βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, εκδ, ΔΡΟΜΩΝ, 2024

    Κυκλοφόρησε πρόσφατα τα το νέο βιβλίο του Νίκου Μακρή υπό τον τίτλο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Το  δημοσιεύουμε και ηλεκτρονικά.


   






 ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

 

Ρομαντισμός και Φιλοσοφία

 

(Με Επίμετρο σαράντα  τρία κείμενα της παγκόσμιας Μούσας)

 

ΔΡΟΜΩΝ

 

Στον εκλεκτό λογοτέχνη και ιατρό-νευρολόγο

Άγγελο Γέροντα

με ευγνώμονα αισθήματα

 

 

Προλογικό

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο όρος ρομαντισμός προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά. Εμβάθυνση όμως στο νόημα του όρου και πέρα από κάποιες υπερβολές ορισμένων εκφραστών του δημιουργεί όχι μόνο ενδιαφέρον, αλλά και συνειδητοποίηση βαθύτατων εμπνοών μας, ανοίγοντας παράλληλα δρόμους της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Συνήθως ταυτίζουμε το ρομαντισμό με τη λεγόμενη κίνηση των ρομαντικών του δέκατου ένατου αιώνα, τόσο στο χώρο της λογοτεχνίας και (ενίοτε) της φιλοσοφίας, όσο και στην πλούσια παραγωγή των εικαστικών τεχνών και όλων των πεδίων της λογοτεχνίας. Πρόκειται για εσφαλμένη αντίληψη η οποία καταπίπτει με προσεκτικότερη θεώρηση του φαινομένου. Ήδη ο όρος προέρχεται απ’ το λατινικό roman που δήλωνε την απλή γλώσσα των Γάλλων, σε αντίθεση με  τη λατινική η οποία παγκυριαρχούσε. Ωστόσο, και η αναπτυχθείσα με την πάροδο των αιώνων γαλλική γλώσσα είναι αναμφισβήτητα λατινογενής.

Αποφεύγοντας την ιστόρηση του ρομαντισμού στις ευρύτατες εκδιπλώσεις του και σε όλους τους τομείς της πνευματικής δημιουργίας, αυτό θα απαιτούσε τόμους, στην παρούσα προσπάθεια επικεντρωνόμαστε στις σχέσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας με τη φιλοσοφία.

 

                                                *

Βέβαια ρομαντισμός και φιλοσοφία δεν ταυτίζονται, όπως και η ποίηση με τη φιλοσοφία. Προσεκτική όμως προσέγγιση του θέματος μας οδηγεί σε αναμφισβήτητες αναφορές φιλοσόφων σε ποιητικές εμπνοές, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Heidegger, G. Marcel J-P Sartre, και πολλών άλλων.

Βέβαια, ο Hegel, εμβριθής μελετητής όλων των εκφράσεων της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας γενικότερα, ‘’συστηματοποιεί’’ την τέχνη από καταβολής της μέχρι τις μέρες του και τη διαιρεί σε τρεις γενικότατες σχολές: Στη συμβολική, στην κλασική και στη ρομαντική. Η ρομαντική διαλαμβάνει κυρίως τη χριστιανική σε όλες της σχεδόν τις εκφάνσεις. Σημειώνει μάλιστα πως η ρομαντική τέχνη ξεπέρασε και το ιδεώδες της κλασικής[1].

 Κάτι επομένως συμβαίνει και αυτό θα αναφανεί στις σελίδες που ακολουθούν. Αν μάλιστα θέλαμε να δώσουμε τη συμβολική παραστατική εικόνα, θα λέγαμε πως πρόκειται για δύο τεμνόμενους κύκλους που δε συνυπάρχουν, αλλά που τέμνονται (Η μαθηματική παράσταση: R-ρ<δ<R+ρ). Τα κοινά τους σημεία, οι χώροι τους που ταυτίζονται, κομίζουν την πληροφορία τη σχετική με τις ουσιώδεις εκζητήσεις τους οι οποίες φωτίζουν μέγιστες ελλάμψεις και πρώτιστες πληροφορίες της αναζητούσας συνείδησης.

Τα κοινά όμως σημεία προδιαγράφουν κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Την κοινή ρίζα κάθε πνευματικής προσπάθειας η οποία θραύει διαχωριστικές γραμμές χωρίς να ισοπεδώνει, χωρίς να αναζητεί πρωτεία και αποκλεισμούς, χωρίς να παγιδεύει σε σχήματα τα οποία δημιουργούν αντιπαλότητες ή και ριζικές αποκλίσεις. Τα μη κοινά στοιχεία των δύο τεμνόμενων ‘’κύκλων’’ αγγέλλουν την ανεξαρτησία των δύο πνευματικών δραστηριοτήτων, αλλά, ταυτόχρονα, παραπέμπουν, αν δεν αποκαλύπτουν, την πρωτογενή αφετηρία κάθε άξιας λόγου πνευματικής δημιουργίας, ανεξάρτητα από πολιτισμικές ‘’τοπικότητες’’, επειδή στο πνεύμα της αναζήτησης, όσο και αν επηρεάζεται από αξίες οι οποίες   επωάστηκαν και καρποφόρησαν επί αιώνες, ενώνονται, όπως οι  ‘’διαστάσεις’’ της πυραμίδας που αγγίζονται στην κορυφή.

 

                                                *

Προσεγγίζοντας επομένως την προσφορά των ρομαντικών συνειδητοποιούμε πως δεν είναι δυνατό να τους διαχωρίσουμε πλήρως από άλλους ποιητές ή μυθιστοριογράφους, αλλά και εικαστικούς και μουσικούς. Ρομαντικά στοιχεία ‘’ηχούν’’ σε κάθε πνευματική δημιουργία και αυτό σημαίνει πως μετέχουμε στον κόσμο κάθε εκζήτησης η οποία ενέχει ρομαντικές συγκινήσεις[2].

Υπ’ αυτό το πνεύμα και για ουσιαστική προσέγγιση του θέματος οφείλουμε να δούμε το ρομαντικό ιδεώδες όχι ως κάτι που βρίσκεται απέναντί μας ως ‘’αντικείμενο’’ δηλαδή, αλλά ως κάτι που αγγίζει πτυχές της ίδιας μας της συνείδησης, ως κάτι δηλαδή το οποίο μάς αφορά άμεσα.

Έτσι θα κατανοήσουμε τι σημαίνει παρόν του παρελθόντος όπως και μέλλον του παρόντος, για να διαπιστώσουμε πόσο η διόραση του αληθεύοντος μηνύεται και ρομαντικά και φιλοσοφικά, χωρίς μείξεις και συγχύσεις. Υπέροχη και καθυποβάλλουσα σιωπή του λόγου και ελλάμπων λόγος της σιωπής.

 

                                                *

Η παρούσα σπουδή είναι, θα λέγαμε, το τέταρτο μέρος μιας τετραλογίας η οποία  αναδύθηκε κατά την μακρά περίοδο πνευματικής προσπάθειας: Είναι και Διαθλάσεις του Ποιητικού Λόγου (Δωδώνη, 1989, εξαντλημένο), Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας (Δρόμων, 2003), Γλώσσα και Φιλοσοφία (Δρόμων, 2016).

 

 

      Εισαγωγικό

 

Υπάρχουν αναμφισβήτητα υποκρούσεις, ρομαντικές υποκρούσεις, πριν το ρομαντισμό και αυτό επειδή στην ευρύτερη λογοτεχνία, σε όλες της τις μορφές, υπάρχει ρομαντική ευαισθησία. Το διακρίνουμε στις παλαιές μυθολογικές αφηγήσεις, όπου, πέρα απ’ το μυθολογικό πνεύμα το οποίο περιέχει δεισιδαιμονίες, αντιπαλότητες θεών και ανθρώπων, αναθάλλουν όντως άνθη που δεν έχουν ηλικία, παρά το ότι κατατίθενται έγκοσμα, συμβολικά ή και αλληγορικά.

Αυτή η διαπίστωση που αναδύεται άνετα σε πολλά κείμενα χιλιετιών πριν τη λεγόμενη χριστιανική περίοδο υπερεκχειλίζει όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και σε κάθε μορφή ποιητικής και ευρύτερα λογοτεχνικής δημιουργίας, όπως σε όλες τις εικαστικές τέχνες, απ’ τις μορφές των Κούρων μέχρι ασπαίρουσες μορφές των γλυπτών της Αναγέννησης, απ’ τους διθυράμβους των Αρχαίων, μέχρι τα ορατόρια των κλασικών της μουσικής, όπως απ’ τα ψηφιδωτά των σπαραγμών της Περσεφόνης στον Άδη μέχρι τις εκστατικές απεικονίσεις ζωγράφων[3] και χαρακτών των νεώτερων χρόνων, απ’ τις τραγικές μορφές των πρώτων ηρώων μέχρι τις τραγωδίες της κλασικής και μετέπειτα παράδοσης, απ’ τις θυσίες των θεών για τη  δημιουργία ή για τη σωτηρία των ανθρώπων, απ’ τη μυθικότητα του μυθολογικού. Έτσι καταφαίνεται πώς η συμβολική έκφραση, παρά τις τοπικότητες και τις ιδιαιτερότητες των μεγάλων πνευματικών παραδόσεων όλων των λαών, αινίσσεται κάτι το οποίο υπερβαίνει τη σχετικότητα του λέγειν, του αφηγείσθαι, κάτι που συναιρεί παρελθόν και μέλλον στην οντική φύση του παρόντος, του εσαεί συμβαίνοντος.

 

                                      *

Υπ’ αυτό το πνεύμα οφείλουμε να θεωρήσουμε το μήνυμα της πνευματικής δημιουργίας, αποφλοιώνοντας τα μυθολογικά στοιχεία και επικεντρούμενοι στο μυθικό πνεύμα που είναι βαθιά συμβολικό και που οδηγεί στο μύθημα, στην ευγενή εκμύθευση.

Η εκμύθευση όμως δεν είναι η αναγωγή του μύθου σε αλήθεια, αλλά η άφιξη στη φαεινή ημέρα της φιλοσοφικής παιδείας η οποία δεν προσφέρει ασφαλείς λιμένες επανάπαυσης, αλλά με τους διευρυμένους ορίζοντές της ανοίγει πάντα ορίζοντες περαιτέρω γόνιμων εμβιώσεων και κάτοψης του αληθεύοντος.

Δε θα υπήρχε πραγματική δημιουργική υποψία, όχι υποψία που κινεί την επιφανειακή περιέργεια, αλλά υποψία θαυμασμού ως προς το είναι του κόσμου και της ανθρώπινης φιλοσοφικής μέριμνας, υποψία που είναι η οδός της προς πλήρωση πορείας, όπως δίδαξε η Διοτίμα τον Σωκράτη[4].

 

                                      *

Αυτή η αλήθεια που φωτίζει το ανθρώπινο πεπρωμένο δια- μέσου των έναγχων και μακάριων ταυτόχρονα εμπνοών του φωτίζει τον ορίζοντα του υποκειμενικού το οποίο όμως δεν είναι διανοητό χωρίς το οικουμενικό.

Κάθε συμβολική έκφραση είναι διυποκειμενική και έτσι υποκειμενική και αντικειμενική ταυτόχρονα. Οι όροι υποκειμενικό και αντικειμενικό δεν έχουν κανένα νόημα, αν δε διέχονται και αυτό, παρά το ότι παραγνωρίζεται, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση κάθε πνευματικής σπουδής.

Δε θα μπορούσαμε επομένως να κάνουμε λόγο για λογοτεχνία, για το ρομαντισμό στην περίπτωσή μας, χωρίς την οικουμενικότητα του νοήματος η οποία διαλαμβάνει υποκειμενικό και αντικειμενικό. Αυτή όμως η αλήθεια ζωής μας στρέφει στη φιλοσοφική αναζήτηση, στις μύχιες σχέσεις ρομαντισμού και φιλοσοφίας, χωρίς να οδηγεί σε ολίζοντα και ‘’σχολικά’’ συμπεράσματα.

Υπάρχει αναμφισβήτητη γονιμότητα στη σπουδή των μύχιων ενοράσεων της ανθρώπινης-πανανθρώπινης πνοής, γονιμότητα η οποία ‘’εκβράζει’’ στις ακρώρειες των εκζητήσεών μας και η οποία εγκλείει και εκλύει λογοτεχνικό, ποιητικό κατ’ ουσία, και φιλοσοφικό νόημα. Αυτήν την αλήθεια τη συναντάμε παντού όπου η ανθρώπινη αναζήτηση προσπάθησε να διίδει το βαθύτερο πνεύμα των ψελλισμάτων της, και όπου ακόμη νόμιζε πως βρίσκεται σε στάδια ωρίμανσης. Ορώμενα κατά βάθος τα κείμενα των απαρχών δε μηνύουν κάποιο ξεκίνημα¸ κάποια ηώ, κάποιο εωθινό άσμα που υπόσχεται κάτι το οποίο αφήνει στους επόμενους να ψάλλουν, αλλά προφθάνει και την εσπέρα, την έλευση της γλαύκας που κομίζει τάχα ωριμότητα, όπως έλεγε  ο Hegel, προαγγέλλει και αγγέλλει ουσιαστικά το ουσιώδες το οποίο οπωσδήποτε εμπλουτίζει με τους ιριδισμούς του και με τις διαθλάσεις του τα πρωινά σκιρτήματα της αυγής.

Ως άνθρωποι πληροφορούμαστε στην έγχρονη θητεία μας την πρωτοαφετηρία που είναι και έσχατη, τη χαρμική πρωτοπληροφορία του υπάρχειν μας χωρίς την οποία δε θα ήταν διανοητή η έγχρονη πορεία-περιπέτειά μας στο ανθρωποκοσμικό μας σύμπαν. Γι’ αυτό ακριβώς δεν κατοικούμε, δεν είμαστε κάτοικοι. Παροικούμε και το διαφημιζόμενο ποιητικώς οικείν (Heidegger) δεν είναι παρά παροικείν.

 

                                                *

Αυτήν ακριβώς την αλήθεια προσφέρει ο ευρύτερος και ο γνωστός ρομαντισμός του 19ου αιώνα, σε συνακρόαση με φιλοσόφους του όντως συμβαίνοντος. Σε όλα τα είδη της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικότερα, πέρα απ’ τις συνήθεις κατατάξεις (επική, λυρική, τραγική), μακριά επίσης από σχολές (ιδεαλιστική, νατουραλιστική, ρεαλιστική κ.ο.κ.), διακρίνουμε στοιχεία και θεωρήσεις που έχουν διαχρονική ισχύ, παρά το ότι ο πλούτος και η ανάπτυξη της γλώσσας προσφέρουν ιριδισμούς και εντυπωσιάζουν, και όταν ακόμη η τέχνη εκφυλίζεται σε αυλητρίδα των αυλών.

Ας τονίσουμε, για να κατανοήσουμε το πνεύμα των σελίδων που ακολουθούν, πως η ρομαντική δημιουργία, βαθιά και όχι επιφανειακά θεωρούμενη, συνιστά μαρτυρία του παροικείν και όχι του ποιητικά ή φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά οικείν. Γι’ αυτό ακριβώς καλεί στην οικουμενικότητα του ανθρωπίνως υπάρχειν και γι’ αυτό συναντάει ορμέμφυτα συλλήψεις του φιλοσοφικού λόγου. Κοινός τους τόπος είναι η πρωτινή και αειγενής  ‘’πληροφορία’’ του υπάρχειν στον κόσμο, πληροφορία η οποία ‘’αποφασίζει’’ ως προς την οντική φύση του κοσμανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι πάροικος και όχι κάτοικος, δεδομένου ότι το κατοικείν έπεται του παροικείν και αυτό το διατρανώνουν όλες οι μεγάλες συλλήψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, συλλήψεις των οποίων τις αφετηρίες δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν σε πολιτισμικές, γεωγραφικές ή και εθνικές αφετηρίες.

Υπάρχει ένας άλλος ‘’τόπος’’ ο οποίος υπέρκειται της ιστορίας των ιστορικών, τόπος ‘’άτοπος’’ νομίζουμε, ο οποίος αποφασίζει ως προς το είναι του κοσμανθρωπίνου. Είναι, η αφετηρία της παρούσας σπουδής η οποία θα καταδειχθεί κατά το δυνατό στις σελίδες που ακολουθούν. Συνιστά το πνεύμα του αθανατίζειν έξω και πέρα από χρονικές ορίζουσες, επειδή οι υψηλές συλλήψεις της ρομαντικής ψυχής συναντούν τις ενοράσεις της φιλοσοφικής αναζήτησης, χωρίς να ταυτίζονται. Συνέχονται και αυτό θα μπορούσαμε να πούμε για όλες τις πνευματικές μας προσπάθειες, αλλά η συγκεκριμένη προβληματική μάς περιορίζει.

 

                                                *

Συγκεκριμένα θα κάνουμε λόγο για το παρελθόν του παρόντος χωρίς το οποίο δεν υπάρχει σκέψη, όπως επίσης για το μέλλον του παρόντος. Παρόμοια αναζήτηση αφορά όλους τους ‘’τόπους’’ της διανθρώπινης αναζήτησης και αυτό αναφαίνεται σε όλες τις επιστήμες (επιστήμες της φύσης και επιστήμες του ανθρώπου), αλλά επικεντρωνόμαστε σε συγκεκριμένους ‘’χώρους’’ οι οποίοι είναι εξόχως αποκαλυπτικοί.

 

 

I

Αναδρομές

 

(Αφετηρίες, Ρομαντικοί προ του ρομαντισμού,        μυθικό πνεύμα και λογοτεχνία, λογοτεχνία και υποκειμενικότητα, υποκειμενικότητα και οικουμενικότητα, λυρισμός, άπειρο και ουτοπικό, φιλοσοφούμενο, απειρικό και λόγος.)

 

Έχουμε ήδη πει πως ο ρομαντισμός γνώρισε ευρύτερη αναγνώριση, όπως οι κριτικοί της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα υποστηρίζουν, κατά το δέκατο ένατο κυρίως αιώνα και μάλιστα ως αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Αυτή η εκτίμηση πάσχει και δεν αποδίδει το πνεύμα του ρομαντισμού. Βέβαια, κάθε –ισμός είναι συμβατικός και οπωσδήποτε ατελής, αν όχι ισοπεδωτικός.

Για να προσεγγίσουμε όμως το θέμα μας οφείλουμε να διίδουμε εκείνες τις κρύφιες δυνάμεις οι οποίες οδηγούν στην πνευματική δημιουργία, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, παρά το ότι υπάρχει ενιαία ορίζουσα που κατευθύνει την ανθρώπινη συνείδηση και δημιουργία.

 

                                                *

Είναι σαφές πως χωρίς την πρωτογενή πρωτοπληροφορία του υπάρχειν μας στον κόσμο τίποτε δεν είναι διανοητό. Αυτό μαρτυρείται στην ενότητα αντίληψης και αίσθησης η οποία μαρτυρείται ως κοινωνία της ενότητας με την πολλότητα, ως συνυπάρχειν δηλαδή.

Ήδη, οι εμπνοές και οι μαρτυρίες της ανθρωποκοσμικής ύπαρξης καταγράφονται δευτεροβαθμίως ως συμβολική έκφραση του αιωνίως ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος, ως πολυπρισματική γλώσσα (κάθε έκφραση καταγράφεται συμβολικά, και η γλώσσα επομένως) η οποία εκφράζει αισθήματα και συναισθήματα, βλέψεις και αναβλέψεις, θεωρήσεις, φόβους, πίστεις, εικασίες κ.ο.κ.

Δε θα παρασυρθούμε όμως στον κυκεώνα των συμβολικών εκφράσεων, θα περιορισθούμε στα όρια της παρούσας σπουδής.

 

                                                *

Πρωτινά άσματα τα οποία μας διέσωσαν και μας διασώζουν εθνογράφοι και εθνολόγοι ξαφνιάζουν για την ευαισθησία τους και πείθουν πώς η κοινότητα αισθημάτων και βιωμάτων δε γνωρίζει ηλικία. Είτε μελετάμε τη Βίβλο των Νεκρών των Αρχαίων Αιγυπτίων, τους πρώτους Βεδικούς Ύμνους[5], τα Χαλδαϊκά Έπη, το Έπος του Γιλγαμές, κ.ο.κ., διακρίνουμε την εγγύτητα των πρώτων ψελλισμάτων και τη δυναμική του λέγειν, του εκφράζεσθαι που δεν είναι παρά μαρτυρίες βιωμάτων και ενοράσεων. Συχνά, συχνότατα μάλιστα, στην καρδιά του μύθου διακρίνουμε την ‘’αποφλοίωσή’’ του, όπως μαρτυρεί το ακόλουθο κείμενο: Ο Aton διασημαίνει πριν από όλα τοη ηλιακό δίσκο ότι κάτι με το οποίο ο ήλιος εμφανίζεται ως ορατή μορφή. Κατόπιν ο Θεός παύει να είναι ένας δίσκος για να καταστεί η δύναμη που τον κατοικεί, η ενέργεια… Τέλος διαλύεται στο αόρατο για να καταστεί καθαρός αυγασμός και ουσιώδης θερμότητα.[6] Ένα υπέροχο πλατωνικό χωρίο διασημαίνει πόσο οι μυθικές ή και θεοσοφικές συλλήψεις προσλαμβάνουν μεγάλο φιλοσοφικό βάθος όντας ταυτόχρονα πηγές φιλοσοφικής ρομαντικής αναπόλησης. Στην Πολιτεία (508a-509d), αναφερόμενος ο Αθηναίος στη σχέση του ορωμένου ηλίου με το είναι της αίσθησης (όρασης) και με την αντίληψη, ανάγεται στο χώρο του νοητού και καθιστώντας τον ήλιο ορατό σημείο όχι πια αισθητής και μόνο θέας, αλλά και νοητής αντίληψης, οδηγείται πέρα απ’ την αίσθηση, στα νοητά και στη νόηση: Στην ιδέα δηλαδή του αγαθού. Τοῦτο  τοίνυν τό  τήν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις και τῷ γιγνώσκοντι τήν δύναμιν ἀποδιδόν τήν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι.[7] Δε θα υπερβάλλαμε αν υποστηρίζαμε πως με την πλατωνική φιλοσοφία η ρομαντική θεώρηση που ανάγεται στον κόσμο του απολύτου κορυφώνεται ως φιλοσοφική θεώρηση η οποία καθιστά τη στροφή στο παρελθόν των αμνημόνευτων χρόνων κάτοψη του κάλλους, στρέφοντας το συμβολικώς εκφράζεσθαι στην πηγή του, στο συμβολιζόμενο.

 

                                                   *

Διακρίνουμε  κυρίως τη νοσταλγία των καταγωγών, την προσπάθεια καταφυγής σε πρωτογενείς παραδείσους και  συναισθήματα πλήρωσης, συνειδησιακής πλήρωσης, που καθιστούν το μυθολογικό παρελθόν μυθικό παρόν. Ήδη, η Ίσις και το πέπλο της το οποίο απασχόλησε και απασχολεί ρομαντικούς και μη, ‘’αποκαλύπτει’’ κάτι σημαντικότατο: Το πέπλο της (τόν ἐμόν πέπλον οὐδείς πω θνητός ἀπεκάλυψεν[8]), πέρα από θεοσοφικές θεωρήσεις, είναι η θύρα εισόδου στο καθαρό εγώ, η επιστροφή στη μακαριότητα, πέρα απ’ τις ματαιότητες, η μύχια συνάντηση με το καθαρό εγώ, όπως παρατήρησε ο Novalis τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε.

Αν επιθυμούσαμε να επισκεφθούμε ισχυρά ρομαντικές τάσεις της πανανθρώπινης ψυχής, θα οδηγούμασταν στις αρχέγονες τρεις υπερθεότητες, στο χάος (γνωστό ήδη απ’ τους Αρχαίους Σουμμερίους ως Tiamat), στην εὐρύστερνον γαίαν και στον έρωτα, χάρη στον οποίο συμμείχθηκαν οι δύο πρώτες αρχές για να δημιουργηθούν τα γένη των θεών και των ανθρώπων κατά Ησίοδο[9]. Αν επιθυμούσαμε, επίσης, να δούμε τη ρομαντική υφή των πρώτων διηγήσεων ως προσπαθειών αποσπάσεως μυστικών που συνέχουν τον άνθρωπο, θα οδηγούμασταν στον όρο χώρος, όρο ο οποίος παραμένει ως σήμερα μεγάλο πρόβλημα και για τους φιλοσόφους και για τους επιστημολόγους. Και στους ρομαντικούς, ποιητικά πια και μυσταγωγικά, διακρίνουμε παράλληλους προβληματισμούς όπως λ.χ. στον Α. W. Schlegel: Η ύψιστη ομορφιά βρίσκεται στο Χάος το οποίο περιμένει την επαφή του με την Αγάπη για να αναπτυχθεί σε έναν αρμονικό κόσμο, τον κόσμο της ποίησης… Το ωραίο είναι συμβολική παράσταση του απείρου… Πώς το άπειρο μπορεί να αυτοφανερωθεί ; Μόνο συμβολικά, με εικόνες και σχήματα.[10]

Παρόμοιοι προβληματισμοί και θεωρήσεις, ανεξάρτητα απ’ την ‘’αντικειμενικότητά’’ τους, μας υποψιάζουν δημιουργικά ως προς το ότι η ρομαντική συνείδηση ενοικεί παντού, πως παροικεί διαχεόμενη και εμπλουτίζοντας αιώνιες αναζητήσεις, άγοντας, για να χρησιμοποιήσω μία φράση του Novalis, στον αμνημόνευτο χρόνο, στην πηγή του χρόνου, στον αιώνιο άχρονο χρόνο, στην αιωνιότητα της στιγμής, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

 

                                                *

Πρόκειται για φαντασίωση, για άκρατο υποκειμενισμό, ή για κάτι ουσιαστικό χωρίς το οποίο δεν υπάρχει πραγματική πνευματική δημιουργία; Το ερώτημα μας παραπέμπει στη σημαίνουσα ‘’σχέση’’ εσωτερικού και εξωτερικού, στον τρόπο με τον οποίο η υποκειμενική προδιάθεση προσλαμβάνει και κοινωνεί με ό,τι ονομάζουμε εξωτερικότητα. Βέβαια, κάθε πνευματική προσπάθεια περιδινείται περί το ερώτημα και εδώ συναντάμε το πνεύμα του λυρισμού, όπως το εκφράζουν οι ρομαντικοί: Και στη λυρική γενικότερα ποίηση, όπως και πεζογραφία (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, θέατρο), το ερώτημα παραμένει, αλλά οι ρομαντικοί έχουν  την εξής πρωτοτυπία: Η ενότητα υποκειμένου και αντικειμένου, πέρα και μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, εκφράζεται ως αμεσότητα και όχι ως περιγραφή κάποιου συμβαίνοντος, ως κοινωνία θα λέγαμε και γι’ αυτό είναι πιο κοντά στους φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του ‘’αφελώς’’ ‘’μαγικού’’ Hesse είναι ενδεικτικό: Για μια στιγμή κατάλαβα ότι οι έννοιες του μύθου, όπως χάος και δημιουργία, λέξεις της λογικής, όπως προϊστορία και ανάπτυξη, κατά βάση δεν εννοούνται ως το ένα μετά το άλλο, αλλά είναι το ίδιο, το ένα μέσα στο άλλο. Και ο πανάρχαιος κόσμος δεν ήταν παλαιότερος από το σήμερα… ο παλαιός και το σήμερα ήταν το ίδιο… Τίποτα δεν είναι Έξω, τίποτα δεν είναι Μέσα, γιατί ό,τι είναι Έξω είναι και Μέσα.[11]

Ήδη, κατευθυνόμαστε στην οικουμενικότητα, στην κοινωνία και διακρίνουμε πως έσχατοι μυθολογικοί προβληματισμοί οξύνουν και παροξύνουν το φιλοσοφικό λόγο για να καθίστανται μυθική-συμβολική έκφραση, κάτι που τόνισε και ο νομιζόμενος φιλόσοφος του ρομαντισμού Schelling στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

 

                                                *

Το μυθολογικό αναβαπτίζεται σε μυθικό, το υποκειμενιστικό σε υποκειμενικό, το ατομικό σε οικουμενικό με μία και μόνο επιθυμία-διόραση: Την ανάβλεψη, την ενατένιση του αληθεύοντος, και αυτή η αλήθεια υποκρύβεται και φανερώνεται σε όλες τις πνευματικές ενέργειες, αλλά στη ρομαντική τάση και δημιουργία φανερώνεται με υπέροχο τρόπο. Αν κατά τον Scheler[12]  η ιδέα του Ανδρογύνου που κινείται τόσο έντονα στο γερμανικό ιδεαλισμό έχει την καταγωγή της στον Πλάτωνα, στο πλατωνικό Συμπόσιον, καθοράμε στη μυθική αφήγηση της Διοτίμας του πλατωνικού Σωκράτη την ‘’εξαϋλωση’’ του ερωτικού στοιχείου, τη μεταστοιχείωσή του σε απόλυτη κοινωνία, σε θεᾶσθαι μόνον και συνεῖναι,[13] στην ‘’πύκνωση’’ του παρελθόντος αλλά και κάθε βλέψης ως προς το μέλλον σε αιώνιο παρόν.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως στην πλατωνική δημιουργία το απόλυτο, η κοινωνία, η οικουμενικότητα του νοήματος, η καθαρότητα του αισθήματος η οποία καταυγάζει τη σκέψη των ρομαντικών βρίσκει τη φιλοσοφική καταξίωση. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως για τον Αθηναίο γνώση είναι η ανάμνηση, η ‘’φυγή’’ των ρομαντικών προς το παρελθόν βρίσκει την καταξίωσή της στο αιώνιο τώρα, στο αιώνιο παρόν που κάθε συμβολική έκφραση δείχνει για να αναφωτίζει κάθε εκστατική κίνηση, αφού και η έκσταση, έστω πλατωνική ή ρομαντική, καταπαύεται ως οικουμενική κοινωνία που πορίζει ό,τι αληθινό.

Συναντάμε παρόμοιες διαπιστώσεις και σε άλλα μεγάλα κείμενα της Ανατολής και διαπιστώνουμε την αιώνια νεότητα του αδελφώματος ρομαντισμού και φιλόσοφης αναθέας: Αυτό το χωρίς μορφή είναι ο αρχέγονος άνθρωπος. Λένε πως είναι η ύψιστη οδός. Όποιος οδηγείται εκεί δεν έχει επιστροφή. Είναι για μένα η ύψιστη κατοικία.[14]

 

                                                *

Απέραντος αριθμός κειμένων που δεν είναι παρά απόσταγμα εμβιώσεων που καταργούν τις κατηγοριοποιήσεις και τις ‘’ηλικίες’’ του ανθρωπίνου πνεύματος, προσφέρει την ‘’εισβολή’’ του ρομαντισμού πολύ πριν επικρατήσει ο όρος ο οποίος  σημαδεύει μία πρόσφατη εποχή (19ος αιώνας). Κατά βάθος μάλιστα προσεγγίζει την philosofia perennis, την αιώνια δηλαδή φιλοσοφία ως μαρτυρία της συμπάγειας των διαχρονικών αναζητήσεων της ανθρώπινης φύσης.

Πρόκειται ουσιαστικά για μεταμόρφωση της λυρικής ψυχής, για εισβολή της με τη λογοτεχνική συμβολική στο είναι του αισθητού και των μορφών του, των αλλαγών του, θυμίζοντάς μας τον Ηράκλειτο ο οποίος ονομάζει το κοσμικό γίγνεσθαι αιώνα που παίζει, παῖδα στον οποίο ανήκει η βασιλεία.

Κατά βάθος κάθε γνήσια και μη παγιδευόμενη απ’ τη μαγεία του αισθητού αναζήτηση και μακριά απ’ τις εφήμερες και παροδικές συγκινήσεις και συναισθήματα, αναζητεί την πλήρωσή της, την εκστατική και όχι εκστασιακή, ανάφλεξή της στην αλήθεια των πραγμάτων και των καταστάσεων και όχι στις επιφανειακές υποκρούσεις της καθημερινότητας. Αναζητεί την οικουμενικότητα, την καθολικότητα κάνοντας το μικρό, το μεταβαλλόμενο, το πάροικο, ποιητική πτέρυγα που γίνεται πτόησις μεθ’ ἡδονῆς, για να αναφέρω μία φράση του Πλωτίνου.

Ο λυρισμός τον οποίο συναντάμε στους ρομαντικούς διακρίνεται από φυσιολατρικές τάσεις οι οποίες προσκλίνουν σε παγανιστικές θεωρήσεις. Αντίθετα, πέρα από κάποιες υπερβολές, οι ρομαντικοί διενώνουν εξωτερική χάρη με τους πολυποίκιλτους ιριδισμούς, με υποκειμενικότητα στον κόσμο της καθαρότητας, της κοινωνίας, της μαρτυρίας, μίας απ’ τις ουράνιες μέρες που δεν πεθαίνουν.[15] Ήδη, εμβαθύνοντας στο πνεύμα του λυρισμού, όπως τον ζουν οι ρομαντικοί, επιστρέφουμε στην κοινωνία αμεσότητας και εξωτερικότητας στη θάλλουσα αλήθεια που κομίζει γνώση, τη γνώση χωρίς γνώσεις, τη βαθύτητα της κενότητας που μαρτυρείται ως πληρωματικότητα. Ποιος δεν αγαπάει τη γνώση; Ποιος θα αντιταχθεί στην ωραιότητά της[16] Οδηγούμαστε έτσι σε ό,τι ο Wordsworth αποκαλεί αιωνιότητα της καρδιάς, σε μία καινοφανή ενσυναίσθηση η οποία μηνύει την παύση και της έκστασης που οδηγεί στην πληρωματικότητα-κοινωνία.

 

                                                *

Μήπως βρισκόμαστε σε ουτοπικές καταστάσεις που δεν είναι παρά έντονες υποκειμενιστικές συγκινήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα;

Ας πούμε πως η ουτοπία, η ρομαντική ουτοπία και όχι η ουτοπία των γνωστών πολιτικών στοχαστών απ’ την πλατωνική Πολιτεία μέχρι τους νεώτερους ουτοπικούς,[17] προσεγγίζεται με τη φιλοσοφική ουτοπία και αποκαλύπτει βαθύτατες αναζητήσεις της πανανθρώπινης ψυχής.

Ιδού το ου-τοπικό: Δεν αναγνωρίζει τόπο, διαρκή και παραλλάσσοντα με όλα όσα βλέπουμε, πράττουμε, σχεδιάζουμε με αφετηρία την έγκοσμη αναγκαιότητα η οποία δημιουργεί ό,τι αποκαλούμε ιστορία. Αντίθετα, τόπος του πνεύματος και της δημιουργίας είναι το πνεύμα μας και η αληθής εκτίμηση του συμβαίνοντος το οποίο διεμβολίζει ό,τι μεταβάλλεται, ό,τι φαίνεται πως συμβαίνει, είναι δηλαδή η ατρεμής αλήθεια που καθιστά το έγκοσμο και το έγχρονο κινητή εικόνα του αιώνιου, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα. Ου-τόπος επομένως σημαίνει κάτι που διεισδύει στο έγχρονο. Το έγχρονο είναι καπνός· αν το αφήσεις να μπει μέσα σου, ας μην αμφιβάλλεις, θα τυφλώσει τα μάτια του πνεύματός σου.[18]

Κατανοούμε τη βαθύτητα του ουτοπικού πνεύματος το οποίο αγκαλιάζουν αυθόρμητα οι ρομαντικοί, οι λυρικοί οι οποίοι βλέπουν με άλλα μάτια το ανθρωποκοσμικό γίγνεσθαι. Βλέπουν με άλλα μάτια το άπειρο που αντιφεγγίζεται σε σένα…καθώς η αναπνοή της νυχτιάς που εκρήγνυται κάποτε/ διαπλώνει όλο και πιο μακριά την παναρμόνια φωνή/, για να βεβαιώνει πως …αυτός ο κόσμος ο αδύνατος, αναπνέει ακόμη και ζει.[19]  Υπάρχει επομένως μία μύχια πληροφορία η οποία αναδύεται και η οποία εμπνέει το ρομαντικό στοχαστή πέρα απ’ τη φαινόμενη όψη ως ψυχή κάθε αίσθησης και αντίληψης, και σε αυτό ακριβώς συνίσταται το ουτοπικό το οποίο καθίσταται η α-λήθεια του συμβαίνοντος.

Υπ’ αυτό το πνεύμα το ουτοπικό δεν είναι ουτοπία αλλά η πραγματική φύση κάθε δημιουργίας, η δημιουργική υπέρβαση της φαινομενικότητας, η ατρεμής πηγή της. Είναι αποκαλυπτική η προσέγγιση της απειρίας και ο διασυσχετισμός της με το ουτοπικό, έστω και αν αυτό συμβαίνει υποδήλως ή και κάπως συγκεχυμένα, δεδομένου ότι το άπειρο ταυτίζεται κάποτε με το απεριόριστο, αλλά αυτό συμβαίνει και σε περιπτώσεις μεγάλων φιλοσόφων οι οποίοι ταυτίζουν το άπειρο με το απολύτως, απεριορίστως εκτεινόμενο ή με το εντελώς άλλο. Το ουτοπικό όμως δε σημαίνει πως υπάρχει τόπος μακράν του ανθρωποκοσμικού συμβαίνοντος. Αντίθετα, ‘’τοποθετείται’’ στο είναι των τοπικοτήτων, στην πρωτοπληροφορία που καθιστά δυνατή κάθε δείξη του πεπερασμένου. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να διαπιστώσουμε τη συγγένεια των ρομαντικών στοχασμών με τις φιλοσοφικές ενοράσεις, παρά το ότι οι τρόποι δεν ταυτίζονται.

Θα ήταν όμως αδύνατη  η αγνόηση της ιδέας του απείρου σε συσχετισμό με το ουτοπικό και αυτό το συναντάμε όχι μόνο στους φιλοσόφους, αλλά και στους ρομαντικούς, όπως και στους στοχαστές γενικότερα. Είναι κεντρικό θέμα στο οποίο θα υπάρχουν θεωρήσεις, πάντα ανοιχτές. Ήδη, ο E. Burke παρατηρεί πως οι ιδέες αιωνιότητας και απείρου είναι απ’ τις πιο εγγίζουσες και ας γνωρίζουμε ελάχιστα για αιωνιότητα και άπειρο.[20] Υπάρχει βέβαια σύγχυση ως προς τις ‘’σχέσεις’’ απείρου και ατελεύτητου και εδώ η ρομαντική ουτοπία είναι αποκαλυπτική:  Η διόραση η οποία καθιστά το δημιουργό κοινωνό της απειρικής φύσης του συναισθήματος και του λογιζομένου υποκειμένου κάνει το απόλυτο να αποκαλύπτεται στο σχετικό και να μην καταφεύγει σε φανταστικούς χώρους. Ο τόπος, ο πραγματικός τόπος του συμβαίνοντος, είναι μαρτυρία του χαρμικού θαυμασμού, η πληρωματικότητα που διενώνει τα υποκείμενα και την κοσμική τους συνείδηση οικουμενικά. Η μακαριότητα ήταν όντως αποστίλβουσα και συνέβαλλε στο να είναι κατάσταση η οποία αιχμαλώτιζε εκείνους που την έβλεπαν[21]. Μυσταγωγικές είναι οι αναφορές των ρομαντικών, όντως ουτοπικές, υπερβαίνουσες δηλαδή την πρώτη ματιά, όπως το είναι του Παρμενίδη το οποίο προσπερνά την ‘’δόξαν’’, τη δοξασία, για να ζει την άτρεμη καρδιά της ἀληθείης. Υπάρχει πέρα απ’ τη φαινομενικότητα το βάθος, το άτοπο με την πρώτη φαινομενική ματιά, ο πραγματικός τόπος, ο ου-τόπος με τα μάτια της αίσθησης η οποία αποκολλάται απ’ τη μήτρα της, απ’ την αντίληψη.

Είναι το απειρικό και βαθιά ηθικό κατά τους ρομαντικούς, συνιστά ενότητα αίσθησης και αντίληψης, είναι η κατεξοχήν παρουσία σε σχέση με την απουσία του επουσιώδους: Ο δίκαιος θα αντιτάξει την απαρέσκεια στην απουσία/ και δε θα απαντήσει παρά με μία ψυχρή σιωπή./ Αιώνια σιωπή της θεότητας.[22] Για τον δυναμικό πανθεϊσμό του Hegel, σε αντίθεση με τον ακοσμικό-στατικό πανθεϊσμό του Spinoza, οι ευαισθησίες της καρδιάς δε μπορεί να αποτελούν ύλη της ποιητικής ψυχής, παρά μόνο αν αναφέρονται στο οικουμενικό, στο συναφές, στο αιώνιο. Είναι ό,τι ο Stendhal αναφέρει σε σχέση με το ρομαντισμό: Διαβρέχεται πλήρως από μεταφυσικά ρίγη[23].

 

                                                *

Όντως, οι όροι άπειρο, πεπερασμένο, ουτοπικό, πραγματικό, όροι οι οποίοι προκάλεσαν, προκαλούν και θα προκαλούν μεγάλους προβληματισμούς κυρίως στο χώρο της φιλοσοφίας αλλά και των επιστημών, προσλαμβάνονται ορμέμφυτα απ’ τη ρομαντική ψυχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απουσιάζουν από άλλες μορφές της λογοτεχνικής έκφρασης.

Υπάρχει όμως μία ιδιαιτερότητα η οποία σφραγίζει τους ρομαντικούς και όσους βρίσκονται στην ευρύτερη ρομαντική εκζήτηση. Για να είμαστε ακριβέστεροι, ο ρομαντισμός δεν είναι περίκλειστη ‘’σχολή’’, αλλά συναντάμε πολλούς προ του ρομαντισμού παράλληλους δημιουργούς, όπως και μεταγενέστερους. Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του το οποίο τον σφραγίζει;

Είναι, και αυτό θα καταφανεί και στις σελίδες που ακολουθούν, η δυναμική του συναισθήματος το οποίο συμπλέει με έναν λόγο, ποιητικό ή πεζογραφικό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα υποκειμενικός, οικουμενικός και απειρικός, με απλούστερα λόγια, ουτοπικός, αν ουτοπία δεν είναι μία φαντασιακή προβολή των συμβαινόντων στο ανθρωποκοσμικό συμβαίνον, αλλά η βαθύτερη κάτοψη των φαινομένων, και του ανθρωπίνου πρωτίστως, η κρυφίη αλήθεια που συνιστά την πραγματική όψη της ζωής.

Διακρίνουμε αυτήν την αλήθεια σε ‘’προρομαντικές’’ μαρτυρίες που είναι αγενεαλόγητες, αμνημόνευτες απ’ τις περγαμηνές της ιστορίας, αλλά ζωντανές, κοινές με τις μύχιες ενοράσεις της ανθρωποκοσμικής ψυχής. Πρόκειται για αγεωγράφητες ‘’περιοχές’’ απ’ τις οποίες αναδύεται ένα νόημα που ‘’προκαλεί’’ τόσο το ρομαντισμό, όσο και τη φιλοσοφία. Ο Schelling, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως φιλόσοφος του ρομαντισμού, θεωρούσε πως στα μυστήρια, και εννοεί κυρίως τα Ελευσίνια, τα οποία διατήρησαν τη μυθολογία ως προϋπόθεση,[24] δεν έφθασαν ποτέ στην εποπτεία για όλους τους μυουμένους. Υπάρχει όμως κάτι στις θρησκειοφιλοσοφικές αναζητήσεις του εισηγητή της διανοητικής ενόρασης και της ταυτότητας που άπτεται των ρομαντικών αναζητήσεων: Η ενόραση δεν είναι παρά η σχετική με το άπειρο πρωτοπληροφορία, και έχουμε ήδη υποστηρίξει πως υπάρχει ένας πρωτοορισμός ως αρχή κάθε ορισμού: Άπειρο είναι ο ορισμός του πεπερασμένου. Όλοι οι περί του απείρου ‘’ορισμοί’’ απασχόλησαν όχι μόνο τους Fichte, Schelling, Hegel, αλλά και πολλούς Αρχαίους, Μεσαιωνικούς και Νεώτερους φιλοσόφους. Ο Hegel μάλιστα έκανε σαφή διάκριση μεταξύ κακού άπειρου και πραγματικού, καθόσον το κακό άπειρο δεν είναι παρά το απεριόριστο το οποίο ο Descartes συμβούλευε να μην σκεπτόμαστε.

Γνωρίζουμε πως η συμβολική έκφραση (κάθε έκφραση είναι συμβολική) είναι σχετική, αλλά κάθε σχετικό νοείται και εννοείται. Σε αυτήν την αλήθεια στηρίζεται η προβληματική των ρομαντικών, έστω και εν αγνοία τους. Αποκαλύπτουν την απειρική φύση του κοσμανθρώπου όχι ως κάτι το ‘’αντικειμενικό’’, αλλά ως κάτι που συνιστά συστατικό στοιχείο της φύσης μας, ως συμβαίνον το οποίο δεν περιγράφουν απλά, αλλά αγγέλλουν. Θυμίζουν την πτόησιν μεθ’ ἡδονῆς του Πλωτίνου[25], την κοινωνία της μυστικής, θρησκευτικής και μη, την κατάπαυση των σοφών της Vedanta[26], την κενότητα-πλήρωμα[27] των βουδιστών και των εκφραστών της ταοϊστικής μυστικής, όπως και πολλούς μεσαιωνικούς στοχαστές. Υπάρχει οικουμενικότητα νοήματος, η πραγματική ουτοπία που είναι ισχυρότερη απ’ το συμβαίνον, επειδή κατοπτρίζει άμεσα, αδιαμεσολάβητα, ό,τι φωτίζει τα ενδότερα, είναι, για να θυμίσω τον Ηράκλειτο η κρυφίη ἁρμονίη που είναι κρείττων  της φανερής.

 

                                                *

Υπάρχει επομένως μία κρύφια οδός που διενώνει εμπνοές των ρομαντικών με βαθιές θεωρήσεις των φιλοσόφων και η κοινότητα διεπαφής βρίσκεται στην ταύτιση του απείρου με την ουτοπία, ταύτιση που στο πεδίο του κοσμανθρώπου δε μπορεί να είναι παρά συμβολική, απειρική δηλαδή.

Δεν παρασυρόμαστε στη ‘’μείξη’’ του ρομαντισμού με τη φιλοσοφία, αλλά προσπαθούμε να επισημάνουμε κοινές συναντήσεις οι οποίες, όσο και αν μπορεί κανένας να τις θεωρήσει παράλληλες, διαφοροποιούνται ή και αποκλίνουν. Διασημαίνουν ωστόσο την εγγύτητα της διανθρώπινης αναζήτησης η οποία ‘’αναφλέγεται’’ σε οριακές στιγμές της εναγώνιας αναζήτησής της. Δεν είναι τυχαία η προσφυγή φιλοσόφων ακμής σε ποιητές και μυστικούς, όπως λ.χ. εκείνη του Hegel o οποίος θαύμαζε τους Fénelon και Rousseau, όπως και τον Eckhart, τον πρίγκιπα της μυστικής.

Ταυτόχρονα όμως, όσο και αν ρομαντικοί και φιλόσοφοι αντλούν απ’ τις βαθιές εκζητήσεις και αναζητήσεις της πανανθρώπινης ανθρωποκοσμικής ψυχής, διαφοροποιούνται, δεν ταυτίζονται.

Ήδη ο  Ηegel, γνώστης του ρομαντισμού ο οποίος ανθούσε κατά την εποχή του, εκφράζει την άποψή του για το ρομαντισμό: Έτσι, η ρομαντική τέχνη αρνείται να καταδείξει τη βαθιά υποκειμενικότητα υπό εξωτερική μορφή και ως ωραιότητα. Την παρουσιάζει ως καταπίπτουσα μόνο από συγκατάβαση στο φαινόμενο και πως θεωρεί και το ιερό ως έσω στοιχείο της εξωτερικότητας ως αποφεύγουσα αυτό που μπορεί στη συνέχεια να εμφανίζεται ως συγκυριακή σε σχέση με τη σημαίνουσα φανέρωση.[28] Ο γερμανός φιλόσοφος ο οποίος ταυτίζει το εσωτερικό με το εξωτερικό, την αμεσότητα δηλαδή με την εξωτερικότητα ως δυναμικός πανθεϊστής, παραγνωρίζει κάτι που υποβόσκει όχι μόνο στους ρομαντικούς, αλλά και στους ευρύτερους δημιουργούς, καθόσον ο ολίζων χαρακτήρας της σκέψης του απαιτεί τη δυναμικά πανθεϊστική σύλληψη, περιγραφή και ερμηνεία του κόσμου και της ζωής. Το εγελιανό σχήμα (θέση: το πνεύμα, αντίθεση: το αισθητό και σύνθεση: η ιστορία όπως διαμορφώνεται με τους θεσμούς, την πολιτεία, τις πολιτισμικές αξίες που καταλήγει στην απόλυτη γνώση) συνιστά ρηξικέλευθη τομή αλλά ‘’δεσμεύει’’ την ελευθερία στην αναγκαιότητα και υπ’ αυτό το πνεύμα, ως φιλοσοφική θεώρηση, δεν είναι δυνατό να μην πάσχει.

Η οικουμενικότητα της ποιητικής και γενικότερα της λογοτεχνικής γραφής των ρομαντικών καθοράται διαφορετικά. Η διάκριση αμεσότητας και εξωτερικότητας, του μέσα και του έξω, αναστέλλεται και με θαυμαστό τρόπο πολλοί ρομαντικοί θαυμάζουν στο συγκεκριμένο το οικουμενικό, ζουν υποκειμενικά το ‘’αντικειμενικό’’, θεωρούν τη στιγμή και κάθε αλλαγή πλήρωμα του χρόνου, όπως έλεγε ο  Kierkegaard[29]. Ένας στίχος του Shelley είναι αποκαλυπτικός: Η στιγμή, η καθαρή όψη απ’ την οποία κάτι επιλάμπει.[30] Αυτή η επίλαμψη που είναι πληρωματική, και μόνο το πληρωματικό έχει οικουμενικότητα, φωτίζει την πραγματική φύση του απείρου και δίνει πνοή στο απειρικό. Η αναπνοή της νυχτιάς που κάποτε εκρήγνυται με τα πλατιά φτερά της/ που αναδύουν στο κυανού χιλιάδες αστεριών/… ποιος ζωοποιώντας τον ουρανό ως θαμπό καθρέπτη/ επιτρέπει στη ματιά καθενός να σκέπτεται το άπειρο…Το άπειρο που αντιφεγγίζεται σε σένα..[31]

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλές καταγραφές ρομαντικών για να καταφανεί τόσο η εγγύτητα της σκέψης τους, του στοχασμού τους με τη φιλοσοφία, όπως και η απόσταση. Τα κοινά όμως σημεία καταδεικνύουν κάτι σημαντικότερο, το δεσμό, τον ‘’υπόγειο’’ δίαυλο διακοινωνίας, χωρίς τον οποίο δεν υπάρχει καμίας μορφής στοχασμός. Πρόκειται για τη μυστική, για ό,τι είναι γνωστό υπό ποικίλους όρους, όπως διόραση, ενόραση, προθετικότητα, θεία μανία (Πλάτων), η οποία είναι μητέρα πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων κ.ο.κ. Αυτήν την αλήθεια τη διακρίνουμε σε κάθε γνήσια πνευματική προσπάθεια και κανένας ‘’ορθολογισμός’’ δε μπορεί να την ανασχέσει. Πόσο ‘’ορθολογιστής’’ ήταν ο  Descartes λ.χ. ο οποίος θεμελίωσε το cogito ergo sum στη θεμελιώδη αρχή κατά την οποία ο άνθρωπος νοεί εμφύτως την ιδέα του απείρου; Πόσο ορθολογιστής, επίσης είναι ο Αριστοτέλης ο οποίος θεωρεί τη θεωρία ἣδιστον καί ἄριστον, κ.ο.κ.; Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις σχετικές αναφορές, αλλά το πρόβλημα συνίσταται στο κατά πόσο η εγγύτητα της φιλοσοφίας με το ρομαντισμό, όπως και με τις τέχνες γενικότερα αλλά και με τις επιστήμες, εδράζεται σε μύχιες αφετηρίες και αναζητήσεις της πανανθρώπινης εμπνοής.

Πολλοί ισχυρίζονται πως η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η ποίηση στηρίζεται στο συναίσθημα, σε ‘’αντίθεση’’ με τη φιλοσοφία η  την εσφαλμένη θεώρηση, θα αγνοούσαμε τόσο τις πηγές του συναισθήματος, όσο και τις εκζητήσεις του λόγου, θα οδηγούμασταν σε ειδωλικές παραστάσεις οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με τη γνήσια πνευματική αναζήτηση.

Ας μη μας διαφεύγει πως πρωταρχικά μύθος σήμαινε λόγος, λέγειν δηλαδή, και πως οι διαθλάσεις του μυθικού πνεύματος, απαλλαγμένες απ’ ειδωλικές πλάνες, καθαρμένες δηλαδή, οδηγούνται στην αειγενή αφετηρία τους η οποία δεν είναι καν αφετηρία, αλλά άναρχη και ατελεύτητη μαρτυρία και τροφός του έλλογου συναισθήματος. Πρόκειται για κάτι το οποίο έχουμε τονίσει και αναλύσει εκτενώς σε άλλες μας προσπάθειες και το οποίο αναθάλλει υπό συγκεκριμένη προβληματική.

Δεν είμαστε σε θέση να θεωρήσουμε ούτε το ρομαντισμό, ούτε τη φιλοσοφία, αν δε συνειδητοποιήσουμε κάτι καταιγιστικό: Τροφός του λόγου είναι το συναίσθημα, τροφός του συναισθήματος είναι ο λόγος. Κάθε λογική έκφραση ενέχει συναίσθημα, κάθε συναισθηματική εμβίωση ενέχει λόγο. Πρόκειται για μία και την αυτή αλήθεια η οποία συνιστά θα λέγαμε αρχή, την αρχή του συνυπάρχειν, καθόσον ο άνθρωπος είναι αδιανόητος χωρίς το συνυπάρχειν με τον κόσμο, με την αισθητή φύση και κυρίως στη διανθρώπινη θεώρηση με το συ και με, κατά συνέπεια, το εμείς.

Για να προχωρήσουμε περισσότερο, ας σκεφθούμε κάτι: Η λογική, κάθε λογική, απ’ την πλατωνική, την αριστοτελική, την εμπειριστική, τη διαλεκτική, τη μαθηματική, τη συμβολική, έπεται της μεταφυσικής, έστω και αν ‘’απορρίπτεται’’ από κάποιους λογικούς, έπεται δηλαδή των αληθειών της ταυτότητας, της ετερότητας, της αναλογίας. Πρώτιστο είναι το διαλογιζόμενο υποκείμενο και όχι η πρωθύστερη αναγωγή του στη φυσική ακολουθία ή τυχαιότητα, κατά τους ποικίλους εμπειριστές. Υπ’ αυτό το πνεύμα ο λόγος άρχει τόσο όσο και το συναίσθημα το οποίο εκφράζεται στις γνήσιες στιγμές του ως ενσυναίσθηση. Οι αλογισμοί, οι παραλογισμοί (ο Kant ασχολήθηκε τόσο με τους παραλογισμούς του λόγου, παρόλο που προσπάθησε εσφαλμένα να συρρικνώσει το λόγο στα δεσμά της αισθητής εποπτείας, χωρίς να αντιληφθεί πως η αισθητή εποπτεία εγκλείει αφεαυτής τη  κατάφαση-κοινωνία ανθρώπου και κόσμου), δεν είναι παρά έκπτωση ή εσφαλμένη θεώρηση που παρανοεί τη νηφάλια και πρώτιστη πληροφορία του συνυπάρχειν, των κεκρυμμένων αληθειών που γαλουχούν και το λόγο και το συναίσθημα.

 

ΙΙ

Το παρελθόν του παρόντος

 

(Φύση και χρονικότητα, μυθική, συμβολική πρόσληψη, συναίσθημα και ενσυναίσθηση, παρελθόν, παιδικότητα, θήλυ και έρωτας, αναπολήσεις και συγκίνηση, θάνατος και τραγικότητα, παρελθόν και παρόν, ιδεαλισμός και ρομαντική δημιουργία.)

 

Υπάρχουν φυσιολατρικές τάσεις στους ρομαντικούς, τάσεις οι οποίες όμως είναι άρρηκτα συνυφασμένες με υποκειμενικά βιώματα που συχνά έχουν οικουμενικότητα, παρά το ότι κάποτε σε ορισμένες περιπτώσεις περιορίζονται στον έρωτα, στο εγώ και στο συ της αγαπημένης, ή οδηγούν σε έναν εγωμονισμό.

Ας δούμε όμως πώς προσλαμβάνεται κατά κανόνα η ευαίσθητη προσέγγιση της φυσικής ομορφιάς που δεν είναι εξαντικειμενίκευση, κατά τρόπο που το φυσικό τοπίο να γίνεται απλά και μόνο αντικείμενο θέας και περιγραφής. Γίνεται βίωμα και αφετηρία δημιουργικής συγκίνησης όπου συμβολισμός και προσωπική έκφραση αναδημιουργούν το εγώ.

Δεν πρόκειται για παρατήρηση που δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα, έστω και παροδικές συγκινήσεις, αλλά για κάτι σημαντικότερο: Ο ρομαντικός κατανύσσεται, δημιουργεί όχι απλά αισθήματα και συναισθήματα που παρέρχονται, αλλά ‘’ακινητοποιείται’’ κατά κάποιο τρόπο και η θέα γίνεται κοινωνία χωρίς να χάνεται το εγώ ή να γίνεται παθητικός αποδέκτης της μαγείας των χρωμάτων, των ήχων, των μορφών κι όλων των κελαρισμών του φυσικού συμβαίνοντος, δε θαυμάζει το χάρμα της ανατολής ή την υποβλητικότητα του συμβαίνοντος, η λεπτομάρειος ηώς, όπως την περιγράφει λ.χ. ο Παπαδιαμάντης και η αμφιλύκη είναι εκφράσεις των φυσικών υποβολών οι οποίες ως πρώτη έκφραση της ενσυναίσθησης φωτίζουν τις χαρμικές ανασκιρτήσεις για να οδηγήσουν πιο μακριά. … Τότε εκελάριζαν/ οι πηγές πιο ζωντανές ανάσα πάνω μου/ της σκοτεινής γης τα άνθη σκορπούσαν με αγάπη/ και ο Αιθέρας έσκυβε κάτω ευλογώντας/ όλος χαμόγελο από νέφη ασημένια…[32] Ο θεωρός της ομορφιάς βλέπει πάντα πέρα απ’ τα φαινόμενα τα οποία όμως καθιστά σάρκα της ψυχής του, κάνει τα φαινόμενα που τον συγκινούν να φαντάζει ως θεϊκός. Πρόκειται για κρύφια όψη του συμβαίνοντος, όψη την οποία ένας φυσιοκρατικός θεωρεί φαντασίωση, πρόθυμος να αναλύσει και τα ωραιότερα ως τυχαίες συμπτώσεις φυσικών φαινομένων, αλλά αγνοώντας πως η κοινωνία ανθρώπου και κόσμου οδηγεί στην υπέρβαση της απλής περιγραφής. ‘Ένας μοντέρνος, πατέρας μάλιστα του υπερρεαλισμού, παρατηρεί καθώς κατανύσσεται την ωραία, και καταφεύγει στη φυσική αρμονία: Το παραλήρημα της απόλυτης παρουσίας. Πώς να μην εκπλήττεται κανένας καθώς επιθυμεί να αγαπάει με αυτόν τον τρόπο την καρδιά της συμφιλιωμένης φύσης;… Διαβαίνοντας ανάμεσα στην ποικιλία των απέριττων ανθέων, σένα τη μεταβαλλόμενη σε αγαπώ…[33]

Εμβαθύνοντας κατά το δυνατό, μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως η ανθρώπινη υπόσταση ‘’δανείζεται’’ ό,τι γοητευτικό απ’ τη φυσική ομορφιά για να κοσμείται και να δημιουργεί τις αισθητικές κατηγορίες της. Η αρμονία, η χάρη, η λαμπρότητα κ.ο.κ. του φυσικού κόσμου βρίσκουν το πλήρωμά τους στην ένσαρκη παρουσία μας από όπου και οι αισθητικές κατηγορίες που δεν είναι παρά φιλοσοφημένη ανάγνωση του ανθρωποκοσμικού. Αυτό τουλάχιστον διακρίνουμε στους ρομαντικούς αλλά και σε πολλούς άλλους στηθοσκόπους του ωραίου που είναι αισθητή φανέρωση του κάλλους, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Δεν υπάρχει εκτίμηση της ομορφιάς, της ωραιότητας και της ανθρώπινης παρουσίας, χωρίς τη φύση, χωρίς δηλαδή τον αισθητό κόσμο και τη συμβολική του φορά. Άλλως δεν υπάρχει νόημα. Πώς θα μπορούσε ο Bernardin de Sain-Pierre να χαρακτηρίσει τη Μαργαρίτα ως ζωντανή χάρη, τη Madame de la Tour ως γλυκιά θεολογία, τη Βιργινία ως χάδια χαριτωμένα, τον Παύλο ως ειλικρίνεια και εγκαρδιότητα χωρίς την ‘’μείξη’’ αισθητικού και οντικού;[34] Διακρίνουμε πώς το απρόσωπο του αισθητού κόσμου προσλαμβάνει διαστάσεις ωραιότητας και αυτό μαρτυρεί την αμφίπλευρη κοινωνία η οποία ωστόσο είναι προσωπική-διαπροσωπική, η οποία διασημαίνει την ενσυναίσθηση στο βαθύ νόημα του όρου, το ανόριο των όντως συγκινήσεων που δεν είναι παρά υπερφυής κοινωνία αίσθησης και αντίληψης.

Αναδύεται έτσι η φαινομένη μαγεία του αισθητού που είναι κατά βάθος υπέρτατη συγκίνηση της ψυχής και στηθοσκόπηση των ευγενέστερων ενοράσεων της ανθρώπινης-διανθρώπινης φύσης. Η ‘’μείξη’’ αισθητής φύσης και χρονικότητας προσλαμβάνει χαρακτήρα μυστηρίου και μας κάνει να διερωτόμαστε σχετικά με τη φύση του χρόνου, της μεταβολής, των αλλαγών κ.ο.κ. Πρόκειται με την πρώτη ματιά για ‘’εισβολή’’ του παρελθόντος στο παρόν με τη μνήμη, στο νέο δηλαδή χώρο, το φαντασιακό, όπου και αποκαλύπτεται ό,τι τρέφει το χρόνο που είναι εξάλλου αδιανόητος χωρίς το αισθητό. Είναι κατά βάθος η αδέλφωση λόγου και συναισθήματος ως διαρκές έναυσμα δημιουργικής συγκίνησης η οποία ζει στο μαγικό ‘’χρόνο’’ του διαρκούς παρόντος της ως άρρητη συγκοινωνία και ως μητέρα του φραστού, του συμβολικά φραστού και της αναγεννημένης μυθικής περιγραφής που σβήνει στον κόσμο της σιωπής. Ο λόγος είναι μεγάλος, πιο μεγάλη ακόμη είναι η σιωπή, ομολογεί ο Carlyle[35].

Ο Keats για τον οποίο η ομορφιά είναι αλήθεια και η αλήθεια ομορφιά (Beauty is truth, truth is beauty) ομολογεί πως τέρψη των νεανικών του χρόνων ήταν η κατάνυξη του ανέμου που άγγιζε παιχνιδιάρικα του λοφίσκους, θεωρώντας αυτά τα βιώματα αλησμόνητες ευεργεσίες.[36]

Υπάρχουν και κείμενα απ’ τα οποία αναβρύζουν και μυστικές θρησκευτικές εμπειρίες, αφετηρία των οποίων είναι η πραγματική ενορατική γνώση του φυσικού συμβαίνοντος, κείμενα τα οποία προσκλίνουν προς μία πανθεϊζουσα μείξη θαυμάζουσας συνείδησης και φυσικού κόσμου. Και σε αυτά τα κείμενα φωτίζεται, παρά οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, το εύρος της ρομαντικής ψυχής: Για να γνωρίσεις τη φύση, πρέπει να γίνεις ένα με αυτήν. Η ποίηση και ζωή, μια άγια και θρησκευτική αλήθεια, συγκεντρώνει όλα τα άνθη της ανθρώπινης ύπαρξης… και πραγματικός παρατηρητής είναι εκείνος που γνωρίζει να αποκαλύπτει την αναλογία αυτής της φύσης με τον άνθρωπο και εκείνη του ανθρώπου με τον ουρανό.[37] Είναι πολλές οι μαρτυρίες, βρίθουν σε κείμενα των ρομαντικών σε στοχασμούς σχετικούς με ‘’πεδία’’ στα οποία μαρτυρείται λογοτεχνικά, αλλά και φιλοσοφικά το παρελθόν του παρόντος.

Θα τα επισκοπήσουμε και θα δειχθεί πως ό,τι λέγεται για το ρομαντισμό σχετικό με τη φυγή των ρομαντικών στο παρελθόν και την ‘’αποστροφή’’ τους απέναντι στο λόγο και την ιστορία γενικότερα, συνιστά μονομερή και άδικη κρίση.

Επισημαίνουμε πως η αφετηρία είναι ουσιαστικά χωρίς αφετηρία και πως η αναζήτηση του πνεύματος των καταγωγών δεν είναι αποκλειστική υπόθεση των μυθολογικών αναζητήσεων, παρά το ότι στο βάθος τους οι τελευταίες, αποφλοιούμενες από ειδωλικά στοιχεία, μαρτυρούν γόνιμους προβληματισμούς, αλλά και εσαεί μέριμνα των ανθρώπων όλων των εποχών.

 

                                                *

Οι αντιπροσωπευτικές μαρτυρίες των ρομαντικών οι σχετικές με την έγχρονη κατάσταση και με το είναι του παρελθόντος στο παρόν μάς δίνουν τη δυνατότητα φιλοσοφικής ενατένισης αυτών των ενοράσεων, των βιωμάτων και των καταγραφών. Αν κάθε καταγραφή είναι, όπως είπαμε ήδη, συμβολική[38] και μυθική, αναδύει κάτι στο οποίο η φιλοσοφική διόραση εισδύει χωρίς να το αναιρεί. Αντίθετα, ευρύνει την εγγύτητα ρομαντικής λογοτεχνίας και φιλοσοφικών αναζητήσεων χωρίς επικίνδυνες μείξεις, όπως  συνέβη κάποτε και με φιλοσόφους.

Τι είναι το παρόν το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς το παρελθόν για τη φιλοσοφική μέριμνα;  Για τον Παρμενίδη χρή τό λέγειν  τε νοεῖν τ’ ἐόν ἔμμεναι· ἔστι γάρ εἶναι.[39] Δεν υπάρχει χρονικότητα παρά εσαεί είναι, και αυτή η διαπίστωση διατρέχει και πειράζει ως αιώνιος στοχασμός όλη την πορεία της φιλοσοφικής διαπορίας, φθάνοντας και στους φιλοσοφικούς προβληματισμούς αρκετών σκαπανέων της κβαντομηχανικής. Όλα είναι αιώνιο παρόν, ό,τι και αν ισχυρίζονται οι δοξασίες των βροτών. Ο Πλάτων επιχειρεί κάτι που τείνει να ‘’μείξει’’ την παρμενίδεια θέση με τα ψελλίσματα της δοξασίας, κάτι που δεν αναιρεί πλήρως τη χρονικότητα και το παρελθόν ως πλάνη, αλλά που ‘’σύρει’’ το παρελθόν στο αιώνιο παρόν: Χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας (αἰώνιον εἰκόνα τοῦτον ὅν χρόνον ὠνομάσαμεν[40]). Στην πλατωνική θεώρηση, για να μην αναφερθούμε σε παρόμοιες του ευρύτερου ιδεαλισμού, βρίσκουμε τις παράλληλες θεωρήσεις που αναδύονται απ’ τα κείμενα πολλών ρομαντικών οι οποίοι ενορώνται στο άχραντο παρόν των συγκινήσεών τους την αποδιαστολή του παρελθόντος στην πλησμονή του παρόντος, του αεί μένοντος παρόντος, όπως διαπιστώνει ο  Novalis: Δεν καταλαβαίνω τίποτε για την αιωνιότητα, αλλά θα προτιμούσα να σκέπτομαι πως η αιωνιότητα είναι ό,τι αισθάνομαι όταν σε σκέπτομαι.[41] Ήδη, η σκέψη υπερβαίνει τη σκέψη καθώς εκλύεται σε κάτι το οποίο τη δημιουργεί, όπως ο πλατωνικός δημιουργός. Οι εικόνες, τα χρώματα, ο χρωστήρας της ποίησης και της διήγησης σε οποιαδήποτε μορφή αποδιαστέλλονται, γίνονται χαρμονή σαν το έγχρονο να άφηνε τη θέση του στο μονοειδές, στο απόλυτο.

Κατανοούμε ίσως την εγγύτητα ρομαντισμού και φιλοσοφίας και διαισθανόμαστε πως η βαθύτητα του ό,τι κινεί τη συνείδηση στην αναζήτηση του αληθεύοντος δε βρίσκεται στην υποβολή των αισθητών μορφών, ούτε στην δυιστική θεώρηση κατά την οποία το πλήρωμα του είναι βρίσκεται έξω μας ή έξω απ’ την αισθητή πραγματικότητα. Βρίσκεται πού;

Αν δε βρίσκεται ούτε στις υποβολές του αισθητού, και αν αυτές αιωνίζονται στο ωραίο των μορφών, αν, επίσης δε βρίσκεται σε ένα, ειδωλικό συνήθως, ‘’υπερβατικό’’ χώρο, απαντώνται ως νύξεις, ως υπαινιγμοί του συνέχοντος, ως συνυπάρχειν και συνείναι αισθητού και νοητού σε μορφές και σε σχήματα που παραλλάσσουν, στα νεύματα του ευγενισμένου προσώπου, σε ό,τι η γραφίδα των νοσταλγών επικαλείται που δε βρίσκεται εκτός, ούτε εντός, η διάκριση του μέσα και του έξω έχει πια υπερβαθεί, οι εκφράσεις είναι πια σχηματικές, η γλώσσα συμβολική και σχετική.

Πού αναζητείται; Στο παρόν του παρελθόντος ή στο μέλλον του παρόντος; Ή στο σιωπάν; Ναι, στο σιωπάν το οποίο όμως τίκτει το λέγειν του και αυτό ακριβώς θα το δούμε στις παραγράφους που έπονται.

 

                                                *

Το παρελθόν στο παρόν υμνήθηκε κυρίως στους μεγάλους μύθους της ‘’χρυσής’’ εποχής οι οποίοι από ειδωλικοί κατέστησαν συμβολικοί με σημαντικές επεκτάσεις σε πολλές εκφράσεις της πνευματικής προσπάθειας όλων των πολιτισμών. Είπαμε πως η μυθική προσέγγιση δεν είναι μυθολογική και πως το λέγειν της αναζητεί τρόπους έκφρασης ανθρωπολογικών αξιών και αυτό συνιστά μετάβαση απ’ τη μυθική στη φιλοσοφική σκέψη όπου ο μυθικός λόγος είναι πάντα συμβολικός.

Έχει η συμβολική έκφραση νόημα, πέρα απ’ τη σχετικότητά της, δεδομένου, και το επαναλαμβάνουμε με έμφαση ως κεραία του φιλοσοφικού λόγου, ότι οτιδήποτε εκφραστό είναι σχετικό, αλλά νοητό; Υπάρχει όντως νόημα σε σχετικές εκφράσεις και βιώματα και ένας δείκτης ως πηγή ζωτικών αληθειών είναι η παιδικότητα και το πνεύμα της. Εδώ, το μυθικό είναι όντως πολύτιμο, καθώς  το πνεύμα της παιδικότητας εκφράζει το χάρμα, την έκπληξη, το θαυμασμό, την αφέλεια, το απειρικό της ανθρώπινης φύσης, τη δημιουργική διαπορία.

Είναι βέβαιο πως η παιδικότητα ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, κάτι που όλοι έχουμε ζήσει, αφήνει τα ίχνη της σε όλη την ανθρώπινη παρουσία μας μαζί με όλα τα στοιχεία που την συνθέτουν. Ο Tchouang-tseu αναγνωρίζει πως στο παιδί κατοπτρίζονται ακλινείς αλήθειες: Μπορείς να είσαι ένα παιδί;… Μπορείς να αγκαλιάσεις την Ενότητα;… Μπορείς να παραμένεις απλός[42]; Όντως, δεν πρόκειται για εξιδανίκευση του πνεύματος της παιδικότητας, αλλά για προσπάθεια εμβάθυνσης στον κόσμο της. Αν  η παιδικότητα είναι η στέγη του ανθρώπου, αν το παιδί είναι ο πατέρας του ανθρώπου (Wortsworth), οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε, επειδή το πνεύμα της και ο ύμνος προς αυτήν κατέχει σπουδαία θέση στο έργο των ρομαντικών.

Ένας περιπαθής υμνητής της παιδικότητας ο Rousseau, ο μοναχικός περιπατητής, ο περιπλανώμενος, ο πάροικος και όχι κάτοικος, παρατηρεί, αφού διαπιστώσει πως όλα είναι άπειρα για το παιδί: Ήταν οι ώρες του παρελθόντος, τόσο όμοιες με εκείνες της παιδικότητας· δεν τους έλειπε η μεγαλειώδης αναμονή που της έδινε άλλοτε την πλάνη να τρέξει με κομμένη ανάσα στην άκρη του μαγεμένου γκρεμού… Βαθιές τρυφές, πιο κρυφές απ’ όλους τους κτύπους της καρδιάς![43] Μακριά από ρηχούς συναισθηματισμούς οι οποίοι σβήνουν και δεν αφήνουν ίχνη ζωής, το πνεύμα της παιδικότητας γίνεται πνοή ζωής ως πάγκοινη εμπειρία που μας επιστρέφει μέσω της παιδικότητας στο χάρμα, στην έκπληξη, στην επιφωνηματική συνείδηση του υπάρχειν (G. Marcel), στο θαυμασμό, στην πρωτογενή αφέλεια, σε καταστάσεις δηλαδή οι οποίες συνιστούν την αρχή της φιλοσοφικής πια διαπορίας. Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε τη σπουδαιότητα της παιδικότητας στο έργο των Dostojensky και Bernanos, των μεγάλων υμνωδών και τη μεταφυσική φορά του πνεύματος της παιδικότητας με συγκινητικές αναφορές. Πρόκειται για όντως ρομαντική θεώρηση όχι μόνο της παιδικότητας, αλλά και της ανθρώπινης εμπνοής.

Θα μπορούσε να αντιτάξει κανένας και τα πάθη των παιδιών, ό,τι προαγγέλλει την ανθρώπινη αποκτητικότητα, την αυταρέσκεια κ.ο.κ., ό,τι με απλά λόγια προαγγέλλει την έγχρονη-έκπτωτη κατάσταση του ανθρώπου, κατάσταση η οποία αγγέλλεται και στην παιδικότητα. Θα ήμασταν όμως ασυνεπείς αν αγνοούσαμε το πρωτοπαιδικό χάρμα, την αφέλεια, το ‘’πρωτογενές’’ πνεύμα της παιδικότητας που συγκινεί ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή μεταφυσικές προϋποθέσεις. Τα πάθη, τα κάθε μορφής πάθη, είναι δευτερογενή.

Ήδη, στη θρησκευτική γραμματεία γίνεται λόγος για δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης του προπτωτικού ανθρώπου, για δώρα τα οποία προαγγέλλονται στο παιδί. Ήδη, ένα απ’ τα πάμπολλα αποσπάσματα είναι ενδεικτικό: Καί ἦν ἐν αὐτῷ τό θεοειδές τῆς νοητῆς φύσεως κάλλος ἀρρητῳ τινί δυνάμει συγκεκραμένον… καλός δέ τό εἶδος, απείκασμα γάρ τοῦ ἀρχετύπου ἐγεγόνει κάλλους[44] Είναι μάλιστα ενδεικτικό το ότι το παιδί και ο άγιος συνιστούν βασικούς δείκτες άχρονων θησαυρών και αυτό το συναντάμε άνετα όχι μόνο στη ρομαντική γραμματεία, αλλά και σε άλλους δημιουργούς. Όσο και αν το παράλληλο φαίνεται μυθικό, σκοπεύει σε κάτι το οποίο δε βρίσκεται κάπου έξω μας ή μέσα μας, αλλά που εκσκήπτει, που αναφαίνεται ως αποκάλυψη άρρητων δεδομένων (ο Bergson έκανε λόγο για άμεσα δεδομένα της συνείδησης), για ό,τι συνιστά το μύχιο είναι μας. Δεν αναζητείται, δεν είναι αντικείμενο επεξεργασίας, αλλά αυτοαποκαλύπτεται και το ουσιώδες συνίσταται στο ότι ως μύχιο και απόλυτο, αποτελεί αποκάλυψη αυτοφανερούμενη.

Δε θαυμάζουμε πια ό,τι προκαλεί εξωτερικές και πρόσκαιρες εντυπώσεις, δεν είναι πια χάρμα ό,τι οξύνει την περιέργεια ή προκαλεί εντύπωση χωρίς βάθος, δεν είμαστε αφελείς απέναντι στην πονηρία ή στις μεθοδεύσεις του δόλου και του ψεύδους. Αυτές οι καταστάσεις είναι παροδικές και δεν έχουν νόημα. Το πνεύμα της παιδικότητας αγγίζει την οντική πρωτογένεια, συνιστά παράμονο παρόν προκαλώντας την ηλικία της λογικής, του πονηρευόμενου και συχνά σοφιστικού λόγου. Είναι ουσιαστικά η είσοδος στον έγκοσμο-έγχρονο βίο υπό τον ουρανό της καθαρότητας, της αγνότητας, της κοινωνίας και γι’ αυτό μοιάζει με παραμύθι, με υποσχόμενη παραμυθία. Ο Novalis έλεγε πως η αυθεντικότερη μορφή της λογοτεχνικής έκφρασης είναι το παραμύθι, η παραμυθία δηλαδή η οποία με τις αφηγήσεις των παλαιών δίνει ζωή και πνοή στις αναμονές της παιδικής συνείδησης, όπου το αδύνατο κατά τις λογικές εκτιμήσεις είναι δυνατό. Δεν είναι δυνατό στο μυθολογικό νόημα του όρου, αλλά στις ριζικές απαιτήσεις της ενωμένης με το συναίσθημα διάνοιας. Ήδη καθίσταται συμβολικό και προσλαμβάνει αρχετυπική δυναμική. Και οι μύθοι στους οποίους στηρίζονται οι αρχές της παραμυθίας εκτρέπονται σε μυθομανίες και σε τιτανομαχίες των παθών, αλλά αφετηριακά, μεταμορφούμενοι σε πραγματικά παραμύθια, γίνονται ειρηνικοί κρατήρες ζωής και φωτός.

Το χάρμα, η έκπληξη, ο θαυμασμός αποκαλύπτουν όντως μεταφυσικές αφετηρίες και καλύπτουν ό,τι ονομάζουμε πνεύμα της παιδικότητας, ό,τι αποκαλούμε παρελθόν του παρόντος, ό,τι αναζητάμε ως είναι του χρόνου. Υπάρχει σε αυτές τις ενοράσεις κάτι οικουμενικό, μία ενόραση του Σύμπαντος η οποία γεννιέται και τρέφεται απ’ το παν, που ‘’κατέχει’’ την ψυχή και μόνο εκείνος το διαβλέπει πραγματικά παντού … σε κάθε ύπαρξη[45]. Ο Schleiermacher κατανύσσεται το σύμπαν ως παιδική ψυχή και βλέπει το μυστήριο του απείρου σαν βλέμμα παιδιού που θαυμάζει το συμβαίνον ως διαρκές παρόν, ως ζών μια ουράνια απαρχή στον έγχρονο βίο. Βλέπει το κοσμικό και ανθρώπινο συμβαίνον αυτός ο μεταφραστής του Πλάτωνα στα γερμανικά με παιδική ψυχή, με παιδική οικουμενική διάθεση, όπου η κατάνυξη του κοσμικού συμβαίνοντος άγει στην κοινωνία με το θείο.

Τι έθελγε τον υμνητή της παιδικότητας, τον Jean-Jacques, όταν έκανε λόγο για πλήρεις συναισθήματος και λόγου διαλόγους που έγιναν περισσότερο για να με μορφώσουν παρά για να με θέλξουν και οι οποίοι μιλούσαν περισσότερο στην καρδιά μου παρά στις αισθήσεις μου[46]; Ο ίδιος υμνητής της παιδικότητας έβλεπε τη σύμμειξη της χαράς με την αγνότητα ως καταστάσεις που τον κάλυπταν πλήρως.[47] Αναστρεφόμενοι με το πνεύμα της παιδικότητας στο Rousseau μπορούμε να ανακαλύψουμε οντικούς θησαυρούς που καλύπτουν την ανθρώπινη φύση με αφετηρία το παιδί. Δεν είναι μόνο, όπως έλεγε, όλα άπειρα για το παιδί, αλλά και αποκαλυπτικά των θεμελίων της ανθρώπινης φύσης, πριν η τελευταία προσβληθεί απ’ τη σκωρίαση του χρόνου και τις παγίδες του ύστερου εγωισμού. Είναι σαφές πως πρωτεύει ό,τι δεν κτίζεται έγχρονα όπως ο εγωισμός, αλλά οι αφετηρίες, το χάρμα δηλαδή, η έκπληξη, ο θαυμασμός. Εκείθεν ο μέγας αγώνας για την ανάπτυξη των πρώτων δώρων για την όντως παρουσία τους στη μετέπειτα ζωή, για την άνθησή τους ως αρετών.

Αμφίπλευρη η σχέση παιδικότητας και αρετών, τη διέκριναν πολλοί ρομαντικοί. Δεν κάνουμε μόνο λόγο για τον Rousseau ο οποίος συνδύασε εμβάθυνση στην παιδικότητα με αξιοσέβαστη παιδαγωγική σοφία (L’Emile): Για την ηλικία για την οποία όλα είναι μυστήρια δεν υπάρχουν πραγματικά μυστήρια… Η ανθρωπότητα έχει τη θέση της στην τάξη των πραγμάτων, η παιδικότητα έχει τη δική της στην τάξη της ανθρώπινης ζωής.[48] Ο ρομαντισμός του στοχαστή δεν εντοπίζεται απλά στην επιστροφή στην παιδικότητα, στη φύση και στην παιδαγωγική αξία αυτής της επιστροφής, αλλά κυρίως στην ταύτιση της παιδικότητας με τις πρωτογενείς καταστάσεις του χάρματος, της έκπληξης, του θαυμασμού από όπου αναδύεται η πληρωματική κατάσταση: Το χάρμα, ο θαυμασμός, η επιφωνηματική κατάσταση του υπάρχειν, όπως σημείωνε ο Gabriel Marcel, συνιστούν εσαεί αφετηρίες και φωτίζουν τον παρθενικό χαρακτήρα των εννοιών, τις συνειδησιακές δηλαδή καταστάσεις της πορείας προς ωρίμανση και απόφανση ως προς το αληθές νόημα της ζωής.

Συναντούν επιπλέον και άλλους σοφούς ‘’εκτός’’ του ρομαντισμού, όπως τον Μάρκο Αυρήλιο (ο περιπαθής ρωμαίος αυτοκράτορας στο σύντομο αλλά σοφό έργο του Τά εἰς ἑαυτόν, εκτός από άλλα υπέροχα χωρία, σημειώνει: φύσεως δέ ἔργον, εἲ τις φοβεῖται, παιδίον ἐστίν,[49] θυμίζοντας τον Ηράκλειτο ο οποίος διεμήνυε πως ο αιώνας, το κοσμικό συμβαίνον στην ολότητά του  δηλαδή που είναι απόλυτη, είναι παῖς πεσσεύων παιδί στο οποίο ανήκει η βασιλεία) και άλλους εκφραστές του ύστερου πανθεϊσμού οι οποίοι φιλοσόφησαν ως προς το πνεύμα της παιδικότητας, συναντούν, επίσης τους μεγάλους πνευματικούς της γαλλικής Σχολής, που άφησαν αξιαγάπητα κείμενα που έχουν ως αφετηρία το χριστιανικό μυστήριο: Το περί της παιδικότητας του στοχασμού: Αυτή η κατάσταση είναι ίδιο της χριστιανικής παιδικότητας και βλέπει κανένας τη μορφή της στη φυσική παιδικότητα των μικρών παιδιών τα οποία δεν κοπιάζουν για τίποτε, έχοντας ολοκληρωτική εμπιστοσύνη στη φροντίδα των γονέων τους… Ό,τι οι μικροί κάνουν από φυσικό ένστικτο… τα παιδιά του Θεού το κάνουν με την κίνηση της χάρης[50]

Κι όμως, πέρα απ’ τη γοητεύουσα χάρη οποιασδήποτε θρησκευτικής ή και θρησκειοφιλοσοφικής σκέψης που καταπλημμυρίζει όλες τις πολιτισμικές δημιουργίες, υπάρχει, και αυτό εξετάζουμε κυρίως χωρίς να εξαιρούμε όλες τις μεγάλες μαρτυρίες, ως πλούσια μαρτυρία και στους ρομαντικούς οι οποίοι τίμησαν το πνεύμα της παιδικότητας με τρόπο ο οποίος άγει σε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Ο Κήπος της Αγάπης του Blake μας οδηγεί στον Coleridge ο οποίος αναστρέφεται την αγαπημένη και εξιδανικευμένη Σελήνη, κάτι που μας θυμίζει τον έρωτα του ωραιότερου άνδρα, του Δευκαλίωνα, με τη ετερόφωτη λάμψη της Σελήνης. Κι όμως, το πνεύμα είναι υπέρτερο: Κινούμενη η Σελήνη ανέβαινε στον ουρανό/  και να που στάθηκε εδώ·/ Ανάλαφρα σιγανέβαινε/ με ένα ή δύο αστέρια πλάι της.[51] Συμβολική η θέαση του Coleridge, του υμνητή της νοσταλγικής και πληρωμένης ταυτόχρονα αναζήτησης με πολλές άλλες ρομαντικές εκζητήσεις, όπου η συμβολική έκφραση είναι το όντως είναι του παρόντος, πέρα από αποστάσεις και αισθήσεις. Αυτήν την αλήθεια εκφράζουν κάποιες αναζητήσεις και διαπιστώσεις ταυτόχρονα της Sand που στάθηκε κοντά στη μικρή fadette, που θαύμασε την ομορφιά της παιδικότητας η οποία κατόπτριζε κάποια άλλη ομορφιά, την ωραιότητα: Η ομορφιά του δέσποζε απόλυτα και σε τι θα υστερούσε πράγματι η ασύγκριτη ομορφιά της παιδικότητας;[52] Δεν πρόκειται για την εξωτερική ομορφιά, για τη φαινόμενη, παρόλο που το πρόσωπο είναι συχνά πομπός και δέκτης της ωραιότητας, του ό,τι κομίζει έγχρονα και ας φθείρεται με το χρόνο. Είναι κάτι σημαντικότερο, κάτι που αιχμαλωτίζει και που καθιστά το έγχρονο, το μεταβαλλόμενο, κινητή εικόνα του αιώνιου, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα. Είναι σημείο της αιχμαλωτίζουσας αιχμαλωτιζομένης συνείδησης, το παράδοξο κατά το οποίο η λυρική ρομαντική ψυχή, αλλά και κάθε ύπαρξη, προρομαντική ή μεταρομαντική, αν και οι κατατάξεις είναι σχετικές και κάποτε αποπροσανατολίζουν, αποκαλύπτει το χωρίς χρόνο και ηλικία συμβαίνον που αναλώνει δημιουργική το υπάρχειν. Έτσι οι όροι, από σχετικοί και συμβολικοί, αποστίλβουν οντική διαφάνεια που μόνο το θάμβος ‘’εκφράζει’’, καθόσον ο αιχμαλωτίζων είναι ταυτόχρονα και αιχμαλωτιζόμενος, καθόσον ο εν πεπερασμένω άπειρος είναι σε θέση να εκφράζει το απόλυτο ως ‘’αιχμάλωτό’’ του. Για το  Lamartine η ευτυχία όντως ήταν αποστίλβουσα και έκανε να θεμελιώνεται γύρω της μία ατμόσφαιρα απ’ την οποία ήταν τυλιγμένη και η οποία αιχμαλώτιζε εκείνους που την έβλεπαν[53].

Ήδη, αναδύεται όλος ο χώρος της ρομαντικής εκζήτησης, ο χώρος των εικαστικών τεχνών και της μουσικής μαγείας, χώρος τον οποίο, το είπαμε, δε μπορούμε να ‘’στεγάσουμε’’ στην παρούσα σπουδή. Ωστόσο αναδύεται ‘’αυτόκλητα’’ ως μαρτυρία της ενότητας των αναζητήσεων της παγκοσμικής ψυχής που περιλούζεται απ’ τους θησαυρούς της, που εμπνέεται απ’ τις θετικές όψεις του πνεύματος της παιδικότητας.

Στην παρούσα σπουδή η οποία διαλαμβάνει το πνεύμα του ρομαντισμού στο χώρο της ευρύτερης λογοτεχνίας επιμένουμε ιδιαίτερα στο πνεύμα των συμβολικών καταχωρήσεων οι οποίες διαλάμπονται από ύστατες πληροφορίες και καταιγισμούς της πανανθρώπινης ψυχής, πληροφορίες που φωτίζουν κατά το δυνατό το ουσιώδες του ανθρωπίνως υπάρχειν, χωρίς βέβαια διαχωριστικά πεδία, δεδομένου ότι όλη η πνευματική προσπάθεια, βαθιά ιδωμένη, χαρακτηρίζεται από ενότητα. Πώς βλέπουν οι θεωροί του ανθρωπίνου φαινομένου τον άνθρωπο, και εννοούμε και τους εαυτούς μας, χωρίς διακρίσεις, ιδεολογικές, θρησκευτικές κ.ο.κ., τις διαπολιτισμικές και διαχρονικές ουσιώδεις επιψαύσεις του  συμβαίνοντος, μακριά απ’ τα παραπλανητικά πλέγματα των ιδεολογισμών και των κάθε μορφής σοφιστικών επινοήσεων; Φυσικά, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε όλες τις κατασκευασμένες από ιδεολογίες και θρησκευτικές ορθοδοξίες, πλάνες και αποκλεισμούς, αλλά η πνευματική μαρτυρία ίσταται ως τηλαυγής φάρος μιας άλλης φωνής η οποία διενώνει χωρίς να απορρίπτει ενάντιες θεωρήσεις. Γι’ αυτό η προσέγγιση των αρχών του έγχρονου βίου μας, με αφετηρία την παιδικότητα, μας  οδηγεί σε αρχές πέρα από φυσιοκρατικές ‘’ερμηνείες’’, δεδομένου ότι ο άνθρωπος, καθένας μας δεν αυτοερμηνεύεται (αντιφατικό), αλλά αυτοορίζεται.

Ήδη, μας είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το μυστήριο του υπάρχειν μας στον κόσμο χωρίς την παιδικότητά μας που είναι η στέγη μας. Είναι, επιπλέον, μεταφυσικός δείκτης, επειδή χωρίς αυτήν την αλήθεια δεν είναι διανοητή καμία σκέψη, κανένας λόγος. Οι ηλικίες του κόσμου (τίτλος έργου του Schelling) είναι και ηλικίες του ανθρώπου, επειδή άνθρωπος και κόσμος, χωρίς να ταυτίζονται, είναι ενότητα, όπως η μονάδα και οι αριθμοί. Ουρανός και γη αναδύονται φωτίζοντας την ηώ της έγχρονης βιωτής μας, όπως διακήρυξε ποιητικά ο γλυκύτατος ποιητής του ρομαντισμού Wordsworth, ποιητής τον οποία μελετούσαν και θαύμαζαν δύο σημαντικοί φιλόσοφοι, οι Whitehead και Alexander.: Ο ουρανός απλώνεται πάνω μας, στην παιδικότητά μας!/ Σκιές της κατοικίας-φυλακής αρχίζουν να ατμίζονται/ πάνω απ’ το αναδυόμενο παιδί.[54] Επανερχόμενοι μάλιστα στο στίχο του ποιητή κατά τον οποίο το παιδί είναι πατέρας του ανθρώπου, είμαστε σε θέση να επισκοπήσουμε προσεκτικότερα την πρωτοτυπία των ρομαντικών σχετικά με το πνεύμα της παιδικότητας, πρωτοτυπία η οποία αγγίζει τη φιλοσοφική αναζήτηση.

 

                                                *

Πρόκειται για το φως της ηούς, για τις ανατολές της έγκοσμης ζωής όπου το χάρμα, ο θαυμασμός, η ευγενής περιπάθεια είναι η ‘’ζύμη’’ με την οποία πλάθεται  το ηθικό αίσθημα της ζωής, ο κόσμος δηλαδή των αρετών οι οποίες,  για να μαρτυρούν την καθαρότητα και για να μην εκφυλίζονται σε ηθικιστικό λόγο με αρνητικές απολήξεις, μαρτυρούν την εσαεί ωριμάζουσα παιδικότητα. Για τον Gabriel Marcel το παιδί αγγέλλει τον άγιο ο οποίος στον περίπλου του δεν εκφράζει παρά την ωριμασμένη παιδικότητα και είναι έτσι εισαγωγή στην οντολογία.[55] Παράλληλες είναι οι σκέψεις ενός άλλου μεγάλου φιλοσόφου, του Schopenhauer  ο οποίος διασυνδέει τη φιλοσοφία με την αγιότητα: Δεν είναι απαραίτητο για τον άγιο να είναι φιλόσοφος, ούτε για το φιλόσοφο να είναι άγιος όπως δεν είναι αναγκαίο για ένα τέλεια όμορφο πρόσωπο να είναι μεγάλος γλύπτης ή για έναν μεγάλο γλύπτη να είναι ο ίδιος όμορφο πρόσωπο.[56] Υπάρχει επομένως ένας άμεσος διασυσχετισμός, μία ανθοφορία θα λέγαμε, καρπός της οποίας είναι τα άνθη της παιδικότητας και το πνεύμα τους που δεν είναι παρά η ηθική καθαρότητα. Δεν ταυτίζουμε την παιδικότητα όπως την ύμνησαν οι ρομαντικοί με την αγιότητα, αλλά θεωρούμε την κατάσταση του αγίου ως κορύφωση των δώρων της αυγής, του παιδικού δηλαδή χάρματος, της αφέλειας, του θαυμασμού. Πρόκειται για άμεσο διασυσχετισμό και όχι για αναγωγικό ή προκύπτοντα, για επίλαμψη της παιδικότητας στην πολιτεία του αγίου και αυτό ανεξάρτητα από θρησκευτική υπηκοότητα. Αναφαίνεται και πάλι αφενός μεν η οικουμενικότητα κάποιων αληθειών και αφετέρου η παρουσία των ρομαντικών ενοράσεων και συγκινήσεων πέρα από κάθε προδιαγεγραμμένη και σχηματική κατάταξη.

Ας σημειώσουμε πως βρισκόμαστε σε σημείο συνάντησης ρομαντισμού και φιλοσοφίας, εκεί που τα όρια είναι δυσδιάκριτα, χωρίς όμως μείξεις και ταυτίσεις. Συναντάμε το μυστικό αρμό που στηρίζει κάθε γόνιμη πνευματική προσπάθεια, στη διακοινωνία των χορδών του πνεύματος, σε ένα είδος παναρμονίας με μυστική και γοητεύουσα μουσικότητα.

Προσεγγίζουμε πια και με τη βοήθεια ρομαντικών κειμένων που επεκτείνονται πέρα απ’ τον ‘’οριοθετημένο’’ ρομαντισμό τη δύναμη της μυστικής σε κάθε πνευματική δημιουργία. Δεν εννοούμε τους διάφορους μυστικισμούς (ο όρος είναι ακατάλληλος και ύποπτος), αλλά τη μυστική ως πεμπτουσία κάθε μορφής σκέψης και συναισθήματος. Χωρίς τη μυστική διόραση-πρωτοπληροφορία, δεν είναι δυνατή ούτε η συνειδητοποίηση του αισθάνεσθαι, του υπάρχειν στον κόσμο, του αντιλαμβάνεσθαι, του λογίζεσθαι. Είναι το, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα, ἀνυπόθετον, ό,τι δηλαδή καθιστά δυνατό το θαυμάζειν και κάθε αναδυόμενη ηθικοδιανοητική προσπάθεια. Στη ρομαντική γραμματεία διαλαμβάνονται έτσι και πολλές άλλες σχολές, αλλά στους ρομαντικούς και σε άλλες δημιουργίες οι οποίες προηγήθηκαν ή έπονται, αυτός ο δεσμός ανθρώπινης εμπνοής και κόσμου, ανθρωποκοσμικής θα λέγαμε, που κορυφώνεται ως διακοινωνία, φωτίζεται όλο και περισσότερο.

Είμαστε ίσως σε θέση να κατανοήσουμε γιατί η ρομαντική σκέψη καθιστά το παρελθόν παρόν και να αναρωτηθούμε ως προς το πνεύμα της χρονικότητας. Βέβαια, ο χρόνος απασχόλησε και απασχολεί μεγάλους φιλοσόφους και επιστήμονες και η σχετική προβληματική θα είναι για πάντα ανοιχτή. Ό,τι όμως είμαστε σε θέση να πούμε στα πλαίσια της παρούσας σπουδής είναι η ασύνειδη ίσως κατάθεση της ρομαντικής σχέσης κατά την οποία ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μας, στον αισθητό δηλαδή κόσμο, είναι κοινή μας αλήθεια, κατά τρόπο που εσωτερικό και εξωτερικό συνιστά ενότητα, όπως ήδη διαπίστωσε και ο νεορομαντικός Hesse.

 

                                                *

Θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε την προβληματική μας όχι καταφεύγοντας σε όρους όπως πανρομαντισμός, αλλά αναδεικνύοντας τους μύχιους προβληματισμούς της πανανθρώπινης συνείδησης που ελλοχεύουν σε κάθε ανθρώπινη εμπνοή. Ήδη, προχωρώντας στην αναζήτησή μας, προβάλλει κάτι που προηγείται και έπεται ταυτόχρονα, η μαρτυρία δηλαδή του θήλεος ως υποβλητικής και υποβάλλουσας μαρτυρίας, χωρίς να υποβαθμίζεται το αρρενωπό στοιχείο στις ελλάμψεις της αναζητούσας και πληρωμένης ταυτόχρονα ανθρωποκοσμικής συνείδησης. Αναδύεται επίσης και η αξία του ρομαντικού έρωτα και μας μεταφέρει στην πλατωνική και στην ιπποτική έκφρασή του.

 

                                                *

Ανατρέχοντας  σε αρχαίες πηγές συναντάμε ένα επιπλέον γοητευτικό ‘’χώρο’’, εννοούμε τους ύμνους στο θήλυ, στο αιώνιο θήλυ του προ των ρομαντικών ρομαντισμού. Το θέμα και οι εμπνοές τις οποίες δημιουργεί αναβιώνει και θα αναβιώνει ευγενέστατα συναισθήματα και οδηγεί σε στοχασμούς που ακινητοποιούν την έγχρονη βιωτή μας, καθόσον οι περιγραφές, παρμένες απ’ το μετάξι της φυσικής μούσας, γίνονται ζώσες και υποβάλλουσες μαρτυρίες ζωής.

Αν ανατρέχαμε στη φαραωνική σοφία, θα συναντούσαμε εκ νέου την Ήσιδα και τον Όσιρι, θα ανακαλύπτουμε το θαυμάσιο των θαυμασίων, το μυστικό του πέπλου της μεγάλης θεάς, πέρα από κάθε θεοσοφίζουσα και μαγική υποβολή, την πληρότητα του Νοήματος το οποίο αποκαλύπτει το θήλυ. Υπάρχει μάλιστα το παίγνιον τοῦ αἰῶνος, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο, καθόσον, το κρυπτόμενο πρόσωπο με το πέπλο της Ίσιδος αποκαλύπτει, αν επιμείνουμε στη θεωρία, αν το αποσπάσουμε, το μύχιο εαυτό μας, όπως διαμήνυσε ο Novalis.

Κρύπτει και αποκαλύπτει το θήλυ, το πνεύμα του φωτίζει και όταν ακόμη αναζητεί εναγώνια και τραγικά μέρη του διαμελισμένου σώματος του αγαπημένου της με τον οποίο ἠγαπῶντο πρίν γενέσθαι, αιώνια δηλαδή, όσο και αν οι πειρασμοί και οι περιπέτειες του έγχρονου βίου περιδινούν το ανθρωπίνως υπάρχειν.

Και στα ινδικά έπη (Mahābhārata, Ramayana) συναντάμε εξαίσιες περιγραφές που, πέρα απ’ τη λυρικότητά τους φωτίζουν τη θαυμαστική μας φορά και οδηγούν σε εξαίσιους στοχασμούς της Vedanta και της βεδικής σοφίας γενικότερα. Λάμπεις με την όψη σου που υπερβάλλει και τη σελήνη. Το πολύχρωμα διάδημα που συγκρατεί τα μαλλιά σου, το ένδυμά σου που έγινε από τυλιγμένα φίδια, η λάμπουσα ζώνη σου γύρω από τη μέση σε κάνουν να λάμπεις.[57] Υπάρχουν αναρίθμητα χωρία τα οποία διερμηνεύουν μύχιες αναζητήσεις αλλά και εμπειρίες τις οποίες προσφέρει η ανεπιτήδευτη χάρη του θήλεος. Δεν είναι τυχαία τα αιώνια θήλεα όλων των εποχών που δεν αποτελούν εξιδανικεύσεις αλλά κάτι σημαντικότερο.

Αν το μυστήριο της Ίσιδος εκφράζει την αιώνια και προκοσμική ενότητα, η Ευρυδίκη φωτίζει το μυστήριο ως μητέρα της Κορικής Τάξεως, της Κόρης δηλαδή η οποία φωτίζει και τη σοφία των Ορφικών. Οὓτω παρά τῷ Ὀρφεῖ ἡ Κόρη, ἣπερ ἐστί παντός τοῦ σπειρομένου ἔφορος, ἱερουργοῦσα παραδίδεται.[58]Ἄχραντος ἱκάνει[59]. Η καταθέα της Ευρυδίκης, παρά την απαγόρευση, τύφλωσε τον Ορφέα και αυτός ο συμβολισμός υποδηλώνει πως η μεγάλη μουσική υπό την επίνοια της Κόρης είναι ‘’τυφλή’’. Για να ‘’ακροασθεί’’ ο μυούμενος το κούρειο άνθος οφείλει δει τα πραγματικά μάτια και το πρόσωπο της κόρης, πέρα από κάθε αισθητή πληροφορία η οποία είναι πάντα συμβολική. Ήδη, αιώνες μετά ο Shelley αφιέρωσε ύμνο στη Νοητή Ωραιότητα. Και ο ποιητής μας λέγει με απλά και καθαρά λόγια: Θέλεις να πετάξεις πιο ψηλά απ’ τη σκιερή φύση;/ Θέλεις στο ασύλληπτο και καθαρό φως ν’ ανοίξεις τα βαρυμένα απ’ τη φρικτή σκιά μάτια σου;

Θα ήταν πράγματι υπέροχη μία ανθολογία επί του θέματος, αλλά με σύντομες αναφορές μας στην κορική τάξη των Ορφικών προδιαγράφονται ύστερες διαπιστώσεις τις οποίες συναντάμε σε υπέροχα κείμενα της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα και των Νεώτερων χρόνων. Θα θαυμάζαμε την όμορφη ιστορία του Δάφνιδος και της Χλόης όπου ο ύμνος στον έρωτα που είναι θεός υπέρτερος και του Δία, προϋποθέτει την[60]  [2.7.] αγνεία, κάτι που διαφοροποιεί τον ηδονισμό απ’ τη γλυκύτατη γοητεία του θήλεος στον κόσμο του οποίου όλα είναι καθαρότητα (.. ἀλλά τοῦτο τό φίλημα καινόν…) ή ἀπεσπάσατε δέ βωμῶν παρθένον, ἐξ’ ἧς Ἔρως μῦθον ποιῆσαι θέλει.[61] Είμαστε ίσως σε θέση να διακρίνουμε το δεσμό παιδικότητας και θήλεος, όπως και, θα το δούμε, παιδικότητας και άρρενος και αυτό διατρέχει όλες τις μεγάλες στιγμές των πολιτισμών.

Θα δούμε κατόπιν (ο Λόγγος έζησε στο τέλος του δεύτερου αιώνα μ. Χ.) πώς και στα επόμενα χρόνια και αιώνες η ίδια θεματική προσλαμβάνει νέες διαστάσεις χωρίς να αλλοιώνεται το νόημα, η μύχια δηλαδή μαρτυρία του θήλεος, η ρομαντική αλλά και πραγματική μαρτυρία. Αν οι Εστιάδες, φύλακες της Εστίας, καταβλήθηκαν, άλλες γυναικείες μορφές της ρωμαϊκής εποχής ίστανται για να δώσουν τη θέση τους στις κόρες της χριστιανικής εποχής όπου η παρθενικότητα των δώρων ολοφωτίζεται. Η παρθένος των χριστιανικών χρόνων εικονίζει την τη δοχή, την υποδοχή και την επώαση του παιδίου, όχι μόνο του παιδίου νέου, αλλά τη παιδικότητας που πλάθεται άμωμα, που μηνύει τις χωρίς αρχή και τέλος καταγωγές. Πλούσιες, παμπληθείς, οι μαρτυρίες, άγουν στη σιωπή αλλά και στο θάμβος. Θήλεα του Μεσαίωνα που διαζωγραφίζονται στους θρύλους των ιπποτών, μαρτυρίες της μούσας που φθάνουν ως τις εμπειρίες των Ανατολικών, δεν είναι απλά προμαρτυρίες της ρομαντικής ψυχής, αλλά φωτεινά ορόσημα. Ας ακροασθούμε τη φωνή της Βεατρίκης, όπως την εμπνεύστηκε ο Δάντης: Γιατί χωρίς τη χάρη η μνήμη/ πιο δύσκολα το ανείπωτο ιστοράει… Γιατί η αθάνατη ευφροσύνη απάνω/ που αχτιδοβολούσε στην κυρά μου/ κι αντίσκοφτε την όμορφή της όψη/ με χόρταινε με το χαμόγελό της…[62] Βλέπουμε με θαυμασμό πώς η θέα, η όψη, τα χρώματα, το φως ενδύονται τη λαμπρότητα, ανεξάρτητα από συγκεκριμένες ομολογίες.[63] Μας θυμίζουν πανάρχαιες ιαχές, όπως εκείνες της Βίβλου των Νεκρών των Αρχαίων Αιγυπτίων: Αυτή η ψυχή είναι του αιώνιου Θεού/ Αυτό το σώμα είναι η ίδια η αιωνιότητα[64] Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά αποσπάσματα φωνών της Αρχαιότητας, των Μεσαιωνικών χρόνων αλλά και σύγχρονων στοχαστών, ποιητών, πεζογράφων κ.ο.κ. όλων των εποχών για να καταφανεί πως το πνεύμα του ρομαντισμού δε σφραγίζει έναν συγκεκριμένο αιώνα, αλλά πως προδιαγράφεται και πως καταχωρείται ως αναπόσπαστο στοιχείο της πανανθρώπινης ψυχής, όταν οι νύξεις και οι υπαινιγμοί του αισθητού κόσμου δεν είναι κάτι το εξ’ αντικειμένου, αλλά συμβολική μαρτυρία των ύστατων αναζητήσεων της ανθρώπινης ψυχής. Ήδη, η κενότητα των Ανατολικών συναντάται με την πληρωματικότητα των Δυτικών, ήδη, ό,τι αποκαλούμε εξιδανίκευση δεν είναι αεροβασία και απόδραση απ’ το συμβαίνον, αλλά φωτισμός των αφετηριών της συνείδησης, όποιες και αν είναι οι φιλοσοφικές μας προϋποθέσεις, γιατί το ἀνυπόθετον προηγείται κάθε υπόθεσης ως αειγενής μήτρα κάθε συνεπούς λογισμού.[65]

Κάθε εξιδανίκευση προϋποθέτει μία άληπτη πληροφορία η οποία κατοπτρίζεται στο συγκεκριμένο, στο παροδικό, στο σχετικό, στο παραλλάσσον. Πώς μας είναι δυνατό να αναγνωρίσουμε την αλήθεια του σχετικού το οποίο εκφράζεται με λογικά σχήματα χωρίς να δεχόμαστε πως ο λόγος στηρίζεται όχι στο λόγο, αλλά στις αρχές του λόγου οι οποίες δεν είναι λογικές; Αυτήν την αλήθεια την συναντάμε σε όλες τις λογικές θεωρίες. Η αρχή της λογικής δεν είναι λογική. Γι’ αυτό η εξιδανίκευση έχει δύο όψεις: Την ψευδή, εκείνη δηλαδή η οποία πλάθει κόσμους και καταστάσεις με βάση παραστάσεις και εξαπλουστεύσεις φαινομένων και καταστάσεων που οφείλονται συνήθως σε παθογόνες προϋποθέσεις, και στην εκκινούσα από βέβαιες διοράσεις οι οποίες διακρίνουν  στο σχετικό την παρουσία του απολύτου και που προσπαθούν να το εκφράσουν με τις πεπερασμένες τους δυνατότητες. Ενδεικτικές οι μαρτυρίες οι οποίες υμνούν τη χάρη του θήλεος, χάρη η οποία αγνίζει κάθε ερωτική διάθεση. Δεν οδηγούνται ακριβώς οι ρομαντικοί στον πλατωνικό έρωτα ο οποίος, εκκινώντας απ’ τις ωραίες μορφές, καταλήγει στην υπέρβαση, στο θεᾶσθαι μόνον καί συνεῖναι, στη νοητή κοινωνία με το μονοειδές, στο νοητό κάλλος. Στους ρομαντικούς το θήλυ και ο έρως χωρίς να ταυτίζονται, εξιδανικεύονται και θυμίζουν τις χαριτωμένες υπάρξεις του Nerval, το μυστικό γάμο που συμβολίζεται με κάθε έγκοσμη ερωτική εμπειρία[66]. Ρομαντικές υπάρξεις λ.χ. θα χαρακτηρίζαμε την Νέα Ελοϊζα του Rousseau, Κλοτίλδη του Bloy, τη Λάρα του Πάστερνακ, την Εσμεράλδα του Hugo[67] και πλείστα ακόμη πρόσωπα που διακοσμούν έξοχες περιγραφές εμπνευσμένων ποιητών και πεζογράφων. Έτσι, η ρομαντική ψυχή μαρτυρείται πέρα από κάθε κατηγοριοποίηση, έχει οικουμενικότητα και αναδρομή στα κείμενα μεγάλων μυστικών διαλάμπεται περισσότερο το ερωτικό στοιχείο το οποίο οδηγεί στην unio mystica.[68] Χωρίς να ταυτίζονται μυστική και ρομαντισμός συναντώνται κυρίως στη θεώρηση του έρωτα.

Στον ρομαντισμό όμως η ερωτική κοινωνία που προϋποθέτει την αγνεία το θήλυ είναι αδιανόητη χωρίς τον άρρενα και σε αυτό το σημείο πολλοί ρομαντικοί στρέφονται στις μεσαιωνικές περιγραφές, όπως στους ιππότες της στρογγύλης τράπεζας, στο βασιλιά Αρθούρο[69]. Πολλοί ρομαντικοί στράφηκαν στα μεσαιωνικά μυθιστορήματα για να αποθαυμάσουν τους ιππότες και το ιπποτικό ιδεώδες με το οποίο συνδέεται άρρηκτα και η πυργοδέσποινα, η κόρη που θα ‘βρισκε την πλήρωση της θηλυκότητάς της, της παρθενικότητάς της στο Συ του γενναίου, του ιππότη που ένα απ’ τα άρθρα του όρκου του ήταν η προστασία του θήλεος. Όσο και αν οι μεταγενέστεροι εξιδανικεύουν, υπάρχει αλήθεια στο πνεύμα του ιπποτικού έρωτα, αλήθεια η οποία συναντάται και θα συναντάται σε κορυφαίες στιγμές όλων των πολιτισμών.

Είναι αποκαλυπτικό: Το θήλυ δεν είναι διανοητό χωρίς τον άρρενα, ο άρρην δε νοείται χωρίς το θήλυ. Αυτή η διαπίστωση στην οποία οφείλεται και ο μύθος του Ανδρογύνου όπως τον συναντάμε λ.χ. στο Συμπόσιον (παρέμβαση του Αριστοφάνη) αλλά και σε άλλες παραδόσεις, έχει και φιλοσοφικό νόημα. Θέλει να δηλώσει την ενότητα στη διαφορετικότητα, την ενότητα χωρίς την οποία δεν είναι διανοητή η ανθρώπινη φύση. Πέρα από φαινόμενα τα οποία αποτιμούν και το θήλυ και τον άρρενα (μητριαρχία, πατριαρχία), ίσταται μία αλήθεια πέρα απ’ το λέγειν του μύθου. Τη διακρίνουμε και στον ιπποτικό και στο ρομαντικό έρωτα, την βλέπουμε στο γάμο και στην αλήθεια η οποία φώτισε και φωτίζει. Εμβαθύνοντας περισσότερο και κατά το δυνατό, φθάνουμε στον αρχέγονο άνθρωπο όχι αναγωγικά ή επαγωγικά, αλλά ενορατικά. Στον αρχέγονο άνθρωπο ο οποίος δεν έχει ηλικία ούτε ‘’τοποθετείται’’ κάπου στον έγχρονο βίο, είναι ό,τι πληρώνει τα φύλα, ό,τι δημιουργεί την ευγενή έλξη: Αυτό το χωρίς μορφή είναι ο αρχέγονος άνθρωπος· λένε πως είναι η ύψιστη οδός. Όποιος τη φθάνει δεν έχει επιστροφή. Είναι για μένα η ύψιστη κατοικία[70]. Πριν τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας στον κόσμο της ενότητας υπάρχει η έμφυτη, η ενορατική πρωτοπληροφορία η οποία καθιστά δυνατή την επώαση της κοινωνίας. Αυτή η αλήθεια δεν προκύπτει απ’ τη βιολογία ή απ’ τη χημεία που ερευνούν κάτι το δεδομένο, αλλά συνιστά προϋπόθεση, ανυπόθετη αρχή, καλύτερα, που τρέφει το ανθρωποκοσμικό.

Συμβαίνει κάτι που ορίζει το ανθρώπινο ως άπειρο εν πεπερασμένω, κάτι που σφραγίζει εσαεί το ανθρωπίνως υπάρχειν: Ο άρρην θαυμάζει και επιθυμεί το θήλυ, αναζητεί την πλήρωσή του και το θήλυ δέχεται απερίτμητα τον άρρενα. Πενία και Πόρος ταυτόχρονα, βεβαιότητα και ανησυχία, πείνα και κορεσμός, πολυπρισματική συμπληρωματικότητα, καθώς ο πλούτος φωτίζει την πενία, καθώς τα χαρίσματα του ενός φωτίζουν τις ελλείψεις του άλλου, καθώς η χάρη της θηλυκότητας συναντάει την τόλμη της αρρενωπότητας, όλα σε ένα περίγραμμα το οποίο διαζωγραφίζει έστω και ιδεατά τον ιππότη και τη δέσποινα, έτσι όπως τους είδαν πολλοί ρομαντικοί: Ας αγαπιόμαστε με αγάπες που δε γηράσκουν/ κι ας λένε για μας όταν και οι δυο μας πεθάνουμε… Αλίμονο! το άνθος σου έχει τη λευκότητα/ της παρηγορούσας αγνότητας[71]  O ζωγράφος, ο γλύπτης, ο μουσικός, ο καλλιτέχνης συναντούν τον υπέροχο, ο οποίος προσφεύγοντας στον Ραφαήλ ανακαλύπτει την ιδανική εκείνη γλύκα που ξαναβρήκε ο Ραφαήλ στο μυστικό σημείο όπου διαχωρίζονται παρθενία, μητρότητα και θειότητα[72]

Δημιουργούνται βέβαια ενστάσεις, θα τις συναντήσουμε σε επόμενες σελίδες, αλλά κάθε εκ των υστέρων αμφισβήτηση του νοήματος που αναδύεται απ’ τη ρομαντική θέα του άνδρα και της γυναίκας είναι υστερογενής και δεν ανατρέπει την αληθεύουσα χάρη. Υπάρχει οπωσδήποτε κάτι που μοιάζει με αμφίπλευρη αιχμαλωσία, αμοιβαία θα λέγαμε, μια αιχμαλωσία που, βαθιά ιδωμένη, ελευθερώνει απ’ τα δεσμά της εγωπάθειας, της επιβολής, απ’ τις υποβολές της αίσθησης που κάποτε τυφλώνουν το κάλλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ευτυχία ήταν όντως αποστίλβουσα και θεμελίωνε γύρω της μια ατμόσφαιρα απ’ την οποία τυλιγόταν και η οποία αιχμαλώτιζε εκείνους που τη θεωρούσαν.[73]

Παράδοξο, αληθινό δηλαδή, αφού το παρά την δόξαν απομακρύνει απ’ τις πρώτες εντυπώσεις της φαινομενικότητας και δημιουργεί δημιουργικές υποψίες. Επιπλέον, το θυμίζουμε, στο ρομαντισμό το αισθητό και όλες οι μορφές εκδίπλωσής του με τους μυριόχρωμους χρωματισμούς, ήχους, σχήματα, μορφές κ.ο.κ. συνιστά και το συμβολικό ένδυμα του προσώπου, προσωποποιούμενο δηλαδή και δημιουργεί, αναδημουργεί, όλες τις πρωτινές συγκινήσεις της παιδικότητας, πλάθοντας και μορφώνοντας τρόπους βιωτής που δεν είναι παρά το ηθικό αίσθημα της ζωής πλουμισμένο με δώρα της ανατολής και με τη συμβολική ένδυση της κοσμικής φοράς.

Κάνουμε επομένως λόγο για ιερή αιχμαλωσία και αυτό σημαίνει ελευθέρωση ή προσπάθεια ελευθέρωσης απ’ τις ειδωλοποιήσεις του αισθητού στις οποίες υποτάσσονται θεοί και δαίμονες των γενικότερων παραχαράξεων στη θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική κ.ο.κ. ζωή. Ήδη, η ποίηση του Poe με το παράδοξο να γίνεται πελιδνό ή και τρομακτικό (Το Κοράκι), περιφέρεται στις αυλές του συμβολικής τάσης ρομαντισμού και αυτό φαίνεται και στα διηγήματά του. Κι όμως, ο ανήσυχος λογοτέχνης επιστρέφει στις ‘’αυλές’’ του ρομαντισμού: Ήμασταν ακόμα οι δυο μικρά παιδάκια,/ Σ’ ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:/  Η ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ κι εγώ. Στον ουρανό/ Τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,/ Μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.[74] Αυτή η διάσταση του εκφράζεσθαι επιστρέφει το υποκείμενο στις μύχιες αναζητήσεις του και απομακρύνει κάθε πειρασμό εξαντικειμενίκευσης που οδηγεί στην ειδωλοποίηση.

Ειδωλοποίηση σημαίνει δουλεία, και ας κομπάζει ‘’απελευθερωτικά’’, ενώ ιερή αιχμαλωσία σημαίνει συνάντηση με το μύχιο εγώ, ανα-κάλυψη, ανάβλεψη, πιστότητα απέναντι στο απόλυτο εγώ το οποίο είναι και η πεμπτουσία του ανθρώπινου. Έτσι κτίζεται η ανθρωποκοσμική ωραιότητα που προσβλέπει στο κάλλος.

 

                                                *

Η προσπάθεια δεν  είναι εύκολη, δεδομένων των παγίδων τις οποίες θελημένα ή αθέλητα στήνουμε στους εαυτούς μας. Η ρομαντική γραμματεία, αλλά και άλλες μαρτυρίες, εισβάλλει στον τραγικό χαρακτήρα της ύπαρξης, στηθοσκοπεί όχι μόνο τις δυσκολίες και τις εκτροπές, αλλά και το ίδιο το είναι της χρονικότητας για να ζητήσει φως διαμέσου του τραγικού, της πάσχουσας ωραιότητας[75], της αναγωγής του ωραίου σε κάλλος.

Θα γίνει, παράλληλα, προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης της χρονικότητας, του είναι δηλαδή του χρόνου, της διαστολής και της αποδιαστολής του. Πρόκειται για ουσιαστική κάτοψη του παρόντος με αφετηρία μαρτυρίες της ρομαντικής μούσας αλλά και της ευρύτερης λογοτεχνικής δημιουργίας, αφού σε όλες τις πνευματικές δημιουργίες υπάρχουν αναμφισβήτητα ρομαντικά στοιχεία.

Η δυναμική του φιλοσοφικού λόγου θα ανταμωθεί και θα διαλληλισθεί με λογοτεχνικά φθέγματα και εξάρσεις, ο ορίζοντας θα ανοιχθεί πέρα απ’ τις υποβολές του φθίνοντος και παρερχόμενου, θα προσπαθήσει να ενωτισθεί τις αυγές του φωτός. Δεν πρόκειται για κάτι αυτονόητο, για κάτι προσφερόμενο, αλλά για κάτι κατακτώμενο.

 

                                                *

Μπορούμε ίσως να διασυσχετίσουμε πιο συγκεκριμένα την πλατωνική δημιουργία με τη ρομανική, δεδομένου ότι οι ρομαντικοί προσκλίνουν προς τη μεταφυσική θεώρηση. Αν προσέχαμε περισσότερο, θα διαπιστώναμε πως ‘’συναντούν’’ την πλατωνική δημιουργία στο ευρύτατο νόημά της, αφού ο πλατωνισμός υπάρχει σε πλείστους όσους μεταφυσικούς αλλά και σχολαστικούς, στο βάθος της σκέψης τους.

Έχει κατά πρώτο λόγο κάποια σχέση το πέπλο της Ίσιδας με την Ατλαντίδα, όπως τη συναντάμε στον πλατωνικό Τίμαιο: … ἥ τε Ἀτλαντίς νῆσος ὡσαύτως κατά τῆς θαλάττης δῦσα ἠφανίσθη[76]. Απέραντη η βιβλιογραφία η σχετική με τη μυθική ή με την θρυλούμενη πολιτεία. Ωστόσο, υπό το πνεύμα της μελέτης μας, για τον Πλάτωνα η Ατλαντίδα είναι ιδεατός ‘’τόπος’’, δεδομένων των ανυπέρβλητων θέσεων του Τιμαίου. Είναι σημείο το οποίο παραπέμπει στην αιώνια παιδικότητα, στην τοῦ παιδός φύσιν, όπως τη συναντάμε στον Πολιτικό. Συναντάμε εκεί τη θεία αιωνιότητα του ανθρωπίνου, μυστική τροφός της οποίας είναι το πνεύμα της παιδικότητας. Όπως οι ρομαντικοί κατόπτευσαν το πέπλο ης Ίσιδας, κατά παράλληλο τρόπο οι μεταφυσικοί, κυρίως οι πλατωνικοί ανα-καλύπτουν στην Ατλαντίδα ως συμβολικό ‘’τόπο’’ στον οποίο βρίσκουμε τις απαράγραπτες και αιώνιες καταβολές του ανθρωποκόσμου. Γι’ αυτό ακριβώς σε αυτό το σημείο συναντάμε τη διάπλεξη φιλοσοφίας και ρομαντισμού, όντας βέβαιοι πως ό,τι η ρομαντική γραφή και επίνοια φωτίζει, γίνεται ρωμαλέα φιλοσοφική μαρτυρία η οποία αποσυμβολίζει, κομίζουσα έτσι στα βάθη της συνείδησης την αιώνια παιδικότητα του χάρματος, της αφέλειας, της έκπληξης, του θαυμασμού. Ο Θαύμας είναι παρών σε κάθε συνείδηση η οποία ελευθερώνεται απ’ τα δεσμά της ειδωλοποίησης, η οποία ανα-γνωρίζει το κάλλος της ἀναβλέψεως. Έτι, ο αποσυμβολισμός δεν είναι παρά η διόραση, η κατάνυξη του αιώνιου στον έγχρονο βίο ο οποίος είναι αδιανόητος χωρίς τη μακάρια θεωρία-θεώρηση της υπερούσιας ουσίας όχι μόνο του αισθητού, αλλά και του μύχιου ανθρώπινου-κοσμανθρώπινου. Είναι το αιώνιο παρόν του παρελθόντος το οποίο ζωοποιείται και ενεργεί έγχρονα. Υπ’ αυτό το πνεύμα ο χρόνος που δεν είναι υποκειμενικός, ούτε αντικειμενικός, αλλά κινητή εικόνα του αιώνος, της αιωνιότητας, όπως αναλύεται στον Τίμαιο, αλλά και σε πολλά άλλα χωρία του φιλοσόφου.

Δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί ρομαντικοί αλλά και μυστικοί διακήρυξαν πως η παιδικότητα είναι η ουσιαστική έκσταση, το πέταγμα απ’ τη στάση-στατικότητα του αισθητού (κατά τα φαινόμενα)  στην πραγματική του φύση, στο εξίστασθαι.

 

 

III

Το  Μέλλον του Παρόντος

 

 

 

 

 

 

(Συστολή και Διαστολή της Χρονικότητας, Το παρόν του Παρόντος στη ρομαντική δημιουργία, Τραγικό και Ματωμένη Ωραιότητα, Θάνατος, Ωραιότητα και Κάλλος.)

Το μέλλον του παρόντος προβληματίζει ιδιαίτερα και στρέφει τη σκέψη στην αναζήτηση του είναι του χρόνου και της χρονικότητας ως έκφρασής του. Διασυνδέουμε το θέμα του χρόνου με τους ρομαντικούς αλλά και με άλλους πνευματικούς δημιουργούς οι οποίοι συναντώνται, έστω και ερήμην τους, με ρομαντικές θέσεις.

Ας ‘’οριοθετήσουμε’’ όμως την προβληματική μας. Είπαμε πως ιδιαίτατο γνώρισμα των ρομαντικών είναι η μυστικίζουσα κοινωνία τους με το αισθητό υπό οποιαδήποτε μορφή. Ζουν τον αισθητό κόσμο όχι ως παρατηρητές, αλλά ως μέτοχοι. Αυτό είναι ίσως το βασικότερο σημείο που τους οικειώνει με τη φιλοσοφική μέριμνα.

Επισκεπτόμενοι τους φιλοσόφους[77] οι οποίοι προσήγγισαν το θέμα, διαπιστώνουμε πως το πρόβλημα παραμένει για πάντα ανοιχτό, χωρίς να υποτιμούνται οι προσπάθειες διερεύνησής του. Υπάρχει βέβαια αφετηριακή προϋπόθεση ορθότερης κατά το δυνατό προσέγγισης: Ο χρόνος δεν είναι αντικείμενο παρατήρησης, όπως είναι αδιανόητος χωρίς τον αισθητό κόσμο. Είναι οικείος, είναι η δυνατότητα αντιληπτικής προσέγγισης της αίσθησης και σε αυτό το σημείο αναδύεται η ριζική ερώτηση: Έχει ο χρόνος αφετηριακή αρχή, εστία δηλαδή ‘’εντοπισμού’’ ή χάνεται στην απέραντη ποικιλία του αισθητού χωρίς το οποίο δεν είναι διανοητός;

Ετάζοντας περισσότερο την ερώτηση, επιστρέφουμε στο ίδιο μας το εγώ το οποίο όμως με τη σειρά του, ως ανθρωποκοσμικό, παραπέμπει, πάντα υποκειμενικά, προσωπικά δηλαδή, στην ενότητα αίσθησης και αντίληψης και σε αυτό το σημείο φθάνουμε στην διόραση (ας αναφέρουμε ενδεικτικά ελάχιστες αλλά σημαίνουσες θεωρήσεις: Για τον Παρμενίδη χρόνος δεν υπάρχει, δεν υπάρχει αλλαγή-μεταβολή, κάθε μεταβολή είναι δοξασία-πλάνη. Για τον Πλάτωνα, το είδαμε ήδη, ο χρόνος είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας, για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει χρόνος ψυχῆς μή οὒσης, για τον Descartes o χρόνος ως μέτρο της αλλαγής είναι ασυνεχής[78], για τον Kant χρόνος είναι καθαρή μορφή εσωτερικής εποπτείας, για τον Hegel  είναι μεν παρών ο χρόνος, αλλά παρουσιάζεται στη συνείδηση ως κενή ενόραση κ.ο.κ.).

Είναι αλήθεια πως όσο κοινωνούμε με το χρόνο μας, τόσο ακινητοποιούμαστε, τόσο ‘’συστελλόμαστε’’, κάτι που σημαίνει πως προσεγγίζουμε πέρατα της ψυχής που δεν υπάρχουν, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο. Ο όρος συστολή, μακριά από κάθε θεοσοφίζουσα εκδοχή, είναι ενδεικτικός της βαθύτητας της διόρασης, άγει σε ένα είδος στάσης που δεν είναι παρά η αρχή της έκστασης (ας θυμηθούμε τον Αριστοτέλη ο οποίος έλεγε πως η κίνησις ἐξίστησι τό ὑπάρχον). Η στάση όμως που είναι άγνωστη στον αισθητό κόσμο είναι η αειγενής αφετηρία η συνεχής συστολή για να τρέφει τη δια-στολή, την αποδιαστολή. Αυτή η ‘’σχέση’’ συστολής και διαστολής γνωρίζει ένα μύχιο δεσμό με το είναι του παρόντος το οποίο αιωνίζεται και με βάση το οποίο αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν για να ατενίζουμε το μέλλον.

Ήδη η χρονικότητα δεν είναι κάτι το έξω ή μέσα μας, είναι οι ιριδισμοί του αιώνιου παρόντος στον αισθητό κόσμο, ιριδισμοί τους οποίους φωτίζει η μούσα. Ήδη, είμαστε εγώ και μη εγώ όπως διαπίστωνε ο Nerval[79], πέρα απ’ τη διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού, ενότητα όπου το άνθος έχει τη λευκότητα της παρηγορούσας αγνότητας κατά τον de Musset, αίσθηση (και εδώ η αίσθηση είναι παιδαγωγός της αντίληψης) ότι ο κόσμος, ο αισθητός κόσμος είναι για την ψυχή μας  ό,τι ένα σώμα για το φως[80] για τον Novalis.

Ας επαναλάβουμε πως ο κόσμος των ρομαντικών δεν είναι ο κόσμος της φιλοσοφίας. Συναντάται όμως με καίριους προβληματισμούς των φιλοσόφων και γι’ αυτό σπουδαίοι στοχαστές και φιλόσοφοι προσφεύγουν σε λογοτέχνες προς επίρρωση των προβληματισμών τους. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως τα μέγιστα προβλήματα της ανθρώπινης φύσης μας είναι και θα είναι ανοιχτά, οι ορίζοντες θα ανοίγονται και με κανένα σχήμα-σύστημα δεν  ‘’ολοκληρώνεται’’ η διανθρώπινη αναζήτηση. Υπάρχει όμως κάτι το οποίο θα επανέρχεται συνεχώς και του οποίου βασικός αρμός θα παραμένει το είναι της διαπορίας, της χρονικότητας.

Ο Hugo είναι αποκαλυπτικός σε ένα του ποίημα: Ήμασταν κείνη και εγώ αυτόν τον γοητευτικό Απρίλη/ της αγάπης που αρχίζει ως θάμβος./ Ω αναμνήσεις, ως χρόνοι! ώρεςλιπόθυμες./ Πηγαίναμε με την καρδιά γεμάτη μοναδικές εκστάσεις[81]  Λιποθυμεί ο λογισμός, το παρελθόν χάνεται στην έκσταση του παρόντος και το μέλλον γίνεται η φωνή του παρόντος. Παρόμοιες εμβιώσεις βρίθουν και συναντώνται και σε πολλούς μη ρομαντικούς, αλλά προβληματίζουν και φωτίζουν το είναι της ρομαντικής εκζήτησης. Υπάρχει μέλλον χωρίς το παρόν, και πώς το ενατενίζουμε, αν θεωρήσουμε τη χρονικότητα άθυρμα στιγμών χωρίς το οντικό της θεμέλιο το οποίο επιτρέπει ενατενίσεις οι οποίες παραμένουν φαντάσματα χωρίς την παρ-ουσία του παρόντος, του παρόντος που μένει και θα παραμένει ‘’αγεωγράφητο’’, παράμονο, πηγή του ζειν;

Αντικρίζοντας το χαμόγελο και το νεύμα της αγαπημένης, εμβαθύνοντας στο είναι των συναισθημάτων, άρα και στο είναι της αντίληψης και του βιώματος, επισκοπώντας εκ των ένδον ήχους, χρώματα, κινήσεις, σχήματα, παραλλάσσουσες μορφές στο ατελεύτητο διάβα της χρονικότητας, είμαστε παρόντες, κοινωνούμε με ένα όχι πια αμνημόνευτο παρελθόν που επικαλούνται οι ρομαντικοί, αλλά και φιλόσοφοι, αλλά με ένα αιώνιο παρόν, και, θεωροί και κοινωνοί ταυτόχρονα του συμβαίνοντος, κατανοούμε πως μέλλον δεν είναι παρά η εσαεί ανάδυση του παρόντος, το παρόν του μέλλοντος, όσες και αν είναι οι μεταβολές, οι τροπές βιωμάτων, συναισθημάτων, σχεδίων, αναβλέψεων. Είναι ό,τι δεν προσθέτει κανένας σε αυτό το θείο μήνυμα[82] το οποίο άγει στο είναι της έκστασης, πέρα από οποιονδήποτε εκστασιασμό που καταργεί το πρόσωπο. Είναι το άλλο εγώ, και γι’ αυτό η διδασκαλία της μυστικής… συνιστά την αποκόλληση απ’ το εγώ[83], αλήθεια τόσο δύσκολη. Το άλλο εγώ, το πραγματικό εγώ, ό,τι απουσιάζει απ’ την τυφλή καθημερινότητα (ο Rimbaud έλεγε πως η πραγματική ζωή είναι απούσα: La vie réelle est absente) ανακτάται αἲφνης καί εξαίφνης (Πλάτων) με το είναι της έκστασης, με την έκσταση της έκστασης, με το αιώνιο παρόν το οποίο κινεί ό,τι συμβολικά κατατίθεται ως α-λήθεια, ως ἀληθείης εὐκλυκλέος ἀτρεμές ἦτορ (Παρμενίδης). Όντως, πολλές καταγραφές των ρομαντικών οδηγούν σε αυτήν την αλήθεια και προσεγγίζουν ενορατικά μεγάλες συλλήψεις σημαντικών φιλοσόφων.

Η χρονικότητα επομένως παύει να θεωρείται ως μία γενική και αόριστη πραγματικότητα η οποία υπηρετεί την ανάγκη, η οποία είναι δέσμια της αναγκαιότητας και της καθημερινής καταισχύνης όλων όσα διαδραματίζονται στην καθημερινή μας ζωή, στον καθ’ ἡμέραν βίον, όπως διεμήνυε ο Θουκυδίδης. Γίνεται, όπως αξίζει να είναι, το αιώνιο παρόν χωρίς το οποίο ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον είναι διανοητά. Είναι η κοινή μας καρδιά, λέει ο Rilke,  η οποία δημιουργεί την κοινή μας ευτυχία,[84] είναι ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε οικουμενικότητα, ολότητα, απόλυτο. Δεν πρόκειται για αοριστίες ή για μεταφυσικές αναγωγές, όπως τις συναντάμε σε πολλούς στοχαστές, πρόκειται για μαρτυρίες πληρωματικότητας, για μαρτυρίες οι οποίες αφθαρτίζουν το έγκοσμο ως συμβολική αποκάλυψη του απόλυτου.

Αυτή η μαρτυρία ως παρόν του παρόντος διενώνει ό,τι αποκαλούμε εσωτερικότητα και εξωτερικότητα υπερβαίνοντας τους δυιστικούς πειρασμούς, αλλά και τις πανθεϊστικές προκλήσεις. Σε τι συνίσταται; Δε δείχνεται ως κάτι συγκεκριμένο, αλλά αποκαλύπτεται σε κάθε συγκεκριμένο και μάλιστα υπό τα δώρα της μούσας, κατά τρόπο που το φυσικό συμβαίνον είναι πρώτιστα ανθρωποκοσμικό.

Η θρυλούμενη επιστροφή στο παρελθόν και μάλιστα υπό τη σκέπη της μυθολογίας δεν εκφράζει τη ρομαντική αλήθεια, δεδομένου ότι η μυθική έκφραση αυθυπερβαίνεται, αν ό,τι εκφράζεται, ό,τι δηλαδή είναι εκφραστό, ρητό, είναι βαθύτατα συμβολικό και μυθικό (όχι μυθολογικό). Υπ’ αυτό το πνεύμα είμαστε σε θέση να ζούμε τη μαγεία του λόγου, τα σχήματα λόγου, τις ‘’μαγικές’’ περιγραφές, τη μουσικότητα των στίχων, τις υποβάλλουσες μορφές των προσώπων. Πρόκειται για μία πλαστικότητα, για μία ιριδίζουσα πλαστικότητα που συνδιαμορφώνεται για να οδηγεί στην οικουμενικότητα του αναδυόμενου μηνύματος.

Γίνεται έτσι σαφές πως το απόλυτο, το άπειρο, αποκαλύπτεται σε κάθε πεπερασμένο-συγκεκριμένο και αυτό ακριβώς διδάσκει η ρομαντική γραμματεία, έστω και ερήμην της. Σημείο τομής επομένως είναι η ανακαινισμένη μυθική έκφραση και εδώ κατανοούμε γιατί κάθε εκφραστό είναι και απόλυτο ως συμβολική έκφραση. Ανακαινίζεται έτσι το πνεύμα της χρονικότητας στο πνεύμα της οποίας μπορούμε να θεωρήσουμε το νόημα της έκστασης ως μαρτυρίας του απολύτου στο σχετικό. Βέβαια, η έκσταση (ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα) είναι έγκοσμη-έγχρονη έκφραση της στάσης και αυτό μας οδηγεί στη γνωστή ταύτιση του είναι με το μηδέν, της κενότητας με την πληρότητα. 

Αυτή η φαινομένη διελκυστίνδα φωτίζεται με την σύμμειξη ανθρώπινου και κοσμικού, με ό,τι αποκαλούμε ανθρωποκοσμικό. Η λογοτεχνία υπό όλες τις πολυσχιδείς της εκφράσεις αυτό προσπαθεί να δείξει: Τους ιριδισμούς του ανθρωποκοσμικού, όπου η παιδικότητα ανθεί ως ωριμότητα, το παρελθόν ως παρούσα συγκίνηση, τα αισθήματα ως συναισθήματα, το πρόσωπο ως έκφραση του απόλυτου στο σχετικό, όπου (θα το αναπτύξουμε σε επόμενες σελίδες) είναι της ωραιότητας είναι το κάλλος.

Ήδη, οι νύξεις και οι συμβολισμοί της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του ποιητικού της λόγου επικαλούνται τη φιλοσοφία. Ποια φιλοσοφία όμως, ποιο χώρο της, αν όχι την αισθητική; Μία πραγματική αισθητική δε διαλαμβάνει αποκλειστικά τα αισθητά, ούτε αρέσκεται σε κρίσεις σχετικές με το ωραίο, αλλά προσφέρει αισθητικές κατηγορίες οι οποίες δεν είναι τα αισθητά. Διακρίνοντας την αισθητική από τα αισθητά προσεγγίζουμε άνετα μία αλήθεια ανάλογη με εκείνη των φυσικών οι οποίοι λέγουν πως φυσική δεν είναι η φύση.[85] Τελείται μία άμεση υπέρβαση στηριγμένη στη συμπληρωματικότητα αίσθησης, συναντιληπτικής ενσυναίσθησης, όπως έχουμε τονίσει σε άλλες ευκαιρίες, και αντίληψης. Δεν πρόκειται για υπέρβαση σε άλλους χώρους, σε άλλους ουρανούς, αλλά για καθαρή στηθοσκόπηση του συμβαίνοντος, για εξόρυξη νοήματος το οποίο καθιστά δυνατή την ενατένιση της αληθεύουσας φύσης κάθε χρονιζόμενου.

Ετάζοντας και εξετάζοντας το φαίνεσθαι των πραγμάτων στηθοσκοπούμε το είναι μας το οποίο κατοπτρίζεται σε αυτά, το παρόν του μέλλοντος επειδή κάθε χρονική ‘’στιγμή’’ ορίζει το άτμητο του χρόνου, τον αιώνα, το είναι κάθε αλλαγής. Αν συνέχεια είναι η μήτρα της ασυνέχειας, στην τέχνη αυτή η αλήθεια φωτίζεται ως διαρκής πρόσληψη του αισθητού με μόνιμη αφετηρία το απόλυτο. Σκιά, φωτεινή σκιά το σχετικό, έχεται απ’ το απόλυτο και αυτό μας οδηγεί στον πλούτο του παρόντος (απόλυτο είναι το είναι σχετικού) και στην παρουσία του σε κάθε μελλοντικό. Υπ’ αυτό το πνεύμα το μελλούμενο είναι τόκος του παρόντος και όχι αναπόφευκτη ώθηση της αναγκαιότητας ή της τυχαιότητας. Πριν εξετάσουμε το πώς των πραγμάτων για να ‘’οδηγηθούμε’’ στην αναγκαιότητα ή στην τυχαιότητα, έχουμε ήδη ορμέμφυτα την αλήθεια της οικουμενικότητας, του απόλυτου, της ιδέας του απείρου, όπως έλεγε ο Descartes, του ἀνυποθέτου, όπως διαπίστωνε ο Πλάτων, του άτμητου εγώ όπως υποστήριζε ο Fichte, όπως, όπως…

Οι ρομαντικοί μας παρίστανται με άλλα μέσα, με το θαυμασμό και με τις χάρες του χάρματος που, πέρα από εντυπωσιασμούς και συναισθηματισμούς, άγουν στην πτόησιν μεθ’ ἡδονῆς, (Πλωτίνος), συγκινούν εκστατικά, συναντιούνται με το φιλοσοφικό θαυμασμό και λόγο, διαπιστώνουν τη μεγαλοσύνη στο βάθος της καρδιάς (Wordsworth), κατανύσσονται όλο το έργο του χρόνου (Tennyson) ως πρωτοπληροφορία, ως φωτίζουσα πρωτοπληροφορία που τους προσφέρει η Μούσα. Οδηγούνται έτσι σε ό,τι οι φιλόσοφοι αποκαλούν βιωμένο χώρο, επειδή υπάρχει μία χωρικότητα χωρίς να υπάρχει ακόμη χώρος[86], ό,τι και ο Bergson απεκάλεσε βιωμένο χώρο. Διακρίνουμε αναμφισβήτητα τη μυστική διόραση η οποία διενώνει όχι μόνο φιλοσοφία και λογοτεχνία, αλλά όλες τις πνευματικές προσπάθειες και δεν είναι άλλο απ’ την μυστική πρωτοπληροφορία. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, οι θεωρητικοί δηλαδή μυστικοί, είναι παρόντες και συνιστούν ‘’συμβούλους’’ όλων των εργατών του πνεύματος. Θα λέγαμε μάλιστα πως αυτή η άρρητη αλήθεια ‘’εξορίζει’’ το χώρο και θέτει ως αλήθεια την πρωτογενή φαντασιακή χωροχρονικότητα. Αυτό υπαινίσσεται εξάλλου και η πλατωνική ἀνάμνησις.

Ό,τι επομένως αποκαλούμε παρόν του παρόντος συνεκφράζει και το παρελθόν αλλά και το μέλλον, αν λάβουμε υπόψη μας πως ό,τι συνθέτει ό,τι παραστατικοποιώντας το αποκαλούμε παρελθόν ή μέλλον δεν είναι διανοητό χωρίς την περιχώρηση αίσθησης, μνήμης, φαντασίας, αντίληψης, λόγου, συναισθήματος. Δυστυχώς πέφτουμε θύματα της παραστατικής αντίληψης του ανθρωποκόσμου και όλων των φαινομένων του προσλαμβάνοντάς τα ως αντικείμενα και να η αντίφαση: Το θεωρούν υποκείμενο είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο, η ενότητα των καταλληλοτήτων του θραύεται, η ενότητά του, το βαθύ και όχι επιφανειακό υπάρχειν του αποκολλάται απ’ την οντική του φύση και η ακολουθούσα αποσματοποίηση των δυνάμεών του άγεται σε παραστατικά σχήματα τα οποία αντιστρέφουν την οντική του αρχή. Παράγεται ο χρόνος της έγχρονης αναγκαιότητας που είναι και πηγή του ιστορικού πάθους. Αν αληθεύει πως το ανθρώπινο ον έχει με το λόγο το πιο καθαρό τοπίο του τρόπου του υπάρχειν του στον κόσμο… τότε μια εμπειρία που αποκτάμε με το λόγο θα μας οδηγήσει στην καρδιά της αφής του τρόπου του εγκόσμως υπάρχειν μας.[87] Είναι γνωστό πως ο Heidegger δεν ολοκλήρωσε το έργο του Είναι και Χρόνος επειδή αδυνατούσε να εκφρασθεί και γι’ αυτό στράφηκε στους ποιητές, ασχέτως αποτελέσματος. Ο τρόπος του εγκόσμως υπάρχειν μας όμως είναι ακριβώς η οντική, η ανθρωποκοσμική μας φύση. Αυτό επομένως αποκλείει κάθε εξαντικειμενικεύουσα και παραστατικοποιούσα αντίληψη του υπάρχειν μας.

Μόνο αν θεωρήσουμε οντικά το είναι του παρόντος βλέπουμε διάφανα το παρελθόν, και εννοούμε το μέλλον. Το παρόν είναι εσαεί παρόν όχι όμως κατά τον τρόπο της ακοσμικής θέας του πανθεϊσμού, αλλά υπό το φως των ιριδισμών των φαινομένων τα οποία δεν είναι δυνατό να θεωρούνται ως ξένα προς το υπάρχειν μας αντικείμενα. Οι ενστάσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει γνώση χωρίς παραστατικοποίηση δεν ισχύουν, καθόσον η νόηση-εννόηση του συμβαίνοντος είναι άμεση και καταγράφεται απ’ το βιούν υποκείμενο με την αγαστή συγκοινωνία αίσθησης και αντίληψης και αυτό προδιαγράφει την κοινωνία λόγου και αισθήματος. Υπάρχουν όντως φιλοσοφικές απόψεις οι οποίες μας βοηθούν περισσότερο στην κατανόηση της προβληματικής μας. Τα επιμέρους, όσο και αν εκφράζουν σύνολο μερών, δεν αντιπροσωπεύονται με την εμμεσοποιούσα σκέψη, αλλά περιέχουν άμεσα μέσα τους τη δύναμη του όλου, το πνεύμα του και την ενέργειά του.[88] Αν παρόμοιες διαπιστώσεις προερχόμενες από στοχαστές ανήκοντες σε διαφορετικές σχολές σκέψης συναντώνται παραπέμποντας συχνά στον πλατωνισμό, μας βοηθούν στην παρούσα σπουδή μας και μας πλησιάζουν όλο και περισσότερο όχι μόνο στην εμβάθυνση του ρομαντικού πνεύματος, αλλά και στην προσέγγιση της ευρύτερης λογοτεχνίας και ιδίως της ποίησης. Έτσι κατανοούμε τον ενίοτε υπερβολικό τονισμό του συναισθήματος στους ρομαντικούς, αλλά οφείλουμε  να σημειώσουμε πως κατά βάθος κάθε αίσθημα είναι συναίσθημα.

 

                                                *

Για την κατανόηση του παρόντος σε σχέση με ό,τι αποκαλούμε παρελθόν και μέλλον οφείλουμε να επιμείνουμε σε μία γενικότερη διαπίστωση κατά την οποία δεν είναι διανοητό το σύνολο, το επιμέρους, χωρίς το όλο: Το όλο, και μόνο απ’ το γεγονός πως θεωρείται όλο είναι περισσότερο απ’ το σύνολο των στοιχείων του…[89] Θα λέγαμε προχωρώντας περισσότερο πως το όλο είναι αμερές αλλά και μη παραστατό, είναι το απόλυτο, το άπειρο, το άτμητο, το άχρονο (ταυτότητα και όχι ταυτολογία) και αυτή η α-λήθεια  διαλανθάνει σε όλη σχεδόν την ιστορία της μεταφυσικής υπό διαφόρους τρόπους έκφρασης.

Βέβαια, κάθε μορφή πεπερασμένου, και αυτό έχει άμεση σχέση με την έρευνα των επιστημών, των επιστημών του ανθρώπου, αλλά, κυρίως, των φυσικών επιστημών, είναι απαραίτητη η παραστατικοποίηση επιμέρους φαινομένων, αλλά είναι αδύνατη χωρίς την έγχρονη φαντασία, όσο και τη συναντιληπτική ενσυναίσθηση προς παραγωγή των επιμέρους γνώσεων. Ωστόσο, αυτή η αδιάψευστη αλήθεια επικαλείται, έστω και εν αγνοία της, την αφετηριακή κοινωνία της πρωτογενούς, της απόλυτης φαντασίας με την έγχρονη και δημιουργεί προβληματισμούς ως προς τις σχέσεις της φαντασίας με την αίσθηση, με την αντίληψη, με το λόγο. Το πρόβλημα παραμένει και γι’ αυτό ακριβώς θα λέγαμε πως απλή αναφορά της παραστατικής θέας δεν αρκεί για την επίγνωση του συμβαίνοντος. Υπ’ αυτό το πνεύμα το ελπιζόμενο, το προσδοκώμενο, το πιθανό, το αναδυόμενο, έχει αφετηρία η οποία πιστοποιείται μεν λογικά, αλλά η αφετηρία του δε βρίσκεται στο αναμενόμενο, αλλά στην αποφασίζουσα κατάφαση που στηθοσκοπεί το συμβαίνον, το ελπιζόμενο, το αναμενόμενο κ.ο.κ. δεν είναι παρά λογική έκφραση του αιωνίου συμβαίνοντος.

Επιμένουμε, επειδή και η μαρτυρία της ρομαντικής σχολής καθιστά σαφές ό,τι συναντάμε αποσπασματικά και σε άλλους εκφραστές του πνεύματος της λογοτεχνίας, επειδή, ευρύτερα, δεν είναι δυνατή ούτε ικανοποιούσα κάθε νατουραλιστική λογοτεχνική και φιλοσοφική έκφραση του όντως συμβαίνοντος με αποκλειστική αφετηρία  τις νύξεις της φαινομενικότητας. Εντρεχής βυθοσκόπηση του είναι του συμβαίνοντος οδηγεί στην αποκάλυψη του πέπλου της Ίσιδος, οδηγεί στην επίγνωση του εαυτού και όχι στην ειδωλοποιούσα εξωτερική επιφανειακή περιγραφή η οποία στερείται ή παραποιεί το νεύμα του νοήματος το οποίο κρύπτεται και μαρτυρείται ταυτόχρονα απ’ τους ήχους, απ’ τα χρώματα, απ’ τους ρυθμούς, από δρώμενα που εντυπωσιάζουν και, ταυτόχρονα, απομακρύνουν απ’ τη μυστική ακρόαση του αληθούς. Οδηγούν όμως με προσεκτική προσέγγιση στην καλλωπισθείσα εικόνα του εαυτού, όπως διαπιστώνει ο Πλωτίνος: Ἔτι δέ τις ἡμῶν ἀδυνατῶν ἑαυτόν ὁρᾶν, ὑπ’ ἐκείνου τοῦ θεοῦ ἐπάν καταληφθείς εἰς τό ἰδεῖν προσφέρῃ τό θέαμα, ἑαυτόν προσφέρει καί εἰκόνα αὐτοῦ καλλωπισθεῖσαν βλέπει[90] Πολλές οι μαρτυρίες οι οποίες ανακυκλώνουν φιλοσοφικά τις ελλάμψεις της ποιητικής αλλά και μυθικής ψυχής, πολλές επίσης και οι μαρτυρίες των ρομαντικών οι οποίοι, και γι’ αυτό διακρίνονται, αρνούνται να διακρίνουν το προσωπικό εγώ απ’ το εμείς και απ’ την κοσμική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει πραγματικότητα χωρίς το εγώ και το εμείς, όπως δεν υπάρχει αλήθεια ή ίχνευση της αλήθειας χωρίς το κοσμικό συμβαίνον πέρα από οποιαδήποτε υπηκοότητα, θρησκευτική ή μη.

Δεν είναι όμως η πραγματικότητα όπως το ουτοπικό πνεύμα την κατανύσσεται, καθόσον ο έγκοσμος βίος υφίσταται τις ριπές του πάθους, του πάθους που δοκιμάζει την ανθρώπινη φύση. Θα το δούμε στις επόμενες σελίδες.

 

                                                *

Ίσως νομισθεί πως για τους ρομαντικούς η ζωή είναι απλός ρεμβασμός και ευγενισμένο παραμυθάκι, όπου όλα είναι ρόδινα χωρίς δοκιμασίες, προκλήσεις, τραγικές στιγμές.

Ρωγμή στις αναπολήσεις και στους στοχασμούς  όχι μόνο των ρομαντικών και των διανοουμένων γενικότερα, αλλά όλων, είναι η τραγικότητα η οποία όμως δημιουργείται έγχρονα και σε αυτό το σημείο μπορούμε να επισκοπήσουμε την έννοια της χρονικότητας υπό την τραγική της όψη η οποία δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά και γενική.

Ωστόσο, ο προσωπικός χαρακτήρας της τραγικότητας, το υπαρξιακά πάσχειν, είναι το στίγμα στο οποία εικονίζεται η ανθρώπινη μέριμνα και οι προσωπικές της περιπέτειες και μόνο με αυτόν τον τρόπο είμαστε σε θέση να επεκτείνουμε τον προβληματισμό μας διαπροσωπικά και κοινωνικά. Αποδεσμευόμενοι μάλιστα από εξαντικειμενικεύουσες θεωρήσεις που είναι κατά κανόνα ιδεολογικές, δηλαδή σε ιδεολογισμούς, πολιτικοκοινωνικούς και μη, εμβαθύνοντας στις προοπτικές του υπάρχειν μας, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα στην καθαρότητά του και δημιουργούμε δημιουργική ρωγμή στο έγχρονο της ύπαρξής μας.

Πληροφορούμαστε μάλιστα πως τραγικό δεν είναι οι τραγωδίες, οσοδήποτε σπουδαίες, οι τελευταίες συνιστούν αποτυπώσεις τραγικών γεγονότων τα οποία σφραγίζουν κάποιες μοιραίες προσωπικότητες, τους τραγικούς ήρωες ή ηρωίδες. Το βάθος της τραγικότητας βρίσκεται στην  αφετηριακή και χωρίς τέλος δοκιμασία του υπάρχειν στον κόσμο, στο υποκείμενο, στο όλο και συνειδητοποιούμενο υποκείμενο-πρόσωπο το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς το συ, το εμείς, στη διακοινωνία ή στην εναντιότητα. Το τραγικό επομένως διαλαμβάνει θεούς και ανθρώπους, έχει ως θεά του την αναγκαιότητα, τις συγκρούσεις των διαπλεκομένων και έτσι αποκαλύπτεται ο ηθικός χαρακτήρας του πάσχειν, του τραγικά πάσχειν. Αφετηρία του είναι το πρόσωπο το οποίο όμως συναντά το άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα και έτσι η τραγικότητα κορυφώνεται με τη δράση, αποκρύπτοντας ή και αποκαλύπτοντας τις απαρχές που βρίσκονται στην αυτοσυνειδητοποίηση της προσωπικής ύπαρξης ενάντια στη χρονικότητα η οποία γίνεται έτσι οδυνηρό αντικείμενο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ‘’εντοπίζεται’’ η αρχή του τραγικού και έτσι κατανοούμε γιατί οι θεοί και οι ημίθεοι, οι θεομαχίες, οι τιτανομαχίες, οι θυσίες, οι θρυλικές προσωπικότητες κ.ο.κ. είναι τραγικά πρόσωπα, και όταν ακόμη νιώθουν ευτυχείς μετά τις επιτυχίες τους. Ο Προμηθέας είναι τραγικός πριν τιμωρηθεί στον Καύκασο, αλλά και οι θεοί που τον τιμώρησαν δεν είναι λιγότερο τραγικοί. Ο Μαρντούκ είναι τραγικός πριν θυσιασθεί υπέρ των ανθρώπων, όπως και άλλοι ήρωες όλων των μυθολογιών και των παραδόσεων.

Δημιουργείται ένα διάπλεγμα  απ’ το οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγει ο προσωπικός έγχρονος βίος, η διακοινωνία των ανθρώπων και το αναπόφευκτο του πάσχειν που δημιουργεί τα πάθη, και εδώ κατανοούμε πως τα πάθη, παιδιά της αναγκαιότητας, οδηγούν στη δουλεία, στον καταβαραθρωμένο έγχρονο βίο μας ο οποίος πάσχει απ’ την απολησμονιά των καταγωγών, απ’ το φως της παιδικότητάς του και κυρίως απ’ τα άνθη της που είναι η καθαρότητα, η αγνότητα, η απαντοχή, η υπομονή, η ανεξικακία, η ευγένεια.

Αντίθετα μάλιστα, οι φέροντες αυτές τις αξίες-αρετές παρουσιάζονται συχνά ως θύματα, ως εξιλαστήρια θύματα, και αυτό το διακρίνουμε όχι μόνο στο θρησκευτικό βίο αλλά και στις ευρύτερες και παλαιότατες παραδόσεις όλων των λαών. Υπ’ αυτό το πνεύμα τα θύματα των παθών και της αναγκαιότητας είναι τραγικοί ήρωες, αλλά οι συντελεστές του τραγικά πάσχειν είναι οι πραγματικά τραγικοί.

Δε μπορούμε επομένως να διαγνώσουμε το πνεύμα των τραγωδιών χωρίς τις αφετηρίες, χωρίς το έγχρονο άγχος το οποίο διαισθανόμαστε, καθώς συνειδητοποιούμε το υπάρχειν μας στον κόσμο το οποίο είναι πραγματικά αφετηριακή δοκιμασία ως προσπάθεια διάγνωσης του πεπερασμένου μας χαρακτήρα ως υπαρχόντων, ως απείρων εν πεπερασμένω. Αυτός ο κλήρος όμως προσκρούει δεινά στον τρόπο αντίληψης της μεταβολής των πάντων που επιφανειακά μηνύουν τη ματαιότητα, οδηγώντας έτσι στην απαισιοδοξία, στο άλγος, στην αυτοαπαξίωση. Συνήθως μάλιστα θεωρούμε το χώρο και το χρόνο ως αντικείμενα τα οποία μας βαραθρώνουν και μας αποδεκατίζουν, γινόμαστε δηλαδή δούλοι φαντασμάτων και μάλιστα απειλητικών, με συχνή συνέπεια την απαισιοδοξία ή την κατάθλιψη.

Μόνο η προσφυγή στο συνυπάρχειν και σε ό,τι αναδύεται είναι ικανή να μας οδηγεί στην ανάβλεψη του παιδικού φωτός και στην πληρωματικότητα-κενότητα, στο άδειασμα των φαντασμάτων και των ψευδαισθήσεων.

Ιδού η τραγικότητα την οποία διαγιγνώσκουμε και σε ζηλευτές υπάρξεις οι οποίες μάλιστα γεραίνονται ως αιώνια θήλεα. Η Αντιγόνη,[91] η Ίσις, η Ευρυδίκη, η Ελένη και άλλες μορφές στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί¸ κτίζουν την αθανασία τους εν μέσω οριακών δοκιμασιών, είναι μακάρια τραγικές, αιωνίζουν το θήλυ, όπως και μεγάλοι ήρωες  φωτίζουν το βάθος της αρρενωπότητας, προσφέροντας έτσι συμπληρωματικό χαρακτήρα στο τραγικό αίσθημα της ζωής, για να αναφερθώ σε τίτλο βιβλίου του Unamuno.

Κατά βάθος όμως και πέρα από παροδικά και επιφανειακά συναισθήματα, προσπαθώντας να εισδύσουμε στο βάθος του συμβαίνοντος, διακρίνουμε πως το τραγικό διαζωγραφίζεται ως κρύφια φανέρωση του μακάριου. Η Ίσις με το κρυμμένο πρόσωπο αναζητεί εναγώνια τα διαμελισμένα μέλη του Οσίριδος και να που το κεκρυμμένο της πρόσωπο αποκαλύπτεται ως κοινωνία με τον άρρενα, ως βαθιά ρωγμή στο επιφαίνεσθαι. Η Ευρυδίκη είναι αδιανόητη χωρίς τον Ορφέα και να που η τραγωδία οδηγεί στο κεκρυμμένο-αποκαλύπτον πνεύμα της μουσικής[92], στη μουσικοποιητική διάσταση του τραγικού χωρίς το οποίο δεν υπάρχει η αναζητούμενη πληρωματικότητα. Η Ανδρομάχη, η αιχμαλωτισμένη Ανδρομάχη, τραγικό θύμα του πολέμου στην Τροία, όπως την αθανάτισε ο Όμηρος, φωτίζει στα δεσμά της, δημιουργεί μέσα στην τραγωδία της ό,τι εγείρει στη συνείδηση τη βεβαιότητα της πάσχουσας μακαριότητας, ενώ η Φαίδρα ομολογεί πως αυτή η φρικτή εικόνα θα ‘ναι για μένα απ’ τα δάκρυα μια αιώνια πηγή[93].

Διακρίνουμε έναν μυστικό γάμο, για να μνημονεύσω μία φράση του Nerval, ό,τι δηλαδή συνθέτει τραγικότητα και μακαριότητα, πάσχειν και αθανατίζεσθαι, και αυτό φωτίζει μεταφυσικά, καθόσον απαντάται σε όλες τις παραδόσεις των λαών και των πολιτισμών. Μακαριότητα είναι το πλήρωμα της τραγικότητας και είναι αδύνατη η γεύση της ζωής χωρίς τα διαπαλλόμενα κύματα της τραγικής δοκιμασίας και τις ατμίζουσες  υποσχέσεις της μακαριότητας στον έγχρονο βίο. Είναι τα διαρκή, τα μακάρια και υψηλά θέματα της ζωής και της φύσης που καθαίρουν, όπως παρατηρεί ο Wordsworth[94].

Είναι έτσι βέβαιο πως το τραγικό εικονίζει, εκφράζει, για να είμαστε ακριβέστεροι, την πάσχουσα ωραιότητα η οποία όμως δεν αποτελεί κάποιο μοντέλο ομορφιάς και φυσικής, ας πούμε, χάρης, αλλά μαρτυρία αιωνιότητας, δύναμη απαντοχής και ακοίμητη πνευματική πραγματικότητα. Είναι όντως το μέλλον του παρόντος, η σώζουσα παρουσία η οποία επωμίζεται όλον το πόνο και τις ωδίνες, εξαγοράζοντάς τις με το αιώνιο παρόν της. Δεν έχουμε εμβαθύνει πραγματικά στο είναι της πάσχουσας ωραιότητας, επειδή ταυτίζουμε το κάλλος με το προσωρινά ωραίο, επειδή δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε ανάμεσα στο ευχάριστο, στο τέρψιμο και στο αειθαλές και παράμονο σε κρίσιμες στιγμές που στιγματίζουν θετικά την παρουσία μας ως παρείναι, ως συνείναι. Χάνεται ως καθαρή διαύγεια στο σκότος του επίκαιρου, γίνεται τυπικά μία δυστυχής ωραία ψυχή.[95] Ήδη το όνειρο γίνεται πραγματικότητα, το πάσχειν εξαγορά και δικαίωση των μύχιων εμπνοών του ανθρωπίνου. Έτσι ζωγραφίζεται το απόλυτο στο σχετικό, το αιώνιο στο πρόσκαιρο: Σ’ όνειρο μου φάνηκε πως  αγγελιοφόρος τ’ ουρανού/ είχα φυλακίσει στο πονεμένο μου στήθος/ όλα τα πάθη και τους πόνους των αθρώπων/ όλο το κακό και το θυμό των αιώνων./ Βαριές αλυσίδες κρατούν την αιχμάλωτη Ωραιότητα./ Κι όμως θα ηχήσει η ώρα της ελευθέρωσης./ Δύστυχη, σ’ αγαπώ από τότε που υπάρχω./ Σ’ αγαπώ με μια αγάπη θεία/ και σου φέρνω τη λευτεριά απ’ το κακό/ απ’ τη ντροπή, απ’ τα βάσανα/ απ’ τα δάκρυα κι απ’ το αίμα.[96] Αυτοί οι υποβλητικοί στίχοι που θυμίζουν ιππότες αλλά και άρρενες όλων των θρυλικών εποχών, βρίσκουν ευγενές πεδίο αναφοράς και αιωνίζονται ως ύμνος στην πάσχουσα ωραιότητα της οποίας η λύτρωση, ο αγνισμός και η ελευθέρωση απ’ το πάθος και την οργή των αιώνων, αναδύονται απ’ τη λευκότητα της ψυχής και απ’ τις ρομαντικές αναλάμψεις που υπερβαίνουν τη ρομαντική γραμματεία. Σ’ έναν παράδεισο όπου θα πατούσες[97] λέει ο ποιητής, μόνο που ο παράδεισος δεν είναι ένα απατηλό όνειρο του μέλλοντος, αλλά τελούμενο που ανακύπτει απ’ το ίδιο το είναι της ωραιότητας στην κοινωνία της με πληρωματικότητα της ζωής στην οποία παραπέμπουν οι δοκιμασίες.

Πρώτιστη δοκιμασία είναι ο πειρασμός της απαισιοδοξίας, το φάσμα του θανάτου, η υποταγή στο φθίνον, στην ανάγκη, στα τελούμενα κι όχι στα ατελέστως τελούμενα, στο νόημα δηλαδή. Όντως το πάσχειν είναι στοιχείο του έγκοσμου βίου μας, όντως αρκετοί ρομαντικοί και ταυτόχρονα θεατρικοί συγγραφείς στράφηκαν στους αρχαίους τραγικούς αλλά και στον Σαίξπηρ όχι μόνο για να αντλήσουν, αλλά και για να εκτιμήσουν. Για τον A. W. Schlegel, λ.χ. η τραγική μίμηση των αρχαίων ήταν εντελώς ιδεατή και ρυθμική… Εσωτερική ελευθερία και εξωτερική αναγκαιότητα ήταν οι δύο πόλοι του τραγικού κόσμου[98]. Δύσκολα θα μπορούσε κανένας να αποφύγει αυτούς τους προβληματισμούς οι οποίοι αναδύονται απ’ την αρχαία ελληνική τραγωδία, η παρουσία της οποίας ως αφετηριακή έμπνευση υπάρχει στον ομηρικό και θηβαϊκό κόσμο. Τα όρια τα οποία χαράσσονται απ’ την αρχαία ελληνική τραγωδία δεν υπερβαίνονται, παρά την αλλαγή του ανθρωποκοσμικού σύμπαντος εξαιτίας της χριστιανοσύνης. Για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός είναι μετακλασικός και έτσι περιέχει μέσα του, παλεύοντας αδιάκοπα μαζί του, το κλασικό πνεύμα. Ο Σατωμπριάν εγκαινιάζει στη Γαλλία τη φάση εκείνη του ρομαντισμού που επικράτησε στην Ευρώπη στα πρώτα πενήντα χρόνια του ΙΘ’ αιώνα, και που για πρώτη μάλιστα φορά χαρακτηρίστηκε με τον όρο ‘’ρομαντισμός’’[99].

Όποιες όμως και αν είναι οι σχετικές θεωρήσεις, η διαπάλη ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ελευθερία δεν αίρεται, όποιες και αν είναι οι κοσμοθεωρίες και οι ιδεολογίες.

 

                                                          *

Ο θάνατος που διαλαμβάνεται στην τραγικότητα αλλά και που την προσπερνάει ως αδήριτο ανθρώπινο πεπρωμένο δημιουργεί νέους προβληματισμούς στη ρομαντική συνείδηση και συνδέεται με θεωρήσεις σχετικές με το αιώνιο θήλυ και με τη ρωμαλεότητα του άρρενος. Διακρίνουμε ένα είδος μυστικοπάθειας, γλυκύτητας και ανάμνησης της απελθούσας ηρωίδας ή του ήρωα, κάτι που κάνει και σε αυτήν την περίπτωση το μέλλον παρόν του παρόντος, όπου παρελθόν και μέλλον ενώνονται οντικά στην εμβίωση του παρόντος. Καταφεύγω στους στίχους ενός μεγάλου ποιητή, του William Wordsworth ο οποίος διαπιστώνει πως η Lucy πέθανε αφήνοντας την πνοή της, την ηρεμία της, την ήσυχη σκηνή της, τη μνήμη του ό,τι εξέφραζε. Για τον Wordsworth η Lucy έπαυσε να είναι αλλά υπάρχει ως προσωπική μαρτυρία κομίζοντας την πληροφορία της διαφοράς της απ’ τον ποιητή: Τη μνήμη του είναι της, την αλήθεια της οντολογικής μαρτυρίας[100].

Όντως, υπάρχουν κείμενα και μαρτυρίες που αναφέρονται στη γλυκύτητα του θανάτου, σε ό,τι καταξιώνει την άσπιλη ωραιότητα πολλών ρομαντικών. Μοιάζει με ακινητοποίηση του υπάρχοντος, με απόλυτη προσήλωση στο παρόν, στην αιώνια στιγμή η οποία κατά τον Kierkegaard είναι πλήρωμα του χρόνου ή απόλυτο εδώ (ici absolu, G. Marcel) ή αιώνιο τώρα (eternal now, P. Tillich). Ναι, ο θάνατος θέτει έντονα το πρόβλημα του χρόνου περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συμβαίνον. Ας θυμηθούμε πως ο Πλάτων ονόμασε τη φιλοσοφία μελέτη θανάτου, κατά τρόπο που χρόνος και θάνατος αναμετρώνται. Ο θάνατος ως απόλυτος κύρος (Hegel), ως συντρίβων τη φαινομενικότητα για να προβάλλει η απόλυτη θέληση και να προσπορίζει την απρόσωπη αθανασία κατά τον Schopenhauer, ως προορισμός (είναι προς θάνατον είναι η ύπαρξη κατά τον πρώτο Heidegger), το φαινόμενο, το συμβαίνον του θανάτου για να είμαστε ακριβέστεροι, ορίζει και το είναι του χρόνου και θα αποτελεί για πάντα τον ‘’ερεθιστικότερο’’ πειρασμό της ανθρώπινης φύσης, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν είναι θνητό ον, αλλά θνήσκον ον, όπως οποιοδήποτε αισθητό. Είναι ανοιχτό θέμα και μάλιστα απ’ τη στιγμή που αναρωτιόμαστε ως προς το αν είναι δυνατή η προσέγγιση του θανάτου χωρίς το ζην, χωρίς την πρωτοπληροφορία του ζην, το είναι της ζωής. Σε αυτό το σημείο αναπροβάλλει κάτι το οποίο χαρακτηρίζει τους ρομαντικούς: Είναι αδύνατο να θεωρήσουμε το θάνατο ερήμην μας, ως αντικείμενο εξέτασης δηλαδή, ως κάτι το εξωτερικό.

Αν οι φιλόσοφοι ‘’ερίζουν’’ ως προς το είναι του θανάτου, οι ποιητές φωτίζουν ίσως περισσότερο ως προς το πνεύμα του θνήσκειν, με την ακαταμάχητη την παρουσία του ζώντος υποκειμένου το οποίο βιώνει άμεσα το υπάρχειν του στον κόσμο. Κάποιοι συγκινησιακοί στίχοι του Παπαδιαμάντη ο οποίος στη συνέχεια επικαλείται στίχο του Lamartine είναι χαρακτηριστικοί. Η νεάνις πέθανε, ενώ στο καντηλάκι που άναβε η πάσχουσα μητέρα της έβλεπε την πεταλούδα να περιφέρεται γύρω απ’ τη φλόγα: Ο άγγελος ως λέγουν της υστάτης/ πορείας ξεναγός επαναφέρει/ την φεύγουσαν ψυχήν εις τα στερνά της/ και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη.[101] Ακολουθεί η παράθεση δύο στίχων του Lamartine: Comme la lampe d’or pendu à son autel,/ je chanterai pour lui, jusqu’ à ce qu’il me brise. (Όπως η χρυσή κανδήλα που κρέμεται στο θυσιαστήριό του/ θα ψάλλω γι’ αυτόν μέχρι να με θραύσει). Μυστικίζουσα η αναφορά του γνωστού ρομαντικού που αγγίζει το θάμβος του θρησκευτικού μυστηρίου απ’ το οποίο αναδύεται φως, όσο και αν διαφωνεί κανένας, γιατί υπάρχουν κείμενα τα οποία δεν έχουν συγκεκριμένη υπηκοότητα, κείμενα που αγγίζουν τους αναπαλμούς όλων των συνειδήσεων σε στιγμές μεγάλων δοκιμασιών, όπως η δοκιμασία του θανάτου.

Υπάρχει βέβαια και η μελαγχολία που κάποτε οδηγεί στην απαισιοδοξία, μια ρομαντική απαισιοδοξία που συγκινεί, που ‘’αναστέλλει’’ θα λέγαμε μύχιες εμβιώσεις, που αγγίζει τα κράσπεδα της παύσης του ζην. Η Μme de Staël λ.χ. κάνει λόγο για τα άγχη της ψυχής και προσφεύγει στη μυστική για την αποκόλληση απ’ το εγώ, για να ζει την έγκοσμη αιωνιότητα την οποία δεν κλονίζει ούτε το εγκόσμως θνήσκειν. Ο Byron στο γνωστό του ποίημα Δον Ζουάν προσφέρει άλλη διάσταση στην περιπετειώδη κίνηση, διάσταση που δεν έχει τέλος, καθόσον ο ήρωάς του είδε τον κόσμο με μια θεσπέσια θέα/ και γράφει καθόλου όπως ο πολύς κόσμος.[102]

Οι αγάπες που δε γηράσκουν (A. de Musset) δε βρίσκουν σύμφωνους τους απαισιόδοξους ρομαντικούς οι οποίοι, πάντα με περιπάθεια, ακινητοποιούνται μπροστά στο φάσμα του θανάτου, καθώς ‘’αντικρίζουν’’ το φάσμα του μη υπάρχειν: Φανέ, όταν το έλαιον σε λέιψει, τι θα γίνεις;/ Τι; θα σβεσθής. Καλύτερον. Αφού η μοίρα αγρίως/ προώρισε την λάμψιν σου επί σποδού να χύνης,/ τι ωφελεί εις σε το φως και εις εμέ ο βίος;[103] Το φως του φανού που καίει και που σβήνει αναπόφευκτα εικονίζει το φθαρτό όχι μόνο του φωτός του, αλλά και της ζωής, της παροδικότητας των αισθημάτων, το τέλος. Υπάρχει αναμφισβήτητος ρομαντισμός που αχναγγίζει και το συμβολισμό, αλλά η συμβολική έκφραση στην απαισιόδοξη θέα του υπάρχειν οδηγεί στα κράσπεδα της άρνησης, αφήνοντας υποτυπωδώς τουλάχιστον μια διαψευσμένη προσδοκία.

Και ο έρως των απαισιόδοξων ρομαντικών, παρά τα επιδόρπιά του και τις υποσχέσεις του, δεν είναι παρά όνειρο απατηλό, όσες και αν είναι οι αναμονές της έγχρονη θητεία μας. Είναι περίπου όνειρο απατηλό. Ηράσθην κόρης. Μ’ έδωκεν αυτή λεπτά τα χείλη/ μ’ έδωκε τα στήθη της, κρησφύγετα χαρίτων·/ την χάριν, νύμφη παλαιά· το σώμα πυρός στήλη…/ Άλλ’ ήτο άλλο τ’ όνειρον και άλλη η κόρη ήτον[104] Είναι όντως υποβλητικοί οι ρομαντικοί και στις πλέον απαισιόδοξες υποκρούσεις ή και καταφάσεις τους επειδή το κάτοπτρο, έστω και αντιστραμμένο, θυμίζει και τις απαισιόδοξες στιγμές μας.

 

                                                *

Στο Φθινόπωρο του Κ. Χατζόπουλου, πέρα απ’ τα συμβολιστικά του στοιχεία, ο θάνατος της ηρωίδας της οποίας το βλέμμα αγκαλιάζει γη και θάλασσα σαν να ζητούσε απ’ τις ομοχρωμίες, απ’ τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φυτά βοήθεια, θυμίζει συγκινητικές στιγμές θανάτου με ρομαντική και μυστική προσέγγιση, ξαφνιάζει με το λιτό στυλ το οποίο είναι υπέρτερο κάθε λογοτεχνικής περιγραφής, αναφωτίζοντας ευρύτερες αναζητήσεις, πέρα από κάθε ορώμενο και αισθανόμενο. Πανενθεϊζουσα και θρησκεύουσα η συνείδηση της ηρωίδας, μακριά από κάθε εκζήτηση, απλά, ταπεινά, άσημα, θυμίζει τη μυστική του συμβαίνοντος και το πλήρωμα της ρομαντικής ψυχής. Μα πάλι εκεί η ωχράδα σα να σάλεψε για μια στιγμή∙ τα βλέφαρα κινήθηκαν σα να έπαιξε κάτι ξαφνικά μπροστά τους…. Και ο Στέφανος είδε τα χείλη της Μαρίκας που κινήθηκαν∙ και άκουσε το λόγο: - Η θάλασσα. Μα έξω πέρα η θάλασσα δε φαίνονταν∙ τη σκέπασε το σταχτί σούρουπο που είχε κρεμάσει στο παράθυρο μπροστά η νύχτα που έπεφτε. …και είδε τα μάτια της Μαρίκας: ακόμα ολάνοιχτα, πια δεν τον έβλεπαν. Άφησε και τον έφερε η κυρία Κατίγκω και τον κάθισε στη σάλα.  Είχαν ανάψει και δω το φως, όμως το φως δεν ήτανε πολύ∙ κεριά που έτρεμαν κ’ έπαιζαν κ’ έριχναν ίσκιους στις γωνίες, στους τοίχους και στο πάτωμα. Η Ευανθία σκυμμένη σε μιαν άκρη απέναντι τους κοίταζε, ο Στέφανος τους κοίταζε κι αυτός, μα δεν τους έβλεπε….[105]  Η ‘’ωραία κοιμωμένη’’ που υμνήθηκε τόσο συγκινητικά και απ’ τις εικαστικές τέχνες δεν είναι ένας μύθος ή μία συγκινησιακή παρόρμηση, αλλά μας εισάγει στο πνεύμα του ρομαντισμού στον οποίο το παρόν, το αιώνιο παρόν, φωτίζει το παρελθόν και το μέλλον. Τόσες και τόσες συγκινήσεις κλονίζουν το πνεύμα μας, το ενώνουν με το λογισμό μας, το διαχέουν στα βάθη της κοσμικής ψυχής, το κάνουν ύμνο, κι ας κρύβονται απ’ το κρύπτεσθαι της φαινομενικότητας, απ’ τις πάροδες μέριμνες, απ’ την τύρβη.

Η ματωμένη ωραιότητα δεν αιμάσσει απαραίτητα, δεν αφήνει οιμωγές και θρήνους, είναι σιγηλή μαρτυρία της ωραίας ψυχής που αιχμαλωτίζει, για να ελευθερώσει. Εδώ κρύβεται και αποκαλύπτεται ταυτόχρονα ένα διαφανές κατά βάθος μυστήριο ζωής που δε βρίσκεται στο παρελθόν, όσο και αν οι μυθικές διηγήσεις το επιποθούν στην πάλη τους να αποσείσουν τις πικρές και όντως αιμάσσουσες δοκιμασίες του ζην. Δεν αναμένεται ούτε στο μέλλον, ως ειδωλική ελπίδα, ως αισιοδοξία, ως προγραμματισμός, κ.ο.κ. Η αλήθεια της ελπίδας δε βρίσκεται ούτε στην αισιοδοξία, ούτε στα σχέδια που προδιαγράφονται με βάση ‘’στοιχεία’’, αλλά στη δυναμική και νηφάλια πρόσληψη του συμβαίνοντος το οποίο, οντικά θεωρούμενο, είναι αιώνιο παρόν.

Βρίσκεται στο παρόν του βλέμματος που γίνεται σπινθήρας ψυχής, στη μυστική ωραιότητα η οποία υπερακοντίζει ειρηνικά και ανέφελα όλες τις υποσχέσεις της επιτηδευμένης και συχνά προκαλούσας ομορφιάς με τη λάμψη της νεότητας ή με τα ψιμύθια της επιτήδευσης.

Πλήθουσες οι μαρτυρίες, παμπλήθουσες, έστω και αν αγνοούνται απ’ τη σκωρίαση της καθημερινότητας. Τις συναντάμε όχι μόνο σε κείμενα των ρομαντικών, αλλά διακρίνουμε και σε άλλες ποιητικές και ευρύτερα λογοτεχνικές δημιουργίες ως ελλάμψεις της ωριμασμένης παιδικότητας, ως παρουσίες του αιωνίου θήλεος και του ευπρεπούς άρρενος και σε αυτό το σημείο τις διαγιγνώσκουμε σε πλείστα έργα των εικαστικών τεχνών όπως και στις παναρμόνιες συνθέσεις του μουσικού πνεύματος.

 

                                                *

Είναι όμως δυνατό να περιγραφεί η ματωμένη, η πάσχουσα ωραιότητα με συμβολικές εκφράσεις και συνθέσεις, όταν ο άνθρωπος δε μπορεί να εκφρασθεί παρά συμβολικά; Ένα πρόσωπο, μια έκφραση, ένα νεύμα με ανεπιτήδευτη χάρη, μπορεί να εκφράσει την αλήθεια, πέρα απ’ τη φαινομένη πραγματικότητα, πέρα απ’ το αδήριτο του θανάτου, πέρα απ’ την οδύνη και την οργή των αιώνων;

Τι διαμηνύει το καθαρό πρόσωπο, η αγνή ματιά, το στοργικό χάδι, η θυσία;, πώς θα αξιολογούσαμε την ομορφιά που ανθεί ως ωραιότητα, πέρα από υποβάλλουσες μορφές και επιβλητικά χαμόγελα; Όντως, για να παραφράσω κάποιες σκέψεις της Sand, σε κάθε ιερό υπάρχει η πρόσοψη με παραστάσεις κ.ο.κ. που προϊδεάζει, αλλά δεν αποκαλύπτει. Ακολουθεί όμως το ένδον του ιερού, οποιασδήποτε ομολογίας, θρησκείας κλπ, το τελεστήριο όπως στην Ελευσίνα που δεν έχει απαραίτητα ανάγκη απ’ τους Ευμολπίδες για να φωτίσει με το φως που καταργεί το προσωπείο του της όψης για να αποκαλύπτει το άρρητο καθόσον η τῆς διανοίας ὄψις ἄρχεται ὀξὺ βλέπειν ὅταν ἡ τῶν ὀμμάτων τῆς ἀκμῆς λήγειν ἐπιχειρῇ, κατά τα φθέγματα του Πλάτωνος. Ναι, η ὄψις των οφθαλμών δεν είναι παρά κάτοπτρο του αιωνίου, κάτοπτρο το οποίο αποδιαστέλλεται αναφωτίζοντας το πρωτινό κάλλος, δεδομένου ότι κάθε συμβολική έκφραση ή παράσταση παραπέμπει στο συμβολιζόμενο, στο απόλυτο, στο ἄφθιτον κάλλος. H Δήμητρα οὐχ ηὓρισκεν τη θυγατέρα ἀνειμμέναις λαμπᾶσι, η Κόρη είχε αρπαγεί στον Άδη, η κορική τάξη όμως ανασταίνει την αρπαγή στον Άδη με το άσπιλο της κόρης η οποία είναι ἒφορος παντός σπειρομένου[106], επιστατούσα και καθορίζουσα, επειδή ακριβώς διασώζει την ωραιότητά της, μεταμορφώνοντάς την σε κάλλος. Αν η ωραιότητα σαγηνεύει με την υποβλητική χάρη του θήλεος, αν το θήλυ είναι τροφός της ζωής, οι ρομαντικοί και οι μυστικοί διακρίνουν κάτι το οποίο υπαινίσσεται χωρίς να αποκαλύπτεται. Δεν υποκρύπτεται ως νέο πέπλο της Ίσιδος, επειδή στην απόκρυψη αποκαλύπτεται ό,τι είναι το κάλλος. Το κάλλος όμως εικονίζεται, συμβολίζεται, δεν είναι κάτι το παραστατό το οποίο και η ωραιότερη περιγραφή θα αιχμαλώτιζε, θα αθανάτιζε έγκοσμα ως ρυθμική ανάκρουση, ως εικαστική μουσική υπόκρουση ή ως λογοτεχνική μαγεία. Είναι ό,τι συνέχει οποιαδήποτε μεγάλη εμπνοή, χωρίς να αιχμαλωτίζεται από αυτήν. Είναι ό,τι και αιχμαλωτισμένο  αγγέλλει την ελευθέρωση, το νοητό φως στο σκότος της αυτοπαγίδευσης απ΄τη μαγεία του παροδικού.

Η κόρη μυεί και ως καταδικασμένη, και ως διωκομένη, και ως κρυπτομένη, και ως σιωπώσα, και ως άσπιλη μητέρα, και ως σύζυγος κ.ο.κ., αλλά το κάλλος της, και η μυητική θητεία, και όταν εκφράζεται ως πάσχουσα ωραιότητα, ή ως αιχμάλωτη (Πηνελόπη, Ανδρομάχη, Ελένη κ.ο.κ.), επικαλείται τον άρρενα για να γονιμοποιείται ως ζωή, όσο και αν διασώζει τη μοναδικότητά της, επειδή στη γονιμότητα φωτίζεται όχι μόνο το μυστήριο της συνεχόμενης ζωής, αλλά και το ένδον του μυστηρίου, το άβατο, το άρρητο.

Μακριά από εξαπλουστεύσεις και από ειδωλοποιήσεις, προσεγγίζοντας κατά το δυνατό την ωραιότητα όπως διαζωγραφίζεται στην κόρη και στον άρρενα, μας είναι αδύνατο να σταθμεύσουμε μόνιμα στις ακτές του παραλλάσσοντος, του φθίνοντος, παρά τη μαγεία και την τέρψη των στιγμών.

 

                                         *

Υπάρχει βέβαια, ανακύπτει, θα λέγαμε, το γηραιό αλλά και σύγχρονο ερώτημα το σχετικό με τη σχέση ωραιότητας και μάλιστα τραγικής ωραιότητας με το κάλλος, με το ἂφθιτον κάλλος, που αποτελεί τον τελευταίο αναβαθμό μύησης της Διοτίμας, κατά το πλατωνικό Συμπόσιον.

Είναι σαφές πως το κάλλος, και εδώ καταδεικνύεται ο σχετικός χαρακτήρας κάθε συμβολικής έκφρασης, καθώς παροξύνει  τους προβληματισμούς μας: Πώς είναι δυνατό να κάνουμε λόγο για το απόλυτο, για το κάλλος το οποίο δεν είναι δυνατό να εκφράζεται με τις δυνατότητές μας;

Έχει τονισθεί πως ό,τι δε μπορεί να εκφρασθεί, να δειχθεί με τα λογικά σύμβολα, για να θυμηθούμε τον Wittgenstein,[107] δε μπορεί να ειπωθεί και ό,τι δε μπορεί να ειπωθεί οφείλει να τηρείται στη σιωπή. Ο Wittgenstein επαναλαμβάνει γηραιές διαπιστώσεις οι οποίες πλήθουν στην ιστορία της φιλοσοφίας και μας θυμίζει όρους όπως απόλυτο, άρρητο, άναρχο, επέκεινα κ.ο.κ., ταυτολογίες που δηλώνουν ένα και το αυτό. Παρόλα αυτά, έχει γίνει από πολλούς στοχαστές λόγος για το λόγο της σιωπής και το ερώτημα θυμίζει το σόφισμα του Επιμενίδη: Πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη σιωπή χωρίς να παρασυρόμαστε σε συνεχείς αντιφάσεις, καθόσον ο όρος σιωπή εκφράζεται συμβολικά, λέγεται δηλαδή;

Υπάρχει όμως απάντηση και δεν είναι ανάγκη να προσφύγουμε σε μεγάλους μυστικούς, παρά τη σπουδαιότητά τους, αλλά στο ίδιο το είναι των πραγμάτων και εδώ οι ρομαντικοί έχουν το λόγο τους. Τα μεταφυσικά ρίγη του ρομαντισμού, κατά το λόγο του Stendhal, συναντούν την αιώνια σιωπή της θεότητας κατά τον Alfred de Vigny, κάνουν την ποιητική ζωή μια άγια ψυχή, τονίζει η Mme de Staël, συναντιούνται με τα αμνημόνευτα χρόνια του Novalis, που δεν είναι παρά ίχνος και αναλαμπή του αιώνιου, κ.ο.κ. Πρόκειται για το παρόν του παρελθόντος, για το μέλλον του παρόντος, για ό,τι αποκλήθηκε αιώνιο τώρα ή αιώνιο παρόν.

Βαθύτερα, και εδώ συναντάμε εκ νέου την πρωτοτυπία της ρομαντικής σκέψης και όλων των υποκρούσεών της διαμέσου των αιώνων[108], αναδύεται το εκ των προτέρων πρότερο κατά τον G. Marcel, το πλατωνικό ἀνυπόθετον, την έμφυτη νόηση της ιδέας του απείρου κατά τον Descartes, το γριφώδες πράγμα καθεαυτό του Kant, τη βούληση ως παναρχή και όχι ως θέληση, του Schopenhauer, την αρχή της ταυτότητας του Schelling, κ.ο.κ.

Πρόκειται για μία αλήθεια η οποία διαλανθάνει και της οποίας τα θεμέλια βρίσκονται στην χωρίς χώρο και χρόνο αντίληψη του υπάρχειν και συγκοινωνείν με τον κόσμο, κατά τρόπο που ο χωροχρόνος αντιστρέφεται: Δεν είμαστε στον κόσμο ως παρατηρητές, η αντίληψή του είναι άμεση και απόλυτη, μήτρα της χωροχρονικότητας που είναι φαντασιακή και πνευματική, αλλά ποτέ αντικείμενο παράστασης ως απέραντο πεδίο υλικών συνθέσεων και ανασυνθέσεων. Αυτή η θεώρηση προσφέρει καινοποιό νόημα στον όρο σιωπή, επειδή αποσυμβολίζει τον κόσμο, τον κοσμάνθρωπο, επειδή καταφάσκει στην πρωτοπληροφορία κατά την οποία κάθε πεπερασμένο, κάθε δηλαδή εκφραστό, μεταβλητό, μαρτυρεί την αιώνια πηγή του που είναι απόλυτο παρόν, το οποίο προσδιορίζει ό,τι ονομάζουμε χρονικότητα, μεταβολή, αλλαγή κ.ο.κ. Αναδύεται το λέγειν της σιωπής, επειδή η αίσθηση-αντίληψη κάθε αισθητού, μεταβαλλόμενου, φθίνοντος έχει άπειρη αφετηρία ως αρχή κάθε γνώσης και λογικότητας.

 

                                                *

Είμαστε ίσως σε θέση να προσεγγίσουμε το κάλλος χωρίς το οποίο δεν υπάρχει κανένα κριτήριο προσδιορισμού της ωραιότητας σε όλες της τις διεκφράσεις. Αν ωραίο θεωρείται ό,τι διακρίνεται για την αρμονία του, για τη λάμψη του, για την ακμή του¸ για τον εντυπωσιασμό του που μαγεύει και που συχνά οδηγεί στη σαρκολατρεία, στα πάθη και σε τραγωδίες ή σε ψευδαισθήσεις, αυτό το ωραίο είναι παροδικό, εποχικό (ήδη απ’ τον Όμηρο ώρα είναι η εποχή) που κάποτε, αργά ή γρήγορα, θα παρέλθει. Ριγμένοι στη λήθη των αφετηριών μας, των άπαυστων και μη παραγράψιμων, αδυνατούμε να θεωρήσουμε το κάλλος, το μη παρερχόμενο, το οποίο όμως είναι η αληθής φύση μας, και στις κρίσιμες στιγμές δοκιμασίας. Κατανοούμε έτσι γιατί το κάλλος δεν είναι δυνατό να αναζητείται σε μορφές, σε σχήματα, όσο και αν εντυπωσιάζουν και γιατί, επειδή δεν ορίζεται με το οριστικό άρθρο το οποίο προσδιορίζει συγκεκριμένα μεγέθη, προκαλεί δυσκολίες οποιασδήποτε προσέγγισης. Μη οριστό επομένως (το) κάλλος, δεν αναζητείται σε κανένα συγκεκριμένο μέγεθος, ούτε στην αοριστία του απεριόριστου, σε ό,τι νομίζεται ως χώρος, αλλά αποκαλύπτεται εσαεί ως μύχιο είναι που ορίζει κάθε συγκεκριμένο και κυρίως κάθε λογιζόμενο. Είναι η ρίζα του λογισμού και του συναισθήματος ως απερίληπτη ενότητα που ορίζει και γι’ αυτό δεν ορίζεται.

Αν προσπαθούσαμε να προχωρήσουμε στους προβληματισμούς μας, θα διαπιστώναμε πως κάλλος είναι ό,τι είναι απόλυτο, άχρονο, άτμητο και πως κατοπτρίζεται σε ό,τι είναι φθαρτό, σχετικό, μεταβλητό.

Σε αυτό το σημείο, για να συνεχίσουμε, επικαλούμαστε πολλούς ρομαντικούς οι οποίοι, για την προσέγγιση του ό,τι τους συγκινεί, θεωρούν το ανθρωποκοσμικό γίγνεσθαι ως κοινωνία λόγου και συναισθήματος με το αισθητό. Ο κόσμος μας δεν είναι αντικείμενο προς επεξεργασία, αλλά συμβαίνον στο οποίο μετέχουμε. Βέβαια, είμαστε σε θέση να παραστατικοποιούμε συγκεκριμένες καταστάσεις, γεγονότα, βιώματα, καθόσον το ‘’έγχρονο’’ κάθε πεπερασμένης φαντασίας κινείται πάντα σχετικά, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ζωγραφίζει εκ των έξω κάτι. Αντίθετα, περιγράφει (κυρίως στον κόσμο της επιστήμης) πράγματα και καταστάσεις με την εκ των προτέρων αντίληψη και κοινωνία με το είναι του συμβαίνοντος. Χωρίς αυτήν την πρώτιστη γνώση είναι αδύνατη οποιαδήποε περιγραφή.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη πως ο ανθρωποκόσμος μηνύει αιωνίως το συνυπάρχειν χωρίς το οποίο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα, αυτοαποκαλύπτεται μία αλήθεια: Η ταύτιση ήθους και διανοίας, αφού απ’ το συνυπάρχειν αναδύεται η συναντίληψη, η κατανόηση, η αλληλεγγύη, η αγάπη κ.ο.κ., αλήθειες στις οποίες στηρίχτηκαν οι μέγιστες πολιτισμικές δημιουργίες.

Αντίθετα, αντιστροφή αυτών των αληθειών έδωσαν και δίνουν παραλογισμούς που καταλήγουν στην άρνηση του ανθρωπίνου.

Σε αντίθεση με τις αναγωγικά αρχετυπικές αρχές  τρέφεται γενικά η προβληματική του ρομαντισμού σε όλες της τις εκλάμψεις, όπως εκφράζονται στο πνεύμα της παιδικότητας, στην αναγωγή του ωραίου σε κάλλος, στην αιωνιότητα της ωραίας ψυχής, στο σεβασμό, όχι στη λατρεία, του παρελθόντος, στη μυστική πρόσληψη του ωραίου σε οποιαδήποτε έκφρασή του.

Φυσικά, και εδώ κορυφώνεται η προσέγγιση του κάλλους, το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ο λαμπτήρας που επανάγει στις αφετηρίες, στον αμνημόνευτο χρόνο, στο απόλυτο που ενδύει το σχετικό και αυτό διαφαίνεται στη διαπροσωπική κοινωνία, στη μετάσταση του έρωτα σε αγάπη, στη μυστική ωραιότητα που αναδύεται και που πληρώνει ως ἂφθιτον κάλλος: … ἀλλ’ αὐτό καθ’ αὑτό μεθ’ αὑτοῦ, μονοειδές ἀεί ὄν[109]… Κατανοούμε τις δυσκολίες ‘’περιγραφής’’ του κάλλους και εννοούμε το λόγο του Αθηναίου[110] κατά τον οποίο το αγαθό προσφέρει επιστήμη και αλήθεια, όντας όμως πάνω και απ’ την επιστήμη και απ’ την αλήθεια, επειδή είναι κάλλος.

Δημιουργείται βέβαια μία διελκυστίνδα, καθόσον το κάλλος ως πεμπτουσία του αγαθού δεν είναι δυνατό να εκφράζεται, να ‘’απεικονίζεται’’ ή να συμβολίζεται με σύμβολικό τρόπο, όπως και με τη σιωπή. Κινδυνεύουμε να επαναλαμβάνουμε το γνωστό σόφισμα του Επιμενίδη[111], αν δε λάβουμε υπόψη μας πως αν και κάθε μορφή έκφρασης και ονόματος είναι συμβολική, είναι ταυτόχρονα και μαρτυρία, αληθεύουσα μαρτυρία, αρκεί να προχωρήσουμε σε ό,τι έχουμε ήδη ονομάσει κυρίως σε άλλες ευκαιρίες, αποσυμβολισμό.

Ακριβέστερα, κάθε έκφραση που μαρτυρεί κάτι που είναι αναπόφευκτα φθαρτό, κινητό μεταβλητό, ‘’δείχνει’’ το συμβολιζόμενο το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την απόλυτη φύση του. Ας θυμηθούμε πως το σχετικό δεν είναι διανοητό χωρίς το απόλυτο, πως το απόλυτο αποκαλύπτεται συμβολικά με το σχετικό, κατά τρόπο που κάθε σχετικό είναι φορέας του απολύτου εν πεπερασμένω. Αυτή η αήθεια κορυφώνεται στην ανθρώπινη μαρτυρία, αλλά έχει γενική φορά. Ήδη, κατανοούμε πως οι όροι μικρό, μεγάλο, πολύ, λίγο, εντός, εκτός κ.ο.κ. έχουν σχετικό νόημα, αλλά αφενός νοούνται απολύτως και καθιστούν δυνατό το λογίζεσθαι, και αφετέρου  οντικά είναι απόλυτοι και δηλώνουν την ταυτότητα, την ταυτότητα όλων εν απείρω. … πανταχοῦ πάντα καί πᾶν πᾶν καί ἓκαστον πᾶν… ἓκαστον γάρ αὐτῶν μέγα, ἐπεί καί τό μικρόν μέγα[112]. Αγγίζουμε ήδη κάτι το οποίο μας βοηθάει να εκτιμήσουμε επαρκέστερα τη σχέση ωραιότητας και κάλλους. Αν η ωραιότητα δεν είναι διανοητή χωρίς τις αισθητές μορφές, τα σχήματα, κινήσεις, τις διασχέσεις κ.ο.κ., ο  λόγος που την καθιστά νοητή-αισθητή δεν είναι παρά το πλήρωμά της, η απόλυτη ωραιότητα η οποία δεν έχει μορφή, κίνηση κ.ο.κ., αλλά ως πληρώνουσα προσφέρει νόημα σε κάθε έγχρονο.

Ωστόσο, και σε ρομαντικούς συναντάται αυτή η αλήθεια με τρόπο που καταπλήσσει δημιουργικά. Αν θυμηθούμε το πέπλο της Ίσιδος και λάβουμε υπόψη μας πως κάποιος το απεκάλυψε, κάποιος ρομαντικός (Novalis), και πως διέκρινε στο κεκρυμμένο τον ίδιο του τον εαυτό, κατανοούμε συγκινητικά πως το κάλλος είναι το είναι μας, ο άπειρος εαυτός μας μακριά απ’ τη φθορά του έγκοσμου βίου. Αναθυμόμαστε επίσης την πλατωνική ἀνάμνησιν, την τυπικά μυθική αυτή θεώρηση κατά την οποία οι ψυχές θεωρώντας, κοινωνώντας με το αγαθό και με τις ιδέες οι οποίες ταυτίζονται όλες στον κόσμο του, υπέστησαν κόπωση και εξέπεσαν στον αισθητό κόσμο, διατηρώντας ωστόσο το πρωτινό τους παρθενικό κάλλος. Κι όμως, κάθε μυθική-συμβολική έκφραση αναδίνει κάλλος και διακηρύττει πως ο άνθρωπος είναι θεῖον φυτόν.

Προχωρώντας κάπως, διακρίνουμε κάτι που κορυφώνει τους προβληματισμούς μας. Το κάλλος, ως κάλλος ψυχής παραπέμπει στην ωραία ψυχή την οποία  ύμνησε ο Hegel στη Φαινομενολογία του Πνεύματος εμπνευσμένος μάλιστα απ’ τους Fénelon και Rousseau. Η ωραία ψυχή είναι η γνώση την οποία το πνεύμα έχει για τον εαυτό του στην καθαρή διαφανή του καθαρότητα –η γνώση του εαυτού που γνωρίζει πώς είναι …η καθαρή γνώση της καθαρής συγκέντρωσης στον εαυτό της.[113] Οι χαρακτήρες της ωραίας ψυχής είναι αποστίλβον κάλλος, είναι η πεμπτουσία του ηθικού χωρίς ηθικισμούς, η ανθοφορούσα ωραιότητα που είναι ό,τι πιο πληρωματικό και μάλιστα στις στιγμές πάθους της ως πληγωμένη ωραιότητα, ως στερουμένη, ως θυσιαζομένη, ως μαρτυρούσα. Η θυσία της ωραιότητας δίνει ζωή και πληρώνει το νόημα του συνυπάρχειν το οποίο μηνύεται σε κάθε έκφραση ζωής, και όπου αντιστρέφεται και γίνεται πάθος.

Το ήθος επομένως, η υπέρτερη συγκίνηση την οποία δημιουργεί ως έκσταση χωρίς εκστασιασμούς, ως διαρκές παρόν το οποίο σφυγομετρεί ό,τι έγχρονο, είναι η ακλινής αλήθεια χωρίς την οποία δεν υπάρχει λόγος, αλλά παραλογισμός. Αναλογιζόμαστε μάλιστα αν οι στιγμές έξαρσης και συγκίνησης οδηγούν σε κάτι σημαντικότερο: Στην έξαρση της έξαρσης, στη συγκίνηση της συγκίνησης, στην έκσταση και όχι στον εκστασιασμό. Δεν πρόκειται για παιγνίδι λέξεων, αλλά για κατά βάθος θεώρηση της σχέσης του ηθικού με το διανοητικό. Θαυμάζοντας τη φύση, προσεγγίζοντας το συνάνθρωπο διαμέσου της ανοχής, της αγάπης, της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας κ.ο.κ., δε δοκιμάζουμε απλά συγκίνηση, ούτε έξαρση που μας οδηγεί σε λογοτεχνικές δημιουργίες, αλλά κάτι σημαντικότερο που προδίδει την ενότητα ήθους και διάνοιας, ‘’εκλύουμε’’ το παρελθόν και το μέλλον στην καθαρότητα του παρόντος και αυτό συνιστά πληρωματικότητα, υπέρβαση του θνήσκειν ως ζωής μες το θνήσκειν, στηθοσκόπηση του είναι του παρόντος ως απόλυτου κατόπτρου όπου διαθλάται το άπειρο στο πεπερασμένο, πληροφορούμαστε πως ο άνθρωπος είναι άπειρος εν πεπερασμένω.

Το κάλλος έτσι δεν είναι ούτε αισθητό, ούτε νοητό, είναι το απόλυτο που τρέφει το σχετικό, την ανθρώπινη σχετικότητα, είναι η πληρωματικότητα η οποία καθιστά δυνατή την κάτοψη του κοσμανθρώπου, το πλήρωμα της χρονικότητας.

 

IV

Αποκρυπτογραφήσεις

(Ρομαντισμός, Μυστική, Φιλοσοφία, Μαρτυρία και περίσσεια)

 

Έχουμε τονίσει πως ρομαντικά στοιχεία συναντάμε διάσπαρτα παντού και όχι μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως κατά βάθος οι ευγενέστερες μορφές έκφρασης και δράσης είναι ρομαντικές, χωρίς να υποτιμάμε τις προσφορές άλλων σχολών, απ’ τον κλασικισμό μέχρι τον παρνασσισμό. Όσο και αν διαλαλείται πως κάποιες σχολές σκέψης και δημιουργίας είναι αντιδράσεις σε προηγούμενες κ.ο.κ., όσο και αν υπάρχουν δόσεις αλήθειας σε παρόμοιες απόψεις, οι πραγματικές δημιουργίες συναντώνται στο ουσιώδες, παρά τους ποικίλους ιριδισμούς τους.

Υποστηρίζοντας όμως πως ρομαντικά στοιχεία υπάρχουν σε όλες τις πνευματικές δημιουργίες, οφείλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε το μήνυμα του ρομαντισμού, πέρα από δογματισμούς και υποκειμενιστικές θεωρήσεις, στο βάθος δηλαδή του κοσμανθρωπίνου συμβαίνοντος με τις τόσες και τόσες θεωρήσεις, όσο πιο κοντά στις αρχές της πνευματικής δημιουργίας.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τον πλούτο της δημιουργίας κυρίως στη Γερμανία, στην Αγγλία και στη Γαλλία κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, διαπιστώνουμε πως οι αντιθέσεις, η στροφή στον Shakespeare και στη σύγκρισή του με τους Racine, Corneille, αλλά και Γερμανούς δραματουργούς, είναι ενδεικτική: Αναζητείται το είναι του τραγικού λόγου και είναι αναπόφευκτη η αναφορά των Ελλήνων τραγικών οι οποίοι, ωστόσο, παρά το σεβασμό, υποβαθμίζονται. Βαθύτερη όμως θέα (και εδώ είναι σημαντικές οι κρίσεις του  Tolstoi οι οποίες ‘’κατεδαφίζουν’’ τη νεώτερη δραματουργία και ιδίως τον Shakespeare, παραπέμποντας στον Όμηρο, επειδή εκεί, πάντα κατά τον Tolstoi, υπάρχει πραγματική ποιητική και δραματική δημιουργία).

Όλη η απέραντη παραγωγή όμως μας επανάγει, πέρα από κλασικιστικές, ρεαλιστικές, διαφωτιστικές κ.ο.κ. θεωρήσεις, στο ουσιώδες το οποίο υποκρύπτεται και το οποίο θα είναι αιώνιο ζητούμενο.

 

                                                *

Πού βρίσκεται η πεμπτουσία της πνευματικής δημιουργίας και κατά πόσο και ζηλευτά ακόμη ονόματα δεν την αποκρυπτογράφησαν;

Οδηγούμαστε στην πηγή, σε ό,τι λίγοι στοχαστές επισήμαναν, σε ό,τι είναι το εκ των προτέρων πρότερο, σε ό,τι συνέχει κάθε έγχρονη προσπάθεια και άξια λόγου δημιουργία. Είναι η μυστική, η άμεση πρόσληψη του συμβαίνοντος, η μη έμμεση, διαμεσολάβητη, πρωτοπληροφορία η οποία τρέφει και το λογίζεσθαι και το συναισθάνεσθαι, ό,τι συνιστά τη ρίζα του συνέχεσθαι, του διακοινωνείν, του λέγειν και του συναισθάνεσθαι. Αυτή η αλήθεια καταγράφεται ως συνέχεια όλων των ασυνεχειών, ως αποκρυπτογράφηση του όντως συμβαίνοντος πέρα από εικασίες και ψευδοβεβαιότητες. Είναι η αψευδής βεβαιότητα του υπάρχειν-συνυπάρχειν στον κόσμο, βεβαιότητα χωρίς την οποία είναι αδιανόητη οποιαδήποτε κίνηση, δράση, δημιουργία. Όσο και αν οποιαδήποτε έκφραση του ανθρωπίνως υπάρχειν είναι συμβολική, το συμβολικώς εκφράζεσθαι υποκρύπτει και φανερώνει ταυτόχρονα την πηγή του που δεν είναι συμβολική, αλλά απόλυτη που εκπίπτει στο έγκοσμο και στο, ταυτόχρονα, έγχρονο.

Αυτήν την αλήθεια τη συναντάμε στους ρομαντικούς οι οποίοι δεν ήταν φιλόσοφοι, αλλά οι οποίοι συναντώνται με φιλοσοφικές ενορμήσεις, όπως προσπαθήσαμε να επισκοπήσουμε σε προηγούμενες σελίδες του παρόντος πονήματος.

Πρόκειται για την πρώτη ‘’μορφή’’ έκφρασης η οποία συνίσταται στην αμεσότητα και συνεπώς αδιαμεσολάβητη κοινωνία μας τόσο με το αισθητό του οποίου είμαστε κοινωνοί, όσο και με το συνανθρωπίνως συνυπάρχειν.

Αυτή η παναλήθεια δεν συνάγεται, παρά τις αυτοαναφορικές και αντιφατικές εκ των προτέρων προσπάθειες της νατουραλίζουσας σκέψης.

 

                                                *

Συναντάμε εκ νέου το μεγάλο ερώτημα της παραστατικής θεώρησης του κόσμου ή της συμμετοχικής και σε αυτό το σημείο οι ρομαντικοί κατά βάση θεωρούν τον κόσμο κοινωνικά και διαπροσωπικά, με τρόπο που η έκπληξη, το χάρμα, ο θαυμασμός διαλάμπονται στα κείμενά τους.

Είναι ωραίο να περιγράφει κανένας τον κόσμο ως παρατηρητής, αλλά μεταπίπτει στην κατάσταση του ειδωλοποιούντος, φθάνοντας στη συνέχεια στην πλασματική απόδοση του συμβαίνοντος που προκαλεί επιφανειακή τέρψη όπως οι τόσες απεικονίσεις στιγμών του βίου, χωρίς ουσιαστική κοινωνία με το όντως συμβαίνον. Είναι γνωστές οι διάφορες επιθεωρήσεις, όπως και εντυπωσιάζουσες ποιητικές αποδόσεις ή και μυθιστορηματικές δημιουργίες που ουσιαστικά απομακρύνουν απ’ την καθαρή αισθητική της ζωής.

Αντίθετα, όντως μαρτυρίες που εισβάλλουν κατά το δυνατό στο είναι του συμβαίνοντος είναι τόσο ουσιώδεις, όσο και οι φιλοσοφικές βυθοσκοπήσεις του ανθρωπίνως υπάρχειν. Αναβιώνουν προσωπικές συγκινήσεις και αναβλέψεις, πέρα από εφήμερες τέρψεις που σβήνουν και χάνονται σαν απατηλά όνειρα. Αυτές οι καταστάσεις είναι μυστικές, όχι επειδή τάχα βυθίζουν σε έναν μυστικισμό ο οποίος συχνότατα είναι άσχετος προς το πνεύμα της μυστικής και ο οποίος οδηγεί σε αυταπάτες ή και σε ψευδοβεβαιότητες, αλλά μυστικές στο πραγματικό νόημα του όρου: Αιωνίζουν την πρωτοπληροφορία του υπάρχειν-συνυπάρχειν στον κόσμο ο οποίος δεν είναι παράσταση, αλλά συγκοινωνός, δίνουν νόημα στην πραγματική αίσθηση του συγκοσμικώς συνυπάρχειν, δυναμιτίζουν ειρηνικά την αίσθηση και το λογισμό, αναφωτίζουν τη συνείδηση και βυθοσκοπούν το νυν, το τώρα, το αιώνιο τώρα ως αιώνιο παρόν.

Γι’ αυτό ακριβώς η ρομαντική ψυχή ακροάζεται και κοινωνεί με το όντως υπάρχον χωρίς εμμεσοποιημένα σχήματα, ως κοινωνός δηλαδή. Δεν της είναι επομένως δυνατό να θεάται ως παρατηρητής, αλλά μετέχει ως κοινωνός. Είναι η μυστική ακρόαση-κοινωνία η οποία δε μπορεί παρά να αγγέλλεται ως μαρτυρία-παρουσία, ως αρετή, περιλαμβάνει με σεβασμό ό, τι είναι αόρατο και υπεραισθητό στη  φύση μας και υπ’ αυτό το πνεύμα είναι αρετή[114]. Υπ’ αυτό το δεδομένο το ηθικό περιλαμβάνει και το λογικό, σε σημείο που ό,τι είναι ηθικό, είναι λογικό και ό,τι είναι λογικό, είναι ηθικό, εις πείσμα κάθε νεόκοπου ορθολογισμού. Πρόκειται για μυστική αλήθεια η οποία είναι φανερή και στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα ως αντιστραμμένη πραγματικότητα.

Αυτή η αλήθεια, η ταυτότητα λογικού και ηθικού δεν είναι δυνατό να εννοηθεί παρά ως μυστική αλήθεια και οφείλεται στο ότι το μυστικό, η μυστική η οποία εμφωλεύει παντού, δεν ορίζεται, αλλά μαρτυρείται ως τροφός λόγου και συναισθήματος. Δεν ορίζεται, αλλά τη ζούμε ως αμετάθετη αλήθεια η οποία ‘’ενοικεί’’ στο έλλογο συναίσθημα, που ενοικεί ως παροικούσα, ως συνέχουσα, επειδή είναι το πνεύμα του συνέχοντος. Δεν είναι το άρρητο, το απόλυτο, αλλά η μαρτυρία του, ό,τι δηλαδή καθιστά δυνατό και το λόγο και το συναίσθημα, δυνάμεις απ’ τις οποίες εκπηγάζουν όλες οι πνευματικές μας δραστηριότητες. Γι’ αυτό, ένας ‘’ορθολογισμός’’ ξεκομμένος απ’ τις αφετηρίες του, δεν είναι παρά ρηχός ανορθολογισμός. Αν η μυστική δε δείχνεται ως τόδε τι, φανερώνεται ως μαρτυρία του απολύτου και αυτό το συναντάμε σε πολλές άξιες λόγου φιλοσοφίες.[115]

Είμαστε όμως σε θέση να πούμε τι είναι η μυστική χωρίς να την ορίσουμε-περιορίσουμε, δεδομένου ότι κάθε ορισμός είναι περιορισμός; Είναι ο τρόπος, ο μοναδικός τρόπος κοινωνίας μας με το συμβαίνον, με το ανθρωποκοσμικό συμβαίνον. Δεν είναι το συμβαίνον, δεν είναι ούτε ο λόγος, ούτε το συναίσθημα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο είμαστε ικανοί να κοινωνούμε με το αισθητό, ο τρόπος με τον οποίο είμαστε σε θέση να ενεργοποιούμε αίσθηση και διάνοια, αντίληψη δηλαδή, προς κατανόηση της αλήθειας, είναι ο τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στην προσωποποίηση, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο νιώθουμε κοινωνοί με τον κόσμο χωρίς καμία παραστατικοποίηση. Αυτό δεν οδηγεί σε αοριστίες, ούτε στη σύλληψη, δεδομένου ότι ο νους δε δημιουργεί, αλλά νοεί-εννοεί το υπάρχον. Αυτήν τη θέση διετύπωσε και ο νεαρός ρομαντικός Shelley[116], αυτή η θέση παιδαγωγεί τη διάνοια στρέφοντάς την στα άμεσα δεδομένα της, στις αρχέγονες (όχι ηλικιακά) αφετηρίες της, στο αιώνιο παρόν της το οποίο εξάλλου δεν είναι διανοητό χωρίς την άμεση αίσθηση-νόηση του συνυπάρχειν και της παρουσίας-μαρτυρίας.

Αυτή η αλήθεια, πυρήνας της μυστικής, διαβρέχει κάθε πραγματική πνευματική δημιουργία, έστω και ερήμην της. Φωτίζει και φωτίζεται. Φωτίζει το λέγειν-λόγο, αλλά φωτίζεται απ’ την άμεση πρωτοσύλληψη του απόλυτου που δεν αναζητείται κάπου, αλλά που συνέχει. Γι’ αυτό δε μπορούμε να αναζητάμε το απόλυτο ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας, για να θυμηθούμε τον Hesse, δε μπορούμε να εκτιμάμε οντικά το λίγο απ’ το πολύ, επειδή στο λίγο αποκαλύπτεται κάτι πιο πολύ απ’ το πολύ, το πνεύμα δηλαδή κάθε αισθητού. Δεν είναι τυχαίο το ότι στοχαστές ολκής ταυτίζουν το είναι με το μηδέν. Πρόκειται για μυστική πρωτοπληροφορία η οποία καταφαίνεται, μεταξύ άλλων, και στη εγελιανή σύνθεση, χωρίς την οποία ο εγελιανισμός θα ήταν εντελώς αστήρικτος.

Διανοητικά η μυστική φαίνεται ως φυγή, ως απόδραση που γεννάει πολλούς νοσηρούς μυστικισμούς. Σωστά ιδωμένη όμως είναι τροφός του λόγου και αυτό το κατανοούμε όχι μόνο με εμβάθυνση σε κείμενα μεγάλων στοχαστών, Ανατολικών κι Δυτικών, αλλά με εμβάθυνση στην ίδια μας τη φύση. Απελευθερούμενοι απ’ την παραστατική θέα του κοσμανθρώπου, ερχόμαστε σε πραγματική κοινωνία με το οντικά υπάρχον, ενσαρκώνουμε όντως την παρουσία μας η οποία μόνο ως μαρτυρία είναι διανοητή. Συνακολουθεί όλη η επαναξιολόγηση των πνευματικών μας καταλληλοτήτων οι οποίες όμως είναι αδιανότητες χωρίς το συνυπάρχειν το οποίο κορυφώνεται στις διανθρώπινες σχέσεις μας. Ήδη η ταυτότητα ηθικού και διανοητικού κρατύνει την παρρησία της μαρτυρίας και φωτίζει το νόημα της ζωής.

Δε μπορούμε όμως να προσεγγίσουμε, να καταφάσκουμε, ακριβέστερα, στην ταυτότητα ηθικού και διανοητικού χωρίς το ‘’υπέδαφος’’ που την προσδιορίζει και αυτό συνιστά βέβαιη και ατρεμή πραγματικότητα. Η αφετηρία δε βρίσκεται στη διανοητική προσέγγιση του θέματος, κάτι που οδηγεί σε θεωρητικές-σχολαστικιστικές (άλλο σχολαστική και άλλο σχολαστικισμός) αναλύσεις που δεν είναι παρά βακτηρίες πάσχουσας διανοίας.

Υπάρχει αφετηρία η οποία είναι τροφός και οδηγός και αυτό το βρίσκουμε στην ίδια άπαυστη αφετηρία του ανθρωποκοσμικού μας είναι.  Κάθε συνειδητοποίηση του υπάρχειν στον κόσμο δεν είναι διανοητή χωρίς το συνυπάρχειν, και αυτό οδηγεί στην αμετάθετη βεβαιότητα πως για να αντιλαμβανόμαστε το υπάρχειν μας κοινωνούμε με το είναι μας το οποίο έχει καθολικότητα, το οποίο είναι απόλυτο. Αυτή η πληροφορία δε γνωρίζει ούτε έξω, ούτε μέσα, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε κοντινό, ούτε μακρινό. Ορίζει τις κατηγορίες αυτές ως σχετικές, ως μεταβαλλόμενες¸ ως παραλλάσσουσες, και έτσι ως συμβολικές. Δε συμβολίζουν τις παραστατικοποιήσεις της πάσχουσας διάνοιας, αλλά την άχρονη φύση οποιουδήποτε συμβαίνοντος το οποίο με τη σχετικότητά του αναδίνει κάτι που δεν τιθασσεύεται με ‘’λογικές’’ κατηγορίες ως  τελική αλήθεια.

Προσλαμβάνουμε επομένως κάθε συγκεκριμένο εν απολύτω και γι’ αυτό υπάρχει λόγος και νόημα. Πρόκειται για μυστική πρόσληψη η οποία φωτίζει το συμβαίνον και αναπτερώνει τη διάνοια. Φυσικά η μυστική δεν ορίζεται με βάση τις λογικές κατηγορίες επειδή είναι η μήτρα τους, η εσαεί μήτρα τους και η ‘’πρόκλησή’’ της είναι σαφής: Είναι δυνατό χωρίς αυτήν την αφετηρία να υπάρχει λόγος και συναίσθημα; Είναι δυνατό να υπάρχουμε χωρίς το συνυπάρχειν κόσμου και ανθρώπου, ανθρώπων και συνανθρώπων; Έτσι αναδύεται μια εξίσου μεγάλη αλήθεια-ερώτημα: Είμαστε σε θέση να κάνουμε το συνάνθρωπο, το διανθρωπίνως συνυπάρχειν, αντικείμενο σκέψης χωρίς τον εαυτό μας, χωρίς την πρωτογενή εγγύτητα που μαρτυρεί ό,τι συναναδύεται, ό,τι στεγάζει τις ευγενέστερες στιγμές της διαπολιτισμικής δημιουργίας ως κοινό sensorium, ως κοινό αισθητήριο, το οποίο, μάταια προσπαθεί να διαψεύδει η παράδοση στο φαίνεσθαι, στη μάταια γνώση, στη φθορά της παραστικοποιημένης χρονικότητας, όπως θα έλεγε ο Cioran, της πλαστής χρονικότητας που αγνοεί την πηγή της και που γίνεται αφετηρία εγωισμών και παραλογισμού απ’ τον οποίο πάσχει ο ιστορικός άνθρωπος;

Ουσιαστικά πρόκειται για εκ βαθέων κατάδυση στο κρύφιο νόημα της ζωής, για αφύπνισή μας που συνήθως ζούμε ως, κτήνεα, όπως διαπίστωσε ο Ηράκλειτος. Χωριζόμαστε με σιωπή και με δάκρυα, με λύπη, σημειώνει ο  Byron[117] για να αναθυμηθεί τη μεγαλοπρέπεια του παλαιού χρόνου[118], του χρόνου τον οποίο αναζητούσε με τόσες περιπέτειες ο Δον Ζουάν του ποιητή, το ενδόμυχο είναι του κυριότερα. Ο Βυρωνισμός, πέρα απ’ την εκρηκτικότητά του, υποκρύβει τη βαθιά νοσταλγία των καταγωγών, για να θυμίσω ένα βιβλίο του Mircea Eliade.

Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε κείμενα των ρομαντικών μας για να διαπιστώσουμε πως οι κύριες εμπνοές τους είναι μυστικής υφής και πως σε αυτό το σημείο η ρομαντική σχολή συναντάται με καίριες στιγμές της μεταφυσικής αναζήτησης, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζονται και άλλες στιγμές πνευματικής δημιουργίας.

 

                                                *

Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τη σπουδή μας και σε παράλληλες διαπιστώσεις για να διακριβώσουμε το πνεύμα κάθε πνευματικού εγχειρήματος, το μυστικό δεσμό ο οποίος, κορυφούμενος, αναφωτίζει λησμονημένες στιγμές και αλήθειες, πέρα απ’ τη φθορά του χρόνου, που μας συνέχουν.

Ελπίζουμε πως οι ίσως φτωχές σελίδες που προηγούνται να ενεργήσουν ως δημιουργικά εναύσματα αποτελεσματικότερων προσπαθειών.

 

 

 

 

Προ-επιλεγόμενα

 

Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για επιλεγόμενα μετά την περιήγηση η οποία προηγείται, δεδομένου ότι κάθε επίλογος συνοψίζει οριστικά θεωρήσεις που διατρέχουν το πνεύμα των κεφαλαίων και των θέσεων.

Είμαστε όμως σε θέση να προβαίνουμε σε εκτιμήσεις οι οποίες ανοίγουν νέους ορίζοντες σε κάθε πνευματική μας προσπάθεια, αν ένα φιλοσοφικό δοκίμιο δεν ορίζει οριστικά και αμετάκλητα, αλλά προσπαθεί να οξύνει και να παροξύνει μεγάθυμα, νηφάλια και δημιουργικά το φιλόσοφο δαίμονα ο οποίος συνιστά απαράγραπτο στοιχείο του είναι μας.

Υπ’ αυτό το πνεύμα ο αναγνώστης μπορεί να εμβαθύνει, να συμφωνεί ή και να διαφωνεί με θέσεις, χωρίς να ‘’στεγάζεται’’ ή να ‘’κατοικεί’’ ήσυχα σε χώρους οι οποίοι φαίνεται πως του προσφέρουν μόνιμο καταφύγιο και βεβαιότητες, όπως και εύκολες λύσεις.

 

                                                *

Καλούμε επομένως τους φίλους αναγνώστες να εγκύψουν στις αλήθειες ή στα εναύσματα που προσπαθούν να του προσφέρουν οι σελίδες που προηγούνται. Με πνεύμα διαλόγου, σεβασμού σε μικρές ή μεγάλες στιγμές τη ρομαντικής και της φιλοσοφικής σκέψης, καθόσον οι προοπτικές δεν εξαντλούνται σε γνωστές σχολές ή και εποχές. Οδηγούν στην οικουμενικότητα του ανθρωποκοσμικώς συνυπάρχειν, όπου αποκαλύπτονται θεσπέσια μυστικά και ξανοίγονται ορίζοντες ωραιότητας και κάλλους.

Πρόκειται για υπέρβαση, για προσπάθεια ελευθέρωσης απ’ την αποκοιμίζουσα συνήθεια της καθημερινότητάς μας η οποία αγνοεί ό,τι συνέχει ουσιωδώς τη μύχια φύση μας, ό,τι μας αποκαλύπτει την ομορφιά του ανθρωπίνου, το κάλλος του το άφθιτο.    

 

 

                                                                                                2023                    

 

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

(Συμπληρωματικά κείμενα της παγκόσμιας μούσας που ευρύνουν κατά το δυνατό τους ορίζοντες της παρούσας      μελέτης, χωρίς καμιά υποχρέωση αποδοχής των θέσεών τους.)

 

1.     Alfred de Musset: Ζώντας μια νέα ζωή από ηλικία σε ηλικία/ έτσι αποδημούν στο Θεό παλιές δόξες./ Γι’ αυτό ο βαρύς απόηχος της φωνής του ευφυούς/ γίνεται η οικουμενική φωνή των ανθρώπων…/ Και σένα που πέθανες χθες μακάρια Μαρία/ στο βάθος ενός παρεκκλησιού μας μένει ένας σταυρός./ Ένας σταυρός κι η λησμονιά, η νύχτα, η σιωπή./ Ακούστε! Είναι ο άνεμος, ο απέραντος ωκεανός/ είναι ένας αμαρτωλός που τραγουδάει στην άκρη του μεγάλου δρόμου./ Και τόση ομορφιά, δόξα και ελπίδα,/ με τόσες γλυκές συμφωνίες ενός θείου οργάνου/ ούτε ένας ελαφρύς αναστεναγμός, ούτε ένας μακρινός ήχος. Stances.

2.     Alfred de Vigny : Καθώς ο ανατέλλων ήλιος αγκάλιαζε την εξοχή/ και τις πράσινες ελιές  του αγίου όρους,/ κείνη την ειρηνική ώρα που οι σκόρπιες καμήλες/ μετέφεραν απ’  την έρημο το φόρο τους στους Εβραίους./ Ο πάστορας με τη λευκή του στολή είδε το άστρο να ωχραίνει,/ καλεί την οικογένειά του στην επίσημη ανατολή/ και χαιρετάει με τους ύμνους του την ημέρα και τον Αιώνιο…La femme adultère. 

3.     Amiel H.F.  : Η φανατική αγάπη θανάτου και το πάθος για αθανασία είναι δύο προκύπτουσες της ίδιας αρχής, δηλαδή η απαξία του παρόντος, του πεπερασμένου, του φθαρτού. Ο Πλάτων και ο Βούδας τίμησαν και οι δύο την ανάγκη του απείρου, αλλά με δύο αντιτιθέμενους τρόπους: Ο Πλάτων βεβαιώνει την αιωνιότητα της ψυχής· ο Βούδας της επιτρέπει να ελπίζει το Νιρβάνα. Αν ξεφεύγει κανένας απ’ την ανυπόφορη μετριότητα της θνητής ζωής, καθένα απ’ τα δύο ‘’βάραθρα’’ φαίνεται ως σωτηρία. Journal Intime, t. VII, σελ. 294.

4.     Έπεται πως ένα άπειρο δε θα προσφερόταν παρά σε μία ενόραση, ενώ οτιδήποτε άλλο προκύπτει απ’ την ανάλυση. Ονομάζουμε ενόραση αυτό το είδος της διανοητικής συμπάθειας με το οποίο μεταφερόμαστε στο εσωτερικό ενός αντικειμένου, για να συνυπάρξουμε με ό,τι έχει ως μοναδικό και, συνεπώς, ανέκφραστο. Εισαγωγή στη Μεταφυσική, Δρόμων, 2006, σελ. 23 (Η μετάφραση -Introduction la Métaphysique- δική μας)

5.     Blanchot M., … Η γοητεία της παιδικότητάς μας οφείλεται στο ότι η παιδικότητα είναι η στιγμή της γοητείας, είναι η ίδια καταγοητευμένη, εκπεπληγμένη, και αυτή η χρυσή ηλικία φαίνεται περιλουσμένη από ένα λαμπρό φως επειδή δεν αποκαλύπτει κάτι, όντας ξένο προς κάθε αποκάλυψη, καθαρό απαύγασμα… L’ espace litteraire, Gallimard/idées, 1955, σελ. 26.

6.     Blondel M. : Η πολλαπλή σύνθεση ως συνθετική δημιουργία παρουσιάζει εσωτερική ενότητα και ο δεσμός των στοιχείων έχει μία διακριτή πραγματικότητα των ίδιων των στοιχείων… Το όλο και μόνο απ’ το γεγονός ότι θεωρείται όλο είναι περισσότερο απ’ το σύνολο των στοιχείων του, επειδή δε φανερώνεται ως φαινόμενο παρά μόνο αν οδηγηθεί στην ενότητα ενός συστήματος. L’action, Quadrige/PUF, 1993, σελ. 88, 89.

7.     Breton A. : Εκπλήττεται κανένας καθώς επιθυμεί να αγαπάει με αυτόν τον τρόπο την καρδιά της συμφιλιωμένης φύσης; Επειδή είσαι μοναδική δεν είναι δυνατό να μου φαίνεσαι άλλη, συ η ίδια.  Διαβαίνοντας ανάμεσα στην ποικιλία των απέριττων ανθέων, σένα τη μεταβαλλόμενη σε αγαπώ…  L’amour fou, Gallimard/folio, 1937,  σελ. 110, 118. 

8.     Byron G. G., : Όταν οι δυο μας χωρίσαμε/ σιωπηλά και με δάκρυα/ με σχεδόν κομμένες καρδιές/ να αποχωρισθούμε για χρόνια/ ωχρότητα περιέλουσε  και ρίγος/ ψυχρότερο το φιλί σου/ κι αλήθεια αυτή η ώρα προανήγγειλε/ θλίψη γι’ αυτό. When We Two Parted.

9.     Carlyle Th. : Ο λόγος βέβαια είναι μεγάλος, αλλά πιο μεγάλη η σιωπή. Το Ωραίο, διακηρύσσει ο Goethe, είναι ουσιωδέστερο απ’ το καλό. Το ωραίο ενέχει, περιέχει το καλό… Το να γνωρίζουμε να εισδύουμε στην αλήθεια κάθε πράγματος είναι πάντα μία μυστική ενέργεια, κάτι για το οποίο και ο μεγαλύτερος λογικός τρόπος δε μπορεί παρά να υποτονθόρυζει και καθ’ ολοκληρίαν επιφανειακά. Les Héros, Éd. des deux mondes, 1997, σελ. 149, 119, 88.

10.                         Coleridge S. T.: Η πραγματική φυσική φιλοσοφία περιλαμβάνει τη σπουδή της γλώσσας και των συμβόλων. Η εξουσία που ανατίθεται στη φύση είναι όλη σε όλα τα μέρη: με τον όρο σύμβολο δεν εννοώ μια μεταφορά ή μια αλληγορία ή οποιοδήποτε άλλο σημείο λόγου ή οποιαδήποτε μορφή φαντασίας, αλλά κάτι το αποτελεσματικό, σύγχρονο και ουσιώδες ως προς το τι αντιπροσωπεύει το σύνολο… Η τιμή περιλαμβάνει το σεβασμό σε ό,τι είναι αόρατο και υπεραισθητό στη φύση μας και υπ’ αυτό το πνεύμα είναι αρετή. Les sermons laiques (suivi de) L’Ami, Gallimard, 2002, σελ. 166, 636.

11.                        Éluard P. : Λέγαμε αγάπη κι ήταν η ζωή./ Ανάμεσα στους πύργους της παιδικότητας/ ήταν ένα αέρινο ελαφρύ αίμα,/ και με έκπαγλες προσεγγίσεις γινόμασταν οι άλλοι. Le livre ouvert, Gallimard, σελ. 23.

12.                         Gautier Th. : Οι Παρθένες με χρυσή υποβολή με τα χρυσά αμυγδαλένια μάτια/ λευκές σαν τα κρίνο, ξανθές σαν το μέλι/ με τα γόνατα στη γη και το βλέμμα στον ουρανό. Poésies.

13.                         Η αλληγορία είναι λιγότερο ή περισσότερο επιφανειακή παράσταση, απεικόνηση, των γενικεύσεων και των αφαιρετικών μας τάσεων και αναφέρονται σε τέλεια γνώσιμες και εκφραστές καταστάσεις που μπορούν να σημαίνονται και με άλλους τρόπους. Το σύμβολο είναι η μοναδική δυνατή έκφραση του συμβολιζόμενου το οποίο το σύμβολο συμβολίζει. Corbin Henry, Histoire de la prilosophie islamique, Gallimard/idées, 1968, σελ. 28, 29.

14.                         : Hegel G. W. F. : Σε αυτή τη διαφανή καθαρότητα των στιγμών της η ωραία ψυχή γίνεται μία δυστυχής ωραία ψυχή, όπως λέγεται, το φως της σβήνει σιγά σιγά μέσα της και εξατμίζεται ως ατμός χωρίς μορφή για να διαλύεται στον αέρα.  Phénoménologie…I, σελ. 189.

15.                         Herder J G. : Η μακαριότητα δεν ενοικεί στο στέφανο των διακεκριμένων ή στη θέα του ευλογημένου απ’ το Θεό ποιμνίου, στο εμπορευόμενο πλοίο και στα σημεία που κατακτήθηκαν απ’ τον εχθρό, αλλά στην ψυχή που την έχει ανάγκη, που αποβλέπει σε αυτήν, που την απόκτησε χωρίς να απαιτεί τίποτε άλλο. Κάθε έθνος είναι φορέας του κέντρου της μακαριότητας, όπως ακριβώς και μια σφαίρα έχει η ίδια το κέντρο της βαρύτητάς της. Histoire et cultures (Une autre philosophie de l’histoire), GF Flammarion, 2000, σελ. 77.

16.                         Hesse H. : Λοφοσειρές με σπάνια ομορφιά/ βαθύχρωμα βουνά, ανοιχτόχρωμα των λιβαδιών χαλιά/ κόκκινοι βράχοι, καστανόχρωμες χαράδρες/ πλημμύρα των ελάτων οι σκιές!/ Όταν ευλαβικοί καμπάνας ήχοι/ ενώνονται με ελάτων τη βουή στη θύελλα/ ώρες ολόκληρες μπορώ να τους ακούω. Αναγνωστικό, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1994, σελ. 493.

17.                         Hugo V.: Τα άλικα και αγνά χείλη της μισοχαμογελούσαν. Το άδολο και γαλήνιο μέτωπό της σκιαζόταν κάπου κάπου κάτω απ’ τη σκέψη της, όπως ο καθρέπτης κάτω απ’ την ανάσα. Κι απ’ τα μακρινά μακρουλά μαύρα χαμηλωμένα ματόκλαδά της ξεχυνόταν κάποιο ανείπωτο φως, δίνοντας στην κατατομή της την ιδανική εκείνη γλύκα που ξαναβρήκε αργότερα ο Ραφαήλ στο μυστικό σημείο όπου διαχωρίζονται παρθενία, μυτρότητα και θειότητα… Notre Dame de Paris, μτφς Γ. Κοτζιούλα, Μιχαλακέας, σελ. 152.

18.                         Hymnes de la religion d’Aton: Τα δημιουργήματα δε ζουν παρά όταν τα φωτίζεις. Γιατί είσαι μητέρα και πατέρας της δημιουργίας. Τα μάτια τους, όταν τα φωτίζεις, μόνο από σένα έχουν όραση… Και όλες οι καρδιές τότε σπεύδουν να σε δουν, επειδή επιφαίνεσαι ως κύριός τους.  Hymnes de la religion d’Aton, Seuil/sagesses, 1995, σελ. 127.

19.                         La légente arthurienne: … Ο μοναχός έλεγε την προσευχή και στα δεξιά του ο βασιλιάς διέκρινε ένα παιδί υπέροχης ωραιότητας: Ήταν ντυμένο με λινό άσπρο φόρεμα που ‘μοιαζε με άμφια και έφερε χρυσό στέμμα εμπλουτισμένο με πολύτιμες πέτρες που διέχεαν μια πολύ εντυπωσιάζουσα λαμπρότητα. Αριστερά του στεκόταν μια κυρία τόσο όμορφη που καμία ομορφιά του κόσμου δε θα μπορούσε να τη φθάσει… Éditions Robert Laffont, 1989, σελ. 132.

20.                         Mme de Staël : Οι διαλογισμοί του, σε συμφωνία με τα πάθη του, μπορούσαν να υψώσουν τις κινήσεις της καρδιάς του, αλλά για να τα κατασιγάσει, αυτή μάλιστα τη στιγμή της συναίσθησης των τύψεων ήταν τόσο ζώσα, όσο και εκείνη της επιθυμίας. Indiana, Gallimard/folio, 1984, σελ. 135.

21.                         Musil R., Και ενώ η οργανωμένη απ’ το λόγο των θεολόγων πίστη οφείλει παντού να δίνει σκληρή μάχη κατά της αμφιβολίας, και της αντίθεσης στο λόγο της εποχής μας,, φαίνεται πως το θεμελιώδες γεγονός της μυστικής αρπαγής, η γυμνή εμπειρία, απογυμνωμένη από όλα τα πέπλα της διανοητικής και παραδοσιακής πίστης ως γηραιών θρησκευτικών εικόνων, αυτή η εμπειρία την οποία ίσως δεν είναι πια δυνατό να  θεωρήσουμε αποκλειστικά θρησκευτική, αναπτύχθηκε εξαιρετικά και  αποτελεί τη μορφή αυτού του πολύμορφου κινήματος του αλογισμού που κυνηγάει τον αιώνα μας σαν ένα πτηνό της νύχτας που παραπλανήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας…σελ.696…. Η ομορφιά και η συγκίνηση  μπαίνουν στον κόσμο από παράλειψη.

L’homme sans qualités, tom.I, II, Éditions du Seuil, μτρφς.     Philippe Jaccottet, σελ. 721

22.                         Nicolas de Cues: Εκείνος που καταλαβαίνει πως το μη άλλο δεν είναι παρά το μη-άλλο, ολοφωτίζεται απ’ την αιωνιότητα όπου υπάρχει η αιώνια αιωνιότητα της αιωνιότητας, και απ’ την αλήθεια όπου υπάρχει η αλήθεια της πραγματικής αλήθειας, και απ΄ την αγαθότητα η οποία είναι η αγαθότητα της αληθινής αγαθότητας. Du non-autre, Le guide de la pensée, Cerf, 2002, σελ. 117.

23.                         Novalis: Η Φύση, απάντησε ο Klingsohr, είναι για την ψυχή μας ότι ένα σώμα είναι για το φως. Το συγκρατεί, το θραύει σε ειδικά χρώματα• έτσι φωτίζει την επιφάνειά του ή τα βάθη της με μία φαεινότητα η οποία όταν εξισορροπεί με τη σκοτεινότητα την καθιστά διαυγή και διαφανή, αλλά όταν επικυριαρχεί, λάμπει πέρα από αυτό για να φωτίζει άλλα σώματα… Αυτή ακριβώς η χαρά συνίσταται στο να κάνουμε φανερό στην καρδιά του σύμπαντος ό,τι υπάρχει εκτός αυτού και (συνίσταται) στο να ικανοποιούμε την εντελώς πρωτογενή τάση του είναι μας. Henri d’Ofterdingen, Flammarion, 1992, σελ. 172, 180.

24.                         Poe E. A.: Κάποτε εδώθε, διάμεσα από μία τιτάνια στράτα/ Κυπαρισσιών πλανιόμουνα με την ψυχή μου,/ Στράτα κυπαρισσιών, με την ψυχή μου, την ψυχή μου./ Κι ως ποταμός λευκόπυρης σκουριάς οπού κυλάει./ Και ως λάβα που νυχτοήμερα κυλάει./ Τα θειαφοκύματά της τα φλογάτα στα ριζοβούνια του Γιαανέκ,/ Μες’ στις απόμακρες του Πόλου χώρες…. Ουλαλούμ. In Ποίηση και Φαντασία, σελ. 47.

25.                         Rilke J. M.: Σ’ όλων μας τα μάτια θέλουμε να το αντιτάξουμε γιατί η πιο ορατή ευτυχία/ δεν αποκαλύπτεται σε μας παρά απ’ τη στιγμή που μεταμορφώνεται στην κοινή μας καρδιά./ Πουθενά αγαπημένη μου ο κόσμος εκτός παρά μέσα μας./ Η ζωή μας προσπερνά μεταμορφωμένη. Les elegies de Duino-Les sonnets à Orphée, Flammarion, 1992, élégie VII.

26.                         Rousseau J.-J.: Ω χρόνια της αγάπης και της αφέλειας όπου οι γυναίκες ήταν ευγενείς και μετριοπαθείς, όπου οι άνδρες ήταν απλοί και ζούσαν ευχάριστα! Ω Ραχήλ, γοητευτική κόρη και τόσο πολυαγαπημένη, ευτυχής εκείνος ο οποίος θα σε αποκτήσει και δε θα λυπηθεί ούτε δεκατέσσερα χρόνια δουλείας! Julie ou la nouvelle Heloise, Frammarion, 1967, σελ. 457.

27.                         Ruskin J.: Κάποιες φορές κατηγορούμαι επειδή προσπαθώ να καταστήσω την τέχνη τόσο ηθική· ήδη, προσθέτω, δε λέω ούτε στο ελάχιστο, ότι προκειμένου να είναι κάποιος καλός ζωγράφος, οφείλετε να είσθε καλός άνθρωπος. Λέω όμως ότι προκειμένου να είναι κάποιος καλός ζωγράφος, οφείλει να έχει ισχυρά στοιχεία καλού στη σκέψη του, οσοδήποτε προκατειλημμένα από άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του. Lecture II. The unity of art.

28.                         Savater F. : … Η φιλοσοφία δεν υπάρχει· η φιλοσοφία δεν είναι ένας ήσυχος μακρύς ποταμός στον οποίο καθένας θα ερχόταν να ψαρέψει την αλήθεια του. Είναι μία θάλασσα όπου χίλια κύματα συγκρούονται, όπου χίλια ρεύματα αντιτίθενται, ξανασυναντιώνται, αναμειγνύονται, ενίοτε, χωρίζονται, αντιτίθενται εκ νέου… Une introduction à la philosophie, essais/Seuil, 2000, σελ. 297.

29.                         Shelley Mary: Τα μαλλιά της, ανάκατα και μελαχρινά, ήταν παράξενα χτενισμένα, τα μάτια της μελαχρινά και έντονα, κι όμως νόστιμα. Τα κανονικά χαρακτηριστικά της και η υπέροχη εμφάνισή της, υπέροχα φαεινή, σαν ένα γοητευτικό ρόδο στόλιζε τις παρειές της. Frankenstein ou le Prométhée moderne, Gallimarda/folio, 1988, σλ. 164. Επίσης: Αγνοώ πόσες μέρες κύλησαν από τότε, αλλά υπέμεινα πόνους που τίποτε εκτός απ’ το αίσθημα ανταμοιβής που έκαιγε την καρδιά μου δε θα μπορούσε να μου επιτρέπει να υποφέρω. Τεράστια άγρια παγόβουνα μου ‘κλειναν συχνά το πέρασμα…, σελ. 287.

30.                         Schelling F. W. J. : Τα μυστήρια διατήρησαν τη μυθολογία ως προϋπόθεση· η ύψιστη όμως γνώση δε μπόρεσε να αναδυθεί η ίδια απ’ τη μυθολογία, και στο μέτρο που στην καρδιά των μυστηρίων όλα διαπτύσσονταν βαθμιαία, χωρίς όμως να έχει αποκαλυφθεί η ολότητα μία μόνο φορά στο μέτρο που ο ύψιστος βαθμός δεν αποκτούταν από όλους. Philosophie de la Révélation, PUF/Epiméthée, 1991, σελ. 1991.

31.                         Silesius A. : Δεν είσαι στο χώρο, ο χώρος είναι σε σένα, Άφησέ τον έξω από σένα και θα ζήσεις την αιωνιότητα… Ο Θεός είναι τόσο παρών σε κάθε πράγμα  που δε μπορούμε να λέμε: Θα τον λατρεύουμε καλύτερα με τη σιωπή. Dieu est un éternel présent, Derny, 2004, σελ. 62. 67.

32.                         Προσθέσθε πως οι αρχές του λόγου είναι έννοιες ο οποίες εξηγούν ό,τι είναι κοινό σε όλα τα πράγματα, χωρίς να εξηγούν την ουσία κανενός ειδικού πράγματος· τα πράγματα συνεπώς πρέπει να είναι αντιληπτά χωρίς καμιά σχέση με το χρόνο, αλλά υπό ένα συγκεκριμένο είδος αιωνιότητας. Ethique, Gallimard/idées, 1954, σελ. 128.

33.                         Spiritualité  hindoue: Αναζητείτε το Θεό; … Λοιπόν, αναζητήστε τον στον άνθρωπο. Η θειότητά του φανερώνεται στον άνθρωπο, πιο πολύ από όσο σε κάθε άλλο αντικείμενο. Αναζητήστε έναν άνθρωπο που πλημμυρίζει απ’ την αγάπη του Θεού, έναν άνθρωπο που διψάει το Θεό, έναν άνθρωπο μεθυσμένο απ’ την αγάπη Του. Σε έναν παρόμοιο άνθρωπο ο Θεός έχει ενσαρκωθεί. Albin Michel, 1972, σελ. 312.

34.                         Wordsworth W. : Σοφία και πνεύμα του σύμπαντος!/ Η καρδιά σου, κείνη η τέχνη της Αιωνιότητας της σκέψης… Αλλά με υψηλές πτήσεις, με διαρκείς αλήθειες/ με τη ζωή και τη φύση που καθαίρουν./ Τα αισθήματα και οι σκέψεις/ που αγιάζουν με παρόμοια θητεία/ με τον πόνο και με το φόβο/ μέχρι να αναγνωρίσουμε/ τη μεγαλοσύνη στο βάθος τη καρδιάς. Influence of natural things, στ. 1, 2, 9.14. Επίσης, Μετεωρισμένοι από μια παρόμοια κατάσταση/ κοιμόμαστε σωματικά, μα γινόμαστε ζωντανές καρδιές:/ Όταν αντικρίζουμε τη ζωή των πραγμάτων,/ με μάτι ηρεμισμένο απ’ τη δύναμη της αρμονίας/ κι απ’ την αμέτρητη δύναμη της καρδιάς. The new Pelican guide to English literature, σελ. 257.

35.                        Βασιλειάδης  Σπ. : Παιδίον νύκτας άλλοτε πολλάς διήλθον σύννους/ και κλίνων ήκουον λεπτήν κιθάρας αρμονίαν…/ Και πόθους άλλοτε γλυκείς και άλλοτε περίνους/ ησθάνθην εις το στήθος μου, σπινθήρας και εστίαν./ Αλλ’ αν ελάλει βάρβιτος, βορράς κι αν εμυκάτο, εντός μου πάντοτε αίσθημα εμυκάτο,/ εντός πάντοτε αίσθημα οδύνης εγεννάτο…. Πιστεύω, Ι.

36.                         Κάλβος Α.: Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·/εκεί αι Παρνάσιαι κόραι/ χορεύουν και το λύσιον/ φύλλον αυτών την λύραν/ κει στεφανώνει. Λύρα πρώτη ωδή, ζ. Επίσης, Πρόλογος: Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης/ θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,/ και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα/ κ’ ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα/ των ζεφύρων , πετάξατε ταχέως. Ωδαί, Λύρα.

37.                         Παπαδιαμάντης Α., : … Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως/ του βίου μου το άχθος μπρος το μνήμα,/ κατάδικος ως η ψυχή φονέως,/ η σύρουσα από του λαιμού το θύμα… Ποία σκληρά την θύραν μου χειρ κρούει;/ Οστών ως θραυομένων είν’ ο κρότος·/ τοιούτον κρότον, πώς το ους ακούει;/ Τοιούτον πώς το όμμα πλήττει σκότος; Τα έτη μου απώλεσα εις μάτην·/ παρείδον την στιγμήν μου την υστάτην·/ εις μάτην τας φαιδράς, τας γλυκυτέρας/ ηρίθμησα του βίου μου ημέρας… Ως ξένος εν μέσω γης ερήμου/ ζητεί τον προ πολλού ταφέντα οίκον,/ της προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου/ αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον.  Μία Ψυχή.

38.                         Παπαρρηγόπουλος Δ.: Ματαιότης! λέγουν όσοι κύπτοντες υπό το γήρας/ της νεότητος φθονούσι την ακμαίαν ηλικίαν·/ Και τα σκωριώντα όπλα παρατάττοντες της πείρας,/ Την σταγόνα της πικρίας ρίπτουσιν εις την καρδίαν./ Τις του έαρος δεν δρέπει τα ευώδη άνθη μόνον/  Επειδή μακρόθεν έρπει προσεγγίζων ο χειμών;/ Τι το πεπρωμένον ψύχος προσλαμβάνοντες των χρόνων/ Να μην δρέψωμεν το έαρ των ολίγων μας στιγμών;… Ματαιότης ο αφρίζων εν των ποτηρίω οίνος,/ Ματαιότης και τα χείλη τα διψώντα ασπασμών;/ Αν κενώσω την φιάλην, την απάτην προτιμών…Ματαιότης Ματαιοτήτων

39.                         Πλάτων:  Φαίδων:  8d, Ἴωμεν δή, ἔφη, ἐπὶ ταὐτὰ ἐφ᾿ ἅπερ ἐν τῷ ἔμπροσθεν λόγῳ. αὐτὴ ἡ οὐσία ἧς λόγον δίδομεν τοῦ εἶναι καὶ ἐρωτῶντες καὶ ἀποκρινόμενοι, πότερον ὡσαύτως ἀεὶ ἔχει κατὰ ταὐτὰ ἢ ἄλλοτ᾿ ἄλλως; αὐτὸ τὸ ἴσον, αὐτὸ τὸ καλόν, αὐτὸ ἕκαστον ὃ ἔστιν, τὸ ὄν, μή ποτε μεταβολὴν καὶ ἡντινοῦν ἐνδέχεται; ἢ ἀεὶ αὐτῶν ἕ-καστον ὃ ἔστι, μονοειδὲς ὂν αὐτὸ καθ᾿ αὑτό, ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχει καὶ οὐδέποτε οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἀλλοίωσιν οὐδεμίαν ἐνδέχεται; (Ας επιστρέψουμε, είπε, στα ίδια που συζητήσαμε προηγουμένως. Αυτή η ουσία για το είναι της οποίας συζητάμε με ερωτήσεις και απαντήσεις τι απ’ τα δύο: Είναι πάντα αναλλοίωτη ή μεταβαλλόμενη; Είναι πάντα ίση με τον εαυτό της, αυτή που είναι σε κάθε περίπτωση, το ον δηλαδή το οποίο ποτέ δεν υφίσταται καμία μεταβολή; Ή κάθε μία (ιδέα) είναι αυτή που είναι, ως απόλυτα καθαρή οντότητα χωρίς μορφή, αυτή μοναδική μη δεχόμενη ποτέ και με κανένα τρόπο οποιαδήποτε αλ-λοίωση;).  Επίσης: 80b Σκόπει δή, ἔφη, ὦ Κέβης, εἰ ἐκ πάντων τῶν εἰρημένων τάδε ἡμῖν συμβαίνει, τῷ μὲν θείῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ νοητῷ καὶ μονοειδεῖ καὶ ἀδιαλύτῳ καὶ ἀεὶ ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχοντι ἑαυτῷ ὁμοι-ότατον εἶναι ψυχή, τῷ δὲ ἀνθρωπίνῳ καὶ θνητῷ καὶ πολυειδεῖ καὶ ἀνοήτῳ καὶ διαλυτῷ καὶ μηδέποτε κατὰ ταὐτὰ ἔχοντι ἑαυτῷ ὁμοιότατον αὖ εἶναι σῶμα. ἔχομέν τι παρὰ ταῦτα ἄλλο λέγειν, ὦ φίλε Κέβης, ᾗ οὐχ οὕτως ἔχει; (Εξέτασε λοιπόν, είπε, ω Κέβη, αν από όλα όσα έχουν ειπωθεί μας συμβαίνει η ψυχή να είναι πανόμοια με το νοητό και μοναδικό και μη φθαρτό και μη μεταβαλλόμενο και το σώμα να είναι πανόμοιο με το ανθρώπινο και πολυμερές και ανόητο και διαλυόμενο που δεν είναι ποτέ αμετάβλητο. Απομένει άλλο να πούμε εκτός από αυτά;) Φαίδων, 78d, 80b.

40.                         Πλωτίνος: Πολλάκις ἐγεiρόμενος εἰς ἐμαυτόν ἐκ τοῦ σώματος καί γινόμενος τῶν μέν ἄλλων ἒξω, ἐμαυτοῦ δέ εἲσω, θαυμαστόν ἡλίκον ὁρῶν κάλλος, καί τῆς κρείττονος μοίρας πιστεύσας τότε μάλιστα εἶναι, ζωήν τε αρίστην ἐνεργήσας καί τῷ θείῳ εἰς ταυτόν γεγενημένος… (Συχνά, καθώς εξανίσταμαι απ’ το σώμα μου και αισθανόμενος ότι βρίσκομαι έξω απ’ τα άλλα αισθητά πράγματα, αλλά στα βάθη του εαυτού μου, βλέπω ένα θαυμασιώδες κάλλος και καθώς βεβαιώνομαι πια πως βρίσκομαι τότε στην καλύτερη ευτυχία  σαν να έζησα την άριστη ζωή και να ενώθηκα με το θείο…) Εννεάδες, ΙV.8. 1-9.

41.                         Σαραντάρης Γ.  :Όλα τα χέρια αγκάλιασαν την πλάση/ όλα τα χέρια κοίταξαν την πλάση/ και μαζεύτηκε ο κόσμος των καρδιών/ τραγούδησαν οι άνεμοι στον ύπνο/ στον ύπνο εκείνον που είχε κοιμηθεί/ και δεν το ήθελε, δεν το ποθούσε. Ποιήματα, Ζήτρος, 1998, σελ. 403.

42.                         Σολωμός Δ. : Κάτι κρυφό μυστήριο εστέρεψε τη φύση/ Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει/ Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα φυσώντας/ Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας/ Όμως κοντά στην κορασιά που μ’ έσφιξε κι εχάρη,/ Εσειόταν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·/ και ξετυλίγει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,/ κι’ ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μια φεγγαροντυμένη….  Ο Κρητικός, 20. Επίσης: Την είδα την Ξανθούλα,/ την είδα ψες αργά,/ που εμπήκε στη βαρκούλα/ να πάει στην ξενητιά…. Αν έβλεπα πανάκι/ ή του πελάγου αφρό/ κι αφού πανί, μαντίλι/ εχάθη στο νερό,/ εδάκρυσαν οι φίλοι/ εδάκρυσα κι εγώ. Η Ξανθουλα

43.                         Χατζόπουλος Κ.: Έξω δεν έβρεχε, μα ο ουρανός ήταν βαρύς και σταχτερός, και η κορυφή του αντικρινού βουνού μέσα στα σωριασμένα σύννεφα φαινόταν σαν κρατήρας που σκόρπιζε καπνό. Έπειτα ο αέρας ανέμιζε τα σύννεφα και κείνα έπαιρναν σχήματα παράξενα∙ φούντωναν σε δάσος με στριμωχτά πυκνά τεράστια δέντρα, γίνονταν μολυβόμαυρα ψηλά βουνά, πελώριοι όγκοι πάγων μουντόλευκων που έπλεαν σε σταχτερή, μελανή θάλασσα κ’ έσπαζαν απάνω στα βουνά κ’ έσμιγαν με τη θάλασσα και γίνονταν και κείνα θάλασσα κ’ έπειτα υψώνονταν και πάλι σε βουνά κάτασπρα σα χιονοσκέπαστα όσο πού πάλι ξανάπλωναν σε θάλασσα --- μια θάλασσα τώρα λευκή σαν παγωμένη.

Μπροστά σ’ αυτό το αέρινο παιχνίδι ο Στέφανος σα να ξεχάστηκε. Η Ευανθία ξανάρχισε να παίζει, μα αυτός δεν άκουε το σκοπό, κοίταζε μόνο τις εικόνες που προβάλλονταν εκεί στα σύννεφα που έφευγαν αργά στο διάστημα. Μια του φάνταζαν σα χώρες άγνωστες και μαγικές, και μια του θύμιζαν κόσμους που γνώρισε, τόπους που του φαινόταν πως τους είδε ή πως τους ονειρεύτηκε σ’ ένα μακρινό χειμερινό ταξίδι, που η θύμισή του το κρατούσε σαν όραμα φανταστικό ώσπου έσμιγαν σε μιαν απέραντη λευκή έκταση χωρίς ούτε ένα στίγμα μελανό∙ στεριές, νησιά, ουρανός και θάλασσα --- ένα ταξίδι ξεχασμένο που του έμενε πάντα σαν όνειρο χωρίς σωστή συναίσθηση αν το έκανε ποτέ ή μόνο το φαντάστηκε.

Μα εκεί τινάχτηκε μεμιάς∙ ο ήχος που άφησε το πιάνο έξαφνα του ήρθε σα γνωστός. Του φάνηκε πως ξύπνησε με τα σωστά όταν γύρισε και είδε την Ευανθία που έπαιζε σκυφτή. Μα έπειτα από μια στιγμή ξαφνίστηκε πιο δυνατά. Ο παππούς ορθός στην πόρτα τραύλιζε με βραχνή τρεμουλιαστή φωνή το τραγούδι που έπαιζε η Ευανθία… Φθινόπωρο, ΧΧΙΧ.

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

 

Alexander S., 1859-1938,

Alfred de Musset, 1810-1857,

Alfred de Vigny, 1797-1863,

Αmiel H-F. 1821-1881,

Bergson H., 1859-1941,

Bernanos G., 1888-1948,

Bernardin se saint pierre, 1837-1814,

Blake W., 1757-1827,

Blanco, 1775-1841,

Βlanchot Μ., 1907-2003,

Blondel M., 1861-1949,

Bloy L., 1846-1917,

Breton A., 1896-1966,

Burke E., 1729-1797,

Byron G. G., 1788-1824

Carlyle Th.,1795-1881,

Cassirer E., 1874-1945,

Coleridge S. T., 1772-1834,

Corbin H., 1903-1978,

Corneille P., 1606-1684,

Descartes R., 1596-1650,

Dostoevsky F., 1821-1881,

Eckhart, 1260-1328,

Eliade M., 1907-1986,

Éliard P., 1895-1952,

Fénelon Fr., 1651-1715

Fichte J. G.,1762-1814,

Gautier Th., 1811-1872,

Girard R., 1923-2015,

Goethe G. W., 1749-1823,

Hegel G. W. F., 1770-1831,

Heidegger M., 1889-1976,

Herder J. G., 1744-1803,

Hesse H., 1877-1962,

Hugo V, 1802-1885,

Kant I., 1724-1804,

Keats J., 1724-1804,

Kierkegaard S., 1813-1855,

Lamartine A de, 1790-1869,

Lessing G. E., 1729-1781

Minkowski E., 1885-1972,

Marcel G., 1889-1973,

Milton J., 1608-1674,

Mme de Staël, 1766-1817,

Nerval G. de, 1808-1855,

Novalis, 1772-1801,

Ngrjuna, 150-250 περ.,

Onfray M., 1959-,

Perrot M., 1943-,

Poe E. A., 1809-1849,

Proust M., 1871-1922,

Racine J.-B., 1639-1699,

Rilke J. M., 1875-1926,

Ronson G. 19os-20os αιών.,

Rousseau J.-J., 1712-1778,

Ruskin J., 1819-1900,

Savater F., 1947-,

Sand G., 1804-1876,

Sartre J. P., 1905-1980,

Scheler M., 1874-1928,

Shelley P. B., 1792-1822,

 

 

Schelling F. W. J., 1775-1854,

Schlegel A. W., 1767-1845,

 Schleimacher Fr., 1768-1834,

Schopenhauer A., 1788-1860,

Silesius A., 1624-1677,

Soloviev Vl., 1853-1900,

Spinoza B., 1632-1677,

StendhalM. H.,1783-1842,

Tchouang-tseu, -369-288,

Tennyson A., 1809-1892,

Tillich P., 1886-1965,

Tolstoϊ L., 1828-1910,

Unamuno M de, 1864-1936,

Whitehead A. N., 1861-1947,

Wittgenstein L., 1889-1951,

Wordsworth W., 1770-1850,

Zander L., 1863-1964,

Αριστοτέλης, -384-322,

Βασιλειάδης  Σπ., 1845-1874,

Γρηγόριος Νύσσης, 335-394,

Δάντης Α., 1265-1321,

Επιμενίδης, 7ος π.Χ.- 6ος π. Χ. αιών.

Ηράκλειτος, -540-480,

Ησίοδος, 8ος π. Χ.-7ος π.Χ. αιών.,

Θουκυδίδης, -460-395,

Κάλβος Α., 1792-1869.

Κανελλόπουλος Π., ΄1902-1986,

Λόγγος, 3ος π. Χ. αιών.,

Μάρκος Αυρήλιος, 121-180,

Ντοστογιεφσκυ Φ., 1821-1881,

Όμηρος, 9ος αιών. π. Χ.,

Ορφικά,

Παπαδιαμάντης Α., 1851-1911,

Παπαρρηγόπουλος Δ., 1843-1873,

Παρμενίδης, -540-480,

Πάστερνακ Μπ., 1890-1960,

Πλάτων, -427-347,

Πλούταρχος, 40-120 περ.,

Πλωτίνος, 205-270,

Πρόκλος, 412-485,

Σαίξπηρ Ο. 1564-1616,

Σαραντάρης Γ., 1908-1941,

Σιμωνίδης ο Κείος, -556-469,

Σολωμός Δ., 1798-1857,

Σωκράτης, -470-399,

Χαίντερλιν Φρ., 1770-1843,

Χατζόπουλος Κ.,1868-1920,

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

I Αναδρομές:

(Αφετηρίες, Ρομαντικοί προ του ρομαντισμού,        μυθικό πνεύμα και λογοτεχνία, λογοτεχνία και υποκειμενικότητα, υποκειμενικότητα και οικουμενικότητα, λυρισμός, άπειρο και ουτοπικό, φιλοσοφούμενο, απειρικό και λόγος.)………………….

ΙΙ Το παρελθόν του παρόντος:

(Φύση και χρονικότητα, μυθική, συμβολική πρόσληψη, συναίσθημα και ενσυναίσθηση, παρελθόν, παιδικότητα, θήλυ και έρωτας, αναπολήσεις και συγκίνηση, θάνατος και τραγικότητα, παρελθόν και παρόν……………………………………………….

III Το  Μέλλον του Παρόντος:

(Συστολή και Διαστολή της Χρονικότητας, Το παρόν του Παρόντος στη ρομαντική δημιουργία, Τραγικό και Ματωμένη Ωραιότητα, Θάνατος, Ωραιότητα και Κάλλος.)………………….

IV Αποκρυπτογραφήσεις:

(Ρομαντισμός, Μυστική, Φιλοσοφία, Μαρτυρία και περίσσεια.)

Προ-επιλογικό…………………………………………………..

Επίμετρο……………………………………………………………..

Πίνακας Ονομάτων………………………………

 

Οπισθόφυλλο:

 

 

Η ρομαντική υφή της ανθρώπινης φύσης υπάρχει πολύ πριν τη γνωστή ρομαντική ψυχή και συναντάται με τη φιλοσοφική μέριμνα, χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν. Προσεγγίζοντας το λυρισμό των ρομαντικών, πεδία τους αγαπητά όπως η παιδικότητα, το θήλυ, ο έρως, η ωραιότητα, το κάλλος, η τραγικότητα. ο θάνατος κ.α., αναγνωρίζουμε στον κόσμο της στοιχεία του είναι μας, στρεφόμαστε στις νοσταλγικές εμπειρίες της φιλοσοφικής μας φύσης και προσεγγίζουμε το μύχιο είναι μας.

 

εναλλακτικές φωτογραφίες

 


 



[1] Esthétique, Flammarion/champs, 1976, t. Ι, σελ. 120. Ο φιλόσοφος όμως αποφαίνεται με σαφήνεια: Τα έργα της τέχνης είναι ανώτερα απ’ τα έργα της φύσης επειδή βρίσκονται στην υπηρεσία του πνεύματος. Esthétique, Ι, σελ. 67.

[2]  Τι θα μπορούσαμε να πούμε λ.χ. για το απέραντο και κυκλικό μυθιστόρημα του Proust Á la recherché du temps perdu, Gallimard, 1992, όπου το παρελθόν και οι αναμνήσεις συνιστούν και το είναι του παρόντος; Το παρόν τρέφεται απ’ το παρελθόν και ανανεώνεται απ’ αυτό κατά τρόπο που ο χρόνος είναι φαντασιακός και πραγματικά παρών (Πρβλ.: Albertine disparue, t. IV, σελ. 70 κ. εξ.

[3] Σημαντικό το γνωμικό του Σιμωνίδη του Κείου: Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν. Αιώνες μετά ο Lessing προσπάθησε να δείξει την ανωτερότητα της ποίησης έναντι της ζωγραφικής (Λαοκόων). Το πρόβλημα είναι για πάντα ανοιχτό.

[4] Ο Fernando Savater παρατηρεί εύστοχα: Η φιλοσοφία δεν είναι ήσυχος μακρύς ποταμός στον οποίο θα ερχόταν καθένας να ψαρέψει την αλήθεια το. Είναι μια θάλασσα όπου χίλια κύματα συγκρούονται, όπου χίλια ρεύματα αντιτίθενται, ξανασυναντιούνται, αναμειγνύονται ενίοτε, χωρίζονται και αντιτίθενται εκ νέου. Une introduction à la philosophie, essais/Seuil, 2000, σελ. 297.

[5] Τον παρατήρησα με ζήλο/ καθώς γύριζε τη σκέψη του προς τους αρχαίους/ προχωρώντας στον κόσμο τον κακό./ Επιθύμησα να τον ξαναδώ. Connaissance speculative du Véda, Gallimard, 1956, σελ. 129.

[6] Michel Onfray, Ά côté du desir d’ éternité (Fragments d’ Έgypte), biblio essais Mollat, 2006, σελ. 75.

[7] Πολιτεία, 508e.

[8] Πρόκλου, Υπόμνημα είς τον Τίμαιον.

[9] Θεογονία, 116-122.

[10] Αποσπάσαμε το κείμενο απ’ τη σπουδή μας Τέχνη και Αισθητική της Λογοτεχνίας, Δρόμων, 2003, σελ. 85, 166. Κατά τον ίδιο ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και βασικά εκπρόσωπο του γερμανικού ρομαντισμού, η ποίηση οφείλει να είναι φιλοσοφική, μυθολογική, ερωτική, θρησκευτική. Οι αναφορές του στο Μεσαίωνα είναι ενδεικτικές.  Επιπλέον, ο ίδιος ρομαντικός, ποιητής και αισθητικός παρατηρεί: Εσωτερική ελευθερία και εξωτερική αναγκαιότητα ήταν οι δύο πόλοι του τραγικού κόσμου. Lecture V.

[11] H. Hesse, Ένα βράδυ με το δόκτορα Φάουστ και άλλα διηγήματα, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1987, σελ. 21, 22.  Ενδεικτικοί επίσης οι όροι του Hesse: Μεγάλη Μητέρα, Αρμονία, Ενότητα, το Όλο, η Ιδέα, η Συνάφεια.

[12] Le sens de la souffrance, Aubier, 1976, σελ. 158.

[13] Συμπόσιον, 211d.

[14] Bhagavat Gîtâ, Arléa, 2004, σελ. 75.

[15]για λίγο που στάθηκα, αναπνέοντας με τέτοια ανακούφιση της καρδιάςW. Wordsworth, Nutting, σελ. 22-23.

[16] A. Tennyson, In Memoriam.

[17] Περισσότερα στο έργο μας Τα Κοινωνικά Συστήματα, 1991, β’ έκδοση Δρόμων, 2016.

[18] Angelus Silesius, Un chemin vers la Joie, Arfuyen, 2006, σελ. 31.

[19] Lamartine, L’ infini dans les cieux, IV.

[20] On the Sublime and Beautiful (αναφορά στον Milton).

[21] Α. de Lamartine, Raphaël, Hachette, 192528, σελ. 89.

[22] Alfred de Vigny, Mont des oliviers.

[23] In Gustave Ronson, Histoire de la littératture française, Hachette, 1896,  σελ. 919.

[24] Philosophie de la Révélation, PUF/epiméthée, 1991, σελ. 314. Στο ίδιο έργο: Η πραγματικότητα, σας παρακαλώ να προσέξετε αυτό το σημείο, η πραγματικότητα των αρχών που επιτρέπουν να κατανοήσουμε την Αποκάλυψη, είναι ήδη για μας βεβαιότητα.. χάρη στο μεγάλο μυθολογικό φαινόμενο. Αυτό είναι για μια φιλοσοφία της Αποκάλυψης, το πλεονέκτημα μιας φιλοσοφίας της μυθολογίας. Σελ. 394.

[25] Επίσης: Διό δεῖ μή ἔξωθεν τόν λόγον εἶναι, ἀλλ’ ἑνωθῆναι τῇ ψυχῇ τοῦ μανθάνοντος ἓως ἄν οἰκεῖον εὓρῃ. Εννεάδες, ΙΙΙ. 8. 6. 19-20.

[26] Το παράδοξο συμβαίνει καθόσον η εποχή του χρυσού ανθοφορεί… Le  Mahābhārata, I, Flammarion,  1985, σελ. 84.

[27] Αν κάποιος απωθεί την κενότητα,/ δε θα υπάρξει καμία δραστηριότητα./ Θα υπάρξει δραστηριότητα χωρίς έργο, το ανενεργό θα είναι δημιουργική ενέργεια. Νāgārjuna, H Kενότητα ως  Πλήρωμα, Δρόμων, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη/18, 2021, σελ. 98.

[28] G. W. F. Hegel, Précis de l’ encyclopédie des sciences  philosophiques,  Vrin, 1978, σελ. 303.

[29]  Επιπλέον, ένα κείμενο του στοχαστή  εξόχως αποκαλυπτικό: Ο Δον Ζουάν είναι με όμοιο τρόπο μια εικόνα η οποία προσφέρεται διαρκώς στην όραση χωρίς ποτέ να παίρνει μορφή και σταθερότητα· είναι ένα άτομο σε διαρκή κίνηση που δεν τελειώνει ποτέ, ένα άτομο απ’ την ιστορία του οποίου σε διακρίνει κανένας τίποτε άλλο  εκτός απ’ τον θόρυβο των κυμάτων. In Maryvonne Perrot, S. Kierkegaard, l’ exception, éd. Beffroi, 1989, σελ. 51.

[30] Hymn to Intellectual Beauty.

[31] Lamartine, L’infini dans les cieux, IV.

[32]Φρ. Χαίλντερλιν, Ποιήματα, μτφς. Δ. Θ. Γκότση, Αρμός, 2002, σελ. 81.

[33] André Breton, L’amour fou, Gallimard/folio, 1937,  σελ. 118.

[34] Marie et Domingue, EDDL, 1996.

[35] Thomas Carlyle, Les Héros, éd. des deux mondes, 1997, σελ. 149. Επίσης: Το να γνωρίζουμε και να διεισδύουμε στην αλήθεια κάθε πράγματος είναι πάντοτε μια μυστική πράξη, κάτι για το οποίο και ο μεγαλύτερος λογικός τρόπος δε μπορεί παρά να υποτονθορύζει. Σελ. 88.

[36]  Η αίσθηση του αγέρα που αγγίζει παιχνιδιάρικα τους λοφίσκους/  είναι η τέρψη των νεανικών μου χρόνων/ και πώς μπορώ λοιπόν να λησμονήσω αυτές τις ευεργεσίες; To Charles Cowden Clarke.

[37] Mme de Staël, De l’ Allemagne, Flammarion, II, 1968, σελ. 294.  Η συγγραφέας προχωρεί περισσότερο: Εκείνος που πρώτος  απεκάλεσε το Θεό Πατέρα μας γνώριζε περισσότερο την ανθρώπινη καρδιά  από όποιον βαθύτατο στοχαστή του αιώνα μας. Σελ. 276.

[38] Οφείλουμε να διακρίνουμε τη συμβολική έκφραση απ’ την αλληγορική, καθόσον με την αλληγορία εκγενικεύουμε με την αφαιρετική μας δύναμη καταστάσεις τις οποίες αναγνωρίζουμε στη γενικότητά τους, ενώ με τη συμβολική έκφραση ‘’ακινητοποιούμε’’ κατά κάποιο τρόπο το συγκεκριμένο και στρεφόμαστε στο συμβολιζόμενο με το συμβολικά εκφραζόμενο. Αξιόλογες οι παρατηρήσεις του Henry Corbin, παρά τη θεοσοφίζουσα τροπή τους: Histoire de la philosophie islamique, Gallimard/idées, 1968, σελ. 29, 29 κ. εξ.

[39] Περί Φύσεως, Β. 6.

[40]Τίμαιος, 37d.

[41] Νenri d’ Ofterdingen, Frammarion, 1992,  σελ. 181.

[42] Αρχή και Οδός,  Δρόμων, 2022, σελ. 50. (Σε δική μας μετάφραση)

[43]  Το χωρίο αναφέρεται στο έργο μας, εξαντλημένο από καιρό, Μεταφυσική του Πνεύματος της Παιδικότητας (με αφετηρία  κείμενα των Ρουσσώ και Μπερνανός), Δωδώνη, 1983, σελ. 19.

[44] Γρηγόριος Νύσσης  (άγιος), P. G., 45, 28, 29.

[45] Schleiermacher, Discours sur la religion, Aubier, 1944,  σελ. 174.

[46] Rousseau, Les Confessions I, Flammarion, 1968,  σελ. 23.

[47] Rousseau, Les Rêveries du promeneur solitaire, Flammarion, 1964, 123.

[48] L’Emile,  σελ.93, 336.

[49] Β, ιβ.

[50] Blanco, L΄enfance  chrétienne, σελ. 58, 59. Απόσπασμα απ’ το βιβλίο μας Μεταφυσική του πνεύματος της Παιδικότητας,  σελ. 219.

[51] The Rime of the Ancient  Mariner, part IV.

[52] George Sand, La mare au diable, Nelson/Galmann-Lévy, 1930,  1937, σελ. 257. Ας σημειωθεί πως ο Dostoevsky στο ογκώδες Ημερολόγιό του, γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και στοχασμού, αφιέρωσε σελίδες στη μνήμη της μυθιστοριογράφου (1876), τονίζοντας κυρίως ‘’την άσπιλη και υπέροχη αγνότητα που εκδηλωνόταν στους τύπους της όπως και στο ιδανικό της…’’ (σελ. 103 κ. εξ.)

[53]  Α de Lamartine, Raphaël, Hachette, 192528,  σελ. 89.

[54] Ode on intimation of immortality from Recollections of Early Childhood.

[55] Ο φιλόσοφος βεβαιώνει πως το πνεύμα της παιδικότητας  εμφανίζεται πάντοτε ως  η δύναμη της χριστιανικής ψυχής (της παγκοσμικής θα λέγαμε) με την προϋπόθεση πως δε θα μπορούσε να εκφυλισθεί ως παιδαριώδες… Εκεί ακριβώς παιδικότητα και αγιότητα συναντώνται. Περισσότερα, στη διατριβή μας Παιδεία του Μυστηρίου (οντολογία και μυστική στη φιλοσοφία του Gabriel Marcel). Συντροφιά, 1983, B’ έκδοση, Δρόμων, 2018.

[56] Αναφορά στο έργο του φιλοσόφου από όπου και η παραπομπή στο έργο μας  Ο Κρύφιος Λόγος, Δωδώνη, 1990.  Σοπενχάουερ, Ρηξικέλευθος μαθητής των Μπέρκλεϋ και Καντ, σε. 85-106.

[57] Le Mahā rata, Flammarion, 1985, σελ. 274.

[58]   Fragmenta, XLIXX (49)

[59] ρφέως  ργοναυτικά.

 

[60] θεός ἐστιν, παῖδες, Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος. διὰ τοῦτο καὶ νεότητι χαίρει καὶ κάλλος διώκει καὶ τὰς ψυχὰς ἀναπτεροῖ[2.7.2] δύναται δὲ τοσοῦτον ὅσον οὐδὲ Ζεύς· κρατεῖ μὲν στοιχείων, κρατεῖ δὲ ἄστρων, κρατεῖ δὲ τῶν ὁμοίων θεῶν. οὐδὲ ὑμεῖς τοσοῦτον τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων[2.7]

[61]  Λόγγου, Δάφνις και Χλόη, 2. 27.

[62] Η θεία κωμωδία, παράδεισος, άσμα ΧVIII, στ.16-19

[63] Ανάμεσα σε αναρίθμητα κείμενα, παραθέτουμε στίχους του Του Φου, όπως τους βρίσκουμε σε διήγημα του Hesse, στίχους που γυρίζουν  στην πρωτογενή Μεγάλη Θεά των Κρητών και που διασκελίζουν ποικίλες παραδόσεις, πέρα από θεοσοφικές και μυθολογικές ‘’ερμηνείες’’: Ό,τι σήμερα λάμπει ακόμα/ σε λίγο θα έχει καταποντισθεί./ … Πάνω απ’ το μικρό παιδί σκύβει η Μητέρα… /Όλα πεθαίνουν, όλα πεθαίνουν πρόθυμα./ Μοναχά η αιώνια Μητέρα μένει, αυτή που μας γεννά./ Το χέρι της παίζοντας γράφει/ στον εφήμερο αέρα του κόσμου/ το όνομά μας. Το τελευταίο καλοκαίρι του κλίνγκσοπ, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1994, σελ. 69, μτφς. Μαρίας Χατζηγιάννη,

[64] Livre de morts…  σελ. 169, Stock+plus.

[65]  Συναντάμε ρήσεις και θεωρήσεις κατά τις οποίες το εγώ βρίσκεται πέρα απ’ χαρακτήρες του και αυτό οδηγεί στην απόλυτη συνέχεια που δε γνωρίζει χρονικότητα: Το να θέτουμε την αφθαρσία (του εγώ), το καθιστάμε διαρκέςNāgārjuna, H Κενότητα ως Πλήρωμα, Δρόμων, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη/18, Δρόμων,  2021, σελ. 122 (Μετάφραση δική μας).

[66] Les filles du feu, Gallimard/folio, 1972.

[67] H φιλία μοιάζει με τα δάχτυλα του χεριού που έχουν αλληλεγγύη μεταξύ τους, που αγγίζονται χωρίς να ενώνονται. Αντίθετα, με τον έρωτα οι δύο γίνονται ένας, θυμίζουν τον άγγελο του Παραδείσου. (Παναγία των Παρισίων)

[68] Πρόσκληση στη γυμνή μοναδικότητα… Ο Θεός είναι το είναι του ανθρώπου. La quête de la sagesse, Seuil, 2004, σελ. 120.

[69] Στον Τennyson λ.χ. υπάρχει ολόκληρη ωδή αφιερωμένη στον Αρθούρο  (Mort dArthur).

[70] Bhagavat Gîtâ, arléa, 2004, σελ. 75.

[71] Alfred de Musset, Á George Sand.

[72] Hugo, Παναγία των Παρισίων, μρφς. Γ. Κοτζιούλα, Μιχαλακέας, σελ. 152.

[73] A. de Lamartine, Raphaël, Hachette, 192528, σελ. 89.

[74] Edgar Allan Poe, Ποίηση και Φαντασία, επιμ. Αλέξης Ζήρας, Γαβριηλίδης, 1999, σελ. 41 (μτφς Κ. Παπαδάκη).

[75] Σημαντικές και συγκινητικές οι περιγραφές του Dostoevsky οι σχετικές με την πάσχουσα παιδικότητα και μάλιστα σε μία ατμόσφαιρα πάθους και οριακής πάλης. Στα μεγάλα μυθιστορήματα συνθέσεις του μεγάλου μυθιστοριογράφου πάσχουσα ωραιότητα είναι η πάσχουσα παιδικότητα. Παρόμοια θα μπορούσαμε να πούμε και για το έργο του Bernanos.

[76]   Τότε οὖν ὑμῶν,  ὦ Σόλων, τῆς πόλεως ἡ δύναμις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους διαφανής ἀρετῇ και τόλμῃ ἐγένετο 25D.

[77] Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τις μεγάλες θεωρίες περί χωροχρόνου σε άλλες ευκαιρίες και ιδίως στη σπουδή μας Κατακερματίζεσθαι την Ουσίαν, Μήνυμα, 1982.

[78] Τα μέρη του χρόνου δεν εξαρτώνται καθόλου το ένα απ’ το άλλο. Méditations premières, Flammarion, 1979, σελ. 235.

[79] Les filles du feu, σελ. 317.

[80] Novalis, Henri d’ Ofterdingen, σελ. 172.

[81] Au Bois.

[82]  John Ruskin Marcel Proust, Sésane et les Lys, Ēditions Complexe, 1987, σελ. 1987.

[83]  Μme de Staêl, De l’ Allemagne, σελ. 268.

[84] Les élégies de Diorno, Les sonnets à Orphée, Flammarion, 1992, vii.

[85] Ο Eckhart παρατήρησε: Φύση και φυσικό δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το φυσικό προσλαμβάνεται έγχρονα, η φύση είναι καθεαυτήν αιώνια. Dialogues…, Arfuyen, 2004, σελ.99.

[86] Πρβλ. Eugène Minkowski, Le temps vécu, Quadrige/PUF, 1995, σελ. 116.

[87] Martin Heidegger, Acheminements vers la parole, tel/Gallimard, 1976, σελ. 143.

[88] Ernst Casirer, Langage et mythe, minuit, 1973, σελ. 114.

[89] Maurice Blondel, L’action, Quadrige/PUF, 1993, σελ. 89.

[90] Πλωτίνου, Περί τονοητοῦ κάλλους, V. 8. 11.

[91] Η τραγική διαφωνία λοιπόν αιωνίζεται, είναι ό,τι συμβαίνει στην Αντιγόνη… ελλείψει θύματος που θεωρείται από όλους ένοχα, … η τραγωδία ανακάμπτει δυναμικά και διπλά θέματα συγκρούονται: Αντιγόνη και Κρέων, οι στρατοί του Ετεοκλή και του Πολυνείκη… René Girard,  La route antique des homes pervers, Grasset/biblio-essais, 1985, σελ. 132.

[92] Πράγματι, ο Fabrice έκλαψε με καυτά δάκρυα για περισσότερο από μισή ώρα. Ευτυχώς, μία συμφωνία τουMozart που σπάραζε τρομακτικά την ακοή, τον βοήθησε να σκουπίσει τα δάκρυά του… Αλλά, ποιος μπορούσε να του αρνηθεί μια ουράνια ομορφιά ;Έχει ένα βλέμμα που με υποβάλλει εκστατικά… Stendhal, La chartreuse de Palme, Bordas, 1971, σελ.. 220.

[93] Racine, Phèdre, στ. 1545, 1946.

[94] Influence of natural things, στ. 9-14.

[95] Πρβλ. τις σκέψεις του Hegel στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, Aubier Montaigne, 1941, I, σελ.189.

[96] Soloviev, Νυχτερινή κρουαζιέρα, in Heine, Romancero. Βρήκαμε το απόσπασμα στο κείμενο του L. Zander, Η νύμφη και ο νυμφίος στον Ντοστογιέφσκυ. Ιn Εποπτεία, Αφιέρωμα στον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, τ. 62,  1981, σελ. 888.

[97] Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα, Ζήτρος, 1998, σελ. 403

[98] Lectures on dramatic art and Literature, I, V.

[99] Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμος VIII,  σελ. 283.

[100] Απόσπασμα απ’ το έργο μας Το άσπιλο του θανάτου, Οι εκδόσεις των φίλων, 1996, σελ. 82.

[101] Μία Ψυχή.

[102] Don Juan, XI, 45-47.

[103] Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Ο Φανός του κοιμητηρίου Αθηνών.

[104] Σπυρίδων Βασιλειάδης, Πιστεύω, ΙΙ.

[105] ΧΧΙΧ.

[106] Ορφικοί ύμνοι, Imago,  Ι, 40.

[107] Tractatus, 7.

[108] Λ.χ., οι θεοί της φύσης έχουν ως όριο το άπειρο, κατά το Livre des morts des ancients  égyptiens, Grégoire Colpaktchy, Stock+plus, 1985,σελ. 184. Ο ποητής και πανάρχαιος στοχαστής ομολογεί: Να με που χάραξα μία οδό/ και που πορεύομαι προς εσάς ω θεοί!

[109] Συμπόσιον, 211b.

[110]  Πολιτεία, 509, a, b.

[111] Ο Gödel, στο επικό θεώρημά του (Περί της μη αποκρισιμότητας των λογικών συστημάτων), πλατωνιστής, οδήγησε όχι μόνο τη μαθηματική λογική αλλά και κάθε λογική στην αρχή της πληρότητας, στην απόλυτη δηλαδή αρχή που καθιστά κάθε λογική σχετική, αλλά έγκυρη.

[112] Περί του νοητοῦ κάλλους, Εννεάδες, V. 8, 7-9.

[113] Phénoménologie de l’sprit, Aubier Montaigne, 1941, Ι, σελ. 299.

[114] Samuel Taylor Coleridge, Les Sermons Laques (suivi de) L’Ami, Gallimard, 2002, σελ. 636.

[115]  Λ.χ.: Μόνο η φανέρωση ή φαινόμενο της βούλησης υπόκειται στην αρχή του απο-χρώντος λόγου και όχι στη βούληση καθεαυτή η οποία εν προκειμένω μπορεί να αποκαλείται αθεμελίωτηSchopenhauer, Τhe World as Will and Representation, vol.1, Dover Publications, 1969, σελ. xv, 106, 257.

 

 

 

 

[116] Στο δοκίμιό του The necessity of atheism.Πρόκειται ουσιαστικά για πανθεϊσμό και όχι για αθεΐα. .

[117] When We Two Parted.

[118] Childe Harold’s Pilgrimage.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου