Ι. Βιογραφικά Στοιχεία. Ο Nāgārjuna (150-250), γόνος Ινδών
βραχμανικής υπηκοότητας και κατόπιν αφοσιωμένος βουδιστής και ιδρυτής της
Σχολής Āryadeva του
Μεγάλου Οχήματος γεννήθηκε και έδρασε στη Νότια Ινδία, όπου, σύμφωνα με
παραδόσεις υπήρξε αβάς σε μοναστήρι. Πολυγραφότατος που συνετέλεσε στη στερέωση
της Μέσης Οδού (Mādhyamika) συνέβαλε σημαντικά
στην εξάπλωση των βουδιστικών ιδεών και κυρίως των θέσεων της Μέσης Οδού στην
Ινδία, Κίνα, Θιβέτ. Είναι όμως ιδιαίτατα γνωστός για την ανάπτυξη και
διαμόρφωση της θεωρίας περί κενότητας η οποία βέβαια ήταν φανερό ή και υπόδηλο
δόγμα του Βουδισμού. Υπήρξε πολυγραφότατος και, πάντα κατά την παράδοση, δύο
έργα του στίχους που ήταν συμβουλές στο βασιλιά, συνετέλεσαν στην ευρύτερη
διάδοση των θέσεών του. Εκτός απ’ τα κεφάλαια του Εγχειριδίου περί του Μέσου τα οποία παρουσιάζουμε, αναφέρουμε τα Τελείωση της Σοφίας, Ύμνοι στο Βούδα, Σύνοψη Κειμένων, Το Δένδρο
της Σοφίας. Τη σπουδαιότητα του έργου του θα εξετάσουμε σε άλλη παράγραφο
της Εισαγωγής μας.
ΙΙ. Σύντομη κάτοψη του Βουδισμού. Είναι
γνωστό πως ο ιδρυτής του Βουδισμού (Siddhartha Gautama, 563-486) δεν άφησε
κείμενα, αλλά αρκέστηκε στην προφορική διδασκαλία εισάγοντας για πρώτη φορά
στην ιστορία της θρησκείας και των ιδεών σκέψεις και θεωρήσεις οι οποίες θα
απασχολούν για πάντα την ανθρώπινη φύση. Έτσι, το μέγα πρόβλημα του πόνου (dukkha) το οποίο απασχολεί κάθε άνθρωπο
βρίσκεται στην αφετηρία και ορθώνει τέσσερις ευγενείς αλήθειες: 1. Αναγνώριση του πόνου, 2. Ταύτιση του πόνου με
την επιθυμία, 3. Υπέρβαση του πόνου και 4. Κατάργηση κάθε επιθυμίας.
Στο ερώτημα το
σχετικό με την επίτευξη του ιερού σκοπού που οδηγεί την παμμακαριότητα (parinirvana) με την κατάργηση
κάθε εγωτικής επιθυμίας, στο μη-εγώ (anatta), πρώιμος και όψιμος βουδισμός προτείνει τον
τρόπο που δεν είναι παρά ο Οκταπλή Οδός:
1. Σωστή θέα, 2. Ορθή πρόθεση, 3. Ορθός λόγος, 4. Ορθή δραστηριότητα, 5. Ορθός
τρόπος ύπαρξης, 6. Προσπάθειες, 7. Προσοχή, 8. Σωστή συγκέντρωση.
Επιφανειακά
τουλάχιστον πρόκειται για καταστάσεις τις οποίες συναντάμε και σε άλλες
διδασκαλίες, άμεσα ή έμμεσα διατυπωμένες. Η απαράμιλλη όμως γοητεία αλλά και
πρωτοτυπία του βουδισμού συνίσταται σε πρωτοποριακές εμβαθύνσεις οι οποίες
πραγματοποιήθηκαν από μεγάλους δασκάλους της παράδοσης, οι οποίες δημιούργησαν
σχολές, αντιμαχίες, διαιρέσεις ενίοτε, κάποτε δε και μίση. Δεν είναι δυνατό στο
πλαίσιο αυτής της εισαγωγής να υπεισέλθουμε στην ιστορία της μακραίωνος
παράδοσης του βουδισμού και των σχολών του[1], δεδομένου
του πλούτου, αλλά και του σκοπού αυτής της μετάφρασης. Μόνο οι σχολές του
Μεγάλου Οχήματος (Σχολή της αγνής γης,
Επέκταση της σχολής της Αγνής Γης, Χούαγιεν, Dharmalakshana, Tο Άνθος του Νόμου)
μαρτυρούν τον πλούτο της δημιουργικής πνοής. Κι όμως, η διάδοση του βουδισμού
στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Κίνα, στο Θιβέτ, στην Ιαπωνία, έδωσε νέες
διαστάσεις-επεκτάσεις: Ζεν, Θιβετιανή μυστική, Λαμαϊσμός, Ταντρικός Βουδισμός.
Δεν πρόκειται για
σέκτες, παρά τη μείξη ειδωλικών, δεισιδαιμονικών κ.ο.κ. στοιχείων στις λαϊκές
κυρίως τάξεις, αλλά για δημιουργικές πνοές απ’ τις οποίες εμπνεύστηκαν και
στοχαστές της δυτικής φιλοσοφίας και θρησκειοφιλοσοφίας.
Αναστρεφόμενοι με τον
αρίφνητο πλούτο των μεγάλων κειμένων των βουδιστικών σχολών και προσπαθώντας να
εμβαθύνουμε και μάλιστα χωρίς μείξεις αμείκτων ή επιφανειακό θαυμασμό,
διαπιστώνουμε πως παρά τις μεγάλες ενίοτε διαφορές, υπάρχουν και προσεγγίσεις
που πιστοποιούν τη βαθιά ενότητα της ανθρώπινης φύσης ανεξαρτήτως πολιτισμικής
παράδοσης και ιδιαιτεροτήτων.
Επειδή είναι αδύνατο
να διατρέξουμε όλη τη δέσμη των μεγάλων ιδεών που ανακρούονται απ’ την
αναστροφή με τη βουδιστική σκέψη, προτιμήσαμε να επικεντρωθούμε στο μέγα
διιστορικό, διαπολιτισμικό και πανανθρώπινο πρόβλημα το σχετικό με την κενότητα και με το πλήρωμα. Ήδη, τα μεταφραζόμενα κεφάλαια που παρουσιάζουμε σε
μετάφραση στις επόμενες σελίδες προσφέρουν δημιουργικά εναύσματα διαλόγου και
αντιλόγου και πείθουν πόσο η φιλόσοφος
μέριμνα και διαπορία με τον υπέρτερο πλούτο της ενώνει μέσω αντιθέσεων αλλά και
διαφωνιών και μάλιστα συμπληρωματικά την ανθρώπινη φύση.
ΙΙΙ. Προκείμενες. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε
τον Nāgārjuna διαλεκτικό με πραγματικά
συλλογιστικά επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί για να καταρρίψει κάθε μορφή
συλλογιστικής σκέψης εις όφελος του στοχασμού. Βεβαίως η άποψη βρίθει υπό
παραλλαγές: H διανοητική σύλληψη (saṅkhāra)
δεν είναι ο Εαυτός. Αν η διανοητική
σύνθεση ήταν ο εαυτός, η διανοητική σύνθεση
δεν θα υπέκειτο σε ασθένειες και θα είχε κανένας τη δυνατότητα να πει σε σχέση
με τη διανοητική σύνθεση: ‘’Μακάρι η διανοητική σύνθεση να γίνεται τέτοια ή
τέτοια για μένα’’[2].
Αναρρωτιόμαστε αν η όλη διαλεκτική του ινδού φιλοσόφου οδηγεί συχνά στις παρυφές
του σκεπτικισμού και αν με τις συνεχείς εις ἄτοπον αναγωγές (reductio ad absurdum) και την αγνόηση του
αποκλειομένου τρίτου τα συμπεράσματα προσκλίνουν μάλλον προς τη σοφιστεία[3] ή μας
θυμίζουν σελίδες Ελλήνων Σκεπτικών και του David Hume[4].
Είναι φανερό πως έχει
βαθύτερες ρίζες και γνωρίζουμε και απ’ την ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας την
πανουργία του λόγου, όπως γνωρίζουμε και τις ανεπάρκειες των λογικών συστημάτων
τα οποία κάποτε δεν αποφεύγουν τις αντιφάσεις ή είναι μη αποκρίσιμα, για να θυμηθούμε
το περίφημο θεώρημα του Gödel.
Συγκεκριμένα, ο
φιλόσοφος αρνείται την οργανική σύνθεση των πραγμάτων, ό,τι αισθανόμαστε είναι
σύγκριμα που οδηγεί σε ακολουθίες οι οποίες παραπληροφορούν και παρασύρουν σε
παραπλανητικούς συλλογισμούς οι οποίοι δεσμεύουν το εγώ, το έγχρονο δηλαδή εγώ, εγκλωβίζοντάς το μέσω της
οικειοποίησης-ιδιοποίησης των παραστάσεων σε ό,τι αποκαλείται γνώση. Δεν
απορρίπτει πλήρως τη γνώση ο Nāgārjuna. Την αποκαλεί συμβατική, καθόσον
δεν έχει παράμονη ισχύ στον κόσμο των μεταβολών που το μόνο βέβαιο είναι η
παραγωγή επιθυμιών και πόνου. Ήδη οδηγούμαστε στο είναι των αλλαγών-μεταβολών
και των συνακολούθων τους που είναι κάθε μορφής παραγωγή.
IV. Αλλαγές και χρονικότητα. Κανένας δε θα μπορούσε να πει πως το
πρόβλημα του χρόνου που συνάπτεται με το είναι των αλλαγών έχει προσεγγισθεί με
τρόπο αδιαμφισβήτητο. Ο Παρμενίδης είναι πάντα παρών, όπως και το σόφισμα του
Ζήνωνος, η πλατωνική θεώρηση ελλοχεύει δημιουργικά, ο πλούτος της μεσαιωνικής,
νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφικής αλλά και επιστημολογικής αναζήτησης είναι
παρών, σε σημείο που είναι αδύνατη η παράθεση των θεωρήσεων σε αυτό το σύντομο
εισαγωγικό μελέτημα.[5] Πριν
προσεγγίσουμε την άποψη του φιλοσόφου, αναφερόμαστε, ενδεικτικά και μόνο σε
δύο-τρεις φιλοσόφους για να συνειδητοποιήσουμε το βάθος του προβλήματος και την
προσέγγιση του Nāgārjuna. Ήδη, ο πλατωνικός στη συγκεκριμένη
περίπτωση Αριστοτέλης διεπίστωσε πως είναι αδύνατο να υπάρχει χρόνος ψυχῆς μή οὒσης. Στον Πλάτωνα κυρίως και
ιδιαίτερα στον Τίμαιο έχουμε τον
αμφίσημο ορισμό κατά τον οποίο ο χρόνος είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας[6], στον Καντ
τέλος έχουμε τον γριφώδη ορισμό κατά τον οποίο χρόνος είναι η καθαρή μορφή
εσωτερικής εποπτείας, ορισμό που πάσχει, αλλά που θυμίζει πως είναι αδύνατος ο
χρόνος χωρίς την ύπαρξη υποκειμένου.
Να πώς, μετά τις
σύντομες αναφορές, χρόνος-αλλαγές και εγώ-συνείδηση συνυφαίνονται κατά τρόπο
που αίσθηση, αισθητό, αλλαγές και συνείδηση αυτού του συμβαίνοντος περιπλέκουν
το πρόβλημα το οποίο τελικά ανάγεται στην αμεσότητα της
αισθανομένης-αντιλαμβανομένης συνείδησης. Για το φιλόσοφό μας όμως ο χρόνος
είναι διαιρετός και το πριν διαγράφεται απ’ το παρόν και το μέλλον καθίσταται
αδύνατο ή μεταμορφώνεται σε παρόν. Ό,τι παρήλθε δεν υπάρχει και ό,τι ακολουθεί
είναι και αυτό ανύπαρκτο, κατά τρόπο που όλα τα γνωσιοθεωρητικά σχήματα να μην
ισχύουν, παρά συμβατικά. Στη συνείδηση
βρίσκουμε καταστάσεις οι οποίες αλλαλοδιαδέχονται μεταξύ τους και στο χώρο
συγχρονικότητες οι οποίες, χωρίς να διαδέχεται η μία την άλλη, διακρίνονται
μεταξύ τους στο πνεύμα, καθώς η μία δεν είναι δεν είναι όταν εμφανίζεται η
άλλη. Έξω από μας, εξωτερικότητα χωρίς διαδοχή, μέσα μας διαδοχή χωρίς αντίστοιχη
εξωτερικότητα.[7]
Σε αντίθεση με αυτήν την καταχώρηση αλλά και με άλλες που προέρχονται απ’ τη Δυτική
παράδοση, ο φιλόσοφος ταυτίζει την κίνηση με το χρόνο, δεν τη διασυσχετίζει
απλά (ο Descartes
έλεγε πως χρόνος είναι η μέτρηση της αλλαγής και έτσι ασυνεχής), αλλά την
κατατέμνει σαν ο χρόνος που είναι συνειδησιακό γεγονός να είναι η ίδια η αλλαγή
η οποία κατατετμημένη, ‘’μηδενίζει’’ τόσο τη χρονικότητα όσο και την ίδια τη
φύση των πραγμάτων οδηγώντας έτσι στην κενότητα, όπως θα δούμε.[8]
Κατά βάθος, και αυτό
ας προσεχθεί, οποιαδήποτε αλλαγή που επάγει διάρκεια, αφομοιώνεται στο παρόν το
οποίο όμως δεν έχει ουσιαστική υπόσταση, όσο και αν φαίνεται πως αφομοιώνει
παρελθόν και μέλλον ως στιγμή. Ακόμη πιο προσεκτικά, το παρόν δεν είναι ως
στιγμή πλήρωμα του χρόνου όπως έλεγε
ο Kierkegaard,
ούτε απόλυτο εδώ κατά τον G. Marcel, ούτε αιώνιο τώρα κατά τον Tillich, αλλά ‘’εκμηδένιση’’ του εμπειρικού εγώ που
ανάγεται, ως μη έχον οντική φύση, σε κενότητα.[9] Βεβαίως,
ο φιλόσοφος δεν αρνείται τον κόσμο ως μη πραγματικό, αλλά προφέρει την άποψη
κατά την οποία ο κόσμος δεν είναι ούτε πραγματικός, ούτε μη πραγματικός, κατά
την παρατήρηση του Radhakrishnan:
H Μahāyāna πρεσβεύει μία μεσαία θεώρηση
σχετική με τη φύση του κόσμου. Δεν είναι ούτε πραγματικός, ούτε μη πραγματικός.
Βεβαιώνει ότι όντως υπάρχει, αλλά αρνείται την απόλυτη πραγματικότητά του. Nāgārjuna παρατηρεί: ‘’Αν κάθε πράγμα έχει
την καθαρή του ουσία, κάτι που καθιστά αδύνατο το πέρασμα από μία κατάσταση σε
μία άλλη, πώς θα μπορούσε ένα πρόσωπο να επιθυμεί άνοδο, αν έχει παρόμοια
επιθυμία όλο και πιο ψηλά στη σκάλα της ύπαρξης;’’[10]
Βέβαια, για τον
ευρωπαϊκό ιδεαλισμό, και για τον πλατωνικό ιδιαίτερα, ο αισθητός κόσμος είναι
απείκασμα του πραγματικού υπό ποικίλες αλλά συγκλίνουσες διεκφράσεις, αλλά το
ουσιώδες το οποίο δε διείδε η ανατολική σοφία συνίσταται στο ότι η γνώση του
κόσμου, οσοδήποτε φαινομενική, προϋποθέτει ριζική αξιολόγηση της αίσθησης, της
αντίληψης, της μνήμης, της φαντασίας, του λογίζεσθαι. Και πάλι όμως το πρόβλημα
παραμένει και εντοπίζεται στην οντική αξία του παρόντος το οποίο ή είναι άτμητο
και τροφός του γίγνεσθαι, ή τυχαία στιγμή σε μία ακολουθία φυσιοκρατικής φοράς.[11]
V. Kενότητα και Πλήρωμα.
Ό,τι όμως καθιστά σημαντικότατη και αποκαλυπτικότατη την προσφορά του φιλοσόφου
είναι η περί κενότητας θέση του η οποία προτυπώθηκε από άλλους στοχαστές του
Μεγάλου Οχήματος, αλλά η οποία συνιστά ακρογωνιαίο λίθο του Βουδισμού εν γένει,
για να διαπλωθεί στις περισσότερες σχολές του. Το πρόβλημα δεν είναι άγνωστο
στη Δυτική φιλοσοφική παράδοση και ιδιαίτερα στους μυστικούς. Η αντιμετώπισή
του συνιστά ουσιαστικά μεγάλο πειρασμό και για να το κατανοήσουμε οφείλουμε να
το διασυσχετίσουμε με το χώρο και με τη δυνατότητα ύπαρξης κενού, πέραν της
χωρικής ομογένειας, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Δεν απαιτείται μνεία ονομάτων,
κορυφαίων δηλαδή στοχαστών και μυστικών, για να το διεξέλθουμε έστω και
τηλεγραφικά ώστε να αξιολογήσουμε την άποψη του Nāgārjuna. Είναι ο χώρος
ομογενής, άτμητος, άφθαρτος, απόλυτος, μη αισθητός, αλλά αντιληπτός; Μπορούμε
να τον θεωρήσουμε ‘’αντικείμενο’’ της λεγόμενης εξωτερικότητας και αν ναι, πώς
τον διακρίνουμε απ’ τα αισθητά; Για τον Descartes λ.χ. το διαστατό των
πραγμάτων τείνει να ταυτίζεται με το εκτατό, για τον Kant χώρος
είναι η καθαρή μορφή της εξωτερικής εποπτείας, για τους Berkeley και Helvetius δεν υπάρχει, κάτι
που δεχόμαστε και εμείς, αντιτάσσοντας τη φαντασιακή χωρικότητα, οπότε οι όροι
εξωτερικό και εσωτερικό είναι συμβατικοί, ενώ για τον Πλάτωνα ο χώρος (χώραν τον αποκαλεί) είναι μη παραστατός
και κάθε προσπάθεια παραστατικοποίησής του είναι ὀνείρωξις και νόθος λογισμός.
Αυτές οι σύντομες
αναφορές μας πείθουν πως οι εμπλοκές που παρατηρούνται οδηγούν μεγάλους φιλοσόφους,
αλλά και μυστικούς να αποκαλούν το χώρο ακατάληπτο, αλλά και μηδέν. Είναι η
αφετηρία και της μυστικής και της φιλοσοφίας ως θετικότητα κάθε θετικότητας, αλλά
η διαφοροποίηση του Nāgārjuna βρίσκεται στην ίδια την αισθητή φύση των
πραγμάτων και όχι στη λεγόμενη χωρική
ομογένεια.
Εξετάζοντας το σχήμα,
τη μορφή, την αλλαγή όλων και, παράλληλα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις που
δημιουργούν, ο φιλόσοφος σχεδόν πάντα με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής,
προσπαθεί να αποδείξει πως τα πράγματα δεν έχουν οντική φύση, όπως, επίσης και
οι παραστάσεις και οι έννοιές μας. Ακολουθώντας έτσι, πάντα κατά το φιλόσοφο,
τον κύκλο των συγκριμάτων, παρασυρόμαστε και συνάγουμε ανακριβείς κρίσεις που
αυξάνουν τις μέριμνες, τις ψευδοβεβαιότητες, τα πάθη, τον πόνο. Απαιτείται
επομένως αγώνας που διδάσκεται απ’ την οκταπλή
οδό για προσέγγιση των οκτώ ευγενών
αληθειών τις οποίες αναφέραμε, αγώνας ο οποίος οδηγεί στο ουσιώδες. Ας αναφέρουμε
πως ο φιλόσοφος δε μηδενίζει τον αισθητό κόσμο, ούτε απορρίπτει διαρρήδην τη
σκέψη. Κάτι παρόμοιο θα οδηγούσε στα δύο άκρα: Στην αιωνίζουσα και παγανιστική
προσκόλληση στο συμβαίνον, στον επαναλαμβανόμενο κύκλο του συμβαίνοντος που
συνέχει επιθυμίες και πόνο, ή στη μηδενιστική απόρριψη.
Ιδού το μήνυμα της
μεσότητας (Ας θυμηθούμε πως για τον Αριστοτέλη η μεσότητα είναι κατά τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης
Ηθ. Νικ., 1107α.) όπως αναπτύσσεται απ’ τον Nāgārjuna: Πέρα απ’ την
φυσιοκρατικά αιωνίζουσα θεώρηση και τις ιδεαλιστικές της αναγωγές, πέρα επίσης,
απ’ τη μηδενιστική απόρριψη, ‘’ίσταται’’ η οδός της ευθύτητας-αλήθειας που
συνίσταται στη συνειδητοποίηση της οντικής κενότητας των πραγμάτων και των
εννοιών[12].
Αποδέσμευση επομένως απ’ τις πλάνες προσδίδει σε ό,τι θεωρούμε αληθές
(πράγματα, ιδιότητες, αλλαγές κ.ο.κ.) συμβατική και μόνο αξία και αυτό συνιστά
οριακή τοποθέτηση που απασχόλησε όλους τους μεγάλους στοχαστές όλων των καιρών.
Αυτό συμβαίνει και με το γριφώδες γενικό εγώ το οποίο επικαλείται για να
στηρίξει και την μετεμψύχωση, όπως και τον αδιάλειπτο αγώνα για ελευθέρωση που
είναι η ειρήνευση.
Ας αναφερθούμε, για να κατανοήσουμε τη
βαθύτητα του προβλήματος, σε τρεις περιπτώσεις: Για τον Πλάτωνα γνώση του
αισθητού κόσμου επιτελείται μόνο με προσφυγή στην αιώνια φύση του αμετάβλητου
είναι τους που είναι οι ιδέες. Για τον Spinoza, ό,τι γνωρίζουμε δεν
είναι οι αισθητοί χαρακτήρες των πραγμάτων αλλά η αιώνια φύση τους, ενώ για τον
Kant,
δεδομένου ότι το πράγμα καθεαυτό
είναι άληπτο, η γνώση μας είναι γνώση φαινομένων, φαινομενική (καντιανός
φαινομενισμός).
Για τον Nāgārjuna
όμως ισχύει κάτι ‘’παράδοξο’’: Η κενότητα των πραγμάτων στην οποία φθάνουμε αποβάλλοντας
τις γνώσεις, τα πάθη, τις επιθυμίες, μας πληροφορεί πως τα πράγματα και οι
γνώσεις μας επομένως που δημιουργούνται με την ιδιοποίηση-οικειοποίηση των
εντυπώσεων, στερούνται οντικής φύσης. Αυτή όμως η κενότητα δεν είναι κενός
λόγος, επειδή συνιστά πληρότητα. Είναι η κατάσταση η οποία σπερματικά
τουλάχιστον κηρύσσεται και απ’ τον πρώιμο βουδισμό, η οποία αναπτύσσεται κυρίως
απ’ τις σχολές του Μεγάλου Οχήματος και, στην περίπτωσή μας, απ’ τη σκέψη του Nāgārjuna.
Είναι η πληρότητα, η λύτρωση, η άφιξη στο μη εγώ (anatta) parinirvana, η ειρήνευση,
βασικός όρος που δηλώνει την κατά το δυνατό κατάπαυση του πραγματικού εγώ, το
απόλυτου και χωρίς καμιάς μορφής κατηγορικούς προσδιορισμούς.
Σε αυτό θα επανέλθουμε.
Βεβαίως αναρωτιόμαστε πώς με την κένωση του
εγώ οδηγούμαστε στην πληρότητα, πώς χωρίς γνώση γνωρίζουμε το αληθεύον νόημα.
Το πρόβλημα είναι διαπολιτισμικό και το συναντάμε στις κορυφαίες στιγμές όλων
των μεγάλων παραδόσεων. Ας μην ξεχνάμε πως κορυφαίοι μυστικοί έχουν κάνει λόγο
για θείο μηδέν, πως ένας Hegel διεκήρυττε πως το είναι ενός πράγματος είναι το καθαρό
του μηδέν[13].
Δεν επιχειρούμε μείξη αμείκτων, ούτε εξαπλουστεύουμε. Εντοπίζουμε συναντήσεις
(τα κείμενα είναι ανεξάντλητα) για να δείξουμε πως κάθε πραγματική δημιουργία
ανοίγει παράθυρα διόρασης χωρίς να λέγει την τελευταία λέξη η οποία εξάλλου δεν
υπάρχει. Οτιδήποτε
μοναχέ είναι υλική μορφή, παρελθόν, μέλλον ή παρόν, εσωτερικό ή εξωτερικό,
χονδροειδές ή λεπτό….οτιδήποτε είναι αίσθημα, αντίληψη, συνηθισμένες τάσεις,
οτιδήποτε είναι συνείδηση, παρελθόν, μέλλον ή παρόν… το βλέπει με τον τρόπο της
τέλειας σοφίας.[14] Τέλεια
σοφία είναι για τους στοχαστές μας η κενότητα και εδώ θα οφείλαμε να πούμε πως
η κενότητα-τελειότητα δεν εντοπίζεται κάπου ως αντίθεση στη ροή των συγκριμάτων
και των αισθημάτων, πως δεν κατοικεί ούτε σε επουράνιους τόπους, ούτε σε
οτιδήποτε δείξιμο. Θεωρείται υπέρβαση και πλήρωμα ταυτόχρονα με συγκινητικές
μαρτυρίες τους bodhisattva,
τους καθ΄οδόν προς την τελειότητα, τους αγίους που προσπαθούν να αγγίξουν το
φωτισμό, που εσαεί αφυπνίζονται-φωτίζονται ως άγιοι.
Υπάρχει βέβαια ένα
μείζον πρόβλημα το οποίο δεν είναι δυνατό να έχει οριστική απάντηση. Μήπως
υπάρχει υπόδηλη μείξη του ό,τι εσφαλμένα ονομάζουμε ομογενή χώρο με το άρρητο
και, όπως λέγει ο φιλόσοφος, ‘’άσπιλο’’ πλήρωμα της κενότητας; Απ’ το Δημόκριτο
γνωρίζουμε πως το κενό, ο λεγόμενος δηλαδή χώρος, αποτελεί την προϋπόθεση
κίνησης των ατόμων (οι άτομοι είναι αδιαίρετοι διά τό ναστάς εἶναι καί ἀμοίρους
κενοῦ, KRS, 557), για πολλούς θεωρητικούς της επιστήμης, αλλά και
μεταφυσικούς η εκτατότητα (extensiveness) είναι άπειρη. Δεν επεκτεινόμαστε
δεδομένης της απέραντης έκτασης του θέματος, παρά τη φαινομένη απλότητά του[15], αλλά
το υπενθυμίζουμε για να τονίσουμε πως στον Nāgārjuna δεν υπάρχει παρόμοιος
προβληματισμός. Η κενότητά του είναι πληρότητα, φωτισμός, αφύπνιση, λύτρωση που
επιτυγχάνεται βέβαια με αγώνα.
Μαρτυρία της οι bodhisattva οι οποίοι
αποκαλύπτουν πως πλήρωση είναι ο άσπιλος βίος, η άσπιλη ηθικότητα.
VI. Bodhisattva.
Είπαμε πως ο όρος δηλώνει τον προς την τελειότητα πορευόμενο, τον εραστή της
σοφίας που θα καταστεί και φορέας της. Υπάρχει μία αμφισημία: Είναι οι bodhisattva οι
πλήρως αφυπνισμένοι απ’ τα δεσμά της έγκοσμης δουλείας και της υποταγής σε ό,τι
προσφέρει πόνο και τόσες εμπλοκές; Ή είναι οι πορευόμενοι προς την τελειότητα,
οι ελεύθεροι μάρτυρες της αγνότητας, της καθαρότητας, της ανακτισμένης
παιδικότητας όπου το χάρμα, ο θαυμασμός, η έκπληξη γονιμοποιούνται ως μαρτυρία;
Για τους ακολούθους του Μικρού Οχήματος και σε αντίθεση με τους ακολούθους του Μεγάλου
Οχήματος, ο μυούμενος, ο μαθητής, είναι περισσότερο συγκεντρωμένος, αφοσιωμένος
δηλαδή στην περισυλλογή και γι’ αυτό δεν απαιτείται κοινωνική δράση.
Ακολουθώντας τον Nāgārjuna,
οι bodhisattva
είναι τα μεγάλα παιδιά των αιώνων που διδάσκουν και με τη σιωπή τους και με την
παρουσία τους.[16]
Υπάρχουν μαρτυρίες και στις σελίδες που ακολουθούν, μαρτυρίες κατά τις οποίες
σοφοί δάσκαλοι που έφθασαν στις ύψιστες βαθμίδες τελειότητας, σιώπησαν, καθόσον
το άρρητο, η samsâra, η κατάσταση της nirvᾶna, η Αφύπνιση-Φωτισμός
μαρτυρούνται και εδώ με τους bodhisattva γίνεται απτή η μαρτυρία της Σοφίας,
παρά το ότι διαλανθάνει μία δυσκολία οφειλόμενη στην απόρριψη επιθυμίας, έστω
και ιερής. Βέβαια, οι bodhisattva έχουν θραύσει τα δεσμά που μας
υποδουλώνουν, έχουν υπερβεί κάθε συμβατικότητα, έστω και αν αυτό φαντάζει ως
ουτοπικό, αλλά σε αυτές τις δημιουργίες πραγματικό είναι όντως το ουτοπικό.
Έσχατη μαρτυρία βέβαια είναι η σιωπή και γι’ αυτό η πραγματική ελευθερία σιγά
μαρτυρώντας, αγγέλλει φραστά το άφραστο, το απόλυτο το οποίο δεν είναι
κατορθωτό χωρίς την κατεδάφιση του φαινομένου εγ’ω και των παθών του, τις
διάφορες δηλαδή μορφές πόνου.
*
Όπως κάθε μεγάλη
θεώρηση, και οι κορυφαίες στιγμές του Βουδισμού παρουσιάζουν δυσκολίες ή και
ασυνέχειες, αλλά, παράλληλα, δημιουργούν δημιουργικές ρωγμές οι οποίες
συναντούν αντίστοιχες δημιουργικές αμφισημίες της μεγάλης Δυτικής παράδοσης. Τα
κεφάλαια που μεταφράσαμε (2, 18, 19, 21, 24, 25, 27) απ’ το έργο του φιλοσόφου,
ιδιαίτερα ενδεικτικά ως προς το πνεύμα του τίτλου τον οποίο τους προσδώσαμε (ο
τίτλος του βιβλίου που αποτελείται από είκοσι επτά κεφάλαια και είναι Εγχειρίδιο περί του Μέσου: Traité
du
Milieu,
μετάφραση Georges
Driessens,
Seuil,
1995)), παρουσιάζουν δυσκολίες
μετάφρασης, αλλά προσπαθήσαμε να είμαστε ακριβείς κατά το δυνατό. Στηριχθήκαμε
σε γαλλικές και αγγλικές μεταφράσεις και οφείλουμε να πούμε πως όλα τα βιβλία
της Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης (δεκαεπτά
τον αριθμό) είχαν ως αφετηρία δύο προϋποθέσεις:
Να μεταφράζονται απ’ το πρωτότυπο και να μην έχουν κυκλοφορήσει στη
γλώσσα μας κατά το παρελθόν. Το δέκατο όγδοο τεύχος αποτελεί εξαίρεση,
δεδομένων των δυσκολιών προσέγγισης του πρωτοτύπου.
Ν. Μ.
[1]
Αναφέρουμε
ενδεικτικά απ’ τον όγκο των μελετών το έργο του S.
Radhakrishnan Indian Philosophy, δίτομο, UNWIN
HYMAN, 1990, σελ. 581-669, όπως και: André
Migot, Le Bouddha, Historiques, 1990, επίσης το έργο του Δημήτρη Βελισσαρόπουλου Ιστορία της Ινδικής Φιλοσοφίας, Δωδώνη,
1987 όπως και το δίτομο έργο μας Η
Καταγωγή των Θρησκειών, Πολιτικά Θέματα/Ίρις, 1992, τ. Α, 452-526. όπου και
πλούσια βιβλιογραφία.
[2] Môhan
Wijayaratna, Sermons du Bouddha, Seuil/sagesses, 2006, σελ. 102.
[3]
Κατά
πρώτο λόγο ο Nagarjuna εκφράζει έναν
ενεργό σκεπτικισμό απέναντι στις παραδοσιακές φιλοσοφικές αντιλήψεις
προσφεύγοντας στη μέθοδο της αναγωγής στο παράδοξο (εις άτοπον αναγωγή). Με
αυτήν την μέθοδο αναιρεί την ουσιοκρατία βραχμανικής καταγωγής,
δικηρύττοντας ότι όλα τα πράγματα
στερούνται καθαρής ουσίας και συνεπώς ό,τι είναι, είναι κενό. Αυτή η ύψιστη
αλήθεια η οποία αντιτίθεται στην επιφανειακή αλήθεια του συλλογιστικού λόγου
όλων των ημερών εμπεριλαμβάνει επίσης την ταυτότητα στον κόσμο του κενού της
nirvana και της λύτρωσης. Eliade/Couliano,
Dictionnaire dew
Religions,
Plon,
1990, σελ. 81.
[4] David Hume. Η διάκριση του φιλοσόφου μεταξύ connexion και conjunction (σύνδεση και συνάφεια) θυμίζει τον Nagarjuna, παρά τη ριζική διαφορά θεωρήσεων, (On Human Nature and the Understanding, Colier Books, 1971, σελ. 88), καθώς επίσης και πολλούς σκεπτικούς, όπως λ.χ. τον Πύρρωνα ο οποίος οὐδέν ὁρίζομεν, ἐπεί ὣριζον ἄν (Διογένους Λαερτίου ΙX, Πύρρων, σελ. 76.
[5] Ασχοληθήκαμε με το θέμα στα έργα μας Κατακερματίζεσθαι την Ουσίαν, Μήνυμα, 1982, σελ. 6-32 και Αμεσότητα και Εξωτερικότητα, Συντροφιά, 1987, σελ. 37 κ.εξ.
[6]
…εικώ
δ’ ἐπινοεῖ κινητόν τινα αἰῶνος ποιῆσαι, καί διακοσμῶν ἂμα οὐρανόν ποεῖ μένοντος
αἰνῶνος ἐν ἑνί κατ’ ἀριθμόν ἰοῦσαν αἰώνιον εἰκονζ τοῦτον ὃν δή χρόνον ὠνομάσαμεν. Τίμαιος, 37d.
[7] H. Bergson, Essai sur les données Immédiates de la conscience, PUF.,
171. In Αμεσότητα
και Εξωτερικότητα, σελ. 70.
[8] Θα κατανοήσουμε έτσι πως η ολοκληρωμένη κίνηση, η
μη ολοκληρωμένη και η συμβαίνουσα υπάρχουν σε εξάρτηση και όχι καθεαυτές και με
αφετηρία αυτό, τα τρία οδοιπορικά, η αιτία, ο περιπατητής, δεν υπάρχουν
καθεαυτά. Traité du milieu, Seuil/sagesses, 1995, σελ.
44.
[9]
Παράλληλη
μέχρι ένα σημείο και μία θέση του M. Heidegger: Επρόκειτο
και πρόκειται ακόμη να φωτίσουμε το είναι του όντος, σίγουρα με μεταφυσικό
τρόπο, αλλά έτσι που το είναι να φανερώνεται. Το ίδιο του είναι –αυτό σημαίνει
: η παρουσία του παρόντος, η έλευση της παρουσίας του ό,τι έρχεται ως παρουσία-
…με αφετηρία την απλότητα. Αυτή η απλότητα, να τι που απευθύνεται σε αυτό,
αποκτά τον άνθρωπο του είναι σε σχέση με την ανάπτυξή του. Acheminement vers la parole, Gallimard/tel, 1976, σελ.
115:
[10]
S. Radhakrishnan, Ιndian Philosophy, UNWIN, Vol., Ι, 1990, Σελ. 594 Επίσης ο R. Otto επισημαίνει:
‘’H
ταυτότητα του nirvana και της samsâra’’ καθίσταται στο σύμπαν του
Μεγάλου Οχήματος (Mahâyâna) το αναγκαίο και το
κεφαλαιώδες. Rudolf Otto,
Mystique d’ Orient et mystique d’ Occident, Petite Bibliothèque Payot, 1996, σελ. 154.
[11]
Ενδεικτικός
ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ Stefan
Hawking και Roger
Penrose: La nature de l’ espace et du temps, Gallimard/essais,
2004 όπου οι προβληματισμοί οι σχετικοί με τις θεωρήσεις της σχετικότητας και
της κβαντομηχανικής αναδεικνύουν την κρισιμότητα του προβλήματος και πείθουν
πως το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό.
[12]
Ήδη, ένα χωρίο είναι
σημαντικό: Ω Kashyapa, το να λέμε ‘’εγώ’’ είναι μία
ακρότητα, το να λέμε ‘’ μη-εγώ’’ είναι μια δεύτερη ακρότητα. Ό,τι είναι στο
μέσον των δύο άκρων, χωρίς μορφή, αόρατο, χωρίς υπόβαθρο, χωρίς ορισμό ούτε
κατοικία, αυτό, ω Kashyapa, είναι η οδός του μέσου… Traité du Milieu, Seuil/sagesses, 1995, σελ. 169. Υπάρχει ένα παράλληλο το οποίο
συναντάμε στο έργο του Nicolas de Cues,
Du non-autre, cerf, 2002. Αυτό το άπειρο το αποκαλώ το μη-άλλο. Έκτοτε, το
μη-άλλο είναι η μορφή της μορφής, το είδος του είδους, και το όριο του ορίου
και έτσι για όλα. Σελ. 74. Εκείνος ο οποίος βλέπει πως το μη-άλλο είναι μη άλλο
παρά το μη-άλλο βλέπει πως το μη-άλλο είναι ο ορισμός του ορισμού. Σελ. 114.
[13]Αναφέρουμε
εντελώς ενδεικτικά δύο κείμενα: Angélus Silésius, Dieu est un éternel present, Dervy,
2004. Το δημιούργημα ανήκει πιο πολύ στο
Θεό παρά στον εαυτό του. Και αν χάνεται, θα μένει αώνια εν αυτώ. Σελ. 64. Πήγαινε όπου δε μπορείς να πας• παρατήρησε
όπου δεν υπάρχει τίποτε να δεις. Άκουσε τη σιωπή, είσαι εκεί που ο Θεός ομιλεί.
Σελ. 65. Επίσης: Lalla, Chants mystiques du tantrisme cachemirien, Seuil/inédit, 2000. Με επίμονη προσπάθεια/ Το περιορισμένο εγώ
γίνεται Απόλυτο./ Το συγκεκριμένο ον διαλύεται στο όλο Είναι/ Και μέσα σε αυτήν
την ενότητα, το ίδιο το κενό αποσύσθηκε στον άσπιλο Paramashiva, τον απόλυτο. Ποιο
μάθημα για σένα, άνθρωπε της κουλτούρας; Σελ. 65.
[14] Majjima-Sikâya. Vol.III. Uparipannâsa, σελ. 68 (Pali Text Society, No 31. In Η
καταγωγή…Α, σελ. 477.
[15] Ας αναφέρουμε τη διατριβή του Pascal (Oeuvres Complètes, l’
Intégrale/Seuil, Le vide, espace vide, σελ. 194-263) για να φανεί πόσο
μεγάλοι στοχαστές υποπίπτουν στην πλάνη να θεωρού το κενό ως κάτι που
καταλαμβάνεται από σώματα αφήνοντας ταυτόχρονα ανοιχτό το ουσιώδες της
χωρικότητας που συχνά εμπλέκεται με την εκτατότητα.
[16] Lie Zi, Du vide parfait, Payot et Rivages, 1999. Όταν κάποιος επιχειρεί να ονομάσει το άφατο, δεν
ισχύει καθόλου η σιωπή και το κενό. Μόνο στη σιωπή και στο κενό βρίσκουμε την
κατοικία μας. Εκείνος ο οποίος, για να κρύψει τις πλάνες του και να επικυρωθεί,
αρχίζει να παίζει με την ευμένεια του άλλου και τη δικαιοσύνη του δε θα βρει
την αλήθεια. Σελ. 37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου