βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

ΙΚΑΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ


ΙΚΑΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ (απόσπασμα τραγωδίας)
Το έργο κυκλοφορεί σε πλήρη έντυπη έκδοση απ' τις εκδόσεις ''Δρόμων'' (τηλ. 2102617648) και διατίθεται στην αγορά (σελ. 125)
...............................................................................
Αριάδνη (μονόλογος):
Ω σπαραγμοί των σπλάχνων μου
δεσμά της ύπαρξής μου
συντριβή των ονείρων μου
μαδημένες ελπίδες
δωρίστε μου στη δύστυχη
δύναμη θείας φυγής…
Ω μυστικές αναλαμπές
της πρωτινής μου νιότης
λουλούδια παιδικότητας
της ήβης χαρμονές
διώξτε το άχθος το βαρύ
το πλήκτρο του θανάτου
της προσμονής την κόλαση
-σκληρά με περιζώνει-
το άγος των στιγμών μου.
Σ’ αυτές τις τραγικές στιγμές
κατακλυσμού δονήσεις
ολοσυντρίβομαι μεμιάς
νιώθω ημιθανής…
Μακρύνονται παράδεισοι
πόρφυρες αναμνήσεις
και άρρητα βιώματα
απόλυτης σιγής.
Παράλυτη και ξέπνοη
χωρίς γλυκό αποκούμπι
συντρίβομαι ολόμονη
κι ο κόσμος μου, το σύμπαν,
χάνονται από την πνοή
ατίθασων ανέμων,
ωκεάνειων αφρών
στου σκότους την οργή.
Γίνετ’ ο κόσμος φάντασμα
αήττητος δυνάστης
της ειμαρμένης πλοηγός,
δεσμώτης της ψυχής.
                                      *
Θώρησε κι αναθώρησε ψυχή μου κάποια κάλλη
τη θεία σου εγγύτητα αργόπνοης σιγής,
ὀ,τι εκδιώκει ειρηνικά
το ψεύδος και την πλήξη,
ό,τι θ’ αρπάζει απόλυτα
απ’ τα δεινά της γης,
της γης με τους δυνάστες της
-είναι παιδιά του Κρόνου-
τη σκληρή της μετώπη
που αφανίζει άδοξα
μύριες αναλαμπές
στοιχείων της, τοπίων της
και κόσμους χαρμονής.
Είναι συμβολική ριπή
ανθρώπινης μωρίας
ακροκεραύνεια έφοδος
με ειρηνική πνοή,
γιατί το μέγα μυστικό
το άρρητα λουσμένο
είναι η μόνη δύναμη
που απελευθερώνει
απ’ τα σκληρά φαντάσματα
ανθρώπινης ζωής,
ζωής αξιοθρήνητης
που χάνει το πετράδι
αυτό το μύχιο θησαυρό
απολησμονημένο
στα τρίσβαθα του είναι μας
-αιώνιο χάδι ύπαρξης
και έμπνοης ζωής.
                                      *
Ω θεία, απόλυτη αρχή
δος τη δύναμή σου
τη δύναμή μου την αγνή
άσπιλο μαργαρίτη
να λάμψει μέσα μου κι εκτός
του κάλλους η πνοή…
Πασιφάη:
Βλέπω κορούλα μου γλυκιά
θωρώ ένα νέο κόσμο
που δρασκελίζει έξοχα
τα ψεύδη της ημέρας,
της νύχτας τα φαντάσματα
και τις αποκοτιές
του βίου μας του τρυφηλού
που φαίνεται μακάριος.
Παλάτια μας, δακτύλιοι
τόσα χρυσαφικά,
πλούσιοι κοιτώνες ηδονής
αναψυχής σαλόνια,
ανθόσπαρτοι ανθόκηποι
κιόσκια και υπηρέτριες
γλυκά λιβάδια του αγρού
και σκιερά βουνά
της γης όλης τα πέρατα
συντρίβονται εντός μου…
Τ’ είναι η γη μας η καλή,
στεριές και θάλασσές της
τα μαγικά διάσελα
κι ο σπαραγμός της ζούγλας
γλάροι με τα λευκά πανιά
βαρκούλες που ανεμίζουν
και πιο βαθιά ο σπαραγμός
το άγριο κυνήγι
και των ανθρώπων οι πνοές,
της ύπαρξης η πλήξη
στα άγρια τενάγη μας
στου χρόνου την τριβή;

Αριάδνη:
Τα λόγια σου μανούλα μου
συντρίβουν την καρδιά μου
ολογκρεμής η σκέψη μου
στου αισθήματος τη χάση
αβυσσαλέο το κενό,
πλαστός αυτός ο κόσμος.
Κι όμως υπάρχει μάνα μου
κάτι που μας πληρώνει
η μύχια γη μας, λατρευτή,
του πνεύματος η πνεύση
στους κόσμους της αλήθειας
στο ανέκφραστο λιμάνι
που πλάθει όμορφη ζωή
πέρα απ’ τις ψευδαισθήσεις
που αποναρκώνουν άστοργα
που αποδεκατίζουν,
ρίχνοντας τις υπάρξεις μας
στη δέσμια δουλεία…
Ω γη, τα μεγαλεία σου
δεν είναι οι εικόνες,
οι ψευδοβεβαιότητες,
είναι η πλέρια γνώση
η μυστική ακρόαση
του μύχιου εγώ.
Συντρίβουμε τα είδωλα
Ξανοίγεται η ζωή…
1.     Θησέας και Αριάνδη.
Θεωρός:
Ήτανε άλκιμος πριν γεννηθεί,
γιατί η Αίθρα η μάνα του
δε γνώριζε αν ήταν Ποσειδώνας ο πατέρας του
ή ο Αιγέας ο κλεινός ο γιος του Κέκροπα
στης Τροιζηνίας τα παλάτια του Πιτθέα.
Όνειρο ήταν, πεθυμιά ή γονιμότητα του Ποσειδώνα;
Από νωρίς ξεκίνησε τους άθλους το παιδί,
καθώς μόνο του κύλισε το βράχο
με το σπαθί και τα σανδάλια του πατέρα του.
Προσπέρασε ηρωικά Επίδαυρο και Κόρινθο,
Κρομμυώνα και Κακιά Σκάλα
χτυπώντας επικίνδυνα ληστές και αιμοβόρα,
στην Ελευσίνα τέλεψε τον Κερκύονα,
στην Ιερή Οδό εξόντωσε το φημιστό πατέρα του Προκρούστη,
στην Αθηναίων γη συνέχισε τους άθλους του
για να βρεθεί εθελοντής θανάτου,
αυτός ο λυγερόκορμος καρπός της Αίθρας,
ο μαθητής του Ηρακλή που θαύμαζε.
Ηρώων ήταν η εποχή,
ηρωικά τα παλικάρια της αλκής
γενναιόψυχες οι πράξεις τους
προστάτευαν αδύναμους
γδικιόνταν τους σκληρούς
βασίλευαν με δύναμη και σθένος,
τα ‘βαναν και με τους θεούς
όπως ο Διομήδης.
Σαν τι ποθούσαν πιο υψηλό
τα μάτια του Θησέα;
Τι αντικρίζαν πιο μακριά
απ' των βουνών τις ράχες
 απ’ τους αχνούς ορίζοντες
με ερεβώδες θάμβος;
Ο θρόνος ήταν έτοιμος
μα δεν αρκούσε,
γιατί η ταπείνωση βαθιά
-του Μίνωα τιμή.
Χωρίς ηρωικές στιγμές
χωρίς μύθους και θρύλους
χωρίς διώκτες απηνείς
του φόβου και του δέους
οι πόλεις και οι πολιτισμοί
είναι ασθενικοί,
αδυνατούν να θρέψουνε
κλέη των επιγόνων.
Πανίσχυρη η Αθήνα σου θα γίνει
ωραίε βλαστέ ισάξιε
ομηρικών ηρώων
πρόγονε ίσως θαλερέ
του κλέους των Αχαιών.
Θα την αντέξεις την τιμή
της δόξας και του πάθους,
θα βγεις απ’ το Λαβύρινθο
σώος και νικητής;
Η ναυς προσέδενε στην Κρήτη
οι φύλακες του Μίνωα περίμεναν
και ο Μινώταυρος στο σκότος του Λαβύρινθου,
ένιωθε πεινασμένος και μουγκάνιζε οικτρά…
Στου πλήθους την οχλοβοή
ήσυχα όλα φαίνονταν στην πλώρη, στα σχοινιά,
κρυμμένη η Αριάδνη
μονολογούσε τρυφερά
με μάτια τεταμένα
στ’  αθώα πριγκιπόπουλα
ταγμένα στη θανή.
Αριάδνη:
Ποιο βάρος της πικρόκαρδης κατάρας αποπαίδι
ξέφυγε από μέσα μου στην πρωινή μαγεία
καθώς απ’ τον ακρόπυργο θωρούσα το καράβι
σαν μια κουκίδα φωτεινή στης θάλασσας στα στήθια;
Φαίνονταν μόνο τα πανιά, απόμακρα, μικρά,
μαύρη σημαία πλάνευε όσους το προσπερνούσαν,
μα μες τα καμαρίνια του οι όμηροι πενθούσαν.
Ποιος δαίμονας αόρατος μου απέσπασε τη θλίψη
γεμίζοντας με θείο φως της καρδιάς μου τη πλήξη;
Κρυφόγελα, υπαινιγμοί, λάμψεις χαμένων πόθων,
έρωτες συνταράζοντες της ύπαρξης τη φλούδα
υποχωρούνε άτακτα μπροστά στο θείο συμβαίνον,
της νέας μου της ύπαρξης ύστατο αναβαθμό.
                                                *
Ακροζυγίζομαι στα όρια της ζωής,
ριγώ από ευφροσύνη κι από δέος
πληρότητα ολόμερο της ύπαρξης καμάρι,
μείνε μαζί μου, μη μ’ αφήνεις να χαθώ
και πάλι μες της πλησμονής την πλήξη,
μακάρια όψη της ζωής κοντά σου η τραγωδία…
Φως του θανάτου η ζωή, ο θάνατος μαυρίλα
κι όμως εξαφανίζεται στης λάμψης μας το φως…
Στρατηγός:
Ώρια κορούλα μας γλυκιά,
αστέρι όλης της Κρήτης
γλυκό της φύσης θηλυκό,
καμάρι των γονιών σου
άνθος ανέσπερης αυγής
τι θέλεις μες το πλήθος;
 Έλα κοντά μου, πιο κοντά,
να δεις τους καταδίκους
να λάμψει στα ματάκια σου
του Μίνωα η δόξα
και των δειλών ο σπαραγμός
που αρνούνται να το πουν…
Αριάδνη:
Μην είσαι τόσο βέβαιος
ραβδούχε του πατέρα˙
φτωχές υπάρξεις έρχονται
ευγενείς απ’ τη φύση.
Όλοι τους θα μοιρολογούν
πικρό το θάνατό τους.
Ποιος θα μπορέσει να το πει
τη φρίκη της θανής
που ξετυλίγεται μπροστά
στα μάτια τα δικά του;
Στρατηγός:
Είμαστε τόσο σίγουροι,
του βασιλιά η δόξα
ραβδίζει όλες τις σκιές
όποιας αβεβαιότης.
Έλα κορούλα να τους δεις…
Θεωρός:
Ξέφυγε μόνη της
πλάι στο πλήθος
κι αντάμωσε το βλέμμα του Θησέα
που ολόπρωτος κατέβαινε
απ’ του πλοίου την πλώρη.
Τα βλέμματά τους έσμιξαν,
έδιωχναν αποστάσεις,
έχθρες και μίση και κακά
αμέτρητων αιώνων
πετάχτηκαν ολομεμιάς
στης λησμονιάς τους τόπους.
Είπανε τα ανέκφραστα
ξέχειλη αιωνιότη,
περίλαμπρο βασίλειο
μιας χάρης που σκηνώνει
στον άρρητο το λογισμό
ανθρώπινης καρδιάς.
Δεν ξέρω πώς απλώθηκαν
οι ευγενείς υπάρξεις
και πώς αποκαλύφθηκε
το μέγα μυστικό,
ό,τι αναγνωρίζουμε
ως Ευρυδίκης κλέος
και του Ορφέα μας πνοή
που φέγγει στους αιώνες.
                                      *
Ο ποιητής είναι μικρός, ο θεωρός σωπαίνει
το πλήθος το αμύητο που κραύγαζε τρελά
ένιωσε την υπέρλαμπρη έλξη των δύο νέων
κι ευθύς ανέτειλε άληστη θεία σιγολαλιά.
Σιγολαλιά ανέκφραστη ιερά μαγνητισμένη
που τράνεψε τη σιωπή της ιερής χορδής
που αγρυπνεί ανέπαφη σ’ αιώνια θητεία
παιδεμένων κι απαίδευτων, σπουδαίων και μικρών.
Ήτανε τάχα η δύναμη που εξέπεμψε ο Θησέας,
η γοητεία η άρρητη της κόρης της σιγής,
η anima η υπέρκοσμη που αδελφώνει φύσεις
το αιώνιο το κίνητρο διανθρώπινης πνοής;
Τι ήταν που ημέρεψε την άμορφη τη μάζα
που αλάλαζε αφρόντιστη της δόξας την ορμή
άμοιρη υπηρέτρια των σκληρών ερειπίων
που μας μοιράζει άστοργα της μοίρας η οργή;
Κανείς δε θα ’ξερε να πει το μέγα το συμβαίνον
το μόνο, το ανέκφραστο, το ιερό εγώ,
το εγώ που εκτρέπεται δεινά στης Λάχεσης τους κάβους
και που συντρίβεται έξοχα  στο θείο αργαλειό
της έκπληξης, του θαυμασμού, του θάμβους την αρπάγη.
                                      *
Η γοητεία της αγνής λευκής μας περιστέρας
δεν ήτανε απαύγασμα της θρυλικής Αστάρτης
που μάγεψε και τον Μαρντούκ, τον ήρωα θεό,
δεν ήταν έλξη θελκτική, των μύθων αποκούμπι
ούτ’ εφαλτήριο δεινό σε πάνθεα ισχυρών
θεών που αυτοδοξάζονται ως δεσπότες και κύριοι
ως πλανερά αρχέτυπα των ενδεών θνητών.
Αγνοβασίλευε λαμπρά ένας καινούργιος κόσμος
ήρεμος και δυναμικός, αγνός και μυστικός,
βαθύς και προαιώνιος, ανθρώπινος και θείος
ανήμπορος να εκφρασθεί με λόγους ποιητών.
Η τέχνη η ποιητική, αυλός της επινοίας,
εύρυθμη και ανάερη, περιλουσμένη φως,
προστρέχει απερίτμητα σε βωμούς και εστίες,
ιερή προσκυνήτρια άβατων απαρχών,
ακρογκρεμίζεται ιερά σε θείους παραδείσους,
μα, ενδεής και έναγχος, αδυνατεί να υμνήσει
τη θεία ωραιότητα, το κάλλος των ψυχών,
ψελλίσματα μας πρόσφερε, υπαινιγμούς αφήνει…


                                      *
...............................................................................................................
Θησέας:
Το λάθος είναι τραγικό ωραίο παιδί της ρέμβης
κι εγώ τόλμησα άφοβος ενάντια σ’ εχθρούς,
σε τέρατα φαρμακερά, ληστές και δολοφόνους,
κι όμως δε μπόρεσα ποτέ μόνος μου να νικήσω…
Χωρίς το ξίφος το ιερό του μόνου μου πατέρα,
χωρίς τη θεία την ορμή του Ηρακλή του θείου
χωρίς το νήμα της καρδιάς της γλυκιάς μου Αριάδνης,
θα  ‘μουνα μόνος, έρημος, συντρίμμι της ζωής.
Μην είσαι τόσο σίγουρος για τα μεγάλα έργα
ούτε και για το σχέδιο που έχεις στο μυαλό σου.
Όσο κι αν μας τρελαίνουνε οι φαντασμαγορίες,
όσο κι αν μας υψώνουμε εγωισμοί και κλέη,
δεν παύουμε να είμαστε αδύναμοι θνητοί,
μάταιοι αναζητητές της τραγικής μας μοίρας.
Ίκαρος:
Θέλω τη λευτεριά μου εγώ μαζί με τον πατέρα
θα δείτε τι σκαρφίζονται οι δύο σκλαβωμένοι
στης τέχνης τους τη δύναμη, στου έργου την πνοή.
Ο εκτοξευτήρας ο ιερός βγαίνει ανανεωμένος,
τα πάθη μας, τα λάθη μας, όλες οι αδυναμίες
εξαγοράζονται όμορφα στον παιδεμό, στο μάθος
αυτής της αμετάθετης παλαίστρας της ζωής.
Νέοι, υπέροχοι ουρανοί απλώνονται μπροστά μας.
1.     Θησέας και Αριάδνη:
Θεωρός:
Όφειλαν να ξεφύγουνε απ’ του Λαβύρινθου το σκότος
έξω ο αλαλαγμός και οι οιμωγές του πλήθους
δυσκόλευαν αφάνταστα το νέο σχέδιό τους.
Κανένας δε θα πίστευε στου Θησέα το κλέος
ούτε θα φανταζότανε τη συνδρομή κορούλας.
Πανάγριος ο Μίνωας, σκληρά αποφασισμένος
άφριζε ανελέητα
σκληρός και παθιασμένος,
η Αριάδνη του ‘φυγε,
σιγή η Πασιφάη.
Ο στόλος μόλις γύριζε από την εκστρατεία,
άρχοντες κι υποτακτικοί σιγούσαν νυκτικά.
Στης δίνης το βαρύ αχό
που κάποτε σιωπά
τα τραγικά σημεία του
εξαγγέλλουν το χάος
που μας τραντάζει αμείλικτα
στης κόλασης το σκότος…
Στοιβάδες των εκρήξεων
πληροφορούν στεντόρια
των ηγεμόνων την ισχύ,
των αφρόνων το πάθος.
Δεν είναι πάντοτε η ισχύς
η τελευταία λέξη,
κάποτε ευτελίζεται
απ’ την αλαζονεία
κι από τη βεβαιότητα
πανίσχυρων ταγών.
Η Αριάδνη ξέφυγε
μ' ασπίδα το Θησέα
κι όταν το αντιλήφθηκαν
ήτανε πια αργά.
Ταξίδευαν θριαμβευτές
για το κλεινό το άστυ,
οι κωπηλάτες εύσωμοι
και τα πανιά φουσκώναν.
Οι δύο νέοι οι λαμπροί
οι αποφασισμένοι
έπλαθαν με ευγένεια
τη νέα ιστορία
την ιστορία των ψυχών
του έρωτα πνοή.
Η νότια αύρα χάιδευε
απαλά τα σωθικά τους
η άλμη η θαλασσόπνοη
ψέλλιζε μυστικά
το ανοιχτό το πέλαγος
άνοιγε τα φτερά τους
την πλέρια τους απόφαση
μ’ αναμονές στιλπνές.
Το μούδιασμα, η συγκίνηση
π' άφησε τους δικούς της
της μάνας τη γλυκύτητα
τη στοργή του πατέρα
θεραπαινίδων σεβασμό
της αυλής τη χλιδή,
η πλέρια της συγκίνηση,
παιδικές αναμνήσεις
φωτίστηκαν υπέρλαμπρα
από άλλη πηγή,
πηγή φωτός και δύναμης
έρωτα επουράνιο
αρχή ανόρθωσης γλυκιάς
και θηλυκής μαγείας
που ανέμενε του άρρενα
την ανοιχτή καρδιά.
                             *
Αγαπηθήκανε σεμνά οι εύψυχες πνοές
γλυκά λουλούδια της ζωής, γοητεύουσες υπάρξεις,
ξεπερνούσαν τα όρια όλων των πρωτοκόλλων,
ανέπνεαν ελεύθερα το νόστο το βαθύ
που νικάει τα σύνορα των τύπων, των λογάδων
που ανασταίνει της ψυχής την άρρητη σιγή.
Δεν ήταν όμως βέβαιοι μέσα στην  ευωχία
λόγου και συναισθήματος ειρηνικής πνοής
καθώς σιγόβλεπαν κρυφά ανόσιες παγίδες
τις βλέψεις τις ουτιδανές της χθόνιας τριβής.
Γνώριζαν και οι δυο καλά πως είναι ματαιότη
κάθε εύπιστη παράδοση σ’ ανθρώπινες πνοές
και πως η βεβαιότητα γίνεται αβεβαιότης
χωρίς διδάγματα ισχυρά ανθρώπινης βιωτής.
Ο έρωτας ο δυνατός θραύεται συντριμμένος
από ανθρώπινες βολές, από θεών τις ζήλιες,
χάνονται ανθρώπων όνειρα, συναίσθημα και λόγος
μα απομένει ξάγρυπνη η έξοχη πνοή,
η κρηπίδα του έρωτα με θεϊκή μαγεία,
το άγρυπνο κι αιώνιο στοιχείο της ψυχής,
η φύτρα κάθε έρωτα, κάθε επιθυμίας
η μύχια πληρότητα των τέκνων της σιγής.
Πόσο θα άντεχαν οι δυο δεινές δοκιμασίες
που περιζώνουν τη ζωή ανθρώπων και θεών;
Αριάδνη:
Πλέω προς νέες χώρες,
αναζητώ την εμπνοή
μαζί σου αγαπημένε μου.
Η θάλασσα κι ο ουρανός
παντοτινά σημεία
των άστεγων, των ιδαλγών
όλων των εποχών
ακροζυγίζουν έξοχα
καρδιάς τις προσδοκίες
οπλίζουν την απόφαση
με ιερό παλμό.
Είναι η ψυχή μας ουρανός
και ωκεανών τοπίο,
η θέληση, η απόφαση,
της πόλης ο αχός
με τα φρενοπετάγματα
και τις ανοησίες,
ηχούν όλο πιο δυνατά,
με κάλπικες τις λάμψεις,
τόσο ηχηρά σημεία,
είναι πολύ πιο δυνατά
που λάμπουν ως αφρός,
και μας τυλίγουν άστοργα
στης τύρβης την κηδεία…
Της φυσικής μας ένδυσης η απεραντοσύνη
σκόρπιες δυνάμεις που σκορπούν την ομορφιά παντού
 παίρνουν στην όψη σου χρυσέ αλλοτινά σημεία
το πάθος το αρρενωπό θείας αναλαμπής.
Η ομορφιά σου πρίγκιπα, το νεύμα το ιερό,
τα έξοχα τα χείλη σου, ο λόγος ο λαμπρός,
το εύρωστο το σώμα σου θείας θωριάς  καρπός
ανασυντάσσουν φαεινά της φύσης τη μαγεία
γίνονται ένας ευγενής κι ουράνιος ποταμός
που συνταράσσει ορμητικά τερατωδίες και πλάνη
που υπόσχονται μια όμορφη και μαγεμένη αυλή.
Είσαι το στέρνο το ιερό αδύναμης ψυχής
ησύχιας πριγκίπισσας δυνατού βασιλείου
μιας κόρης που άλλα όνειρα έπλαθε στην καρδιά της
κι όχι πολέμου ιαχές, θριάμβους και βωμούς.
Είσαι η δύναμη η καλή όλων των βλέψεών μου.
Θησέας:
Γιατί αγαπηθήκαμε χρυσή πριγκίπισσά μου;
Θάνατος αιωρούτανε αμείλικτος, κοφτός
η τόλμη μου ακάθεκτη απ’ τη φρικτή φοβέρα
συνάντησε στην κόψη της τη θεία σου ειδή.
Είναι αυτή η δύναμη που νικάει το τέρας
του θήλεος η νηφάλια και άγρυπνη σιγή
το βλέμμα της το στοργικό, η σκέπη της καρδιάς της
που ανασταίνει έξοχα ένα ιερό παλμό
του μύχιου έρωτα πνοή, αθανασίας κέρας
που συντρίβει το θάνατο του ψεύδους της ζωής.
Μαζί θα πολεμήσουμε ειρηνικά, ωραία,
η δύναμή μου η γνωστή, τα κατορθώματά μου,
η ένδοξη η πόλη μου και οι προοπτικές της
είναι ανίσχυρα, μικρά χωρίς την Αριάδνη
χωρίς την αμετάθετη ερωτική πνοή
που απομακρύνει ξέπνοες δεινές φαντασιώσεις
στης Αφροδίτης τη λειψή και ψεύτικη ορμή
που θυσιάζει το ιερό σε πρόσκαιρη λαγνεία
σε ψεύδη, σ’ ευρηματικές και νόθες εμπειρίες…
Είσαι η πληρότητα για με, ακροστεφάνωμά μου
η ευγενίζουσα σεπτά συναίσθημα και λόγο

που δίνει την περίσσεια σε κάθε μια στιγμή.

.............................................................................................


Ίκαρος:
Αμάραντε ανθέ των Αθηναίων
-εκεί μυήθηκε ο πατέρας μου-
σου αρμόζει ο θρίαμβος
και ο θαυμασμός απλώνεται
στης Παλλάδας τη δόξα.
Ποια φήμη μένει ξακουστή
χωρίς το μεγαλείο
και την απόλυτη στοργή
της ωραίας παρθένας;
Η δόξα του πατέρα μου
φαντάζει φευγαλέα
γιατί κινήθηκε ευθύς
από το μέγα κλέος
της ρώμης της ακάθεκτης
που κτίζει πολιτείες
μύχια εκκολαπτήρια
κάθε πολιτισμού.
Η τέχνη η ουρανόσταλτη
ανθεί στις βασιλείες,
λαών κατοικητήρια,
κι ας είναι μολεμένες.
Η Κρήτη μάς εξύψωσε
χάρη στο Μίνωά της
 κι όμως ποθούμε αλλαγή
νέες εμπνεύσεις πέρα,
στου κόσμου μας τα πέρατα,
σε νέες κλεινές χώρες.
Μεθυστικό  ‘ναι το ποτό
κάθε δημιουργίας,
μεθυστική κι η έξοδος
σε νέες πολιτείες.
Αυτό ζητάμε παρευθύς
ο Δαίδαλος και ‘γω,
αυτός ο πρωτομάστορας
κι ο πρόθυμος ο γιος,
ο ακόλουθος, ο ταπεινός,
της τέχνης ακροχέρι.
Πώς θα μπορέσω να διαβώ
τα όρια του κόσμου…
Η τέχνη μου χαμογελά
και με περικυκλώνει.
Του θείου τα μηνύματα
γλύφουν οι καλλιτέχνες
μέσα τους όμως πιο βαθιά
απ’ των έργων τη λάμψη
προσμένει κάτι πιο βαθύ
που ελευθερώνει πλέρια
απ’ το μακάβριο εγκλεισμό
στα τεχνουργήματά της.
Αριάδνη:
Το ξέρεις Ίκαρε χρυσέ
εσύ κι ο Δαίδαλός σου
πως είστε πια αιχμάλωτοι
του καλού μου πατέρα.
Γνωρίζεις όμως πιο καλά
τα έργα των ανθρώπων
τις άδηλες συνέπειες
πολλών επιτευγμάτων
που τα θαυμάζουμε άσοφα
καθώς μας καταπλήττουν
με μια λαμπρότητα τυφλή
που θέλγει τις αισθήσεις.
Τα θαυμαστά τα έργα σας
που μας ελευθερώνουν
απ’ της ανάγκης τα δεσμά
της άγνοιας το σκότος
δε μας πορίζουνε το φως,
πρόοδο, ευτυχία.
Είναι τα άδηλα δεσμά
που καταδυναστεύουν
της ψυχής τ’ άσπιλα δώματα,
την ομορφιά, το κάλλος.
Χαιρόμαστε σαν βλέπουμε
λαβύρινθους και κλέη,
τους οβελίσκους τους λαμπρούς,
τις  ιερές τις ακροπόλεις,
της τεχνικής το έκθαμβο
και φρικτό μεγαλείο,
χωρίς να στοχαζόμαστε
το βάθος των πραγμάτων,
της ειμαρμένης την πνοή,
οδηγό των ψυχών μας.
Είμαστε ανελεύθεροι,
τα έργα της προόδου
υπηρετούν τα πάθη μας,
γι’ αυτό τα επινοούμε.
Μικρή, τον κόσμο δε μπορώ
να κλείσω στην καρδιά μου,
να αγκαλιάσω τις ψυχές
που σιγαναστενάζουν
μες την κοιλάδα των παθών
που λέγεται ανθρωπότη.
Όμως, το ξέρω πια καλά,
εσύ και το παιδί σου,
θα βρείτε τρόπο εύσχημο
να φύγετε μακριά
πολύ μακριά απ’ τη φυλακή
που κτίσατε αντάμα,
αυτό το έργο το σοφό
της ιστορίας κλέος
και των ανθρώπων φυλακή
με επιφανείς εγκλείστους,
τους έξοχους, διαπρεπείς,
τους σοφούς καλλιτέχνες.
Πολυτελή τα δώματα του ένδοξου κτηρίου
κι όμως κατάντησαν ειρκτή ανθρώπινης μωρίας
γιατί ο άνθρωπος χρυσέ είναι ένας αλήτης,
πάροικος, ιδαλγός λαμπρός,
χωρίς χρυσό και χρήμα,
χωρίς πλεονεκτήματα,
πλούτος είν’ η καρδιά του.
Θησέας:
Περίλαμπρη πριγκίπισσα
αγάπη της ψυχής μου
τι θα μπορούσα να σου πω
ο ελευθερωτής;
Θ’ ακούσουμε τον Ίκαρο,
οφείλω να διακόψω
και να σου πω ευθύστομα
πως η μεγάλη δόξα
είναι ο πλούτος της καρδιάς
που τίκτει την ανδρεία,
την πάλη με το θάνατο,
περίσσεια ζωής.
Μαζί θα φύγουμε από δω
θα με ακολουθήσεις
θα γίνεις το περίπνευμα
η λάμψη της ζωής μου,
η δύναμη η μυστική,
το θήλυ το θεσπέσιο
του άρρενα η ανάβλεψη,
η άρρητη πληρότη,
η δύναμη η σθεναρή,
το κρύφιό του φως.
Η τόλμη με οδήγησε
στην αγκαλιά σου ωραία
και όχι ο Μινώταυρος,
η πάλη με το τέρας.
Ίκαρος:
Ακούω τα λογάκια σας,
ζηλεύω τη θωριά σας,
καταλαβαίνω τους τριγμούς
ανθρώπινης δουλείας
τη φρίκη και τα πάθη της
που τίκτει επινοήσεις.
Όμως, προσέξτε άρχοντες
τους θησαυρούς της τέχνης…
                                      *
Δεν είν’ η τέχνη  απλή επινόηση
ούτε απλός συνδυασμός χρωμάτων και μορφών,
δεν είναι σόφισμα κρυφό που θέλγει τις αισθήσεις,
για ο βαθύς της τρανταγμός αιχμαλωτίζει θεία,
άγει στην ελευθέρωση του πνεύματος, του νου.
Αν το καλό το έργο μας με μύριους διαδρόμους,
με σκοτεινά δωμάτια άριστα αρμοσμένα,
με υλικό ανάλαφρο που χάρη το πληρώνει,
αν κτίστηκε περίλαμπρο, ακριβοθωρημένο,
δεν είναι δόξας λάφυρο, αλλά πνοής ανθός.
Αριάδνη:
Καυχιέσαι για το έργο σου,
αιχμάλωτός του είσαι
Ίκαρε, ένδοξε, λαμπρέ,
μαζί με τον πατέρα.
Ίκαρος:
Αιχμάλωτος ο άνθρωπος στα έργα των χεριών του,
επιθυμεί υπέρβαση, αυτό σημαίνει τέχνη,
πρόοδος μες την πρόοδο, νέες δημιουργίες.
Αριάδνη:
Μα κάθε βήμα προς τα εμπρός
κάθε μεγαλουργία,
γεννά νέα προβλήματα
και νέους λαβυρίνθους
που ετοιμάζουνε κι αυτοί
νέες αιχμαλωσίες,
κάποτε μάλιστα σκληρές,
ως όψεις του θανάτου.
Φτωχός θα γίνει ο άνθρωπος
κι ας θριαμβεύει μόνος
χωρίς καρδιά, χωρίς παλμό,
χωρίς την έσω τέχνη
με σύνεση για οδηγό
κι όχι τη λαιμαργία,
παιδί της επινόησης και της περιεργείας.
Ίκαρος:
Είμαστε πάντα αιχμάλωτοι των  μάταιών μας έργων,
του μόχθου μας, του κλέους μας, περικαλλών κτισμάτων
στις ευφορίας τους καιρούς κι ας μην κατανοούμε
τις προστυχιές της φύσης μας στης μέθης τον καιρό.
Ο Δαίδαλός μου ο καλός και πολυξακουσμένος
σκαρώνει δόλο τρομερό –νέα επιτυχία,
θα τον υμνούν οι εποχές στου κόσμου το γιορτάσι.
Θησέας:
Σαν τι σκαρφίζεται λοιπόν ο θείος σου πατέρας;
Υπάρχουν έργα πιο τρανά απ’ το λαβύρινθό του;
Ίκαρος:
Υπάρχουν και θα υπάρχουνε έργα για νέες δόξες,
όσο του ανθρώπου η έμπνευση ορθοπετάει μακάρια.
Αριάδνη:
Πρόσεξε Ίκαρε λαμπρέ εσύ και ο πατέρας,
θρίαμβο ετοιμάζετε ή την καταστροφή;
Ανθρώπων έργα μέγιστα που εντυπωσιάζουν
που ανεβάζουν τους λαούς πάνω κι απ’ τους θεούς,
μοιάζουν υπέροχα, λαμπρά, ναι, μας αναβαθμίζουν
μ’ επίλογο όμως τραγικό και καταστροφικό.
Δεν είναι έργα ανθρωπιάς οι ευρεσιτεχνίες
κι ας τις βαφτίζουμε άκομψα ναούς της επιστήμης.
Είν’ το ζοφώδες βάραθρο που μας καταποντίζει
στης ευτυχίας το χαμό που θάνατο μας φέρνει.
Πρόσεχε Ίκαρε καλέ, προσοχή στους σκοπούς σου,
όσο μεγάλοι οι άνθρωποι, τόσο σκληρές οι πράξεις,
κι όσο τα έργα προχωρούν, τόσο σκληρή η απάτη.
Ίκαρος:
Ψάχνουμε το αδύνατο, να η δόξα του ανθρώπου,
κει που οι θεοί δημιουργούν τέρατα και σημεία
οι καλλιτέχνες οι καλοί, οι ποιητές, οι γνώστες
οικοδομούν τα έργα τους, κι ας τους κατασπαράζουν.
Θησέας:
Το λάθος είναι τραγικό ωραίο παιδί της ρέμβης
κι εγώ τόλμησα άφοβος ενάντια σ’ εχθρούς,
σε τέρατα φαρμακερά, ληστές και δολοφόνους,
κι όμως δε μπόρεσα ποτέ μόνος μου να νικήσω…
Χωρίς το ξίφος το ιερό του μόνου μου πατέρα,
χωρίς τη θεία την ορμή του Ηρακλή του θείου
χωρίς το νήμα της καρδιάς της γλυκιάς μου Αριάδνης,
θα  ‘μουνα μόνος, έρημος, συντρίμμι της ζωής.
Μην είσαι τόσο σίγουρος για τα μεγάλα έργα
ούτε και για το σχέδιο που έχεις στο μυαλό σου.
Όσο κι αν μας τρελαίνουνε οι φαντασμαγορίες,
όσο κι αν μας υψώνουμε εγωισμοί και κλέη,
δεν παύουμε να είμαστε αδύναμοι θνητοί,
μάταιοι αναζητητές της τραγικής μας μοίρας.
Ίκαρος:
Θέλω τη λευτεριά μου εγώ μαζί με τον πατέρα
θα δείτε τι σκαρφίζονται οι δύο σκλαβωμένοι
στης τέχνης τους τη δύναμη, στου έργου την πνοή.
Ο εκτοξευτήρας ο ιερός βγαίνει ανανεωμένος,
τα πάθη μας, τα λάθη μας, όλες οι αδυναμίες
εξαγοράζονται όμορφα στον παιδεμό, στο μάθος
αυτής της αμετάθετης παλαίστρας της ζωής.

Νέοι, υπέροχοι ουρανοί απλώνονται μπροστά μας.
........................................................................................................

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ: Χ. Μαλεβίτσης και Μανώλης Μαρκάκης

Δύο Νεοέλληνες Στοχαστές

ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΜΥΘΕΥΣΗ

Ο στοχασμός του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση αποκαλύπτεται όλο και πιο γόνιμος στον αναγνώστη ο οποίος αναζητεί όχι το αγοραίο, αλλά το διαρκές, το παραμόνιμο, ό,τι του ανοίγει ορίζοντες, ό,τι τον ξαφνιάζει δημιουργικά. Πολλοί είπαν πως με την επικράτηση της τεχνικής και με την ανατολή της παγκοσμιοποίησης ο στοχασμός και η θεωρητική αναζήτηση γενικότερα όχι μόνο καθίστανται περιττά, αλλά εξαφανίζονται. Ήδη, η νεωτερικότητα και οι προφήτες της αγγέλλουν όχι μόνο το θάνατο του κειμένου, αλλά και του συγγραφέα, αγνοώντας πως με ό,τι υποστηρίζουν διακηρύττουν ακριβώς το αντίθετο, αφού αν ο συγγραφέας έχει πια πεθάνει, ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ. Προς τι λοιπόν η γραφή, οι διακηρύξεις και η τόσο μέριμνας για ανύπαρκτα ουσιαστικά πράγματα; Προς τι η γραφή;

Η γραφή  όμως εκφράζει το λόγο του ανθρώπου, τον πολυσυζητημένο λόγο ο οποίος ποτέ δεν ταξίδευσε ανενόχλητος σε εύδια πελάγη, γιατί αποστολή του υπήρξε και θα είναι η μαρτυρία του ουσιώδους, παρά τις τόσες και τόσες παλινωδίες. Η γραφή, έστω και ως παιδιά, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα, αινίσσεται με τα σύμβολά της τα νεύματα του λόγου και ακόμη περισσότερο, εισάγει σε ό,τι ο λόγος δε μπορεί να εκφράσει, μα το πιστεύει ως παράμονο και ουσιώδες. Η γραφή μας διασώζει, έστω και συμβολικά, το αληθεύειν του λόγου, αναδύεται τουλάχιστον σε αυτή την προσπάθεια και τα σημαινόμενά της κρίνονται, χάνονται, απασχολούν για λίγο ή διαρκούν. Η διάρκεια του λόγου είναι διάρκεια του αληθεύοντος νοήματος, οι υπαινιγμοί του τουλάχιστον.

Πώς όμως είναι δυνατό να εκφρασθεί το αληθεύον νόημα, όταν ο λόγος πτερορρυεί, όταν οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι ανεπαρκείς κατά τις απόψεις κορυφαίων στοχαστών; Αντιμετωπίζουμε ένα παλαιό κλασικό ερώτημα, ένα ερώτημα το οποίο πιστοποιεί για μια ακόμη φορά όχι μόνο τη γονιμότητα του στοχασμού, άλλά τις έγγειες αξίες του ανθρωπίνως υπάρχειν, τις μεταφυσικές καταβολές του ανθρώπου. Έχω τη γνώμη πως ο αείμνηστος Χρήστος Μαλεβίτσης μας άφησε κείμενα τα οποία αυθυπερβαίνονται αναδημιουργικά και γι’ αυτό ακριβώς θα τα χαρακτήριζα μαρτυρίες μακράς πνοής και εμπνοής. Ας ακροασθούμε το στοχασμό του, ας επισκοπήσουμε το πνεύμα του μυθικώς εκφράζεσθαι όπως συνελήφθη από έναν τόσο αξιόλογο στοχαστή: Αυτό που για την εξωτερική οντολογική περιοχή  ονομάζεται πραγματικότητα, το αντίστοιχο της  εσωτερικής οντολογικής περιοχής ονομάζεται μυθικότητα… Η μυθικότητα περιλαμβάνει και το μέρος εκείνο της φιλοσοφίας, το οποίο δεν προκύπτει από τη δραστηριότητα του λόγου, αλλά προέρχεται από τη μυθική συνείδηση. Κι ωστόσο εδώ απαιτούνται δραστικές εξηγήσεις. Τι ενώνει το παραμύθι, τη μυθολογία, τη θρησκεία και την φιλοσοφία, έστω κατά ένα μέρος;  Ότι όλα αυτά είναι  προϊόντα αρχετυπικών μορφωμάτων  της ψυχής Οποιαδήποτε φανέρωση εννοίας  βεβαιώνει την ύπαρξη της πραγματικότητας…στη μυθικότητα κινείται ο κόσμος των συμβόλων. Στην πραγματικότητα κινείται ο κόσμος των εννοιών.. Το δεδομένο της μυθολογίας είναι τα ίδια τα αρχέτυπα, ενώ το δεδομένο της πραγματικότητας δεν είναι οι έννοιες το οποίο υπάρχει και χωρίς αυτές… Και ο φωτισμός που τα τελειώνει είναι το πνεύμα.. Το πνεύμα είναι η κατεξοχήν ζωή, η ζωή της αιωνιότητας, όχι των εννοιών , με την οποία έρχεται σε προσωπική σχέση ο έμμυθος άνθρωπος[1]. Αν προσεγγίσουμε το κείμενο, θα διαπιστώσουμε μια μεγάλη αλήθεια η οποία έχει βέβαια εκφρασθεί και από άλλους στοχαστές, αλλά η οποία, στο πλαίσιο του στοχασμού του αείμνηστου φίλου είναι πραγματική σύλληψη. Υπάρχει όντως μυθική συνείδηση η οποία τρέφει τη φιλοσοφία; Είναι δυνατό η φιλοσοφική αναζήτηση να αναγνωρίζει ως μήτρα της ένα κάποιο μυθικό αρχέτυπο απ’ το οποίο παράγεται ο λόγος; Υπάρχουν κατά τον Μαλεβίτση αρχετυπικά μορφώματα της ψυχής τα οποία, ας το προσέξουμε, δρουν, ενεργούν και φανερώνονται ως σύμβολα. Ιδού λοιπόν η θέση: Η μυθικότητα είναι ο κόσμος των συμβόλων και όχι οι χονδροειδείς μύθοι (γι’ αυτό υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη μυθική και στη μυθολογική συνείδηση), είναι ο χώρος φανέρωσης της αλήθειας στο ακραιφνώς οντολογικό νόημα του όρου και θα δούμε γιατί.

Οφείλουμε να πούμε βέβαια πως μέγιστοι και κράτιστοι στοχαστές με πρώτο το θείο Πλάτωνα προσέφυγαν στο φιλοσοφικό μύθο για να εκφράσουν την άρρητη κατά βάθος αλήθεια. Το πλατωνικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό και μηνύει με τον πιο καθαρό τρόπο πως το είναι, το καθαρό είναι δεν εκφράζεται. Όμως ο Πλάτων δε σιώπησε, αλλά προσπάθησε να δείξει αυτήν την αλήθεια με τρόπο ο οποίος τον καθιέρωσε όχι μόνο ως μέγιστο μεταφυσικό, αλλά και ως ανυπέρβλητο λογικό και επιστημολόγο. Ήδη, πριν ο λόγος ανατείλει και μορφωθεί γλωσσικά, ο άνθρωπος ενωτίζεται κάτι που αληθεύει, το νόημα, το αληθεύον νόημα το οποίο τον προφθάνει πριν κάθε εμμεσοποιημένο λογισμό. Πώς όμως; Επιστρέφοντας στη σκέψη του Μαλεβίτση, βλέπουμε πως το σύμβολο, συνειδητοποιημένο απ’ την πρωτογενή συνείδηση ενεργεί ως αρχέτυπο (ας θυμηθούμε έστω και για λίγο την τόσο φιλόξενη σκέψη του Jung), ως πρωτοπληροφορία η οποία θα θρέψει το λογισμό, ως μαρτυρία, για να είμαστε ακριβέστεροι, του κατεξοχήν οντικού. Γι’ αυτό ακριβώς κάπου αλλού διαβάζουμε την ακόλουθη τολμηρή και «σκανδαλίζουσα» θέση του φιλοσόφου: Οι μύθοι της ανθρωπότητας είναι περισσότερο πραγματικοί από την ιστορία της, επειδή την ιστορία της την ξεκινούν οι μύθοι της. Συνεπώς μεγάλη σημασία έχει ο πνευματικός ορίζοντας του αφετηριακού μύθου, επειδή από αυτόν τον ορίζοντα θα κριθεί η έκβαση του  ιστορικού εγχειρήματος[2]. Παρόμοιες καταγραφές, σπαράγματα υψηλών εμβιώσεων θα έλεγα, αναδύουν πρωτόφαντο κάλλος, αν βέβαια μελετηθούν και εξετασθούν προσεκτικά, γιατί αποκαλύπτουν βαθιές αλήθειες οι οποίες δεν πρόκειται να υπερβαθούν ποτέ. Συμβαίνει μάλιστα κάτι το κατεξοχήν διαφωτιστικό: Αποκαλύπτουν το βαθύτερο ανθρώπινο είναι όπως το τελευταίο αναδύεται απ’ τους ιστορικούς του σπαραγμούς, ευθύβολα και αποφασιστικά. Κάθε ιστορικό εγχείρημα προϋποθέτει έναν μυθικό αφετηριακό ορίζοντα χωρίς τον οποίο είναι αδιανόητο. Ο στοχαστής μας διέγνωσε αυτήν την αλήθεια μελετώντας και γράφοντας όμορφα κείμενα σχετικά με τα ομηρικά έπη, προσφεύγοντας και στο μυθολογικό σύμπαν άλλων μεγάλων πολιτισμών και δρέποντας τα εύοσμα άνθη τους, παρακολουθώντας μελέτες σύγχρονων ανθρωπολόγων.

Απλά: Το είναι της μυθικότητας είναι συμβολικό και αποκαλυπτικό, φωτίζοντας τα ύστατα του ανθρώπου και λέγοντας πως το οντολογικά πρώτιστο μόνο συμβολικά μπορεί να προσληφθεί. Τα αρχέτυπά του δεν είναι ειδωλικές συλλήψεις, αλλά κάτι το σημαντικότερο. Το βασίλειο της εσωτερικότητας (και εδώ ο όρος είναι συμβολικός) είναι ο κόσμος του αρρήτου, ο κόσμος ο οποίος διασελαγίζεται απ’ τη λάμψη των αρχετυπικών συμβόλων τα οποία όμως δεν είναι παρά νύξεις, νύξεις που φωτίζουν κάτι το ανεπανάληπτο: Εκμυθεύουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα επειδή και ο κόσμος μας εκφράζεται μυθικά, επειδή, κατά βάθος, αγνοούμε γιατί υπάρχει.[3]  Αν προχωρούσαμε λίγο περισσότερο, θα διαπιστώναμε πως αναδύεται μια άλλη αλήθεια ως άνθος της εκμύθευσης του νοήματος της ζωής μας και του κόσμου: Υπάρχει ένας «χώρος», μια «περιοχή» όπου το αληθές γίνεται «θεατό» με έναν τρόπο ο οποίος προφθάνει, αλλά και τρέφει το λογισμό. Οποιοδήποτε λεκτικό σχήμα, οποιαδήποτε λογική έκφραση, και η ισχυρότερη, έπονται ως μαρτυρίες του πρωτογενούς και υπ’ αυτό το πνεύμα βρίσκονται εντός του εκμυθεύειν, ως σύμβολα δεύτερου βαθμού, θα λέγαμε. Φυσικά, ό,τι ο στοχαστής ονομάζει αρχέτυπα, είναι κατά βάση μυστικές πρωτοπληροφορίες, είναι η παιδικότητα του πνεύματος που διαλέγεται με το κοσμικό συμβαίνον με την αφέλεια και με το χάρμα που δωρίζουν τη φιλοσοφία. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, πως η συνείδηση που διατήρησε την αίσθηση της παιδικότητάς της και που ζει όλες τις στιγμές της υπό την ευλογητική διάνοιξη της ουσίας είναι η συνείδηση των μεγάλων της ανθρωπότητας, αυτών που έδωσαν το φως στους ανθρώπους.[4] Θα περιοριστώ όμως σε ένα μόνο παράδειγμα για να καταστήσω σαφή τη βασική θέση του Μαλεβίτση, γιατί νομίζω πως χωρίς αυτήν τη συνθέτουσα της σκέψης του ή τον παρανοούμε ή αδυνατούμε να τον κατανοήσουμε.
Όταν κάνουμε λόγο για μυθικά αρχέτυπα, εκτός απ’ το πνεύμα της παιδικότητας, έχουμε υπόψη μας και άλλες καταστάσεις οι οποίες διαδηλώνουν την perennitas του ανθρωπίνου. Ήδη προβάλλει το αιώνιο θήλυ ως μία απ’ τις χαρακτηριστικές εκφράσεις των μυθικών αρχετύπων, των αρχετυπικών μορφωμάτων της ψυχής. Οι σελίδες του Μαλεβίτση επί του θέματος είναι πραγματικά εντυπωσιακές, γιατί συνδέονται με την anima και εμπνέονται όχι μόνο απ’ τις έρευνες της ψυχολογίας, αλλά και απ’ τις μαρτυρίες πολλών κειμένων της ελληνικής αλλά και της ανατολικής μυθολογίας και συμβολικής. Το αιώνιο θήλυ δεν είναι νοητό αρχέτυπο, δεν είναι εξιδανίκευση κάποιων αισθημάτων, δεν είναι κατασκεύασμα απωθημένων πλεγμάτων ή κάποια ονειροφαντασία η οποία θα συνάρμοζε τις απαιτήσεις του σαρκικού με τις εμπνοές ή και διαταγές του ηθικού. Δεν έχει τίποτε το ηθικιστικό και δε σχετίζεται παρά με ό,τι καταξιώνει την παρθενικότητα, την αγνότητα, τη μητρότητα, τη συζυγία, το πνεύμα της καθαρότητας, τον ουτοπικό και συμβολικό χαρακτήρα της τέχνης και της ζωής γενικότερα. Βρίσκεται παντού, σε όλες τις μυθικές διηγήσεις των λαών, συντροφεύει την ηθική συνείδηση πολλών λαών, καλλύνει τα ήθη, φωτίζει οντολογικά. Κι’ όμως, το αιώνιο θηλυκό είναι άπιαστο… Ιδού ένα απ’ τα πολλά κείμενα: Αυτό όμως το αιώνιο θήλυ δεν είναι το έγχρονο θήλυ…Αν νομίζεις πως η άπειρη Ελένη του κάστρου είναι η πεπερασμένη γυναίκα σου, ποτέ δεν θα γνωρίζεις την Ελένη, την άνιμα τη θεοτική, ποτέ δε θα σου αποκαλυφθεί ο όλβος της πνευματικής αποκατάστασης της υπάρξεώς σου.[5] Πώς όμως είναι δυνατό; Πώς γίνεται μία απ’ τις βασικές αρχετυπικές συμβολικές πραγματικότητες να είναι άπιαστη; Ας προσέξουμε όμως το χαρακτήρα του μυθικού για να κατανοήσουμε την εγγύτητα του «άπιαστου». Πρόκειται, είπαμε, για μυθικά μορφώματα, πράγμα που σημαίνει πως ανήκουν όχι μόνο στην περιοχή της εσωτερικότητας, άλλά στην ύστατη αμεσότητα η οποία δεν είναι δυνατό να εκφρασθεί στον έγκοσμο βίο. Λειτουργεί κατά μεγαλειώδη τρόπο ο οποίος τρέφει τη συνείδηση: Είναι μη αναλώσιμα. Αιώνια. Τροφή του έγκοσμου είναι το αιώνιο, ιδού το μέγα νόημα το οποίο αναδύεται απ’ την εκμύθευση, απ’ τις συλλήψεις του στοχαστή μας. Το αιώνιο θήλυ είναι άπειρο, ιδού το μυστικό το οποίο οφείλουμε να ενατενίσουμε, αν θέλουμε να εισέλθουμε στις κρύφιες διαστάσεις του στοχασμού του στοχαστή μας. Το άπειρο τρέφει το πεπερασμένο και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι αναλώσιμο, αλλά συνιστά τροφή της ψυχής, της ψυχής όλων. Είναι γνωστό πως ο ρωμαλέος στοχασμός δεν αποκαλύπτει κάποιες συλλήψεις του στοχαζόμενου, αλλά εισβάλλει στην πανανθρώπινη συνείδηση ως θραυσματικό απαύγασμα του ό,τι δεν είναι δυνατό να καταστεί αντικείμενο περιγραπτό και απλό. Ιδού λοιπόν πού μας οδηγεί η αρχετυπική καταβολή του συμβολικού πνεύματος το οποίο εκφράζεται αναπόφευκτα με μυθικό τρόπο.
Είναι σαφές πως οι διαπιστώσεις με τις οποίες αναστρεφόμαστε ακραγγίζουν τη φιλοσοφική συνείδηση και διαυγάζονται σε όλες τις δραστηριότητες του πνεύματος, όπως η ποίηση, η τέχνη αλλά και ο επιστημονικός λόγος. Πρόκειται για σπερματικούς λόγους οι οποίοι, διάσπαρτοι στο έργο του Μαλεβίτση, πιστοποιούν την αλκή και νεότητά του για να συναντώνται και με διαπιστώσεις άλλων εργατών του πνεύματος σε όλους τους πολιτισμικούς χώρους.


Το αληθεύειν όμως δεν αγγέλλεται μόνο με τη δυναμική του μυθικού πνεύματος το οποίο οικοδομεί τον τόπο του. Υπάρχει η άλλη διάσταση του γιγνώσκειν η οποία οικοδομείται με τις καθαρά λογικές έννοιες, το καθαρά φιλοσοφικό έργο. Αν τα αρχέτυπα δεν είναι έννοιες, οι τελευταίες που καταξιώνονται ως αφετηρία της φιλοσοφικής δημιουργίας και ως προϋπόθεση του επιστημονικού έργου. Πρόκειται για το αληθεύειν που για κάποιους κινείται σε ριζικά διαφορετικούς χώρους και που ανατρέπει τις πρώτες ενορμήσεις της μυθικής ψυχής. Βέβαια, το πρόβλημα είναι πανάρχαιο και τίθεται συνεχώς υπό νέους όρους. Συνίσταται στο εξής: Έχουν οντολογική εγκυρότητα τα μυθικά αρχέτυπα για τα οποία μιλήσαμε ή εξαντλούνται στο πεδίο του μύθου, της τέχνης, της θρησκείας; Θα απαιτούταν πολύς χώρος για να αναπτυχθεί η απάντηση και προσφυγή σε πολλές αναφορές του στοχαστή. Από όσα όμως είπαμε, προδιαγράφεται μια σαφής θέση η οποία καλλύνει το στοχασμό του Μαλεβίτση. Η αίσθηση της παιδικότητας, προνόμιο μεγάλων και σπάνιων μορφών της ανθρωπότητας, δρα καθοδηγητικά, όχι γιατί αιωνίζει το πρωτινό χάρμα, αλλά γιατί διεμβολίζει το λόγο και συνιστά μαρτυρία ωριμότητας, πέρα απ’ τις επιφανειακές κραυγές των εκάστοτε διαφωτιστών.
Είναι καταρχήν βέβαιο πως οι έννοιες δεν αποτελούν επινοήσεις του εμπειριστικού πνεύματος, σ’ αυτό κατατείνουν οι αρκετοί επιστημολόγοι, όπως και σπουδαίοι λογικομαθηματικοί. Τα λογικά συστήματα, έστωσαν τα πιο αυστηρά και τυποποιημένα, είναι αναποφάσιστα. Ο λόγος, αυτό μας λέει η ιστορία της μεταφυσικής, αν θέλουμε να τη διαβάζουμε σωστά και χωρίς φιλάρεσκες αυταπάτες, δεν αυτοοικοδομείται, αλλά αποτελεί τρόπο έκφρασης του αληθεύοντος το οποίο δεν αναζητείται στη φθαρτή τάξη των φαινομένων. Είναι τρόπος έκφρασης και αυτό σημαίνει πως έπεται κάθε γνώσης. Γιατί η πραγματική γνώση είναι ανάγνωση και πληροφορία, πρωτοπληροφορία και όχι προϊόν απλής μαθησιακής διαδικασίας. Υπ’ αυτό το πνεύμα στο πεδίο του στοχασμού του Μαλεβίτση ό,τι έχει σημασία δεν είναι το αναστρέψιμο λ.χ. μιας επιστημονικής αλήθειας, ούτε οι ειδολογικές διαφορές στο πεδίο των λογικών ερευνών όπως οι τελευταίες διατυπώθηκαν απ’ τις μεγάλες σχολές, αλλά το εμβιούμενο στο οποίο και επιμένει μακριά από ψυχολογικές ή ειδωλικές υποβολές.

Το αληθεύειν επομένως ενοικεί στη βαθύτητα της συνειδητοποίησης και όχι στις οσοδήποτε χρήσιμες και σπουδαίες λογικές και επιστημονικές καταγραφές. Εξάλλου δεν απαιτούμε από ένα στοχαστή να τα πει όλα, όσο διάνοιξη γόνιμων οριζόντων. Φυσικά, μαρτυρίες αυτού του πρωτογενούς αλλά και αειγενούς φωτισμού είναι και πραγματικότητες οι οποίες γονιμοποιούν τις καταβολές και ανθίζουν ως παιδευτικό ιδεώδες, ως προφητική συνείδηση, ως εσχατολογική σύλληψη της στιγμής και του χρόνου, ως θρησκευτική-αποκαλύπτουσα αλήθεια,ως πολιτική ενατένιση της ζωής, ως τραγική συνείδηση, κ.ο.κ. Όλες αυτές οι διαπλώσεις του Μαλεβίτση διανθίζονται από πολύτιμους μαργαρίτες ως περιδέραια και τιμαλφή δώρα των Μουσών, ως συλλήψεις οι οποίες φωτίζουν πραγματικά και πιστοποιούν πως το στοχάζεσθαι είναι το ευγενέστερο ίσως δώρο που δωρίθηκε στους θνητούς. Θα ήταν δυνατό να γίνουν ιδιαίτερες εργασίες με αφετηρία τις διαστάσεις της σκέψης του στοχαστή και θα μαρτυρούσαν όχι μόνο τη γονιμότητα της σκέψης του, αλλά και τις προοπτικές τις οποίες ανοίγει.

Το πνεύμα όμως καταστέφει την όλη προσπάθειά του. Τι είναι αλήθεια πνεύμα; Πώς εννοείται αυτός ο τόσο πολυσυζητημένος όρος ο οποίος καταπόνησε τόσους και τόσους στοχαστές απ’ τον Ηράκλειτο μέχρι τις μέρες μας; Ιδού μία απ’ τις πολλές άλλά συγκλίνουσες απαντήσεις του στοχαστή. Το πνεύμα είναι η κατεξοχήν ζωή, η ζωή της αιωνιότητας, …με την οποία έρχεται σε προσωπική σχέση ο έμμυθος άνθρωπος[6]. Ίσως η προσέγγιση ξενίζει, αλλά προσεκτική ανάγνωση και αναστροφή με παράλληλές της, διάσπαρτες σε άλλα κείμενα του στοχαστή, μας οδηγεί στο κορυφαίο στάδιο διάπτυξης του στοχασμού του.
Είναι σαφές πως ο στοχαστής καταθέλγεται απ’ το μυθικό πνεύμα και τις αποκαλύψεις του. Είναι επίσης σαφές πως ο στοχασμός του ο οποίος αναστράφηκε με κορυφαίες εκδιπλώσεις του πνεύματος σε πολλούς πολιτισμικούς χώρους και περιοχές επιλέγει  ό,τι νομίζει πως καταθέλγει. Ο Μαλεβίτσης δεν καταθέλγεται απ’ τις επιτυχίες της τεχνικής, της τεχνολογίας, δεν εμμένει σε λογικές αναλύσεις, ούτε ασχολείται ιδιαίτερα με επιστημολογικά προβλήματα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως αγνοούσε τη φορά της επιστήμης, της τεχνικής, των λογικών θεωριών. Και γι’ αυτά έχει μιλήσει, αλλά προτιμάει να στοχάζεται πάνω σε ό,τι θεωρεί σημαντικότατο.
Έτσι παραμένει πιστός στις επαγγελίες του έμμυθου ανθρώπου, στις επαγγελίες δηλαδή των βαθέων της συνείδησης, της παναθρώπινης συνείδησης και θεωρεί πως ο φωτισμός της ύπαρξης τελειώνει με το πνεύμα. Ιδού: Ό,τι είναι μυθοδίαιτο, ο άνθρωπος δηλαδή, παραμένει και στο μέτρο που συνειδητοποιεί αυτήν την αλήθεια, κοινωνεί του πνεύματος το οποίο ορίζεται ως αιωνιότητα. Έτσι, αιωνιότητα δεν είναι απλά η μεγάλη υπόσχεση, το έκτακτο θαύμα, το απερινόητο γεγονός της υπάρξεως του προσώπου, αλλά ο αυγασμός του υπάρχειν, ο εγκεντρισμός του απ’ την άρητη οντολογική διαφάνεια  την οποία δε μπορούμε να γευθούμε στην πληρότητά της. Ο όλβος ο θεοτικός είναι η όλβια ύπαρξη, το αυθεντικώς και γνησίως υπάρχειν, ό,τι δικαιώνει αιώνια τους αναζητητές των μεγίστων. Ήδη, έχουμε οδηγηθεί στην ύστατη περιοχή με την οποία συνειδητοποιείται το ανθρωπίνως υπάρχειν, στον κόσμο του πνεύματος. Πρόκειται για την καταλάμπουσα αλήθεια η οποία δεν καταυγάζει μόνο νοητά το ανθρώπινο, αλλά το καθιστά δυνατό να φωτίζει την ίδια του την πνοή, να καταξιώνει το μυθοδίαιτό του και να υω΄ψνει κορυφαίες υπαρξιακές καταστάσεις του έγχρονου βίου του σε μαρτυρίες πνεύματος και δυνάμεως. Ήδη κατανοούμε πως το αληθεύειν της ζωής αγγέλλεται με το εκμυθεύειν και πως αποστολή του στοχασμού δεν είναι η υπέρβαση ή η ακύρωση των αφετηριών, αλλά η καταξίωσή τους, γιατί και η έλευση του πνεύματος, η ημέρα του Κυρίου, όπως έλεγε ο στοχαστής, έμμυθα εκφράζεται. Το έμμυθο όμως, βαθύτατα ριζωμένο στην ύπαρξη, είναι πάντα συμβολικό και αποκαλύπτει ό,τι δεν είναι δυνατό να εκφρασθεί με χθόνια υλικά.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλείστα όσα χωρία του Μαλεβίτση, μα νομίζουμε πως ό,τι ακούσαμε, τα σύντομα αποσπάσματά του, είναι ικανό να μας υποψιάσει ως προς το βάθος της σκέωης του. Πρόκειται για μια σκέψη με πολλά και διάφορα εναύσματα από όλα τα πολιτισμικά πλάτη και βάθη, για μια σκέψη που δεν αρκέστηκε να αγγέλλει ό,τι αιώνιο ανέγνωσε στη σοφία των αιώνων, αλλά για μια σκέψη η οποία αφομοίωσε αναδημιουργικά ανεξαγόραστους θησαυρούς, για μια αγραυλούσα σκέψη η οποία άνθησε και καρποφόρησε στον όμορφο λειμώνα του πνεύματος ως εύοσμο άνθος  της συγκινητικής συγχορδίας των ευγενών πνευμάτων των πολιτισμών μας. Γι’ αυτό ακριβώς ζει και συγκινεί, ζει και αινίσσεται, φωτίζει.


Νίκος Μακρής
2014 (Απόδoση διάλεξης)





[1] Ο Φωτισμός του Ανθρώπου, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1996, σελ. 22.
[2] Τα Μήλα των Εσπερίδων, Imago, 1984, σελ. 9.
[3] Τα Μήλα…σελ.113.
[4] Τα Μήλα…σελ. 48.
[5] Δοκίμια…. σελ. 93
[6] Ο Φωτισμός… δελ.22.







        Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΡΚΑΚΗ (1942-2001)
Ποιος ο Μανώλης Μαρκάκης. Ποιητής, ευρύτερα, λογοτέχνης, επιστήμων με πρωτότυπες κοινωνιολογικές μελέτες, αρθρογράφος, κριτικός και κυρίως φιλόσοφος με βαθύτατη στοχαστική διάθεση. Στον κόσμο του, στο στοχασμό του κυρίως θα αναφερθούμε κατά το δυνατό σύντομα, αλλά και προσεκτικά.
Ο Στοχαστής και ο Φιλόσοφος. Οι όροι, αν και συγκλίνοντες, δεν ταυτίζονται. Ωστόσο, συγκλίνουν και είναι όμοροι, ως κύκλοι τεμνόμενοι αλλά μη ταυτιζόμενοι, ως επαλλάσσουσες έννοιες ή ως έννοιες που δεν ταυτίζονται κατά το πλάτος, παρόλο που στο βάθος συγκλίνουν αποφασιστικά, για να μιλήσουμε με αριστοτελικούς όρους.
Συγκεκριμένα, ενώ ο φιλόσοφος προσπαθεί να περιγράφει την αλήθεια των πραγμάτων και κυρίως του ανθρωπίνου με αφετηρία  με σαφή λογική συνέπεια, παρόλο που οι αφετηρίες του δεν ελέγχονται ούτε απορρίπτονται λογικά (πρόκειται για αξιώματα), κατευθύνεται στην έρευνα των αρχών της γνώσης, της αίσθησης, του χώρου-χρόνου, του είναι των πραγμάτων και του ανθρώπου, του ήθους, του κάλλους κ.ο.κ., ο στοχαστής, χωρίς να αφίσταται, κατά το δυνατό, της μεθόδου, εμβαθύνει με τον τρόπο του στο ανθρώπινο κυρίως πεπρωμένο και αφορμάται από συγκεκριμένες καταστάσεις όπως το άγχος, το συνυπάρχειν, οι διαπροσωπικές σχέσεις, το νόημα των θεσμών και τη κοινωνικής συγκρότησης κ.ο.κ., για να θυμίζει λησμονημένες διαστάσεις και φαινόμενα που ωστόσο είναι συστατικά στοιχεία του συνειδότος μας. Μας ξαφνιάζει δημιουργικά. Είναι όμως αναπόφευκτο ο στοχαστής να συναντάει το φιλόσοφο και ο φιλόσοφος το στοχαστή.
Ήδη, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα. Τι είναι λ.χ. οι Rousseau, Kierkegaard, Montaigne, και αρκετοί άλλοι: Φιλόσοφοι ή στοχαστές;
Αφετηρίες του στοχασμού του Μανώλη Μαρκάκη. Εξετάζοντας το έργο του στοχαστή μας διαπιστώνουμε πως οι αφετηρίες του βρίσκεται στην καταγωγική του συνείδηση, στην παιδικότητα και στη νεότητά του, στα τοπία της πατρίδας του που είναι και τοπία της ψυχής του, στη λυρική, τραγική, μυστική, μουσική γοητεία της ζωής, σε μια σπάνια ευαισθησία με απλά λόγια που του πρόσφερε τα πρώτα φτερά, την πτέρωσιν, για να χρησιμοποιήσω έναν πλατωνικό όρο. Ας δούμε κάποιο στοχασμό του των πρωτινών του ονειροπολήσεων: Επήρα ξανά το μονοπάτι το φιδίσιο που κουλουριάζεται στο σταχτύ μεγάλο δρόμο μ’ αμέτρητες γύρες…Επίστευα πως σε κάθε κορυφή της σκαλωσιάς των βουνών μπορούσα να βρω ένα λουλούδι σπάνιο, φανταχτερό…Δε βρήκα αυτό που μ’ έκανε να πιστεύω πως πάντα υπάρχει μια παρθένα κορφή, αυτό που με βίαζε να πλάθω με το μυαλό μου μια πιο αψηλή από τις άλλες…Πιστεύω πως πριν σφαλίξω τα βλέφαρά μου θα βρω αυτό που σ’  όλη μου τη ζωή εζήταγα και καρτερούσα. (Εφημ. Επαρχιακή, 2-1-1961) Βρήκε άραγε ό,τι αναζητούσε τόσο νέος; Το έργο του πιστοποιεί πως προχώρησε βαθιά κι αυτό είναι η κλήση του στοχαζόμενου ο οποίος ποτέ δε θα μπορούσε να πει πως κατέκτησε οριστικά τις κορυφές.
Ιδού όμως η εμπνοή:
          Μια δαχτυλιά στο μέτωπο του έρωτα η κλήση
Θεού, ανάσα πύρινη στο αγκουσεμένο στέρνο
και να θαμπώνει η αρετή, ν’ ανοίγουν τα μπουγάζια
να σφεντονά πεντάβολα από την λαύρη χούφτα.[1]
                                  (Το Τραγούδι της Βροχής)
Διακρίνουμε το προχώρημα του στοχαστή, την εμπνοή των πρωτινών του βλέψεων. Μια μυστικίζουσα θέα τον ωθεί πέρα απ’  το κάλεσμα της φύσης, στη μυστική κλήση των πραγμάτων, στην αναζήτηση του είναι της ζωής.  Διακρίνουμε το αρχαϊκό, το αρχέγονο, το μυστικό και ακοινοποίητο να το συναρπάζει, να τον γεμίζει θάμβος, να του προσφέρει την έκστασιν μεθ’ ηδονής, όπως θα έλεγε ο Πλωτίνος. Βλέπουμε πώς καταστάσεις τις οποίες ο μέσος άνθρωπος ζει ο γεννημένος στοχαστής τις μεταρσιώνει όχι σε φαντασιώσεις, αλλά σε  πύρινες σπαθιές δημιουργίας.
Στάδια στοχαστικής ανέλιξης. Η φύση και η ύπαρξη, η οικογένεια και η δυναμική της γλώσσας, οι θεσμοί και το νόημά τους αποτελούν δημιουργικά εναύσματα με τα οποία ανδρώνεται ο στοχαστής. Συναντάει την ποίηση με εκλεκτούς τους Καζαντζάκη και Ελύτη, την κοινωνική φύση των θεσμών και το νόημά τους, το δίκαιο, τη θρησκευτική πνοή (απλώνεται διαθρησκευτικά χωρίς να είναι θιασώτης του συγκρητισμού), το στοχασμό, τη φιλοσοφία.
Το οδοιπορικό του είναι θαυμασιώδες, η εντρύφηση στους λειμώνες της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και του στοχασμού γενικότερα εντυπωσιακή, οι μελέτες του και τα συγγράμματά του πείθουν πως ο ίμερος των πρώτων του χρόνων βρίσκει υπέροχο πεδίο διάπλωσης και δημιουργικής αναθέας. Δεν απαιτείται μνεία των έργων του για να επισφραγισθεί του λόγου το αληθές. Έχει ήδη τονισθεί και υπάρχει σε ζωντανή μορφή, γιατί το κείμενά του μιλούν με ιδιότυπο παλμό και προδίδουν την κοινωνία του με τις μεγάλες δημιουργικές στιγμές του ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού σε όλες τους τις μεγάλες φάσεις.
Ο Μακράκης δεν επηρεάστηκε από ξενόφερτα δόγματα τα οποία μελέτησε κριτικά, δεν παρασύρθηκε απ’  το θόρυβο των αγοραίων κραυγών που κάποτε εκλαμβάνονται ως η τελευταία λέξη της σκέψης και της πορείας του επιστημονικού πνεύματος. Οι σκέψεις του οι σχετικές με τους δημιουργούς της ελληνοευρωπαϊκής παράδοσης συμπεριλαμβανομένης και της βυζαντινής-μεσαιωνικής την οποία κάποιοι εκλαμβάνουν ως ξεπερασμένη τον οδηγούν σε γόνιμες συλλήψεις και στην πρωτοτυπία.
Περιττεύει να αναφέρουμε την Πορεία του Πνεύματος όπως εκφράζεται τόσο ζωντανά στα έργα του, προσπερνάμε κατ’  ανάγκη την εμπειρική του κοινωνιολογία και την κοινωνιολογία της γνώσης, τους στοχασμούς του πάνω στο πνεύμα της τεχνικής σε όλη τη διεπιστημονική προσπάθεια, ο χρόνος δε μας το επιτρέπει, φθάνουμε στο ουσιώδες το οποίο οφείλουμε να τονίσουμε.
Ιθαγένεια, χρονικότητα, καιρικότητα. Νομίζουμε πως εκεί κορυφώνεται ο στοχασμός του Μανώλη Μαρκάκη και πως σε αυτούς τους όρους εντοπίζουμε τις άρρητες πηγές του. Ας τονισθεί πως αυτές οι θεωρήσεις του στοχαστή βρίσκονται σε μυστική θα λέγαμε σχέση με τις αφετηρίες του και με την όλη του πνευματική περιπέτεια.
Η ιθαγένεια αναδύεται σε κάθε κοινωνία και στερεώνεται με τους θεσμούς, την κοινωνικότητα, με τις θετικές και τις αρνητικές φάσεις της διανθρώπινης προσπάθειας. Είναι η χρονικότητα ντυμένη με τον ανθρώπινο μόχθο η οποία εκρήγνυται δημιουργικά ως καιρικότητα (καιρός παντί πράγματι), και εδώ απαιτείται πραγματική προσπάθεια για να εισδύσουμε στο πνεύμα των όρων . Είναι αλήθεια πως υπάρχει μια κάποια δυσκολία στην προσπάθεια συγκερασμού γιατί προαπαιτείται όλο του οδοιπορικό του στοχαστή, το λογοτεχνικό, το ποιητικό, το κοινωνιολογικό και το φιλοσοφικό του έργο. Ας δούμε: Κοινωνία είναι η άρση του ατομικού στο νόημα της ιστορίας, η ένταση ανάμεσα στο ατομικό και στη συλλογικότητα, μια ένταση ανανεούμενη και διαρκής στον βαθμό που η κοινωνία προηγείται απ’ τ’ ατομικό…Κοινωνία είναι η άρση του ατομικού ως ελευθερία και η κατοχύρωσή της στο συλλογικό ως αναγκαιότητα. (1987, επιστημονική ανακοίνωση)
Ο κοινωνιολόγος συναντάει το φιλόσοφο, το κοινωνιολογικό γίνεται θέμα φιλοσοφικής αναγωγής η οποία οδηγεί σε εμβάθυνση.
Ωστόσο αυτή η λεγόμενη αναγκαιότητα της κοινωνικής ζωής είναι κατ’ ουσία ελευθερία, όσο κι αν οι όροι φαίνονται αντιφατικοί.
Η ιθαγένεια ως πρώτιστη αφετηρία συνάντησης του υποκειμενικού με το διυποκειμενικό, του προσωπικού με το διαπροσωπικό, μήτρα του πολιτισμικού (πρβλ. τις μεταφράσεις έργων των Durkheim, Weber, Simmel, Tainis κ.α.) καλείται να σταθμίσει τις σχέσεις καιρικότητας και χρονικότητας: Η ιθαγένεια είναι η ιδιαίτερη εκείνη βίωση του πεπερασμένου, που προϋποθέτει την κατοχύρωση του χρόνου σε καιρικότητα, ο οποίος εν συνεχεία την διαστέλλει και την υπερβαίνει, για να ταυτισθεί μαζί της ως διάρκεια έμπλεη κρίσιμων και χαρακτηριστικών, που ανυψώνουν την μορφολογία του τόπου σε κρίσιμο όρο τους και σε αντικειμενικό λόγο. (Η Ιθαγένεια ως χρόνος).
Δύσκολη, στριφνή προσέγγιση η οποία οφείλει να αναλυθεί με βάση την όλη πνευματική πορεία του Μανώλη Μαρκάκη. Ιθαγένεια είναι η πρώτη συνειδητοποίηση της τοπικότητας, του τόπου στον οποίο ανθίζει ο πολιτισμός με τους θεσμούς και την όλη κοινωνικοπολιτική προσπάθεια, ο καιρός, το πλήρωμα του χρόνου, της χρονικότητας, μία άνοδος η οποία όμως δεν είναι αποχώρηση απ’  τις συμβατικότητες, απ’  την ανελευθερία της συλλογικότητας του κοινωνικού, αλλά η οποία ‘’διαλύεται’’ πάλι σε χρονικότητα. Απλά, χωρίς την καιρικότητα, τον καιρό δηλαδή της συνειδητοποίησης, αναγκαία προϋπόθεση πνευματικής αλκής, δεν είναι δυνατό να ανασυνταχθεί ο χρόνος της ιθαγένειας. Διαλεκτική διαπλοκή, πλατωνίζουσα θα έλεγα, η οποία καταστέφει ένα οδοιπορικό το οποίο θα ολοκληρωνόταν υπέροχα.
Αυγασμός. Πού οδηγούμαστε; Σίγουρα ο στοχαστής δεν ξεφεύγει απ’  την ελληνοευρωπαϊκή δυναμική αλλά προσπαθεί να της προσδώσει ένα καινοφανές νήμα το οποίο λαμπρύνεται με συγκινητικό τρόπο: Η αγάπη ως βίωση έχει διάρκεια, προθετικότητα και κατεύθυνση. Δεν έχει ωστόσο αρχή, ενώ η προθετικότητά της δεν αφορά συγκεκριμένη πράξη ή πρόσωπο, αλλά διαχέεται ή αντανακλά το είδος, ενώ ο προσανατολισμός της στον κόσμο δεν επιδέχεται ιεραρχήσεις. (Η Αγάπη)
Ήδη ανοίγονται δημιουργικοί ορίζοντες που ανατέμνουν τις σχέσεις κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας, ζωής και σκέψης γενικότερα. Το φευγαλέο παρόν αναβαθμίζεται καθώς η αγρύπνια του στοχαστή μας το κατευθύνει στο βάθος του, στην αναθέαση του είναι των πραγμάτων, σε νέες ατραπούς δημιουργίας και δημιουργικότητας.
Ήδη, ο στοχασμός γίνεται παιδεία ζωής, φωτοβόλος κίνηση με πολυδιάστατες εκφάνσεις.

                                                                   Νίκος Μακρής, δρ. Φ.
Μάιος 2015 (Απόδοση διάλεξης)





[1] Ο περιπαθητικός και ποιητικός χαρακτήρας του στοχαστή είναι παντού, σε όλα του τα κείμενα. Λ.χ.: …Από τα γαλάζια παράθυρα των ασβεστωμένων σπιτιών σου, στο άπλετο, πηχτό φως του Αύγουστου, σκύβω στην άβυσσο του πελάγους, στην ίδια την πλάβη, σκοτεινή βούληση του κόσμου, πέρα από τη μορφή καθώς στέκει και πέρα από τη νόηση, στα έγκατα του πρωτεϊκού και του αρχέγονου, για να βεβαιώσω τη ρίζα μου…