι οποίες διακρίνονται, οι οποίες είναι μετρήσιμες, διαπιστώσιμες, αναμφίβολες. Αυτό όμως το συμβαίνον είναι πνευματικό και αδιανόητο χωρίς το πνεύμα μας. Γι’  αυτό λέμε πως η φαντασία είναι χωρική, γι’  αυτό λέμε πως δεν υπάρχει ούτε ύλη, ούτε χώρος. Η χωρικότητα της φαντασίας δεν εκτείνεται, δεν είναι ούτε εσωτερική, ούτε εξωτερική, αλλά αποσπασματική έκφραση της αρχέγονης, της πρωτογενούς.
                                                            *
Επανερχόμαστε στην αρχέγονη η οποία είναι ανέκφραστη και μήτρα ταυτόχρονα κάθε φαντασιακής προσπάθειας και δημιουργικότητας. Θα βοηθηθούμε, αν θυμηθούμε κάτι σημαντικό. Ο κόσμος μας δε συλλαμβάνεται με συλλογιστική μέθοδο, το είναι του ούτε προκύπτει, ούτε αποδεικνύεται και γι’  αυτό αντιλαμβάνομαι μορφές του υπάρχειν του. Πλήρωμα και όρος αντίληψης του υπάρχειν όμως είναι το είναι. Υπ’  αυτόν τον όρο ο κόσμος όχι μόνο δεν είναι παραστατός  ως ολότητα, αλλά δεν έχει ούτε σχήμα, ούτε ηλικία: Κάθε κοσμικό και αναπόφευκτα αισθητό και παραστατό ταυτόχρονα μέγεθος δηλώνει την κοσμική ενότητα, τη συμβολίζει.
Ουσιαστικά, κάθε κοσμικό θραύσμα είναι εσαεί υπάρχουσα συμβολική έκφραση του είναι, του απολύτου κοσμικού είναι και γι’  αυτό νοείται και εννοείται. Υπ’  αυτό το πνεύμα το είναι τρέφει το υπάρχειν. Πώς όμως όλα αυτά τα οποία έχουμε αναπτύξει σε άλλες ευκαιρίες σχετίζονται με τη φαντασία; Αρχέγονη φαντασία είναι το ξετύλιγμα του κοσμικού συμβαίνοντος, το άφραστο συμβαίνον μας με την απόλυτη συνέχεια που είναι το είναι μας. Έτσι  δημιουργείται η χρονικότητα της έγκοσμης φαντασίας. Αυτό κατατίθεται ως φαίνεσθαι, ως απέραντα θραυσματικό φαίνεσθαι, ως εσαεί υπάρχειν που μηνύει το είναι. Ήδη η αρχέγονη φαντασία είναι το φως (η έκφραση, το θυμίζουμε, είναι πάντα συμβολική) που καθιστά δυνατό το φως της νόησης, της αίσθησης, της αντίληψης, που φωτίζει το ενεργείν τους. Αυτό το φως διαθλάται και εκφράζεται ως ατομική- προσωπική φαντασία. Έγκοσμο θραύσμα της πρωτογενούς είναι η έγκοσμη-έγχρονη φαντασία μας. Φαίνεται πια πως η φαντασία μας δε μπορεί να υπάρξει χωρίς το κοινωνείν μας με τον κόσμο, αφού υπάρχουμε όντας κοινωνοί του ανθρωποκοσμικού είναι.
Πού επομένως ανήκει η φαντασία μας, η έγκοσμη φαντασία μας: στο είναι μας ή στο υπάρχειν μας;
Στο υπάρχειν μας το οποίο τρέφεται απ’  το είναι μας. Αυτό σημαίνει πως το καθαρό μας είναι άσπιλο, απόλυτο και πως συνέχει το αισθάνεσθαί μας, το αντιλαμβάνεσθαί μας, το φαντάζεσθαί μας, το λογίζεσθαί μας.
Οδηγούμαστε στο εξής: Το υπάρχειν μας μάς διενώνει οντολογικά όσο εμβαθύνουμε σε αυτό, αλλά φανερώνεται, λειτουργεί υπαρξιακά μόνο ως αποσπασματική έκφραση με προδεδομένη την ενότητα υπάρχοντος, υπαρχόντων και κόσμου. Μόνο η ύστατη εμβάθυνση, η αντισύλληψη, οδηγεί στο οντολογικό, στην ανέκφραστη ταυτότητα.
Η πρωτογενής φαντασία επομένως εκφράζεται έγχρονα-υπαρξιακά στην προσωπική μας πνευματική προσπάθεια και εντάσσεται στην ενότητα των πνευματικών μας λειτουργιών οι οποίες συναποτελούν το συνειδός μας. Έγκοσμος καθρέπτης της πρωτογενούς φαντασίας είναι η φαντασία μας, όπως έγκοσμος καθρέπτης του αισθάνεσθαι, του αντιλαμβάνεσθαι είναι η αίσθησή μας, η αντίληψή μας κ.ο.κ. Το πλήρωμα είναι απόλυτο, η ανάκλαση πάντα σχετική, αλλά αδιανόητη χωρίς το πλήρωμά της.
Εγείρεται όμως μια αξιοπρόσεκτη ένσταση: Χρειάζεται, απαιτείται, το απόλυτο-αρχέγονο, το άπειρο εν πάση περιπτώσει, όταν το συγκεκριμένο, το υπάρχον, λειτουργεί;
Ας δούμε. Το ίδιο το κοσμικό συμβαίνον είναι ακλινής μαρτυρία με την απέραντη σχετικότητα, ετερογένεια, ασυνέχεια, κ.ο.κ. των διεκφράσεών του. Σε αυτό ανήκουμε και αν δε το νοούσαμε απόλυτα, δε θα υπήρχε καμία γνώση, κανένα συναίσθημα, καμιάς μορφής κοινωνία.
Στο φαντασιακό χώρο ο οποίος μας απασχολεί ιδιαίτερα τα πράγματα είναι σαφή.
Φυσικά δε μπορώ να φαντασθώ τίποτε αν δε νοήσω, αν δεν αντιληφθώ, αν δεν αισθανθώ. Δε μπορώ όμως να εκφράσω την αντίληψή μου, να αξιολογήσω την αίσθησή μου, να προαγάγω τις γνώσεις μου, να δημιουργήσω ελεύθερα χωρίς τη φαντασία μου.
Υπάρχει ένας μυστικός αρμός ο οποίος συνδέει τις πνευματικές λειτουργίες. Το πρόβλημα όμως τίθεται απαιτητικότερα: Μπορούμε να  ‘’εντοπίσουμε’’ τη φαντασία στην απόλυτη νόηση;  Έχουμε πει πως η απόλυτη νόηση, το απόλυτο είναι του κοσμανθρώπου δηλαδή, είναι ανέκφραστο, αλλά όχι απερινόητο. Δεν έχει καθεαυτό ούτε αντίληψη, ούτε αίσθηση, ούτε φαντασία, αλλά είναι η τροφή, η πνοή και της αντίληψης και της αίσθησης και της φαντασίας και του λογίζεσθαι.
Φθάνουμε έτσι σε μια νέα διαπίστωση. Η αρχέγονη-πρωτογενής φαντασία δεν είναι ‘’κατηγόρημα’’ του απείρου, αλλά διάθλασή του στη φαντασία μας, ως πνοή του είναι στο υπάρχειν μας. Είναι έτσι σαφές πως πριν εννοήσουμε τον κόσμο, ο κόσμος θα υπάρχει και μετά το θνήσκειν μας. Αυτή η κοινότυπη διαπίστωση όμως έχει βάθος. Το υπάρχειν μας στον κόσμο είναι η έγκοσμη-έγχρονη βιωτή μας, αλλά το είναι μας στον κόσμο είναι απόλυτο και αιώνιο. Είμαστε έτσι οντολογικά συναιώνιοι με τον κόσμο, και αυτό εκφράζεται ως πληρωματικότητα του υπάρχειν. Ήδη, ο θαυμασμός  είναι αφετηρία της φιλοσοφίας.
Αυτήν την πρωτινή κατάσταση τη βιώνουμε όταν ο λογισμός μας είναι ακήρατος, καθαρός, όταν σε κάθε μορφή υπάρχειν αναθεώμεθα την αιώνια φύση των πραγμάτων. Υπάρχει μια καθαρότητα της φαντασίας μας όταν η πνευματική προσπάθεια βλέπει καθαρά και δε διαστρέφει  την αλήθεια των πραγμάτων. Ήδη, ό,τι βιώσιμο σε όλους τους τομείς της πνευματικής δημιουργίας είναι έργο της υγιούς, της δημιουργικής φαντασίας
Αυτό αποκαλύπτει και κάτι σημαντικότερο. Ρίζα που τρέφει τη διάνοια είναι όχι η διανοητική  και λογική περιγραφή, αλλά η πληρωματικότητα του ηθικού ως τροφού της. Το αληθές είναι ηθικό, το ηθικό ταυτίζεται με τη λογική και με κάθε λογική διαπίστωση.
Κάθε υγιής φαντασιακή προσπάθεια κομίζει πρώτιστα ηθικό νόημα το οποίο νοηματοδοτεί κάθε λόγο, κάθε επίτευξη σε όλους τους τομείς της πνευματικής προσπάθειας. Δημιουργείται έτσι ένα κύριο ερώτημα το οποίο θέτει το πρόβλημα σε ουσιαστικές βάσεις. Αφορά την ίδια μας την έγχρονη βιωτή. Γιατί νοούμε, αντιλαμβανόμαστε, φανταζόμαστε, γνωρίζουμε; Είναι η πνευματική προσπάθεια ένα τυχαίο και επεισόδιο του κοσμικού παιγνίου ή κάτι διαφορετικό; Κάθε μορφή πνευματικής δραστηριότητας μηνύει το θεμέλιο το οποίο δε θεμελιώνεται σε καμιά διεργασία, το αθεμελίωτο θεμέλιο, όπως είπαν κάποιοι γερμανοί μυστικοί, αλλά υπό εντελώς άλλο πνεύμα.
Η καθαρή νόηση που είναι ουσιαστικά άχρονη πολυθραύεται σε αποσπασματική ενότητα την οποία μαρτυρεί κατά πρώτο λόγο η αντιληπτική αίσθηση. Αυτό είναι ένα χωρίς ηλικία συνεχές, διαρκές συμβαίνον το οποίο στιγματίζει κάθε μορφή ύπαρξης και κυριότατα το ανθρώπινο.
Το κοινωνείν επομένως ανθρώπου και κόσμου, βαθύτατα θεωρούμενο, ‘’καταβυθίζει’’ στα έγκατα και της φαντασιακής ετοιμότητας η οποία δεν προδίδει ούτε περιέργεια, ούτε εγωιστική απληστία στην υπηρεσία της οποίας τάσσεται η βούληση και η ελευθερία, αλλά κάτι σημαντικότερο το οποίο αποκαλύπτει την ατρεμή αφετηρία κάθε δημιουργικής δραστηριότητας. Προδίδει τη ρίζα της διάνοιας, την αρχή που διέπει το παγκοσμικό γίγνεσθαι, το είναι του απείρου, τη μήτρα του διανοητικού, που δεν είναι παρά η κοινωνία με το απόλυτο, η πληρωματικότητα. Είναι το είναι του ανέκφραστου το οποίο μαρτυρείται ως ηθικό βίωμα.
Απαιτείται πραγματική κάθαρση απ’ τα εγωκεντρικά και ωφελιμιστικά βάρη της καθημερινότητας, απ’  τις κοντόθωρες και καταβυθίζουσες στην πλάνη ψευδοπροοπτικές για να αναφανεί το πραγματικό είναι κάθε ηθικοδιανοητικής προσπάθειας.
Πρόκειται μήπως για υποκειμενιστική ψευδομυστική ή για το αληθεύον; Παλαιά η ερώτηση.
Αδύνατο να διερευνηθεί με αφετηρία την περιέργεια. Απαιτείται ‘’αφοπλισμός’’ του υπάρχειν, αποδιαστολή του στο είναι μας, λευκή ‘’εμπειρία’’ η οποία όχι μόνο δεν είναι αρνητική, αποφατική κ.ο.κ., αλλά θετικότητα κάθε θετικότητας, κάθε έγκοσμου βιώματος και εμπνοής. Αυτή η παρθενική πληρωματικότητα θερμαίνει τη γνώση, φωτίζει τη διάνοια και την ιερότητα του αισθήματος και διαλάμπει τη λειτουργία της υγιούς φαντασίας.
                                                            *
Η φαντασιακή δημιουργικότητα επομένως είναι ουσιαστικά υψιπέτεια, αφού συνιστά το πνευματικό πεδίο στο οποίο επωάζεται κάθε γνώση ως κοινωνία με το συμβαίνον τόσο στο φυσικό κόσμο, όσο και στις διανθρώπινες σχέσεις, τόσο δηλαδή στο πεδίο των φυσικών επιστημών, όσο και στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου. Χαρμική μαγεία του Αιώνα η οποία αποκαλύπτει εσαεί το φάος του ανθρωποκοσμικού, το διαιώνιο διάλογο και την παράλληλη δημιουργία όπου πιστοποιείται η δυναμική της θέλησης ως επιθυμούμενης επιθυμίας και η πραγματική ελευθερία.
Ωστόσο, η πληρωματικότητα μας καλεί να προσεγγίσουμε εκ νέου το είναι της φαντασίας. Είναι η ανάκλαση του απολύτου όπως και συγκεκριμένη μας αντίληψη, μνήμη, αίσθηση, λόγος, συναίσθημα…Ήδη, і η νόηση είναι και αίσθηση, іі η αίσθηση είναι και νόηση, ііі η αντίληψη είναι και αίσθηση, іv η μνήμη είναι και νόηση, v η φαντασία είναι και νόηση.
Όμως, το είναι, το νοείν, το άπειρο, το απόλυτο, το όλο (ταυτολογούμε και μάλιστα το άρθρο οδηγεί σε ψευδή λογισμό, αν δεν το αποσυνδέσουμε από κάθε οριστική-ορίζουσά του δείξη), δεν αναγκαιοί τίποτε άλλο. Είναι το κατεξοχήν οντολογικό το οποίο όμως δεν εννοείται παρά έγκοσμα. Αυτό σημαίνει πως η αρχέγονη φαντασία αποκαλύπτεται στην έγχρονη κατά τρόπο που υπάρχει συμπληρωματικότητα.
Αυτό το συμβαίνον το οποίο τελείται και στις άλλες μας πνευματικές δραστηριότητες μας οδηγεί σε κάτι παράδοξο: Το απόλυτο, άρα και η πρωτογενής φαντασία, έχει χαρακτήρα ‘’ένδειας’’, συναντάει το σχετικό για να αναφαίνεται. Όντως το απόλυτο είναι ατελές κατά το ότι φανερώνεται εν σχετικότητι και τρέφοντάς την, και τρεφόμενο απ’ αυτήν παράλληλα.
Όταν αυτοσυγκεντρωνόμαστε αίροντας κάθε παραστατική αντίληψη του κοσμικού συμβαίνοντος, κοινωνούμε με το νοητό κέντρο το οποίο δεν εντοπίζεται πουθενά αλλά ‘’βρίσκεται’’ παντού και αποφεύγουμε τον πειρασμό να ‘’ταυτιζόμαστε’’ με ό,τι ονομάζουμε συνήθως εκτατότητα, με ό,τι θεωρείται αρνητικότητα, έστω και ιερή (το θείο μηδέν) και να κοινωνούμε με το είναι των πραγμάτων, με το συνέχειν τους.
Και πάλι θα αντιτεινόταν πως πρόκειται για φάντασμα διανοίας που προκαλείται απ’  την εμπειρία και απ’  την μυστικιστική θεώρηση της πραγματικότητας. Προσεγγίζοντας παρόμοιες ενστάσεις και κυρίως τα επιχειρήματα των εμπειριστών μπορούμε να δούμε πού βρίσκεται η πλάνη. Το υπάρχειν στον κόσμο είναι αδήριτο δεδομένο που δεν προκύπτει, αλλά που αναδύεται.
Ας προσέξουμε κάτι: δεν ορίζεται το απόλυτο, ορίζει, συνιστά την αρχή κάθε ορισμού, είναι ο ορισμός του πεπερασμένου. Δε μπορούμε όμως να πάμε πιο πέρα με την πρώτη τουλάχιστον ματιά, παρά μόνο αν πούμε πως ο ορίζων αυτοορίζεται. Κάθε ορισμός είναι δείξη του απείρου στο πεπερασμένο και αυτό μπορεί να κάνει σχετικά, εν σχετικότητι, ο υπάρχων. Ήδη, άπειρο, αδιάστατο, όλο, άτμητο, άχρονο (ταυτολογούμε) είναι η τελειότητα της ατέλειας, το processus της τελευταίας προσφέρει νόημα και αυτό είναι στη φύση του απόλυτο, πηγή νοήματος.
                                                            *
Επιστρέφοντας εκ νέου στην πρωτογενή φαντασία διαπιστώνουμε πια πως αν είναι σημείο του απολύτου στο σχετικό, σημείο με σφραγίδα την έγχρονη φαντασία μας, κατανοούμε τη σχέση του απόλυτου προς το σχετικό και τη δυναμική της φαντασιακής δραστηριότητας στην απέραντη καθαρότητά της την οποία κανένα πάθος, καμία πλάνη δεν αναιρεί. Καμία φαντασιακή δραστηριότητα δεν είναι διανοητή χωρίς την απόλυτη αφετηρία και το πρόβλημα συνίσταται στη συνειδητοποίηση της μετοχής της φαντασίας στην πνευματική δραστηριότητα, σε κάθε βήμα του υπάρχοντος ανθρώπου, για να φωτίζεται όλο και περισσότερο κάτι. Όσο αποφεύγουμε, όσο κατορθώνουμε να ζούμε ως κοινωνοί του όντως συμβαίνοντος, τόσο η φαντασιακή μας δραστηριότητα είναι μέρος μας, αναπόσπαστο μέρος μας που δεν εντοπίζεται σε καμιά εκτατότητα, σε κανένα ομογενή χώρο, αλλά στην πληρωματική μας διάπλωση.
Η πληρωματικότητα δεν είναι ένας σκοπός τον οποίο θα επιδιώκαμε. Είναι πρωτοαφετηρία, το απόλυτο είναι μας ως επιθυμούμενων επιθυμιών, το συνέχειν μας χωρίς το οποίο καμιά προσπάθεια δεν είναι διανοητή. Αυτή όμως η πληρωματικότητα ως βαθύς εαυτός μας υποπίπτει στη λήθη του έγχρονου και όσο αυτοσυλλαμβανόμαστε, όσο εμβαθύνουμε στο είναι των πραγμάτων, τόσο την από-καλύπτουμε στο υπάρχειν μας. Αυτό φαίνεται εξάλλου σε κάθε γνήσια πνευματική μας προσπάθεια, στα έργα του διαπολιτισμικού μόχθου, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στις εκφάνσεις της ζωής.
Βεβαίως το είναι της πληρωματικότητας είναι ανέκφραστο. Η εκφραστή του όμως φύση, πάντα συμβολική, σε κάθε μορφή ενεργείν, τελείται και προάγεται φαντασιακά. Εδώ καθίσταται φανερό πως ό,τι ονομάζουμε δημιουργική φαντασία δεν είναι παρά η γονιμότητα του νοείν και εννοείν του είναι των πραγμάτων και να που όροι που θεωρούνται λογικοί, αναδύονται. Το πιθανό, το υποθετικό, το αναγκαίο, το τυχαίο, το υποθετικό, προσλαμβάνουν δημιουργική φορά.
Αναδύεται ταυτόχρονα και κάτι άλλο: Βασικά και εξ’ ορισμού η φαντασιακή μας προσπάθεια δεν είναι ενδεής, αλλά πληρωματική. Ο πλατωνικός έρως οδηγείται στην άρση της ένδειας, στο ξυνεῖναι με το αγαθό, στην πληρωματική αφετηρία και όχι σε κάποιο εύρημα που παράγεται με τη συλλογιστική διαδικασία. Η διαλεκτική του Συμποσίου που συνιστά την πλατωνική λογική στην κορύφωσή της, δηλώνει κάτι ανυπέρβατο, είτε είμαστε πλατωνικοί, είτε όχι: Το απόλυτο, το συνείναι είναι η πεμπτουσία του σχετικού και αυτό μόνο φαντασιακά εκφράζεται.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το αριστοτελικό ἐφίεσθαι, το ὀρέγεσθαι, το οποίο δεν προκύπτει, αλλά στιγματίζει το υπάρχειν μας. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει αφετηριακή όρεξη, επιθυμία χωρίς το αιώνιο επιθυμούμενο το οποίο αποκλείεται να είναι ο αισθητός κόσμος. Πώς όμως; Όχι ως εκτεινόμενος, αλλά ως φαντασιακά εκτεινόμενος, ως πνευματικός.
Υπάρχει επομένως ἀρχικωτάτη πληρωματικότητα, για να χρησιμοποιήσουμε έναν αριστοτελικό όρο η οποία όμως παρουσιάζει το εξής παράδοξο: Το απόλυτο δείχνει την πληρωματικότητά του ως θυσία, ως τρέφον τρεφόμενο και αυτό πιστοποιεί και η φαντασία. Η πρωτογενής φαντασία τρέφει και τρέφεται απ’  την έγχρονη και σε αυτό συνίσταται η πληρότητά της.
                                                            *
Ξανατίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα το σχετικό με το είναι του απολύτου και αναθυμόμαστε μεγάλες στιγμές της ιστορίας της σκέψης. Περιοριζόμαστε στο πλατωνικό ἐπέκεινα οὐσίας τε και νοήσεως, όπως και το καρτεσιανό ο άνθρωπος νοεί την ιδέα του απείρου και πολλοί αναρωτιούνται αν σημαίνουν κάτι σημαντικό ή αν πρόκειται για κενά λόγια. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως για τους σχολαστικούς ο Θεός είναι αναγκαίο ον. Πρόκειται για ανθρωπομορφικό και υπόδηλο νατουραλισμό ο οποίος, κατά την πλατωνική ρήση (ἀνάγκης ἡττωμένης ὑπό πειθοῦς ἒμφρονος, Τιμ., 48Α) τρέπεται σε φυγή απ’ την έμφρονα πειθώ. Ο προβληματισμός είναι βαθύς και έχει σχέση με τη δημιουργική φαντασία, όπως θα δούμε.
Όντως, αναρρωτιόμασταν αν υπάρχει άπειρο καθεαυτό ερήμην του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος. Αν λέγαμε ναι, θα απαντούσαμε σε ένα ψευδοερώτημα με ψευδή απάντηση που θα εξόριζε το απόλυτο σε έναν ανύπαρκτο ή ειδωλικό χώρο με τα γνωστά κατηγορήματα, όπως ακατάληπτο, απερινόητο, απερίληπτο κ.ο.κ. Δεν υπάρχει όμως ακατάληπτο ως αντίθετο του καταληπτού, παρά ως υπεκφυγή.
Τι συμβαίνει επομένως; Αυτοσυλλαμβανόμαστε ένσαρκα-έγκοσμα και εμβάθυνση σε αυτό μάς πληροφορεί πως αυτή η αυτοσύλληψη που είναι νοητική και όχι αντιληπτική συνιστά κοινωνία μας με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον χωρίς το οποίο το υπάρχειν είναι αδιανόητο. Το άπειρο, το απόλυτο, το άτμητο κ.ο.κ. είναι η ανέκφραστη ουσία του ανθρωποκοσμικού είναι και όχι απλά ο ορισμός του πεπερασμένου, του σχετικού, το τμητού κ.ο.κ. Είναι το πλήρωμα, το συνέχειν, το τηρούν και δε μπορούμε να το σκεφθούμε κάπου χωρίς να το ειδωλοποιούμε. Ως πλήρωμα, ως ηθικοδιανοητικό πλήρωμα, επάγει το κοσμικό υπάρχειν ως αιώνιο τρόπο έκφρασής του, συμβολικής, αλλά πραγματικής.
Επανερχόμεθα στη φαντασία η οποία ως φανερό ή υπόδηλο υποκατάστατο του λεγόμενου χώρου, καθίσταται το πεδίο ειδωλικών διεργασιών, με συνέπεια να δημιουργούνται ανύπαρκτοι και όχι φανταστικοί χώροι, δεδομένου ότι η φαντασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νοητική, αντιληπτική, αισθητική, λογική, συναισθηματική καταλληλότητά μας. Η εκτροπή δεν είναι φαντασιακή, αλλά διανοητική και οδηγεί σε φαντάσματα, ποτέ σε υγιή φαντασιακή δημιουργικότητα.
Στο πληρωματικό επομένως της βαθύτατης οντολογικής μας δομής βρίσκεται το αληθεύον νόημα, ό,τι προσφέρει στα λεγόμενα κατηγορήματα νέα πνοή, δημιουργική, ελεύθερη, έμφρονα πειθώ η οποία ανατρέπει τη φαινομενική αναγκαιότητα, τις νατουραλιστικές υποβολές του εξαντικειμενικευμένου χώρου και ύλης, ό,τι καθιστά τον άνθρωπο παθητικό αναγνώστη και αποδέκτη του ισχύοντος. Ήδη αναθωρούμε και το πρόβλημα της ατέλειας υπό τις ποικίλες της μορφές υπό το πνεύμα της ελευθερίας. Ένας τέλειος κόσμος δε θα είχε ανάγκη ούτε τη φαντασία, ούτε τη γνώση, ούτε κυρίως την ελευθερία. Είναι αδιανόητος. Ένας εσαεί υπάρχων κόσμος είναι όντως σχετικός, συμβολικός, μυθικός, αλλά η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας οδηγεί όντως σε γόνιμες σκέψεις.
Υπάρχει μια δημιουργική δύναμη η οποία αναδύεται απ’ την εμπειρία της αδυναμίας και των μορφών του κακού, μια λυτρωτική δύναμη η οποία οδηγεί στην ελευθέρωση απ’ την ανθρώπινη δουλεία και εδώ κρίνεται η δυναμική της ελευθερίας, γιατί η τελευταία δεν είναι προσφερόμενο δώρο, αλλά έγχρονη φανέρωση του απολύτου, του πάσχοντος απολύτου. Το απόλυτο όμως το βιώνουμε πραγματικά ως συνεχώς ελευθερούμενοι απ’ την τυραννία της συνήθειας, του πάθους, των εγωκεντρικών φαντασιώσεων.
                                                            *
Επανερχόμεθα εντονότερα ίσως στο κύριο θέμα μας, στη φαντασία. Αν ο άνθρωπος είναι επιθυμούμενη επιθυμία, η επιθυμία του η οποία επιθυμείται απ’ το απόλυτο είναι του, διαπτύσσεται έγχρονα και οπωσδήποτε φαντασιακά.
Η διάνοια, το συναίσθημα, ο λόγος, η δράση, διαπτύσσονται φαντασιακά και εκείθεν προβάλλει η δημιουργικότητα, η επινοητικότητα, η διαρκής εξόρυξη του κεκρυμμένου τόσο στην ανθρώπινη φύση, όσο και στον κόσμο του αισθητού.
Αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο η βαθιά ενότητα ως έκφραση της ταυτότητας, η εν παντί τροφή του ταυτού σε κάθε έτερο ως θραύσματός της και ως συμβολικής μαρτυρίας της. Οι συνάνθρωποι και ο φυσικός κόσμος είναι το κάτοπτρο στο οποίο ανακλάται ο μύχιος εαυτός. Αυτή η αλήθεια η οποία φωτίζει τον ορθό λογισμό αποτελεί αφετηρία φαντασιακής δημιουργίας. Χωρίς τη φαντασιακή δημιουργικότητα η μνήμη θα ήταν στατική και ανώφελη, ο λόγος ξύλινος, η νόηση ακίνητη. Όλα ενεργοποιούνται φαντασιακά.
 Ας θυμηθούμε  πως τα αισθητά στα οποία μαρτυρείται η πνοή του απολύτου αναδίνουν με το γίγνεσθαί τους αποσπασματικά την αρχέγονη φαντασία η οποία θραύεται, θυσιάζεται στις αποσπασματικές κατόψεις. Η έγχρονη φαντασία, θραυσματική, αποτελεί την προϋπόθεση κάθε πνευματικής δραστηριότητας. Δε μπορούμε να σκεπτόμαστε, να αισθανόμαστε, να συναισθανόμαστε, να λογιζόμαστε χωρίς τη φαντασία μας η οποία στέγει κάθε συμβαίνον.
Δεν προσφεύγουμε στη φαντασία για να ανακαλύψουμε, για να εμβαθύνουμε σε κάτι κ.ο.κ., η φαντασία συνενεργεί και εντείνεται κατά τις περιπτώσεις.
Και πάλι ανακύπτει το πρόβλημα των σχέσεων φαντασίας και σκέψης.
Σίγουρα καταρχήν η σκέψη δε μπορεί να αναφαίνεται χωρίς την αίσθηση και την αντίληψη και γι’  αυτό δεν είναι πρωτογενής, αλλά συνειδητοποίηση της πρωτογένειας του είναι μας. Η πλατωνική ανάμνηση θα μπορούσε να μας βοηθήσει για άλλη μια φορά. Γνωρίζουμε αναθυμούμενοι το είναι των αισθητών, τις ιδέες τους δηλαδή. Μπορεί όμως να επιτευχθεί η ανάμνηση χωρίς τη φαντασία;  Ωστόσο, υπάρχει και η μνήμη η οποία ανακαλείται. Πώς όμως θα ανακαλούταν χωρίς την ενεργητική παρέμβαση της φαντασίας; Ίσως εδώ θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τη σχέση φαντασίας και σκέψης, τον αδιάλυτο δεσμό τους.
Ας δούμε. Είτε είμαστε πλατωνικοί, είτε όχι, οι πλατωνικές ιδέες δεν έχουν τόπο, δεν εντοπίζονται, είναι άπειρες ουσιαστικά και όχι ποσοτικά, και γι’  αυτό συνυπάρχουν στον κόσμο του αγαθού. Πρόκειται για παράδοξη  συνύπαρξη ταυτότητας και πολλότητας. Πώς όμως η σκέψη τις νοεί άπεφθες, χωρίς δηλαδή το μεταβαλλόμενο φαίνεσθαί τους, χωρίς το αισθάνεσθαι και κυρίως χωρίς τη χωρικότητα της φαντασίας; Βλέπουμε πως η γνώση του είναι ενός πράγματος είναι η νόησή του και η εννόησή του σε σχέση με τα άλλα, αλλά αυτό συμβαίνει χάρη στη χωρικότητα της φαντασίας και μάλιστα χωρίς αντικειμενικές αποστάσεις και μέτρα. Μόνο χάρη στη χωρικότητα της φαντασίας γνωρίζουμε τον άχρονο χαρακτήρα του έγχρονου.
Δε μπορούμε να σκεφθούμε οτιδήποτε χωρίς τη διάπλωσή μας στο φαντασιακό χώρο, δεν είμαστε σε θέση να καταστήσουμε τη γνώση λογική έκφραση. Έτσι αναπτύσσεται η σκέψη, στο  ‘’άρμα’’ της φαντασίας. Η σκέψη επομένως δεν ταυτίζεται με τη φαντασία, αλλά είναι αδύνατο να αναπτυχθεί χωρίς τη συνδρομή της φαντασίας.
Πώς όμως βλέπουμε οντολογικά την πνευματική προσπάθεια; Έχουμε ήδη πει πως πνεύμα είναι η συμφανέρωση απολύτου και σχετικού, απείρου και πεπερασμένου και εδώ ξανασυναντάμε κάτι: Το σχετικό, κάθε σχετικό, είναι συμβολική φανέρωση του απολύτου και να η προέλευση της φαντασίας, της αίσθησης, της μνήμης, της κρίσης. Η φαντασία μας είναι απόλυτη εν πεπερασμένω, η φαντασία μας, η δευτερογενής φαντασία μας, τρέφεται απ’  την αρχέγονη η οποία είναι το ενεργείν του απολύτου. Όπως κάθε έγχρονη φανέρωση έχεται απ’  το άχρονο, το αυτό ισχύει και για τη φαντασία μας: έχεται απ’  την πρωτογενή, αλλά σε συγκεκριμένο προσωπικό επίπεδο, ελεύθερα δηλαδή. Το είναι της γνώσης δεν είναι φαντασιακό. Η συνειδητοποίηση της τελευταίας και η περαιτέρω ανάπτυξή της είναι δυνατή μόνο φαντασιακά.
Απ’  τη στιγμή που αισθανόμαστε, που αντιλαμβανόμαστε, που λογιζόμαστε, που συναισθανόμαστε, η φαντασία, όπως και η μνήμη, είναι δεδομένη. Το είναι της αίσθησης είναι αντιληπτικό, το είναι του αισθάνεσθαι νοητό. Ήδη η γνώση αναδύεται, αλλά σε ένα πνευματικό πλαίσιο το οποίο προϋποθέτει τη χωρικότητα της φαντασίας. Έτσι, φαντασία και πνευματική δημιουργία συνδέονται άρρηκτα.
Θα το κατανοήσουμε ευχερέστερα, αν επιστρέψουμε στο υπάρχειν μας. Το υπάρχειν μας είναι δείκτης της φαντασιακής μας δυναμικής γιατί, αν το είναι μας ταυτίζεται με την αρχέγονη φαντασία, το υπάρχειν μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έγχρονη προσωπική μας φαντασία.
Βέβαια, το υπάρχειν μας τρέφεται απ’  το είναι μας και γι’  αυτό στην έγχρονη υπαρξιακή μας βιωτή το στίγμα του πρωτογενούς είναι φανερό. Κατά βάση, αν γνώση είναι η κοινωνία με το είναι των πραγμάτων, κοινωνία που καθιστά γνώσιμο το μεταβαλλόμενο φαίνεσθαί τους, ήδη παρεμβαίνει η φαντασία, γιατί το φαίνεσθαι σε όλες τις εκδιπλώσεις του είναι φαντασιακό-χωρικό συμβαίνον.
Υπάρχει εδώ μια δυσκολία. Η κοινωνία μας με τον κόσμο είναι αναδυόμενη, εσαεί αναδυόμενη, άρα πρωτογενής. Για να επισυμβαίνει όμως αυτό, συνυποτίθεται, η πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία ως απόλυτο ενεργείν. Κάθε γνώση επομένως ‘’εντός’’ της πρωτογενούς φαντασίας είναι ουσιαστικά άρρητη (ας ξαναθυμίσουμε πάλι την πλατωνική ανάμνηση της οποίας παράλληλο είναι η πρωτογενής φαντασία) και εκφράζεται εν συγκεκριμένω πάντα συμβολικά και μάλιστα πλαίσια της έγχρονης φαντασίας μας. Η γνώση χωρίς τη συμβολική έκφραση είναι ανέφικτη, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η συμβολική έκφραση είναι το είναι της γνώσης. Η συμβολική έκφραση ως γνώση τροχιοδρομείται φαντασιακά και εμπλουτίζεται στο βαθμό і που η έγχρονη φαντασία μας είναι έγκοσμη σμικρογραφία της πρωτογενούς και іі που η γνώση μας πληροφορείται το είναι των πραγμάτων στις έγχρονες φανερώσεις τους.
Η γνώση επομένως ως εκφράσιμη είναι αναπόφευκτα φαντασιακή. Αν όμως η απόλυτη γνώση, για να χρησιμοποιήσω ένα γνωστό εγελιανό όρο, είναι ανέκφραστη ως πεμπτουσία κάθε εκφράσιμης, εκφράζεται μόνο με την πρωτογενή φαντασία της οποίας ρητή έκφραση είναι η έγχρονη.
                                                            *
Τίθεται έτσι το πρόβλημα των σχέσεων συνείδησης και φαντασίας. Η συνείδηση (οἶδα, εἰδήσω, είδηση, συν-είδηση) διαμορφώνεται, αναπτύσσεται ηθικοδιανοητικά, καλύπτει όλο το εύρος της πνευματικής μας δραστηριότητας, αλλά κινδυνεύει να υποπέσει στην περίφημη φυσιοκρατική πλάνη, οπότε οδηγούμαστε στον εμπειρισμό και μάλιστα στη ριζική του μορφή.
Μπορούμε όμως να μιλάμε για συνείδηση των γνώσεών μας; Κάνουμε συνήθως λόγο για συνειδητοποίηση των γνώσεών μας, αν λάβουμε υπόψη μας πως εννοούμε τις επιφανειακές τις οποίες διατηρούμε συνήθως στη μνήμη μας χωρίς να διαγιγνώσκουμε τη φορά τους, το πνεύμα τους. Συνειδητοποιημένη γνώση είναι η επίγνωση και σε αυτό οφείλουμε να εμμείνουμε.
Δε μπορούμε όμως να κάνουμε λόγο για συνειδητή γνώση, πολύ περισσότερο για συνεπή ανάπτυξη των γνώσεών μας χωρίς τη δημιουργική φαντασία και όχι τη φαντασιωμένη η οποία επιτείνει το σκότος, τις ψευδαισθήσεις, τα πάθη κ.ο.κ. Υπάρχουν εδώ δύο καταστάσεις:
і. Είπαμε πως γνωρίζω σημαίνει ότι αναγνωρίζω κάτι του οποίου το είναι είναι και είναι μου. Αναγνωρίζω με άλλα λόγια σε κάθε συγκεκριμένο πράγμα το κοινό μας είναι αλλά τι συμβαίνει με τις λεγόμενες ιδιότητες των πραγμάτων; Πώς τις αναγνωρίζουμε; Αν λάβουμε υπόψη μας το συνανήκειν μας στον έγχρονο κόσμο, καμιά απ’ τις ιδιότητες των πραγμάτων (αν κυριολεκτούσαμε, δε θα κάναμε λόγο για ιδιότητες των πραγμάτων αλλά για ενεργήματα του πνεύματος)  δεν είναι ξένη προς τις δικές μας, όπως μας λέει η λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας την οποία έχουμε αναπτύξει σε πολλές μας ευκαιρίες.
 Η γνώση όμως, η πραγματική γνώση των πραγμάτων, δεν είναι απλά ανά-γνωση, αλλά και συν-είδηση. Τα πράγματα προσωποποιούνται με τη γνώση, αποκαλύπτουν στο συγκεκριμένο το οικουμενικό, με τις αλλαγές τους την παράμονη φύση τους η οποία καθιστά δυνατή κάθε μεταβολή τους. Όλη αυτή η πραγματικότητα, το ενεργείν των πραγμάτων, η συνειδητή τους γνώση, δεν επιτυγχάνεται χωρίς τη φαντασία που είναι ο ιστός, ο καμβάς της έγχρονης διαδικασίας-συμβαίνοντος.
Άλλως παραμένουμε στην επιφανειακή γνώση όπου προτεραιότητα έχουν η μνήμη και η αποστήθιση.
іі. Οφείλουμε να δούμε τη συμβολή της φαντασίας στη συνειδητοποιημένη γνώση. Επισκοπώντας την προσπάθειά μας στην ανάγνωση των χαρακτήρων των πραγμάτων, πέρα απ’ την αντιληπτική αίσθηση η οποία καθίσταται καθαρή αντίληψη, διαπιστώνουμε πως, παράλληλα, όλο τους το κινείσθαι, το μεταβάλλεσθαι, το ενεργείν, τελείται όχι στο λεγόμενο αντικειμενικό χώρο, αλλά στο φαντασιακό, κάτι που σημαίνει: Δεν υπάρχουν ούτε διαστάσεις, ούτε αντικειμενικές αποστάσεις, ούτε κενά, αλλά συνειδησιακή κατάφαση. Αποκαλύπτεται πως οι διασυσχετισμοί, οι συνδυασμοί, οι ομοιότητες, αναλογίες, αρμονίες, δυσαρμονίες κ.ο.κ., μόνο στη φαντασιακή σκέπη και αρμογή είναι διανοητά. Το συνειδησιακό εγώ επομένως είναι αδιανόητο χωρίς τη χωρικότητα της φαντασίας.
Αν είναι αδύνατο χωρίς τη νόηση, την αίσθηση, την αντίληψη, τη μνήμη, είναι αδιανόητο χωρίς τη φαντασία. Η γνώση επωάζεται και αυξάνεται φαντασιακά και αυτό δε συμβαίνει μόνο σε κάθε μορφής τέχνη, αλλά και στην ίδια τη γνώση. Βέβαια, και οι μορφές τέχνης, όταν δεν εκφράζουν απλά το τρέχον και το ευχάριστο, αλλά το ουσιώδες, γνώση αποκαλύπτουν.
Η γνώση προσωποποιείται, συνειδητοποιείται δηλαδή και αυτό δε μπορεί να τελείται χωρίς τη φαντασία για τον ακόλουθο λόγο: Η φαντασία κινείται καθολικά, ‘’ομογενοποιεί’’ το τυπικά ή φαινομενικά ποικίλο, αποκαλύπτει την ενότητα ανθρώπου και κόσμου, αποτελεί το μαγικό και αδιάστατο καθρέπτη στον οποίο οπτρίζεται η ενότητα υποκειμένου και κόσμου. Εκεί το υποκείμενο φανερώνεται ως συνειδησιακό εγώ.
Δεν οφείλουμε όμως να εκλάβουμε αυτή τη συνειδησιακή λειτουργία μηχανιστικά. Δεν πρόκειται για προκαθορισμένη διεργασία, για κάτι ορισμένο εκ των προτέρων στα πλαίσια μιας αντικειμενικής αναγκαιότητας που οδηγεί αναπόφευκτα στην αληθή γνώση. Υπάρχει στη συνειδησιακή φαντασιακή δραστηριότητα, κάτι το οποίο δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων. Αν συνέβαινε αυτό, θα είχαμε μια οικουμενική θεώρηση του ανθρωποκόσμου, κοινά αποδεκτή και μη επιδεκτική αμφισβήτησης. Στην πραγματικότητα όμως είμαστε μάρτυρες αλληλοσυγκρουόμενων θεωρήσεων και αυτό αποτελεί την τρανή απόδειξη της ελεύθερης δημιουργικότητας με αντίλυτρο το λάθος, τα σφάλματα, την πλάνη.
Με την πρώτη ματιά το συνειδός φαίνεται να ακολουθεί το συμβαίνον το οποίο εκφράζει σε δεύτερο βαθμό νοητά, λογικά, ό,τι φαίνεται πως κινείται, πως μεταβάλλεται κ.ο.κ. Πρόκειται για μεγάλη πλάνη η οποία μας παραδίνει στην υποβολή του συμβαίνοντος του οποίου γινόμαστε παθητικοί καταγραφείς. Ο άνθρωπος όμως δε μπορεί να είναι παθητικός καταγραφέας, δεδομένου ότι κοινωνεί άμεσα και ενεργητικά με τον κόσμο. Κοινωνεί του απολύτου και ένας κοινωνός του απολύτου δε μπορεί να είναι αιχμάλωτος της σχετικότητας. Την ορίζει, την αξιολογεί, τη ζει. Αυτό σημαίνει φαντασιακή συνειδητότητα.
Οδηγούμαστε έτσι σε μια επιπλέον θεώρηση. Σφάλλειν είναι η αυτοεξαπάτηση η οποία όμως δεν είναι ακούσια, αλλά προϊόν, συνέπεια λήθης της αρχέγονης ενότητας, λήθης που δημιουργεί τα αρνητικά υποκατάστατα.
Πώς προσεγγίζουμε όμως την καθαρή συνειδησιακή γνώση; Οφείλουμε να αποκλείσουμε κάθε μορφής χωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου ώστε να αποφεύγουμε τις διάφορες μορφές του δυισμού ή του εμπειρισμού.
Η κοινωνία μας με τον κόσμο ως άμεση, αδιαμεσολάβητη δηλαδή και απόλυτη πρωτοπληροφορία, είναι η μόνη σαφής και αναμφισβήτητη πραγματικότητα η οποία κρατύνει τη νόηση, την αντίληψη, την αίσθηση, το λόγο. Αυτή η ενότητα των συνειδησιακών λειτουργιών είναι μαρτυρία βαθύτατης κοινωνίας ανθρώπου και κόσμου, κοινωνίας η οποία φωτίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, στο συγκοινωνείν των ανθρώπων. Δε γνωριζόμαστε επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε τον κόσμο, η μύχια συνειδησιακή κοινωνία είναι πρωτογενής, αναδύεται, δεν προκύπτει, όπως οι γνώσεις.
Υπάρχει μια αδιαμεσολάβητη α-λήθεια με οικουμενική εμβέλεια η οποία και μας προλαβαίνει, με την οποία κοινωνούμε. Είναι η αειφανής πραγματικότητα με την οποία κοινωνούμε άμεσα. Άμεσα, με ανέκφραστο τρόπο και έμμεσα με τις έγχρονες συνειδητοποιήσεις μας οι οποίες είναι και έγκοσμες εκφράσεις της, διαθλάσεις της θα λέγαμε. Αυτή η πραγματικότητα φανερώνεται και τελείται στην έγκοσμη συνειδησιακή της έκφραση μόνο με τη φαντασία στο πέπλο της οποίας διανοίγεται το έγκοσμο-έγχρονο συμβαίνον ως μυριοποίκιλτη αλήθεια-έκφραση του αληθεύοντος νοήματος. Με τη φαντασία τελείται η διάνοιξη οριζόντων, ό,τι λανθασμένα αποκαλείται χώρος.
Ας κάνουμε κάποιες αφελείς κατά τα φαινόμενα ερωτήσεις: Νοεί το νοείν; Αισθάνεται το αισθάνεσθαι; Λογίζεται το λογίζεσθαι; Φαντάζεται το φαντάζεσθαι;  Φαίνεται πως πρόκειται για ερωτήσεις οι οποίες δεν έχουν νόημα, αλλά βαθύτερη επισκόπηση φωτίζει. Λέμε πως αισθάνεσθαι του αισθάνεσθαι είναι η συγκεκριμένη αίσθηση, κάθε αίσθηση δηλαδή. Όταν όμως ακούω, οσφραίνομαι, αγγίζω κάτι, είμαι βέβαιος πως μετέχω σε αυτό με συνειδησιακή πληρότητα, πως ακούω όλος, πως αισθάνομαι όλος, πως οσφραίνομαι όλος. Αυτό σημαίνει πως αντιλαμβάνομαι όλος, πως ζω απόλυτα κάθε σχετικό.
 Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δε μπορεί να επισυμβαίνει χωρίς τη δημιουργική πνοή της φαντασίας. Είναι η (συν)αρμόζουσα δύναμη του πνεύματος που ευθύνει τη συνειδητοποίηση.
Φυσικά, το απόλυτο δε φαντάζεται, δεν αισθάνεται, δε σκέπτεται. Ωστόσο, κάθε ανθρώπινη νόηση, αίσθηση, σκέψη, είναι φανέρωση, έγκοσμη και συμβολική, του απολύτου στο σχετικό και εδώ επιστρέφουμε κατ’ ανάγκη στην πρωτογενή φαντασία. Αφετηρία είναι η φαντασία μας η οποία είναι οπωσδήποτε περιορισμένη, η οποία εκφράζει εν πεπερασμένω την απόλυτη. Εμβαθύνοντας στη φαντασιακή μας καταλληλότητα διαπιστώνουμε πως μόνο φαντασιακά οι άλλες μας πνευματικές λειτουργίες φανερώνονται, συνεργάζονται, εγχρονοποιούνται, πως η χωρικότητά της στεγάζει κάθε διανοητική, αντιληπτική, συνδυαστική κ.ο.κ. προσπάθεια στο δρόμο ανά-γνωσης του συμβαίνοντος. Ενιαιοποιεί τα ασυνεχή, τα ανόμοια, τα κινούμενα, τα μεταβαλλόμενα σχήματα και μορφές, αποστίλβοντας έτσι τη δυναμική του αισθήματος και της διάνοιας στη μύχια ενότητά τους.
Όπως το νοείν είναι απόλυτο, όπως το αισθάνεσθαι είναι απόλυτο, όπως το αντιλαμβάνεσθαι είναι απόλυτο αλλά εκφράζονται εν συγκεκριμένω, έτσι και η φαντασία. Πρωτογενής φαντασία επομένως είναι το απόλυτο της χωρικής-έγχρονης φαντασίας μας. Γίνεται έτσι σαφέστερο ό,τι αποτελεί κοινή αλήθεια, ό,τι διατυπώθηκε από πολύ λίγους στοχαστές: Το κοινωνείν μας με το κοσμικό συμβαίνον που είναι άμεσο-απόλυτο νοούμενο και αισθανόμενο, μόνο με τη χωρικότητα της φαντασίας μπορεί να προσφέρει δυνατότητες εννόησης κάθε συγκεκριμένου συμβαίνοντος. Η ενότητα των ποικίλων είναι μεν διανοητική βεβαιότητα, αλλά συλλαμβάνεται, συνειδητοποιείται φαντασιακά.
Υπ’ αυτό το πνεύμα η παρουσία του απόλυτου εν παντί αποκαλύπτεται. Στο ‘’ελάχιστο’’ τελείται το ‘’μέγιστο’’, το κράτιστο. Ο κόσμος, ο κοσμάνθρωπος, είναι εσαεί φορέας νοήματος, η άσπιλη καθαρότητα της συναισθηματικής-νοητής ματιάς είναι κάτι το εσαεί συμβαίνον, το συγκροτητικό της γνώσης. Εκτιμώντας έτσι κάθε προσπάθειά μας, διανοητική, ηθική, επιστημονική, καλλιτεχνική, κοινωνική, κ.ο.κ., κατανοούμε πόσο το άσπιλο, το αμίαντο κρύπτεται και αποκαλύπτεται ταυτόχρονα, πόσο η κρυπτική ματιά του Αιώνα είναι το φως του ανθρώπινου. Ο ‘’τεχνητός’’ διαχωρισμός που ωστόσο καταδεικνύει την ενότητα χωρίς την οποία καμιά πνευματική δραστηριότητα δεν είναι εφικτή, καταπαύει, διαχέεται η συνειδησιακή αρμονία, το πράττειν είναι θεωρείν και το θεωρείν πράττειν, το έγκοσμο αποπνέει ιερότητα και άγεται στην οικουμενικότητά του που κατατίθεται κυρίως ως συγκεκριμένη ηθική ενέργεια. Συναντάμε εκ νέου έτσι παλαιότερη διαπίστωσή μας  κατά την οποία το απόλυτο είναι η τροφή του σχετικού, το τελευταίο τρέφεται εσαεί και συνέχεται απ’ το πρώτο.
Αυτή η αλήθεια είναι αποκαλυπτική του βαθύτερου πνεύματος της πνευματικής ενέργειας και της σχέσης της με τη φαντασία. Επιμένουμε έτσι στον όρο πληρωματικότητα ο οποίος δεν είναι αποκλειστικά ηθικός ή διανοητικός, ούτε συναισθηματικός ‘’καθ’ υπερβολήν’’ φαντασίας, κάτι δηλαδή το μη πραγματικό, ή το βαθιά υποκειμενικό, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο. Η βαθιά ενότητα της φαντασίας και των άλλων καταλληλοτήτων του πνεύματός μας μάς οδηγεί σε μια νέα διαπίστωση: Το πληρωματικό είναι όμμα της αλήθειας και όχι πρόσκαιρη συναισθηματική ή ονειρική κατάσταση και αυτό συνιστά ύψιστη οντολογική μαρτυρία. Το ατελές, το ενδεές της ανθρώπινης φύσης, ό,τι διαψεύδει φαινομενικά τις πρωτινές αναμονές και βλέψεις της παιδικότητας, έχεται, κατέχεται από μια βαθύτερη αφετηρία, γιατί πώς θα αναζητούσαμε την πλήρωση, το απόλυτο, αν δεν το πληροφορούμασταν ενορατικά, μυστικά και μάλιστα στην καρδιά της ένδειας;
Ό,τι συνήθως αντιλέγεται με την επίκληση της αλλοτρίωσης η οποία δημιουργεί φαντασιακούς παραδείσους ψευδαίσθησης και αυταπάτης είναι ουσιαστικά έωλο, γιατί τίποτε δε δημιουργείται, σε τίποτε δεν προσβλέπουμε αν δεν υπάρχει εγγύτητα με το αληθεύον. Το ατελές, σε όλες τους τις βαθμίδες, και στις φρικιαστικές, είναι αδιανόητο χωρίς την ‘’πρότερη’’ πρωτοπληροφορία η οποία είναι άρρητη, παρθενική και άφθαρτη. Το ατελές, όλες του οι μορφές, δεν οδηγεί ποτέ στην αρχή του τελείου, του απολύτου, θα ήταν έμμονο, αύταρκες, θα διαλεγόταν με τον εαυτό του, με τα έργα του, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου βασιλεύει η διαλεκτική των παθών. Το άρμα της φαντασίας επομένως διαχρωματίζεται οντολογικά και κατευθύνεται εκεί όπου ο λογισμός το κινεί, το κατευθύνει υπό την πνοή του συναισθήματος. Το βλέπουμε στις διεκφράσεις του κακού, αλλά δεν το διακρίνουμε στις περιπτώσεις στις οποίες ο ακήρατος λογισμός, η παρθενική αφετηρία, προσδίδει στη φαντασιακή δημιουργία άλλες διαστάσεις. Πρόκειται για μυστική προφάνεια η οποία όμως ποδηγετεί ό,τι βιώσιμο στον έγχρονο βίο. Είναι οι όψεις της πληρωματικότητας και θα τις αναλύσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
 Προς τι λοιπόν η πληρωματικότητα; Ποια η σχέση της με τη φαντασιακή δημιουργικότητα;
Αν θέλουμε να τμήσουμε ουσιαστικά τη φαντασιακή δημιουργία, οφείλουμε να ξανατονίσουμε κάτι χωρίς το οποίο δεν είμαστε ικανοί ούτε να φανταζόμαστε, ούτε να λογιζόμαστε, ούτε να συναισθανόμαστε, ούτε να δημιουργούμε. Είναι η αποδιαστολή και της ίδιας της σκέψης και της φαντασίας. Μπορεί όμως να συμβαίνει αυτό και πώς; Πώς είναι δυνατό να αίρεται η ίδια η σκέψη και να συνεχίσουμε να είμαστε έγχρονα και συνειδητά όντα;
Φυσικά η σκέψη δεν αίρεται, όπως δεν αίρεται ούτε η αίσθηση ούτε η αντίληψη και στις ύστατες στιγμές της αυτοσυγκέντρωσης, της αποκέντρωσης απ’ τις έννοιες και τις παραστάσεις. Αίρεται, αποσύρεται θα οφείλαμε να λέμε, η φαντασία και η μνήμη, αναστέλλεται η λειτουργία της, αλλά βαθύτερη προσέγγιση μάς πληροφορεί πως αυτή η απόσυρση δεν είναι παρά καθολική απόσυρση του υπάρχειν μας και καταβύθιση στο απόλυτο είναι μας-είναι του κόσμου.
Όντως και ο λογισμός αποσύρεται και αυτό συμβαίνει σε όλους, δεν είναι προνόμιο κάποιων, σε αυτό όντως οφείλεται η γονιμότητα της σκέψης και των ατραπών της σε όλες τις μορφές πνευματικής δημιουργίας. Εννοούμε βέβαια και τις αρχαϊκές μορφές σκέψης, και την ψυχονοοτροπία των λεγόμενων πρωτογόνων όπου ο λογισμός δεν έχει αναπτυχθεί.
Τι θα μπορούσε να συμβαίνει; Σε αυτές τις καταστάσεις, αν μπορούν να θεωρηθούν καταστάσεις, όροι όπως απάθεια, μυστική ένωση, μακαριότητα, κατάπαυση κ.ο.κ., όροι γνωστοί τόσο απ’ τη φιλοσοφία, όσο και απ’ τη θεωρητική μυστική, δείχνουν μόγις (πλατωνικός όρος) όχι κάποιο αντικείμενο, έναν τόπο, μια περιγραπτή κατάσταση, αλλά το μυστικό είναι του ανέκφραστου, ό,τι συνιστά την πεμπτουσία του ανθρωπίνου, το ιερότατο είναι το οποίο δεν είναι δυνατό να εξαγοράζεται, να αλλοιώνεται, να αλλοτριώνεται. Δεν είναι γνόφος ἀγνωσίας κατά κάποιους μυστικούς, αλλά μύχια πληροφορία ζωής, απόλυτης, άπεφθης ζωής μαρμαρυγές της οποίας ανακλώνται στο ανθρωποκοσμικό είναι.
Βέβαια εγκλεισμός σε αυτό το οποίο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε αποκλείεται, θα σήμαινε αναχωρητισμό, θα ήταν ίσως φαντασιακή αυταπάτη, γιατί συμβαίνει κάτι ουσιαστικότερο.
Είναι η υφή του είναι μας, η αιωνιότητά μας, το απολύτως ζην μας το οποίο ορίζει κάθε μορφή θνήσκειν, κάθε συμβαίνον. Δεν πρόκειται επομένως για απόδραση, για φυγή, αλλά για ουσιαστική ‘’επιστροφή’’ στο αληθές, για απόδραση και για φυγή απ’ τη λήθη, απ’ την υποβολή της φαινομενικότητας και των μύθων της με πρώτιστο τον εγωισμό. Γι’ αυτό λέγαμε παλαιότερα και επαναλαμβάνουμε πως η ζωή είναι ουτοπική, πως δε γνωρίζει τόπο, ιδαλγικός νόστος, πνευματική αγυρτεία, μακριά από κάθε κυριαρχική και αποκτητική βλέψη, εξορία. Ο μόνος τόπος μας είναι η εξορία, η έξοδος απ’ το φαινομενικό και απ’ τις πλάνες της διανοίας και του αισθήματος, η φαντασιακή παρθενική ανάβλεψη.
Ας προσεγγίσουμε για μια ακόμη φορά τη φαντασία υπό τα προηγηθέντα, κυρίως τη σχέση της με την αρχέγονη, τη σχέση της κυρίως με την πληρωματικότητα. Πολλοί ισχυρίστηκαν πως στη φαντασία οφείλονται οι πλάνες μας, άλλοι επέμειναν στο ρόλο της στη δημιουργία της γνώσης. Αν όμως αναβλέψουμε, αν ανα-θεωρήσουμε τη φαντασιακή δημιουργία, αν δηλαδή προσπαθήσουμε να εισβάλουμε στο μύχιο είναι της, διαπιστώνουμε πως η αρχέγονη φύση της που είναι τροφός της έγχρονης, μη παραστατή, μη οριστή, μη περιγραπτή, είναι το απόλυτο πλήρωμα που διαχέεται ως σχετικότητα, ως συγκεκριμένη ενέργεια, όπως συμβαίνει και με την απόλυτη νόηση, με την απόλυτη αίσθηση, με τον απόλυτο λόγο, με το απόλυτο συναίσθημα.
Απόλυτη φαντασία, απόλυτη νόηση, απόλυτο συναίσθημα, απόλυτος λόγος, απόλυτη αίσθηση. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως πρόκειται για φανταστικές επινοήσεις;
Αντίστροφη αφετηρία μας διευκολύνει. Έγκοσμη φαντασία, σχετικό έγκοσμο συναίσθημα, σχετικός λόγος, συγκεκριμένη αίσθηση, δεν είναι παρά συμβολικές εκφράσεις του απολύτου. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει πληρωματικότητα, επειδή το σχετικό και το απόλυτο είναι συμπληρωματικά. Εδώ ακριβώς  μπορούμε να προσεγγίσουμε ό,τι συνιστά ‘’σκάνδαλο’’ για τη ρηχή λογική των αποστεωμένων και αιωρούμενων λογικών κατηγοριών. Εννοούμε την ‘’ένδεια’’ του απολύτου το οποίο ως απόλυτη ζωή θραύεται αποσπασματικά, θυσιάζεται, στην ενότητα του κοσμικού συμβαίνοντος. Το πλήρωμα, η πληρωματικότητα, είναι πρωτοπληροφορία η οποία δε μπορεί να αναφανεί παρά ως έξοδος, ως προσφορά, ως θυσία, ως ανάλωση που τρέφει τον κόσμο, τον κοσμάνθρωπο.
Ήδη, το μη δείξιμο, το μη παραστατό, το απόλυτο ως πρωτοπληροφορία, διαχέεται, πλουμίζει τις παρθενικές αφετηρίες του ανθρώπινου, βρίσκεται στην αφετηρία κάθε αυθεντικού. Εμπνοή στον κόσμο του αληθεύοντος επομένως είναι αποκαλυπτική και τόπος αποκάλυψης αυτής της μαγικής αλήθειας είναι η φαντασία μας, πέρα απ’ τις επινοήσεις της ανθρώπινης δουλείας. Η ίδια η ανθρώπινη δουλεία με την δολιευμένη απ’ το νόθο λογισμό φαντασία, επικαλείται πάντα τον τόπο της ελευθερίας, της αποδέσμευσης απ’ την πλάνη, απ’ τις ψευδαισθήσεις οι οποίες από μόνες τους μηνύουν την εθελόδουλη ανθρώπινη δουλεία.
Τρόπους έκφρασης αυτής της αλήθειας θα προσεγγίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.




                                    VI

ΔΙΑΘΛΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΥ

Το ηθικοδιανοητικό, επιστημονική δημιουργία, τέχνη, πνευματική ζωή
 Η φαντασιακή δημιουργία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηθική και διανοητική δραστηριότητά μας. Τίθεται όμως ένα βασικό ερώτημα το οποίο αναφέρεται στη σχέση της φαντασίας με το ηθικό και το διανοητικό είναι.
Τι προηγείται: Το ήθος ή η διάνοια; Η ερώτηση, τόσο απλή, έχει διχάσει πολλούς στοχαστές και έχει δημιουργήσει πολλές και αντικρουόμενες θεωρήσεις. Δε θα τις αναφέρουμε, είναι γνωστές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Υπάρχει όμως μια άδηλη περίπου μαρτυρία η οποία διαλανθάνει σε όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα και η οποία θεωρεί το ηθικό ως ηγούμενο, ως πηγή του διανοητικού. Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε και τις διαφορετικές θεωρήσεις, κυρίως εμπειριστικές, των οποίων οι απόψεις, παρά το ότι δε συγκλίνουν απόλυτα, θεωρούν κατά κανόνα το ηθικό με σχετικό τρόπο και διαμορφούμενο από παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν ριζικά το υποκείμενο και του υπαγορεύουν τρόπους συμπεριφοράς κατά τις συνήθειες, το κλίμα, την ιδιοσυγκρασία, θεωρήσεις που κάποτε οδηγούνται στο σχετικισμό, στην άρνηση του ηθικού, συχνά μάλιστα και στον αμοραλισμό, στη φυσιοκρατική, στην αισθησιακή κ.ο.κ. θεώρηση της ηθικής ζωής και συμπεριφοράς.
Κεφαλαιώδης όμως αφετηρία είναι ό,τι ονομάζουμε αισθήματα και συναισθήματα τα οποία φαίνεται πως προσδιορίζουν με την πρώτη ματιά το ηθικό αίσθημα της ζωής. Είναι τα αισθήματα και τα συναισθήματα παροδικές καταστάσεις οι οποίες δημιουργούνται απ'  τις  εντυπώσεις και απ' τις παραστάσεις κατά τις εκάστοτε συγκυρίες ή κάτι το ουσιαστικότερο; Αποφασίζει ο άνθρωπος ή σύρεται και παρασύρεται απ'  τις συγκυρίες;
Πρόκειται για σημαντικά ερωτήματα τα οποία δε θα βρουν ποτέ ''επιστημονική'' απάντηση, αλλά τα οποία θα ερεθίζουν δημιουργικά τη φιλοσοφική  διαπορία.
Ξεκινώντας απ'  τα αισθήματα που είναι ουσιαστικά μήτρα συναισθημάτων, διαπιστώνουμε πως είναι αδιανόητα χωρίς την αίσθηση και την αντίληψη, χωρίς δηλαδή τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση η οποία είναι αδιανόητη χωρίς την αντίληψη και την κοινωνία με το συνυπάρχειν.
Διακρίνουμε καθαρά πως οι ρίζες του συναισθήματος είναι αντιληπτικές και πως οι αφετηρίες της αντίληψης είναι συναισθηματικές. Γι'  αυτό δε μπορούμε να κάνουμε λόγο για συναισθηματικό είναι και για διανοητικό είναι διαφοροποιώντας τα και θεωρώντας τα συχνά αντιμαχόμενα. Αυτό συμβαίνει δυστυχώς επειδή είμαστε προσκολλημένοι στην αφελή θεώρηση κατά την οποία ο λεγόμενος εξωτερικός κόσμος με τους θεούς, τους δαίμονες και τα διάφορα πλάσματα της φαντασίας (το νόθου λογισμού θα οφείλαμε να λέμε) δημιουργούν παγανιστικές εξάρσεις με φαντάσματα και εγωιστικές παραφορές. Αυτό δε συνέβαινε μόνο παλαιά,  κατά τις εποχές του σκότους, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά συνιστά σχεδόν διαρκές συμβαίνον, δεδομένου ότι παλαιοί παγανιστικοί μύθοι με παθολογικές εξάρσεις ξανασυναντώνται υπό νέες μορφές έκφρασης που καταπλήττουν με την εμφανή αφέλεια, δόλο και σοφιστεία, κατά περιπτώσεις.
Βεβαίως, για να είμαστε κατά το δυνατό ακριβείς, και από αυτές τις θεωρήσεις, οι οποίες υποδούλωναν και υποδουλώνουν το ανθρώπινο και πολλές μορφές δημιουργίας, αναδύθηκαν υψηλές μορφές πνευματικότητας που παραμένουν ατίμητα περιδέραια των πολιτισμών. Αυτό μαρτυρείται καθαρότατα στις διαπολιτισμικές σοφίες και πείθει πως ο άνθρωπος είναι ικανός να διακρίνει και στην αχλύ ή στο σκότος της πλάνης ακτίνες φωτός που δείχνουν κάτι το οποίο κρύπτεται. Χωρίς αυτήν την αλήθεια δε θα υπήρχαν βιώσιμοι πολιτισμοί, ούτε αξιόπιστη σκέψη.
Δε δημιουργήθηκαν απλά, αλλά αποκάλυψαν τις βαθύτερες εμπνοές του ανθρωπίνως υπάρχειν και φώτισαν (φωτίζουν εσαεί θα οφείλαμε να λέμε) ό,τι είναι βιώσιμο και αληθές. Αυτό διαλανθάνει ή φανερώνεται και στην ιστορία της σκέψης και κυρίως της φιλοσοφικής, χωρίς βέβαια να αποτελεί αποκλειστική οδό. Είναι σαφέστατο στην ιστορία κυρίως της μεταφυσικής.
Πρόκειται για την ενότητα του ηθικού και του διανοητικού, ενότητα η οποία στηρίζεται στην αρμονία λόγου και συναισθήματος που έχουν κοινή ρίζα όπως διαπίστωσε και ο καντιανός λόγος, άγνωστη για πάντα ρίζα η οποία όμως θα λέγαμε πως είναι ανέκφραστη και γι’ αυτό πάγγνωστη, απόλυτη πρωτοπληροφορία.
Πρόκειται όμως για ενότητα ή για ουσιαστική ταυτότητα; Ταυτίζεται ο λόγος με το συναίσθημα, η αντίληψη με την αίσθηση; Ένας πραγματικός καρτεσιανός θα μας έλεγε πως όταν αισθάνομαι, σκέπτομαι, αλλά ισχύει το αντίστροφο κατά το οποίο όταν σκέπτομαι αισθάνομαι; Σημαντικές αυτές οι προκλήσεις που έχουν ανεξαγόραστη γονιμότητα αινίσσονται κάτι αποκαλυπτικό.
Ναι, όταν σκέπτομαι συγκεντρώνομαι, αλλά ταυτόχρονα, δεν παύω να αισθάνομαι, έστω κι αν με την πρώτη ματιά η αισθητή εμπειρία φαίνεται πως αποδιαστέλλεται. Στην πραγματικότητα όμως, και στην έσχατη αυτοσυγκέντρωση, αποκαλύπτεται κάτι το οποίο μόνο με προσφυγή στη φαντασία μπορεί να μας βοηθήσει. Πηγή της αντίληψης είναι η νόηση η οποία ταυτίζεται με τη χωρικότητα της φαντασίας (υπάρχει σκέψη χωρίς τη φαντασία;), αλλά η αντίληψη είναι πάντα αντίληψη κάποιου πράγματος, για να παραφράσουμε γνωστή χουσσερλιανή έκφραση, κι αμέσως οποιοδήποτε πράγμα που αντιλαμβανόμαστε παραπέμπει στο αισθητό. Δε μπορεί επομένως να υπάρξει σκέψη χωρίς την αίσθηση, την αισθητή εμπειρία. Η αισθητή εμπειρία όμως παραπέμπει στο έγχρονο-συμβολικό-αισθητό-σχετικό-μεταβλητό-πεπερασμένο.
Να γιατί, για να συνεχίσουμε, κάθε αισθητό είναι πνευματικό: Δε γίνεται αντιληπτό παρά ως πνευματικό, καθόσον όλοι οι χαρακτήρες του είναι πνευματικοί και τελείται, υπάρχει, γίγνεται εσαεί στο πνεύμα μας το οποίο, καθώς το αισθάνεται, το αντιλαμβάνεται.
Συνεχίζοντας μπορούμε πια να πούμε πως το σκέπτεσθαι, το λέγειν, είναι έκφραση με αποκλειστικές προϋποθέσεις τη χωρικότητα της αρχέγονης φαντασίας και τη χρονικότητα της έγκοσμης, κυρίως της ανθρώπινης. Αν η αρχέγονη φαντασία, η χωρικότητά της, είναι τροφή της έγχρονης, η τελευταία τρέφει τη αρχέγονη γιατί η τελευταία δε φανερώνεται με άλλο τρόπο.
Υπάρχει ένα παράλληλο σχετικό με το ηθικοδιανοητικό. Αναρωτιόμαστε αν το ηθικό ταυτίζεται με το διανοητικό και μέχρι στιγμής το διανοητικό, όπως η αρχέγονη φαντασία, δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το ηθικό, κατά τον τρόπο της έγχρονης. Υπ’ αυτό το πνεύμα κάνουμε λόγο για ενότητα, για συμπληρωματικότητα, αλλά απαιτείται περαιτέρω εμβάθυνση.
Όπως σε κάθε πεπερασμένο, σχετικό, μαρτυρείται το απόλυτο, αυτό το αιώνιο τελούμενο μαρτυρείται ως ανθρωποκοσμικό πνευματικό συμβαίνον και αυτό σημαίνει πως κάθε μορφή έκφρασης, οπωσδήποτε συμβολική, είναι και πνευματική. Είναι επομένως αδύνατο το ηθικό να μην είναι διανοητικό και αντίστροφα. Στο απόλυτο νόημα το ηθικό ταυτίζεται με το διανοητικό, αλλά σε κάθε μορφή έκφρασης μαρτυρούνται ως ενότητα, ως συμπληρωματικά.
Το ηθικοδιανοητικό επομένως  είναι ο πυρήνας κάθε αξιόπιστης δημιουργίας και η γονιμότητά του τροχιοδρομείται με τη δημιουργική φαντασία.
Προσεγγίζοντας το ηθικό, διακρίνοντάς το ριζικά από κάθε μορφής ηθικισμό που το περιχαρακώνει σε στατικούς κώδικες συμπεριφοράς, οδηγούμαστε σε κάτι το οποίο είναι πληρωματικό, γιατί, το είπαν κάποιοι στοχαστές, αλλά δεν το ανέπτυξαν επαρκώς, μόνο το ηθικό είναι λογικό και είναι απαλλαγμένο από τις γνωστές αντινομίες, τους παραλογισμούς και τα αδιέξοδα πολλών λογικών συστημάτων και κυρίως του λογικισμού (Ήδη αναπτύξαμε εκτενώς το θέμα στις συναντήσεις μας πριν πέντε χρόνια: Ηθική και Λογική, Δρόμων, 2010). Συγκεκριμένα, αλήθειες που δε θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε έννοιες αλλά κατηγορίες ζωής, αναδύονται απ’ τη δημιουργική φαντασία η οποία ευθύνει το έλλογο συναίσθημα ή τη συναισθανόμενη διάνοια, αναβλύζουν ως αλήθειες οι οποίες προφθάνουν το λογισμό γιατί τον οδηγούν. Πρόκειται για πραγματικότητες οι οποίες αναβλαστάνουν ως φώτα της διάνοιας, που μηνύουν το τελούμενο κατά το οποίο ο κόσμος τρέφεται απ’ το απόλυτο το οποίο και τον τρέφει, αφού δε φανερώνεται χωρίς αυτόν. Είναι ό,τι ηθικά ονομάζουμε θυσία, ανάλωση μη αναλισκόμενη, αγάπη από όπου αναδύονται οι ονομαζόμενες αρετές όπως η μεγαλοψυχία, η καρτερία, η ανοχή, η ταπεινότητα, η διαθεσιμότητα…το συν-υπάρχειν. Δεν πρόκειται για επιταγές εκπηγάζουσες άνωθεν, αλλά για θράσσουσες μαρτυρίες ζωής οι οποίες επιμαρτυρούν το ανέκφραστο του άσπιλου, του παρθενικού, του αμίαντου, του άφθαρτου και εδώ δε μπορούμε πια να διακρίνουμε μεταξύ απείρου, απολύτου, όλου, άτμητου, άχρονου και άσπιλου, παρθενικού, άμωμου… Είναι η κατισχύουσα ταυτότητα ως πλήρωμα, ως το μόνο απόλυτα γνωστό και γι’ αυτό ανέκφραστο. Είναι το είναι της σιωπής ως τροφή του λέγειν.
Διαβλέπουμε αυτήν την αλήθεια ως πανπολιτισμικό consensus, ως sensorium στη μυθική, συμβολική, θρησκειοφιλοσοφική εκζήτηση, αλλά και ως πανανθρώπινο αίτημα το οποίο αναφωτίζει το πνεύμα της ουτοπίας.
Της ουτοπίας ως μόνου πραγματικού τόπου του ανθρωπίνως υπάρχειν, αν λάβουμε υπόψη μας πως δεν υπάρχει ουσιαστικά ούτε τόπος αμετακίνητος, ούτε χώρος, παρά πνευματικά.
Είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε πως το ηθικοδιανοητικό μας είναι δε μπορεί να επωάζεται προσφέροντας καρπούς ελευθερίας, δημιουργικότητας, μαρτυρίας χωρίς τη συνδρομή της φαντασίας, γιατί ούτε η θυσία, ούτε η αγάπη, ούτε το παροικείν, ούτε η προσφορά εννοούνται έξω απ’ τη φαντασιακή χωρικότητα και χρονικότητα. Το ηθικοδιανοητικά ζην, πέρα απ’ τις αυταπάτες των ειδώλων και την τραγωδία της ανθρώπινης δουλείας  το οποίο έχει απροσμέτρητη δυναμική στις διαπροσωπικές και στις διανθρώπινες σχέσεις, είναι περισσότερο επινοητικό απ’ τις μεθοδείες κάθε πλάνης και εθελόδουλης αυταρέσκειας.
Υπάρχει ωστόσο η υπόδηλη ορίζουσα η οποία στέγει τους δημιουργικούς ορίζοντες του ηθικοδιανοητικού. Ο κόσμος μας και κυρίως το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν είναι αδιανόητα χωρίς την ενότητα του ηθικοδιανοητικού. Το εγώ είναι αδύνατο χωρίς τα συ, το εμείς και ο ανθρώπινος βίος αδιανόητος. Το εγώ συνειδητοποιείται με το συ και με το συνυπάρχειν, είναι ουσιαστικά ετεροκεντρικό και η διάπλωσή του, η αμοιβαία διάπλωση με απέραντες δημιουργικές προοπτικές, δεν είναι μόνο ελευθέρωση απ’ τις αυταπάτες, αλλά και απ’ τα εγωιστικά φαντάσματα τα οποία κτίζουν ματαιότητες και απεργάζονται πόνο.
Προστρέχοντας σε πράξεις δημιουργίας ελαυνόμενες απ’ το ηθικοδοανοητικό κατανοούμε πως εκεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τομέα δράσης η δημιουργική φαντασία διαθλάται φωτοβόλα και εκπλήττει με την απερίτμητη προσφορά της. Πληρώνει, όσο κι αν παρόμοιες καταστάσεις ζωής είναι άγνωστες στο προσωπείο του καθημερινού βίου.
Δε μας είναι δυνατό να σκεφθούμε, να αξιολογήσουμε και να εκτιμήσουμε οποιοδήποτε ηθικοδιανοητικό προχώρημα χωρίς τη δημιουργική πνοή της φαντασίας και εδώ συμβαίνει το αποκαλυπτικότερο: Στη χωρικότητα της πρωτογενούς φαντασίας διαπλώνεται η χρονικότητα της έγχρονης, το απόλυτο ‘’μείγνυται’’ με το σχετικό, ο άνθρωπος αυτοφωτίζεται ως άπειρος εν πεπερασμένω, καθόσον і το απόλυτο κάτοπτρο της διαφάνειας το οποίο αποκαλούμε αγνότητα, καθαρότητα, αφέλεια, θαυμασμό, χάρμα δεν είναι απλές συναισθηματικές καταστάσεις, αλλά είναι του απολύτου, του ό,τι αποκαλούμε απόλυτο, άχρονο. Ουσιαστικά δε λέμε κάτι νέο, αν λάβουμε υπόψη μας πως οι πλατωνικές ιδέες, ο αριστοτελικός ποιητικός νους, η σπινοζική natura naturans, το καρτεσιανό άπειρο κ.ο.κ. τείνουν να δηλώνουν ό,τι δε φθείρεται, δε μεταβάλλεται, ό,τι είναι πηγή εννόησης κάθε φθαρτού, μεταβλητού κ.ο.κ., іі ό,τι μεταβάλλεται φθείρεται κ.ο.κ., δεν είναι παρά η διάθλαση του πρώτου στο δεύτερο. Το άφθαρτο, το απόλυτο, η χωρικότητα, το ανέκφραστο, καθίσταται εκφραστό με τη δυναμική της έγκοσμης φαντασίας (χρονικότητα) με τρόπο που το ανέκφραστο εμβιώνεται ως αγάπη, ως διαθεσιμότητα, ως θυσία, ως εγκαρτέρηση, ως ευγένεια…Αποκαλύπτεται έτσι πως το απόλυτο γονιμοποιεί το έγχρονο και πως ό,τι αποκαλούμε αρετές, αξίες, ηθικές έννοιες δεν είναι παρά διαθλάσεις, έγχρονες φανερώσεις του απόλυτου στο σχετικό. Άρα, οποιαδήποτε έκφραση του ηθικοδιανοητικού είναι στην ουσία της απόλυτη και γι’ αυτό οδηγεί πέρα απ’ τη συγκίνηση και τους συναισθηματισμούς, οδηγεί στο ανέκφραστο πλήρωμα.
Όλος αυτός ο κόσμος αναπτύσσεται και γονιμοποιεί πλείστες όσες προσπάθειες της ζωής μας δημιουργώντας τον άγιο, τον απαθή, τον αναμορφωτή, τον ευεργέτη, το δημιουργό, τον άνθρωπο της εγγύτητας, τον άνθρωπο του οποίου η δημιουργική φαντασία πλοηγεί και πλοηγείται, άγει και άγεται. Οι ήρωες του καλού, αφανείς συνήθως στον κόσμο της λήθης και στον παραλογισμό του πάθους, ανοίγουν ορίζοντες και πείθουν πως η πληρωματικότητα της ζωής συνίσταται στην προσφορά, στην κοινωνία, στο δημιουργικό συνυπάρχειν, στη μακαριότητα η οποία μεταμορφώνει το μόχθο και τον πόνο των δικαίων σε πηγή πληρότητας, πέρα απ’ τις ειδωλικές και άπληστες εκζητήσεις του νοσηρού λογισμού. Ήδη, η φαντασία μας, όπως και ο λόγος μας και το συναίσθημά μας, αποκαλύπτουν τον ποιμαίνοντα ποιμαινόμενο, τον εγγίζοντα εγγιζόμενο, το μύστη στη διαφάνεια και στο μεγαλείο του ηθικοδιανοητικού.
Κάνουμε συνήθως λόγο για τις ‘’εκτροπές’’ της φαντασίας, για τη δόλια δημιουργικότητα της νοσηρής φαντασίας, αλλά παραλείπουμε να τονίζουμε πως η φαντασία δεν είναι παρά το όχημα, ο καμβάς στον οποίο ο νόθος λογισμός πλοηγεί τις επινοήσεις του. Σε αυτές όμως τις περιπτώσεις τις οποίες θα μπορούσαμε να αναλύσουμε ως φαινομενολογία του πάθους, δεν παράγεται φιλοσοφική γνώση, ο νους επισκοτίζεται και όλα, και τα πιο απρόσμενα, είναι δυνατά. Υπάρχει όμως δημιουργική φαντασία σε αυτές τις περιπτώσεις;
Πολλοί αναρωτήθηκαν αν σε όλες τις μορφές της αρνητικής τροπής του ανθρώπινου βίου υπάρχει ίχνος των απαρχών, αν έχει απομείνει κάτι απ’ την πρωτογένεια. Νομίζουμε πως μπορούμε να προσεγγίσουμε αποτελεσματικότερα αυτό το πρόβλημα, αν λάβουμε υπόψη μας πως και οι απογοητευτικότερες συλλήψεις της νοσηρής φαντασίας είναι παραλογισμός ο οποίος δεν εννοείται χωρίς την απαρχή, χωρίς τις παρθενικές αφετηρίες του ανθρωπίνου. Το αληθεύον είναι αποκλειστικό κριτήριο του εαυτού του αλλά και του ψευδομένου, για να παραφράσουμε γνωστή σπινοζική σκέψη. Θα προσθέταμε πως το ψευδόμενο, το έργο της αχαλίνωτης φαντασίας, είναι εξαρχής ειδωλικό και άρα ψευδές. Μπορεί ο άνθρωπος να διαχειρίζεται τη ζωή του με βάση το ψευδές, αλλά είναι γνωστές οι συνέπειες σε όλες τις διαστάσεις της ζωής.
                                                            *
Στην επιστημονική δημιουργία, απ’ τις απαρχές της που εντοπίζονται στις πρώτες τέχνες και επινοήσεις μέχρι την ανάπτυξή της κατά τους κλασικούς και νεώτερους χρόνους και κυρίως μέχρι τις μέρες μας η παρουσία της φαντασίας είναι καθοριστική. Κρατεροί επιστήμονες βεβαιώνουν πως όχι μόνο δεν υπάρχει επιστημονική γνώση χωρίς τη φαντασία, αλλά πως η φαντασία είναι σημαντικότερη απ’ τη γνώση.
Θα λέγαμε πως η επιστημονική γνώση είναι αδιανόητη χωρίς το έργο της φαντασίας και αυτό γίνεται σαφέστερο με την πορεία της σύγχρονης επιστήμης και με τον αναπότρεπτο εναγκαλισμό της με την κυβερνητική-πληροφορική. Έχει διαπιστωθεί πως η νεώτερη επιστήμη αναπτύχθηκε δυναμικά με τη λεγόμενη μαθηματικοποίηση του κόσμου μας, κάτι που σημαίνει με τη μαθηματική περιγραφή, γιατί η επιστήμη, η επιστημονική γνώση για να κυριολεκτούμε, έχει ως γλώσσα τα μαθηματικά. Είναι επίσης σαφές πως η σύγχρονη επιστημολογία δεν εξηγεί, αλλά περιγράφει και πως κάθε επιστημονική περιγραφή, για να είναι όντως επιστημονική, είναι προσωρινή και ανοιχτή σε αλλαγές (αναστρεψιμότητα). Επιπλέον, η επιστήμη είναι θεωρητική και βασίζεται σε αξιώματα (αξιωματική).
Για να μην επαναλαμβανόμαστε όμως, δεδομένου ότι το πρόβλημα μας έχει ήδη απασχολήσει επαρκώς σε άλλες ευκαιρίες, ας προσεγγίσουμε τον όρο επιστημονικό κοσμοείδωλο, όρο ύποπτο, ο οποίος όμως αποκαλύπτει κάτι σημαντικό και άκρως ενδεικτικό για τη σπουδή μας. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για είδωλο, αλλά για νοητή και λογική απόδοση του συμβαίνοντος, για πνευματική δηλαδή δημιουργία. Πού εγγράφεται το είδωλο του κόσμου μας; Θα μπορούσε να είναι διανοητό χωρίς τη φαντασία;
Απάντηση προσφέρεται με προσεκτική θεώρηση κάθε επιστημονικής προσπάθειας η οποία με όπλο το μαθηματικό λογισμό, αλλά και την αίσθηση και την αντίληψη, συλλαμβάνει μεγέθη, κινήσεις, μορφές, σχήματα κ.ο.κ. συνδέοντάς τα, συγκρίνοντας, διακρίνοντας, συσχετίζοντας, αντιπαραθέτοντας (σαφέστατη η αναγκαία παρουσία της λογικομεταφυσικής αρχής της ομοιότητας-αναλογίας) δημιουργεί νέες μορφές, σχήματα, σχεδιάζει απαντήσεις, μοχθεί επιστρατεύοντας νόηση και εννόηση, αίσθηση και λόγο, πάντα όμως στον κόσμο του φαντασιακού το οποίο αποκαλύπτεται ως ο χώρος στον οποίο επιτελείται όλη αυτή η προσπάθεια. Δεν πρόκειται για το χώρο της κλασικής παράδοσης, αλλά για το φαντασιακό χώρο, για τη χωρικότητα της φαντασίας ο οποίος δεν έχει ούτε έκταση, ούτε διαστάσεις και αυτό επιμαρτυρεί πως το αισθητό είναι πνευματικής φύσης, γι’ αυτό ακριβώς νοείται και εννοείται και γι’ αυτό εκφράζεται μαθηματικά, με σύμβολα δηλαδή τα οποία δεν έχουν καμιά  ‘’υλικότητα’’, αλλά εννοούνται.
Ήδη όμως η προβληματική περιπλέκεται: Το αισθητό είναι και αυτό συμβολική έκφραση και μόνο μερικώς γίνεται παραστατό. Αναπαριστάμε με τη φαντασία μας μέρη, αποσπάσματα του κόσμου μας, αλλά μας διαφεύγει κάτι σημαντικότερο: Ο κόσμος μας νοείται απόλυτα και άμεσα, δεν είναι παραστατός και ό,τι κάνει παραστατό κάθε μέγεθος, οφείλεται στην πρωτοσύλληψη, στη βεβαιότητα του υπάρχειν στον κόσμο, κάτι που δεν προκύπτει, αλλά που αποτελεί αρχέγονη βεβαιότητα. Ήδη, η αποσπασματικότητα του κόσμου μας οφείλεται στην ενότητά του, μαρτυρία της ανθρωποκοσμικής ταυτότητας. Αν η νόηση του κόσμου είναι νοητή και οφείλεται στην πρωτογενή φαντασία, η παραστατική φαντασιακή χρονικότητα τελείται συνεχώς και παράγει τη γνώση, την ανάγνωση διαμέσου της συμβολικής γνώσης, του ουσιώδους, του είναι δηλαδή των πραγμάτων.
Αυτή είναι η προσπάθεια της επιστήμης, η πραγματικά ηρωική και επική προσπάθεια η οποία είναι αποκαλυπτική και η οποία καταγράφει το λειτουργείν κάθε συμβολικής έκφρασης με το μαθηματικό λογισμό, η οποία περιγράφει με αφετηρία αξίωμα ή αξιώματα το πώς των φαινομένων κατά τρόπο που ο λογισμός, οικοδομώντας με συνέπεια τα αξιώματα (για μας υπάρχει ένα αξίωμα-αρχή που εκφράζεται τριπλά: ταυτότητα, ετερότητα, αναλογία-ομοιότητα), φθάνοντας έτσι στα θεωρήματα και στα πορίσματα.
Πώς όμως αυτή η διεργασία μπορεί να τελείται αν όχι φαντασιακά; Να γιατί χωρίς τη φαντασία δεν εννοείται επιστημονική γνώση, να γιατί η φαντασία είναι προϋπόθεση της γνώσης και της έκφρασής της. Μετά βίας αναφέρουμε, γιατί είναι σχεδόν αυτονόητο, πως το επιστημονικά λογίζεσθαι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όλες τις λογικές κατηγορίες, με την αναλογία, με την ομοιότητα, την ανομοιότητα, με τη συμβατότητα, ασυμβατότητα, με την αρμονία, δυσαρμονία, με την πιθανότητα, τη βεβαιότητα, με τη σύγκριση κ.ο.κ., καθαρά φαντασιακές δραστηριότητες της αντίληψης όπου η αίσθηση αγρυπνεί και η νόηση είναι απόλυτα συνεχής σε έναν ασυνεχή χρόνο που εννοείται απ’ τη διαφορετικότητα κάθε μεγέθους. Μόλις που απαιτείται να υπομνήσουμε πως ο μικρόκοσμος της κβαντομηχανικής μόνο φαντασιακά παρουσιάζεται, γιατί τα μεγέθη του είναι τόσο μικρά που δε μπορούν να ‘’εντοπισθούν’’. Είναι δε καθοριστικό το ότι καμιά επιστημονική γνώση δεν είναι νοητή χωρίς την φαντασιακή συνδρομή.
Να τι προκύπτει: Ο συνεχής χρόνος είναι αρχέγονα φαντασιακός, το άχρονο ουσιαστικά, ενώ η χρονικότητα της έγχρονης φαντασίας μας είναι ουσιαστικά ασυνεχής και ο συνδυασμός συνεχούς και ασυνεχούς είναι αδύνατος χωρίς  τη δημιουργικότητα της φαντασίας, μια δημιουργικότητα η οποία αποκαλύπτει την κίνηση του πνεύματος, την αρμογή του απολύτου με το σχετικό, την αλήθεια της παρουσίας του απολύτου στο σχετικό και αντίστροφα. Αυτό είναι η επιστημονική και η ευρύτερη πνευματική δημιουργία. Αν δεν κατανοήσουμε αυτήν την αλήθεια, δε μπορούμε να γευθούμε την πραγματική ‘’μαγεία’’ του επιστημονικού πνεύματος. Δυστυχώς και πολλοί επιστημολόγοι δεν έφθασαν εκεί, αρκέστηκαν σε τυπικές και εξαντικειμενικεύουσες θεωρήσεις.
Τι συνάγεται απ’ την επιστημονική γνώση; Η ανάγνωση του απολύτου στο σχετικό, η όλο και βελτιωμένη επίγνωση του συμβαίνοντος, η συνδυαστική του πρόοδος, η θεωρία του πράττειν και η πράξη του θεωρείν. Αυτός ο αγώνας όμως είναι συνεχής και ποτέ δεν οδηγεί σε βέβαια συμπεράσματα, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων μας. Οδηγεί βέβαια σε πρακτικές εφαρμογές, αλλά αυτό δεν είναι έργο της επιστημονικής γνώσης, αλλά καρπός του τρόπου με τον οποίο τη θεωρούμε. Είναι ηθική απόφαση και αυτό φωτίζει τους αρνητικούς τρόπους με τους οποίους πολλές επιστημονικές εφαρμογές υπήρξαν και είναι οδυνηρές. Σε αυτές τις περιπτώσεις όπου η φαντασία είναι παρούσα, θριαμβεύουν ο νόθος λογισμός και οι αυταπάτες, είναι σαφές και δεν απαιτείται ειδική ανάπτυξη. Είναι η όψη του δράματος και της διακινδύνευσης που οδηγεί συχνά στο ‘’μαθητευόμενο μάγο΄΄, αλλά ας σημειώσουμε πως ο μαθητευόμενος μάγος είναι ο ειδωλικός άνθρωπος που δεν κατανόησε σχεδόν τίποτε απ’ το πνεύμα του επιστημονικού λόγου. Είναι πτώση στο ζυγό της Αδράστειας.
Οφείλουμε επίσης να τονίσουμε με έμφαση ό,τι συνέχει την ιστορία της επιστημονικής προσπάθειας, απ’ τα πρώτα πρακτικά στάδιά της, τις τέχνες και τις επινοήσεις, μέχρι τις μέρες μας όπου η αδέλφωση της καθαρής επιστημονικής γνώσης με την τεχνική και την ακρότατη έκφρασή της, την πληροφορική, δημιουργεί όντως νέο τοπίο και μεταβάλλει άρδην τον τρόπο ζωής και σκέψης μας και θετικά και αρνητικά. Η σύγχρονη επιστήμη είναι δύνατο να προχωρήσει χωρίς την τεχνολογία, ενώ η πρόοδος της τελευταίας είναι αδιανόητη χωρίς τις επιστημονικές γνώσεις.
Αυτή η θαυμαστή κατάσταση η οποία προέκυψε με το μόχθο αιώνων, πολιτισμών και δημιουργών (θα ξεφεύγαμε απ’ το θέμα μας αν προβαίναμε σε αξιολόγηση) και η οποία θα σφραγίζει την περαιτέρω πορεία του ανθρώπου με απρόβλεπτες συνέπειες οδηγεί στον εξής προβληματισμό:
Ναι μεν όλη αυτή η δημιουργία είναι προϊόν του πνεύματος υπό τη σκέπη της επινοητικής και δημιουργικής φαντασίας σε σημείο που δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα ‘’όρια’’ φαντασιακής δημιουργικότητας και καθαρής σκέψης, αλλά μήπως συνιστά και τραγικότητα, δεδομένων των διακινδυνεύσεων της ανθρώπινης φύσης; Μήπως συνιστά παράδοση στο ζυγό της Αδράστειας; Πάλι θα ξεφεύγαμε αν αναπτύσσαμε περαιτέρω εκτιμήσεις και γι’ αυτό αρκούμαστε στον κεφαλαιώδη ρόλο του φαντασιακού. Το τελευταίο, άσπιλο καθεαυτό ως πρωτογενής φαντασία, μπορεί να φιλοξενεί ως έγκοσμη φαντασία το υπέροχο, όπως και το δαιμονιώδες, το ανθρώπινο, όπως και το αντιανθρώπινο, την καθαρή βεβαιότητα, όπως και την πλήρη αβεβαιότητα, παρά τα εκκωφαντικά φώτα των γνώσεων και των τεχνικών επινοιησεων, το μακάριο, όπως και το τραγικό. Βλήματα και αν δημιουργεί.
Το αυτό όμως συμβαίνει σε κάθε προσπάθεια και εδώ μόνο το ηθικό είναι καθίσταται το απόλυτο κριτήριο με όσα προ
                                                            *
Για να κατανοήσουμε, για να συνειδητοποιήσουμε τη φορά της δημιουργικής φαντασίας στην επιστημονική δραστηριότητα, οφείλουμε ίσως να δούμε σύντομα το πνεύμα της Γεωμετρίας η οποία θεωρείται, κυρίως απ’ τους εκφραστές του λογικού θετικισμού (γνωστού ως νεοθετικισμού), κλάδος των φυσικών επιστημών. Αναφερόμαστε στη Γεωμετρία, επειδή θεωρείται γενικά η κατεξοχήν επιστήμη του χώρου, του γνωστού χώρου των κλασικών μεταφυσικών και επιστημόνων.
Ήδη η κύρια προβληματική μας κορυφώνεται. Είναι κατά πρώτο λόγο σαφές πως γεωμετρία δε νοείται χωρίς τον αισθητό κόσμο. Η γεωμετρία είναι βαθιά ριζωμένη στη λειτουργία του αισθητού κόσμου και είναι σαφές πως θεώρησή της, ορθή θεώρησή της, έχει αφετηρία στο πώς νοούμε και εννοούμε τον αισθητό κόσμο ο οποίος ως ολότητα δεν έχει ούτε σχήμα, ούτε μορφή, ούτε όρια, ούτε ηλικία.
Παράδοξα, η γεωμετρία εκφράζεται με μορφές και με σχήματα τα οποία φαίνονται σταθερά και αναλλοίωτα, τα οποία όμως μεταβάλλονται εσαεί, τα οποία δεν έχουν τόπο, ούτε χώρο παρά στο πνεύμα μας, αν λάβουμε υπόψη μας πως εκφράζουν φυσικά σώματα. Είτε θεωρούμε τις ευκλείδειες, είτε τις μη ευκλείδειες γεωμετρίες, τα σχήματα δεν αποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά προσεγγιστικά. Ιδεατή η ευκλείδεια γεωμετρία, σχετικές οι μη ευκλείδειες, δεν είναι παρά αναπαραστάσεις του αισθητού, αναπαραστάσεις μαθηματικοποιημένες (και η αναλυτική γεωμετρία δεν απομακρύνεται από την παραστατική θέα παρά την επαναστατική της πνοή), αλλά οφείλουμε να τονίζουμε πως αυτές οι αναπαραστάσεις είναι πάντα νοητές, πνευματικές δηλαδή με μοναδικό σημείο εκδίπλωσης τη χωρικότητα της φαντασίας.Άλλως δε θα ήταν δυνατό να εκφρασθούν μαθηματικά.
 ‘’Εκεί’’ εγγράφεται ο γεωμετρικός χώρος, εκεί χωρείται η εννόηση του αισθητού ως μορφής, αλλά το πρόβλημα συνίσταται στο κατά πόσο αυτό είναι πραγματικό, στο κατά πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, στο κατά πόσο δηλαδή αποτελεί έγκυρη επιστημονική γνώση.
Αν προσπαθούσαμε να μπούμε στο πνεύμα των σχημάτων (επιπεδομετρία) και των στερεών σωμάτων (στερεομετρία) της ευκλείδειας γεωμετρίας, θα διαπιστώναμε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη συμβολή της φαντασίας στη διαμόρφωση της γνώσης. Στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχουν ούτε ευθείες, ούτε κύκλοι, ούτε τετράγωνα, ούτε κύβοι, κώνοι, πυραμίδες κ.ο.κ., αλλά δημιουργούνται φαντασιακά και αυτό χάρη στο απόλυτο ενεργείν της πρωτογενούς φαντασίας της οποίας εκφραστόις τρόπος είναι η έγκοσμη. Γνωρίζουμε πως το αισθητό, οι ορατές του μορφές, έχει σχήματα τα οποία εσαεί μεταβάλλονται κατά τρόπο που μια στατική, συμμετρική παράστασή τους απ’ την οποία μετρούνται εμβαδά, όγκοι, επιφάνειες δεν είναι κάτι το οποίο ποριζόμαστε απ’ τον αισθητό κόσμο. Ο αισθητός κόσμος προσφέρει ομοιότητες, αναλογίες, δυσαναλογίες, συμβατότητες και ασυμβατότητες, τρόπους δηλαδή συμβολικής εκδίπλωσης του συμβαίνοντος, τρόπους οι οποίοι, εν πεπερασμένω, για να είναι συλληπτοί, αινίσσονται το άπειρο, το απόλυτο. Το άπειρο όμως είναι αειδές, άμορφο, ά-σχημο.
Τι συμβαίνει; Πορίζει στην αντίληψη ως συγκεκριμένη νόηση και στη φαντασία τη  δυνατότητα έκφρασης του τελείου με την εξιδανίκευση των σχημάτων και των σωμάτων από όπου εξάγονται τύποι και κανόνες, με αφετηρία τα (ή το μοναδικό αξίωμα) αξιώματα, τους πρωτοορισμούς, τα θεωρήματα και τα πορίσματα. Ήδη το απόλυτο  ‘’σχηματοποιείται’’ και αυτή η ιδεατή σχηματοποίηση διαδηλώνει τις ρίζες της πνευματικής ενέργειας. Είναι ακίνητη θα λέγαμε εικόνα του απολύτου. Εδώ αποκαλύπτεται η ταυτότητα νόησης και πρωτογενούς φαντασίας, όπως στην ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται η ενότητα του αντιλαμβάνεσθαι και του φαντάζεσθαι. Γι’  αυτό η Γεωμετρία δε νοείται χωρίς τη μαθηματική έκφραση η οποία όχι μόνο δεν έχει σχήματα, αλλά η οποπια εκφράζεται συμβολικά. Ήδη η συμβολική των μαθηματικών, καθαρά νοητική και φαντασιακή, ‘’παρασύρει’’ και τη γεωμετρική έκφραση στο χώρο της,την καθιστά πνευματική και στην έκφρασή της. Πείθει πως το είναι του αισθητού είναι πνευματικό και έτσι νοείται και κατανοείται. 
Απαιτείται πια να πούμε πως η επινοητικότητα, η εφευρετικότητα, η σύνθεση, η αναλογία, η ομοιότητα, κ.ο.κ. αποτελούν τη δύναμη του πνεύματος του γεωμέτρη, του θεωρητικού της Γεωμετρίας και πως χωρίς αυτά είναι αδιανόητη κάθε έκφραση που αναφέρεται στο φυσικό κόσμο;
Στις μη ευκλείδειες γεωμετρίες τις οποίες επικαλείται  κυρίως η αστροφυσική και η κβαντομηχανική (χωρίς αυτό να συνιστά τελική θεώρηση, αφού γνωρίζουμε ότι η επιστήμη αποκλείει τελικές και οριστικές θεωρήσεις), τα πράγματα δεν είναι ριζικά διαφορετικά, δεδομένου ότι είναι αδιανόητες χωρίς την ευκλείδεια. Δε σημαίνει πως είναι υποτελείς της τελευταίας, αλλά πως δε λειτουργούν χωρίς αυτήν. Εξάλλου οι φυσικές επιστήμες περιγράφουν τον κόσμο απ’ το μικρόκοσμο μέχρι το μακρόκοσμο με τη γλώσσα των μαθηματικών, όπως ακριβώς και στην ευκλείδεια γεωμετρία.
Είναι οι ιδεατές και οι ‘’καθαρές’’ μετρήσεις, μαθηματικές οπωσδήποτε, πραγματικές; 
Το ερώτημα αφορά και τις άλλες μετρήσεις σε όλους τους τομείς της επιστημονικής μεθόδου και γνώσης, απ’ το μικρόκοσμο της κβαντομηχανικής μέχρι τις ιατρικές, τις χημικές, τις βιοχημικές κ.ο.κ. θεωρήσεις.
Υπάρχει κάτι το οποίο δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε: Ο,τιδήποτε παραστατό είναι φαντασιακό, οποιαδήποτε συγκεκριμένη γνώση που βασίζεται στα φαντασιακά μας δεδομένα τα οποία φιλοξενούν νοήσεις και μαθηματικές κυρίως αντιλήψεις, είναι πνευματική και βασίζεται στην αρχή κατά την οποία ο άνθρωπος μπορεί να εκφράζει συμβολικά (δεν είναι και οι μαθηματικοί δείκτες σύμβολα;) το συμβαίνον. Πώς φθάνει εκεί, ανεξάρτητα απ’ το έγκυρο ή μη των διαπιστώσεών του; Η ικανότητά μας αυτή οφείλεται στο απόλυτο της νόησής μας το οποίο ως εννόηση, ως συγκεκριμένη νόηση δηλαδή, ως αντίληψη με απλά λόγια, κατανοεί και ό,τι κατανοεί, πάλι το εκφράζει αισθητά, συμβολικά, με σύμβολα δηλαδή. Εδώ η φαντασιακή δυναμική είναι παρούσα, αφού συγκεκριμενοποιεί νοητά το συμβαίνον το οποίο δε θα ήταν παραστατό αν ήταν υλικό. Βεβαίως, εκτός απ’ την αρχή της ταυτότητας που είναι η απόλυτη νόηση, απαιτείται και η ετερότητα (λογική αρχή) αλλά και η ομοιότητα-αναλογία (λογικομεταφυσική αρχή), για να καθίστανται δυνατά όχι μόνο τα ιδεατά σχήματα και σώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας, αλλά και ό,τι παρουσιάζουν οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες. Το ιδεατό όμως των σχημάτων που είναι οπωσδήποτε συμβολικό (κορυφαίοι μαθηματικοί τονίζουν με έμφαση πως το είναι ενός γεωμετρικού σχήματος ή μιας μαθηματικής παράστασης δεν έχει παρά αμυδρή, συμβολικού σχέση με το παριστάμενο σχήμα ή παράσταση) και τείνει να εικονίζει το απόλυτο εν σχετικώ. Θα οφείλαμε εδώ να τονίσουμε εν παρενθέσει πως οι μιγαδικοί και οι φανταστικοί αριθμοί είναι αδιανόητοι χωρίς τη ενεργητική συμμετοχή της φαντασίας.
Ό,τι διενώνει τις θετικές επιστήμες, είναι η φυσικο-μαθηματική τους φύση, πράγμα που δηλώνει πως ο μεν φυσικός-αισθητός κόσμος είναι σχετικός, εκφραστός, συμβολικός, εσαεί μεταβαλλόμενος, ενώ τα μαγικά, θα λέγαμε, μαθηματικά μεγέθη ίστανται απολύτως, είτε υπάρχουν όπως οι πλατωνικές ιδέες, είτε είναι δημιουργήματα του νου, όπως υποστηρίζουν οι εμπειριστές. (Το πρόβλημα είναι ιδιαίτατα σοβαρό και δεν το εξετάζουμε στην παρούσα σπουδή)
Αποκαλύπτεται έτσι πως οποιαδήποτε πνευματική προσπάθεια δε μπορεί να εκφρασθεί χωρίς αυτή την αποκάλυψη της συμφανέρωσης του αισθητού και του νοητού, του απόλυτου και του σχετικού.
Εμβαθύνοντας, διαπιστώνουμε πως η φαντασιακή δημιουργικότητα είναι ο οίκος του πνεύματος, ένας πλανώμενος, κινούμενος οίκος παροίκων ο οποίος στη ροή και το μεταβάλλεσθαι των φαινομένων, αποκαλύπτει το κάλλος της γνώσης, την αιώνια φύση των πραγμάτων, αποσπασματικό κάτοπτρο της οποίας είναι ο αισθητός κόσμος και η διανθρώπινη διαπορία και αναζήτηση. Αυτό μας απαλλάσσει για πάντα απ’ την απατηλή ‘’κοσμοπαράσταση’’ την οποία δημιουργούμε φαντασιακά, κάτι το τελείως ειδωλικό το οποίο παριστά τον κόσμο ως σφαίρα ή ως οτιδήποτε άλλο σχηματικό, πεπερασμένο, μετρήσιμο μέγεθος του οποίου θα ήμασταν θεατές. Απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε πως ο κόσμος μας δεν είναι παραστατός στην ολότητά του, βεβαιωνόμαστε πως ούτε το είναι μας μπορεί να παρασταθεί. Τι όμως αναπαριστά η φαντασία μας σε κάθε διανοητική δραστηριότητα; Το είδαμε, αλλά οφείλουμε να το ξαναδούμε προσεκτικότερα.
Κάθε φαντασιακή αναπαράσταση που ενεργοποιεί τη μνήμη είναι ακριβώς το απόλυτο του κόσμου εν πεπερασμένω σε αποσπασματική μορφή, και αυτό ακριβώς εγκυρώνει τη γνώση σε οποιαδήποτε έκφρασή της. Άλλως δε θα υπήρχε ούτε δυνατότητα γνώσης, ούτε γνώση. Η δημιουργική φαντασία είναι το πραγματικό κάτοπτρο στο οποίο ανα-χρονίζεται το άχρονο, στο οποίο εγκυρώνεται το αποσπασματικό, στο οποίο το απόλυτο σχετικοποιείται και εδώ συναντάμε κάτι το ελάχιστα προσεγμένο στην ιστορία της σκέψης, παρά το ότι είναι σχεδόν πασιφανές. Το απόλυτο, το άπειρο, το αγαθό δεν τρέφει απλά το σχετικό, το εκφραστό, αλλά είναι αδιανόητο χωρίς το τελευταίο, ενδεές. Ξανασυναντάμε έτσι την αρχή της θυσίας. Άπειρο είναι όχι μόνο ο ορισμός του σχετικού, αλλά και η εμπεριεχόμενη θυσία. Αυτό μηνύει και η φιλοσοφία των φυσικών επιστημών.
Οι μετρήσεις επομένως των μεγεθών, ταχυτήτων κ.ο.κ. δε μπορεί να αποδίδουν απόλυτα μια πραγματικότητα η οποία είναι σχετική και μεταβαλλόμενη, αλλά πιστοποιούν πως με τη σχετική τους ακρίβεια καθιστούν γνώσιμο το σχετικό και αυτή η ακρίβεια εκφράζεται απόλυτα, νοητικά. Συνιστά αφετηρία πλήρωσης, εσαεί τελούμενης πλήρωσης στον κόσμο της φτερωμένης φαντασίας.
                                                            *
Στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου η φαντασιακή δημιουργία είναι εκδεικτικότερη, γιατί δεν απαιτούνται ιδιαίτερες και καθαρές επιστημονικές γνώσεις, ούτε μελέτη της επιστημολογίας. Το πεδίο είναι ευρύτατο καθώς υπό τον όρο ο οποίος παλαιότερα ήταν γνωστός ως επιστήμες του πνεύματος εννοούμε τη μυθολογία, τη γλωσσολογία, τη θρησκειολογία, τον πολιτική οικονομία, την ιστορία, την κοινωνιολογία, την αρχαιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία που διαλαμβάνει ήθη, έθιμα, παραδόσεις, πρωτογενή κοινωνικά συστήματα, την τέχνη (εικαστικές τέχνες και λογοτεχνία) σε όλο της το εύρος. Ανοίγονται έτσι δημιουργικοί ορίζοντες οι οποίοι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την ανθρώπινη φύση. Δεν είναι δυνατό να ιστορήσουμε ούτε να περιγράψουμε τις επιστήμες του  ανθρώπου, αλλά οφείλουμε να καταδείξουμε τη συμβολή της φαντασίας στην ανάπτυξή τους.
Έχει ήδη γίνει σαφές πως χωρίς τη δημιουργική φαντασία το έργο της πνευματικής δημιουργίας είναι αδιανόητο. Αν αυτό έχει καταδειχθεί, τι το ιδιαίτερο προσφέρει η φαντασία στην ανάπτυξη των επιστημών του ανθρώπου; Δε θα επιμείνουμε σε τετριμμένες διαπιστώσεις για να καταδείξουμε πως η προσθετική, η αφίρςτική, η συνδυαστική και η δημιουργική φαντασία με τη βοήθεια και της μνήμης ερεθίζει δημιουργικά την προσπάθεια του αρχαιολόγου, του ιστορικού, του κοινωνιολόγου, του οικονομικού αναλυτή, κ.ο.κ. Αυτό είναι σαφέστατο. 
Επιλέγοντας αναπόφευκτα τη μυθολογία και την τέχνη μπορούμε να διίδουμε κάτι ουσιώδες. (Ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε τον αναγνώστη σε παλαιότερη σπουδή μας της οποίας τα κύρια μέρη αναπτύχθηκαν πριν δώδεκα χρόνια σε συναντήσεις των Βραδινών μας: Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας, Δρόμων, 2003)
Είναι γνωστό πως όλοι οι λαοί έχουν τους μύθους τους οι οποίοι στεγάζουν όχι μόνο το θρησκευτικό ένστικτο, αλλά και τους θεσμούς και τις παραδόσεις και τα ήθη και έθιμα και την τέχνη. Στο μυθικό σύμπαν αποκαλύπτονται εμπνοές, αναμονές, ελπίδες, ιδέες, ‘’ιστορούνται’’ πράξεις, καταγράφονται δοξασίες, ικανοποιούνται ένστικτα, γίνεται προσπάθεια έκφρασης του συμβαίνοντος, καθώς η συμβολική περιγραφή με τη γλώσσα και όλα τα άλλα σύμβολα προσπαθεί να απαντήσει στα θεμελιώδη προβλήματα της ζωής. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα τα οποία συνθέτουν το μυθικό σύμπαν όλων ανεξαίρετα των λαών, πέρα από δεισιδαιμονικά, ωφελιμιστικά, ψευδή και αναληθή στοιχεία τα οποία δεν αποκαλύπτουν μόνο παθογένειες αλλά και τον αγώνα του πνεύματος στην πορεία του προς την ωριμότητα, ολοκληρώνονται και τρέφονται με τους θησαυρούς του μυθικού πνεύματος το οποίο δεν υπερβαίνεται. Είναι γνωστό πως οι μεγάλοι μύθοι-σταθμού στην πορεία των πολιτισμών δεν είναι απλές επινοήσεις ή εξιδανικεύσεις θρύλων, αλλά ανυπέρβλητα στάδια τα οποία αποκαλύπτουν τις σχέσεις μύθου, θρησκείας, ήθους και τέχνης, πάντα υπό συμβολική μορφή.
Πριν προχωρήσουμε, ας λάβουμε υπόψη μας κάτι σημαντικό. Είδαμε πως η συνήθεια τίκτει την αναγκαιότητα στις διεκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πως αυτός ο δεσμός που είναι θητεία ανθρώπινης δουλείας, εθελοδουλίας θα οφείλαμε να λέμε, επηρεάζει και ζωτικές λειτουργίες της ανθρώπινης φύσης όπως το ήθος, τη θρησκεία, τους θεσμούς, την έρευνα, την επιστημονική πορεία, τις διανθρώπινες σχέσεις κ.ο.κ., κατά τρόπο που στην πολιτισμική δημιουργία παρατηρούμε καταστάσεις (πόλεμοι, ανισότητες, απανθρωπίες) οι οποίες θέτουν σε δεινή δοκιμασία την ίδια την ανθρώπινη φύση. Είναι μάλιστα σημαντικό το ότι η συνήθεια κι η αναγκαιότητα που πλέκονται, παράγουν ό,τι οι Αρχαίοι αποκαλούσαν ειμαρμένη, το βασίλειο της οποίας (Αδράστεια) φαίνεται να τροχιοδρομεί την ιστορία. Δεν απαιτείται να τονίσουμε το ρόλο της φαντασίας σε αυτήν την κατάσταση και να επισημάνουμε τις μεγάλες προκλήσεις τι οποίες αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, ο έγχρονος άνθρωπος, όπως και την επιπολαιότητα πολλών κοινωνικοπολιτικών θεωρήσεων οι οποίες προσπαθούν να οικοδομήσουν μια άλλη κοινωνία η οποία όμως είναι θεμελιωμένη στο δεσμό συνήθειας και ανάγκης.
Αν αποδεσμευόμασταν από αυτή τη νοσηρή κατάσταση, ίσως η πορεία των μεγάλων πολιτισμικών θέσεων σε όλους τους τομείς της πνευματικής δημιουργίας να ήταν διαφορετική, ίσως και η ίδια η πορεία της επιστημονικής έρευνας και των μύχιων προοπτικπών της να ήταν άλλη. Θα οδηγούμασταν στην πραγματική ουτοπία η οποία είναι στηθοσκόπηση του όντως πραγματικού. Παράλληλα, διαπιστώνουμε πως όλη αυτή η θεώρηση νεκρώνεται χωρίς τη φαντασιακή δυναμική.
Παρόλα αυτά, ακτίνες φωτός μας επιτρέπουν να διακρίνουμε το ιστορικό σκότος το οποίο μόνο σε τργωδίες οδηγεί.
Ας συνεχίσουμε όμως.
Δεν υπάρχει καν ανάγκη να προβούμε σε χαρακτηριστικές μαρτυρίες για να δείξουμε πως το μυθικό πνεύμα είναι ανυπέρβλητο στις μεγάλες στιγμές του και πως αναδεικνύει με τον τρόπο του τις μεγάλες φιλοσοφικές ερωτήσεις τις οποίες θα θέσει ο όλο και καθαιρόμενος λόγος. Μάς ενδιαφέρει να καταδείξουμε πως όλες οι μυθοπλασίες και η ποιητική αλλά και ηθική τους δυναμική είναι έργο της δημιουργικής φαντασίας και τρανή απόδειξη της γονιμότητας της πνευματικής προσπάθειας. Στο μεγάλο μύθο ο οποίος είναι συνήθως ποιητικά καταγεγραμμένος ‘’συμβαίνει’’ ό,τι η ιστορική απόδοση με τον πεζό της λόγο δε μπορεί να αποδώσει. Η έξαρση και το πάθος, η πρωτογενής πληροφορία η οποία πυροδοτεί το μυθογράφο, τον ποιητή, τον αλληγοριστή, τον τραγικό, το λυρικό λόγο, ‘’ιστοριοποιούν’’ το νοείν και το εννοείν, φλέγουν και καταφλέγουν την αίσθηση, καθιστούν την έγχρονη φαντασία μας, τη χρονικότητά της δηλαδή, πεδίο στο οποίο διαπτύσσεται η χωρικότητα της πρωτογενούς.
Ο μυθογράφος και ο ποιητής, αλλά και ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο αρχιτέκτων ανα-δημιουργούν, ανα-πλάθουν μορφές, σχήματα, ρυθμό, μουσικότητα, μέτρο, αρμονία υπό τις χορδές της εμπνεόμενης ποιητικής και δημιουργικής ψυχής, δημιουργούν ένα σύμπαν το οποίο δεν υπάρχει τουλάχιστον στην επιφάνεια του συμβαίνοντος.
Με την πρώτη ματιά θα μπορούσε κανένας να πει πως κάθε σχηματοποίηση καθιστά το τρέχον, το μεταβαλλόμενο, σταθερό, πως δημιουργεί ένα είδος φανταστικών αρχετύπων τα οποία απομακρύνουν απ’ τον αχό των συμβαινόντων. Έτσι, θα τόνιζε κάθε αμφισβήτηση, δημιουργούνται φετίχ, αρχέτυπα και είδωλα κάθε μορφής και εδώ στη φαντασία εποχείται ο ατίθασος και αναληθής λόγος, ο ψευδής.
Προσεκτικότερη όμως προσέγγιση μας πείθει πως κάθε συμβολική έκφραση δεν είναι παρά προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του βαθύτατα εγγύς, του ανέκφραστου, και εδώ ο ήρωας, ο μουσουργός, ο μυθογράφος κ.ο.κ., ακραγγίζουν το ανέκφραστο και ιχνηλατούν το νόημά του με τον τρόπο τους. Έτσι, πρωτογενής και έγχρονη φαντασία αδελφώνονται στη μορφή, στην κινητικότητα του συμβαίνοντος το οποίο παριστάνεται, γίνεται δηλαδή ‘’αντικείμενο’’ παράστασης: Το απόλυτο δεν είναι παραστατό, αλλά κάθε φαντασιακή παράσταση αναπαριστά το μη παραστατό ως σμικρογραφία του, ως έγχρονη φανέρωσή του στην οποία στο μέρος, στο μερικό, στο σχετικό, στο εκφραστό, στο συμβολικό ανακλάται το απόλυτο. Μπορούμε να το αξιολογήσουμε μόνο με τη φαντασία μας και είναι σαφές: Κάθε καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία είναι φαντασιακή και το φαντασιακό δεν είναι παρά το όχημα στο οποίο εποχείται το λέγειν μας, το συναίσθημά μας, η θέλησή μας, κάθε θεώρησή μας. Φυσικά όταν κάνουμε λόγο για καλλιτεχνική δημιουργία δεν εννοούμε ευτελή αναγνώσματα ή εφήμερα έργα τέχνης, αλλά δημιουργίες πνοής που εμπνέουν, που συγκινούν διαρκώς. Πάντα θα υπάρχουν δυστυχώς και στο χώρο του πνεύματος οι ουραγοί, οι θορυβοποιοί, οι εκφράζοντες το ‘’πανάρχαιον θράσος’’, αλλά δεν πρόκειται για πραγματικούς δημιουργούς.
Κατά βάθος, το είναι κάθε παράστασης, κάθε φαντασιακής αναπαράστασης, όπως συνηθίζουμε να λέμε, δε βρίσκεται στο αναπαριστάμενο, στην εικόνα, στη μορφή, στην ‘’ακίνητη’’ κινητικότητα τοπίων και καταστάσεων όπου ο ψυχικός κόσμος βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά στο είναι των πραγμάτων και των βιωμάτων μας. Έτσι, στο βάθος διακρίνουμε ό,τι και προηγείται: Την πραγμάτωση της κοινωνίας μας με το βαθύτερο είναι μας, την πληρωματικότητα ή τον τάραχο, την εγρήγορση ή την καταβύθιση στο αναυθεντικό το οποίο μας οδηγεί στα ψεύδη του βίου και στις τραγωδίες των ψυχών.
Για να προχωρήσουμε, ας συσχετίσουμε το φανταστικό με το φαντασιακό. Λέμε λ.χ. πως οι ιστορίες με τις τρέλες των θεών και των ηρώων, με τις κοσμογονίες, τις ανθρωπογονίες, τις θεογονίες στις οποίες στηρίζεται κατά βάση και κάθε μορφή τέχνης (στη λεγόμενη νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα υπάρχει άλλη μορφή εκμύθευσης η οποία δεν αποφεύγει –πώς θα ήταν δυνατό;- την προσφυγή στη φαντασία, όπου και φανταστικές επινοήσεις και οι φαντασιοπληξίες), το κέλυφος είναι φανταστικό. Ναι, υπό την προϋπόθεση πως το κέλυφος προστατεύει κάτι σημαντικότερο από αυτό και αυτό μας οδηγεί στο όντως φανταστικό το οποίο είναι το φαντασιακό.
Τα ‘’ψεύδη’’ επομένως των μύθων δεν είναι τυχαία, γιατί εκφράζουν καταστάσεις ψυχής και εδώ αναδύεται κάτι το οποίο μας βοηθάει. Πηγή και ρίζα της μυθικής και της γενικότερης λογοτεχνικής δημιουργίας είναι το ηθικοδιανοητικό το οποίο όμως δεν αποτελεί κάτι το πάγιο, αλλά παραλλάσσει κατά τις βαθμίδες της πνευματικής προόδου. Δεν εννοούμε βέβαια κάτι το οποίο ξεπεράστηκε οριστικά και αμετάκλητα. Και στα άσματα των πρωτογόνων, στους μύθους τους, στα ήθη τους κ.ο.κ. ιχνεύεται πάντα κάτι το ανυπέρβατο, κάτι το οποίο είναι και σύγχρονο και αυτό ακριβώς μηνύει η ίδια η ιστορία των πολιτισμών. Υπάρχει μια βαθιά διόραση του Νοήματος, πέρα από ωφελιμιστικά, χρησιμοθηρικά και λοιπά πλέγματα τα οποία βέβαια δεσπόζουν και στην καθημερινή μας ζωή.
Ήδη, οι ιστορήσεις των επών, οι κοσμογονικοί μύθοι, ο ποιητικός λόγος και ιδίως ο τραγικός, είναι όντως φαντασιακά δημιουργήματα που κινδυνεύουν να γίνονται, και γίνονται συχνά, φαντασιώσεις της διάνοιας και όχι της φαντασίας. Η φαντασία δε φαντασιώνεται ποτέ. Το όντως φανταστικό είναι η αρχή του φαντασιακού το οποίο προεκτείνει ως αόρατος τόπος του πνεύματος ό,τι δονεί την ανθρώπινη επινοητικότητα, τον ίμερο κοινωνίας με το αληθεύον.
Υπάρχει εξάλλου μια ουσιώδης επιβεβαίωση: Στις κορυφαίες εκφράσεις της τέχνης και της λογοτεχνίας, εκεί όπου η φαντασία είναι κάτοπτρο διαφάνειας του λέγειν υπό οποιαδήποτε μορφή, σε όλα τα πολιτισμικά πλάτη και ανεξαρτήτως εποχών και κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων, το αναδυόμενο μήνυμα συγκλίνει, παρά τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης. Κάθε αναδημιουργία, γιατί η τέχνη σε κάθε τρόπο έκφρασής της είναι αναδημιουργία, απόηχος του πρωτογενώς συμβαίνοντος του οποίου είμαστε συνακροατές και κοινωνοί ταυτόχρονα, είναι ρευστή, μουσική, υπαρξιακή, ιδανική έκφραση του ουσιαστικά ανέκφραστου ως κατεξοχήν είναι μας. Αυτό ακριβώς διαπλώνει η φαντασιακή δημιουργία, η ελεύθερωμένη απ’ τα δεσμά της αναυθεντικότητας και της πτώσης στην αναγκαιότητα.
Υπάρχει όμως κάτι σημαντικότερο. Ο ευρύτερος κόσμος της τέχνης και της δημιουργίας, σε δημιουργική αντίθεση με εκείνον της επιστήμης και των εφαρμοσμένων επιστημών του ανθρώπου, χωρίς να υπερέχει ή να υστερεί, γιατί υπηρετούν την ίδια αλήθεια, ορθώνει μορφές που οδηγούν σε ευρύτερο σύμπαν το οποίο είναι κατεξοχήν δημιουργικό.
Εννοούμε το εξής: Στο φυσικό συμβαίνον δεν υπάρχει νύξη σχετική με τη μυθολογία, την ποίηση, τις εικαστικές τέχνες, αλλά αναδημιουργία. Βέβαια, ο αισθητός κόσμος αποτελεί το υποπόδιο κάθε δημιουργίας, αλλά οι φυσικοί ήχοι ελάχιστη σχέση έχουν με τις μουσικές νότες, τα αντικείμενα με τα μουσικά όργανα, ο ποιητικός λόγος με τους κρωγμούς, τα αρχιτεκτονήματα με τους φυσικούς όγκους. Τα δρώμενα των μύθων και των τραγωδιών αναμοχλεύουν δημιουργικά πρωτινά ή και τρέχοντα εναύσματα και ανατρέπουν ουσιαστικά το φαινόμενο, την απλή και αβασάνιστη δοξασία. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε εύκολα πως όλες αυτές οι επιτεύξεις δεν είναι διανοητές χωρίς το συνυπάρχειν, το συνεργάζεσθαι των ανθρώπων οι οποίοι μας είναι άγνωστοι δημιουργοί. Κάθε φαντασιακή εμπνοή είναι επομένως και μαρτυρία ελευθερίας, υπέρβασης στατικών ορίων, πραγματική και δημιουργική ελευθέρωση.
                                                            *
 Αυτό φαίνεται καθαρότερα στο γλωσσικό φαινόμενο, στις γλώσσες και στις διαλέκτους συγχρόνων και πρωτογόνων, στην πορεία του γλωσσικού φαινομένου, στο θαυμαστό κόσμο των συμβόλων του. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος δημιουργός, γιατί πραγματικός και αυθεντικός δημιουργός είναι το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν, η αρμονία των πολλών στην ενότητα της δημιουργίας. Μπορούμε έτσι να διαπιστώσουμε πως η φαντασία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αποκαλυπτική. Συμφανταζόμαστε, συνδημιουργούμε, όπως συν-αισθανόμαστε και συν-αντιλαμβανόμαστε. Ριζική αλήθεια χωρίς την οποία είναι αδιανόητη όχι μόνο η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και κάθε μορφή δημιουργίας. Άλλως η ελευθερία δεν είναι παρά σοφιστικά αντιστραμμένη μορφή αναγκαιότητας.
Το γλωσσικό φαινόμενο το οποίο απασχολεί τους γλωσσολόγους απ’ τους οποίους αναπτύχθηκαν τόσες θεωρίες με τις οποίες έχουμε ασχοληθεί αλλού, είναι πραγματικά αποκαλυπτικό σε σχέση με το θέμα μας. Θα οφείλαμε να μιλάμε για γλωσσικό μυστήριο, παρά για γλωσσικό φαινόμενο, γιατί αυτό το θαυμαστό δημιούργημα, τόσο απτό, τόσο εγγύς, δεν κατανοείται πλήρως. Δεν κατανοείται επειδή ο υπόδηλος εμπειρισμός και η συνήθεια δε μας επιτρέπουν να εισδύσουμε στο μυστικό του-μυστικό όλων μας. Τελείται κάτι θαυμασιώδες με τον προφορικό λόγο (αυτό είναι κυρίως η γλώσσα) που κορυφώνεται με το γραπτό και αυτό συνίσταται σε κάτι απλό, αν προσέξουμε: Όλη η εκφραστή διανοητική μας φύση αποτυπώνεται στο λέγειν μας και αιωνίζεται, θα λέγαμε στο κείμενο. Ήδη η αρχή του φαντασιακού παίρνει σάρκα και οστά και αποκαλύπτει όχι μόνο τη δυναμική του συν-υπάρχειν χωρίς το οποίο η γλώσσα είναι αδιανόητη, αλλά και όλες τις μετέπειτα μορφές σκέψης υπό τη φαντασιακή εμπνοή. Ό,τι ακολουθεί ως μορφές πνευματικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς ενέργειας πρωτοφανερώνεται με τη γλώσσα. Εκεί όλες οι πνευματικές καταλληλότητες σε σπερματική τουλάχιστον μορφή.
Δεν είναι τυχαία η εμμονή των φιλοσόφων στη σπουδαιότητα της γλώσσας, όπως δεν είναι τυχαίες οι διάφορες θεωρίες, συγκλίνουσες και αποκλίνουσες, των γλωσσολόγων, κάποιοι απ’ τους οποίους μάλιστα φθάνουν να διακηρύττουν ότι η γλώσσα είναι δημιουργός του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος δημιουργός της. Ό,τι όμως υπερβαίνει κάθε διαφωνία, ό,τι είναι αμετάθετο και αυταπόδεικτο φανερώνει κάτι απλό: Η γλώσσα είναι όχι όργανο επικοινωνίας, αλλά η σάρκα του πνεύματος και αυτό το διαπιστώνουμε και στις γλώσσες και διαλέκτους των συγχρόνων πρωτογόνων. Θα συμπληρώναμε μάλιστα πως η γλώσσα αποτελεί και την αισθητή έκφραση-φανέρωση της δημιουργικής φαντασίας ως ‘’οχήματος’’ του λέγειν, του λογίζεσθαι. ‘Ένα και μόνο παράδειγμα είναι αρκετό: Η αριστοτελική λογική η οποία σε ορισμένα σημεία της είναι ανυπέρβατη, στηρίζεται στην εμβάθυνση της δομής της γλώσσας, με όσα προβλήματα και αν δημιουργεί αυτή η ανεπανάληπτη δημιουργία.
Αν η γλώσσα συν-ενηλικιώνεται με το ανθρώπινο πνεύμα, αν είναι φορέας του εκφραστού, θεμέλιό της είναι όχι η ‘’εξωτερική’’ τάξη ή αταξία, αλλά η αμεσότητα που τείνει να εμμεσοποιείται ή να αυτοκαταγράφεται έγχρονα: Μαρτυρεί την προσωποποίηση, την εσαεί προσωποποίηση και αυτεπίγνωση, την εσαεί ωρίμανση του ανθρωπίνου. Φυσικά, όλα τα εκφραστικά σύμβολα κατατείνουν εκεί, αλλά ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας της γλώσσας συνίσταται στο ότι αποκαλύπτει το εγκόσμως-ανθρωπίνως υπάρχειν στη διανθρώπινη, διαπολιτισμική και οικουμενική του φορά. Ήδη, παρά την ποικιλομορφία του γλωσσικού φαινομένου, προσεκτική θεώρηση των ύψιστων ανθρωπίνων συναντήσεων, αποκαλύπτει την ενότητα, παρά την πολυμορφία.
Δεν απαιτούνται περαιτέρω σκέψεις για να κατανοήσουμε την κεφαλαιώδη συμβολή της φαντασίας στη δημιουργία, ανάπτυξη και εξέλιξη της γλώσσας. Ο συνδυασμός της ομοιότητας, της αναλογίας, της αναπρόσληψης, της επινοητικότητας, της δυναμικής δημιουργικότητας κάνει τη φαντασία όχι απλό όχημα, αλλά συνελεστικό συνδημιουργό της γλωσσικής δημιουργίας. Επιπλέον, και εδώ συναντάμε την ανεπανάληπτη πρωτοτυπία, η γλώσσα που εκφράζεται πάντα συμβολικά, αποκαλύπτει όχι το συμβαίνον στον αισθητό κόσμο, αλλά το υπαρξιακά συμβαίνον, συνιστά ορατή στηθοσκόπηση των ανθώπινων, των διανθρώπινων εκζητήσεων και καθιστά τη γλώσσα του πνεύματος των λαών και των δυνατοτήτων του πολύτιμο δοχείο στο οποίο εναποτίθενται οι θησαυροί των μεγάλων συλλήψεων και βιωμάτων σε όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης, εκφράσεις οι οποιες δονούν τη λογοτεχνία σε όλες της τις μορφές και το στοχασμό γενικότερα.
Το πνεύμα της γλώσσας βρίσκεται πέρα απ’ τις ακριτομύθιες, τα ψεύδη και τις αυταπάτες του ψευδούς λόγου κάθε μορφής και εποχής, η γλώσσα εντυπώνει συμβολικά το ρευστό και μεταβλητό μας για να απακαλύπτει ένδοθεν τον πλούτο της και τα όριά της. Στη γλώσσα δεν υπάρχει άρρητο, αλλά έγκοσμη φανέρωσή του, λέγειν ορθοτομημένο και φαντασιακά διαπλωμένο, μαρτυρία στην οποία όλες οι καταλληλότητές μας κατατίθενται και αιωνίζονται δείχνοντας ταυτόχεονα την αειγενή πηγή τους. Αν ρίζα του λέγειν είναι το λογίζεσθαι, πνοή του και δυναμική του είναι η φαντασιακή μας δυναμική.
                                                            *
Η σύντομη επισκόπηση των επιστημών και πάντα στις σχέσεις τους με τη φαντασία, μας οδηγεί αναπόφευκτα και στον κόσμο της μουσικής, της τέχνης των τεχνών κατά πολλούς στοχαστές, μουσικούς και φιλοσόφους.
Κατά βάση, η μουσική συνδέεται άμεσα με το ακούειν, με την αίσθηση της ακοής και αυτό είναι αυταπόδεικτο, αλλά δεν είναι αρκετό. Πέρα απ’ το ταλέντο ή τη μεγαλοφυία του μουσουργού η οποία υπερβαίνει και την ιδιοφυία, η μουσική προϋποθέτει βιώματα, ευαισθησίες, ενοράσεις, δημιουργικότατη φαντασία. Το βασίλειο των μουσικών ήχων δεν είναι το βασίλειο των φυσικών ήχων, παρόλο που οι τελευταίοι προϋποτίθενται.
Επιπλέον, και είναι καθοριστικό, στη μουσική αδελφώνονται η κίνηση, η φαντασία, η ποίηση, η ελευθερία, το άνοιγμα σε  νέους ορίζοντες οι οποίοι δεν είναι απλά πνευματικοί. Είναι η απειροποίκιλτη διάπτυξη του όλου ανθρώπου ο οποίος αδελφώνει ετερογενείς παρορμήσεις, εμπνεύσεις, βιώματα και θεωρήσεις στο έξοχο συναπάντημα των ήχων που αναπροσλαμβάνονται, που δημιουργούν ένα κατεξοχήν πνευματικό σύμπαν στο οποίο θραύεται κάθε επιφανειακό για να προβάλλει ο ‘’νέος’’ κόσμος μιας αρχέγονης και γι’ αυτό αιώνιας και αδημιούργητης αρχής, της ταυτότητας στον κόσμο των ετεροτήτων. Είναι η ποιητική της ποίησης και θα λέγαμε πως χωρίς τη μουσική η ποίηση είναι αδιανόητη. Αν η ποίηση είναι ρητό άγγελμα ως κορυφαία επίτευξη της γλώσσας- σάρκας του πνεύματος, η ποίηση είναι το άλλο εγώ, το μυστικό, το πνέον ως υπερκόσμια αρμονία που ακινητεί με τους ήχους της, που τους αναζωογονεί με τη ζωηφόρα πνοή της. Δεν είναι αυτό κραταίωση της ελευθερίας, της υπέρβασης, της υπερβατικότητας στην καρδιά της εγκοσμιότητας;
Πέρα απ’ τις προϋποθέσεις οι οποίες είναι κοινές σε κάθε πνευματική ή επιστημονική δημιουργία, η μουσική με την πρώτη ματιά βρίσκεται κοντά στη μαθηματική ενόραση, δεδομένου ότι έχουν ένα κοινό αφετηριακό σημείο με τα μαθηματικά, την οικουμενικότητα, παρά τις πολυσχιδείς τους αναπτύξεις κατά την πορεία.
Αυτή η οικουμενικότητα όμως παράγει την πολυμορφία, τις τάσεις, τις σχολές, αδελφώνεται με τις μεγάλες εκζητήσεις του μυθικού, του θρησκευτικού, του ηθικού πνεύματος, με τον αχό των δρωμένων, αλλά το έργο της, πέρα απ’ αυτό το αδέλφωμα το οποίο είναι γονιμότατο και πεδίο, αν θέλετε, ανάπτυξης του μουσικού πνεύματος, υπάρχει κάτι άλλο σημαντικό το οποίο αποκαλύπτει το βαθύτερο πνεύμα της μουσικής.
Πριν προσπαθήσουμε να το επιψαύσουμε στα πλαίσια της μελέτης μας βέβαια, θυμίζουμε και την εγγύτητα της μουσικής με τον ποιητικό λόγο, την εγγύτητα η οποία συχνότατα γίνεται συνάντηση και ιερή μείξη. Κάνουμε λόγο για τη μουσικότητα, για τη ρυθμικότητα του ποητικού λόγου κι αμέσως υιοθετούμε τη γλώσσα της μουσικής. Στη μουσική όμως τα σύμβολα είναι διαφορετικά. Τα τελευταία ‘’στιγματίζουν’’ τους μουσικούς ήχους, ‘’αιχμαλωτίζουν’’ θα λέγαμε την ομοιότητα, την αναλογία, την ανομοιότητα, την αντίθεση κ.ο.κ. διαφορετικά, χωρίς λόγια, και εδώ μιλάει η μουσική ψυχή, η αρχέγονη και αιώνια ψυχή, χωρίς τη συνδρομή της γλώσσας, οσοδήποτε ευγενισμένης απ’ την ποιητική συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο το ότι μεγάλα έργα της ποιητικής μούσας αναβαθμίζονται απ’ τη στιγμή που ο μεγάλος μουσουργός τα αθανατίζει με τις δικές του νότες και αυτό είναι το πνεύμα της μελωδίας που ανασταίνει και το μέτρο και το ρυθμό. Αρίφνητη προσφορά αλλά και αποκάλυψη.
Γλώσσα της μουσικής δεν είναι η αισθητική του ήχου, του αναπλασμένου απ’ το μουσικό φυσικού ήχου, αυτό είναι προϋπόθεση, αλλά κάτι σημαντικότερο: Η απόδοση των μύχιων βιωμάτων και συγκινήσεων με το αδέλφωμα των μουσικών ‘’φωνών’’ και αυτό συνιστά το βασίλειο της μουσικότητας, πέρα απ’ τις ‘’μουσικές’’ των αυλών και του εφήμερου. Όσο κι αν η μουσική προέρχεται απ’ το πνεύμα της ομάδας, του λαού και των αξιών του, δεν παραμένει εκεί. Οδεύει και αποκαλύπτει την οικουμενικότητα κάθε αυθεντικής αξίας, καθιστά τη φαντασιακή φορά του μουσουργού κάτι περισσότερο από πραγματική.
Ήδη η μουσική δημιουργία εξακοντίζει τη συνείδηση στα άδυτα βάθη της, ευγενίζει και την ποίηση, και τη συνείδηση και την ευρύτερη δημιουργία και αυτό δεν είναι δυνατό να επιτυγχάνεται παρά φαντασιακά. Βρισκόμαστε σε μια αποκάλυψη του φαντασιακού και πειθόμαστε πως το πραγματικά φαντασιακό είναι  αναμφισβήτητα πραγματικό. Η άμωμη ουτοπία της μουσικής είναι ό,τι πιο πραγματικό, στἐφει τη φαντασία με το περιδέραία της παρθενικής περιστεράς, αιωνίζει τη μεταφυσική αλήθεια, κινεί το δημιουργό και τον ακροατή ταυτόχρονα  στην άρρητη έκσταση μακριά από κάθε εκστασιασμό, τείνει να ταυτίζει έγχρονο και άχρονο, άπειρο και πεπερασμένο, άφθαρτο και φθαρτό, απόλυτο και σχετικό, πρωτογενή και έγχρονη φαντασία.
Η φαντασία πτερορρυεί, φαίνεται να αφανίζεται, όπως και ο λόγος και το συναίσθημα μπροστά στη μαγεία του μουσικού αδελφώματός τους. Η συγκίνηση αιωνίζεται και γίνεται ανέκφραστη χαρμονή. Αποκαλύπτεται  με τον πιο χαρακτηριστικό, με τον πιο συμβολικό τρόπο πως το άπειρο, το απόλυτο, το ανέκφραστο είναι η απόλυτη εγγύτητά μας και πως κάθε γόνιμη φαντασιακή δημιουργία οδηγεί σε αυτόν τον απήμονο ‘’τόπο’’. Το μουσικό ακρόαμα οδηγεί στην έκσταση, και πιο προσεκτικά, στην έκσταση της έκστασης, στη λήθη του παροδικού, σε μακάρια στάση. Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη ανοίγουν τις πύλες του βασιλείου της αιώνιας Μνημοσύνης.
Βέβαια, όλα τα ευγενή βιώματα εκεί οδηγούν, αλλά η μουσική είναι η κατεξοχήν κατάφαση-μαρτυρία και η ευτυχέστερη έκφραση  του αληθεύοντος.
                                                            *

Ήδη το φαντάζεσθαι είναι συμφαντάζεσθαι και το συν- εδώ είναι αποκαλυπτικό. Κάθε προσωπική φαντασιακή προσπάθεια έχει την προσωπική πνοή, ακολουθεί τις ατραπούς της, αλλά είναι αδύνατο να μην είναι όμοια, ανόμοια, διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη, συμπληρωματική δηλαδή και εκεί που προβάλλουν οδυνηρές εναντιότητες. Η φαντασία, για να είναι δημιουργική, είναι προσωπική, αλλά το προσωπικό δεν υφίσταται χωρίς το διαπροσωπικό.  Έτσι εξάλλου είναι δυνατή η θέληση, η απόφαση και η ελευθερία πριν εκπέσουν σε ειδωλικές και καταδουλώνουσες δραστηριότητες ως κακέκτυπα της αφετηρίας. Η πραγματική φαντασία είναι δημιουργική ανα-πνοή.
Βέβαια, το αυτό συμβαίνει και σε κάθε μορφή δημιουργίας και κυρίως στην επιστήμη όπου  το κοσμοείδωλο της δοξασίας ανατρέπεται, αλλά η διαφορά συνίσταται πως στο χώρο της τέχνης, οι μορφές, τα σχήματα, οι ήχοι και η αρμονία, η δυσαρμονία, η ομοιότητα και η ανομοιότητα κ.ο.κ., οι σπαραγμοί και η λύτρωση, το αναδυόμενο νόημα δονεί την ψυχή και οδηγεί στο ανέκφραστο και όσους δεν κοσμούνται με την επιστημονική γνώση.
Ήδη η φαντασία αποκαλύπτει το δημιουργικό πλέγμα στο οποίο αίσθηση, αντίληψη, λόγος και συναίσθημα συμπλάθονται με απέραντο δυναμισμό και ορθώνουν τον λανθάνοντα κόσμο του έγκόσμως υπάρχειν μας. Πρόκειται για αποκάλυψη, δεδομένου ότι η στροφή στην καλλιτεχνική και τη λογοτεχνική δημιουργία είναι έμφυτη και παρατηρείται σε όλους τους πολιτισμούς.
Ο κόσμος, τα πράγματα, οι καταστάσεις και οι σχέσεις προσώπων και πραγμάτων προσλαμβάνουν ανθρωποκοσμικές διαστάσεις, η ελευθερία αποδεικνύεται ως δημιουργικότητα η οποία θραύει τη φαινόμενη αναγκαιότητα, οδηγώντας στην πληρωματική εμβίωση του συμβαίνοντος.
Ήδη, η φαντασία καταπαύει και είναι γνωστό πως σε κάθε κορυφαία έκφραση ζωής και ο λόγος και το συναίσθημα και η μνήμη και η κρίση αναστέλλονται, αποδιαστέλλονται, οδηγούν στην αειγενή αφετηρία, στο συνείναι, στο κοινωνείν με το ανθρωποκοσμικό είναι έγκοσμη έκφραση του οποίου είναι το υπάρχειν.
                                                            *
Οδηγούμαστε σε κάτι που ανακύπτει χωρίς δυσκολία. Τόσο στο χώρο των φυσικών επιστημών, όσο και στο χώρο των επιστημών του ανθρώπου, διακρίνουμε το εξής: Το ετερογενές, το ομοιογενές (ποτέ ομογενές), το ποικίλο του αισθητού κόσμου, όσο και του ανθρώπου, των συνανθρώπων με τα αισθήματα, τις προτιμήσεις, τις κοινές συγκινήσεις και διαφορές, καθίσταται δυνατό, γνώσιμο και ικανό να μας κάνει να σκεπτόμαστε, να σχεδιάζουμε, να ανακαλύπτουμε, να δημιουργούμε χάρη στην αντίληψη, την αίσθηση, τη μνήμη, τη φαντασία. Γίνεται έτσι όλο και πιο σαφής η έσω εγγύτητα των φυσικών επιστημών με τις επιστήμες του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης, ο λογοτέχνης, ο ιστορικός, ο γλωσσολόγος κ.ο.κ. χωρίς τη φαντασιακή επίκληση της ομοιότητας, της αναλογίας, της πιθανότητας, του καινοτόμου, του αναγκαίου, του υποθετικού, του αποκλειόμενου χωρίς τη λογικομεταφυσική αρχή της ομοιότητας-αναλογίας απ’ την οποία αναδύονται οι λογικές κατηγορίες όλων των λογικών σχολών;
                                                            *          
Για τη φαντασία κάναμε εκτενή λόγο, αλλά οφείλουμε να δούμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, καθόσον, ούτε γνώση, ούτε μνήμη, ούτε αίσθηση είναι διανοητά χωρίς το φαντάζεσθαι. Πώς είναι δυνατή η σύνθεση των ποικίλων, των ετερογενών, των ομοιογενών αισθητών αλλά και βιωμάτων και συναισθημάτων χωρίς την αντίληψη, χωρίς την αίσθηση, χωρίς τη μνήμη; Δεν είναι δυνατή, αλλά μόνο με τη φαντασία κάθε πνευματική διεργασία είναι διανοητή. Ήδη δια-πλέκεται το θεωρούμενο καθαρά λογικό με το πνευματικό, αλλά διαγιγνώσκουμε πως το λογικό είναι αναπόφευκτα πνευματικό, πέρα από κάθε εξαντικειμενίκευση. Είναι ρευστά πνευματικό ως ακήρατος λογισμός ο οποίος ανάγει στην πρωτογένεια, στην αιώνια φύση των πραγμάτων, στην αιώνια φύση, επίσης, της φαντασίας (αρχέγονη φαντασία), στο όντως φαντασιακό το οποίο αποκαλύπτεται ως έγχρονη φαντασία. Δε μπορούμε επομένως να διαχωρίσουμε την έγχρονη απ’ την πρωτογενή-αρχέγονη φαντασία, καθόσον είναι συμπληρωματικές, καθόσον δεν πρόκειται για δύο αλήθειες, αλλά για μία και μοναδική που ανακλάται έγκοσμα.
Εμβαθύνοντας όμως στη φαντασιακή μας καταλληλότητα αντιμετωπίζουμε επιλογικά το εξής ερώτημα: Ταυτίζεται η φαντασία με τη νόηση; Ταυτίζεται με την αντίληψη, με την αίσθηση, με τη μνήμη; Το ερώτημα επεκτείνεται: Όροι όπως το αισθητό, τα ονόματα, τα αφηρημένα ουσιαστικά, τα ρήματα, είναι σχετικοί ή απόλυτοι; Ας επαναλάβουμε, για να συνεχίζουμε, πως τα αισθητά για να είναι διαφορετικά μεταξύ τους (κανένα αισθητό δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο), έχουν κοινά γνωρίσματα (τμητά, φθαρτά, μεταβλητά κ.ο.κ.) απ’ τα οποία δημιουργείται ο καταμαγεύων κόσμος του συμβαίνοντος, κόσμος δικός μας, κόσμος ο οποίος μας περιβάλλει και τον οποίο περιβάλλουμε, ο οποίος μας διαπλώνει και ο οποίος διαπλώνεται. Ιερό παίγνιο με μόνο σκοπό, αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σκοπό, την πληρωματικότητα, την αποδιαστολή και της αίσθησης και της αντίληψης και της μνήμης και της φαντασίας. Την απόλυτη ταύτισή τους και την εν σχετικώ διά-κρισή τους.
Ήδη, οι γενικές έννοιες, όπως μπορούμε να τις διαγνώσουμε, έστω και έμμεσα, στους πλατωνικούς, στους αριστοτελικούς, στους καρτεσιανούς κ.ο.κ., είναι απόλυτες, έχουν άρρητη πηγή και αρχή, αλλά φσνερώνονται θραυσματικά, αποσπασματικά, στο φαντασιακό‘’ κάτοπτρο.
Να γιατί υπάρχει απόλυτη-πρωτογενής-αρχέγονη φαντασία, απόλυτη νόηση, απόλυτη αντίληψη, απόλυτη αίσθηση, απόλυτη μνήμη, με κοινό τους είναι το άπειρο, το άτμητο, το αδιάστατο, το άχρονο. Έτσι επιπλέον θεωρείται το εγκόσμως νοείν, λογίζεσθαι, φαντάζεσθαι, αισθάνεσθαι πάντα στις συγκεκριμένες τους, έγκοσμες-έγχρονες εκφράσεις: Απλά, το απόλυτο διοπτρίζεται εσαεί στο σχετικό, στο έγκοσμο, ως αιώνια πλησμονή και ως έγχρονη ένδεια, ως πλησμονή τρέφουσα την ένδεια και μαρτυρούμενη με αυτήν, το έγχρονο, το ανθρωπίνως υπάρχειν κυρίως, μαρτυρεί και αιωνίζει την τροφή του εκφραστικά, συμβολικά. Ιερό παίγνιο το οποίο δε συνειδητοποιούμε επαρκώς.
                                                            *
Ιδού το πνεύμα της αναζήτησής μας: Ό,τι συνέχει το ανθρωποκοσμικό όχι μόνο δεν είναι εκφράσιμο, αλλά αειγενής πηγή έκφρασης, μαρτυρίας, ενεργείν και σε αυτό ακριβώς συνίσταται το μεγαλείο του ανθρωποκοσμικά υπάρχειν: Το υπάρχειν ως εκφραστή μορφή του είναι. Αυτό ακριβώς διαπλώνει η φαντασιακή δημιουργία και να που ό,τι αποκαλέσαμε κατάνυξη, αυτοσυγκέντρωση, περισυλλογή (θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλους όρους) είναι αυθεντική μαρτυρία του αιωνίως υπάρχειν, εκφραστές του οποίου είναι όλες οι πνευματικές μας καταλληλότητες. Το πλήρωμα αιωνίζει την παρουσία-μαρτυρία, εκδιπλώνει το απόλυτο σε κάθε μορφή σχετικότητας, φωτίζει νοητά και καθιστά το ζην αρχή με απέραντων προοπτικών δημιουργικότητα, φαντασιακή δημιουργικότητα.
Ας δούμε όμως αυτήν την αλήθεια φαντασιακά. Κατά την αυτοσύλληψη, κατά την κατάνυξη ή αυτοσυγκέντρωση δηλαδή, η φαντασία αποδιαστέλλεται όπως και η αντίληψη και η αίσθηση και κάθε διανοητική μας καταλληλότητα. Αυτό είναι φανερό, αλλά αποκαλύπτει κάτι στο οποίο μας επανοδηγεί η παρούσα σπουδή. Το ἀναφές, για να χρησιμοποιήσω έναν πλατωνικό όρο, μη παραστατό, διαχέεται εσαεί σε κάθε ενέργεια, στο ενεργείν του ανθρωποκόσμου, και δε μπορούμε να το ‘’εντοπίσουμε’’ με νοητικές αφαιρέσεις όπου το φαντάζεσθαι γίνεται πλανερό χωρικό κάτοπτρο διαπλούμενο μπροστά μας (πηγή πλανών και εξαντικειμενικεύσεων), αλλά ενεργεί ως είναι του είναι μας, ως πλήρωμα, πέρα από κάθε συγκεκριμένη νόηση που είναι η αντίληψη, πέρα από κάθε αίσθηση. Στο είναι κάθε αίσθησης, κάθε νόησης, κάθε κίνησης, μεταβολής κ.ο.κ.
Βέβαια δεν είναι περιγραπτό, παραστατό, αλλά χωρίς αυτό το ζην και κάθε του ενέργεια είναι αδιανόητο. Ό,τι είναι μη παραστατό, μη περιγραπτό, άρρητο, συνιστά τη μόνη βεβαιότητα ως νόηση κάθε νόησης, ως αίσθηση κάθε αίσθησης, ως μνήμη κάθε μνήμης, ως φαντασία κάθε φαντασίας, ως χρόνος κάθε χρόνου, αύξησης, κίνησης, μεταβολής κ.ο.κ. Αυτή η κατάσταση, μόνιμη και ατρεμής, απόλυτα πληρωματική, ορίζει κάθε προσπάθεια, κάθε συμβαίνον και εδώ το ανθρωπίνως υπάρχειν διοπτρίζεται ως έγχρονη έκφραση αυτής της αλήθειας. 
Στο είναι και στη διαρκή αφετηρία κάθε φαντασιακής δραστηριότητας, στο πληρωματικό είναι που μόνο ως έγχρονη μαρτυρία-παρουσία αποκαλύπτεται εν κρυπτώ, αποκαλύπτεται το αληθεύειν της ζωής. Είναι η πρώτιστη γνώση ως γνώση κάθε γνώσης, ως α-λήθεια συνέχουσα κάθε φαντασιακή δημιουργικότητα.

             VII. Επιλογική σύνοψη: φαντασιακό και πραγματικότητα

Εικονίζει η φαντασία την πραγματικότητα ή συνιστά απλή αναπαράσταση φαινομένων με τη βοήθεια της μνήμης; Απέχει το φαινόμενο απ’ τη φαντασιακή αναπρόσληψη;
Η αλήθεια βρίσκεται στον όρο ενεργητική φαντασιακή αναπρόσληψη, όρο ο οποίος αποκαλύπτει πως το είναι είναι αδιανόητο χωρίς το προδεδομένο  της κοινωνίας μας με την αρχέγονη φαντασία η οποία είναι άπειρη και η οποία προσφέρει εσαεί την κοινωνία μας με το κοσμικό συμβαίνον στην ολότητά του. Κοινωνία με το κοσμικό συμβαίνον στην ολότητά του σημαίνει άχρονη και μη παραστατή κοινωνία, απόλυτη, η οποία δεν προκύπτει συλλογιστικά ούτε ανακαλύπτεται, αλλά η οποία αναδύεται εσαεί ως ζωή της ζωής μας.
Ας προσέξουμε όμως: Όταν τα έτερα, τα ποικίλα δηλαδή, τα όμοια, τα ανόμοια, τα διαφορετικά, τα εναντία κ.ο.κ. διακοινωνούν κυρίως κατά τη γνωσιολογική διεργασία, αλλά και κατά την αίσθηση και την αντίληψη αφετηριακά, αποκαλύπτουν την ουσιαστική κοινότητα ως ενότητα και όχι ως απλή ταυτότητα στον κόσμο του έγχρονου.
Δε χάνονται στην απροσωπία του παντός, στην απόλυτη ταυτογένεια: Ιδού η διαφορά: Κάθε συγκεκριμένο και αναπόφευκτα αισθητό, κινητό, μεταβλητό κ.ο.κ., ουσιώνεται εσαεί, προσωποποιείται, δεν είναι απλά τρόπος (modus) έκφρασης της μίας απόλυτης, αιώνιας ουσίας (φύση-θεός), αλλά δημιουργική εκδίπλωση και συμβολική έκφραση με πολυμορφία και πολυσημία, ελεύθερη πνευματική και δημιουργική ενέργεια. Το εν παντί του δημιουργικού πανενθεϊσμού που διασελαγίζει ιδεαλισμό και ρεαλισμό υπό την επικουρία του πανθεϊσμού, καθιστά το αγαθό-απόλυτο  ‘’αιχμάλωτο’’ του σχετικού, αλλά με τρόπους πολυσχιδούς δράσης και ενέργειας των υπαρχόντων.
Θύεται ως Ζωή στον κόσμο της σχετικότητας, αναζωογονώντας την ταυτόχρονα. Θυσία, προσφορά της αρχέγονης φαντασίας στην έγχρονη η οποία όμως καθοράται προσωπικά ως ανάβλεψη, η οποία είναι κενός λόγος χωρίς το έγχρονο. Έγχρονο επομένως, έγκοσμη φαντασία, είναι το κάτοπτρο του ανέκφραστου, του υπεραισθητού.
Ας παρατηρήσουμε τους ταυτογενείς όρους άχρονο, άρρητο, ανέκφραστο κ.ο.κ., όπως και τους ρητό, εκφραστό, αισθητό, συμβολικό κ.ο.κ. Είναι αποκαλυπτικό, γιατί διαπιστώνουμε χωρίς καμιά δυσκολία πως τροφή του έγχρονου είναι το άχρονο, του ρητού, το άρρητο, του εκφραστού το ανέκφραστο. Αν θέλαμε να συνεχίσουμε, θα λέγαμε πως χωρίς αυτή τη ‘’συστοιχία’’ δεν υπάρχει ούτε αίσθηση, ούτε αντίληψη, ούτε μνήμη, ούτε φαντασία, ούτε λόγος, ούτε γνώση, ούτε πνεύμα.
Ήδη,  η αίσθηση, η αντίληψη, η μνήμη, η κρίση, η φαντασία, ο λόγος είναι στην ουσία απόλυτα, ταυτίζονται, (γενικές έννοιες, ιδέες, τα είπαν οι ιδεαλιστές), μόνο όμως ως συμβολικές εκφράσεις του απόλυτου στο σχετικό, στο συγκεκριμένο.
Υπ’ αυτό το πνεύμα θεωρούμε τη φαντασιακή χωροχρονικότητα η οποία αρνείται και το χώρο της κλασικής μεταφυσικής και την ύλη, όρους νεφελώδεις και αντιφατικούς, όπως έχουμε αναπτύξει αρκετές φορές σε άλλες ευκαιρίες. 
Το έγχρονο, ο κόσμος των φαινομένων, ως ασυνεχές, αποκαλύπτει την απόλυτη συνέχεια-ταυτότητα η οποία ως άρρητη νοείται και εννοείται ανθρωπίνως μόνο στην πολυποικιλότητα της ζωής.
Η ποικιλότητα, ο πλουραλισμός, συνθέτει την προσωπική ζωή, το πρόσωπο, η δραστηριότητα του οποίου έχει απέραντες προοπτικές και δεν υπακούει, δε συμβιβάζεται με καμιά αναγκαιότητα, όπως συμβαίνει στο σπινοζικό κυρίως πανθεϊσμό.
Η φαντασία μας επομένως είναι οντολογικά και αντίληψη και αίσθηση και λογισμός και η χρονικότητά της συνιστά εμπνοή του απολύτου στο σχετικό στην απέραντη αποσπασματικότητα των μορφών ζωής που αποκαλύπτεται παντού, σε κάθε μορφή υπάρχοντος. Το παντού εκφράζει τη χωρικότητα της αρχέγονης φαντασίας.
Ήδη, το απέραντο δεν είναι εκτατό, αλλά νοητό και στην πράξη εννόησής του, φαντασία, αίσθηση, αντίληψη κ.ο.κ., αποκαλύπτουν την κοινή τους αλήθεια. Είναι εκφράσεις, συμβολικές εκφράσεις του απολύτου σε κάθε μορφή σχετικότητας.
Αν το απόλυτο νοείν σχετίζεται με την πρωτογενή φαντασία, με την απόλυτη αίσθηση, με την απόλυτη αντίληψη, λόγο, συναίσθημα, γνώση, το έγχρονο αντιλαμβάνεσθαι, αισθάνεσθαι, φαντάζεσθαι κ.ο.κ., συνέχονται ως ενότητα που είναι πηγή Λέγειν και Νοήματος.
                                                            *
Το αληθεύειν επομένως, διαρκές και απόλυτο, έτσι εξηγείται η νόηση, διαζωγραφίζεται σμικρογραφικά στην έγχρονη φαντασία μας, στη χρονικότητά μας. Ήδη, χωροχρονικότητα είναι η εσαεί συνάντηση, διακοινωνία, πρωτογενούς και έγχρονης φαντασίας (άπειρου και πεπερασμένου, άτμητου και τμητού, άφθαρτου και φθαρτού, απόλυτου και σχετικού) και αυτό μας επιτρέπει να λέμε πως στη χωροχρονική μας έκφραση η αίσθηση, η αντίληψη, η μνήμη, η κρίση, η φαντασία διαπλέκονται και διαλληλίζονται και πως καθεμιά προϋποθέτει την άλλη.
Πώς θα μπορούσαμε να ιχνεύσουμε το κοινό τους ‘’υφάδι’’ το οποίο εκπτύσσεται στο κοσμικό συμβαίνον; Προτείνουμε την αυτοσύλληψή μας, ό,τι δόκιμα ή αδόκιμα πολλές φορές ονομάζεται αυτοσυγκέντρωση, περισυλλογή, κατάνυξη.(Οι γνωστοί όροι ενόραση για τους μπερξονικούς, προθετικότητα για τους φαινομενολόγους, όπως και άλλοι, δεν απέχουν απ’ τους μνημονευόμενους) Αν προσέξουμε, γιατί κάνουμε λόγο για κάτι όχι μόνο κοινό σε όλους μας, αλλά και διαρκές, διαπιστώνουμε πως αυτή η κατάσταση είναι πεμπτουσία του υπάρχειν μας, τι καθαρό μας είναι.
Βέβαια εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος, πανάρχαιος, ο οποίος μας παρωθεί να θεωρούμε την κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης ως κάτι που εκτείνεται απόλυτα ‘’έξω’’ μας, ως σκότος ως γνόφος κ.ο.κ., και αυτό συμβαίνει συνήθως, ιδίως σε πολλούς μυστικούς εξαιτίας των ιζημάτων των παλαιότατων μυθολογικών εννοιών, όπως άβυσσος, χάος, κ.ο.κ. Πρόκειται για παραστατικοποίηση του μη παραστατού, για ειδωλική κατάσταση δηλαδή.
Όμως προσεκτική θεώρηση πέρα από ειδωλικές καταστάσεις, αποδιαστέλλει το εγώ από κάθε φαντασιώδες και οδηγεί στο καθαρά φαντασιακό, πείθει πως το όντως φαντασιακό είναι έργο της πραγματικής φαντασίας, δεδομένου ότι η αυτοσυγκέντρωση υποκρούεται σε κάθε πράξη, σε κάθε διανοητική προσπάθεια και πως τη στιγμή της διάλειψης, της μείζονος προσπάθειας αυτοσύλληψής μας, αυτοορισμού μας, αναδύεται το πραγματικό είναι της αίσθησης, της αντίληψης, κάθε καταλληλότητάς μας. Πείθει, παράλληλα πως πρόκειται για πράξη ελευθερίας, θέλησης, απόφασης, που προϋποθέτει τον αυτοορισμό μας, αφού το απόλυτο στην καρδιά του πεπερασμένου, το είναι στην καρδιά του υπάρχειν, ζωοποιεί το έγχρονο-ένσαρκο.
Αυτή η νηφάλια και αδιάψευστη ‘’δυναμική’’ οδηγεί στην ακόλουθη βεβαιότητα: Αυτοσύλληψη ή αυτοσυγκέντρωση ή κατάνυξη είναι η αειγενής μήτρα που συνέχει κάθε ζώσα ύπαρξη, η οποία δεν καταργεί καμιά πνευματική δραστηριότητα, αλλά τη συνέχει. Μη παραστατή, αλλά βαθύτατα γνωστή πλην άρρητη, ίσταται στην αρχή κάθε γνώση, διανοητική, ηθική, ηθική, συναισθηματική. Μας οδηγεί μάλιστα σε ό,τι πιο συγκεκριμένο: Απόλυτο είναι ο ορισμός του σχετικού, του έγχρονου, κ.ο.κ., ως αέναη αρχή του. Πρόκειται για αποκαλυπτικό ορισμό με ορίζοντα τον άπειρο εν πεπερασμένω άνθρωπο. Αυτή η αλήθεια τελείται χωροχρονικά, φαντασιακά δηλαδή και μαρτυρεί την ενότητα των πνευματικών μας ικανοτήτων.
Υπάρχει ωστόσο μια ευτυχής ‘’συμπλοκή’’ η οποία ενιαιοποιεί νόηση, αίσθηση, αντίληψη, μνήμη, φαντασία, λόγο σε όλες του τις τροπές (ελευθερία, βούληση, απόφαση, πράξη) καθιστώντας δυνατή τη συνειδητή εμβίωση της χωροχρονικότητας, κάνοντάς μας δημιουργικούς συγκοινωνούς του συμβαίνοντος όπου αποκαλύπτεται η προτεραιότητα του ηθικού, για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο το ηθικό έχει αιώνια ακμή, σε αντίθεση με τις τρέχουσες γνώσεις, εντυπώσεις και αισθήματα τα οποία μεταβάλλονται. Το ηθικό δεν ταυτίζεται με το λογικό, είναι η αρχή της γνώσης και της ενέργειας. Ας μην ξεχνάμε πως ενεργώντας συναισθανόμαστε, συναντιλαμβανόμαστε και αυτό είναι η πραγματική δραστηριότητα με απέραντες προοπτικές εκδίπλωσης. Το ηθικόν δεν είναι ηθικοί κώδικες, ηθικισμός δηλαδή.
Όταν ενεργούμε, όταν αισθανόμαστε, όταν αντιλαμβανόμαστε, όταν γνωρίζουμε, κινούμαστε στη χωροχρονικότητα της φαντασίας μας. ‘’Εκεί’’ το ενδεχόμενο, το πιθανό, το δυνατό σχεδιάζονται και αυτό είναι πράξη ελευθερίας, αφού η αναγκαιότητα είναι κάτι το προκαθορισμένο.
                                                            *
Συμβαίνει όμως κάτι εξίσου σημαντικό το οποίο θάλλει και αναθάλλει, αν εντείνουμε την προσοχή μας, αν συγκεντρωνόμαστε και αποδιαστελλόμαστε ταυτόχρονα απ’ την εκάστοτε τρέχουσα επικαιρότητα, απ’ το συγκυριακό, απ’ το εφήμερο. Η αδιάλειπτη κοινωνία μας με το είναι του κόσμου-είναι μας το οποίο, επαναλαμβάνουμε, ποτέ δεν ορίζεται ως αντικείμενο, μας καθιστά εσαεί κοινωνούς της ύστατης αλήθειας: Κοινωνούμε αλήπτως, αρρήτως με το ανέκφραστο, με το απόλυτο, όπου άπειρο, πρωτογενής φαντασία, νόηση, αντίληψη, αίσθηση, ήθος, ταυτίζονται. Είναι η αγαθότητα, η μόνη ατρεμής Γνώση, προϋπόθεση κάθε επιμέρους σχετικής γνώσης. Η Γνώση καταξιώνει τις γνώσεις, τις τρέχουσες και μεταβαλλόμενες γνώσεις οι οποίες όμως νοούνται απολύτως, άλλως δε θα ήταν αντιληπτές.
                                                            *                                                                     
Οδηγούμαστε στην πληρωματικότητα ως Ήθος, ως όντως Ζωή, ως κατεξοχήν πραγματικότητα. Έτσι νοείται κατά το δυνατό χωρίς όμως να εκφράζεται ο μύχιος δεσμός πρωτογενούς και έγχρονης φαντασίας, η πνοή και η εμπνοή της χωροχρονικότητας. Χωρίς αυτήν την συγκεκριμένη γνώση δεν υπάρχει ούτε λόγος, ούτε νόημα.
Για να αποφύγουμε όμως κάθε ειδωλοποιητική παραπλάνηση, ας επαναλάβουμε υπό νέο φως κάτι απλό: (Το, βάζουμε το δεικτικό άρθρο σε παρένθεση, γιατί δε μπορεί να ισχύει παρά όταν δείχνουμε ή όταν μιλάμε για κάτι δείξιμο) απόλυτο δε μπορεί να είναι αντικείμενο σκέψης ή παράστασης και έτσι δε μπορούμε να σκεφθούμε το φαντάζεσθαι στην ολότητά του. Ζούμε με αυτό και αυτό είναι αποκαλυπτικό. Δεν κάνουμε επομένως λόγο για πράγματα, για φανταζόμενα πράγματα τα οποία είναι έξω, ξέχωρα από εμάς, αλλά, όταν φανταζόμαστε, οφείλουμε να έχουμε υπόψη ενεργούμε φαντασιακά κοινωνώντας έγχρονα με ό,τι συνέχει το έγχρονό μας, με το άχρονο δηλαδή, με την αρχέγονη-πρωτογενή φαντασία.
Ζούμε, ενεργούμε, σκεπτόμαστε φαντασιακά, όντας κοινωνοί του φαντασιακού συμβαίνοντος. Είναι επομένως το φαντασιακό πραγματικό;
Αυτή η κατεξοχήν ερώτηση αίρεται απ’ τη στιγμή που προσπαθούμε να εισδύσουμε στο βάθος της κίνησης, της μεταβολής, της φθοράς, των σκέψεων και των συναισθημάτων μας. Όλα αυτά μηδενίζονται χωρίς το φαντασιακό κάτοπτρο, το κάτοπτρο του ίδιου του έγχρονου είναι μας, και κάτοπτρο δεν είναι ένα αντικείμενο, αλλά η ίδια μας η ύπαρξη που κατοπτρίζει και αποκαλύπτει το είναι μας. Είναι επομένως το φαντασιακό πραγματικό, πέρα από ό,τι αποκαλούμε συνήθως φαντασίωση που ουσιαστικά δεν είναι παρά έργο του νόθου λογισμού και των παθών, εποχούμενο αναπόφευκτα στη φαντασιακή μας καταλληλότητα.













ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Εισαγωγικό………………………………………………………Σελ….
Ι. Φαντασιακός Περίπλους………………………………………………...

ΙI. Αφετηρίες του Φαντασιακού:
Ζωή, Νόηση, Ορίζειν,
Ορισμός,  Αντίληψη, Αίσθηση, Μνήμη, Φαντασία, Άγχος,
Μνήμη και Φαντασία…………………………………………………….

ΙΙI. Αρχέγονη- Πρωτογενής Φαντασία:
Νόηση και
φαντασία, ολότητα, χωρικότητα, χρονικότητα και
πρωτογενής φαντασία, νόηση και φαντασία, διάλειψη και
 παράσταση…………………………………………………………………

ΙV. ΄Εγκοσμη-΄Εγχρονη Φαντασία: Φαντασία και
αισθητός κόσμος, χρόνος και φαντασία, χρονικότητα
και φαντασία, το είναι της φαντασίας, παράσταση
και φαντασία, φαντασία και γνώση, φαντασιακά είναι
και υπάρχειν……………………………………………………………………

V.Φαντασιακή Δημιουργικότητα:
 Γνώση, φαντασιακή
διαύγεια,θέληση, απόφαση, ελευθερία, μορφές
του φαντασιακού ενεργείν, κατευθύνσεις, ‘’άρση’’
του φαντασιακού, το φαντασμαγορικό, φαντασιακά είναι
 και υπάρχειν,  φαντασιακή γνώση, πληρωματικότητα………………  

VI. Διαθλάσεις του Φαντασιακού:
Το ηθικοδιανοητικό,
επιστημονική δημιουργία, τέχνη, πνευματική ζωή,
επιλογικό …………………..
VII.Επιλογικήσύνοψη:φαντασιακόκαιπραγματικότητα….














                        ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Abélard P.,
Arnauld N.,
Bergson H.,
Böhme J.,
Bonaventure J.,
Cioran E. M.,
Descartes R.,
Fichte J. G.,
Gilson E.
Hadamard J.,
Hegel G.,
Heidegger M.,
Hobbes G.,
Husserl E.,
Kant I.,
Malebranche N.,
Marcel G.,
Merleau-Ponty M.,
Nagarjuna,
Newton I.,
Nicole P.,
Nikolaus de Cuza
Ockahm G. de,
Penrose R.,
Poe  E. A.,
Sankara
Sartre J-P.,
Scheler M.,
Schelling F. W. J. von
Schopenhauer A.,
Spinoza B.,
Srinivasa S. M.,
Ακυνάτης
Αριστοτέλης
Διογένης Λαέρτιος
Ζήνων ο Κυτιεύς
Ιάμβλιχος
Πλάτων
Πλωτίνος
Σωκράτης


                                               










[1] Φίληβος, 34a
[2] Πρβλ. Μένων, 85d,86b
[3] Πρβλ.  λ. χ. την περιγραφή της τυραννικής συνείδησης (Πολιτεία, 572b).
[4] Δε μπορούμε να επεκταθούμε, γιατί θα ξεφεύγαμε απ’  τη θεματική μας. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο έργο μας Οι Έλληνες Φιλόσοφοι της Αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, τ. Α΄ και Β΄, Σμπίλιας, 1995 (Β΄ έκδοση, 2006).
[5] Περί Ψυχῆς, 432a.
[6] Περί Ψυχῆς, 429a.
[7] Ἐννόημα δε ἐστί φάντασμα διανοίας, οὒτε τι ὄν οὒτε ποιόν…Διογένους Λαερτίου, Βίων και Γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Harvald Univercity Press, Cambridge,1991, VII, 61.

8 ΠρβλĽ Éthique, idées/Gallimard, 1975, σελ. 161 κ.ε.



[9] Précis de l’ Encycpopédie des Sciences Philosophiques, Vrin, 1978, σελ. 251.
[10] Précis…σελ. 253-259
11ννεάδες, IV. 4. 4, 6-7.



[12]Αποσπάσαμε το απόσπασμα απ’ το έργο μας Οι Ἐλληνες Φιλόσοφοιτ. Β’, σελ.913. Σχολιάζοντας εξάλλου ο Pierre Hadot το έργο του στοχαστή παρατηρεί πως ο στενός δεσμός Φύσης, μύθου και φαντασίας άνοιξε στη δυτική σκέψη απέραντο πεδίο στοχασμών που διαλαμβάνουν Αναγέννηση και Ρομαντισμό κυρίως (Le voile dIsis, folio/essays, 2008, σελ. 98 κ. εξ.).
[13] Des Intellections, Vrin, 1994, σελ. 39.
[14] Des Intellections,σελ. 41.
[15] Επειδή η αισθητική δύναμη της ψυχής είναι η πράξη ενός σωματικού οργάνου, οφείλουμε να θέσουμε σε αυτήν δύο διαφορετικές δυνάμεις απ’ τις οποίες η μία δέχεται τα αισθητά είδη, ενώ η άλλη τα συντηρεί. Αυτή η συντηρούσα δύναμη…είναι η φαντασία. Etienne Gilson, Le Thomisme, Vrin, 1972, σελ. 261.
[16]scilicet symbolicae, propriae et mysticae, ut per symbolicam recte utamur sensibilibus, per propriam recte utamur inteligibilibus, per mysticam rapiamur ad supermentales excessus. Itinéraire de l’ esprit Dieu (κείμενα γαλλικό και λατινικό), Vrin, 1967, σελ. 35 (I, § 7), Vrin, 1967. 
[17] Somme de Logique, Première partie, Maurezin, 1993, σελ.128, 71.
[18] Mysterium Magnum, Editions d’ aujourd’ hui, 1978, I, σελ. 184 κ. α.
[19] De Coniecturis (Περί εικασιών), Κράτερος, 2007, σελ. 291 (Αξιομνημόνευτη και η μετάφραση των Γ. Δαρδιώτη και Θ. Πενολίδη, όπως και ο πρόλογος και η εισαγωγή του Θ. Πενολίδη).
[20] Leviathan, (Collier books, 1976) και ελληνική μετάφραση (Γνώση, 1989) στην οποία και παραπέμπουμε (σελ. 88)
[21] Η φαντασία η οποία δημιουργείται στον άνθρωπο μέσω λέξεων ή άλλων εθελοντικών  σημείων, είναι ό,τι  γενικά αποκαλούμε νόηση. Σελ. 93.
[22] Méditations Métaphysiques, GF Flammarion, 1992, σελ.177. Επίσης: Στο μέτρο που αντιλαμβάνομαι αυτά τα πράγματα με τις αισθήσεις μου,  με την παρέμβαση των οποίων και της μνήμης μου μού φαίνονται πως φθάνουν στη φαντασία μου… Les Principes de la Philosophie, § 9. Ελληνική έκδοση Δρόμων, 2008, σελ. 53.
[23] De la recherché de la vérité, t. II, Vrin, 1974, σελ. 252.
[24] La Logique ou l’ art de penser, tel/Gallimard, 1992
[25] La Logiqueσελ.34.
[26] David Hume, On Human Nature and Understanding, Collier Classics, 1962, σελ. 50.
[27] Op. c., σελ. 266.
[28] Ενδιαφέρουσα είναι η σπουδή φιλοσόφων οι οποίοι εξετάζουν την προβληματική της προοπτικής στο έργο των Leibniz, Whitehead και Deleuze (Vrin, 2006), όπου, ανομολόγητα, ο όρος προοπτική σε κάθε μορφή δημιουργικής σκέψης, απ’ τις επιστήμες μέχρι την τέχνη, συγχέεται, αν δεν ταυτίζεται με το φαντασιακό. Υπάρχει όμως δυσκολία διασύνδεσης της λεγόμενης εκτατότητας με τη χωρικότητα της φαντασίας.
[29] Critique de la Raison Pure, PUF, 1944, σελ. 105, 106.
[30] The World as Will and Representation, Vol. I, Dover Publications, 1969, σελ. 186, 187.
[31] J. G. Fichte, Oeuvres Choisies de la Philosophie Première, J. Vrin, 1990, σελ. 215.
[32] Oeuvres…σελ.222.
[33] Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως, Ροές, 2004, σελ. 143. Επίσης: Ποίηση είναι η πεπερασμένη εκδοχή του απείρου, σελ. 281.
[34] Tome VII, L’ Age d’ Ηοmme, 1988, σελ. 1030.
[35] Πρβλ. Maurice Blanchot, Le Livre à venir, Gallimard, folio/essays, 1999, σελ. 9 κ. Εξ.
[36] Matière et Mémoire, PUF, 1968, σελ. 31.
[37] Leçons pour une phénoménologie de la conscience intime du temps, PUF, 2007, σελ.20. Σημαντικές είναι επίσης και οι θεωρήσεις του Jacques Hadamard στο έργο του The Psychology in the mathematical field (Dover Publications, 1954), όπου ιχνεύεται και το φαντασιακό στη μαθηματική ενόραση.
[38] Proces and Reality, The Free Press, 1978, σελ. 5.
[39] Ότι ένας μαθηματικός ισχυρισμός έχει πλατωνική ύπαρξη σημαίνει απλά ότι είναι αντικειμενικά αληθής…Οι αντικειμενικές μαθηματικές έννοιες θα πρέπει να θεωρούνται άχρονες οντότητες και όχι ότι αρχίζουν να υπάρχουν τη στιγμή που ανακαλύπτονται απ’ το ανθρώπινο μυαλό... Αναζητώντας την Πραγματικότητα, Γκοβόστης, 2010, σελ. 16, 18
[40] De l’ audace en metaphysique, Revue de Metaphysique et de Morale, 52, 194, pp. 233-243.
[41] L’ imaginaire, Gallimard, 1940, σελ.356.
[42] Tel/Gallimard, 1945.
[43] Ας μου επιτραπεί για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με βασικά θέματα των φιλοσοφιών του 20ου Αιώνα να παραπέμψω στο έργο μου Πανόραμα της Σύγχρονης Σκέψης, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1994.
[44] Πρβλ. λ.χ. S.M. Srinivasa Chari, Advaita and Visistdvaita, Motilal Banarsidass Publishers Delhi, 1999. Επίσης, S. Radhakrishnan, Indian Philosophy, vol I, II, Unwin/Human, 1989.
[45]Traité du Milieu, Seuil/Sagesses, 1995.
[46] Adhyāya, Pāda I, σ. cxx.
[47] Adhyāya, Pāda.
[48] Ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε στο δίτομο έργο μας Η Καταγωγή των Θρησκειών, τ. I και ΙΙ, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1993.
[49] Le Crépiscule des pensées, Le Herne, 2003, σελ.39. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου